Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52014IP0127

    Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 25ης Φεβρουαρίου 2014 σχετικά με τη συνέχεια που πρέπει να δοθεί στην ανάθεση νομοθετικών αρμοδιοτήτων και τον έλεγχο από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (2012/2323(INI))

    ΕΕ C 285 της 29.8.2017, p. 11–17 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    29.8.2017   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    C 285/11


    P7_TA(2014)0127

    Ανάθεση νομοθετικών αρμοδιοτήτων και άσκηση των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή

    Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 25ης Φεβρουαρίου 2014 σχετικά με τη συνέχεια που πρέπει να δοθεί στην ανάθεση νομοθετικών αρμοδιοτήτων και τον έλεγχο από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (2012/2323(INI))

    (2017/C 285/02)

    Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

    έχοντας υπόψη τα άρθρα 290 και 291 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ),

    έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (1),

    έχοντας υπόψη την Κοινή Συνεννόηση για τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, η οποία εγκρίθηκε στις 3 Μαρτίου 2011 από τη Διάσκεψη των Προέδρων,

    έχοντας υπόψη τη συμφωνία-πλαίσιο για τις σχέσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (2), και ιδίως το σημείο 15 και το Παράρτημα 1,

    έχοντας υπόψη την απόφαση που εξέδωσε το Δικαστήριο στις 5 Σεπτεμβρίου 2012 στην υπόθεση C-355/10, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί), καθώς και την εκκρεμή υπόθεση C-427/12, Επιτροπή κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

    έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 5ης Μαΐου 2010 σχετικά με την αρμοδιότητα νομοθετικής εξουσιοδότησης (3),

    έχοντας υπόψη την ενημερωτική έκθεση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής, που εγκρίθηκε στις 19 Σεπτεμβρίου 2013, σχετικά με τη βελτίωση της νομοθεσίας: εκτελεστικές πράξεις και κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις,

    έχοντας υπόψη την επιστολή της 26ης Νοεμβρίου 2012 του Προέδρου του Κοινοβουλίου προς τον Πρόεδρο της Διάσκεψης των Προέδρων των Επιτροπών σχετικά με τις οριζόντιες αρχές για τη χρήση των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων σε σχέση με τα νομοθετικά προγράμματα που καλύπτονται από το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο (ΠΔΠ), όπως εγκρίθηκε από τη Διάσκεψη των Προέδρων κατά τη συνεδρίαση της στις 15 Νοεμβρίου 2012,

    έχοντας υπόψη την επιστολή της 8ης Φεβρουαρίου 2013 του Προέδρου του Κοινοβουλίου προς τους Προέδρους του Συμβουλίου και της Επιτροπής σχετικά με την έλλειψη προόδου στο Συμβούλιο όσον αφορά τις προτάσεις εναρμόνισης στους τομείς της γεωργίας και της αλιείας,

    έχοντας υπόψη το άρθρο 48 του Κανονισμού του,

    έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων και τις γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής Ανάπτυξης, της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής, της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων, της Επιτροπής Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων, της Επιτροπής Βιομηχανίας, Έρευνας και Ενέργειας, της Επιτροπής Μεταφορών και Τουρισμού, της Επιτροπής Γεωργίας και Ανάπτυξης της Υπαίθρου, της Επιτροπής Αλιείας και της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων (A7-0435/2013),

    Α.

    λαμβάνοντας υπόψη ότι η Συνθήκη της Λισαβόνας εισήγαγε τη δυνατότητα για το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (αναφερόμενα από κοινού ως «ο νομοθέτης») να αναθέτουν, με νομοθετική πράξη («βασική πράξη»), στην Επιτροπή μέρος των αρμοδιοτήτων τους· λαμβάνοντας υπόψη ότι η νομοθετική εξουσιοδότηση είναι μία ευαίσθητη λειτουργία στο πλαίσιο της οποίας ανατίθεται στην Επιτροπή η άσκηση μιας εξουσίας που είναι σύμφυτη με τον ρόλο του νομοθέτη· λαμβάνοντας υπόψη ότι, ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο να εξασφαλίζεται η ορθή εφαρμογή της Συνθήκης προκειμένου να διασφαλίζεται επαρκές επίπεδο δημοκρατικής νομιμότητας και για τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις· λαμβάνοντας υπόψη ότι αφετηρία για την εξέταση του ζητήματος της νομοθετικής εξουσιοδότησης πρέπει, συνεπώς, να είναι πάντοτε η ελευθερία του νομοθέτη· λαμβάνοντας υπόψη ότι η πάγια νομολογία επιφυλάσσει αποκλειστικά στον νομοθέτη τη θέσπιση κανόνων που είναι ουσιώδεις για το ρυθμιζόμενο ζήτημα· γεγονός που συνεπάγεται ότι δεν δύναται να εκχωρηθεί η αρμοδιότητα έγκρισης διατάξεων για την οποία απαιτούνται πολιτικές αποφάσεις που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του νομοθέτη· λαμβάνοντας υπόψη ότι, ως εκ τούτου, η εξουσιοδότηση μπορεί να συνίσταται μόνο στη συμπλήρωση ή την τροποποίηση τμημάτων μιας νομοθετικής πράξης τα οποία δεν είναι ουσιώδους σημασίας· λαμβάνοντας υπόψη ότι οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που θα εκδίδει στη συνέχεια η Επιτροπή θα είναι μη νομοθετικές πράξεις γενικής ισχύος· λαμβάνοντας υπόψη ότι η βασική πράξη πρέπει να ορίζει ρητώς τους στόχους, το περιεχόμενο, την έκταση και τη διάρκεια της εξουσιοδότησης αυτής και πρέπει να ορίζει τους όρους στους οποίους υπόκειται η εξουσιοδότηση·

    Β.

    λαμβάνοντας υπόψη ότι, προκειμένου να καθοριστούν οι πρακτικές ρυθμίσεις και οι συμφωνημένες αποσαφηνίσεις σχετικά με την ανάθεση νομοθετικών αρμοδιοτήτων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή συμφώνησαν σε μια Κοινή Συνεννόηση για τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, προκειμένου να υπάρξει ομαλή άσκηση της εξουσιοδότησης και αποτελεσματικός έλεγχος της εν λόγω εξουσίας από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο·

    Γ.

    λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με τις Συνθήκες, τα κράτη μέλη οφείλουν να θεσπίζουν όλα τα μέτρα εσωτερικού δικαίου που είναι αναγκαία για την εφαρμογή των νομικά δεσμευτικών πράξεων της Ένωσης· λαμβάνοντας υπόψη ότι, όταν, ωστόσο, απαιτούνται ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση νομικά δεσμευτικών πράξεων της Ένωσης, οι πράξεις αυτές οφείλουν να αναθέτουν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή (και, σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις, στο Συμβούλιο), όπως προβλέπει το άρθρο 291 ΣΛΕΕ· λαμβάνοντας υπόψη ότι, όταν η βασική πράξη απαιτεί η έγκριση εκτελεστικών πράξεων από την Επιτροπή να υπόκειται σε έλεγχο από τα κράτη μέλη, η βασική πράξης πρέπει να αναθέτει τις εν λόγω εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011· λαμβάνοντας υπόψη ότι μια βασική δέσμευση που ανέλαβε η Επιτροπή με δήλωση που επισυνάπτεται στον εν λόγω κανονισμό ήταν η επείγουσα εναρμόνιση του κεκτημένου (acquis) με το νέο σύστημα κατ’ εξουσιοδότηση και εκτελεστικών πράξεων που πρόκειται να ολοκληρωθεί κατά τη διάρκεια της τρέχουσας κοινοβουλευτικής περιόδου, συμπεριλαμβανομένων βασικών πράξεων που αναφέρονται στην κανονιστική διαδικασία με έλεγχο (ΚΔΕ)·

    Δ.

    λαμβάνοντας υπόψη ότι είναι καθήκον του νομοθέτη να καθορίζει, κατά περίπτωση, τον βαθμό λεπτομέρειας κάθε νομοθετικής πράξης και, ως εκ τούτου, να αποφασίζει επίσης εάν θα αναθέτει στην Επιτροπή εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότησης πράξεων, καθώς και εάν απαιτούνται αρμοδιότητες που θα διασφαλίζουν ενιαίες προϋποθέσεις για την εφαρμογή της νομοθετικής πράξης· λαμβάνοντας υπόψη ότι η ανάθεση τέτοιων κατ’ εξουσιοδότηση ή εκτελεστικών αρμοδιοτήτων δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση υποχρέωση· λαμβάνοντας υπόψη ότι το ενδεχόμενο μιας τέτοιας ανάθεσης πρέπει, ωστόσο, να εξετάζεται όταν απαιτούνται ευελιξία και αποτελεσματικότητα που δεν μπορούν να επιτευχθούν μέσω της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας· λαμβάνοντας υπόψη ότι η απόφαση ανάθεσης κατ’ εξουσιοδότηση ή εκτελεστικών αρμοδιοτήτων πρέπει να βασίζεται σε αντικειμενικούς παράγοντες, οι οποίοι πρέπει να επιτρέπουν τον δικαστικό έλεγχο της εγκρινόμενης λύσης· λαμβάνοντας υπόψη ότι, ελλείψει νομολογίας σχετικά με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ και τα κριτήρια που ορίζονται σ’ αυτό, έχει καταστεί δυσχερέστερο για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο να συμφωνήσουν ως προς την οριοθέτηση ανάμεσα στις εκτελεστικές και τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις·

    Ε.

    λαμβάνοντας υπόψη ότι η ανάθεση εξουσιών στην Επιτροπή δεν είναι απλώς ένα τεχνικό ζήτημα, αλλά μπορεί να περιλαμβάνει ζητήματα ιδιαίτερης πολιτικής σημασίας για τους πολίτες και τους καταναλωτές της Ένωσης, τις επιχειρήσεις και ολόκληρους τομείς λόγω των πιθανών κοινωνικοοικονομικών και περιβαλλοντικών επιπτώσεών τους καθώς των επιπτώσεών τους για την υγεία·

    ΣΤ.

    λαμβάνοντας υπόψη ότι νομοθετικές διαπραγματεύσεις επί πολλών εγγράφων έχουν δείξει αποκλίνουσες ερμηνείες μεταξύ των θεσμικών οργάνων σε συγκεκριμένα ζητήματα· λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με το άρθρο 37α του Κανονισμού του, οι επιτροπές του Κοινοβουλίου μπορούν να ζητούν γνωμοδότηση από την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων κατά την εξέταση πρότασης που προβλέπει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις· λαμβάνοντας υπόψη ότι, στις 13 Ιανουαρίου 2012, η Διάσκεψη των Προέδρων ενέκρινε μια κοινή γραμμή, και, στις 19 Απριλίου 2012, ενέκρινε μια οριζόντια προσέγγιση που πρέπει να ακολουθείται από επιμέρους επιτροπές, προκειμένου να αποφεύγονται οι διαφορές απόψεων· λαμβάνοντας υπόψη ότι το Κοινοβούλιο πρέπει να δώσει περαιτέρω ώθηση στην κοινή γραμμή με τον καθορισμό των δικών του κριτηρίων για την εφαρμογή των άρθρων 290 και 291 ΣΛΕΕ και καταβάλλοντας προσπάθειες για την επίτευξη συμφωνίας με το Συμβούλιο και την Επιτροπή ως προς τα εν λόγω κριτήρια·

    Κριτήρια για την εφαρμογή των άρθρων 290 και 291 ΣΛΕΕ

    1.

    θεωρεί ότι το Κοινοβούλιο πρέπει να ακολουθήσει τα παρακάτω μη δεσμευτικά κριτήρια κατά την εφαρμογή των άρθρων 290 και 291 ΣΛΕΕ· ο κατάλογος των κριτηρίων αυτών δεν πρέπει να θεωρείται εξαντλητικός:

    Ο δεσμευτικός ή μη δεσμευτικός χαρακτήρας ενός μέτρου πρέπει να καθορίζεται με βάση τον χαρακτήρα και το περιεχόμενό του· μόνο η εξουσιοδότηση θέσπισης νομικά δεσμευτικών μέσων μπορεί να εκχωρηθεί σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ.

    Η Επιτροπή δύναται να τροποποιεί νομοθετικές πράξεις μόνο με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις. Κάτι τέτοιο περιλαμβάνει την τροποποίηση παραρτημάτων, καθώς τα παραρτήματα αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της νομοθετικής πράξης. Τα παραρτήματα δεν προστίθενται ούτε απαλείφονται με στόχο την ενεργοποίηση ή την αποφυγή της χρήσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων· εάν ο νομοθέτης αποφασίσει ότι ένα κείμενο πρέπει να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της βασικής πράξης, μπορεί να αποφασίσει να το συμπεριλάβει σε παράρτημα. Τούτο ισχύει ιδιαιτέρως όσον αφορά τους ενωσιακούς καταλόγους ή τα μητρώα των επιτρεπόμενων προϊόντων ή ουσιών, που θα πρέπει να παραμείνουν, για λόγους ασφάλειας δικαίου, αναπόσπαστο μέρος της βασικής πράξης, εφόσον απαιτείται, με τη μορφή παραρτήματος. Τα μέτρα που αποσκοπούν στον περαιτέρω προσδιορισμό του ακριβούς περιεχομένου των υποχρεώσεων που ορίζονται στη νομοθετική πράξη είναι σχεδιασμένα ώστε να συμπληρώνουν τη βασική πράξη, προσθέτοντας μη ουσιώδη στοιχεία.

    Τα μέτρα που οδηγούν σε μια επιλογή προτεραιοτήτων, στόχων ή αναμενόμενων αποτελεσμάτων πρέπει να θεσπίζονται μέσω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, εφόσον ο νομοθέτης αποφασίσει να μην τα συμπεριλάβει στην ίδια τη νομοθετική πράξη.

    Τα μέτρα που είναι σχεδιασμένα να καθορίζουν (περαιτέρω) προϋποθέσεις, κριτήρια ή απαιτήσεις –η εκπλήρωση των οποίων πρέπει να διασφαλίζεται από τα κράτη μέλη ή από άλλα πρόσωπα ή οντότητες τις οποίες αφορά άμεσα η νομοθεσία– αλλάζουν, εξ ορισμού, το περιεχόμενο της νομοθεσίας και προσθέτουν νέους κανόνες γενικής ισχύος. Επομένως, η δημιουργία τέτοιων επιπρόσθετων κανόνων ή κριτηρίων δύναται να πραγματοποιείται μόνο μέσω κατ’ εξουσιοδότηση πράξης. Αντιθέτως, η εφαρμογή των κανόνων ή των κριτηρίων που έχουν θεσπιστεί ήδη με τη βασική πράξη (ή με μελλοντική κατ’ εξουσιοδότηση πράξη), χωρίς να τροποποιούν την ουσία των δικαιωμάτων ή των υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτά και χωρίς να κάνουν περαιτέρω επιλογές πολιτικής, μπορεί να επιτευχθεί μέσω εκτελεστικών πράξεων.

    Κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες, η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει επιπρόσθετους δεσμευτικούς κανόνες γενικής ισχύος που επηρεάζουν κατ’ ουσίαν τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις που προβλέπονται από τη βασική πράξη. Τα εν λόγω μέτρα συμπληρώνουν, εξ ορισμού, εκείνα που προβλέπονται στη βασική πράξη, προσδιορίζοντας περαιτέρω την πολιτική της Ένωσης. Κάτι τέτοιο μπορεί να επιτευχθεί μόνο με κατ’ εξουσιοδότηση πράξη.

    Ανάλογα με τη δομή του οικείου χρηματοδοτικού προγράμματος, μη ουσιώδη στοιχεία που τροποποιούν ή συμπληρώνουν τη βασική πράξη, όπως αυτά που αφορούν ειδικά τεχνικά ζητήματα, στρατηγικά συμφέροντα, στόχους, αναμενόμενα αποτελέσματα, κλπ, μπορούν να εγκρίνονται με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις στο βαθμό που δεν περιλαμβάνονται στη βασική πράξη. Ο νομοθέτης μπορεί να επιτρέπει την έγκριση μέσω εκτελεστικών πράξεων μόνο στοιχείων που δεν αποτυπώνουν κάποιο περαιτέρω πολιτικό προσανατολισμό ή προσανατολισμό πολιτικής.

    Ένα μέτρο που καθορίζει το είδος των πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται στο πλαίσιο της βασικής πράξης (δηλαδή το ακριβές περιεχόμενο των πληροφοριών) γενικά συμπληρώνει την υποχρέωση παροχής πληροφοριών και πρέπει να τίθεται σε εφαρμογή με κατ’ εξουσιοδότηση πράξη.

    Ένα μέτρο που καθορίζει τις ρυθμίσεις για την παροχή πληροφοριών (δηλαδή τον μορφότυπο) γενικά δεν συμπληρώνει την υποχρέωση παροχής πληροφοριών. Αντιθέτως, ένα τέτοιο μέτρο επιτρέπει την ενιαία εφαρμογή. Πρέπει, επομένως, να εφαρμόζεται, κατά γενικό κανόνα, μέσω εκτελεστικής πράξης.

    Τα μέτρα με τα οποία θεσπίζεται μια διαδικασία (δηλαδή ένας τρόπος εκτέλεσης ή εφαρμογής) μπορεί να καθορίζονται είτε με κατ’ εξουσιοδότηση είτε με εκτελεστική πράξη (ή ακόμα και να αποτελούν ουσιαστικό στοιχείο της βασικής πράξης), ανάλογα με το περιεχόμενο, το πλαίσιο και τον χαρακτήρα των διατάξεων που περιλαμβάνονται στη βασική πράξη. Τα μέτρα που καθορίζουν στοιχεία διαδικασιών που αφορούν περαιτέρω μη ουσιώδεις επιλογές πολιτικής προκειμένου να συμπληρωθεί το νομοθετικό πλαίσιο που προβλέπεται στη βασική πράξη πρέπει, γενικά, να θεσπίζονται με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις. Τα μέτρα που καθορίζουν λεπτομέρειες διαδικασιών προκειμένου να διασφαλιστούν ενιαίες συνθήκες για την εφαρμογή μιας υποχρέωσης που προβλέπεται στη βασική πράξη πρέπει, γενικά, να είναι εκτελεστικά μέτρα.

    Όπως και με τις διαδικασίες, η εξουσιοδότηση για τον καθορισμό μεθόδων (δηλαδή τρόπων εκτέλεσης ενός συγκεκριμένου πράγματος με τακτικό και συστηματικό τρόπο) ή μεθοδολογίας (δηλαδή κανόνων για τον καθορισμό των μεθόδων) μπορούν να προϋποθέτουν κατ’ εξουσιοδότηση ή εκτελεστικές πράξεις, ανάλογα με το περιεχόμενο και το πλαίσιο.

    Σε γενικές γραμμές, οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις πρέπει να χρησιμοποιούνται σε περιπτώσεις που η βασική πράξη αφήνει σημαντικό περιθώριο διακριτικής ευχέρειας στην Επιτροπή να συμπληρώσει το νομοθετικό πλαίσιο που ορίζεται στη βασική πράξη.

    Οι εξουσιοδοτήσεις μπορούν να αποτελούν μέτρα γενικής ισχύος. Για παράδειγμα, κάτι τέτοιο ισχύει στην περίπτωση αποφάσεων που αφορούν την άδεια ή την απαγόρευση συμπερίληψης μιας συγκεκριμένης ουσίας σε τρόφιμα, καλλυντικά κ.λπ. Οι αποφάσεις αυτές είναι γενικές, επειδή αφορούν κάθε φορέα που είναι πρόθυμος να χρησιμοποιήσει μια τέτοια ουσία. Σε τέτοιες περιπτώσεις, εάν η απόφαση της Επιτροπής βασίζεται πλήρως σε κριτήρια που περιέχονται στη βασική πράξη, μπορεί να αποτελεί εκτελεστική πράξη· στις περιπτώσεις, ωστόσο, που τα κριτήρια επιτρέπουν, παρά ταύτα, στην Επιτροπή να προβεί σε περαιτέρω μη ουσιώδεις/δευτερεύουσες πολιτικές επιλογές ή επιλογές πολιτικής, η σχετική εξουσιοδότηση πρέπει να αποτελεί κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, επειδή θα συμπλήρωνε τη βασική πράξη.

    Μια νομοθετική πράξη μπορεί να αναθέτει στην Επιτροπή μόνο την αρμοδιότητα να εκδίδει μη νομοθετικές πράξεις γενικής ισχύος. Επομένως, μέτρα ατομικής ισχύος δεν μπορούν να θεσπίζονται με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις. Μια πράξη έχει γενική ισχύ εάν εφαρμόζεται σε αντικειμενικώς προσδιοριζόμενες καταστάσεις και παράγει έννομα αποτελέσματα για κατηγορίες προσώπων κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο.

    Οι εκτελεστικές πράξεις δεν πρέπει να προσθέτουν περαιτέρω πολιτικό προσανατολισμό και οι αρμοδιότητες που εκχωρούνται στην Επιτροπή δεν πρέπει να αφήνουν σημαντικό περιθώριο διακριτικής ευχέρειας.

    Γενικές παρατηρήσεις

    2.

    προτρέπει την Επιτροπή και το Συμβούλιο να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις με το Κοινοβούλιο για την επίτευξη συμφωνίας όσον αφορά τα προαναφερθέντα κριτήρια· κρίνει ότι κάτι τέτοιο μπορεί να επιτευχθεί στο πλαίσιο αναθεώρησης της διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση της νομοθεσίας, η οποία θα περιλαμβάνει ανάλογα κριτήρια·

    3.

    υπενθυμίζει τις αποφάσεις που ελήφθησαν από τη Διάσκεψη των Προέδρων κατά τις συνεδριάσεις της 13ης Ιανουαρίου 2011 και της 19ης Απριλίου 2012 σχετικά με τις κατ’ εξουσιοδότηση και εκτελεστικές πράξεις, και τονίζει ότι το Κοινοβούλιο θα πρέπει πάντα να επιμένει στη χρήση κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων για όλες τις αρμοδιότητες που ανατίθενται στην Επιτροπή και πληρούν τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 290 της ΣΛΕΕ και ότι τα έγγραφα στα οποία δεν διασφαλίζονται τα θεσμικά δικαιώματα του Κοινοβουλίου όσον αφορά την ενσωμάτωση των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων δεν θα εγγράφονται στην ημερήσια διάταξη της ολομέλειας προς ψηφοφορία για την επίτευξη συμφωνίας· τονίζει ότι το Κοινοβούλιο θα πρέπει, ήδη από το αρχικό στάδιο των διαπραγματεύσεων, να επισημάνει το θέμα των κατ’ εξουσιοδότηση και εκτελεστικών πράξεων ως βασικό θεσμικό ζήτημα για το Κοινοβούλιο·

    4.

    καλεί την Επιτροπή να αιτιολογεί στο μέλλον ρητά και βάσιμα, για ποιον λόγο προτείνει, στο πλαίσιο νομοθετικής πρότασης, την κατ’ εξουσιοδότηση πράξη ή την εκτελεστική πράξη, και για ποιον λόγο θεωρεί το περιεχόμενο της ρύθμισης μη ουσιώδες· υπενθυμίζει ότι, όπως προκύπτει σαφώς από τις διατάξεις των άρθρων 290 και 291 ΣΛΕΕ, οι κατ’ εξουσιοδότηση και οι εκτελεστικές πράξεις προορίζονται να αντιμετωπίζουν διαφορετικές ανάγκες και ως εκ τούτου δεν μπορούν να υποκαθιστούν οι μεν τις δε·

    5.

    πιστεύει ότι, προκειμένου να καταστεί ισχυρότερη η θέση των εισηγητών του στις νομοθετικές διαπραγματεύσεις, πρέπει να αξιοποιείται περισσότερο η δυνατότητα παροχής γνωμοδότησης από την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων σύμφωνα με το άρθρο 37 α του Κανονισμού του·

    6.

    εκφράζει σοβαρή ανησυχία για το γεγονός ότι η εναρμόνιση του κεκτημένου με τη Συνθήκη της Λισαβόνας έχει πραγματοποιηθεί μερικώς μόνο, τέσσερα χρόνια μετά την έναρξη ισχύος της· χαιρετίζει την υποβολή από την Επιτροπή των πρόσφατων προτάσεων για την εναρμόνιση των υπόλοιπων νομοθετικών πράξεων που προβλέπουν τη χρήση της κανονιστικής διαδικασίας με έλεγχο (ΚΔΕ)· τονίζει, ωστόσο, την ανάγκη έναρξης των διαπραγματεύσεων επί των προτάσεων αυτών το συντομότερο δυνατόν προκειμένου να περατωθούν οι σχετικές εργασίες πριν από το τέλος της τρέχουσας κοινοβουλευτικής περιόδου· θεωρεί ότι τουλάχιστον οι περιπτώσεις εκείνες που στο παρελθόν εξετάζονταν στο πλαίσιο της ΚΔΕ πρέπει πλέον να εναρμονιστούν με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, καθώς τα μέτρα της ΚΔΕ συνιστούν και αυτά μέτρα γενικής ισχύος που αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων βασικής πράξης, μεταξύ άλλων διαγράφοντας ορισμένα εξ αυτών των στοιχείων ή συμπληρώνοντας τη βασική πράξη με την προσθήκη νέων μη ουσιωδών στοιχείων· παράλληλα, καλεί το Συμβούλιο να συνεχίσει τις συνομιλίες για τις συγκεκριμένες προτάσεις εναρμόνισης που επί του παρόντος καθυστερούν στο Συμβούλιο, συμπεριλαμβανομένων προτάσεων στους τομείς της γεωργίας και της αλιείας·

    7.

    εκφράζει ανησυχία ότι, παρά το γεγονός ότι η συστηματική ένταξη όλων των στοιχείων πολιτικής στη βασική πράξη μπορεί να αποτελεί σωστή λύση σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, ωστόσο συν τω χρόνω μπορεί να ακυρώσει τον χαρακτήρα του άρθρου 290 ΣΛΕΕ ως πολύτιμου μέσου εξορθολογισμού της νομοθετικής διαδικασίας, που ήταν και η αρχική του αιτιολογία προκειμένου να αποφεύγονται η μικροδιαχείριση και μια δυσκίνητη και μακρά διαδικασία συναπόφασης· τονίζει ότι η εφαρμογή της προσέγγισης αυτής θα ήταν ίσως εξαιρετικά δύσκολη σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στους τομείς όπου οι τεχνολογίες είναι ακόμη υπό εξέλιξη·

    8.

    υπογραμμίζει ότι στις περιπτώσεις όπου έχει αποφασιστεί η χρήση εκτελεστικών πράξεων, η διαπραγματευτική ομάδα του Κοινοβουλίου θα πρέπει να αξιολογεί προσεκτικά το είδος του ελέγχου που απαιτείται από τα κράτη μέλη, καθώς και εάν θα πρέπει να εφαρμοστεί συμβουλευτική διαδικασία ή διαδικασία εξέτασης· τονίζει ότι, στις περιπτώσεις που εφαρμόζεται διαδικασία εξέτασης, οι διαπραγματευτικές ομάδες του Κοινοβουλίου θα πρέπει να αποδέχονται τη λεγόμενη «ρήτρα μη διατύπωσης γνώμης» μόνο σε εξαιρετικές και δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, δεδομένου ότι η «μη διατύπωση γνώμης» από επιτροπή που απαρτίζεται από αντιπροσώπους των κρατών μελών και προεδρεύεται από την Επιτροπή, εμποδίζει την Επιτροπή στην έκδοση του σχεδίου εκτελεστικής πράξης·

    9.

    συνιστά στην Επιτροπή να μην κάνει κατάχρηση των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων προκειμένου να επανεξετάζει ζητήματα που έχουν συμφωνηθεί σε πολιτικό επίπεδο και σε τριμερείς διαλόγους· επισημαίνει ότι η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων πρέπει κατά προτίμηση να εκχωρείται στην Επιτροπή μόνο για περιορισμένο χρονικό διάστημα·

    10.

    ενθαρρύνει τις επιτροπές του να παρακολουθούν στενά τη χρήση κατ’ εξουσιοδότηση και εκτελεστικών πράξεων στο αντίστοιχο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους· για τον σκοπό αυτό, ζητεί από την Επιτροπή να βελτιώσει τις διοικητικές ρυθμίσεις σχετικά με τη διαβίβαση και την καταχώριση των εγγράφων που σχετίζονται με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, συμπεριλαμβανομένων των προπαρασκευαστικών εγγράφων, προκειμένου να διασφαλιστεί τουλάχιστον το ίδιο επίπεδο ενημέρωσης και διαφάνειας με το υπάρχον μητρώο για τις εκτελεστικές πράξεις και να εξασφαλιστεί η ταυτόχρονη ροή πληροφοριών προς το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ως νομοθέτες·

    11.

    θεωρεί ότι έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος όσον αφορά τη διασφάλιση της ταχείας διαβίβασης των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων στις αρμόδιες επιτροπές, η οποία με τη σειρά της επηρέασε θετικά την άσκηση του δικαιώματος του ελέγχου από τους βουλευτές·

    12.

    επισημαίνει την πολιτική ευθύνη του νομοθέτη και την ανάγκη τακτικής και έγκαιρης συμμετοχής του Κοινοβουλίου στο προπαρασκευαστικό στάδιο των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων· καλεί την Επιτροπή να τηρεί το Κοινοβούλιο, συμπεριλαμβανομένου του αρμόδιου για τον οικείο φάκελο εισηγητή, πλήρως ενήμερο για το προβλεπόμενο χρονοδιάγραμμα, τις προγραμματισμένες συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων και το περιεχόμενο των προβλεπόμενων κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, μεταξύ άλλων παρέχοντας πρόσβαση στις σχετικές βάσεις δεδομένων της Επιτροπής όπως το CIRCA·

    13.

    καλεί την Επιτροπή να σεβαστεί πλήρως την παράγραφο 15 της συμφωνίας-πλαίσιο για τις σχέσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, απλουστεύοντας, μεταξύ άλλων, τη διαδικασία πρόσκλησης εμπειρογνωμόνων του Κοινοβουλίου σε συνεδριάσεις με εθνικούς εμπειρογνώμονες, εφόσον το ζητήσει η αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή· αναγνωρίζει ότι ως απόρροια της παρακολούθησης των εν λόγω συνεδριάσεων από εμπειρογνώμονες του Κοινοβουλίου, η Επιτροπή μπορεί να προσκαλείται σε συνεδριάσεις στο Κοινοβούλιο για περαιτέρω ανταλλαγή απόψεων σχετικά με την προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων· καλεί την Επιτροπή να εφαρμόζει την παράγραφο 15 της συμφωνίας-πλαίσιο και για τα μέρη των συνεδριάσεων των κρατών μελών και της Επιτροπής κατά τα οποία συζητούνται άλλα ζητήματα πέραν των εκτελεστικών πράξεων κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011·

    14.

    είναι της άποψης ότι το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της διαβίβασης του τελικού σχεδίου εκτελεστικών πράξεων και της έγκρισης τους από την Επιτροπή είναι συχνά ιδιαίτερα σύντομο, με αποτέλεσμα το Κοινοβούλιο να μην μπορεί να ασκήσει κατάλληλο έλεγχο· προτρέπει, ως εκ τούτου, την Επιτροπή να σέβεται πλήρως το δικαίωμα του Κοινοβουλίου να ελέγχει διεξοδικά το τελικό σχέδιο των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων εντός περιόδου ενός μηνός βάσει της συμφωνίας του 2008 μεταξύ του Κοινοβουλίου και της Επιτροπής σχετικά με τις διαδικασίες για την επιτροπολογία·

    15.

    ζητεί τη διάθεση επαρκών τεχνικών και ανθρώπινων πόρων για τις κατ’ εξουσιοδότηση και τις εκτελεστικές πράξεις προκειμένου να διασφαλιστεί, μεταξύ άλλων, η αποδοτική εσωτερική ανταλλαγή πληροφοριών· θεωρεί ότι η κυκλοφορία ενημερωτικού δελτίου σχετικά με τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις για την ενημέρωση των βουλευτών διευκολύνει τον έλεγχο των πράξεων αυτών και επιτρέπει στους βουλευτές να προβάλλουν τυχόν ενστάσεις σε εύθετο χρόνο·

    16.

    συνιστά τον ορισμό μόνιμων εισηγητών για τις κατ’ εξουσιοδότηση και τις εκτελεστικές πράξεις σε κάθε επιτροπή, διασφαλίζοντας τη συνοχή εντός της οικείας επιτροπής και με τις άλλες επιτροπές· θεωρεί ότι παρεμφερή ζητήματα πρέπει να αντιμετωπίζονται κατά τρόπο συνεκτικό, διατηρώντας παράλληλα την απαραίτητη ευελιξία·

    17.

    εκφράζει την ικανοποίησή του που οι εμπειρογνώμονες της Επιτροπής είναι διατεθειμένοι να συμμετέχουν σε ενημερωτικές συνεδριάσεις με τους βουλευτές, δεδομένου ότι η διοργάνωση τέτοιων συνεδριάσεων έγκαιρα, πριν από την έκδοση των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για την αποσαφήνιση βασικών πτυχών των εν λόγω πράξεων και για τη διευκόλυνση του έργου του Κοινοβουλίου όσον αφορά την αξιολόγηση των πράξεων αυτών·

    18.

    καλεί ακόμα ιδίως τα μέλη των διαπραγματευτικών ομάδων να δίνουν ιδιαίτερη προσοχή στις κατ’ εξουσιοδότηση και στις εκτελεστικές πράξεις κατά την υποβολή έκθεσης στην αρμόδια επιτροπή κατόπιν κάθε τριμερούς διαπραγμάτευσης, σύμφωνα με το άρθρο 70 παράγραφος 4 του Κανονισμού του Κοινοβουλίου·

    Παρατηρήσεις σχετικά με ειδικά θέματα

    Γεωργία και Αλιεία

    19.

    εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι οι διαδικασίες όσον αφορά τους φακέλους εναρμόνισης σχετικά με τη βασική γεωργική και αλιευτική νομοθεσία πάγωσαν στο Συμβούλιο μετά την αποτυχία των διαπραγματεύσεων σε ανεπίσημους τριμερείς διαλόγους και κατά την πρώτη ανάγνωση του Κοινοβουλίου· υπογραμμίζει ότι η κατάσταση αυτή οφείλεται συχνά στην απροθυμία του Συμβουλίου να χρησιμοποιήσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις· σημειώνει ότι μόνο στο πλαίσιο πλήρων νομοθετικών διαδικασιών σχετικά με τη μεταρρύθμιση της ΚΓΠ και της ΚΑΠ κατέστη δυνατή η εξεύρεση λύσης για εναρμόνιση, αποδεκτής και από τις δύο πλευρές, παρ’ όλο που επιτεύχθηκε συμφωνία σε ορισμένες διατάξεις μόνο υπό τον όρο ότι δεν θα αποτελέσουν προηγούμενο· προτρέπει το Συμβούλιο να δώσει συνέχεια στους εκκρεμούντες φακέλους εναρμόνισης, ώστε να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες πριν από το τέλος της τρέχουσας κοινοβουλευτικής περιόδου·

    Αναπτυξιακή συνεργασία

    20.

    υπενθυμίζει ότι, ιδίως στην περίπτωση του Μέσου Αναπτυξιακής Συνεργασίας (ΜΑΣ), το Κοινοβούλιο έχει εφαρμόσει από το 2006 μια διαδικασία «δημοκρατικού ελέγχου» υπό μορφή πολιτικού διαλόγου με την Επιτροπή για σχέδια μέτρων· Σημειώνει, ωστόσο, πως η πείρα που αποκόμισε το Κοινοβούλιο με αυτή την πρακτική ήταν ανάμεικτη και ότι η επιρροή του επί των αποφάσεων της Επιτροπής ήταν περιορισμένη·

    21.

    επισημαίνει ότι στον τομέα της αναπτυξιακής συνεργασίας οι εκτελεστικές πράξεις συχνά βασίζονται σε εκ των προτέρων διαβουλεύσεις με τρίτα μέρη, πράγμα που καθιστά δυσχερέστερες τις αλλαγές της επίσημης διαδικασίας επιτροπολογίας σε μεταγενέστερο στάδιο· τονίζει, ως εκ τούτου, πως η έγκαιρη ενημέρωση και ο διάλογος με το Κοινοβούλιο, θα αποτελέσουν σημαντικό βήμα προς μια πιο αποτελεσματική άσκηση της ελεγκτικής εξουσίας του Κοινοβουλίου·

    Οικονομικές και νομισματικές υποθέσεις

    22.

    επισημαίνει ότι στους κανονισμούς για τις ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές (ΕΕΑ) καθιερώνονται ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα (ΡΤΠ) και εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα (ΕΤΠ) στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, σύμφωνα με τα οποία οι ΕΕΑ υποβάλλουν σχέδια ΡΤΠ και ΕΤΠ προς έγκριση στην Επιτροπή· είναι της γνώμης ότι, δεδομένης της τεχνικής εμπειρογνωμοσύνης και των εξειδικευμένων δεξιοτήτων των ΕΕΑ, οι εξουσιοδοτήσεις θα πρέπει να λαμβάνουν, στο μέτρο του δυνατού, τη μορφή ΡΤΠ και όχι συνήθων κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων· θεωρεί επίσης ότι η Επιτροπή θα πρέπει, πριν από την έκδοση των συνήθων κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, να ζητεί από τις αρμόδιες ΕΕΑ τεχνικές συμβουλές σχετικά με το περιεχόμενο των εκάστοτε πράξεων·

    23.

    επισημαίνει ότι, σύμφωνα με ορισμένες νομοθετικές πράξεις, είναι δυνατή η παράταση της χρονικής περιόδου για τον εμπεριστατωμένο έλεγχο των ΡΤΠ κατά έναν επιπλέον μήνα, λόγω του όγκου και της πολυπλοκότητάς τους, και θεωρεί ότι αυτό το είδος ευελιξίας θα πρέπει να αποτελέσει τον κανόνα· επισημαίνει περαιτέρω ότι ο νομοθέτης έχει ορίσει περίοδο εμπεριστατωμένου ελέγχου τριών μηνών, με δυνατότητα παράτασης κατά τρεις μήνες, για όλες τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις του τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, και θεωρεί ότι η εν λόγω πρακτική θα πρέπει να επεκταθεί και σε άλλους τομείς σύνθετου χαρακτήρα·

    24.

    τονίζει ότι οι ρυθμίσεις, σύμφωνα με τις οποίες δεν επιτρέπεται η υποβολή κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων κατά τις περιόδους διακοπών του Κοινοβουλίου, θα πρέπει να ισχύουν και για τα ΡΤΠ·

    25.

    πιστεύει ότι η έκκληση προς τους ενδιαφερόμενους φορείς να συμμετέχουν στις ομάδες ενδιαφερομένων των ΕΕΑ θα πρέπει να διαρκεί για επαρκές χρονικό διάστημα (τουλάχιστον δύο μηνών), να γνωστοποιείται μέσω ποικίλων διαύλων και να ακολουθεί σαφή και εξορθολογισμένη διαδικασία, προκειμένου να εξασφαλίζεται η υποβολή αιτήσεων από ευρύ φάσμα υποψηφίων· υπενθυμίζει την ανάγκη για ισορροπημένες ομάδες ενδιαφερομένων των ΕΕΑ σύμφωνα με τις διατάξεις των σχετικών κανονισμών·

    Απασχόληση και κοινωνικές υποθέσεις

    26.

    υπενθυμίζει ότι στον τομέα της απασχόλησης και των κοινωνικών υποθέσεων, το Κοινοβούλιο, προκειμένου να υπερασπίσει τις προνομίες του, έχει προσβάλλει ενώπιον του Δικαστηρίου την εγκυρότητα της απόφασης EURES·

    Πολιτικές ελευθερίες, δικαιοσύνη και εσωτερικές υποθέσεις

    27.

    καλεί την Επιτροπή να συμπεριλάβει στο πρόγραμμα εργασίας της προτάσεις για την τροποποίηση όλων των νομοθετικών πράξεων του πρώην τρίτου πυλώνα προκειμένου να εναρμονισθούν με τη νέα ιεραρχία των κανόνων και προκειμένου να γίνονται σεβαστά οι εξουσίες, οι αρμοδιότητες, και το δικαίωμα πληροφόρησης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ως προς την εκχώρηση αρμοδιοτήτων στην Επιτροπή όπως προβλέπει η Συνθήκη της Λισαβόνας· τονίζει ότι τούτο απαιτεί εξατομικευμένη αξιολόγηση κάθε νομοθετικής πράξης ούτως ώστε να προσδιορισθούν οι αποφάσεις οι οποίες — ως ουσιώδη στοιχεία — πρέπει να ληφθούν από τον νομοθέτη, και συγκεκριμένα όταν άπτονται των θεμελιωδών δικαιωμάτων των ενεχομένων ατόμων, και εκείνες που μπορούν να θεωρηθούν μη ουσιώδη στοιχεία (βλέπε απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-355/10)·

    28.

    επισύρει την προσοχή στο γεγονός ότι το Συμβούλιο εξακολουθεί να εγκρίνει νομοθετικές πράξεις βάσει των διατάξεων του πρώην τρίτου πυλώνα αν και η Συνθήκη της Λισαβόνας ισχύει εδώ και καιρό, γεγονός που έχει εξαναγκάσει το Κοινοβούλιο να προσφύγει στο Δικαστήριο·

    ο

    ο ο

    29.

    αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στα κοινοβούλια των κρατών μελών.


    (1)  ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13.

    (2)  ΕΕ L 304 της 20.11.2010, σ. 47.

    (3)  ΕΕ C 81 E της 15.3.2011, σ. 6.


    Top