Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32014L0041

Οδηγία 2014/41/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Απριλίου 2014, περί της ευρωπαϊκής εντολής έρευνας σε ποινικές υποθέσεις

ΕΕ L 130 της 1.5.2014, p. 1–36 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

Legal status of the document In force: This act has been changed. Current consolidated version: 13/03/2022

ELI: http://data.europa.eu/eli/dir/2014/41/oj

1.5.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 130/1


ΟΔΗΓΊΑ 2014/41/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 3ης Απριλίου 2014

περί της ευρωπαϊκής εντολής έρευνας σε ποινικές υποθέσεις

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 82 παράγραφος 1 στοιχείο α),

Έχοντας υπόψη την πρωτοβουλία του Βασιλείου του Βελγίου, της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας, της Δημοκρατίας της Εσθονίας, του Βασιλείου της Ισπανίας, της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Σλοβενίας και του Βασιλείου της Σουηδίας,

Αφού διαβίβασε το σχέδιο νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει στόχο τη διατήρηση και ανάπτυξη ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης.

(2)

Σύμφωνα με το άρθρο 82 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), η δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις στην Ένωση θεμελιώνεται στην αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων και διαταγών, αρχή η οποία συστηματικώς χαρακτηρίζεται, από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Τάμπερε της 15ης και 16ης Οκτωβρίου 1999 και εξής, ως ακρογωνιαίος λίθος της δικαστικής συνεργασίας επί ποινικών υποθέσεων στην Ένωση.

(3)

Η απόφαση-πλαίσιο 2003/577/ΔΕΥ του Συμβουλίου (2) ανταποκρίθηκε στην ανάγκη άμεσης αμοιβαίας αναγνώρισης των αποφάσεων που επιδιώκουν να προλαμβάνεται η καταστροφή, η παραποίηση, η μετατόπιση, η μεταφορά ή η διάθεση αποδεικτικών στοιχείων. Εντούτοις, επειδή η νομική αυτή πράξη περιορίζεται στη δέσμευση, η απόφαση δέσμευσης πρέπει να συνοδεύεται από χωριστό αίτημα για τη διαβίβαση των αποδεικτικών στοιχείων στο κράτος που εκδίδει την εντολή («κράτος έκδοσης») σύμφωνα με τους κανόνες περί αμοιβαίας συνδρομής επί ποινικών υποθέσεων. Αυτό οδηγεί σε διαδικασία δύο σταδίων, η οποία αποβαίνει σε βάρος της αποδοτικότητας. Επιπλέον, αυτό το καθεστώς συνυπάρχει με τα παραδοσιακά μέσα συνεργασίας και επομένως σπάνια χρησιμοποιείται από τις αρμόδιες αρχές.

(4)

Η απόφαση-πλαίσιο 2008/978/ΔΕΥ του Συμβουλίου (3) σχετικά με το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων («ευρωπαϊκό ένταλμα») εκδόθηκε προς εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης για το σκοπό της συγκέντρωσης αντικειμένων, εγγράφων και δεδομένων, χρησιμοποιουμένων στην ποινική δικαιοσύνη. Εντούτοις, το ευρωπαϊκό ένταλμα ισχύει μόνο για τα αποδεικτικά στοιχεία που υπάρχουν ήδη και, ως εκ τούτου, καλύπτει περιορισμένο φάσμα της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις όσον αφορά τα αποδεικτικά στοιχεία. Λόγω του περιορισμένου πεδίου του, οι αρμόδιες αρχές είναι ελεύθερες να χρησιμοποιούν το νέο καθεστώς ή τις διαδικασίες αμοιβαίας νομικής συνδρομής που εξακολουθούν πάντοτε να ισχύουν για αποδεικτικά στοιχεία τα οποία δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ευρωπαϊκού εντάλματος.

(5)

Αφότου εκδόθηκαν οι αποφάσεις-πλαίσια 2003/577/ΔΕΥ και 2008/978/ΔΕΥ διαπιστώθηκε ότι το πλαίσιο για τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων είναι υπερβολικά κατακερματισμένο και περίπλοκο. Απαιτείται συνεπώς νέα προσέγγιση.

(6)

Βάσει του προγράμματος της Στοκχόλμης, το οποίο εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 10-11 Δεκεμβρίου 2009, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποφάσισε ότι θα πρέπει να δοθεί συνέχεια στη θέσπιση συνολικού συστήματος για τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων σε υποθέσεις με διασυνοριακή διάσταση, βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δήλωσε ότι τα υπάρχοντα μέσα σε αυτόν τον τομέα συνιστούν ένα κατακερματισμένο καθεστώς και ότι απαιτείται νέα προσέγγιση, που θα βασίζεται στην αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης, αλλά θα λαμβάνει επίσης υπόψη την ευελιξία του παραδοσιακού συστήματος της αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ζήτησε συνεπώς ένα συνεκτικό σύστημα που θα αντικαταστήσει όλα τα υπάρχοντα νομοθετήματα στον συγκεκριμένο τομέα, περιλαμβανομένης της απόφασης-πλαισίου 2008/978/ΔΕΥ το οποίο θα καλύπτει κατά το δυνατόν όλα τα είδη αποδεικτικών στοιχείων και θα ορίζει προθεσμίες εκτέλεσης, θα περιορίζει δε όσο το δυνατόν περισσότερο τους λόγους άρνησης.

(7)

Η νέα αυτή προσέγγιση θα πρέπει να βασίζεται σε ένα και μοναδικό μέσο, το οποίο ονομάζεται Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας (ΕΕΕ). Η έκδοση μιας ΕΕΕ αποσκοπεί στην εκτέλεση ενός ή περισσότερων συγκεκριμένων ερευνητικών μέτρων στο κράτος εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος («κράτος εκτέλεσης») με σκοπό τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων. Αυτό θα πρέπει να περιλαμβάνει τη λήψη αποδεικτικών στοιχείων που βρίσκονται ήδη στην κατοχή της αρχής εκτέλεσης.

(8)

Η ΕΕΕ θα πρέπει να έχει οριζόντιο πεδίο εφαρμογής και επομένως θα πρέπει να εφαρμόζεται σε όλα τα ερευνητικά μέτρα που στοχεύουν στη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων. Ωστόσο, η σύσταση κοινής ομάδας έρευνας και η συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων στο πλαίσιό της απαιτούν συγκεκριμένους κανόνες που θα αποτελέσουν αντικείμενο ξεχωριστής επεξεργασίας. Με την επιφύλαξη της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, τα υπάρχοντα μέσα θα πρέπει ως εκ τούτου να συνεχίσουν να ισχύουν για τέτοια ερευνητικά μέτρα.

(9)

Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται στους διασυνοριακούς ελέγχους βάσει της σύμβασης για την εφαρμογή της συμφωνίας Σένγκεν (4).

(10)

Η ΕΕΕ θα πρέπει να επικεντρώνεται στο προς εκτέλεση ερευνητικό μέτρο. Η αρχή έκδοσης είναι η πλέον αρμόδια να αποφασίζει, βάσει των στοιχείων που διαθέτει όσον αφορά τις λεπτομέρειες της σχετικής έρευνας, ποιο ερευνητικό μέτρο θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί. Ωστόσο η αρχή εκτέλεσης οφείλει, κατά το δυνατόν, να χρησιμοποιεί άλλου είδους ερευνητικό μέτρο αν το ζητούμενο δεν υφίσταται στο εθνικό της δίκαιο ή αν δεν θα ήταν διαθέσιμο σε παρόμοια εγχώρια υπόθεση. Η διαθεσιμότητα θα πρέπει να αναφέρεται σε περιπτώσεις όπου το ζητούμενο ερευνητικό μέτρο υφίσταται μεν στο δίκαιο του κράτους εκτέλεσης αλλά είναι κατά νόμον διαθέσιμο μόνο σε ορισμένες καταστάσεις, π.χ. όταν το μέτρο μπορεί να εκτελεστεί για αδικήματα συγκεκριμένης βαρύτητας, κατά προσώπων για τα οποία υπάρχει ήδη ένας ορισμένος βαθμός υποψίας ή με τη συναίνεση αυτών. Η αρχή εκτέλεσης θα πρέπει επίσης να μπορεί να προσφύγει σε άλλο είδος ερευνητικού μέτρου αν αυτό δίνει το ίδιο αποτέλεσμα με το μέτρο της ΕΕΕ με τρόπο ενέχοντα μικρότερη παραβίαση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του εν λόγω προσώπου.

(11)

Η ΕΕΕ θα πρέπει να επιλέγεται όταν η εκτέλεση ενός ερευνητικού μέτρου δείχνει αναλογική, ενδεδειγμένη και εφαρμόσιμη σε μια υπόθεση. Η αρχή έκδοσης θα πρέπει συνεπώς να επαληθεύσει εάν τα απαιτούμενα αποδεικτικά στοιχεία είναι αναγκαία και αναλογικά για τους σκοπούς της διαδικασίας, εάν το επιλεχθέν ερευνητικό μέτρο είναι αναγκαίο και αναλογικό για τη συλλογή των στοιχείων και κατά πόσον, μέσω της έκδοσης ΕΕΕ, κάποιο άλλο κράτος μέλος θα πρέπει να μετάσχει στη συλλογή των στοιχείων. Η ίδια εκτίμηση θα πρέπει να γίνει στη διαδικασία επικύρωσης, όταν δυνάμει της παρούσας οδηγίας απαιτείται η επικύρωση μιας ΕΕΕ. Η εκτέλεση της ΕΕΕ δεν θα πρέπει να απορρίπτεται για άλλους λόγους πέραν όσων αναφέρονται στην παρούσα οδηγία. H αρχή εκτέλεσης όμως δικαιούται να επιλέξει ένα ερευνητικό μέτρο λιγότερο οχληρό από εκείνο που αναφέρεται στην ΕΕΕ αν δίνει ισοδύναμο αποτέλεσμα.

(12)

Όταν εκδίδει ΕΕΕ, η αρχή έκδοσης δίνει ιδιαίτερη σημασία στην εξασφάλιση του πλήρους σεβασμού των δικαιωμάτων κατά το άρθρο 48 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης («Χάρτης»). Το τεκμήριο αθωότητας και το δικαίωμα της υπεράσπισης σε ποινική διαδικασία αποτελούν ακρογωνιαίο λίθο των θεμελιωδών δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται στο Χάρτη όσον αφορά τον τομέα της ποινικής δικαιοσύνης. Οποιοσδήποτε περιορισμός των δικαιωμάτων αυτών από ερευνητικό μέτρο που διατάσσεται βάσει της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να συμμορφώνεται πλήρως με τις απαιτήσεις του άρθρου 52 του Χάρτη σε ό,τι αφορά την αναγκαιότητα, την αναλογικότητα και τους στόχους γενικού συμφέροντος που θα πρέπει να επιδιώκει, ιδίως την προστασία των δικαιωμάτων των άλλων.

(13)

Για να εξασφαλιστεί η διαβίβαση της ΕΕΕ στην αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης, η αρχή έκδοσης μπορεί να χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε δυνατό/σχετικό μέσο διαβίβασης, π.χ. του ασφαλούς συστήματος τηλεπικοινωνιών του Ευρωπαϊκού Δικαστικού Δικτύου, της Eurojust ή άλλους διαύλους που χρησιμοποιούν οι δικαστικές αρχές ή οι αρχές επιβολής του νόμου.

(14)

Όταν προβαίνουν σε δήλωση για το γλωσσικό καθεστώς, τα κράτη μέλη ενθαρρύνονται να περιλαμβάνουν τουλάχιστον μία ευρέως διαδεδομένη στην Ένωση γλώσσα, πέραν της ή των επισήμων γλωσσών τους.

(15)

Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να εφαρμόζεται λαμβανομένης υπόψη τις οδηγίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 2010/64/ΕΕ (5), 2012/13/ΕΕ (6) και 2013/48/ΕΕ (7), που αφορούν τα εκ της ποινικής δικονομίας δικαιώματα.

(16)

Τα μη παρεμβατικά ερευνητικά μέτρα θα μπορούσαν, λ.χ., να είναι μέτρα που δεν παραβιάζουν το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή ή το δικαίωμα ιδιοκτησίας, ανάλογα με το εθνικό δίκαιο.

(17)

Η αρχή ne bis in idem είναι θεμελιώδης αρχή δικαίου στην Ένωση, όπως αναγνωρίζεται στο Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης και αναπτύσσεται με τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επομένως, η αρχή εκτέλεσης θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να αρνείται την εκτέλεση μιας ΕΕΕ εάν η εκτέλεσή της θα αντέβαινε στην αρχή αυτήν. Λόγω του προκαταρκτικού χαρακτήρα των διαδικασιών στις οποίες βασίζεται μια ΕΕΕ, η εκτέλεσή της δεν θα πρέπει να μπορεί να απορριφθεί όταν σκοπός της είναι να βεβαιώσει πιθανή σύγκρουση με την αρχή ne bis in idem ή όταν η αρχή έκδοσης έχει παράσχει διαβεβαίωση ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που διαβιβάστηκαν συνεπεία της εκτέλεσης της ΕΕΕ δεν θα χρησιμοποιηθούν για την άσκηση δίωξης κατά προσώπου ή την επιβολή κυρώσεων σε πρόσωπο το οποίο έχει δικαστεί τελεσιδίκως σε άλλο κράτος μέλος για τα ίδια πραγματικά περιστατικά.

(18)

Όπως συμβαίνει και με άλλες νομικές πράξεις στον τομέα της αμοιβαίας αναγνώρισης, με την παρούσα οδηγία δεν μεταβάλλεται η υποχρέωση σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και θεμελιωδών νομικών αρχών, όπως κατοχυρώνονται στο άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) και στο Χάρτη. Για να είναι σαφές το στοιχείο αυτό, θα πρέπει να εισαχθεί ειδική διάταξη στο κείμενο.

(19)

Η δημιουργία ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης στην Ένωση βασίζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη και σε τεκμήριο συμμόρφωσης των άλλων κρατών μελών με το δίκαιο της Ένωσης και ιδίως με τα θεμελιώδη δικαιώματα. Ωστόσο το τεκμήριο αυτό είναι μαχητό. Συνεπώς, εάν υπάρχουν σοβαροί λόγοι να θεωρηθεί ότι η εκτέλεση ερευνητικού μέτρου που περιέχεται στην ΕΕΕ θα είχε ως αποτέλεσμα την παραβίαση θεμελιώδους δικαιώματος του ενδιαφερομένου και ότι το κράτος μέλος εκτέλεσης θα παρέβαινε τις υποχρεώσεις του όσον αφορά την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται στο Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η εκτέλεση της ΕΕΕ θα πρέπει να απορρίπτεται.

(20)

Θα πρέπει να υπάρχει δυνατότητα άρνησης μιας ΕΕΕ, όταν η αναγνώριση ή η εκτέλεσή της στο κράτος εκτέλεσης θα συνεπαγόταν παραβίαση προνομίου ή ασυλίας στο εν λόγω κράτος. Δεν υφίσταται κοινός ορισμός της ασυλίας ή του προνομίου στο δίκαιο της Ένωσης και έτσι ο ακριβής ορισμός αυτών των εννοιών επαφίεται στην εθνική νομοθεσία, αυτός μπορεί δε να περιλαμβάνει μέτρα προστασίας που ισχύουν για τα ιατρικά και νομικά επαγγέλματα, δεν θα πρέπει όμως να ερμηνεύονται κατά τρόπον ο οποίος αντίκειται στην υποχρέωση κατάργησης ορισμένων λόγων άρνησης βάσει του πρωτοκόλλου της σύμβασης για την αμοιβαία δικαστική συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (8). Αυτό μπορεί επίσης να αφορά, παρόλο που δεν θεωρούνται απαραιτήτως προνόμια ή ασυλίες, κανόνες σχετικά με την ελευθερία του Τύπου και την ελευθερία της έκφρασης σε άλλα μέσα.

(21)

Οι προθεσμίες χρειάζονται για να εξασφαλισθεί η ταχεία, αποτελεσματική και συνεπής συνεργασία των κρατών μελών σε ποινικές υποθέσεις. Η απόφαση σχετικά με την αναγνώριση ή την εκτέλεση, καθώς και η ίδια η εκτέλεση του ερευνητικού μέτρου, θα πρέπει να διεξάγονται με την ταχύτητα και την προτεραιότητα που θα δινόταν σε παρόμοια εγχώρια υπόθεση. Θα πρέπει να τεθούν προθεσμίες που θα εξασφαλίζουν την έκδοση απόφασης ή την εκτέλεση εντός εύλογου χρονικού διαστήματος ή την τήρηση των διαδικαστικών περιορισμών στο κράτος έκδοσης.

(22)

Τα ένδικα μέσα που δύνανται να ασκηθούν κατά μιας ΕΕΕ θα πρέπει να είναι τουλάχιστον ισοδύναμα με τα προβλεπόμενα σε εγχώρια υπόθεση κατά του εκάστοτε ερευνητικού μέτρου. Σύμφωνα με την εθνική τους νομοθεσία, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν τη δυνατότητα άσκησης των ένδικων μέσων, μεταξύ άλλων ενημερώνοντας εγκαίρως κάθε ενδιαφερόμενο σχετικά με τις δυνατότητες και τους τρόπους αναζήτησης των ένδικων μέσων. Αν ο ενδιαφερόμενος υποβάλλει αντιρρήσεις σχετικά με ΕΕΕ στο κράτος εκτέλεσης οι οποίες αφορούν τους ουσιαστικούς λόγους έκδοσης της ΕΕΕ, οι πληροφορίες σχετικά με την αμφισβήτηση θα πρέπει να διαβιβάζονται στην αρχή έκδοσης και το ενδιαφερόμενο μέρος να ενημερώνεται.

(23)

Τα έξοδα για την εκτέλεση μιας ΕΕΕ στο έδαφος του κράτους μέλους εκτέλεσης θα πρέπει να βαρύνουν αποκλειστικά το εν λόγω κράτος. Η ρύθμιση αυτή συνάδει προς τη γενική αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης. Εντούτοις, η εκτέλεση μιας ΕΕΕ ενδέχεται να επιβαρύνει με εξαιρετικά υψηλά έξοδα το κράτος εκτέλεσης πχ. από περίπλοκες γνωμοδοτήσεις εμπειρογνωμόνων ή ευρείες αστυνομικές επιχειρήσεις ή δραστηριότητες παρακολούθησης. Αυτό δεν θα πρέπει να παρεμποδίζει την εκτέλεση της ΕΕΕ και οι αρχές έκδοσης και εκτέλεσης θα πρέπει να επιδιώκουν να προσδιορίσουν τα έξοδα που πρέπει να θεωρηθούν ως εξαιρετικά υψηλά. Το ζήτημα των εξόδων μπορεί να ρυθμιστεί με διαβουλεύσεις μεταξύ των κρατών έκδοσης και εκτέλεσης και καλό είναι να επιλύεται στη φάση των διαβουλεύσεων. Ως ύστατη λύση, η αρχή έκδοσης μπορεί να αποφασίσει να αποσύρει την ΕΕΕ ή να τη διατηρήσει, το δε μέρος των εξόδων που κρίνεται εξαιρετικά υψηλό από το κράτος εκτέλεσης αλλά απολύτως απαραίτητο στο πλαίσιο της διαδικασίας θα πρέπει να καλύπτεται από το κράτος έκδοσης. Ο προτεινόμενος μηχανισμός δεν αποτελεί πρόσθετο λόγο άρνησης και, οπωσδήποτε, δεν θα πρέπει να γίνεται κατάχρησή του για να καθυστερεί ή να εμποδίζεται η εκτέλεση της ΕΕΕ.

(24)

Η ΕΕΕ προβλέπει ενιαίο καθεστώς για τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων. Πρόσθετοι κανόνες είναι εντούτοις απαραίτητοι για ορισμένα είδη ερευνητικών μέτρων που θα πρέπει να περιλαμβάνονται στην ΕΕΕ, όπως η προσωρινή μεταγωγή κρατουμένων, η εξέταση μέσω εικονοτηλεδιάσκεψης ή τηλεφωνικής διάσκεψης, η λήψη πληροφοριών σχετικών με τραπεζικούς λογαριασμούς ή τραπεζικές συναλλαγές, οι ελεγχόμενες παραδόσεις ή οι μυστικές έρευνες. Η ΕΕΕ περιλαμβάνει ερευνητικά μέτρα που συνεπάγονται συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων σε πραγματικό χρόνο, συνεχώς και κατά τη διάρκεια ορισμένης χρονικής περιόδου, αλλά, όπου κρίνεται απαραίτητο, θα πρέπει να συμφωνούνται πρακτικές ρυθμίσεις μεταξύ των κρατών έκδοσης και εκτέλεσης ώστε να ληφθούν υπόψη οι διαφορές ανάμεσα στα εθνικά τους δίκαια.

(25)

Η παρούσα οδηγία θεσπίζει κανόνες για την εκτέλεση ενός ερευνητικού μέτρου σε όλα τα στάδια της ποινικής διαδικασίας, περιλαμβανομένης της δίκης, εφόσον είναι αναγκαίο με συμμετοχή του ενδιαφερόμενου, προς το σκοπό της συλλογής αποδείξεων. Μπορεί λόγου χάριν να εκδοθεί ΕΕΕ για την προσωρινή μεταγωγή του προσώπου στο κράτος έκδοσης ή για τη διενέργεια εξέτασης με εικονοτηλεδιάσκεψη. Ωστόσο, όταν το πρόσωπο πρόκειται να μεταχθεί σε άλλο κράτος μέλος για τους σκοπούς της ποινικής δίωξης, μεταξύ δε άλλων να προσαχθεί ενώπιον δικαστηρίου για τη διεξαγωγή της δίκης, θα πρέπει να εκδίδεται ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης σύμφωνα με την απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου (9).

(26)

Για λόγους αναλογικής χρήσης των ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης, οι δικαστικές αρχές θα πρέπει να εκτιμούν αν η ΕΕΕ θα αποτελούσε αποτελεσματικό και ανάλογο μέσο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας. Η αρχή έκδοσης θα πρέπει να εκτιμά ιδίως κατά πόσον η έκδοση ΕΕΕ για την εξέταση υπόπτου ή κατηγορουμένου με εικονοτηλεδιάσκεψη θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως αποτελεσματική εναλλακτική λύση.

(27)

Μπορεί να εκδοθεί ΕΕΕ προς απόκτηση αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με τους λογαριασμούς, οποιασδήποτε φύσεως, που διατηρεί σε τράπεζα ή σε άλλο μη τραπεζικό χρηματοπιστωτικό ίδρυμα το πρόσωπο κατά του οποίου ασκείται η ποινική διαδικασία. Η δυνατότητα αυτή πρέπει να νοείται με την ευρεία έννοια ως καλύπτουσα όχι μόνο υπόπτους ή κατηγορουμένους αλλά και κάθε άλλο πρόσωπο ως προς το οποίο οι πληροφορίες αυτές θεωρούνται απαραίτητες από τις αρμόδιες αρχές κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας.

(28)

Όπου στο κείμενο της παρούσας οδηγίας γίνεται μνεία χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ο όρος αυτός θα πρέπει να γίνεται αντιληπτός βάσει του σχετικού ορισμού που περιέχεται στο άρθρο 3 της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10).

(29)

Όταν εκδίδεται ΕΕΕ για τη απόκτηση στοιχείων συγκεκριμένου λογαριασμού, ως «στοιχεία» νοούνται τουλάχιστον το ονοματεπώνυμο και η διεύθυνση του κατόχου του λογαριασμού, τα στοιχεία τυχόν πληρεξουσίων για το λογαριασμό και τυχόν άλλα στοιχεία ή έγγραφα που προσκομίστηκαν από τον κάτοχο του λογαριασμού όταν ανοίχθηκε ο λογαριασμός και κρατούνται ακόμη από την τράπεζα.

(30)

Οι βάσει της παρούσας οδηγίας δυνατότητες συνεργασίας στην παρακολούθηση των τηλεπικοινωνιών δεν θα πρέπει να περιορίζονται στο περιεχόμενο τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, αλλά να καλύπτουν και δεδομένα κίνησης και θέσης ως προς αυτές τις τηλεπικοινωνίες επιτρέποντας στις αρμόδιες αρχές να εκδίδουν ΕΕΕ προς το σκοπό της απόκτησης λιγότερο αδιάκριτων δεδομένων για τις τηλεπικοινωνίες. Μια ΕΕΕ που εκδίδεται για την απόκτηση ιστορικών δεδομένων κίνησης και θέσης που αφορούν τηλεπικοινωνίες θα πρέπει να χρησιμοποιείται σύμφωνα με το γενικό καθεστώς που αφορά την εκτέλεση της ΕΕΕ και μπορεί να θεωρείται, ανάλογα με τη νομοθεσία του κράτους εκτέλεσης, ως παρεμβατικό ερευνητικό μέτρο.

(31)

Όταν διάφορα κράτη μέλη μπορούν να παράσχουν την απαραίτητη τεχνική βοήθεια, η ΕΕΕ θα πρέπει να αποστέλλεται μόνο σε ένα εξ αυτών, προτιμάται δε το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται ο ενδιαφερόμενος. Το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται ο παρακολουθούμενος και από το οποίο δεν απαιτείται τεχνική βοήθεια για τη διενέργεια της παρακολούθησης θα πρέπει να ενημερώνεται βάσει της παρούσας οδηγίας. Ωστόσο, όταν η τεχνική βοήθεια δεν μπορεί να παρασχεθεί από ένα μόνον κράτος μέλος, η ΕΕΕ μπορεί να διαβιβαστεί σε πλείονα κράτη εκτέλεσης.

(32)

Η αρχή έκδοσης θα πρέπει να παρέχει στην αρχή εκτέλεσης επαρκείς πληροφορίες στο πλαίσιο ΕΕΕ που περιέχει αίτηση για παρακολούθηση τηλεπικοινωνιών, όπως λεπτομέρειες για τη διερευνούμενη αξιόποινη συμπεριφορά, για να μπορέσει η αρχή έκδοσης να αξιολογήσει αν το ερευνητικό μέτρο θα μπορούσε να επιτραπεί σε παρόμοια εγχώρια υπόθεση.

(33)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν απαραιτήτως ότι η τεχνική βοήθεια μπορεί να παρασχεθεί από πάροχο δημοσίως διαθέσιμων τηλεπικοινωνιακών δικτύων και υπηρεσιών στο έδαφος τους, ώστε να διευκολυνθεί η εκ της παρούσης πράξεως συνεργασία σε συνάρτηση με τη νόμιμη παρακολούθηση των τηλεπικοινωνιών.

(34)

Η παρούσα οδηγία αφορά, ως εκ του πεδίου εφαρμογής της, προσωρινά μέτρα μόνο προς το σκοπό της συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων. Τονιστέον ότι οποιοδήποτε στοιχείο, περιλαμβανομένων των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων, μπορεί να υπαχθεί σε διάφορα προσωρινά μέτρα κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας, όχι μόνο με σκοπό τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων αλλά και τη δήμευση. Η διάκριση μεταξύ των δύο στόχων που επιδιώκονται με τα προσωρινά μέτρα δεν είναι πάντα προφανής και ο στόχος του προσωρινού μέτρου ενδέχεται να μεταβληθεί κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Για τον λόγο αυτό είναι σημαντικό να διατηρηθεί μια ομαλή σχέση μεταξύ των διαφόρων πράξεων που θα ισχύσουν σε αυτό το πεδίο. Ακόμη, για τον ίδιο λόγο, η εκτίμηση του κατά πόσον ένα στοιχείο πρέπει να χρησιμεύσει ως αποδεικτικό στοιχείο, άρα ως αντικείμενο μιας ΕΕΕ, θα πρέπει να ανατίθεται στην αρχή έκδοσης.

(35)

Όταν γίνεται αναφορά στην αμοιβαία συνδρομή σε συναφείς διεθνείς πράξεις, όπως συμβάσεις που συνάπτονται στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης, εννοείται ότι η παρούσα οδηγία υπερισχύει των εν λόγω συμβάσεων ανάμεσα στα κράτη μέλη που δεσμεύονται από την παρούσα οδηγία.

(36)

Οι κατηγορίες αξιόποινων πράξεων που απαριθμούνται στο παράρτημα Δ θα πρέπει να ερμηνεύονται αναλόγως της ερμηνείας που τους έχει αποδοθεί κατ' εφαρμογή των υφισταμένων νομικών πράξεων περί αμοιβαίας αναγνώρισης.

(37)

Με την κοινή πολιτική δήλωση της 28ης Σεπτεμβρίου 2011 των κρατών μελών και της Επιτροπής σχετικά με τα επεξηγηματικά έγγραφα (11), τα κράτη μέλη υποχρεούνται να συνοδεύουν, σε αιτιολογημένες περιπτώσεις, την κοινοποίηση των μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο με ένα ή περισσότερα έγγραφα που επεξηγούν τη σχέση ανάμεσα στα συστατικά στοιχεία μιας οδηγίας και τα αντίστοιχα μέρη των νομικών πράξεων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο. Όσον αφορά την παρούσα οδηγία, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο κρίνουν ότι είναι αιτιολογημένη η διαβίβαση των εγγράφων αυτών.

(38)

Δεδομένου ότι ο στόχος της παρούσας οδηγίας, ήτοι η αμοιβαία αναγνώριση αποφάσεων που εκδίδονται για την απόκτηση αποδεικτικών στοιχείων, δεν μπορεί να επιτευχθεί σε ικανοποιητικό βαθμό από τα κράτη μέλη μπορεί όμως, λόγω της κλίμακας και των αποτελεσμάτων της δράσης, να επιτευχθεί καλύτερα στο επίπεδο της Ένωσης, η Ένωση μπορεί να θεσπίσει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 ΣΕΕ. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως ορίζεται στο ίδιο άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα απαιτούμενα για την επίτευξη αυτού του στόχου.

(39)

Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται από το άρθρο 6 ΣΕΕ και από τον Χάρτη, ιδίως δε τον τίτλο VI, από το διεθνές δίκαιο και τις διεθνείς συμφωνίες στις οποίες είναι συμβαλλόμενα μέρη η Ένωση ή όλα τα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, καθώς και από τα συντάγματα των κρατών μελών, αναλόγως του εκάστοτε πεδίου εφαρμογής. Κανένα στοιχείο της παρούσας οδηγίας δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι απαγορεύει την άρνηση εκτέλεσης ΕΕΕ όταν υπάρχουν λόγοι, βάσει αντικειμενικών στοιχείων, οι οποίοι οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η ΕΕΕ εκδόθηκε με σκοπό τη δίωξη ή την τιμωρία προσώπου με βάση φύλο, φυλή, χρώμα, κοινωνική ή εθνοτική καταγωγή, γενετικά χαρακτηριστικά, γλώσσα, θρησκεία ή πίστη, πολιτική ή άλλη πεποίθηση, εθνική μειονότητα, περιουσία, αναπηρία εκ γενετής, ηλικία ή σεξουαλικό προσανατολισμό ή ότι το πρόσωπο ενδέχεται να περιέλθει σε δυσμενή θέση για οποιονδήποτε από τους λόγους αυτούς.

(40)

Το δικαίωμα του φυσικού προσώπου επί της επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων είναι δικαίωμα θεμελιώδες. Το άρθρο 8 παράγραφος 1 του Χάρτη και το άρθρο 16 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ ορίζουν ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν.

(41)

Κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας τα κράτη μέλη οφείλουν να μεριμνούν για διαφανείς πολιτικές όσον αφορά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την άσκηση των δικαιωμάτων των ενδιαφερόμενων προσώπων σχετικά με ένδικα μέσα για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τα αφορούν.

(42)

Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που συγκεντρώνονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας μόνον όταν αυτό είναι απαραίτητο και αναλογικό για σκοπούς συμβατούς με την πρόληψη, τη διερεύνηση, τη διαπίστωση και τη δίωξη αξιόποινων πράξεων ή την εκτέλεση ποινικών κυρώσεων και την άσκηση του δικαιώματος της υπεράσπισης. Μόνο εξουσιοδοτημένα πρόσωπα θα πρέπει να έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες που περιλαμβάνουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, πράγμα που μπορεί να επιτευχθεί με διαδικασίες επαλήθευσης ταυτότητας.

(43)

Σύμφωνα με το άρθρο 3 του πρωτοκόλλου αριθ. 21 για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας όσον αφορά το χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, το οποίο προσαρτάται στη ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ, το Ηνωμένο Βασίλειο γνωστοποίησε την επιθυμία του να συμμετάσχει στην έκδοση της παρούσας οδηγίας.

(44)

Σύμφωνα με τα άρθρα 1, 2 και 4α παράγραφος 1 του πρωτοκόλλου αριθ. 21 για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας όσον αφορά το χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, το οποίο προσαρτάται στη ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ, και με την επιφύλαξη του άρθρου 4 του εν λόγω πρωτοκόλλου, η Ιρλανδία δεν συμμετέχει στην έκδοση της παρούσας οδηγίας και δεν δεσμεύεται από αυτήν ούτε υπόκειται στην εφαρμογή της.

(45)

Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του πρωτοκόλλου αριθ. 22 για τη θέση της Δανίας, το οποίο προσαρτάται στη ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ, η Δανία δεν συμμετέχει στην έκδοση της παρούσας οδηγίας και δεν δεσμεύεται από αυτήν ούτε υπόκειται στην εφαρμογή της.

(46)

Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων γνωμοδότησε στις 5 Οκτωβρίου 2010 (12) σύμφωνα με το άρθρο 41 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13),

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΤΟΛΗ ΕΡΕΥΝΑΣ

Άρθρο 1

Η ευρωπαϊκή εντολή έρευνας και η υποχρέωση εκτέλεσής της

1.   Η Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας (ΕΕΕ) είναι δικαστική απόφαση την οποία εκδίδει ή επικυρώνει δικαστική αρχή κράτους μέλους («κράτος έκδοσης») με σκοπό την εκτέλεση ενός ή περισσότερων συγκεκριμένων ερευνητικών μέτρων σε άλλο κράτος μέλος («κράτος εκτέλεσης») για τη λήψη αποδεικτικών στοιχείων βάσει της παρούσας οδηγίας.

Η ΕΕΕ μπορεί επίσης να εκδίδεται για την λήψη αποδεικτικών στοιχείων ευρισκομένων ήδη στην κατοχή των αρμόδιων αρχών του κράτους εκτέλεσης.

2.   Τα κράτη μέλη εκτελούν όλες τις ΕΕΕ με βάση την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης και τηρουμένης της παρούσας οδηγίας.

3.   Την έκδοση ΕΕΕ μπορεί να ζητήσει ύποπτος ή κατηγορούμενος (ή δικηγόρος εξ ονόματός του) στο πλαίσιο των δικαιωμάτων υπεράσπισης που προβλέπει το εθνικό δίκαιο και ποινική δικονομία.

4.   Η παρούσα οδηγία δεν μεταβάλλει την υποχρέωση σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και νομικών αρχών, όπως κατοχυρώνονται στο άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων υπεράσπισης των προσώπων τα οποία υπόκεινται σε ποινικές διαδικασίες, και δεν θίγει τις τυχόν υποχρεώσεις που βαρύνουν τις δικαστικές αρχές ως προς το θέμα αυτό.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

α)

«κράτος έκδοσης»: το κράτος μέλος στο οποίο εκδίδεται η ΕΕΕ·

β)

«κράτος εκτέλεσης»: το κράτος μέλος στο οποίο εκτελείται η ΕΕΕ και στο οποίο πρέπει να εκτελεστεί το ερευνητικό μέτρο·

γ)

«αρχή έκδοσης»:

i)

δικαστής, δικαστήριο, ανακριτής ή εισαγγελέας με αρμοδιότητα στη συγκεκριμένη υπόθεση, ή

ii)

κάθε άλλη αρμόδια αρχή ορισθείσα από το κράτος έκδοσης η οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση ενεργεί ως ανακριτική αρχή σε ποινικές διαδικασίες, αρμοδία να διατάσσει τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Επιπλέον, προτού διαβιβαστεί στην αρχή εκτέλεσης, η ΕΕΕ επικυρώνεται, αφού εξεταστεί αν τηρεί τις προϋποθέσεις της παρούσας οδηγίας για την έκδοση ΕΕΕ, ιδίως αυτές του άρθρου 6 παράγραφος 1 αυτής, από δικαστή, δικαστήριο, ανακριτή ή εισαγγελέα στο κράτος έκδοσης. Αν η ΕΕΕ έχει επικυρωθεί από δικαστική αρχή, η αρχή αυτή μπορεί επίσης να θεωρηθεί αρχή έκδοσης για τους σκοπούς της διαβίβασης της ΕΕΕ·

δ)

«αρχή εκτέλεσης»: αρχή αρμοδία να αναγνωρίζει μια ΕΕΕ και να εξασφαλίζει την εκτέλεσή της σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και τις ισχύουσες διαδικασίες σε παρόμοια εγχώρια υπόθεση. Οι εν λόγω διαδικασίες μπορεί να απαιτούν έγκριση δικαστηρίου στο κράτος εκτέλεσης όταν αυτό προβλέπεται από την εθνική του νομοθεσία.

Άρθρο 3

Πεδίο εφαρμογής της ΕΕΕ

Η ΕΕΕ καλύπτει κάθε ερευνητικό μέτρο, εκτός από τη σύσταση κοινής ομάδας έρευνας και τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων στο πλαίσιο κοινής ομάδας έρευνας κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 13 της σύμβασης για την αμοιβαία δικαστική συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (14) («σύμβαση») και στην απόφαση-πλαίσιο 2002/465/ΔΕΥ του Συμβουλίου (15), πλην των περιπτώσεων εφαρμογής του άρθρου 13 παράγραφος 8 της σύμβασης και του άρθρου 1 παράγραφος 8 της απόφασης-πλαισίου.

Άρθρο 4

Είδη διαδικασιών επιδεχομένων ΕΕΕ

Η ΕΕΕ μπορεί να εκδοθεί στις εξής διαδικασίες:

α)

ποινική διαδικασία που κινείται από δικαστική αρχή ή μπορεί να κινηθεί ενώπιόν της για ποινικό αδίκημα βάσει της νομοθεσίας του κράτους έκδοσης·

β)

διαδικασία που κινούν διοικητικές αρχές όταν η διαδικασία αφορά πράξεις που τιμωρούνται βάσει της νομοθεσίας του κράτους έκδοσης ως παραβάσεις των κανόνων δικαίου και όταν η απόφαση της διοικητικής ή δικαστικής αρχής μπορεί να οδηγήσει σε δίκη ενώπιον δικαστηρίου που έχει δικαιοδοσία σε ποινικές υποθέσεις·

γ)

διαδικασία που κινούν δικαστικές αρχές όταν η διαδικασία αφορά πράξεις που τιμωρούνται βάσει της νομοθεσίας του κράτους έκδοσης ως παραβάσεις των κανόνων δικαίου και όταν η απόφαση της διοικητικής ή δικαστικής αρχής μπορεί να οδηγήσει σε δίκη ενώπιον δικαστηρίου που έχει δικαιοδοσία σε ποινικές υποθέσεις· και

δ)

διαδικασίες των στοιχείων α), β) και γ) οι οποίες αφορούν αδικήματα ή παραβάσεις δυνάμενα να στοιχειοθετήσουν την ευθύνη ή να επισύρουν την τιμωρία νομικού προσώπου στο κράτος έκδοσης.

Άρθρο 5

Περιεχόμενο και μορφή της ΕΕΕ

1.   Η ΕΕΕ, όπως παρουσιάζεται στο έντυπο του παραρτήματος Α, συμπληρώνεται και υπογράφεται από την αρχή έκδοσης, η οποία πιστοποιεί την ακρίβεια και βεβαιώνει την ορθότητα του περιεχομένου της.

Η ΕΕΕ περιλαμβάνει τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

στοιχεία σχετικά με την αρχή έκδοσης και, κατά περίπτωση, την αρχή επικύρωσης·

β)

το αντικείμενο και τους λόγους έκδοσης της ΕΕΕ·

γ)

τις απαραίτητες διαθέσιμες πληροφορίες για το ή τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα·

δ)

περιγραφή της αξιόποινης πράξης που αποτελεί αντικείμενο έρευνας ή διαδικασίας, και των ισχυουσών διατάξεων του ποινικού δικαίου του κράτους έκδοσης·

ε)

περιγραφή του ή των ερευνητικών μέτρων που ζητούνται και των αποδεικτικών στοιχείων που πρέπει να συγκεντρωθούν.

2.   Κάθε κράτος μέλος αναφέρει ποια ή ποιες από τις επίσημες γλώσσες των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, επιπλέον της επίσημης γλώσσας ή των επίσημων γλωσσών του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη συμπλήρωση ή τη μετάφραση της ΕΕΕ όταν το εν λόγω κράτος μέλος είναι το κράτος εκτέλεσης.

3.   Η ΕΕΕ του παραρτήματος Α μεταφράζεται από την αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης στην επίσημη ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του κράτους εκτέλεσης ή σε όποια άλλη γλώσσα υποδείξει το κράτος εκτέλεσης σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΕΚΔΟΣΗΣ

Άρθρο 6

Προϋποθέσεις έκδοσης και διαβίβασης ΕΕΕ

1.   Μια ΕΕΕ μπορεί να εκδίδεται μόνον όταν η αρχή έκδοσης κρίνει ότι πληρούνται οι εξής προϋποθέσεις:

α)

η έκδοση της ΕΕΕ είναι απαραίτητη και αναλογική για τους σκοπούς της διαδικασίας του άρθρου 4, λαμβανομένων υπόψη των δικαιωμάτων του υπόπτου ή κατηγορουμένου· και

β)

το ή τα ερευνητικά μέτρα που προβλέπονται στην ΕΕΕ θα μπορούσαν να είχαν διαταχθεί υπό τις ίδιες προϋποθέσεις σε παρόμοια εγχώρια υπόθεση.

2.   Οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1 αξιολογούνται σε κάθε υπόθεση από την αρχή έκδοσης.

3.   Όταν μια αρχή εκτέλεσης έχει λόγους να πιστεύει ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1, μπορεί να συμβουλευθεί την αρχή έκδοσης σχετικά με τη σημασία της εκτέλεσης της ΕΕΕ. Μετά τη διαβούλευση αυτή η αρχή έκδοσης δύναται να ανακαλέσει την ΕΕΕ.

Άρθρο 7

Διαβίβαση της ΕΕΕ

1.   Η ΕΕΕ, συμπληρωμένη κατά το άρθρο 5, διαβιβάζεται από την αρχή έκδοσης στην αρχή εκτέλεσης με οποιοδήποτε μέσο δυνάμενο να τεκμηριωθεί εγγράφως και κατά τρόπον ώστε το κράτος εκτέλεσης να μπορεί να πιστοποιήσει τη γνησιότητα.

2.   Κάθε περαιτέρω επίσημη επικοινωνία γίνεται απευθείας μεταξύ της αρχής έκδοσης και της αρχής εκτέλεσης.

3.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 2 στοιχείο δ), κάθε κράτος μέλος δύναται να ορίσει μια κεντρική αρχή ή, εάν προβλέπεται από το νομικό του σύστημα, περισσότερες από μία κεντρικές αρχές που θα επικουρούν τις αρμόδιες αρχές. Ένα κράτος μέλος δύναται, εάν αυτό επιτάσσει η οργάνωση του εσωτερικού του συστήματος απονομής δικαιοσύνης, να αναθέσει στην ή στις κεντρικές αρχές του τη διοικητική διαβίβαση και παραλαβή της ΕΕΕ καθώς και κάθε σχετική επίσημη αλληλογραφία.

4.   Η αρχή έκδοσης μπορεί να διαβιβάσει τα ΕΕΕ μέσω του συστήματος τηλεπικοινωνιών του Ευρωπαϊκού Δικαστικού Δικτύου (ΕΔΔ) που δημιουργήθηκε με την κοινή δράση 98/428/ΔΕΥ του Συμβουλίου (16).

5.   Εάν η αρχή εκτέλεσης είναι άγνωστη, η αρχή έκδοσης προβαίνει σε όλες τις απαραίτητες αναζητήσεις, μεταξύ άλλων και μέσω των σημείων επαφής του ΕΔΔ, για να λάβει πληροφορίες από το κράτος εκτέλεσης.

6.   Εάν η αρχή στο κράτος εκτέλεσης που παραλαμβάνει την ΕΕΕ δεν έχει αρμοδιότητα να την αναγνωρίσει και να λάβει τα απαραίτητα μέτρα για την εκτέλεσή της, διαβιβάζει αυτεπαγγέλτως την ΕΕΕ στην αρχή εκτέλεσης και ενημερώνει την αρχή έκδοσης.

7.   Η αρχή εκτέλεσης και έκδοσης επιλύει προβλήματα όσον αφορά τη διαβίβαση ή τη διαπίστωση της γνησιότητας οποιουδήποτε εγγράφου απαιτείται για την εκτέλεση της ΕΕΕ με απευθείας επαφές ή αν χρειάζεται, με τη βοήθεια των κεντρικών αρχών των κρατών μελών.

Άρθρο 8

ΕΕΕ σχετιζόμενη με προγενέστερη ΕΕΕ

1.   Εάν η αρχή έκδοσης εκδώσει EΕΕ που συμπληρώνει προγενέστερη ΕΕΕ («συμπληρωματική ΕΕΕ»), επισημαίνει το γεγονός αυτό στην ΕΕΕ σύμφωνα με το έντυπο του παραρτήματος Α, στο τμήμα Δ.

2.   Όταν προσφέρει βοήθεια στην εκτέλεση της ΕΕΕ στο κράτος εκτέλεσης, σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 4, η αρχή έκδοσης μπορεί, με την επιφύλαξη των κοινοποιήσεων που υποβάλλονται δυνάμει του άρθρου 33 παράγραφος 1 στοιχείο γ), να απευθύνει συμπληρωματική ΕΕΕ απευθείας στην αρχή εκτέλεσης, κατά το διάστημα κατά το οποίο είναι παρούσα σε αυτό το κράτος.

3.   Τυχόν συμπληρωματική ΕΕΕ πρέπει να πιστοποιηθεί σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο και να επικυρωθεί σύμφωνα με το άρθρο 2 στοιχείο γ), αν χρειάζεται.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙII

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ

Άρθρο 9

Αναγνώριση και εκτέλεση

1.   Η αρχή εκτέλεσης αναγνωρίζει άνευ ετέρου ΕΕΕ διαβιβασθείσα κατά την παρούσα οδηγία και μεριμνά για την εκτέλεσή της κατά τον ίδιο τρόπο και διαδικασία ως εάν επρόκειτο για ερευνητικό μέτρο διαταχθέν από αρχή του κράτους εκτέλεσης εκτός αν η αρχή αυτή αποφασίζει να επικαλεσθεί ένα εκ των λόγων μη αναγνώρισης ή μη εκτέλεσης ή ένα εκ των λόγων αναβολής κατά την παρούσα οδηγία.

2.   Η αρχή εκτέλεσης τηρεί τις διατυπώσεις και τις διαδικασίες που έχει ορίσει ρητώς η αρχή έκδοσης, εκτός εάν προβλέπεται άλλως στην παρούσα οδηγία και υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω διατυπώσεις και διαδικασίες δεν είναι αντίθετες προς τις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου του κράτους εκτέλεσης.

3.   Όταν ΕΕΕ παραλαμβάνεται από αρχή εκτέλεσης και δεν έχει εκδοθεί ή επικυρωθεί από δικαστική αρχή, κατά το άρθρο 2 στοιχείο γ) η αρχή εκτέλεσης επιστρέφει την ΕΕΕ στο κράτος έκδοσης.

4.   Η αρχή έκδοσης μπορεί να ζητήσει από μία ή περισσότερες αρχές του κράτους έκδοσης να βοηθήσουν τις αρμόδιες αρχές του κράτους εκτέλεσης κατά την εκτέλεση της ΕΕΕ στο βαθμό που οι ορισθείσες αρχές του κράτους έκδοσης θα μπορούσαν να συνδράμουν στην εκτέλεση των ερευνητικών μέτρων που αναφέρονται στην ΕΕΕ σε παρόμοια εγχώρια υπόθεση. Η αρχή εκτέλεσης συμμορφώνεται με αυτό το αίτημα εφόσον η συνδρομή αυτή δεν αντιτίθεται στις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου του κράτους εκτέλεσης και ούτε βλάπτει τα ουσιώδη συμφέροντά εθνικής ασφάλειας του κράτους αυτού.

5.   Οι αρχές του κράτους έκδοσης, παρούσες στο κράτος εκτέλεσης, δεσμεύονται από τη νομοθεσία του κράτους εκτέλεσης κατά την εκτέλεση της ΕΕΕ. Δεν διαθέτουν εξουσίες επιβολής του νόμου στο έδαφος του κράτους εκτέλεσης, εκτός εάν η άσκηση των εξουσιών αυτών στο έδαφος του κράτους εκτέλεσης είναι σύμφωνη με τη νομοθεσία του κράτους εκτέλεσης και στο βαθμό που έχει συμφωνηθεί μεταξύ των αρχών έκδοσης και εκτέλεσης.

6.   Οι αρχές έκδοσης και εκτέλεσης μπορούν να συνεννοούνται με οποιοδήποτε μέσο κρίνουν πρόσφορο για να διευκολύνουν την αποτελεσματική εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 10

Προσφυγή σε εναλλακτικά ερευνητικά μέτρα

1.   Η αρχή εκτέλεσης χρησιμοποιεί κατά το δυνατόν ερευνητικό μέτρο άλλο από το προβλεπόμενο στην ΕΕΕ όταν:

α)

το ερευνητικό μέτρο που αναφέρεται στην ΕΕΕ δεν υφίσταται στη νομοθεσία του κράτους εκτέλεσης, ή

β)

το ερευνητικό μέτρο που αναφέρεται στην ΕΕΕ δεν θα ήταν διαθέσιμο σε παρόμοια εγχώρια υπόθεση.

2.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 11, η παράγραφος 1 δεν ισχύει για τα ακόλουθα ερευνητικά μέτρα, τα οποία πρέπει πάντοτε να είναι διαθέσιμα στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου του κράτους εκτέλεσης:

α)

απόκτηση πληροφοριών ή αποδεικτικών στοιχείων που βρίσκονται ήδη στην κατοχή της αρχής εκτέλεσης και, εφόσον οι εν λόγω πληροφορίες ή τα αποδεικτικά στοιχεία θα μπορούσαν να έχουν αποκτηθεί σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του κράτους εκτέλεσης, στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας ή για τους σκοπούς της ΕΕΕ·

β)

απόκτηση πληροφοριών που περιέχονται σε βάσεις δεδομένων τις οποίες τηρούν αστυνομικές ή δικαστικές αρχές και στις οποίες έχει άμεση πρόσβαση η αρχή εκτέλεσης στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας·

γ)

εξέταση μάρτυρα, θύματος, υπόπτου ή τρίτου στο έδαφος του κράτους εκτέλεσης·

δ)

οποιοδήποτε μη παρεμβατικό ερευνητικό μέτρο κατά τα οριζόμενα στο δίκαιο του κράτους εκτέλεσης·

ε)

αναγνώριση προσώπων που έχουν συνδρομή σε έναν συγκεκριμένο αριθμό τηλεφώνου ή διεύθυνση IP.

3.   Η αρχή εκτέλεσης μπορεί επίσης να προσφεύγει σε ερευνητικό μέτρο διαφορετικό από αυτό που προβλέπεται στην ΕΕΕ όταν το ερευνητικό μέτρο που επιλέγει η αρχή εκτέλεσης θα έχει το ίδιο αποτέλεσμα με το ερευνητικό μέτρο που προβλέπεται στην ΕΕΕ με λιγότερο οχληρό τρόπο.

4.   Όταν η αρχή εκτέλεσης αποφασίζει να αξιοποιήσει τη δυνατότητα που αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 3, ενημερώνει πρώτα την αρχή έκδοσης, η οποία μπορεί να αποφασίσει να αποσύρει ή να συμπληρώσει την ΕΕΕ.

5.   Όταν, σύμφωνα με την παράγραφο 1, το ερευνητικό μέτρο που αναφέρεται στην ΕΕΕ δεν υφίσταται στη νομοθεσία του κράτους εκτέλεσης ή δεν θα ήταν διαθέσιμο σε παρόμοια εγχώρια υπόθεση, και όταν δεν υπάρχει άλλο ερευνητικό μέτρο που θα είχε το ίδιο αποτέλεσμα με αυτό που ζητείται, η αρχή εκτέλεσης ενημερώνει την αρχή έκδοσης ότι δεν κατέστη δυνατό να παράσχει τη συνδρομή που ζητήθηκε.

Άρθρο 11

Λόγοι μη αναγνώρισης ή μη εκτέλεσης

1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 1 παράγραφος 4, η αναγνώριση ή η εκτέλεση μιας ΕΕΕ μπορεί να απορριφθεί από την αρχή εκτέλεσης όταν:

α)

υπάρχει ασυλία ή προνόμιο σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του κράτους εκτέλεσης που εμποδίζει την εκτέλεση της ΕΕΕ ή όταν υπάρχουν κανόνες περί ορισμού και περιορισμού της ποινικής ευθύνης σχετικά με την ελευθερία του Τύπου και την ελευθερία της έκφρασης σε άλλα μέσα ενημέρωσης που εμποδίζει την εκτέλεση της ΕΕΕ·

β)

στην συγκεκριμένη περίπτωση η εκτέλεση της ΕΕΕ θα έβλαπτε ουσιώδη συμφέροντα εθνικής ασφάλειας, θα έθετε σε κίνδυνο την πηγή των πληροφοριών ή θα απαιτούσε τη χρήση διαβαθμισμένων πληροφοριών σχετικών με συγκεκριμένες δραστηριότητες συλλογής πληροφοριών·

γ)

η ΕΕΕ έχει εκδοθεί στο πλαίσιο διαδικασιών που αναφέρονται στο άρθρο 4 στοιχεία β) και γ) και το ερευνητικό μέτρο δεν θα επιτρεπόταν από το δίκαιο του κράτους εκτέλεσης σε παρόμοια εγχώρια υπόθεση·

δ)

η εκτέλεση της ΕΕΕ αντίκειται στην αρχή ne bis in idem·

ε)

η ΕΕΕ αφορά ποινικό αδίκημα για το οποίο υπάρχουν υπόνοιες ότι διαπράχθηκε εκτός του εδάφους του κράτους έκδοσης και εν μέρει ή εξ ολοκλήρου στο έδαφος του κράτους εκτέλεσης, και η συμπεριφορά για την οποία εκδόθηκε η ΕΕΕ δεν συνιστά αδίκημα στο κράτος εκτέλεσης·

στ)

υπάρχουν σοβαροί λόγοι να θεωρηθεί ότι η εκτέλεση του ερευνητικού μέτρου που αναφέρεται στην ΕΕΕ θα ήταν ασύμβατη με τις υποχρεώσεις του κράτους μέλους εκτέλεσης σύμφωνα με το άρθρο 6 ΣΕΕ και το Χάρτη·

ζ)

η συμπεριφορά για την οποία έχει εκδοθεί η ΕΕΕ δεν συνιστά αδίκημα κατά τη νομοθεσία του κράτους εκτέλεσης, εκτός αν αφορά αδίκημα περιλαμβανόμενο στις κατηγορίες αδικημάτων του παραρτήματος Δ, όπως αναφέρεται από την αρχή έκδοσης στην ΕΕΕ, αν τιμωρείται στο κράτος έκδοσης με στερητική της ελευθερίας ποινή ή μέτρο στέρησης της ελευθερίας μέγιστης διάρκειας τουλάχιστον τριών ετών· ή

η)

η χρήση του ερευνητικού μέτρου που αναφέρεται στην ΕΕΕ περιορίζεται, βάσει της νομοθεσίας του κράτους εκτέλεσης, σε κατάλογο ή σε κατηγορία αδικημάτων ή σε αδικήματα που τιμωρούνται με κύρωση υπερβαίνουσα ένα συγκεκριμένο κατώτατο όριο, που δεν περιλαμβάνει το αδίκημα το οποίο αφορά η ΕΕΕ.

2.   Η παράγραφος 1 στοιχεία ζ) και η) δεν ισχύει για τα ερευνητικά μέτρα που απαριθμούνται στο άρθρο 10 παράγραφος 2.

3.   Όσον η ΕΕΕ αφορά αδικήματα στο φορολογικό, τελωνειακό ή τραπεζικό τομέα, η αναγνώριση ή η εκτέλεση δεν μπορεί να απορριφθεί από την αρχή εκτέλεσης με τη δικαιολογία ότι η νομοθεσία του κράτους εκτέλεσης δεν επιβάλλει το ίδιο είδος φόρου ή δασμού ή δεν περιλαμβάνει το ίδιο είδος ρύθμισης με το δίκαιο του κράτους έκδοσης όσον αφορά φορολογικά, τελωνειακά ή τραπεζικά ζητήματα.

4.   Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α), β), δ), ε) και στ), προτού αποφασίσει να μην αναγνωρίσει ή να μην εκτελέσει, εν όλω ή εν μέρει, μια ΕΕΕ, η αρχή εκτέλεσης συμβουλεύεται την αρχή έκδοσης με κάθε πρόσφορο μέσο και, εάν χρειάζεται, ζητεί από την αρχή έκδοσης να της παράσχει αμελλητί κάθε απαραίτητη πληροφορία.

5.   Στην περίπτωση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) και εφόσον η εξουσία άρσης του προνομίου ή της ασυλίας ανήκει στην αρμοδιότητα μιας αρχής του κράτους μέλους εκτέλεσης, η αρχή εκτέλεσης ζητεί από αυτήν να ασκήσει την εν λόγω εξουσία αμελλητί. Εφόσον η εξουσία άρσης του προνομίου ή της ασυλίας ανήκει στην αρμοδιότητα μιας αρχής άλλου κράτους μέλους ή διεθνούς οργανισμού, εναπόκειται στην αρχή έκδοσης να της ζητήσει να ασκήσει την εξουσία αυτή.

Άρθρο 12

Προθεσμίες για την αναγνώριση ή την εκτέλεση

1.   Η έκδοση της απόφασης σχετικά με την αναγνώριση ή την εκτέλεση και η εκτέλεση του ερευνητικού μέτρου πραγματοποιούνται με την ταχύτητα και την προτεραιότητα που θα δινόταν για παρόμοια εγχώρια υπόθεση και, εν πάση περιπτώσει, εντός των προθεσμιών που ορίζει το παρόν άρθρο.

2.   Εάν η αρχή έκδοσης αναφέρει στην ΕΕΕ ότι λόγω δικονομικών προθεσμιών, λόγω της σοβαρότητας του αδικήματος ή λόγω άλλων ιδιαίτερα επειγουσών περιστάσεων, απαιτείται συντομότερη προθεσμία από αυτήν που ορίζει το παρόν άρθρο, ή εάν η αρχή έκδοσης έχει δηλώσει στην ΕΕΕ ότι το ερευνητικό μέτρο πρέπει να εκτελεστεί σε συγκεκριμένη ημερομηνία, η αρχή εκτέλεσης λαμβάνει όσο το δυνατόν περισσότερο υπόψη αυτό το αίτημα.

3.   Η απόφαση για την αναγνώριση ή την εκτέλεση ΕΕΕ εκδίδεται από την αρμόδια αρχή εκτέλεσης το συντομότερο δυνατόν και, με την επιφύλαξη της παραγράφου 5, το αργότερο 30 ημέρες μετά την παραλαβή της ΕΕΕ.

4.   Εάν δεν συντρέχουν λόγοι αναβολής δυνάμει του άρθρου 15 ή εάν βρίσκονται ήδη στην κατοχή του κράτους εκτέλεσης αποδεικτικά στοιχεία τα οποία αναφέρονται στο ερευνητικό μέτρο που προβλέπει η ΕΕΕ, η αρχή εκτέλεσης εκτελεί αμελλητί το ερευνητικό μέτρο, με την επιφύλαξη της παραγράφου 5, το αργότερο 90 ημέρες μετά τη λήψη της απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο 3.

5.   Όταν σε συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι πρακτικά εφικτό για την αρμόδια αρχή εκτέλεσης να τηρήσει την προθεσμία που ορίζεται στην παράγραφο 3 ή τη συγκεκριμένη ημερομηνία που ορίζεται στην παράγραφο 2, ενημερώνει αμελλητί την αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης με οποιονδήποτε τρόπο, αναφέροντας τους λόγους της καθυστέρησης και τον χρόνο που εκτιμά ότι θα χρειαστεί για την έκδοση της απόφασης. Σε αυτή την περίπτωση, η προθεσμία της παραγράφου 3 μπορεί να παραταθεί κατά 30 ημέρες κατ' ανώτατο όριο.

6.   Όταν σε συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι πρακτικά εφικτό για την αρμόδια αρχή εκτέλεσης να τηρήσει την προθεσμία που ορίζεται στην παράγραφο 4, ενημερώνει αμελλητί την αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης με οποιονδήποτε τρόπο, αναφέροντας τους λόγους της καθυστέρησης, και διαβουλεύεται με την αρχή έκδοσης για τον κατάλληλο χρόνο εκτέλεσης του ερευνητικού μέτρου.

Άρθρο 13

Διαβίβαση αποδεικτικών στοιχείων

1.   Ως αποτέλεσμα της εκτέλεσης της ΕΕΕ η αρχή εκτέλεσης διαβιβάζει χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στο κράτος έκδοσης τα αποδεικτικά στοιχεία που συγκέντρωσε ή που βρίσκονται ήδη στην κατοχή των αρμόδιων αρχών του κράτους εκτέλεσης.

Εφόσον ζητείται στην ΕΕΕ και ει δυνατόν βάσει εθνικού νόμου του κράτους εκτέλεσης, τα αποδεικτικά στοιχεία διαβιβάζονται απευθείας στις αρμόδιες αρχές του κράτους έκδοσης που συντρέχουν στην εκτέλεση της ΕΕΕ σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 4.

2.   Η διαβίβαση των αποδεικτικών στοιχείων μπορεί να ανασταλεί όσο εκκρεμεί η απόφαση σχετικά με ένδικο μέσο, εκτός εάν η αρχή έκδοσης έχει αποδείξει επαρκώς στην ΕΕΕ ότι η άμεση διαβίβαση είναι ουσιώδους σημασίας για την ορθή διεξαγωγή της έρευνας ή τη διαφύλαξη των ατομικών δικαιωμάτων. Ωστόσο, η διαβίβαση αποδεικτικών στοιχείων αναστέλλεται σε περίπτωση που θα προκαλούσε σοβαρή και μη αναστρέψιμη ζημία στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο.

3.   Όταν διαβιβάζει τα συγκεντρωθέντα αποδεικτικά στοιχεία, η αρχή εκτέλεσης επισημαίνει εάν επιθυμεί να επιστραφούν στο κράτος εκτέλεσης μόλις παύσουν να είναι απαραίτητα στο κράτος έκδοσης.

4.   Όταν τα σχετικά αντικείμενα, έγγραφα ή δεδομένα είναι ήδη χρήσιμα για άλλη διαδικασία, η αρχή εκτέλεσης, κατόπιν ρητής αιτήσεως και έπειτα από διαβουλεύσεις με την αρχή έκδοσης, μπορεί να διαβιβάσει προσωρινά τα αποδεικτικά στοιχεία υπό τον όρο ότι θα επιστραφούν στο κράτος εκτέλεσης μόλις παύσουν να είναι απαραίτητα στο κράτος έκδοσης ή σε οποιαδήποτε άλλη χρονική στιγμή/ευκαιρία που θα συμφωνηθεί μεταξύ των αρμοδίων αρχών.

Άρθρο 14

Ένδικα μέσα

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι για τα ερευνητικά μέτρα που προβλέπονται στην ΕΕΕ είναι διαθέσιμα ένδικα μέσα ισοδύναμα με αυτά που προβλέπονται σε παρόμοια εγχώρια υπόθεση.

2.   Οι ουσιαστικοί λόγοι για την έκδοση της ΕΕΕ μπορούν να προσβληθούν μόνο με ένδικο μέσο ενώπιον του κράτους έκδοσης, με την επιφύλαξη των διασφαλίσεων των θεμελιωδών δικαιωμάτων στο κράτος εκτέλεσης.

3.   Εφόσον δεν υπονομεύεται η ανάγκη διασφάλισης της εμπιστευτικότητας μιας έρευνας, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 19 παράγραφος 1, οι αρχές έκδοσης και εκτέλεσης λαμβάνουν τα ενδεδειγμένα μέτρα, ώστε να εξασφαλιστεί ότι παρέχονται πληροφορίες σχετικά με τις δυνατότητες άσκησης των ένδικων μέσων βάσει του εθνικού δικαίου όταν προσήκει η εφαρμογή τους και σε χρόνο κατάλληλο ώστε να είναι εφικτή η αποτελεσματική τους άσκηση.

4.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα χρονικά όρια για την άσκηση ένδικου μέσου είναι ίδια με αυτά που προβλέπονται σε παρόμοιες εγχώριες υποθέσεις και εφαρμόζονται με τρόπο που εγγυάται τη δυνατότητα αποτελεσματικής άσκησης των εν λόγω ένδικων μέσων από τα ενδιαφερόμενα μέρη.

5.   Οι αρχές έκδοσης και εκτέλεσης ενημερώνουν η μία την άλλη σχετικά με τα ένδικα μέσα που ασκούνται κατά της έκδοσης ή της αναγνώρισης ή της εκτέλεσης μιας ΕΕΕ.

6.   Νομική αμφισβήτηση δεν αναστέλλει την εκτέλεση του ερευνητικού μέτρου εκτός αν αυτό προβλέπεται σε παρόμοιες εγχώριες υποθέσεις.

7.   Επιτυχής αμφισβήτηση της αναγνώρισης ή της εκτέλεσης μιας ΕΕΕ λαμβάνεται υπόψη από το κράτος έκδοσης σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο. Με την επιφύλαξη των εθνικών δικονομικών κανόνων, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, σε ποινικές διαδικασίες στο κράτος έκδοσης, κατά την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων που συγκεντρώθηκαν δυνάμει μιας ΕΕΕ, γίνονται σεβαστά τα δικαιώματα της υπεράσπισης και η νομιμότητα της διαδικασίας.

Άρθρο 15

Λόγοι αναβολής της αναγνώρισης ή της εκτέλεσης

1.   Η αναγνώριση ή η εκτέλεση της ΕΕΕ μπορεί να αναβληθεί στο κράτος εκτέλεσης εφόσον:

α)

η εκτέλεσή της μπορεί να παραβλάψει μια διεξαγόμενη ποινική έρευνα ή δίωξη, για όσο χρονικό διάστημα κρίνει αναγκαίο το κράτος εκτέλεσης·

β)

τα σχετικά αντικείμενα, έγγραφα ή δεδομένα χρησιμοποιούνται ήδη στο πλαίσιο άλλης διαδικασίας, μέχρις ότου αυτά να μην είναι πλέον απαραίτητα προς τούτο.

2.   Μόλις εκλείψει ο λόγος αναβολής, η αρχή εκτέλεσης λαμβάνει αμελλητί τα απαραίτητα μέτρα για την εκτέλεση της ΕΕΕ και ενημερώνει σχετικά την αρχή έκδοσης με κάθε μέσο που μπορεί να τεκμηριωθεί εγγράφως.

Άρθρο 16

Υποχρέωση ενημέρωσης

1.   Η αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης που παραλαμβάνει την ΕΕΕ γνωστοποιεί την παραλαβή, χωρίς καθυστέρηση και εν πάση περιπτώσει εντός εβδομάδος από την παραλαβή της ΕΕΕ, συμπληρώνοντας και αποστέλλοντας το έντυπο που παρατίθεται στο παράρτημα Β.

Στις περιπτώσεις που έχει οριστεί κεντρική αρχή σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 3, η υποχρέωση αυτή ισχύει και για την κεντρική αρχή και για την αρχή εκτέλεσης που παραλαμβάνει την ΕΕΕ μέσω της κεντρικής αρχής.

Στις περιπτώσεις που εμπίπτουν στη διάταξη του άρθρου 7 παράγραφος 6, η υποχρέωση αυτή ισχύει τόσο για την αρμόδια αρχή που παρέλαβε αρχικά την ΕΕΕ όσο και για την αρχή εκτέλεσης στην οποία διαβιβάστηκε τελικά η ΕΕΕ.

2.   Με την επιφύλαξη των παραγράφων 4 και 5 του άρθρου 10, η αρχή εκτέλεσης ενημερώνει την αρχή έκδοσης πάραυτα με οποιοδήποτε μέσο:

α)

εάν είναι αδύνατον για την αρχή εκτέλεσης να λάβει απόφαση σχετικά με την αναγνώριση ή την εκτέλεση διότι το έντυπο του παραρτήματος Α είναι ελλιπές ή προδήλως εσφαλμένο·

β)

εάν στην πορεία εκτέλεσης της ΕΕΕ η αρχή εκτέλεσης κρίνει, χωρίς περαιτέρω έρευνες, ότι ενδέχεται να χρειασθεί η διενέργεια ερευνητικών μέτρων τα οποία δεν είχαν προβλεφθεί αρχικά ή δεν είχαν μπορέσει να προσδιοριστούν κατά την έκδοση της ΕΕΕ, για να δώσει στην αρχή έκδοσης τη δυνατότητα να αναλάβει περαιτέρω δράση στη συγκεκριμένη υπόθεση· ή

γ)

εάν η αρχή εκτέλεσης διαπιστώσει ότι, στη συγκεκριμένη υπόθεση, δεν μπορεί να τηρήσει τις διατυπώσεις και τις διαδικασίες που έχει ορίσει ρητώς η αρχή έκδοσης σύμφωνα με το άρθρο 9.

Κατόπιν αιτήσεως της αρχής έκδοσης, οι πληροφορίες επιβεβαιώνονται αμέσως με κάθε μέσο που μπορεί να τεκμηριωθεί εγγράφως.

3.   Τηρουμένου του άρθρου 10 παράγραφοι 4 και 5 η αρχή εκτέλεσης πληροφορεί την αρχή έκδοσης χωρίς καθυστέρηση με κάθε μέσο που μπορεί να τεκμηριωθεί εγγράφως:

α)

για οποιαδήποτε απόφαση λαμβάνεται σύμφωνα με το άρθρο 10 ή 11·

β)

για κάθε απόφαση σχετική με την αναβολή της εκτέλεσης ή της αναγνώρισης της ΕΕΕ, τους λόγους της αναβολής, και ει δυνατόν, την αναμενόμενη διάρκεια της αναβολής.

Άρθρο 17

Ποινική ευθύνη υπαλλήλων

Οι υπάλληλοι του κράτους έκδοσης, που είναι παρόντες στο έδαφος του κράτους εκτέλεσης στο πλαίσιο της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, θεωρούνται υπάλληλοι του κράτους εκτέλεσης όσον αφορά αδικήματα που διαπράττονται εις βάρος τους ή από τους ίδιους.

Άρθρο 18

Αστική ευθύνη υπαλλήλων

1.   Σε περίπτωση που, στο πλαίσιο της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, υπάλληλοι ενός κράτους μέλους είναι παρόντες στο έδαφος ενός άλλου κράτους μέλους, το πρώτο κράτος μέλος είναι υπεύθυνο για οποιαδήποτε ζημία προκαλέσουν κατά τη διάρκεια των εκεί δραστηριοτήτων τους, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου δρουν.

2.   Το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου προκλήθηκε η ζημία που προβλέπεται στην παράγραφο 1 επανορθώνει τη ζημία αυτή υπό τους όρους που ισχύουν για τις ζημίες τις οποίες προκαλούν οι δικοί του υπάλληλοι.

3.   Το κράτος μέλος του οποίου υπάλληλοι προξένησαν ζημία σε οποιοδήποτε πρόσωπο στο έδαφος άλλου κράτους μέλους επιστρέφει το σύνολο των ποσών που κατέβαλε το άλλο κράτος μέλος στους παθόντες ή σε άλλους δικαιούχους.

4.   Με την επιφύλαξη της άσκησης των δικαιωμάτων του έναντι τρίτων και κατ' εξαίρεση από την παράγραφο 3, κάθε κράτος μέλος παραιτείται, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, από τη δυνατότητα να ζητήσει από άλλο κράτος μέλος αποζημίωση για ζημίες που υπέστη.

Άρθρο 19

Εμπιστευτικότητα

1.   Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσει ότι οι αρχές έκδοσης και εκτέλεσης λαμβάνουν δεόντως υπόψη, κατά την εκτέλεση μιας ΕΕΕ, τον εμπιστευτικό χαρακτήρα της έρευνας.

2.   Η αρχή εκτέλεσης, σύμφωνα με το εθνικό της δίκαιο, εγγυάται την εμπιστευτικότητα των πραγματικών περιστατικών και της ουσίας της ΕΕΕ, εκτός των αναγκαίων για την εκτέλεση του ερευνητικού μέτρου. Εάν η αρχή εκτέλεσης δεν μπορεί να ανταποκριθεί στην απαίτηση περί εμπιστευτικότητας, ενημερώνει πάραυτα την αρχή έκδοσης.

3.   Η αρχή έκδοσης δεν αποκαλύπτει τα αποδεικτικά στοιχεία και τις πληροφορίες που της έδωσε η αρχή εκτέλεσης, σύμφωνα με το εθνικό της δίκαιο και εφόσον δεν υπάρχει αντίθετη υπόδειξη ή πληροφόρηση από την αρχή εκτέλεσης, εκτός από εκείνα των οποίων η κοινοποίηση είναι αναγκαία για τις έρευνες ή τις διαδικασίες που περιγράφονται στην ΕΕΕ.

4.   Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσει ότι οι τράπεζες δεν αποκαλύπτουν στον ενδιαφερόμενο πελάτη τους ή σε άλλα τρίτα πρόσωπα ότι έχουν διαβιβασθεί πληροφορίες στο κράτος έκδοσης σύμφωνα με τα άρθρα 26 και 27 ή ότι μια έρευνα βρίσκεται υπό εξέλιξη.

Άρθρο 20

Προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

Κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι προστατεύονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και ότι η επεξεργασία τους πραγματοποιείται μόνο βάσει της απόφασης-πλαισίου 2008/977/ΔΕΥ του Συμβουλίου (17), καθώς και τις αρχές της σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης της 28ης Ιανουαρίου 1981 και του συμπληρωματικού της πρωτοκόλλου.

Η πρόσβαση στα δεδομένα αυτά περιορίζεται, με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων του ενδιαφερόμενου προσώπου. Μόνο εξουσιοδοτημένα άτομα μπορούν να έχουν πρόσβαση στα δεδομένα αυτά.

Άρθρο 21

Έξοδα

1.   Εάν στην οδηγία δεν προβλέπεται άλλως, όλα τα έξοδα που προκύπτουν στο έδαφος του κράτους εκτέλεσης και σχετίζονται με την εκτέλεση ΕΕΕ βαρύνουν το κράτος εκτέλεσης.

2.   Όταν η αρχή εκτέλεσης θεωρεί ότι τα έξοδα για την εκτέλεση της ΕΕΕ μπορεί να θεωρηθούν εξαιρετικά υψηλά, μπορεί να προχωρήσει σε διαβούλευση με την αρχή έκδοσης σχετικά με το αν και πώς μπορούν να κατανεμηθούν τα έξοδα ή να τροποποιηθεί η ΕΕΕ.

Η αρχή εκτέλεσης ενημερώνει την αρχή έκδοσης σχετικά με τις λεπτομέρειες του μέρους των εξόδων που θεωρείται εξαιρετικά υψηλό.

3.   Σε εξαιρετικές περιπτώσεις όταν δεν επιτυγχάνεται συμφωνία για τα έξοδα της παραγράφου 2 η αρχή έκδοσης μπορεί να αποφασίσει:

α)

να αποσύρει εν όλω ή εν μέρει την ΕΕΕ· ή

β)

να διατηρήσει την ΕΕΕ και να επιβαρυνθεί με το μέρος των εξόδων που θεωρείται εξαιρετικά υψηλό.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΔΙΕΡΕΥΝΗΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ

Άρθρο 22

Προσωρινή μεταγωγή κρατουμένων στο κράτος έκδοσης με σκοπό την εκτέλεση ερευνητικού μέτρου

1.   Είναι δυνατή η έκδοση ΕΕΕ για την προσωρινή μεταγωγή προσώπου που κρατείται στο κράτος εκτέλεσης με σκοπό την εκτέλεση ερευνητικού μέτρου με το οποίο επιδιώκεται η συλλογή αποδεικτικών στοιχείων για την οποία απαιτείται η παρουσία του στο έδαφος του κράτους έκδοσης. Η εφαρμογή της παρούσας παραγράφου τελεί υπό τον όρο της επιστροφής του εν λόγω προσώπου εντός της προθεσμίας που ορίζει το κράτος εκτέλεσης.

2.   Εκτός από τους λόγους άρνησης της αναγνώρισης ή της εκτέλεσης του άρθρου 11, είναι επίσης δυνατή η άρνηση εκτέλεσης της ΕΕΕ εάν:

α)

ο κρατούμενος δεν συναινεί· ή

β)

η μεταγωγή ενδέχεται να παρατείνει την κράτηση του εν λόγω προσώπου.

3.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2 στοιχείο α), όταν το κράτος εκτέλεσης το θεωρεί αναγκαίο λόγω της ηλικίας ή της σωματικής ή διανοητικής κατάστασης του προσώπου, δίνεται η ευκαιρία στον νομικό εκπρόσωπο του κρατουμένου να διατυπώσει τη γνώμη του σχετικά με την προσωρινή μεταγωγή.

4.   Σε περίπτωση που εμπίπτει στις διατάξεις της παραγράφου 1, χορηγείται άδεια διέλευσης του κρατουμένου μέσω τρίτου κράτους μέλους (το «κράτος μέλος διέλευσης»), κατόπιν αιτήσεως συνοδευομένης από όλα τα απαραίτητα έγγραφα.

5.   Οι πρακτικές ρυθμίσεις σχετικά με την προσωρινή μεταγωγή του κρατουμένου, συμπεριλαμβανομένων των λεπτομερών συνθηκών κράτησής του στο κράτος έκδοσης, και οι ημερομηνίες μεταγωγής του και επιστροφής του στο έδαφος του κράτους εκτέλεσης συμφωνούνται μεταξύ των κρατών έκδοσης και εκτέλεσης, λαμβανομένων υπόψη της σωματικής και διανοητικής κατάστασης του προσώπου, καθώς και του επιπέδου ασφάλειας που απαιτείται στο κράτος έκδοσης.

6.   Ο κρατούμενος παραμένει υπό κράτηση στο έδαφος του κράτους έκδοσης και, ενδεχομένως, στο έδαφος του κράτους μέλους διέλευσης, για τις πράξεις ή τις καταδικαστικές αποφάσεις για τις οποίες κρατείτο στο κράτος εκτέλεσης, εκτός εάν το κράτος μέλος εκτέλεσης ζητήσει την απελευθέρωσή του.

7.   Η περίοδος κράτησης στο έδαφος του κράτους μέλους έκδοσης αφαιρείται από την περίοδο κράτησης η οποία έχει ή πρόκειται να επιβληθεί στον εν λόγω κρατούμενο στο έδαφος του κράτους μέλους εκτέλεσης.

8.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 6, πρόσωπο το οποίο τελεί υπό μεταγωγή δεν διώκεται, κρατείται ούτε υπόκειται σε οποιονδήποτε άλλο περιορισμό της προσωπικής του ελευθερίας στο κράτος έκδοσης για πράξεις ή καταδίκες προγενέστερες της αναχώρησής του από το έδαφος του κράτους εκτέλεσης οι οποίες δεν προβλέπονται στην ΕΕΕ.

9.   Η ασυλία που προβλέπεται στην παράγραφο 8 αίρεται εφόσον, ο μεταγόμενος, αν και είχε τη δυνατότητα να αναχωρήσει για μια περίοδο 15 διαδοχικών ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία η παρουσία του δεν κρίνεται πλέον απαραίτητη από τις αρχές έκδοσης:

α)

παρέμεινε στο έδαφος. ή

β)

αναχώρησε μεν αλλά στη συνέχεια επέστρεψε.

10.   Το κόστος που προκύπτει από την εφαρμογή του παρόντος άρθρου κατανέμεται σύμφωνα με το άρθρο 21, εκτός από τα έξοδα μεταγωγής του προσώπου προς και από το κράτος έκδοσης τα οποία επιβαρύνουν το εν λόγω κράτος.

Άρθρο 23

Προσωρινή μεταγωγή κρατουμένων στο κράτος εκτέλεσης με σκοπό την εκτέλεση ερευνητικού μέτρου

1.   Είναι δυνατή η έκδοση ΕΕΕ για την προσωρινή μεταγωγή προσώπου που κρατείται στο κράτος έκδοσης με σκοπό την εκτέλεση ερευνητικού μέτρου με το οποίο επιδιώκεται η συλλογή αποδείξεων για την οποία απαιτείται η παρουσία του στο έδαφος του κράτους εκτέλεσης.

2.   Η παράγραφος 2 στοιχείο α) και οι παράγραφοι 3 έως 9 του άρθρου 22 ισχύουν, τηρουμένων των αναλογιών, για την προσωρινή μεταγωγή δυνάμει του παρόντος άρθρου.

3.   Τα έξοδα που προκύπτουν από την εφαρμογή του παρόντος άρθρου κατανέμονται σύμφωνα με το άρθρο 21, εκτός από τα έξοδα μεταγωγής του προσώπου προς και από το κράτος έκδοσης τα οποία βαρύνουν το εν λόγω κράτος.

Άρθρο 24

Εξέταση με εικονοτηλεδιάσκεψη ή άλλου είδους οπτικοακουστική μετάδοση

1.   Εάν πρόσωπο το οποίο βρίσκεται στο έδαφος του κράτους εκτέλεσης πρέπει να εξεταστεί ως μάρτυρας ή πραγματογνώμονας από τις αρμόδιες αρχές του κράτους έκδοσης, η αρχή έκδοσης μπορεί να εκδώσει ΕΕΕ για την εξέταση του μάρτυρα ή του πραγματογνώμονα με εικονοτηλεδιάσκεψη ή άλλου είδους οπτικοακουστική μετάδοση, όπως προβλέπεται στις παραγράφους 5 έως 7.

Εκδίδεται επίσης από την εκδίδουσα αρχή μια ΕΕΕ για την εξέταση υπόπτου ή κατηγορουμένου με εικονοτηλεδιάσκεψη ή με άλλου είδους οπτικοακουστική μετάδοση.

2.   Εκτός από τους λόγους άρνησης της αναγνώρισης ή της εκτέλεσης του άρθρου 11, είναι επίσης δυνατή η άρνηση εκτέλεσης της ΕΕΕ εάν:

α)

δεν συναινεί ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος· ή

β)

η εκτέλεση ενός τέτοιου ερευνητικού μέτρου σε συγκεκριμένη υπόθεση αντίκειται στις θεμελιώδεις αρχές της νομοθεσίας του κράτους εκτέλεσης.

3.   Οι πρακτικές ρυθμίσεις σχετικά με την εξέταση συμφωνούνται μεταξύ της αρχής έκδοσης και της αρχής εκτέλεσης. Μόλις συμφωνηθούν οι ρυθμίσεις αυτές, η αρχή εκτέλεσης αναλαμβάνει:

α)

να ενημερώσει τον μάρτυρα ή τον πραγματογνώμονα σχετικά με την ώρα και τον τόπο της εξέτασης·

β)

να κλητεύσει τον ύποπτο ή τον κατηγορούμενο να εμφανιστεί προς εξέταση σύμφωνα με τους λεπτομερείς κανόνες που προβλέπονται στην νομοθεσία του κράτους εκτέλεσης και να ενημερώσει τον ύποπτο σχετικά με τα δικαιώματά του δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους εκτέλεσης, εγκαίρως ώστε να έχει τη δυνατότητα να ασκήσει αποτελεσματικά τα δικαιώματα υπεράσπισης που διαθέτει·

γ)

να διασφαλίσει την εξακρίβωση της ταυτότητας του προς εξέταση προσώπου.

4.   Αν στις περιστάσεις μιας συγκεκριμένης υπόθεσης η αρχή εκτέλεσης δεν έχει πρόσβαση στα τεχνικά μέσα για τη διεξαγωγή εικονοτηλεδιάσκεψης, τα μέσα αυτά είναι δυνατόν να τεθούν στη διάθεσή της από το κράτος έκδοσης με αμοιβαία συμφωνία.

5.   Οι ακόλουθοι κανόνες ισχύουν για την εξέταση με εικονοτηλεδιάσκεψη ή με άλλου είδους οπτικοακουστική μετάδοση:

α)

κατά την εξέταση παρίσταται διά αντιπροσώπου της, επικουρούμενη από διερμηνέα, αν αυτό απαιτείται, αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης, η οποία και είναι υπεύθυνη για την εξακρίβωση της ταυτότητας του προς εξέταση προσώπου, καθώς και για την τήρηση των θεμελιωδών αρχών της νομοθεσίας του κράτους εκτέλεσης.

Εάν η αρχή εκτέλεσης κρίνει ότι, κατά τη διάρκεια της εξέτασης, παραβιάζονται οι θεμελιώδεις αρχές της νομοθεσίας του κράτους εκτέλεσης, λαμβάνει αμέσως τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίσει τη συνέχιση της εξέτασης σύμφωνα με τις προαναφερόμενες αρχές·

β)

μέτρα για την προστασία του προς εξέταση προσώπου θα συμφωνούνται, εφόσον απαιτείται, μεταξύ των αρμόδιων αρχών του κράτους έκδοσης και του κράτους εκτέλεσης·

γ)

η εξέταση διενεργείται απευθείας από την αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης ή υπό την καθοδήγησή της και σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο αυτού του κράτους·

δ)

κατόπιν αιτήματος του κράτους έκδοσης ή του προς εξέταση προσώπου, το κράτος εκτέλεσης μεριμνά ώστε το προς εξέταση πρόσωπο να επικουρείται από διερμηνέα, κατά περίπτωση·

ε)

οι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι ενημερώνονται πριν από την εξέταση σχετικά με τα δικονομικά δικαιώματά τους, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος να μην καταθέσουν, που τους αναγνωρίζονται βάσει της νομοθεσίας του κράτους εκτέλεσης και του κράτους έκδοσης. Μάρτυρες και πραγματογνώμονες δικαιούνται να επικαλεστούν το δικαίωμα να μην καταθέσουν που ενδεχομένως τους αναγνωρίζει είτε το εθνικό δίκαιο του κράτους εκτέλεσης είτε το δίκαιο του κράτους έκδοσης και ενημερώνονται σχετικά με αυτό το δικαίωμα πριν από την εξέταση.

6.   Με την επιφύλαξη μέτρων που έχουν ενδεχομένως συμφωνηθεί για την προστασία των ενδιαφερόμενων, η αρχή εκτέλεσης συντάσσει πρακτικά στο τέλος της εξέτασης και τα αποστέλλει στην αρχή έκδοσης. Στα πρακτικά αναφέρεται η ημερομηνία και ο τόπος της εξέτασης, η ταυτότητα του εξετασθέντος, η ταυτότητα και η ιδιότητα κάθε άλλου προσώπου στο κράτος εκτέλεσης που συμμετείχε στην εξέταση, οποιαδήποτε ορκωμοσία και οι τεχνικές συνθήκες υπό τις οποίες πραγματοποιήθηκε η εξέταση.

7.   Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσει ότι εφαρμόζεται το εθνικό του δίκαιο ως αν η εξέταση να διενεργείτο στο πλαίσιο εθνικής διαδικασίας, όποτε εξετάζεται ένα πρόσωπο στο έδαφός του σύμφωνα με το παρόν άρθρο και αρνείται να καταθέσει όπως υποχρεούται, ή δεν καταθέτει την αλήθεια,

Άρθρο 25

Εξέταση με τηλεφωνική διάσκεψη

1.   Εάν πρόσωπο το οποίο βρίσκεται στο έδαφος ενός κράτους μέλους πρέπει να εξεταστεί ως μάρτυρας ή πραγματογνώμονας από τις αρμόδιες αρχές άλλου κράτους μέλους, η αρχή έκδοσης του δεύτερου κράτους μέλους μπορεί να εκδώσει ΕΕΕ για την εξέταση του μάρτυρα ή του πραγματογνώμονα με τηλεφωνική διάσκεψη όπως προβλέπεται στην παράγραφο 2, εφόσον δεν είναι σκόπιμο ή δυνατόν για το προς εξέταση πρόσωπο να εμφανιστεί στο έδαφος του πρώτου κράτους μέλους αυτοπροσώπως και αφού έχουν ήδη εξετασθεί άλλα κατάλληλα μέσα.

2.   Εκτός αντίθετης συμφωνίας, εφαρμόζονται στις εξετάσεις με τηλεφωνική διάσκεψη, τηρουμένων των αναλογιών, οι διατάξεις του άρθρου 24 παράγραφοι 3, 5, 6 και 7.

Άρθρο 26

Πληροφορίες σχετικά με τραπεζικούς και άλλους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς

1.   Είναι δυνατή η έκδοση ΕΕΕ για να καθοριστεί εάν ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο αποτελεί το αντικείμενο της ποινικής διαδικασίας διατηρεί ή ελέγχει έναν ή περισσότερους λογαριασμούς, οποιασδήποτε φύσης, σε τράπεζα ευρισκόμενη στο έδαφος του κράτους εκτέλεσης, και, εάν ναι, να ζητήσει να παρασχεθούν όλα τα στοιχεία των εντοπισμένων λογαριασμών.

2.   Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει, υπό τους όρους που καθορίζονται στο παρόν άρθρο, τα μέτρα που είναι αναγκαία για να είναι σε θέση να παρέχει τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

3.   Στις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνονται επίσης λογαριασμοί για τους οποίους ο εμπλεκόμενος στην ποινική διαδικασία ενεργεί ως πληρεξούσιος, εφόσον αυτό ζητείται στην ΕΕΕ.

4.   Η υποχρέωση που θεσπίζεται με το παρόν άρθρο ισχύει μόνο στο βαθμό που οι πληροφορίες βρίσκονται στην κατοχή της τράπεζας που τηρεί το λογαριασμό.

5.   Η αρχή έκδοσης αναφέρει στην ΕΕΕ γιατί θεωρεί ότι οι ζητούμενες πληροφορίες είναι πιθανόν να έχουν ουσιαστική σημασία για το σκοπό της ποινικής διαδικασίας και για ποιους λόγους τεκμαίρει ότι ο λογαριασμός ανήκει σε τράπεζες του κράτους εκτέλεσης και, κατά το δυνατόν, ποιες ενδέχεται να είναι οι τράπεζες αυτές. Επίσης περιλαμβάνει στην ΕΕΕ οποιαδήποτε διαθέσιμη πληροφορία η οποία δύναται να διευκολύνει την εκτέλεσή της.

6.   Είναι δυνατή επίσης η έκδοση ΕΕΕ για να καθοριστεί εάν ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο αποτελεί το αντικείμενο της ποινικής διαδικασίας διατηρεί έναν ή περισσότερους λογαριασμούς, σε μη τραπεζικό χρηματοπιστωτικό ίδρυμα ευρισκόμενο στο έδαφος του κράτους εκτέλεσης. Ισχύουν τηρουμένων των αναλογιών οι παράγραφοι 3 έως 5. Σε αυτή την περίπτωση και εκτός από τους λόγους άρνησης της αναγνώρισης ή εκτέλεσης που αναφέρονται στο άρθρο 11, χωρεί επίσης άρνηση της εκτέλεσης της ΕΕΕ αν η εκτέλεση του ερευνητικού μέτρου δεν θα επιτρεπόταν σε παρόμοια εγχώρια υπόθεση.

Άρθρο 27

Πληροφορίες σχετικά με τραπεζικές και άλλες χρηματοοικονομικές συναλλαγές

1.   Είναι δυνατή η έκδοση από το κράτος έκδοσης μιας ΕΕΕ για να ληφθούν τα στοιχεία συγκεκριμένων τραπεζικών λογαριασμών και τραπεζικών πράξεων που διενεργήθηκαν σε συγκεκριμένη περίοδο μέσω ενός ή περισσότερων λογαριασμών που προσδιορίζονται στην ΕΕΕ, περιλαμβανομένων των στοιχείων οποιουδήποτε εμβάλλοντος ή πιστούμενου λογαριασμού.

2.   Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει, υπό τους όρους που καθορίζονται στο παρόν άρθρο, τα μέτρα που είναι αναγκαία για να είναι σε θέση να παρέχει τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που θεσπίζονται στο παρόν άρθρο.

3.   Η υποχρέωση που θεσπίζεται με το παρόν άρθρο ισχύει μόνο στο βαθμό που οι πληροφορίες βρίσκονται στην κατοχή της τράπεζας που τηρεί το λογαριασμό.

4.   Η αρχή έκδοσης αναφέρει στην ΕΕΕ τον λόγο για τον οποίο θεωρεί ότι οι ζητούμενες πληροφορίες έχουν σημασία για την ποινική διαδικασία.

5.   Είναι επίσης δυνατή η έκδοση ΕΕΕ για πληροφορίες που προβλέπονται στην παράγραφο 1 όσον αφορά τις τραπεζικές πράξεις που διενεργούνται από μη τραπεζικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Ισχύουν τηρουμένων των αναλογιών οι παράγραφοι 3 έως 4. Σε αυτή την περίπτωση και εκτός από τους λόγους άρνησης της αναγνώρισης ή εκτέλεσης που αναφέρονται στο άρθρο 11, χωρεί επίσης άρνηση της εκτέλεσης της ΕΕΕ αν η εκτέλεση του ερευνητικού μέτρου δεν θα επιτρεπόταν σε παρόμοια εγχώρια υπόθεση.

Άρθρο 28

Ερευνητικά μέτρα που συνεπάγονται τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων σε πραγματικό χρόνο, συνεχώς και για ορισμένο χρονικό διάστημα

1.   Όταν η ΕΕΕ εκδίδεται με σκοπό την εκτέλεση ερευνητικού μέτρου που απαιτεί τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων σε πραγματικό χρόνο, συνεχώς και για ορισμένο χρονικό διάστημα, όπως:

α)

παρακολούθηση τραπεζικών ή άλλων χρηματοοικονομικών συναλλαγών που διενεργούνται μέσω ενός ή περισσότερων συγκεκριμένων λογαριασμών·

β)

ελεγχόμενη παράδοση στο έδαφος του κράτους εκτέλεσης,

η εκτέλεσή της δύναται να απορριφθεί, εκτός από τους λόγους άρνησης της αναγνώρισης ή της εκτέλεσης που προβλέπονται στο άρθρο 11, αν η εκτέλεση του σχετικού ερευνητικού μέτρου δεν θα επιτρεπόταν σε παρόμοια εγχώρια υπόθεση.

2.   Οι πρακτικές ρυθμίσεις για το μέτρο που προβλέπεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) και όπου αλλού είναι αναγκαίες, συμφωνούνται μεταξύ του κράτους έκδοσης και εκτέλεσης.

3.   Η αρχή έκδοσης αναφέρει στην ΕΕΕ τον λόγο για τον οποίο θεωρεί ότι οι ζητούμενες πληροφορίες έχουν σημασία για την ποινική διαδικασία.

4.   Το δικαίωμα διενέργειας, καθοδήγησης και ελέγχου επιχειρήσεων σχετικών με την εκτέλεση ΕΕΕ που προβλέπεται στην παράγραφο 1 έχουν οι αρμόδιες αρχές του κράτους εκτέλεσης.

Άρθρο 29

Μυστικές έρευνες

1.   Είναι δυνατή η έκδοση ΕΕΕ για να κληθεί το κράτος εκτέλεσης να βοηθήσει το κράτος έκδοσης κατά τη διεξαγωγή ποινικής έρευνας από αξιωματικούς υπό μυστική ιδιότητα ή πλασματική ταυτότητα (μυστικές έρευνες).

2.   Η αρχή έκδοσης αναφέρει στην ΕΕΕ το λόγο για τον οποίο θεωρεί ότι μια μυστική έρευνα ενδέχεται να έχει σημασία για την εν λόγω ποινική διαδικασία. Η απόφαση για την αναγνώριση και την εκτέλεση ΕΕΕ εκδοθείσας σύμφωνα με τους όρους του παρόντος άρθρου εκδίδεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από τις αρμόδιες αρχές του κράτους εκτέλεσης, λαμβανομένων δεόντως υπόψη των εθνικών του νομοθετικών διατάξεων και διαδικασιών.

3.   Εκτός από τους λόγους άρνησης της αναγνώρισης ή της εκτέλεσης του άρθρου 11 η αρχή εκτέλεσης μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεση ΕΕΕ που αναφέρεται στην παράγραφο 1 όταν:

α)

η εκτέλεση του σχετικού μέτρου δεν θα επιτρεπόταν σε παρόμοια εγχώρια υπόθεση· ή

β)

εφόσον δεν μπόρεσε να επιτευχθεί συμφωνία σχετικά με τις ρυθμίσεις για τις μυστικές έρευνες, όπως ορίζονται στην παράγραφο 4.

4.   Οι μυστικές έρευνες διεξάγονται κατά τη νομοθεσία και τις διαδικασίες του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου λαμβάνουν χώρα. Το δικαίωμα διενέργειας, καθοδήγησης και ελέγχου μυστικών ερευνών έχουν αποκλειστικά οι αρμόδιες αρχές του κράτους εκτέλεσης. Η διάρκεια της μυστικής έρευνας, οι λεπτομερείς προϋποθέσεις και το νομικό καθεστώς των συμμετεχόντων αξιωματικών κατά τη διάρκεια των μυστικών ερευνών συμφωνούνται μεταξύ των κρατών έκδοσης και εκτέλεσης, λαμβανομένων δεόντως υπόψη των εθνικών τους νομοθετικών διατάξεων και διαδικασιών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ

Άρθρο 30

Παρακολούθηση τηλεπικοινωνιών με την τεχνική βοήθεια άλλου κράτους μέλους

1.   Μπορεί να εκδοθεί ΕΕΕ για την παρακολούθηση τηλεπικοινωνιών στο κράτος μέλος το οποίο πρέπει να παράσχει την τεχνική βοήθεια.

2.   Όταν περισσότερα του ενός κράτη μέλη είναι σε θέση να παράσχουν την πλήρη τεχνική βοήθεια που απαιτείται για την ίδια παρακολούθηση τηλεπικοινωνιών, η ΕΕΕ αποστέλλεται μόνο σε ένα εξ αυτών, προτιμάται δε πάντα το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται ή θα βρίσκεται ο παρακολουθούμενος στην ποινική διαδικασία.

3.   Η ΕΕΕ που προβλέπεται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνει επίσης τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

πληροφορίες για την εξακρίβωση της ταυτότητας του προσώπου που αφορά η παρακολούθηση·

β)

την επιθυμητή διάρκεια της παρακολούθησης· και

γ)

την παροχή επαρκών τεχνικών δεδομένων, ιδίως του αναγνωριστικού στοιχείου του στόχου, για να μπορέσει να εκτελεσθεί η ΕΕΕ.

4.   Η αρχή έκδοσης αναφέρει διά της ΕΕΕ το λόγο για τον οποίο θεωρεί ότι τα αναφερόμενα εκεί ερευνητικά μέτρα έχουν σημασία για την ποινική διαδικασία.

5.   Εκτός από τους λόγους άρνησης της αναγνώρισης ή εκτέλεσης που αναφέρονται στο άρθρο 11, χωρεί επίσης άρνηση της εκτέλεσης ΕΕΕ που προβλέπεται στην παράγραφο 1 αν το συγκεκριμένο μέτρο δεν θα επιτρεπόταν σε παρόμοια εγχώρια υπόθεση. Το κράτος μέλος εκτέλεσης μπορεί να εξαρτήσει τη συγκατάθεσή του από τυχόν όρους, οι οποίοι θα έπρεπε να τηρούνται σε παρόμοια εγχώρια υπόθεσή του.

6.   Η ΕΕΕ που προβλέπεται στην παράγραφο 1 δύναται να εκτελείται:

α)

με την άμεση διαβίβαση τηλεπικοινωνιών στο κράτος έκδοσης, ή

β)

με την παρακολούθηση, καταγραφή και εν συνεχεία διαβίβαση του προϊόντος της παρακολούθησης τηλεπικοινωνιών στο κράτος έκδοσης.

Η αρχή έκδοσης και η αρχή εκτέλεσης διαβουλεύονται μεταξύ τους με σκοπό να συμφωνήσουν αν η παρακολούθηση θα διεξάγεται σύμφωνα με το στοιχείο α) ή το στοιχείο β).

7.   Κατά την έκδοση ΕΕΕ που προβλέπεται στην παράγραφο 1 ή κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης, η αρχή έκδοσης μπορεί να ζητεί επίσης μεταγραφή, αποκωδικοποίηση ή αποκρυπτογράφηση της καταγραφής εφόσον έχει συγκεκριμένο λόγο, ή συμφωνεί η αρχή εκτέλεσης.

8.   Τα έξοδα που απορρέουν από την εφαρμογή του παρόντος άρθρου κατανέμονται σύμφωνα με το άρθρο 21, εκτός από τα έξοδα μεταγραφής, αποκωδικοποίησης και αποκρυπτογράφησης των τηλεπικοινωνιών τα οποία βαρύνουν το κράτος έκδοσης.

Άρθρο 31

Κοινοποίηση προς το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται ο παρακολουθούμενος και από το οποίο δεν απαιτείται παροχή τεχνικής βοήθειας

1.   Σε περίπτωση που για την εκτέλεση ερευνητικού μέτρου, παρέχεται άδεια από την αρμόδια αρχή κράτους μέλους («του κράτους μέλους παρακολούθησης») για την παρακολούθηση τηλεπικοινωνιών και η διεύθυνση επικοινωνίας του παρακολουθούμενου που προσδιορίζεται στην εντολή παρακολούθησης χρησιμοποιείται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους («του κράτους μέλους στο οποίο απευθύνεται η κοινοποίηση») από το οποίο δεν απαιτείται τεχνική βοήθεια για τη διενέργεια της παρακολούθησης, το κράτος μέλος παρακολούθησης ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο απευθύνεται η κοινοποίηση σχετικά με την παρακολούθηση:

α)

πριν από την παρακολούθηση σε περίπτωση κατά την οποία η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους παρακολούθησης γνωρίζει, όταν διατάσσει την παρακολούθηση, ότι ο παρακολουθούμενος βρίσκεται ή θα βρίσκεται στο έδαφος του κράτους μέλους στο οποίο απευθύνεται η κοινοποίηση·

β)

κατά ή μετά τη διενέργεια της παρακολούθησης, αμέσως μόλις λάβει γνώση ότι ο παρακολουθούμενος βρίσκεται ή βρισκόταν, κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης, στο έδαφος του κράτους μέλους στο οποίο απευθύνεται η κοινοποίηση.

2.   Η κοινοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 γίνεται με το έντυπο που προβλέπεται στο παράρτημα Γ.

3.   Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η παρακολούθηση δεν θα επιτρεπόταν σε παρόμοια εγχώρια υπόθεση, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο απευθύνεται η κοινοποίηση μπορεί να ενημερώνει αμέσως, και το αργότερο 96 ώρες από την παραλαβή της κοινοποίησης κατά την παράγραφο 1, την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους παρακολούθησης ότι:

α)

η παρακολούθηση δεν μπορεί να διεξαχθεί ή πρέπει να τερματιστεί· και

β)

εφόσον είναι αναγκαίο, τυχόν υλικό που προέκυψε ήδη από την παρακολούθηση του παρακολουθουμένου ενώ ήταν ακόμη στο έδαφός του δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ή μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο υπό όρους που το ίδιο θα καθορίσει. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο απευθύνεται η κοινοποίηση ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους παρακολούθησης για τους λόγους που δικαιολογούν τους όρους αυτούς.

4.   Το άρθρο 5 παράγραφος 2 ισχύει, τηρουμένων των αναλογιών, για την κοινοποίηση που προβλέπεται στην παράγραφο 2.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΠΡΟΣΩΡΙΝΑ ΜΕΤΡΑ

Άρθρο 32

Προσωρινά μέτρα

1.   Μια ΕΕΕ μπορεί να εκδοθεί από την εκδίδουσα αρχή για να ληφθεί οποιοδήποτε μέτρο με σκοπό την προσωρινή πρόληψη της καταστροφής, μετατροπής, απομάκρυνσης, μεταφοράς ή διάθεσης ενός στοιχείου το οποίο μπορεί να χρησιμεύσει ως απόδειξη.

2.   Η αρχή εκτέλεσης αποφασίζει και κοινοποιεί την απόφασή της περί των προσωρινών μέτρων το συντομότερο δυνατόν και, εφόσον είναι εφικτό, εντός 24 ωρών από την παραλαβή της ΕΕΕ.

3.   Σε περίπτωση που ζητείται το προσωρινό μέτρο που προβλέπεται στην παράγραφο 1, η αρχή έκδοσης αναφέρει στην ΕΕΕ αν τα αποδεικτικά στοιχεία θα μεταβιβασθούν στο κράτος έκδοσης ή αν θα παραμείνουν στο κράτος εκτέλεσης. Η αρχή εκτέλεσης αναγνωρίζει και εκτελεί αυτήν την ΕΕΕ και μεταβιβάζει τα αποδεικτικά στοιχεία σύμφωνα με τις διαδικασίες που καθορίζονται στην οδηγία.

4.   Σε περίπτωση που, σύμφωνα με την παράγραφο 3, η ΕΕΕ συνοδεύεται από εντολή να παραμείνουν στο κράτος εκτέλεσης τα αποδεικτικά στοιχεία, η αρχή έκδοσης καθορίζει την ημερομηνία άρσης του προσωρινού μέτρου που προβλέπεται στην παράγραφο 1, ή την προβλεπόμενη ημερομηνία υποβολής της αίτησης για τη μεταφορά των αποδεικτικών στοιχείων στο κράτος έκδοσης.

5.   Έπειτα από διαβούλευση με την αρχή έκδοσης, η αρχή εκτέλεσης μπορεί, σύμφωνα με τις εθνικές της νομοθετικές διατάξεις και πρακτικές, να ορίσει κατάλληλες προϋποθέσεις ανάλογα με τις περιστάσεις της υπόθεσης, για να μειωθεί το διάστημα για το οποίο θα διατηρηθεί το προσωρινό μέτρο που αναφέρεται στην παράγραφο 1. Αν, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις αυτές, η αρχή εκτέλεσης εξετάζει την άρση του προσωρινού μέτρου, ενημερώνει σχετικά την αρχή έκδοσης, η οποία θα έχει τη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις της. Η αρχή έκδοσης κοινοποιεί αμέσως στην αρχή εκτέλεσης την άρση των προσωρινών μέτρων που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 33

Κοινοποιήσεις

1.   Έως τις 22 Μαΐου 2017 κάθε κράτος μέλος κοινοποιεί στην Επιτροπή τα ακόλουθα:

α)

την αρχή ή τις αρχές που, σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο, είναι αρμόδιες βάσει του άρθρου 2 στοιχεία γ) και δ) όταν το εν λόγω κράτος μέλος είναι το κράτος έκδοσης ή το κράτος εκτέλεσης,

β)

τις γλώσσες που είναι αποδεκτές για την ΕΕΕ, κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 5 παράγραφος 2,

γ)

τις πληροφορίες σχετικά με την ή τις κεντρικές αρχές που ορίζει το κράτος μέλος εάν επιθυμεί να κάνει χρήση της δυνατότητας που παρέχει το άρθρο 7 παράγραφος 3. Οι πληροφορίες αυτές είναι δεσμευτικές για τις αρχές του κράτους έκδοσης,

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να δώσουν στην Επιτροπή τον κατάλογο των εγγράφων που απαιτεί δυνάμει του άρθρου 22 παράγραφος 4.

3.   Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή για κάθε τροποποίηση των πληροφοριών των παραγράφων 1 και 2.

4.   Η Επιτροπή κοινοποιεί τις πληροφορίες που λαμβάνει κατ' εφαρμογή του παρόντος άρθρου σε όλα τα κράτη μέλη και στο Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο (ΕΔΔ). Το ΕΔΔ κοινοποιεί τις πληροφορίες στον ιστότοπο που προβλέπεται στο άρθρο 9 της απόφασης 2008/976/ΔΕΥ του Συμβουλίου (18).

Άρθρο 34

Σχέσεις με άλλες νομικές πράξεις, συμφωνίες και ρυθμίσεις

1.   Χωρίς να θίγεται η εφαρμογή τους μεταξύ των κρατών μελών και τρίτων κρατών και η προσωρινή τους εφαρμογή δυνάμει του άρθρου 35, η παρούσα οδηγία αντικαθιστά, από τις 22 Μαΐου 2017, τις αντίστοιχες διατάξεις των ακόλουθων συμβάσεων που εφαρμόζονται στις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών που δεσμεύονται από την παρούσα οδηγία:

α)

ευρωπαϊκή σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης της 20ής Απριλίου 1959 περί αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής επί ποινικών υποθέσεων και τα δύο πρόσθετα πρωτόκολλα της καθώς και διμερείς συμφωνίες που έχουν συναφθεί δυνάμει του άρθρου 26 της εν λόγω σύμβασης·

β)

σύμβαση για την εφαρμογή της συμφωνίας του Σένγκεν·

γ)

σύμβαση για την αμοιβαία δικαστική συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το πρωτόκολλό της.

2.   Η απόφαση-πλαίσιο 2008/978/ΔΕΥ αντικαθίσταται από την παρούσα οδηγία για όλα τα κράτη μέλη που δεσμεύει η παρούσα οδηγία. Οι διατάξεις της απόφασης-πλαισίου 2003/577/ΔΕΥ αντικαθίστανται από την παρούσα οδηγία για όλα τα κράτη μέλη που δεσμεύονται από αυτήν όσον αφορά τη δέσμευση αποδεικτικών στοιχείων.

Για τα κράτη μέλη που δεσμεύονται από την παρούσα οδηγία, οι παραπομπές στην απόφαση-πλαίσιο 2008/978/ΔΕΥ και, όσον αφορά την δέσμευση αποδεικτικών στοιχείων, στην απόφαση-πλαίσιο 2003/577/ΔΕΥ, ερμηνεύονται ως παραπομπές στην παρούσα οδηγία.

3.   Εκτός από την παρούσα οδηγία, τα κράτη μέλη μπορούν να συνάπτουν ή να συνεχίσουν να εφαρμόζουν τις διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες ή ρυθμίσεις με άλλα κράτη μέλη ύστερα από τις 22 Μαΐου 2017 μόνο στο μέτρο που αυτές καθιστούν δυνατή την περαιτέρω ενίσχυση των στόχων της παρούσας οδηγίας και συμβάλλουν στην απλούστευση ή στην περαιτέρω διευκόλυνση των διαδικασιών συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων και εφόσον τηρούν το επίπεδο των διασφαλίσεων που προβλέπεται με την παρούσα οδηγία.

4.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή, έως τις 22 Μαΐου 2017 τις ισχύουσες συμφωνίες και ρυθμίσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 3 που επιθυμούν να εξακολουθήσουν να εφαρμόζουν. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν επίσης στην Επιτροπή εντός τριών μηνών την υπογραφή οποιασδήποτε νέας συμφωνίας ή ρύθμισης που αναφέρεται στην παράγραφο 3.

Άρθρο 35

Μεταβατικές ρυθμίσεις

1.   Οι αιτήσεις αμοιβαίας συνδρομής που παραλαμβάνονται πριν από τις 22 Μαΐου 2017 συνεχίζουν να διέπονται από υφιστάμενες πράξεις περί αμοιβαίας συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις. Οι αποφάσεις για τη δέσμευση αποδεικτικών στοιχείων δυνάμει της απόφασης-πλαισίου 2003/577/ΔΕΥ που παραλαμβάνονται πριν από τις 22 Μαΐου 2017 διέπονται επίσης από την απόφαση-πλαίσιο.

2.   Το άρθρο 8 παράγραφος 1 ισχύει τηρουμένων των αναλογιών έναντι της ΕΕΕ ύστερα από απόφαση δέσμευσης που λαμβάνεται δυνάμει της απόφασης-πλαισίου 2003/577/ΔΕΥ.

Άρθρο 36

Μεταφορά στην εθνική νομοθεσία

1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία έως τις 22 Μαΐου 2017.

2.   Όταν τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα ανωτέρω μέτρα, αυτά περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την παραπομπή αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της παραπομπής αυτής καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

3.   Έως τις 22 Μαΐου 2017, τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή το κείμενο των διατάξεων με τις οποίες μεταφέρουν στο εθνικό τους δίκαιο τις υποχρεώσεις που τους επιβάλλει η παρούσα οδηγία.

Άρθρο 37

Έκθεση περί εφαρμογής

Το αργότερο πέντε έτη από τις 21 Μαΐου 2014, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έκθεση περί εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, βάσει ποιοτικών και ποσοτικών πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων συγκεκριμένα της αξιολόγησης των επιπτώσεών της στη συνεργασία επί ποινικών υποθέσεων και στην προστασία των προσώπων, καθώς και της εφαρμογής των διατάξεων περί παρακολούθησης των τηλεπικοινωνιών υπό το πρίσμα των τεχνικών εξελίξεων. Εάν απαιτείται, η έκθεση αυτή συνοδεύεται από προτάσεις τροποποίησης της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 38

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα μετά τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 39

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη σύμφωνα με τις Συνθήκες.

Βρυξέλλες, 3 Απριλίου 2014.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

Δ. ΚΟΥΡΚΟΥΛΑΣ


(1)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 27ης Φεβρουαρίου 2014 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 14ης Μαρτίου 2014.

(2)  Απόφαση-πλαίσιο 2003/577/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2003, σχετικά με την εκτέλεση των αποφάσεων δέσμευσης περιουσιακών ή αποδεικτικών στοιχείων στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ L 196 της 2.8.2003, σ. 45).

(3)  Απόφαση-πλαίσιο 2008/978/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων προς λήψη αντικειμένων, εγγράφων και δεδομένων για χρήση σε ποινικές διαδικασίες (ΕΕ L 350 της 30.12.2008, σ. 72).

(4)  Σύμβαση εφαρμογής της συμφωνίας του Σένγκεν της 14ης Ιουνίου 1985 μεταξύ των κυβερνήσεων των κρατών της Οικονομικής Ένωσης Μπενελούξ, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας, σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα (ΕΕ L 239 της 22.9.2000, σ. 19).

(5)  Οδηγία 2010/64/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 2010, σχετικά με το δικαίωμα διερμηνείας και μετάφρασης κατά την ποινική διαδικασία (ΕΕ L 280 της 26.10.2010, σ. 1).

(6)  Οδηγία 2012/13/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2012, σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών (ΕΕ L 142 της 1.6.2012, σ. 1).

(7)  Οδηγία 2013/48/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013, σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας και διαδικασίας εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, καθώς και σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης τρίτου προσώπου σε περίπτωση στέρησης της ελευθερίας του και με το δικαίωμα επικοινωνίας με τρίτα πρόσωπα και με προξενικές αρχές κατά τη διάρκεια της στέρησης της ελευθερίας (ΕΕ L 294 της 6.11.2013, σ. 1).

(8)  Πράξη του Συμβουλίου, της 16ης Οκτωβρίου 2001, για κατάρτιση, σύμφωνα με το άρθρο 34 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, του πρωτοκόλλου της σύμβασης για την αμοιβαία δικαστική συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ C 326 της 21.11.2001, σ. 1).

(9)  Απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών (ΕΕ L 190 της 18.7.2002, σ. 1).

(10)  Οδηγία 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (ΕΕ L 309 της 25.11.2005, σ. 15).

(11)  ΕΕ C 369 της 17.12.2011, σ. 14.

(12)  ΕΕ C 355 της 29.12.2010, σ. 1.

(13)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1).

(14)  Σύμβαση που καταρτίζεται από το Συμβούλιο βάσει του άρθρου 34 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, για την αμοιβαία δικαστική συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ C 197 της 12.7.2000, σ. 3).

(15)  Απόφαση-πλαίσιο 2002/465/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, σχετικά με τις κοινές ομάδες έρευνας (ΕΕ L 162 της 20.6.2002, σ. 1).

(16)  Κοινή δράση 98/428/ΔΕΥ, της 29ης Ιουνίου 1998, που θεσπίστηκε από το Συμβούλιο βάσει του άρθρου Κ.3 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, για τη δημιουργία ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου (ΕΕ L 191 της 7.7.1998, σ. 4).

(17)  Απόφαση-πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2008, για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τυγχάνουν επεξεργασίας στο πλαίσιο της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις (ΕΕ L 350 της 30.12.2008, σ. 60).

(18)  Απόφαση 2008/976/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2008 σχετικά με το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο (ΕΕ L 348 της 24.12.2008, σ. 130).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ A

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΤΟΛΗ ΕΡΕΥΝΑΣ (ΕΕΕ)

Η παρούσα ΕΕΕ εκδόθηκε από αρμόδια αρχή. Η αρχή έκδοσης βεβαιώνει ότι η έκδοση της παρούσας ΕΕΕ είναι απαραίτητη και αναλογική για τους σκοπούς της διαδικασίας που προσδιορίζεται σε αυτήν, λαμβανομένων υπόψη των δικαιωμάτων του υπόπτου ή κατηγορουμένου, και ότι τα ζητούμενα ερευνητικά μέτρα θα μπορούσαν να είχαν διαταχθεί υπό τις ίδιες προϋποθέσεις σε παρόμοια εγχώρια υπόθεση. Ζητώ να εκτελεσθούν το ερευνητικό μέτρο ή μέτρα που παρατίθενται στη συνέχεια, λαμβανομένης δεόντως υπόψη της εμπιστευτικότητας της έρευνας, και να διαβιβασθούν τα αποδεικτικά στοιχεία που θα προκύψουν από την εκτέλεση της ΕΕΕ.

Image

Image

Image

Image

Image

Image

Image

Image


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β

ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗ ΠΑΡΑΛΑΒΗΣ ΕΕΕ

Το παρόν έντυπο συμπληρώνεται από την αρχή του κράτους εκτέλεσης που παρέλαβε την ΕΕΕ που αναφέρεται στη συνέχεια.

Image

Image


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ

Το παρόν έντυπο χρησιμοποιείται για να ενημερωθεί ένα κράτος μέλος για παρακολούθηση τηλεπικοινωνιών που θα διεξαχθεί ή έχει διεξαχθεί ήδη στο έδαφός του χωρίς την τεχνική του συνδρομή. Με την παρούσα ενημερώνω … (κράτος μέλος προς το οποίο γίνεται η κοινοποίηση) για την παρακολούθηση.

Image

Image


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Δ

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΑΔΙΚΗΜΑΤΩΝ ΚΑΤ' ΑΡΘΡΟ 11

συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση,

τρομοκρατία,

εμπορία ανθρώπων,

σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών και παιδική πορνογραφία,

παράνομη διακίνηση ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών,

παράνομη διακίνηση όπλων, πυρομαχικών και εκρηκτικών,

διαφθορά,

καταδολίευση, συμπεριλαμβανομένης της απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά την έννοια της σύμβασης της 26ης Ιουλίου 1995 σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων,

νομιμοποίηση προϊόντων εγκλήματος,

παραχάραξη, περιλαμβανομένης της κιβδηλείας του ευρώ,

εγκληματικότητα στον κυβερνοχώρο,

εγκλήματα κατά του περιβάλλοντος, περιλαμβανομένου του λαθρεμπορίου απειλούμενων ζωικών ειδών και του λαθρεμπορίου απειλούμενων φυτικών ειδών και φυτικών ποικιλιών,

παροχή βοήθειας για την παράνομη είσοδο και διαμονή,

ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, βαριά σωματική βλάβη,

παράνομο εμπόριο ανθρωπίνων οργάνων και ιστών,

απαγωγή, παράνομη κατακράτηση και περιαγωγή σε ομηρία,

ρατσισμός και ξενοφοβία,

οργανωμένη ή ένοπλη ληστεία,

παράνομη διακίνηση πολιτιστικών αγαθών, συμπεριλαμβανομένων των αρχαιοτήτων και των έργων τέχνης,

υπεξαίρεση,

«προστασία» έναντι χρημάτων και εκβίαση,

παράνομη απομίμηση και πειρατεία προϊόντων,

πλαστογραφία και διακίνηση διοικητικών εγγράφων,

πλαστογραφία μέσων πληρωμής,

παράνομη διακίνηση ορμονικών ουσιών και άλλων αυξητικών παραγόντων,

λαθρεμπόριο πυρηνικών και ραδιενεργών ουσιών,

εμπορία κλεμμένων οχημάτων,

βιασμός,

εμπρησμός,

εγκλήματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου,

αεροπειρατεία και πειρατεία,

δολιοφθορά.


Top