Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61988CJ0038

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 28ης Μαρτίου 1990.
    Waldrich Siegen Werkzeugmaschinen GmbH κατά Finanzamt Hagen.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Finanzgericht Münster - Γερμανία.
    Συγκεντρώσεις κεφαλαίων - Φόρος εισφοράς - Μεταφορά των αποτελεσμάτων χρήσεως - Ανάληψη των ζημιών.
    Υπόθεση C-38/88.

    Συλλογή της Νομολογίας 1990 I-01447

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1990:144

    ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

    στην υπόθεση 38/88 ( *1 )

    Ι — Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

    Το 1971, η εταιρία Waldrich Siegen Werkzeugmaschinen GmbH ( στο εξής: Siegen ) συνήψε με την εταιρία Ingersoll Maschinen und Werkzeuge GmbH (στο εξής: Ingersoll), η οποία είναι η μοναδική της μέτοχος, σύμβαση οργανικής ενώσεως και μεταφοράς των αποτελεσμάτων χρήσεως ( « Organschafts- und Ergebnisabführungsvertrag » ).

    Ως προς την οργανική ένωση, τα άρθρα 1 και 2 της εν λόγω συμβάσεως ορίζουν ότι η εταιρία Siegen ενεργεί για λογαριασμό και υπό τη διεύθυνση της εταιρίας Ingersoll. Ως προς τη μεταφορά των αποτελεσμάτων χρήσεως, το άρθρο 3 ορίζει ότι η Ingersoll, ως « Organträger », αναλαμβάνει τα αποτελέσματα χρήσεως της Siegen. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι η Ingersoll υποχρεούται να αναλαμβάνει τις ζημίες της Siegen, ενώ η τελευταία υποχρεούται να της μεταφέρει τα κέρδη της.

    Ο ισολογισμός της εταιρίας Siegen παρουσίασε, καταρχάς, μέχρι την χρήση 1978/1979, κέρδη. Κατόπιν, για τέσσερις συνεχείς χρήσεις (1979/1980 έως 1982/1983), παρουσίασε ζημίες. Με απόφαση του, της 24ης Απριλίου 1984, το Finanzamt Hagen (στο εξής: Finanzamt) ζήτησε από τη Siegen να του καταβάλει φόρο εισφοράς ίσο με το 1 % του καθενός από τα τέσσερα ποσά των ζημιών που μεταφέρθηκαν.

    Προς αιτιολόγηση της αποφάσεως του αυτής, το Finanzamt επικαλέστηκε το άρθρο 2 του Kapitalverkehrsteuergesetz (KVStG, στο εξής: εθνικός νόμος). Στην παράγραφο 1, εδάφιο 2, της εν λόγω διατάξεως ορίζεται ότι κάθε παροχή εταίρου μιας κεφαλαιουχικής εταιρίας που πραγματοποιείται δυνάμει υποχρεώσεως που αναλήφθηκε στο πλαίσιο της εταιρίας συνιστά παροχή που υπόκειται σε φόρο εισφοράς. Δυνάμει της παραγράφου 2, πρώτο εδάφιο, της ίδιας αυτής διατάξεως, η ανάληψη εκ μέρους της μητρικής εταιρίας, στο πλαίσιο συμβάσεως μεταφοράς των αποτελεσμάτων χρήσεως, των ζημιών της θυγατρικής της θεωρείται ως μία υπ' αυτή την έννοια παροχή.

    Η εταιρία Siegen άσκησε προσφυγή ενώπιον του Finanzgericht Münster ζητώντας την ακύρωση της αποφάσεως του Finanzamt, της 24ης Απριλίου 1984. Δεν αμφισβήτησε ότι στην παρούσα περίπτωση έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 2 του εθνικού νόμου.

    Υποστήριξε ότι οι εν λόγω διατάξεις αντίκεινται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο β ), της οδηγίας 69/335/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Ιουλίου 1969, περί των εμμέσων φόρων των επιβαλλομένων επί των συγκεντρώσεων κεφαλαίων ( ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 20), στο εξής « η οδηγία ». Κατά το άρθρο αυτό μπορούν να υποβληθούν σε φόρο εισφοράς « η αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου μιας κεφαλαιουχικής εταιρίας δια παροχών πραγματοποιουμενων από εταίρο, οι οποίες δεν επιφέρουν αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου, αλλά... δύνανται να επιφέρουν αύξηση της αξίας των εταιρικών μεριδίων». Κατά την Siegen, η απλή ανάληψη των ζημιών δεν συνεπάγεται αύξηση της αξίας του εταιρικού κεφαλαίου.

    Το Finanzamt έκρινε ότι δεσμεύεται από τις διατάξεις του άρθρου 2 του εθνικού νόμου, έστω και αν οι διατάξεις αυτές αντίκεινται προς το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο β ), της οδηγίας.

    Κατόπιν αυτού το Finanzgericht Münster αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει δύο προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 4 της οδηγίας. Τα ερωτήματα αυτά είναι τα ακόλουθα:

    « 1)

    Οι υποκείμενοι σε φόρο (ιδιώτες), που είναι εγκατεστημένοι σε κράτος μέλος, μπορούν να επικαλεστούν απευθείας το άρθρο 4 της οδηγίας του Συμβουλίου ( 69/335/ΕΟΚ ), περί των εμμέσων φόρων των επιβαλλομένων επί των συγκεντρώσεων κεφαλαίων, της 17ης Ιουλίου 1969, μετά την πάροδο της προθεσμίας που προβλέπει το άρθρο 13 της εν λόγω οδηγίας;

    2)

    Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα: το άρθρο 2, παράγραφος 1, ψηφίο 2, σε συνδυασμό με την παράγραφο 2, ψηφίο 1, του “Kapitalverkehrsteuer” (νόμου περί φορολογίας της κινήσεως κεφαλαίων) του 1972, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, συμβιβάζεται με το άρθρο 4 της οδηγίας 69/335/ΕΟΚ; »

    Κατά το άρθρο 20 του πρωτοκόλλου περί του οργανισμού του Δικαστηρίου ΕΟΚ, κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις, στις 5 Απριλίου 1988 το Finanzamt Hagen, καθού στην κύρια δίκη, εκπροσωπούμενο από τον Weiß, και στις 6 Μαΐου 1988 η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Η. Etienne, σύμβουλο της νομικής της υπηρεσίας.

    Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και μετά από ακρόαση του γενικού εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων.

    II — Γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο

    Επί τον πρώτον ερωτήματος (το άμεσο αποτέλεσμα τον άρθρου 4 της οδηγίας)

    Το Finanzamt παρατηρεί ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν έλαβε μέτρα προσαρμογής της νομοθεσίας της προς την οδηγία, εντός της προθεσμίας που τάσσει το άρθρο 13 της εν λόγω οδηγίας ( την 1η Ιανουαρίου 1972 ). Η έλλειψη αυτή μέτρων εφαρμογής αποκλείει τη δυνατότητα των φορολογουμένων να επικαλούνται το άρθρο 4 της οδηγίας.

    Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι το άρθρο 4 της οδηγίας απαγορεύει στα κράτη μέλη να επιβάλλουν φόρο εισφοράς επί πράξεων που δεν συνεπάγονται την αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου της οικείας κεφαλαιουχικής εταιρίας. Λόγω της φύσεως της, η απαγόρευση αυτή δεν χρειάζεται εθνικά μέτρα εφαρμογής, είναι δε επαρκώς ακριβής ώστε να μπορούν να την επικαλούνται οι φορολογούμενοι ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Ο φορολογούμενοι μπορούν να επικαλούνται την απαγόρευση που προβλέπει το άρθρο 4 της οδηγίας ακόμα και στην περίπτωση που οι εθνικές διοικητικές αρχές επικαλούνται έναντι αυτών αντίθετη διάταξη της εθνικής νομοθεσίας.

    Επί του δευτέρου ερωτήματος ( ασυμβίβαστο του άρθρου 2 του εθνικού νόμου με το άρθρο 4 της οδηγίας )

    Κατά το Finanzamt, το άρθρο 2 του εθνικού νόμου συμβιβάζεται με το άρθρο 4 της οδηγίας. Δέχεται ότι δυνάμει του άρθρου 4 της οδηγίας υπόκεινται σε φόρο εισφοράς εκείνες μόνο οι παροχές των εταίρων που συνεπάγονται αύξηση της αξίας του εταιρικού κεφαλαίου. Ωστόσο, όταν η μητρική εταιρία δεσμεύεται, δυνάμει συμβάσεως μεταφοράς των αποτελεσμάτων χρήσεως, να αναλαμβάνει τις ζημίες της θυγατρικής εταιρίας, η παροχή αυτή συνεπάγεται αύξηση της αξίας του εταιρικού κεφαλαίου της τελευταίας. Το άρθρο 2 του εθνικού νόμου, το οποίο ορίζει ότι η παροχή αυτή υπόκειται σε φόρο εισφοράς, είναι, κατά συνέπεια, σύμφωνο προς το άρθρο 4 της οδηγίας.

    Το Finanzamt διευκρινίζει ότι οι αναλήψεις ζημιών αυξάνουν την αξία του εταιρικού κεφαλαίου της Siegen, μολονότι, κατά τα προηγούμενα έτη, η τελευταία είχε μεταφέρει τα κέρδη της στη μητρική εταιρία. Είναι πεπλανημένη η άποψη ότι η ανάληψη των ζημιών αντισταθμίζει την ανάληψη προηγουμένων κερδών και ότι, κατά συνέπεια, η ανάληψη των ζημιών επαναφέρει απλώς την αξία του εταιρικού κεφαλαίου της θυγατρικής εταιρίας στο αρχικό του επίπεδο, χωρίς να το αυξάνει. Η επιβολή φόρου εισφοράς συνδέεται με την κάθε ετήσια χρήση, μεμονωμένως εξεταζόμενη.

    Η Επιτροπή παρατηρεί, καταρχάς, ότι η ερμηνεία του όρου « αύξηση της αξίας του εταιρικού κεφαλαίου » που περιλαμβάνεται στο άρθρο 4 της οδηγίας δεν μπορεί να αφεθεί στην κρίση του κάθε κράτους μέλους. Επικαλείται, σχετικώς, την απόφαση της 15ης Ιουλίου 1982, Felicitas (270/81, Συλλογή 1982, σ. 2771 ), στην οποία το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η εναρμόνιση του φόρου εισφοράς επί των συγκεντρώσεων κεφαλαίων συνεπάγεται ότι η βάση επιβολής του φόρου καθορίζεται, σε κάθε κράτος μέλος, βάσει αντικειμενικών κριτηρίων που έχουν ενιαία σημασία εντός της Κοινότητας.

    Η Επιτροπή παρατηρεί, επίσης, ότι κάθε ανάληψη.ζημιών δεν συνεπάγεται αναγκαστικώς αύξηση της αξίας του εταιρικού κεφαλαίου της θυγατρικής εταιρίας. Επιβάλλεται να γίνει διάκριση, μεταξύ αφενός μεν, των αναλήψεων ζημιών που πραγματοποιούνται δυνάμει συμβατικής δεσμεύσεως που αναλήφθηκε πριν από την πραγματοποίηση των εν λόγω ζημιών, αφετέρου δε, των αναλήψεων που πραγματοποιούνται δυνάμει συμβατικής δεσμεύσεως που αναλήφθηκε μετά την πραγματοποίηση των ζημιών. Μόνο οι τελευταίες αυτές αναλήψεις ζημιών συνεπάγονται αύξηση της αξίας του εταιρικού κεφαλαίου της εν λόγω εταιρίας. Πράγματι, σε μια τέτοια περίπτωση, υπάρχουν δύο χωριστές κινήσεις κεφαλαίων: αφενός, η πραγματοποίηση της ζημίας, που συνεπάγεται μείωση της αξίας του εταιρικού κεφαλαίου, αφετέρου, η ανάληψη της ζημίας αυτής, η οποία συνεπάγεται αύξηση της εν λόγω αξίας. Αντιθέτως, όταν μια μητρική εταιρία δεσμεύεται εκ των προτέρων να αναλάβει ενδεχόμενες ζημίες της θυγατρικής εταιρίας, η μεταγενέστερη επέλευση ζημιών και η ανάληψη τους δεν μπορούν να χωριστούν η μία από την άλλη και, κατά συνέπεια, ουδόλως επηρεάζουν την αξία του εταιρικού κεφαλαίου της θυγατρικής εταιρίας.

    Η Επιτροπή προτείνει να δοθεί ως απάντηση στο ερώτημα που υπέβαλε το εθνικό δικαστήριο ότι « δεν συνιστά πράξη κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο β ), της οδηγίας 69/335, η μεταφορά, κατ' εφαρμογή συμβάσεως μεταφοράς των αποτελεσμάτων χρήσεως που έχει συναφθεί με τον μοναδικό εταίρο, των ετησίων ζημιών της θυγατρικής η οποία, πράγματι, εμφανίζει και κέρδη και ζημίες ».

    R. Joliét

    εισηγητής δικαστής


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

    Top

    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ ( πρώτο τμήμα )

    της 28ης Μαρτίου 1990 ( *1 )

    Στην υπόθεση C-38/88,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Finanzgericht Münster προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

    Waldrich Siegen Werkzeugmaschinen GmbH

    και

    Finanzamt Hagen,

    η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 4 της οδηγίας 69/335/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Ιουλίου 1969, περί των εμμέσων φόρων των επιβαλλομένων επί των συγκεντρώσεων κεφαλαίων (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 20),

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους Sir Gordon Slynn, πρόεδρο τμήματος, R. Joliét και G. C. Rodríguez Iglesias, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: M. Darmon

    γραμματέας: Η. Α. Rühi, κύριος υπάλληλος διοικήσεως

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

    το Finanzamt Hagen, καθού της κύριας δίκης, εκπροσωπούμενο από τον Weiß,

    η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Η. Étienne, σύμβουλο της νομικής της υπηρεσίας,

    έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση, και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 8ης Νοεμβρίου 1989,

    αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του στη συνεδρίαση της 12ης Δεκεμβρίου 1989,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Με Διάταξη της 11ης Ιανουαρίου 1988, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 2 Φεβρουαρίου 1988, το Finanzgericht Münster υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, δύο προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο β ), της οδηγίας 69/335/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Ιουλίου 1969, περί των εμμέσων φόρων των επιβαλλομένων επί των συγκεντρώσεων κεφαλαίων (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 20), στο εξής: οδηγία περί των συγκεντρώσεων κεφαλαίων.

    2

    Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της εταιρίας Waldrich Siegen Werkzeugmaschinen GmbH ( στο εξής: Siegen ) και του Finanzamt Hagen ( στο εξής: Finanzamt ), ως προς την επιβολή φόρου εισφοράς επί της μεταφοράς των ζημιών της Siegen στην εταιρία Ingersoll Maschinen und Werkzeuge GmbH (στο εξής: Ingersoll ), που αποτελεί τον μοναδικό της εταίρο.

    3

    Το 1971, η Siegen και η Ingersoll συνήψαν σύμβαση « μεταφοράς των αποτελεσμάτων χρήσεως », δυνάμει της οποίας η Ingersoll δεσμεύθηκε να αναλαμβάνει τις ζημίες της Siegen, η οποία με τη σειρά της δεσμεύτηκε να της μεταφέρει τα κέρδη της. Καταρχάς, η Siegen παρουσίασε κέρδη, αλλά κατόπιν, για τέσσερις συνεχείς χρήσεις, παρουσίασε ζημίες. Το Finanzamt ζήτησε, κατόπιν αυτού, από τη Siegen να του καταβάλει φόρο εισφοράς με συντελεστή 1 % επί του ποσού των εν λόγω ζημιών, στηριζόμενο στο άρθρο 2 του Kapitalverkehrsteuergesetz ( στο εξής: εθνικός νόμος) από το οποίο συνάγεται ότι η ανάληψη εκ μέρους της μητρικής εταιρίας, κατ' εφαρμογή συμβάσεως μεταφοράς αποτελεσμάτων χρήσεως, των ζημιών της θυγατρικής της πρέπει να θεωρείται ως υποκείμενη σε φόρο εισφοράς παροχή.

    4

    Προς στήριξη της προσφυγής της με την οποία ζητεί ακύρωση της αποφάσεως του Finanzamt η Siegen ισχυρίστηκε ενώπιον του Finanzgericht Münster ότι το άρθρο 2 του εθνικού νόμου αντίκειται προς το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο β ), της οδηγίας. Δυνάμει της διατάξεως αυτής υπόκειται σε φόρο εισφοράς « η αύξηση της εταιρικής περιουσίας μιας κεφαλαιουχικής εταιρίας δια παροχών που πραγματοποιούνται από έναν εταίρο, οι οποίες δεν επιφέρουν αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου, αλλά ... δύνανται να επιφέρουν αύξηση της αξίας των εταιρικών μεριδίων ». Κατά την άποψη της Siegen η ανάληψη των ζημιών μιας εταιρίας από τον εταίρο της δεν αυξάνει το εταιρικό κεφάλαιο της εν λόγω εταιρίας.

    5

    Σ' αυτό το πλαίσιο το Finanzgericht Münster αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει δύο προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 4 της οδηγίας. Τα ερωτήματα αυτά είναι τα ακόλουθα:

    « 1)

    Οι υποκείμενοι σε φόρο ( ιδιώτες ), που είναι εγκατεστημένοι σε κράτος μέλος, μπορούν να επικαλεστούν απευθείας το άρθρο 4 της οδηγίας του Συμβουλίου (69/335/ΕΟΚ), περί των εμμέσων φόρων των επιβαλλομένων επί των συγκεντρώσεων κεφαλαίων, της 17ης Ιουλίου 1969, μετά την πάροδο της προθεσμίας που προβλέπει το άρθρο 13 της εν λόγω οδηγίας;

    2)

    Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα: το άρθρο 2, παράγραφος 1, ψηφίο 2, σε συνδυασμό με την παράγραφο 2, ψηφίο 1, του “ Kapitalverkehrsteuer ” (νόμου περί φορολογίας της κινήσεως κεφαλαίων) του 1972, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, συμβιβάζεται με το άρθρο 4 της οδηγίας 69/335/ΕΟΚ; »

    6

    Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά και η εφαρμοστέα κανονιστική ρύθμιση, καθώς και οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

    Επί του πρώτου ερωτήματος

    7

    Το πρώτο ερώτημα του Finanzgericht αναφέρεται στο αν οι φορολογούμενοι μπορούν να επικαλούνται, ενώπιον των εθνικών τους δικαστηρίων, το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο β ), της οδηγίας περί συγκεντρώσεων κεφαλαίων.

    8

    Πρέπει, σχετικώς, να τονιστεί ότι η σχετική διάταξη της οδηγίας απαγορεύει στα κράτη μέλη να επιβάλουν φόρο εισφοράς όταν η προς την εταιρία παροχή δεν συνεπάγεται αύξηση του εταιρικού της κεφαλαίου. Η απαγόρευση αυτή, ως εκ της φύσεως της είναι ακριβής και απηλλαγμένη αιρέσεων. Οι φορολογούμενοι μπορούν, συνεπώς, να επικαλούνται την απαγόρευση αυτή ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, στην περίπτωση που οι εθνικές αρχές τους επιβάλλουν, παρά ταύτα, φόρο εισφοράς βάσει διατάξεως της εθνικής νομοθεσίας.

    9

    Πρέπει, συνεπώς, να δοθεί ως απάντηση στο πρώτο ερώτημα που υπέβαλε το εθνικό δικαστήριο ότι οι φορολογούμενοι μπορούν να επικαλούνται ενώπιον των εθνικών τους δικαστηρίων το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο β), της οδηγίας περί συγκεντρώσεων κεφαλαίων.

    Επί του δευτέρου ερωτήματος

    10

    Το δεύτερο ερώτημα του εθνικού δικαστηρίου αφορά, κυρίως, το αν η ανάληψη των ζημιών μιας εταιρίας, εκ μέρους ενός των εταίρων και στο πλαίσιο συμβάσεως μεταφοράς των αποτελεσμάτων χρήσεως, συνεπάγεται αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου της εν λόγω εταιρίας, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο β ), της οδηγίας περί συγκεντρώσεων κεφαλαίων.

    11

    Πρέπει, καταρχάς, να τονιστεί ότι, δυνάμει αυτής της διατάξεως της οδηγίας, υπόκεινται σε φόρο εισφοράς εκείνες μόνο οι παροχές των εταίρων που παρέχουν τη δυνατότητα σε μια κεφαλαιουχική εταιρία να αυξήσει την εταιρική της περιουσία, χωρίς αύξηση του εταιρικού της κεφαλαίου.

    12

    Επιβάλλεται, σχετικώς, να τονιστεί ότι η εταιρική περιουσία περιλαμβάνει όλα τα αγαθά που έθεσαν οι εταίροι στη διάθεση της εταιρίας μαζί με τις προσαυξήσεις τους. Η εταιρία που πραγματοποιεί κέρδη, τα οποία ενσωματώνει στα αποθεματικά της, αυξάνει την εταιρική περιουσία της. Αντιθέτως, η εταιρία η οποία υφίσταται ζημίες υπόκειται σε μείωση του εταιρικού της κεφαλαίου.

    13

    Συνεπώς, όταν εταιρία υφίσταται ζημίες και ένας από τους εταίρους της αποδέχεται να αναλάβει τις ζημίες αυτές, ο εν λόγω εταίρος προβαίνει σε παροχή η οποία συνεπάγεται αύξηση της εταιρικής περιουσίας της εταιρίας. Πράγματι, επαναφέρει την αξία της εταιρικής περιουσίας στο επίπεδο που είχε πριν από την πραγματοποίηση των ζημιών. Διαφορετική είναι η περίπτωση όταν ο εταίρος αναλαμβάνει τις ζημίες δυνάμει δεσμεύσεως την οποία ανέλαβε πριν από την πραγματοποίηση των ζημιών. Η δέσμευση αυτή συνεπάγεται ότι οι ζημίες που θα εμφανίσει μεταγενεστέρως η εταιρία δεν θα έχουν καμία επίπτωση στο επίπεδο της εταιρικής της περιουσίας.

    14

    Κατά συνέπεια, πρέπει να δοθεί ως απάντηση στο δεύτερο ερώτημα που υπέβαλε το εθνικό δικαστήριο ότι η ανάληψη των ζημιών μιας εταιρίας εκ μέρους ενός των εταίρων της και στο πλαίσιο συμβάσεως μεταφοράς των αποτελεσμάτων χρήσεως που έχει συναφθεί πριν από την διαπίστωση των εν λόγω ζημιών, δεν συνεπάγεται αύξηση της εταιρικής περιουσίας της εν λόγω εταιρίας, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο β ), της οδηγίας περί συγκεντρώσεων κεφαλαίων.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    15

    Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία κατέθεσε παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει, ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης, το χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

     

    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

    κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε το Finanzgericht Münster, με Διάταξη της 11ης Ιανουαρίου 1988, αποφαίνεται:

     

    1)

    οι φορολογούμενοι μπορούν να επικαλούνται ενώπιον των εθνικών τους δικαστηρίων το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο β), της οδηγίας περί συγκεντρώσεων κεφαλαίων.

     

    2)

    η ανάληψη των ζημιών μιας εταιρίας εκ μέρους ενός των εταίρων της και στο πλαίσιο συμβάσεως μεταφοράς των αποτελεσμάτων χρήσεως που έχει συναφθεί πριν από την διαπίστωση των εν λόγω ζημιών, δεν συνεπάγεται αύξηση της εταιρικής περιουσίας της εν λόγω εταιρίας, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο β ), της οδηγίας περί συγκεντρώσεων κεφαλαίων.

     

    Slynn

    Joliét

    Rodríguez Iglesias

    Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 28 Μαρτίου 1990.

    Ο γραμματέας

    J.-G. Giraud

    Ο πρόεδρος του πρώτου τμήματος

    Gordon Slynn


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

    Top