Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32018R0990

Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2018/990 της Επιτροπής, της 10ης Απριλίου 2018, για την τροποποίηση και τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1131 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις απλές, διαφανείς και τυποποιημένες (STS) τιτλοποιήσεις και τα εμπορικά χρεόγραφα εξασφαλισμένα με περιουσιακά στοιχεία (ABCP), τις απαιτήσεις για περιουσιακά στοιχεία τα οποία λαμβάνονται στο πλαίσιο συμφωνιών αγοράς και επαναπώλησης και τις μεθοδολογίες αξιολόγησης της πιστοληπτικής ποιότητας (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

C/2018/2080

ΕΕ L 177 της 13.7.2018, p. 1–8 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

Legal status of the document In force: This act has been changed. Current consolidated version: 12/09/2021

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg_del/2018/990/oj

13.7.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 177/1


ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΌΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2018/990 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 10ης Απριλίου 2018

για την τροποποίηση και τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1131 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις απλές, διαφανείς και τυποποιημένες (STS) τιτλοποιήσεις και τα εμπορικά χρεόγραφα εξασφαλισμένα με περιουσιακά στοιχεία (ABCP), τις απαιτήσεις για περιουσιακά στοιχεία τα οποία λαμβάνονται στο πλαίσιο συμφωνιών αγοράς και επαναπώλησης και τις μεθοδολογίες αξιολόγησης της πιστοληπτικής ποιότητας

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1131 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, για τα αμοιβαία κεφάλαια της χρηματαγοράς (1), και ιδίως το άρθρο 11 παράγραφος 4, το άρθρο 15 παράγραφος 7 και το άρθρο 22,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το άρθρο 11 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1131 επιτρέπει στα ΑΚΧΑ να επενδύουν σε τιτλοποιήσεις ή εμπορικά χρεόγραφα εξασφαλισμένα με περιουσιακά στοιχεία (ABCP). Παρέχεται ένα ειδικό κίνητρο για την πραγματοποίηση επενδύσεων σε απλές, διαφανείς και τυποποιημένες (STS) τιτλοποιήσεις ή ABCP. Δεδομένου ότι ο κανονισμός (ΕΕ) 2017/2402 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2) περιέχει απαιτήσεις για τις τιτλοποιήσεις STS και τα ABCP, ο κανονισμός (ΕΕ) 2017/1131 πρέπει να τροποποιηθεί ώστε να περιλαμβάνει διασταυρούμενη παραπομπή στις διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402 που περιέχει αυτές τις απαιτήσεις.

(2)

Οι συμφωνίες αγοράς και επαναπώλησης παρέχουν στα ΑΚΧΑ τη δυνατότητα να εφαρμόζουν τη στρατηγική τους και να υλοποιούν τους στόχους τους όσον αφορά τις επενδύσεις σύμφωνα με τους όρους του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1131. Ο συγκεκριμένος κανονισμός απαιτεί ο αντισυμβαλλόμενος σε μια συμφωνία αγοράς και επαναπώλησης να είναι φερέγγυος και τα περιουσιακά στοιχεία που λαμβάνονται ως εξασφάλιση να είναι επαρκούς ρευστότητας και ποιότητας ώστε τα ΑΚΧΑ να μπορούν να επιτυγχάνουν τους στόχους τους και να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους σε περίπτωση που υπάρχει ανάγκη ρευστοποίησης αυτών των περιουσιακών στοιχείων. Οι τυποποιημένες συμφωνίες που χρησιμοποιούνται για τη σύναψη συμφωνιών αγοράς και επαναπώλησης είναι δυνατό να συμβάλλουν στον στόχο της διαχείρισης του κινδύνου όσον αφορά τον αντισυμβαλλόμενο. Ωστόσο, ορισμένες ρήτρες ενδέχεται να καθιστούν τα υποκείμενα περιουσιακά στοιχεία των συμφωνιών αγοράς και επαναπώλησης μη διαθέσιμα στους διαχειριστές ΑΚΧΑ και, συνακόλουθα, μη ρευστοποιήσιμα. Κατά συνέπεια, είναι απαραίτητο να διασφαλιστεί ότι τα περιουσιακά στοιχεία διατίθενται στους διαχειριστές ΑΚΧΑ σε περίπτωση αθέτησης των υποχρεώσεων ή σε περίπτωση πρόωρης λύσης συμφωνιών αγοράς και επαναπώλησης, καθώς και ότι ο αντισυμβαλλόμενος δεν περιορίζει την πώληση των περιουσιακών στοιχείων μέσω της απαίτησης για προηγούμενη ειδοποίηση ή έγκριση.

(3)

Οι διαχειριστές ΑΚΧΑ δεν θα πρέπει να υποχρεούνται να εφαρμόζουν ειδική προσαρμογή στην αξία ενός περιουσιακού στοιχείου (περικοπή) εάν ο αντισυμβαλλόμενος σε μια συμφωνία αγοράς και επαναπώλησης υπόκειται σε κανόνες προληπτικής εποπτείας σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο. Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η εξασφάλιση που παρέχεται στο πλαίσιο συμφωνιών αγοράς και επαναπώλησης είναι υψηλής ποιότητας, οι διαχειριστές ΑΚΧΑ εφαρμόζουν πρόσθετες απαιτήσεις όταν ο αντισυμβαλλόμενος σε μια συμφωνία δεν υπόκειται σε ρυθμίσεις σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο ή οι ρυθμίσεις δεν αναγνωρίζονται ως ισοδύναμες. Για να εξασφαλιστεί συνοχή στο ενωσιακό δίκαιο στο σύνολό του, οι ελάχιστες απαιτήσεις για περικοπές θα πρέπει να είναι ίδιες με τις αντίστοιχες απαιτήσεις που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3).

(4)

Οι διαχειριστές ΑΚΧΑ θα πρέπει να μπορούν να εφαρμόζουν υψηλότερη περικοπή από την ελάχιστη που ορίζεται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 στις περιπτώσεις όπου το θεωρούν αναγκαίο προκειμένου να διασφαλίσουν ότι η εξασφάλιση που λαμβάνεται στο πλαίσιο συμφωνιών αγοράς και επαναπώλησης είναι επαρκώς ρευστή, εάν αυτό απαιτείται από τις συνθήκες της αγοράς. Θα πρέπει επίσης να παρακολουθούν και να αναθεωρούν το ποσό της περικοπής που ζητείται ώστε να εξασφαλίζεται κατάλληλο επίπεδο ρευστότητας, ιδίως όταν το ποσό της περικοπής που ορίζεται στο άρθρο 224 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 αναθεωρείται ή η εναπομένουσα ληκτότητα των περιουσιακών στοιχείων ή άλλοι παράγοντες που αφορούν τη βιωσιμότητα του αντισυμβαλλομένου έχουν αλλάξει.

(5)

Οι μεθοδολογίες αξιολόγησης της πιστοληπτικής ποιότητας που αναφέρονται στο άρθρο 19 παράγραφος 3 θα πρέπει να αρκετά συνετές ώστε να διασφαλίζεται ότι όλα τα ποιοτικά και ποσοτικά κριτήρια στα οποία βασίζονται οι αξιολογήσεις της πιστοληπτικής ποιότητας είναι αξιόπιστα και κατάλληλα για τη δέουσα αξιολόγηση της πιστοληπτικής ποιότητας των μέσων που είναι επιλέξιμα για επένδυση. Επιπλέον, θα πρέπει να διασφαλιστεί ότι οι μακροοικονομικοί και μικροοικονομικοί παράγοντες που λαμβάνουν υπόψη οι διαχειριστές ΑΚΧΑ στο πλαίσιο μιας αξιολόγησης της πιστοληπτικής ποιότητας είναι συναφείς για τον προσδιορισμό της πιστοληπτικής ποιότητας ενός εκδότη ή ενός μέσου που είναι επιλέξιμο για επένδυση.

(6)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα μέσα στα οποία οι διαχειριστές ΑΚΧΑ σκοπεύουν να επενδύσουν είναι επαρκούς ποιότητας, οι διαχειριστές ΑΚΧΑ θα πρέπει να διενεργούν αξιολόγηση της πιστοληπτικής ποιότητας κάθε φορά που σκοπεύουν να προβούν σε μια επένδυση. Για να αποφευχθεί η καταστρατήγηση της απαίτησης που προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1131 και σύμφωνα με την οποία οι διαχειριστές ΑΚΧΑ επενδύουν μόνο σε μέσα που έχουν λάβει ευνοϊκή αξιολόγηση της πιστοληπτικής ποιότητας, οι διαχειριστές ΑΚΧΑ θα πρέπει να καθορίζουν, στο πλαίσιο μιας μεθοδολογίας αξιολόγησης της πιστοληπτικής ποιότητας, τα κριτήρια για μια ευνοϊκή αξιολόγηση των μέσων που είναι επιλέξιμα για επένδυση ΑΚΧΑ, πριν από τη διενέργεια της πραγματικής αξιολόγησης της πιστοληπτικής ποιότητας.

(7)

Η μεθοδολογία και τα κριτήρια για τις αξιολογήσεις της πιστοληπτικής ποιότητας θα πρέπει να είναι συνεπή, εξαιρουμένης της περίπτωσης όπου υφίσταται αντικειμενικός λόγος απόκλισης από τη μεθοδολογία ή τα κριτήρια. Τα κριτήρια και η μεθοδολογία θα πρέπει να αναπτυχθούν για επαναλαμβανόμενη χρήση, και όχι μόνο για μια ειδική περίπτωση σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Η συνεπής χρήση των κριτηρίων και της μεθοδολογίας θα πρέπει να διευκολύνει την παρακολούθηση της αξιολόγησης της πιστοληπτικής ποιότητας.

(8)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ο ορθός ποσοτικός προσδιορισμός του πιστωτικού κινδύνου του εκδότη και του σχετικού κινδύνου αθέτησης των υποχρεώσεων του εκδότη και του μέσου, όπως απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1131, οι διαχειριστές ΑΚΧΑ θα πρέπει να χρησιμοποιούν τα σχετικά ποσοτικά κριτήρια που είναι διαθέσιμα στην αγορά. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να αποτρέπονται από το να χρησιμοποιούν πρόσθετους παράγοντες, εάν είναι συναφείς.

(9)

Η αξιολόγηση της πιστοληπτικής ποιότητας του εκδότη είναι μία από τις σημαντικότερες αξιολογήσεις που πρέπει να διενεργούνται, καθώς παρέχει το πρώτο επίπεδο εγγύησης της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων. Στον βαθμό που είναι δυνατό, οι διαχειριστές ΑΚΧΑ θα πρέπει, συνεπώς, να λαμβάνουν υπόψη όλους τους παράγοντες που είναι συναφείς για την αξιολόγηση των ποιοτικών και ποσοτικών κριτηρίων για τον πιστωτικό κίνδυνο του εκδότη ενός μέσου.

(10)

Σε εξαιρετικές περιστάσεις, και ιδίως υπό ακραίες συνθήκες αγοράς, οι διαχειριστές ΑΚΧΑ θα πρέπει να μπορούν να λαμβάνουν επενδυτικές αποφάσεις που παραβλέπουν το αποτέλεσμα μιας αξιολόγησης της πιστοληπτικής ποιότητας, εάν οι αυτές οι επενδυτικές αποφάσεις είναι προς το συμφέρον των επενδυτών, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές οι αποφάσεις είναι αιτιολογημένες και δεόντως τεκμηριωμένες.

(11)

Δεδομένου ότι η ποιότητα των μέσων μπορεί να ποικίλλει με την πάροδο του χρόνου, η αξιολόγηση της πιστοληπτικής ποιότητας δεν θα πρέπει να διενεργείται εφάπαξ, αλλά σε συνεχή βάση. Επιπλέον, θα πρέπει να αναθεωρείται, ιδίως όταν υπάρχει ουσιώδης μεταβολή, όπως αναφέρεται στο άρθρο 19 παράγραφος 4 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1131, στο μακροοικονομικό ή μικροοικονομικό περιβάλλον, η οποία θα μπορούσε να έχει αντίκτυπο στην υφιστάμενη αξιολόγηση της πιστοληπτικής ποιότητας του μέσου.

(12)

Οι διαχειριστές ΑΚΧΑ δεν θα πρέπει να στηρίζονται σε υπερβολικό βαθμό και μηχανικά σε εξωτερικές αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας. Ως εκ τούτου, η υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας ή της προοπτικής της αξιολόγησης που συνδέεται με έναν εκδότη ή ένα μέσο από έναν οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας θα πρέπει να θεωρείται ότι συνιστά ουσιώδη μεταβολή μόνο εάν έχει αξιολογηθεί και μετρηθεί με άλλα κριτήρια. Για αυτό τον λόγο, θα πρέπει να εξακολουθήσει να απαιτείται από τους διαχειριστές να διενεργούν τη δική τους αξιολόγηση, ακόμη και σε περίπτωση τέτοιας υποβάθμισης.

(13)

Η εξασφάλιση που παρέχεται στο πλαίσιο συμφωνιών αγοράς και επαναπώλησης θα πρέπει να είναι υψηλής ποιότητας και να μην εμφανίζει υψηλή συσχέτιση με τις επιδόσεις του αντισυμβαλλομένου. Η αξιολόγηση της πιστοληπτικής ποιότητας του θα πρέπει, συνεπώς, να είναι ευνοϊκή. Δεδομένου ότι δεν συντρέχει λόγος διαφοροποίησης των αξιολογήσεων που διενεργούν οι διαχειριστές ΑΚΧΑ κατά την απευθείας επένδυση σε επιλέξιμα περιουσιακά στοιχεία από την αξιολόγηση που διενεργούν όταν λαμβάνουν ένα περιουσιακό στοιχείο ως εξασφάλιση, η αξιολόγηση της πιστοληπτικής ποιότητας θα πρέπει να βασίζεται στα ίδια κριτήρια σε αμφότερες τις περιπτώσεις.

(14)

Ο κανονισμός (ΕΕ) 2017/1131 περιλαμβάνει τρεις εξουσιοδοτήσεις για την Επιτροπή με στόχο τον καθορισμό και την τροποποίηση ορισμένων διατάξεων που ορίζονται στον συγκεκριμένο κανονισμό. Αυτές οι εξουσιοδοτήσεις έχουν τον ίδιο σκοπό, δηλαδή να διασφαλιστεί ότι τα ΑΚΧΑ επενδύονται σε κατάλληλα επιλέξιμα περιουσιακά στοιχεία. Προκειμένου να διασφαλιστεί η συνοχή και η συνέπεια αυτών των απαιτήσεων και να παρασχεθεί στα άτομα που υπόκεινται σε αυτές τις απαιτήσεις μια επισκόπησή τους και ένα ενιαίο σημείο πρόσβασης σε αυτές, οι εν λόγω απαιτήσεις θα πρέπει να περιληφθούν σε έναν μόνο κανονισμό.

(15)

Η ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού θα πρέπει να ευθυγραμμιστεί με την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1131, ώστε να εξασφαλιστεί ότι όλοι οι κανόνες και απαιτήσεις εφαρμόζονται στα ΑΚΧΑ από την ίδια ημερομηνία. Η ημερομηνία εφαρμογής της τροποποιητικής διάταξης που περιλαμβάνει διασταυρούμενη παραπομπή στα κριτήρια για τις τιτλοποιήσεις STS και τα ABCP θα πρέπει να είναι η ίδια με την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟ ΜΙΑΣ ΑΠΛΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΟΥΣ ΚΑΙ ΤΥΠΟΠΟΙΗΜΕΝΗΣ (STS) ΤΙΤΛΟΠΟΙΗΣΗΣ Η ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΧΡΕΟΓΡΑΦΟΥ ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΥ ΜΕ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ (ABCP)

[Άρθρο 15 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1131]

Άρθρο 1

Τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1131

Στο άρθρο 11 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1131, το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ)

είναι μια απλή, διαφανής και τυποποιημένη (STS) τιτλοποίηση, όπως προσδιορίζεται σύμφωνα με τα κριτήρια και τις προϋποθέσεις που ορίζονται στα άρθρα 20, 21 και 22 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*1), ή ένα STS ABCP, όπως προσδιορίζεται σύμφωνα με τα κριτήρια και τις προϋποθέσεις που ορίζονται στα άρθρα 24, 25 και 26 του εν λόγω του κανονισμού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΠΟΣΟΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΟΙΟΤΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΠΙΣΤΟΛΗΠΤΙΚΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΓΙΑ ΤΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΟΥ ΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΣΥΜΦΩΝΙΩΝ ΑΓΟΡΑΣ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΠΩΛΗΣΗΣ

[Άρθρο 15 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1131]

Άρθρο 2

Ποσοτικές και ποιοτικές απαιτήσεις ρευστότητας για τα περιουσιακά στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 15 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1131

1.   Οι συμφωνίες αγοράς και επαναπώλησης, όπως αναφέρονται στο άρθρο 15 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1131, πληρούν τα καθιερωμένα πρότυπα της αγοράς και οι όροι και οι προϋποθέσεις τους επιτρέπουν στους διαχειριστές ΑΚΧΑ να ασκούν πλήρως τα δικαιώματά τους σε περίπτωση αθέτησης των υποχρεώσεων του αντισυμβαλλομένου σε τέτοιες συμφωνίες ή πρόωρης καταγγελίας τους και χορηγούν στους διαχειριστές ΑΚΧΑ το απεριόριστο δικαίωμα να πωλούν οποιαδήποτε περιουσιακά στοιχεία που έχουν ληφθεί ως εξασφάλιση.

2.   Τα περιουσιακά στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 15 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1131 υπόκεινται σε περικοπή, η οποία είναι ίση με τα αριθμητικά στοιχεία προσαρμογής μεταβλητότητας που αναφέρονται στους πίνακες 1 και 2 του άρθρου 224 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 για μια συγκεκριμένη εναπομένουσα ληκτότητα, σε σχέση με μια περίοδο ρευστοποίησης 5 ημερών και την υψηλότερη αξιολόγηση όσον αφορά τη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας.

3.   Όπου κρίνεται αναγκαίο, οι διαχειριστές εφαρμόζουν μια πρόσθετη περικοπή, όπως εκείνη που αναφέρεται στην παράγραφο 2. Προκειμένου να αξιολογήσουν κατά πόσο αυτή η πρόσθετη περικοπή είναι αναγκαία, λαμβάνουν υπόψη όλους τους ακόλουθους παράγοντες:

α)

την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ποιότητας του αντισυμβαλλομένου στη συμφωνία αγοράς και επαναπώλησης·

β)

την περίοδο κινδύνου περιθωρίου, όπως ορίζεται στο άρθρο 272 παράγραφος 9 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

γ)

την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ποιότητας του εκδότη ή του περιουσιακού στοιχείου που χρησιμοποιείται ως εξασφάλιση·

δ)

την εναπομένουσα ληκτότητα των περιουσιακών στοιχείων που χρησιμοποιούνται ως εξασφάλιση·

ε)

τη μεταβλητότητα της τιμής των περιουσιακών στοιχείων που χρησιμοποιούνται ως εξασφάλιση.

4.   Για τον σκοπό της παραγράφου 3, οι διαχειριστές ΑΚΧΑ εφαρμόζουν μια σαφή πολιτική για τις περικοπές προσαρμοσμένη σε κάθε περιουσιακό στοιχείο, που αναφέρεται στο άρθρο 15 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1131, το οποίο λαμβάνεται ως εξασφάλιση. Αυτή η πολιτική είναι τεκμηριωμένη και αιτιολογεί κάθε απόφαση για την εφαρμογή ειδικής περικοπής στην αξία ενός περιουσιακού στοιχείου.

5.   Οι διαχειριστές ΑΚΧΑ αναθεωρούν τακτικά την περικοπή που αναφέρεται στην παράγραφο 2, λαμβάνοντας υπόψη αλλαγές στην εναπομένουσα ληκτότητα των περιουσιακών στοιχείων που χρησιμοποιούνται ως εξασφάλιση. Αναθεωρούν επίσης την πρόσθετη περικοπή που αναφέρεται στην παράγραφο 3, όταν οι παράγοντες που αναφέρονται σε αυτή την παράγραφο αλλάζουν.

6.   Οι παράγραφοι 1 έως 5 δεν εφαρμόζονται εάν ο αντισυμβαλλόμενος στη συμφωνία αγοράς και επαναπώλησης είναι οποιοσδήποτε από τους ακόλουθους:

α)

πιστωτικό ίδρυμα που υπόκειται σε εποπτεία σύμφωνα με την οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) ή πιστωτικό ίδρυμα που έχει άδεια λειτουργίας σε τρίτη χώρα, υπό την προϋπόθεση ότι οι απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας και οι ρυθμιστικές απαιτήσεις είναι ισοδύναμες με εκείνες που εφαρμόζονται στην Ένωση·

β)

επιχείρηση επενδύσεων που υπόκειται σε εποπτεία σύμφωνα με την οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) ή επιχείρηση επενδύσεων σε τρίτη χώρα, υπό την προϋπόθεση ότι οι απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας και οι ρυθμιστικές απαιτήσεις είναι ισοδύναμες με εκείνες που εφαρμόζονται στην Ένωση·

γ)

ασφαλιστική επιχείρηση που υπόκειται σε εποπτεία σύμφωνα με την οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6) ή ασφαλιστική επιχείρηση σε τρίτη χώρα, υπό την προϋπόθεση ότι οι απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας και οι ρυθμιστικές απαιτήσεις είναι ισοδύναμες με εκείνες που εφαρμόζονται στην Ένωση·

δ)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7)·

ε)

η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα·

στ)

εθνική κεντρική τράπεζα·

ζ)

κεντρική τράπεζα τρίτης χώρας, υπό την προϋπόθεση ότι οι απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας και οι ρυθμιστικές απαιτήσεις που εφαρμόζονται στη συγκεκριμένη χώρα έχουν αναγνωριστεί ως ισοδύναμες με εκείνες που εφαρμόζονται στην Ένωση σύμφωνα με το άρθρο 114 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΗΣ ΠΙΣΤΟΛΗΠΤΙΚΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ

[άρθρο 22 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1131]

Άρθρο 3

Κριτήρια για την επικύρωση των μεθοδολογιών εσωτερικής αξιολόγησης της πιστοληπτικής ποιότητας που αναφέρονται στο άρθρο 19 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1131

1.   Οι διαχειριστές ΑΚΧΑ επικυρώνουν τις μεθοδολογίες αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας που αναφέρονται στο άρθρο 19 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1131, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούν όλα τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

οι μεθοδολογίες εσωτερικής αξιολόγησης της πιστοληπτικής ποιότητας εφαρμόζονται κατά τρόπο συστηματικό όσον αφορά τους διαφόρους εκδότες και μέσα·

β)

οι μεθοδολογίες εσωτερικής αξιολόγησης της πιστοληπτικής ποιότητας βασίζονται σε επαρκή αριθμό συναφών ποιοτικών και ποσοτικών κριτηρίων·

γ)

τα ποσοτικά και ποιοτικά δεδομένα των μεθοδολογιών εσωτερικής αξιολόγησης της πιστοληπτικής ποιότητας είναι αξιόπιστα, ενώ παράλληλα χρησιμοποιούνται δείγματα δεδομένων κατάλληλου μεγέθους·

δ)

οι προηγούμενες εσωτερικές αξιολογήσεις της πιστοληπτικής ποιότητας που έχουν διενεργηθεί με τη χρήση μεθοδολογιών εσωτερικής αξιολόγησης της πιστοληπτικής ποιότητας έχουν ελεγχθεί δεόντως από τους διαχειριστές ΑΚΧΑ ώστε να εξακριβωθεί κατά πόσο οι μεθοδολογίες αξιολόγησης την πιστοληπτικής ικανότητας αποτελούν κατάλληλο δείκτη της πιστοληπτικής ποιότητας·

ε)

οι μεθοδολογίες εσωτερικής αξιολόγησης της πιστοληπτικής ποιότητας περιλαμβάνουν ελέγχους και διαδικασίες για τις εξελίξεις και συναφείς εγκρίσεις που επιτρέπουν την κατάλληλη αμφισβήτηση·

στ)

οι μεθοδολογίες εσωτερικής αξιολόγησης της πιστοληπτικής ποιότητας περιλαμβάνουν παράγοντες τους οποίους οι διαχειριστές ΑΚΧΑ θεωρούν συναφείς προκειμένου να προσδιορίσουν την πιστοληπτική ποιότητα ενός εκδότη ή μέσου·

ζ)

οι μεθοδολογίες εσωτερικής αξιολόγησης της πιστοληπτικής ποιότητας εφαρμόζουν συστηματικά βασικές παραδοχές και υποστηρικτικά κριτήρια πιστοληπτικής ποιότητας για τη διενέργεια όλων των αξιολογήσεων της πιστοληπτικής ποιότητας, εκτός εάν συντρέχει αντικειμενικός λόγος απόκλισης από αυτή την απαίτηση·

η)

οι μεθοδολογίες εσωτερικής αξιολόγησης της πιστοληπτικής ποιότητας περιλαμβάνουν διαδικασίες ώστε να διασφαλίζεται ότι τα κριτήρια που αναφέρονται στα στοιχεία β), γ) και ζ) και τα οποία στηρίζουν τους συναφείς παράγοντες στις μεθοδολογίες εσωτερικής αξιολόγησης της πιστοληπτικής ποιότητας είναι αξιόπιστης ποιότητας και συναφή για τον εκδότη ή το μέσο που αξιολογείται.

2.   Στο πλαίσιο της διαδικασίας επικύρωσης των μεθοδολογιών εσωτερικής αξιολόγησης της πιστοληπτικής ποιότητας, οι διαχειριστές ΑΚΧΑ αξιολογούν την ευαισθησία των μεθοδολογιών σε μεταβολές που ενδέχεται να επέλθουν σε οποιαδήποτε από τις βασικές παραδοχές και κριτήρια πιστοληπτικής ποιότητας.

3.   Οι διαχειριστές ΑΚΧΑ έχουν σχεδιάσει διαδικασίες ώστε να διασφαλίζεται ότι τυχόν ανωμαλίες ή ανεπάρκειες που επισημαίνονται από τον έλεγχο εκ των υστέρων που αναφέρεται στο άρθρο 19 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1131 εντοπίζονται και αποκαθίστανται με τον κατάλληλο τρόπο.

4.   Οι μεθοδολογίες εσωτερικής αξιολόγησης της πιστοληπτικής ποιότητας που αναφέρονται στο άρθρο 19 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1131:

α)

συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται, εκτός εάν συντρέχουν αντικειμενικοί λόγοι που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι μεθοδολογίες εσωτερικής αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας πρέπει να αλλάξουν ή να παύσουν να χρησιμοποιούνται·

β)

μπορούν να ενσωματώνουν άμεσα οποιοδήποτε πόρισμα από εν εξελίξει παρακολούθηση ή εξέταση, ιδίως όταν αλλαγές σε διαρθρωτικές μακροοικονομικές συνθήκες ή σε συνθήκες της χρηματοπιστωτικής αγοράς θα μπορούσαν ενδεχομένως να επηρεάσουν μια πιστοληπτική αξιολόγηση που διενεργείται με τη χρήση αυτών των μεθοδολογιών εσωτερικής αξιολόγησης της πιστοληπτικής ποιότητας·

γ)

καθιστούν δυνατή τη σύγκριση προηγούμενων εσωτερικών αξιολογήσεων της πιστοληπτικής ποιότητας.

5.   Η μεθοδολογία εσωτερικής αξιολόγησης της πιστοληπτικής ποιότητας που αναφέρεται στο άρθρο 19 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1131 βελτιώνεται άμεσα εάν οποιαδήποτε αναθεώρηση, συμπεριλαμβανομένης της επικύρωσης, καταδείξει ότι η εν λόγω μεθοδολογία δεν είναι κατάλληλη για τη διασφάλιση της συστηματικής αξιολόγησης της πιστοληπτικής ποιότητας.

6.   Η διαδικασία εσωτερικής αξιολόγησης της πιστοληπτικής ποιότητας καθορίζει εκ των προτέρων τις καταστάσεις στις οποίες η εσωτερική αξιολόγηση της πιστοληπτικής ποιότητας θεωρείται ευνοϊκή.

Άρθρο 4

Κριτήρια για τον ποσοτικό προσδιορισμό του πιστωτικού κινδύνου και του σχετικού κινδύνου αθέτησης των υποχρεώσεων του εκδότη και του μέσου, όπως αναφέρονται στο άρθρο 20 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1131

1.   Τα κριτήρια για τον ποσοτικό προσδιορισμό του πιστωτικού κινδύνου ενός εκδότη και του σχετικού κινδύνου αθέτησης των υποχρεώσεων ενός εκδότη και του μέσου, όπως αναφέρονται στο άρθρο 20 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1131, είναι τα ακόλουθα:

α)

πληροφορίες για την τιμολόγηση των ομολόγων, συμπεριλαμβανομένων των πιστωτικών περιθωρίων και της τιμολόγησης συγκρίσιμων μέσων σταθερού εισοδήματος και σχετικών κινητών αξιών·

β)

τιμολόγηση μέσων χρηματαγοράς που αφορούν τον εκδότη, το μέσο ή τον κλάδο·

γ)

πληροφορίες για την τιμολόγηση συμφωνιών ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης, συμπεριλαμβανομένων των περιθωρίων συμφωνιών ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης για συγκρίσιμα μέσα·

δ)

στατιστικές αθετήσεων που αφορούν τον εκδότη, το μέσο ή τον κλάδο·

ε)

χρηματοοικονομικούς δείκτες που αφορούν τη γεωγραφική τοποθεσία, τον κλάδο ή την κατηγορία περιουσιακού στοιχείου του εκδότη ή του μέσου·

στ)

χρηματοοικονομικές πληροφορίες που αφορούν τον εκδότη, συμπεριλαμβανομένων δεικτών κερδοφορίας, δεικτών μόχλευσης, δεικτών κάλυψης χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων και της τιμολόγησης νέων τίτλων, συμπεριλαμβανομένης της ύπαρξης λιγότερο προνομιούχων κινητών αξιών.

2.   Όπου κρίνεται αναγκαίο και σκόπιμο, οι διαχειριστές εφαρμόζουν πρόσθετα κριτήρια σε εκείνα που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 5

Κριτήρια για τον καθορισμό ποιοτικών δεικτών σχετικά με τον εκδότη του μέσου, τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 20 παράγραφος 2 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1131

1.   Τα κριτήρια για τον καθορισμό ποιοτικών δεικτών σχετικά με τον εκδότη του μέσου, τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 20 παράγραφος 2 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1131, είναι τα ακόλουθα:

α)

ανάλυση οποιωνδήποτε υποκείμενων περιουσιακών στοιχείων, η οποία, όσον αφορά το άνοιγμα σε τιτλοποίηση, περιλαμβάνει τον πιστωτικό κίνδυνο του εκδότη και τον πιστωτικό κίνδυνο των υποκείμενων περιουσιακών στοιχείων·

β)

ανάλυση διαρθρωτικών πτυχών των σχετικών μέσων που έχει εκδώσει ο εκδότης, η οποία, όσον αφορά τα δομημένα χρηματοπιστωτικά μέσα, περιλαμβάνει μια ανάλυση του εγγενούς λειτουργικού κινδύνου και του κινδύνου αντισυμβαλλομένου του δομημένου χρηματοπιστωτικού μέσου·

γ)

ανάλυση των σχετικών αγορών, συμπεριλαμβανομένων του βαθμού όγκου και ρευστότητας αυτών των αγορών·

δ)

ανάλυση κρατικών χρεωστικών τίτλων, συμπεριλαμβανομένης της έκτασης των άμεσων και ενδεχόμενων υποχρεώσεων και του μεγέθους των συναλλαγματικών αποθεμάτων σε σύγκριση με τις συναλλαγματικές υποχρεώσεις·

ε)

ανάλυση του κινδύνου διακυβέρνησης που αφορά τον εκδότη, συμπεριλαμβανομένων της απάτης, των παραβάσεων, της δικαστικής διαμάχης, της επαναδιατύπωσης οικονομικών καταστάσεων, των έκτακτων στοιχείων, της εναλλαγής των διοικητικών στελεχών, της συγκέντρωσης δανειοληπτών και της ποιότητας του ελέγχου·

στ)

έρευνα σχετικά με τις κινητές αξίες για τον εκδότη ή τον κλάδο της αγοράς·

ζ)

όπου κρίνεται σκόπιμο, ανάλυση των αξιολογήσεων της πιστοληπτικής ικανότητας ή της προοπτικής αξιολόγησης που παρέχεται για τον εκδότη ενός μέσου από έναν οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που είναι εγγεγραμμένος στην ΕΑΚΑΑ και έχει επιλεγεί από τον διαχειριστή ενός ΑΚΧΑ δεδομένου ότι είναι κατάλληλος για το ειδικό επενδυτικό χαρτοφυλάκιο του ΑΚΧΑ.

2.   Όπου κρίνεται αναγκαίο και σκόπιμο, οι διαχειριστές εφαρμόζουν πρόσθετα κριτήρια σε εκείνα που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 6

Κριτήρια για τον καθορισμό ποιοτικών δεικτών πιστωτικού κινδύνου σε σχέση με τον εκδότη του μέσου, όπως αναφέρονται στο άρθρο 20 παράγραφος 2 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1131

Στον βαθμό που είναι δυνατόν, οι διαχειριστές ΑΚΧΑ αξιολογούν τα ακόλουθα ποιοτικά κριτήρια πιστωτικού κινδύνου για τον εκδότη ενός μέσου:

α)

την οικονομική κατάσταση του εκδότη ή, κατά περίπτωση, του εγγυητή·

β)

τις πηγές ρευστότητας του εκδότη ή, κατά περίπτωση, του εγγυητή·

γ)

την ικανότητα του εκδότη να αντιδράσει σε μελλοντικά συμβάντα που αφορούν ολόκληρη την αγορά ή ειδικά τον εκδότη, συμπεριλαμβανομένης της ικανότητας αποπληρωμής χρέους σε εξαιρετικά δυσχερείς συνθήκες·

δ)

την ισχύ του κλάδου του εκδότη εντός της οικονομίας σε σχέση με οικονομικές τάσεις και την ανταγωνιστική θέση του εκδότη στον κλάδο του.

Άρθρο 7

Παρεκκλίσεις

1.   Οι διαχειριστές μπορούν να παρακάμπτουν το αποτέλεσμα μιας μεθοδολογίας εσωτερικής αξιολόγησης της πιστοληπτικής ποιότητας μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις, συμπεριλαμβανομένων των ακραίων συνθηκών αγοράς, καθώς και όταν συντρέχει αντικειμενικός λόγος για κάτι τέτοιο. Οι διαχειριστές ΑΚΧΑ που παρακάμπτουν το αποτέλεσμα μιας μεθοδολογίας εσωτερικής αξιολόγησης της πιστοληπτικής ποιότητας τεκμηριώνουν την απόφασή τους.

2.   Στο πλαίσιο της διαδικασίας τεκμηρίωσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, οι διαχειριστές ΑΚΧΑ καθορίζουν το άτομο που είναι αρμόδιο για τη λήψη της απόφασης, καθώς και τον αντικειμενικό λόγο για τη λήψη αυτής της απόφασης.

Άρθρο 8

Ουσιώδης μεταβολή, όπως αναφέρεται στο άρθρο 19 παράγραφος 4 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1131

1.   Θα υπάρχει ουσιώδης μεταβολή, όπως αναφέρεται στο άρθρο 19 παράγραφος 4 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1131 όταν:

α)

υπάρχει ουσιώδης μεταβολή όσον αφορά οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

i)

πληροφορίες για την τιμολόγηση των ομολόγων, συμπεριλαμβανομένων των πιστωτικών περιθωρίων και της τιμολόγησης συγκρίσιμων μέσων σταθερού εισοδήματος και σχετικών κινητών αξιών·

ii)

πληροφορίες για την τιμολόγηση συμφωνιών ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης, συμπεριλαμβανομένων των περιθωρίων συμφωνιών ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης για συγκρίσιμα μέσα·

iii)

στατιστικές αθέτησης που αφορούν τον εκδότη ή το μέσο·

iv)

χρηματοοικονομικούς δείκτες που αφορούν τη γεωγραφική τοποθεσία, τον οικονομικό κλάδο ή την κατηγορία περιουσιακού στοιχείου του εκδότη ή του μέσου·

v)

ανάλυση των υποκείμενων περιουσιακών στοιχείων, ιδίως για δομημένα μέσα·

vi)

ανάλυση των σχετικών αγορών, συμπεριλαμβανομένων του όγκου και της ρευστότητας·

vii)

ανάλυση των διαρθρωτικών πτυχών των σχετικών μέσων·

viii)

έρευνα σχετικά με τις κινητές αξίες·

ix)

οικονομική κατάσταση του εκδότη·

x)

πηγές ρευστότητας του εκδότη·

xi)

ικανότητα του εκδότη να αντιδράσει σε μελλοντικά συμβάντα που αφορούν ολόκληρη την αγορά ή ειδικά τον εκδότη, συμπεριλαμβανομένης της ικανότητας αποπληρωμής χρέους σε εξαιρετικά δυσχερείς συνθήκες·

xii)

ισχύ του κλάδου του εκδότη εντός της οικονομίας σε σχέση με οικονομικές τάσεις και την ανταγωνιστική θέση του εκδότη στον κλάδο του·

xiii)

ανάλυση των αξιολογήσεων της πιστοληπτικής ικανότητας ή της προοπτικής αξιολόγησης που παρέχεται για τον εκδότη ή ένα μέσο από οργανισμό ή οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που έχουν επιλεγεί από τον διαχειριστή ενός ΑΚΧΑ, δεδομένου ότι είναι κατάλληλο(-οι) για το ειδικό επενδυτικό χαρτοφυλάκιο του ΑΚΧΑ.

β)

ένα μέσο της χρηματαγοράς, μια τιτλοποίηση ή ένα ABCP υποβαθμίζεται κάτω από τις δύο υψηλότερες βραχυπρόθεσμες αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας που εκδίδονται από οποιονδήποτε οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που ρυθμίζεται και πιστοποιείται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8).

2.   Οι διαχειριστές ΑΚΧΑ αξιολογούν την ουσιώδη μεταβολή στα κριτήρια που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) εξετάζοντας τους παράγοντες κινδύνου και τα αποτελέσματα των σεναρίων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων που αναφέρονται στο άρθρο 28 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1131.

3.   Για τον σκοπό της παραγράφου 1 στοιχείο β), οι διαχειριστές ΑΚΧΑ αναπτύσσουν μια εσωτερική διαδικασία επιλογής των οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που είναι κατάλληλοι για το συγκεκριμένο επενδυτικό χαρτοφυλάκιο του σχετικού ΑΚΧΑ και καθορισμού της συχνότητας με την οποία το ΑΚΧΑ παρακολουθεί τις αξιολογήσεις των εν λόγω οργανισμών.

4.   Οι διαχειριστές ΑΚΧΑ λαμβάνουν υπόψη μια υποβάθμιση, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β), και, βάσει αυτής, διενεργούν τη δική τους αξιολόγηση σύμφωνα με τη μεθοδολογία εσωτερικής αξιολόγησης της πιστοληπτικής ποιότητας που εφαρμόζουν.

5.   Η αναθεώρηση της μεθοδολογίας εσωτερικής αξιολόγησης της πιστοληπτικής ποιότητας συνιστά ουσιώδη μεταβολή, όπως αναφέρεται στο άρθρο 19 παράγραφος 4 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1131, εκτός εάν οι διαχειριστές ΑΚΧΑ μπορούν να αποδείξουν ότι η μεταβολή δεν είναι ουσιώδης.

Άρθρο 9

Ποσοτικές και ποιοτικές απαιτήσεις πιστοληπτικής ποιότητας για τα περιουσιακά στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 15 παράγραφος 6 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1131

Οι διαχειριστές εφαρμόζουν τα άρθρα 3 έως 8 του παρόντος κανονισμού κατά την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ποιότητας ρευστών κινητών αξιών ή μέσων της χρηματαγοράς που αναφέρονται στο άρθρο 15 παράγραφος 6 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1131.

Άρθρο 10

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από τις 21 Ιουλίου 2018, εξαιρέσει του άρθρου 1, το οποίο εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2019.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 10 Απριλίου 2018.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)  ΕΕ L 169 της 30.6.2017, σ. 8.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) 2017/2402 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2017, σχετικά με τη θέσπιση γενικού πλαισίου για την τιτλοποίηση και σχετικά με τη δημιουργία ειδικού πλαισίου για απλή, διαφανή και τυποποιημένη τιτλοποίηση και σχετικά με την τροποποίηση των οδηγιών 2009/65/ΕΚ, 2009/138/ΕΚ και 2011/61/ΕΕ και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 347 της 28.12.2017, σ. 35).

(3)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

(4)  Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

(5)  Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349).

(6)  Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II) (ΕΕ L 335 της 17.12.2009, σ. 1).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (ΕΕ L 201 της 27.7.2012, σ. 1).

(8)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας (ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 1).


Top