Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61989CJ0381

Απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Μαρτίου 1992.
Σύνδεσμος μελών της Ελευθέρας Ευαγγελικής Εκκλησίας και λοιποί κατά Ελληνικού Δημοσίου και λοιπών.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών - Ελλάς.
Δίκαιο των εταιριών - Άμεσο αποτέλεσμα - Υπεροχή του κοινοτικού δικαίου.
Υπόθεση C-381/89.

Συλλογή της Νομολογίας 1992 I-02111

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1992:142

61989J0381

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 24ΗΣ ΜΑΡΤΙΟΥ 1992. - ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΑΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΛΟΙΠΟΙ ΚΑΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΚΑΙ ΛΟΙΠΩΝ. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ - ΕΛΛΑΔΑ. - ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΕΤΑΙΡΙΩΝ - ΑΜΕΣΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ - ΥΠΕΡΟΧΗ ΤΩΥ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-381/89.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1992 σελίδα I-02111


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


++++

Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων - Ελευθερία εγκαταστάσεως - Εταιρίες - Οδηγία 77/91 - Τροποποίηση του κεφαλαίου ανωνύμου εταιρίας - Άμεσο αποτέλεσμα των άρθρων 25, παράγραφος 1, και 29, παράγραφος 1, της οδηγίας - Εθνική ρύθμιση προβλέπουσα την αύξηση του κεφαλαίου προβληματικής εταιρίας με διοικητική πράξη - Δεν επιτρέπεται

(Οδηγία 77/91 του Συμβουλίου, άρθρα 25 PAR 1, και 29 PAR 1)

Περίληψη


Οι ιδιώτες μπορούν να επικαλούνται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων έναντι των δημοσίων αρχών τα άρθρα 25, παράγραφος 1, και 29, παράγραφος 1, της δεύτερης οδηγίας 77/91, περί συντονισμού των εγγυήσεων που απαιτούνται στα κράτη μέλη εκ μέρους των εταιριών κατά την έννοια του άρθρου 58, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, για την προστασία των συμφερόντων των εταίρων και των τρίτων, με σκοπό να καταστούν οι εγγυήσεις αυτές ισοδύναμες, όσον αφορά τη σύσταση της ανωνύμου εταιρίας και τη διατήρηση και τις μεταβολές του κεφαλαίου της.

Οι διατάξεις των άρθρων αυτών έχουν την έννοια ότι αντίκεται στις διατάξεις αυτές εθνική ρύθμιση η οποία, προς εξασφάλιση της επιβιώσεως και της συνεχίσεως της δραστηριότητας επιχειρήσεων που έχουν ιδιαίτερη σημασία για την εθνική οικονομία κράτους μέλους και οι οποίες αντιμετωπίζουν, λόγω της υπερχρεώσεώς τους, εξαιρετική κατάσταση, επιτρέπει να αποφασίζεται με διοικητική πράξη και χωρίς απόφαση της γενικής συνελεύσεως αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου, καθώς και να αποφασίζεται με διοικητική πράξη η κατανομή των νέων μετοχών, χωρίς οι μετοχές αυτές να έχουν προσφερθεί κατά προτίμηση στους μετόχους ανάλογα με το τμήμα του κεφαλαίου που αντιπροσωπεύουν οι μετοχές τους.

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-381/89,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Συνδέσμου Μελών της Ελευθέρας Ευαγγελικής Εκκλησίας,

ΒΑΣΚΟ ΑΕ,

Κωνσταντίνου Σωτηρόπουλου,

Σωτηρίου Παναγιώτου Σωτηρόπουλου,

Θεοχάρη Αναστασίου Σωτηρόπουλου,

Σωτηρίου Αναστασίου Σωτηρόπουλου,

Aναστασίου Σωτηρίου Σωτηρόπουλου,

και

Ελληνικού Δημοσίου,

Οργανισμού Ανασυγκροτήσεως Επιχειρήσεων ΑΕ,

Ελληνικής Παρκετοβιομηχανίας Αφοί Σωτηρόπουλοι ΑΕ,

Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος ΑΕ,

Γενικής Τράπεζας της Ελλάδος ΑΕ,

Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος ΑΕ,

Ελληνικής Τράπεζας Βιομηχανικής Αναπτύξεως AE,

Εθνικής Τράπεζας Επενδύσεων Βιομηχανικής Αναπτύξεως ΑΕ,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 25 και 29 της δεύτερης οδηγίας 77/91/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 1976, περί συντονισμού των εγγυήσεων που απαιτούνται στα κράτη μέλη εκ μέρους των εταιριών, κατά την έννοια του άρθρου 58, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, για την προστασία των συμφερόντων των εταίρων και των τρίτων, με σκοπό να καταστούν οι εγγυήσεις αυτές ισοδύναμες, όσον αφορά τη σύσταση της ανώνυμης εταιρίας και τη διατήρηση και τις μεταβολές του κεφαλαίου της (ΕΕ ειδ. έκδ. 06/001, σ. 230),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους O. Due, Πρόεδρο, R. Joliet και P. J. G. Kapteyn, προέδρους τμήματος, G. F. Mancini, Κ. Ν. Κακούρη, G. C. Rodriguez Iglesias και M. Diez de Velasco, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: G. Tesauro

γραμματέας: D. Louterman, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

- οι ενάγοντες της κύριας δίκης, εκπροσωπούμενοι από τον Γ. Ι. Αναστασόπουλο, δικηγόρο παρ' Αρείω Πάγω,

- η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Παναγιώτη Μυλωνόπουλο, δικηγόρο, νομικό συνεργάτη Β' της Ειδικής Νομικής Υπηρεσίας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων του Υπουργείου Εξωτερικών, τον Κωνσταντίνο Σταυρόπουλο, δικηγόρο, νομικό συνεργάτη της ίδιας υπηρεσίας, και τον Νικόλαο Φραγκάκη, δικηγόρο,

- η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Antonio Caeiro, νομικό σύμβουλο, και τη Μαρία Πατακιά, μέλος της νομικής της υπηρεσίας,

- ο Οργανισμός Ανασυγκροτήσεως Επιχειρήσεων ΑΕ, εκπροσωπούμενος από τον δικηγόρο Λ. Γεωργακόπουλο,

- η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ΑΕ, εκπροσωπούμενη από τον Κ. Βορίδη, δικηγόρο Αθηνών,

- η Γενική Τράπεζα της Ελλάδος ΑΕ, εκπροσωπούμενη από τη Λ. Δεληγιάννη, δικηγόρο Αθηνών,

- η Ελληνική Τράπεζα Βιομηχανικής Αναπτύξεως ΑΕ, εκπροσωπούμενη από τον Σ. Στρατήγη, δικηγόρο Αθηνών,

- η Εθνική Τράπεζα Επενδύσεων Βιομηχανικής Αναπτύξεως, εκπροσωπούμενη από τον Π. Παπανικολάου, δικηγόρο Αθηνών,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε, κατά τη συνεδρίαση της 20ής Νοεμβρίου 1991, τις προφορικές παρατηρήσεις των εναγόντων της κύριας δίκης, εκπροσωπουμένων από τους Ι. Αναστασοπούλου και Γ. I. Αναστασόπουλο, δικηγόρους παρ'Αρείω Πάγω, του Οργανισμού Ανασυγκροτήσεως Επιχειρήσεων ΑΕ, εκπροσωπουμένου από τους Λ. Γεωργακόπουλο, δικηγόρο, καθηγητή Εμπορικού Δικαίου, και Α. Τσουδερό, δικηγόρο Αθηνών, της Ελληνικής Παρκετοβιομηχανίας Αφοί Σωτηρόπουλοι ΑΕ,

εκπροσωπουμένης από τους Σ. Φέλιο και Β. Καραγιάννη, δικηγόρους Αθηνών, της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος ΑΕ, της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος ΑΕ και της Εθνικής Τράπεζας Επενδύσεων Βιομηχανικής Αναπτύξεως ΑΕ, εκπροσωπουμένων από τον Ι. Σπυριδάκη, δικηγόρο, καθηγητή Αστικού Δικαίου, της Ελληνικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπουμένης από τον Ν. Μαυρίκα, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, και της Επιτροπής, εκπροσωπουμένης από τον Δ. Γκουλούση, νομικό σύμβουλο,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 16ης Ιανουαρίου 1992,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 1989, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 21 Δεκεμβρίου 1989, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, δύο προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία των άρθρων 25 και 29 της δεύτερης οδηγίας 77/91/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 1976, περί συντονισμού των εγγυήσεων που απαιτούνται στα κράτη μέλη εκ μέρους των εταιριών κατά την έννοια του άρθρου 58, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, για την προστασία των συμφερόντων των εταίρων και των τρίτων, με σκοπό να καταστούν οι εγγυήσεις αυτές ισοδύναμες, όσον αφορά τη σύσταση της ανωνύμου εταιρίας και τη διατήρηση και τις μεταβολές του κεφαλαίου της (ΕΕ ειδ. έκδ. 06/001, σ. 230, στο εξής: δεύτερη οδηγία).

2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ, αφενός, ορισμένων μετόχων της εταιρίας "Ελληνική Παρκετοβιομηχανία Αφοί Σωτηρόπουλοι ΑΕ" (στο εξής: ΕΠΑΣ) και, αφετέρου, του Ελληνικού Δημοσίου, του Οργανισμού Ανασυγκροτήσεως Επιχειρήσεων (στο εξής: ΟΑΕ), της ΕΠΑΣ και διαφόρων τραπεζών. Η διαφορά αυτή αφορά τις αυξήσεις του εταιρικού κεφαλαίου της ΕΠΑΣ, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο του καθεστώτος που προβλέπεται από τον ελληνικό νόμο 1386/1983 της 5ης Αυγούστου 1983 (ΦΕΚ, τεύχος Α, αριθμός 107, της 8.8.1983, σ. 14) και στο οποίο υπήχθη η ΕΠΑΣ με απόφαση του Υπουργού

Εθνικής Οικονομίας της 26ης Νοεμβρίου 1984 (υπουργική απόφαση 1406, ΦΕΚ, τεύχος Β, αριθμός 839, της 27.11.1984, σ. 7697).

3 Ο ΟΑΕ είναι οργανισμός του δημοσίου τομέα και συστάθηκε με τον νόμο 1386/1983. Λειτουργεί με τη μορφή ανώνυμης εταιρίας και ενεργεί υπό κρατική εποπτεία χάριν του κοινού συμφέροντος. Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, του νόμου αυτού, σκοπός του ΟΑΕ είναι η συμβολή στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της χώρας με την οικονομική εξυγίανση επιχειρήσεων, την εισαγωγή και εφαρμογή αλλοδαπής τεχνογνωσίας, την ανάπτυξη της εθνικής τεχνογνωσίας, καθώς και την ίδρυση και εκμετάλλευση κοινωνικοποιημένων ή μικτής οικονομίας επιχειρήσεων.

4 Στο άρθρο 2, παράγραφος 3, του νόμου 1386/1983 απαριθμούνται οι εξουσίες που παρέχονται στον ΟΑΕ προς επίτευξη του σκοπού αυτού. Κατά το άρθρο αυτό, ο ΟΑΕ μπορεί να αναλαμβάνει τη διοίκηση και την τρέχουσα διαχείριση των υπό εξυγίανση ή κοινωνικοποιημένων επιχειρήσεων, να συμμετέχει στο κεφάλαιο επιχειρήσεων, να χορηγεί δάνεια, να εκδίδει ομολογιακά δάνεια ή να συνάπτει δάνεια, να αποκτά ομολογίες, καθώς και να μεταβιβάζει μετοχές ιδίως στους εργαζομένους ή στους φορείς εκπροσωπήσεώς τους, στους φορείς τοπικής αυτοδιοικήσεως ή σε άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, σε κοινωφελή ιδρύματα, σε κοινωνικούς φορείς ή σε ιδιώτες.

5 Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, του νόμου 1386/1983, με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας μπορούν να υπαχθούν στις ρυθμίσεις του νόμου αυτού επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν σοβαρές οικονομικές δυσχέρειες.

6 Κατά το άρθρο 7 του νόμου 1386/1983, με απόφαση του αρμοδίου υπουργού μπορεί να ανατεθεί στον ΟΑΕ η διοίκηση της υπαγομένης στο καθεστώς του προαναφερθέντος νόμου επιχειρήσεως, να ρυθμιστούν οι υποχρεώσεις της κατά

τρόπον ώστε να εξασφαλίζεται η βιωσιμότητά της, ή να κινηθεί η διαδικασία εκκαθαρίσεώς της.

7 Το άρθρο 8 του νόμου 1386/1983 περιέχει τις διατάξεις περί αναλήψεως της διοικήσεως των επιχειρήσεων από τον ΟΑΕ. Η παράγραφος 1 του άρθρου 8, όπως τροποποιήθηκε από τον νόμο 1472/1984 (ΦΕΚ, τεύχος Α, αριθμός 112, της 6.8.1984, σ. 1273), καθορίζει τις λεπτομέρειες της αναλήψεως της διοικήσεως και ρυθμίζει τις σχέσεις μεταξύ των επιφορτισμένων με τη διοίκηση της επιχειρήσεως προσώπων, τα οποία διορίζονται από τον ΟΑΕ, και των οργάνων της επιχειρήσεως. Στη διάταξη αυτή προβλέπεται ότι με τη δημοσίευση της υπουργικής αποφάσεως περί υπαγωγής της επιχειρήσεως στις ρυθμίσεις του νόμου παύει η εξουσία των οργάνων διοικήσεως της επιχειρήσεως, καθώς και ότι η γενική συνέλευση διατηρείται μεν, δεν μπορεί όμως να αποφασίζει την ανάκληση μελών της διοικήσεως που έχουν διοριστεί από τον ΟΑΕ.

8 Το άρθρο 8, παράγραφος 8, του νόμου 1386/1983 προβλέπει ότι, κατά τη διάρκεια της προσωρινής διοικήσεως της υπαχθείσας στο εν λόγω νομικό καθεστώς επιχειρήσεως, ο ΟΑΕ μπορεί να αποφασίζει την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εν λόγω εταιρίας, κατά παρέκκλιση από τις ισχύουσες διατάξεις περί ανωνύμων εταιριών. Η αύξηση πρέπει να εγκριθεί από τον αρμόδιο υπουργό. Οι παλαιοί μέτοχοι διατηρούν δικαίωμα προτιμήσεως, το οποίο ασκείται εντός της προθεσμίας που καθορίζεται με την εγκριτική υπουργική απόφαση.

9 Το άρθρο 10 του νόμου 1386/1983 επίσης αφορά την αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου. Τα μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 10, αντίθετα προς αυτά που προβλέπονται στο άρθρο 8, παράγραφος 8, δεν εντάσσονται στο πλαίσιο της προσωρινής διοικήσεως της επιχειρήσεως από τον ΟΑΕ. Η προβλεπόμενη από το άρθρο 10 αύξηση αποτελεί μέτρο οριστικής εξυγιάνσεως.

10 Κατά το άρθρο αυτό, ο αρμόδιος υπουργός μπορεί, στις περιπτώσεις των άρθρων 7 και 8, παράγραφος 5, του νόμου, να αποφασίσει την αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου ή την κεφαλαιοποίηση των οφειλών της επιχειρήσεως προς το

Δημόσιο ή άλλους δημοσίους οργανισμούς και επιχειρήσεις. Το άρθρο 10 δεν παρέχει στους παλαιούς μετόχους δικαίωμα προτιμήσεως επί των νέων μετοχών.

11 Κατόπιν της ως άνω υπουργικής αποφάσεως 1406 της 26ης Νοεμβρίου 1984, με την οποία η ΕΠΑΣ υπήχθη, κατόπιν αιτήσεώς της, στο καθεστώς του νόμου 1386/1983, ο ΟΑΕ ανέλαβε τη διοίκηση της εν λόγω εταιρίας και αποφάσισε, στις 26 Μαρτίου 1986, να αυξήσει το κεφάλαιό της κατά 650 εκατομμύρια δραχμές. Η απόφαση αυτή εγκρίθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 8, του νόμου 1386/1983, από τον Υφυπουργό Βιομηχανίας, Έρευνας και Τεχνολογίας με την απόφαση 98 της 28ης Μαρτίου 1986 (ΦΕΚ, τεύχος Β, αριθμός 143, της 3.4.1986, σ. 1615).

12 Κατά την απόφαση αυτή, οι παλαιοί μέτοχοι είχαν απεριόριστο δικαίωμα προτιμήσεως, το οποίο όφειλαν να ασκήσουν με γραπτή δήλωση εντός μηνός από της δημοσιεύσεως της υπουργικής αποφάσεως στην Ελληνική Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Δεδομένου ότι κανείς μέτοχος δεν έκανε χρήση της δυνατότητας αυτής, ο ΟΑΕ κατέστη κύριος των νέων μετοχών, συμμετέχοντας κατά 68,64 % στο εταιρικό κεφάλαιο, το οποίο ανερχόταν σε 947 000 000 δραχμές.

13 Κατά τα τέλη του 1986, κατόπιν διαπραγματεύσεων μεταξύ των πιστωτών, του ΟΑΕ και των λοιπών μετόχων της ΕΠΑΣ, αποφασίστηκε να διατηρηθεί η εταιρία και να τεθεί τέρμα στην προσωρινή διοίκηση καθώς και στην αναστολή της πληρωμής των χρεών της. Η συμφωνία αυτή, η οποία εγκρίθηκε από τον Υφυπουργό Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας με την απόφαση 15 της 9ης Ιανουαρίου 1987 (ΦΕΚ, τεύχος Β, αριθμός 25, της 16.1.1987, σ. 210), προέβλεπε μείωση του κεφαλαίου της εταιρίας από 947 000 000 δραχμές στο κατώτατο υποχρεωτικό ποσό των 5 000 000 δραχμών και, εν συνεχεία, αύξηση του κεφαλαίου σε 6 062 660 000 δραχμές.

14 Η αύξηση αυτή επιβλήθηκε από τον αρμόδιο υπουργό σύμφωνα με το άρθρο 10, παράγραφος 1, του νόμου 1386/1983 και πραγματοποιήθηκε με την κεφαλαιοποίηση μέρους των χρεών της ΕΠΑΣ έναντι του Ελληνικού Δημοσίου και των τραπεζών, της Δημοσίας Επιχειρήσεως Ηλεκτρισμού και ορισμένων ασφαλιστικών ταμείων, καθώς και με την εισφορά νέων κεφαλαίων από τον ΟΑΕ. Το νέο εταιρικό κεφάλαιο κατανεμήθηκε μεταξύ των τραπεζών και του ΟΑΕ που κατέχουν, ως εκ τούτου, την πλειοψηφία των μετοχών.

15 Οι ενάγοντες της κύριας δίκης, οι οποίοι κατέχουν πλέον ελάχιστο τμήμα των μετοχών της ΕΠΑΣ, προσέβαλαν, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, τις ως άνω αυξήσεις του κεφαλαίου της ΕΠΑΣ καθώς και την κατανομή των μετοχών μεταξύ των τραπεζών και του ΟΑΕ. Θεωρούν, ιδίως, ότι οι αυξήσεις αυτές αντιβαίνουν στη δεύτερη οδηγία.

16 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

"1) Έχουν η δεύτερη κοινοτική οδηγία εταιρικού δικαίου (77/91/ΕΟΚ της 13ης Δεκεμβρίου 1976) και ειδικότερα οι σχετικές με τη διατήρηση και τη μεταβολή του κεφαλαίου των ανωνύμων εταιριών διατάξεις της (άρθρα 25 έως και 29) άμεση εφαρμογή στην ελληνική επικράτεια από 1ης Ιανουαρίου 1981, κατά την έννοια ότι τα ελληνικά δικαστήρια οφείλουν να εφαρμόζουν τις διατάξεις αυτές στις διαφορές που εκδικάζουν;

2) Υπερισχύουν οι προαναφερθείσες διατάξεις αντιθέτων διατάξεων του νόμου 1386/1983, οι οποίες παρεκκλίνουν των λοιπών διατάξεων του εσωτερικού ελληνικού δικαίου, που ρυθμίζουν αντίστοιχα ζητήματα των ανωνύμων εταιριών, για τον λόγο ότι ο νόμος αυτός, που ίδρυσε τον δεύτερο εναγόμενο 'Οργανισμό Ανασυγκροτήσεως Επιχειρήσεων' , ο οποίος λειτουργεί για το κοινωνικό συμφέρον κάτω από την εποπτεία του κράτους, τέθηκε σε ισχύ από τις 8 Αυγούστου 1983 με κύριο σκοπό την οικονομική εξυγίανση επιχειρήσεων;"

17 Στην έκθεση ακροατηρίου περιγράφονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης, οι ισχύουσες διατάξεις καθώς και οι παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

18 Παρατηρείται προκαταρκτικώς ότι ορισμένα επιχειρήματα που ανέπτυξαν οι διάδικοι της κύριας δίκης ενώπιον του Δικαστηρίου αφορούν προβλήματα τα οποία δεν περιλαμβάνονται στα προαναφερθέντα προδικαστικά ερωτήματα. Πρόκειται ιδίως για το κατά πόσον οι διοικούμενοι, επικαλούμενοι ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων δικαιώματα ερειδόμενα επί διατάξεως του κοινοτικού δικαίου, υπόκεινται στη γενική αρχή του δικαίου, σύμφωνα με την οποία οι διοικούμενοι πρέπει να έχουν έννομο συμφέρον προς επίκληση διατάξεως του νόμου, άλλως το αίτημά τους συνιστά καταστρατήγηση του δικαίου ή κατάχρηση δικαιώματος, καθώς και το κατά πόσον η Κοινότητα έχει αρμοδιότητα να νομοθετεί σε θέματα πτωχευτικού δικαίου και άλλων συλλογικών διαδικασιών ικανοποιήσεως των πιστωτών.

19 Συναφώς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, σύμφωνα με την κατανομή των αρμοδιοτήτων που καθιερώνει το άρθρο 177 στο πλαίσιο της διαδικασίας εκδόσεως προδικαστικών αποφάσεων, εναπόκειται αποκλειστικά στο εθνικό δικαστήριο να κρίνει τη λυσιτέλεια των επιχειρημάτων αυτών και, ενδεχομένως, να υποβάλει νέα ερωτήματα στο Δικαστήριο, αν κρίνει ότι χρειάζεται συμπληρωματικά στοιχεία ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου προκειμένου να εκδώσει την απόφασή του (βλ. ιδίως απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 1985, υπόθεση 311/84, CBEM, Συλλογή 1985, σ. 3261, σκέψη 10). Επομένως, παρέλκει η εξέταση των προαναφερθέντων επιχειρημάτων από το Δικαστήριο.

20 Παρατηρείται επίσης ότι, με τα προδικαστικά αυτά ερωτήματα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν αν οι διατάξεις της δεύτερης οδηγίας απαγορεύουν τις αυξήσεις του κεφαλαίου εταιρίας οι οποίες πραγματοποιούνται υπό το καθεστώς νόμου αποβλέποντος στην οικονομική εξυγίανση των επιχειρήσεων, όταν δεν έχει επιτρέψει τις αυξήσεις αυτές η γενική συνέλευση και δεν έχει

παρασχεθεί δικαίωμα προτιμήσεως στους παλαιούς μετόχους.

21 Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο ερωτά πρώτον αν τα άρθρα 25, παράγραφος 1, και 29, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας έχουν άμεσο αποτέλεσμα. Στη συνέχεια, υποβάλλει το ερώτημα κατά πόσον οι διατάξεις αυτές υπερισχύουν νόμων περί ανασυγκροτήσεως και εξυγιάνσεως επιχειρήσεων όπως ο νόμος 1386/1983.

22 Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι το δεύτερο αυτό ερώτημα δεν αφορά αυτή καθαυτή την αρχή της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου. Συγκεκριμένα, το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι το κοινοτικό δίκαιο, πρωτογενές και παράγωγο, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύει κάθε αντίθετης διατάξεως νόμου. Με το δεύτερο ερώτημα, ερωτά μάλλον αν οι διατάξεις της οδηγίας έχουν εφαρμογή σε περιπτώσεις όπως αυτή που αποτελεί το αντικείμενο της κύριας δίκης, στις οποίες πρόκειται για την οικονομική εξυγίανση επιχειρήσεως επιχειρούμενη από οργανισμό δημοσίου συμφέροντος όπως ο ΟΑΕ.

23 Κατά πρώτον πρέπει να δοθεί απάντηση στο δεύτερο αυτό ερώτημα. Πράγματι, αν θεωρηθεί ότι η οδηγία δεν έχει εφαρμογή σε ειδικές διαδικασίες εξυγιάνσεως επιχειρήσεων όπως αυτή που αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, δεν τίθεται πλέον το ζήτημα στο οποίο αναφέρεται το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, ήτοι το ζήτημα του αμέσου αποτελέσματος των άρθρων 25, παράγραφος 1, και 29, παράγραφος 1.

Επί του πεδίου εφαρμογής της δεύτερης οδηγίας

24 Με τις παρατηρήσεις τους ενώπιον του Δικαστηρίου, οι καθών υποστήριξαν ότι η δεύτερη οδηγία δεν έχει εφαρμογή σε δημόσια μέτρα όπως αυτά που προβλέπονται από τον νόμο 1386/1983 και αφορούν την εξυγίανση ή την

εκκαθάριση επιχειρήσεων.

25 Πρέπει πρώτα να εξεταστούν τα επιχειρήματα που προβάλλει ο ΟΑΕ. Ο εν λόγω οργανισμός θεωρεί ότι η δεύτερη οδηγία δεν έχει εφαρμογή στην περίπτωση που αποτελεί το αντικείμενο της κύριας δίκης, διότι αφορά τομέα του δικαίου διαφορετικόν από αυτόν που ρυθμίζει ο νόμος 1386/1983. Υποστηρίζει, ιδίως, ότι η δεύτερη οδηγία εντάσσεται στο εταιρικό δίκαιο, ενώ οι εθνικές ρυθμίσεις όπως αυτή που προβλέπεται από τον νόμο 1386/1983 αποτελούν μέρος του δικαίου της εξυγιάνσεως και της ανασυγκροτήσεως των επιχειρήσεων, το οποίο είναι συγγενές προς τις συλλογικές διαδικασίες ικανοποιήσεως των πιστωτών, όπως η πτωχευτική διαδικασία. Ο ΟΑΕ διευκρινίζει συναφώς ότι οι ρυθμίσεις αυτές δεν έχουν ως αντικείμενο τη συνήθη λειτουργία της εταιρίας και τις σχέσεις μεταξύ των μετόχων, αλλά αποβλέπουν στην ικανοποίηση των πιστωτών με τη λήψη μέτρων συλλογικής εκτελέσεως.

26 Υπενθυμίζεται συναφώς ότι το Δικαστήριο απέρριψε ρητώς αυτή την επιχειρηματολογία με την απόφαση της 30ής Μαΐου 1991, C-19/90 και C-20/90, Καρέλλα και Καρέλλας (Συλλογή 1991, σ. Ι-2691).

27 Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 30 της εν λόγω αποφάσεως, ότι προορισμός της δεύτερης οδηγίας είναι η εξασφάλιση του σεβασμού των δικαιωμάτων των εταίρων και των τρίτων, ιδίως όσον αφορά τις πράξεις συστάσεως της εταιρίας, καθώς και αυξήσεως ή μειώσεως του κεφαλαίου της. Η εγγύηση αυτή, για να είναι αποτελεσματική, πρέπει να παρέχεται στους εταίρους επί όσο χρονικό διάστημα η εταιρία εξακολουθεί να υφίσταται με τη δική της δομή. Βεβαίως, η οδηγία δεν απαγορεύει τη λήψη μέτρων αναγκαστικής εκτελέσεως και ιδίως την εφαρμογή διαδικασιών εκκαθαρίσεως, στο πλαίσιο των οποίων η εταιρία τίθεται υπό καθεστώς αναγκαστικής διαχειρίσεως προς διασφάλιση των δικαιωμάτων των δανειστών, εξακολουθεί όμως να εφαρμόζεται επί όσο χρονικό διάστημα δεν έχει αφαιρεθεί η εξουσία από τους μετόχους και τα κανονικά όργανα της εταιρίας. Αυτό ασφαλώς συμβαίνει, σε περίπτωση απλώς εφαρμογής καθεστώτος

εξυγιάνσεως συνεπαγομένου την παρέμβαση δημοσίων οργανισμών ή εταιριών ιδιωτικού δικαίου, όταν θίγεται το δικαίωμα των εταίρων επί του κεφαλαίου και το δικαίωμα λήψεως αποφάσεων στην εταιρία.

28 Κατά συνέπεια, επί όσο χρονικό διάστημα η εταιρία εξακολουθεί να υφίσταται με τη δική της δομή, η δεύτερη οδηγία έχει εφαρμογή έστω και αν η εταιρία αυτή έχει υπαχθεί σε καθεστώς ανασυγκροτήσεως όπως αυτό που προβλέπεται από τον νόμο 1386/1983.

29 Επιπλέον, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, καίτοι η προσωρινή διοίκηση από τον ΟΑΕ μπορεί να καταλήξει στην ειδική διαδικασία εκκαθαρίσεως που προβλέπεται στο άρθρο 9 του νόμου 1386/1983, η εκκαθάριση εταιριών με μέτρα αναγκαστικής εκτελέσεως δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των σκοπών του ΟΑΕ, όπως αυτοί διατυπώνονται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, του νόμου αυτού. Αντιθέτως, το στοιχείο α της διατάξεως αυτής προβλέπει ρητώς ότι σκοπός του ΟΑΕ είναι η συμβολή στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της χώρας με την οικονομική εξυγίανση επιχειρήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου.

30 Στη συνέχεια, πρέπει να εκτιμηθούν τα επιχειρήματα των λοιπών καθών της κύριας δίκης. Υποστηρίζουν ότι η δεύτερη οδηγία δεν αφορά τις εξαιρετικές καταστάσεις που ρυθμίζει ο νόμος 1386/1983. Κατά την άποψη των καθών, ο νόμος αυτός δεν ρυθμίζει κατά μόνιμο τρόπο το θέμα της αυξήσεως του κεφαλαίου των ανωνύμων εταιριών, αλλά προβλέπει ειδικά μέτρα για την εξασφάλιση της επιβιώσεως επιχειρήσεων που δεν μπορούν πλέον να λειτουργήσουν κανονικά λόγω της υπερχρεώσεώς τους και οι οποίες έχουν ιδιαίτερη σημασία για την εθνική οικονομία. Οι καθών διευκρινίζουν επίσης ότι τα ειδικά αυτά μέτρα είναι απαραίτητα προκειμένου να αποφευχθούν κοινωνικές αναταραχές οφειλόμενες σε ομαδικές απολύσεις.

31 Συναφώς, υπενθυμίζεται πρώτον ότι το Δικαστήριο επίσης απέρριψε την επιχειρηματολογία αυτή με την προαναφερθείσα απόφαση της 30ής Μαΐου 1991 και, ειδικότερα, με τις σκέψεις 25 έως 28 της εν λόγω αποφάσεως.

32 Κατά την απόφαση αυτή, η δεύτερη οδηγία αποβλέπει, σύμφωνα με το άρθρο 54, παράγραφος 3, στοιχείο ζ, της Συνθήκης, στον συντονισμό των απαιτουμένων εγγυήσεων υπό των κρατών μελών εκ μέρους των εταιριών, κατά την έννοια του άρθρου 58, τελευταίο εδάφιο, της ίδιας Συνθήκης, προκειμένου να καταστούν οι εγγυήσεις αυτές ισοδύναμες και να διασφαλιστεί η προστασία των συμφερόντων των εταίρων και των τρίτων. Η δεύτερη οδηγία έχει, συνεπώς, ως σκοπό την εξασφάλιση ενός κατωτάτου επιπέδου προστασίας των μετόχων στο σύνολο των κρατών μελών.

33 Η επίτευξη του σκοπού αυτού θα ήταν πολύ επισφαλής αν τα κράτη μέλη μπορούσαν να παρεκκλίνουν από τις διατάξεις της οδηγίας, διατηρώντας σε ισχύ ρυθμίσεις, έστω χαρακτηριζόμενες ως ειδικές ή εξαιρετικές, οι οποίες επιτρέπουν να αποφασίζεται, με διοικητικά μέτρα και χωρίς να μεσολαβήσει καμία απόφαση της γενικής συνελεύσεως των μετόχων, αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου και οι οποίες δεν εξασφαλίζουν στους μετόχους δικαίωμα προτιμήσεως επί των μετοχών που πρόκειται να εκδοθούν.

34 Ωστόσο, η διαπίστωση αυτή δεν σημαίνει ότι το κοινοτικό δίκαιο εμποδίζει κατά πάσα περίπτωση τα κράτη μέλη να παρεκκλίνουν από τις διατάξεις αυτές. Πράγματι, ο κοινοτικός νομοθέτης προέβλεψε ειδικώς είτε τη δυνατότητα συγκεκριμένων παρεκκλίσεων είτε διαδικασίες οι οποίες μπορούν να καταλήξουν σε τέτοιες παρεκκλίσεις, με σκοπό τη διαφύλαξη ορισμένων ζωτικών συμφερόντων των κρατών μελών, τα οποία θα κινδύνευαν να θιγούν σε έκτακτες καταστάσεις. Τέτοιες δυνατότητες προβλέπουν, π.χ., τα άρθρα 19, παράγραφοι 2 και 3, 40, παράγραφος 2, 41, παράγραφος 2, και 43, παράγραφος 2, της οδηγίας.

35 Παρατηρείται συναφώς ότι ούτε στη Συνθήκη ΕΟΚ ούτε στην ίδια τη δεύτερη οδηγία περιλαμβάνεται διάταξη επιτρέπουσα στα κράτη μέλη να παρεκκλίνουν από τα άρθρα 25, παράγραφος 1, και 29, παράγραφος 1, της δεύτερης οδηγίας σε καταστάσεις κρίσεως. Αντιθέτως, το άρθρο 17, παράγραφος 1, της οδηγίας προβλέπει ρητώς ότι, σε περίπτωση σημαντικής μειώσεως του καλυφθέντος

κεφαλαίου, η γενική συνέλευση συγκαλείται εντός της προθεσμίας που ορίζεται από τις νομοθεσίες των κρατών μελών προκειμένου να εξετάσει αν πρέπει να λυθεί η εταιρία ή να ληφθεί οποιοδήποτε άλλο μέτρο. Η διάταξη αυτή επιβεβαιώνει, έτσι, την αρμοδιότητα της γενικής συνελεύσεως προς λήψη των αποφάσεων, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 25, παράγραφος 1, ακόμα και στην περίπτωση που η εταιρία αντιμετωπίζει σοβαρές οικονομικές δυσχέρειες, δεν επιτρέπει δε καμία παρέκκλιση από τον κανόνα της παροχής του δικαιώματος προτιμήσεως στους μετόχους, το οποίο προβλέπεται από το άρθρο 29, παράγραφος 1.

36 Κατά συνέπεια, οι διατάξεις της δεύτερης οδηγίας, και ειδικότερα τα άρθρα 25, παράγραφος 1, και 29, παράγραφος 1, έχουν εφαρμογή στα μέτρα εξυγιάνσεως επιχειρήσεων, όπως αυτά που προβλέπονται από τον νόμο 1386/1983.

37 Συνεπώς, στο αιτούν δικαστήριο πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 25, παράγραφος 1, και 29, παράγραφος 1, της δεύτερης οδηγίας έχουν την έννοια ότι κωλύουν την εφαρμογή ρυθμίσεως η οποία, προς εξασφάλιση της εξυγιάνσεως και της συνεχίσεως της δραστηριότητας επιχειρήσεων που έχουν ιδιαίτερη σημασία για την εθνική οικονομία κράτους μέλους και οι οποίες αντιμετωπίζουν, λόγω της υπερχρεώσεώς τους, εξαιρετική κατάσταση, επιτρέπει να αποφασίζεται με διοικητική πράξη και χωρίς απόφαση της γενικής συνελεύσεως αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου, καθώς και να αποφασίζεται με διοικητική πράξη η κατανομή των νέων μετοχών, χωρίς οι μετοχές αυτές να έχουν προσφερθεί κατά προτίμηση στους μετόχους ανάλογα με το τμήμα του κεφαλαίου που αντιπροσωπεύουν οι μετοχές τους.

Επί του αμέσου αποτελέσματος του άρθρου 25, παράγραφος 1, και του άρθρου 29,

παράγραφος 1, της δεύτερης οδηγίας

38 Υπενθυμίζεται ότι, όπως αποφάνθηκε το Δικαστήριο με την προαναφερθείσα απόφαση της 30ής Μαΐου 1991, οι ιδιώτες μπορούν να επικαλούνται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων έναντι των δημοσίων αρχών το άρθρο 25, παράγραφος 1, της

οδηγίας.

39 Όσον αφορά το άρθρο 29, παράγραφος 1, της οδηγίας, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η διάταξη αυτή είναι διατυπωμένη με σαφείς και ακριβείς όρους και ορίζει, χωρίς να θέτει προϋποθέσεις, ότι σε κάθε αύξηση του καλυφθέντος κεφαλαίου με εισφορές σε μετρητά οι μετοχές πρέπει να προσφέρονται κατά προτίμηση στους μετόχους ανάλογα με το τμήμα του κεφαλαίου που αντιπροσωπεύουν οι μετοχές τους.

40 Ο ανεπιφύλακτος χαρακτήρας της διατάξεως αυτής δεν αναιρείται από τις διατάξεις του άρθρου 29, παράγραφος 4, της δεύτερης οδηγίας. Η παράγραφος αυτή επιτρέπει στη γενική συνέλευση να αποφασίζει, υπό επακριβώς καθορισμένες προϋποθέσεις, τον αποκλεισμό ή τον περιορισμό του δικαιώματος προτιμήσεως των μετόχων. Η ειδική αυτή παρέκκλιση δεν παρέχει στα κράτη μέλη καμία δυνατότητα να προβλέπουν όσον αφορά το δικαίωμα αυτό άλλες εξαιρέσεις πέραν της ρητώς προβλεπομένης.

41 Η ίδια διαπίστωση επιβάλλεται και όσον αφορά το άρθρο 29, παράγραφος 5, της δεύτερης οδηγίας, κατά το οποίο η νομοθεσία κράτους μέλους μπορεί να προβλέπει ότι το καταστατικό, η συστατική πράξη ή η γενική συνέλευση μπορούν να παρέχουν την εξουσία περιορισμού ή αποκλεισμού του δικαιώματος προτιμήσεως στο όργανο της εταιρίας που είναι εξουσιοδοτημένο να αποφασίζει την αύξηση του καλυφθέντος κεφαλαίου εντός των ορίων του εγκεκριμένου κεφαλαίου.

42 Το αυτό ισχύει και όσον αφορά το άρθρο 41, παράγραφος 1, της δεύτερης οδηγίας, το οποίο επιτρέπει στα κράτη μέλη να παρεκκλίνουν από το άρθρο 29, κατά το μέτρο που η παρέκκλιση αυτή είναι αναγκαία για τη διευκόλυνση της συμμετοχής των εργαζομένων ή άλλων κατηγοριών προσώπων, που ορίζει η εθνική νομοθεσία, στο κεφάλαιο των επιχειρήσεων. Και η παρέκκλιση αυτή περιορίζεται αυστηρά στην προβλεπόμενη περίπτωση.

43 Συνεπώς, στο αιτούν δικαστήριο πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι οι ιδιώτες μπορούν να επικαλούνται τόσο το άρθρο 25, παράγραφος 1, όσο και το άρθρο 29, παράγραφος 1, της δεύτερης οδηγίας ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων έναντι των δημοσίων αρχών.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

44 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Ελληνική Κυβέρνηση και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι οποίες υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει, ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης, τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ'αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για του λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 1989 το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, αποφαίνεται:

Τα άρθρα 25, παράγραφος 1, και 29, παράγραφος 1, της δεύτερης οδηγίας 77/91/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 1976, περί συντονισμού των εγγυήσεων που απαιτούνται στα κράτη μέλη εκ μέρους των εταιριών, κατά την έννοια του άρθρου 58, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, για την προστασία των συμφερόντων των εταίρων και των τρίτων, με σκοπό να καταστούν οι εγγυήσεις αυτές ισοδύναμες, όσον αφορά τη σύσταση της ανώνυμης εταιρίας και τη διατήρηση και τις μεταβολές του κεφαλαίου της, έχουν την έννοια ότι:

1) κωλύουν την εφαρμογή ρυθμίσεως η οποία, προς εξασφάλιση της εξυγιάνσεως και της συνεχίσεως της δραστηριότητας επιχειρήσεων που έχουν ιδιαίτερη σημασία για την εθνική οικονομία κράτους μέλους και οι οποίες αντιμετωπίζουν, λόγω της υπερχρεώσεώς τους, εξαιρετική κατάσταση, επιτρέπει να αποφασίζεται με διοικητική πράξη και χωρίς απόφαση της γενικής συνελεύσεως αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου, καθώς και να αποφασίζεται με διοικητική πράξη η κατανομή των νέων μετοχών, χωρίς οι μετοχές αυτές να έχουν προσφερθεί κατά προτίμηση στους μετόχους ανάλογα με το τμήμα του κεφαλαίου που αντιπροσωπεύουν οι μετοχές τους

2) οι ιδιώτες μπορούν να επικαλούνται τα άρθρα αυτά ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων έναντι των δημοσίων αρχών.

Top