Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32008D0227

    2008/227/ΕΚ: Απόφαση της Επιτροπής, της 17ης Μαρτίου 2008 , για περάτωση της διαδικασίας αντιντάμπινγκ σχετικά με τις εισαγωγές πολυβινυλαλκοόλης καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Ταϊβάν και για την αποδέσμευση των ποσών που έχουν κατατεθεί ως εγγύηση μέσω των προσωρινών δασμών που επιβλήθηκαν

    ΕΕ L 75 της 18.3.2008, p. 66–77 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση (HR)

    Legal status of the document In force

    ELI: http://data.europa.eu/eli/dec/2008/227/oj

    18.3.2008   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    L 75/66


    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

    της 17ης Μαρτίου 2008

    για περάτωση της διαδικασίας αντιντάμπινγκ σχετικά με τις εισαγωγές πολυβινυλαλκοόλης καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Ταϊβάν και για την αποδέσμευση των ποσών που έχουν κατατεθεί ως εγγύηση μέσω των προσωρινών δασμών που επιβλήθηκαν

    (2008/227/ΕΚ)

    Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

    Έχοντας υπόψη:

    τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

    τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (1) (εφεξής «βασικός κανονισμός»), και ιδίως το άρθρο 9,

    Κατόπιν διαβούλευσης με τη συμβουλευτική επιτροπή,

    Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

    A.   ΠΡΟΣΩΡΙΝΑ ΜΕΤΡΑ

    (1)

    Στις 19 Δεκεμβρίου 2006, η Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση (2), για την έναρξη διαδικασίας αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις κοινοτικές εισαγωγές πολυβινυλαλκοόλης (PVA) καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΛΔΚ) και Ταϊβάν. Στις 17 Σεπτεμβρίου 2007, η Επιτροπή, δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1069/2007 (3) («ο προσωρινός κανονισμός») επέβαλε προσωρινό δασμό αντιντάμπινγκ στην PVA καταγωγής ΛΔΚ. Όσον αφορά την Ταϊβάν, δεν επιβλήθηκαν προσωρινά μέτρα.

    (2)

    Όπως ορίζεται στην αιτιολογική σκέψη 13 του προσωρινού κανονισμού, η έρευνα αναφορικά με το ντάμπινγκ και τη ζημία κάλυψε την περίοδο από 1ης Οκτωβρίου 2005 έως 30 Σεπτεμβρίου 2006 («ΠΕ»). Σε ό,τι αφορά τις συναφείς τάσεις σχετικά με την εκτίμηση της ζημίας, η Επιτροπή ανέλυσε δεδομένα που κάλυπταν το διάστημα από την 1η Ιανουαρίου 2003 έως το τέλος της περιόδου έρευνας (ΠΕ) (εφεξής «εξεταζόμενη περίοδος»).

    B.   ΕΠΑΚΟΛΟΥΘΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

    (3)

    Μετά την απόφαση επιβολής προσωρινών δασμών αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές PVA καταγωγής ΛΔΚ και της απόφασης μη επιβολής ανάλογων μέτρων στις εισαγωγές από την Ταϊβάν, αρκετά ενδιαφερόμενα μέρη υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις. Δεκτά σε ακρόαση έγιναν επίσης όλα τα μέρη που υπέβαλαν σχετικό αίτημα. Η Επιτροπή συνέχισε την αναζήτηση και επαλήθευση όλων των πληροφοριών που έκρινε αναγκαίες για τα οριστικά πορίσματά της.

    (4)

    Η Επιτροπή κατέστησε πιο εντατική την έρευνα σχετικά με θέματα που αφορούσαν το κοινοτικό συμφέρον και κατ’ εξαίρεση επέτρεψε στους χρήστες από τον κλάδο της χαρτοβιομηχανίας, έναν σημαντικό κλάδο χρηστών που δεν είχε συνεργαστεί μέχρι στιγμής, να απαντήσει στο ερωτηματολόγιο χρηστών.

    (5)

    Η Επιτροπή κοινοποίησε όλα τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και τις εκτιμήσεις βάσει των οποίων επρόκειτο να περατωθεί η διαδικασία σχετικά με τις εισαγωγές PVA καταγωγής ΛΔΚ και Ταϊβάν και να αποδεσμευθούν τα ποσά που είχαν καταβληθεί ως εγγύηση μέσω του προσωρινού δασμού. Στα ενδιαφερόμενα μέρη παραχωρήθηκε επίσης προθεσμία εντός της οποίας μπορούσαν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με τις πληροφορίες που κοινοποιήθηκαν.

    (6)

    Οι προφορικές και γραπτές παρατηρήσεις που υπέβαλαν τα ενδιαφερόμενα μέρη ελήφθησαν υπόψη και, όπου κρίθηκε σκόπιμο, τροποποιήθηκαν αντιστοίχως τα σχετικά πορίσματα.

    Γ.   ΥΠΟ ΕΞΕΤΑΣΗ ΠΡΟΪΟΝ ΚΑΙ ΟΜΟΕΙΔΕΣ ΠΡΟΪΟΝ

    (7)

    Ο ίδιος κοινοτικός χρήστης που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 16 του προσωρινού κανονισμού επανέλαβε και επεξεργάστηκε περαιτέρω τα επιχειρήματά του υπέρ της εξαίρεσης από το πεδίο εφαρμογής του υπό εξέταση προϊόντος μιας συγκεκριμένης ποιότητας («η αμφισβητούμενη ποιότητα») που ονομάζεται «low ash NMWD PVA» (πολυβινυλαλκοόλη χαμηλής τέφρας με στενή κατανομή μοριακού βάρους) και την οποία προμηθεύτηκε, μεταξύ άλλων, από την ΛΔΚ. Ο εν λόγω χρήστης θεώρησε i) ότι η Επιτροπή δεν είχε επαρκείς λόγους ώστε να εκτιμά ότι η αμφισβητούμενη ποιότητα διαθέτει κοινά φυσικά και τεχνικά χαρακτηριστικά με τις λοιπές ποιότητες που εμπίπτουν στην περιγραφή προϊόντος και υπογράμμισε επίσης ii) ότι η εν λόγω ποιότητα διαθέτει συγκεκριμένες τελικές χρήσεις. Επιπλέον, υποστήριξε iii) ότι η αμφισβητούμενη, σύμφωνα με το συγκεκριμένο χρήστη, ποιότητα αποτελούσε συμπολυμερές και, ως εκ τούτου, δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του υπό εξέταση προϊόντος.

    (8)

    Πριν από την ανάλυση των ισχυρισμών του εν λόγω χρήστη, πρέπει εν πρώτοις να σημειωθεί ότι το περιεχόμενο τέφρας στην PVA θεωρείται ως ακαθαρσία. Ως εκ τούτου, όσο χαμηλότερη είναι η περιεκτικότητα τέφρας, τόσο καθαρότερη είναι η PVA. Δεύτερον, η έννοια της «PVA χαμηλής τέφρας» είναι υποκειμενική. Δεν υπάρχει κάποιο γενικά αποδεκτό πρότυπο για την έννοια αυτή, γεγονός που σημαίνει ότι κάθε παραγωγός ορίζει κατά βούληση ένα ανώτατο όριο προκειμένου να καθορίσει εάν μια PVA έχει χαμηλή ή μη περιεκτικότητα σε τέφρα. Διαπιστώθηκε ότι, στην πράξη, αυτό αντιστοιχεί σε σημαντικές διαφορές: μεταξύ των παραγωγών που υποβλήθηκαν σε έρευνα, το ανώτατο όριο περιεκτικότητας σε τέφρα για την PVA χαμηλής τέφρας ενδέχεται να ποικίλλει μεταξύ 0,09 % και 0,5 %. Ο υπό εξέταση χρήστης δεν ανήκει στις κατηγορίες χαμηλής περιεκτικότητας, καθώς το ανώτατο όριο όσον αφορά την περιεκτικότητα του προϊόντος του σε τέφρα θα μπορούσε να θεωρηθεί από τα υπόλοιπα ενδιαφερόμενα μέρη ως σχετικά υψηλό.

    (9)

    Τα ζητήματα που τέθηκαν από το εν λόγω ενδιαφερόμενο μέρος και τα οποία παρατίθενται στην αιτιολογική σκέψη 7 ανωτέρω, ελήφθησαν σοβαρά υπόψη και μπορούν να συνοψιστούν ως εξής.

    i)   Η αμφισβητούμενη ποιότητα διαθέτει διαφορετικά βασικά φυσικά και τεχνικά χαρακτηριστικά

    (10)

    Υπενθυμίζεται ότι τα βασικά φυσικά και τεχνικά χαρακτηριστικά του υπό εξέταση προϊόντος ορίστηκαν προσωρινά στην αιτιολογική σκέψη 14 του προσωρινού κανονισμού. Το υπό εξέταση προϊόν ορίζεται ως ειδικός τύπος ρητίνης με συγκεκριμένες τεχνικές παραμέτρους. Οι παράμετροι που αναφέρονται στον εν λόγω ορισμό προϊόντος και που χρησιμοποιούνται για να γίνεται διάκριση μεταξύ του υπό εξέταση προϊόντος και άλλων ποιοτήτων PVA αναφέρονται στο ιξώδες (3 mPas — 61 mPas, μετρούμενο σε διάλυμα 4 %) και στην υδρόλυση (84,0 mol % — 99,9 mol %).

    (11)

    Όλες οι ποιότητες που εμπίπτουν στην περιγραφή προϊόντος αναφέρονται ορισμένες φορές ως συνήθεις ποιότητες, γεγονός που σημαίνει ότι μπορούν όλες να παραχθούν σε συνήθη γραμμή παραγωγής PVA και ότι το κόστος παραγωγής των ποιοτήτων αυτών είναι παρόμοιο. Το αντίθετο ισχύει για τις ποιότητες που δηλώνονται με τον ίδιο κωδικό ΣΟ, οι οποίες όμως δεν εμπίπτουν στην περιγραφή προϊόντος: δεν μπορούν να παραχθούν σε συνήθη γραμμή παραγωγής, απαιτούν διαφορετική τεχνολογία παραγωγής και πρόσθετο εξοπλισμό και το κόστος παραγωγής ενδέχεται, ως εκ τούτου, να διαφέρει σημαντικά. Οι ποιότητες που δεν καλύπτονται από την περιγραφή προϊόντος έχουν επίσης πολύ διαφορετικές ιδιότητες σε σύγκριση με εκείνες που καλύπτονται από αυτήν. Όσον αφορά το βαθμό ιξώδους και υδρόλυσης: i) οι ποιότητες χαμηλού ιξώδους είναι PVA χαμηλού μοριακού βάρους οι οποίες παρουσιάζουν, μεταξύ άλλων, δυσκολίες στο χειρισμό, με αποτέλεσμα χαμηλή απόδοση παραγωγής, ενώ ii) οι ποιότητες υψηλού ιξώδους, οι οποίες επίσης παρουσιάζουν δυσκολίες στο χειρισμό, χρησιμοποιούνται για υψηλής ποιότητας σατινέ επιχρίσεις χαρτιού, δηλαδή για έναν πολύ εξειδικευμένο τύπο εφαρμογής όπου πρέπει να αποφεύγονται οι ανεπιθύμητες ρωγμές που σχηματίζονται συνήθως· iii) για την εν λόγω εφαρμογή χρησιμοποιούνται κυρίως και οι ποιότητες υψηλού βαθμού υδρόλυσης· iv) τέλος, οι ποιότητες PVA χαμηλού βαθμού υδρόλυσης δεν είναι υδατοδιαλυτές ή σχηματίζουν ασταθή διαλύματα με το νερό. Τέτοια προϊόντα χρησιμοποιούνται κυρίως για την παραγωγή εναιωρήματος πολυχλωριούχου βινυλίου (PVC) και σε υψηλές θερμοκρασίες τα προϊόντα αυτά απομακρύνονται από το διάλυμα.

    (12)

    Ο χρήστης υποστήριξε ότι για την παραγωγή ρητίνης πολυβινυλοβουτυράλης (PVB) που απαιτείται για την παραγωγή μεμβράνης PVB, έξι χαρακτηριστικά της PVA ήταν άκρως απαραίτητα και ότι ο συνδυασμός των παραμέτρων για τα έξι αυτά χαρακτηριστικά καθιστά την αμφισβητούμενη ποιότητα μοναδική συγκριτικά με όλες τις υπόλοιπες ποιότητες PVA στην αγορά. Κατά την ανάλυση του ως άνω ισχυρισμού, διαπιστώθηκε, πράγματι, ότι οι τεχνικές προδιαγραφές είναι πιο αυστηρές για ορισμένες εφαρμογές σε αντίθεση με ορισμένες άλλες. Ταυτόχρονα, ωστόσο, διαπιστώθηκε ότι στην πραγματικότητα όλες οι ποιότητες, συμπεριλαμβανομένων των εμπορικών ποιοτήτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του υπό εξέταση προϊόντος και ορισμένες φορές αναφέρονται ως «συνήθεις ποιότητες», έχουν μοναδικό συνδυασμό χαρακτηριστικών. Ανάλογα με την επιθυμητή εφαρμογή, επιλέγεται η αντίστοιχη ποιότητα. Αυτό δεν ισχύει μόνο για την εφαρμογή του υπό εξέταση χρήστη αλλά και για άλλες εφαρμογές. Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός απορρίφθηκε.

    ii)   Η αμφισβητούμενη ποιότητα διατίθεται για πολύ συγκεκριμένες τελικές χρήσεις

    (13)

    Ο υπό εξέταση χρήστης αμφισβήτησε επίσης την εκτίμηση της Επιτροπής σχετικά με την αγορά χρηστών PVA και ειδικότερα ισχυρίστηκε ότι η αγορά χρηστών PVB είναι πολύ διαφοροποιημένη. Σχετικά με το θέμα αυτό, όπως υποδεικνύεται ήδη στον προσωρινό κανονισμό, ο χρήστης χρησιμοποίησε την εν λόγω ποιότητα PVA για την παραγωγή PVB η οποία είναι η πιο ευρεία εφαρμογή στην Κοινότητα, αντιστοιχώντας στο 25 % - 29 % της κατανάλωσης PVA, και, επιπλέον, η ταχύτερα αναπτυσσόμενη εφαρμογή λόγω της σημαντικής αύξησης της ζήτησης μεμβρανών PVB. Σε μεταγενέστερο στάδιο, η έρευνα έδειξε επίσης ότι σχεδόν το 90 % της ρητίνης PVB που παράγεται στην Κοινότητα χρησιμοποιείται για την παραγωγή μεμβράνης PVB, η οποία αποτελεί επίσης την ενδεχόμενη εφαρμογή από τον υπό εξέταση χρήστη (χωρίς ωστόσο να πρόκειται για το μοναδικό παραγωγό μεμβράνης PVB στην Κοινότητα). Ως εκ τούτου, επιβεβαιώνεται, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 17 του προσωρινού κανονισμού, ότι η συγκεκριμένη χρήση του εν λόγω ενδιαφερόμενου μέρους είναι μία από τις βασικές εφαρμογές η οποία δεν μπορεί —δεδομένης της σημασίας της στην αγορά— να χαρακτηριστεί ως «μη συνήθης».

    (14)

    Όσον αφορά την υποτιθέμενη ειδική χρήση, ο υπό εξέταση χρήστης υποστήριξε επίσης ότι η αμφισβητούμενη ποιότητα δεν μπορεί να υποκατασταθεί από άλλα μοντέλα που προτείνονται για τη συγκεκριμένη τελική χρήση. Σχετικά με το θέμα αυτό, διαπιστώθηκε αρχικά ότι ο εν λόγω χρήστης δεν αγόραζε αποκλειστικά από τον υπό εξέταση κινέζο παραγωγό αλλά διέθετε ήδη αρκετούς εναλλακτικούς προμηθευτές. Πράγματι, κατά την ΠΕ, από τον παραγωγό στη ΛΔΚ προμηθεύτηκε λιγότερο από το 5 % των αγορών του σε PVA της οποίας την εξαίρεση αξίωσε. Οι υπόλοιπες προμήθειές του προήλθαν από τρεις άλλους παραγωγούς σε διάφορες χώρες. Επιπλέον, διαπιστώθηκε ότι παρόλο που οι περισσότερες από τις υπόλοιπες ποιότητες που πωλούνται στην κοινοτική αγορά δεν μπορούν πράγματι να χρησιμοποιηθούν ως εναλλακτικές της αμφισβητούμενης ποιότητας, η ίδια η αμφισβητούμενη ποιότητα μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε άλλες εφαρμογές και είχε διατεθεί στην κοινοτική αγορά σε τιμές όμοιες με εκείνες άλλων ποιοτήτων που είχαν εισαχθεί από τη ΛΔΚ. Βάσει των παραπάνω, απορρίφθηκε το επιχείρημα ότι η αμφισβητούμενη ποιότητα δεν μπορεί να υποκατασταθεί.

    iii)   Η αμφισβητούμενη ποιότητα είναι συμπολυμερές, όχι ομοπολυμερές

    (15)

    Κατόπιν της επιβολής προσωρινών μέτρων, ο χρήστης ισχυρίστηκε ότι η PVA χαμηλής τέφρας είναι συμπολυμερές και όχι ομοπολυμερές. Ο ισχυρισμός αυτός βασίστηκε στο γεγονός ότι περιείχε δύο δομικές μονάδες. Το ζήτημα αυτό διερευνήθηκε και διαπιστώθηκε ότι η PVA είναι το προϊόν αρχικού πολυμερισμού ομοπολυμερών. Ωστόσο, η επακόλουθη διαδικασία υδρόλυσης είναι πάντα ατελής (μεταξύ 84,0 mol % και 99,9 mol %) και, υπό αυτή την έννοια, μπορεί να υποστηριχθεί ότι η PVA περιέχει δύο δομικές μονάδες και μπορεί να αναφέρεται ως συμπολυμερές.

    (16)

    Προκειμένου να αποφευχθεί οιαδήποτε σύγχυση, κρίθηκε σκόπιμο να διασαφηνιστεί ο ορισμός του πεδίου εφαρμογής του υπό εξέταση προϊόντος ο οποίος προσδιορίζεται στον προσωρινό κανονισμό. Ως εκ τούτου, το υπό εξέταση προϊόν θεωρείται ότι εμπίπτει οριστικά στο πεδίο ορισμού ορισμένων συμπολυμερών πολυβινυλαλκοολών (PVA) βάσει πολυμερισμού ομοπολυμερών με ιξώδες (μετρούμενο σε διάλυμα 4 %) τουλάχιστον 3 mPas, όχι όμως μεγαλύτερο από 61 mPas, και με βαθμό υδρόλυσης 84,0 mol % ή περισσότερο, όχι όμως μεγαλύτερο από 99,9 mol %, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Ταϊβάν, οι οποίες δηλώνονται συνήθως στον κωδικό ΣΟ ex 3905 30 00.

    Δ.   ΝΤΑΜΠΙΝΓΚ

    1.   Ταϊβάν

    (17)

    Όσον αφορά την Ταϊβάν, δεν επιβλήθηκαν προσωρινά μέτρα, διότι, όπως αναφέρεται στις αιτιολογικές σκέψεις 29 και 30 του προσωρινού κανονισμού, δεν διαπιστώθηκαν προσωρινά πρακτικές ντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος καταγωγής Ταϊβάν.

    (18)

    Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 30 του προσωρινού κανονισμού, η μοναδική συνεργασθείσα ταϊβανέζικη εταιρεία, η Chang Chun Petrochemical Co. Ltd. (CCP) είναι ο μόνος παραγωγός-εξαγωγέας του υπό εξέταση προϊόντος στην Ταϊβάν, και κατά την περίοδο έρευνας αντιπροσώπευε το 100 % των εξαγωγών της Ταϊβάν προς την ΕΕ, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat.

    (19)

    Αμφότεροι οι κοινοτικοί παραγωγοί, η Kuraray Europe GmbH και η Celanese Chemicals Ibérica S.L. ισχυρίστηκαν ότι η CCP εφάρμοζε στην πραγματικότητα πρακτικές ντάμπινγκ κατά την ΠΕ και ζήτησαν από την Επιτροπή να επανεξετάσει τα πορίσματά της σχετικά με τον καθορισμό των πρακτικών ντάμπινγκ για την CCP.

    1.1.   Κόστος πρώτων υλών

    (20)

    Αμφότεροι οι κοινοτικοί παραγωγοί ισχυρίστηκαν ότι το κόστος παραγωγής της CCP ήταν πολύ υψηλότερο από εκείνο που διαπίστωσε η Επιτροπή, διότι η εκτίμηση του κόστους του μονομερούς οξικού βινυλίου (VAM), που είναι η κύρια πρώτη ύλη που χρησιμοποιείται για την παραγωγή PVA, ήταν χαμηλότερη από το πραγματικό του ύψος. Σχετικά με το θέμα αυτό, υπογράμμισαν ότι ο προμηθευτής VAM της CCP είναι συνδεδεμένη εταιρεία. Προς επίρρωση των επιχειρημάτων του, ένας κοινοτικός παραγωγός υπέβαλε μελέτη σχετικά με τις επιχειρηματικές δραστηριότητες της CCP στον τομέα των PVA, η οποία εκπονήθηκε από μια εταιρεία συμβούλων, καθώς και δημοσιεύσεις σχετικά με τις τιμές του VAM διεθνώς.

    (21)

    Οι υποβληθείσες πληροφορίες εξετάστηκαν. Η σύγκριση μεταξύ των τιμών του VAM που αναφέρονταν στις προαναφερόμενες δημοσιεύσεις και των τιμών που επαληθεύτηκαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, τόσο στην Ασία όσο και στην Ευρώπη, υποδεικνύει σαφώς ότι οι τιμές που παρουσιάζονται στις εν λόγω δημοσιεύσεις είναι υψηλότερες από τις πραγματικές. Επιπροσθέτως, οι ίδιες οι δημοσιεύσεις αναφέρουν ότι οι δημοσιευμένες τιμές παρουσιάζονται κατά προσέγγιση και ότι οι πραγματικές τιμές στην αγορά ενδέχεται να είναι είτε υψηλότερες είτε χαμηλότερες και ότι οι δημοσιευμένες τιμές πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ως δείκτες. Πράγματι, ακόμη και αν οι εν λόγω τιμές μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την παρακολούθηση των τάσεων διαχρονικά, δεν φαίνεται ότι αντιστοιχούν στις πραγματικές τιμές.

    (22)

    Επιπλέον, η έρευνα έδειξε ότι οι πωλήσεις VAM του συνδεδεμένου προμηθευτή προς την CCP πραγματοποιήθηκαν σε τιμές αντίστοιχες με εκείνες που χρεώνονταν στους μη συνδεδεμένους πελάτες του προμηθευτή και ότι οι τιμές στις οποίες αγόρασε η PPC VAM ήταν σύμφωνες με εκείνες που ίσχυαν για οποιονδήποτε παραγωγό στην Ασία και ειδικότερα στην Ιαπωνία.

    (23)

    Επιπροσθέτως, το κόστος του VAM που περιλαμβανόταν στην προαναφερόμενη μελέτη βασιζόταν σε υψηλότερο ποσοστό κατανάλωσης VAM συγκριτικά με την πραγματική κατανάλωση της CCP. Λαμβάνοντας υπόψη ότι το ποσοστό κατανάλωσης VAM εξαρτάται από το μείγμα της πλήρως και μερικώς υδρολυμένης PVA, το πραγματικό ποσοστό κατανάλωσης VAM της CCP αντιστοιχούσε σε εκείνο άλλων παραγωγών, όπως επαληθεύτηκε, τόσο στην Ασία όσο και στην Κοινότητα, λαμβανομένων υπόψη των αντίστοιχων μειγμάτων προϊόντος.

    (24)

    Για τους λόγους που περιγράφονται λεπτομερώς στις αιτιολογικές σκέψεις 20 έως 23 ανωτέρω, συνάχθηκε το συμπέρασμα ότι το κόστος του VAM της CCP δεν είχε εκτιμηθεί ως χαμηλότερο από το πραγματικό και, ως εκ τούτου, απορρίφθηκαν οι ισχυρισμοί σχετικά με το συγκεκριμένο ζήτημα.

    1.2.   Λοιπά έξοδα

    (25)

    Βάσει του κόστους που αναφέρεται στην προαναφερόμενη μελέτη, ένας εκ των δύο κοινοτικών παραγωγών ισχυρίστηκε ότι εκτός του VAM, είχαν υποεκτιμηθεί και άλλα στοιχεία του κόστους παραγωγής PVA της CCP, όπως αυτά που σχετίζονται με υπηρεσίες κοινής ωφέλειας, άλλα πάγια έξοδα παραγωγής και τα έξοδα πώλησης, τα γενικά και διοικητικά έξοδα. Ωστόσο, δεν είχαν υποβληθεί συγκεκριμένες αποδείξεις προς τεκμηρίωση των εκτιμήσεων κόστους που αναφέρθηκαν στη μελέτη.

    (26)

    Τα πραγματικά δεδομένα για την CCP, τα οποία επαληθεύτηκαν επιτόπου, επανεξετάστηκαν και επιβεβαιώθηκε ότι χρησιμοποιήθηκαν τα σωστά έξοδα στους υπολογισμούς για το ζήτημα του ντάμπινγκ. Ως εκ τούτου, απορρίφθηκε ο ισχυρισμός.

    1.3.   Υπολογισμός κανονικής αξίας

    (27)

    Ένας κοινοτικός παραγωγός ισχυρίστηκε ότι για τη CCP, η κανονική αξία θα έπρεπε να κατασκευάζεται για όλους τους τύπους προϊόντος, διότι η αγορά PVA της Ταϊβάν χαρακτηρίζεται από μια ιδιαίτερη κατάσταση λόγω των τεχνητά χαμηλών τιμών, ειδικότερα σε σύγκριση με το δημοσιευμένο εύρος τιμών για την Ασία, και επίσης διότι το μεγαλύτερο ποσοστό των πωλήσεων στο εσωτερικό της Ταϊβάν κατά την ΠΕ αφορούσε συνδεδεμένους πελάτες.

    (28)

    Στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν αποδείξεις βάσει των οποίων οι εγχώριες τιμές στην Ταϊβάν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως τεχνητά χαμηλές. Οι δημοσιευμένες τιμές PVA αποτελούν γενικές κλίμακες τιμών οι οποίες ισχύουν για ολόκληρη την Ασία (εκτός της Κίνας), χωρίς να διασαφηνίζονται οι υπό εξέταση ποιότητες ή τύποι προϊόντος και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για καμία σύγκριση τιμών για την Ταϊβάν. Βάσει αυτού, οι εγχώριες τιμές πώλησης στην Ταϊβάν δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως τεχνητά χαμηλές. Όσον αφορά την ανεπάρκεια εγχώριων πωλήσεων σε ανεξάρτητους πελάτες σύμφωνα με τους ισχυρισμούς, επιβεβαιώνεται ότι οι πωλήσεις σε ανεξάρτητους πελάτες πραγματοποιήθηκαν σε επαρκείς ποσότητες για τον καθορισμό της κανονικής αξίας.

    (29)

    Ο ίδιος κοινοτικός παραγωγός ισχυρίστηκε επίσης ότι λόγω της υποτιθέμενης ιδιαίτερης κατάστασης στην αγορά της Ταϊβάν εξαιτίας των τεχνητά χαμηλών τιμών PVA, το κέρδος που χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας για την CCP δεν πρέπει να υπολογίζεται δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 6 του βασικού κανονισμού.

    (30)

    Για τους λόγους που παρατίθενται στην αιτιολογική σκέψη 28, δεν υπάρχει λόγος για τον οποίο το κέρδος δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 6 του βασικού κανονισμού δεν θα ήταν κατάλληλο για τον υπολογισμό των κανονικών αξιών. Ως εκ τούτου, απορρίφθηκε ο ισχυρισμός.

    (31)

    Τα ενδιαφερόμενα μέρη ενημερώθηκαν για τα ως άνω πορίσματα και τους παραχωρήθηκε προθεσμία για την υποβολή παρατηρήσεων. Δεν ελήφθησαν πρόσθετες πληροφορίες από τους κοινοτικούς παραγωγούς ή άλλα ενδιαφερόμενα μέρη τα οποία θα τροποποιούσαν την προσωρινή απόφαση της Επιτροπής για το ντάμπινγκ στην Ταϊβάν.

    (32)

    Βάσει των προαναφερθέντων, επιβεβαιώνεται ότι το περιθώριο ντάμπινγκ που καθορίζεται για την Ταϊβάν είναι μικρότερο του 2 %, όπως εκφράζεται σε εκατοστιαίες μονάδες επί της τιμής εξαγωγής, σύμφωνα προς την αιτιολογική σκέψη 29 του προσωρινού κανονισμού. Ως εκ τούτου, δυνάμει του άρθρου 9 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού, περατώνεται η παρούσα διαδικασία αναφορικά με τις εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος καταγωγής Ταϊβάν.

    2.   Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας («ΛΔΚ»)

    2.1.   Καθεστώς οικονομίας της αγοράς και ατομική μεταχείριση

    (33)

    Ελλείψει παρατηρήσεων αναφορικά με τους ορισμούς των εννοιών ΚΟΑ και ΑΜ, επιβεβαιώνεται διά του παρόντος οι αιτιολογικές σκέψεις 31 έως 39 του προσωρινού κανονισμού.

    2.2.   Ανάλογη χώρα

    (34)

    Αμφότεροι οι κοινοτικοί παραγωγοί, η Kuraray Europe GmbH και η Celanese Chemicals Ibérica S.L. επανέλαβαν ότι η Ιαπωνία πρέπει να επιλεγεί ως ανάλογη χώρα για τη ΛΔΚ αντί της Ταϊβάν.

    (35)

    Ισχυρίστηκαν ότι η Ιαπωνία θα ήταν καταλληλότερη ανάλογη χώρα συγκριτικά με την Ταϊβάν γιατί ο ανταγωνισμός στην ιαπωνική αγορά PVA είναι πολύ πιο υγιής έναντι της αγοράς της Ταϊβάν διότι: i) στην ταϊβανέζικη αγορά κυριαρχεί ο αποκλειστικός ταϊβανέζος παραγωγός, η CCP, ενώ στην Ιαπωνία υπάρχουν τέσσερις παραγωγοί, ii) οι εισαγωγές PVA στην Ταϊβάν που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της έρευνας είναι περιορισμένες και iii) η εγχώρια ζήτηση για το ομοειδές προϊόν στην Ταϊβάν είναι μικρή.

    (36)

    Όσον αφορά την κυριαρχία της CCP στην ταϊβανέζικη αγορά, κατά τους ισχυρισμούς, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι το επίπεδο ανταγωνισμού επηρεάζεται επίσης από τις εισαγωγές και υπό αυτήν την έννοια, όπως ορίζεται ήδη στην αιτιολογική σκέψη 46 του προσωρινού κανονισμού, η Ταϊβάν διαθέτει στην πραγματικότητα υψηλότερο ποσοστό εισαγωγών σε όρους εγχώριας κατανάλωσης (15 %) συγκριτικά με την Ιαπωνία (3 %).

    (37)

    Όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι οι εισαγωγές PVA αναφέρονται κυρίως σε προϊόντα που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του προϊόντος της έρευνας, ο ισχυρισμός αυτός δεν συνοδευόταν από επαρκείς αποδείξεις και, ως εκ τούτου, απορρίφθηκε.

    (38)

    Όσον αφορά την υποτιθέμενη περιορισμένη ζήτηση για το ομοειδές προϊόν στην Ταϊβάν, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η εγχώρια αγορά PVA της Ταϊβάν υπερβαίνει τους 15 000 τόνους, εκ των οποίων η πλειονότητα αφορά το ομοειδές προϊόν. Επιπροσθέτως, παρόλο που ένας κοινοτικός παραγωγός ισχυρίστηκε ότι στην πραγματικότητα υπάρχει περιορισμένη ζήτηση διότι η πλειονότητα των πωλήσεων της CCP απευθύνεται σε συνδεδεμένους πελάτες, η έρευνα επιβεβαίωσε το αντίθετο. Για τους λόγους αυτούς, απορρίφθηκε ο ισχυρισμός σχετικά με την περιορισμένη ζήτηση για το ομοειδές προϊόν.

    (39)

    Για τους λόγους που παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 36 έως 38 ανωτέρω, απορρίφθηκε ο ισχυρισμός σχετικά με τον ανεπαρκή ανταγωνισμό στην ταϊβανέζικη αγορά.

    (40)

    Ένας κοινοτικός παραγωγός ισχυρίστηκε ότι τόσο όσον αφορά την παραγωγή όσο και τις πωλήσεις, η ιαπωνική αγορά PVA είναι, συγκριτικά με την Ταϊβάν, πολύ πιο αντιπροσωπευτική της αγοράς της ΛΔΚ. Ωστόσο, ακόμη και αν η παραγωγή και οι εγχώριες πωλήσεις στην Ταϊβάν είναι μικρότερες από αυτές της Ιαπωνίας, εξακολουθούν να είναι επαρκώς σημαντικές για να συγκριθούν με την PVA της Κίνας και τις εξαγωγές της προς την ΕΕ.

    (41)

    Ο ίδιος κοινοτικός παραγωγός δήλωσε επίσης ότι η Ιαπωνία θα ήταν καταλληλότερη ανάλογη χώρα απ’ ό,τι η Ταϊβάν, διότι στην Ιαπωνία υπάρχουν τόσο καθετοποιημένοι όσο και μη καθετοποιημένοι παραγωγοί PVA, όπως και στη ΛΔΚ. Ωστόσο, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι, μολονότι στη ΛΔΚ υπάρχουν όντως αμφότεροι οι τύποι παραγωγών, ο ταϊβανέζος παραγωγός και ο μοναδικός συνεργασθείς και ελεγχθείς ιάπωνας παραγωγός διαθέτουν αμφότεροι καθετοποιημένες διαδικασίες παραγωγής PVA. Ως εκ τούτου, η πτυχή αυτή δεν κρίνεται σημαντική για την επιλογή της Ιαπωνίας έναντι της Ταϊβάν.

    (42)

    Ο ίδιος κοινοτικός παραγωγός ισχυρίστηκε επίσης ότι το μείγμα προϊόντος και οι εφαρμογές της PVA στην ιαπωνική αγορά είναι πιο συγκρίσιμες με εκείνες της ΛΔΚ. Σχετικά με το θέμα αυτό, επιβεβαιώνεται ότι το μείγμα προϊόντος και οι εφαρμογές στην ταϊβανέζικη αγορά διασφαλίζουν την απαιτούμενη συγκρισιμότητα μεταξύ της ταϊβανέζικης και της κινεζικής PVA, ενώ δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι η ιαπωνική PVA θα διασφάλιζε καλύτερη συγκρισιμότητα.

    (43)

    Τέλος, το επίπεδο συνεργασίας στην επιλεγμένη χώρα αποτελεί σημαντικό στοιχείο για τον προσδιορισμό αξιόπιστης κανονικής αξίας. Στην Ιαπωνία μόνο ένας από τους τέσσερις παραγωγούς του ομοειδούς προϊόντος συνεργάστηκε στην έρευνα, ενώ στην Ταϊβάν υπήρχαν διαθέσιμα όλα τα απαραίτητα δεδομένα για το σύνολο της χώρας. Πράγματι, η ταϊβανέζικη εταιρεία εκπροσωπούσε πολύ μεγαλύτερο μερίδιο της εγχώριας αγοράς σε σύγκριση με το μοναδικό συνεργασθέντα ιάπωνα παραγωγό, γεγονός που κατέστησε εφικτή την καλύτερη αξιολόγηση της κανονικής αξίας.

    (44)

    Λαμβάνοντας υπόψη τους λόγους που αναφέρονται λεπτομερώς στις αιτιολογικές σκέψεις 36 έως 43 ανωτέρω, ο ισχυρισμός αμφότερων των κοινοτικών παραγωγών ότι η Ιαπωνία είναι η καταλληλότερη ανάλογη χώρα για τη ΛΔΚ απορρίφθηκε και επιβεβαιώνονται οι αιτιολογικές σκέψεις 40 έως 46 του προσωρινού κανονισμού.

    2.3.   Κανονική αξία

    (45)

    Ένας κοινοτικός παραγωγός ισχυρίστηκε ότι η κανονική αξία της ανάλογης χώρας, της Ταϊβάν, θα έπρεπε να είχε κατασκευαστεί για όλους τους τύπους προϊόντος και ότι το κέρδος που χρησιμοποιήθηκε στον υπολογισμό της κατασκευασμένης κανονικής αξίας δεν θα έπρεπε να είχε υπολογιστεί δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 6 του βασικού κανονισμού, διότι στην αγορά της Ταϊβάν επικρατεί μια ιδιαίτερη κατάσταση λόγω των τεχνητά χαμηλών τιμών.

    (46)

    Ωστόσο, για τους λόγους που αναφέρονται λεπτομερώς στις αιτιολογικές σκέψεις 28 έως 30 ανωτέρω, οι ισχυρισμοί αυτοί απορρίφθηκαν. Βάσει αυτού, επιβεβαιώνεται η αιτιολογική σκέψη 47 του προσωρινού κανονισμού.

    2.4.   Τιμή εξαγωγής

    (47)

    Ελλείψει παρατηρήσεων αναφορικά με την τιμή εξαγωγής, επιβεβαιώνονται οι αιτιολογικές σκέψεις 48 έως 50 του προσωρινού κανονισμού.

    2.5.   Σύγκριση

    (48)

    Ελλείψει παρατηρήσεων αναφορικά με τη σύγκριση, επιβεβαιώνεται η αιτιολογική σκέψη 51 του προσωρινού κανονισμού.

    2.6.   Περιθώριο ντάμπινγκ

    (49)

    Ελλείψει παρατηρήσεων αναφορικά με το περιθώριο ντάμπινγκ, επιβεβαιώνονται οι αιτιολογικές σκέψεις 52 και 53 του προσωρινού κανονισμού, σύμφωνα με τις οποίες το περιθώριο ντάμπινγκ για τη ΛΔΚ σε εθνικό επίπεδο ανέρχεται σε 10 %.

    E.   ΖΗΜΙΑ

    1.   Κοινοτική παραγωγή και κοινοτικός κλάδος παραγωγής

    (50)

    Ελλείψει νέων και στοιχειοθετημένων πληροφοριών ή επιχειρημάτων για το ζήτημα αυτό, επιβεβαιώνονται οι αιτιολογικές σκέψεις 54 έως 60 του προσωρινού κανονισμού.

    2.   Κοινοτική κατανάλωση

    (51)

    Κατά την επανεξέταση των στατιστικών στοιχείων που αντλήθηκαν από την Eurostat και το διασταυρούμενο έλεγχο αυτών με πληροφορίες που αντλήθηκαν από άλλες πηγές, διαπιστώθηκε ότι οι εισαγωγές από τις ΗΠΑ, όπως παρουσιάζονται στον προσωρινό κανονισμό, εμφανίζονταν λιγότερες από τις πραγματικές, συγκεκριμένα όσον αφορά το έτος 2003 (βλέπε αιτιολογική σκέψη 80 παρακάτω). Ως εκ τούτου, αποφασίστηκε η αντικατάσταση των εν λόγω στοιχείων με στοιχεία από τη βάση δεδομένων εξαγωγών των ΗΠΑ. Μετά τη γνωστοποίηση των οριστικών πορισμάτων, διαπιστώθηκε ακόμη ότι τα στοιχεία που ανέφερε η Eurostat σχετικά με τις εισαγωγές κινεζικής PVA ήταν εσφαλμένα και έπρεπε να διορθωθούν (βλέπε αιτιολογική σκέψη 56 παρακάτω).

    (52)

    Αντίστοιχα αναθεωρήθηκαν τα στοιχεία κατανάλωσης ως εξής:

     

    2003

    2004

    2005

    ΠΕ

    Κατανάλωση σε τόνους

    143 515

    154 263

    166 703

    166 755

    Δείκτης (2003 = 100)

    100

    107

    116

    116

    (53)

    Τα στοιχεία αποδεικνύουν ότι η ζήτηση για το υπό εξέταση προϊόν κατά την εξεταζόμενη περίοδο αυξήθηκε κατά 10 %. Τα άλλα συμπεράσματα, όπως συνοψίζονται στην αιτιολογική σκέψη (64) του προσωρινού κανονισμού, παραμένουν σε ισχύ.

    (54)

    Ελλείψει άλλων νέων και βάσιμων πληροφοριών ή επιχειρημάτων στο συγκεκριμένο θέμα, επιβεβαιώνονται οι αιτιολογικές σκέψεις 61 έως 64 του προσωρινού κανονισμού, με εξαίρεση τις αλλαγές που έγιναν στις αιτιολογικές σκέψεις 61 και 64, όπως αναλύθηκαν ανωτέρω.

    3.   Εισαγωγές από τις εξεταζόμενες χώρες

    (55)

    Εφόσον επιβεβαιώνεται ότι το περιθώριο ντάμπινγκ για την Ταϊβάν είναι ελάχιστο, οι εισαγωγές καταγωγής Ταϊβάν εξαιρούνται οριστικά από την εκτίμηση της ζημίας.

    (56)

    Μετά τη γνωστοποίηση των οριστικών πορισμάτων, ορισμένα ενδιαφερόμενα μέρη εξέφρασαν σοβαρές αμφιβολίες σχετικά με την αξιοπιστία των στοιχείων της Eurostat για τις εισαγωγές PVA από τη ΛΔΚ το 2003. Το ζήτημα ερευνήθηκε και διαπιστώθηκαν σημαντικές ανακρίβειες ως προς τις εν λόγω εισαγωγές. Κατά συνέπεια, οι ποσότητες των εισαγωγών PVA από τη ΛΔΚ το 2003 διορθώθηκαν ως εξής:

    Εισαγωγές

    2003

    2004

    2005

    ΠΕ

    Τόνοι ΛΔΚ

    16 197

    14 710

    21 561

    21 513

    Δείκτης (2003 = 100)

    100

    91

    133

    133

    (57)

    Αντί για μείωση των κινεζικών εισαγωγών κατά την εξεταζόμενη περίοδο, όπως είχε θεωρηθεί στο προσωρινό στάδιο με βάση τα εσφαλμένα στοιχεία του 2003, οι εισαγωγές από τη ΛΔΚ αυξήθηκαν κατά 33 % κατά την εξεταζόμενη περίοδο, ενώ μειώθηκαν κατά 9 % το 2004 σε σύγκριση με το 2003.

    (58)

    Ενόψει του γεγονότος αυτού και των αναθεωρημένων στοιχείων για την κοινοτική κατανάλωση (βλέπε αιτιολογική σκέψη 51 ανωτέρω), το μερίδιο αγοράς των εισαγωγών από τη ΛΔΚ τροποποιείται αντίστοιχα κατά την εξεταζόμενη περίοδο ως εξής:

    Μερίδιο αγοράς ΛΔΚ

    2003

    2004

    2005

    ΠΕ

    Κοινοτική αγορά

    11,3 %

    9,5 %

    12,9 %

    12,9 %

    Δείκτης (2003 = 100)

    100

    84

    115

    114

    (59)

    Το μερίδιο αγοράς που αντιστοιχεί σε εισαγωγές από τη ΛΔΚ κατά την ΠΕ αυξήθηκε κατά 1,6 ποσοστιαίες μονάδες κατά τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου. Κατά την ΠΕ, οι εισαγωγές από την Κίνα αντιστοιχούσαν στο 12,9 % της συνολικής κοινοτικής αγοράς.

    (60)

    Ενόψει των αναθεωρημένων στοιχείων για τις εισαγωγές του 2003, οι τιμές των εισαγωγών καταγωγής ΛΔΚ, που περιγράφονται στην αιτιολογική σκέψη 68 του προσωρινού κανονισμού, τροποποιήθηκαν ανάλογα. Ως εκ τούτου, η μέση τιμή των εισαγωγών μειώθηκε κατά 3 %.

    Τιμές μονάδας

    2003

    2004

    2005

    ΠΕ

    ΛΔΚ (ευρώ/τόνο)

    1 162

    1 115

    1 164

    1 132

    Δείκτης (2003 = 100)

    100

    96

    100

    97

    (61)

    Μετά τη γνωστοποίηση των οριστικών πορισμάτων, ο καταγγέλλων ισχυρίστηκε ότι η Επιτροπή δεν έπρεπε να αποκλείσει τα παρόμοια μοντέλα από τον υπολογισμό της απόκλισης των τιμών. Υποστήριξε ότι με τον τρόπο αυτόν οι κοινοτικές τιμές των εισαγωγών από τη ΛΔΚ θα υπερεκτιμώνταν σε πολύ μεγάλο βαθμό. Σχετικά με το θέμα αυτό επισημαίνεται ότι στην αιτιολογική σκέψη 70 του προσωρινού κανονισμού αναφέρεται πράγματι ότι ένας περιορισμένος αριθμός μοντέλων («PCN») είχε αποκλειστεί από τον υπολογισμό της απόκλισης των τιμών, διότι είχε θεωρηθεί ότι η σύγκριση ανά μοντέλο έπρεπε να είναι ουσιαστική και δίκαιη και ότι, ως εκ τούτου, δεν έπρεπε να επιτραπεί καμία σύγκριση ανάμεσα σε συνήθη ποιότητα και ειδική ποιότητα υπαγόμενη στην περιγραφή του υπό εξέταση προϊόντος.

    (62)

    Τα εν λόγω PCN αντιπροσώπευαν περίπου το 34 % των κινεζικών εισαγωγών κατά την ΠΕ, αλλά ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής (όχι ο καταγγέλλων) τα παρήγε σε πολύ μικρές ποσότητες, που αντιπροσώπευαν 0,1 % — 0,5 % των δικών του πωλήσεων ομοειδών προϊόντων κατά την ΠΕ. Ενώ οι εισαγωγές PVA από τη ΛΔΚ, στο πλαίσιο αυτών των PCN, αφορούσαν μια συνήθη ποιότητα PVA, ο κοινοτικός παραγωγός των εν λόγω PCN είχε ισχυριστεί στην Επιτροπή ότι στην περίπτωσή του αυτά τα PCN αφορούσαν εξειδικευμένα προϊόντα υψηλής ποιότητας που προορίζονταν για χρήση σε εξειδικευμένες εφαρμογές και που δεν μπορούν να αντικατασταθούν από συνήθη PVA. Επιπλέον, δεν παράγονταν στη συνήθη γραμμή παραγωγής του αλλά στην εξειδικευμένη εγκατάστασή του μέσω διαδικασίας μαζικής κατασκευής. Επίσης ο εν λόγω κοινοτικός παραγωγός ανέφερε ρητά ότι αυτή η PVA δεν ανταγωνιζόταν τη συνήθη PVA. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή συνήγαγε το συμπέρασμα ότι για αυτά τα εισαγόμενα από τη ΛΔΚ PCN, που ήταν συνήθης PVA, δεν πωλούνταν παρόμοιες ποιότητες από τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής. Ενόψει του γεγονότος ότι ο υπολογισμός της απόκλισης των τιμών μπορούσε να εξακολουθήσει να βασίζεται στις αντιπροσωπευτικές ποσότητες (ήτοι 54 % των σχετικών εισαγωγών), αποφασίστηκε ο αποκλεισμός αυτών των PCN από τη σύγκριση.

    (63)

    Στη βάση αυτή, και καθώς τα επιχειρήματα του καταγγέλλοντος δεν περιείχαν αποδεικτικά στοιχεία περί του αντιθέτου, επιβεβαιώνεται ότι ο αποκλεισμός αυτών των PCN από τους υπολογισμούς της απόκλισης των τιμών είναι δικαιολογημένος και, συνεπώς, ο σχετικός ισχυρισμός απορρίπτεται.

    (64)

    Ελλείψει άλλων νέων και σημαντικών πληροφοριών ή επιχειρημάτων σε σχέση με το θέμα αυτό, επιβεβαιώνονται οι αιτιολογικές σκέψεις 65 έως 71 του προσωρινού κανονισμού, με εξαίρεση τα στοιχεία για τις κινεζικές εισαγωγές και το μερίδιο αγοράς, θέματα που αναλύθηκαν ανωτέρω.

    4.   Κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής

    (65)

    Δεδομένων των αναθεωρημένων στοιχείων για την κατανάλωση της Κοινότητας (βλέπε αιτιολογική σκέψη 51 ανωτέρω), το μερίδιο αγοράς του κοινοτικού κλάδου παραγωγής τροποποιείται αντίστοιχα κατά την εξεταζόμενη περίοδο ως εξής:

    Μερίδιο αγοράς κοινοτικού κλάδου παραγωγής

    2003

    2004

    2005

    ΠΕ

    Δείκτης (2003 = 100)

    100

    101

    96

    103

    (66)

    Όπως συνάγεται από την αιτιολογική σκέψη 76 του προσωρινού κανονισμού, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής επωφελήθηκε, όσον αφορά τον όγκο πωλήσεων, της αυξανόμενης ζήτησης στην κοινοτική αγορά.

    5.   Συμπέρασμα σχετικά με τη ζημία

    (67)

    Μετά την κοινοποίηση των ουσιαστικών πραγματικών περιστατικών και των εκτιμήσεων βάσει των οποίων αποφασίστηκε η επιβολή προσωρινών μέτρων αντιντάμπινγκ, ορισμένα ενδιαφερόμενα μέρη ισχυρίστηκαν ότι οι περισσότεροι δείκτες ζημίας είχαν εξελιχθεί θετικά και ότι, ως εκ τούτου, δεν υπήρχε σημαντική ζημία. Ένα ενδιαφερόμενο μέρος ισχυρίστηκε μάλιστα ότι η Επιτροπή είχε συνάγει το συμπέρασμα ότι η κοινοτική βιομηχανία είχε υποστεί σημαντική ζημία αποκλειστικά και μόνο βάσει της πτώσης των τιμών πώλησης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

    (68)

    Πρέπει να υπομνηστεί σχετικά με το θέμα αυτό ότι όπως υποδεικνύεται στην αιτιολογική σκέψη 90 του προσωρινού κανονισμού, πολλοί δείκτες πράγματι εξελίχθηκαν θετικά κατά την εξεταζόμενη περίοδο, λόγω της ισχυρής και αυξανόμενης ζήτησης στην κοινοτική αγορά. Ωστόσο, η συμπίεση των τιμών στην αγορά της Κοινότητας, σε συνδυασμό με τη σημαντική αύξηση του κόστους των βασικών πρώτων υλών παγκοσμίως, προκάλεσε την πτωτική πορεία όλων των χρηματοοικονομικών δεικτών όπως της αποδοτικότητας, της απόδοσης επενδύσεων και της ταμειακής ροής. Αυτό εξηγείται λεπτομερώς στις αιτιολογικές σκέψεις 84 και 85 του προσωρινού κανονισμού. Παρόλο που όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού, ένας ή περισσότεροι χρηματοοικονομικοί παράγοντες που αξιολογούνται σχετικά με το θέμα αυτό δεν αποτελούν υποχρεωτικά αξιόπιστους δείκτες, είναι προφανές ότι οι χρηματοοικονομικοί δείκτες συγκαταλέγονται μεταξύ των σημαντικότερων δεικτών. Ως εκ τούτου, απορρίπτεται το σχετικό επιχείρημα.

    (69)

    Ελλείψει νέων και βάσιμων πληροφοριών ή επιχειρημάτων σχετικά με την κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, επιβεβαιώνονται οι αιτιολογικές σκέψεις 72 έως 92 του προσωρινού κανονισμού, με εξαίρεση τις αιτιολογικές σκέψεις 75 και 76 που αναλύθηκαν ανωτέρω.

    ΣΤ.   ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΣΥΝΑΦΕΙΑ

    1.   Επιπτώσεις των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ

    (70)

    Ορισμένα ενδιαφερόμενα μέρη επεσήμαναν το προσωρινό πόρισμα σύμφωνα με το οποίο οι εισαγωγές από την Κίνα μειώθηκαν έντονα μεταξύ του 2003 και του 2004. Ισχυρίστηκαν ότι η συμπίεση των τιμών δεν θα μπορούσε να είχε προκληθεί από τις κινεζικές εισαγωγές, διότι κατά την ίδια περίοδο, η αποδοτικότητα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής επιδεινώθηκε δραματικά κατά 62 %.

    (71)

    Στο σημείο αυτό πρέπει να υπενθυμιστεί ότι από την έρευνα προέκυψε ότι οι εισαγωγές από τη ΛΔΚ παρουσίαζαν απόκλιση από τις τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής κατά 3,3 % κατά την ΠΕ και ότι οι εισαγωγές από τη ΛΔΚ, καθ’ όλη τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου, είχαν δηλωθεί στα σύνορα της Κοινότητας σε τιμές χαμηλότερες από εκείνες του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Η διαφορά μεταξύ των τιμών εισαγωγής από τη ΛΔΚ που αντλήθηκαν από την Eurostat και των τιμών πώλησης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής φαίνεται ότι είναι μεγαλύτερη το 2003 σε σχέση με την ΠΕ. Ωστόσο, δεν μπορούν βάσει της ανάλυσης αυτής να συναχθούν συμπεράσματα όσον αφορά την απόκλιση κατά τα έτη που προηγήθηκαν της ΠΕ. Ακριβές και αξιόπιστο περιθώριο απόκλισης μπορεί να υπολογιστεί μόνο για την ΠΕ βάσει μιας σύγκρισης ανά μοντέλο και με τις κατάλληλες προσαρμογές για τα έξοδα μετά την εισαγωγή και τις διαφορές σε επίπεδο εμπορικών πράξεων. Τα δεδομένα αυτά ήταν διαθέσιμα μόνο για την ΠΕ. Ως εκ τούτου, δεν μπορούν να συναχθούν συμπεράσματα σχετικά με το εάν οι εισαγωγές από τη ΛΔΚ παρουσίαζαν απόκλιση από τις τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής κατά την εξεταζόμενη περίοδο.

    (72)

    Μέσω της έρευνας διαπιστώθηκε επίσης ότι υπήρχε σημαντική συμπίεση των τιμών στην αγορά. Αυτή η συμπίεση τιμών ήταν επιζήμια δεδομένης της ισχυρής αύξησης του κόστους βασικών πρώτων υλών κατά την ίδια περίοδο, όπως αναλύεται στις αιτιολογικές σκέψεις 78 και 79 του προσωρινού κανονισμού. Δεδομένων των παρατηρήσεων που ελήφθησαν και αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 70 ανωτέρω, η εξέλιξη των τιμών των πρώτων υλών κατά την εξεταζόμενη περίοδο αναλύθηκε σε ετήσια βάση. Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 78 του προσωρινού κανονισμού, το μονομερές οξικό βινύλιο («VAM») αποτελεί βασική πρώτη ύλη της PVA. Αντιστοιχεί στο 65 % περίπου του κόστους παραγωγής της PVA. Ο παρακάτω πίνακας παρουσιάζει το κόστος VAM ανά τόνο PVA κατά την εξεταζόμενη περίοδο:

    Κοινοτικός κλάδος παραγωγής

    2003

    2004

    2005

    ΠΕ

    Κόστος VAM ανά τόνο PVA

     

     

     

     

    Δείκτης

    100

    107

    119

    130

    (73)

    Η ανάλυση έδειξε ότι το 2004 η αύξηση του κόστους πρώτων υλών ήταν μέτρια συγκριτικά με την αύξηση του ίδιου κόστους κατά το 2005 και την ΠΕ. Βάσει της πορείας των τιμών πρώτων υλών, που σκιαγραφείται σαφέστερα στην εξέλιξη του κόστους του VAM στον παραπάνω πίνακα και η οποία δεν αντιστοιχεί επακριβώς με την τάση της αποδοτικότητας, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η σημαντική μείωση στην αποδοτικότητα κατά το 2004 οφείλεται κυρίως στη μείωση ύψους 7 % των τιμών πώλησης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, όπως υποδεικνύεται στην αιτιολογική σκέψη 79 του προσωρινού κανονισμού, και λιγότερο στην αύξηση του κόστους πρώτων υλών.

    (74)

    Βάσει των ανωτέρω, αναλύθηκαν λεπτομερέστερα τα μερίδια αγοράς το 2004 τόσο σε απόλυτες τιμές όσο και έναντι του 2003, για να διαπιστωθεί αν οι εισαγωγές με ντάμπινγκ, μεμονωμένα, είχαν σημαντικό αντίκτυπο στη ζημία. Διαπιστώθηκε ότι κατά το 2004 ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής αύξησε το μερίδιο αγοράς του κατά 1 %. Ταυτόχρονα, οι εισαγωγές από την Κίνα έχασαν το 16 % του μεριδίου αγοράς τους. Ως αποτέλεσμα, κατά το 2004, το μερίδιο αγοράς του κοινοτικού κλάδου παραγωγής αντιστοιχούσε στο υπερτετραπλάσιο του μεριδίου αγοράς της ΛΔΚ. Υπό αυτές τις συγκυρίες, θεωρείται πράγματι δύσκολο να υποστηριχθεί ότι η μείωση τιμών κατά το κρίσιμο έτος 2004 οφείλεται στις εισαγωγές από τη ΛΔΚ, καθώς οι ποσότητες ήταν σχετικά χαμηλές με έντονα πτωτική τάση.

    (75)

    Μετά τη γνωστοποίηση των οριστικών πορισμάτων, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής υποστήριξε ότι, ακόμη και με χαμηλό μερίδιο αγοράς, οι εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ κατάφεραν να προκαλέσουν σοβαρή στρέβλωση στην αγορά, λόγω της φύσης του κλάδου. Ισχυρίστηκε ότι η Επιτροπή υποστήριξε ότι η PVA είναι ένα βασικό προϊόν και η ελάχιστη τιμή που καθορίστηκε στην αγορά προσδιορίζει σε μεγάλο βαθμό την τιμή αγοράς στην οποία και οι υπόλοιποι παραγωγοί πρέπει να προσαρμοστούν εάν επιθυμούν να διατηρήσουν τις παραγγελίες τους. Πρέπει να αποσαφηνιστεί ότι η Επιτροπή, στο έγγραφο γνωστοποίησης των οριστικών πορισμάτων, είχε απλώς αναφέρει έναν ισχυρισμό του καταγγέλλοντος, χωρίς να τον ενστερνίζεται. Ο καταγγέλλων υποστήριξε επίσης ότι αυτή η υποτιθέμενη επίδραση των εισαγωγών από τη ΛΔΚ στις τιμές πώλησης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής αποδεικνυόταν από την πτωτική τάση των τιμών πώλησης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής κατά την εξεταζόμενη περίοδο, ενώ οι τιμές της βασικής κύριας ύλης, του VAM, κυμαίνονταν σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα. Ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής υποστήριξε ότι δεν ήταν σε θέση να μοιραστεί την αύξηση της τιμής πρώτων υλών με τους πελάτες του λόγω της ισχυρής πίεσης τιμών από τις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, γεγονός που οδήγησε σε σημαντική μείωση της αποδοτικότητας, της απόδοσης των επενδύσεων και της ταμειακή ροής του κλάδου.

    (76)

    Ωστόσο, εξετάζοντας τις εξελίξεις πιο λεπτομερώς, φαίνεται ότι η σημαντική υποβάθμιση της χρηματοοικονομικής κατάστασης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής σημειώθηκε κυρίως από το 2004 έως την ΠΕ. Το 2003, όταν οι εισαγωγές από τη ΛΔΚ κατείχαν μερίδιο αγοράς 11,3 % και οι τιμές πώλησης δεν διέφεραν πολύ από τα έτη που ακολούθησαν, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής σημείωνε ικανοποιητικές επιδόσεις, ιδίως σε θέματα αποδοτικότητας. Η εκτίμηση αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι ακόμη και ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής είχε χαρακτηρίσει (το 2002 και) το 2003 ως έτος «πριν από τη μεγάλη διείσδυση στην κοινοτική αγορά των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ». Η εκτίμηση αυτή ενισχύθηκε από τα ευρήματα της έρευνας και θεωρήθηκε, ως εκ τούτου, στην αιτιολογική σκέψη 131 του προσωρινού κανονισμού, ότι το 2003 ήταν όντως ένα έτος που παρουσίαζε φυσιολογική κατάσταση ανταγωνισμού στην αγορά της Κοινότητας. Αυτό δεν είχε αμφισβητηθεί από κανένα από τα ενδιαφερόμενα μέρη και υποδεικνύει ότι κατά το 2003 οι στρεβλώσεις του εμπορίου, εάν υπήρχαν, ήταν περιορισμένες. Το 2004, αντιθέτως, όταν μειώθηκαν οι εισαγωγές από τη ΛΔΚ, και ενώ η τιμή πώλησης που εφάρμοζε παρέμεινε σχετικά σταθερή, η χρηματοοικονομική κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής επιδεινώθηκε δραματικά.

    (77)

    Μετά τη γνωστοποίηση των οριστικών πορισμάτων, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής ισχυρίστηκε ότι ήταν λανθασμένη η απαίτηση της Επιτροπής σύμφωνα με την οποία η κύρια αιτία της ζημίας έπρεπε να είναι οι εισαγωγές που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ. Σχετικά με το θέμα αυτό σημειώνεται ότι η Επιτροπή δεν θεώρησε ότι η κύρια αιτία της ζημίας έπρεπε να είναι οι εισαγωγές που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ. Πράγματι, το άρθρο 3 παράγραφος 6 του προσωρινού κανονισμού ορίζει ότι «ο όγκος ή/και το επίπεδο των τιμών […] ευθύνονται για τις συνέπειες επί της κοινοτικής βιομηχανίας, […], όπως επίσης ότι οι συνέπειες αυτές είναι τέτοιας έκτασης, ώστε να είναι δυνατό να θεωρηθούν σημαντικές (έμφαση στα συγκεκριμένα σημεία από το συντάκτη του παρόντος).»

    (78)

    Περαιτέρω ανάλυση των στοιχείων που διαπιστώθηκαν κατά τη διάρκεια της έρευνας έδειξε ότι οι εισαγωγές που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, από μόνες τους, είχαν αντίκτυπο στη ζημιογόνο κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, αλλά ενόψει των συνολικά περιορισμένων μεριδίων αγοράς τους σε σύγκριση με τα αυξανόμενα μερίδια αγοράς του κοινοτικού κλάδου παραγωγής και με δεδομένη την έλλειψη σαφούς χρονικής σύμπτωσης μεταξύ των εισαγωγών που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ και της πλέον ζημιογόνου κατάστασης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, ο εν λόγω αντίκτυπος δεν θεωρείται σημαντικός.

    (79)

    Βάσει των ως άνω εκτιμήσεων, δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ είχαν σημαντικό αντίκτυπο στη ζημία που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής.

    2.   Επιπτώσεις άλλων παραγόντων

    (80)

    Μετά την επιβολή των προσωρινών μέτρων, ελήφθησαν πληροφορίες που υποδείκνυαν την ανεπάρκεια των δεδομένων της Eurostat όσον αφορά τις εισαγωγές από τις ΗΠΑ. Οι ποσότητες που αναφέρθηκαν εμφανίζονται υπερβολικά χαμηλές συγκριτικά με τα δεδομένα εξαγωγών από τη βάση δεδομένων εξαγωγών των ΗΠΑ αλλά και με άλλες πηγές. Τα δεδομένα σε σχέση με τις εισαγωγές αυτές έπρεπε να αναθεωρηθούν και κρίθηκε κατάλληλο να αντικατασταθούν με δεδομένα που αντλήθηκαν από τη βάση δεδομένων εξαγωγών των ΗΠΑ. Με αυτόν τον τρόπο, οι τιμές, οι οποίες είχαν μετατραπεί σε ευρώ, προσαρμόστηκαν δεόντως στις τιμές CIF στα κοινοτικά σύνορα. Ο αντίκτυπος των αναθεωρημένων ποσοτήτων των εισαγωγών από τη ΛΔΚ το 2003 στην υπολογισθείσα κοινοτική κατανάλωση επηρέασε επίσης τα μερίδια αγοράς και άλλων χωρών το εν λόγω έτος. Ως εκ τούτου, οι πίνακες που παρουσιάζονται στην αιτιολογική σκέψη 97 του προσωρινού κανονισμού τροποποιήθηκαν ως εξής:

    Εισαγωγές καταγωγής άλλων τρίτων χωρών (ποσότητα)

    Εισαγωγές (τόνοι)

    2003

    2004

    2005

    ΠΕ

    ΗΠΑ

    19 804

    26 663

    25 771

    26 298

    Δείκτης (2003 = 100)

    100

    135

    130

    133

    Ιαπωνία

    13 682

    11 753

    12 694

    14 151

    Δείκτης (2003 = 100)

    100

    86

    93

    103

    Ταϊβάν (κλίμακα)

    11 000—14 000

    13 000—16 500

    10 000—13 000

    9 000—12 000

    Δείκτης (2003 = 100)

    100

    118

    88

    83


    Εισαγωγές καταγωγής άλλων τρίτων χωρών (μέση τιμή)

    Μέση τιμή (ευρώ)

    2003

    2004

    2005

    ΠΕ

    ΗΠΑ

    1 308

    1 335

    1 446

    1 416

    Δείκτης (2003 = 100)

    100

    102

    111

    108

    Ιαπωνία

    1 916

    1 532

    1 846

    1 934

    Δείκτης (2003 = 100)

    100

    80

    96

    101

    Ταϊβάν

    1 212

    1 207

    1 308

    1 302

    Δείκτης (2003 = 100)

    100

    100

    108

    108


    Μερίδια αγοράς

    Μερίδιο αγοράς (%)

    2003

    2004

    2005

    ΠΕ

    ΗΠΑ

    13,8 %

    17,3 %

    15,5 %

    15,8 %

    Ιαπωνία

    9,5 %

    7,6 %

    7,6 %

    8,5 %

    Ταϊβάν (δείκτης)

    100

    109

    76

    71

    (81)

    Σε σύγκριση με τον προσωρινό κανονισμό, η κύρια διαφορά συνίσταται στις ποσότητες των εισαγωγών από τις ΗΠΑ και στην τάση που παρατηρήθηκε όσον αφορά τις εισαγωγές αυτές. Πράγματι, κατά την εξεταζόμενη περίοδο, σημειώθηκε μόνο ελαφρά αύξηση των εισαγωγών PVA από τις ΗΠΑ, δηλαδή αύξηση ύψους 2 ποσοστιαίων μονάδων υπό όρους μεριδίου αγοράς, ενώ στον προσωρινό κανονισμό εκτιμήθηκε εσφαλμένα ότι είχαν διπλασιαστεί κατά την εν λόγω περίοδο. Επιπλέον, οι τιμές CIF στα σύνορα της Κοινότητας των εν λόγω εισαγωγών εμφανίζονται γενικά υψηλότερες σε σύγκριση με την προσωρινή εκτίμηση, με τη διαφορά να κυμαίνεται στο 4,3 % κατά την ΠΕ. Τα υπόλοιπα συμπεράσματα αναφορικά με τις εισαγωγές αυτές, όπως συνοψίζονται στην αιτιολογική σκέψη 98 του προσωρινού κανονισμού, παραμένουν σε ισχύ.

    (82)

    Σχετικά με τις αιτιολογικές σκέψεις 97 και 99 του προσωρινού κανονισμού, ορισμένα ενδιαφερόμενα μέρη εξέφρασαν σοβαρές αμφιβολίες σχετικά με την αξιοπιστία των τιμών της Eurostat για τις εισαγωγές από την Ιαπωνία, καθώς οι μέσες τιμές μονάδας των εν λόγω εισαγωγών ήταν σημαντικά υψηλότερες από τις τιμές μονάδας PVA από άλλες πηγές. Κάποιο ενδιαφερόμενο μέρος ισχυρίστηκε ότι η μέση τιμή πώλησης προκύπτει από τον εσφαλμένο συνυπολογισμό άλλων ακριβότερων προϊόντων, όπως της PVB. Σχετικά με το ζήτημα αυτό, είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί ότι τα δεδομένα αυτά είχαν ερευνηθεί λεπτομερώς και ότι βάσει της ανάλυσης αυτής είχε συναχθεί το συμπέρασμα, όπως υποδεικνύεται στην αιτιολογική σκέψη 99 του προσωρινού κανονισμού, ότι οι εισαγωγές από την Ιαπωνία δεν θα μπορούσαν να είχαν συμβάλει στην αρνητική τάση τιμών που προκάλεσε τη σοβαρή επιδείνωση της χρηματοοικονομικής κατάστασης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Για σκοπούς πληρότητας και σαφήνειας, ακολουθεί περίληψη της προαναφερόμενης ανάλυσης.

    (83)

    Περαιτέρω εξέταση των δεδομένων της Eurostat σε σχέση με τις εισαγωγές από την Ιαπωνία επιβεβαίωσε ότι δεν ελήφθησαν υπόψη άλλα προϊόντα εκτός της PVA και ότι, ως εκ τούτου, τα δεδομένα δεν είχαν αυξηθεί τεχνητά από ακριβότερα προϊόντα. Επιπλέον, όπως υποδεικνυόταν ήδη στην καταγγελία, οι εισαγωγές PVA από την Ιαπωνία περιλάμβαναν ορισμένες περιορισμένες ποσότητες PVA πέραν του ομοειδούς προϊόντος, με ενδεχομένως σημαντικά υψηλότερες τιμές μονάδας. Στη μέση αξία που υπολογίστηκε για τις εισαγωγές από την Ιαπωνία, βάσει των στατιστικών δεδομένων, η επιρροή της τιμής των διαφορετικών αυτών ποιοτήτων PVA δεν μπορούσε να αντισταθμιστεί καθώς τα εν λόγω δεδομένα δεν έκαναν διάκριση μεταξύ του ομοειδούς προϊόντος και άλλων ποιοτήτων PVA. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη τις κατά προσέγγιση ποσότητες των εισαγωγών αυτών, βάσει των δεδομένων της καταγγελίας, και δεδομένης της μέσης τιμής που υπολογίστηκε για όλες τις εισαγωγές PVA από την Ιαπωνία κατά την ΠΕ, είχε διαπιστωθεί ότι ήταν ελάχιστο πιθανό ο αποκλεισμός των ποιοτήτων PVA που δεν εμπίπτουν στην περιγραφή προϊόντος να κατέληγε σε μέση τιμή CIF του ομοειδούς προϊόντος στα σύνορα της Κοινότητας, η οποία θα παρουσίαζε απόκλιση από το κοινοτικό επίπεδο τιμής πώλησης κατά την ΠΕ. Επιπλέον, ελέγχθηκε περίπου το 25 % των εισαγωγών από την Ιαπωνία κατά την ΠΕ και προέκυψε ότι αφορούσε ποιότητες PVA εκτός του πεδίου εφαρμογής του υπό εξέταση προϊόντος. Οι εν λόγω πωλήσεις πραγματοποιήθηκαν σε συνδεδεμένα μέρη, δηλαδή σε τιμές μεταβίβασης, και είχε διαπιστωθεί ότι οι τιμές μεταπώλησης των αγορών αυτών στους πρώτους ανεξάρτητους πελάτες στην Κοινότητα ήταν κατά μέσο όρο 8 %-10 % υψηλότερες από αυτές που θα μπορούσε να επιτύχει ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής. Συνεπώς, συνάχθηκε το συμπέρασμα και υποστηρίχθηκε ότι δεν υπήρχαν ενδείξεις ότι οι εισαγωγές PVA από την Ιαπωνία κατά την ΠΕ παρουσίαζαν απόκλιση από τις τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής και ότι, ως εκ τούτου, δεν θεωρείται ότι συνέβαλαν στη ζημία που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής.

    (84)

    Διάφορα ενδιαφερόμενα μέρη υπέβαλαν επίσης το ερώτημα πώς οι εισαγωγές από την Ιαπωνία κατόρθωσαν να διατηρήσουν ισχυρό μερίδιο αγοράς με τόσο υψηλές τιμές, εφόσον υπήρχε έντονος ανταγωνισμός τιμών στην κοινοτική αγορά. Σχετικά με το ζήτημα αυτό, πρέπει καταρχάς να σημειωθεί, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 83 ανωτέρω, ότι ο συνυπολογισμός άλλων και ακριβότερων ποιοτήτων PVA ασφαλώς αύξησε τεχνητά τις μέσες αξίες της Eurostat για τις τιμές εισαγωγής από την Ιαπωνία. Βάσει επαληθευμένων δεδομένων που αντιστοιχούν περίπου στο 25 % των ιαπωνικών εισαγωγών, οι μέσες τιμές των εισαγωγών αυτών προς τον πρώτο ανεξάρτητο πελάτη στην Κοινότητα εμφανίζονται κατά 8 % — 10 % υψηλότερες από τις τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Αυτό δεν ήταν το αποτέλεσμα επακριβούς σύγκρισης μεταξύ πανομοιότυπων ποιοτήτων προϊόντος, αλλά μάλλον η πιθανή και κατά προσέγγιση διαφορά τιμής μεταξύ των μέσων τιμών πώλησης μέρους των εισαγωγών από την Ιαπωνία και της μέσης τιμής πώλησης που πέτυχε ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής. Βάσει των παραπάνω, το αποτέλεσμα της ανάλυσης των τιμών εισαγωγής από την Ιαπωνία δεν αντικρούει το συμπέρασμα ότι οι τιμές αγοράς στην Κοινότητα ήταν όντως συμπιεσμένες και, ως εκ τούτου, το επιχείρημα απορρίπτεται.

    (85)

    Κάποιο ενδιαφερόμενο μέρος ισχυρίστηκε ότι οι ποσότητες των εισαγωγών από την Ταϊβάν είχαν αυξηθεί από το 2003 έως το 2006, αντίθετα με τα πορίσματα της Επιτροπής σχετικά με μείωση του μεριδίου αγοράς, και ότι οι μέσες τιμές των εισαγωγών αυτών αυξήθηκαν λιγότερο συγκριτικά με τις διαπιστώσεις της Επιτροπής. Ο ισχυρισμός αυτός βασιζόταν σε μια ανάλυση δεδομένων της Eurostat. Σχετικά με το θέμα αυτό, σημειώνεται ότι, όπως υποδεικνύεται στην αιτιολογική σκέψη 100 του προσωρινού κανονισμού, χρησιμοποιήθηκαν τα πραγματικά στοιχεία του μοναδικού ταϊβανέζου παραγωγού που συνεργάστηκε πλήρως στην έρευνα. Τα επαληθευμένα αυτά δεδομένα θεωρήθηκαν πιο αξιόπιστα από τα δεδομένα της Eurostat, ιδίως καθώς ο εν λόγω παραγωγός πούλησε, καθ’ όλη την εξεταζόμενη περίοδο, σημαντικές ποσότητες PVA που δηλώθηκαν μεν στον κωδικό ΣΟ ex 3905 30 00, αλλά που δεν εμπίπτουν στην περιγραφή προϊόντος. Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός του εν λόγω ενδιαφερόμενου μέρους απορρίφθηκε.

    (86)

    Κάποιο άλλο ενδιαφερόμενο μέρος ισχυρίστηκε, βάσει της ανάλυσης τιμών εισαγωγής από τις ΗΠΑ που εκπόνησε η Επιτροπή, ότι οι εισαγωγές από την Ταϊβάν συνέβαλαν στη μείωση των τιμών της κοινοτικής αγοράς. Ισχυρίστηκε ότι για το σκοπό του υπολογισμού των μέσων τιμών πώλησης προς τον πρώτο ανεξάρτητο πελάτη, η Επιτροπή είχε προσαρμόσει προς τα άνω τις τιμές εισαγωγής από τις ΗΠΑ που ανέφερε η Eurostat, οι οποίες ήταν ήδη υψηλότερες από τις τιμές της Ταϊβάν, και ότι κατόπιν αυτής της προσαρμογής οι τιμές βρίσκονταν στο ίδιο γενικό επίπεδο με τις τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Ως εκ τούτου, οι τιμές της Ταϊβάν, οι οποίες δεν απαιτούσαν κάποια προσαρμογή, παρουσίαζαν απόκλιση από τις τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής και συνέβαλαν στη ζημία που υπέστη ο εν λόγω κλάδος.

    (87)

    Ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε. Στην πραγματικότητα, οι τιμές των εισαγωγών από την Ταϊβάν που παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 97 και 99 του προσωρινού κανονισμού είναι οι τιμές CIF στα κοινοτικά σύνορα. Για το σκοπό του υπολογισμού των αποκλίσεων πραγματοποιήθηκαν διάφορες προσαρμογές στις τιμές αυτές (δασμός εισαγωγής, έξοδα μετά την εισαγωγή, επίπεδο εμπορίου). Σε αυτήν την περίπτωση, το επίπεδο προσαρμογής των εμπορικών πράξεων ήταν σημαντικό καθώς σχεδόν όλες οι πωλήσεις πραγματοποιήθηκαν μέσω εμπόρων/διανομέων στην Κοινότητα. Οι μεταγενέστεροι υπολογισμοί των αποκλίσεων πραγματοποιήθηκαν στη συνέχεια σε επίπεδο κωδικών προϊόντος, με αποτέλεσμα επακριβή στοιχεία που όντως δεν παρουσίασαν αποκλίσεις.

    (88)

    Ορισμένα ενδιαφερόμενα μέρη ισχυρίστηκαν ότι η πτώση στην αποδοτικότητα προκλήθηκε από τον ίδιο τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής. Ισχυρίστηκαν ότι λόγω της δημιουργίας επιπρόσθετης παραγωγικής ικανότητας το 2004, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής βρέθηκε αντιμέτωπος με μεγάλες πρόσθετες ποσότητες παραχθείσας PVA που έπρεπε να πωληθεί. Υποστηρίχθηκε από τα εν λόγω μέρη ότι ο ίδιος ο καταγγέλλων είχε, ως εκ τούτου, εφαρμόσει μια επιθετική πολιτική απόκλισης έναντι όλων των υπόλοιπων προμηθευτών PVA με σκοπό τη μεγιστοποίηση του όγκου των πωλήσεών του και τον αποκλεισμό άλλων ανταγωνιστών από την αγορά. Σύμφωνα με τα μέρη αυτά, το γεγονός αυτό θα εξηγούσε τη μείωση των τιμών PVA κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Εκτιμήθηκε ότι οι κινέζοι παραγωγοί ακολουθούσαν μάλλον παρά διαμόρφωναν τις τιμές.

    (89)

    Αναφορικά με το επιχείρημα αυτό, η έρευνα πράγματι έδειξε ότι οι επενδύσεις της Κοινότητας για την αύξηση της παραγωγικής ικανότητάς της είχαν επιτρέψει στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής να πωλήσει σημαντικά περισσότερες ποσότητες στην αγορά της Κοινότητας. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει ότι, αφενός, η απόφαση να πραγματοποιηθεί η επένδυση αυτή ήταν ορθή βάσει της αναμενόμενης ανάπτυξης της αγοράς. Η κατανάλωση PVA στην αγορά της Κοινότητας αυξήθηκε σημαντικά κατά την εξεταζόμενη περίοδο, όπως εξηγείται στις αιτιολογικές σκέψεις 51 έως 53 ανωτέρω, και αυτό οδήγησε στη συνολική αύξηση των πωλήσεων. Επιπλέον, η ανάλυση των δεδομένων μετά την ΠΕ (Ιούλιος 2006 έως Σεπτέμβριος 2007) όσον αφορά την κατανάλωση και τις πωλήσεις στην Κοινότητα, βάσει των στοιχείων της Eurostat και των στοιχείων που υποβλήθηκαν από τα μέρη που συμμετείχαν στην έρευνα, επιβεβαίωσε ότι η κατανάλωση αυξήθηκε σημαντικά και ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής αύξησε περαιτέρω τις πωλήσεις του κατά 10 %.

    (90)

    Ταυτόχρονα, ωστόσο, μέσω της έρευνας διαπιστώθηκε ότι ένα εργοστάσιο PVA πρέπει να διασφαλίζει αδιάλειπτη παραγωγή προκειμένου να μεγιστοποιήσει την αποδοτικότητα. Αυτό ίσχυε και στην περίπτωση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Η έρευνα έδειξε ότι, λόγω της αύξησης της παραγωγικής ικανότητας που σημειώθηκε από το 2004 έως το 2006, ο όγκος παραγωγής αυξήθηκε σημαντικά από το 2004. Μετά τη γνωστοποίηση των οριστικών πορισμάτων, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής υποστήριξε ότι η πρόσθετη γραμμή παραγωγής PVA ήταν διαθέσιμη μόνο από το 2005 και ότι, κατά συνέπεια, δεν υπήρχε πρόσθετη παραγωγική ικανότητα το 2004. Ωστόσο, η έρευνα έδειξε ότι το 2004 η παραγωγική ικανότητα ήταν μεγαλύτερη κατά 7 % σε σύγκριση με το 2003. Συγχρόνως, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής μείωσε τις τιμές πώλησης κατά 7 %, και το 2005, όταν η παραγωγική ικανότητα είχε σχεδόν ανέλθει στο 129 % της παραγωγικής ικανότητας του 2003, οι τιμές παρέμεναν κατά 5 % χαμηλότερες από το επίπεδο του 2003, παρά το ισχυρά αυξανόμενο κόστος πρώτων υλών όπως υποδεικνύεται στην αιτιολογική σκέψη 72 ανωτέρω (+ 19 % για VAM). Εντωμεταξύ, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής είχε αυξήσει τον όγκο πωλήσεων προς ανεξάρτητους πελάτες κατά 12 % και αναμενόταν να αυξήσει τις πωλήσεις αυτές κατά 10 ακόμη ποσοστιαίες μονάδες το 2005. Στη βάση αυτή φαίνεται ότι θα μπορούσε να υπάρχει κάποια σχέση μεταξύ των τιμών πώλησης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής και της παραγόμενης ποσότητας PVA.

    (91)

    Δυο ενδιαφερόμενα μέρη υποστήριξαν ότι η επένδυση στην παραγωγική ικανότητα είχε επιφέρει την αρνητική εξέλιξη των κύριων χρηματοοικονομικών δεικτών, καθώς το κόστος της είχε σοβαρό αντίκτυπο στην αποδοτικότητα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Σχετικά με το ζήτημα αυτό, η έρευνα διαπίστωσε, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 103 του προσωρινού κανονισμού, ότι προσδιορίστηκαν τα έξοδα που συνδέονται με την αύξηση της παραγωγικής ικανότητας και ότι δεν επηρέασαν σημαντικά την έντονα αρνητική τάση που παρατηρήθηκε στην εξέλιξη της οικονομικής κατάστασης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός ότι τα έξοδα αυτά είχαν προκαλέσει τη σοβαρή επιδείνωση των κύριων χρηματοοικονομικών δεικτών του κοινοτικού κλάδου παραγωγής απορρίπτεται.

    (92)

    Ένα ενδιαφερόμενο μέρος ισχυρίστηκε ότι η τιμολόγηση των πωλήσεων για δεσμευμένη χρήση επηρέασε αρνητικά τα στοιχεία αποδοτικότητας του καταγγέλλοντος. Σχετικά με το ζήτημα αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι οι πωλήσεις PVA προς συνδεδεμένα μέρη ελέγχθηκαν διεξοδικά. Κατ’ αρχάς, οι πωλήσεις αυτές απομονώθηκαν από τις πωλήσεις προς μη συνδεδεμένα μέρη. Ως εκ τούτου, δεν περιλαμβάνονται στους χρηματοοικονομικούς δείκτες που αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις 84 και 85 του προσωρινού κανονισμού, όπως επισημαίνεται ειδικότερα στην αιτιολογική σκέψη 84. Κατά δεύτερον, ο έλεγχος των πωλήσεων για δεσμευμένη χρήση έδειξε ότι η τιμολόγηση των πωλήσεων αυτών, που αντιστοιχούσε σε λιγότερο από το 20 % των συνολικών πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής κατά την ΠΕ, δεν είχε αρνητικές επιπτώσεις στο καταγεγραμμένο αποτέλεσμα των πωλήσεων PVA του κοινοτικού κλάδου παραγωγής προς μη συνδεδεμένα μέρη. Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός απορρίφθηκε.

    (93)

    Κάποιο άλλο ενδιαφερόμενο μέρος ισχυρίστηκε ότι η υποτιθέμενη ύφεση της αγοράς κατασκευών στη Γερμανία κατά τα πρώτα έτη της εξεταζόμενης περιόδου είχε προκαλέσει την αρνητική εξέλιξη των κύριων χρηματοοικονομικών δεικτών του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Ωστόσο, δεν υποβλήθηκαν σχετικές αποδείξεις και τα στατιστικά δεδομένα δείχνουν σαφώς μια τάση αυξανόμενης κατανάλωσης για την PVA και μια ακόμη πιο έντονη τάση αύξησης της κατανάλωσης PVB. Ως εκ τούτου, το επιχείρημα απορρίφθηκε.

    (94)

    Μετά τη γνωστοποίηση των οριστικών πορισμάτων, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής ισχυρίστηκε ότι με την επικέντρωση στα έτη 2003 και 2004 δεν έγινε επαρκής ανάλυση της αιτιώδους συνάφειας για τα έτη 2004 έως 2006. Σχετικά με το θέμα αυτό σημειώνεται καταρχάς ότι το 2003 και το 2004 είναι τα δύο πρώτα έτη της εξεταζόμενης περιόδου και, επομένως, δεν μπορούν ασφαλώς να θεωρηθούν «ξεπερασμένα». Επιπλέον, όπως συνοψίζεται στην αιτιολογική σκέψη 91 του προσωρινού κανονισμού, η ομάδα δεικτών από την οποία προκύπτει η ύπαρξη ζημίας είναι η ομάδα των χρηματοοικονομικών δεικτών, ενώ οι περισσότεροι άλλοι δείκτες παρουσιάζουν θετική εξέλιξη. Σε μια τέτοια κατάσταση είναι απολύτως εύλογο η αρχή που διεξάγει την έρευνα να δώσει μεγαλύτερη προσοχή στην περίοδο κατά την οποία οι χρηματοοικονομικοί δείκτες παρουσίασαν τη μεγαλύτερη επιδείνωση, δηλαδή στο 2004, όταν η αποδοτικότητα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής μειώθηκε κατά 62 %, η απόδοση των επενδύσεών του κατά 83 % και η ταμειακή ροή του κατά 45 %. Τέλος, όπως καταδεικνύεται στις αιτιολογικές σκέψεις 70-93 παραπάνω, θεωρείται ότι η ανάλυση της αιτιώδους συνάφειας δεν περιορίζεται στα έτη 2003 και 2004, αλλά καλύπτει ολόκληρη την εξεταζόμενη περίοδο, δηλαδή από το 2003 έως το τέλος της ΠΕ (Σεπτέμβριος 2006). Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός απορρίφθηκε.

    3.   Συμπέρασμα σχετικά με την αιτιώδη συνάφεια

    (95)

    Συμπερασματικά, κατόπιν της περαιτέρω ανάλυσης που προκάλεσαν οι παρατηρήσεις που ελήφθησαν μετά την επιβολή προσωρινών μέτρων, δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί ότι οι εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ είχαν σημαντικό αντίκτυπο στη ζημία που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής. Λαμβάνοντας υπόψη: i) το σχετικά περιορισμένο και ελαφρώς μόνο αυξανόμενο μερίδιο αγοράς των εισαγωγών από τη ΛΔΚ που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ (από 11,3 % σε 12,9 %) και το πολύ υψηλότερο και ελαφρώς αυξανόμενο μερίδιο αγοράς των πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής (κατά την ΠΕ, υπερτριπλάσιο του μεριδίου αγοράς της ΛΔΚ) και ii) την περιορισμένη, αν και όχι ασήμαντη, απόκλιση που προκλήθηκε από εισαγωγές από τη ΛΔΚ, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι χαμηλές τιμές στην κοινοτική αγορά σε συνδυασμό με τις αυξανόμενες τιμές των πρώτων υλών, οι οποίες συνέβαλαν σημαντικά στη ζημία που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής, δεν μπορούν να αποδοθούν στις εισαγωγές από τη ΛΔΚ που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να τεκμηριωθεί επαρκώς αιτιώδης συνάφεια κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 6 και του άρθρου 3 παράγραφος 7 του βασικού κανονισμού μεταξύ των εισαγωγών από τη ΛΔΚ που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ και της σημαντικής ζημίας που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία.

    Ζ.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

    (96)

    Ως εκ τούτου, η διαδικασία πρέπει να περατωθεί, καθώς το περιθώριο ντάμπινγκ που καθορίστηκε για την Ταϊβάν είναι χαμηλότερο του 2 % και επειδή δεν υπάρχουν στοιχεία που να τεκμηριώνουν την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ ντάμπινγκ και ζημίας όσον αφορά τις εισαγωγές καταγωγής ΛΔΚ,

    ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

    Άρθρο 1

    Η διαδικασία αντιντάμπινγκ σε σχέση με τις εισαγωγές συμπολυμερών πολυβινυλαλκοολών (PVA) βάσει πολυμερισμού ομοπολυμερών με ιξώδες (μετρούμενο σε διάλυμα 4 %) 3 ή πλέον mPas όχι όμως μεγαλύτερο από 61 mPas και βαθμό υδρόλυσης 84,0 mol % ή περισσότερο όχι όμως μεγαλύτερο από 99,9 mol %, που υπάγονται στον κωδικό ΣΟ ex 3905 30 00 καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Ταϊβάν, περατώνεται.

    Άρθρο 2

    Τα ποσά που έχουν κατατεθεί ως εγγύηση μέσω των προσωρινών δασμών που επιβλήθηκαν δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1069/2007 της Επιτροπής στις εισαγωγές ορισμένων πολυβινυλαλκοολών με τη μορφή ομοπολυμερών ρητινών με ιξώδες (μετρούμενο σε διάλυμα 4 %) 3 ή πλέον mPas όχι όμως μεγαλύτερο από 61 mPas και βαθμό υδρόλυσης 84,0 mol % ή περισσότερο όχι όμως μεγαλύτερο από 99,9 mol %, που υπάγονται στον κωδικό ΣΟ ex 3905 30 00 (κωδικός Taric 3905300020) καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, αποδεσμεύονται.

    Άρθρο 3

    Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    Βρυξέλλες, 17 Μαρτίου 2008.

    Για την Επιτροπή

    Peter MANDELSON

    Μέλος της Επιτροπής


    (1)  ΕΕ L 56 της 6.3.1996, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2117/2005 (ΕΕ L 340 της 23.12.2005, σ. 17).

    (2)  ΕΕ C 311 της 19.12.2006, σ. 47.

    (3)  ΕΕ L 243 της 18.9.2007, σ. 23.


    Top