EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52000PC0177

Πρόταση απόφασης του Συμβουλίου σχετικά με τη σύναψη εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Κοινότητας του Πρωτοκόλλου του 1998 της σύμβασης του 1979 για τη διαμεθοριακή ατμοσφαιρική ρύπανση σε μεγάλες αποστάσεις από βαρέα μέταλλα

/* COM/2000/0177 τελικό - CNS 2000/0082 */

ΕΕ C 311E της 31.10.2000, p. 136–159 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

52000PC0177

Πρόταση απόφασης του Συμβουλίου σχετικά με τη σύναψη εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Κοινότητας του Πρωτοκόλλου του 1998 της σύμβασης του 1979 για τη διαμεθοριακή ατμοσφαιρική ρύπανση σε μεγάλες αποστάσεις από βαρέα μέταλλα /* COM/2000/0177 τελικό - CNS 2000/0082 */

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 311 E της 31/10/2000 σ. 0136 - 0159


Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά με τη σύναψη εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Κοινότητας του Πρωτοκόλλου του 1998 της σύμβασης του 1979 για τη διαμεθοριακή ατμοσφαιρική ρύπανση σε μεγάλες αποστάσεις από βαρέα μέταλλα

(υποβληθείσα από την Επιτροπή)

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

Βάσει της αποφάσεως του Συμβουλίου της 16ης Ιουνίου 1998, η Κοινότητα υπέγραψε στις 24 Ιουνίου 1998 στο Aarhus (Δανία) το Πρωτόκολλο για την σύμβαση 1979 σχετικά με την διαμεθοριακή ατμοσφαιρική ρύπανση σε μεγάλες αποστάσεις από βαρέα μέταλλα.

Η Κοινότητα συγκαταλέγεται μεταξύ των συμβαλλομένων μερών της σύμβασης από το 1982. Στις 17 Ιουλίου 1986 η Κοινότητα ενέκρινε το Πρωτόκολλο σχετικά με τη μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση του προγράμματος συνεργασίας για την παρακολούθηση και αξιολόγηση της διαβίβασης σε μεγάλες αποστάσεις αερίων ρύπων στην Ευρώπη (EMEP). Η Κοινότητα κατέστη μέλος του Πρωτοκόλλου σχετικά με τον έλεγχο των εκπομπών οξειδίων του αζώτου καθώς και των διαμεθοριακών ροών τους στις 17 Δεκεμβρίου 1993. Η Κοινότητα ενέκρινε το Πρωτόκολλο για περαιτέρω μειώσεις των εκπομπών θείου στις 24 Απριλίου 1998.

Στόχος του Πρωτοκόλλου είναι να ελεγχθούν οι εκπομπές βαρέων μετάλλων που προκαλούνται από ανθρωπογενείς δραστηριότητες και αποτελούν αντικείμενο ατμοσφαιρικής διαμεθοριακής μεταφοράς σε μεγάλες αποστάσεις και ενδέχεται να έχουν σοβαρές αρνητικές συνέπειες για την ανθρώπινη υγεία ή το περιβάλλον.

Οι βασικές υποχρεώσεις βάσει του Πρωτοκόλλου μπορεί να συνοψισθούν ως εξής:

* Μείωση των συνολικών ετήσιων εκπομπών στον αέρα καδμίου, μολύβδου και υδραργύρου, συγκριτικά προς τις εκπομπές του έτους 1990 ή εναλλακτικά των ετών από το 1985 έως και το 1995 ως ορίζεται κατά την έγκριση. Η υποχρέωση δεν ποσοτικοποιείται από αριθμητικά δεδομένα στόχους ή ανώτατα όρια.

* Εφαρμογή των βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών για ορισμένες κατηγορίες ακίνητων πηγών (εγκαταστάσεις καύσης, εγκαταστάσεις αποτέφρωσης αποβλήτων- συμπεριλαμβανομένων των εγκαταστάσεων αποτέφρωσης ιατρικών αποβλήτων -, παραγωγή και μεταποίηση μετάλλων.

* Εφαρμογή οριακών τιμών εκπομπής (ELV) για σωματίδια, μόλυβδο και υδράργυρο από ορισμένες μείζονες νέες ακίνητες πηγές. διαφορετικές στρατηγικές για τον περιορισμό των εκπομπών μπορεί να επιλεχθούν για την επίτευξη ισοδυνάμων επιπέδων συνολικών εκπομπών.

* Εφαρμογή των ως άνω ELV για ορισμένες μείζονες ήδη υφιστάμενες ακίνητες πηγές, εφόσον κρίνεται τεχνικώς και οικονομικώς εφικτό.

* Υποχρεωτικά μέτρα ελέγχου των προϊόντων για τη μολυβδούχο βενζίνη (της οποίας η περιεκτικότητα σε μόλυβδο περιορίζεται σε 0.013 g/l, με ορισμένες εξαιρέσεις) και για ηλεκτρικούς συσσωρευτές που περιέχουν υδράργυρο (η περιεκτικότητα του υδραργύρου εν προκειμένω περιορίζεται σε 0,05% ή 0,025% κατά βάρος).

Οι διατάξεις αυτές ασχολούνται με τις εξής κοινοτικές νομοθετικές πράξεις:

* Οδηγία του Συμβουλίου 96/62/EΚ για την εκτίμηση και τη διαχείριση της ποιότητας του αέρα του περιβάλλοντος [1] η οποία καθορίζει το πλαίσιο της κοινοτικής δράσης για την ποιότητα του αέρα. Η Επιτροπή έχει την υποχρέωση να προτείνει "παράγωγη νομοθεσία" η οποία να καθορίζει για ολόκληρη την Κοινότητα ποιοτικές οριακές τιμές για τον αέρα σε ό,τι αφορά τους δώδεκα ρύπους που καλύπτει η οδηγία πλαίσιο. Η πρώτη παράγωγη οδηγία για τον μόλυβδο, το διοξείδιο του άνθρακα, το διοξείδιο του αζώτου και τα σωματίδια εγκρίθηκε το 1999 (Οδηγία του Συμβουλίου 1999/30/EΚ) [2]. Οι οδηγίες για τον υδράργυρο, το κάδμιο, το νικέλιο και το αρσενικό τελούν υπό προπαρασκευή.

[1] ΕΕ L 296, 21.11.1996, σ. 55.

[2] ΕΕ L 163, 29.6.1999, σ. 41.

* Οδηγία του Συμβουλίου 96/61/EΚ σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και τον έλεγχο της ρύπανσης [3] που καλύπτει τις κατηγορίες των ακίνητων πηγών που αντιμετωπίζει το Πρωτόκολλο, εξαιρουμένων των εγκαταστάσεων αποτέφρωσης ιατρικών αποβλήτων. Η οδηγία δεν καθορίζει οριακές τιμές για την εκπομπή βαρέων μετάλλων ή σωματιδίων στον αέρα, αλλά ορίζει ότι η άδεια που χορηγούν οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να καθορίζει οριακές τιμές εκπομπής για ρύπους μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται τα μέταλλα και οι ενώσεις τους καθώς επίσης και ο κονιορτός (Άρθρο 9 παράγραφος 3 και Παράρτημα III). Οι ELV επιβάλλεται να βασίζονται στις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές (Άρθρο 9, παράγραφος 4). Οι όροι χορήγησης της άδειας επιβάλλεται να περιλαμβάνουν διατάξεις για την ελαχιστοποίηση της ατμοσφαιρικής διαμεθοριακής ρύπανσης σε μεγάλες αποστάσεις (Άρθρο 9, παράγραφος 4). Τα κράτη μέλη ενδέχεται να θεσπίσουν απαιτήσεις για ορισμένες κατηγορίες εγκαταστάσεων ως γενικούς δεσμευτικούς κανόνες αντί να περιλαμβάνουν τις απαιτήσεις αυτές στις επιμέρους προϋποθέσεις για τη χορήγηση έκαστης άδειας (άρθρο 9 παράγραφος 8).

[3] ΕΕ L 257, 10.10.1996, σ. 26.

Η ως άνω οδηγία ισχύει για τις εγκαταστάσεις από την ημερομηνία κατά την οποία τέθηκε σε ισχύ, ήτοι από την 31η Οκτωβρίου 1999. Οι ήδη υφιστάμενες εγκαταστάσεις οφείλουν να ευθυγραμμιστούν προς τις διατάξεις της οδηγίας πριν από τον Οκτώβριο του 2007.

Η εφαρμογή της οδηγίας αυτής λογίζεται ως "διαφορετική στρατηγική για τη μείωση των εκπομπών" κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 2 εδάφια β και γ του Πρωτοκόλλου [4].

[4] Επιπλέον, η πρόταση οδηγίας για τροποποίηση οδηγίας 88/609/EΚ σχετικά με τον περιορισμό των εκπομπών ορισμένων ρύπων στην ατμόσφαιρα από μεγάλης κλίμακας εγκαταστάσης καύσης (COM(98)514) περιλαμβάνει μια ELV για τον κονιορτό που ευθυγραμμίζεται με τις διατάξεις του Πρωτοκόλλου (30-50 mg/m3)

* Οδηγία του Συμβουλίου 89/369/EΟΚ σχετικά με την πρόληψη της ατμοσφαιρικής ρύπανσης που προκαλείται από τις νέες εγκαταστάσεις καύσης αστικών απορριμμάτων [5] που καθορίζει συνδυασμένες ELV για τον μόλυβδο, τον χαλκό, το χρώμιο και το μαγνήσιο σε επίπεδο 5mg/Nm3 και για το κάδμιο και τον υδράργυρο σε επίπεδο 0,2 mg/Nm3. Οι ELV για τις συνολικές εκπομπές κονιορτού ποικίλουν, ανάλογα με το δυναμικό της εγκατάστασης μεταξύ 30 και 200 mg/Nm3. Η αποτέφρωση ιατρικών αποβλήτων εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας.

[5] ΕΕ L 163, 14.6.1989, σ. 32.

* Οδηγία του Συμβουλίου 89/429/EΟΚ σχετικά με τη μείωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης που προκαλείται από τις υφιστάμενες εγκαταστάσεις καύσης αστικών απορριμμάτων [6] που καθορίζει ELVs για τις συνολικές εκπομπές κονιορτού μεταξύ 100 και 600 mg/Nm3, ανάλογα με το δυναμικό της εγκατάστασης. Η αποτέφρωση ιατρικών αποβλήτων εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας.

[6] ΕΕ L 203, 15.7.1989, σ. 50.

* Οδηγία 94/67/EΚ του Συμβουλίου για την αποτέφρωση των επικινδύνων αποβλήτων [7] καθορίζει ELV για τον συνολικό κονιορτό 10 mg/m3, για το κάδμιο και το θάλλιο (συνδυασμένα) καθώς και για τον υδράργυρο 0,1mg/m3 (για τις υφιστάμενες μονάδες) και 0,05 mg/m3 (για τις νέες μονάδες) ενώ για τον μόλυβδο, (σε συνδυασμό με άλλα οκτώ μέταλλα) 1mg/m3 (για τις υφιστάμενες μονάδες) και 0,5 mg/m3 (για νέες μονάδες). Η αποτέφρωση ιατρικών αποβλήτων εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής.

[7] ΕΕ L 365, 31.12.1994, σ. 34.

* Πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου για την αποτέφρωση των αποβλήτων [8] που προβλέπει, στην τελευταία μορφή της (Κοινή θέση της 25ης Νοεμβρίου 1999, διοργανικός φάκελος 98/0289 (COD)), ELV για την ατμοσφαιρική ρύπανση από τον κονιορτό ύψους 10mg/m3, για το κάδμιο και το θάλλιο (σε συνδυασμό μεταξύ τους) καθώς και για τον υδράργυρο προβλέπει 0,05 mg/M3 και για τον μόλυβδο (σε συνδυασμό με οκτώ άλλα μέταλλα) 0,5mg/m3. Η οδηγία αυτή που θα ισχύσει για τις εγκαταστάσεις αποτέφρωσης αστικών αποβλήτων καθώς επίσης και για τις εγκαταστάσεις αποτέφρωσης επικινδύνων αποβλήτων και ιατρικών, θα αντικαταστήσει τις προαναφερθείσες οδηγίες 89/369/ΕΟΚ, 89/429/ΕΟΚ και 94/67/EΚ.

[8] ΕΕ C 372, 2.12.1998, σ. 11.

* Οδηγία 98/70/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την ποιότητα των καυσίμων βενζίνης και ντήζελ [9] που καθιερώνει απαγόρευση της διοχέτευσης στην αγορά μολυβδούχου βενζίνης από 1ης Ιανουαρίου 2000. Προβλέπεται η δυνατότητα εξαιρέσεων μέχρι 1η Ιανουαρίου 2005. Τα αμόλυβδα καύσιμα επιβάλλεται να ανταποκρίνονται σε λεπτομερείς περιβαλλοντικές προδιαγραφές. Mεταξύ των άλλων προδιαγραφών αναφέρεται ότι η μέγιστη περιεκτικότητα σε μόλυβδο δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 0,013 g/l . Οι κατευθύνσεις της πρότασης της οδηγίας ελήφθησαν υπόψη κατά τη διαπραγμάτευση του Πρωτοκόλλου.

[9] ΕΕ L 350, 28.12.1998, σ. 58.

* Οδηγία του Συμβουλίου 91/157/EΟΚ για τις ηλεκτρικές στήλες και τους συσσωρευτές που περιέχουν ορισμένες επικίνδυνες ουσίες [10] που απαγορεύει τη διοχέτευση στην αγορά αλκαλικών ηλεκτρικών στηλών που περιέχουν μαγγάνιο, εφόσον η περιεκτικότητα σε υδράργυρο υπερβαίνει συγκεκριμένο ποσοστό (0.05% ή 0.025%). Κατά τις διαπραγματεύσεις οι αντίστοιχες διατάξεις του Πρωτοκόλλου ευθυγραμμίστηκαν προς τη διατύπωση της οδηγίας.

[10] ΕΕ L 78, 26.3.1991, σ. 38.

Επισυνάπτεται κατάλογος έγκρισης των οριακών τιμών εκπομπής στο Πρωτόκολλο και την κοινοτική νομοθεσία.

Συμπερασματικά μπορεί να αναφερθεί ότι η κοινοτική νομοθεσία που κρίνεται αναγκαία για να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση προς τις διατάξεις του Πρωτοκόλλου ως επί το πλείστον υφίσταται ήδη. Η νέα οδηγία για την αποτέφρωση των αποβλήτων θα καλύψει τα εναπομένοντα κενά. Ο φάκελος αυτός βρίσκεται σε αρκετά προχωρημένο στάδιο και η έγκριση της πρότασης αναμένεται για το θέρος του 2000.

Κατά συνέπεια η Κοινότητα έχει τη δυνατότητα να εγκρίνει το Πρωτόκολλο, υπό την προϋπόθεση ότι η έγκριση δεν θα λάβει χώρα νωρίτερα από την έγκριση της προαναφερθείσας νομοθετικής πρότασης.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ - ΠΙΝΑΚΑΣ ΕΓΚΡΙΣΕΩΝ ΟΡΙΑΚΩΝ ΤΙΜΩΝ ΕΚΠΟΜΠΗΣ

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

YY/XXXX (CNS)

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά με τη σύναψη εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Κοινότητας του Πρωτοκόλλου του 1998 της σύμβασης του 1979 για τη διαμεθοριακή ατμοσφαιρική ρύπανση σε μεγάλες αποστάσεις από βαρέα μέταλλα

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και ιδίως το άρθρο 174 παράαγραφος 4, καθώς και το άρθρο 300 παράγραφος 2, πρώτη πρόταση της πρώτης υποπαραγράφου και παράγραφος 3, πρώτη υποπαράγραφος,

την πρόταση της Επιτροπής [11],

[11] ΕΕ C [...], [...], σ. [...].

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου [12],

[12] ΕΕ C [...], [...], σ. [...].

Εκτιμώντας τα εξής:

(1) Η Κοινότητα υπέγραψε στο Aarhus στις 24 Ιουνίου 1998 το Πρωτόκολλο που επισυνάπτεται στη σύμβαση του 1979 για την διαμεθοριακή ατμοσφαιρική ρύπανση μεγάλων αποστάσεων που οφείλεται σε βαρέα μέταλλα (εφεξής "το Πρωτόκολλο").

(2) Το Πρωτόκολλο αποσκοπεί στον έλεγχο των εκπομπών βαρέων μετάλλων που οφείλονται σε ανθρωπογενείς δραστηριότητες και ενδέχεται να μεταφερθούν σε μεγάλες αποστάσεις διαμεθοριακά δια της ατμόσφαιρας ενώ παράλληλα μπορεί να έχουν σοβαρές αρνητικές συνέπειες για την ανθρώπινη ζωή και το περιβάλλον.

(3) Το Πρωτόκολλο προβλέπει τη μείωση του συνολικού αριθμού ετήσιων εκπομπών καδμίου, μολύβου και υδραργύρου στην ατμόσφαιρα και την εφαρμογή μέτρων ελέγχου των προϊόντων.

(4) Τα μέτρα που προβλέπει το Πρωτόκολλο συμβάλουν στην επίτευξη των στόχων της κοινοτικής πολιτικής για το περιβάλλον.

(5) H Κοινότητα και τα κράτη μέλη συνεργάζονται, στο πλαίσιο των αντιστοίχων αρμοδιοτήτων τους, με τρίτες χώρες και τους αρμόδιους διεθνείς οργανισμούς.

(6) Η Κοινότητα, κατά συνέπεια θα πρέπει να εγκρίνει το Πρωτόκολλο.

ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:

Άρθρο 1

Το Πρωτόκολλο της σύμβασης του 1979 για τη διαμεθοριακή ατμοσφαιρική ρύπανση σε μεγάλες αποστάσεις από βαρέα μέταλλα που υπεγράφη στις 24 Ιουνίου 1998, εγκρίνεται εξ ονόματος της Κοινότητας.

Το κείμενο του Πρωτοκόλλου επισυνάπτεται στην παρούσα απόφαση

Άρθρο 2

Ο πρόεδρος του Συμβουλίου εξουσιοδοτείται δια της παρούσης να ορίσει το άτομο ή τα άτομα που δύνανται να υποβάλλουν το κείμενο προς έγκριση στον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών σύμφωνα με το άρθρο 16 του Πρωτοκόλλου.

Άρθρο 3

Η παρούσα απόφαση δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Βρυξέλλες,

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδροςt

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΣΥΝΟΡΙΑΚΗ ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΙΚΗ ΡΥΠΑΝΣΗ ΣΕ ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΠΟΣΤΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΟΦΕΙΛΕΤΑΙ ΣΕ ΒΑΡΕΑ ΜΕΤΑΛΛΑ

Τα Μέρη,

Έχοντας αποφασίσει να εφαρμόσουν τη σύμβαση για τη διασυνοριακή ατμοσφαιρική ρύπανση,

Ανησυχώντας επειδή οι εκπομπές ορισμένων βαρέων μετάλλων μεταφέρονται και πέραν των εθνικών συνόρων και μπορούν να προκαλέσουν ζημίες περιβαλλοντικής και οικονομικής σημασίας σε οικοσυστήματα και μπορεί να έχουν επιζήμιες συνέπειες για την ανθρώπινη υγεία,

Έχοντας υπόψη ότι η καύση και οι βιομηχανικές διεργασίες αποτελούν κατά κύριο λόγο ανθρωπογενείς πηγές εκπομπών βαρέων μετάλλων στην ατμόσφαιρα,

Αναγνωρίζοντας ότι τα βαρέα μέταλλα αποτελούν φυσικά συστατικά του φλοιού της γης και ότι πολλά βαρέα μέταλλα σε ορισμένες μορφές και κατάλληλες συγκεντρώσεις είναι ουσιώδη για τη ζωή,

Λαμβάνοντας υπόψη υπάρχοντα επιστημονικά και τεχνικά δεδομένα για τις εκπομπές, τις γεωχημικές διεργασίες, τη μεταφορά μέσω της ατμόσφαιρας και τις επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον των βαρέων μετάλλων, καθώς και για τις τεχνικές και το κόστος που αφορούν τη μείωση,

Αντιλαμβανόμενα ότι υφίστανται τεχνικές και πρακτικές διαχείρισης για τη μείωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης που προκαλείται από εκπομπές βαρέων μετάλλων,

Αναγνωρίζοντας ότι στις χώρες της περιοχής της Οικονομικής Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για την Ευρώπη (ΟΕΕ/ΗΕ) επικρατούν διαφορετικές οικονομικές συνθήκες και ότι σε ορισμένες χώρες η οικονομία βρίσκεται σε μεταβατική κατάσταση,

Έχοντας αποφασίσει να λάβουν μέτρα για την πρόληψη, την αποτροπή, και την ελαχιστοποίηση των εκπομπών ορισμένων βαρέων μετάλλων και των συναφών συστατικών τους, λαμβάνοντας υπόψη την εφαρμογή της προληπτικής προσέγγισης, όπως εξαγγέλλεται στην αρχή αριθ. 15 της δήλωσης του Ρίο για το περιβάλλον και την ανάπτυξη,

Αναγνωρίζοντας ότι τα κράτη έχουν, σύμφωνα με τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και τις αρχές του διεθνούς δικαίου, το κυρίαρχο δικαίωμα να αξιοποιούν τους πόρους τους, σύμφωνα με τις περιβαλλοντικές και αναπτυξιακές πολιτικές τους, και την ευθύνη να διασφαλίσουν ότι οι δραστηριότητες υπό τη δικαιοδοσία ή τον έλεγχό τους δεν προκαλούν ζημίες στο περιβάλλον άλλων χωρών ή περιοχών που βρίσκονται πέραν των ορίων της εθνικής δικαιοδοσίας τους,

Έχοντας επίγνωση ότι μέτρα ελέγχου των εκπομπών βαρέων μετάλλων μπορούν, επίσης, να συμβάλουν στην προστασία του περιβάλλοντος και της ανθρώπινης υγείας σε ζώνες που βρίσκονται εκτός της περιοχής της Οικονομικής Επιτροπής των ΗΕ για την Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένων της Αρκτικής και των διεθνών υδάτων,

Σημειώνοντας ότι η μείωση των εκπομπών συγκεκριμένων βαρέων μετάλλων μπορεί να προκαλέσει πρόσθετα οφέλη χάρη στη μείωση των εκπομπών άλλων ρύπων,

Αντιλαμβανόμενα ότι μπορεί να απαιτηθεί περαιτέρω και αποτελεσματικότερη δράση για τον έλεγχο και τη μείωση των εκπομπών ορισμένων βαρέων μετάλλων και ότι, για παράδειγμα, μελέτες που βασίζονται σε αποτελέσματα μπορεί να αποτελέσουν την αφετηρία για περαιτέρω δράση,

Σημειώνοντας τη σημαντική συμβολή ιδιωτικών και μη κυβερνητικών φορέων στην κατανόηση των επιπτώσεων που συνδέονται με τα βαρέα μέταλλα, τις διαθέσιμες εναλλακτικές μεθόδους και τεχνικές μείωσης, και το ρόλο που διαδραματίζουν όσον αφορά τη μείωση των εκπομπών βαρέων μετάλλων,

Λαμβάνοντας υπόψη τις δραστηριότητες που συνδέονται με τον έλεγχο των βαρέων μετάλλων σε εθνικό επίπεδο και σε διεθνή βήματα,

Συμφώνησαν τα ακόλουθα :

Άρθρο 1

ΟΡΙΣΜΟΙ

Για τους σκοπούς του παρόντος Πρωτοκόλλου, νοούνται ως

1. "Σύμβαση", η σύμβαση για τη διασυνοριακή ατμοσφαιρική ρύπανση μεγάλης απόστασης που υιοθετήθηκε στη Γενεύη, στις 13 Νοεμβρίου 1979.

2. "EMEP", το πρόγραμμα συνεργασίας για τη συνεχή παρακολούθηση και εκτίμηση της μεταφοράς σε μεγάλη απόσταση των ατμοσφαιρικών ρύπων στην Ευρώπη.

3. "Εκτελεστικό Όργανο", το εκτελεστικό όργανο της Σύμβασης το οποίο συγκροτήθηκε δυνάμει του άρθρου 10, παράγραφος 1 της Σύμβασης.

4. "Επιτροπή", η Οικονομική Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για την Ευρώπη.

5. "Μέρη", εκτός και εάν προκύπτει άλλως από τα συμφραζόμενα, τα συμβαλλόμενα μέρη του παρόντος πρωτοκόλλου.

6. "Γεωγραφικό πεδίο του EMEP", η περιοχή που ορίζεται στο άρθρο 1, παράγραφος 4, του πρωτοκόλλου του 1979 της Σύμβασης σχετικά με τη διασυνοριακή ατμοσφαιρική ρύπανση σε μεγάλες αποστάσεις και την μακροχρόνια χρηματοδότηση του προγράμματος συνεργασίας για την παρακολούθηση και εκτίμηση της μεταφοράς σε μεγάλες αποστάσεις των ατμοσφαιρικών ρύπων στην Ευρώπη (EMEP), που υιοθετήθηκαν στη Γενεύη, στις 28 Σεπτεμβρίου 1984.

7. "Βαρέα μέταλλα", τα μέταλλα ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, τα μεταλλοειδή, τα οποία είναι σταθερά και έχουν πυκνότητα μεγαλύτερη από 4.5 g/cm3 και τα συστατικά τους.

8. "Εκπομπή", έκλυση από ένα σημείο ή μία πηγή διάχυσης στην ατμόσφαιρα.

9. "Σταθερή πηγή", οποιοδήποτε σταθερό κτίριο, δομή, συσκευή, εγκατάσταση, ή εξοπλισμό, που εκπέμπει ή μπορεί να εκπέμψει άμεσα στην ατμόσφαιρα ένα βαρύ μέταλλο που περιλαμβάνεται στο παράρτημα Ι.

10. "Νέα σταθερή πηγή", σταθερή πηγή της οποίας η κατασκευή ή η σημαντική μετασκευή άρχισε μετά την παρέλευση δύο μηνών από της ημερομηνίας θέσης σε ισχύ: (α) του παρόντος πρωτοκόλλου ή (β) μίας τροποποίησης του παραρτήματος Ι ή ΙΙ, σε περίπτωση που η σταθερή πηγή υπάγεται στις διατάξεις του παρόντος πρωτοκόλλου δυνάμει μόνο της εν λόγω τροποποίησης. Εναπόκειται στις αρμόδιες εθνικές αρχές να αποφασίσουν εάν η τροποποίηση είναι σημαντική, ή όχι, λαμβάνοντας υπόψη συντελεστές όπως, για παράδειγμα, τα περιβαλλοντικά οφέλη της μετασκευής.

11. "Κύρια κατηγορία σταθερής πηγής", οποιαδήποτε κατηγορία σταθερής πηγής η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα ΙΙ και συμβάλλει κατά 1% τουλάχιστον στις συνολικές εκπομπές ενός βαρέος μετάλλου που περιλαμβάνεται στο παράρτημα Ι κατά το έτος αναφοράς που ορίζεται σύμφωνα με το Παράρτημα Ι.

Άρθρο 2

ΣΤΟΧΟΣ

Στόχος του παρόντος πρωτοκόλλου είναι ο έλεγχος των εκπομπών βαρέων μετάλλων, που προκαλούνται από ανθρωπογενείς δραστηριότητες, οι οποίες μεταφέρονται στην ατμόσφαιρα σε μεγάλες αποστάσεις και ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις για την ανθρώπινη υγεία ή το περιβάλλον σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων που ακολουθούν.

Άρθρο 3

ΒΑΣΙΚΕΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ

1. Τα μέρη οφείλουν να μειώσουν τις συνολικές ετήσιες εκπομπές στην ατμόσφαιρα κάθε βαρέος μετάλλου που περιλαμβάνεται στο παράρτημα Ι από το επίπεδο εκπομπών κατά το έτος αναφοράς το οποίο ορίζεται σύμφωνα με το παράρτημα λαμβάνοντας αποτελεσματικά μέτρα ανάλογα με τις ιδιαίτερες συνθήκες του.

2. Τα μέρη, εντός της κλίμακας χρόνου που ορίζεται στο παράρτημα IV, εφαρμόζουν:

(α) τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές, λαμβάνοντας υπόψη το παράρτημα ΙΙΙ σε κάθε νέα σταθερή πηγή εντός μίας κύριας κατηγορίας σταθερών πηγών για την οποία το παράρτημα ΙΙΙ ορίζει τις καλύτερες διαθέσιμες τεχνικές.

(β) τις οριακές τιμές που ορίζονται στο παράρτημα V σε κάθε νέα σταθερή πηγή εντός μίας κύριας κατηγορίας σταθερών πηγών. Τα μέρη μπορούν, εναλλακτικά, να εφαρμόσουν διαφορετικές στρατηγικές μείωσης των εκπομπών οι οποίες επιτυγχάνουν ισοδύναμα συνολικά επίπεδα εκπομπών.

(γ) τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές, λαμβάνοντας υπόψη το παράρτημα ΙΙΙ, σε κάθε υπάρχουσα σταθερή πηγή εντός μίας κύριας κατηγορίας σταθερών πηγών για την οποία το παράρτημα ΙΙΙ ορίζει τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές. Τα μέρη μπορούν, εναλλακτικά, να εφαρμόσουν διαφορετικές στρατηγικές μείωσης των εκπομπών που επιτυγχάνουν ισοδύναμη μείωση των συνολικών εκπομπών.

(δ) Τις οριακές τιμές που ορίζονται στο παράρτημα V σε κάθε υπάρχουσα σταθερή πηγή εντός μίας κύριας κατηγορίας σταθερών πηγών στο μέτρο που αυτό είναι εφικτό από τεχνική και οικονομική άποψη. Τα μέρη μπορούν, εναλλακτικά, να εφαρμόσουν διαφορετικές στρατηγικές μείωσης εκπομπών που επιτυγχάνουν ισοδύναμη μείωση συνολικών εκπομπών.

3. Τα μέρη εφαρμόζουν μέτρα ελέγχου των προϊόντων σύμφωνα με τους όρους και τις κλίμακες του χρόνου που ορίζονται στο παράρτημα VI.

4. Τα μέρη εξετάζουν το ενδεχόμενο εφαρμογής πρόσθετων μέτρων ελέγχου των προϊόντων λαμβάνοντας υπόψη το παράρτημα VII.

5. Τα μέρη συντάσσουν και διατηρούν καταλόγους καταγραφής εκπομπών για τα βαρέα μέταλλα τα οποία περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι, όσον αφορά τα μέρη εντός του γεωγραφικού πεδίου του EMEP, χρησιμοποιώντας ως ελάχιστη βάση τις μεθοδολογίες που ορίζονται από το όργανο διεύθυνσης του EMEP, και, όσον αφορά τα μέρη εκτός του γεωγραφικού πεδίου του ΕΜΕΡ, χρησιμοποιώντας ως οδηγό τις μεθοδολογίες που αναπτύχθηκαν από το σχέδιο εργασίας του Εκτελεστικού Οργάνου.

6. Τα μέρη τα οποία, μετά την εφαρμογή των παραγράφων 2 και 3 παραπάνω, δεν μπορούν να επιτύχουν τις απαιτήσεις της παραγράφου 1 παραπάνω όσον αφορά ένα βαρύ μέταλλο το οποίο περιλαμβάνεται στο παράρτημα Ι, απαλλάσσονται από τις υποχρεώσεις οι οποίες απορρέουν από την παράγραφο 1 παραπάνω όσον αφορά το εν λόγω βαρύ μέταλλο.

7. Τα μέρη των οποίων η συνολική χερσαία επιφάνεια είναι μεγαλύτερη από 6,000,000 km2 απαλλάσσονται των υποχρεώσεων των στοιχείων (β), (γ), και (δ), της παραγράφου 2 παραπάνω, εάν είναι σε θέση να αποδείξουν ότι, το αργότερο 8 έτη μετά την ημερομηνία θέσης σε ισχύ του παρόντος πρωτοκόλλου, θα έχουν μειώσει τις συνολικές ετήσιες εκπομπές κάθε βαρέος μετάλλου που περιλαμβάνεται στο παράρτημα Ι από τις κατηγορίες πηγών που ορίζονται στο παράρτημα ΙΙ κατά 50% τουλάχιστον σε σύγκριση με το επίπεδο εκπομπών από τις εν λόγω κατηγορίες κατά το έτος αναφοράς το οποίο ορίζεται σύμφωνα με το παράρτημα Ι. Τα μέρη που προτίθενται να ενεργήσουν σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο οφείλουν να δηλώσουν τούτο κατά την υπογραφή του παρόντος πρωτοκόλλου ή την προσχώρηση σε αυτό.

Άρθρο 4

ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΩΝ

1. Τα μέρη διευκολύνουν, σύμφωνα με τη νομοθεσία, τις ρυθμίσεις και τις πρακτικές τους, τις ανταλλαγές τεχνολογιών και τεχνικών οι οποίες αποβλέπουν στη μείωση των εκπομπών βαρέων μετάλλων, καθώς και, μεταξύ άλλων, τις ανταλλαγές που ενθαρρύνουν την ανάπτυξη μέτρων διαχείρισης προϊόντων και την εφαρμογή των βέλτιστων διαθέσιμων τεχνολογιών, προωθώντας, ειδικότερα:

(α) τις εμπορικές συναλλαγές όσον αφορά τις διαθέσιμες τεχνολογίες

(β) τις άμεσες βιομηχανικές επαφές και τη συνεργασία, συμπεριλαμβανομένων των κοινών επιχειρήσεων.

(γ) την ανταλλαγή πληροφοριών και εμπειριών. και

(δ) την παροχή τεχνικής βοήθειας.

2. Προωθώντας τις δραστηριότητες οι οποίες ορίζονται στην παράγραφο 1 παραπάνω, τα μέρη δημιουργούν ευνοϊκές συνθήκες διευκολύνοντας τις επαφές και τη συνεργασία αρμοδίων οργανισμών και ατόμων στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα που είναι σε θέση να προσφέρουν τεχνολογία, σχεδιασμό και μηχανολογικές υπηρεσίες, εξοπλισμό ή χρηματοοικονομικές υπηρεσίες.

Άρθρο 5

ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ, ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ, ΚΑΙ ΜΕΤΡΑ

1. Τα μέρη αναπτύσσουν, χωρίς άσκοπη καθυστέρηση, στρατηγικές, πολιτικές, και προγράμματα, προκειμένου να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους σύμφωνα με το παρόν πρωτόκολλο.

2. Εξάλλου, τα μέρη μπορούν:

(α) να εφαρμόσουν οικονομικά μέσα με σκοπό την υιοθέτηση αποδοτικών από πλευράς κόστους προσεγγίσεων για τη μείωση των εκπομπών βαρέων μετάλλων.

(β) να συνάπτουν σύμφωνα κυβερνήσεων/βιομηχανίας και εθελοντικές συμφωνίες.

(γ) να ενθαρρύνουν την αποτελεσματικότερη χρήση πόρων και πρωτοβουλιών.

(δ) να ενθαρρύνουν τη χρήση ενεργειακών πόρων που ρυπαίνουν λιγότερο.

(ε) να λαμβάνουν μέτρα για την ανάπτυξη και την εφαρμογή μεταφορικών συστημάτων που ρυπαίνουν λιγότερο.

(στ) να λαμβάνουν μέτρα προκειμένου να εξαλείψουν σταδιακά διεργασίες που εκλύουν ορισμένα βαρέα μέταλλα, εφόσον εναλλακτικές διεργασίες είναι διαθέσιμες σε βιομηχανική κλίμακα.

(ζ) να λαμβάνουν μέτρα για την ανάπτυξη και εφαρμογή καθαρότερων διεργασιών για την πρόληψη και τον έλεγχο της ρύπανσης.

3. Τα μέρη μπορούν να λαμβάνουν μέτρα αυστηρότερα από αυτά που προβλέπονται από το παρόν πρωτόκολλο.

Άρθρο 6

ΕΡΕΥΝΑ, ΑΝΑΠΤΥΞΗ, ΚΑΙ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ

Τα μέρη ενθαρρύνουν την έρευνα, ανάπτυξη, παρακολούθηση και συνεργασία, με επίκεντρο, κυρίως, τα βαρέα μέταλλα που περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι, σχετικά, μεταξύ άλλων, με:

(α) τις εκπομπές, τη μεταφορά σε μεγάλες αποστάσεις και τα επίπεδα απόθεσης καθώς και την προτυποποίησή τους, τα υπάρχοντα επίπεδα σε βιοτικό και αβιοτικό περιβάλλον, την ανάπτυξη διαδικασιών για την εναρμόνιση των σχετικών μεθοδολογιών

(β) τους διαδρόμους ρύπανσης και τους καταλόγους καταγραφής σε αντιπροσωπευτικά οικοσυστήματα.

(γ) τις σημαντικές επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον, συμπεριλαμβανομένης της ποσοτικοποίησης των εν λόγω επιπτώσεων.

(δ) τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές και πρακτικές και τις τεχνικές ελέγχου των εκπομπών που εφαρμόζονται σήμερα από τα μέρη ή που βρίσκονται στη φάση ανάπτυξης.

(ε) τη συλλογή, την ανακύκλωση, και, ενδεχομένως, τη διάθεση προϊόντων ή αποβλήτων που περιέχουν ένα ή περισσότερα βαρέα μέταλλα.

(στ) τις μεθοδολογίες οι οποίες επιτρέπουν τη στάθμιση των κοινωνικοοικονομικών συντελεστών κατά την αξιολόγηση εναλλακτικών στρατηγικών ελέγχου.

(ζ) μια προσέγγιση με βάση τις επιπτώσεις η οποία ολοκληρώνει τις κατάλληλες πληροφορίες, καταμετρημένα ή προτυποποιημένα περιβαλλοντικά επίπεδα, διαδρομές, και επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον, με σκοπό την ανάπτυξη μελλοντικών βελτιστοποιημένων στρατηγικών ελέγχου οι οποίες λαμβάνουν, επίσης, υπόψη οικονομικούς και τεχνολογικούς συντελεστές.

(η) τις εναλλακτικές μεθόδους στη χρήση βαρέων μετάλλων σε προϊόντα που περιλαμβάνονται στα παραρτήματα VI και VII.

(θ) τη συλλογή πληροφοριών σχετικά με τα επίπεδα βαρέων μετάλλων σε ορισμένα προϊόντα, σχετικά με το ενδεχόμενο εκπομπών των εν λόγω μετάλλων κατά τη διάρκεια της παραγωγής, επεξεργασίας, εμπορίας, χρήσης, και διάθεσης του προϊόντος, και σχετικά με τις τεχνικές μείωσης των εν λόγω εκπομπών.

Άρθρο 7

ΥΠΟΒΟΛΗ ΕΚΘΕΣΕΩΝ

1. Σύμφωνα με τις νομοθεσίες τους οι οποίες διέπουν την εμπιστευτικότητα των εμπορικών πληροφοριών :

(α) τα μέρη υποβάλλουν εκθέσεις, μέσω του Εκτελεστικού Γραμματέα της Επιτροπής, προς το Εκτελεστικό Όργανο, ανά τακτά διαστήματα που θα καθορισθούν από τα μέρη που θα συνέλθουν στο πλαίσιο του Εκτελεστικού Οργάνου, σχετικά με τα μέτρα τα οποία λαμβάνουν για την εφαρμογή του παρόντος πρωτοκόλλου.

(β) τα μέρη εντός του γεωγραφικού πεδίου του ΕΜΕΡ υποβάλουν εκθέσεις, διαμέσου του Εκτελεστικού Γραμματέα της Επιτροπής, προς το ΕΜΕΡ, σε τακτά διαστήματα, τα οποία θα καθορισθούν από Όργανο Διεύθυνσης του ΕΜΕΡ και θα εγκριθούν από τα μέρη σε συνεδρίαση του Εκτελεστικού Οργάνου, σχετικά με τα επίπεδα εκπομπών των βαρέων μετάλλων που περιλαμβάνονται στο παράτημα Ι, χρησιμοποιώντας, ως ελάχιστη βάση, τις μεθοδολογίες και τη χρονική και χωρική ανάλυση που θα καθορισθούν από το Όργανο του ΕΜΕΡ. Μέρη εκτός του γεωγραφικού πεδίου του ΕΜΕΡ παρέχουν παρόμοιες πληροφορίες στο Εκτελεστικό Όργανο εφόσον τους ζητηθεί τούτο. Εξάλλου, τα μέρη, ενδεχομένως, συλλέγουν και παρέχουν πληροφορίες αναφορικά με τις εκπομπές άλλων βαρέων μετάλλων λαμβάνοντας υπόψη τις οδηγίες αναφορικά με τις μεθοδολογίες και τις χρονικές και χωρικές αναλύσεις του Οργάνου Διεύθυνσης του ΕΜΕΡ και του Εκτελεστικού Οργάνου.

2. Οι πληροφορίες που παρέχονται σύμφωνα με την παράγραφο 1, στοιχείο (α), παραπάνω, συμμορφώνονται με απόφαση σχετικά με τη μορφή και το περιεχόμενο η οποία θα ληφθεί από τα μέρη σε συνεδρίαση του Εκτελεστικού Οργάνου. Οι όροι της απόφασης αυτής επανεξετάζονται, ενδεχομένως, προκειμένου να εντοπίζονται τυχόν πρόσθετα στοιχεία αναφορικά με τη μορφή και το περιεχόμενο των πληροφοριών οι οποίες πρέπει να περιλαμβάνονται στις εκθέσεις.

3. Εγκαίρως πριν κάθε ετήσια συνεδρίαση του Εκτελεστικού Οργάνου, το ΕΜΕΡ παρέχει πληροφορίες σχετικά με τη μεταφορά και απόθεση βαρέων μετάλλων σε μεγάλη απόσταση.

Άρθρο 8

ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΙ

Το EMEP παρέχει στο εκτελεστικό όργανο, χρησιμοποιώντας κατάλληλα πρότυπα και μετρήσεις έγκαιρα πριν κάθε ετήσια συνεδρίαση του Εκτελεστικού Οργάνου, υπολογισμούς των διασυνοριακών εκπομπών και αποθέσεων βαρέων μετάλλων εντός του γεωγραφικού πεδίου του ΕΜΕΡ. Σε περιοχές εκτός του γεωγραφικού πεδίου του ΕΜΕΡ, χρησιμοποιούνται πρότυπα τα οποία ανταποκρίνονται στις ιδιαίτερες συνθήκες των μερών της Σύμβασης.

Άρθρο 9

ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗ

Η συμμόρφωση των μερών προς τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με το παρόν πρωτόκολλο εξετάζεται σε τακτικά διαστήματα. Η επιτροπή εφαρμογής, η οποία συγκροτήθηκε με την απόφαση αριθ. 1997/2 του Εκτελεστικού Οργάνου κατά τη 15η συνεδρίασή του διενεργεί τις εν λόγω εξετάσεις και υποβάλλει έκθεση στα μέρη τα οποία συνέρχονται στο πλαίσιο του Εκτελεστικού Οργάνου σύμφωνα με τους όρους του παραρτήματος της εν λόγω απόφασης, συμπεριλαμβανομένων τυχόν τροποποιήσεών της.

Άρθρο 10

ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΜΕΡΗ ΚΑΤΑ ΤΙΣ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΚΕΤΕΛΕΣΤΙΚΟΥ ΟΡΓΑΝΟΥ

1. Τα μέρη, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10, παράγραφος 2, στοιχείο (α), της Σύμβασης, κατά τις συνεδριάσεις του Εκτελεστικού Οργάνου, εξετάζουν τις πληροφορίες που παρέχονται από τα μέρη, το ΕΜΕΡ και άλλα βοηθητικά όργανα, και τις εκθέσεις της επιτροπής εφαρμογής η οποία αναφέρεται στο άρθρο 9 του παρόντος πρωτοκόλλου.

2. Τα μέρη, σε συνεδριάσεις του Εκτελεστικού Οργάνου, αξιολογούν την πρόοδο που επιτελείται όσον αφορά την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που πηγάζουν από το παρόν πρωτόκολλο.

3. Τα μέρη, σε συνεδριάσεις του Εκτελεστικού Οργάνου, εξετάζουν την επάρκεια και την αποτελεσματικότητα των υποχρεώσεων που πηγάζουν από το παρόν πρωτόκολλο.

(α) Οι ανασκοπήσεις αυτές λαμβάνουν υπόψη τις βέλτιστες διαθέσιμες επιστημονικές πληροφορίες σχετικά με τις επιπτώσεις των αποθέσεων βαρέων μετάλλων, τις αξιολογήσεις των τεχνολογικών εξελίξεων, και τις μεταβαλλόμενες οικονομικές συνθήκες.

(β) οι εν λόγω ανασκοπήσεις, υπό το φως των ερευνών, αναπτύξεων, ελέγχων και της συνεργασίας που αναπτύσσεται σύμφωνα με το παρόν πρωτόκολλο:

(i) αξιολογούν την πρόοδο που επιτελείται όσον αφορά την εκπλήρωση του στόχου του παρόντος πρωτοκόλλου.

(ii) εκτιμούν εάν απαιτούνται πρόσθετες μειώσεις των εκπομπών πέραν των επιπέδων που προβλέπονται από το παρόν πρωτόκολλο προκειμένου να μειωθούν περαιτέρω οι επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον. και

(iii) λαμβάνουν υπόψη την έκταση στην οποία υπάρχει ικανοποιητική βάση για την εφαρμογή μίας προσέγγισης η οποία βασίζεται στις επιπτώσεις.

(γ) οι διαδικασίες, οι μέθοδοι, και η περιοδικότητα των εν λόγω εξετάσεων διευκρινίζονται από τα μέρη σε σύνοδο του Εκτελεστικού Οργάνου.

4. Τα μέρη , με βάση τα συμπεράσματα των εξετάσεων οι οποίες αναφέρονται στην παράγραφο 3 παραπάνω, και το συντομότερο δυνατό μετά την ολοκλήρωση της εξέτασης, αναπτύσσουν σχέδιο εργασίας σχετικά με τα περαιτέρω βήματα τα οποία απαιτούνται για τη μείωση των εκπομπών στην ατμόσφαιρα των βαρέων μετάλλων που αναφέρονται στο παράρτημα Ι.

Άρθρο 11

ΕΠΙΛΥΣΗ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

1. Σε περίπτωση διαφοράς μεταξύ δύο ή περισσότερων μερών αναφορικά με την ερμηνεία ή την εφαρμογή του παρόντος πρωτοκόλλου, τα ενδιαφερόμενα μέρη επιζητούν επίλυση της διαφοράς διαμέσου διαπραγματεύσεων ή οποιουδήποτε άλλου ειρηνικού μέσου της επιλογής τους. Τα μέρη πληροφορούν το Εκτελεστικό Όργανο σχετικά με τη διαφορά τους.

2. Κατά την κύρωση, αποδοχή, έγκριση του παρόντος πρωτοκόλλου η προσχώρηση σ' αυτό, ή οποιοδήποτε μεταγενέστερο χρονικό σημείο, ένα μέρος, το οποίο δεν αποτελεί περιφερειακό οργανισμό οικονομικής ολοκλήρωσης, μπορεί να δηλώσει γραπτώς στον Θεματοφύλακα ότι, όσον αφορά οποιαδήποτε διαφορά αναφορικά με την ερμηνεία ή εφαρμογή του πρωτοκόλλου, αναγνωρίζει τα δύο ακόλουθα μέσα, ή ένα από αυτά, για την επίλυση των διαφορών ως υποχρεωτικό εκ των πραγμάτων μέσο και χωρίς ιδιαίτερη συμφωνία σε σχέση με οποιοδήποτε μέρος το οποίο αποδέχεται την αυτή υποχρέωση:

(α) Υποβολή της διαφοράς στο Διεθνές Δικαστήριο.

(β) Διαιτησία σύμφωνα με διαδικασίες οι οποίες θα υιοθετηθούν, το συντομότερο δυνατόν, από τα μέρη σε συνεδρίαση του Εκτελεστικού Οργάνου και θα προσαρτηθούν σε σχετικό παράρτημα.

Ένα μέρος το οποίο δεν αποτελεί μέλος περιφερειακής οργάνωσης οικονομικής ολοκλήρωσης μπορεί να υποβάλει δήλωση με παρόμοιο αποτέλεσμα όσον αφορά τη διαιτησία σύμφωνα με τις διαδικασίες οι οποίες αναφέρονται στο στοιχείο (β) παραπάνω.

3. Οι δηλώσεις σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 παραπάνω παραμένουν σε ισχύ έως ότου λήξει η ισχύς τους σύμφωνα με τους όρους τους ή μετά την παρέλευση τριών μηνών από την κατάθεση γραπτής ειδοποίησης σχετικά με την ανάκλησή τους στο Θεματοφύλακα.

4. Οι νέες δηλώσεις, οι προειδοποιήσεις ανάκλησής τους, ή η λήξη της ισχύος των δηλώσεων, δεν επηρεάζουν με κανένα τρόπο τις εκκρεμοδικίες ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου ή του Διαιτητικού Δικαστηρίου εκτός και εάν τα μέρη που έχουν τη διαφορά αποφασίσουν διαφορετικά.

5. Εξαιρουμένης της περίπτωσης κατά την οποία τα μέρη έχουν αποδεχθεί τον ίδιο τρόπο επίλυσης της διαφοράς σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2, εάν, μετά την παρέλευση 12 μηνών από της κοινοποίησης από ένα μέρος προς ένα άλλο ότι υφίσταται διαφορά μεταξύ τους, τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν επιλύσουν τη διαφορά τους με τα μέσα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 παραπάνω, η διαφορά υποβάλλεται, ύστερα από αίτηση ενός εκ των μερών, σε διαιτησία.

6. Θα δημιουργηθεί επιτροπή διαιτησίας για τους σκοπούς της παραγράφου 5. Η επιτροπή αποτελείται από ίσο αριθμό μελών, τα οποία ορίζονται από κάθε ενδιαφερόμενο μέρος ή, σε περίπτωση κατά την οποία τα μέρη που κινούν τη διαδικασία διαιτησίας έχουν κοινά συμφέροντα, από τα μέρη τα οποία έχουν τα κοινά συμφέροντα, και από πρόεδρο ο οποίος ορίζεται από κοινού από τα μέλη που ορίσθηκαν με τον τρόπο αυτό. Η επιτροπή εκδίδει απόφαση σύστασης την οποία τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη καλή τη πίστει.

Άρθρο 12

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ

Τα παραρτήματα του παρόντος πρωτοκόλλου αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του πρωτοκόλλου. Τα παραρτήματα ΙΙΙ και VII είναι εισηγητικής φύσης.

Άρθρο 13

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ

1. Τα μέρη μπορούν να υποβάλουν τροπολογίες του παρόντος πρωτοκόλλου.

2. Οι τροπολογίες υποβάλλονται γραπτώς στον Εκτελεστικό Γραμματέα της Επιτροπής ο οποίος τις διαβιβάζει σε όλα τα μέρη. Τα μέρη, συνερχόμενα στο πλαίσιο του Εκτελεστικού Οργάνου, συζητούν τις τροπολογίες κατά την επόμενη συνεδρίασή τους υπό τον όρο ότι οι προτάσεις έχουν κοινοποιηθεί από τον Εκτελεστικό Γραμματέα στα μέρη 90 ημέρες τουλάχιστον πριν την ημερομηνία της συνεδρίασης.

3. Τροποποιήσεις του παρόντος πρωτοκόλλου και των παραρτημάτων Ι, ΙΙ, IV, V και VI υιοθετούνται ομόφωνα από τα μέρη τα οποία είναι παρόντα στη σύνοδο του Εκτελεστικού Οργάνου και τίθενται σε ισχύ όσον αφορά τα μέρη που τις αποδέχθηκαν 90 ημέρες μετά την ημερομηνία κατά την οποία τα 2/3 των μερών έχουν καταθέσει τις πράξεις αποδοχής τους στον Θεματοφύλακα.

4. Οι τροπολογίες των παραρτημάτων III και VII υιοθετούνται ομόφωνα από τα μέρη τα οποία είναι παρόντα στη σύνοδο του Εκτελεστικού Οργάνου. Μετά την παρέλευση 90 ημερών από την ημερομηνία διαβίβασής τους σε όλα τα μέρη από τον Εκτελεστικό Γραμματέα της Επιτροπής, τυχόν τροπολογίες των εν λόγω παραρτημάτων αποκτούν ισχύ έναντι των μερών που δεν κατέθεσαν στον Θεματοφύλακα κοινοποίηση σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 5 παρακάτω, υπό τον όρο ότι 16 τουλάχιστον μέλη δεν έχουν καταθέσει παρόμοια κοινοποίηση.

5. Οποιοδήποτε μέρος που δεν κατέστη δυνατό να εγκρίνει τροπολογία των παραρτημάτων ΙΙΙ ή VII ειδοποιεί τον Θεματοφύλακα γραπτώς εντός 90 ημερών από της ημερομηνίας της ανακοίνωσης της υιοθέτησής της. Ο Θεματοφύλακας κοινοποιεί χωρίς καθυστέρηση σε όλα τα μέρη οποιαδήποτε κοινοποίηση έχει λάβει. Τα μέρη δύνανται, οποιαδήποτε στιγμή, να αντικαταστήσουν, με μία αποδοχή, μία προηγούμενη κοινοποίησή τους, και, μετά την κατάθεση της πράξης αποδοχής στον Θεματοφύλακα, η τροποποίηση του εν λόγω παραρτήματος αποκτά ισχύ έναντι του μέρους αυτού.

6. Σε περίπτωση τροπολογίας των παραρτημάτων Ι, VI, ή VIII, αναφορικά με την προσθήκη ενός βαρέος μετάλλου, ενός μέτρου ελέγχου προϊόντος, ή προϊόντος, ή μίας ομάδας προϊόντων, στο παρόν πρωτόκολλο:

(α) το υποβάλλον την τροπολογία μέρος παρέχει στο Εκτελεστικό Όργανο τις πληροφορίες που ορίζονται στην απόφαση αριθ. 1998/1του Εκτελεστικού Οργάνου, συμπεριλαμβανομένων τυχόν τροποποιήσεών της. και

(β) τα μέρη αξιολογούν την τροπολογία σύμφωνα με τη διαδικασία η οποία ορίζεται στην απόφαση αριθ. 1998/1 του Εκτελεσρικού Οργάνου και τυχόν τροποποιήσεις της.

7. Τυχόν αποφάσεις για την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 1998/1 του Εκτελεστικού Οργάνου λαμβάνονται ομόφωνα από τα μέρη τα οποία συνέρχονται στο πλαίσιο του Εκτελεστικού Οργάνου και τίθενται σε ισχύ 60 ημέρες μετά την ημερομηνία υιοθέτησής τους.

Άρθρο 14

YΠΟΓΡΑΦΗ

1. Το παρόν πρωτόκολλο μπορεί να υπογραφεί στο Aarhus (Δανία) από τις 24 έως τις 25 Ιουνίου 1998, και, στη συνέχεια, στην έδρα των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη ως τις 21 Δεκεμβρίου 1998 από τα κράτη μέλη της Επιτροπής, καθώς και από τα κράτη με συμβουλευτική ιδιότητα στην Επιτροπή σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 8 του ψηφίσματος 36 (IV) της 28ης Μαρτίου 1947, του Οικονομικού και Κοινωνικού Συμβουλίου, και από περιφερειακές οργανώσεις οικονομικής ολοκλήρωσης, που αποτελούνται από κυρίαρχα κράτη μέλη της Επιτροπής, οι οποίες έχουν αρμοδιότητες όσον αφορά τη διαπραγμάτευση, τη σύναψη, και την εφαρμογή διεθνών συμφωνιών σε θέματα που καλύπτονται από το πρωτόκολλο υπό τον όρο ότι τα κράτη και οι ενδιαφερόμενες οργανώσεις είναι συμβαλλόμενα μέρη της Σύμβασης.

2. Σε θέματα τα οποία εμπίπτουν στις αρμοδιότητές τους, οι εν λόγω περιφερειακές οργανώσεις οικονομικής ολοκλήρωσης θα ασκούν, για λογαριασμό τους, τα δικαιώματα και θα πληρούν τις ευθύνες που το παρόν πρωτόκολλο προβλέπει για τα κράτη μέλη τους. Στις περιπτώσεις αυτές, τα κράτη μέλη των εν λόγω οργανώσεων δεν έχουν δικαίωμα να ασκούν τα εν λόγω δικαιώματα μεμονωμένα.

Άρθρο 15

ΚΥΡΩΣΗ, ΑΠΟΔΟΧΗ, ΕΓΚΡΙΣΗ, ΚΑΙ ΠΡΟΣΧΩΡΗΣΗ

1. Το παρόν πρωτόκολλο υπόκειται σε κύρωση, αποδοχή, ή έγκριση από τα μέρη της Σύμβασης.

2. Στο παρόν πρωτόκολλο μπορεί να προσχωρήσουν, από της 21ης Δεκεμβρίου 1998, τα κράτη και οι οργανώσεις που πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 14, παράγραφος 1.

Άρθρο 16

ΘΕΜΑΤΟΦΥΛΑΚΑΣ

Οι πράξεις κύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης κατατίθενται στο Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών ο οποίος ασκεί τα καθήκοντα του Θεματοφύλακα.

Άρθρο 17

ΘΕΣΗ ΣΕ ΙΣΧΥ

1. Το παρόν πρωτόκολλο τίθεται σε ισχύ 90 ημέρες μετά την παρέλευση της ημερομηνίας κατά την οποία θα κατατεθεί στον Θεματοφύλακα η 16η πράξη κύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης.

2. Αναφορικά με κάθε κράτος ή οργάνωση, που αναφέρονται στο άρθρο 14, παράγραφος 1, που κυρώνει, αποδέχεται, ή εγκρίνει το παρόν πρωτόκολλο ή προσχωρεί σ'αυτό μετά την κατάθεση της 16ης πράξης κύρωσης, αποδοχής, έγκρισης, ή προσχώρησης, το πρωτόκολλο τίθεται σε ισχύ 90 ημέρες μετά την παρέλευση της ημερομηνίας κατάθεσης της πράξης κύρωσης, αποδοχής, έγκρισης, ή προσχώρησης του εν λόγω μέρους.

Άρθρο 18

ΑΠΟΧΩΡΗΣΗ

Οποιαδήποτε στιγμή μετά παρέλευση 5 ετών από την ημερομηνία κατά την οποία το παρόν πρωτόκολλο τέθηκε σε ισχύ αναφορικά με ένα μέρος, το εν λόγω μέρος μπορεί να αποχωρήσει από αυτό με γραπτή κοινοποίηση στο Θεματοφύλακα. Η αποχώρηση αυτή αποκτά ενέργεια 90 ημέρες μετά την παρέλευση της ημερομηνίας παραλαβής της από το Θεματοφύλακα ή σε άλλη ημερομηνία η οποία μπορεί να ορισθεί στην κοινοποίηση της αποχώρησης.

Άρθρο 19

ΑΥΘΕΝΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Το πρωτότυπο του παρόντος πρωτοκόλλου, του οποίου τα κείμενα στα αγγλικά, γαλλικά, και τα ρωσικά είναι εξίσου αυθεντικά, θα κατατεθεί στο Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών.

ΕΙΣ ΠΙΣΤΩΣΗ ΤΩΝ ΑΝΩΤΕΡΩ οι υπογεγραμμένοι πληρεξούσιοι υπέγραψαν το παρόν πρωτόκολλο.

Aarhus (Δανία), 24 Ιουνίου 1998

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

ΒΑΡΕΑ ΜΕΤΑΛΛΑ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 3, ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1,

ΚΑΙ ΕΤΟΣ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ

Βαρέα μέταλλα //

Έτος αναφοράς

Κάδμιο (Cd) //

1990. ή ένα εναλλακτικό έτος από το 1985 έως και το 1995, που ορίζεται από ένα μέρος κατά την κύρωση, αποδοχή, έγκριση, ή προσχώρηση.

Μόλυβδος (Pb) //

1990. ή ένα εναλλακτικό έτος από το 1985 έως και το 1995, που ορίζεται από ένα μέρος κατά την κύρωση, αποδοχή, έγκριση, ή προσχώρηση.

Υδράργυρος (Hg) //

1990. ή ένα εναλλακτικό έτος από το 1985 έως και το 1995, που ορίζεται από ένα μέρος κατά την κύρωση, αποδοχή, έγκριση, ή προσχώρηση.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΣΤΑΘΕΡΩΝ ΠΗΓΩΝ

I. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1. Οι εγκαταστάσεις ή τμήματα εγκαταστάσεων έρευνας, ανάπτυξης, και δοκιμής νέων προϊόντων και διεργασιών δεν καλύπτονται από το παρόν παράρτημα.

2. Οι τιμές κατωφλίου που παρέχονται παρακάτω αναφέρονται γενικά στην παραγωγική ικανότητα και στην παραγωγή. Σε περίπτωση που ένας φορέας εκμετάλλευσης ασκεί πολλές δραστηριότητες που υπάγονται στην αυτή κλάση, στην αυτή εγκατάσταση, ή στην αυτή τοποθεσία, οι ικανότητες των εν λόγω δραστηριοτήτων σωρεύονται.

II. ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΩΝ

Κατηγορία // Περιγραφή της κατηγορίας

1 // Εγκαταστάσεις καύσης με καθαρή ονομαστική θερμική ισχύ η οποία υπερβαίνει τα 50 MW.

2 // Εγκαταστάσεις φρύξης ή τήξης μεταλλευμάτων (συμπεριλαμβανομένων θειούχων ενώσεων) ή συμπυκνωμάτων με ικανότητα η οποία υπερβαίνει τους 150 τόνους τήξης ετησίως όσον αφορά τα θειούχα μεταλλεύματα ή συμπυκνώματα και 30 τόνους τήξης ημερησίως για τη φρύξη χαλκού, μολύβδου, ή ψευδαργύρου, ή την επεξεργασία οποιωνδήποτε μεταλλευμάτων χρυσού ή υδραργύρου.

3 // Εγκαταστάσεις για την παραγωγή ακατέργαστου χυτοσίδηρου ή χάλυβα (πρωτογενούς ή δευτερογενούς σύντηξης, συμπεριλαμβανομένων καμίνων βολταϊκού τόξου) συμπεριλαμβανομένης της συνεχούς εξέλασης, με ικανότητα η οποία υπερβαίνει τους 2,5 τόνους την ώρα.

4 // Χυτήρια θειούχων μετάλλων με παραγωγική ικανότητα η οποία υπερβαίνει του 20 τόνους ημερησίως.

5 // Εγκαταστάσεις για την παραγωγή χαλκού, μολύβδου, και ψευδαργύρου από μεταλλεύματα, συμπυκνώματα ή δευτερογενείς πρώτες ύλες διαμέσου μεταλλουργικών διεργασιών με ικανότητα η οποία υπερβαίνει τους 30 τόνους μετάλλου ημερησίως όσον αφορά τις πρωτογενείς εγκαταστάσεις και 15 τόνους μετάλλου ημερησίως για τις δευτερογενείς εγκαταστάσεις, ή για οποιαδήποτε πρωτογενή παραγωγή υδραργύρου.

6 // Εγκαταστάσεις για τη σύντηξη (εξευγενισμό, χυτήρια απόχυσης, κλπ.), συμπεριλαμβανομένης της κραματοποίησης χαλκού, μολύβδου και ψευδαργύρου, συμπεριλαμβανομένων προϊόντων ανάκτησης, με ικανότητα σύντηξης η οποία υπερβαίνει τους 4 τόνους ημερησίως όσον αφορά το μόλυβδο ή 20 τόνους ημερησίως για τον χαλκό και τον ψευδάργυρο.

7 // Εγκαταστάσεις για την παραγωγή τσιμέντου κλίνκερ σε περιστροφικούς κλιβάνους με παραγωγική ικανότητα η οποία υπερβαίνει τους 500 τόνους ημερησίως ή σε άλλες κάμινους με παραγωγική ικανότητα η οποία υπερβαίνει τους 50 τόνους ημερησίως.

8 // Εγκαταστάσεις για την κατασκευή ύαλου οι οποίες χρησιμοποιούν μόλυβδο κατά τη διεργασία με ικανότητα σύντηξης η οποία υπερβαίνει τους 20 τόνους ημερησίως.

9 // Εγκαταστάσεις για την παραγωγή χλωρο-αλκαλίων με ηλεκτρόλυση χρησιμοποιώντας τη διεργασία κυψελών υδραργύρου.

10 // Εγκαταστάσεις για την αποτέφρωση επικίνδυνων ή ιατρικών αποβλήτων με ικανότητα η οποία υπερβαίνει τον 1 τόνο την ώρα ή τη συναποτέφρωση επικίνδυνων ή ιατρικών αποβλήτων που ορίζονται σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία.

11 // Εγκαταστάσεις για την αποτέφρωση αστικών αποβλήτων με ικανότητα η οποία υπερβαίνει τους 3 τόνους την ώρα ή τη συναποτέφρωση αστικών αποβλήτων τα οποία ορίζονται σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ

ΒΕΛΤΙΣΤΕΣ ΔΙΑΘΕΣΙΜΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΛΕΓΧΟ ΕΚΠΟΜΠΩΝ ΒΑΡΕΩΝ ΜΕΤΑΛΛΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΥΣΤΑΤΙΚΩΝ ΤΟΥΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΠΗΓΩΝ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

I. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1. Σκοπός του παρόντος παραρτήματος είναι να παρασχεθούν στα μέρη κατευθυντήριες γραμμές για τον καθορισμό των βέλτιστων τεχνολογιών αναφορικά με τις σταθερές πηγές προκειμένου να είναι σε θέση να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις που πηγάζουν από το πρωτόκολλο.

2. Ως "Βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές" (BΠT) νοείται το αποτελεσματικότερο και πλέον εξελιγμένο στάδιο ανάπτυξης δραστηριοτήτων και των μεθόδων λειτουργίας τους από το οποίο προκύπτει η πρακτική καταλληλότητα συγκεκριμένων τεχνικών προκειμένου να παρασχεθεί, καταρχήν, η βάση οριακών τιμών εκπομπών με σκοπό να προληφθούν και, όταν τούτο δεν είναι εφικτό, να μειωθούν σε γενικές γραμμές οι εκπομπές και οι επιπτώσεις τους στο περιβάλλον:

- ως "Τεχνικές" νοείται τόσο η τεχνολογία που χρησιμοποιείται όσο και ο τρόπος με το οποίο σχεδιάζονται, κατασκευάζονται, συντηρούνται, λειτουργούν, και παροπλίζονται οι εγκαταστάσεις.

- ως "Διαθέσιμες" νοούνται οι τεχνικές που αναπτύσσονται σε κλίμακα η οποία επιτρέπει εφαρμογή στο σχετικό βιομηχανικό τομέα υπό συνθήκες οι οποίες είναι βιώσιμες από οικονομικής και τεχνικής άποψης, λαμβανομένων υπόψη των δαπανών και των πλεονεκτημάτων, ανεξάρτητα από το εάν οι τεχνικές χρησιμοποιούνται ή παράγονται εντός της επικράτειας του ενδιαφερόμενου μέρους, με την προϋπόθεση ότι ο φορέας εκμετάλλευσης έχει λογική πρόσβαση σε αυτές.

- ως "Βέλτιστη" νοείται η αποτελεσματικότερη προκειμένου να επιτευχθεί ένα υψηλά γενικό επίπεδο προστασίας για το σύνολο του περιβάλλοντος.

Κατά τον καθορισμό των βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή, γενικά ή σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, στους παρακάτω συντελεστές, λαμβανομένων υπόψη των πιθανών δαπανών και οφελών ενός μέτρου και των αρχών της προφύλαξης και πρόληψης:

- χρήση τεχνολογίας χαμηλής ρύπανσης.

- χρήση λιγότερο επικίνδυνων ουσιών.

- προώθηση της ανάκτησης και ανακύκλωσης ουσιών που παράγονται και χρησιμοποιούνται στη διεργασία και των αποβλήτων.

- συγκρίσιμες διεργασίες, εγκαταστάσεις, ή μέθοδοι λειτουργίας οι οποίες έχουν δοκιμασθεί επιτυχώς σε βιομηχανική κλίμακα.

- τεχνολογικές εξελίξεις και μεταβολές όσον αφορά την επιστημονική γνώση και κατανόηση.

- φύση, επιπτώσεις, και όγκος των σχετικών εκπομπών.

- ημερομηνίες θέσης σε λειτουργία νέων ή υπαρχουσών εγκαταστάσεων.

- απαιτούμενος χρόνος για την εφαρμογή των βέλτιστων διαθέσιμων πρακτικών.

- κατανάλωση και φύση των πρώτων υλών (συμπεριλαμβανομένου του ύδατος) που χρησιμοποιούνται στη διεργασία και ενεργειακή αποδοτικότητά τους.

- ανάγκη για πρόληψη ή ελαχιστοποίηση των συνολικών επιπτώσεων των εκπομπών στο περιβάλλον και των κινδύνων που προκαλούνται γι' αυτό.

- ανάγκη για πρόληψη των ατυχημάτων και ελαχιστοποίηση των επιπτώσεών στο περιβάλλον.

Η έννοια της βέλτιστης διαθέσιμης τεχνικής δεν αποβλέπει στην προδιαγραφή μίας συγκεκριμένης τεχνικής ή τεχνολογίας, αλλά, μάλλον, στη συνεκτίμηση των τεχνικών χαρακτηριστικών των σχετικών εγκαταστάσεων, της γεωγραφικής τοποθεσίας τους, και των τοπικών περιβαλλοντικών συνθηκών.

3. Οι πληροφορίες σχετικά με την επίδοση όσον αφορά τον έλεγχο των εκπομπών και των δαπανών βασίζεται σε επίσημη τεκμηρίωση του Εκτελεστικού Οργάνου και των βοηθητικών οργάνων του, ειδικότερα σε έγγραφα τα οποία λήφθηκαν και εξετάσθηκαν από την επιχειρησιακή μονάδα για τις εκπομπές βαρέων μετάλλων και την ad hoc προπαρασκευαστική ομάδα εργασίας για τα βαρέα μέταλλα. Εξάλλου, λήφθηκαν υπόψη άλλες διεθνείς πληροφορίες σχετικά με τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές όσον αφορά τον έλεγχο των εκπομπών (π.χ., τεχνικές σημειώσεις της Ευρωπαϊκής Κοινότητας για τις βέλτιστες διαθέσιμες πρακτικές, συστάσεις της Επιτροπής των Παρισίων για την πρόληψη της θαλάσσιας ρύπανσης από χερσαίες πηγές για τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές, και πληροφορίες που παρασχέθηκαν άμεσα από εμπειρογνώμονες).

4. Η πείρα σχετικά με νέα προϊόντα και νέες εγκαταστάσεις που ενσωματώνουν τεχνικές χαμηλών εκπομπών καθώς και σχετικά με τη μετασκευή υφισταμένων εγκαταστάσεων, αναπτύσσεται συνεχώς. συνεπώς, το παρόν παράρτημα μπορεί να απαιτήσει τροποποίηση και ενημέρωση.

5. Στο παράρτημα αναφέρεται ένας αριθμός μέτρων τα οποία καλύπτουν ένα φάσμα κόστους και αποδοτικότητας. Η επιλογή των μέτρων για μία οποιαδήποτε ειδική περίπτωση θα εξαρτηθεί και μπορεί να επηρεασθεί από ένα αριθμό παραγόντων όπως, π.χ., οι οικονομικές συνθήκες, οι τεχνολογικές υποδομές, τυχόν υπάρχουσες συσκευές ελέγχου των εκπομπών, η ασφάλεια, η κατανάλωση ενέργειας, και το γεγονός εάν η πηγή είναι νέα ή υπάρχουσα.

6. Το παρόν παράρτημα λαμβάνει υπόψη τις εκπομπές καδμίου, μολύβδου, υδραργύρου και των συστατικών τους σε στερεά (με τη μορφή σωματιδίων) ή/και αέρια μορφή. Η ειδοποιΐα των συστατικών αυτών, γενικά, δεν εξετάζεται στο παρόν έγγραφο. Εντούτοις, λήφθηκε υπόψη η αποδοτικότητα συσκευών ελέγχου των εκπομπών σε σχέση με τις φυσικές ιδιότητες των βαρέων μετάλλων ιδιαίτερα στην περίπτωση του υδραργύρου.

7. Οι τιμές εκπομπών εκφρασμένες ως mg/m3 αναφέρονται σε πρότυπες συνθήκες (όγκος σε 273.15 K, 101.3 kPa, ξηρό αέριο) μη προσαρμοσμένες προς την περιεκτικότητα σε οξυγόνο εκτός και εάν διευκρινίζεται διαφορετικά και υπολογίζονται σύμφωνα με σχέδια CEN (Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τυποποίησης) και, σε ορισμένες περιπτώσεις, εθνικές τεχνικές ελέγχου και δειγματοληψίας.

II. ΓΕΝΙΚΕΣ ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΙΩΣΗ ΤΩΝ ΕΚΠΟΜΠΩΝ ΒΑΡΕΩΝ ΜΕΤΑΛΛΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΥΣΤΑΤΙΚΩΝ ΤΟΥΣ

8. Υπάρχουν πολλές δυνατότητες για τον έλεγχο ή την πρόληψη των εκπομπών βαρέων μετάλλων. Τα μέτρα που αποβλέπουν στη μείωση των εκπομπών εστιάζονται σε επιπρόσθετες τεχνολογίες και τροποποιήσεις διεργασιών (συμπεριλαμβανομένων της σύντηξης και του ελέγχου της λειτουργίας). Τα ακόλουθα μέτρα, τα οποία μπορεί να εφαρμοσθούν ανάλογα με τις ευρύτερες τεχνικές ή/και οικονομικές συνθήκες, είναι διαθέσιμα:

(α) εφαρμογή τεχνολογιών διεργασιών χαμηλών εκπομπών, ειδικότερα σε νέες εγκαταστάσεις.

(β) καθαρισμός καυσαερίων (δευτερογενή μέτρα μείωσης) με φίλτρα, πλυντρίδες, απορροφητήρες, κλπ..

(γ) αλλαγή ή προετοιμασία πρώτων υλών, καυσίμων ή/και άλλων πρώτων υλών (π.χ., χρήση πρώτων υλών με χαμηλή περιεκτικότητα σε βαρέα μέταλλα).

(δ) βέλτιστες πρακτικές διαχείρισης όπως, π.χ., καλή εσωτερική τακτοποίηση, προγράμματα προληπτικής συντήρησης, ή πρωτογενή μέτρα όπως, π.χ., η περίφραξη μονάδων οι οποίες δημιουργούν σκόνη.

(ε) κατάλληλες τεχνικές περιβαλλοντικής διαχείρισης για τη χρήση και διάθεση ορισμένων προϊόντων τα οποία περιέχουν κάδμιο, μόλυβδο, ή/και υδράργυρο.

9. Είναι απαραίτητο να παρακολουθηθούν οι διαδικασίες μείωσης προκειμένου να διασφαλισθεί ότι εφαρμόζονται κατάλληλα τα ενδεδειγμένα μέτρα ελέγχου και οι πρακτικές και να επιτευχθεί μία αποτελεσματική μείωση των εκπομπών. Οι διαδικασίες παρακολούθησης της μείωσης θα περιλαμβάνουν τα ακόλουθα στοιχεία :

(α) ανάπτυξη μίας καταγραφής των μέτρων μείωσης που αναφέρονται παραπάνω και έχουν ήδη εφαρμοσθεί.

(β) σύγκριση των σημερινών μειώσεων των εκπομπών καδμίου, μολύβδου και υδραργύρου με τους στόχους του πρωτοκόλλου.

(γ) χαρακτηρισμός ποσοτικοποιημένων εκπομπών καδμίου, μολύβδου, και υδραργύρου από σημαντικές πηγές με κατάλληλες τεχνικές.

(δ) έλεγχος των μέτρων μείωσης από τις ρυθμιστικές αρχές σε τακτικά διαστήματα προκειμένου να διασφαλισθεί η συνεχής αποτελεσματική λειτουργία τους.

10. Τα μέτρα μείωσης των εκπομπών πρέπει να είναι αποδοτικά από απόψεως κόστους. Οι συλλογισμοί μίας αποτελεσματικής από απόψεως κόστους στρατηγικής θα πρέπει να βασίζονται στο συνολικό ετήσιο κόστος μείωσης των εκπομπών ανά μονάδα (συμπεριλαμβανομένων των κεφαλαιικών δαπανών και των δαπανών λειτουργίας). Οι δαπάνες μείωσης των εκπομπών θα πρέπει να λαμβάνονται, επίσης, υπόψη σε συνάρτηση με τη συνολική διεργασία.

III. ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΛΕΓΧΟΥ

11. Οι βασικές κατηγορίες των διαθέσιμων τεχνικών ελέγχου για τη μείωση των εκπομπών καδμίου, μολύβδου και υδραργύρου είναι κατά κύριο λόγο μέτρα όπως, π.χ., υποκατάσταση πρώτων υλών ή/και καυσίμων και τεχνολογίες διεργασιών χαμηλών εκπομπών και δευτερογενή μέτρα όπως ο έλεγχος των πρόσκαιρων εκπομπών και ο καθαρισμός καυσαερίων. Στο κεφάλαιο IV ορίζονται τεχνικές οι οποίες αναφέρονται ειδικά σε συγκεκριμένους τομείς.

12. Τα δεδομένα σχετικά με την αποτελεσματικότητα προέρχονται από την εμπειρία που έχει προκύψει από τη λειτουργία και θεωρείται ότι αντικατοπτρίζουν τις ικανότητες των υπαρχουσών εγκαταστάσεων. Η συνολική αποτελεσματικότητα των μειώσεων των καυσαερίων και των πρόσκαιρων εκπομπών εξαρτάται, σε μεγάλο βαθμό, από την επίδοση εκκένωσης των συλλεκτών αερίου και σκόνης (π.χ., των σαγμάτων αναρρόφησης). ´Εχει καταδειχθεί αποτελεσματικότητα απορρόφησης/συλλογής άνω του 99%. Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, η εμπειρία έχει δείξει ότι μέτρα ελέγχου είναι δυνατό να μειώσουν τις συνολικές εκπομπές κατά 90% ή περισσότερο.

13. Στην περίπτωση των εκπομπών σωματιδίων καδμίου, μολύβδου, και υδραργύρου, τα μέταλλα μπορεί να συλλεχθούν από συσκευές καθαρισμού σκόνης. Ο πίνακας 1 παρουσιάζει τυπικές συγκεντρώσεις σκόνης μετά τον καθαρισμό των αερίων με επιλεγμένες τεχνικές. Η πλειονότητα των εν λόγω μέτρων εφαρμόσθηκε γενικά σε πολλούς τομείς. Η ελάχιστη αναμενόμενη επίδοση επιλεγμένων τεχνικών για την απορρόφηση του αεριώδους υδραργύρου εμφαίνεται στον πίνακα 2. Η εφαρμογή των μέτρων αυτών εξαρτάται από τις συγκεκριμένες διεργασίες και είναι ιδιαίτερα σημαντική εάν οι συγκεντρώσεις υδραργύρου στα καυσαέρια είναι υψηλή.

Πίνακας 1: Επίδοση συσκευών καθαρισμού της σκόνης εκφρασμένη ως μέση ωριαία συγκέντρωση σκόνης

// Ξηρές συγκεντρώσεις μετά τον καθαρισμό (mg/m3)

Φίλτρα από ύφασμα // < 10

Φίλτρα από ύφασμα τύπου μεμβράνης // < 1

Ξηροί ηλεκτροστατικοί κρημνιστές // < 50

Υγροί ηλεκτροστατικοί κρημνιστές // < 50

Πλυντρίδες υψηλής αποδοτικότητας // < 50

Σημείωση: Γενικά, οι πλυντρίδες μέσης και χαμηλής πίεσης και οι κυκλώνες γενικά παρουσιάζουν χαμηλή αποδοτικότητα όσον αφορά την αφαίρεση της σκόνης

Πίνακας 2: Ελάχιστη αναμενόμενη επίδοση διαχωριστών υδραργύρου εκφρασμένη ως μέση ωριαία συγκέντρωση υδραργύρου

// Περιεκτικότητα σε υδράργυρο μετά τον καθαρισμό (mg/m3)

Φίλτρα σελινίου // < 0.01

Πλυντρίδες σελινίου // < 0.2

Φίλτρα άνθρακα // < 0.01

´Εγχυση άνθρακα + διαχωριστής σκόνης // < 0.05

Διεργασία χλωριδίου Odda Norwink // < 0.1

Διεργασία θειούχου μολύβδου // < 0.05

Διεργασία Bolkem (θειοσουλφονική) // < 0.1

14. Πρέπει να ληφθεί μέριμνα προκειμένου να διασφαλισθεί ότι οι εν λόγω τεχνικές ελέγχου δεν δημιουργούν άλλα περιβαλλοντικά προβλήματα. Η επιλογή μίας συγκεκριμένης διαδικασίας λόγω του χαμηλού επιπέδου εκπομπών στην ατμόσφαιρα πρέπει να αποφευχθεί εάν επιδεινώνει τη συνολική περιβαλλοντική επίδραση της απόρριψης του βαρέος μετάλλου, π.χ., λόγω μεγαλύτερης ρύπανσης των υδάτων από υγρά απόβλητα. Πρέπει να λαμβάνεται, επίσης, υπόψη η τύχη της συλλεγείσας σκόνης που προκύπτει από βελτιωμένες διεργασίες καθαρισμού των αερίων. Οι αρνητικές περιβαλλοντικές συνέπειες από τη διαχείριση των εν λόγω αποβλήτων θα μειώσει το όφελος από διεργασίες χαμηλότερων εκπομπών σκόνης και καπνού στην ατμόσφαιρα.

15. Τα μέτρα μείωσης των εκπομπών μπορεί να εστιασθούν σε τεχνικές επεξεργασίας καθώς και στον καθαρισμό καυσαερίων. Οι δύο αυτές προσεγγίσεις είναι αμοιβαία ανεξάρτητες. Η επιλογή μίας συγκεκριμένης διεργασίας μπορεί να αποκλείει ορισμένες μεθόδους καθαρισμού αερίων.

16. Η επιλογή μίας τεχνικής ελέγχου θα εξαρτηθεί από παραμέτρους όπως, π.χ., η συγκέντρωση ρύπων ή/και η ειδοποιΐα στο ακάθαρτο αέριο, η ροή όγκου αερίου, η θερμοκρασία του αερίου, κλπ. Κατά συνέπεια, οι τομείς εφαρμογής μπορεί να αλληλεπικαλύπτονται. Στην περίπτωση αυτή, η καταλληλότερη τεχνική πρέπει να επιλεγεί ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση.

17. Στη συνέχεια, περιγράφονται κατάλληλα μέτρα για τη μείωση των εκπομπών καυσαερίων καμινάδας σε διάφορους τομείς. Οι πρόσκαιρες εκπομπές πρέπει να ληφθούν υπόψη. Ο έλεγχος των εκπομπών σκόνης που συνδέονται με την εκφόρτωση, το χειρισμό, και την αποθήκευση πρώτων υλών ή υποπροϊόντων, μολονότι δεν συνδέεται με τη μεταφορά σε μεγάλη απόσταση, μπορεί να είναι σημαντικός για το τοπικό περιβάλλον. Οι εκπομπές μπορεί να μειωθούν εάν μεταφερθούν οι δραστηριότητες αυτές σε κλειστά κτίρια τα οποία μπορεί να εξοπλισθούν με εξαερισμό και εγκαταστάσεις αφαίρεσης της σκόνης, συστήματα ψεκασμού, ή άλλους κατάλληλους ελέγχους. Κατά την αποθήκευση σε ακάλυπτους χώρους, η επιφάνεια των υλικών πρέπει να προστατεύεται με άλλους τρόπους ώστε η σκόνη να μη παρασύρεται από τον αέρα. Οι χώροι και δρόμοι αποθήκευσης πρέπει να διατηρούνται καθαροί.

18. Τα στοιχεία σχετικά με τις επενδυτικές δαπάνες που παρουσιάζονται στους πίνακες έχουν συγκεντρωθεί από διάφορες πηγές και αναφέρονται ιδιαίτερα σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Εκφράζονται σε δολάρια ΗΠΑ 1990 (1 US$ (1990) = ECU 0.8 (1990)). Τα ποσά αυτά εξαρτώνται από παράγοντες όπως, π.χ., ικανότητα εγκαταστάσεων, αποτελεσματικότητα απομάκρυνσης, και συγκέντρωση ακαθάριστου αερίου, είδος τεχνολογίας, και επιλογή νέων εγκαταστάσεων σε αντίθεση προς τη μετασκευή.

IV. ΤΟΜΕΙΣ

19. Το κεφάλαιο αυτό περιλαμβάνει ένα πίνακα ανά σχετικό τομέα με τις βασικές πηγές εκπομπών, μέτρα ελέγχου τα οποία βασίζονται στις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές, τη σχετική αποτελεσματικότητά τους όσον αφορά τη μείωση των εκπομπών και τις συναφείς δαπάνες, όποτε τα στοιχεία αυτά είναι διαθέσιμα. Εκτός και εάν αναφέρεται άλλως, η αποτελεσματικότητα όσον αφορά τη μείωση των εκπομπών στους πίνακες αναφέρεται στις άμεσες εκπομπές καμινάδων.

Καύση ορυκτών καυσίμων σε σταθμούς παραγωγής ρεύματος και βιομηχανικούς λέβητες (παράρτημα II, κατηγορία 1)

20. Η καύση άνθρακα σε σταθμούς παραγωγής ρεύματος και βιομηχανικούς λέβητες αποτελεί σημαντική πηγή ανθρωπογενών εκπομπών υδραργύρου. Η περιεκτικότητα του άνθρακα σε βαρέα μέταλλα είναι συνήθως πολλές τάξεις μεγέθους μεγαλύτερη σε σύγκριση προς το πετρέλαιο ή το φυσικό αέριο.

21. Η βελτίωση της αποτελεσματικότητας όσον αφορά τη μετατροπή της ενέργειας και τα μέτρα εξοικονόμησης της ενέργειας θα έχουν ως αποτέλεσμα μείωση των εκπομπών βαρέων μετάλλων, λόγω μείωσης των αναγκών σε καύσιμα. Η καύση φυσικού αερίου ή εναλλακτικών καυσίμων με μικρή περιεκτικότητα σε βαρέα μέταλλα, αντί άνθρακα, θα έχει, επίσης, ως αποτέλεσμα σημαντική μείωση των εκπομπών βαρέων μετάλλων όπως, π.χ., ο υδράργυρος. Η τεχνολογία εγκαταστάσεων ολοκληρωμένου συνδυασμένου κύκλου εξαέρωσης αποτελεί μία νέα τεχνολογία εγκαταστάσεων που προσφέρει δυνατότητες χαμηλών επιπέδων εκπομπών.

22. Με εξαίρεση τον υδράργυρο, τα βαρέα μέταλλα εκπέμπονται σε στερεά μορφή σε συνδυασμό με σωματίδια ιπτάμενης τέφρας. Διαφορετικές τεχνολογίες καύσης άνθρακα παρουσιάζουν διαφορετικά μεγέθη δημιουργίας ιπτάμενης τέφρας: λέβητες καύσης σε σχάρα 20-40%. καύση ρευστοποιημένης κλίνης 15%. λέβητες ξηρού πυθμένα (καύση κονιοποιημένου άνθρακα) 70-100% συνολικής τέφρας. Η μεγάλη περιεκτικότητα σε βαρέα μέταλλα στο κλάσμα μικρών σωματιδίων της ιπτάμενης τέφρας βρέθηκε να είναι μεγαλύτερη.

23. Ο εμπλουτισμός, π.χ., "η πλύση" ή "βιολογική επεξεργασία", του άνθρακα μειώνει την περιεκτικότητα σε βαρέα μέταλλα η οποία συνδέεται με την ανόργανη ύλη του άνθρακα. Εντούτοις, η έκταση της αφαίρεσης των βαρέων μετάλλων με την τεχνολογία αυτή ποικίλλει ευρύτατα.

24. Μια συνολική αφαίρεση της σκόνης κατά περισσότερο από 99,5% μπορεί να επιτευχθεί με ηλεκτροστατικούς κρημνιστές ή φίλτρα με ύφασμα που επιτυγχάνουν συγκεντρώσεις σκόνης 20 mg/m3 περίπου σε πολλές περιπτώσεις. Με εξαίρεση τον υδράργυρο, οι εκπομπές βαρέων μετάλλων μπορεί να μειωθούν κατά 90-99% τουλάχιστον. Από το φάσμα αυτό, τα μικρότερα ποσοστά αφορούν τα εύκολα εξαερούμενα στοιχεία.. Η χαμηλή θερμοκρασία των φίλτρων συντείνει στη μείωση της περιεκτικότητας των καυσαερίων σε αέριο υδράργυρο.

25. Η εφαρμογή τεχνικών για τη μείωση των εκπομπών οξειδίων του αζώτου, διοξειδίου του θείου, και των σωματιδίων από τα καυσαέρια, μπορεί να αφαιρέσει, επίσης, και βαρέα μέταλλα. Θα πρέπει να αποτραπεί η πιθανή πολύτροπη επίδραση χημικών ουσιών με κατάλληλη επεξεργασία των λυμάτων.

26. Με τη χρήση των τεχνικών που αναφέρονται παραπάνω, η αποτελεσματικότητα της αφαίρεσης του υδράργυρου ποικίλλει ευρύτατα από εγκατάσταση σε εγκατάσταση, όπως προκύπτει από τον πίνακα 3. Συνεχίζονται οι έρευνες για την ανάπτυξη τεχνικών αφαίρεσης του υδραργύρου, όμως έως ότου οι τεχνικές αυτές καταστούν διαθέσιμες σε βιομηχανική κλίμακα δεν έχει ακόμη εντοπισθεί μία βέλτιστη διαθέσιμη τεχνική ειδικά για την αφαίρεση του υδράργυρου.

Πίνακας 3: Μέτρα ελέγχου, αποτελεσματικότητα μείωσης και κόστος για τις εκπομπές καύσης ορυκτών καυσίμων

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

α/ Η αποτελεσματικότητα αφαίρεσης του υδραργύρου αυξάνει με την αναλογία του ιονικού υδραργύρου. Οι εγκαταστάσεις επιλεκτικής καταλυτικής μείωσης υψηλής σκόνης διευκολύνουν το σχηματισμό υδραργύρου (II).

β/ Αυτό αφορά, κατά κύριο λόγο, τη μείωση του διοξειδίου του θείου. Οι μειώσεις των εκπομπών βαρέων μετάλλων αποτελούν δευτερογενές όφελος. (Ειδικές επενδύσεις 60 US$ -250/kWel.)

Βιομηχανία πρωτογενούς σιδήρου και χάλυβα (παράρτημα II, κατηγορία 2)

27. Το τμήμα αυτό αφορά τις εκπομπές από εγκαταστάσεις τήξης, εγκαταστάσεις κοκκοποίησης, υψικάμινους, και κάμινους χαλυβουργίας οξυγόνου. Οι εκπομπές καδμίου, μολύβδου, και υδραργύρου, εμφανίζονται σε συνδυασμό με σωματίδια. Η περιεκτικότητα σε επικίνδυνα βαρέα μέταλλα στην εκπεμπόμενη σκόνη εξαρτάται από τη σύνθεση των πρώτων υλών και των ειδών μετάλλων κράματος που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή χάλυβα. Τα σημαντικότερα μέτρα μείωσης των εκπομπών παρουσιάζονται στον πίνακα 4. Τα φίλτρα από ύφασμα πρέπει να χρησιμοποιούνται όποτε είναι δυνατό. Εάν οι συνθήκες καθιστούν τη χρήση τους αδύνατη, μπορεί να χρησιμοποιούνται ηλεκτροστατικοί κρημνιστές ή/και πλυντρίδες υψηλής αποδοτικότητας.

28. Εάν χρησιμοποιείται η βέλτιστη διαθέσιμη τεχνική στη βιομηχανία πρωτογενούς σιδήρου και χάλυβα, οι συνολικές ειδικές εκπομπές σκόνης οι οποίες συνδέονται άμεσα με τη διεργασία μπορεί να μειωθούν στα ακόλουθα επίπεδα:

- Εγκαταστάσεις τήξης 40 - 120 g/Mg

- Εγκαταστάσεις κοκκοποίησης 40 g/Mg

- Υψικάμινοι 35 - 50 g/Mg

- Κάμινοι χαλυβουργίας οξυγόνου 35 - 70 g/Mg.

29. Ο καθαρισμός αερίων με τη χρήση φίλτρων από ύφασμα μειώνει την περιεκτικότητα σε σκόνη σε λιγότερο από 20 mg/m3, ενώ οι ηλεκτροστατικοί κρημνιστές και οι πλυντρίδες μειώνουν το περιεχόμενο σε σκόνη σε 50 mg/m3 (ωριαίος μέσος όρος). Εντούτοις, υπάρχουν πολλές εφαρμογές φίλτρων από ύφασμα στη βιομηχανία πρωτογενούς σιδήρου και χάλυβα που μπορεί να επιτύχουν πολύ χαμηλότερες τιμές.

Πίνακας 4: Πηγή εκπομπών, μέτρα ελέγχου, αποτελεσματικότητα μείωσης της σκόνης, και κόστος για τη βιομηχανία πρωτογενούς σιδήρου και χάλυβα

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

30. Η άμεση μείωση και άμεση τήξη βρίσκονται στο στάδιο της ανάπτυξης και μπορεί να μειώσουν την ανάγκη για εγκαταστάσεις τήξης και υψικαμίνους στο μέλλον. Η εφαρμογή των τεχνολογιών αυτών εξαρτάται από τα χαρακτηριστικά των μεταλλευμάτων και απαιτεί την επεξεργασία του τελικού προϊόντος σε κάμινο βολταϊκού τόξου η οποία θα πρέπει να είναι εξοπλισμένη με τους κατάλληλους έλεγχους.

Βιομηχανία δευτερογενούς σιδήρου και χάλυβα (παράρτημα II, κατηγορία 3)

31. Είναι πολύ σημαντικό να απορροφώνται αποτελεσματικά όλες οι εκπομπές. Αυτό είναι δυνατό με την εγκατάσταση στομίων κλιβάνων ή κινητών απορροφητήρων ή με τη συνολική εκκένωση του κτιρίου. Οι απορροφηθείσες εκπομπές πρέπει να καθαρίζονται. Όσον αφορά όλες τις διεργασίες οι οποίες εκπέμπουν σκόνη στη βιομηχανία δευτερογενούς σιδήρου και χάλυβα, η αφαίρεση της σκόνης με φίλτρα από ύφασμα, η οποία μειώνει την περιεκτικότητα σε σκόνη σε λιγότερο από 20 mg/m3, θεωρείται ως η βέλτιστη διαθέσιμη τεχνική. ´Οταν η βέλτιστη διαθέσιμη τεχνική χρησιμοποιείται, επίσης, για την ελαχιστοποίηση των πρόσκαιρων εκπομπών, η ειδική εκπομπή σκόνης (συμπεριλαμβανομένων των πρόσκαιρων εκπομπών που συνδέονται άμεσα με τη διεργασία) δεν πρέπει να υπερβαίνει το φάσμα 0.1 έως 0.35 kg/Mg χάλυβα. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα καθαρών καυσίμων με περιεκτικότητα μικρότερη από 10 mg/m3 όταν χρησιμοποιούνται φίλτρα από ύφασμα. Στις περιπτώσεις αυτές, η ειδική εκπομπή σκόνης κανονικά είναι μικρότερη από 0.1 kg/Mg.

32. ´Οσον αφορά την τήξη παλαιών σιδηρικών, χρησιμοποιούνται δύο είδη καμίνων: ανοικτές κάμινοι και κάμινοι βολταϊκού τόξου. Οι ανοικτές κάμινοι εξαλείφονται σταδιακά.

33. Η περιεκτικότητα της εκπεμπόμενης σκόνης σε επικίνδυνα βαρέα μέταλλα εξαρτάται από τη σύνθεση των παλαιών σιδηρικών και των απομετάλλων χάλυβα και τα είδη των μετάλλων κράματος που προστίθενται κατά την παραγωγή του χάλυβα. Μετρήσεις σε κάμινους βολταϊκού τόξου έδειξαν ότι το 95% των εκπομπών υδραργύρου και το 25% των εκπομπών καδμίου είναι αέριες. Τα σημαντικότερα μέσα μείωσης των εκπομπών σκόνης παρουσιάζονται στον πίνακα 5.

Πίνακας 5: Πηγή εκπομπών, μέτρα ελέγχου, αποτελεσματικότητα μείωσης της σκόνης, και κόστος για την βιομηχανία δευτερογενούς σιδήρου και χάλυβα.

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

Χυτήρια σιδήρου (παράρτημα II, κατηγορία 4)

34. Είναι πολύ σημαντικό να απορροφώνται αποτελεσματικά όλες οι εκπομπές. Αυτό καθίσταται δυνατό με την εγκατάσταση στομίων κλιβάνων ή κινητών απορροφητήρων ή με συνολική εκκένωση του κτιρίου. Οι απορροφηθείσες εκπομπές πρέπει να καθαρίζονται. Στα χυτήρια σιδήρου λειτουργούν φρεατοκάμινοι, κάμινοι βολταϊκού τόξου, και επαγωγικοί κάμινοι. Οι άμεσες εκπομπές σωματιδίων και βαρέων μετάλλων σε αέρια μορφή συνδέονται ιδιαίτερα με την τήξη και, ορισμένες φορές σε μικρότερο βαθμό, με την έκχυση. Οι πρόσκαιρες εκπομπές προέρχονται από το χειρισμό, την τήξη, την έκχυση, και την περίκοψη των πρώτων υλών. Τα σημαντικότερα μέτρα μείωσης των εκπομπών παρουσιάζονται στον πίνακα 6 μαζί με την επιτυγχανόμενη αποτελεσματικότητα μείωσης και το κόστος στις περιπτώσεις στις οποίες τα δεδομένα αυτά είναι διαθέσιμα. Τα εν λόγω μέτρα μπορούν να μειώσουν τις συγκεντρώσεις σκόνης σε 20 mg/m3, ή λιγότερο.

35. Η βιομηχανία χυτηρίων σιδήρου περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα εγκαταστάσεων. Για τις υπάρχουσες μικρότερες εγκαταστάσεις, τα μέτρα τα οποία παρουσιάζονται παρακάτω μπορεί να μην αποτελούν βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές εφόσον δεν είναι οικονομικά βιώσιμα.

Πίνακας 6: Πηγή εκπομπών, μέτρα ελέγχου, αποτελεσματικότητα μείωσης σκόνης, και κόστος για τα χυτήρια σιδήρου

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

Βιομηχανία πρωτογενών και δευτερογενών μη σιδηρούχων μετάλλων (παράρτημα II, κατηγορίες 5 και 6)

36. Το τμήμα αυτό αφορά τις εκπομπές και τον έλεγχο εκπομπών καδμίου, μολύβδου, και υδραργύρου στην πρωτογενή και δευτερογενή παραγωγή μη σιδηρούχων μετάλλων όπως, για παράδειγμα ο μόλυβδος, ο χαλκός, ο ψευδάργυρος, ο κασσίτερος και το νίκελ. Λόγω του μεγάλου αριθμού διαφορετικών πρώτων υλών που χρησιμοποιούνται και των διαφόρων διεργασιών που εφαρμόζονται, ο τομέας αυτός μπορεί να εκπέμπει όλα τα είδη βαρέων μετάλλων και συστατικών βαρέων μετάλλων. Εάν ληφθούν υπόψη τα επικίνδυνα βαρέα μέταλλα στο παράρτημα αυτό, η παραγωγή χαλκού, μολύβδου, και ψευδαργύρου είναι ιδιαίτερα σημαντική.

37. Τα μεταλλεύματα και οι συγκεντρώσεις υδραργύρου υφίστανται αρχική επεξεργασία με θραύση και ορισμένες φορές με κοσκίνισμα. Οι τεχνικές εμπλουτισμού των μεταλλευμάτων δεν χρησιμοποιούνται εντατικά, μολονότι η επίπλευση χρησιμοποιείται σε ορισμένες εγκαταστάσεις οι οποίες επεξεργάζονται μεταλλεύματα κακής ποιότητας. Το θραυσμένο μέταλλο θερμαίνεται, στη συνέχεια, είτε σε αποστακτικά κέρατα, σε μικρές εγκαταστάσεις, ή σε κάμινους, σε μεγάλες εγκαταστάσεις, σε θερμοκρασίες που παράγουν εξάχνιση θειούχου υδραργύρου. Ο ατμός υδραργύρου ο οποίος παράγεται συμπυκνώνεται σε σύστημα ψύξης και συλλέγεται ως μέταλλο υδραργύρου. Η αιθάλη από τους συμπυκνωτές και τις δεξαμενές καθίζησης πρέπει να αφαιρείται, να υφίσταται επεξεργασία με άσβεστο και να επιστρέφεται στο αποστακτικό κέρας ή στην κάμινο.

38. Προκειμένου να υπάρχει επαρκής ανάκτηση υδραργύρου μπορούν να χρησιμοποιηθούν οι παρακάτω τεχνικές:

- μέτρα για τη μείωση της δημιουργίας σκόνης κατά την εξόρυξη και την αποθήκευση, συμπεριλαμβανομένης της ελαχιστοποίησης του μεγέθους των αποθεμάτων,

- έμμεση θέρμανση της καμίνου,

- διατήρηση των μεταλλευμάτων όσο το δυνατόν στεγνότερων

- άνοδος της θερμοκρασίας αερίου που εισέρχεται στο συμπυκνωτή κατά 10 έως 20°C μόνο άνω του σημείου δρόσου,

- διατήρηση της θερμοκρασίας εξόδου σε όσο το δυνατό χαμηλότερο επίπεδο, πέρασμα των αερίων αντίδρασης από πλυντρίδα ή/και φίλτρο μετά τη συμπύκνωση.

Ο σχηματισμός σκόνης μπορεί να διατηρηθεί σε χαμηλό επίπεδο με έμμεση θέρμανση, χωριστή επεξεργασία λεπτοκόκκων ποιοτήτων μεταλλεύματος, και έλεγχο της περιεκτικότητας του μεταλλεύματος σε νερό. Η σκόνη πρέπει να αφαιρείται από το θερμό αέριο αντίδρασης πριν εισέλθει στη μονάδα συμπύκνωσης του υδραργύρου με κυκλώνες ή/και ηλεκτροστατικούς κρημνιστές.

39. Όσον αφορά την παραγωγή χρυσού με συγχώνευση, μπορούν να εφαρμοστούν στρατηγικές όμοιες προς αυτές οι οποίες εφαρμόζονται για τον υδράργυρο. Ο χρυσός παράγεται, επίσης, και με άλλες τεχνικές εκτός της συγχώνευσης οι οποίες θεωρούνται ως προτιμητέα εναλλακτική λύση για τις νέες εγκαταστάσεις.

40. Τα μη σιδηρούχα μέταλλα παράγονται, κυρίως, από θειούχα μεταλλεύματα. Για τεχνικούς λόγους καθώς και για λόγους ποιότητας των προϊόντων, τα καυσαέρια πρέπει να υποστούν αποκονίαση (< 3 mg/m3) και μπορεί, επίσης, να απαιτήσουν πρόσθετη αφαίρεση υδραργύρου προτού διοχετευθούν σε εγκαταστάσεις επαφής διοξειδίου του θείου έτσι ώστε να ελαχιστοποιηθούν οι εκπομπές βαρέων μέταλλων.

41. Τα φίλτρα από ύφασμα πρέπει να χρησιμοποιούνται όποτε επιβάλλεται. Μπορεί να επιτευχθεί περιεκτικότητα σε σκόνη μικρότερη από 10 mg/m3. Η σκόνη από όλη την πυρομεταλλουργική παραγωγή θα πρέπει να επανακυκλώνεται στις εγκαταστάσεις ή εκτός των εγκαταστάσεων, ενώ παράλληλα πρέπει να λαμβάνονται μέτρα για την προστασία της υγιεινής της εργασίας.

42. ´Οσον αφορά την παραγωγή μολύβδου, οι πρώτες εμπειρίες που έχουν αποκομισθεί δείχνουν ότι υπάρχουν νέες ενδιαφέρουσες τεχνολογίες μείωσης με άμεση τήξη χωρίς φρύξη των εμπλουτισμένων μεταλλευμάτων. Οι διαδικασίες αυτές είναι παραδείγματα μίας νέας γενιάς τεχνολογιών αυτογενούς τήξης μολύβδου που ρυπαίνουν λιγότερο και καταναλώνουν λιγότερη ενέργεια.

43. Ο δευτερογενής μόλυβδος παράγεται, κυρίως, από μεταχειρισμένους συσσωρευτές αυτοκινήτων και φορτηγών που αποσυναρμολογούνται προτού τροφοδοτηθούν στην κάμινο τήξης. Αυτή η βέλτιστη διαθέσιμη τεχνική θα πρέπει να περιλαμβάνει μία πράξη τήξης σε μία περιστροφική κάμινο μικρού μήκους ή σε μία φρεατώδη κάμινο. Οι καυστήρες καυσίμου οξυγόνου μπορούν να μειώσουν τον όγκο των καυσαερίων καμινάδας και της τέφρας καπνοδόχου κατά 60%. Ο καθαρισμός των καυσαερίων καμινάδας με φίλτρα από ύφασμα επιτρέπει να επιτευχθούν επίπεδα συγκέντρωσης σκόνης σε επίπεδα 5 mg/m3.

44. Η πρωτογενής παραγωγή ψευδαργύρου επιτυγχάνεται διαμέσου της τεχνολογίας ηλεκτροχημικής εισαγωγής φρύξης-έκπλυσης. Η υπό πίεση έκπλυση μπορεί να αποτελέσει εναλλακτική λύση της φρύξης και μπορεί να θεωρηθεί ως βέλτιστη διαθέσιμη τεχνική για νέες εγκαταστάσεις που εξαρτώνται από τα χαρακτηριστικά των εμπλουτισμένων μεταλλευμάτων. Οι εκπομπές από τη βιομεταλλουργική παραγωγή ψευδαργύρου από κάμινους Imperial Smelting (IS) μπορεί να ελαχιστοποιηθούν με τη χρήση κωνοειδών καμίνων διπλής κορυφής και τον καθαρισμό με πλυντρίδες υψηλής αποδοτικότητας, αποτελεσματική εκκένωση και καθαρισμό των αερίων από σκωρία και χύτευση μολύβδου, και καλό καθαρισμό (< 10 mg/m3) των πλουσίων σε μονοξείδιο του άνθρακα καυσαερίων της καμίνου.

45. Τα οξειδωμένα υπολείμματα του ψευδαργύρου υφίστανται επεξεργασία σε κάμινο IS για την ανάκτηση του ψευδαργύρου. Τα υπολείμματα πολύ κακής ποιότητας και η τέφρα καπνοδόχου υφίστανται πρώτα επεξεργασία σε περιστροφικούς κάμινους (κάμινους Waelz) με τις οποίες κατασκευάζεται οξείδιο του ψευδαργύρου υψηλής περιεκτικότητας. Τα μεταλλικά υλικά ανακυκλώνονται με τήξη είτε σε επαγωγικούς κάμινους είτε σε κάμινους με άμεση ή έμμεση θέρμανση με φυσικό αέριο ή ρευστά καύσιμα ή σε κάθετα αποστακτικά κέρατα New Jersey, στα οποία μπορεί να ανακυκλωθεί μία μεγάλη ποικιλία οξειδικών και δευτερογενών μεταλλικών υλικών. Ο ψευδάργυρος μπορεί να ανακτηθεί, επίσης, από σκωρίες κλιβάνων μολύβδου με επεξεργασία της σκωρίας με ατμό.

Πίνακας 7 (α): Πηγές εκπομπών, μέτρα ελέγχου, αποτελεσματικότητα μείωσης της σκόνης, και κόστος για την πρωτογενή βιομηχανία μη σιδηρούχων μετάλλων

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

Πίνακας 7 (β): Πηγές εκπομπών, μέτρα ελέγχου, αποτελεσματικότητα μείωσης σκόνης, και κόστος για τη δευτερογενή βιομηχανία μη σιδηρούχων μετάλλων

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

46. Γενικά, οι διεργασίες πρέπει να συνδυάζονται με αποτελεσματική συσκευή απορρόφησης σκόνης τόσο για τα πρωτογενή αέρια όσο και τις πρόσκαιρες εκπομπές. Τα πλέον σημαντικά μέτρα μείωσης των εκπομπών παρουσιάζονται στις πίνακες 7 (α) and (β). Σε ορισμένες περιπτώσεις επιτεύχθηκαν συγκεντρώσεις σκόνης μικρότερες από 5 mg/m3 με τη χρήση φίλτρων από ύφασμα.

Βιομηχανία τσιμέντου (παράρτημα II, κατηγορία 7)

47. Οι τσιμεντοκλίβανοι μπορεί να χρησιμοποιούν δευτερογενή καύσιμα όπως καμένα λάδια ή απορρίμματα ελαστικού. ´Οταν χρησιμοποιούνται απορρίμματα, μπορεί να εφαρμόζονται οι απαιτήσεις εκπομπών οι οποίες αφορούν τις διεργασίες αποτέφρωσης, και όταν χρησιμοποιούνται επικίνδυνα απόβλητα, ανάλογα με τον όγκο που χρησιμοποιείται στις εγκαταστάσεις, μπορεί να εφαρμόζονται οι απαιτήσεις εκπομπών όσον αφορά τις διεργασίας αποτέφρωσης των επικίνδυνων αποβλήτων. Εντούτοις, το τμήμα αφορά τους κλίβανους ορυκτών καυσίμων.

48. Εκπέμπονται σωματίδια καθ' όλα τα στάδια της διεργασίας παραγωγής τσιμέντου τα οποία είναι, για παράδειγμα, ο χειρισμός υλικών, η προετοιμασία πρώτων υλών (θραυστήρες, ξηραντήρια), παραγωγή κλίνκερ και παραγωγή τσιμέντου. Στον τσιμεντοκλίβανο τροφοδοτούνται βαρέα μέταλλα μαζί με τις πρώτες ύλες, τα ορυκτά καύσιμα, και τις καύσιμες ύλες από απορρίμματα.

49. Για την παραγωγή κλίνκερ είναι διαθέσιμα τα ακόλουθα είδη κλιβάνων : υγροί περιστροφικοί κλίβανοι μεγάλου μήκους, ξηροί περιστροφικοί κλίβανοι μικρού μήκους, περιστροφικοί κλίβανοι με προθερμαντήρες κυκλώνα, περιστροφικοί κλίβανοι με προθερμαντήρες σχάρας, φρεατώδεις κάμινοι. Από άποψης ανάγκης σε ενέργεια και σε δυνατότητες ελέγχου των εκπομπών, είναι προτιμότεροι οι περιστροφικοί κλίβανοι με προθερμαντήρες κυκλώνα.

50. ´Οσον αφορά τις διεργασίες ανάκτησης της θερμότητας, τα καυσαέρια των περιστροφικών κλιβάνων άγονται διαμέσου του συστήματος προθέρμανσης και των μύλων ξήρανσης (σε περίπτωση που είναι εγκατεστημένοι) πριν την αποκονίαση. Η απορροφόμενη σκόνη, στη συνέχεια, επιστρέφεται στις καύσιμες ύλες.

51. Λιγότερο από 0,5% του μολύβδου και του καδμίου που εισέρχονται στον κλίβανο απελευθερώνεται στα καυσαέρια. Η υψηλή περιεκτικότητα σε αλκάλια και η δράση καθαρισμού στον κλίβανο ευνοούν τη συγκράτηση του μετάλλου στο κλίνκερ ή στη σκόνη του τσιμεντοκλίβανου.

52. Οι εκπομπές βαρέων μετάλλων στην ατμόσφαιρα μπορεί να μειωθούν, για παράδειγμα, εάν γίνει απαγωγή ροής και σωρευτεί η απορροφηθείσα σκόνη αντί να επιστραφεί στα καύσιμα. Εντούτοις, σε κάθε περίπτωση οι συλλογισμοί αυτοί πρέπει να σταθμισθούν προς τις επιπτώσεις της απελευθέρωσης βαρέων μετάλλων στη σωρό των αποβλήτων. ´Αλλη δυνατότητα αποτελεί η παράκαμψη πυρωμένου μετάλλου κατά την οποία το πυρωμένο μέταλλο απορρίπτεται εν μέρει ακριβώς μπροστά από την είσοδο του κλίβανου και τροφοδοτείται στην εγκατάσταση προετοιμασίας του τσιμέντου. Εναλλακτικά, η σκόνη μπορεί να προστεθεί στο κλίνκερ. ´Ενα άλλο σημαντικό μέτρο είναι μία καλά ελεγχόμενη σταθερή λειτουργία του κλίβανου προκειμένου να αποτρέπεται η διακοπή έκτακτης ανάγκης των ηλεκτροστατικών κρημνιστών. Αυτό μπορεί να προκληθεί από υπερβολικά μεγάλες συγκεντρώσεις μονοξειδίου του άνθρακα. Είναι σημαντικό να αποφεύγονται υψηλά επίπεδα εκπομπών βαρέων μετάλλων σε περίπτωση διακοπής έκτακτης ανάγκης.

53. Τα σημαντικότερα μέτρα ελέγχου των εκπομπών παρουσιάζονται στον πίνακα 8. Προκειμένου να μειωθούν οι άμεσες εκπομπές σκόνης από θραυστήρες, μύλους και ξηραντήρες, χρησιμοποιούνται κυρίως φίλτρα από ύφασμα ενώ τα απόβλητα αέρια κλιβάνων και ψυκτών κλίνκερ ελέγχονται με ηλεκτροστατικούς κρημνιστές. Με τους ηλεκτροστατικούς κρημνιστές η σκόνη μπορεί να μειωθεί σε συγκεντρώσεις μικρότερες από 50 mg/m3. Όταν χρησιμοποιούνται φίλτρα από ύφασμα, η περιεκτικότητα των καθαρών αερίων σε σκόνη μπορεί να μειωθεί σε 10 mg/m3.

Πίνακας 8: Πηγές εκπομπών, μέτρα ελέγχου, αποτελεσματικότητα μείωσης, και κόστος για τη βιομηχανία τσιμέντου

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

Υαλουργία (παράρτημα ΙΙ, κατηγορία 8)

54. ´Οσον αφορά την υαλουργία, οι εκπομπές μολύβδου είναι ιδιαίτερα σημαντικές εάν ληφθούν υπόψη τα διάφορα είδη ύαλου τα οποία χρησιμοποιούν μόλυβδο ως πρώτη ύλη (π.χ., κρύσταλλα, καθοδικοί σωλήνες). Στην περίπτωση υάλινων περιεκτών νατρασβέστου οι εκπομπές μολύβδου εξαρτώνται από την ποιότητα της ανακυκλωμένης ύαλου που χρησιμοποιείται στη διεργασία. Η περιεκτικότητα σε μόλυβδο της σκόνης από την τήξη της ύαλου συνήθως είναι 20-60% περίπου.

55. Οι εκπομπές σκόνης προέρχονται κυρίως από την ανάμειξη μιγμάτων, τις κάμινους, τις διάχυτες διαρροές από οπές καμίνων, και την τελική επεξεργασία και εμφύσηση των προϊόντων ύαλου. Εξαρτώνται, κυρίως, από το είδος καυσίμου που χρησιμοποιείται, το είδος της καμίνου, και το είδος της ύαλου που παράγεται. Οι καυστήρες καυσίμου οξυγόνου μπορούν να μειώσουν τον όγκο των απόβλητων αερίων και της τέφρας καπνοδόχου κατά 60%. Οι εκπομπές μολύβδου από ηλεκτρική θέρμανση είναι σημαντικά χαμηλότερες από τις εκπομπές που δημιουργούνται από την καύση πετρελαίου-αερίου.

56. Τα μίγματα λιώνουν σε συνεχείς δεξαμενές, ημερήσιους κλίβανους, ή χωνευτήρια. Σε περίπτωση κύκλων τήξης που χρησιμοποιούνται ασυνεχείς κάμινοι, οι εκπομπές σκόνης ποικίλλουν σημαντικά. Οι εκπομπές σκόνης από δεξαμενές κρυστάλλου (<5 kg/Mg λιωμένης ύαλου) είναι υψηλότερες σε σύγκριση από εκπομπές από άλλες δεξαμενές (<1 kg/Mg λιωμένης υγρύαλου).

57. Μεταξύ των μέτρων για τη μείωση των άμεσων εκπομπών σκόνης που περιέχει μέταλλα είναι τα εξής: κοκκοποίηση του μίγματος ύαλου, μετατροπή του συστήματος θέρμανσης ώστε να λειτουργεί με ηλεκτρικό ρεύμα αντί με μαζούτ ή αέριο, φόρτωση μεγαλύτερου τμήματος επανατηκόμενων ύαλων στο μίγμα, και εφαρμογή καλύτερης επιλογής πρώτων υλών (κατανομή μεγέθους) και ανακυκλωμένης ύαλου (μη επιλογή τεμαχίων που περιέχουν μόλυβδο). Τα καυσαέρια μπορεί να καθαρίζονται με φίλτρα υφάσματος έτσι ώστε οι εκπομπές να μειώνονται σε επίπεδο μικρότερο των 10 mg/m3. Με ηλεκτροστατικούς κρημνιστές επιτυγχάνονται 30 mg/m3. Οι αντίστοιχες αποδοτικότητες μείωσης των εκπομπών παρουσιάζονται στον πίνακα 9.

58. Η παραγωγή κρυστάλλου χωρίς συστατικά μολύβδου βρίσκεται στο στάδιο της ανάπτυξης.

Πίνακας 9: Πηγές εκπομπών, μέτρα ελέγχου, αποτελεσματικότητα μείωσης της σκόνης, και κόστος της βιομηχανίας ύαλου

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

Χλωρο-αλκαλική βιομηχανία (παράρτημα ΙΙ, κατηγορία 9)

59. Στη χλωρο-αλκαλική βιομηχανία παράγονται Cl2, αλκαλικά υδροξείδια, και υδρογόνο διαμέσου ηλεκτρόλυσης διαλύματος άλατος. Στις υπάρχουσες εγκαταστάσεις χρησιμοποιούνται ευρύτατα η διεργασία υδραργύρου και η διεργασία διαφράγματος που απαιτούνται και οι δύο για την εφαρμογή ορθών πρακτικών προκειμένου να αποτρέπεται η δημιουργία περιβαλλοντικών προβλημάτων. Η διεργασία μεμβράνης δεν παράγει άμεσες εκπομπές υδραργύρου. Εξάλλου, παρουσιάζει χαμηλότερη ηλεκτρολυτική ενέργεια και υψηλότερη θερμική ισχύ για συγκεντρώσεις αλκαλικών υδροξειδίων (το συνολικό ενεργειακό ισοζύγιο έχει ως αποτέλεσμα ένα οριακό πλεονέκτημα για την τεχνολογία της κυτταρικής μεμβράνης της τάξης του 10-15%) και μία συμπαγέστερη λειτουργία κυψελών. Για το λόγο αυτό θεωρείται ως η προτιμώμενη επιλογή για νέες εγκαταστάσεις. Η απόφαση αριθ. 90/3 της 14ης Ιουνίου 1990 της Επιτροπής για την Πρόληψη της Θαλάσσιας Ρύπανσης από Χερσαίες Πηγές (PARCOM) συνιστά τον προοδευτικό παροπλισμό, το ταχύτερο δυνατόν, των χλωρο-αλκαλικών εγκαταστάσεων κυψελών υδραργύρου με στόχο την οριστική απενεργοποίησή τους έως το 2010.

60. Οι ειδικές επενδύσεις οι οποίες απαιτούνται για την αντικατάσταση κυψελών υδραργύρου με τη διεργασία μεμβράνης ανέρχονται σύμφωνα με εκτιμήσεις, στο επίπεδο των 700-1000 δολλαρίων ΗΠΑ 700-1000/Mg Cl2. Μολονότι μπορεί να προκύψει πρόσθετο κόστος, μεταξύ άλλων, λόγ υψηλότερου κόστος χρήσης και κόστους καθαρισμού της άλμης, το κόστος λειτουργίας στην πλειονότητα των περιπτώσεων θα μειωθεί. Αυτό οφείλεται, κυρίως, σε εξοικονόμηση κόστους λόγω χαμηλότερης ενεργειακής κατανάλωσης και χαμηλότερου κόστους επεξεργασίας και διάθεσης λυμάτων.

61. Οι πηγές εκπομπών υδραργύρου στο περιβάλλον οι οποίες οφείλονται στη διεργασία υδραργύρου είναι οι εξής: εξαερισμός θαλάμου κυψελών, καυσαέρια διεργασίας, προϊόντα, ιδίως υδρογόνο, και λύματα. ´Οσον αφορά τις εκπομπές στην ατμόσφαιρα, ιδιαίτερα σημαντική είναι η διάχυση υδραργύρου από τις κυψέλες στο θάλαμο κυψελών. Τα προληπτικά μέτρα και ο έλεγχος έχουν μεγάλη σημασία και θα πρέπει να τους δοθεί προτεραιότητα ανάλογα με τη σχετική σημασία κάθε πηγής σε κάθε συγκεκριμένη εγκατάσταση. Πάντως, απαιτούνται ιδιαίτερα μέτρα ελέγχου όταν ανακτάται υδράργυρος από ιλύες που προκύπτουν από τη διεργασία.

62. Μπορεί να ληφθούν τα ακόλουθα μέτρα προκειμένου να μειωθούν οι εκπομπές από υφιστάμενες εγκαταστάσεις διεργασίας υδραργύρου:

- έλεγχος της διεργασίας και τεχνικά μέτρα για τη βελτίωση της λειτουργίας των κυψελών, συντήρηση και αποτελεσματικότερες μέθοδοι εργασίας

- καλύμματα, σφραγίσματα, και ελεγχόμενη εξαέρωση με αναρρόφηση

- καθαρισμός των θαλάμων κυψελών και μέτρα τα οποία συμβάλλουν οι θάλαμοι να μπορούν να διατηρούνται καθαροί ευκολότερα, και

- καθαρισμός ορισμένων απαερίων (ορισμένα μολυσμένα απαέρια και αέρια υδρογόνου).

63. Τα μέτρα αυτά μπορούν να περιορίσουν τις τιμές εκπομπών υδραργύρου σε επίπεδα σαφώς μικρότερα από 2.0 g/Mg ικανότητας παραγωγής Cl2 κατά μέσο όρο ετησίως. Υπάρχουν παραδείγματα εγκαταστάσεων οι οποίες πέτυχαν εκπομπές σαφώς μικρότερες από 1.0 g/Mg ικανότητας παραγωγής Cl2. Χάρη στην απόφαση PARCOM αριθ. 90/3, οι υπάρχουσες χλωρο-αλκαλικές εγκαταστάσεις υποχρεώθηκαν να συμμορφωθούν προς το επίπεδο των 2 g Hg/Mg Cl2 έως τις 31 Δεκεμβρίου 1996 όσον αφορά τις εκπομπές που καλύπτονται από τη Σύμβαση για την πρόληψη της θαλάσσιας ρύπανσης από χερσαίες πηγές. Δεδομένου ότι οι εκπομπές εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις ορθές πρακτικές λειτουργίας, ο μέσος όρος εξαρτάται από τις περιόδους συντήρησης που κανονικά θα πρέπει να είναι διάρκειας ενός έτους κατά ανώτατο όριο.

Αποτέφρωση αστικών, ιατρικών και επικίνδυνων αποβλήτων (παράρτημα ΙΙ, κατηγορίες 10 και 11)

64. Η αποτέφρωση τω αστικών, ιατρικών, και επικίνδυνων αποβλήτων μπορεί να προκαλέσουν εκπομπές καδμίου, μολύβδου, και υδραργύρου. Κατά τη διεργασία εξαερώνονται υδράργυρο, ένα σημαντικό μέρος καδμίου, και μικρότερες ποσότητες μολύβδου. Πρέπει να λαμβάνονται ιδιαίτερα μέτρα πριν και μετά την αποτέφρωση προκειμένου να μειωθούν οι εν λόγω εκπομπές.

65. Η βέλτιστη διαθέσιμη τεχνολογία για την αποκονίαση θεωρούνται τα φίλτρα από ύφασμα σε συνδυασμό με ξηρές ή υγρές μεθόδους για τον έλεγχο των πτητικών ουσιών. Οι ηλεκτροστατικοί κρημνιστές σε συνδυασμό με υγρά συστήματα μπορεί να σχεδιασθούν, επίσης, προκειμένου να επιτευχθούν χαμηλά επίπεδα εκπομπών σκόνης, προσφέρουν όμως λιγότερες δυνατότητες σε σύγκριση με τα φίλτρα από ύφασμα ειδικότερα με προεπάλειψη για την απορρόφηση των πτητικών ουσιών.

66. ´Οταν χρησιμοποιείται η βέλτιστη διαθέσιμη τεχνολογία για τον καθαρισμό τω αερίων καπνοδόχου, η συγκέντρωση σκόνης μειώνεται σε επίπεδο που κυμαίνεται από 10 έως 20 mg/m3. Στην πράξη, επιτυγχάνονται μικρότερες συγκεντρώσεις και, ορισμένες φορές, αναφέρθηκαν συγκεντρώσεις μικρότερες από 1 mg/m3. Οι συγκεντρώσεις υδραργύρου μπορεί α μειωθούν σε επίπεδο 0.05 έως 0.10 mg/m3 (κανονικοποιημένη σε 11% O2).

67. Τα σημαντικότερα μέτρα μείωσης των δευτερογενών εκπομπών παρουσιάζονται στον πίνακα 10. Είναι δύσκολο να παρασχεθούν γενικά έγκυρα στοιχεία γιατί το σχετικό κόστος σε δολάρια ΗΠΑ ανά τόνο εξαρτάται από ένα ιδιαίτερα ευρύ φάσμα μεταβλητών που αναφέρονται σε συγκεκριμένες εγκαταστάσεις όπως, για παράδειγμα, η σύνθεση των αποβλήτων.

68. Βαρέα μέταλλα συναντώνται σε όλα τα κλάσματα του ρεύματος των αστικών αποβλήτων (π.χ. προϊόντα, χαρτί, οργανική ύλη). Κατά συνέπεια, εάν μειωθεί η ποσότητα των αστικών αποβλήτων τα οποία αποτεφρώνονται, μπορεί επίσης να μειωθούν οι εκπομπές βαρέων μετάλλων. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί διαμέσου διαφόρων στρατηγικών διαχείρισης των αποβλήτων μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονται προγράμματα ανακύκλωσης και η λιπασματοποίηση των οργανικών υλών. Εξάλλου, ορισμένες χώρες της Οικονομικής Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για την Ευρώπη επιτρέπουν την ταφή των αστικών αποβλήτων. Σε μία ορθά διαχειριζόμενη χωματερή, οι εκπομπές καδμίου και μολύβδου μηδενίζονται ενώ οι εκπομπές υδραργύρου μπορεί να είναι μικρότερες από τις εκπομπές οι οποίες παράγονται από την αποτέφρωση. Σε πολλές χώρες της Οικονομικής Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για την Ευρώπη, διεξάγονται έρευνες σχετικά με τις εκπομπές υδραργύρου από χωματερές.

Πίνακας 10: Πηγές εκπομπών, μέτρα ελέγχου, αποτελεσματικότητα μείωσης, και κόστος της αποτέφρωσης αστικών, ιατρικών, και επικίνδυνων αποβλήτων

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

ΧΡΟΝΟΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΟΡΙΑΚΩΝ ΤΙΜΩΝ ΚΑΙ ΒΕΛΤΙΣΤΩΝ ΔΙΑΘΕΣΙΜΩΝ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΣΕ ΝΕΕΣ ΚΑΙ ΥΠΑΡΧΟΥΣΕΣ ΣΤΑΘΕΡΕΣ ΠΗΓΕΣ

Το χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή των οριακών τιμών και, βέλτιστων διαθέσιμων τεχνολογιών είναι το εξής:

(α) όσον αφορά νέες σταθερές πηγές: δύο έτη μετά από τη θέση σε ισχύ του παρόντος πρωτοκόλλου.

(β) όσον αφορά τις υπάρχουσες σταθερές πηγές: οκτώ έτη μετά τη θέση σε ισχύ του παρόντος πρωτοκόλλου. Ενδεχομένως, η περίοδος αυτή μπορεί να παραταθεί για συγκεκριμένες υπάρχουσες σταθερές πηγές σύμφωνα με την περίοδο απόσβεσης η οποία προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V

ΟΡΙΑΚΕΣ ΤΙΜΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΛΕΓΧΟ ΤΩΝ ΕΚΠΟΜΠΩΝ ΑΠΌ ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ΣΤΑΘΕΡΕΣ ΠΗΓΕΣ

I. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1. Όσον αφορά τον έλεγχο τω εκπομπών βαρέων μετάλλων δύο είδη οριακών τιμών είναι σημαντικά:

- οι οριακές τιμές συγκεκριμένων βαρέων μετάλλων ή ομάδων βαρέων μετάλλων, και

- οι τιμές εκπομπών σωματιδίων γενικά.

2. Καταρχήν, οι οριακές τιμές σωματιδίων δεν μπορούν να αντικαταστήσουν τις συγκεκριμένες οριακές τιμές του καδμίου, του μολύβδου, και του υδραργύρου, γιατί οι ποσότητες των μετάλλων που συνδέονται με τις εκπομπές σωματιδίων κυμαίνονται ανάλογα με τη διεργασία. Εντούτοις, η συμμόρφωση προς τα όρια αυτά συμβάλλει σημαντικά στη μείωση των εκπομπών βαρέων μετάλλων γενικά. Επιπλέον, η παρακολούθηση εκπομπών σωματιδίων, γενικά, είναι ολιγότερο δαπανηρή από την παρακολούθηση ιδιαίτερων ειδών και, κατά κανόνα, η συνεχής παρακολούθηση συγκεκριμένων βαρέων μετάλλων είναι εφικτή. Κατά συνέπεια, οι οριακές τιμές των σωματιδίων έχουν μεγάλη πρακτική σημασία και ορίζονται, επίσης, στο παράρτημα αυτό στις περισσότερες περιπτώσεις προκειμένου να συμπληρωθούν ή να αντικατασταθούν οι οριακές ειδικές τιμές για το κάδμιο, το μόλυβδο ή τον υδράργυρο.

3. Οι οριακές τιμές, εκφρασμένες ως mg/m3, αναφέρονται σε πρότυπες συνθήκες (όγκος σε 273.15 K, 101.3 kPa, ξηρό αέριο) και υπολογίζονται ως μέσες τιμές ωριαίων μετρήσεων οι οποίες καλύπτουν ένα ορισμένο αριθμό ωρών λειτουργίας, κατά κανόνα 24 ώρες. Οι περίοδοι για την αναθέρμανση και το κλείσιμο του κλιβάνου δεν υπολογίζονται. Ο χρόνος που απαιτείται για τον καθορισμό της μέσης τιμής μπορεί να επεκταθεί, εάν χρειασθεί, προκειμένου να εξασφαλισθούν επαρκώς ακριβή αποτελέσματα παρακολούθησης. ´Οσον αφορά την περιεκτικότητα των καυσαερίων σε οξυγόνο, εφαρμόζονται οι τιμές που δίδονται για επιλεγμένες κύριες σταθερές πηγές. Απαγορεύεται οποιαδήποτε αραίωση με σκοπό την αραίωση των συγκεντρώσεων των ρύπων στα καυσαέρια. Οι οριακές τιμές για τα βαρέα μέταλλα περιλαμβάνουν τα μέταλλα και τα συστατικά τους σε στερεά, αέρια, και ατμώδη μορφή. Οι οριακές τιμές που δίδονται για τις συνολικές εκπομπές, εκφρασμένες ως γραμμάρια ή μονάδες παραγωγής ή ικανότητα, αντίστοιχα, αναφέρονται στο άθροισμα των εκπομπών καπνοδόχου και πρόσκαιρων εκπομπών υπολογιζόμενο ως ετήσια τιμή.

4. Στις περιπτώσεις στις οποίες δεν μπορεί αποκλεισθεί υπέρβαση δεδομένων οριακών τιμών, παρακολουθούνται είτε οι εκπομπές ή μία παράμετρος επίδοσης που δείχνει εάν μία συσκευή ελέγχου λειτουργεί και συντηρείται κατάλληλα. Η παρακολούθηση των εκπομπών ή των δεικτών επίδοσης πρέπει να είναι συνεχής εάν η ροή της εκπεμπόμενης μάζας σωματιδίων υπερβαίνει τα 10 kg/h. Εάν παρακολουθούνται οι εκπομπές, οι συγκεντρώσεις των ατμοσφαιρικών ρύπων σε αεραγωγούς πρέπει να μετρούνται με εκπροσωπευτικό τρόπο. Εάν τα σωματίδια παρακολουθούνται με ασυνεχή τρόπο, οι συγκεντρώσεις πρέπει να μετρώνται σε τακτικά διαστήματα και σε κάθε έλεγχο πρέπει να διενεργούνται τρεις ανεξάρτητες μετρήσεις. Πρέπει να διενεργούνται δειγματοληψίες και αναλύσεις όλων των ρύπων και των μεθόδων μέτρησης αναφορών για τη βαθμονόμηση των αυτόματων συστημάτων μέτρησης σύμφωνα με τα πρότυπα που έχει θεσπίσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τυποποίησης (CEN) ή ο Διεθνής Οργανισμός Τυποποίησης (ISO). ´Εως ότου αναπτυχθούν τα πρότυπα CEN ή ISO, εφαρμόζονται τα εθνικά πρότυπα. Τα εθνικά πρότυπα μπορεί να χρησιμοποιηθούν εφόσον παρέχουν αποτελέσματα ισοδύναμα προς τα πρότυπα CEN ή ISO.

5. Στην περίπτωση της συνεχούς παρακολούθησης, υπάρχει συμμόρφωση προς τις οριακές τιμές εάν καμία από τις υπολογισθείσες μέσες τιμές των εικοσιτετράωρων συγκεντρώσεων των τιμών δεν υπερβαίνει την οριακή τιμή ή εάν η 24ωρη μέση τιμή της παρακολουθηθείσας παραμέτρου δεν υπερβαίνει τη συσχετισμένη τιμή της εν λόγω παραμέτρου η οποία καθορίσθηκε κατά τη διάρκεια δοκιμής επίδοσης υπό συνθήκες καλής λειτουργίας και συντήρησης της συσκευής ελέγχου. Σε περίπτωση ασυνεχούς παρακολούθησης των εκπομπών, υπάρχει συμμόρφωση εάν η μέση ένδειξη ανά έλεγχο δε υπερβαίνει την οριακή τιμή. Συμμόρφωση προς κάθε οριακή τιμή, εκφραζόμενη ως σύνολο εκπομπών ανά μονάδα παραγωγής ή ως συνολικές ετήσιες εκπομπές, επιτυγχάνεται εάν η παρακολουθηθείσα τιμή δεν υπερβαίνεται σύμφωνα με την παραπάνω περιγραφή.

II. ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΕΣ ΟΡΙΑΚΕΣ ΤΙΜΕΣ ΓΙΑ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΕΣ ΚΥΡΙΕΣ ΣΤΑΘΕΡΕΣ ΠΗΓΕΣ

Καύση ορυκτών καυσίμων (παράρτημα II, κατηγορία 1):

6. Οι οριακές τιμές είναι 6% O2 για τα καυσαέρια σταθερών καυσίμων και 3% O2 για τα καυσαέρια υγρών καυσίμων.

7. Η οριακή τιμή για τις εκπομπές σωματιδίων από στερεά και υγρά καύσιμα: 50 mg/m3.

Μονάδες συσσωμάτωσης (παράρτημα II, κατηγορία 2):

8. Οριακή τιμή για τις εκπομπές σωματιδίων: 50 mg/m3.

Μονάδες κοκκοποίησης (παράρτημα II, κατηγορία 2):

9. Οριακή τιμή για τις εκπομπές σωματιδίων:

(α) σύνθλιψη, ξήρανση: 25 mg/m3; και

(β) κοκκοποίηση: 25 mg/m3.

10. Οριακή τιμή για τη συνολική εκπομπή σωματιδίων: 40 g/Mg παραχθέντων κόκκων.

Υψικάμινοι (παράρτημα ΙΙ, κατηγορία 3):

11. Οριακή τιμή για τις εκπομπές σωματιδίων: 50 mg/m3.

Κάμινοι βολταϊκού τόξου (παράρτημα ΙΙ, κατηγορία 3):

12. Οριακή τιμή για τις εκπομπές σωματιδίων: 20 mg/m3.

Παραγωγή χαλκού και ψευδαργύρου, συμπεριλαμβανομένων των καμίνων Imperial Smelting (παράρτημα ΙΙ, κατηγορίες 5 και 6):

13. Οριακή τιμή για τις εκπομπές σωματιδίων: 20 mg/m3.

Παραγωγή μολύβδου (παράρτημα ΙΙ, κατηγορίες 5 και 6):

14. Οριακή τιμή για τις εκπομπές σωματιδίων: 10 mg/m3.

Τσιμεντοβιομηχανία (παράρτημα ΙΙ, κατηγορία 7):

15. Οριακή τιμή για τις εκπομπές σωματιδίων: 50 mg/m3

Υαλουργία (παράρτημα II, κατηγορία 8):

16. Οι οριακές τιμές αναφέρονται στις διάφορες συγκεντρώσεις O2 σε καυσαέρια ανάλογα με το είδος καμίνου: φούρνοι με λεκάνη: 8%; φούρνοι δοχείων και ημερήσιοι κλίβανοι: 13%.

17. Οριακή τιμή για τις εκπομπές μολύβδου: 5 mg/m3

Χλωρο-αλκαλική βιομηχανία (παράρτημα ΙΙ, κατηγορία 9):

18. Οι οριακές τιμές αναφέρονται στη συνολική ποσότητα υδραργύρου που εκπέμπεται από μία εγκατάσταση στην ατμόσφαιρα ανεξάρτητα από την πηγή εκπομπής και εκφρασμένη ως μέση ετησία τιμή.

19. Οι οριακές τιμές για τις υπάρχουσες χλωρο-αλκαλικές εγκαταστάσεις θα αξιολογηθούν από τα μέρη τα οποία θα συνέλθουν στο πλαίσιο του Εκτελεστικού Οργάνου το αργότερο δύο έτη μετά τη θέση σε ισχύ του παρόντος πρωτοκόλλου.

20. Η οριακή τιμή για τις νέες χλωρο-αλκαλικές εγκαταστάσεις: 0.01 g Hg/Mg ικανότητας παραγωγής Cl2.

Αποτέφρωση αστικών, ιατρικών, και επικίνδυνων αποβλήτων (παράρτημα II κατηγορίες 10 και 11)

21. Οι οριακές τιμές αναφέρονται σε συγκεντρώσεις όζοντος 11% στα καυσαέρια.

22. Οριακή τιμή για τις εκπομπές σωματιδίων:

(α) 10 mg/m3 για την αποτέφρωση επικίνδυνων και ιατρικών αποβλήτων.

(β) 25 mg/m3 για την αποτέφρωση αστικών αποβλήτων.

23. Οριακή τιμή για τις εκπομπές υδραργύρου:

(α) 0.05 mg/m3 για την αποτέφρωση επικίνδυνων αποβλήτων.

(β) 0.08 mg/m3 για την αποτέφρωση αστικών αποβλήτων.

(γ) οι οριακές τιμές εκπομπών από την αποτέφρωση ιατρικών αποβλήτων οι οποίες περιέχουν υδράργυρο θα αξιολογηθούν από τα μέρη τα οποία θα συνέλθουν στο πλαίσιο του Εκτελεστικού Οργάνου δύο έτη το αργότερο μετά την ημερομηνία θέσης σε ισχύ του παρόντος πρωτοκόλλου.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI

ΜΕΤΡΑ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ

1. Εκτός και εάν προβλέπεται άλλως στο παρόν παράρτημα, 6 μήνες τουλάχιστον μετά την ημερομηνία θέσης σε ισχύ του παρόντος πρωτοκόλλου, η περιεκτικότητα σε μόλυβδο της βενζίνης που διατίθεται στο εμπόριο για οδικά οχήματα δεν θα υπερβαίνει τα 0.013 g/l. Τα μέρη που θα διαθέτουν στο εμπόριο αμόλυβδη βενζίνη με περιεκτικότητα σε μόλυβδο μικρότερη από 0.013 g/l θα καταβάλουν προσπάθειες να διατηρήσουν ή να χαμηλώσουν το επίπεδο αυτό.

2. Κάθε μέρος θα καταβάλλει προσπάθειες προκειμένου να διασφαλισθεί ότι η αντικατάσταση των καυσίμων με καύσιμα που έχουν περιεκτικότητα σε μόλυβδο σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στην παράγραφο 1 παραπάνω, θα έχει ως αποτέλεσμα γενική μείωση των επιβλαβών συνεπειών για την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον.

3. Εάν ένα κράτος διαπιστώσει ότι ο περιορισμός της περιεκτικότητας σε μόλυβδο της βενζίνης η οποία διατίθεται στο εμπόριο, σύμφωνα με την παράγραφο 1 παραπάνω, θα είχε ως αποτέλεσμα σοβαρά κοινωνικοοικονομικά ή τεχνικά προβλήματα για τη χώρα ή ότι δεν θα είχε ως αποτέλεσμα γενικά οφέλη για το περιβάλλον ή την υγεία λόγω, μεταξύ άλλων, της κλιματικής κατάστασής του, μπορεί να παρατείνει την περίοδο που ορίζεται στην εν λόγω παράγραφο επί δεκαετία κατά τη διάρκεια της οποίας μπορεί να διαθέτει στο εμπόριο μολυβδούχα βενζίνη με περιεκτικότητα σε μόλυβδο η οποία δεν υπερβαίνει το 0.15 g/l. Στην περίπτωση αυτή, το κράτος πρέπει να διευκρινίσει, σε δήλωση που πρέπει να καταθέσει μαζί με την πράξη κύρωσης, αποδοχής, έγκρισης, ή προσχώρησης, ότι προτίθεται να παρατείνει τη χρονική αυτή περίοδο και να παράσχει στο εκτελεστικό όργανο πληροφορίες γραπτώς για τους λόγους της παράτασης αυτής.

4. ´Ενα μέρος επιτρέπεται να διαθέτει στην αγορά μικρές ποσότητες, έως 0,5% των συνολικών πωλήσεων, μολυβδούχας βενζίνης με περιεκτικότητα σε μόλυβδο που δεν υπερβαίνει το 0.15 g/l για χρήση από παλιά οδικά οχήματα.

5. Κάθε μέρος οφείλει, εντός 5 ετών το αργότερο, ή εντός 10 ετών εάν πρόκειται για χώρα με μεταβατική οικονομία, η οποία έχει γνωστοποιήσει την πρόθεσή της να υιοθετήσει μία δεκαετή περίοδο σε δήλωση την οποία καταθέτει μαζί με την πράξη κύρωσης, αποδοχής, έγκρισης, ή προσχώρησης, μετά τη θέση σε ισχύ του παρόντος πρωτοκόλλου, να επιτύχει επίπεδα συγκέντρωσης τα οποία δεν υπερβαίνουν:

(α) 0.05% υδραργύρου κατά βάρος σε συσσωρευτές αλκαλικού μαγγανίου για παρατεταμένη χρήση σε ακραίες συνθήκες (π.χ., θερμοκρασία κάτω του 0°C ή άνω των 50°C, έκθεση σε κλονισμούς) και

(β) 0.025% υδραργύρου κατά βάρος σε όλους τους άλλους συσσωρευτές αλκαλικού μαγγανίου.

Τα παραπάνω όρια μπορεί να υπερβληθούν σε περίπτωση νέων εφαρμογών τεχνολογίας συσσωρευτών ή, σε περίπτωση χρήσης ενός συσσωρευτή σε ένα νέο προϊόν, εφόσον λαμβάνονται εύλογα μέτρα προκειμένου να διασφαλισθεί ότι ο εν λόγω συσσωρευτής, ή το εν λόγω προϊόν που δεν είναι εξοπλισμένο με εύκολα αφαιρούμενο συσσωρευτή, θα απορρίπτεται με οικολογικό τρόπο. Από την υποχρέωση αυτή εξαιρούνται τα σφαιρικά στοιχεία αλκαλικού μαγγανίου και οι συσσωρευτές οι οποίοι αποτελούνται από σφαιρικά στοιχεία (μπαταρίες κουμπιά).

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VII

ΜΕΤΡΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ

1. Σκοπός του παρόντος παραρτήματος είναι να παράσχει οδηγίες στα μέρη σχετικά με τα μέτρα διαχείρισης των προϊόντων.

2. Τα μέρη μπορεί να εξετάσουν τη σκοπιμότητα λήψης κατάλληλων μέτρων διαχείρισης των προϊόντων όπως, για παράδειγμα, τα μέτρα που αναφέρονται παρακάτω όταν τούτο επιβάλλεται λόγω του δυνητικού κινδύνου αρνητικών συνεπειών για την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον από εκπομπές ενός ή περισσότερων βαρέων μετάλλων που αναφέρονται στο παράρτημα Ι, λαμβάνοντας υπόψη όλους τους σχετικούς κινδύνους και τα οφέλη από τα εν λόγω μέτρα, με σκοπό να διασφαλισθεί ότι οποιεσδήποτε αλλαγές στα προϊόντα θα έχουν ως συνέπεια συνολική μείωση των επιβλαβών συνεπειών για την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον:

(α) αντικατάσταση των προϊόντων τα οποία ηθελημένα περιέχουν ένα ή δύο βαρέα μέταλλα που αναφέρονται στο παράρτημα Ι, εφόσον υπάρχει κατάλληλη εναλλακτική λύση.

(β) ελαχιστοποίηση ή υποκατάσταση σε προϊόντα ενός ή περισσότερων βαρέων μετάλλων του παραρτήματος Ι τα οποία έχουν προστεθεί ηθελημένα.

(γ) παροχή πληροφοριών σχετικά με τα προϊόντα, συμπεριλαμβανομένης της επισήμανσης προκειμένου να διασφαλισθεί ότι η χρήστες πληροφορούνται σχετικά με το περιεχόμενο ενός ή δύο βαρέων μετάλλων του παραρτήματος Ι τα οποία έχουν προστεθεί ηθελημένα καθώς και σχετικά με την ανάγκη για ασφαλή χρήση και διάθεση των αποβλήτων.

(δ) χρήση οικονομικών κινήτρων ή εθελουσίων συμφωνιών με στόχο τη μείωση ή την εξάλειψη της περιεκτικότητας των προϊόντων σε βαρέα μέταλλα που αναφέρονται στο παράρτημα Ι. και

(ε) ανάπτυξη και εφαρμογή προγραμμάτων για τη συλλογή, ανακύκλωση, ή διάθεση προϊόντων τα οποία περιέχουν ένα από τα βαρέα μέταλλα του παραρτήματος Ι με οικολογικό τρόπο.

3. Κάθε προϊόν, ή ομάδα προϊόντων, που αναφέρεται παρακάτω περιλαμβάνει ένα ή περισσότερα μέταλλα του παραρτήματος Ι και υπόκειται σε ρυθμιστικό ή εθελούσιο έλεγχο από ένα τουλάχιστον μέλος της Σύμβασης. Ο έλεγχος αυτός οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη συμβολή του προϊόντος στις εκπομπές ενός ή περισσότερων βαρέων μετάλλων που αναφέρονται στο παράρτημα Ι. Εντούτοις, δεν υπάρχουν ακόμη επαρκή στοιχεία τα οποία επιβεβαιώνουν ότι αποτελούν σημαντική πηγή για όλα τα μέρη ώστε να δικαιολογείται η συμπερίληψή τους στο παράρτημα VI. Κάθε μέρος ενθαρρύνεται να λάβει υπόψη του τις διαθέσιμες πληροφορίες και, σε περίπτωση που βεβαιωθεί για την ανάγκη λήψης προληπτικών μέτρων, να εφαρμόσει μέτρα διαχείρισης των προϊόντων όπως αυτά τα οποία αναφέρονται στην παράγραφο 2 παραπάνω σε ένα ή περισσότερα από τα προϊόντα που αναφέρονται παρακάτω:

(α) Ηλεκτρικά στοιχεία που περιέχουν υδράργυρο, δηλαδή συσκευές οι οποίες περιέχουν μία ή περισσότερες επαφές/ένα ή περισσότερους αισθητήρες για τη μεταφορά ηλεκτρικού ρεύματος όπως, για παράδειγμα, ηλεκτρονόμους, θερμοστάτες, διακόπτες στάθμης, διακόπτες πίεσης και άλλους διακόπτες (οι δράσεις περιλαμβάνουν απαγόρευση της πλειονότητας των ηλεκτρικών εξαρτημάτων που περιέχουν υδράργυρο. εθελοντικά προγράμματα για την αντικατάσταση ορισμένων διακοπτών υδραργύρου με ηλεκτρονικούς ή ειδικούς διακόπτες. εθελοντικά προγράμματα ανακύκλωσης για διακόπτες. και εθελοντικά προγράμματα για την ανακύκλωση θερμοστατών).

(β) συσκευές μέτρησης οι οποίες περιέχουν υδράργυρο όπως, π.χ., θερμόμετρα, μανόμετρα, βαρόμετρα, πιεσόμετρα, μεταβιβαστές μέτρησης πίεσης (οι δράσεις περιλαμβάνουν απαγόρευση των θερμομέτρων που περιέχουν υδράργυρο και απαγόρευση των οργάνων μέτρησης).

(γ) λαμπτήρες φθορισμού οι οποίοι περιέχουν υδράργυρο (οι δράσεις περιλαμβάνουν μείωση της περιεκτικότητας σε υδράργυρο ανά λαμπτήρα διαμέσου εθελοντικών και ρυθμιστικών προγραμμάτων και εθελοντικών προγραμμάτων ανακύκλωσης).

(δ) οδοντιατρικά κράματα που περιέχουν υδράργυρο (οι δράσεις περιλαμβάνουν εθελοντικά μέτρα και απαγόρευση, με εξαιρέσεις, της χρήσης οδοντιατρικών κραμάτων και εθελοντικά προγράμματα για την προώθηση της ανάκτησης των οδοντιατρικών κραμάτων πριν την απόρριψή τους από τα οδοντιατρεία στις εγκαταστάσεις καθαρισμού των υδάτων).

(ε) ζιζανιοκτόνα, συμπεριλαμβανομένων των σποροαπολυμαντικών, που περιέχουν υδράργυρο (οι δράσεις περιλαμβάνουν απαγόρευση όλων των ζιζανιοκτόνων, συμπεριλαμβανομένων των ουσιών επεξεργασίας των σπόρων, που περιέχουν υδράργυρο και απαγόρευση της χρήσης του υδραργύρου ως απολυμαντικού).

(στ) χρώματα που περιέχουν υδράργυρο (οι δράσεις περιλαμβάνουν απαγόρευση όλων των εν λόγω χρωμάτων, απαγόρευση των εν λόγω χρωμάτων για εσωτερική χρήση και για χρήση σε παιδικά παιχνίδια. και απαγόρευση της χρήσης τους σε αντιρρυπαντικά χρώματα).και

(ζ) συσσωρευτές που περιέχουν υδράργυρο εκτός των συσσωρευτών που καλύπτονται από το παράρτημα VI (οι δράσεις περιλαμβάνουν μείωση της περιεκτικότητας σε υδράργυρο διαμέσου εθελοντικών και ρυθμιστικών προγραμμάτων, περιβαλλοντικών φόρων, και εθελοντικών προγραμμάτων ανακύκλωσης).

Top