This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 61984CC0171
Opinion of Mr Advocate General Lenz delivered on 24 October 1985. # Pietro Soma and others v Commission of the European Communities. # Former "establishment staff" - Pension rights. # Case 171/84.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Lenz της 24ης Οκτωβρίου 1985.
Pietro Soma και λοιπών κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Πρώην υπάλληλοι εγκαταστάσεων - Συνταξιοδοτικά δικαιώματα.
Υπόθεση 171/84.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Lenz της 24ης Οκτωβρίου 1985.
Pietro Soma και λοιπών κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Πρώην υπάλληλοι εγκαταστάσεων - Συνταξιοδοτικά δικαιώματα.
Υπόθεση 171/84.
Συλλογή της Νομολογίας 1986 -00173
ECLI identifier: ECLI:EU:C:1985:440
ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ
CARL OTTO LENZ
της 24ης Οκτωβρίου 1985 ( *1 )
Κύριε πρόεδρε,
Κύριοι δικαστές,
Α —
Η υπόθεση που μας απασχολεί σήμερα αφορά δικαιώματα συντάξεως υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι οποίοι εισήλθαν στην υπηρεσία της Επιτροπής Ευρατόμ ως υπάλληλοι εγκαταστάσεων του Κοινού Κέντρου Πυρηνικών Ερευνών ή ως τοπικοί υπάλληλοι του Κοινού Κέντρου Ερευνών Ispra ( Ιταλία ). Υπό την ιδιότητά τους αυτή δεν είχαν υπαχθεί στο σύστημα συντάξεως γήρατος των Κοινοτήτων αλλά ασφαλίστηκαν στο Istituto nazionale della previdenza sociale (INPS, ιταλικός οργανισμός κοινωνικής ασφαλίσεως ).
Στις 21 Οκτωβρίου 1976 εκδόθηκε ο κανονισμός 2615/76 περί τροποποιήσεως των διατάξεων που εφαρμόζονται επί του λοιπού προσωπικού των Κοινοτήτων ( ABl. 1976, L 299, σ. 1 και επ. )· άρχισε να ισχύει στις 30 Οκτωβρίου 1976.
Σύμφωνα με τον εν λόγω κανονισμό, έκτακτοι υπάλληλοι κατά την έννοια των διατάξεων αυτών είναι επίσης οι υπάλληλοι που « προσλαμβάνονται προκειμένου να καταλάβουν, προσωρινά, μόνιμη θέση, που αμείβονται από τις πιστώσεις για έρευνες και επενδύσεις... ». Η υπαγωγή τους στο σύστημα συντάξεως των Κοινοτήτων κατέστη δυνατή επειδή διευρύνθηκε αντίστοιχα η διατύπωση του άρθρου 39, παράγραφος 2, των εν λόγω διατάξεων. Ο αναφερθείς κανονισμός ορίζει περαιτέρω στο άρθρο του 2 ότι οι υπάλληλοι εγκαταστάσεων του Κοινού Κέντρου Πυρηνικών Ερευνών και οι τοπικοί υπάλληλοι, οι οποίοι αμείβονται από πιστώσεις για έρευνες και επενδύσεις και την ημέρα της έναρξης της ισχύος του κανονισμού αυτού βρίσκονται σε υπηρεσιακή σχέση, πρέπει να κληθούν να συνάψουν σύμβαση εργασίας υπό τους όρους που προβλέπονται στον τίτλο II των διατάξεων που εφαρμόζονται στο λοιπό προσωπικό ( αφορά τους έκτακτους υπαλλήλους ) και ότι οι συμβάσεις αυτές αρχίζουν να ισχύουν την ημέρα ενάρξεως της ισχύος του κανονισμού. Επιπλέον, στο άρθρο 2, παράγραφος 4, αναφέρεται το εξής:
« Όσον αφορά τα μέλη του προσωπικού εγκαταστάσεως του Κοινού Κέντρου Πυρηνικών Ερευνών και τους τοπικούς υπαλλήλους που βρίσκονται εν υπηρεσία κατά την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του παρόντος κανονισμού, η διάρκεια υπηρεσίας που προβλέπεται στο άρθρο 77, παράγραφος 1, του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (προϋποθέσεις δικαιώματος συντάξεως) υπολογίζεται αφού ληφθούν υπόψη τα έτη υπηρεσίας τα οποία συμπλήρωσε ο υπάλληλος που προσελήφθη δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου Ι ως μέλος του προσωπικού εγκαταστάσεως του Κοινού Κέντρου Πυρηνικών Ερευνών ή ως τοπικός υπάλληλος.
Πάντως μόνο τα έτη υπηρεσίας που συμπλήρωσε ο υπάλληλος υπό την ιδιότητα έκτακτου υπαλλήλου κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο δ ), λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των συντάξιμων ετών κατά την έννοια του άρθρου 2 του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. »
Από τη ρύθμιση αυτή διέπονται επίσης — από τις 30 Οκτωβρίου 1976 — οι προσφεύγοντες στην παρούσα υπόθεση.
Όσον αφορά τη ρύθμιση της σύνταξης γήρατος του κοινοτικού δικαίου, το παράρτημα VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως περιλαμβάνει στο άρθρο 11 μια διάταξη σύμφωνα με την οποία ο υπάλληλος που εισέρχεται στην υπηρεσία των Κοινοτήτων, μετά τη λήξη των καθηκόντων του σε διοικητική υπηρεσία, διεθνή οργανισμό ή επιχείρηση έχει την ευχέρεια να καταβάλει στις Κοινότητες κατά το χρόνο της μονιμοποίησης του:
|
«— |
είτε το ασφαλιστικό ισοδύναμο των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων λόγω συμπληρώσεως συντάξιμου χρόνου που έχει αποκτήσει στη διοικητική υπηρεσία, τον εθνικό ή διεθνή οργανισμό ή την επιχείρηση στην οποία υπαγόταν, |
|
— |
είτε τα επιστραφέντα ποσά των συνταξιοδοτικών εισφορών που του οφείλονται από το συνταξιοδοτικό ταμείο αυτής της διοικητικής υπηρεσίας, του οργανισμού ή της επιχειρήσεως κατά το χρόνο της αποχωρήσεως του. » |
« Στην περίπτωση αυτή » — έτσι αναφέρεται στη συνέχεια — « το κοινοτικό όργανο, στο οποίο υπηρετεί ο υπάλληλος, καθορίζει, λαμβάνοντας υπόψη το βαθμό κατά τη μονιμοποίηση, τον αριθμό των συντάξιμων ετών που συνυπολογίζει σύμφωνα με το δικό του σύστημα βάσει του ποσού του ασφαλιστικού ισοδυνάμου ή των επιστραφέντων ποσών των συνταξιοδοτικών εισφορών ».
Η Επιτροπή εφήρμοσε κατ' αναλογία τη ρύθμιση αυτή στους προσφεύγοντες αφού έλαβε την κατ' αρχή συναίνεση τους (πράγμα που σύμφωνα με την απόφαση στις υποθέσεις 118 έως 123/82 ( 1 ) δεν πρέπει να αμφισβητείται — Συλλογή 1983, σ. 3013, σκέψη 26). Αυτό κατέστη δυνατό αφού η Επιτροπή συνήψε σχετική συμφωνία στις 2 Μαρτίου 1978 με το INPS ( η οποία υπεβλήθη ως παράρτημα Ι του υπομνήματος αντικρούσεως). Στη συμφωνία αυτη προβλέπεται σχετικά με το άρθρο II, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ότι το INPS υπολογίζει το ασφαλιστικό ισοδύναμο των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που είχαν αποκτήσει οι ενδιαφερόμενοι μέχρι να εισέλθουν στην υπηρεσία των Κοινοτήτων λαμβάνοντας υπόψη την ημερομηνία υποβολής των αιτήσεων μεταφοράς και ότι η μεταφορά των ποσών αυτών πραγματοποιείται αν οι ενδιαφερόμενοι δηλώσουν ότι συναινούν εντός προθεσμίας 90ημερών από την ημέρα που το INPS ανακοινώσει το ποσό που πρέπει να μεταφερθεί.
Για την εφαρμογή της εν λόγω ρυθμίσεως σημαντικές είναι εξάλλου οι γενικές εκτελεστικές διατάξεις, που θεσπίστηκαν σχετικά, όπως ισχύουν από τις 16 Μαρτίου 1977 ( και οι οποίες επισυνάφθηκαν στο υπόμνημα αντικρούσεως ως παράρτημα II). Οι διατάξεις αυτές περιέχουν μεταξύ άλλων λεπτομέρειες σχετικά με τον υπολογισμό των ετών υπηρεσίας που πρέπει να ληφθούν υπόψη για τη σύνταξη βάσει της μεταφοράς του ασφαλιστικού ισοδυνάμου ή των επιστραφέντων ποσών συνταξιοδοτικών εισφορών.
Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, ot προσφεύγοντες πληροφορήθηκαν τον Οκτώβριο του 1983 σχετικά με το πόσος χρόνος από εκείνον που έχουν συμπληρώσει στον ιταλικό οργανισμό κοινωνικής ασφάλισης, πριν από το διορισμό τους ως έκτακτων υπαλλήλων λαμβάνεται υπόψη ως συντάξιμος χρόνος. Αναφερόταν επίσης ότι ως ημερομηνία μεταφοράς προβλεπόταν η 30ή Οκτωβρίου 1983.
Οι προσφεύγοντες θεωρούν τις αποφάσεις αυτές μαζί με τους υπολογισμούς τους απαράδεκτες και για το λόγο αυτό, το Δεκέμβριο του 1983, υπέβαλαν κατ' αυτών ενστάσεις. Στις ενστάσεις αυτές αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση των προσφευγόντων και ότι σχετικό μ' αυτήν είναι μάλλον το άρθρο 3, στοιχείο γ ), του εν λόγω παραρτήματος ( σύμφωνα με το οποίο κατά τον υπολογισμό των συντάξιμων ετών λαμβάνεται υπόψη η διάρκεια της υπηρεσίας που είχε συμπληρωθεί υπό άλλη ιδιότητα υπό τις προϋποθέσεις του συστήματος που ισχύει για το λοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων). Με τις ενστάσεις αυτές διατυπωνόταν περαιτέρω η αιτίαση ότι δεν τηρήθηκαν η αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων και η αρχή της συνέχειας των καθηκόντων. Εξάλλου, περιείχοντο επικρίσεις προς τα στοιχεία του υπολογισμού και, για όλους αυτούς τους λόγους, εζητείτο η ακύρωση των ληφθέντων μέτρων.
Οι ενστάσεις αυτές απορρίφθηκαν με ρητή απόφαση του Μαρτίου 1984. Η αιτιολογία ιδίως ήταν ότι επρόκειτο για ενστάσεις που σχετικά είχαν ήδη διαδραματίσει κάποιο ρόλο στην ήδη αναφερθείσα απόφαση στις υποθέσεις 118 έως 123/82 ( 2 ) και ότι οι προσφεύγοντες δεν είχαν δικαιωθεί ( στο ζήτημα αυτό θα επανέλθουμε διεξοδικότερα ).
Στη συνέχεια, στις 23 Ιουλίου 1984, ασκήθηκε προσφυγή και ζητήθηκε από το Δικαστήριο:
|
1) |
να ακυρώσει την απόφαση με την οποία η Επιτροπή — ενόψει του υπολογισμού της σύνταξης σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο — έλαβε υπόψη της τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που είχαν αποκτηθεί πριν από το διορισμό των προσφευγόντων ως έκτακτων υπαλλήλων' |
|
2) |
να καθορίσει τη μεγαλύτερη διάρκεια χρόνων υπηρεσίας που πρέπει να αναγνωριστεί στη συγκεκριμένη περίπτωση, λαμβάνοντας υπόψη τους λόγους που προβάλλονται στην προσφυγή, στην περίπτωση που γίνει μεταφορά του ασφαλιστικού ισοδυνάμου · και |
|
3) |
να αναγνωρίσει ότι η Επιτροπή έχει υποχρέωση να διασφαλίσει το δικαίωμα επιλογής μεταξύ της μεταφοράς του ασφαλιστικού ισοδυνάμου και των επιστραφέντων ποσών των συνταξιοδοτικών εισφορών προβαίνοντας και στους υπολογισμούς σχετικά με τις δύο περιπτώσεις. |
Β —
Σχετικά, η άποψη μου είναι η ακόλουθη:
1.
Με τον πρώτο Αόγο της προσφυγής προβάλλονται δύο επιχειρήματα που αποβλέπουν να υποστηρίζουν τα μόλις αναφερθέντα αιτήματα.
Οι προσφεύγοντες, αφενός, προσάπτουν το ότι, για τον υπολογισμό των συνταξιοδοτικών τους δικαιωμάτων σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο ελήφθη εν μέρει μόνο υπόψη ο χρόνος υπηρεσίας που είχαν συμπληρώσει στην Επιτροπή πριν από το διορισμό τους ως έκτακτων υπαλλήλων (δηλαδή περίπου το ένα τρίτο)' επομένως θεωρούν προφανές ότι κανονικά ο εν λόγω χρόνος υπηρεσίας θα έπρεπε να υπολογιστεί εξ ολοκλήρου. Αφετέρου, επικρίνουν το ότι, πριν μπορέσουν να ασκήσουν τα δικαιώματά τους που απορρέουν από το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων, η Επιτροπή τους ανακοίνωσε ελλιπώς μόνο τα στοιχεία που ήταν σημαντικά για το θέμα αυτό. Πράγματι, στο άρθρο 11 αναφέρονται δύο δυνατότητες μεταξύ των οποίων μπορεί να γίνει επιλογή: η μεταφορά του ασφαλιστικού ισοδυνάμου ή η επιστροφή ποσών των συνταξιοδοτικών εισφορών. Κακώς όμως δεν τους γνωστοποιήθηκε με ποιο τρόπο γίνεται ο υπολογισμός του χρόνου υπηρεσίας που πρέπει να ληφθεί υπόψη στην περίπτωση της δεύτερης δυνατότητας και επομένως δεν κατέστη δυνατό στους προσφεύγοντες να ασκήσουν πλήρως τα δικαιώματά τους.
|
α) |
Όσον αφορά το πρώτο από τα σημεία αυτά, η Επιτροπή ανέφερε σχετικά ότι η άποψη των προσφευγόντων στηρίζεται σε βασικό λάθος. Σκοπός του συστήματος του κανονισμού 2615/76 δεν είναι η αναδρομική αποκατάσταση της σταδιοδρομίας των ενδιαφερομένων υπαλλήλων, δηλαδή η διαμόρφωση της κατά τέτοιο τρόπο ως εάν οι προσφεύγοντες να ήταν ανέκαθεν έκτακτοι υπάλληλοι. Σκοπός της μάλλον είναι απλώς μια μεταβολή της νομικής τους θέσης που ισχύει για το μέλλον. Επομένως, όσον αφορά τα συνταξιοδοτικά τους δικαιώματα υπήρξε μόνο η δυνατότητα τα δικαιώματα που αποκτήθηκαν προηγουμένως, σύμφωνα με το ιταλικό σύστημα ασφαλίσεως, να μεταφερθούν δυνάμει του άρθρου 11 του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στο κοινοτικό σύστημα, σύμφωνα με τα δικά του κριτήρια εκτιμήσεως. Όμως εν προκειμένω, ενόψει της ιδιομορφίας του — λιγότερο ευνοϊκού — εθνικού συστήματος και λαμβάνοντας υπόψη τα προσωπικά στοιχεία των ενδιαφερομένων μπόρεσε να συναχθεί το συμπέρασμα ότι από τα προηγούμενα έτη υπηρεσίας τα οποία συμπληρώθηκαν στο πλαίσιο της εθνικής ασφάλισης μόνο ένα μέρος έχει σημασία για το συνταξιοδοτικό σύστημα που διέπεται από το κοινοτικό δίκαιο. Επ' αυτού, η Επιτροπή ορθώς προφανώς στηρίζεται στην απόφαση επί των υποθέσεων 118 έως 123/82 ( 3 ) που ήδη αναφέρθηκαν. Στην απόφαση αυτή — με όμοια πραγματικά περιστατικά — το πρόβλημα επί του οποίου το Δικαστήριο έπρεπε να αποφασίσει συνίστατο στο αν πράγματι προηγούμενα έτη υπηρεσίας, ακόμη και αν επρόκειτο πάντα για δραστηριότητα στο πλαίσιο της Κοινότητας, μπορούσαν σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ενόψει του καθορισμού της κοινοτικής σύνταξης, να μειωθούν σε βραχύτερο χρονικό διάστημα (σκέψη 16). Σχετικά αναγνωρίσθηκε ρητώς ότι από τον κανονισμό 2615/76 προκύπτει ότι ο προηγούμενος χρονος υπηρεσίας (δηλαδή ο χρόνος πριν από το διορισμό ως έκτακτου υπαλλήλου) δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό των συντάξιμων ετών (σκέψη 25) επομένως, οι ενδιαφερόμενοι δεν μπορούσαν να απαιτήσουν να υπαχθούν πλήρως στο συνταξιοδοτικό σύστημα του κοινοτικού δικαίου, αναδρομικώς και χωρίς αντιπαροχή εκ μέρους τους, αλλά μπορούσε μόνο να εφαρμοσθεί το άρθρο 11 του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ( σκέψη 27 ). Δεδομένου όμως ότι ο προσδιορισμός του ασφαλιστικού ισοδυνάμου εκ μέρους του αρχικού οργανισμού κοινωνικής ασφαλίσεως και ο επανυπολογισμός του σύμφωνα με τους κανόνες που ισχύουν στο συνταξιοδοτικό σύστημα της Κοινότητας — έτσι αναφέρεται στη συνέχεια — στηρίζονται σε διαφορετικά δεδομένα και σε διαφορετικούς παράγοντες εκτιμήσεως όσον αφορά το ιστορικό των ενδιαφερομένων, τις μελλοντικές προοπτικές τους, το ύψος των εισφορών καθώς και τη φύση και το ύψος των παροχών, δεν είναι αφύσικο το ότι ο καθορισμός των συντάξιμων ετών που πρέπει να ληφθούν υπόψη για την κοινοτική σύνταξη καταλήγει σε διαφορετικό αριθμό των συντάξιμων ετών που έχει υπολογίσει ο εθνικός οργανισμός. Με αυτά τα δεδομένα, επομένως, το γεγονός ότι κατά την εφαρμογή του άρθρου 11 του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δεν λαμβάνονται υπόψη σύμφωνα με το σύστημα συντάξεων του κοινοτικού δικαίου όλα τα έτη υπηρεσίας που έχουν συμπληρώσει οι προσφεύγοντες, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως παράβαση κανόνων δικαίου. Εξάλλου, και στην παρούσα υπόθεση δεν αναφέρθηκαν επιχειρήματα σύμφωνα με τα οποία θα ταίριαζε διαφορετική εκτίμηση ( η οποία στη συνέχεια βέβαια — ακριβώς λόγω της αναφερθείσας νομολογίας του δεύτερου τμήματος — επιβεβαιώθηκε από την Ολομέλεια του Δικαστηρίου ). Παρόμοιο επιχείρημα δεν μπορεί προπαντός να προκύψει από την απόφαση στις υποθέσεις 225 και 241/81 ( 4 ) (Συλλογή 1983, σ. 347 και επ.) που ανέφεραν οι προσφεύγοντες κατά την προφορική διαδικασία, στην οποία ως γνωστό αναφέρθηκε ότι ο χρόνος υπηρεσίας που συμπλήρωσε ένας υπάλληλος υπό την ιδιότητα επικουρικού υπαλλήλου προ του διορισμού του πρέπει να θεωρηθεί, προκειμένου να ληφθεί υπόψη για τους σκοπούς του κοινοτικού συνταξιοδοτικού συστήματος, ως χρόνος κατά τον οποίο υπηρετούσε υπό την ιδιότητα έκτακτου υπαλλήλου ( ομοίως ως η απόφαση στην υπόθεση 17/78 ( 5 ), Sig. 1979, σ. 189 και επ. ) Πράγματι, εν προκειμένω δεν πρόκειται για παρόμοια υπόθεση. Εντούτοις είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι οι προσφεύγοντες ποτέ καθόλη τη διάρκεια της υπηρεσίας τους ως τοπικών υπαλλήλων (περίοδος που φθάνει μέχρι τη δεκαετία του '60) δεν ισχυρίστηκαν ότι το σύστημα στο οποίο υπάγονταν την εποχή εκείνη ήταν αντίθετο προς το υπαλληλικό δίκαιο των Κοινοτήτων και ότι υπήρχε επιτακτικός λόγος να τους απασχολούν από την αρχή ως έκτακτους υπαλλήλους. Κατά την άποψη μου και στην παρούσα υπόθεση δεν ανέφεραν κανένα λόγο που να στηρίξει αυτή τη θέση. Οπωσδήποτε, η αναφορά ότι κατείχαν ανέκαθεν μόνιμες θέσεις δεν μπορεί να αρκεί επ' αυτού. Επομένως, θεωρώ ότι δεν μπορούν να ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις βάσει του επιχειρήματος αυτού του πρώτου λόγου της προσφυγής που μόλις αναπτύχθηκε. |
|
β) |
Ενόψει του δεύτερου επιχειρήματος του λόγου αυτού της προσφυγής δεν συντρέχει ασφαλώς λόγος εξετάσεως των προκαταρκτικών ερωτημάτων που υπέβαλε η Επιτροπή, δηλαδή του ερωτήματος σχετικά με το αν η αιτίαση της προσφυγής πρέπει να μη ληφθεί υπόψη, επειδή στη δήλωση συναινέσεως των προσφευγόντων όσον αφορά τη μεταφορά του ασφαλιστικού ισοδυνάμου των δικαιωμάτων που απέκτησαν δυνάμει του ιταλικού συστήματος δεν υπάρχει σχετική επιφύλαξη, καθώς και του άλλου ερωτήματος σχετικά με το αν κατέστησαν εν γένει σαφές ότι έχουν συμφέρον για την εξέταση του σημείου αυτού ( δεδομένου ότι, κατά την έγγραφη διαδικασία, δεν απέδειξαν ότι τα επιστραφέντα ποσά των συνταξιοδοτικών εισφορών θα είχαν γι' αυτούς ευνοϊκότερο αποτέλεσμα και ότι ακόμη και κατά την προφορική διαδικασία προέβαλαν μόνο πολύ γενικούς ισχυρισμούς χωρίς να προβούν σε επιμέρους αποδείξεις). |
Στην πραγματικότητα είναι αρκετά σαφές ότι, ακόμη και στο πλαίσιο της ερμηνείας του άρθρου 11 του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων, η άποψη των προσφευγόντων δεν πείθει.
Μπορεί μεν η αναφερθείσα διάταξη να προβλέπει ορισμένες δυνατότητες — ή ακόμη: δικαιώματα — και να πρέπει να συναχθεί από αυτή ότι τα κράτη μέλη έχουν την υποχρέωση να θεσπίσουν τα κατάλληλα μέτρα που επιτρέπουν την εκτέλεση της ρύθμισης (όπως κατέστη σαφές στην απόφαση στην υπόθεση 137/80 ( 6 ), Συλλογή 1981, σ. 2408), αλλά το γράμμα του άρθρου 11 δείχνει ήδη ότι μόνο η μετάβαοη από ένα εθνικό σύστημα ασφαλίσεως στο κοινοτικό σύστημα πρέπει βασικώς να διασφαλιστεί, δηλαδή υπό τη μορφή της πληρωμής του ασφαλιστικού ισοδυνάμου των αποκτηθέντων συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων ή υπό τη μορφή της καταβολής των επιστρεφομένων ποσών των συνταξιοδοτικών εισφορών που οφείλει ένα εθνικό συνταξιοδοτικό ταμείο. Σε καμία περίπτωση όμως δεν ορίζεται κατά τρόπο υποχρεωτικό ότι και οι öw δυνατότητες πρέπει να προβλέπονται, ανεξάρτητα από το αν το εθνικό δίκαιο τις γνωρίζει ή όχι. Εξάλλου, η Επιτροπή τόνισε ότι όσον αφορά τη δεύτερη δυνατότητα γίνεται λόγος μόνο για οφειλόμενα ποσά συνταξιοδοτικών εισφορών, επομένως για το ποσό που είναι σύμφωνα με την ισχύουσα εθνική νομική κατάσταση αμέσως απαιτητό.
Εξάλλου, δεν μπορεί να συναχθεί τίποτε άλλο από τη νομολογία που αναφέρθηκε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Αυτό είναι βέβαιο ότι ισχύει για την προδικαστική απόφαση 212/81 ( 7 ) ( Συλλογή 1982, σ. 1027 ) που περιορίστηκε σε επεξήγηση των εννοιών ( σύμφωνα με την οποία κατά του υπολογισμού του ασφαλιστικού ισοδυνάμου πρόκειται για την κεφαλαιοποίηση μελλοντικών απαιτήσεων, κατά την οποία πρέπει να ληφθεί υπόψη η πρόωρη καταβολή καθώς και ο κίνδυνος θανάτου του δικαιούχου πριν από την ημερομηνία που καθίσταται απαιτητή η σύνταξη, και σύμφωνα με την οποία τα επιστρεφόμενα ποσά συνταξιοδοτικών εισφορών ανέρχονται στο σύνολο των εισφορών που έχουν καταβληθεί, στις οποίες είναι δυνατό να προστεθούν τόκοι ). Το ίδιο ισχύει για την ήδη αναφερθείσα απόφαση που εξεδόθη κατά τη διαδικασία του άρθρου 169 της Συνθήκης ΕΟΚ στην υπόθεση 137/80 ( 8 ), στην οποία — σχετικά με το γεγονός ότι το Βέλγιο παρέλειψε παντελώς να ενεργήσει ενόψει του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως — έγινε δεκτό καταρχήν μόνο ότι η μεταφορά πρέπει να ρυθμίζεται σύμφωνα με την αναφερθείσα διάταξη ώστε να καθίσταται δυνατό στον υπάλληλο να μεταφέρει αποκτηθέντα δικαιώματα στο συνταξιοδοτικό σύστημα της Κοινότητας. Μπορεί μεν εν προκειμένω να γίνεται λόγος για δυνατότητα επιλογής που παρέχεται από τον κανονισμό υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων, αλλά σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά και το αντικείμενο της διαφοράς καθώς και με το όλο πλαίσιο των σχετικών σημείων της απόφασης (σκέψη 13) καθίσταται εντελώς σαφές ότι με αυτήν εννοείται μόνο η επιλογή μεταξύ της παραμονής στο εθνικό σύστημα ασφαλίσεως και της μεταφοράς αποκτηθέντων δικαιωμάτων στο συνταξιοδοτικό σύστημα της Κοινότητας. Αντίθετα, τίποτε δεν συνηγορεί υπέρ της απόψεως ότι, με την απόφαση αυτή, έγινε δεκτό ότι τα κράτη μέλη πρέπει σε κάθε περίπτωση να μεριμνούν ώστε να παρέχονται και οι δύο δυνατότητες όπως αναφέρονται στο άρθρο 11 του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων.
Κατόπιν αυτού δεν μπορεί να επικριθεί το γεγονός ότι στην ήδη αναφερθείσα συμφωνία που συνήφθη μεταξύ της Επιτροπής και του INPS, στο σημείο Β1, γίνεται λόγος μόνο για τον υπολογισμό του ασφαλιστικού ισοδυνάμου αποκτηθέντων συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων και ότι οι προσφεύγοντες, επίσης, έλαβαν μόνο μια σχετική ανακοίνωση. Προφανώς, αυτό ανταποκρινόταν — όπως διευκρίνισε η Επιτροπή — στη νομική κατάσταση που υπήρχε κατά τη σύναψη της αναφερθείσας συμφωνίας, σύμφωνα με την οποία επιστροφή ασφαλιστικών εισφορών κατά την έννοια της απόφασης στην υπόθεση 212/81 ( 7 ) δεν ήταν δυνατή ούτε όταν υπήρχαν κεκτημένες αξιώσεις ούτε μετά το πέρας της ασφαλίσεως πριν από τη λήξη παρόμοιας προθεσμίας. Κατόπιν αυτού δεν έχει επίσης περαιτέρω σημασία τι σημαίνει ο νόμος 29 της 7ης Φεβρουαρίου 1979 που αναφέρθηκε κατά την προφορική διαδικασία, δηλαδή αν με τον εν λόγω νόμο εισήχθη πράγματι στο ιταλικό σύστημα δικαίου, ας πούμε, δυνατότητα εξαγοράς ή αν εν τέλει μπορεί να γίνει λόγος γι' αυτό — ενόψει του άρθρου 11 του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων — επειδή πρόκειται μόνο για τη μεταφορά καταβληθεισών εισφορών (συμπεριλαμβανομένων τόκων ) από έναν ιταλικό ασφαλιστικό φορέα σε άλλον, επομένως για το συντονισμό εθνικών συστημάτων ασφαλίσεως.
Επομένως, δεν υπάρχει επίσης κανένας λόγος να ακυρωθούν οι αποφάσεις μεταφοράς, επειδή οι εν λόγω αποφάσεις εξεδόθησαν στο πλαίσιο ελλιπούς διαδικασίας, δηλαδή χωρίς διερεύνηση της δυνατότητας εξαγοράς ασφαλιστικών εισφορών.
2.
Με το δεύτερο λόγο προσφυγής οι προσφεύγοντες προβάλλουν την παραβίαση της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων. Εν προκειμένω, οι προσφεύγοντες συγκρίνουν τα ποσά των εισφορών που έχουν καταβληθεί από τους ίδιους και για τους λογαριασμούς τους στον ιταλικό φορέα κοινωνικής ασφαλίσεως, όπου έχει συγκεντρωθεί ένα κεφάλαιο με τις εισφορές οι οποίες — αν οι ενδιαφερόμενοι ήταν έκτακτοι υπάλληλοι κατά τη διάρκεια αντίστοιχου χρονικού διαστήματος σύμφωνα με το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων — θα έπρεπε να είχαν καταβληθεί στις Κοινότητες. Αν ληφθούν υπόψη το ύψος των παροχών εκείνης της εποχής (οι προσφεύγοντες τις παρουσίασαν μεμονωμένα, αφενός, για την Ιταλία και, αφετέρου, για τις Κοινότητες ) και οι τόκοι επί του συγκεντρωθέντος κεφαλαίου καθώς και το γεγονός ότι οι προσφεύγοντες έλαβαν ως μέλη του προσωπικού εγκαταστάσεως του Κοινού Κέντρου Πυρηνικών Ερευνών και ως τοπικοί υπάλληλοι δέκατο τρίτο μηνιαίο μισθό, πρέπει να γίνει δεκτό ότι στον ιταλικό φορέα κοινωνικής ασφαλίσεως συγκεντρώθηκε για τους προσφεύγοντες μεγαλύτερο οφειλόμενο ποσό απ' ό,τι θα μπορούσε να συγκεντρωθεί στις Κοινότητες ή τουλάχιστον ότι το σε εθνικό επίπεδο οφειλόμενο ποσό δεν είναι πολύ μικρότερο απ' ό,τι το αντίστοιχο σε κοινοτικό επίπεδο οφειλόμενο ποσό. Κατόπιν αυτού όμως, πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν μπορεί να υποστηριχτεί ο ισχυρισμός ότι η μεταφορά του ασφαλιστικού ισοδυνάμου των αποκτηθέντων συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων καταλήγει μόνο στο ότι ένα τρίτο περίπου του συμπληρω-θέντος χρόνου υπηρεσίας λαμβάνεται υπόψη σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο για τον υπολογισμό συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων ενώ ο υπόλοιπος χρόνος υπηρεσίας δεν λαμβάνεται υπόψη.
Στο σημείο αυτό, η Επιτροπή απάντησε στους προσφεύγοντες ότι, καταρχήν, η παρατήρηση τους στηρίζεται σε λάθος άποψη. Κατά τη μετάβαση από την ιταλική κοινωνική ασφάλιση στο κοινοτικό σύστημα, ο συνυπολογισμός ασφαλιστικών εισφορών και οι τόκοι του κατ' αυτόν τον τρόπο προκύπτοντος κεφαλαίου (θα μπορούσε να γίνει λόγος για ένα είδος εξαγοράς) δεν έχουν καμία σημασία αλλά πρόκειται για την κεφαλοποίηση συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που κτήθηκαν στην Ιταλία ( για τα οποία — όπως τονίστηκε στην απόφαση στην υπόθεση 212/81 ( 9 ) — σημασία έχουν ο πρόωρος χαρακτήρας της καταβολής και ο κίνδυνος θανάτου των δικαιούχων ). Αν τα δικαιώματα που κεφαλαιοποιήθηκαν με τον τρόπο αυτό μετατραπούν σε έτη υπηρεσίας σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο — και αυτό σύμφωνα με ασφαλιστικούς μαθηματικούς τύπους τους οποίους το δεύτερο τμήμα δεν έθεσε υπό αμφισβήτηση στην απόφαση επί των υποθέσεων 118 έως 123/82 ( 10 ) (σκέψη 28) — μπορεί ασφαλώς να προκύψει μείωση του αριθμού των σχετικών ετών υπηρεσίας που ενδιαφέρουν λόγω της διαφοράς των συστημάτων ( δηλαδή όσον αφορά τους καλυπτόμενους κινδύνους, τη διαμόρφωση της εισφοράς, τον υπολογισμό της σύνταξης και την ηλικία συνταξιοδοτήσεως). Όμοιες εισφορές (αφενός, στο πλαίσιο του ιταλικού συστήματος και, αφετέρου, στο πλαίσιο του — προφανώς ουσιαστικά ευνοϊκότερου — κοινοτικού συστήματος) δεν σημαίνουν, επομένως, αναγκαστικά μετά τη μετάβαση από το εθνικό στο κοινοτικό σύστημα ίδιο υπολογισμό της σύνταξης βάσει του αριθμού των ετών υπηρεσίας που είναι δυνατό να αναγνωριστούν.
Εξάλλου — ξεκινώντας από την υπόθεση ότι κατά τη διάρκεια ορισμένου χρονικού διαστήματος καταβλήθηκαν περίπου οι ίδιες εισφορές, αφενός, στο πλαίσιο της ιταλικής κοινωνικής ασφάλισης και, αφετέρου, σύμφωνα με το κοινοτικό σύστημα — μπορεί μεν η πλήρης αναγνώριση όλων των ετών υπηρεσίας ως έκτακτου υπαλλήλου να θεωρηθεί κατά τον υπολογισμό της σύνταξης ως ευνοϊκή μεταχείριση έναντι των τοπικών υπαλλήλων, οι οποίοι απέκτησαν αργότερα την ιδιότητα του έκτακτου υπαλλήλου, αλλά δεν μπορεί για το λόγο αυτό να γίνεται λόγος για δυσμενή διάκριση επειδή δεν είναι δυνατή η σύγκριση των νομικών θέσεων. Τη διαπίστωση αυτή έκανε ρητώς δεκτή το δεύτερο τμήμα με την απόφαση επί των υποθέσεων 118 έως 123/82' ( σκέψη 22 ). Εξάλλου — όπως ήδη ανέφερα — το δεύτερο τμήμα σαφώς τόνισε ότι δεν μπορεί να προσαφθεί στον κοινοτικό νομοθέτη αιτίαση επειδή μέλη του προσωπικού εγκαταστάσεως του Κοινού Κέντρου Πυρηνικών Ερευνών δεν έγιναν το 1976 αναδρομικώς έκτακτοι υπάλληλοι ή επειδή η σταδιοδρομία τους — τουλάχιστον από την άποψη του συνταξιοδοτικού δικαίου — δεν εξισώθηκε πλήρως με τη σταδιοδρομία έκτακτων υπαλλήλων που υπήγοντο στο σύστημα αυτό από την αρχή ( σκέψη 27 ).
Επομένως, με την αιτίαση περί διακρίσεως, ο καθορισμός των συντάξιμων ετών υπηρεσίας που έχει γίνει για τους προσφεύγοντες επίσης δεν μπορεί να προβληθεί βασίμως.
3.
Σύμφωνα με τον τύπο υπολογισμού της μετατροπής για τον καθορισμό των ετών υπηρεσίας που μπορούν να ληφθούν υπόψη, ο οποίος προβλέπεται στις ήδη αναφερθείσες εκτελεστικές διατάξεις, σημασία έχει, μεταξύ άλλων, ο ετήσιος βασικός μιοθός που ισχύει κατά το διορισμό του έκτακτου υπαλλήλου και μάλιστα στον παρονομαστή του κλάσματος που αναφέρεται στο άρθρο 3. Οι προσφεύγοντες προσήψαν σχετικά ότι δεν ελήφθη υπόψη μόνο ο βασικός μισθός που σύμφωνα με τον πίνακα του άρθρου 20 του συστήματος που διέπει το λοιπό προσωπικό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ίσχυε τον Οκτώβριο του 1976 αλλά επίσης και ο διορθωτικός σνντελε-οτής που ανερχόταν τότε σε 157,8 %, γεγονός που μείωσε σημαντικά τον αριθμό των ετών υπηρεσίας που μπορούν να ληφθούν υπόψη. Ο τρόπος αυτός συνεπάγεται επίσης δυσμενή μεταχείριση των έκτακτων υπαλλήλων που ήδη προηγουμένως υπήγοντο στο σύστημα αυτό, δεδομένου ότι οι εισφορές τους στο συνταξιοδοτικό σύστημα υπολογίζονταν μόνο βάσει του εκάστοτε ισχύοντος βασικού μισθού.
Ως προς το σημείο αυτό, ως προς το οποίο οι προσφεύγοντες καταρχάς δεν επέμειναν στο δεύτερο δικόγραφο τους, στο οποίο όμως επανήλθαν κατά την προφορική διαδικασία με τροποποιημένη κάπως αιτιολογία, μπορώ να αναφερθώ σχετικά εν συντομία.
Η Επιτροπή ανέφερε επ' αυτού ότι ο αναφερθείς διορθωτικός συντελεστής είναι αυτός που πρέπει να καθοριστεί σύμφωνα με το άρθρο 65 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων, δηλαδή ενόψει της αναπροσαρμογής του ύψους των αποδοχών και ο οποίος ενσωματώθηκε στο μισθολογικό πίνακα μετά το χρονικό σημείο που ενδιαφέρει εν προκειμένω. Αν την εποχή εκείνη σημασία είχε το ύψος του μισθού, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση της μετατροπής δικαιωμάτων επί παροχών αποκτηθέντων στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου κοινωνικής ασφαλίσεως σε έτη υπηρεσίας που μπορούν να ληφθούν υπόψη, πρέπει επομένως να θεωρήθηκε ευνόητο και αναγκαίο για την αποφυγή νοθευμένων αποτελεσμάτων ως « μισθός » να εννοείται ο μισθός που υπολογίζεται κατά το μέτρο του εκάστοτε διορθωτικού συντελεστή. Πράγματι, αυτό αναγνωρίσθηκε επίσης ως ορθό και από τη νομολογία. Τούτο μπορεί να συναχθεί από την απόφαση επί της υποθέσεως 194/80 ( 11 ) που επίσης εξεδόθη σχετικά με το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων. Αφού τονίστηκε ότι ο διορθωτικός συντελεστής του άρθρου 65 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων αποτελεί μέσο για την αναπροσαρμογή των αποδοχών όλων των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού των Κοινοτήτων (ενώ ο αναφερόμενος στο άρθρο 64 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως διορθωτικός συντελεστής αποβλέπει στη διασφάλιση σε όλους τους υπαλλήλους αποδοχών που έχουν την ίδια αγοραστική δύναμη, ανεξαρτήτως τόπου υπηρεσίας ), αναφέρθηκε στην απόφαση ότι ο πρώτος από τους συντελεστές αυτούς προορίζεται να ενσωματωθεί στο βασικό μισθό' η έννοια του βασικού μισθού ενόψει του καθορισμού των συντάξιμων ετών που πρέπει να ληφθούν υπόψη βάσει του ασφαλιστικού ισοδυνάμου πρέπει επομένως να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνει επίσης το διορθωτικό συντελεστή κατά την έννοια του άρθρου 65 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων.
Εξάλλου, όσον αφορά την εύνοια που ενδεχομένως υφίσταται, στο πλαίσιο αυτό, έναντι των έκτακτων υπαλλήλων, οι οποίοι υπήγοντο στο σύστημα αυτό από την αρχή, πρέπει να αρκεί μια παραπομπή στις υπάρχουσες διαφορές του συστήματος σε σχέση με τους προσφεύγοντες στην παρούσα υπόθεση. Από την άποψη αυτή δεν υπάρχει — όπως κατέστη σαφές στην απόφαση στις υποθέσεις 118 έως 123/82 ( 12 ) — η δυνατότητα συγκρίσεως, αφενός, προσώπων που ανέκαθεν ήταν έκτακτοι υπάλληλοι και, αφετέρου, προσώπων που απέκτησαν την ιδιότητα αυτή μόλις το 1976, και επομένως, δεν μπορεί να γίνει λόγος για δυσμενή διάκριση, αν για τον υπολογισμό των συντάξιμων ετών των τελευταίων εφαρμόζεται επιπροσθέτως στο βασικό ετήσιο μισθό τους ο διορθωτικός συντελεστής.
4.
Με τον τίτλο « Παράβαση της υποχρέωσης προστασίας και παροχής πληροφοριών » προ-σήφθη στη συνέχεια του δικογράφου της προσφυγής ότι δεν δόθηκε καμία εξήγηοη σχετικά με το ότι ο διορθωτικός συντελεστής ύψους 157,8 % — για τον οποίο πριν από λίγο έγινε λόγος — ελήφθη υπόψη εξ ολοκλήρου, παρόλο που οι προσφεύγοντες μπορούσαν να υποθέσουν ότι σκοπός του ήταν επίσης να εξασφαλίσει την ίδια αγοραστική δύναμη των υπαλλήλων σε διαφορετικούς τόπους υπηρεσίας. Εξάλλου προεβλήθη ότι παρέμεινε ασαφές πώς από το κεφάλαιο που μεταφέρθηκε από τον ιταλικό οργανισμό κοινωνικής ασφαλίσεως αφαιρέθηκαν τόκοι ύψους 3,5 ο/ο ετησίως. Οι προσφεύγοντες, επομένως, δεν διέθεταν όλα τα σημαντικά στοιχεία για να λάβουν την απόφαση που προβλέπεται στο άρθρο 11 του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων.
Πέραν αυτού, στην απάντηση — με την οποία διευρύνθηκε ο αρχικός λόγος προσφυγής. — προεβλήθη ότι επιβάρυνση των κεφαλαιοποιημένων δικαιωμάτων επί παροχών με το προ ολίγου αναφερθέν επιτόκιο από το χρονικό σημείο του διορισμού ως έκτακτου υπαλλήλου μέχρι την πραγματική μεταφορά του κεφαλαίου είναι άδικη. Πράγματι, η Επιτροπή μπορούσε και έπρεπε να μεριμνήσει ώστε, αμέσως μετά τη σύναψη της συμφωνίας με τον ιταλικό οργανισμό κοινωνικής ασφαλίσεως, το έτος 1978 να πραγματοποιηθεί η αναφερθείσα μεταφορά· με τον τρόπο αυτό θα είχε αποφευχθεί το γεγονός ότι για πολλά έτη έπρεπε να αφαιρούνται τόκοι, οι οποίοι μείωσαν το ποσό που είναι σημαντικό για τον υπολογισμό των συντάξιμων ετών.
|
α ) |
Όσον αφορά αυτό το λόγο προσφυγής, δεν πρέπει να δημιουργήσει καμιά ιδιαίτερη δυσκολία σε σχέση με την αρχική του διατύπωση. Καταρχάς, το αργότερο από την απάντηση στις ενστάσεις των προσφευγόντων είναι σαφές τι σημασία έχει το πρώτο από τα δύο αναφερθέντα στοιχεία. Τονίστηκε ρητώς ότι πρόκειται για τον κατά το άρθρο 65 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως καθορισθέντα διορθωτικό συντελεστή και ότι το γεγονός ότι λήφθηκε υπόψη κατά την εφαρμογή του άρθρου 11 του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως δεν πρέπει σύμφωνα με τη νομολογία να κριθεί λόγω του προορισμού του να εξασφαλίζει τις μισθολογικές αναπροσαρμογές. Ως προς την αφαίρεση επιτοκίου ύψους 3,5 ο/ο ετησίως από το κεφάλαιο που πρέπει να μεταφερθεί, ήδη το άρθρο 3, παράγραφος 2, των εκτελεστικών διατάξεων του άρθρου 11 που αναφέρθηκαν πολλές φορές καθιστά σαφές ότι η αφαίρεση αυτή πραγματοποιείται για το χρονικό διάστημα από το διορισμό του έκτακτου υπαλλήλου ( από τότε αρχίζει να ισχύει το κοινοτικό συνταξιοδοτικό σύστημα ) έως την πραγματική μεταφορά των κεφαλαίων στην Κοινότητα, τα οποία εν τέλει πρέπει να τίθενται στη διάθεση της από το διορισμό, αλλά πολύ συχνά καταβάλλονται μόνο πολλά χρόνια αργότερα. Σημαντικό είναι επομένως το γεγονός ότι η Επιτροπή κατά τρόπο αναμφισβήτητο δήλωσε ότι στην Ispra απεστάλησαν υπάλληλοι εμπειρογνώμονες, οι οποίοι, όταν άρχισε να εφαρμόζεται το άρθρο 11, ήταν διαθέσιμοι για την παροχή πληροφοριών. Συνεπώς, οι προσφεύγοντες είχαν τη δυνατότητα να ζητήσουν πληροφορίες σχετικά με τα στοιχεία που τους φαίνονταν ασαφή και για το λόγο αυτό δεν μπορούν, αφού χωρίς επιφύλαξη χρησιμοποίησαν τους υπολογισμούς της Επιτροπής για την απόφασή τους, να ισχυριστούν αργότερα ότι έλαβαν την απόφαση αυτή χωρίς να έχουν επαρκή γνώση όλων των στοιχείων. Εξάλλου, στο πλαίσιο αυτό ασφαλώς έχει σημασία ότι οι προσφεύγοντες δεν υποστήριξαν ότι σε περίπτωση που θα είχαν έγκαιρα γνώση όλων των στοιχείων και των ενεργειών τους θα είχαν λάβει άλλη απόφαση, δηλαδή δεν θα είχαν προβεί σε μεταφορά των κεφαλαιοποιημένων δικαιωμάτων επί παροχών στο συνταξιοδοτικό σύστημα της Κοινότητας. Το ζήτημα πως υπ' αυτές τις συνθήκες — στην πραγματικότητα εμμένουν βέβαια στην εφαρμογή του άρθρου 11 και προσπαθούν μόνο για την επίτευξη καλύτερου αποτελέσματος — θέλουν να επιτύχουν την ακύρωση της απόφασης υπολογισμού λόγω ανεπαρκούς δήθεν επεξηγήσεως σχετικά με την έκταση της, πράγματι, δεν κατανοείται εντελώς. |
|
β ) |
Αν εξετασθεί περαιτέρω ο πρόσθετος ισχυρισμός της απάντησης (επειδή ενδεχομένως μπορεί να λεχθεί ότι βρίσκεται σε στενή ουσιαστική σχέση με τον αρχικά διατυπωθέντα λόγο προσφυγής) πρέπει σχετικά να παρατηρηθεί ακόμη, μετά από όλα όσα αναφέρθηκαν, το εξής. |
Είναι σημαντικό το ότι — σύμφωνα με τις αναφερθείσες εκτελεστικές διατάξεις — δεν επρόκειτο μόνο για αφαίρεση επιτοκίου 3,5 ο/ο ετησίως από το κεφάλαιο που έπρεπε να μεταφερθεί ( και μάλιστα για το χρονικό διάστημα από το διορισμό του έκτακτου υπαλλήλου μέσω του οποίου επιτυγχάνεται η ενσωμάτωση στο κοινοτικό συνταξιοδοτικό σύστημα έως το προβλεφθέν χρονικό σημείο της μεταφοράς, το οποίο — όπως αναφέρθηκε — τοποθετείται κατά κανόνα πριν από την πραγματική καταβολή ). Από τη συμφωνία που συνήφθη με τον ιταλικό οργανισμό κοινωνικής ασφαλίσεως προκύπτει επίσης — επειδή αυτό εξαρτάται κατόπιν αυτού κατά τρόπο αποφασιστικό από την ημερομηνία της υποβολής της αιτήσεως στον ιταλικό φορέα κοινωνικής ασφαλίσεως — ότι πραγματοποιείται επιστροφή φόρων ( και μάλιστα όπως φαίνεται ύψους 4,5 ο/ο ετησίως ) επί του κεφαλαίου που πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά το χρονικό σημείο του διορισμού, και αυτό έως την ημέρα υποβολής της αίτησης. Επομένως, οι ενδιαφερόμενοι θα υποστούν πραγματική επιβάρυνση τόκου μόνο κατά τη διάρκεια της προθεσμίας των ενενήντα ημερών που έπεται της ανακοινώσεως εκ μέρους του ιταλικού ασφαλιστικού φορέα (εντός της οποίας οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να δώσουν τη συναίνεση τους ) και έως το χρονικό σημείο που προβλέπεται για τη μεταφορά, το οποίο βέβαια ακολουθεί αμέσως μετά.
Επομένως, από την καθυστέρηση της έναρξης της διαδικασίας για τη μεταφορά των κεφαλο-ποιηθέντων δικαιωμάτων επί παροχών δεν είναι δυνατό να υποστούν ζημία οι ενδιαφερόμενοι' μπορεί ακόμη να γίνει λόγος, ακριβώς στην περίπτωση μακρύτερων χρονικών διαστημάτων, για ορισμένη εύνοια ενόψει της αναφερθείσας διαφοράς επιτοκίου (ώστε μπορεί κάλλιστα να παραμείνει ανοικτό το ερώτημα αν η καθυστέρηση που προσάπτουν οι προσφεύγοντες δεν δικαιολογείται ενόψει του περίπλοκου χαρακτήρα των ενεργειών και του αριθμού των πράξεων που πρέπει να τύχουν επεξεργασίας). Εξάλλου, αν ληφθεί υπόψη, αφενός, ότι η αναφερθείσα πραγματική επιβάρυνση τόκου δεν έχει σχεδόν καμιά βαρύτητα, κατά το διάστημα μερικών μηνών, όσον αφορά τον υπολογισμό των συντάξιμων ετών, ότι επομένως, βασικά, μπορεί να μην της αποδοθεί σημασία, και, αφετέρου, ότι, σύμφωνα με τις αναφερθείσες εκτελεστικές διατάξεις του άρθρου 11 του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως (άρθρο 3, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο), οι ενδιαφερόμενοι έχουν τη δυνατότητα να μεριμνήσουν με δικές τους πληρωμές για αντίστοιχη κάλυψη, απομένει γενικά μόνο το συμπέρασμα ότι η αναφερθείσα ρύθμιση περί τόκου δεν δημιουργεί κανένα λόγο για τον οποίο να πρέπει να ακυρωθεί ο υπολογισμός των συντάξιμων ετών στην περίπτωση των προσφευγόντων.
5.
Κατόπιν αυτού διαπιστώνεται ότι οι αιτιάσεις που διατύπωσαν οι προσφεύγοντες κατά την έγγραφη διαδικασία δεν μπορούν να συμβάλουν στο να γίνουν δεκτά τα αιτήματά τους.
Καθόσον, πέραν αυτού, κατά την προφορική διαδικασία προβλήθηκαν και άλλοι, εν μέρει νέοι ισχυρισμοί ( όπως είναι, για παράδειγμα, οι παρατηρήσεις επί του ύψους μισθών που χρησιμοποιήθηκαν κατά τη συγκεκριμένη μορφή μετατροπής, επί της πραγματικής λειτουργίας των διορθωτικών συντελεστών έως το έτος 1979 ή επί της επιδράσεως της ηλικίας — κατά το χρονικό σημείο της επεξεργασίας των αιτήσεων μεταφοράς — στον υπολογισμό των κεφαλαιοποιηθέντων δικαιωμάτων παροχής ), δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη σύμφωνα με τις αρχές του δικονομικού μας δικαίου λόγω του ότι προβλήθηκαν εκπροθέσμως. Καθόσον αυτά τα οποία αναφέρθηκαν αφορούν το γεγονός ότι οι υπολογισμοί στους οποίους προέβη ο ιταλικός φορέας κοινωνικής ασφαλίσεως δεν είναι αρκετά διαφανείς ή ακόμη ότι κατ' ουσίαν πρέπει να αμφισβητηθούν, πρέπει εξάλλου να αντιταχθεί επίσης στους προσφεύγοντες ότι το όλο θέμα θα έπρεπε να αποτελέσει αντικείμενο δίκης ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, πράγμα που αναμφίβολα είναι δυνατό κατά αποφάσεων καθορισμού των ασφαλιστικών φορέων, καθώς αυτές πρέπει να λαμβάνονται σύμφωνα με το άρθρο 11 του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως.
Γ —
Κατόπιν όλων αυτών προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει τις προσφυγές που άσκησαν ο Soma και οι συνάδελφοι του και — σύμφωνα με το άρθρο 70 του κανονισμού διαδικασίας — να αποφανθεί ότι κάθε διάδικος πρέπει να φέρει τα έξοδα στα οποία υπεβλήθη.
( *1 ) Μετάφραση από ta γερμανικά.
( 1 ) Απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 1983 στις συνεκδικαζό-μενες υποθέσεις 118 έως 123/82, Maria Grazia Celant και άλλοι κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 2995.
( 2 ) Απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 1983 στις συνεκδικαζό-μενες υπο8έσεις 118 έως 123/82, Maria Grazia Celant και άλλοι κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 2995.
( 3 ) Απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 1983 στις συνεκδικαζό-μενες υποθέσεις 118 έως 123/82, Maria Grazia Celant και άλλοι κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 2995.
( 4 ) Απόφαση της 23ης Φεβρουαρίου 1983 στις συνεκδικαζό-μενες υποθέσεις 225 και 241/81, Armando Toledano Laredo και Mario Garilli κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 347.
( 5 ) Απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 1979 στην υπό8εση 17/78, Fausta Deshormes, το γένος La Valle κατά Επιτροπής, Sig. 1979, σ. 189.
( 6 ) Απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 1981 στην υπό8εση 137/80, Επιτροπή κατά Βασιλείου του Βελγίου, Συλλογή 1981, σ. 2393.
( 7 ) Απόφαση της 18ης Μαρτίου 1982 στην υπόθεση 212/81, Caisse de pension des employés privés κατά Léon Bodson, Συλλογή 1982.
( 8 ) Απόφαση της 20ής Οκιωδρίου 1981 στην υπόθεση 137/80, Επιτροπή κατά Βασιλείου του Βελγίου, Συλλογή 1981, 0. 2393.
( 9 ) Απόφαση της 18ης Μαρτίου 1982 στην υπόθεση 212/81, Caisse de pension des employés privés κατά Léon Bodson, Συλλογή 1982.
( 10 ) Απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 1983 στις συνεκδικαζό-μενες υποθέσεις 118 έως 123/82, Maria Grazia Celant και άλλοι κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 2995.
( 11 ) Απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 1981 στην υπόθεση 194/80, Paolo Benassi κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1981, σ. 2824 και επ.
( 12 ) Απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 1983 στις συνεκδικαζό-μενες υποθέσεις 118 έως 123/82, Maria Grazia Celant και άλλοι κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 2995.