EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52004AE0963

Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την «Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή — Φορολογία μερισμάτων φυσικών προσώπων στην Εσωτερική Αγορά» — COM(2003) 810 τελικό

ΕΕ C 302 της 7.12.2004, p. 70–73 (ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, SK, SL, FI, SV)

7.12.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 302/70


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την «Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή — Φορολογία μερισμάτων φυσικών προσώπων στην Εσωτερική Αγορά»

COM(2003) 810 τελικό

(2004/C 302/15)

Στις 19 Δεκεμβρίου 2003, και σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 262 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφάσισε να ζητήσει τη γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την ανωτέρω ανακοίνωση.

Το ειδικευμένο τμήμα «Οικονομική και Νομισματική Ένωση, Οικονομική και Κοινωνική Συνοχή» στο οποίο ανατέθηκαν οι σχετικές εργασίες της ΕΟΚΕ κατήρτισε τη γνωμοδότησή του στις 8 Ιουνίου 2004 με βάση την εισηγητική έκθεση του κ. RETUREAU.

Κατά την 410η σύνοδο ολομελείας της, της 30ής Ιουνίου και 1ης Ιουλίου 2004 (συνεδρίαση της 30ής Ιουνίου 2004), η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε με 151 ψήφους υπέρ, 1 κατά και 12 αποχές, την ακόλουθη γνωμοδότηση:

1.   Εισαγωγή

1.1

Η υπό εξέταση ανακοίνωση εστιάζεται στη φορολογία των μερισμάτων που εισπράττουν φυσικά πρόσωπα που είναι επενδυτές χαρτοφυλακίου.

1.2

Αποτελεί συνέχεια της ανακοίνωσης σχετικά με τη φορολογία των επιχειρήσεων (1) όπου προτεινόταν ήδη ο καθορισμός των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με την εφαρμογή των κυριότερων αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στον τομέα αυτό, και για την περίπτωση των μερισμάτων που εισπράττουν φυσικά πρόσωπα, η αναφορά στην απόφαση Verkooijen (2). Η αφομοίωση των εισερχόμενων και εξερχόμενων μερισμάτων στην κίνηση των κεφαλαίων αποτελεί πραιτοριανό κατασκεύασμα· τα μερίσματα δεν αναφέρονται ρητά ούτε στη συνθήκη ούτε στην οδηγία.

1.3

Οι διαφορές των φορολογικών συστημάτων των κρατών μελών όσον αφορά «τη διπλή φορολόγηση των εταιρικών κερδών που διανέμονται στους μετόχους υπό μορφή μερισμάτων (3)» αποτελεί σημαντική πηγή διακρίσεων καθώς και εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων στην εσωτερική αγορά.

1.4

Οι προτεινόμενες κατευθυντήριες γραμμές αφορούν τον αντίκτυπο του κοινοτικού δικαίου στα συστήματα φορολόγησης μερισμάτων των κρατών μελών και με τον τρόπο αυτό αποσκοπούν, βάσει της προαναφερθείσας νομολογίας του Δικαστηρίου, στην εξάλειψη των περιορισμών που επιβάλλει στους ιδιώτες η φορολόγηση των εισοδημάτων από μετοχές χαρτοφυλακίου. Εξάλλου, η πρόταση αποσκοπεί στη μείωση των πολύ υψηλών συντελεστών φορολόγησης στην πηγή στα κράτη από τα οποία προέρχονται τα μερίσματα.

1.5

Στόχος είναι «να βοηθήσει τα κράτη μέλη να εξασφαλίσουν ότι τα συστήματά τους συμβιβάζονται με τις απαιτήσεις της Εσωτερικής Αγοράς» σύμφωνα με τις «αρχές της Συνθήκης όσον αφορά την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων».

1.6

Εάν τα κράτη μέλη δεν αποδεχθούν την προτεινόμενη μέθοδο προκειμένου να εξαλειφθούν τα εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία για τις επενδύσεις μετοχών χαρτοφυλακίου, η Επιτροπή, ως θεματοφύλακας των Συνθηκών, θα μπορούσε τότε να επικαλεστεί το άρθρο 226 της Συνθήκης Ε.Κ.

1.7

Πρέπει να υπενθυμιστεί ότι το Δικαστήριο δύναται από τα πρακτικά των προδικαστικών ερωτημάτων που έχει διατυπώσει ο εθνικός δικαστής, με βάση τα δεδομένα που αυτός έχει εκθέσει, να εντοπίσει τα στοιχεία που προκύπτουν από την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου προκειμένου να μπορέσει ο εν λόγω δικαστής να επιλύσει το νομικό πρόβλημα του οποίου έχει επιληφθεί (4).

2.   Η φορολογία μερισμάτων στην εσωτερική αγορά

2.1

Η φορολόγηση των κερδών των εταιρειών διέπεται από έναν συντελεστή ο οποίος ανάλογα με τη χώρα κυμαίνεται από 12,5 έως 40 % (30 % περίπου κατά μέσο όρο). Ο φόρος των μερισμάτων που διανέμονται επί των κερδών των εταιρειών μετά τη φορολόγησή τους μπορεί να επιβληθεί στην πηγή και να αφαιρεθεί από το διανεμόμενο μέρισμα, αλλά μπορεί επίσης να αντληθεί από τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων με οριακό συντελεστή ή σύμφωνα με συγκεκριμένο συντελεστή.

2.2

Η φορολόγηση των κερδών των εταιρειών και των εισοδημάτων από μερίσματα αποτελεί, κατά τη γνώμη της Επιτροπής, «διπλή οικονομική φορολόγηση», και οι ιδιώτες διατρέχουν τον κίνδυνο διεθνούς διπλής νομικής φορολόγησης (φορολόγηση από δύο διαφορετικά κράτη των μερισμάτων που εισπράττονται στο εξωτερικό).

2.2.1

Το υπόδειγμα σύμβασης του ΟΟΣΑ, που προτείνεται για την αποτροπή της διεθνούς διπλής νομικής φορολόγησης, δεν αφορά τη διπλή οικονομική φορολόγηση.

2.2.2

Βάσει του υποδείγματος σύμβασης του ΟΟΣΑ, ο φόρος που έχει ήδη εισπραχθεί επί των μερισμάτων στη χώρα προέλευσης θα πρέπει να εκπέσει από τον οφειλόμενο φόρο στη χώρα διαμονής του φορολογούμενου μετόχου, με τη μορφή κανονικής έκπτωσης που περιορίζεται στον ενδεχομένως οφειλόμενο φόρο επί των μερισμάτων στο κράτος διαμονής του φορολογούμενου.

2.2.3

Το υπόδειγμα του ΟΟΣΑ ισχύει, σύμφωνα με την Επιτροπή, για όλα τα συστήματα φορολόγησης των κερδών και των μερισμάτων, με καθαρή ή μικτή μορφή (κλασσικό σύστημα, σύστημα διαφορικών φορολογικών συντελεστών, σύστημα καταλογισμού, σύστημα απαλλαγής).

3.   Η απόφαση Verkooijen και άλλες σχετικές αποφάσεις

3.1

Η απόφαση του Δικαστηρίου σχετικά με την υπόθεση Verkooijen, αφορούσε την άρνηση χορήγησης στον τελευταίο απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος για τα μερίσματα που εισέπραξε από μετοχές εταιρείας εγκατεστημένης σε κράτος μέλος εκτός του Βασιλείου των Κάτω Χωρών.

3.2

Η απαλλαγή αυτή εφαρμοζόταν για το εισόδημα από μετοχές ή εταιρικά μερίδια επί του οποίου είχε παρακρατηθεί στην πηγή ο φόρος επί των μερισμάτων που ίσχυε στις Κάτω Χώρες, πράγμα που απέκλειε τα έσοδα από μετοχές που είχαν εισπραχθεί σε άλλες χώρες.

3.2.1

Πρώτον, η απαλλαγή θεσπίστηκε ως μέτρο για την αύξηση των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων και την παροχή κινήτρων για την τόνωση του ενδιαφέροντος των ιδιωτών για τις ολλανδικές μετοχές· δεύτερον, η απαλλαγή αποσκοπούσε, ιδίως όσον αφορά τους μικρούς επενδυτές, στην εν μέρει αντιστάθμιση της διπλής φορολογίας με απαλλαγή για ποσό χιλίων φλορινιών.

3.2.1.1

Στο πλαίσιο της φορολογήσεως του εισοδήματος του κ. Verkooijen, ο έφορος δεν εφάρμοσε την απαλλαγή για τα μερίσματα, εκτιμώντας ότι ο κ. Verkooijen δεν την δικαιούνταν, διότι τα μερίσματα που είχε εισπράξει «δεν υπόκειντο στον ολλανδικό φόρο επί των μερισμάτων».

3.2.2

Το Δικαστήριο απεφάνθη, κατόπιν αιτήματος του αρμόδιου εθνικού δικαστηρίου επί προδικαστικού θέματος, ότι η είσπραξη μερισμάτων από το εξωτερικό είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την κίνηση κεφαλαίων· συνεπώς, η διαφορετική και λιγότερο ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση των μερισμάτων εξωτερικού σε σχέση με τα εγχώρια μερίσματα συνιστά περιορισμό που δεν επιτρέπεται στα πλαίσια της ελεύθερης διακίνησης κεφαλαίων.

3.2.2.1

Το Δικαστήριο διευκρίνιζε ότι μια νομοθετική διάταξη, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, έχει … «ως αποτέλεσμα να αποτρέπει τους υπηκόους κράτους μέλους που έχουν κατοικία εντός των Κάτω Χωρών από το να επενδύουν τα κεφάλαιά τους σε εταιρείες που έχουν την έδρα τους σε άλλο κράτος μέλος».

3.2.2.2

«Μια τέτοια διάταξη έχει επίσης περιοριστικά αποτελέσματα έναντι των εγκατεστημένων σε άλλα κράτη μέλη εταιρειών, καθόσον τις εμποδίζει να προσελκύουν κεφάλαια από τις Κάτω Χώρες».

3.3

Στην υπόθεση Schmid (5), ο Γενικός Εισαγγελέας επεσήμανε ότι τα μερίσματα που προέρχονται από αλλοδαπές μετοχές δεν υπόκεινται στην Αυστρία σε παρακράτηση του φόρου εισοδήματος στην πηγή, παρακράτηση που συνεπάγεται εκπλήρωση της φορολογικής υποχρεώσεως. Κατά συνέπεια, τα εν λόγω μερίσματα υπόκεινται εξ ολοκλήρου σε φόρο επί του εισοδήματος και δεν είναι δυνατόν να ισχύσει ως προς αυτά ο μειωμένος κατά το ήμισυ φορολογικός συντελεστής. Ο Γενικός Εισαγγελέας αποφάνθηκε ότι εν προκειμένω υπάρχει παραβίαση της ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων.

4.   Γενικές παρατηρήσεις της ΕΟΚΕ

4.1

Σε θέματα φορολογικής πολιτικής τα κράτη μέλη έχουν ευρεία εξουσία. Τα άρθρα 56 και 58 της ΣΕΚ που ισχύουν σήμερα θέτουν ωστόσο κάποια όρια σε αυτή την εθνική εξουσία που δεν πρέπει να προσβάλει τη θεμελιώδη ελευθερία ούτε να παρακάμπτει το κοινοτικό δίκαιο: το άρθρο 56 απαγορεύει την παρεμπόδιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, ενώ το άρθρο 58 αναγνωρίζει ότι εάν οι εθνικές φορολογικές διατάξεις μπορούν να «διακρίνουν μεταξύ φορολογουμένων οι οποίοι δεν βρίσκονται στην ίδια κατάσταση όσον αφορά την κατοικία τους ή τον τόπο όπου είναι επενδεδυμένα τα κεφάλαιά τους» και εάν τα κράτη μέλη λαμβάνουν «όλα τα απαιτούμενα μέτρα για την αποφυγή παραβιάσεων των εθνικών νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων, ιδιαίτερα εκείνων που αφορούν την φορολογία ή την προληπτική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων … ή … τη λήψη μέτρων για λόγους δημόσιας τάξεως ή δημόσιας ασφάλειας», τα μέτρα που θα ληφθούν ωστόσο δεν θα πρέπει «να αποτελούν μέσο αυθαίρετων διακρίσεων ούτε συγκεκαλυμμένο περιορισμό της ελεύθερης κίνησης των κεφαλαίων και των πληρωμών».

4.2

Η νομολογία του Δικαστηρίου ζητά επί της ουσίας ίση μεταχείριση των φορολογούμενων προσώπων και καταδικάζει τη διεθνή διπλή φορολόγηση.

4.3

Με τη διεύρυνση της Ένωσης, και τις ολοένα και περισσότερο αυξημένες διαφορές των συντελεστών όσον αφορά τους φόρους εταιρειών και τους φόρους εισοδήματος φυσικών προσώπων επί των μερισμάτων, η ΕΟΚΕ συμφωνεί ότι επείγει να ενθαρρυνθούν όλα τα κράτη μέλη, που δεν το έχουν ακόμη πράξει, να συνάψουν διεθνείς συμφωνίες κατά της διπλής φορολόγησης, με ελάχιστη βάση το υπόδειγμα του ΟΟΣΑ, προκειμένου να υπάρξει ισότητα μεταχείρισης σε εθνικό επίπεδο για τα μερίσματα που εισπράττουν επενδυτές χαρτοφυλακίου, ανεξάρτητα από την προέλευσή τους εντός της Κοινότητας.

4.4

Η ΕΟΚΕ επισημαίνει ότι η συνθήκη προβλέπει επίσης την ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων από και προς τρίτες χώρες, και ότι υπάρχουν διεθνείς διμερείς συμφωνίες μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών.

4.5

Η πλήρης ουδετερότητα θα μπορούσε θεωρητικά να επιτευχθεί με το συνδυασμό όλων των όρων που θέτει η επικοινωνία, και μόνο στον κοινοτικό χώρο, αποκλειστικά με έναν ενιαίο συντελεστή φόρου επί των εταιρειών στο πλαίσιο ενός συστήματος απαλλαγής, και με την προϋπόθεση ότι οι όροι επιβολής του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων θα είναι οι ίδιοι σε όλα τα ενδιαφερόμενα κράτη και ότι τα έσοδα από μετοχές αποτελούν το μοναδικό εισόδημα του φορολογούμενου που επενδύει σε χαρτοφυλάκιο. Η ίδια η Επιτροπή αναγνωρίζει άλλωστε ότι η πλήρης φορολογική ουδετερότητα μπορεί να επιτευχθεί μόνον με την πλήρη εναρμόνιση των φορολογικών συστημάτων των κρατών μελών.

4.6

Η φορολογική κυριαρχία των κοινοβουλίων και των κρατών, που αποφασίζουν για τη φορολόγηση των φυσικών και νομικών προσώπων και για τον εθνικό προϋπολογισμό, αποτελεί παραδοσιακά τη βάση των ευρωπαϊκών δημοκρατιών. Η ισότητα των πολιτών απέναντι στις δημόσιες δαπάνες συνιστά θεμελιώδες στοιχείο συνταγματικής αξίας. Τα κράτη μέλη εξακολουθούν να έχουν, στο σημερινό στάδιο ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, σοβαρούς λόγους να επιθυμούν να διατηρήσουν, όπως προβλέπεται από τη Συνθήκη, τις εθνικές τους αρμοδιότητες στα φορολογικά θέματα. Η κατάσταση αυτή θα μπορούσε φυσικά να αλλάξει στο μέλλον. Ωστόσο, η ΕΟΚΕ επιθυμεί να μην προκαλούν καταστάσεις φορολογικού ντάμπιγκ τα ευρέα περιθώρια των κρατών μελών.

4.7

Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι οι προτεινόμενες κατευθυντήριες γραμμές, εάν περιορίζονται στα θέματα που έχει εξετάσει το Δικαστήριο, εντάσσονται υπ' αυτή την προϋπόθεση στο πλαίσιο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων της Επιτροπής και των κρατών μελών. Εάν αποφασιστεί κάτι τέτοιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τα κοινοτικά συμβουλευτικά όργανα θα πρέπει να συμμετέχουν πλήρως στην παρακολούθηση της διαδικασίας αυτής.

4.8

Η ΕΟΚΕ διερωτάται, τέλος, εάν η απειλή προσφυγής στο Δικαστήριο μπορεί όντως να διευκολύνει την αναζήτηση λύσεων· η ΕΟΚΕ, όμως, πιστεύει ότι τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη πρέπει να υιοθετήσουν χωρίς καθυστέρηση τις διατάξεις για να αποφευχθούν οι διακρίσεις επί των εισερχόμενων ή εξερχόμενων μερισμάτων. Τούτο ενδέχεται άλλωστε να καταστήσει το Δικαστήριο υποκατάστατο του κοινοτικού φορολογικού νομοθέτη που θα υπερβαίνει την αρμοδιότητα των κρατών μελών, πράγμα που θα υπήρχε κίνδυνος να οδηγήσει σε σύγχυση εξουσιών.

5.   Ειδικές παρατηρήσεις

5.1

Η ΕΟΚΕ επισημαίνει ότι το σχετικά απλό υπόδειγμα ανάλυσης της Επιτροπής καλύπτει μόνο μία εκδοχή τοποθέτησης χρημάτων σε μετοχές, την εκδοχή του προσωπικού χαρτοφυλακίου που αποτελείται από μετοχές εταιρειών που εδρεύουν σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη. Ένα χαρτοφυλάκιο μπορεί να αποτελείται από μετοχές εταιρειών που βρίσκονται σε πολλά κράτη μέλη και εκτός της ΕΕ.

5.2

Η ΕΟΚΕ παρατηρεί, επίσης, ότι τα εισοδήματα από κινητές αξίες μπορεί, επίσης, να οφείλονται σε εταιρείες συλλογικών επενδύσεων ή σε συνταξιοδοτικά ταμεία, υπό μορφή που δεν επιτρέπει την αναγνώριση της εθνικής προέλευσης των διαφόρων συνιστωσών των διανεμόμενων μερισμάτων και κερδών από υπεραξίες. Εξάλλου, ενίοτε εφαρμόζονται διαφορετικοί φορολογικοί κανόνες στις υπεραξίες αυτών των μορφών επένδυσης και στα διανεμόμενα εισοδήματα, σε σχέση με τους κανόνες που αφορούν την άμεση είσπραξη μερισμάτων από φυσικό πρόσωπο που διαθέτει ίδιο χαρτοφυλάκιο μετοχών. Η Επιτροπή δεν εξετάζει τα θέματα αυτά.

5.3

Η ΕΟΚΕ διαπιστώνει ότι ούτε το θέμα της φορολόγησης των υπεραξιών που προκύπτουν από τίτλους του χρηματιστηρίου δεν εξετάζεται στην ανακοίνωση. Η είσπραξη μερισμάτων δεν είναι ο μοναδικός στόχος ενός ιδιώτη όταν προβαίνει σε επενδύσεις χαρτοφυλακίων μετοχών. Η αύξηση της αξίας ενός χρηματιστηριακού τίτλου για την επίτευξη οφέλους αποτελεί ακόμη έναν βασικό λόγο επένδυσης και συμβάλλει πλήρως στη διαχείριση ενός χαρτοφυλακίου και των εσόδων του. Το πρόβλημα αυτό θα πρέπει ενδεχομένως να εξεταστεί επίσης.

5.4

Όσον αφορά τη συζήτηση για τη διπλή οικονομική φορολόγηση, η ΕΟΚΕ εκτιμά ότι πρέπει να γίνει διαχωρισμός των φυσικών προσώπων από τα νομικά, ανεξάρτητα από τις μεθόδους και τους φορολογικούς συντελεστές που τους επιβάλλονται. Το ποσό που διανέμεται στους μετόχους αποτελεί γι αυτούς ένα διαθέσιμο εισόδημα, αλλά το σύνολο των κερδών δεν αποτελεί αναγκαστικά αντικείμενο διανομής. Ένα μέρος χρησιμεύει για την αυτοχρηματοδότηση της εταιρείας, πράγμα που αυξάνει την αξία του τίτλου και τον πλούτο των μετόχων· στις υποθέσεις της Επιτροπής το τμήμα αυτό των κερδών υπόκειται στο φόρο εταιρειών αλλά όχι στο φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων. Ενδείκνυται συνεπώς να γνωστοποιηθεί επίσης εάν η εν λόγω αύξηση της αξίας φορολογείται ή όχι κατά την πραγματοποίησή της και υπό ποίους όρους· η ανακοίνωση δεν εξετάζει το θέμα αυτό, που είναι παρόλα αυτά σημαντικό κατά τη γνώμη της ΕΟΚΕ.

6.   Συμπεράσματα

6.1

Η ΕΟΚΕ εκτιμά ότι η εξέταση των διπλών φορολογήσεων και η φορολόγηση των ενδεχόμενων παρακρατήσεων στην πηγή σχετικά με τα ημεδαπά μερίσματα και τα εισερχόμενα και εξερχόμενα μερίσματα προκειμένου να εξασφαλιστεί μη διακριτική μεταχείριση, αποτελούν σημαντικούς στόχους, χωρίς ωστόσο να θέτουν υπό αμφισβήτηση τη θεμελιώδη αξία της ισότητας των φυσικών προσώπων ενώπιον των δημόσιων δαπανών σε εθνικό επίπεδο. Τα κράτη μέλη θα μπορούσαν, επίσης, να εξετάσουν το ενδεχόμενο συνεργασίας χωρών που έχουν παρόμοια φορολογικά συστήματα, για την μελέτη των βέλτιστων υφιστάμενων φορολογικών πρακτικών.

6.2

Τα θέματα που θίγει η ΕΟΚΕ στις ειδικές παρατηρήσεις της θα μπορούσαν να εξεταστούν σε μεταγενέστερα στάδια ενόψει μεγαλύτερης εναρμόνισης όσον αφορά τη φορολογία των εταιρειών, της φορολογίας εισοδήματος και της υπεραξίας των κινητών αξιών, για τη καλύτερη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

6.3

Η ΕΟΚΕ κρίνει, τέλος, ότι η ανακοίνωση της Επιτροπής διανοίγει προοπτικές επίλυσης των προβλημάτων που αποτελούν αντικείμενο πολυάριθμων προσφυγών στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, πράγμα που θα πρέπει να αποφευχθεί στο μέλλον, ώστε να μην υπερφορτώνεται άσκοπα με έρευνες στον τομέα αυτό.

Βρυξέλλες, 30 Ιουνίου 2004.

Ο Πρόεδρος

της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Roger BRIESCH


(1)  «Προς μια εσωτερική αγορά χωρίς φορολογικά εμπόδια» COM(2001)582 τελικό.

(2)  Υπόθεση C-35/98 Verkooijen [2000] Συλλογή I-4071.

(3)  Έκθεση Ruding, Μάρτιος 1992 σ. 207-208.

(4)  Απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 1992, Bachmann, CR 09204/90, Συλλογή σ. I-249.

(5)  Υπόθεση C-516/99, 30 Μαΐου 2002.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Στη γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Οι ακόλουθες τροπολογίες, οι οποίες έλαβαν το ένα τέταρτο τουλάχιστον των εκπεφρασμένων ψήφων, απορρίφθηκαν κατά τη διάρκεια των συζητήσεων.

Σημείο 4.6

Να διαγραφεί η τελευταία πρόταση.

Αποτέλεσμα της ψηφοφορίας:

Ψήφοι υπέρ:

84

Ψήφοι κατά:

58

Αποχές:

9

Σημείο 4.8

Να διαγραφεί.

Αποτέλεσμα της ψηφοφορίας:

Ψήφοι υπέρ:

85

Ψήφοι κατά:

53

Αποχές:

16


Top