Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 51998AC0103

Γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής σχετικά με την «Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ίδρυμα και την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή: "Ενίσχυση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών στα ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής στην Ενιαία Αγορά"»

ΕΕ C 95 της 30.3.1998, p. 15 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

51998AC0103

Γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής σχετικά με την «Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ίδρυμα και την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή: "Ενίσχυση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών στα ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής στην Ενιαία Αγορά"»

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 095 της 30/03/1998 σ. 0015


Γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής σχετικά με την «Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ίδρυμα και την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή: "Ενίσχυση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών στα ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής στην Ενιαία Αγορά"»

(98/C 95/05)

Στις 4 Αυγούστου 1997, και σύμφωνα με το άρθρο 198 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, η Επιτροπή αποφάσισε να ζητήσει τη γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την ανωτέρω ανακοίνωση.

Το τμήμα βιομηχανίας, εμπορίου, βιοτεχνίας και υπηρεσιών, στο οποίο ανατέθηκε η προετοιμασία των σχετικών εργασιών, επεξεργάσθηκε τη γνωμοδότησή του στις 7 Ιανουαρίου 1998 με βάση την εισηγητική έκθεση του κ. Burani.

Κατά τη 351η σύνοδο ολομέλειάς της (συνεδρίαση της 28ης Μαρτίου 1998), η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε με 118 ψήφους υπέρ, 2 κατά και 2 αποχές την ακόλουθη γνωμοδότηση.

1. Προοίμιο

1.1. Η ταχεία εξέλιξη των τεχνολογιών και των εφαρμογών τους στις οικονομικές δραστηριότητες έχει επιφέρει δραστικές καινοτομίες σε όλους τους τομείς και ιδιαίτερα σε αυτόν των συστημάτων και των μέσων πληρωμής. Συνέπεια τούτου είναι η εμφάνιση σε παγκόσμιο επίπεδο ανοιχτών συστημάτων, όπως το Ιντερνέτ, και πλειάδας κλειστών συστημάτων, τα οποία συχνά έχουν επινοηθεί κατά τέτοιο τρόπο, που να επιτρέπουν τη μελλοντική διαλειτουργικότητα με τα υφιστάμενα ή μελλοντικά συστήματα. Το παγκόσμιο δίκτυο των επικοινωνιών, το οποίο εξασφαλίζει συνδέσεις σε όλο και χαμηλότερες τιμές, έχει υπερβεί εδώ και καιρό τα όρια μεταξύ των κρατών: η «παγκόσμια αγορά» έχει καταστεί συγκεκριμένη πραγματικότητα πριν ακόμη γίνει αντικείμενο διεθνών συμφωνιών.

1.2. Η Επιτροπή παρακολουθεί με προσοχή τις εν λόγω εξελίξεις: τον τελευταίο καιρό, συγκεκριμένα, έδειξε αξιέπαινη ευαισθητοποίηση στα προβλήματα της κοινωνίας και της αγοράς, προκειμένου να ευνοηθεί η ταχεία ανάπτυξη της κοινωνίας της πληροφόρησης ως αρμονικό και συνεκτικό σύνολο. Χωρίς να παραβλεφθεί το γεγονός ότι ορισμένες τρίτες χώρες, η Ιαπωνία και κυρίως οι ΗΠΑ, βρίσκονται σε πλεονεκτική θέση στους τομείς της έρευνας, της βιομηχανικής παραγωγής και ορισμένες φορές των εφαρμογών (), η Επιτροπή σκοπεύει να εφαρμόσει τις απαιτούμενες κανονιστικές συνθήκες που θα επιτρέψουν στην Ευρώπη να αναπτύξει τη δική της πολιτική στον εν λόγω τομέα, και να καταλάβει τη θέση που της αρμόζει στο προσκήνιο των εξελίξεων.

1.3. Όσον αφορά το συγκεκριμένο τομέα της τεχνολογίας εφαρμογής, η Επιτροπή εξέδωσε έγγραφο κεφαλαιώδους σημασίας, την ανακοίνωση «Μια ευρωπαϊκή πρωτοβουλία στο ηλεκτρονικό εμπόριο» (), η οποία καθορίζει τις στρατηγικές και κανονιστικές γραμμές δράσης προκειμένου να ευνοηθεί το ευρωπαϊκό εμπόριο από τις «νέες» τεχνολογίες. Το εν λόγω έγγραφο καθιερώνει μία σχέση μεταξύ του ηλεκτρονικού εμπορίου και των συστημάτων πληρωμών: η Επιτροπή θεωρεί δικαίως τους ανωτέρω τομείς πρωταρχικής σημασίας για την παγκόσμια διαλειτουργικότητα ().

1.4. Οι πληρωμές, οποιασδήποτε φύσης και είδους, αποτελούν στο σύνολό τους ένα ξεχωριστό σύστημα, διαφορετικό από τα άλλα στο μέτρο που καλύπτουν μία σειρά προϊόντων και λύσεων που δεν συνδέονται αποκλειστικά με το εμπόριο, αλλά και με διάφορους τομείς (κεφαλαιαγορές, αγορές συναλλάγματος, αγορές ακινήτων). Οι διαφορετικές αγορές, με ποικίλα χαρακτηριστικά και τελικούς στόχους, έχουν ένα κοινό σημείο: χρειάζονται την εφαρμογή υψηλής προστασίας του κοινού, το οποίο είναι ο τελικός χρήστης. Η εποπτεία της σταθερότητας του συστήματος και των διαφόρων οικονομικών παραγόντων εξασφαλίζεται από τις κεντρικές τράπεζες και άλλους δημόσιους οργανισμούς 7 όμως είναι επίσης απαραίτητο να ελεγχθεί η συμπεριφορά των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων απέναντι στους χρήστες. Από αυτή την άποψη, η δράση της Επιτροπής είναι ιδιαίτερα σύντονη, γεγονός που αποδεικνύεται από την υπό εξέταση Ανακοίνωση.

1.5. Η Ανακοίνωση διαγράφει την εξέλιξη της προσέγγισης της Επιτροπής στον τομέα των μέσων και συστημάτων πληρωμής, κυρίως όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ των εκδοτών ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής και των χρηστών τους. Καταλήγει σε μία Σύσταση, της οποίας αντικείμενο είναι η ενημέρωση των διατάξεων-και η εφαρμογή τους σε νέα προϊόνταπροηγούμενης Σύστασης (), που τα βασικά στοιχεία της εξ'άλλου απέδειξαν την ισχύ τους με τον χρόνο.

2. Εισαγωγή

2.1. Έχουν περάσει δέκα χρόνια από την πρώτη ανακοίνωση της Επιτροπής, τον Ιανουάριο του 1987 (): μία σχετικά σύντομη περίοδος, που χαρακτηρίζεται ωστόσο από ριζική εξέλιξη των προϊόντων που θεωρούνταν τότε «νέα» (πιστωτικές κάρτες, χρεωστικές κάρτες και από την εμφάνιση των νέων προϊόντων (κατ'οίκον τραπεζικές συναλλαγές, κάρτες με αποθηκευμένη αξία) τα οποία δεν υπήρχαν πριν ή βρίσκονταν ακόμη σε πειραματικό στάδιο. Τα διαφορετικά μέσα πληρωμής, εκτός από τα μετρητά, έχουν μπει από τότε στην καθημερινή ζωή των περισσότερων πολιτών και επιχειρηματιών και το 1995 αντιπροσώπευαν ήδη το 13,5 % κατά μέσο όρο του συνόλου των πληρωμών που πραγματοποιήθηκαν στην Ευρώπη - με ποσοστά σαφώς υψηλότερα σε ορισμένα κράτη.

2.2. Το έγγραφο της Επιτροπής κατατάσσει σε δύο διαφορετικές κατηγορίες τα «καινοτόμα προϊόντα» που εισήχθησαν σταδιακά από τότε:

- προϊόντα «πρόσβασης σε τραπεζικό λογαριασμό»: σε αυτή την κατηγορία περιλαμβάνονται τα μέσα που επιτρέπουν εξ'αποστάσεως πρόσβαση σε ανοιχτούς λογαριασμούς που τηρούνται σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν επίσης οι κατ'οίκον και τηλεφωνικές τραπεζικές εργασίες (), καθώς και οι παραδοσιακές κάρτες πληρωμής 7

- προϊόντα «ηλεκτρονικού χρήματος»: μέσα στα οποία αποθηκεύεται νομισματική αξία είτε υπό μορφή καρτών με μαγνητική ταινία ή με μικροκύκλωμα (κάρτα με αποθηκευμένη αξία) είτε υπό μορφή μνήμης ηλεκτρονικού υπολογιστή (ηλεκτρονικό χρήμα ή κυβερνοχρήμα)

2.3. Η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή εκτιμά ότι η ανωτέρω ταξινόμηση, που είναι μεν σημαντική από κανονιστική άποψη, δεν είναι ικανοποιητική στο μέτρο που δεν καθιστά δυνατό να καθοριστεί σε ποιά κατηγορία αρμόζει να καταταχθούν οι κάρτες με αποθηκευμένη αξία που εκδίδονται από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Παρέχουν τη δυνατότητα πρόσβασης σε τραπεζικό λογαριασμό, παρότι η εν λόγω πρόσβαση περιορίζεται στο στάδιο αποθήκευσης αξίας: υπό αυτή την έννοια ανήκουν στην κατηγορία «προϊόντα πρόσβασης σε τραπεζικό λογαριασμό». Επιπλέον, οι εν λόγω κάρτες δεν καθιστούν δυνατή καμία εκ των υστέρων πρόσβαση στο λογαριασμό κατά τη χρήση τους.

2.4. Όσον αφορά την πρόσβαση σε τραπεζικό λογαριασμό, η ΟΚΕ παρατηρεί ότι το έγγραφο της Επιτροπής αναφέρεται με μία μόνο ευκαιρία, στην ταξηνόμηση που εξετάζεται στο σημείο 2.2 και αφορά «λογαριασμούς χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων» (). Κάθε φορά που γίνεται αναφορά σε αυτό το θέμα στη συνέχεια, πρόκειται απλά για «λογαριασμούς», χωρίς άλλη διευκρίνηση. Η αποδοχή της κατάθεσης και κατά συνέπεια το άνοιγμα λογαριασμών αφορούν μόνο τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που έχουν την απαραίτητη άδεια (), και για αυτόν το λόγο είναι αναγκαίο να διευκρινιστεί αν η εν λόγω παράλειψη είναι ηθελημένη, ή αν ο όρος «λογαριασμοί» αναφέρεται μόνο σε αυτούς που διατηρούνται σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Η εν λόγω διευκρίνηση είναι πρωταρχικής σημασίας για να γίνει κατανοητό αν, όταν μιλάμε για «κάρτες που καθιστούν δυνατή την πρόσβαση σε λογαριασμό» εννοούμε τις κάρτες που εκδίδονται από τραπεζικούς οργανισμούς ή επίσης τις κάρτες που ενδεχομένως εκδίδουν μη τραπεζικοί οργανισμοί. Δεδομένου ότι η προσέλκυση καταθέσεων για τους τελευταίους οργανισμούς είναι παράνομη, τουλάχιστον επί του παρόντος, η ΟΚΕ υποστηρίζει την πρώτη από τις δύο ερμηνείες.

2.5. Η Επιτροπή παρατηρεί ότι στο τέλος της προσεχούς δεκαετίας, σημαντικό τμήμα των συναλλαγών λιανικού εμπορίου θα διεξάγεται μέσω του Internet., γεγονός που θα επιφέρει ανταγωνιστική πίεση στους προμηθευτές για προσφορά όλο και πιο εύχρηστων, ασφαλών και αποτελεσματικών μέσων πληρωμής. Η ΟΚΕ υπογραμμίζει ότι αν η Ευρώπη επιθυμεί να ανταποκριθεί στην αμερικανική πρόκληση, όπως βεβαιώνεται στην Ανακοίνωση για το ηλεκτρονικό εμπόριο, η ανάπτυξη των συναλλαγών στο Internet και σε άλλα συναφή δίκτυα πρέπει να επισέλθει πολύ πριν από το τέλος της προσεχούς δεκαετίας. Στα επόμενα δεκατρία χρόνια, θα είμαστε μάρτυρες νέων αναπτύξεων και καινοτομιών, οι οποίες θα οδηγήσουν οπωσδήποτε στην απαρχαίωση των παρόντων συστημάτων. Επιπλέον, τα μέσα πληρωμής είναι αναγκαίο να γίνουν σταδιακά πιο οικονομικά, όχι μόνο λόγω του ανταγωνισμού μεταξύ των οικονομικών φορέων αλλά επίσης μεταξύ των παροχέων υπηρεσιών σε δίκτυο.

3. Στόχος και περιεχόμενο του εγγράφου της Επιτροπής

3.1. Όπως αναφέρθηκε ήδη στο σημείο 1.3, η Επιτροπή ορίζει μία σχέση μεταξύ των μέσων πληρωμής και του ηλεκτρονικού εμπορίου, υπογραμμίζοντας ότι η ύπαρξη ασφαλών και διαφανών συστημάτων θα διευκολύνει, μεταξύ άλλων, τη μετάβαση στο ενιαίο νόμισμα. Σχετικά με αυτό, η ΟΚΕ υπενθυμίζει ότι στη γνωμοδότησή της για το «Πράσινο βιβλίο σχετικά με τις πρακτικές λεπτομέρειες της μετάβασης στο ενιαίο νόμισμα» (), είχε υπογραμμίσει ότι οι κάρτες «αποτελούν πιο εύχρηστη και πιο ευέλικτη λύση» και είχε ζητήσει από την Επιτροπή να ενθαρρύνει τη χρήση τους. Το αίτημα αυτό είναι ακόμη έγκυρο: είναι απαραίτητο να μην αποτελούν οι δαπάνες και/ή οι επαχθείς διοικητικές διαδικασίες εμπόδιο ή τροχοπέδη στη χρήση των εν λόγω προϊόντων από τους καταναλωτές.

3.2. Η Επιτροπή αναγνωρίζει συνεπώς τέσσερις κύριους τομείς παρέμβασης όσον αφορά τα συστήματα πληρωμής: τον καθορισμό πλαισίου προληπτικής εποπτείας των εκδοτών, την ενίσχυση της εμπιστοσύνης των χρηστών, τον καθορισμό σαφών κανόνων ανταγωνισμού, τη βελτίωση της ασφάλειας και την πάταξη της απάτης. Το δεύτερο σημείο έχει αναπτυχθεί στη Σύσταση που περιέχεται στην Ανακοίνωση 7 τα υπόλοιπα αποτελούν τμήμα βραχυπρόθεσμων προγραμμάτων που πρέπει να συμπληρώνουν το κανονιστικό πλαίσιο των συστημάτων πληρωμής, εκτός από την περίπτωση που οι παρούσες και μελλοντικές εξελίξεις δεν δικαιολογούν παρόμοια αναθεώρηση.

3.3. Ο πρώτος τομέας παρέμβασης αφορά τον καθορισμό κατάλληλου πλαισίου εποπτικού ελέγχου για την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος, κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η σταθερότητα και η οικονομική ευρωστία των εκδοτών. Σχετική πρόταση οδηγίας θα υποβληθεί πριν από το τέλος του 1997. Η ΟΚΕ δεν σκοπεύει να ασχοληθεί με το εν λόγω ζήτημα, όχι τουλάχιστο πριν από τη γνωστοποίηση της πρότασης 7 εκτιμά ωστόσο, ότι έχει τονίσει από τώρα ότι η οδηγία πρέπει να εμπνέεται από την ιδέα σύμφωνα με την οποία στο εν λόγω θέμα, η προστασία του χρήστη πρέπει να υπερέχει κάθε άλλης άποψης. Η εμπιστοσύνη στο νόμισμα που εκδίδει το κράτος είναι απόλυτη 7 και πρέπει να είναι τόσο ως προς το ηλεκτρονικό νόμισμα όσο και προς το ιδεατό νόμισμα. Η σταθερότητα των εκδοτών, η ικανότητά τους να σέβονται τις ειλημμένες υποχρεώσεις προς τους χρήστες και τους αποδέκτες, και η αποδοτικότητα των ελέγχων δεν πρέπει επ'ουδενί να τεθούν εκ νέου υπό εξέταση.

3.4. Άλλος τομέας αφορά τη σαφή εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού κατά τρόπο ώστε να υπάρξει σωστή ισορροπία μεταξύ της διαλειτουργικότητας και ενός υγιή και έντονου ανταγωνισμού. Η διαλειτουργικότητα μεταξύ διαφόρων μέσων πληρωμής εξαρτάται από τη μεταξύ τους τεχνική και λειτουργική συμβατότητα, η οποία με τη σειρά της εξαρτάται από συμφωνίες μεταξύ χρηματοοικονομικών οργανισμών. Κατά τη διάρκεια του 1998, η Επιτροπή θα υποβάλει προς τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, τους αποδέκτες και του χρήστες έγγραφο για τη χάραξη προσανατολισμού. Η ΟΚΕ επισύρει την προσοχή στο άρθρο 8.5.3 της Συνθήκης που, κυρίως στον εν λόγω τομέα, οφείλει να λειτουργήσει ως κατευθυντήρια γραμμή ως προς την προσέγγιση που θα υιοθετηθεί: κάθε συμφωνία πρέπει να αξιολογηθεί με βάση το όφελος που θα προκύψει για την αγορά, τόσο σε σχέση με την τεχνική πρόοδο όσο και με τη μείωση των οφειλών και τη βελτίωση της ασφάλειας των πελατών.

3.5. Άλλος τομέας παρέμβασης αφορά τα μέτρα που είναι αναγκαίο να ληφθούν προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι κίνδυνοι της δόλιας χρήσης και των παραποιήσεων με τη βελτίωση της ασφάλειας. Η Επιτροπή εφιστά την προσοχή στην ανάγκη να καταστούν τα ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής όσο το δυνατό ασφαλέστερα. Σχετικές συστάσεις δεν είναι απαραίτητες, διότι το πρόβλημα της απάτης απασχολεί ήδη τους περισσότερους εκδότες. Παρά τα σημαντικά ποσά που επενδύθηκαν στην αναζήτηση και τον εντοπισμό πρακτικών λύσεων, όπως αποδεικνύουν οι προϋπολογισμοί, οι απώλειές τους ανέρχονται σε εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια ετησίως. Συνεπώς, είναι αναγκαίο να αναζητηθεί λύση σε άλλες κατευθύνσεις, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πρέπει να αποθαρρυνθούν οι εκδότες.

3.6. Η ΟΚΕ έχει εκφραστεί στο παρελθόν επί του θέματος: η εσωτερική ασφάλεια περιορίζεται από προβλήματα κόστους και από το γεγονός ότι οι εγκληματικές οργανώσεις διαθέτουν αξιόλογα μέσα για να παρακάμψουν τα μέτρα ασφάλειας 7 στόχος τους δεν είναι μόνο να αποκομίσουν οφέλη από την απάτη, αλλά επίσης να ανακυκλώσουν τα χρήματα που προέρχονται από παράνομες δραστηριότητες. Κατά συνέπεια, δεν πρέπει να επιδιωχθεί η εσωτερική ασφάλεια - η οποία είναι ήδη ικανοποιητική - αλλά η αντιμετώπιση των εγκληματικών οργανώσεων.

3.7. Στη γνωμοδότησή της σχετικά με το «Πράσινο βιβλίο σχετικά με τις πρακτικές λεπτομέρειες της μετάβασης στο ενιαίο νόμισμα» (), η ΟΚΕ τόνιζε ότι είναι αναγκαίο οι απάτες που πραγματοποιούνται μέσω νομισμάτων και συστημάτων αντικατάστασης του νομίσματος, να αποτελέσουν αντικείμενο μίας «εντελώς νέας προσέγγισης»: όχι της αντιμετώπισης της παραποίησης και της απάτης, αλλά της αντιμετώπισης του οργανωμένου εγκλήματος. Η ίδια ιδέα - και η ίδια προτροπή προς την Επιτροπή - διατυπώθηκε εκ νέου σε τελευταία γνωμοδότηση ().

3.8. Το Συμβούλιο του Άμστερνταμ ενέκρινε ένα σχέδιο δράσης κατά του οργανωμένου εγκλήματος (), στο πλαίσιο του οποίου καλεί την Επιτροπή και το Συμβούλιο να αναλάβουν πρωτοβουλίες - έως τα τέλη του 1998 - στον τομέα των μέσων πληρωμής, συμπεριλαμβανομένων των μέσων ηλεκτρονικής πληρωμής (). Η ΟΚΕ εκφράζει την ικανοποίησή της για το γεγονός ότι το Συμβούλιο υιοθέτησε την προσέγγιση που είχε συστήσει, διερωτάται όμως αν απαιτείται ενάμισυ χρόνος για τη σύνταξη του σχεδίου πρότασης. Η Επιτροπή αποδέχτηκε την πρόταση του Συμβουλίου δηλώνοντας ότι «θα εξετάσει την ευκαιρία πρωτοβουλίας στον εν λόγω τομέα»: απάντηση πολύ συνετή, η οποία όμως δύσκολα συμβιβάζεται με την έκδηλη -και επείγουσα- ανάγκη για κατάλληλη νομοθεσία.

3.9. Τέλος, η Επιτροπή ανακοινώνει ότι θα υπάρξει ένας προβληματισμός που ενδέχεται να οδηγήσει σε τροποποίηση της προηγούμενης Σύστασης (), όσον αφορά κυρίως τις σχέσεις μεταξύ των εκδοτών και αποδεκτών των μέσων πληρωμής. Οι πρόσφατες και μελλοντικές εξελίξεις θα καταστήσουν οπωσδήποτε απαραίτητη παρόμοια αναθεώρηση.

4. Κατευθυντήριες γραμμές για τους εκδότες και τους χρήστες

4.1. Η Επιτροπή θεώρησε αναγκαίο να επανεξετάσει τη Σύσταση του 1988 προκειμένου να λάβει υπόψη το νέο περιεχόμενο. Η κατευθυντήρια γραμμή της είναι να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη των πελατών στα ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, μέσω ενός δίκαιου επιμερισμού υποχρεώσεων μεταξύ των εκδοτών και των χρηστών. Τα πιο ενδιαφέροντα σημεία για τους χρήστες είναι κυρίως αυτά που αφορούν τις ευθύνες σε περίπτωση κλοπής ή απώλειας, καθώς και το βάρος της απόδειξης, τη δυνατότητα λεπτομερούς πληροφόρησης και τις διαδικασίες επανόρθωσης.

4.2. Επιπλέον, στην ανακοίνωση υπενθυμίζεται η ανάπτυξη, από το 1988 μέχρι σήμερα, της νέας γενιάς «προϊόντων ηλεκτρονικού χρήματος» δηλαδή των καρτών προπληρωμής ή με αποθηκευμένη αξία σε μνήμη υπολογιστή. Ωστόσο, παρατηρείται ότι στο τωρινό στάδιο, το οποίο χαρακτηρίζεται από τη σχετικά πρόσφατη ανάπτυξη των εν λόγω προϊόντων, είναι απαραίτητο να «αποφευχθεί η επιβολή επαχθών διοικητικών απαιτήσεων που θα μπορούσαν να επιβραδύνουν την ανάπτυξη» και να αποτελέσουν τροχοπέδη για την καινοτομία. Η Σύσταση του 1988 (που περιλάμβανε ήδη τις παραδοσιακές και ηλεκτρονικές κάρτες πληρωμής, τις κατ'οίκον και τηλεφωνικές τραπεζικές εργασίες - παρότι δεν γίνεται σαφής αναφορά στις τελευταίες) διευρύνθηκε στα επαναφορτιζόμενα προϊόντα ηλεκτρονικού χρήματος που συνδέονται με το λογαριασμό του πελάτη: στην πράξη, τουλάχιστον έως σήμερα, πρόκειται για τις κάρτες προπληρωμής τραπεζικού τύπου. Συνεπώς, οι μη επαναφορτιζόμενες κάρτες μίας χρήσης με αποθηκευμένη αξία, όπως οι τηλεφωνικές κάρτες, κάρτες πληρωμής οδικών διοδίων, κ.λπ., παραμένουν εκτός του πεδίου εφαρμογής της Σύστασης.

4.3. Δεδομένης της ανάγκης που εκδηλώθηκε για την ανάπτυξη των καρτών αποθηκευμένης αξίας χωρίς τη δημιουργία επαχθών διοικητικών διαδικασιών, η Επιτροπή θέλησε να περιορίσει την ισχύ των εν λόγω διατάξεων σε αυτές που αφορούν άμεσα το χρήστη, ιδιαίτερα την εκ των προτέρων πληροφόρηση, ορισμένες υποχρεώσεις (περιορισμένες) σχετικά με την ευθύνη του εκδότη, τις διαδικασίες επανόρθωσης. Από την άλλη πλευρά, οι εκδότες καλούνται να αποφασίσουν οικειοθελώς να υιοθετήσουν επίσης τις διατάξεις από τις οποίες εξαιρούνται.

4.4. Η ΟΚΕ εγκρίνει την προσέγγιση που περιγράφεται στα προηγούμενα σημεία 4.2 και 4.3. Επιπλέον, θεωρεί ότι θα ήταν ίσως ενδιαφέρον για το χρήστη να εξετάσει τους μη δεδηλωμένους λόγους που μπορεί να έχουν επιφέρει την εξαίρεση από τη Σύσταση των μη επαναφορτιζομένων καρτών με αποθηκευμένη αξία. Η χρήση των εν λόγω καρτών είναι πολύ διαδεδομένη. Χαρακτηρίζονται από τη χαμηλή τιμή μονάδος, που έχει ως αποτέλεσμα η απώλεια ή η κλοπή να είναι οικονομικά ανεκτές, τον ανώνυμο χαρακτήρα του χρήστη και το γεγονός ότι είναι μεταβιβάσιμες (δεν απαιτείται προσωπικός κωδικός αριθμός αναγνώρισης), το χαμηλό κόστος, που καθιστά δυνατή τη χρήση εξοπλισμών off line. Παρά τα πιθανά μειονεκτήματα (όπως η απομαγνητοποίηση της κάρτας) ή ορισμένες καταχρήσεις (για παράδειγμα την ημερομηνία λήξης της κάρτας και το γεγονός ότι δεν είναι εξαγοράσιμη), η Επιτροπή θεώρησε σαφώς ότι η πρακτική πλευρά του εν λόγω μέσου και το ασήμαντον της διακυβευόμενης αξίας, δε χρειάζονται κανονιστικές διατάξεις.

4.5. Η ΟΚΕ αποδέχεται αυτήν την προσέγγιση, ζητά όμως από τις ευρωπαϊκές και εθνικές αρχές, καθώς και από τους οργανισμούς καταναλωτών, να συμβάλουν στην εξάλειψη των πιθανών μειονεκτημάτων και καταχρήσεων σε κάθε περίπτωση ξεχωριστά. Κατά συνέπεια, καλεί την Επιτροπή να ελέγξει την εξέλιξη της αγοράς και να αποφασίσει σε εύθετο χρόνο αν είναι ή όχι αναγκαίο να παρέμβει με κανονιστικές ρυθμίσεις.

4.6. Η ανακοίνωση καταλήγει καλώντας τους εκδότες να συμβιβάσουν τις δραστηριότητές τους με τις διατάξεις της Σύστασης πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 1998 και τα κράτη μέλη να ελέγξουν την εφαρμογή επαρκών διαδικασιών επανόρθωσης για την επίλυση των διαφορών μεταξύ των χρηστών και των εκδοτών. Η Σύσταση (άρθρα 10 και 11 - βλ. παρακάτω παράγραφο 5.13) υιοθετεί διαφορετική προσέγγιση.

5. Η Σύσταση

5.1. Επειδή η Σύσταση, εγκρίθηκε ήδη από την Επιτροπή στις 30 Ιουλίου 1997 (), η ΟΚΕ περιορίζεται στο σχολιασμό ζητημάτων τα οποία κρίνει ότι είναι απαραίτητο να επανεξεταστούν από την οπτική ενδεχόμενης μελλοντικής επανεξέτασης του εγγράφου. Δίδεται συνεπώς ιδιαίτερη προσοχή στις διατάξεις σχετικές με τα νέα προϊόντα που περιλαμβάνονται στη Σύσταση, δηλαδή στα προϊόντα ηλεκτρονικού χρήματος.

5.2. Άρθρο πρώτο, παράγραφος 1, περίπτωση α)

Μεταφορές χρηματικών ποσών, εκτός των εντελλόμενων και εκτελούμενων από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, που γίνονται με μέσο ηλεκτρονικής πληρωμής. Δίνεται η εντύπωση ότι οι μεταφορές που εξαιρούνται είναι οι τραπεζικές μεταφορές, οι οποίες αποτελούν αντικείμενο συγκεκριμένης οδηγίας όσον αφορά διασυνοριακές εφαρμογές 7 όμως είναι επίσης δυνατό να συμπεριλάβουν μεταφορές που εκδίδονται από έναν πελάτη στην τράπεζά του με ηλεκτρονικό μέσο. Η ΟΚΕ θεωρεί ότι ο όρος αυτός δεν είναι αρκετά σαφής.

5.3. Κατά τον τρόπο που έχει διατυπωθεί, ο όρος περιλαμβάνει πράγματι όλες τις μεταφορές κεφαλαίων που πραγματοποιούνται με κάθε μέσο ηλεκτρονικής πληρωμής: κάρτες πληρωμής, κάρτες με αποθηκευμένη αξία, κατ'οίκον και τηλεφωνικές τραπεζικές εργασίες. Όσον αφορά τις μεταφορές που αναφέρθηκαν στην προηγούμενη παράγραφο, δεδομένου ότι πρόκειται για εντελλόμενες και όχι εκτελούμενες πράξεις, θα πρέπει να συμπεράνουμε, αφενός, ότι αυτό το είδος συναλλαγών εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής της Σύστασης και, αφετέρου, ότι πράξεις αυτές υφίστανται από τη σχετική οδηγία για τη μεταφορών χρηματικών ποσών. Ωστόσο, το εν λόγω σημείο θα πρέπει να διασαφηνιστεί, προκειμένου να αποφευχθούν οι ερμηνευτικές δυσκολίες.

5.4. Ωστόσο η ΟΚΕ επισημαίνει στο ίδιο άρθρο την ασυνέπεια όρων και περιεχομένου: σύμφωνα με τον τίτλο της Σύστασης («Σύσταση της Επιτροπής για τις συναλλαγές που γίνονται με μέσα ηλεκτρονικής πληρωμής »), οι μοναδικές συναλλαγές που λαμβάνονται υπόψη είναι οι μεταφορές χρηματικών ποσών που γίνονται με ένα «μέσο ηλεκτρονικής πληρωμής». Αντιθέτως, το τρίτο αιτιολογικό υπενθυμίζει ότι το πεδίο ισχύος των εν λόγω κανονιστικών διατάξεων επεκτείνεται στις μη ηλεκτρονικές συναλλαγές που πραγματοποιούνται μέσω κάρτας πληρωμής. Το άρθρο υπό εξέταση, καθώς και το υπόλοιπο του κειμένου δεν υπαινίσσονται διαφορετικές συναλλαγές από τις ηλεκτρονικές. Συνεπώς, υπάρχει αμφιβολία για το αν οι εφαρμοστέες διατάξεις για τις συναλλαγές που δεν γίνονται κατ'οίκον ή τηλεφωνικώς, είναι οι υφιστάμενες διατάξεις ή εκείνες της προηγούμενης Σύστασης 88/590/CEE.

5.5. Η Επιτροπή διασαφηνίζει στη συνέχεια ότι η σύσταση για την οποία γίνεται λόγος στο προηγούμενο σημείο 5.4 αντικαθίσταται από την παρούσα. Η ΟΚΕ το σημειώνει, αλλά επισημαίνει ότι έτσι η ασυνέπεια καθίσταται σοβαρή έλλειψη. Με μια ορισμένη ερμηνευτική προσπάθεια, θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι συμπεριλαμβάνονται σιωπηρώς και οι κάρτες πληρωμής με πρόσβαση στο λογαριασμό. Εντούτοις, όμως το κείμενο του άρθρου 1, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με τους ορισμούς του άρθρου 2, σημεία α) και β), αποκλείει τις παραδοσιακές κάρτες μη τραπεζικού τύπου, για τις οποίες δεν υφίσταται «πρόσβαση στο λογαριασμό» καθώς και εκείνες, είτε είναι ηλεκτρονικές είτε όχι, οι οποίες εκδίδονται από εμπορικούς οργανισμούς. Στην τελευταία περίπτωση, τα προϋπάρχοντα ενδεχομένως χρηματικά ποσά των καταναλωτών αποτελούν ίσως ένα «απόθεμα» αλλά όχι όμως «λογαριασμό» με την τεχνική έννοια του όρου.

5.5.1. Από τις προηγούμενες παρατηρήσεις, συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο προσδιορισμός της εμβέλειας της Συστάσεως πρέπει να αναθεωρηθεί το συντομότερο δυνατό κατά τρόπο ώστε να συμπληρωθούν τα «κενά» που δημιουργήθηκαν ακούσια. Η Σύσταση θα πρέπει πράγματι να συμπεριλάβει όλα τα μέσα πληρωμής, ηλεκτρονικά ή όχι, οποιοσδήποτε και αν είναι ο εκδότης τους (με τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στην τελευταία φράση της τρίτης αιτιολογικής σκέψης και τις παρεκκλίσεις του άρθρου 1, παράγραφος 2). Εάν αυτό είναι η πρόθεση της Επιτροπής, τότε καθίσταται απαραίτητη μια διαφορετική και σαφέστερη διατύπωση του άρθρου 1, παράγραφος 1.

5.6. Πρώτο άρθρο, παράγραφος 2

Κατά παρέκκλιση από την προηγούμενη παράγραφο 1, τα μέσα ηλεκτρονικού χρήματος (κάρτες με αποθηκευμένη αξία) εξαιρούνται από το σύνολο των διατάξεων:

- άρθρο 4, παράγραφος 1: υποχρέωση παροχής σχετικών πληροφοριών για τις πραγματοποιήσιμες συναλλαγές στον κάτοχο 7

- άρθρο 5, περίπτωση β): δεύτερη και τρίτη παύλα: υποχρέωση του κατόχου να γνωστοποιεί τις εκτελεσθείσες συναλλαγές χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του, τα λάθη ή τις όποιες ανωμαλίες 7

- άρθρο 7, παράγραφος 2, περίπτωση γ), δ) και ε) (πρώτη παύλα): υποχρέωση του εκδότη να τηρεί εσωτερικά αρχεία των συναλλαγών και να παρέχει τις ζητούμενες αποδείξεις 7

- άρθρο 8, παράγραφοι 1, 2 και 3: ευθύνη του εκδότη για τη μη εκτέλεση ή τη μη ορθή εκτέλεση εντολής 7

- άρθρο 9, παράγραφος 2: υποχρέωση του εκδότη να λαμβάνει κάθε μέτρο για να αποτρέψει περαιτέρω χρησιμοποίηση του μέσου ηλεκτρονικής πληρωμής σε περίπτωση κλοπής, απώλειας ή δόλιας χρήσης.

5.6.1. Λαμβάνοντας υπόψη τα χαρακτηριστικά λειτουργίας των μέσων ηλεκτρονικού χρήματος, η ΟΚΕ θεωρεί ότι η εν λόγω κανονιστική ρύθμιση είναι πραγματικά αποδεκτή, όμως διατηρεί τις επιφυλάξεις που εκφράζονται στην επόμενη παράγραφο.

5.7. Η τελευταία φράση της δεύτερης παραγράφου του πρώτου άρθρου προκαλεί ασάφεια: εδώ ορίζεται πράγματι ότι «εάν το μέσο ηλεκτρονικής πληρωμής (κάρτα με αποθηκευμένη αξία) χρησιμοποιείται για τη φόρτιση (και αποφόρτιση) αξίας με εξ αποστάσεως πρόσβαση στο λογαριασμό του κατόχου, η παρούσα σύσταση εφαρμόζεται στο σύνολό της». Στο πρώτο και το δεύτερο τμήμα της παραγράφου, πρόκειται πάντα για το ίδιο μέσο, την κάρτα με αποθηκευμένη αξία, η οποία εξακολουθεί να παρέχει πρόσβαση στο λογαριασμό: καταρχήν εξαιρείται από ορισμένες υποχρεώσεις (πρώτη φράση - βλέπε σημείο 5.5), και κατόπιν υπόκειται σε αυτές (δεύτερη φράση). Πρόκειται για εμφανή αντίφαση, η οποία οφείλεται ενδεχομένως σε μη ορθή διατύπωση σωστής έννοιας.

5.8. Η κατευθυντήρια ιδέα της Επιτροπής είναι η σημασία της προστασίας της πρόσβασης στο λογαριασμό (τρίτο «αιτιολογικό» της Σύστασης). Ωστόσο, όπως τονίστηκε εκ νέου ανωτέρω, στο σημείο 2.3, η σχέση με το λογαριασμό υπάρχει μόνο κατά τη φάση της φόρτισης (ή αποφόρτισης) της κάρτας, ενώ η μετέπειτα χρήσης της εξαιρείται από κάθε νέα σχέση: σε αυτό το στάδιο, ο τρόπος λειτουργίας είναι ο ίδιος για όλες τις κάρτες με αποθηκευμένη αξία, είτε πρόκειται για τραπεζικές, τηλεφωνικές, κ.λπ. Στη σύσταση υιοθετείται η προσέγγιση αυτή και η ΟΚΕ συμφωνεί.

5.9. Άρθρο 4, παράγραφος 2

Το παρόν άρθρο προβλέπει ότι ο εκδότης καρτών με αποθηκευμένη αξία οφείλει να παρέχει στον κάτοχο τη δυνατότητα να ελέγχει τις πέντε τελευταίες συναλλαγές και το ποσό που υπάρχει ακόμη υποθηκευμένο στην κάρτα του. Αν και η διάταξη αυτή δεν δημιουργεί πρόβλημα, η αναφορά στις πέντε τελευταίες συναλλαγές έρχεται αντιμέτωπη με μία ηλεκτρονική αδυναμία που αφορά τις περισσότερες κάρτες, οι οποίες λειτουργούν στα τερματικά off line και χωρίς προσωπικό κωδικό αριθμό αναγνώρισης ταυτότητας (ΡΙΝ). Η ΟΚΕ προτείνει μία ρεαλιστικότερη διατύπωση του εν λόγω σημείου, και να περιορισθεί η τήρηση της προδιαγραφής στις περιπτώσειςε εκείνες στις οποίες το επιτρέπουν τα τεχνικά χαρακτηριστικά του συστήματος. Υπάρχουν ήδη τέτοια συστήματα ή βρίσκονται υπό μελέτη: στηρίζονται σε πιο περίτεχνες λύσεις και ίσως πιο δαπανηρές, αλλά παρέχουν μέσω του ανταγωνισμού τη δυνατότητα συνετών ενεργειών εκ μέρους των καταναλωτών.

5.10. Άρθρο 5, περίπτωση β)

Προβλέπεται στην πρώτη παύλα ότι ο κάτοχος μέσου ηλεκτρονικής πληρωμής ή κωδικού αριθμού αναγνώρισης ταυτότητας (ΡΙΝ) ειδοποιεί τον κάτοχο για τυχόν κλοπή ή απώλεια, όμως εξαιρεί τις κάρτες αποθηκευμένης αξίας («μέσα ηλεκτρονικής πληρωμής») από την παρατήρηση των διατάξεων που προβλέπονται στην δεύτερη και τρίτη παύλα, και αφορούν την ειδοποίηση συναλλαγών που πραγματοποιήθηκαν χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του κατόχου και τυχόν λαθών ή ανωμαλιών στη διαχείριση του λογαριασμού του. Συνεπώς, ελήφθησαν υπόψη τα τεχνικά χαρακτηριστικά των καρτών με αποθηκευμένη αξία, γεγονός που αποδεικνύει την ανάγκη καλύτερης διατύπωσης (βλέπε σημείο 5.7) του τελευταίου τμήματος του πρώτου άρθρου, παράγραφος 2.

5.11. Άρθρο 6

Αυτό το άρθρο ορίζει - όπως και στην προηγούμενη Σύσταση- τις ευθύνες του κατόχου σε περίπτωση κλοπής ή απώλειας ενός μέσου ηλεκτρονικής πληρωμής. Οι εν λόγω διατάξεις δεν αφορούν τις κάρτες με αποθηκευμένη αξία: αυτή η εξαίρεση έχει ως πρακτική συνέπεια ότι ο χρήστης θα πρέπει να αναλάβει τις συνέπειες της απώλειας ή της κλοπής. Ωστόσο, δεδομένου του χαμηλού ποσού της μέγιστης αξίας που είναι δυνατό να αποθηκευτεί, στη χειρότερη περίπτωση η ζημία θα περιορίζεται στην αξία που υπάρχει αποθηκευμένη στην κάρτα, δηλαδή σε λιγότερο, συνήθως, από 150 Ecu. Ο χρήστης πάντως προστατεύεται από κάθε εκ των υστέρων απόπειρα επαναφόρτισης της κάρτας με πίστωση στο λογαριασμό του, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 7 και 8. Τελικά, οι κάρτες με αποθηκευμένη αξία παρουσιάζουν πλεονεκτήματα, όμως επίσης και πιθανά μειονεκτήματα: είναι συνεπώς απαραίτητο να ενημερώνεται ο χρήστης με σαφήνεια γραπτώς.

5.12. Άρθρο 8, παράγραφος 4

Το παρόν άρθρο, το οποίο αφορά συγκεκριμένα τις κάρτες με αποθηκευμένη αξία, προβλέπει ότι ο εκδότης ευθύνεται για την απώλεια της αποθηκευμένης αξίας ή τη μη ορθή εκτέλεση μίας συναλλαγής. Η εν λόγω διάταξη δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση χρήσης συστημάτων off line, τα οποία είναι τα πιο διαδεδομένα σήμερα, χωρίς προσωπικό κωδικό αναγνώρισης 7 εξακολουθεί ωστόσο να ισχύει για τα συστήματα (βλέπε σημείο 5.9), των οποίων τα τεχνικά χαρακτηριστικά το επιτρέπουν.

5.12.1. Εκ των προηγουμένων συνάγεται, σύμφωνα με την ΟΚΕ, ότι είναι απαραίτητο να ορισθεί το ανώτατο ποσό φορτίσεως σε μια κάρτα με αποθηκευμένη αξία, ούτως ώστε να αποφευχθεί η πρόκληση σοβαρής ζημίας του κατόχου της σε περίπτωση απώλειας. Το όριο των 150 Ecu, που θεωρείται ήση ως «υποφερτή απώλεια» για τον καταναλωτή, πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη. Ας υπενθυμισθεί εξάλλου ότι τα μέσα ηλεκτρονικού νομίσματος, με τη δυνατότητα μεταφοράς αξίας «από κάρτα σε κάρτα» άνευ διαμεσολαβητών ενδείκνυται για την ανακύκλωση χρηματικών ποσών. Η παράνομη αυτή χρήση θα εμποδισθεί συνεπώς από το περιορισμένο ποσό φορτίσεως. Επιπροσθέτως δεν αποτελεί και μέσο προστασίας κατά της εγκληματικότητας υπέρ των καταναλωτών.

5.13. Άρθρο 11

Σε αντίθεση με το κείμενο της ανακοίνωσης (βλέπε σημείο 4.6), η Σύσταση δεν ζητά από τα κράτη μέλη να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα ώστε να συμμορφωθούν οι εκδότες των μέσων ηλεκτρονικής πληρωμής με τις προβλεπόμενες διατάξεις. Η ΟΚΕ προειδοποιεί την Επιτροπή για παρόμοια προσέγγιση, η οποία ενδεχομένως οδηγήσει στην υιοθέτηση αποκλινουσών λύσεων σε διάφορα κράτη: πιθανό ενδεχόμενο, δεδομένου ότι υπάρχουν μη αμελητέα περιθώρια ερμηνείας.

5.14. Η ΟΚΕ εκτιμά ότι είναι αναγκαίο να επισύρει την προσοχή της Επιτροπής στο γεγονός ότι δεν διευκρινίζεται σε κανένα σημείο στην ανακοίνωση ή τη Σύσταση, αν η προηγούμενη Σύσταση 88/590/CEE εξακολουθεί να ισχύει για τα μέσα μη ηλεκτρονικής πληρωμής, για τα οποία δεν γίνεται καμία αναφορά στο υπό εξέταση έγγραφο.

5.15. Καταλήγοντας, η ΟΚΕ παρατηρεί ότι η Σύσταση βασίζεται στις κατηγορίες: ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, μέσα που επιτρέπουν εξ'αποστάσεως πρόσβαση, μέσα ηλεκτρονικού χρήματος. Ορισμένες φορές, είναι δύσκολο να καταταχθούν προϊόντα που υφίστανται, όμως η ποικιλία των χαρακτηριστικών τους απαιτεί εν πάση περιπτώσει τόσες διακρίσεις, εξαιρέσεις και συμπεριλήψεις, που η κοινή κανονιστική ρύθμιση καθίσταται δύσκολη. Η ΟΚΕ διερωτάται αν δεν είναι σκόπιμο να εξασφαλίσει μεγαλύτερη συνοχή και σαφήνεια στο χειρισμό του εν λόγω ζητήματος, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες κάθε μέσου και συντάσσοντας ξεχωριστές διατάξεις για κάθε ένα από αυτά. Επίσης, τη στιγμή που κάθε προϊόν έχει μία ονομασία, θα ήταν καλύτερο να προσδιορίζεται με το όνομά του: οι διατάξεις θα ήταν πιο ξεκάθαρες, κυρίως προς όφελος των χρηστών, στους οποίους η τεχνική γλώσσα δημιουργεί ανακρίβειες.

Βρυξέλλες, 28 Ιανουαρίου 1998.

Ο Πρόεδρος της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Tom JENKINS

() Βλέπε την Ανακοίνωση της Επιτροπής για την «Ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών βιομηχανιών τεχνολογιών των πληροφοριών και επικοινωνιών (ΤΠΕ)», έγγρ. COM(97) 152 τελ. της 16 Απριλίου 1997, ΕΕ C 19 της 21.1.1998, σ. 1.

() Έγγρ. COM (97) 157, της 16ης Απριλίου 1997. ΕΕ L 208 της 2.8.1997, σημεία 47-49. Γνωμοδότηση της 29ης Οκτωβρίου 1997, ΕΕ C 19 της 21.1.1998.

() Βλέπε την Ανακοίνωση που αναφέρεται στην υποσημείωση 1, και αυτήν που αναφέρεται στο σημείο 1.3.

() Σύσταση της Επιτροπής 88/590/CEE της 17ης Νοεμβρίου 1988 σχετικά με τα συστήματα πληρωμής και συγκεκριμένα τις σχέσεις μεταξύ των κατόχων και των εκδοτών καρτών, ΕΕ L 317 της 24.11.1988.

() «Μια προοπτική για την Ευρώπη: οι ηλεκτρονικές κάρτες πληρωμής», έγγρ. CΟΜ(86) 754.

() «Home banking»(τράπεζα κατ'οίκον): πρόσβαση σε έναν λογαριασμό μέσω τερματικού τύπου προσωπικού υπολογιστή (ή Minitel στη Γαλλία), «Phone banking» (τράπεζα μέσω τηλεφώνου): τηλεφωνική πρόσβαση.

() Έγγρ. COM (353) Εισαγωγή, σημείο 2.

() 1η και 2η Τραπεζική Oδηγία, 77/780/CEE και 89/646/CEE.

() Γνωμοδότηση της ΟΚΕ της 26.10.1995, σημείο 5.4.33, ΕΕ C 18 της 22.1.1996.

() Γνωμοδότηση της 26ης Οκτωβρίου 1995 που αναφέρθηκε στην ΕΕ C 18 της 22.1.1996, υποσημείωση 7, σημεία 7.11 εως 7.14.

() Γνωμοδότηση της ΟΚΕ της 31.10.1996 για τις «Επιπτώσεις που θα έχουν στην αγορά η νομοθεσία και οι ρυθμίσεις που είναι αναγκαίες για τη μετάβαση στο ενιαίο νόμισμα», ΕΕ C 56 της 24.2.1997, σημεία 5.2.1 εως 5.2.5.

() 97/C της 28.4.1997, ΕΕ C 251 της 15.8.1997.

() Idem Κεφάλαιο VI.

() Σύσταση της Επιτροπής 87/598/ΕΟΚ της 8.12.1987 σχετικά με έναν ευρωπαϊκό κώδικα καλής συμπεριφοράς όσον αφορά την ηλεκτρονική πληρωμή (σχέσεις μεταξύ χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, εμπόρων, παροχών υπηρεσιών και καταναλωτών), ΕΕ L 365 της 24.12.1987.

() ΕΕ L 208 της 2.8.1997.

Top