Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52004IE0961

    Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Δεύτερος πυλώνας της ΚΓΠ: οι προοπτικές προσαρμογής της πολιτικής για την ανάπτυξη των αγροτικών περιοχών (Η συνέχεια της Διάσκεψης του Salzbourg)»

    ΕΕ C 302 της 7.12.2004, p. 53–59 (ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, SK, SL, FI, SV)

    7.12.2004   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    C 302/53


    Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Δεύτερος πυλώνας της ΚΓΠ: οι προοπτικές προσαρμογής της πολιτικής για την ανάπτυξη των αγροτικών περιοχών (Η συνέχεια της Διάσκεψης του Salzbourg)»

    (2004/C 302/13)

    Στις 29 Ιανουαρίου 2004, η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 29, παράγραφος 2 του Εσωτερικού Κανονισμού, αποφάσισε να καταρτίσει την ανωτέρω γνωμοδότηση.

    Στο ειδικευμένο τμήμα «Γεωργία, ανάπτυξη της υπαίθρου, περιβάλλον» ανατέθηκε η προετοιμασία των σχετικών εργασιών της ΕΟΚΕ.

    Με επιστολή της στις 3 Μαΐου 2004 προς την ΕΟΚΕ, του κ. Silva Rodriguez ΓΔ Γεωργία, η ΕΕ γνωστοποίησε ότι επιθυμεί να γνωρίζει τη θέση της ΕΟΚΕ για το θέμα αυτό το συντομότερο δυνατόν. Λόγω του επείγοντος των εργασιών κατά τη διάρκεια της 410ης συνόδου ολομέλειας της 30ής Ιουνίου και 1ης Ιουλίου 2004 (συνεδρίαση της 30ής Ιουνίου 2004), η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή όρισε τον κ. BROS γενικό εισηγητή υιοθέτησε την ακόλουθη γνωμοδότηση με 127 ψήφους υπέρ και 9 αποχές.

    1.   Εισαγωγή

    1.1

    Το Νοέμβριο του 2003 η Επιτροπή οργάνωσε Διάσκεψη στο Salzbourg, σχετικά με το μέλλον της Κοινοτικής πολιτικής για την ανάπτυξη της υπαίθρου στην προοπτική της Διάσκεψης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Διάσκεψη αυτή επέτρεψε, όπως ακριβώς η Διάσκεψη του Cork υπέρ «ενός ζωντανού αγροτικού χώρου» (1), να:

    συγκεντρώσει τους κυριότερους παράγοντες που ενεργοποιούνται στην κατάρτιση και την εφαρμογή της πολιτικής για την ανάπτυξη της υπαίθρου·

    προτείνει σε δήλωση τους κυριότερους πολιτικούς προσανατολισμούς των παραγόντων της ανάπτυξης της υπαίθρου·

    προσδιορίσει τους άξονες παρέμβασης ενός «αγροτικού ταμείου» σε αρχικό στάδιο της δημοσιονομικής συζήτησης όσον αφορά τις δημοσιονομικές προοπτικές για την περίοδο 2007-2013.

    Για τον λόγο αυτό, η ΕΟΚΕ προτείνει να στηριχθεί ο προβληματισμός σχετικά με τις προσαρμογές της πολιτικής της ανάπτυξης των αγροτικών περιοχών για την περίοδο 2007-2013 στα συμπεράσματα της Διάσκεψης αυτής.

    1.2

    Διαπιστώνοντας ότι η διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης εισάγει μια μεγαλύτερη ποικιλία αγροτικών περιοχών αλλά κυρίως την κυριαρχία του κοινωνικού ζητήματος και της απασχόλησης στα νέα κράτη μέλη, η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι έχει μεγάλη σημασία να τονιστούν η συνάφεια και η διάρθρωση μεταξύ της περιφερειακής πολιτικής και του δεύτερου πυλώνα της ΚΓΠ.

    1.3

    Η Επιτροπή δημοσίευσε δύο έγγραφα που παρουσιάζουν τις δημοσιονομικές προοπτικές για τη μελλοντική περίοδο προγραμματισμού (2) και την Τρίτη Έκθεση για τη Συνοχή (3). Από τα έγγραφα αυτά προκύπτει ότι η περιφερειακή πολιτική ενσωματώνει πλήρως τη στρατηγική της Λισσαβώνας υπέρ μιας ανταγωνιστικής οικονομίας της γνώσης και ότι η πολιτική για την ανάπτυξη της υπαίθρου συγκαταλέγεται σε στήλη με τίτλο «Βιώσιμη διαχείριση και προστασία των φυσικών πόρων» που αναφέρεται στη στρατηγική της βιώσιμης ανάπτυξης. Η στήλη αυτή περιλαμβάνει επίσης τον πρώτο πυλώνα της ΚΓΠ και τα κοινοτικά προγράμματα προστασίας του περιβάλλοντος.

    1.4

    Τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του GÖTEBORG, στις 15 και 16 Ιουνίου 2001 (4), επέτρεψαν την υιοθέτηση μιας ευρωπαϊκής στρατηγικής υπέρ της βιώσιμης ανάπτυξης, στην οποία διευκρινίζεται ότι η Κοινή Γεωργική Πολιτική «… θα πρέπει να προβλέψει μεταξύ των άλλων στο να συμβάλει στη βιώσιμη ανάπτυξη ενθαρρύνοντας περισσότερο τα υγιή προϊόντα υψηλής ποιότητας, μεθόδους παραγωγής οικολογικώς βιώσιμες …» (5).

    1.5

    Τα συμπεράσματα του Συμβουλίου «Γεωργία και αλιεία» του Λουξεμβούργου τον Ιούνιο του 2003 επιβεβαιώνουν την ενίσχυση του δεύτερου πυλώνα της ΚΓΠ προκειμένου να «… προωθηθεί το περιβάλλον, η ποιότητα και η ευζωία των ζώων για να βοηθηθούν οι καλλιεργητές να συμμορφωθούν με τους ευρωπαϊκούς κανόνες παραγωγής που θα αρχίσουν να ισχύουν 2005 (6)». Για τον λόγο αυτό, η γνωμοδότηση πρωτοβουλίας θα πρέπει να αναλύσει και να εμβαθύνει τον προβληματισμό επί των τριών αξόνων δράσης που αποφασίστηκαν στο Salzbourg, δηλαδή: ανταγωνιστική γεωργία, προστασία του περιβάλλοντος και συμβολή στην οικονομική και κοινωνική συνοχή στις αγροτικές περιοχές.

    1.6

    Οι παράγοντες της ανάπτυξης της υπαίθρου υπογράμμισαν επίσης σε τελική δήλωση στο Salzbourg ότι μια αισθητή απλούστευση της κοινοτικής πολιτικής για την ανάπτυξη της υπαίθρου ήταν μαζί αναγκαία και επείγουσα. Αυτή η απλούστευση θα πρέπει ταυτόχρονα να παρέχει περισσότερες ευθύνες στις κοινοπραξίες των προγραμμάτων προκειμένου να προσδιοριστούν και εφαρμοστούν συνολικές στρατηγικές.

    1.7

    Η ΕΟΚΕ προτίθεται συνεπώς να εξετάσει στα πλαίσια αυτής της γνωμοδότησης πρωτοβουλίας τη συνοχή μεταξύ της μελλοντικής περιφερειακής πολιτικής και της μελλοντικής πολιτικής για την ανάπτυξη της υπαίθρου προκειμένου να περιοριστούν οι «γκρίζες ζώνες», να εμβαθυνθούν οι προτάσεις των τριών μελλοντικών αξόνων που θα συγκροτήσουν την πολιτική για την ανάπτυξη της υπαίθρου και να στοχοθετηθούν τα στοιχεία της διοικητικής απλούστευσης.

    Α.   Η ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΜΕΤΑΞΥ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΥΠΑΙΘΡΟΥ

    2.   Η περιφερειακή πολιτική: από την αρχή της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής στην αρχή της εδαφικής αλληλεγγύης

    2.1

    Η υιοθέτηση της Ενιαίας Πράξεως το 1986 επιτάχυνε τη διαδικασία ολοκλήρωσης των οικονομιών των κρατών μελών. Ωστόσο, η διαφορά των επιπέδων ανάπτυξης των περιφερειών της επικράτειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ο ανταγωνισμός τους έθεσαν τις βάσεις για μια πραγματική πολιτική συνοχής που θα έπρεπε να αποτελέσει αντιστάθμισμα στους περιορισμούς της ενιαίας αγοράς για τις χώρες της Νότιας Ευρώπης και τις μειονεκτικές περιοχές. Στη συνέχεια η Συνθήκη του Μάαστριχ για την Ευρωπαϊκή Ένωση, που άρχισε να ισχύει το 1993, θεσμοθέτησε την πολιτική της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής.

    2.2

    Παράλληλα, η ανάπτυξη των εμπορικών σχέσεων της Ένωσης και το προοδευτικό άνοιγμα της εσωτερικής αγοράς ενέτειναν τον ανταγωνισμό των ευρωπαϊκών περιφερειών μολονότι δεν διαθέτουν όλες τους τα ίδια πλεονεκτήματα. Στη διάρκεια της δεκαετίας του `90, η διαρθρωτική πολιτική απέβλεπε συνεπώς στο να απαντηθούν οι ακόλουθες κύριες προκλήσεις:

    μείωση των αναπτυξιακών αποκλίσεων με την υποστήριξη της δημιουργίας απασχόλησης στις μειονεκτικές ζώνες·

    αντιστάθμιση των μειονεκτημάτων των περιφερειών που δεν διαθέτουν τα ίδια αποτελέσματα και την ίδια πρόσβαση στην παγκόσμια αγορά·

    υποστήριξη των δημιουργικών παραγόντων παραγωγής πλούτου για τις μειονεκτικές ζώνες.

    2.3

    Επεκτείνοντας τα στοιχεία της υφιστάμενης διαρθρωτικής πολιτικής, η μεταρρύθμιση του 1999 (Ατζέντα 2000) επεδίωξε να:

    εντείνει τη δημοσιονομική μεταφορά από τις πιο «εξοπλισμένες περιοχές» προς τις περιοχές με καθυστέρηση ανάπτυξης (μείωση του αριθμού των στόχων και 75 % των πόρων που αφιερώνονται στον στόχο 1),

    ανάπτυξη οικονομικών σχέσεων μεταξύ των περιφερειών (Interreg III),

    υποστήριξη της ενσωμάτωσης των περιφερειών με υστέρηση ανάπτυξης στην ενιαία αγορά χάρις στο Ταμείο Συνοχής.

    2.4

    Η Δήλωση των Υπουργών των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που είναι επιφορτισμένοι με την χωροταξία (Postdam, 10-11 Μαΐου 1999 (7)) και τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Göteborg (Ιούνιος 2001) για τον καθορισμό μιας ευρωπαϊκής στρατηγικής υπέρ της βιώσιμης ανάπτυξης υπογραμμίζουν την αναγκαιότητα της εδαφικής συνοχής για μία ισορροπημένη και βιώσιμη ανάπτυξη των εδαφών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τελευταίο στάδιο στην εξέλιξη αυτή, η Ευρωπαϊκή Συνέλευση πρότεινε στο άρθρο 3 του Συντάγματος για την Ευρώπη να εγγραφεί η εδαφική συνοχή στους στόχους της Ένωσης (8).

    2.5

    Επιπλέον, ο κανονισμός, αριθ. 1260/99 (9), που αναφέρεται στις γενικές διατάξεις των διαρθρωτικών ταμείων αναγνωρίζει ότι η ανάπτυξη του ενδογενούς δυναμικού των αγροτικών ζωνών παραμένει πρωταρχικός στόχος ανάπτυξης και διαρθρωτικής προσαρμογής των περιφερειών με υστέρηση ανάπτυξης.

    2.6

    Έχοντας υπόψη την εξέλιξη των κατευθυντήριων αρχών της διαρθρωτικής πολιτικής, δηλαδή την υποστήριξη της ανάπτυξης και την βιώσιμη ανάπτυξη η ΕΟΚΕ καλεί την Επιτροπή και το Συμβούλιο να υπενθυμίσουν, στα πλαίσια της εδαφικής συνοχής ότι, η ανάπτυξη των αγροτικών περιφερειών πρέπει να παραμείνει πρωταρχικός στόχος της περιφερειακής πολιτικής. Έτσι, οι προβληματικές για τη δημιουργία απασχόλησης, τη συνεχή επιμόρφωση και την πρόσβαση στις νέες τεχνολογίες της πληροφορίας στον αγροτικό χώρο θα πρέπει να βρουν πλήρως την απάντησή τους στα πλαίσια της πολιτικής αυτής.

    3.   Η πολιτική ανάπτυξης της υπαίθρου: από την πράσινη Ευρώπη στον συμβιβασμό του Λουξεμβούργου

    3.1

    Οι αλλαγές που έχουν συντελεστεί στη γεωργία τα τελευταία πενήντα χρόνια είναι ουσιαστικές. Στη διάρκεια του χρόνου, διαμόρφωσαν την εξέλιξη της κοινοτικής πολιτικής για τις γεωργικές διαρθρώσεις. Από το 1962 έως το 1972, η κοινοτική παρέμβαση περιορίζονταν στον συντονισμό των μέτρων διαχείρισης των αγορών δεδομένου ότι αυτές βρίσκονται στο στάδιο της συγκρότησης. Από το 1972 έως το 1985, προέκυψαν δύο μεγάλες κατηγορίες συμπληρωματικών δράσεων: από τη μια μεριά οι οριζόντιες δράσεις, που εφαρμόζονται σε όλα τα κράτη μέλη (επαγγελματικής επιμόρφωση, πρόωρη συνταξιοδότηση…), αφετέρου οι περιφερειακές δράσεις που αποβλέπουν στη μείωση των διαρθρωτικών φυσικών μειονεκτημάτων και στην προώθηση του συνόλου της γεωργίας.

    3.2

    Από το 1985 έως το 1999, η επιδίωξη ισορροπίας μεταξύ της βελτίωσης που είναι αναγκαία για την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής γεωργίας και της προσαρμογής του δυναμικού παραγωγής στις ανάγκες της αγοράς, της προστασίας του περιβάλλοντος και της ανάπτυξης των μειονεκτικών περιοχών είχαν ως αποτέλεσμα ότι η πολιτική των γεωργικών διαρθρώσεων αποτέλεσε το γεωργικό σκέλος της νέας στρατηγικής της περιφερειακής πολιτικής. Έτσι, η πολιτική των διαρθρώσεων εφαρμόζει, επιπλέον των οριζόντιων δράσεων και δράσεις διατήρησης του αγροτικού χώρου, προστασίας του περιβάλλοντος, ανάπτυξης των αγροτικών υποδομών, τουριστικών και γεωργικών δραστηριοτήτων.

    3.3

    Βάσει της Διάσκεψης του Cork, «η Ατζέντα 2000» επέτρεψε να τεθεί σε εφαρμογή μια ολοκληρωμένη πολιτική γεωργικής ανάπτυξης με δύο νομικά μέσα (ΕΓΤΠΕ-Εγγύηση και ΕΓΤΠΕ-Προσανατολισμός). Τα δύο αυτά μέσα επιδιώκουν καλύτερη συνάφεια μεταξύ της πολιτικής για την αγροτική ανάπτυξη (2ος πυλώνας της ΚΓΠ) και της πολιτικής των αγορών (1ος πυλώνας της ΚΓΠ) προωθώντας κυρίως την διαφοροποίηση της αγροτικής οικονομίας.

    3.4

    Επιπλέον, καθιερώθηκε ο επιλεκτικός μηχανισμός διαμόρφωσης των άμεσων ενισχύσεων. Επιτρέπει να αυξηθούν τα δημοσιονομικά μέσα υπέρ των αγροπεριβαλλοντικών μέτρων, της πρόωρης συνταξιοδότησης, της αναδάσωσης ή και τις ενισχύσεις που προορίζονται για τις μειονεκτικές ζώνες μέσω εισφοράς στις αντισταθμιστικές ενισχύσεις για την μείωση των θεσμικών τιμών που αποφασίζονται στις κοινές οργανώσεις των αγορών των γεωργικών προϊόντων.

    3.5

    Ο κανονισμός αριθ. 1257/99 (10), σχετικά με την υποστήριξη στην ανάπτυξη της υπαίθρου μέσω του ΕΓΤΠΕ, στηρίζεται στις ακόλουθες θεωρήσεις:

    τα μέτρα αγροτικής ανάπτυξης θα πρέπει να συνοδεύουν και να ολοκληρώνουν την πολιτική των αγορών·

    τα τρία συνοδευτικά μέτρα που θεσπίστηκαν με τη μεταρρύθμιση της ΚΓΠ το 1992 θα πρέπει να συμπληρώσουν το καθεστώς υπέρ των μειονεκτικών ζωνών (φυσικοί περιορισμοί) και των ζωνών που υπόκεινται σε περιβαλλοντικούς περιορισμούς·

    άλλα μέτρα αγροτικής ανάπτυξης μπορούν να ενσωματωθούν στα προγράμματα ολοκληρωμένης ανάπτυξης υπέρ των περιφερειών των στόχων 1 και 2.

    3.6

    Η σειρά των 22 μέτρων, που τα κράτη μέλη μπορούν να συμπεριλάβουν στον προγραμματισμό τους στα θέματα της ανάπτυξης της υπαίθρου, κατανέμονται με τον ακόλουθο τρόπο στο προγραμματισμό 2000-2006 (11): το 39,2 % για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και την προσαρμογή της γεωργίας, το 35 % για τις μειονεκτικές ζώνες και τα αγροπεριβαλλοντικά μέτρα και το 25,8 % για την προσαρμογή και την ανάπτυξη των αγροτικών ζωνών.

    3.7

    Η μεταρρύθμιση της ΚΓΠ, που υιοθετήθηκε τον Ιούνιο του 2003, ενίσχυσε μια από τις αποστολές της πολιτικής για την ανάπτυξη της υπαίθρου δηλαδή τη συνοδεία της προσαρμογής της γεωργίας στις απαιτήσεις της κοινωνίας. Το πεδίο των μέτρων διευρύνθηκε με την προώθηση της ποιότητας των προϊόντων, τη βελτίωση των προδιαγραφών παραγωγής (περιβάλλον, ευζωία των ζώων), την εφαρμογή του προγράμματος Natura 2000 και την ενίσχυση των μέτρων υπέρ της εγκατάστασης νέων γεωργών.

    3.8

    Επιπλέον, ο μηχανισμός διαφοροποίησης είναι πλέον εγγεγραμμένος σε ευρωπαϊκό επίπεδο και θα πρέπει να αντιστοιχεί στη δημοσιονομική μεταφορά περίπου 1,2 δισεκατομμυρίων ευρώ, σε πλήρες έτος, της πολιτικής των αγορών προς την πολιτική για την ανάπτυξη της υπαίθρου.

    3.9

    Σε σχέση με την εξέλιξη αυτή η ΕΟΚΕ υπογραμμίζει ότι ο 2ος πυλώνας της ΚΓΠ πρέπει να συνεχίσει να έχει ως πρώτο στόχο την συνοδεία της γεωργίας στην προσαρμογή της προκειμένου να ανταποκριθεί στις διαρθρωτικές εξελίξεις των προσδοκιών που έχουν οι πολίτες.

    3.10

    Η ανακοίνωση της Επιτροπής για τις δημοσιονομικές προοπτικές της περιόδου 2007-2013 παρουσιάζει έναν σταθερό και περιορισμένο προϋπολογισμό διαθέτοντας ένα ποσοστό των ίδιων πόρων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που ανέχεται στο 1,24 % του ΕΑΠ. Η ΕΟΚΕ υποστηρίζει την πρόταση της Επιτροπής και υπογραμμίζει ότι η μείωση των κοινοτικών πόρων θα αποτελέσει κακό σημάδι τη στιγμή που πραγματικά υλοποιείται η διεύρυνση της ΕΕ.

    3.11

    Αυτή η διαπίστωση ισχύει επίσης για την πολιτική της ανάπτυξης της υπαίθρου. Πράγματι μόνος «συμπληρωματικός» πόρος για την πολιτική αυτή είναι η εφαρμογή της προσαρμογής. Πράγμα που καταλήγει να είναι αποκλειστική η άδεια χρηματοδοτικών μεταφορών μεταξύ του 1ου και του 2ου πυλώνα του ΚΓΠ. Για το λόγο αυτό η ΕΟΚΕ ζητεί από το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να φροντίσουν ώστε να δοθούν ικανοποιητικά δημοσιονομικά μέσα στην πολιτική αυτή γιατί διαφορετικά αυτή θα στερείται περιεχομένου.

    3.12

    Τέλος, η μελλοντική πολιτική για την ανάπτυξη της υπαίθρου θα τεθεί σε εφαρμογή από τη νέα Επιτροπή που συγκροτείται από 25 Επιτρόπους. Η διαχείριση των δύο πυλώνων της ΚΓΠ από διαφορετικούς Επιτρόπους αποτελεί πραγματικό κίνδυνο απώλειας συνοχής μεταξύ των δύο πολιτικών. Η ΕΛΚΕ υπογραμμίζει την αντίθεσή της σε κάθε προσπάθεια ύπαρξης δύο διαφορετικών Γενικών Διευθύνσεων καθώς και στον ορισμό δύο διαφορετικών Επιτρόπων για τα γεωργικά ζητήματα και την ανάπτυξη της υπαίθρου.

    4.   Ο ρόλος της πολυλειτουργικότητας της γεωργίας των πολιτών για την ανάπτυξη της υπαίθρου

    4.1

    Η ΕΟΚΕ έχει ήδη υπενθυμίσει, σε προηγούμενες γνωμοδοτήσεις (12) ότι οι γεωργικές αγορές είναι από τη φύση τους ασταθείς και υπόκεινται ευρύτατα σε διακυμάνσεις των τιμών. Για το λόγο αυτό, οι μηχανισμοί ρύθμισης των προσφορών και της αγοράς αποτελούν απαραίτητη συνθήκη προκειμένου να μπορούν οι γεωργικές εκμεταλλεύσεις να ικανοποιήσουν τις προϋποθέσεις βιώσιμης γεωργικής παραγωγής. Η ΕΟΚΕ υπογραμμίζει ότι η διατήρηση της πολιτικής υπέρ της ρύθμισης των αγορών γεωργικών προϊόντων συμβάλει επίσης στην επιτυχία της πολιτικής για την ανάπτυξη των γεωργικών περιοχών γενικότερα.

    4.2

    Εξάλλου, η κατάργηση της διασύνδεσης μεταξύ της πράξης παραγωγής και της δημόσιας υποστήριξης στη γεωργία καθιερώθηκε στην τελευταία μεταρρύθμιση της ΚΓΠ, στις 26 Ιουνίου 2003. Η εξέλιξη αυτή ενισχύει την αναγκαιότητα μίας προοπτικής για την οικονομική ανάπτυξη των γεωργικών δραστηριοτήτων, προκειμένου να ληφθούν καλύτερα υπόψη οι νέες απαιτήσεις όπως η βιοποικιλία, η συντήρηση των ειδικών τοπίων ή η δημιουργία απασχόλησης από τον τομέα αυτό. Η ΕΟΚΕ θεωρεί συνεπώς ότι πρέπει να υπενθυμίσει πως η αγροτική παραγωγική δραστηριότητα συμβάλει κατά πρώτο λόγο στην εμφάνιση ζωντανής υπαίθρου διότι επιτρέπει την ανάπτυξη άμεσης σχέσης μεταξύ των ανθρώπινων δραστηριοτήτων και του χώρου τους.

    4.2.1

    Η εδαφική αγκύλωση των παραγωγικών συστημάτων και των μέσων αξιοποίηση των γεωργικών προϊόντων κυρίως μέσω της ανάπτυξης προστατευόμενης ονομασίας προελεύσεως (AOP), Γεωγραφικών Ενδείξεων Παραγωγής και (IGP), της άμεσης πώλησης, αποτελεί μια από τις πρώτες πτυχές της πολυλειτουργικότητας της γεωργίας που συμβάλει στην ανάπτυξη της υπαίθρου.

    4.3

    Η γεωργία αντιπροσωπεύει στην Ένωση των 25 κρατών μελών πάνω από 13 εκατομμύρια άμεσες θέσεις εργασίας και πάνω από 5 εκατομμύρια έμμεσες θέσεις εργασίας τόσο στο αρχικό όσο και στο κατοπινό στάδιο της γεωργίας. Αυτές οι απασχολήσεις λόγω της φύσεώς τους συνδέονται στενά με το έδαφος. Η εξέλιξη των διακοινοτικών συναλλαγών, προς ένα τμήμα όπου συνεχώς κυριαρχούν τα μεταποιημένα αγροεπισιτιστικά προϊόντα, ενισχύει τον σύνδεσμο μεταξύ του γεωργικού και του επισιτιστικού τομέα. Η διατήρηση και η ανακατανομή της γεωργικής δραστηριότητας στις αγροτικές περιοχές καθίσταται συνεπώς προτεραιότητα διότι διαφορετικά θα αποτελέσει παράγοντα που θα περιορίζει την ενσωμάτωση των αγροτικών ζωνών στην περιφερειακή οικονομία.

    4.4

    Η γεωργική δραστηριότητα επεκτείνεται στο 45 % της ευρωπαϊκής επικράτειας δηλαδή 190 εκατομμύρια εκτάρια (ΕΕ 27). Το 2001, πάνω από το 10 % της ωφέλιμης γεωργικής επιφάνειας υπόκειταν σε μέτρα αγροεπισιτιστικού χαρακτήρα. Το 15 % των ζωνών που έχουν ταξινομηθεί υπό τον τίτλο «προστασία βιοτόπων και πτηνών» είναι γεωργικές ζώνες. Το 38 % των γεωργικών εδαφών της ΕΕ των 15 έχει προσδιορισθεί ως «ευαίσθητη στα αζωτούχα λιπάσματα». Τα μέτρα αυτά ανταποκρίνονται σε τοπικούς στόχους συντήρησης του περιβάλλοντος και της χωροταξικής οργάνωσης. Συνεπώς είναι αναμφισβήτητη η πρωταρχική θέση της γεωργικής δραστηριότητας στη διαχείριση των εδαφών.

    4.5

    Η ΕΟΚΕ υπενθυμίζει ότι οι πολυλειτουργικές πτυχές της γεωργικής παραγωγής συμβάλουν από πολλές απόψεις στη διατήρηση μίας ζωντανής υπαίθρου. Η Επιτροπή και το Συμβούλιο θα πρέπει να το υπενθυμίζουν στο προοίμιο κάθε νέου προσανατολισμού της πολιτικής για την ανάπτυξη της υπαίθρου.

    4.6

    Μολονότι υποστηρίζει τα συμπεράσματα της Διάσκεψης του Salzbourg για τη διαφοροποίηση της οικονομίας της υπαίθρου, η ΕΟΚΕ υπογραμμίζει ότι θα πρέπει να αποφευχθεί η απόκλιση προς την «αγροαστικοποίηση της υπαίθρου», δηλαδή η εφαρμογή ίδιων αναπτυξιακών δράσεων στις αγροτικές ζώνες μ'αυτές που εργάζονται στις αστικές ζώνες. Σχετικά μ'αυτό η ΕΟΚΕ καταρτίζει γνωμοδότησης πρωτοβουλίας για την περιαστική γεωργία (13). Για το λόγο αυτό, ο άξονας «διαφοροποίηση της αγροτικής οικονομίας» στα πλαίσια της πολιτικής για την αγροτική ανάπτυξη πρέπει να επικεντρωθεί σε ορισμένες θεματικές σε στενή σύνδεση με τη γεωργία κυρίως τις υπηρεσίες στο γεωργικό πληθυσμό με στόχο τη βελτίωση στης ζωής, την ανάπτυξη του αγροτουρισμού και την υποστήριξη της πολυδραστηριότητας που βασίζεται στη γεωργική δραστηριότητα.

    5.   Οι ιδιαιτερότητες και τα όρια της πολιτικής για την ανάπτυξη της υπαίθρου

    5.1

    Τα συμπεράσματα της τρίτης έκθεσης για τη συνοχή αποδεικνύουν ότι οι ανισότητες που συνεχίζουν να υπάρχουν μεταξύ των περιφερειών στα θέματα της βιώσιμης παραγωγής, της παραγωγικότητας και της δημιουργίας απασχόλησης προκύπτουν από διαρθρωτικές ανεπάρκειες όσον αφορά τους κυριότερους παράγοντες ανταγωνιστικότητας. Η ΕΟΚΕ υπογραμμίζει ότι η πολιτική για την ανάπτυξη της υπαίθρου θα πρέπει επίσης να εμπνευστεί από τις αρχές αυτές προκειμένου να συμμορφωθεί με ένα εγχείρημα διαρθρωτικής ανάπτυξης των αγροτικών ζωνών.

    5.2

    Η διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενισχύει την προβληματική της οικονομικής ανάπτυξης των αγροτικών περιφερειών λόγω της ισχυρής παρουσίας μιας «λανθάνουσας ανεργίας» στα νέα κράτη μέλη. Πράγμα που καθιστά ακόμη πιο πολύπλοκη τη διάκριση μεταξύ περιφερειακής πολιτικής και πολιτικής για την ανάπτυξη της υπαίθρου. Η ΕΟΚΕ προτείνει να διευκρινιστούν οι κοινές θεματικές της περιφερειακής πολιτικής και της πολιτικής για την ανάπτυξη της υπαίθρου στα πλαίσια ενός νέου κανονισμού για τα διαρθρωτικά ταμεία και ότι ένας αριθμός μέτρων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τη μια ή την άλλη από τις πολιτικές αυτές, θα πρέπει να περιοριστεί προκειμένου να διευκολυνθεί η καλύτερη ευκρίνεια της κάθε μίας από αυτές.

    5.3

    Εάν η γεωργία δεν μπορεί από μόνη της να διασφαλίσει την ανάπτυξη των αγροτικών περιοχών, ωστόσο ο τομέας αυτός δραστηριότητας παραμένει απαραίτητος για κάθε επιτυχία μίας προοπτικής για την ανάπτυξη της υπαίθρου. Η σύνδεση των άμεσων και έμμεσων θέσεων απασχόλησης με το έδαφος, η έκταση του συντηρούμενου χώρου έχουν ως αποτέλεσμα ότι η συνόδευση της γεωργίας στην προσαρμογή της στην εξέλιξη των προσδοκιών που επηρεάζονται από τους πολίτες παραμένει πρωταρχική. Επιπλέον, ο 1ος όπως και 2ος πυλώνας της ΚΓΠ συμμετέχουν στους στόχους της ανάπτυξης της υπαίθρου υποστηρίζοντας ή ενισχύοντας τις γεωργικές δραστηριότητες.

    5.4

    Η διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης αντιπροσωπεύει επίσης σημαντική πρόκληση για το μέλλον της ΚΓΠ. Η ΕΟΚΕ υπογραμμίζει ότι οι ανταλλαγές εμπειρίας και οι μεταφορές μεθοδολογίας θα πρέπει επίσης να καταλάβουν ιδιαίτερη θέση στις συνθήκες εφαρμογής του 2ου πυλώνα της ΚΓΠ στο μέλλον.

    5.5

    Η ΕΟΚΕ υπογραμμίζει ότι οι απομακρυσμένες περιοχές χαμηλής πυκνότητας πληθυσμού όπως είναι τα νησιά, οι αρκτικές περιοχές και οι ορεινές ζώνες σχετίζονται πάντοτε, λόγω των μόνιμων φυσικών μειονεκτημάτων τους, με τον στόχο της επίτευξης της ενιαίας αγοράς. Η περιφερειακή πολιτική όπως και η πολιτική για την ανάπτυξη της υπαίθρου πρέπει να λάβουν υπόψη τους αυτή την πτυχή κατά την διαδικασία εφαρμογής, κυρίως της πρότασης υψηλότερων συντελεστών συγχρηματοδότησης, για να ληφθούν έτσι υπόψη οι περιορισμοί. Εξάλλου, η ΕΟΚΕ καταρτίζει την περίοδο αυτή γνωμοδότηση πρωτοβουλίας που εξετάζει ειδικότερα τις διαδικασίες που θα επιτρέψουν την καλύτερη ενσωμάτωση των μειονεκτικών ζωνών στην περιφερειακή αδυναμία.

    5.6

    Τέλος, η ΕΟΚΕ υπογραμμίζει ότι η πολιτική για την ανάπτυξη της υπαίθρου και η περιφερειακή πολιτική δεν είναι τα μένα μέσα δράσης των δημόσιων αρχών υπέρ της αρμονικής ανάπτυξης των εδαφών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ΕΟΚΕ υπενθυμίζει ότι η κατάλληλη εδαφική αγκύρωση των δημόσιων υπηρεσιών στον πληθυσμό συμβάλει επίσης στο στόχο της εδαφικής συνοχής.

    Β.   ΕΜΒΑΘΥΝΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ ΒΕΛΤΙΩΣΗΣ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

    6.   Τα μέτρα που αποφασίστηκαν στα πλαίσια του συμβιβασμού του Λουξεμβούργου της 26ης Ιουνίου 2003

    6.1

    Η μεταρρύθμιση της ΚΓΠ που πραγματοποιήθηκε τον Ιούνιο του 2003 τόνισε τον ενισχυμένο δεσμό που υφίσταται μεταξύ του δεύτερου πυλώνα της ΚΓΠ, που έχει αφιερωθεί στην ανάπτυξη της υπαίθρου, και την προσαρμογή του πρώτου πυλώνα. Έτσι, έχει εισαχθεί ένα σύνολο νέων συνοδευτικών μέτρων του πρώτου πυλώνα της ΚΓΠ αυξάνοντας από 22 σε 26 τον αριθμό τους.

    6.1.1

    Καθιερώθηκαν δύο νέα μέτρα υπέρ της ποιότητας των τροφίμων (συμμετοχή και δράσεις προώθησης και ενημέρωσης των καταναλωτών για τα προϊόντα αυτά). Τα δύο άλλα μέτρα συνδέονται με την προσαρμογή των τεχνικών παραγωγής στις ευρωπαϊκές προδιαγραφές σχετικά με το περιβάλλον, την ευζωία των ζώων, την υγεία των φυτών και των ζώων.

    6.1.2

    Επίσης, πολλά υφιστάμενα μέτρα προσαρμόστηκαν (συνυπολογισμός των ζητημάτων ευζωίας των ζώων στα πλαίσια των αγροεπισιτιστικών μέτρων, ενίσχυση της δημόσιας υποστήριξης στην εγκατάσταση νέων γεωργών, εφαρμογή της οδηγίας «Βιότοπος και πτηνά» και χρηματοδότηση δασικών επενδύσεων στα πλαίσια των δασών που αποτελούν αντικείμενο διαχείρισης σύμφωνα με περιβαλλοντικά και κοινωνικά κριτήρια).

    6.2

    Σχετικά με τα νέα κράτη μέλη, για την περίοδο 2004-2006 υιοθετήθηκε προσωρινό πρόγραμμα ανάπτυξης της υπαίθρου. Το πρόγραμμα αυτό θα χρηματοδοτήσει, εκτός από τα τέσσερα νέα συνοδευτικά μέτρα: την ενίσχυση της συνένωσης των γεωργών, την υποστήριξη στις εκμεταλλεύσεις που καλύπτουν εν μέρει τις ανάγκες των γεωργών, την τεχνική ενίσχυση και τη συμπλήρωση των άμεσων ενισχύσεων του πρώτου πυλώνα της ΚΓΠ.

    7.   Νέοι δρόμοι για τους 3 άξονες που αποφασίστηκαν στο Salzbourg:

    7.1

    Η ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς και το προοδευτικό άνοιγμα της εσωτερικής αγοράς σε γεωργικές οικονομίες που επωφελούνται από φυσικά συγκριτικά πλεονεκτήματα ή πιο περιορισμένους οικολογικούς κανόνες έχουν ως αποτέλεσμα ότι το ευρωπαϊκό γεωργικό πρότυπο παρέμβει υπό την πίεση μίας αναγκαίας βελτίωσης της ανταγωνιστικότητάς του.

    7.2

    Η ΕΟΚΕ υποστηρίζει συνεπώς ότι ο άξονας «ενίσχυση των επενδύσεων στις γεωργικές εκμεταλλεύσεις» στα πλαίσια της πολιτικής για την ανάπτυξη της υπαίθρου θα πρέπει να συνεχίσει να ενισχύεται. Οι επενδύσεις που επιτρέπουν στις γεωργικές εκμεταλλεύσεις να λαμβάνουν υπόψη τις περιβαλλοντικές απαιτήσεις για τη βελτίωση της ευζωίας των ζώων και τις συνθήκες εργασίας πρέπει να υποστηριχθούν ακόμη περισσότερο γιατί συμβάλλουν στην ενίσχυση της γεωργικής δραστηριότητας στην περιοχή.

    7.3

    Η ΕΟΚΕ υπογραμμίζει ότι η εφαρμογή του μέτρου «Γεωργικό Συμβούλιο» που επιτρέπει την υποστήριξη για προσαρμογή στις νέες προδιαγραφές παραγωγής θα πρέπει να εφαρμοσθεί νωρίτερα. Πράγματι, το μέτρο αυτό δεν μπορεί να εφαρμοστεί αποτελεσματικά στα πλαίσια των κρατών μελών πριν το 2006. Οι προϋποθέσεις χορήγησης όμως θα ισχύσουν ήδη από το 2005.

    7.4

    Η εξασθένιση των μέσων ρύθμισης των αγορών γεωργικών προϊόντων, οι κλιματικές αλλαγές και τα μέτρα που συνδέονται με τις οικονομικές κρίσεις επισημαίνουν τα τελευταία χρόνια τη σημασία που έχει ο έλεγχος του κύκλου εργασιών των εκμεταλλεύσεων. Στα πλαίσια της μεταρρύθμισης της ΚΓΠ που πραγματοποιήθηκε το 2003 η Επιτροπή προέβλεπε τη μελέτη της δυνατότητας διαφοροποιήσεων να χρησιμοποιείται σε εθνικό επίπεδο για ειδικά μέτρα που αποβλέπουν στην αντιμετώπιση των κρίσεων και των φυσικών καταστροφών. Η ΕΟΚΕ υπενθυμίζει ότι η Επιτροπή θα πρέπει να ανακοινώσει αυτή την έκθεση πριν το τέλος του 2004 όπως επίσης να εξετάσει τους τρόπους, τόσο εθνικούς όσο και κοινοτικούς, ανάπτυξης των συστημάτων γεωργικής ασφάλισης. Ζητεί, στην περίπτωση που χρειαστεί, να αναλυθεί η συμβολή του δεύτερου πυλώνα της ΚΓΠ ως συνοδευτικού μέσου.

    7.5

    Η μελλοντική πολιτική ανάπτυξης της υπαίθρου θα πρέπει να επιβεβαιωθεί ως δεύτερος άξονας προστασίας του περιβάλλοντος και διαχείρισης του χώρου, με κυριότερα εργαλεία τα αγροπεριβαλλοντικά μέτρα και την αντιστάθμιση των φυσικών μειονεκτημάτων, βάσει κοινών κριτηρίων προκειμένου να διασφαλιστεί η εδαφική ισορροπία.

    7.6

    Η μεταρρύθμιση της ΚΓΠ εισάγει την αρχή της εξάρτησης των άμεσων υποστηρίξεων στη γεωργία σε σχέση με τον σεβασμό της κοινοτικής νομοθεσίας (19 οδηγίες και κανονισμοί) που αναφέρονται στο περιβάλλον, τη δημόσια υγεία, την υγεία των ζώων και των φυτών καθώς και την ευζωία των ζώων. Η ΕΟΚΕ υπογραμμίζει ότι η νέα αυτή πτυχή του πρώτου πυλώνα της ΚΓΠ δεν πρέπει να συγχέεται με τα αγροπεριβαλλοντικά μέτρα. Τα τελευταία αυτά δεν ανταποκρίνονται σε μία λογική ρύθμισης αλλά υποστηρίζουν εκούσιες και συμμετοχικές δράσεις των γεωργών με στόχο την εφαρμογή μεθόδων γεωργικής παραγωγής που έχουν καταρτισθεί προκειμένου να προστατευθεί το περιβάλλον και να διατηρηθεί ο φυσικός χώρος.

    7.7

    Η ΕΟΚΕ υπογραμμίζει ότι οι διοικητικές διατάξεις για την εφαρμογή των αγροπεριβαλλοντικών μέτρων θα πρέπει να απλοποιηθούν. Έτσι, ο ορισμός των στόχων των μέτρων αυτών θα πρέπει να τονίζει την επικουρικότητα. Διερωτάται επίσης για την αναγκαιότητα περαιτέρω διεύρυνσης των μέτρων αυτών και σε άλλες περιβαλλοντικές προβληματικές λόγω της δημοσιονομικής σταθερότητας. Ωστόσο, ειδική έμφαση πρέπει να δοθεί στα αγροπεριβαλλοντικά μέτρα που ευνοούν την ποικιλία των συστημάτων γεωργικής παραγωγής με στόχο την διατήρηση της ισορροπίας των αγροσυστημάτων.

    7.7.1

    Λόγω της δήλωσης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Göteborg, τα αγροπεριβαλλοντικά μέτρα πρέπει να καταστούν υποχρεωτικά σε όλα τα εθνικά προγράμματα.

    7.7.2

    Η ΕΟΚΕ υπογραμμίζει ότι η χρηματοδότηση του προγράμματος Natura 2000 δεν πρέπει να γίνει εις βάρος των σημερινών μέτρων. Για το λόγο αυτό, εκφράζει την ευχή να προσδιορίσει η Επιτροπή νέες χρηματοδοτήσεις για την αντιστάθμιση του κόστους που γεννά η εφαρμογή της οδηγίας «Βιότοπος και πτηνά».

    7.8

    Ο τρίτος άξονας της μελλοντικής πολιτικής για την ανάπτυξη της υπαίθρου θα πρέπει να επικεντρωθεί στη διαφοροποίηση της οικονομίας σε σύνδεση με τη γεωργική δραστηριότητα προκειμένου να συμβάλλει στην διατήρηση του πληθυσμού στις αγροτικές ζώνες.

    7.9

    Η Επιτροπή στην 3η έκθεσή της για τη συνοχή υπογραμμίζει ότι τρεις τύποι δράσεων, συγκεκριμένα ο τουρισμός, η βιοτεχνία και η αγροτική κληρονομιά θα πρέπει να αποτελέσουν κοινό πεδίο της περιφερειακής πολιτικής και της πολιτικής για την ανάπτυξη της υπαίθρου. Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι η ισορροπία αυτή πρέπει να διατηρηθεί. Απ' ό,τι προκύπτει οι αγροτικές υποδομές δεν θα χρηματοδοτούνται πλέον από τα διαρθρωτικά ταμεία. Η ΕΟΚΕ συνεπώς αντιτίθεται στη μεταφορά της ευθύνης γι'αυτόν τον τύπο επενδύσεων που συντελείται στην περιφερειακή πολιτική προς την πολιτική για την ανάπτυξη της υπαίθρου.

    7.10

    Επιπλέον, προτείνει ενόψει της εξέλιξης της περιφερειακής πολιτικής οι δράσεις της αγροτικής κληρονομιάς που δεν εγγράφονται σε «αγροτουριστικό» σχέδιο να μην εντάσσονται πλέον στην πολιτική για την ανάπτυξη της υπαίθρου.

    7.11

    Τέλος, η ΕΟΚΕ προτείνει να επιφορτιστεί ο άξονας «αγροτική οικονομία» με έναν ορισμένο αριθμό υπηρεσιών που θα επιτρέψουν τη βελτίωση της ποιότητας ζωής υπέρ των γεωργικών πληθυσμών (υπηρεσίες αντικατάστασης καλλιεργητών για παράδειγμα).

    Γ.   ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΩΝ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΔΙΑΒΙΩΣΗΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΥΠΑΙΘΡΟΥ

    8.

    Το πρώτο σημείο στο οποίο η βελτίωση των συνθηκών διαχείρισης θα πρέπει να επιδιωχθεί είναι ο προγραμματισμός των προγραμμάτων ανάπτυξης της υπαίθρου. Η ΕΟΚΕ υποστηρίζει την Επιτροπή στην προσπάθειά της να καταρτίσει νέα πολιτική για την ανάπτυξη της υπαίθρου προκειμένου να περιοριστούν στο μέγιστο οι «λανθάνοντες χρόνοι» μεταξύ δύο περιόδων προγραμματισμού.

    8.1

    Οι δυσκολίες που παρουσιάστηκαν σε ορισμένα κράτη σχετικά με την διοικητική εφαρμογή της πολιτικής για την ανάπτυξη της υπαίθρου, δείχνουν ότι η παρέμβαση πολλών δημοσιονομικών μέσων στους διάφορους κανόνες μπορεί να αντιταχθεί στην καλύτερη ευκρίνεια της δημόσιας δράσης. Έτσι, η πρόοδος που αντιπροσωπεύει η συνένωση των δράσεων υπέρ της ανάπτυξης της υπαίθρου στα πλαίσια του ίδιου κανονισμού θεωρήθηκε από τους αποδέκτες ως πηγή πρόσθετης διοικητικής πολυπλοκότητας.

    8.2

    Η απλούστευση του προγραμματισμού συνίσταται στο ότι θα υπάρχει ένα μόνο ταμείο που διαχειρίζεται τις δράσεις σχετικά με την πολιτική της ανάπτυξης της υπαίθρου. Ωστόσο, η ΕΟΚΕ υπογραμμίζει ότι οι διαδικασίες διαχείρισης αυτού του ενιαίου ταμείου θα πρέπει να είναι συνεκτικές με αυτές που εφαρμόζονται τα άλλα διαρθρωτικά ταμεία.

    8.3

    Η διάρθρωση της μελλοντικής πολιτικής για την ανάπτυξη της υπαίθρου σε τρεις άξονες (ανταγωνιστικότητα της γεωργίας, διαχείριση του χώρου και διαφοροποίηση της αγροτικής οικονομίας) θα πρέπει επίσης να υπάρχουν και κατά την κατάρτιση του προσεχούς κανονισμού για την ανάπτυξη της υπαίθρου. Ο κανονισμός αυτός μπορεί να διευκρινίζει τις αρχές της παρέμβασης, τους τόπους των τριών αξόνων και να καταγράφει τους τύπους ενδεχόμενων δράσεων (ενίσχυση στην επένδυση, επιδοτούμενα δάνεια, πολυετής δημόσια υποστήριξη με διασφάλιση ορισμένων προδιαγραφών, τεχνική ενίσχυση, χρηματοδοτική μηχανική …). Οι διαδικασίες εφαρμογής καθενός μέτρου θα πρέπει να σχετίζεται με την εθνική επικουρικότητα. H EOKE υπογραμμίζει ότι η διαχείριση μίας μόνο απόφασης ανά κράτος μέλος μέσω στρατηγικού εγγράφου θα είχε ως πλεονέκτημα τη θέσπιση σταθερού κοινοτικού πλαισίου για την περίοδο προγραμματισμού.

    8.4

    Η σημερινή διαδικασία προσαρμογής των τροποποιήσεων των μέτρων στα πλαίσια της επιτροπής STAR (Επιτροπή Διαχείρισης Γεωργικών Διαρθρώσεων και Ανάπτυξης της Υπαίθρου) στερείται ευελιξίας δεδομένου ότι η προκαταρκτική αξιολόγηση παραμένει χρονοβόρα. Η ΕΟΚΕ προτείνει η νέα διαδικασία που πρόκειται να εγκαθιδρυθεί να εμπνευστεί από την αντίστοιχη που ισχύει για την κύρωση των κρατικών ενισχύσεων. Δηλαδή κατά τη διάρκεια της υιοθέτησης του προγράμματος ανάπτυξης της υπαίθρου στην αρχή του προγραμματισμού, οι τροποποιήσεις παρέμβασης των μέτρων μπορούν να διαβιβάζονται για εξέταση νομιμότητας στην Επιτροπή (αξιολόγηση εκ των υστέρων).

    8.5

    Η επικύρωση των λειτουργικών προγραμμάτων πρέπει να σχετίζεται με την εθνική ή υποεθνική επικουρικότητα ανάλογα με την οργάνωση του κράτους μέλους. Η Επιτροπή θα έχει συνεπώς την ευθύνη να εποπτεύει για την αποφυγή νόθευσης του ανταγωνισμού λόγω των δράσεων εφαρμογής, να επαληθεύσει τη νομιμότητα των διαδικασιών παρέμβασης και να διασφαλίσει τη συνοχή με τα διαρθρωτικά ταμεία. Η ΕΟΚΕ υπογραμμίζει επίσης ότι η Επιτροπή λόγω της εμπειρίας που έχει αποκτήσει μπορεί να πλαισιώσει τις δράσεις μεταφοράς εμπειρίας στα πλαίσια της τεχνικής ενίσχυσης, κυρίως για τα νέα κράτη μέλη.

    8.6

    Η ΕΟΚΕ εκφράζει την επιθυμία να μειωθεί ο αριθμός των σταδίων επικύρωσης των προγραμμάτων με περιορισμό της ευθύνης καθενός επιπέδου αποφάσεων: Επιτροπή – κράτη μέλη και τοπικές αρχές.

    8.7

    Η επιλογή ενός ενιαίου ταμείου για τις δράσεις που σχετίζονται με την πολιτική για την ανάπτυξη της υπαίθρου τείνει επίσης να απλουστεύσει τη δημοσιονομική διαχείριση. Στη λογική των διαρθρωτικών ταμείων, αυτό το νέο ταμείο θα πρέπει να διαθέτει τα κυριότερα χαρακτηριστικά συγκεκριμένα:

    να βασίζεται σε ετήσιο χρονοδιάγραμμα προβλέψεων,

    να πραγματοποιεί πολυετή προγραμματισμό,

    να διαθέτει πιο ευέλικτες διαδικασίες πληρωμών απ'ό,τι το ΕΓΤΠΕ — Εγγύηση (πιστώσεις υποχρεώσεων — πιστώσεις πληρωμών).

    8.8

    Το ζήτημα των ελέγχων σχετίζεται επίσης με την απλούστευση της διοικητικής διαχείρισης της πολιτικής για την ανάπτυξη της υπαίθρου. Η ΕΟΚΕ υποστηρίζει τους προσανατολισμούς της Επιτροπής που παρουσιάζονται στα πλαίσια τις 3ης έκθεσης για τη Συνοχή κυρίως σε ό,τι αφορά την αναλογικότητα των ελεγκτικών καθηκόντων. Κάτω από ένα ορισμένο όριο το κράτος μέλος μπορεί να επιλέξει να εφαρμόσει το εθνικό σύστημα ελέγχου για τα εν λόγω προγράμματα. Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι οι προσανατολισμοί αυτοί θα πρέπει να ισχύουν για τη διαχείριση της πολιτικής για την ανάπτυξη της υπαίθρου στο μέτρο που διασφαλίζουν την ίδια αποτελεσματικότητα των ελέγχων και συνεπώς την ορθή χρήση των κοινοτικών πιστώσεων.

    8.9

    Η επιφύλαξη περί αποδόσεως των διαρθρωτικών ταμείων που θεσπίστηκε στα πλαίσια της Ατζέντα 2000 θεωρήθηκε ως μέτρο δέσμευσης ύστερα από τις περιπέτειες της διοικητικής εφαρμογής των προγραμμάτων. Επιπλέον, η απονομή της σε συνάρτηση μόνο με κριτήριο που στηρίζεται στην κατανάλωση των πιστώσεων μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις παρακινώντας τον ταχύ προγραμματισμό που θα ακολουθηθεί από αυστηρή παρακολούθηση της εκτέλεσης των δράσεων πράγμα που δεν είναι συνεκτικό με την ενεργοποίηση ενός πολυετούς προγραμματισμού αγροτικής ανάπτυξης. Για το λόγο αυτό, η ΕΟΚΕ υπογραμμίζει ότι η αρχή της επιφύλαξης περί αποδόσεως δεν θα πρέπει να ισχύσει στη μελλοντική πολιτική για την ανάπτυξη της υπαίθρου.

    8.10

    Το ζήτημα της κοινοπραξίας ανταποκρίνεται επίσης σε μία λογική απλούστευσης κατά την εφαρμογή των προγραμμάτων. Σύμφωνα και με ό,τι έχει συμβεί στα πλαίσια της περιφερειακής πολιτικής, η ΕΟΚΕ εκφράζει την επιθυμία κάθε κράτος μέλος να επιχειρήσει να οργανώσει συνεργασίες μεταξύ των διαφόρων επιπέδων διοίκησης αλλά και τους κοινοτικούς εταίρους και τους αντιπροσώπους της οργανωμένης κοινωνίας των πολιτών, από τη φάση της κατάρτισης έως τη φάση της εφαρμογής και της παρακολούθησης των προγραμμάτων.

    8.11

    Μετά την προώθηση της πρωτοβουλίας Leader το 1989 η κεντρική θέση που κατέλαβε η έρευνα νέων τρόπων ανάπτυξης σε αγροτικές περιοχές συνέβαλε επίσης στην επιτυχία αυτής της πρωτοβουλίας της Επιτροπής. Επιπλέον, η σημερινή φάση των προγραμμάτων έχει τονίσει τον πολλαπλασιαστικό χαρακτήρα που έχουν οι ανταλλαγές εμπειρίας διευκολύνοντας τις κοινοπραξίες μεταξύ ομάδων τοπικών δράσεων διαφόρων χωρών. Η ΕΟΚΕ υπογραμμίζει ότι η πρωτοβουλία Leader θα πρέπει να συνεχίσει να συνοδεύει τις τοπικές πρωτοβουλίες που διερευνούν νέους τρόπους ανάπτυξης για τις αγροτικές ζώνες κυρίως μέσω προσδιορισμένης κατεύθυνσης στα πλαίσια της πολιτικής για την ανάπτυξη της υπαίθρου. Με ποιο τρόπο να προβλεφθούν εκ των προτέρων οι ανάγκες συνεχούς επιμόρφωσης στην περιοχή, η έρευνα νέων αγωγών για τα γεωργικά προϊόντα, η ανάπτυξη συνεργιών μεταξύ οικονομικών παραγόντων στα πλαίσια της ίδιας περιοχής αποτελούν ζητήματα που μπορούν να διαφωτίσουν περισσότερο το μέλλον της πολιτικής για την ανάπτυξη της υπαίθρου. Η ΕΟΚΕ συνεπώς υποστηρίζει τη συνέχιση της πρωτοβουλίας Leader στα πλαίσια της πολιτικής με σκοπό την ανάπτυξη της έρευνας καινοτόμων λύσεων για την ανάπτυξη των αγροτικών περιοχών.

    Βρυξέλλες, 30 Ιουνίου 2004.

    Ο Πρόεδρος

    της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

    Roger BRIESCH


    (1)  Ευρωπαϊκή Διάσκεψη για την ανάπτυξη της υπαίθρου, Cork (Ιρλανδία), από 7 έως 9 Νοεμβρίου 1996.

    http://www.europa.eu.int/comm/agriculture/rur/cork_fr.htm

    (2)  COM(2004)101.

    (3)  COM(2004)107.

    (4)  Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Göteborg, 15-16 Ιουνίου 2001,

    http://europa.eu.int/comm/gothenburg_council/sustainable_fr.htm

    (5)  Συμπεράσματα της Προεδρίας, Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Göteborg, 15-16 Ιουνίου 2001, σημείο 31. Έγγραφο αριθ. 200/1/01.

    (6)  2516η σύνοδος του Συμβουλίου —ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΑΛΙΕΙΑ— Λουξεμβούργο 11, 12, 17, 18, 19, 25 και 26 Ιουνίου 2003; 10272/03 (Presse 164), σ. 7, σημείο 3.

    (7)  Potsdam, Μάιος 1999,

    http://europa.eu.int/comm/regional_policy/sources/docoffic/official/reports/som_fr.htm

    (8)  Άρθρο 3: Οι στόχοι της Ένωσης: Η Ένωση […] υπόσχεται την οικονομική, κοινωνική και εδαφική συνοχή και την αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών μελών.

    http://europa.eu.int/futurum/constitution/part1/title1/index_fr.htm#Article3.

    (9)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1260/1999 του Συμβουλίου της 21ης Ιουνίου 1999 περί των γενικών διατάξεων των διαρθρωτικών ταμείων, ΕΕ L 161 της 26.6.1999 σ. 1-42.

    (10)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1257/1999 του Συμβουλίου της 17ης Μαΐου 1999 σχετικά με την υποστήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ) και την τροποποίηση ή κατάργηση ορισμένων κανονισμών, ΕΕ L 160 της 26.6.1999 σ. 80-102.

    (11)  Τεχνικό δελτίο «η αγροτική συνέντευξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση» — σελ. 9, Υπηρεσία Δημοσίευσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2003.

    (12)  «Μία πολιτική για την παγίωση του ευρωπαϊκού γεωργικού προτύπου», CES 953/99, EE C 368 της 20.12.1999, σ. 76-86.

    «Το μέλλον της ΚΓΠ», CES 362/2002, ΕΕ C 125 της 27.5.2002, σ. 87-99.

    (13)  «Η περιαστική γεωργία», Σχέδιο γνωμοδότησης CESE 1324/2003 (προς υιοθέτηση από τη σύνοδο ολομέλειας του Σεπτεμβρίου 2004).


    Top