Atlasiet eksperimentālās funkcijas, kuras vēlaties izmēģināt!

Šis dokuments ir izvilkums no tīmekļa vietnes EUR-Lex.

Dokuments 61980CJ0157

Απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Μαΐου 1981.
Ποινική δίωξη κατά Siegfried Ewald Rinkau.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Hoge Raad - Κάτω Χώρες.
Σύμβαση περί αρμοδιότητας των δικαστηρίων της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 πρωτόκολλο άρθρο II.
Υπόθεση 157/80.

Συλλογή της Νομολογίας 1981 -01391

Eiropas judikatūras identifikators (ECLI): ECLI:EU:C:1981:120

61980J0157

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 26ΗΣ ΜΑΙΟΥ 1981. - ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΩΞΗ ΚΑΤΑ SIEGFRIED EWALD RINKAU. - (ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΤΟΥ HOGE RAAD ΤΩΝ ΚΑΤΩ ΧΩΡΩΝ). - ΣΥΜΒΑΣΗ ΠΕΡΙ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΤΗΣ 27ΗΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1968, ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ ΑΡΘΡΟ II. - ΥΠΟΘΕΣΗ 157/80.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1981 σελίδα 01391
Ισπανική ειδική έκδοση σελίδα 00339


Περίληψη
Διάδικοι
Αντικείμενο της υπόθεσης
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1 . Σύμβαση γιά τήν αρμοδιότητα τών δικαστηρίων καί τήν εκτέλεση τών αποφάσεων — Ειδικές διατάξεις ποινικής δικονομίας — Δικαίωμα τού κατηγορουμένου νά τύχει υπερασπίσεως χωρίς νά εμφανισθεί σέ ποινική δίκη γιά έγκλημα εξ αμελείας — Έννοια τού «εγκλήματος εξ αμελείας» — Αυτόνομη έννοια — Ορισμός

( Σύμβαση τής 27ης Σεπτεμβρίου 1968 πρωτόκολλο άρθρο ΙΙ )

2 . Σύμβαση γιά τήν αρμοδιότητα τών δικαστηρίων καί τήν εκτέλεση τών αποφάσεων — Ειδικές διατάξεις ποινικής δικονομίας — Δικαίωμα τού κατηγορουμένου νά τύχει υπερασπίσεως χωρίς νά εμφανισθεί σέ ποινική δίκη γιά έγκλημα εξ αμελείας — Έκταση-Ποινική δίκη γιά έγκλημα εξ αμελείας στήν οποία τίθεται θέμα αστικής ευθύνης τού κατηγορουμένου

( Σύμβαση τής 27ης Σεπτεμβρίου 1968 πρωτόκολλο άρθρο ΙΙ )

Περίληψη


1 . Η έννοια τού εγκλήματος εξ αμελείας , η οποία περιέχεται στό άρθρο ΙΙ τού πρωτοκόλλου πού προσαρτάται στή σύμβαση τής 27ης Σεπτεμβρίου 1968 γιά τήν αρμοδιότητα τών δικαστηρίων καί τήν εκτέλεση τών αποφάσεων επί αστικών καί εμπορικών υποθέσεων , πρέπει νά θεωρηθεί ως έννοια αυτόνομη , η οποία πρέπει νά προσδιορισθεί μέ γνώμονα , αφενός μέν , τούς αντικειμενικούς σκοπούς καί τό σύστημα τής συμβά σεως καί , αφετέρου , τίς γενικές αρχές τού συνόλου τών εθνικών έννομων τάξεων . Αυτό επιβάλλεται ακόμα περισσότερο οταν υπάρχουν , οπως στήν προκειμένη περίπτωση , διαφορές ορολογίας μεταξύ τών γλωσσικών αποδόσεων τής συμβάσεως .

2 . Τό δικαίωμα υπερασπίσεως χωρίς αυτοπρόσωπη εμφάνιση , πού αναγνωρίζεται στόν κατηγορούμενο από τό άρθρο ΙΙ τού ανωτέρω πρωτοκόλλου , εκτείνεται σέ κάθε ποινική δίκη πού αφορά έγκλημα εξ αμελείας εφόσον τίθεται ή ενδέχεται μεταγενέστερα νά τεθεί θέμα αστικής ευθύνης τού κατηγορουμένου , η οποία απορρέει από τά πραγματικά περιστατικά πού στοιχειοθετούν τήν αξιόποινη πράξη γιά τήν οποία διώκεται .

Διάδικοι


Στήν υπόθεση 157/80

πού έχει ως αντικείμενο αίτηση τού Hoge Raad τών Κάτω Χωρών πρός τό Δικαστήριο , κατ’ εφαρμογή τού πρωτοκόλλου τής 3ης Ιουνίου 1971 περί ερμηνείας από τό Δικαστήριο τής συμβάσεως τής 27ης Σεπτεμβρίου 1968 γιά τήν αρμοδιότητα τών δικαστηρίων καί εκτέλεση τών αποφάσεων επί αστικών καί εμπορικών υποθέσεων , μέ τήν οποία ζητείται , στό πλαίσιο τής ποινικής διαδικασίας κατά

SIEGFRIED EDWALD RINKAU

Αντικείμενο της υπόθεσης


η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως πρός τήν ερμηνεία τού άρθρου ΙΙ τού πρωτοκόλλου τής συμβάσεως τής 27ης Σεπτεμβρίου 1968 γιά τήν αρμοδιότητα τών δικαστηρίων καί εκτέλεση τών αποφάσεων επί αστικών καί εμπορικών υποθέσεων ,

Σκεπτικό της απόφασης


1 Μέ απόφαση τής 17ης Ιουνίου 1980 , πού περιήλθε στό Δικαστήριο στίς 3 Ιουλίου 1980 , τό Hoge Raad τών Κάτω Χωρών υπέβαλε , δυνάμει τού πρωτοκόλλου τής 3ης Ιουνίου 1971 περί ερμηνείας από τό Δικαστήριο τής συμβάσεως τής 27ης Σεπτεμβρίου 1968 γιά τήν αρμοδιότητα τών δικαστηρίων καί εκτέλεση τών αποφάσεων επί αστικών καί εμπορικών υποθέσεων ( στό εξής : «σύμβαση» ), δύο προδικαστικά ερωτήματα ως πρός τήν ερμηνεία τού άρθρου ΙΙ τού πρωτοκόλλου πού προσαρτάται στή σύμβαση ( στό εξής : «πρωτόκολλο» ).

2 Μολονότι κλήθηκε ενώπιον τού Politierecther τού Arrondissementsrechtbank τού Zutphen ( Κάτω Χώρες ), κατηγορούμενος διότι ειχε κυκλοφορήσει στίς Κάτω Χώρες μέ όχημα εφοδιασμένο μέ ραδιοηλεκτρικό πομπό χωρίς νά έχει τήν απαιτούμενη άδεια , ο S . Rinkau , κάτοικος τής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας τής Γερμανίας , δέν εμφανίσθηκε στήν επ’ ακροατηρίου συζήτηση . Ο συνήγορός του ζήτησε τήν άδεια νά τόν υπερασπίσει . Ο Politierechter , παρά τήν αντίθετη γνώμη τού δημοσίου κατηγόρου , έκρινε οτι έπρεπε νά επιτραπεί στόν κατηγορούμενο νά κάνει χρήση τού δικαιώματος πού αναγνωρίζεται από τό άρθρο ΙΙ πρώτη παράγραφος τού πρωτοκόλλου καί παρέσχε τήν άδεια στό συνήγορό του νά τόν υπερασπίσει . Ο Rinkau καταδικάσθηκε ερήμην σέ πρόστιμο ή επικουρικώς σέ κράτηση μιάς ημέρας σέ περίπτωση μή καταβολής τού προστίμου , καθώς καί σέ δήμευση τής ραδιοηλεκτρικής συσκευής .

3 Κατόπιν εφέσεως τού δημοσίου κατηγόρου , τό Gerechtshof τού Arnhem , μέ προδικαστική απόφασή του τής 28ης Αυγούστου 1979 , έκρινε οτι τό άρθρο ΙΙ τού πρωτοκόλλου έχει εφαρμογή σέ ολες τίς ποινικές υποθέσεις πού αφορούν δίωξη γιά έγκλημα εξ αμελείας , αλλά οτι η παράβαση πού αποδιδόταν στόν κατηγορούμενο δέ συνιστούσε έγκλημα εξ αμελείας . Αποφάσισε , κατά συνέπεια , νά μήν παράσχει στό συνήγορο τού κατηγορουμένου τήν άδεια νά τόν υπερασπίσει απόντα καί , στίς 11 Σεπτεμβρίου 1979 , επικύρωσε τήν πρωτόδικη απόφαση .

4 Ο Rinkau άσκησε αναίρεση κατά τών δύο αυτών αποφάσεων , επικαλούμενος παράβαση τού άρθρου ΙΙ τού πρωτοκόλλου . Πρίν προχωρήσει στήν εκδίκαση τής υποθέσεως , τό Hoge Raad αποφάσισε νά υποβάλει στό Δικαστήριο τά ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα :

«1 . Ως «έγκλημα εξ αμελείας» κατά τήν έννοια τού άρθρου ΙΙ πρώτη παράγραφος τού ανωτέρω πρωτοκόλλου , νοείται κάθε αξιόποινη πράξη , ο νομικός ορισμός τής οποίας δέν απαιτεί συγκεκριμένο δόλο , αναφερόμενο σέ οιοδήποτε από τά στοιχεία τής εννοίας αυτής , ή μήπως στήν έκφραση αυτή πρέπει νά προσδοθεί στενότερη έννοια , νά θεωρηθεί , δηλαδή , οτι αναφέρεται μόνο στίς αξιόποινες πράξεις , στόν νομικό ορισμό τών οποίων γίνεται κατά οιοδήποτε τρόπο αναφορά στήν έννοια τής αμελείας ( culpa ) τού δράστου ;

2.Όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις τού άρθρου ΙΙ τού ανωτέρω πρωτοκόλλου , η ευχέρεια πού αναγνωρίζεται από τό άρθρο αυτό στόν «κατηγορούμενο» ειναι απεριόριστη , ή μήπως παρέχεται στόν κατηγορούμενο μόνο κατά τό μέτρο πού πρέπει νά αμυνθεί κατά πολιτικής αγωγής πού ασκείται στό πλαίσιο τής εν λόγω ποινικής δίκης , ή , τουλάχιστον , οταν η απόφαση επί τής ποινικής δίκης απτεται τών αστικών του συμφερόντων;»

Γενικές σκέψεις

5 Τό πρωτόκολλο , σύμφωνα μέ τό άρθρο 65 τής συμβάσεως , αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της . Τό πεδίο εφαρμογής τής συμβάσεως αυτής , οπως ορίζεται στό άρθρο της 1 , περιορίζεται στίς αστικές καί εμπορικές υποθέσεις . Ειναι σκόπιμο , συνεπώς , κατά πρώτο , νά αναζητηθεί ο λόγος γιά τόν οποίο σέ μία σύμβαση πού αφορά αστικές καί εμπορικές υποθέσεις παρεμβλήθηκε διάταξη ποινικής δικονομίας , οπως τό άρθρο ΙΙ τού πρωτοκόλλου , σύμφωνα μέ τό οποίο :

«Υπό τήν επιφύλαξη ευνοϊκοτέρων εθνικών διατάξεων , κάτοικοι συμβαλλομένου κράτους πού διώκονται γιά έγκλημα εξ εμελείας ενώπιον τών ποινικών δικαστηρίων άλλου συμβαλλομένου κράτους , τού οποίου δέν έχουν τήν ιθαγένεια , δύνανται , έστω καί άν δέν εμφανισθούν αυτοπροσώπως , νά τύχουν υπερασπίσεως από πρόσωπα πού νομιμοποιούνται πρός τούτο .

Πάντως , τό επιλαμβανόμενο δικαστήριο δύναται νά διατάξει τήν αυτοπρόσωπη εμφάνιση· σέ περίπτωση μή αυτοπροσώπου εμφανίσεως , η απόφαση πού εκδίδεται επί τής πολιτικής αγωγής , χωρίς νά παρασχεθεί στόν ενδιαφερόμενο η δυνατότης υπερασπίσεως , δύναται νά μήν αναγνωρισθεί ούτε εκτελεσθεί στά άλλα συμβαλλόμενα κράτη.»

6 Στήν έκθεση πού υποβλήθηκε στίς κυβερνήσεις μαζί μέ τό σχέδιο τής συμβάσεως ( PB 1979 C 59 , σ . 1 ), αυτή η επέκταση στό χώρο τού ποινικού δικαίου δικαιολογείται από τίς αστικής ή εμπορικής φύσεως συνέπειες πού ενδέχεται νά προκύψουν από απόφαση ποινικού δικαστηρίου , συνέπειες πού καθαυτές εμπίπτουν στό πεδίο εφαρμογής τής συμβάσεως .

7 Η πρώτη παράγραφος τού άρθρου ΙΙ τού πρωτοκόλλου λήφθηκε από τό άρθρο ΙΙ τού πρωτοκόλλου πού προσαρτάται στή συνθήκη μεταξύ Βελγίου , Κάτω Χωρών καί Λουξεμβούργου γιά τήν αρμοδιότητα τών δικαστηρίων , πτώχευση , αναγνώριση καί εκτέλεση τών δικαστικών καί διαιτητικών αποφάσεων καί τών δημοσίων εγγράφων . Η διάταξη αυτή προβλέπει , πράγματι , οτι :

«Υπό τήν επιφύλαξη ευνοϊκοτέρων εθνικών διατάξεων , οι υπήκοοι ενός τών τριών κρατών , πού κατοικούν στήν χώρα τους , δύνανται νά εκπροσωπούνται ενώπιον τών δικαστηρίων τών δύο άλλων χωρών από ειδικό πληρεξούσιο άν διώκονται εκεί γιά έγκλημα πού δέν ετελέσθη εκ δόλου.»

Στήν έκθεσή της , η επιτροπή στήν οποία ειχε ανατεθεί η επεξεργασία τού σχεδίου τής συνθήκης Benelux διευκρίνισε οτι , κατά τή γνώμη της , ηταν «ουσιώδες» νά έχει ο κατηγορούμενος «τή δυνατότητα νά υπερασπίζεται τόν εαυτό του από τό στάδιο τής ποινικής διαδικασίας» , χωρίς νά οφείλει νά εμφανίζεται αυτοπροσώπως .

8 Ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος επαναλαμβάνεται στήν έκθεση επί τής συμβάσεως τών Βρυξελλών οσον αφορά τό άρθρο ΙΙ τού πρωτοκόλλου πού προσαρτάται στή σύμβαση . Η σύμβαση , ομως , αναγνωρίζει τό δικαίωμα αυτό μόνο στούς κατηγορουμένους πού διώκονται γιά «εγκλήματα εξ αμελείας» . Η έννοια αυτή δέν προσδιορίζεται ειδικότερα ούτε διασαφηνίζεται στή σύμβαση . Στήν ανωτέρω έκθεση υπογραμμίζεται , πάντως , οτι η εν λόγω έννοια «καλύπτει τά τροχαία ατυχήματα» , τά οποία , κατ’ αυτό τόν τρόπο , εμφανίζονται ως ενας ιδιαίτερα σημαντικός τομέας εφαρμογής τού άρθρου ΙΙ πρωτοκόλλου .

9 Πρέπει , ακόμη , νά υπογραμμισθεί οτι , οπως τονίζει ρητώς η εν λόγω διάταξη , τό δικαίωμα πού παρέχεται στόν κατηγορούμενο νά τύχει υπερασπίσεως χωρίς νά εμφανισθεί αυτοπροσώπως δέν περιορίζει τήν ευχέρεια τού δικαστή νά διατάξει τήν αυτοπρόσωπη εμφάνισή του . Άν , παρά τή σχετική διαταγή , ο κατηγορούμενος δέν εμφανισθεί , ο δικαστής δύναται νά εκδώσει τήν απόφασή του χωρίς νά επιτρέψει στό συνήγορο τού κατηγορουμένου νά τόν εκπροσωπήσει . Συνέπεια αυτής τής ελλείψεως υπερασπίσεως ειναι , σύμφωνα μέ τή δεύτερη παράγραφο τού άρθρου ΙΙ τού πρωτοκόλλου , οτι η απόφαση επί τής πολιτικής αγωγής δέ χρειάζεται ούτε νά αναγνωρισθεί ούτε νά εκτελεσθεί στά άλλα συμβαλλόμενα κράτη .

10 Υπό τό φώς αυτών τών σκέψεων πρέπει νά δοθεί απάντηση στά ερωτήματα πού υπέβαλε τό Hoge Raad τών Κάτω Χωρών .

Επί τής έννοιας τού «εγκλήματος εξ αμελείας»

11 Μολονότι η έννοια τού «εγκλήματος εξ αμελείας» δέ διευκρινίζεται στή σύμβαση , εντούτοις , προκειμένου νά εξασφαλισθεί κατά τό μέτρο τού δυνατού η ισότητα καί η ομοιομορφία δικαιωμάτων καί υποχρεώσεων πού απορρέουν από τή σύμβαση γιά τά συμβαλλόμενα κράτη καί γιά τά ενδιαφερόμενα πρόσωπα , πρέπει νά λογισθεί ως έννοια αυτόνομη , η οποία πρέπει νά προσδιορισθεί λαμβανομένων υπόψη , αφενός μέν , τών αντικειμενικών σκοπών καί τού συστήματος τής συμβάσεως καί , αφετέρου , τών γενικών αρχών τού συνόλου τών εθνικών έννομων τάξεων . Αυτό επιβάλλεται ακόμα περισσότερο οταν υπάρχουν , οπως στήν προκειμένη περίπτωση , διαφορές ορολογίας μεταξύ τών γλωσσικών αποδόσεων τής συμβάσεως .

12 Όσον αφορά τούς αντικειμενικούς σκοπούς τής συμβάσεως , λέχθηκε ήδη , οτι στήν έννοια τού «εγκλήματος εξ αμελείας» διαλαμβάνονται αξιόποινες πράξεις πού τελούν σέ συνάφεια μέ οδικά ατυχήματα . Στήν ένδειξη αυτή προστίθεται , σέ γενικότερο επίπεδο , τό γεγονός οτι , περιορίζοντας τό δικαίωμα πού αναγνωρίζεται σέ εκείνους πού διέπραξαν ορισμένες αξιόποινες πράξεις νά τύχουν υπερασπίσεως χωρίς αυτοπρόσωπη εμφάνιση , η σύμβαση επιδιώκει , προφανώς , νά αποκλείσει τού ευεργετήματος τής υπερασπίσεως χωρίς αυτοπρόσωπη εμφάνιση τά πρόσωπα πού διώκονται γιά αξιόποινες πράξεις η βαρύτητα τών οποίων δικαιολογεί αυτό τόν αποκλεισμό .

13 Ειναι , συνεπώς , αναγκαίο νά ερευνηθεί άν υφίσταται κριτήριο κοινό στά εθνικά δίκαια ολων τών συμβαλλόμενων κρατών πού νά επιτρέπει νά γίνεται διάκριση τών αξιόποινων πράξεων ανάλογα μέ τή βαρύτητά τους καί η εφαρμογή τού οποίου νά οδηγεί , ιδίως , στήν υπαγωγή στήν κατηγορία τών ελαφρότερων αξιόποινων πράξεων , άν όχι ολων , τουλάχιστον τών περισσότερων αξιόποινων πράξεων πού συνδέονται μέ τροχαία ατυχήματα .

14 Τά εθνικά δίκαια τών περισσότερων συμβαλλόμενων κρατών γνωρίζουν υπό διάφορες μορφές τή διάκριση μεταξύ εγκλημάτων εκ δόλου καί άνευ δόλου . Η διάκριση αυτή , ακόμα καί οταν καταλήγει στή διαμόρφωση κατηγοριών αξιόποινων πράξεων , τό περιεχόμενο τών οποίων μπορεί νά διαφέρει ουσιωδώς μεταξύ τών διάφορων έννομων τάξεων , επιτρέπει εντούτοις τήν επίτευξη τών αντικειμενικών σκοπών πού προαναφέρθηκαν .

15 Πράγματι , ενώ γιά τή στοιχειοθέτηση τού αξιόποινου τών λεγόμενων εγκλημάτων εκ δόλου απαιτείται πρόθεση τού αυτουργού νά προβεί στήν απαγορευόμενη πράξη , τά άνευ δόλου εγκλήματα δύνανται νά οφείλονται σέ απερισκεψία , αμέλεια ή ακόμα καί σέ απλή αντικειμενική παράβαση κανόνα δικαίου . Επομένως , αφενός , τά άνευ δόλου εγκλήματα ειναι από τή φύση τους , κατά γενικό κανόνα , λιγότερο σοβαρά καί , αφετέρου , καλύπτουν τήν πλειονότητα τών αξιόποινων πράξεων πού συνδέονται μέ τροχαία ατυχήματα , πράξεων πού οφείλονται τίς πιό πολλές φορές σέ απερισκεψία , αμέλεια ή απλώς σέ πραγματική παράβαση κανόνα δικαίου .

16 Κατά συνέπεια , στό πρώτο ερώτημα τού Hoge Raad πρέπει νά δοθεί η απάντηση οτι ως «έγκλημα εξ αμελείας» κατά τήν έννοια τού άρθρου ΙΙ τού πρωτοκόλλου πού προσαρτάται στή σύμβαση τής 28ης Σεπτεμβρίου 1968 γιά τήν αρμοδιότητα τών δικαστηρίων καί εκτέλεση τών αποφάσεων επί αστικών καί εμπορικών υποθέσεων νοείται κάθε αξιόποινη πράξη , ο νομικός ορισμός τής οποίας δέν απαιτεί , ρητώς ή λόγω τής φύσεως τής οριζόμενης πράξεως , δόλο τού κατηγορουμένου νά προβεί στήν αξιόποινη ενέργεια ή παράλειψη .

Επί τού δευτέρου ερωτήματος

17 Μέ τό δεύτερο ερώτημά του , τό Hoge Raad ρωτά άν τό δικαίωμαπούαναγνωρίζεται στόν κατηγορούμενο από τό άρθρο ΙΙ τού πρωτοκόλλου δύναται νά ασκείται σέ ολες τίς ποινικές δίκες πού θίγουν τά αστικά συμφέροντα τού κατηγορουμένου ή μόνο σ’ εκείνες στίς οποίες ο ποινικός δικαστής πρέπει νά αποφανθεί καί επί τής πολιτικής αγωγής .

18 Η ολλανδική κυβέρνηση υπογραμμίζει στίς παρατηρήσεις της οτι τό πεδίο εφαρμογής τής συμβάσεως περιορίζεται στίς αστικές καί εμπορικές υποθέσεις . Κατά τήν άποψή της , ο περιορισμός αυτός πρέπει νά ληφθεί υπόψη κατά τήν ερμηνεία τού άρθρου ΙΙ τού πρωτοκόλλου , οπως προκύπτει καί από τή δεύτερη παράγραφο τού άρθρου αυτού . Συμπεραίνει δέ οτι τό δικαίωμα πού αναγνωρίζεται στόν κατηγορούμενο από τήν πρώτη παράγραφο δέ δύναται νά ασκηθεί παρά μόνο οταν ο ποινικός δικαστής αποφαίνεται ταυτοχρόνως καί επί πολιτικής αγωγής .

19 Η Επιτροπή δέν αμφισβητεί οτι αντικειμενικός σκοπός τού άρθρου ΙΙ τού πρωτοκόλλου ειναι η θέσπιση ενός κανόνα ποινικής δικονομίας γιά τήν περίπτωση κατά τήν οποία μία ποινική διαδικασία δύναται νά έχει επιπτώσεις επί τών αστικών συμφερόντων τού κατηγορουμένου . Δεδομένου , ομως , οτι ενας κανόνας ποινικής δικονομίας ευνοϊκός γιά τόν κατηγορούμενο πρέπει νά ερμηνεύεται ευρέως , καί ενόψει τών δυσχερειών πού παρουσιάζει , κατά τή γνώμη της , η κρίση περί τού άν μία ποινική δίκη δύναται νά αφορά τά αστικά συμφέροντα τού κατηγορουμένου ή όχι , η Επιτροπή θεωρεί οτι τό δικαίωμα πού αναγνωρίζεται στόν κατηγορούμενο από τό άρθρο ΙΙ τού πρωτοκόλλου ισχύει σέ κάθε ποινική δίκη .

20 Μολονότι στήν πρώτη παράγραφο τού άρθρου ΙΙ τού πρωτοκόλλου δέν προβλέπεται ρητώς οτι τό δικαίωμα πού αναγνωρίζεται στόν κατηγορούμενο υφίσταται μόνο σέ ποινικές δίκες οπου τίθεται θέμα αστικής ευθύνης τού κατηγορουμένου ή ενδέχεται μεταγενέστερα νά τεθεί καί η οποία απορρέει από τά πραγματικά περιστατικά πού στοιχειοθετούν τήν αξιόποινη πράξη γιά τήν οποία διώκεται , δέν πρέπει , εντούτοις , νά παραβλεφθεί τό γεγονός οτι αυτός ειναι ο αντικειμενικός σκοπός χάριν τού οποίου περιλήφθηκε στό πρωτόκολλο η εν λόγω διάταξη . Αντίκειται στό σκοπό αυτό η επέκταση τού δικαιώματος τής άνευ αυτοπροσώπου εμφανίσεως υπερασπίσεως τού κατηγορουμένου καί σέ άλλες ποινικές δίκες στίς οποίες δέν ασκείται κατά τού κατηγορουμένου πολιτική αγωγή υπό τίς συνθήκες πού προαναφέρθηκαν .

21 Στό δεύτερο ερώτημα τού Hoge Raad πρέπει , συνεπώς , νά δοθεί η απάντηση οτι τό δικαίωμα υπερασπίσεως χωρίς αυτοπρόσωπη εμφάνιση πού αναγνωρίζεται στόν κατηγορούμενο από τό άρθρο ΙΙ τού πρωτοκόλλου πού προσαρτάται στή σύμβαση τής 27ης Σεπτεμβρίου 1968 γιά τήν αρμοδιότητα τών δικαστηρίων καί εκτέλεση τών αποφάσεων επί αστικών καί εμπορικών υποθέσεων , εκτείνεται σέ κάθε ποινική δίκη πού αφορά έγκλημα εξ αμελείας εφόσον τίθεται θέμα αστικής ευθύνης τού κατηγορουμένου ή ενδέχεται μεταγενέστερα νά τεθεί καί η οποία απορρέει από τά πραγματικά περιστατικά πού στοιχειοθετούν τήν αξιόποινη πράξη γιά τήν οποία διώκεται .

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί τών δικαστικών εξόδων

22 Τά έξοδα στά οποία υποβλήθηκαν η κυβέρνηση τών Κάτω Χωρών καί η Επιτροπή , οι οποίες κατέθεσαν παρατηρήσεις στό Δικαστήριο , δέν αποδίδονται . Δεδομένου οτι η παρούσα διαδικασία έχει ως πρός τούς διαδίκους τής κύριας δίκης τό χαρακτήρα παρεμπίπτοντος πού ανέκυψε ενώπιον τού εθνικού δικαστηρίου , σ’ αυτό εναπόκειται νά αποφανθεί επί τών δικαστικών εξόδων .

Διατακτικό


Διά ταύτα

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

κρίνοντας επί τών ερωτημάτων πού τού υπέβαλε τό Hoge Raad μέ απόφαση τής 17ης Ιουνίου 1980 αποφαίνεται :

1 ) Ως «έγκλημα εξ αμελείας» κατά τήν έννοια τού άρθρου ΙΙ τού πρωτοκόλλου πού προσαρτάται στή σύμβαση τής 28ης Σεπτεμβρίου 1968 γιά τήν αρμοδιότητα τών δικαστηρίων καί εκτέλεση τών αποφάσεων επί αστικών καί εμπορικών υποθέσεων νοείται κάθε αξιόποινη πράξη ο νομικός ορισμός τής οποίας δέν απαιτεί , ρητώς ή λόγω τής φύσεως τής οριζόμενης πράξεως , δόλο τού κατηγορουμένου νά προβεί στήν αξιόποινη ενέργεια ή παράλειψη .

2)Τό δικαίωμα υπερασπίσεως χωρίς αυτοπρόσωπη εμφάνιση πού αναγνωρίζεται στόν κατηγορούμενο από τό άρθρο ΙΙ τού πρωτοκόλλου πού προσαρτάται στή σύμβαση τής 27ης Σεπτεμβρίου 1968 γιά τήν αρμοδιότητα τών δικαστηρίων καί εκτέλεση τών αποφάσεων επί αστικών καί εμπορικών υποθέσεων , εκτείνεται σέ κάθε ποινική δίκη πού αφορά έγκλημα εξ αμελείας εφόσον τίθεται θέμα αστικής ευθύνης τού κατηγορουμένου ή ενδέχεται μεταγενέστερα νά τεθεί καί η οποία απορρέει από τά πραγματικά περιστατικά πού στοιχειοθετούν τήν αξιόποινη πράξη γιά τήν οποία διώκεται .

Augša