EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52001PC0234

Τροποποιημένη πρόταση απόφασης του Συμβουλίου σχετικά με τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού δικαστικού Δικτύου για αστικές και εμπορικές υποθέσεις (υποβληθείσα από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 250, παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ)

/* COM/2001/0234 τελικό - CNS 2000/0240 */

ΕΕ C 240E της 28.8.2001, p. 101–114 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

52001PC0234

Τροποποιημένη πρόταση απόφασης του Συμβουλίου σχετικά με τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού δικαστικού Δικτύου για αστικές και εμπορικές υποθέσεις (υποβληθείσα από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 250, παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ) /* COM/2001/0234 τελικό - CNS 2000/0240 */

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. 240 E της 28/08/2001 σ. 0101 - 0114


Τροποποιημένη πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά με τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού δικαστικού Δικτύου για αστικές και εμπορικές υποθέσεις (υποβληθείσα από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 250, παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ)

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ [1]

[1] Οι τροποποιήσεις σε σχέση με την αρχική πρόταση της Επιτροπής επισημαίνονται χρησιμοποιώντας το χαρακτηριστικό "διαγραφή" για τα χωρία που διαγράφονται και το χαρακτηριστικό "χονδρά γράμματα" και "υπογραμμισμένο" για τα νέα ή τροποποιημένα χωρία.

1. Ιστορικό

Στις 22 Σεπτεμβρίου 2000, η Επιτροπή εξέδωσε απόφαση πρότασης του Συμβουλίου σχετικά με τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου για αστικές και εμπορικές υποθέσεις [2]. Η πρόταση διαβιβάστηκε στο Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο στις 28 Σεπτεμβρίου 2000. Κατά τη συνεδρίασή της του Φεβρουαρίου 2001, η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή διατύπωσε γνώμη σχετικά με αυτή την πρόταση [3]. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, του οποίου ζητήθηκε η γνώμη στα πλαίσια της διαδικασίας διαβούλευσης, εμπιστεύτηκε την εξέταση αυτής της πρότασης στην επιτροπή του πολιτικών ελευθεριών και δικαιωμάτων του πολίτη (υπεύθυνος του σχεδίου), καθώς και στην επιτροπή του νομικών υποθέσεων και εσωτερικής αγοράς (της οποίας ζητήθηκε η γνώμη). Η επιτροπή πολιτικών ελευθεριών και δικαιωμάτων του πολίτη, αφού έλαβε και εξέτασε τη γνώμη της επιτροπής νομικών υποθέσεων και εσωτερικής αγοράς (η οποία εκδόθηκε στις 19 Μαρτίου 2001), ψήφισε την έκθεσή της στις 20 Μαρτίου 2001. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στην ολομέλεια της 5ης Απριλίου 2001, υιοθέτησε τη γνώμη της εγκρίνοντας την πρόταση της Επιτροπής υπό την επιφύλαξη των τροποποιήσεων που επέφερε και κάλεσε την Επιτροπή να τροποποιήσει ανάλογα την πρότασή της, σύμφωνα με το άρθρο 250, παράγραφος 2, της συνθήκης ΕΚ.

[2] ΕΕ C 29 E/16 της 30/01/2001, σ. 281 - COM(2000) 592 τελικό

[3] Γνώμη διατυπωθείσα στις 28/02/2001, ΟΚΕ 227/2001.

2. Η γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Η παρούσα τροποποιημένη πρόταση εγκρίνεται μετά τις τροπολογίες που ψηφίστηκαν από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Η Επιτροπή μπόρεσε να δεχθεί ορισμένες από αυτές.

2.1. Τροποποιήσεις που έγιναν δεκτές εν όλω ή εν μέρει

2.1.1. Τροπολογίες 1 και 2 : τροποποιήσεις στα σημεία αιτιολογικής σκέψης 1 και 9

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προτείνει, μέσω των τροπολογιών 1 και 2, να προστεθούν στα σημεία της αιτιολογικής σκέψης 1 και 9, αντίστοιχα, διευκρινίσεις όσον αφορά τους στόχους του Δικτύου. Η Επιτροπή συμφωνεί με τις προτάσεις του Κοινοβουλίου και δέχεται αυτές τις τροπολογίες.

2.1.2. Τροπολογίες 3 και 5 : νέο σημείο αιτιολογικής σκέψης 10α, και τροποποίηση του άρθρου 3, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση.

Μέσω της τροπολογίας του αριθ. 3, το Κοινοβούλιο προτείνει να συμπεριληφθεί ένα νέο σημείο αιτιολογικής σκέψης 10α που να καθορίζει ότι το Δίκτυο συμβάλλει στην εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 2000 σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις [4], και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1347/2000 του Συμβουλίου της 29ης Μαΐου 2000 σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση των αποφάσεων στον τομέα των γαμικών διαφορών και των διαφορών γονικής μέριμνας έναντι των κοινών τέκνων των συζύγων [5]. Το Κοινοβούλιο προτείνει επίσης να διευκρινιστεί ότι το Δίκτυο χρησιμεύει επιπλέον ως βοηθητικό όργανο για όλες τις μελλοντικές αποφάσεις σχετικά με την αμοιβαία αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων.

[4] ΕΕ L 012 της 16/01/2001, σ. 1.

[5] ΕΕ L 160 της 30/06/2000, σ.19

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι αυτή η τροπολογία ανταποκρίνεται πλήρως στους στόχους του Δικτύου όπως είχε προτείνει η Επιτροπή.

Πράγματι, το Δίκτυο πρέπει να διευκολύνει την εφαρμογή των κοινοτικών και διεθνών πράξεων οι οποίες δεν προβλέπουν ειδικό μηχανισμό συνεργασίας μεταξύ των κεντρικών αρχών που ορίζονται για την εφαρμογή τους. Η Επιτροπή ελπίζει πράγματι ότι το Δίκτυο θα μπορεί να συμβάλει ουσιαστικά στην εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης, η οποία είναι ακρογωνιαίος λίθος για την οικοδόμηση του χώρου δικαιοσύνης.

Όσον αφορά τις μελλοντικές αποφάσεις, η Επιτροπή θεωρεί ότι θα ήταν όντως ενδεδειγμένο να εξεταστεί, για κάθε περίπτωση χωριστά, αν τα καθήκοντα εφαρμογής που προβλέπονται από τις μελλοντικές πράξεις, δεν θα μπορούσαν να ανατεθούν στους αρμοδίους επαφής του Δικτύου και όχι σε άλλες νεοδημιουργημένες υπηρεσίες. Εντούτοις, η Επιτροπή δεν αποκλείει ότι στο πλαίσιο αυτών των μελλοντικών πράξεων, μπορεί να υπάρχει ανάγκη ειδικών μηχανισμών συνεργασίας, για παράδειγμα λόγω του χαρακτήρα του τομέα ή των αναγκών πρόσβασης του κοινού στις αρχές των εν λόγω νομικών μέσων. Εντούτοις, ακόμη και σε μία τέτοια περίπτωση, το άρθρο 6 προσδιορίζει ήδη ότι οι αρμόδιοι επαφής του Δικτύου μπορούν να βρίσκονται στη διάθεση των αρχών που προβλέπονται από τις κοινοτικές ή διεθνείς πράξεις που αφορούν τη δικαστική συνεργασία σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, αρχές οι οποίες, σε κάθε περίπτωση, και δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 1, σημείο β), θα ενταχθούν στο Δίκτυο ως μέλη.

Η Επιτροπή μπορεί συνεπώς να δεχτεί την τροπολογία 3 καθώς και την κατάργηση της διευκρίνησης που περιλαμβάνεται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, την οποία προτείνει το Κοινοβούλιο στην τροπολογία του 5.

2.1.3. Τροπολογία 4 : νέο σημείο αιτιολογικής σκέψης 16α.

Το Κοινοβούλιο προτείνει στην Επιτροπή την μελέτη προτάσεων με σκοπό τη δημιουργία μιας κεντρικής βάσης δεδομένων της Ευρωπαϊκής Ένωσης που να συγκεντρώνει το γενικό ευρετήριο των υποθέσεων που διεξάγονται ενώπιον των δικαστηρίων.

Η Επιτροπή είναι πεπεισμένη για τη χρησιμότητα των βάσεων δεδομένων στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, οι οποίες μπορούν πράγματι να χρησιμοποιούνται για διάφορους σκοπούς. Για το γεγονός αυτό, η Επιτροπή είχε η ίδια προβλέψει στο δημοσιονομικό δελτίο που συνόδευε την πρόταση απόφασης ότι το Δίκτυο μπορεί να συμβάλει σε τέτοια σχέδια. Η Επιτροπή έχει εντούτοις τη γνώμη ότι δεν είναι ενδεδειγμένο να προβλεφθούν συγκεκριμένες δικές της δεσμεύσεις ή δεσμεύσεις του Δικτύου στο κείμενο της απόφασης, στο μέτρο που πρόκειται για σχέδια σημαντικής εμβέλειας, τα οποία θα χρειαστούν στενή συνεργασία εκ μέρους των κρατών μελών για την πρακτική ανάπτυξή τους.

Υπό το φως των προαναφερομένων, η Επιτροπή μπορεί να δεχθεί το πνεύμα αυτής της τροπολογίας και να προσθέσει στην αιτιολογική σκέψη 15 διευκρίνιση η οποία να εξυπηρετεί τις επιθυμίες που εξέφρασε το Κοινοβούλιο μέσω της τροπολογίας 4.

2.1.4 Τροπολογία 12: τροποποιήσεις του άρθρου 7

Η Επιτροπή μπορεί να δεχθεί την τροπολογία αυτή, δεδομένου ότι συμμερίζεται τη γνώμη του Κοινοβουλίου ως προς τη σπουδαιότητα της ενδεδειγμένης γλωσσικής κατάρτισης για την καλή λειτουργία του Δικτύου.

2.1.5. Τροπολογία 7: τροποποιήσεις του άρθρου 8, παράγραφος 3

Μέσω της τροπολογίας του 7, το Κοινοβούλιο εκφράζει την επιθυμία να αναπτυχθεί το ηλεκτρονικό σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών στο πλαίσιο του προγράμματος IDA.

Αυτή η επιθυμία ανταποκρίνεται πλήρως στις προθέσεις της Επιτροπής και, εκ τούτου, έχει ήδη ζητήσει να συμπεριληφθεί αυτή η πρωτοβουλία στο πλαίσιο του προγράμματος εργασίας του προγράμματος IDA για το 2001. Εντούτοις, και ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα ενός τέτοιου διαβήματος, δεν είναι δυνατό να ληφθεί στο πλαίσιο της νομικής πράξης για τη δημιουργία του Δικτύου απόφαση η οποία, στο πλαίσιο των μέσων IDA, πρέπει να ληφθεί από την αρμόδια επιτροπή. Σε κάθε περίπτωση, προκειμένου να ανταποκριθεί στο μέτρου του δυνατού στους προβληματισμούς του Κοινοβουλίου, η Επιτροπή επιθυμεί εντούτοις να προσδιορίσει στο άρθρο 8, μέσω νέας παραγράφου 3, ότι το Δίκτυο θα χρησιμοποιήσει, στο μέτρο του δυνατού, τις υπηρεσίες που αναπτύσσονται από το πρόγραμμα IDA, γεγονός που συνεχίζει να αποτελεί πρόθεση της Επιτροπής.

Η Επιτροπή δεν μπορεί εντούτοις να δεχθεί ότι το ηλεκτρονικό σύστημα που συνδέει τους αρμοδίους επαφής του Δικτύου θα χρησιμοποιείται για άλλους σκοπούς πέραν της εκπλήρωσης των καθηκόντων τους. Θα πρέπει πράγματι να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να συγχέονται οι αρμόδιοι επαφής του Δικτύου με τις αρχές παραλαβής, διαβίβασης ή τις κεντρικές αρχές κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1348/2000 του Συμβουλίου της 29ης Μαΐου 2000 για την επίδοση και την κοινοποίηση στα κράτη μέλη των δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις [6], υπό την επιφύλαξη της διακριτικής ευχέρειας των μελών να διορίσουν τα ίδια πρόσωπα ή υπηρεσίες στο πλαίσιο των δύο νομικών μέσων.

[6] ΕΕ L 160 της 30/06/2000, σ. 37.

2.1.6. Τροπολογία 9 : νέο άρθρο 12α

Η Επιτροπή συμμερίζεται την επιθυμία του Κοινοβουλίου να εξασφαλίσει τη συμμετοχή των υποψηφίων για προσχώρηση κρατών στις συνεδριάσεις του Δικτύου, παρά το γεγονός ότι θεωρεί ενδεδειγμένο να προβλεφθεί ορισμένη ελαστικότητα, η οποία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε συνάρτηση με τον χαρακτήρα ορισμένων συνεδριάσεων ή τμημάτων αυτών των συνεδριάσεων (για παράδειγμα, προπαρασκευαστικές συνεδριάσεις). Η Επιτροπή μπορεί συνεπώς να δεχθεί το πνεύμα της τροπολογίας 9 και να εισάγει ένα νέο άρθρο 12α, προσθέτοντας ότι παραμένει πρόθεσή της η συμμετοχή στο μέτρο του δυνατού των υποψηφίων χωρών στις συνεδριάσεις του Δικτύου.

2.1.7. Τροπολογία 10 : τροποποιήσεις του άρθρου 15, παράγραφος 1

Η Επιτροπή είναι της γνώμης, όπως και το Κοινοβούλιο, ότι οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται στα δελτία πρέπει να συντάσσονται σε εύκολα κατανοητή για το κοινό γλώσσα (υπό την επιφύλαξη της δυνατότητας να συμπεριλαμβάνονται επίσης πιο λεπτομερείς πληροφορίες που να απευθύνονται στους ειδικούς). Η Επιτροπή μπορεί συνεπώς να δεχθεί την τροπολογία 10.

2.1.8. Τροπολογία 11 : τροποποιήσεις του άρθρου 17

Το Κοινοβούλιο προτείνει πιο σύντομες προθεσμίες (3 έτη) για την υποβολή των εκθέσεων που αφορούν την εφαρμογή της απόφασης. Στο μέτρο που η Επιτροπή αντιλαμβάνεται το Δίκτυο ως ουσιαστικά ευέλικτο και μη γραφειοκρατικό μέσο, μπορεί να δεχθεί αυτή την πρόταση του Κοινοβουλίου, με τη διευκρίνιση όμως ότι η πρώτη προθεσμία των τριών ετών θα πρέπει να αρχίσει με την έναρξη πραγματικής λειτουργίας του Δικτύου. Η Επιτροπή μπορεί συνεπώς να τροποποιήσει το άρθρο 17 σύμφωνα με αυτό το πνεύμα.

Εντούτοις, και παρά το γεγονός ότι η Επιτροπή θεωρεί ότι οι στατιστικές μπορούν να αποτελούν πολύ χρήσιμο μηχανισμό αξιολόγησης και παρακολούθησης των νομικών πράξεων, δεν μπορεί να δεχθεί ετήσιες εκθέσεις στατιστικού χαρακτήρα. Πράγματι, αυτές οι εκθέσεις θα απαιτούσαν σημαντικούς πόρους (υλικούς, χρονικούς και ανθρώπινους) και θα ήταν ενδεχόμενο να περισπώνται οι αρμόδιοι επαφής από τα ουσιαστικά τους καθήκοντα, τουλάχιστον κατά τις πρώτες φάσεις λειτουργίας του Δικτύου. Η Επιτροπή δεν αποκλείει εντούτοις ότι μπορεί να επανέλθει στο συγκεκριμένο θέμα σε πιο προχωρημένη φάση λειτουργίας του Δικτύου.

2.2. Τροποποιήσεις που δεν έγιναν δεκτές

2.2.1. Τροπολογία 6 : συνεργασία με το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο για ποινικές υποθέσεις

Η Επιτροπή είναι σαφώς αποφασισμένη να ξεκινήσει κάθε απαραίτητο διάβημα για τη συνεργασία του Ευρωπαϊκού Δικαστικού Δικτύου που προτείνεται για τις αστικές και εμπορικές υποθέσεις με το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο που υπάρχει στον τομέα των ποινικών υποθέσεων. Εντούτοις, και στο μέτρο που τα δύο όργανα στηρίζονται σε πολύ διαφορετικές νομικές βάσεις, δεν φαίνεται ενδεδειγμένο να προβλεφθεί νομική διάταξη στο κείμενο της απόφασης που να αναφέρεται σε αυτή τη συνεργασία και, ενδεχομένως, σε κοινές δραστηριότητες, οι οποίες οπωσδήποτε θα πραγματοποιηθούν αναγκαστικά στην πράξη.

2.2.2. Τροπολογία 8 : τροποποιήσεις του άρθρου 11, παράγραφος 4

Το Κοινοβούλιο προτείνει να περιοριστεί σε 3 ο αριθμός των αντιπροσώπων κάθε κράτους μέλους στις συνεδριάσεις του Δικτύου.

Παρά το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν εμμένει αναγκαστικά στον αριθμό των 12 συμμετεχόντων, οφείλει να τονίσει ότι ο αριθμός 3 είναι πολύ χαμηλός, και θα στερούσε τις συνεδριάσεις των μελών του Δικτύου από κάθε χρησιμότητα. Οι συνεδριάσεις των μελών του Δικτύου θα έχουν σύνθεση και στόχο διαφορετικούς από εκείνους των αρμοδίων επαφής. Αυτές οι συνεδριάσεις θα λαμβάνουν χώρα υπό τη μορφή "διάσκεψης" και στόχος τους θα είναι να εξασφαλίσουν τη συμμετοχή των διαφόρων κρατών μελών που είναι αρμόδια για τη δικαστική συνεργασία σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις στις δραστηριότητες του Δικτύου του οποίου είναι μέλη δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 1, σημείο β) της πρότασης απόφασης. Είναι αυτονόητο ότι οι εθνικές αντιπροσωπείες μπορούν να διαφέρουν από τη μία συνεδρίαση στην άλλη, ανάλογα με τη διακριτική ευχέρεια κάθε κράτους μέλους, και κυρίως ανάλογα με το θέμα της συνεδρίασης.

2.2.3 Τροπολογία 14: νέο άρθρο 16α

Υπό το φως των επιχειρημάτων που αναφέρονται στη τροπολογία 4, η Επιτροπή δεν θεωρεί ενδεδειγμένο να συμπεριλάβει στα άρθρα του κειμένου τη διάταξη που προτείνεται στην τροπολογία 14. Πάντως, το νόημα της προτεινόμενης τροπολογίας αποδίδεται με την προσθήκη στην αιτιολογική σκέψη 15.

3. Η γνώμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Η τροποποιημένη πρόταση λαμβάνει επίσης υπόψη τη γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής. Στην συγκεκριμένη γνώμη, η ΟΚΕ αναφέρει κυρίως ότι "οι οργανώσεις της οργανωμένης κοινωνίας των πολιτών οφείλουν να διαδραματίσουν σημαντικό, πρακτικό και συγκεκριμένο ρόλο στη νομική πληροφόρηση και σε ορισμένες δικαστικές ή εξώδικες διαδικασίες και θεωρεί ότι το σχέδιο θα πρέπει να συμπληρωθεί με τη συγκεκριμένη άποψη".

Η Επιτροπή έχει πράγματι επίγνωση του σημαντικού ρόλου που μπορούν να διαδραματίσουν αυτοί οι φορείς όσον αφορά τόσο την επεξεργασία των πληροφοριών που θα θέτει το Δίκτυο στη διάθεση του κοινού όσο και την μεταγενέστερη διάδοσή τους. Η Επιτροπή συμπλήρωσε συνεπώς μία νέα παράγραφο στο άρθρο 16 σύμφωνα με τη γνωμοδότηση της ΟΚΕ.

Τροποποιημένη πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά με τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού δικαστικού Δικτύου για αστικές και εμπορικές υποθέσεις

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

την συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 61, σημείο γ),

την πρόταση της Επιτροπής [7],

[7] ΕΕ C 29 Ε/16 της 30.01.2001, σ. 281 - CΟΜ(2000) 592 τελικό.

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου [8],

[8] ΕΕ C της , σ. .

τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής [9],

[9] ΕΕ C της , σ. .

τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών [10],

[10] ΕΕ C της , σ. .

Εκτιμώντας τα εξής:

(1) Η Ένωση έχει θέσει ως στόχο τη διατήρηση και ανάπτυξη ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης στο πλαίσιο του οποίου οι πολίτες έχουν τη δυνατότητα να απευθύνονται στα δικαστήρια και στις αρχές οποιουδήποτε άλλου κράτους μέλους με την ίδια ευκολία που το πράττουν στο κράτος μέλος καταγωγής τους.

(2) Η προοδευτική δημιουργία αυτού του χώρου, καθώς και η ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, απαιτούν τη βελτίωση, την απλούστευση και την επιτάχυνση της πραγματικής δικαστικής συνεργασίας των κρατών μελών σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις.

(3) Το σχέδιο δράσης του Συμβουλίου και της Επιτροπής της 3ης Δεκεμβρίου 1998, που υποβλήθηκε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Βιέννης της 11ης και 12ης Δεκεμβρίου 1998, σχετικά με τις βέλτιστες λεπτομέρειες εφαρμογής των διατάξεων της συνθήκης του Άμστερνταμ που αφορούν την εγκαθίδρυση ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης [11], αναγνωρίζεται ότι η ενίσχυση της δικαστικής συνεργασίας σε αστικά θέματα αποτελεί θεμελιώδες στάδιο για τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού δικαστικού χώρου προς συγκεκριμένο όφελος των πολιτών της Ένωσης.

[11] ΕΕ C 19 της 23.1.1999, σ. 1.

(4) Στο σημείο δ) της παραγράφου 40 του εν λόγω σχεδίου δράσης προβλέπεται η εξέταση εντός διετίας της δυνατότητας να επεκταθεί στις αστικές υποθέσεις η αρχή του ευρωπαϊκού δικαστικού Δικτύου για ποινικές υποθέσεις.

(5) Εξάλλου, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στα συμπεράσματα της ειδικής συνόδου στο Τάμπερε της 15ης και 16ης Οκτωβρίου 1999, συνέστησε τη δημιουργία ενός συστήματος πληροφόρησης με εύκολη πρόσβαση, η διατήρηση και ενημέρωση του οποίου θα εξασφαλίζεται από ένα δίκτυο αρμόδιων εθνικών αρχών.

(6) Για να επιτευχθεί η βελτίωση, η απλούστευση και η επιτάχυνση της αποτελεσματικής δικαστικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, είναι απαραίτητο να δημιουργηθεί στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας μία δομή συνεργασίας υπό μορφή Δικτύου, δηλαδή το ευρωπαϊκό δικαστικό Δίκτυο για αστικές και εμπορικές υποθέσεις.

(7) Το θέμα αυτό υπάγεται στα μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 65 της συνθήκης, τα οποία θα πρέπει να ληφθούν σύμφωνα με το άρθρο 67.

(8) Προκειμένου να εξασφαλιστεί η υλοποίηση των στόχων των ευρωπαϊκού δικαστικού Δικτύου για αστικές και εμπορικές υποθέσεις, είναι απαραίτητο οι κανόνες που αφορούν τη σύστασή του να καθοριστούν από δεσμευτική κοινοτική νομοθετική πράξη.

(9) Ο στόχος της παρούσας απόφασης έγκειται, με τη βελτίωση της δικαστικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών, στο να εξασφαλισθεί στα άτομα που εμπλέκονται σε διαφορές με διασυνοριακή επίπτωση, η πραγματική πρόσβαση στη δικαιοσύνη και ο ταχύς και αξιόπιστος διακανονισμός των διαφορών. Σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας και την αρχή της αναλογικότητας, όπως αυτές διατυπώνονται στο άρθρο 5 της Συνθήκης, και δεδομένου ότι αυτός ο στόχος δεν μπορεί να επιτευχθεί ικανοποιητικά από τα κράτη μέλη, θα πρέπει ως εκ τούτου να υλοποιηθεί σε κοινοτικό επίπεδο. η παρούσα απόφαση περιορίζεται στο ελάχιστο αναγκαίο για την επίτευξη των στόχων αυτών και δεν υπερβαίνει τα απαιτούμενα για το σκοπό αυτό μέσα.

(10) Το ευρωπαϊκό δικαστικό Δίκτυο που δημιουργείται με την παρούσα απόφαση έχει σαν στόχο τη διευκόλυνση της δικαστικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, τόσο στους τομείς που καλύπτονται από τις ισχύουσες νομοθετικές πράξεις όσο και σε εκείνους στους οποίους δεν εφαρμόζεται καμία πράξη.

(10α) Το ευρωπαϊκό δικαστικό Δίκτυο για αστικές και εμπορικές υποθέσεις διευκολύνει και συμβάλλει στην εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις [12]), καθώς και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1347/2000 του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000, σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές υποθέσεις και υποθέσεις γονικής μέριμνας έναντι των κοινών τέκνων των συζύγων [13]). Χρησιμεύει εξάλλου ως βοηθητικό μέσο για όλες τις μελλοντικές αποφάσεις που θα αφορούν την αμοιβαία αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων.

[12] ΕΕ L 012 της 16.01.2001, σ. 1.

[13] ΕΕ L 160 της 30/06/2000, σ. 19.

(11) Σε ορισμένους ειδικούς τομείς, οι κοινοτικές πράξεις και τα διεθνή μέσα που αφορούν τη δικαστική συνεργασία σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις προβλέπουν ήδη ορισμένους μηχανισμούς συνεργασίας. Το ευρωπαϊκό δικαστικό Δίκτυο για αστικές και εμπορικές υποθέσεις δεν έχει ως στόχο να αντικαταστήσει τους σχετικούς μηχανισμούς και οφείλει να λειτουργεί τηρώντας πλήρως τους μηχανισμούς αυτούς. Οι διατάξεις της παρούσας απόφασης εφαρμόζονται, κατά συνέπεια, υπό την επιφύλαξη των κοινοτικών πράξεων ή των διεθνών μέσων που αφορούν τη δικαστική συνεργασία σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις.

(12) Το ευρωπαϊκό δικαστικό Δίκτυο σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις πρέπει να τεθεί σε λειτουργία σταδιακά και στη βάση της πλέον στενής συνεργασίας μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών. πρέπει επίσης να επωφεληθεί των δυνατοτήτων που προσφέρονται από τις σύγχρονες τεχνολογίες επικοινωνίας και ενημέρωσης.

(13) Για την επίτευξη των στόχων του, το Δίκτυο πρέπει να στηρίζεται στους αρμόδιους επαφής που διορίζονται από τα κράτη μέλη, καθώς επίσης να εξασφαλίζει τη συμμετοχή των αρχών τους που έχουν ειδικές αρμοδιότητες στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. οι μεταξύ τους επαφές και οι περιοδικές συνεδριάσεις είναι απαραίτητες για τη λειτουργία του Δικτύου.

(14) Έχει ουσιαστική σημασία οι προσπάθειες για τη δημιουργία ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης να οδηγήσουν σε απτά οφέλη για τα άτομα που εμπλέκονται σε διαφορές που έχουν διασυνοριακή επίπτωση. Είναι κατά συνέπεια απαραίτητο στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού δικαστικού Δικτύου για αστικές και εμπορικές υποθέσεις να καταβληθεί επίσης προσπάθεια για τη διευκόλυνση της πρόσβασης στη δικαιοσύνη. Για το σκοπό αυτό, και χάρη στις πληροφορίες που ανακοινώνονται και ενημερώνονται από τους αρμόδιους επαφής, το Δίκτυο θέτει σε λειτουργία σταδιακά και ενημερώνει ένα σύστημα πληροφόρησης απευθυνόμενο στο κοινό.

(15) Η παρούσα απόφαση δεν εμποδίζει τη διάθεση στο εσωτερικό του Δικτύου ή με αποδέκτη το κοινό οποιασδήποτε άλλης πληροφορίας πέραν εκείνων που η απόφαση αναφέρει. κατά συνέπεια, οι αναφορές που γίνονται στον τίτλο ΙΙΙ δεν πρέπει να θεωρούνται εξαντλητικές. Εξάλλου, η παρούσα απόφαση παρέχει τη δυνατότητα στο Δίκτυο, για την εκπλήρωση των στόχων του, να συνεργάζεται στην ανάπτυξη ειδικών σχεδίων στον τομέα των ενδιαφερόντων του, όπως είναι οι βάσεις δεδομένων που διευκολύνουν την πρόσβαση στη δικαιοσύνη στο πλαίσιο διαφορών με διασυνοριακή επίπτωση.

(16) Για να εξασφαλιστεί ότι το Δίκτυο θα παραμείνει ένα αποτελεσματικό μέσο, θα ενσωματώσει τις βέλτιστες πρακτικές όσον αφορά τη δικαστική συνεργασία και την εσωτερική λειτουργία, και θα ανταποκρίνεται στις προσδοκίες του κοινού, θα πρέπει να προβλεφθούν συστηματικές αξιολογήσεις του συστήματος, ώστε να προτείνονται, κατά περίπτωση, οι αναγκαίες τροποποιήσεις.

(17) Σύμφωνα με το άρθρο 1 του πρωτοκόλλου σχετικά με τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας που προσαρτάται στη συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στη συνθήκη για τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, τα δύο αυτά κράτη δεν συμμετέχουν στη λήψη από μέρους του Συμβουλίου των προβλεπόμενων στην παρούσα απόφαση μέτρων.

(18) Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του πρωτοκόλλου για τη θέση της Δανίας, που προσαρτάται στη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, αυτό το κράτος δεν συμμετέχει στη θέσπιση της παρούσας απόφασης, η οποία, κατά συνέπεια, δεν το δεσμεύει και δεν εφαρμόζεται σε αυτό.

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Τίτλος 1: Αρχές του ευρωπαϊκού δικαστικού Δικτύου για αστικές και εμπορικές υποθέσεις

Άρθρο 1: Δημιουργία

Δημιουργείται μεταξύ των κρατών μελών ευρωπαϊκό δικαστικό Δίκτυο για αστικές και εμπορικές υποθέσεις, στο εξής καλούμενο "το Δίκτυο".

Άρθρο 2: Σύνθεση

1. Το Δίκτυο αποτελείται:

α) από αρμόδιους επαφής σε κεντρικό επίπεδο που διορίζονται από τα κράτη μέλη, και, κατά περίπτωση, από συμπληρωματικούς αρμόδιους επαφής που διορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

β) από κεντρικές, δικαστικές ή άλλες αρμόδιες αρχές των κρατών μελών που έχουν ειδικές αρμοδιότητες στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, δυνάμει κοινοτικών πράξεων ή διεθνών συμφωνιών στις οποίες συμμετέχουν τα κράτη μέλη ή κανόνων εθνικού δικαίου.

γ) από δικαστικούς συνδέσμους που προβλέπονται από την κοινή δράση 96/277/JAI [14] με αρμοδιότητες στον τομέα της συνεργασίας σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις.

[14] ΕΕ L 105 της 27.4.1996, σ. 1.

δ) κατά περίπτωση, από κάθε άλλη δικαστική ή διοικητική αρχή η συμμετοχή της οποίας στο Δίκτυο κρίνεται σκόπιμη από το κράτος μέλος της, λόγω του ενδιαφέροντος που παρουσιάζει για την υλοποίηση των στόχων του Δικτύου.

2. Κάθε κράτος μέλος διορίζει έναν αρμόδιο επαφής σε κεντρικό επίπεδο. Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να διορίσουν περιορισμένο αριθμό συμπληρωματικών αρμοδίων επαφής, εφόσον το κρίνουν απαραίτητο ανάλογα με την ύπαρξη διαφορετικών νομικών συστημάτων, την εσωτερική κατανομή αρμοδιοτήτων, τα καθήκοντα που θα τους ανατεθούν, ή προκειμένου να συνδυάσει άμεσα τις εργασίες των αρμοδίων επαφής με δικαιοδοτικά όργανα που ασχολούνται συχνά με διαφορές που έχουν διασυνοριακή επίπτωση.

Όταν κάποιο κράτος μέλος διορίζει επιπλέον αρμόδιους επαφής, εξασφαλίζει τη λειτουργία κατάλληλων μηχανισμών συντονισμού μεταξύ τους.

3. Τα κράτη μέλη προσδιορίζουν στις αρχές που αναφέρονται στα σημεία β) και γ) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.

4. Τα κράτη μέλη ορίζουν τις αρχές που αναφέρονται στο σημείο δ) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.

5. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή τα ονόματα και τα πλήρη στοιχεία των αρχών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, προσδιορίζοντας τα μέσα επικοινωνίας που διαθέτουν καθώς και τις γλωσσικές τους γνώσεις, σύμφωνα με το άρθρο 18. Αυτές οι πληροφορίες ενημερώνονται διαρκώς σύμφωνα με το άρθρο 16.

Άρθρο 3: Καθήκοντα και δραστηριότητες του Δικτύου

1. Το Δίκτυο έχει ως αποστολή:

α) να διευκολύνει τη δικαστική συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις.

β) να σχεδιάσει, να εγκαθιδρύσει σταδιακά και να ενημερώνει ένα σύστημα πληροφόρησης απευθυνόμενο στο κοινό.

2. Υπό την επιφύλαξη άλλων κοινοτικών πράξεων ή διεθνών συμφωνιών που αφορούν τη δικαστική συνεργασία σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, το Δίκτυο αναπτύσσει τις δραστηριότητές του επιδιώκοντας κυρίως τους ακόλουθους στόχους:

- την κατάργηση των πρακτικών εμποδίων που παρακωλύουν την καλή διεξαγωγή διαδικασιών με διασυνοριακή επίπτωση και την πραγματική δικαστική συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών. .

- την αποτελεσματική εφαρμογή των κοινοτικών πράξεων ή των συμβάσεων που ισχύουν μεταξύ δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών.

- τη διευκόλυνση των αιτήσεων δικαστικής συνεργασίας που υποβάλλονται από ένα κράτος μέλος σε άλλο.

- την εγκαθίδρυση και τη συντήρηση ενός συστήματος πληροφόρησης απευθυνόμενου στο κοινό για τη δικαστική συνεργασία σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για τα σχετικά κοινοτικά και διεθνή μέσα, και για το εθνικό δίκαιο των κρατών μελών, κυρίως όσον αφορά την πρόσβαση στα δικαιοδοτικά συστήματα.

3. Οι δραστηριότητες του Δικτύου δεν θίγουν τις κοινοτικές πρωτοβουλίες ή τις πρωτοβουλίες των κρατών μελών που αποσκοπούν να προωθήσουν εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης των διαφορών.

Άρθρο 4: Λεπτομέρειες λειτουργίας του Δικτύου

Το Δίκτυο εκπληρώνει την αποστολή του ιδιαίτερα σύμφωνα με τις ακόλουθες λεπτομέρειες:

α) διευκολύνει την καθιέρωση κατάλληλων επαφών μεταξύ των αρχών των κρατών μελών που αναφέρονται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, για την εκπλήρωση των καθηκόντων που προβλέπονται στο άρθρο 3.

β) διοργανώνει περιοδικές συνεδριάσεις των αρμοδίων επαφής και των μελών του σύμφωνα με τις λεπτομέρειες που προβλέπονται στον τίτλο ΙΙ.

γ) επεξεργάζεται και ενημερώνει συνεχώς σειρά πληροφοριών σχετικά με τη δικαστική συνεργασία σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις και τα δικαιοδοτικά συστήματα των κρατών μελών σύμφωνα με τις διατάξεις του τίτλου ΙΙΙ.

Άρθρο 5: Αρμόδιοι επαφής

1. Οι αρμόδιοι επαφής τίθενται στη διάθεση των αρχών που αναφέρονται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, σημεία β) έως δ), για την εκπλήρωση των καθηκόντων που προβλέπονται στο άρθρο 3.

Οι αρμόδιοι επαφής τίθενται εξίσου στη διάθεση των τοπικών δικαστικών αρχών του κράτους μέλους τους, για τους ίδιους σκοπούς, ανάλογα με λεπτομέρειες που αποφασίζονται από κάθε κράτος μέλος.

2. Ιδιαίτερα, οι αρμόδιοι επαφής έχουν ως καθήκον:

α) να παρέχουν κάθε αναγκαία πληροφορία για την καλή δικαστική συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών, σύμφωνα με το άρθρο 3, στους άλλους αρμόδιους επαφής, στις αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, σημεία β) έως δ), καθώς και στις τοπικές δικαστικές αρχές του κράτους μέλους τους, προκειμένου να τους παρέχουν τη δυνατότητα να υποβάλουν με αποτελεσματικό τρόπο αίτηση δικαστικής συνεργασίας και να αποκαταστήσουν τις πλέον κατάλληλες άμεσες επαφές.

β) να αναζητούν λύσεις στις δυσχέρειες που μπορούν να προκύψουν επ' ευκαιρία αίτησης δικαστικής συνεργασίας, υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου και του άρθρου 6.

γ) να διευκολύνουν το συντονισμό της εξέτασης των αιτήσεων δικαστικής συνεργασίας στο συγκεκριμένο κράτος μέλος, κυρίως όταν πολλές αιτήσεις των δικαστικών αρχών αυτού του κράτους μέλους πρέπει να εκτελεστούν σε άλλο κράτος μέλος.

δ) να συνεργάζονται για την υλοποίηση και την ενημέρωση των πληροφοριών που αναφέρονται στον τίτλο ΙΙΙ, και κυρίως του συστήματος πληροφόρησης που απευθύνεται στο κοινό, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες που προβλέπονται στο συγκεκριμένο τίτλο.

3. Όταν ένας αρμόδιος επαφής λάβει αίτηση παροχής πληροφοριών στην οποία δεν είναι σε θέση να δώσει τη δέουσα συνέχεια, τη διαβιβάζει στον αρμόδιο επαφής ή στο μέλος του Δικτύου που είναι το πλέον αρμόδιο. Ο αρμόδιος επαφής παραμένει διαθέσιμος για να παράσχει κάθε βοήθεια κατά τις μεταγενέστερες επαφές.

4. Όταν ένας αρμόδιος επαφής λάβει αιτήσεις παροχής πληροφοριών σχετικά με τομείς στους οποίους προβλέπονται ήδη από κοινοτικές ή διεθνείς πράξεις οι αρχές που είναι αρμόδιες να διευκολύνουν τη δικαστική συνεργασία, προσδιορίζει τις εν λόγω αρχές και πληροφορεί τον αιτούντα σχετικά, προκειμένου αυτός να κατευθύνει την αίτησή του προς τον κατάλληλο μηχανισμό συνεργασίας.

Άρθρο 6 - Αρμόδιες αρχές που προβλέπονται στις κοινοτικές ή διεθνείς πράξεις που αφορούν τη δικαστική συνεργασία σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις

1. Η ένταξη στο Δίκτυο των αρμόδιων αρχών που προβλέπονται στις κοινοτικές ή διεθνείς πράξεις σχετικά με τη δικαστική συνεργασία σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις πραγματοποιείται με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων που τους ανατίθενται από την κοινοτική ή διεθνή πράξη που προβλέπει το διορισμό τους.

Οι επαφές στο πλαίσιο του Δικτύου πραγματοποιούνται ανεξάρτητα από τις συστηματικές ή περιστασιακές επαφές μεταξύ αυτών των αρμοδίων αρχών.

2. Σε κάθε κράτος μέλος, οι αρχές που προβλέπονται από τις κοινοτικές ή διεθνείς πράξεις σχετικά με τη δικαστική συνεργασία σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις και οι αρμόδιοι επαφής του Δικτύου προβαίνουν σε ανταλλαγές απόψεων και τακτικές επαφές, ώστε να διασφαλίζεται η όσο το δυνατόν ευρύτερη διάδοση των αντίστοιχων εμπειριών τους.

3. Οι αρμόδιοι επαφής του Δικτύου τίθενται στη διάθεση των αρχών που προβλέπονται από τις κοινοτικές ή διεθνείς πράξεις σχετικά με τη δικαστική συνεργασία σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ώστε να τους παράσχουν κάθε χρήσιμη βοήθεια.

Άρθρο 7: Γλωσσικές γνώσεις των αρμοδίων επαφής

1. Για να διευκολυνθεί η λειτουργία του Δικτύου, κάθε κράτος μέλος φροντίζει ώστε οι δικοί του αρμόδιοι επαφής να διαθέτουν επαρκή γνώση μιας επίσημης γλώσσας της Ευρωπαϊκής Ένωσης πέραν της δικής τους, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι πρέπει να μπορούν να επικοινωνούν με τους αρμόδιους επαφής των άλλων κρατών μελών.

2. Τα κράτη μέλη διευκολύνουν και ενθαρρύνουν την εξειδικευμένη γλωσσική κατάρτιση των συνεργατών των αρμοδίων επαφής και ευνοούν τις ανταλλαγές συνεργατών μεταξύ των υπηρεσιών επαφής που έχουν εγκατασταθεί στα διάφορα κράτη μέλη.

Άρθρο 8: Μέσα επικοινωνίας

1. Οι αρμόδιοι επαφής χρησιμοποιούν τα πλέον κατάλληλα τεχνολογικά μέσα ώστε να ανταποκρίνονται όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερα και ταχύτερα σε κάθε αίτηση που τους υποβάλλεται.

2. Η Επιτροπή, σε διαβούλευση με τους αρμόδιους επαφής, εγκαθιδρύει ένα ηλεκτρονικό σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών υψηλής ασφάλειας και περιορισμένης πρόσβασης.

3. Το Δίκτυο θα χρησιμοποιεί στο μέτρο του δυνατού τις υπηρεσίες που αναπτύσσονται στο πλαίσιο των κοινοτικών δράσεων στον τομέα των διευρωπαϊκών δικτύων για την ηλεκτρονική ανταλλαγή δεδομένων μεταξύ διοικήσεων (IDA).

Τίτλος II: Υλοποίηση και λειτουργία του Δικτύου.

Άρθρο 9: Συνεδριάσεις των αρμοδίων επαφής

1. Οι αρμόδιοι επαφής του Δικτύου συνέρχονται περιοδικά και τουλάχιστον τρεις φορές το χρόνο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12.

2. Κάθε κράτος μέλος εκπροσωπείται σε αυτές τις συνεδριάσεις από έναν ή περισσότερους αρμόδιους επαφής, οι οποίοι μπορούν να συνοδεύονται από άλλα μέλη του Δικτύου, χωρίς σε καμία περίπτωση να υπερβαίνουν τον αριθμό των τεσσάρων αντιπροσώπων ανά κράτος μέλος.

3. Η πρώτη συνεδρίαση των αρμοδίων επαφής θα πραγματοποιηθεί εντός των τριών μηνών που ακολουθούν την έναρξη ισχύος της παρούσας απόφασης, υπό την επιφύλαξη των προπαρασκευαστικών συνεδριάσεων που θα λάβουν χώρα πριν από την ημερομηνία της εφαρμογής της.

Άρθρο 10: Στόχος των περιοδικών συνεδριάσεων των αρμοδίων επαφής

1. Οι περιοδικές συνεδριάσεις των αρμοδίων επαφής έχουν ως στόχο:

α) να τους παράσχουν τη δυνατότητα να γνωριστούν και να ανταλλάξουν τις εμπειρίες τους, ιδίως όσον αφορά τη λειτουργία του Δικτύου.

β) να παράσχουν μία βάση συζήτησης για τα πρακτικά και νομικά προβλήματα που αντιμετωπίζονται από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο της δικαστικής συνεργασίας, κυρίως όσον αφορά την εφαρμογή των μέτρων που θεσπίζονται από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα.

γ) να προσδιορίσουν τις βέλτιστες πρακτικές στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις και να εξασφαλίσουν τη διάδοση των σχετικών πληροφοριών στο εσωτερικό του Δικτύου.

δ) να ανταλλάσσουν στοιχεία και απόψεις κυρίως σχετικά με τη δομή, τη διοργάνωση και το περιεχόμενο των διαθέσιμων πληροφοριών που αναφέρονται στον τίτλο ΙΙΙ καθώς και σχετικά με την πρόσβαση στις πληροφορίες αυτές.

ε) να καθορίσουν τη μεθοδολογία και να ορίσουν προσανατολισμούς για τη σταδιακή επεξεργασία των πρακτικών δελτίων που αναφέρονται στο άρθρο 15, κυρίως όσον αφορά τα προς ανάλυση θέματα και τα αποτελέσματα που πρέπει να επιτευχθούν για κάθε ένα από αυτά.

στ) να προσδιορίσουν ειδικές πρωτοβουλίες πέραν εκείνων που αναφέρονται στον τίτλο ΙΙΙ, οι οποίες όμως να έχουν ανάλογους στόχους.

2. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η αποκτηθείσα πείρα μέσω της λειτουργίας ειδικών μηχανισμών συνεργασίας που προβλέπονται στις ισχύουσες κοινοτικές ή διεθνείς πράξεις να μεταδίδεται κατά τις συνεδριάσεις των αρμοδίων επαφής.

Άρθρο 11: Συνεδριάσεις των μελών του Δικτύου

1. Θα πραγματοποιούνται συνεδριάσεις ανοικτές σε όλα τα μέλη του Δικτύου ώστε να τους δίνεται η δυνατότητα να γνωριστούν και να ανταλλάξουν εμπειρίες, να τους παρέχεται βάση συζήτησης για τα πρακτικά και νομικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν και για να εξετάζουν ειδικά θέματα.

2. Η πρώτη συνεδρίαση των μελών του Δικτύου θα πραγματοποιηθεί κατά το πρώτο έτος που ακολουθεί την έναρξη ισχύος της παρούσας απόφασης.

3. Οι επόμενες συνεδριάσεις θα συγκαλούνται σε ad hoc βάση, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12.

4. Κάθε κράτος μέλος εκπροσωπείται σε αυτές τις συνεδριάσεις από δώδεκα αρχές κατ' ανώτατο όριο.

Άρθρο 12: Διοργάνωση και διεξαγωγή των συνεδριάσεων στο πλαίσιο του Δικτύου

1. Η Επιτροπή, σε στενή συνεργασία με τα κράτη μέλη και την Προεδρία της Ένωσης, είναι επιφορτισμένη με τη σύγκλιση και τη διοργάνωση των συνεδριάσεων που αναφέρονται στα άρθρα 9 και 11. Εξασφαλίζει την Προεδρία και τη Γραμματεία.

2. Πριν από κάθε συνεδρίαση, η Επιτροπή ορίζει το σχέδιο ημερήσιας διάταξης σε στενή διαβούλευση με την Προεδρία της Ένωσης και τα κράτη μέλη, μέσω των αντίστοιχων αρμοδίων επαφής.

3. Το σχέδιο ημερήσιας διάταξης ανακοινώνεται στους αρμόδιους επαφής πριν από τη συνεδρίαση. Αυτοί μπορούν να ζητήσουν να επέλθουν τροποποιήσεις ή να προστεθούν συμπληρωματικά σημεία.

4. Μετά το πέρας κάθε συνεδρίασης, η Επιτροπή καταρτίζει πρακτικά τα οποία ανακοινώνονται στους αρμόδιους επαφής, προκειμένου να μπορούν να διατυπώνουν σχόλια. Τα πρακτικά εγκρίνονται επισήμως κατά την επόμενη συνεδρίαση των αρμοδίων επαφής. Με την επιφύλαξη της προηγούμενης διαβίβασης της μη εγκριθείσας έκδοσης, τα πρακτικά κοινοποιούνται στη συνέχεια από τους αρμόδιους επαφής στα άλλα μέλη του Δικτύου στο κράτος μέλος τους.

Άρθρο 12α

Οι υποψήφιες για προσχώρηση χώρες μπορούν να προσκαλούνται στις συνεδριάσεις των αρμοδίων επαφής και των μελών του Δικτύου.

Τίτλος III: Πληροφορίες που διατίθενται στο εσωτερικό του Δικτύου και σύστημα πληροφόρησης απευθυνόμενο στο κοινό

Άρθρο 13: Περιεχόμενο των πληροφοριών που διαδίδονται στο εσωτερικό του Δικτύου

1. Τα μέλη του Δικτύου πρέπει να έχουν συνεχώς πρόσβαση στις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 2, παράγραφος 5.

Αυτές οι πληροφορίες θα διατίθενται κυρίως μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος ανταλλαγής πληροφοριών που αναφέρεται στο άρθρο 8, παράγραφος 2.

2. Οι αρμόδιοι επαφής επιδιώκουν να θέτουν στη διάθεση των αρμοδίων επαφής των άλλων κρατών μελών, κυρίως στο ηλεκτρονικό σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών, οποιαδήποτε άλλη πληροφορία θεωρείται απαραίτητη για την καλή εκπλήρωση των καθηκόντων τους.

Άρθρο 14: Σύστημα πληροφόρησης απευθυνόμενο στο κοινό

1. Το Δίκτυο θέτει σε εφαρμογή ένα σύστημα πληροφόρησης απευθυνόμενο στο κοινό στους τομείς της αρμοδιότητάς του, την ευθύνη διαχείρισης του οποίου αναλαμβάνει η Επιτροπή.

2. Η δημιουργία του συστήματος, και κυρίως τα πρακτικά δελτία που περιλαμβάνει, θα γίνει σταδιακά, με τη στενή συνεργασία μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών, και σύμφωνα με τη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 17.

3. Η Επιτροπή θέτει στη διάθεση του κοινού, κυρίως μέσω ιστοσελίδας ιδιαίτερης για το Δίκτυο που περιλαμβάνεται στην ιστοσελίδα της Επιτροπής στο world-wide-web, τις ακόλουθες πληροφορίες:

α) τις ισχύουσες ή υπό προπαρασκευή κοινοτικές πράξεις που αφορούν τη δικαστική συνεργασία σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις.

β) τα εθνικά μέτρα με τα οποία τίθενται σε εφαρμογή, σε εσωτερικό επίπεδο, οι πράξεις που προβλέπονται στο σημείο α) της παρούσας παραγράφου.

γ) τις ισχύουσες διεθνείς πράξεις που αφορούν τη δικαστική συνεργασία σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις στις οποίες συμμετέχουν τα κράτη μέλη, καθώς και τις διατυπωθείσες δηλώσεις και επιφυλάξεις στο πλαίσιο αυτών των συμφωνιών.

δ) τα πιο σημαντικά στοιχεία της κοινοτικής νομολογίας και της νομολογίας των κρατών μελών.

ε) τις ακριβείς και συνοπτικές πληροφορίες σχετικά με το νομικό και δικαστικό σύστημα των κρατών μελών, υπό τη μορφή των πρακτικών δελτίων που προβλέπονται στο άρθρο 15.

4. Όσον αφορά την πρόσβαση στις πληροφορίες που αναφέρονται στα σημεία α) έως ε) της προηγούμενης παραγράφου, η ιστοσελίδα του Δικτύου μπορεί να παραπέμπει σε σύνδεση με ιστοσελίδες στις οποίες βρίσκονται οι αρχικές πληροφορίες.

5. Κατά τον ίδιο τρόπο, η ιστοσελίδα θα διευκολύνει την πρόσβαση σε ανάλογες πρωτοβουλίες πληροφόρησης του κοινού που ήδη υπάρχουν ή βρίσκονται υπό προπαρασκευή στους συναφείς τομείς, καθώς και σε ιστοσελίδες που περιέχουν πληροφορίες για τα δικαιοδοτικά συστήματα των κρατών μελών.

Άρθρο 15: Πρακτικά δελτία

1. Οι αρμόδιοι επαφής κάθε κράτους μέλους καταρτίζουν σταδιακά τα πρακτικά δελτία για τα αντίστοιχα κράτη μέλη. Αυτά τα έγγραφα συντάσσονται σε εύκολα κατανοητή γλώσσα και περιλαμβάνουν ουσιαστικά πρακτικές πληροφορίες απευθυνόμενες στο κοινό.

2. Τα δελτία καταρτίζονται κατά προτεραιότητα για τα θέματα που αφορούν την πρόσβαση στη δικαιοσύνη στα κράτη μέλη, και περιλαμβάνουν κυρίως πληροφορίες σχετικά με τις λεπτομέρειες προσφυγής στα δικαστήρια και τη δικαστική συνδρομή, υπό την επιφύλαξη των εργασιών που έχουν ήδη πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο άλλων κοινοτικών πρωτοβουλιών και τις οποίες λαμβάνει άκρως υπόψη του το Δίκτυο.

3. Θα τεθούν προοδευτικά στη διάθεση του κοινού δελτία τουλάχιστον για τα ακόλουθα θέματα:

α) νομικά και δικαστικά συστήματα των κρατών μελών.

β) λεπτομέρειες προσφυγής στα δικαστήρια, ιδίως όσον αφορά τις διαδικασίες για αγωγές ήσσονος σημασίας.

γ) προϋποθέσεις και λεπτομέρειες παροχής δικαστικής συνδρομής, συμπεριλαμβανομένης της περιγραφής των καθηκόντων των μη κυβερνητικών οργανισμών που εργάζονται στον τομέα αυτό, λαμβανομένων υπόψη εργασιών που έχουν ήδη πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο του Διαλόγου με τους πολίτες.

δ) εθνικοί κανόνες όσον αφορά την κοινοποίηση και επίδοση των πράξεων.

ε) δυνατότητες άσκησης ένδικων μέσων.

στ) κανόνες για την εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων άλλου κράτους μέλους.

ζ) δυνατότητα λήψης ασφαλιστικών μέτρων, κυρίως κατάσχεσης αγαθών ενός ατόμου ενόψει εκτέλεσης.

η) δυνατότητα επίλυσης των διαφορών με εναλλακτικά μέσα και προσδιορισμός των εθνικών κέντρων πληροφόρησης και βοήθειας του ευρωπαϊκού εξωδικαστικού Δικτύου για την επίλυση των διαφορών κατανάλωσης.

θ) διοργάνωση και λειτουργία των νομικών επαγγελμάτων.

4. Η Επιτροπή θα χορηγήσει πληροφορίες για τα σχετικά θέματα κοινοτικού δικαίου και τις κοινοτικές διαδικασίες.

5. Τα πρακτικά δελτία που καταρτίζονται βάσει των προηγούμενων παραγράφων ανακοινώνονται:

α) στην Επιτροπή, η οποία εξασφαλίζει την εισαγωγή τους στην ιστοσελίδα του Δικτύου που απευθύνεται στο κοινό, και τη μετάφρασή τους στις άλλες επίσημες γλώσσες της Κοινότητας.

β) στους αρμόδιους επαφής, οι οποίοι εξασφαλίζουν την ευρύτερη δυνατή διάδοση στα κράτη μέλη τους.

6. Τα πρακτικά δελτία ενημερώνονται τακτικά σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 16.

Άρθρο 16: Επεξεργασία και ενημέρωση των διαθέσιμων πληροφοριών

1. Όλες οι πληροφορίες που διαδίδονται στο εσωτερικό του Δικτύου και στο κοινό δυνάμει των άρθρων 13 έως 15, ενημερώνονται συνεχώς.

2. Για το σκοπό αυτό, οι αρμόδιοι επαφής παρέχουν τις αναγκαίες πληροφορίες για τη δημιουργία και τη λειτουργία του συστήματος, επαληθεύουν την ακρίβεια των πληροφοριών που υπάρχουν ήδη στο σύστημα και ανακοινώνουν χωρίς καθυστέρηση στην Επιτροπή τα δεδομένα ενημέρωσης μόλις μια πληροφορία πρέπει να τροποποιηθεί.

3. Στους αρμόδιους επαφής περιλαμβάνονται, εφόσον συντρέχει περίπτωση, και εκπρόσωποι των κοινωνικο-επαγγελματικών κατηγοριών που ενδείκνυνται για τη σύνταξη και διανομή στο κοινό των δελτίων που αναφέρονται στο άρθρο 15.

Τίτλος IV: Τελικές διατάξεις

Άρθρο 17: Επανεξέταση

Το αργότερο τρία έτη μετά την έναρξη εφαρμογής της παρούσας απόφασης, και στη συνέχεια ανά τριετία , η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας απόφασης, την οποία καταρτίζει με βάση τις πληροφορίες που ανακοινώνονται προηγουμένως από τους αρμόδιους επαφής. Αυτή η έκθεση συνοδεύεται, κατά περίπτωση, από προτάσεις αναπροσαρμογής της παρούσας απόφασης.

Η έκθεση εξετάζει κυρίως, μεταξύ άλλων θεμάτων, το θέμα της ενδεχόμενης άμεσης πρόσβασης του κοινού στους αρμόδιους επαφής του Δικτύου, της πρόσβασης και της συμμετοχής των νομικών επαγγελμάτων στις εργασίες του, και τη συνεργασία με το ευρωπαϊκό εξωδικαστικό Δίκτυο για την επίλυση διαφορών κατανάλωσης.

Άρθρο 18: Εφαρμογή των βασικών στοιχείων του Δικτύου και του συστήματος πληροφόρησης

1. Το αργότερο έξι μήνες πριν από την ημερομηνία εφαρμογής της παρούσας απόφασης, τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 2, παράγραφος 5.

2. Πριν από την ημερομηνία εφαρμογής της παρούσας απόφασης, και σε διαβούλευση με τους αρμόδιους επαφής, η Επιτροπή προετοιμάζει ιστοσελίδα για την εγκατάσταση του συστήματος πληροφόρησης που απευθύνεται στο κοινό.

Άρθρο 19: Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Εφαρμόζεται μετά τον ένατο μήνα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες,

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

Top