Dette dokument er et uddrag fra EUR-Lex
Dokument 32013H0099
2013/99/EU: Commission Recommendation of 19 February 2013 on a coordinated control plan with a view to establish the prevalence of fraudulent practices in the marketing of certain foods
2013/99/ΕΕ: Σύσταση της Επιτροπής, της 19ης Φεβρουαρίου 2013 , για την εφαρμογή συντονισμένου προγράμματος με σκοπό να διαγνωστεί η συχνότητα δόλιων πρακτικών στην εμπορία ορισμένων τροφίμων
2013/99/ΕΕ: Σύσταση της Επιτροπής, της 19ης Φεβρουαρίου 2013 , για την εφαρμογή συντονισμένου προγράμματος με σκοπό να διαγνωστεί η συχνότητα δόλιων πρακτικών στην εμπορία ορισμένων τροφίμων
ΕΕ L 48 της 21.2.2013, s. 28–32
(BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)
I kraft
21.2.2013 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
L 48/28 |
ΣΫΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ
της 19ης Φεβρουαρίου 2013
για την εφαρμογή συντονισμένου προγράμματος με σκοπό να διαγνωστεί η συχνότητα δόλιων πρακτικών στην εμπορία ορισμένων τροφίμων
(2013/99/ΕΕ)
Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,
Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 882/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τη διενέργεια επισήμων ελέγχων της συμμόρφωσης προς τη νομοθεσία περί ζωοτροφών και τροφίμων και προς τους κανόνες για την υγεία και την καλή διαβίωση των ζώων (1), και ιδίως το άρθρο 53,
Εκτιμώντας τα ακόλουθα:
(1) |
Το άρθρο 53 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 882/2004 επιτρέπει στην Επιτροπή να συνιστά, όταν το κρίνει αναγκαίο, την εφαρμογή συντονισμένων σχεδίων που οργανώνονται σε κατά περίπτωση βάση, ιδίως με σκοπό να διαγνωστεί η συχνότητα των κινδύνων στις ζωοτροφές, τα τρόφιμα ή τα ζώα. |
(2) |
Η οδηγία 2000/13/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 2000, για προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την επισήμανση, την παρουσίαση και τη διαφήμιση των τροφίμων (2) καθορίζει ενωσιακούς κανόνες για την επισήμανση των τροφίμων, οι οποίοι εφαρμόζονται σε όλα τα τρόφιμα. |
(3) |
Σύμφωνα με την οδηγία 2000/13/ΕΚ, η επισήμανση του τροφίμου και οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται γι’ αυτήν δεν πρέπει να οδηγούν σε πλάνη τον καταναλωτή, ιδίως ως προς τα χαρακτηριστικά του τροφίμου, συμπεριλαμβανομένης της πραγματικής του φύσης και της ταυτότητάς του. Επιπλέον, αν δεν υπάρχουν ειδικοί ενωσιακοί ή εθνικοί κανόνες, η ονομασία με την οποία πωλείται ένα τρόφιμο πρέπει να είναι είτε η καθιερωμένη ονομασία που χρησιμοποιείται συνήθως στο κράτος μέλος στο οποίο γίνεται η πώληση είτε περιγραφή του τροφίμου διατυπωμένη με επαρκή ακρίβεια ώστε να μπορεί ο αγοραστής να αντιλαμβάνεται την πραγματική φύση του προϊόντος. |
(4) |
Επιπλέον, στην επισήμανση των προσυσκευασμένων τροφίμων που προορίζονται για τον τελικό καταναλωτή ή για μονάδες ομαδικής εστίασης πρέπει να αναγράφονται όλα τα συστατικά. Ειδικότερα, στα τρόφιμα που περιέχουν κρέας ως συστατικό, όταν τα τρόφιμα αυτά προορίζονται για τον τελικό καταναλωτή ή για μονάδες ομαδικής εστίασης, πρέπει επίσης να αναγράφεται απευθείας πάνω στη συσκευασία ή σε ετικέτα που επικολλάται σ’ αυτήν το είδος του ζώου από το οποίο προέρχεται το κρέας. Αν το συστατικό αναφέρεται στην ονομασία του τροφίμου, τότε πρέπει επίσης να αναγράφεται στον κατάλογο των συστατικών η ποσότητά του, εκφρασμένη ως ποσοστό, ώστε να αποφεύγεται η παραπλάνηση του καταναλωτή όσον αφορά την ταυτότητα και τη σύνθεση του τροφίμου. |
(5) |
Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 853/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον καθορισμό ειδικών κανόνων υγιεινής για τα τρόφιμα ζωικής προέλευσης (3) προβλέπει συμπληρωματικές απαιτήσεις επισήμανσης για συγκεκριμένα τρόφιμα. Ειδικότερα, προβλέπει ότι οι συσκευασίες που προορίζονται προς εφοδιασμό του τελικού καταναλωτή και περιέχουν κιμά, μεταξύ άλλων, από μόνοπλα πρέπει να φέρουν σημείωση ότι τα προϊόντα αυτά πρέπει να μαγειρεύονται πριν καταναλωθούν, εφόσον και στον βαθμό που το απαιτούν οι εθνικοί κανόνες του κράτους μέλους στην επικράτεια του οποίου το προϊόν διατίθεται στην αγορά. |
(6) |
Το τμήμα III του παραρτήματος II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 853/2004 ορίζει ότι οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων τροφίμων που εκμεταλλεύονται σφαγεία πρέπει να ζητούν, να λαμβάνουν και να ελέγχουν πληροφορίες για την τροφική αλυσίδα, καθώς επίσης να λαμβάνουν σχετικά μέτρα όσον αφορά όλα τα ζώα, πλην των άγριων θηραμάτων, που αποστέλλονται ή πρόκειται να αποσταλούν στο σφαγείο. Οι σχετικές πληροφορίες για την τροφική αλυσίδα πρέπει να καλύπτουν, ιδίως, τα κτηνιατρικά φάρμακα που χορηγούνται στα ζώα κατά τη σχετική περίοδο και με περίοδο αναμονής μεγαλύτερη του μηδενός, μαζί με τις ημερομηνίες χορήγησής τους και τις περιόδους αναμονής. Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 854/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον καθορισμό ειδικών διατάξεων για την οργάνωση των επίσημων ελέγχων στα προϊόντα ζωικής προέλευσης που προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο (4) ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι ο επίσημος κτηνίατρος υποχρεούται να εκτελεί ελεγκτικά καθήκοντα και καθήκοντα επιθεώρησης. Ειδικότερα, ο επίσημος κτηνίατρος υποχρεούται να ελέγχει και να αναλύει τις σχετικές πληροφορίες από τα αρχεία της εκμετάλλευσης προέλευσης των ζώων που προορίζονται για σφαγή, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών για την τροφική αλυσίδα, και να λαμβάνει υπόψη τα τεκμηριωμένα αποτελέσματα του ελέγχου και της ανάλυσης αυτής κατά τη διενέργεια των επιθεωρήσεων πριν και μετά τη σφαγή. |
(7) |
Έπειτα από επίσημους ελέγχους που διενεργούνται από τον Δεκέμβριο του 2012 σε ορισμένα κράτη μέλη, η Επιτροπή πληροφορήθηκε ότι ορισμένα προσυσκευασμένα προϊόντα περιείχαν κρέας αλόγου το οποίο δεν είχε δηλωθεί στον κατάλογο των συστατικών που αναγράφονται απευθείας στη συσκευασία ή σε ετικέτα που επικολλάται σ’ αυτήν. Αντίθετα, η ονομασία ορισμένων τροφίμων αυτού του είδους και/ή ο συνοδευτικός κατάλογος των συστατικών τους ανέφεραν παραπλανητικά ότι το προϊόν περιείχε μόνο βοδινό κρέας. |
(8) |
Σύμφωνα με το άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2002, για τον καθορισμό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων και τον καθορισμό διαδικασιών σε θέματα ασφαλείας των τροφίμων (5), οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων τροφίμων εξασφαλίζουν ότι τα τρόφιμα, σε όλα τα στάδια της παραγωγής, μεταποίησης και διανομής μέσα στην επιχείρηση που βρίσκεται υπό τον έλεγχό τους, ικανοποιούν τις απαιτήσεις της νομοθεσίας για τα τρόφιμα οι οποίες αφορούν τις δραστηριότητές τους και επαληθεύουν την ικανοποίηση αυτών των απαιτήσεων. |
(9) |
Τα άλογα είναι ζώα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν είτε για την παραγωγή τροφίμων («τροφοπαραγωγικά») είτε για άλλους σκοπούς («μη τροφοπαραγωγικά«). Η φαινυλοβουταζόνη είναι κτηνιατρικό φάρμακο η χρήση του οποίου επιτρέπεται μόνο σε μη τροφοπαραγωγικά ζώα, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 37/2010 της Επιτροπής, της 22ας Δεκεμβρίου 2009, σχετικά με φαρμακολογικώς δραστικές ουσίες και την ταξινόμησή τους όσον αφορά τα ανώτατα όρια καταλοίπων στα τρόφιμα ζωικής προέλευσης (6). Επομένως, τα μη τροφοπαραγωγικά άλογα τα οποία, σε κάποια στιγμή της ζωής τους, υποβλήθηκαν σε αγωγή με φαινυλοβουταζόνη δεν μπορούν να εισέλθουν στην τροφική αλυσίδα. Λαμβανομένων υπόψη των δόλιων πρακτικών που συνίστανται στην παρουσία κρέατος αλόγου σε ορισμένα τρόφιμα χωρίς σχετική επισήμανση, είναι σκόπιμο, για σκοπούς πρόληψης, να ελεγχθεί κατά πόσον έχουν εισέλθει στην τροφική αλυσίδα μη τροφοπαραγωγικά άλογα τα οποία έχουν υποβληθεί σε αγωγή με φαινυλοβουταζόνη. |
(10) |
Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο να συστήσει η Επιτροπή στα κράτη μέλη να εφαρμόσουν ένα συντονισμένο σχέδιο ελέγχου διάρκειας ενός μήνα, προκειμένου να διαγνωστεί η συχνότητα δόλιων πρακτικών στην εμπορία ορισμένων τροφίμων. Η περίοδος αυτή είναι δυνατόν να παραταθεί κατά δύο επιπλέον μήνες. |
(11) |
Το συνιστώμενο σχέδιο ελέγχου θα πρέπει να αποτελείται από δύο δράσεις. |
(12) |
Η πρώτη δράση θα πρέπει να περιλαμβάνει τη διεξαγωγή κατάλληλων ελέγχων, σε επίπεδο λιανικής, σε τρόφιμα προοριζόμενα για τον τελικό καταναλωτή ή για μονάδες ομαδικής εστίασης τα οποία διατίθενται στην αγορά και/ή φέρουν επισήμανση ως τρόφιμα που περιέχουν βοδινό κρέας. Οι έλεγχοι αυτοί θα μπορούσαν επίσης να επεκταθούν και σε άλλες εγκαταστάσεις (π.χ. ψυκτικές αποθήκες). Στόχος αυτών των ελέγχων θα είναι να διαπιστωθεί κατά πόσον τα προϊόντα αυτά περιέχουν κρέας αλόγου το οποίο δεν επισημαίνεται σωστά στη συσκευασία ή, στην περίπτωση των μη προσυσκευασμένων τροφίμων, κατά πόσον δεν παρέχονται στον καταναλωτή ή στις μονάδες ομαδικής εστίασης πληροφορίες σχετικά με την παρουσία του κρέατος αυτού. Οι εν λόγω έλεγχοι θα πρέπει να διενεργούνται σε αντιπροσωπευτικό δείγμα. |
(13) |
Υπάρχουν αξιόπιστες μέθοδοι που επιτρέπουν, με επαρκή βαθμό ακρίβειας, την ανίχνευση της παρουσίας πρωτεϊνών αδήλωτων ειδών σε ένα δείγμα. Το εργαστήριο αναφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις ζωικές πρωτεΐνες στις ζωοτροφές μπορεί να προσφέρει χρήσιμες συμβουλές σχετικά με τις εν λόγω μεθόδους και τη χρήση τους. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να κληθούν να βασίζονται στις συμβουλές του εργαστηρίου αυτού ως προς τις μεθόδους που μπορούν να χρησιμοποιηθούν. |
(14) |
Η δεύτερη δράση θα πρέπει να περιλαμβάνει τη διεξαγωγή κατάλληλων ελέγχων σε εγκαταστάσεις που χειρίζονται κρέας αλόγου το οποίο προορίζεται για ανθρώπινη κατανάλωση, συμπεριλαμβανομένων των τροφίμων που προέρχονται από τρίτες χώρες, με σκοπό την ανίχνευση καταλοίπων φαινυλοβουταζόνης. Και οι έλεγχοι αυτοί θα πρέπει επίσης να διενεργούνται σε αντιπροσωπευτικό δείγμα, με βάση στοιχεία για την παραγωγή και για τις εισαγωγές. Στην προκειμένη περίπτωση είναι σκόπιμο να γίνει αναφορά στις μεθόδους που προβλέπονται από την απόφαση 2002/657/ΕΚ της Επιτροπής, της 12ης Αυγούστου 2002, για την εφαρμογή της οδηγίας 96/23/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με την επίδοση των αναλυτικών μεθόδων και την ερμηνεία των αποτελεσμάτων (7). |
(15) |
Τα κράτη μέλη θα πρέπει να γνωστοποιούν τα αποτελέσματα αυτών των ελέγχων στην Επιτροπή σε τακτική βάση, ούτως ώστε να αξιολογούνται τα ευρήματα και να αποφασίζεται η ενδεδειγμένη πορεία δράσης. |
(16) |
Έπειτα από διαβούλευση με τη μόνιμη επιτροπή για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων, |
ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΣΥΣΤΑΣΗ:
Τα κράτη μέλη πρέπει να εφαρμόσουν ένα συντονισμένο σχέδιο ελέγχου, σύμφωνα με το παράρτημα της παρούσας σύστασης, που θα αποτελείται από τις ακόλουθες δράσεις:
α) |
διενέργεια επίσημων ελέγχων σε τρόφιμα προοριζόμενα για τον τελικό καταναλωτή ή τις μονάδες ομαδικής εστίασης, τα οποία διατίθενται στο εμπόριο και/ή φέρουν επισήμανση ως τρόφιμα που περιέχουν βοδινό κρέας· και |
β) |
διενέργεια επίσημων ελέγχων σε κρέας αλόγου που προορίζεται για ανθρώπινη κατανάλωση, για την ανίχνευση καταλοίπων φαινυλοβουταζόνης. |
Βρυξέλλες, 19 Φεβρουαρίου 2013.
Για την Επιτροπή
Tonio BORG
Μέλος της Επιτροπής
(1) ΕΕ L 165 της 30.4.2004, σ. 1.
(2) ΕΕ L 109 της 6.5.2000, σ. 29.
(3) ΕΕ L 139 της 30.4.2004, σ. 55.
(4) ΕΕ L 139 της 30.4.2004, σ. 206.
(5) ΕΕ L 31 της 1.2.2002, σ. 1.
(6) ΕΕ L 15 της 20.1.2010, σ. 1.
(7) ΕΕ L 221 της 17.8.2002, σ. 8.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Συντονισμένο σχέδιο ελέγχου για τη διάγνωση της συχνότητας δόλιων πρακτικών στην εμπορία ορισμένων τροφίμων
I. ΔΡΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΕΝΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ
Το συντονισμένο σχέδιο ελέγχου πρέπει να αποτελείται από δύο δράσεις:
ΔΡΑΣΗ 1: Έλεγχοι σε τρόφιμα τα οποία διατίθενται στο εμπόριο και/ή φέρουν επισήμανση ως τρόφιμα που περιέχουν βοδινό κρέας
Α. Πεδίο προϊόντων
1. |
Τρόφιμα που διατίθενται στο εμπόριο και/ή φέρουν επισήμανση ως τρόφιμα που περιέχουν βοδινό κρέας (π.χ. κιμάς, προϊόντα κρέατος, παρασκευάσματα κρέατος), υπαγόμενα στις ακόλουθες κατηγορίες:
|
2. |
Για τους σκοπούς του παρόντος συντονισμένου σχεδίου ελέγχου, εφαρμόζεται ο ορισμός που δίνεται για τα «προσυσκευασμένα τρόφιμα» στο άρθρο 1 παράγραφος 3 στοιχείο β) της οδηγίας 2000/13/ΕΚ. |
3. |
Για τους σκοπούς του παρόντος συντονισμένου σχεδίου ελέγχου, εφαρμόζονται οι ορισμοί που δίνονται για τον «κιμά», τα «παρασκευάσματα κρέατος» και τα «προϊόντα με βάση το κρέας» στα σημεία 1.13, 1.15 και 7.1 του παραρτήματος I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 853/2004. |
Β. Στόχος
Οι αρμόδιες αρχές πρέπει να διενεργούν επίσημους ελέγχους για να διαπιστώνουν αν τα προϊόντα που αναφέρονται στο σημείο Α περιέχουν κρέας αλόγου το οποίο δεν επισημαίνεται σωστά στη συσκευασία ή, στην περίπτωση των μη προσυσκευασμένων τροφίμων, αν δεν παρέχονται στον καταναλωτή ή στις μονάδες ομαδικής εστίασης πληροφορίες σχετικά με την παρουσία του κρέατος αυτού, σύμφωνα με τις ενωσιακές και, κατά περίπτωση, τις εθνικές διατάξεις.
Γ. Σημεία δειγματοληψίας και διαδικασία
1. |
Το δείγμα πρέπει να είναι αντιπροσωπευτικό των εν λόγω προϊόντων και να καλύπτει ποικιλία προϊόντων. |
2. |
Η δειγματοληψία των προϊόντων πρέπει να γίνεται σε επίπεδο λιανικής (π.χ. σούπερ μάρκετ, μικρότερα καταστήματα, κρεοπωλεία) και θα μπορούσε επίσης να επεκταθεί και σε άλλες εγκαταστάσεις (π.χ. ψυκτικές αποθήκες). |
Δ. Αριθμός δειγμάτων και λεπτομέρειες εφαρμογής
Στον παρακάτω πίνακα δίνεται μια εικόνα για τον ενδεικτικό συνιστώμενο ελάχιστο αριθμό δειγμάτων που πρέπει να ληφθούν εντός της περιόδου που προβλέπεται στο τμήμα II. Οι αρμόδιες αρχές καλούνται να λαμβάνουν περισσότερα δείγματα, όταν αυτό είναι δυνατόν. Η κατανομή των δειγμάτων ανά κράτος μέλος βασίζεται στον πληθυσμό κάθε χώρας, με ελάχιστο αριθμό 10 δειγμάτων των σχετικών προϊόντων ανά κράτος μέλος ανά ημερολογιακό μήνα, όπως αναφέρεται στο τμήμα II.
Τρόφιμα που διατίθενται στο εμπόριο και/ή φέρουν επισήμανση ως τρόφιμα που περιέχουν βοδινό κρέας |
|
Χώρα πώλησης |
Ενδεικτικός μηνιαίος συνιστώμενος αριθμός δειγμάτων |
Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ισπανία, Πολωνία |
150 |
Ρουμανία, Κάτω Χώρες, Βέλγιο, Ελλάδα, Πορτογαλία, Τσεχική Δημοκρατία, Ουγγαρία, Σουηδία, Αυστρία, Βουλγαρία |
100 |
Λιθουανία, Σλοβακία, Δανία, Ιρλανδία, Φινλανδία, Λετονία |
50 |
Σλοβενία, Εσθονία, Κύπρος, Λουξεμβούργο, Μάλτα |
10 |
E. Μέθοδοι
Οι αρμόδιες αρχές πρέπει κατά προτίμηση να χρησιμοποιούν τη μέθοδο (τις μεθόδους) που συνιστάται(-ώνται) από το ενωσιακό εργαστήριο αναφοράς για τις ζωικές πρωτεΐνες στις ζωοτροφές, στη διεύθυνση http://eurl.craw.eu/en/164/legal-sources-and-sops.
ΔΡΑΣΗ 2: Έλεγχοι σε κρέας αλόγου που προορίζεται για κατανάλωση από τον άνθρωπο
Α. Πεδίο προϊόντων
Κρέατα αλόγων, γαϊδουριών ή μουλαριών, νωπά, διατηρημένα με απλή ψύξη ή κατεψυγμένα, που υπάγονται στον κωδικό 0205 της συνδυασμένης ονοματολογίας και τα οποία προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο.
Β. Στόχος
Οι αρμόδιες αρχές πρέπει να διενεργούν επίσημους ελέγχους για την ανίχνευση της πιθανής παρουσίας καταλοίπων φαινυλοβουταζόνης στα προϊόντα που αναφέρονται στο σημείο Α.
Γ. Σημεία δειγματοληψίας και διαδικασία
Η δειγματοληψία των προϊόντων πρέπει να γίνεται σε εγκαταστάσεις που χειρίζονται προϊόντα αναφερόμενα στο σημείο Α (π.χ. σφαγεία, συνοριακοί σταθμοί ελέγχου).
Δ. Αριθμός δειγμάτων και λεπτομέρειες εφαρμογής
Ο συνιστώμενος ελάχιστος αριθμός δειγμάτων που πρέπει να ληφθούν εντός της περιόδου που προβλέπεται στο τμήμα II πρέπει να είναι 1 δείγμα ανά 50 τόνους των προϊόντων που αναφέρονται στο σημείο A, με τουλάχιστον 5 δείγματα ανά κράτος μέλος.
E. Μέθοδοι
Οι αρμόδιες αρχές πρέπει να χρησιμοποιούν μεθόδους που έχουν επικυρωθεί σύμφωνα με την απόφαση 2002/657/ΕΚ. Οι μέθοδοι αυτές είναι διαθέσιμες στον ιστότοπο του ευρωπαϊκού εργαστηρίου αναφοράς για τα κατάλοιπα κτηνιατρικών φαρμάκων και προσμείξεων στα τρόφιμα ζωικής προέλευσης για τα κατάλοιπα που αναφέρονται στο παράρτημα I ομάδα Α σημείο 5 και ομάδα Β σημείο 2 στοιχεία α), β) και ε) της οδηγίας 96/23/ΕΚ του Συμβουλίου (1), στη διεύθυνση http://fis-vl.bund.de/Public/irc/fis-vl/Home/main.
II. ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΕΝΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ
Το συντονισμένο σχέδιο ελέγχου πρέπει να διαρκέσει ένα μήνα, αρχής γενομένης από την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας σύστασης ή το αργότερο από την 1η Μαρτίου 2013.
III. ΥΠΟΒΟΛΗ ΕΚΘΕΣΗΣ ΓΙΑ ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ
1. |
Οι αρμόδιες αρχές πρέπει να υποβάλουν έκθεση στην οποία θα παρέχουν συνοπτικά τις ακόλουθες πληροφορίες για καθεμία από τις δράσεις που αναφέρονται στο τμήμα Ι του παρόντος παραρτήματος:
Η έκθεση πρέπει να διαβιβαστεί στην Επιτροπή εντός 15 ημερών από τη λήξη της περιόδου που αναφέρεται στο τμήμα II. Η έκθεση πρέπει να υποβληθεί σύμφωνα με τον μορφότυπο που παρέχεται από την Επιτροπή. |
2. |
Οι αρμόδιες αρχές πρέπει να αναφέρουν αμέσως στην Επιτροπή, μέσω του συστήματος ταχείας προειδοποίησης για τα τρόφιμα και τις ζωοτροφές, κάθε θετικό αποτέλεσμα των επίσημων ελέγχων που διενεργούν στο πλαίσιο των δράσεων 1 και 2 του τμήματος I. |
3. |
Οι αρμόδιες αρχές πρέπει επίσης να αναφέρουν στην Επιτροπή τα αποτελέσματα τυχόν αυτοελέγχων που διενεργούνται κατόπιν αιτήματός τους από τους υπευθύνους των επιχειρήσεων τροφίμων. Οι πληροφορίες αυτές πρέπει να συνοδεύονται από τα λεπτομερή στοιχεία που αναφέρονται στο σημείο 1 και να παρουσιάζονται σύμφωνα με τον μορφότυπο που παρέχεται από την Επιτροπή. |