Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52014DC0112

    ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων για τις οργανώσεις παραγωγών, τα επιχειρησιακά ταμεία και τα επιχειρησιακά προγράμματα στον τομέα των οπωροκηπευτικών μετά την μεταρρύθμιση του 2007

    /* COM/2014/0112 final */

    52014DC0112

    ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων για τις οργανώσεις παραγωγών, τα επιχειρησιακά ταμεία και τα επιχειρησιακά προγράμματα στον τομέα των οπωροκηπευτικών μετά την μεταρρύθμιση του 2007 /* COM/2014/0112 final */


    ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

    1........... Η μεταρρύθμιση του 2007…………………………………………………………..3

    2........... Εθνικές στρατηγικές για βιώσιμα επιχειρησιακά προγράμματα

    3........... Ανάπτυξη του τομέα: συναφή ζητήματα

    4........... Οργανώσεις παραγωγών

    5........... Επιχειρησιακά ταμεία και χρηματοδοτική στήριξη της ΕΕ για τα επιχειρησιακά προγράμματα………………………………………………………………………....7

    5.1........ Συνολικές δαπάνες στο πλαίσιο των επιχειρησιακών προγραμμάτων και η χρηματοδοτική συνδρομή της ΕΕ……………………………………………………7

    5.2........ Εθνική χρηματοδοτική συνδρομή και επιστροφή από την ΕΕ………………………9

    6........... Επιχειρησιακά προγράμματα: μέτρα και είδη υλοποιούμενων δράσεων……………9

    7........... Ενδιάμεση αξιολόγηση των εθνικών στρατηγικών των κρατών μελών........………11

    7.1........ Πρόοδος προς την επίτευξη των καθορισθέντων στόχων των επιχειρησιακών προγραμμάτων………………………………………………………………………11

    7.2........ Αδυναμίες στη διαχείριση των εθνικών στρατηγικών................................................12

    7.2.1..... Αδυναμίες στη χάραξη των εθνικών στρατηγικών.....................................................12

    7.2.2..... Αδυναμίες στην παρακολούθηση και αξιολόγηση των εθνικών στρατηγικών..........13

    8........... Συμπεράσματα και συστάσεις

    ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

    σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων για τις οργανώσεις παραγωγών, τα επιχειρησιακά ταμεία και τα επιχειρησιακά προγράμματα στον τομέα των οπωροκηπευτικών μετά την μεταρρύθμιση του 2007

    («Έκθεση σχετικά με το καθεστώς των οπωροκηπευτικών»)

    1.           Η μεταρρύθμιση του 2007

    Οι οργανώσεις παραγωγών (ΟΠ) έχουν καταστεί ακρογωνιαίος λίθος του καθεστώτος της ΕΕ για τον τομέα των οπωροκηπευτικών (Ο&Κ) με τη μεταρρύθμιση του 1996. Ο στόχος ήταν να ενισχυθεί η θέση των παραγωγών ενόψει της μεγαλύτερης συγκέντρωσης της ζήτησης και να ενσωματωθούν τα περιβαλλοντικά ζητήματα στην παραγωγή και εμπορία των Ο&Κ. Για πρώτη φορά, οι ΟΠ μπορούσαν να λαμβάνουν στήριξη από την ΕΕ υπό μορφή συνεισφοράς στα επιχειρησιακά ταμεία που ήταν αναγκαία για την υλοποίηση των επιχειρησιακών προγραμμάτων.

    Η μεταρρύθμιση του 2007 αποσκοπούσε στην περαιτέρω ενίσχυση των ΟΠ. Τέθηκε στη διάθεσή τους ένα ευρύτερο φάσμα μέσων, ώστε να είναι σε θέση να προλαμβάνουν και να διαχειρίζονται τις κρίσεις της αγοράς. Δημιουργήθηκαν κίνητρα για να ενθαρρύνουν τις συγχωνεύσεις μεταξύ ΟΠ, ενώσεων ΟΠ (ΕΟΠ) και τη διακρατική συνεργασία. Δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στην προστασία του περιβάλλοντος και οι ΟΠ κλήθηκαν να περιλαμβάνουν στα επιχειρησιακά προγράμματά τους ένα ελάχιστο επίπεδο δαπανών για το περιβάλλον.

    Για πρώτη φορά, τα κράτη μέλη όφειλαν να χαράξουν εθνική στρατηγική για βιώσιμα επιχειρησιακά προγράμματα που ενσωματώνει ένα συγκεκριμένο περιβαλλοντικό πλαίσιο.

    Η μεταρρύθμιση του 2007 κατάργησε επίσης τις επιστροφές κατά την εξαγωγή γεωργικών προϊόντων και αποσυνέδεσε την ενίσχυση για τα φρούτα που προορίζονται για μεταποίηση. Οι ενισχύσεις που ενθαρρύνουν τη σύσταση ομάδων παραγωγών και την πραγματοποίηση επενδύσεων από αυτές, ώστε να καταστούν αυτόνομες ΟΠ εντός πέντε ετών, περιορίστηκαν στα κράτη μέλη που προσχώρησαν στην ΕΕ την 1 Μαΐου 2004 ή μετέπειτα, στις εξόχως απόκεντρες περιφέρειες και στα μικρά νησιά του Αιγαίου Πελάγους.

    Η παρούσα έκθεση είναι σύμφωνη με το άρθρο 184 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου[1]. Βασίζεται κυρίως στα στοιχεία που υποβάλλουν τα κράτη μέλη (ΚΜ) σχετικά με την υλοποίηση του ενωσιακού καθεστώτος για τα οπωροκηπευτικά στην επικράτειά τους και, ιδίως, στα στοιχεία των ετήσιων εκθέσεων και των εκθέσεων αξιολόγησης που υποβάλλονται στην Επιτροπή[2]. Αυτές βασίζονται κυρίως στα στοιχεία για την περίοδο 2008-2010[3].

    Η μεταρρύθμιση της ΚΓΠ το 2020 δεν επιφέρει μείζονες αλλαγές στο ενωσιακό καθεστώς για τον τομέα των Ο&Κ, εφόσον η στήριξη της ΕΕ εξακολουθεί να παρέχεται στις ΟΠ μόνο μέσω των επιχειρησιακών προγραμμάτων, με δύο σημαντικές εξαιρέσεις: α) μια ένωση ΟΠ μπορεί πλέον να δημιουργεί επιχειρησιακό ταμείο με χρηματικές εισφορές των οργανώσεων-μελών της και τη χρηματοδοτική συνδρομή της ΕΕ και β) την επέκταση των μέσων πρόληψης και διαχείρισης κρίσεων (ΠΔΚ)[4].  Μια άλλη σημαντική τροποποίηση είναι η μετατόπιση της στόχευσης των ενωσιακών ενισχύσεων στις ομάδες παραγωγών από τον πρώτο στον δεύτερο πυλώνα και το ότι αυτές είναι πλέον διαθέσιμες για όλα τα κράτη μέλη[5].

    2.           Εθνικές στρατηγικές για βιώσιμα επιχειρησιακά προγράμματα

    Βάσει της μεταρρύθμισης του 2007, 23 κράτη μέλη έχουν θεσπίσει εθνικές στρατηγικές για βιώσιμα επιχειρησιακά προγράμματα (ΕΣ), οι οποίες περιλαμβάνουν εθνικό πλαίσιο για περιβαλλοντικές δράσεις (ΕΠΠ)[6]. Όλα τα ΕΠΠ έχουν επιφέρει τις τροποποιήσεις που ζήτησε η Επιτροπή[7]. Ωστόσο, η διαδικασία αξιολόγησης από την Επιτροπή των ΕΠΠ που προτείνουν τα κράτη μέλη καθώς και η αναθεώρηση των προτάσεων σύμφωνα με τα αιτήματα της Επιτροπής για τροποποιήσεις αποτελούσαν σημαντική διοικητική επιβάρυνση τόσο για τις υπηρεσίες της Επιτροπής όσο και για τις αρμόδιες εθνικές αρχές.

    Ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 543/2011[8] της Επιτροπής θεσπίζει σαφείς απαιτήσεις όσον αφορά την παρακολούθηση και αξιολόγηση (Π&Α) των επιχειρησιακών προγραμμάτων από τις ΟΠ και των ΕΣ από τα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένων των κοινών δεικτών επιδόσεων[9], και τις ετήσιες εκθέσεις των κρατών μελών. Οι απαιτήσεις αυτές λαμβάνουν υπόψη τις συστάσεις του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου που διατυπώθηκαν λίγο πριν από τη μεταρρύθμιση του 2007[10].

    Μία από τις απαιτήσεις της αξιολόγησης για τα κράτη μέλη ήταν η διενέργεια ενδιάμεσης αξιολόγησης των ΕΣ τους το 2012.

    Για να εξασφαλιστεί η συνοχή του συστήματος Π&Α, η Επιτροπή έχει αναπτύξει μια κοινή αντιμετώπιση των απαιτήσεων Π&Α σχετικά με τα επιχειρησιακά προγράμματα και τις ΕΣ[11]. Αυτό συνοδεύτηκε από εξελίξεις στον τομέα του λογισμικού, που περιλαμβάνουν και σύστημα εφαρμογής αυτόματων ελέγχων της ποιότητας των δεδομένων στις ετήσιες εκθέσεις των κρατών μελών και βάση δεδομένων των ετήσιων εκθέσεων από το 2004, γεγονός που επιτρέπει τη διεξαγωγή ad hoc αναλύσεων. Νέες ιστοσελίδες για το καθεστώς των Ο&Κ στον δικτυακό τόπο  Europa της Επιτροπής παρέχουν πρόσβαση στις ΕΣ, στα ΕΠΠ και στις εκθέσεις για τις αξιολογήσεις 2012[12].

    3.           Ανάπτυξη του τομέα: συναφή ζητήματα

    Κατά την περίοδο 2003-2010 παρατηρήθηκε σταδιακή, ελαφρά μείωση της συνολικής έκτασης της ΕΕ με καλλιέργειες Ο&Κ (- 6%) και εντονότερη μείωση του αριθμού των εκμεταλλεύσεων με καλλιέργειες Ο&Κ (- 39,1%). Οι μειώσεις αυτές ήταν μεγαλύτερες από τις μειώσεις της συνολικής χρησιμοποιούμενης γεωργικής έκτασης (ΧΓΕ) και του συνολικού αριθμού των γεωργικών εκμεταλλεύσεων (- 0,7% και -20,0% αντίστοιχα).

    Παρόμοιες τάσεις σημειώθηκαν στην ΕΕ-15 (μείωση κατά 6,3% της καλλιεργούμενης με Ο&Κ έκτασης και κατά 26,3% των εκμεταλλεύσεων καλλιέργειας Ο&Κ) και στην ΕΕ-12 (- 5,1% και -47,7% αντίστοιχα). Γενικά, έχει αυξηθεί η μέση έκταση που καλλιεργείται με Ο&Κ ανά εκμετάλλευση (σε 1,9, 3,0 και 0,8 εκτάρια στην ΕΕ-27, την ΕΕ-15 και την ΕΕ-12, αντίστοιχα) ως αποτέλεσμα της συγκέντρωσης της παραγωγής σε μικρότερο αριθμό εκμεταλλεύσεων[13].

    Το 2004-2010, υπήρξε επίσης μικρή μείωση του όγκου της παραγωγής Ο&Κ στην ΕΕ (μείωση 3% κατά μέσο όρο της παραγωγής την περίοδο 2008-2010 σε σύγκριση με την περίοδο 2004-2006). Κατά την ίδια περίοδο, η αξία της παραγωγής Ο&Κ, σε τρέχουσες τιμές, παρουσίασε ελαφρά αύξηση (αύξηση + 6,5% της μέσης αξίας της παραγωγής Ο&Κ κατά την περίοδο 2008-2010, σε σχέση με την περίοδο 2004-2006)[14].

    Οι παρατεινόμενες αβεβαιότητες της αγοράς για ορισμένα προϊόντα είναι μια άλλη σχετική εξέλιξη μετά τη μεταρρύθμιση του 2007. Οι κρίσεις της αγοράς προέκυψαν το 2009 (π.χ. για τα ροδάκινα και τα νεκταρίνια, τομάτες) και το 2011 (κρίση του E. coli και συνακόλουθη νέα κρίση στην αγορά για τα ροδάκινα και τα νεκταρίνια).

    Τέλος, σε ορισμένα κράτη μέλη, η χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση του 2008 ενδέχεται να επηρέασε την εγχώρια κατανάλωση Ο&Κ (με αποτέλεσμα τη μείωση της ζήτησης), την πρόσβαση στις εξαγωγικές αγορές και στην πίστωση, το κόστος των εισροών και άλλους παράγοντες[15] που ενδέχεται να επηρέασαν τις επιδόσεις των ΟΠ και των επιχειρησιακών προγραμμάτων τους.

    4.           Οργανώσεις παραγωγών

    Το 2010, ήταν αναγνωρισμένες 1599 ΟΠ σε 23 κράτη μέλη[16]. Μπορούν να εξαχθούν ορισμένα προκαταρκτικά συμπεράσματα σχετικά με την πιθανή επίπτωση της μεταρρύθμισης του 2007[17]:

    Μεγαλύτερο ποσοστό οργάνωσης. Κατά την περίοδο 2008-2010, αυξήθηκε περαιτέρω το μερίδιο της συνολικής αξίας της παραγωγής Ο&Κ της ΕΕ που διατέθηκε στην αγορά  από τις ΟΠ/ΕΟΠ. Το 2010, το ποσοστό οργάνωσης ήταν περίπου 43,0% (43,9%, εάν περιληφθούν και οι ομάδες παραγωγών).

    Διάγραμμα 1: Τομέας οπωροκηπευτικών —  Ποσοστό οργάνωσης ανά κράτος μέλος (2010)

    Επεξήγηση: Ομάδες παραγωγών  Οργανώσεις παραγωγών

    Πηγή: EC-DGAGRI-C.2 — υπολογισμοί με βάση τα δεδομένα που διαβιβάζουν τα κράτη μέλη (Ετήσιες εκθέσεις 2010).

    α)           Βελτιωμένη ελκυστικότητα των ΟΠ. Το συνολικό μερίδιο των παραγωγών Ο&Κ που είναι μέλη ΟΠ εξακολούθησε να αυξάνεται (από 10,4% το 2004 σε 16,5% το 2010).

    β)           Αυξημένη ελκυστικότητα των ΕΟΠ. Σε σύγκριση με την κατάσταση που επικρατούσε πριν από τη μεταρρύθμιση, το 2008-2010 δεν αυξήθηκε μόνο ταχύτερα ο αριθμός των ΕΟΠ (55 το 2010), αλλά υπήρξε και σημαντική αύξηση του αριθμού και του ποσοστού των ΟΠ που είναι μέλη ΕΟΠ (459 και 28,7%, αντίστοιχα, το 2010).

    Ωστόσο, σε αρκετά κράτη μέλη:

    · το ποσοστό οργάνωσης παραμένει χαμηλό (βλ. διάγραμμα) και οι ΟΠ είναι μικρές και ως προς τον αριθμό των παραγωγών-μελών τους και ως προς τη συνολική αξία της εμπορεύσιμης παραγωγής, και

    · μόνο ένας περιορισμένος αριθμός παραγωγών Ο&Κ είναι μέλη ΟΠ. Συνεπώς, οι περισσότεροι παραγωγοί αποκλείονται από τα άμεσα οφέλη του καθεστώτος της ΕΕ για τον τομέα των Ο&Κ[18].

    Επιπλέον, παρά την πρόοδο που έχει επιτευχθεί σε εθνικό επίπεδο, σε ορισμένα κράτη μέλη εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικές περιφερειακές ανισορροπίες ως προς τον βαθμό οργάνωσης των παραγωγών Ο&Κ. Ενδεικτικά, αναφέρεται το παράδειγμα της Ιταλίας, όπου το σχετικά υψηλό εθνικό ποσοστό οργάνωσης (περίπου 47%) είναι αποτέλεσμα του υψηλού ποσοστού οργάνωσης σε ορισμένες βόρειες περιφέρειες και του χαμηλού ποσοστού οργάνωσης σε αρκετές άλλες περιφέρειες[19].

    Διάφοροι παράγοντες ενδέχεται να περιορίζουν την ανάπτυξη ΟΠ σε ορισμένες περιφέρειες ή ακόμη και σε ολόκληρα κράτη μέλη[20]. Σε αυτούς περιλαμβάνονται ιστορικά κοινωνιολογικά πρότυπα, όπως η έλλειψη αμοιβαίας εμπιστοσύνης, η συστηματική καχυποψία και ο πειρασμός για εκμετάλλευση των προσπαθειών που καταβάλλουν οι άλλοι χωρίς την καταβολή του ανάλογου τιμήματος (καιροσκοπική συμπεριφορά). Ένας από τους βασικούς λόγους της μη συμμετοχής σε ΟΠ ενδέχεται να είναι και η παραοικονομία: η μη καταβολή φόρων (ιδίως του ΦΠΑ) συνεπάγεται μεγαλύτερα κέρδη για τους μη οργανωμένους γεωργούς (στο πλαίσιο της παραοικονομίας) σε σχέση με τα μέλη των οργανώσεων παραγωγών τα οποία έχουν υποχρέωση να συμμορφώνονται με το νομικό πλαίσιο. Επιπλέον, πολλοί παραγωγοί πωλούν τα προϊόντα τους αποκλειστικά σε τοπικές ή περιφερειακές αγορές ή με απευθείας πωλήσεις και, επομένως, ενδιαφέρονται λιγότερο για τα οφέλη που θα μπορούσαν να αποκομίσουν από τις ΟΠ.

    Ένα άλλο πιθανό εμπόδιο στην ανάπτυξη των ΟΠ έγκειται στην πολυπλοκότητα των διαδικασιών για να αναγνωριστούν ως ΟΠ, να εγκριθεί το επιχειρησιακό τους πρόγραμμα και, στη συνέχεια, για να έχουν πρόσβαση στις δημόσιες χρηματοδοτικές ενισχύσεις[21]. Η πολυπλοκότητα αυτή μπορεί να αποθαρρύνει τους μικρούς παραγωγούς οι οποίοι δεν έχουν τις αναγκαίες ικανότητες ή θεωρούν ότι τα πλεονεκτήματα από την ένταξη στο καθεστώς είναι λιγότερα από τα σχετικά διοικητικά έξοδα.

    Ένας πρόσθετος παράγοντας που καθιστά τις ΟΠ λιγότερο ελκυστικές για τους παραγωγούς ενδέχεται να έγκειται στην εντύπωσή τους ότι υπάρχουν πολύ μεγάλοι κίνδυνοι απώλειας των δημόσιων χρηματοδοτικών ενισχύσεων, γεγονός που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την επιβίωση μιας ΟΠ. Επομένως, η τήρηση των κριτηρίων αναγνώρισης, ιδίως του ελάχιστου αριθμού μελών, του δημοκρατικού ελέγχου, της διάθεσης προϊόντων στην αγορά και της εξωτερικής ανάθεσης, είναι κρίσιμος παράγοντας για τη διατήρηση της αναγνώρισης μιας ΟΠ[22].

    5.           Επιχειρησιακά ταμεία και χρηματοδοτική στήριξη της ΕΕ για τα επιχειρησιακά προγράμματα

    5.1.        Συνολικές δαπάνες στο πλαίσιο των επιχειρησιακών προγραμμάτων και η χρηματοδοτική συνδρομή της ΕΕ

    Οι ΟΠ στον τομέα των Ο&Κ μπορούν να συστήσουν επιχειρησιακό ταμείο το οποίο πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο για τη χρηματοδότηση επιχειρησιακών προγραμμάτων που εγκρίνονται από τα κράτη μέλη. Το ταμείο χρηματοδοτείται με τις χρηματικές εισφορές των μελών της ΟΠ ή από την ίδια την ΟΠ και τη χρηματοδοτική συνδρομή της ΕΕ[23].

    Εφαρμόζεται διπλό ανώτατο όριο στη χρηματοδοτική συνδρομή της ΕΕ[24]:

    (1) περιορίζεται στο 4,1% της αξίας της παραγωγής της ΟΠ που διατίθεται στο εμπόριο (το ποσοστό αυτό μπορεί να αυξηθεί σε 4,6%, εάν η ποσότητα που υπερβαίνει το 4,1% χρησιμοποιείται αποκλειστικά για μέτρα πρόληψης και διαχείρισης κρίσεων), και

    (2) δεν μπορεί να υπερβεί το 50% των πραγματικών δαπανών, ανώτατο όριο το οποίο μπορεί να αυξηθεί έως 60% σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως για επιχειρησιακά προγράμματα που υποβάλλονται από τις ΟΠ στα κράτη μέλη που προσχώρησαν στην ΕΕ την 1 Μαΐου 2004 ή μετέπειτα (για μέτρα που εφαρμόζονταν μέχρι το τέλος του 2013), σε κράτη μέλη στα οποία η παραγωγή των οργανώσεων παραγωγών είναι κατώτερη του 20% της παραγωγής Ο&Κ, ή στις εξόχως απόκεντρες περιοχές.

    Διάγραμμα 2: Συνολικές δαπάνες στο πλαίσιο των επιχειρησιακών προγραμμάτων και χρηματοδοτική συνδρομή της ΕΕ (2004-2010)

    Επεξήγηση: Συνολικές δαπάνες (εκατ. ευρώ)  Χρηματοδοτική συνδρομή της ΕΕ (εκατ. ευρώ)

    Πηγή: EC-AGRI-C.2 — υπολογισμοί με βάση τα δεδομένα που διαβιβάζουν τα κράτη μέλη (ετήσιες εκθέσεις 2004-2010).

    Από το διάγραμμα 2 συνάγεται ότι η μεταρρύθμιση του 2007 επέφερε σημαντική αύξηση των συνολικών δαπανών για τα επιχειρησιακά προγράμματα και της συναφούς χρηματοδοτικής συνδρομής της ΕΕ.

    Μπορούν να εξαχθούν ορισμένα προκαταρκτικά συμπεράσματα σχετικά με την πιθανή επίπτωση της μεταρρύθμισης του 2007[25]:

    · τόσο ο αριθμός όσο και το μερίδιο των ΟΠ που έθεσαν σε εφαρμογή επιχειρησιακό πρόγραμμα έχει αυξηθεί με τη μεταρρύθμιση (περίπου τα 3/4 του συνολικού αριθμού των αναγνωρισμένων ΟΠ το 2008-2010)·

    · η αύξηση των δαπανών για τα επιχειρησιακά προγράμματα, συμπεριλαμβανομένης της ενωσιακής χρηματοδοτικής συνδρομής, συνδέεται με αύξηση τόσο του αριθμού όσο και του μέσου οικονομικού μεγέθους (μέση αξία των προϊόντων που διατίθενται στο εμπόριο) των ΟΠ που διαθέτουν επιχειρησιακό πρόγραμμα·

    · ακόμη και με τη μεταρρύθμιση του 2007, η συνολική ενωσιακή χρηματοδοτική συνδρομή παραμένει κάτω από το ανώτατο όριο του 4,1% της αξίας της παραγωγής των ΟΠ που διατίθεται στο εμπόριο και εξακολουθεί να αντιπροσωπεύει ένα πολύ μικρό ποσοστό (1,1-1,3%) της συνολικής αξίας της ενωσιακής παραγωγής Ο&Κ·

    · οι μεγαλύτερες ΟΠ (περίπου το 18% του συνόλου των ΟΠ, με κύκλο εργασιών άνω των 20 εκατ. ευρώ) λαμβάνουν περίπου το 70% της ενωσιακής χρηματοδοτικής συνδρομής. Μία τόσο ασύμμετρη κατανομή της βοήθειας της ΕΕ είναι εγγενής του μηχανισμού στήριξης η οποία αυξάνεται σε συνάρτηση με την αξία της παραγωγής που διατίθεται στο εμπόριο.

    5.2.        Εθνική χρηματοδοτική συνδρομή και επιστροφή από την ΕΕ

    Βάσει του άρθρου 103ε του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007, η Επιτροπή επέτρεψε σε ορισμένα κράτη μέλη να καταβάλουν εθνική χρηματοδοτική συνδρομή (ΕΧΣ) στις ΟΠ που λειτουργούν σε περιφέρειες με ιδιαίτερα χαμηλό βαθμό οργάνωσης των παραγωγών στον τομέα των Ο&Κ[26]. Κατόπιν αιτήματος των κρατών μελών, η χορηγηθείσα ΕΧΣ έχει εν μέρει επιστραφεί από την ΕΕ[27].

    Την περίοδο 2008-2010, μόνο έξι κράτη μέλη (ES, HU, IT, PT, RO και SK) χρησιμοποίησαν αυτό το μέσο, με μέση συνολική ετήσια ενίσχυση ύψους 12,2 εκατ. ευρώ, η οποία επιστράφηκε εν μέρει από την ΕΕ. Αν και άλλα κράτη μέλη έχουν περιοχές που πληρούν τις απαιτήσεις χορήγησης ΕΧΣ (χαμηλός βαθμός οργάνωσης), έχουν επιλέξει να μην κάνουν χρήση αυτής της δυνατότητας. Αυτό μπορεί εν μέρει να οφείλεται στο γεγονός ότι τα κράτη μέλη πρέπει να χρηματοδοτήσουν το σύνολο ή μέρος των χορηγούμενων ενισχύσεων.

    Πριν η Επιτροπή εγκρίνει τη χορήγηση εθνικής χρηματοδοτικής συνδρομής ή τη μερική επιστροφή της, διενεργεί διασταυρούμενους ελέγχους με τα στοιχεία από προηγούμενες αιτήσεις και από τις ετήσιες εκθέσεις. Όταν διαπιστώνονται ανακρίβειες, η διαδικασία αναστέλλεται έως ότου διορθωθούν τα σφάλματα (στις ετήσιες εκθέσεις ή/και στην αίτηση ΕΧΣ). Η ταχύτητα της απόφασης της Επιτροπής εξαρτάται από την ταχύτητα των εθνικών αρχών να διορθώσουν τις εντοπισθείσες ανακρίβειες. Η τρέχουσα διαδικασία είναι πολύ επαχθής για τις εθνικές αρχές. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα κράτη μέλη καθυστερούν σημαντικά να αποστείλουν τα ακριβή στοιχεία. Συνεπώς, μολονότι υπάρχει προθεσμία για να εγκρίνει η Επιτροπή τις αποφάσεις χορήγησης των ΕΧΣ, η προθεσμία αυτή πάντοτε παρατείνεται λόγω της ανάγκης να υπάρξουν διευκρινίσεις, διορθώσεις και εξηγήσεις. Το ίδιο συμβαίνει με τις αιτήσεις επιστροφής των ΕΧΣ.

    6.           Επιχειρησιακά προγράμματα: μέτρα και είδη υλοποιούμενων δράσεων

    Ο πίνακας 4 δείχνει ότι, την περίοδο 2008-2010, οι ετήσιες δαπάνες για τα επιχειρησιακά προγράμματα (1252,1 εκατ. ευρώ κατά μέσο όρο) αφορούσαν κυρίως δράσεις για τη βελτίωση της εμπορίας (24,0% του συνόλου) και περιβαλλοντικές δράσεις (23,8%), και ακολούθησαν οι δράσεις για τον προγραμματισμό της παραγωγής (22,2%) και για τη βελτίωση ή τη διατήρηση της ποιότητας των προϊόντων (20,3%).

    Ο βαθμός χρήσης των μέσων πρόληψης και διαχείρισης κινδύνων ήταν πολύ μικρός (35,6 εκατ. ευρώ, ή 2,8% των συνολικών μέσων ετήσιων δαπανών) και ακόμη χαμηλότερος για για τις υπηρεσίες κατάρτισης και παροχής συμβουλών ή για έρευνα και πειραματική παραγωγή.

    Όσον αφορά τους τύπους των δράσεων που εφαρμόζονται στα επιχειρησιακά προγράμματα (ΕΠ) για την περίοδο 2008-2009:

    · Οι δαπάνες για υλικές επενδύσεις (στις εγκαταστάσεις των ΟΠ ή στις εκμεταλλεύσεις μελών των ΟΠ) ανήλθαν, κατά μέσο όρο, σε 517,5 εκατ. ευρώ (41,3% των συνολικών δαπανών για τα ΕΠ). Αποσκοπούσαν κυρίως στη βελτίωση της εμπορίας των προϊόντων (15,9% των συνολικών δαπανών στο 64,1% των ΕΠ) και τον προγραμματισμό της παραγωγής (15,4% στο 56,6% των ΕΠ), και ακολούθησαν η βελτίωση ή η διατήρηση της ποιότητας των προϊόντων (5,6% στο 29,6% των ΕΠ). Κατά μέσο όρο, οι υλικές επενδύσεις για περιβαλλοντικούς σκοπούς[28] ανήλθαν στο 3,0% των συνολικών δαπανών (και περιελήφθησαν στο 34,5 % των ΕΠ).

    Πίνακας 4: Δαπάνες για τα επιχειρησιακά προγράμματα που αφορούν διάφορα μέτρα και αριθμός ΟΠ που έχουν συμπεριλάβει διάφορα μέτρα στα επιχειρησιακά τους προγράμματα (μέσος όρος 2008-2010)

    || Δαπάνες || Ενδιαφερόμενες ΟΠ

    || εκατ. ευρώ || ως % των συνολικών δαπανών || Αριθμός || ως % του συνόλου

    Δράσεις που αποσκοπούν στον προγραμματισμό της παραγωγής || 277,9 || 22,2% || 924 || 77,8%

    Δράσεις που αποσκοπούν στη βελτίωση ή τη διατήρηση της ποιότητας των προϊόντων || 254,7 || 20,3% || 1097 || 92,4%

    Δράσεις που αποσκοπούν στη βελτίωση της εμπορίας || 300,9 || 24,0% || 1009 || 85,0%

    Έρευνα και πειραματική παραγωγή || 10,7 || 0,9% || 130 || 11,0%

    Κατάρτιση και συμβουλευτικές υπηρεσίες || 22,8 || 1,8% || 388 || 32,7%

    Μέσα πρόληψης και διαχείρισης κρίσεων || 35,6 || 2,8% || 192 || 16,2%

    Περιβαλλοντικές δράσεις || 298,3 || 23,8% || 1103 || 92,9%

    Άλλες δράσεις || 51,0 || 4,1% || 1063 || 89,6%

    Σύνολο επιχειρησιακών προγραμμάτων || 1252,1 || 100,0% || 1187 || 100,0%

    Πηγή: EC-AGRI-C.2 — υπολογισμοί με βάση τα δεδομένα που υπέβαλαν τα κράτη μέλη (ετήσιες εκθέσεις 2008 -2010).

    · Περιβαλλοντικές δράσεις υλοποιήθηκαν στο 92,9% των ΕΠ, με μέσες συνολικές ετήσιες δαπάνες ύψους 298,3 εκατ. ευρώ, που αντιστοιχούν στο 23,8% των μέσων συνολικών ετήσιων δαπανών για τα ΕΠ. Τα κυριότερα είδη δράσεων που υλοποιήθηκαν αφορούσαν τη μείωση και τη διαχείριση αποβλήτων (78,0 εκατ ευρώ στο 34,2% των ΕΠ) και την ολοκληρωμένη παραγωγή (72 εκατ ευρώ στο 25,4% των ΕΠ), που από κοινού κάλυψαν περίπου τα 2/3 των συνολικών δαπανών για τις περιβαλλοντικές δράσεις, και ακολούθησαν οι υλικές επενδύσεις για περιβαλλοντικούς σκοπούς (38,1 εκατ ευρώ στο 34,5% των ΕΠ).

    Τον Αύγουστο του 2012, εγκαταλείφθηκε η στήριξη περιβαλλοντικών δράσεων που σχετίζονται με τη διαχείριση των συσκευασιών, με βάση την εμπειρία που αποκτήθηκε από την εφαρμογή αυτών των δράσεων. Αυτό εκτιμάται ότι θα ενθαρρύνει την εφαρμογή οικονομικά αποδοτικότερων περιβαλλοντικών δράσεων και θα μειώσει τις δαπάνες που συνδέονται με τη διαχείριση του ενωσιακού καθεστώτος[29].

    · Ο (πολύ χαμηλός) βαθμός χρήσης των μέσων πρόληψης και διαχείρισης κρίσεων (ΠΔΚ) αφορούσε κυρίως την ασφάλιση της συγκομιδής (μέσες ετήσιες δαπάνες ύψους 13,9 εκατ. ευρώ σε 67 ΕΠ), την προώθηση και την επικοινωνία (11,9 εκατ. ευρώ σε 60 ΕΠ) και την απόσυρση προϊόντων (8,3 εκατ. ευρώ σε 73 ΕΠ). Η πρώιμη συγκομιδή, η μη συγκομιδή, η κατάρτιση και η σύσταση ταμείων αλληλοβοήθειας ουσιαστικά δεν είχαν χρησιμοποιηθεί. Εκτός από την περιπλοκότητα των διαδικασιών, ο πολύ μικρός βαθμός χρήσης των μέσων ΠΔΚ οφείλεται ενδεχομένως στο μικρό μέγεθος πολλών ΟΠ: λόγω των μικρών ποσοτήτων των καλυπτόμενων προϊόντων, του μικρού ποσού της στήριξης για την απόσυρση από την αγορά ή/και των περιορισμένων χρηματοδοτικών μέσων που έχουν στη διάθεσή τους, οι μικρές ΟΠ θεωρούν τα υφιστάμενα χρηματοδοτικά μέσα ΠΔΚ αναποτελεσματικά ή απλώς μη ελκυστικά.

    7.           Ενδιάμεση αξιολόγηση των εθνικών στρατηγικών των κρατων μελων

    19 κράτη μέλη υπέβαλαν στην Επιτροπή έκθεση σχετικά με την αξιολόγηση της εθνικής στρατηγικής τους το 2012.

    Οι εκθέσεις παρέχουν μια πρώτη, ενδιάμεση αξιολόγηση των επιπτώσεων των επιχειρησιακών προγραμμάτων που υλοποιήθηκαν μετά τη μεταρρύθμιση του 2007 και επισημαίνουν τις αδυναμίες που διαπιστώθηκαν στη διαχείριση ορισμένων ΕΣ.

    7.1.        Πρόοδος προς την επίτευξη των καθορισθέντων στόχων των επιχειρησιακών προγραμμάτων

    Μπορούν να συναχθούν τα ακόλουθα συμπεράσματα από την ανάλυση των εκθέσεων αξιολόγησης 2012 που υπέβαλαν τα κράτη BE, CY, CZ, DK, DE, ES, FR, HU, IT, NL, AT, PT και UK[30]:

    (1) Στα περισσότερα κράτη μέλη, τα επιχειρησιακά προγράμματα συμβάλλουν θετικά στην επίτευξη των βασικών στόχων, όπως η προώθηση της διάθεσης στην αγορά των προϊόντων των μελών των ΟΠ, εξασφαλίζοντας την προσαρμογή της παραγωγής στη ζήτηση (όσον αφορά την ποιότητα και την ποσότητα) και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των ΟΠ.

    (2) Σε ορισμένα κράτη μέλη, τα επιχειρησιακά προγράμματα συμβάλλουν επίσης στην αύξηση της εμπορικής αξίας των προϊόντων που διατίθενται στην αγορά από τις ΟΠ (π.χ. CY, CZ, DE, HU, IT, UK) και στην προώθηση της συγκέντρωσης της προσφοράς (π.χ. CY, CZ, DK, ED, HU, IT, PT).

    (3) Στους λόγους για τους οποίους τα επιχειρησιακά προγράμματα σε άλλα κράτη μέλη συμβάλλουν ελάχιστα ή καθόλου στην αύξηση της εμπορικής αξίας των προϊόντων που διαθέτουν στην αγορά οι ΟΠ ή στην προώθηση της συγκέντρωσης της προσφοράς μπορεί να περιλαμβάνονται η παρατεινόμενη χαμηλή διαπραγματευτική ισχύς των υφιστάμενων ΟΠ στην αλυσίδα διανομής, εξαιτίας του μικρού αριθμού και του μεγέθους σε ορισμένα κράτη μέλη (π.χ. PT) και το ήδη υψηλό ποσοστό οργάνωσης που επιτυγχάνει ο εξεταζόμενος τομέας σε άλλα κράτη μέλη (π.χ. NL).

    (4) Τα επιχειρησιακά προγράμματα φαίνεται ότι συμβάλλουν ελάχιστα έως καθόλου στην επίτευξη των ακόλουθων στόχων στα περισσότερα κράτη μέλη:

    – Βελτιστοποίηση του κόστους παραγωγής. Βάσει των εκθέσεων αξιολόγησης, η πιθανότητα αυτή συνδέεται περισσότερο με εξωγενείς παράγοντες, όπως η αύξηση των τιμών των εισροών (π.χ. BE-VL, FR), ή με τη δυσκολία εκτίμησης και αναφοράς των μεταβολών των στοιχείων κόστους, που οφείλεται μεταξύ άλλων στο γεγονός ότι οι ΟΠ ή/και τα μέλη τους έχουν άγνοια της αρχικής κατάστασης, παρά στο ότι αυτή δεν αποτελεί βασικό μέλημά τους.

    – Σταθεροποίηση των τιμών παραγωγού. Ορισμένες εκθέσεις (π.χ. ES, FR, IT) αναφέρουν ότι αυτό οφείλεται κυρίως στη χαμηλή αποτελεσματικότητα ορισμένων διαθέσιμων μέσων διαχείρισης και πρόληψης κρίσεων ή/και τη χρήση των εν λόγω μέσων από υπερβολικά περιορισμένο αριθμό ΟΠ.

    – Βελτίωση της ελκυστικότητας των ΟΠ. Οι εκθέσεις παραθέτουν διάφορους λόγους για την περιορισμένη αύξηση ή και τη μείωση του αριθμού των μελών, όπως το πολύ υψηλό επίπεδο οργάνωσης που έχει επιτευχθεί ήδη στον τομέα (π.χ. BE-VL), οι πολύ αυστηρές απαιτήσεις για την εισδοχή μελών σε μια ΟΠ (π.χ. NL), ακόμη και η έλλειψη σαφήνειας ορισμένων κανόνων που ορίζει η νομοθεσία της EΕ (π.χ. UK).

    – Ελάχιστη ή μηδενική συνεισφορά στην επίτευξη ορισμένων περιβαλλοντικών στόχων, όπως η προστασία του φυσικού τοπίου, ο μετριασμός της κλιματικής αλλαγής, η διατήρηση της ποιότητας του ατμοσφαιρικού αέρα και η μείωση της παραγωγής αποβλήτων. Ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις αυτό οφείλεται στο γεγονός της περιορισμένης ή της μη υιοθέτησης των δράσεων ειδικού σκοπού από τις ΟΠ ή τα μέλη τους (π.χ. DK), σε άλλες περιπτώσεις αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ορισμένοι από αυτούς τους στόχους δεν περιλαμβάνονταν στις προτεραιότητες των ΕΠΠ (π.χ. CY, CZ, PT).  Επιπλέον, για ορισμένα κράτη μέλη (π.χ. BE, ES, FR, NL), η έκθεση αξιολόγησης του 2012 αναφέρει ότι δεν υπάρχουν σαφή αποδεικτικά στοιχεία ότι τα επιχειρησιακά προγράμματα συμβάλλουν στην επίτευξη των εν λόγω περιβαλλοντικών στόχων.

    7.2.        Αδυναμίες στη διαχείριση των εθνικών στρατηγικών

    7.2.1.     Αδυναμίες στη χάραξη εθνικών στρατηγικών

    Οι εκθέσεις έχουν εντοπίσει δύο σημαντικές αδυναμίες στις ΕΣ ορισμένων κρατών μελών:

    · Υιοθετήθηκε ένα υπερβολικά μεγάλο φάσμα στόχων, αντί να υπάρξει εστίαση σε μικρό αριθμό προτεραιοτήτων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να κριθεί επιλέξιμος για ενίσχυση μεγάλος αριθμός μέτρων και δράσεων. Ένας από τους λόγους ήταν ότι οι ενδιαφερόμενοι φορείς δεν συμμετείχαν επαρκώς στον ορισμό των ΕΣ. Ως εκ τούτου, οι ΟΠ εφάρμοσαν αποτελεσματικά μόνο ένα μικρό αριθμό μέτρων και τύπων δράσεων, συμβάλλοντας στην επίτευξη μόνο ορισμένων στόχων ή, αντιθέτως, η δημόσια στήριξη διαχύθηκε σε πολλές δράσεις που αποσκοπούσαν σε διαφορετικούς στόχους, τα αποτελέσματα και ο αντίκτυπος των οποίων ήταν δύσκολο να επιτευχθούν.

    · Δεν υπήρχαν ακριβείς ειδικοί προκαθορισμένοι στόχοι για τους διάφορους στόχους που είχαν καθοριστεί. Αυτή ήταν μία από τις κυριότερες δυσκολίες της διαδικασίας  αξιολόγησης του 2012, λόγω της απουσίας σημείων αναφοράς βάσει των οποίων οι επιδόσεις των ενισχυόμενων μέτρων θα μπορούσαν να αξιολογηθούν με μη αυθαίρετο τρόπο.

    7.2.2.     Αδυναμίες στην παρακολούθηση και αξιολόγηση των εθνικών στρατηγικών

    Οι εκθέσεις αρκετών κρατών μελών αναφέρουν επίσης ότι μια σημαντική δυσκολία της αξιολόγησης του 2012 ήταν ο μεγάλος αριθμός εσφαλμένων εγγραφών των δεικτών επιδόσεων στις ετήσιες εκθέσεις των ΟΠ. Αυτό, δεν παρεμπόδισε μόνο τη διεξαγωγή ορισμένων αναλύσεων, αλλά θα μπορούσε και να υπονομεύσει την εγκυρότητα των συμπερασμάτων της αξιολόγησης.

    Αυτό φαίνεται ότι είναι το αποτέλεσμα δύο σημαντικών αδυναμιών όσον αφορά τα συστήματα Π&Α για τις εθνικές στρατηγικές που χάραξαν τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη: α) της έλλειψης προληπτικών μέτρων που θα βοηθούσαν τις ΟΠ να κατανοήσουν, να υπολογίσουν σωστά και να χρησιμοποιήσουν συγκεκριμένους δείκτες επιδόσεων και β) της έλλειψης ελέγχων από την εθνική δημόσια διοίκηση για τα δεδομένα που καταγράφουν οι ΟΠ στις ετήσιες εκθέσεις τους και, ειδικότερα, όσον αφορά τους δείκτες επιδόσεων.

    Αυτό υποδηλώνει ότι ορισμένα κράτη μέλη επικεντρώθηκαν κυρίως ή αποκλειστικά στους δείκτες δημοσιονομικής εκτέλεσης (δαπάνες), δίνοντας ελάχιστη ή μηδενική προσοχή στους δείκτες που θα μπορούσαν να συμβάλουν στη μέτρηση της προόδου ως προς την επίτευξη των στόχων που καθορίζονται στην εθνική στρατηγική.

    8.           Συμπέρασμα και συστάσεις

    Κατά την περίοδο 2008-2010, σε επίπεδο ΕΕ, υπήρξαν θετικές τάσεις όσον αφορά το ποσοστό οργάνωσης του τομέα των Ο&Κ, το μερίδιο του συνόλου των παραγωγών Ο&Κ που είναι μέλη ΟΠ και τον αριθμό των ΟΠ που είναι μέλη ΕΟΠ.

    Οι ετήσιες εκθέσεις και οι εκθέσεις αξιολόγησης του 2012 παρέχουν επίσης μια πιο αντιφατική εικόνα.

    Ένα κρίσιμο ζήτημα είναι ο επίμονα χαμηλός βαθμός οργάνωσης ή η έλλειψη οργάνωσης σε ορισμένα κράτη μέλη. Αυτό απαιτεί προσεκτική ανάλυση για τον προσδιορισμό, κατά περίπτωση, πρόσθετων μέτρων για να ενθαρρυνθεί όχι μόνο μια περαιτέρω αύξηση του βαθμού οργάνωσης των παραγωγών σε ολόκληρη την ΕΕ αλλά και για τη μείωση της ανισορροπίας ως προς τον βαθμό οργάνωσης των παραγωγών Ο&Κ εντός της ΕΕ.

    Χαμηλός βαθμός ή έλλειψη οργάνωσης σημαίνει επίσης ότι οι περισσότεροι παραγωγοί Ο&Κ δεν ανήκουν σε ΟΠ, με αποτέλεσμα να μην ωφελούνται άμεσα από την ειδική ενωσιακή στήριξη αυτού του τομέα. Το ποσοστό αυτό είναι υψηλότερο σε ορισμένα κράτη μέλη του νότου και σε κράτη μέλη που προσχώρησαν στην ΕΕ το 2004 και μετέπειτα. Οι εν λόγω παραγωγοί, που είναι συνήθως οι μικρότεροι, δεν είναι σε θέση ούτε να επωφεληθούν από τις υπηρεσίες που μπορούν να παρέχουν οι ΟΠ, έχουν πολύ περιορισμένη διαπραγματευτική ισχύ στην αλυσίδα εφοδιασμού και είναι περισσότερο εκτεθειμένοι σε κινδύνους που συνδέονται με την παγκοσμιοποίηση της αγοράς και με την κλιματική αλλαγή. Η αύξηση του ποσοστού οργάνωσης του τομέα των Ο&Κ εξακολουθεί να έχει ζωτική σημασία ιδίως στα κράτη μέλη όπου ο βαθμός οργάνωσης εξακολουθεί να είναι πολύ χαμηλός. Στο πλαίσιο αυτό, είναι επίσης αναγκαίο να διερευνηθούν μέτρα για να ενισχυθούν μορφές συνεργασίας που θα βοηθήσουν τους μη οργανωμένους παραγωγούς να αντιμετωπίσουν καλύτερα αυτές τις προκλήσεις.

    Τα επιχειρησιακά προγράμματα θα μπορούσαν να συμβάλουν περισσότερο στην επίτευξη βασικών στόχων, όπως η βελτίωση της ελκυστικότητας των ΟΠ, η προώθηση της εμπορικής αξίας των προϊόντων, η βελτιστοποίηση του κόστους παραγωγής και η σταθεροποίηση των τιμών παραγωγού.

    Ο (πολύ χαμηλός) βαθμός χρήσης των μέσων πρόληψης και  διαχείρισης κρίσεων (ΠΔΚ) κατέδειξε τα όρια ορισμένων υφιστάμενων μέσων. Θα πρέπει να εξεταστεί η δυνατότητα βελτίωσης των μέσων πρόληψης και διαχείρισης κρίσεων.

    Στα περισσότερα κράτη μέλη, οι δαπάνες για «στρατηγικά» μέτρα, όπως η έρευνα και η πειραματική παραγωγή, εξακολουθούν να είναι αμελητέες. Ως εκ τούτου, θα ήταν ενδεχομένως χρήσιμο να ενισχυθεί η χρήση διαθέσιμων πόρων σε ορισμένα μέτρα προτεραιότητας, τα οποία έχουν μεγαλύτερο αντίκτυπο στην ανταγωνιστικότητα, τη σταθερότητα του εισοδήματος και τη ζήτηση της αγοράς.

    Η περιπλοκότητα των κανόνων και η έλλειψη ασφάλειας δικαίου έχουν επίσης αναφερθεί ως αδυναμίες του ισχύοντος καθεστώτος. Μια μελλοντική αναθεώρηση θα πρέπει να δώσει προτεραιότητα στην απλούστευση και τη διασφάλιση του νομικού πλαισίου καθώς και στη μείωση του διοικητικής επιβάρυνσης για τους γεωργούς και τις διαχειριστικές αρχές.

    Τέλος, η εισαγωγή νέων μέτρων για τον τομέα θα απαιτούσε ενδεχομένως την ανακατανομή ορισμένων χρηματοδοτικών πόρων, χωρίς να αυξηθούν τα συνολικά ποσά που διατίθενται σε αυτό τον τομέα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η δημοσιονομική ουδετερότητα εντός των μέτρων της αγοράς του πυλώνα 1.

    Για την αντιμετώπιση των προαναφερόμενων ανεπαρκειών, πρέπει να επανεξεταστεί το ισχύον ενωσιακό καθεστώς για τα Ο&Κ για να εξασφαλιστεί η καλύτερη στόχευση της στήριξης των οργανώσεων παραγωγών, ώστε να μπορεί να επιτύχει τους συνολικούς στόχους που έχουν καθοριστεί για τη μεταρρύθμιση του 2007[31] και της ΚΓΠ το 2020 σε όλα τα κράτη μέλη.

    Η Επιτροπή θα μπορούσε να βασιστεί στα αποτελέσματα της εν λόγω έκθεσης και στον επικείμενο διάλογο, για να παρουσιάσει, σε μεταγενέστερο στάδιο, νομοθετικές προτάσεις για την αναθεώρηση του ενωσιακού καθεστώτος ενισχύσεων για τον τομέα των οπωροκηπευτικών.

    [1]               Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2007, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών και ειδικών διατάξεων για ορισμένα γεωργικά προϊόντα (ενιαίος κανονισμός ΚΟΑ) ( ΕΕ L 299 της 16.11.2007, σ. 1).

    [2]               Εκθέσεις που υποβάλλονται στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 97 στοιχείο β) και το άρθρο 127 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 543/2011 της Επιτροπής, της 7 Ιουνίου 2011, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου όσον αφορά τους τομείς των οπωροκηπευτικών και των μεταποιημένων οπωροκηπευτικών (ΕΕ L 157 της 15.6.2011, σ. 1).

    [3]               Για ορισμένα κράτη μέλη, οι ετήσιες εκθέσεις 2010 εξακολουθούν να θεωρούνται προσωρινές. Μετά τους ελέγχους ποιότητας των δεδομένων από την Επιτροπή, είναι πιθανό να υπάρξουν ορισμένες τροποποιήσεις.

    [4]               Έχουν περιληφθεί δύο νέα μέσα ΠΔΚ:  α) οι επενδύσεις που αποσκοπούν στην αποτελεσματικότερη διαχείριση των ποσοτήτων που διατίθενται στην αγορά και β) η αναφύτευση οπωρώνων, όταν αυτό είναι αναγκαίο, μετά την υποχρεωτική εκρίζωση για υγειονομικούς ή φυτοϋγειονομικούς λόγους κατόπιν εντολής της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους. Επιπλέον, στα υφιστάμενα μέτρα κατάρτισης έχει προστεθεί η ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών.

    [5]               Η κοινή γεωργική πολιτική αποτελείται από δύο πυλώνες: τα μέτρα στο επίπεδο των αγορών και τις άμεσες ενισχύσεις (πρώτος πυλώνας) και την πολιτική αγροτικής ανάπτυξης (δεύτερος πυλώνας).

    [6]               Άρθρο 103στ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007. Η Εσθονία, η Λιθουανία, το Λουξεμβούργο και η Σλοβενία απαλλάσσονται από την υποχρέωση να θεσπίσουν εθνική στρατηγική, εφόσον δεν διαθέτουν αναγνωρισμένες οργανώσεις παραγωγών.

    [7]               Άρθρο 103στ(1), δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007.

    [8]               ΕΕ L 157 της 15.6.2011, σ. 1.

    [9]               Τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να προσδιορίζουν στις ΕΣ τους πρόσθετους δείκτες που αντανακλούν τις εθνικές ή περιφερειακές ανάγκες και τους ειδικούς όρους και στόχους των επιχειρησιακών προγραμμάτων.

    [10]             Ειδική έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου αριθ. 8/2006 (ΕΕ C 282 της 20.11.2006, σ. 32).

    [11]             Τα έγγραφα, σε όλες τις γλώσσες της ΕΕ, περιλαμβάνουν κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τους κοινούς δείκτες επιδόσεων, ένα νέο υπόδειγμα για την ετήσια έκθεση που πρέπει να υποβάλλουν τα κράτη μέλη και κατευθυντήριες γραμμές για την αξιολόγηση 2012 των ΕΣ από τα κράτη μέλη.

    [12]             Βλ. http://ec.europa.eu/agriculture/fruit-and-vegetables/country-files/index_en.htm.

    [13]             Πηγή: EC-DGAGRI-C.2 — υπολογισμοί με βάση τα αποτελέσματα των ερευνών της Eurostat για τη διάρθρωση των γεωργικών εκμεταλλεύσεων (ΕΔΕ) την περίοδο 2003 έως 2010. Σημείωση: η μείωση του αριθμού των εκμεταλλεύσεων προκαλείται εν μέρει λόγω αλλαγής μεθόδου, δεδομένου ότι σε 6 κράτη μέλη (CZ, DE, LU, PL, SK και UK) αυξήθηκε το κατώτατο όριο για την ενσωμάτωσή τους  στις έρευνες ΕΔΕ μεταξύ του 2007 και του 2010, με εξαίρεση τις εκμεταλλεύσεις με μικρή ΧΓΕ.

    [14]             Πηγή: EC-DGAGRI-C.2  — υπολογισμοί με βάση τα αποτελέσματα των ετήσιων ερευνών της Eurostat για τη φυτική παραγωγή και τους  οικονομικούς λογαριασμούς για τη γεωργία την περίοδο 2003 έως 2010. Σημείωση: η πτωτική τάση που υπολογίστηκε για τον όγκο της παραγωγής Ο&Κ μεταξύ των δύο περιόδων (2004-2006 και 2008-2010) ενδέχεται να επηρεάστηκε από την πολύ καλή συγκομιδή που σημειώθηκε το 2004.

    [15]             Πρόκειται για φαινόμενα/απειλές που αναφέρονται, για παράδειγμα, στις εκθέσεις αξιολόγησης του 2012 της εθνικής στρατηγικής για βιώσιμα επιχειρησιακά προγράμματα που κοινοποιήθηκαν από τις χώρες HU, IT και PT.

    [16]             Η Εσθονία, το Λουξεμβούργο, η Λιθουανία και η Σλοβενία δεν διαθέτουν αναγνωρισμένες οργανώσεις παραγωγών.

    [17]             Βλ. αναλυτικότερα τον πίνακα 1 του εγγράφου εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής.

    [18]             Ορισμένοι μη οργανωμένοι παραγωγοί επωφελούνται από το ισχύον καθεστώς στην ΕΕ. Μπορούν να διαθέτουν τα προϊόντα τους μέσω των ΟΠ χωρίς να είναι μέλη και να επωφελούνται, έναντι αμοιβής, από ορισμένες υπηρεσίες που παρέχονται από τις ΟΠ (π.χ. πρόσβαση σε εγκαταστάσεις αποθήκευσης και διευκολύνσεις μάρκετινγκ, μέτρα διαχείρισης κρίσεων).

    [19]             Βλ. αναλυτικότερα πίνακα 2 του εγγράφου εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής.

    [20]             Πρόσφατη μελέτη για τους συνεταιρισμούς στην ΕΕ (που καλύπτει επίσης τις ΟΠ και τις ΕΟΠ), η οποία χρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, προσδιορίζει ορισμένα ιστορικά, πολιτιστικά και οικονομικά εμπόδια στην ανάπτυξη κοινών πρωτοβουλιών μεταξύ γεωργών (βλ. Bijmans, J κ.α. (2013): Support for farmers' cooperatives: final report (Στήριξη γεωργικών συνεταιρισμών: τελική έκθεση). Ευρωπαϊκή Επιτροπή — διατίθεται στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://ec.europa.eu/agriculture/external-studies/2012/support-farmers-coop/fulltext_en.pdf).

    [21]             Σε αυτά περιλαμβάνονται η υποβολή αίτησης ενίσχυσης και η σύνταξη αναλυτικής ετήσιας έκθεσης που αποτελεί σημαντικό εργαλείο για την παρακολούθηση της εφαρμογής του καθεστώτος για τα Ο&Κ αλλά, παράλληλα, και διοικητική επιβάρυνση.

    [22]             Κατά την περίοδο 2004-2010, οι περισσότερες ανακλήσεις αναγνώρισης πραγματοποιήθηκαν στην Ισπανία (148), τη Γαλλία (94) και την Ιταλία (43). Ως ποσοστό επί του συνολικού αριθμού των ΟΠ, ο αριθμός των ανακλήσεων αναγνώρισης ήταν ιδιαίτερα μεγάλος στις χώρες SI, IE, FI και BG.

    [23]             Άρθρο 103β του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007.

    [24]             Άρθρο 103δ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007.

    [25]             Βλ. αναλυτικότερα πίνακες 3 και 4 στο έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής.

    [26]             Ως βαθμός οργάνωσης των παραγωγών ορίζεται η αναλογία της αξίας της παραγωγής Ο&Κ μιας περιοχής που διατίθεται στο εμπόριο από τις ΟΠ, τις ΕΟΠ και τις ομάδες παραγωγών επί της συνολικής αξίας της παραγωγής Ο&Κ της εν λόγω περιοχής. Η ΕΧΣ προστίθεται στα επιχειρησιακά ταμεία των ΟΠ και είναι ίση προς το 80% κατ’ ανώτατο όριο της χρηματικής εισφοράς των μελών της ΟΠ ή της ίδιας της ΟΠ στο επιχειρησιακό ταμείο της.

    [27]             Αυτό είναι δυνατό μόνο σε περιοχές οι ΟΠ των οποίων διαθέτουν στο εμπόριο ποσοστό κατώτερο του 15% της αξίας της παραγωγής Ο&Κ και η παραγωγή Ο&Κ των οποίων αντιπροσωπεύει τουλάχιστον το 15% της συνολικής γεωργικής παραγωγής τους.

    [28]             Οι υλικές επενδύσεις για περιβαλλοντικούς σκοπούς είναι επενδύσεις σε πάγια στοιχεία ενεργητικού τα οποία αναμένεται ότι θα αποφέρουν σημαντικά οφέλη από την άποψη της μειωμένης χρήσης εισροών ή/και της μείωσης των εκπομπών ρύπων.

    [29]             Βλ. εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 755/2012 της Επιτροπής, της 16ης Αυγούστου 2012, για την τροποποίηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 543/2011 όσον αφορά την επιλεξιμότητα των ειδικών δαπανών των περιβαλλοντικών δράσεων που αναλαμβάνονται εντός των επιχειρησιακών προγραμμάτων των οργανώσεων παραγωγών στον τομέα των οπωροκηπευτικών (ΕΕ L 223 της 21.8.2012, σ. 6).

    [30]             Το κεφάλαιο 5 του εγγράφου εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής παρέχει ανασκόπηση των επιπτώσεων των επιχειρησιακών προγραμμάτων στα εν λόγω 13 κράτη μέλη. Οι εκθέσεις που υπέβαλαν άλλα κράτη μέλη (Βουλγαρία, Φινλανδία, Πολωνία, Ρουμανία, Σλοβακία και Σουηδία) δεν παρέχουν σαφή απάντηση σε όλες τις ερωτήσεις αξιολόγησης όσον αφορά την αποτελεσματικότητα των επιχειρησιακών προγραμμάτων. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ελάχιστα επιχειρησιακά προγράμματα έχουν εγκριθεί στο πλαίσιο του νέου καθεστώτος (π.χ. μόνο 1 ΟΠ έχει επιχειρησιακό πρόγραμμα στη Βουλγαρία και Ρουμανία) και στην έλλειψη αξιόπιστων δεδομένων σχετικά με τις επιπτώσεις των εν λόγω προγραμμάτων.

    [31]             Βλ., σχετικά, την αιτιολογική σκέψη 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1182/2007 (ΕΕ L 273 της 17.10.2007, σ. 1), οι διατάξεις του οποίου ενσωματώθηκαν στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1234/2007.

    Top