EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 31998R0449

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 449/98 του Συμβουλίου της 23ης Φεβρουαρίου 1998 για τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3068/92 για την επιβολή οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές χλωριούχου καλίου (ποτάσσας), καταγωγής Λευκορωσίας, Ρωσίας και Ουκρανίας

ΕΕ L 58 της 27.2.1998, p. 15–26 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 25/03/1999

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/1998/449/oj

31998R0449

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 449/98 του Συμβουλίου της 23ης Φεβρουαρίου 1998 για τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3068/92 για την επιβολή οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές χλωριούχου καλίου (ποτάσσας), καταγωγής Λευκορωσίας, Ρωσίας και Ουκρανίας

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 058 της 27/02/1998 σ. 0015 - 0026


ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ) αριθ. 449/98 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 23ης Φεβρουαρίου 1998 για τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3068/92 για την επιβολή οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές χλωριούχου καλίου (ποτάσσας), καταγωγής Λευκορωσίας, Ρωσίας και Ουκρανίας

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 384/96, του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ ή επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (1), στο εξής αναφερόμενο ως «ο βασικός κανονισμός»,

την πρόταση που υπέβαλε η Επιτροπή μετά από διαβουλεύσεις με τη συμβουλευτική επιτροπή,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

I. ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1) Με τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 3068/92 (2) το Συμβούλιο επέβαλε οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές χλωριούχου καλίου (ποτάσσας) καταγωγής Λευκορωσίας, Ρωσίας και Ουκρανίας που εμπίπτει στους κωδικούς της ΣΟ 3104 20 10, 3104 20 50 και 3104 20 90, ο οποίος συνίστατο στη διαφορά μεταξύ μιας καθορισθείσας ελάχιστης τιμής και της τιμής «ελεύθερο στα κοινοτικά σύνορα» πριν τον εκτελωνισμό του εν λόγω προϊόντος («ελάχιστη τιμή»).

(2) Με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 643/94 (3), στο εξής αναφερόμενο ως «ο επανεξεταζόμενος κανονισμός», το Συμβούλιο τροποποίησε τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 3068/92 όσον αφορά τους οριστικούς δασμούς αντιντάμπινγκ επί των εισαγωγών χλωριούχου καλίου καταγωγής Λευκορωσίας, Ρωσίας και Ουκρανίας, και τροποποίησε τη μορφή των μέτρων, προς ένα συνδυασμό ορισμένης ελάχιστης τιμής και πάγιου ποσού εισαγωγικού δασμού ανά τόνο.

II. ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗ

(3) Με ανακοίνωση που δημοσιεύτηκε στις 5 Αυγούστου 1995 (4) η Επιτροπή, μετά από διαβούλευση με τη συμβουλευτική επιτροπή και σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού, κίνησε τη διαδικασία ενδιάμεσης επανεξέτασης. Η διαδικασία κινήθηκε βάσει του αιτήματος της International Potash Company (IPC, Μόσχας), ενός ρώσου εξαγωγέα χλωριούχου καλίου εξ ονόματος των ακόλουθων παραγωγών της Ρωσίας και της Λευκορωσίας: όμιλος παραγωγής Belaruskali (Soligorsk, περιφέρεια του Minsk), PLC Silvinit (Solikamsk, περιφέρεια του Perm) και PLC Uralkali (Berezniki, περιφέρεια του Perm). Η αιτούσα διετύπωσε το επιχείρημα ότι με την προσχώρηση της Αυστρίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας προέκυψε μεταβολή των συνθηκών με βάση τις οποίες είχαν θεσπιστεί τα ισχύοντα μέτρα. Διατυπώθηκε επίσης το επιχείρημα ότι το 1994, οι εξαγωγικές τιμές χρειάστηκε να βασιστούν στα διαθέσιμα στοιχεία, ενώ η αιτούσα ήταν τώρα έτοιμη να συνεργαστεί. Τέλος, διατύπωσε το επιχείρημα ότι η μορφή των μέτρων, ήτοι ο συνδυασμός ενός πάγιου ποσού δασμού ανά τόνο με μία ελάχιστη τιμή, θα έπρεπε να επενεξεταστεί στο μέτρο που εμπόδιζε δυσανάλογα τη συνήθη εμπορική δραστηριότητά της με την Κοινότητα. Η επανεξέταση περιορίστηκε στα θέματα που αφορούν το ντάμπινγκ και το κοινοτικό συμφέρον.

(4) Η Επιτροπή ειδοποίησε επισήμως τους παραγωγούς, τους εξαγωγείς και τους εισαγωγείς που είναι γνωστοί ως ενδιαφερόμενοι, τους αντιπροσώπους των εξαγουσών χωρών, και έδωσε στα άμεσα ενδιαφερόμενα μέρη την ευκαιρία να γνωστοποιήσουν τις απόψεις τους γραπτώς και να ζητήσουν ακρόαση. Ο εξαγωγέας, οι αντιπρόσωποι των εξαγουσών χωρών, ο κοινοτικός βιομηχανικός κλάδος, οι εισαγωγείς και η κλαδική ένωσή τους γνωστοποίησαν τις απόψεις τους. Σε όλα τα μέρη που το ζήτησαν παραχωρήθηκε ακρόαση, και ειδικότερα:

- στο ρώσο εξαγωγέα IPC,

- στον ανεξάρτητο εισαγωγέα Kemira Agro Oy, Ελσίνκι, Φινλανδίας,

- στο συνδεόμενο με την IPC εισαγωγέα Ferchimex N.V., Αμβέρσα, Βελγίου,

- στην ευρωπαϊκή ένωση εισαγωγέων λιπασμάτων EFIA,

- στην ευρωπαϊκή ένωση παραγωγών ποτάσσας APEP, δηλαδή στον καταγγέλλοντα.

(5) Η Επιτροπή απηύθυνε ερωτηματολόγια στα γνωστά ως ενδιαφερόμενα μέρη και έλαβε λεπτομερή πληροφοριακά στοιχεία από τον εξαγωγέα, δύο συνδεόμενους εισαγωγείς και ανεξάρτητους εισαγωγείς στην Κοινότητα. Καθώς ο Καναδάς είχε επιλεγεί ως ανάλογη χώρα, η Επιτροπή απηύθυνε επίσης ερωτηματολόγια σε καναδικές εταιρείες παραγωγής του εν λόγω προϊόντος και έλαβε λεπτομερή στοιχεία από δύο από αυτές.

(6) Η Επιτροπή αναζήτησε και επαλήθευσε κάθε πληροφοριακό στοιχείο που θεωρούσε αναγκαίο για τον προσδιορισμό του ντάμπινγκ και την εκτίμηση του κοινοτικού συμφέροντος. Διενεργήθηκε έρευνα στους ακόλουθους εισαγωγείς που συνδέονται με την IPC:

- Ferchimex N.V., Αμβέρσα, Βέλγιο,

- Belurs Handels GmbH, Βιέννη, Αυστρία.

(7) Τα ενδιαφερόμενα μέρη ενημερώθηκαν γραπτώς σχετικά με τα ουσιώδη γεγονότα και τα σημεία του σκεπτικού των οποίων υπήρχε η πρόθεση να διατυπωθεί η σύσταση για την τροποποίηση των υφιστάμενων μέτρων. Τους παραχωρήθηκε επίσης εύλογο χρονικό διάστημα εντός του οποίου θα υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους μετά την κοινολόγηση του ζητήματος. Οι γραπτές και προφορικές παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν από τα ενδιαφερόμενα μέρη ετέθησαν υπό κρίσην και, όπου ήταν ενδεδειγμένο, τροποποιήθηκαν τα σχετικά πορίσματα της Επιτροπής ώστε να ληφθούν υπόψη.

(8) Η έρευνα για το ντάμπινγκ κάλυψε την περίοδο από 1ης Ιουλίου 1994 έως 30ής Ιουνίου 1995.

III. ΤΟ ΥΠΟ ΕΞΕΤΑΣΗ ΠΡΟΪΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΟΜΟΕΙΔΕΣ ΠΡΟΪΟΝ

1. Περιγραφή του προϊόντος

(9) Το σχετικό προϊόν είναι το χλωριούχο κάλιο (στο εξής αναφερόμενο ως ποτάσσα), το οποίο γενικά χρησιμοποιείται ως λίπασμα στη γεωργία, είτε απευθείας -μόνο του ή αναμεμειγμένο με άλλα λιπάσματα- είτε μετά από μεταποίησή του σ' ένα σύνθετο λίπασμα γνωστό ως ΝΡΚ (άζωτο, φωσφόρος, κάλιο). Η περιεκτικότητα σε κάλιο κυμαίνεται και εκφράζεται ως ποσοστό % και Κ2O (χημικός τύπος του διοξειδίου του καλίου) του βάρους του άνυδρου προϊόντος σε ξηρά κατάσταση. Το προϊόν αυτό διατίθεται γενικότερα σε δύο διαφορετικές ποιότητες: τη συνήθη, υπό μορφή σκόνης, η οποία, στην παρούσα υπόθεση, αντιπροσωπεύει άνω του 90 % των εξαγωγών από τις ενδιαφερόμενες χώρες, και την κοκκώδη. Οι τρεις βασικοί τύποι προϊόντων, με βάση την περιεκτικότητα σε Κ2O, είναι:

- περιεκτικότητα σε κάλιο ανώτερη ή ίση του 40 % Κ2O - κωδικός ΣΟ 3104 20 10,

- περιεκτικότητα σε κάλιο που υπερβαίνει το 40 % Κ2O αλλά ανώτερη ή ίση με το 62 % - κωδικός ΣΟ 3104 20 50,

- περιεκτικότητα σε κάλιο άνω του 62 % Κ2O - κωδικός ΣΟ 3104 20 90.

(10) Η έρευνα καλύπτει όλους τους τύπους, αν και άνω του 94 % των εισαγωγών καταγωγής των ενδιαφερομένων χωρών εμπίπτει στον κωδικό ΣΟ 3104 20 50, δηλαδή στον τύπο που επίσης αντιπροσωπεύει άνω του 90 % του πωλούμενου στην κοινοτική αγορά χλωριούχου καλίου. Η έρευνα καλύπτει επίσης τόσο τη συνήθη όσο και την κοκκώδη ποιότητα χλωριούχου καλίου.

(11) Ο επανεξεταζόμενος κανονισμός εξειδίκευε διάφορα επίπεδα δασμού αντιντάμπινγκ για τη συνήθη ποτάσσα σε σκόνη και την ποτάσσα σε κόκκους. Η διάκριση αυτή βασιζόταν στην υπόθεση ότι δεν υπήρχαν άλλες ποιότητες από αυτές τις δύο. Όμως, η έρευνα απέδειξε ότι σε μία συγκεκριμένη περίπτωση, ορισμένη ποσότητα ποτάσσας εισήχθη ως ποτάσσα μη υπαγόμενη ούτε στην κοκκώδη ούτε στη συνήθη ποιότητα. Συνεπώς, με το σκεπτικό η διαδικασία καλύπτει όλους τους τύπους ποτάσσας και με σκοπό να αποκλειστεί κάθε κενό δικαίου, θεωρείται αναγκαίο να γίνει διάκριση μεταξύ ποτάσσας συνήθους ποιότητας και άλλης πέραν της συνήθους ποιότητας, στην οποία περιλαμβάνεται η κοκκώδης ποιότητα χωρίς να περιορίζεται σ' αυτήν.

Επιπλέον, με σκοπό να προληφθεί οποιαδήποτε καταστρατήγηση των μέτρων με ειδικά μείγματα ή συνδυασμούς ποιοτήτων, ασυνήθως υψηλής περιεκτικότητας σε ποτάσσα, τα οποία δεν εμπίπτουν στους προαναφερόμενους κωδικούς της ΣΟ, αλλά που μπορούν πάντως να χρησιμοποιηθούν ως ποτάσσα, τα μείγματα αυτά θα θεωρηθούν επίσης ότι αποτελούν μέρος του σχετικού προϊόντος, δηλαδή ότι αποτελούν ποτάσσα άλλη πέραν της συνήθους ποιότητας.

2. Ομοειδές προϊόν

(12) Όπως και στις προηγούμενες έρευνες, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, καθώς δεν υπάρχουν διαφορές στις φυσικές και χημικές ιδιότητες των διαφόρων τύπων και ποιοτήτων ποτάσσας, η ποτάσσα που παράγεται στον Καναδά, χώρα που είχε επιλεγεί ως ανάλογη χώρα, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως προϊόν ομοειδές προς το εξαγόμενο από τις ενδιαφερόμενες χώρες, κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού. Επιπλέον, η εξαγόμενη από τις τρεις ενδιαφερόμενες χώρες ποτάσσα και η παραγόμενη από τους κοινοτικούς παραγωγούς ποτάσσα είναι όμοια προϊόντα.

IV. ΝΤΑΜΠΙΝΓΚ

1. Επίπεδο της συνεργασίας

(13) Οι παραγωγοί της Λευκορωσίας και της Ρωσίας, μέσω του κοινού ρώσου εξαγωγέα τους, της IPC, επέδειξαν πλήρη συνεργασία κατά την έρευνα.

(14) Από την άλλη πλευρά, δεν επεδείχθη καμία συνεργασία από πλευράς Ουκρανίας. Οι αντιπρόσωποι της Ουκρανίας κατέθεσαν ότι στη διάρκεια της περιόδου έρευνας δεν υπήρξε καθόλου παραγωγή ή εξαγωγές ποτάσσας από την Ουκρανία. Ζήτησαν να εξαιρεθεί η Ουκρανία από τις εμπλεκόμενες στη διαδικασία αντιντάμπινγκ χώρες. Εντούτοις, μετά από εξέταση των τελεωνειακών στατιστικών (Eurostat) απεδείχθη ότι στη διάρκεια της περιόδου της έρευνας εισήγετο στην Κοινότητα χλωριούχο κάλιο καταγωγήςΟυκρανίας. Επίσης, ελήφθησαν στοιχεία από διάφορα ενδιαφερόμενα μέρη, που επιβεβαίωναν ότι υπάρχει τουλάχιστον ένα εργοστάσιο παραγωγής στην Ουκρανία. Υπό τις συνθήκες αυτές, εξήχθη το συμπέρασμα ότι οι εισαγωγές ποτάσσας από την Ουκρανία δεν θα έπρεπε να αποκλειστούν του πεδίου εφαρμογής της παρούσας επανεξέτασης.

2. Ανάλογη χώρα

(15) Καθώς οι ενδιαφερόμενες χώρες είναι χώρες χωρίς οικονομία αγοράς, κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 7 του βασικού κανονισμού, η κανονική αξία έπρεπε να βασιστεί σε στοιχεία λαμβανόμενα από μία κατάλληλη τρίτη χώρα με οικονομία της αγοράς, στην οποία το σχετικό προϊόν να παράγεται και να διατίθεται στην αγορά. Στην ανακοίνωση για την έναρξη της διαδικασίας, η Επιτροπή υπέδειξε τον Καναδά ως την κατάλληλη χώρα, λόγω του γεγονότος ότι:

- ο Καναδάς ήταν ο παγκοσμίως κυριότερος παραγωγός χλωριούχου καλίου, ξεπερνώντας την Λευκορωσία, την Ρωσία και την Ουκρανία,

- η εγχώρια αγορά του Καναδά όσον αφορά το συγκεκριμένο προϊόν εμφάνιζε κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού,

- η παραγωγική διαδικασία και η πρόσβαση στις πρώτες ύλες ήταν, σε μεγάλο βαθμό, παρόμοιες στον Καναδά και στις ενδιαφερόμενες χώρες,

- ο Καναδάς είχε χρησιμοποιηθεί στις προηγούμενες έρευνες, οι δε συνθήκες δεν είχαν μεταβληθεί ουσιωδώς.

(16) Η IPC συμφώνησε ως προς την επιλογή του Καναδά ως ανάλογης χώρας. Όμως, εξέφρασε αντίθεση ως προς το ενδεχόμενο όλα τα πορίσματα να βασίζονται σε μία και μόνη από τις καναδικές εταιρείες, συγκεκριμένα την Potash Company οf Canada (στο εξής αναφερόμενη ως Potacan), η οποία, κατά τους ισχυρισμούς της IPC, συνδεόταν με τους ευρωπαίους παραγωγούς και δεν θα ήταν αντιπροσωπευτική της καναδικής αγοράς. Η Επιτροπή ανεζήτησε τη συνεργασία άλλων καναδών παραγωγών, και ιδίως του μεγαλύτερου στον κόσμο παραγωγού ποτάσσας, της Potash Corporation of Saskatchewan (στο εξής αναφερόμενη ως PCS). Παρά το ότι η PCS δεν δέχτηκε να συνεργαστεί στην προηγούμενη διαδικασία έρευνας, ήταν τώρα διατεθειμένη να καταθέσει πληροφοριακά στοιχεία όσον αφορά τα χαρακτηριστικά των ορυχείων στον Καναδά, τις τιμές της ποτάσσας και το μεταφορικό κόστος, καθώς και την οργάνωση της αγοράς ποτάσσας στη Βόρειο Αμερική. Τα πληροφοριακά στοιχεία που ελήφθησαν και επαληθεύτηκαν κατ' αυτόν τον τρόπο, χρησιμοποιήθηκαν για διασταύρωση και επιβεβαίωση των πληροφοριών που ελήφθησαν από την Potacan και για τον υπολογισμό του μέσου μεταφορικού κόστους.

(17) Θα πρέπει να αναφερθεί ότι η απόφαση του Πρωτοδικείου της 28ης Σεπτεμβρίου 1995, στην υπόθεση Τ-164/94, Ferchimex κατά Συμβουλίου (5), επιβεβαίωσε ότι τα κοινοτικά όργανα δεν είχαν ενεργήσει παράνομα όταν χρησιμοποίησαν τον Καναδά ως ανάλογη χώρα στο πλαίσιο της διαδικασίας, ή όταν χρησιμοποίησαν πληροφορίες από την Potacan.

3. Κανονική αξία

(18) Όπως αναφέρθηκε, η κανονική αξία υπολογίστηκε με βάση τα στοιχεία που επαληθεύτηκαν στα γραφεία της καναδικής εταιρείας η οποία συνεργάστηκε πλήρως στο πλαίσιο της έρευνας: της Potash Company οf Canada Ltd. (Potacan), Τορόντο, περιλαμβανομένης της εταιρείας παραγωγής που της ανήκει, της Potacan Mining Company (PMC), Saint John.

(19) Καταρχάς, η Επιτροπή διαπίστωσε κατά πόσον οι συνολικές πωλήσεις ποτάσσας της Potacan στην καναδική αγορά ήταν αντιπροσωπευτικές, σε σύγκριση με τις συνολικές εξαγωγικές πωλήσεις ποτάσσας της IPC προς την Κοινότητα, καταγωγής τόσο Λευκορωσίας όσο και Ρωσίας. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, οι καναδικές πωλήσεις θεωρήθηκαν αντιπροσωπευτικές εφόσον ο συνολικός όγκος πωλήσεων ποτάσσας θα ήταν τουλάχιστον ίσος προς το 5 % του συνολικού όγκου εξαγωγικών πωλήσεων της IPC προς την Κοινότητα (ο επονομαζόμενος όρος του συνολικού 5 %). Ο όρος του συνολικού 5 % πληρούτο.

(20) Στη συνέχεια, η Επιτροπή εξέτασε κατά πόσον η εκ μέρους της Potacan παραγόμενη και πωλούμενη στον Καναδά ποτάσσα θα μπορούσε να θεωρηθεί ταυτόσημη ή συγκρίσιμη προς την ποτάσσα που παράγεται και πωλείται προς εξαγωγή στην Κοινότητα από την IPC. Η συνήθης σε σκόνη ποτάσσα της Potacan και της IPC θεωρήθηκαν ως συγκρίσιμα προϊόντα, όπως επίσης και η αντίστοιχη κοκκώδης ποτάσσα της Potacan και της IPC, καθώς και καθεμία από τις ποιότητες εμφάνιζαν τις ίδιες χημικές ιδιότητες και φυσικά χαρακτηριστικά.

(21) Για καθεμία ποιότητα ποτάσσας, πωλούμενη από την Potacan στην καναδική αγορά, ήτοι για την συνήθη ποτάσσα σε σκόνη και για την κοκκώδη ποτάσσα, η Επιτροπή διαπίστωσε κατά πόσον οι πωλήσεις της Potacan στην καναδική αγορά ήταν επαρκώς αντιπροσωπευτικές, κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού. Οι καναδικές πωλήσεις ενός συγκεκριμένου τύπου ή ποιότητας θεωρούντο επαρκώς αντιπροσωπευτικές εφόσον ο όγκος συγκεκριμένης ποιότητας ποτάσσας που πωλείτο στην καναδική αγορά από την Potacan στη διάρκεια της περιόδου της έρευνας αντιπροσώπευε το 5 % ή το περισσότερο, του όγκου της ίδιας ποιότητας που πωλείτο από την IPC προς εξαγωγή στην Κοινότητα.

Οι πωλήσεις κοκκώδους χλωριούχου καλίου (του επονομαζόμενου κοκκώδους υδροχλωρικού καλίου, στο εξής αναφερόμενου ως GMOP) στην καναδική αγορά απεδείχθησαν αντιπροσωπευτικές.

Οι πωλήσεις συνήθους χλωριούχου καλίου (συνήθους υδροχλωρικού καλίου: SMOP) στην καναδική αγορά απεδείχθησαν ότι δεν ήταν αντιπροσωπευτικές. Συνεπώς, και όπως στην προηγούμενη έρευνα, οι πωλήσεις SMOP της Potacan στην αγορά των ΗΠΑ προστέθηκαν στις πωλήσεις της στον Καναδά, στο μέτρο που η βορειοαμερικανική αγορά (Στο εξής, «αγορές του Καναδά και των ΗΠΑ») μπορεί να θεωρηθεί ως μια ενιαία αγορά για την ποτάσσα. Επιπλέον, η SMOP που παράγεται από την Potacan και πωλείται στην αγορά των ΗΠΑ ήταν ακριβώς η ίδια με την SMOP που πωλείτο από την Potacan στην καναδική αγορά και συνεπώς αποτελούσε ομοειδές προϊόν με την SMOP που πωλείτο προς εξαγωγή στην Κοινότητα από την IPC. Οι πωλήσεις SMOP στη βορειοαμερικανική αγορά απεδείχθησαν αντιπροσωπευτικές.

(22) Τέλος, η Επιτροπή εξέτασε κατά πόσον οι καναδικές πωλήσεις SMOP της Potacan και οι βορειοαμερικανικές πωλήσεις SMOP θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι πραγματοποιήθηκαν υπό κανονικές συνθήκες του εμπορίου, ερευνώντας το ποσοστό των προσοδοφόρων πωλήσεων της εν λόγω ποιότητας του προϊόντος.

Ο όγκος της κοκκώδους ποτάσσας που πωλήθηκε σε καθαρή τιμή πωλήσεων ίση ή ανώτερη του υπολογισθέντος κόστους παραγωγής (προσοδοφόρες πωλήσεις) αντιπροσώπευε περισσότερο από το 80 % των συνολικών πωλήσεων αυτής της ποιότητας. Για την GMOP, η κανονική αξία βασίστηκε συνεπώς στις πραγματικές καναδικές τιμές, υπολογιζόμενες ως ο σταθμικός μέσος όρος των τιμών όλων των πωλήσεων κοκκώδους ποτάσσας που πραγματοποιήθηκαν από την Potacan στη διάρκεια της περιόδου της έρευνας στον Καναδά, είτε αυτές ήταν προσοδοφόρες είτε όχι.

Ο όγκος της συνήθους ποτάσσας που πωλήθηκε σε καθαρή τιμή πωλήσεως ή ανώτερη του υπολογισθέντος κόστους παραγωγής (προσοδοφόρες πωλήσεις) αντιπροσώπευε λιγότερο από το 80 %, αλλά περισσότερο από το 10 % του συνολικού όγκου πωλήσεων της ποιότητας αυτής. Για την SMOP, η κανονική αξία βασίστηκε συνεπώς στις πραγματικές βορειοαμερικανικές τιμές, που υπολογίστηκαν σαν ο σταθμικός μέσος όρος των προσοδοφόρων πωλήσεων και μόνον.

4. Εξαγωγικές τιμές

(23) Η IPC ήταν ο μόνος εξαγωγέας ο οποίος συνεργάστηκε στο πλαίσιο της έρευνας. Συνεπώς, οι εξαγωγικές τιμές τόσο για τη Λευκορωσία όσο και τη Ρωσία εκτιμήθηκαν με βάση τις πληροφορίες που παρέσχε η IPC. Δύο ανεξάρτητοι εισαγωγείς, η BASF AG, Γερμανίας και Kemira Agro OY, Φινλανδίας, επίσης, συνεργάστηκαν στην έρευνα, οι δε πληροφορίες που δόθηκαν από αυτές επίσης χρησιμοποιήθηκαν για τον προσδιορισμό των εξαγωγικών τιμών της IPC. Όσον αφορά την Ουκρανία η οποία δεν συνεργάστηκε στο πλαίσιο της έρευνας, δεν ήταν δυνατόν να υπολογιστεί χωριστή εξαγωγική τιμή και η Επιτροπή χρησιμοποίησε τις διαθέσιμες πληροφορίες, ήτοι αυτές που παρέσχε η IPC.

(24) Η IPC διενεργούσε πωλήσεις στην κοινοτική αγορά εν μέρει μέσω δύο συνδεδεμένων με αυτήν εισαγωγέων, της Ferchimex και της Belurs, και εν μέρει απευθείας σε ανεξάρτητους πελάτες.

Σε όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες πραγματοποιήθηκαν εξαγωγές ποτάσσας σε ανεξάρτητους πελάτες στην Κοινότητα, η εξαγωγική τιμή υπολογίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 8 του βασικού κανονισμού, ήτοι με βάση τις πράγματι καταβληθείσες ή τις πληρωτέες τιμές εξαγωγής. Πάντως, στις περιπτώσεις στις οποίες οι εξαγωγικές τιμές αφορούσαν κάποιο συνδεόμενο εισαγωγέα, η εξαγωγική τιμή κατασκευάστηκε βάσει του άρθρου 2 παράγραφος 9 του βασικού κανονισμού, ήτοι με βάση την τιμή στην οποία τα εισαγόμενα προϊόντα μεταπωλήθηκαν για πρώτη φορά σε κάποιον ανεξάρτητο αγοραστή. Στις περιπτώσεις αυτές, διενεργήθηκαν προσαρμογές για όλα τα στοιχεία κόστους που μεσολαβούσαν μεταξύ της εισαγωγής και της μεταπώλησης όπως και για τα σχετικά κέρδη, με σκοπό τον καθορισμό μιας αξιόπιστης εξαγωγικής τιμής, στο επίπεδο ελεύθερο στα κοινοτικά σύνορα. Με βάση τα πορίσματα της έρευνας, ένα περιθώριο κέρδους ύψους 5 % θεωρήθηκε ενδεδειγμένο, δεδομένων των ρόλων που διαδραμάτιζαν οι συνδεδεμένοι εισαγωγείς.

(25) Κατά τη διάρκεια της περιόδου της έρευνας, το μεγαλύτερο μέρος της ποτάσσας διοχετεύτηκε στην κοινοτική αγορά στο πλαίσιο του καθεστώτος τελειοποίησης προς επανεξαγωγή. Επίσης, μεγάλη ποσότητα κοκκώδους ποτάσσας τέθηκε σε ελεύθερη κυκλοφορία στην Κοινότητα ως προϊόν που δεν αποτελεί ούτε συνήθη ούτε κοκκώδη ποτάσσα, και συνεπώς υπάγεται σε διαφορετική τελωνειακή κλάση, στην οποία δεν εφαρμοζόταν κανένας δασμός αντιντάμπινγκ. Από την έρευνα αποδείχθη ότι αυτή η συγκεκριμένη παρτίδα είχε στην πραγματικότητα μεταπωληθεί ως κανονική ποτάσσα και απεδείχθη ότι χρησιμοποιήθηκε σαν τέτοια. Κατά συνέπεια, αποφασίστηκε να περιληφθούν αυτές οι πωλήσεις ποτάσσας στον υπολογισμό της εξαγωγικής τιμής της IPC, μαζί με την ποτάσσα για τελειοποίηση για επανεξαγωγή, στο μέτρο που και οι δύο καλύπτονταν από την περιγραφή του προϊόντος όπως αυτή δίδεται στο κεφάλαιο ΙΙΙ (α) του επανεξεταζόμενου κανονισμού.

5. Σύγκριση

(26) Προς δίκαιη σύγκριση μεταξύ της κανονικής αξίας και της εξαγωγικής τιμής, έγιναν οι ενδεδειγμένες προσαρμογές, για διαφορές που επηρεάζουν τη συγκρισιμότητα των τιμών, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 10 του βασικού κανονισμού.

Προσαρμογές παραχωρήθηκαν στις περιπτώσεις που υποβλήθηκαν σχετικά αιτήματα εντός των προθεσμιών που είχαν ταχθεί για το σκοπό αυτό, και εφόσον το ενδιαφερόμενο μέρος μπόρεσε να αποδείξει την επίπτωση της όποιας, κατά τους ισχυρισμούς του, διαφοράς επί των τιμών και επί της συγκρισιμότητας των τιμών.

α) Ελαφρύνσεις τιμών

(27) Κατά συνέπεια, παραχωρήθηκαν, στις οικείες και δικαιολογημένες περιπτώσεις, ελαφρύνσεις τιμών ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι διαφορές στα μεταφορικά, την ασφάλιση, τις επιβαρύνσεις διακίνησης, την πίστωση, τις εκπτώσεις και τις προμήθειες.

(28) Η IPC ζήτησε να της καταλογιστεί η ελάφρυνση για διαφορές στα φυσικά χαρακτηριστικά μεταξύ αφενός της ποτάσσας καταγωγής Ρωσίας/Λευκορωσίας και, αφετέρου, ποτάσσας παραγόμενης στον Καναδά. Ισχυρίστηκε ότι η ποιότητα της ποτάσσας Ρωσίας/Λευκορωσίας είναι χαμηλότερη από την άποψη της υγρασίας και της παρουσίας σκόνης. Η Επιτροπή εξέτασε προσεκτικά το επιχείρημα της IPC, αλλά διαπίστωσε ότι οι χημικές ιδιότητες και οι παραγωγικές διαδικασίες, περιλαμβανομένης της αντιπηκτικής επεξεργασίας, ήταν ισοδύναμες όσον αφορά την ποτάσσα που παράγεται στη Ρωσία, τη Λευκορωσία και τον Καναδά. Συνεπώς, δεν ήταν δυνατόν να παραχωρηθεί προσαρμογή για διαφορές στα φυσικά χαρακτηριστικά.

(29) Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ποτάσσα είναι προϊόν διατιθέμενο χύμα, του οποίου το μεταφορικό κόστος αντιπροσωπεύει υψηλό εκατοστιαίο ποσοστό της τιμής πωλήσεως. Ενόψει της εν λόγω καταστάσεως, στην οποία υπάρχει σημαντική απόσταση μεταξύ των ρωσικών και λευκορωσικών ορυχείων και του εγγύτερου προς αυτά λιμένα ή των εγγύτερων συνόρων, αποφασίστηκε ότι η σύγκριση της κανονικής αξίας και της εξαγωγικής τιμής θα πρέπει να γίνει με βάση την τιμή εκ του ορυχείου.

(30) Η IPC είχε δηλώσει ότι το μεταφορικό κόστος στη Ρωσία/Λευκορωσία είχε αυξηθεί και τώρα έφθανε σε επίπεδα τοποθετούμενα κοντά στις τιμές της αγοράς. Εντούτοις, καθώς και οι δύο χώρες θεωρούνται ως χώρες χωρίς οικονομία αγοράς, η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει το μεταφορικό κόστος για τη Ρωσία και τη Λευκορωσία, στο μέτρο που θεωρείται ότι οι τιμές και τα στοιχεία κόστους, περιλαμβανομένου του μεταφορικού κόστους, δεν προκύπτουν βάσει της κανονικής λειτουργίας των παραγόντων της αγοράς και συνεπώς δεν είναι αξιόπιστα.

(31) Από την άλλη πλευρά, οι τιμές μεταφοράς της ποτάσσας στον Καναδά απεδείχθησαν ότι διαμορφώνονται με βάση την αγορά και ότι υφίσταται εκεί ανταγωνισμός μεταξύ των σιδηροδρομικών εταιρειών καθώς και μεταξύ των οδικών και σιδηροδρομικών μεταφορών. Στο μέτρο που ο Καναδάς είναι μια ανταγωνιστική αγορά, οι τιμές σιδηροδρομικής μεταφοράς που διαπιστώθηκαν στη διάρκεια της έρευνας στον Καναδά, εφαρμόστηκαν στις εξαγωγικές τιμές της IPC, κατ' αναλογία της αποστάσεως που υπολογίστηκε μεταξύ των ορυχείων της CIS και των λιμένων ή συνόρων εξαγωγής. Τα κατ' αυτόν τον τρόπο υπολογισθέντα μεταφορικά έξοδα αφαιρέθηκαν από τις εξαγωγικές τιμές FOB/DAF ώστε αυτές να καταστούν συγκρίσιμες προς τις κανονικές αξίες, υπολογιζόμενες στο επίπεδο εκ του ορυχείου.

β) Προσαρμογές που να αντανακλούν τα συγκριτικά φυσικά πλεονεκτήματα

(32) Η IPC ζήτησε προσαρμογές της υπολογισθείσας με βάση τον Καναδά κανονικής αξίας, με το σκεπτικό ότι τα ορυχεία της Ρωσίας και της Λευκορωσίας διέθεταν φυσικά συγκριτικά πλεονεκτήματα από την άποψη της πρόσβασης στις πρώτες ύλες, της διαδικασίας παραγωγής, της εγγύτητας της παραγωγής προς τους πελάτες και των ειδικών χαρακτηριστικών του προϊόντος, ήτοι του μεγέθους των αποθεμάτων, των γενικών χαρακτηριστικών των ορυχείων και της γεωγραφικής τοποθεσίας τους, και τέλος των χαρακτηριστικών του εξωρυσσόμενου μεταλλεύματος.

(33) Δόθηκε στην IPC η ευκαιρία να παρουσιάσει τα επιχειρήματά της, και τόσο η IPC όσο και η καταγγέλλουσα, είχαν κατ' επανάληψη την ευκαιρία να υποβάλλουν σχόλια επί των εκατέρωθεν καταθέσεων. Κλήθηκε επίσης να υποβάλει τις παρατηρήσεις του επί του ζητήματος ένας εμπειρογνώμονας του Καναδικού Υπουργείου Φυσικών Πόρων τον οποίον υπέδειξαν τόσο η IPC όσο και ορισμένοι κοινοτικοί παραγωγοί στην αρχή της διαδικασίας έρευνας.

(34) Τα φυσικά συγκριτικά πλεονεκτήματα εκτιμήθηκαν με βάση την επίπτωσή τους στο κόστος παραγωγής και ελήφθησαν υπόψη μόνον όταν η επίπτωση αυτή μπορούσε σαφώς να αποδειχθεί και να αξιολογηθεί από την άποψη του κόστους. Κατά πρώτον, οι μόνοι παράγοντες στους οποίους φαινόταν ότι υπάρχει σαφές φυσικό συγκριτικό πλεονέκτημα για τη Ρωσία και τη Λευκορωσία ήταν το βάθος των ορυχείων και η επικρατούσα σε αυτά θερμοκρασία, παράγοντες οι οποίοι είναι μικρότερης σημασίας σε σύγκριση με άλλους παράγοντες, όπως η ποιότητα του μεταλλεύματος. Επιπλέον, όσον αφορά το βάθος των ορυχείων, η IPC δεν ήταν σε θέση να αποδείξει οποιαδήποτε επίπτωση στο κόστος παραγωγής. Τέλος, ο μόνος παράγοντας, ως προς τον οποίον η επίπτωση του κόστους παραγωγής ήταν πρόδηλη, ήταν η περιεκτικότητα σε μέταλλο ή η ποιότητα του μεταλλεύματος. Εντούτοις, εξήχθη το συμπέρασμα ότι, λόγω της χαμηλότερης ποιότητας του μεταλλεύματος στα ορυχεία της Ρωσίας και της Λευκορωσίας, χρειάζεται ενδεχομένως περίπου 50 % περισσότερο μετάλλευμα για την παραγωγή της ίδιας ποσότητας ποτάσσας, πράγμα που είχε σημαντική αρνητική επίπτωση στο κόστος παραγωγής.

Αφού εξετάστηκαν οι διάφοροι παράγοντες και με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία μπορούμε να συμπεράνουμε ότι το φυσικό συγκριτικό πλεονέκτημα του βάθους των ρωσικών και λευκορωσικών ορυχείων υπερκαλύπτεται από το μειονέκτημα της ποιότητας του μεταλλεύματος το οποίο, σύμφωνα με ένα ανεξάρτητο ενδιαφερόμενο μέρος, έχει μεγαλύτερη επίπτωση στο κόστος. Συνολικά, είναι μάλλον πιθανότερο ότι τα ορυχεία της Ρωσίας και της Λευκορωσίας έχουν γενικότερα κάποιο φυσικό συγκριτικό μειονέκτημα σε σχέση με τα ορυχεία του Καναδά.Συνεπώς, δεν ήταν στην παρούσα υπόθεση δικαιολογημένη κάποια προσαρμογή για φυσικά συγκριτικά πλεονεκτήματα των ορυχείων Ρωσίας/Λευκορωσίας σε σχέση με τα ορυχεία του Καναδά, και άρα δεν μπορούσε να παραχωρηθεί μια τέτοια προσαρμογή στην IPC. Τα λεπτομερή πορίσματα της ανάλυσης αυτής διαβιβάστηκαν στην IPC και στους κοινοτικούς παραγωγούς.

6. Περιθώρια ντάμπινγκ

(35) Προσδιορίστηκε ένα συγκεκριμένο περιθώριο ντάμπινγκ αντίστοιχα για την Λευκορωσία, τη Ρωσία και την Ουκρανία. Καθώς διαπιστώθηκε ότι οι τιμές κυμαίνοντο ανάλογα με τις χρονικές περιόδους και τους πελάτες, η σταθμισμένη μέση κανονική αξία συγκρίθηκε με τις τιμές όλων των μεμονωμένων εξαγωγικών συναλλαγών προς την Κοινότητα, με σκοπό να αντανακλάται πλήρως ο βαθμός του ασκούμενου ντάμπινγκ.

α) Λευκορωσία

(36) Εκφραζόμενο ως ποσοστό % επί της τιμής «CIF - στα κοινοτικά σύνορα», το περιθώριο ανά ποιότητα προϊόντος ανέρχεται σε:

συνήθης ποιότητα: 38,5 %

κοκκώδης ποιότητα: 58,2 %.

β) Ρωσία

(37) Εκφραζόμενο ως ποσοστό % επί της τιμής «CIF - στα κοινοτικά σύνορα», το περιθώριο ανά ποιότητα προϊόντος ανέρχεται σε:

συνήθης ποιότητα: 37,1 %

κοκκώδης ποιότητα: 48,4 %.

γ) Ουκρανία

(38) Ενόψει της αρνήσεως συνεργασίας εκ μέρους της Ουκρανίας, υπολογίστηκε, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, ένα υπόλοιπο περιθώριο ντάμπινγκ, όπως παρατίθεται στο άρθρο 18 του βασικού κανονισμού. Για να αποφευχθεί η επιβράβευση της απουσίας συνεργασίας, υπολογίστηκε, για κάθε ποιότητα, το υψηλότερο περιθώριο ντάμπινγκ, ήτοι:

συνήθης ποιότητα: 38,5 %

κοκκώδης ποιότητα: 58,2 %.

V. ΖΗΜΙΑ ΚΑΙ ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΣΥΝΑΦΕΙΑ

(39) Το θέμα της ζημίας δεν εξετάστηκε, καθώς η παρούσα έρευνα περιορίστηκε στην εξέταση του ντάμπινγκ και του κοινοτικού συμφέροντος. Κατά συνέπεια, εξακολουθούν να ισχύουν τα πορίσματα της προηγούμενης έρευνας όσον αφορά τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια, όπως και αμετάβλητα τα περιθώρια ζημίας. Το Συμβούλιο επαναλαμβάνει εν προκειμένω τα πορίσματα τα σχετικά με τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια, όπως αυτά παρατίθενται στον επανεξεταζόμενο κανονισμό, όπως επίσης και τα επίπεδα εξάλειψης της ζημίας.

VI. ΤΟ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ

1. Η έρευνα για το κοινοτικό συμφέρον

(40) Σύμφωνα με το άρθρο 21 του βασικού κανονισμού, με σκοπό να αξιολογηθεί κατά πόσον η συνέχιση των μέτρων αντιντάμπινγκ είναι προς το συμφέρον της Κοινότητας ως συνόλου, η Επιτροπή εξέτασε την επίπτωση την οποία είχαν τα υφιστάμενα μέτρα αντιντάμπινγκ επί των συγκεκριμένων ενδιαφερομένων μερών.

(41) Προς το σκοπό αυτό, εστάλησαν ερωτηματολόγια προς:

- τον καταγγέλλοντα βιομηχανικό κλάδο: Cleveland Potash Ltd (Ηνωμένο Βασίλειο), Coposa SA (Ισπανία), Kali und Salz GmbH (Γερμανία), SCPA (Γαλλία),

- τους κυριότερους χρήστες του εν λόγω προϊόντος στην Κοινότητα, δηλαδή τους παραγωγούς λιπασμάτων: BASF AG (Γερμανία), Hydro Agri SA (Βέλγιο), DSM Agro NV (Ολλανδία), Kemira Agro OY (SF), Kemira Ince Ltd (Η.Β.), Kemira SA (Βέλγιο), Kemira Denmark A/S (Δανία), IFI (Ιρλανδία), Fertiberia (Ισπανία), Quimigal Adubos SA (Πορτογαλία), Grande Paroisse SA (Γαλλία), Χημικές βιομηχανίες Βορείου Ελλάδος ΑΕ (Ελλάδα), Agrolinz Melamin GmbH (Αυστρία),

- ορισμένους εισαγωγείς του ομοειδούς προϊόντος (μέσω της αντιπροσωπευτικής ένωσής τους EFIA).

Απαντήσεις ελήφθησαν από:

- τρεις παραγωγούς, που αντιπροσωπεύουν ποσοστό άνω του 80 % της συνολικής κοινοτικής παραγωγής ποτάσσας για το 1996,

- εννέα παραγωγούς λιπασμάτων,

- τρία μέλη της EFIA.

Όσον αφορά τους παραγωγούς του προϊόντος και τους παραγωγούς λιπασμάτων, όλες οι απαντήσεις τους επί του ερωτηματολογίου, εκτός από δύο μόνον, ήταν αρκετά διεξοδικές ώστε να καλύπτουν τις απαιτήσεις της Επιτροπής. Η Επιτροπή διενήργησε επιτόπιους ελέγχους εξακρίβωσης σε επτά εταιρείες των οποίων οι απαντήσεις στα ερωτηματολόγια ήταν πλήρεις. Μεταξύ των εταρειών που ερευνήθηκαν περιλαμβάνονταν τρεις παραγωγοί και τέσσερις χρήστες χλωριούχου καλίου. Κατά συνέπεια, θεωρείται ότι η Επιτροπή διενέργησε επαλήθευση σε σημαντικό και αντιπροσωπευτικό ποσοστό των κοινοτικών χρηστών και παραγωγών, και ότι με βάση τα συλλεγέντα στοιχεία μπορούν να προκύψουν σαφή συμπεράσματα.

Όσον αφορά τους εισαγωγείς, τρία μέλη (από τα 23) της EFIA απήντησαν στο ερωτηματολόγιο.

2. Η αγορά χλωριούχου καλίου

α) Ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής

(42) Ο κοινοτικός κλάδος αποτελείται από τέσσερις παραγωγούς, καθένας από τους οποίους διαθέτει μία ή περισσότερες εγκαταστάσεις εξόρυξης και επεξεργασίας. Στο μέτρο που αποτελεί έναν κατά κύριο λόγο εξορυκτικό κλάδο, είναι υψηλής εντάσεως κεφαλαίου και χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα επενδύσεων. Κατά συνέπεια, ο κλάδος αυτός είναι ιδιαίτερα ευαίσθητος ως προς το βαθμό χρησιμοποίησης της παραγωγικής ικανότητας, και κάποια μείωση στην παραγωγή οδηγεί σε άμεση αύξηση του πάγιου μοναδιαίου κόστους.

(43) Το 1996, ο κοινοτικός κλάδος παρήγαγε 4,7 εκατομμύρια τόνους σε ισοδύναμο K2Ο του υπό εξέταση προϊόντος. Την εποχή εκείνη, αυτό το επίπεδο παραγωγής υπερέβαινε την κοινοτική κατανάλωση κατά περίπου 8 %, λόγω των υπαρχουσών εξαγωγών.

(44) Η συνολική απασχόληση στον κοινοτικό βιομηχανικό κλάδο ήταν άνω των 13 000 θέσεων εργασίας το 1996. Οι περισσότερες από αυτές τις θέσεις απασχόλησης ευρίσκοντο σε οικονομικά μειονεκτούσες περιοχές της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Αγγλίας και της Ισπανίας, οι οποίες χαρακτηρίζονται από διαθρωτική αδυναμία και υψηλά ποσοστά ανεργίας.

(45) Το μερίδιο στην αγορά του κοινοτικού βιομηχανικού κλάδου ανερχόταν το 1996 στο 81,3 %, ποσοστό που δεν παρεκκλίνει από το κανονικό για ένα προϊόν στο οποίο η επίπτωση των μεταφορικών εξόδων επί της τιμής είναι ιδιαίτερα υψηλό.

β) Η κοινοτική κατανάλωση ποτάσσας

(46) Η κοινοτική κατανάλωση ποτάσσας υπό όλες τις μορφές του προϊόντος ήταν σταθερή κατά τα πρόσφατα έτη, και ανερχόταν στο επίπεδο των 4,12 εκατομμυρίων τόνων K2Ο και των 4,34 εκατομμυρίων τόνων το 1996. Το ένα τρίτο περίπου (31 %) της κοινοτικής κατανάλωσης είναι γενικώς υπό τη μορφή της κοκκώδους ποιότητας λιπασμάτων ποτάσσας, δηλαδή υπό τη μορφή του χλωριούχου καλίου (25 %) και του θειούχου καλίου (6 %). Το υπόλοιπο (69 %) είναι υπό τη μορφή ενώσεων λιπασμάτων, σε συνδυασμό με αζωτούχα και φωσφορικά άλατα (λιπάσματα ΝΡΚ και ΡΚ).

γ) Εισαγωγές ποτάσσας στην ΕΕ

(47) Οι εισαγωγείς, μέλη της EFIA (European Fertilizers Importers Association - Ευρωπαϊκή Ένωση Εισαγωγέων Λιπασμάτων) αντιπροσωπεύουν δύο διαφορετικούς τύπους επιχειρηματικών δραστηριοτήτων: την εμπορία και την παρασκευή μειγμάτων προϊόντος, ενώ η τελευταία αυτή δραστηριότητα αναφέρεται κυρίως στον κοκκώδη τύπο ποτάσσας.

(48) Ο όγκος των εισαγωγών στην Κοινότητα από τις ενδιαφερόμενες χώρες μειώθηκε από 944 952 τόνους το 1990 (75 εκατομμύρια Ecu) σε 273 646 τόνους (23,5 εκατομμύρια Ecu) το 1994, και έφθασε τους 41 441 τόνους (10,5 εκατομμύρια Ecu) το 1996.

(49) Ο συνολικός όγκος των εισαγωγών στην Κοινότητα από τρίτες χώρες αυξήθηκε από 1 097 083 τόνους (99,3 εκατομμύρια Ecu) το 1990, σε 1 179 871 τόνους (112,5 εκατομμύρια Ecu) το 1994, και έφθασε τους 1 453 125 τόνους (150,7 εκατομμύρια Ecu) το 1996.

δ) Ο κλάδος χρησιμοποίησης του προϊόντος

(50) Ο κλάδος χρησιμοποίησης του προϊόντος αποτελείται από παραγωγούς λιπασμάτων (οι οποίοι χρησιμοποιούν ποτάσσα συνήθους ποιότητας) και από τελικούς χρήστες, ήτοι γεωργούς ή παρασκευαστές μειγμάτων προϊόντος (οι οποίοι χρησιμοποιούν την κοκκώδη ποιότητα) στο γεωργικό τομέα.

(51) Η ποτάσσα είναι ένα από τα τρία κυριότερα συστατικά για την παρασκευή των λιπασμάτων ΝΡΚ, τα οποία αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής του κοινοτικού κλάδου λιπασμάτων. Στη διαδικασία παραγωγής των λιπασμάτων ΝΡΚ περιλαμβάνεται η μεταποίηση των βασικών νιτρικών αλάτων (Ν) και των φωσφορικών (Ρ) συστατικών σε μία ένωση ΝΡ, στο πλαίσιο μιας σειράς χημικών διαδικασιών, στο τέλος των οποίων γίνεται η πρόσμειξη του χλωριούχου καλίου (Κ). Στο μέτρο που το μεγαλύτερο μέρος της προστιθέμενης αξίας ενός λιπάσματος ΝΡΚ αφορά το αζωτούχο συστατικό, η σχετική συμβολή του χλωριούχου καλίου σ' αυτό το τελικό στάδιο της διαδικασίας παραγωγής του λιπάσματος, δεν είναι μεγάλη.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι μπορεί επίσης να προστεθεί κάλιο στα λιπάσματα ΝΡΚ, υπό τη μορφή θειϊκού καλίου.

(52) Το γεγονός ότι για την παραγωγή των λιπασμάτων απαιτούνται χημικές εγκαταστάσεις μεγάλης κλίμακας, αναγκαία συνεπάγεται ότι ο βιομηχανικός κλάδος χρήσης των προϊόντων αυτών είναι επίσης εντάσεως κεφαλαίου. Αξίζει ιδιαίτερα να σημειωθεί η έκταση στην οποία η βιομηχανία χρήσης υποχρεώθηκε σε όλη την Κοινότητα να προβεί σε σημαντικές επενδύσεις ώστε να συμμορφωθεί προς τα περιβαλλοντικά πρότυπα της Κοινότητας.

ε) Η κοινοτική κατανάλωση λιπασμάτων ΝΡΚ

(53) Μετά τη μεταρρύθμιση της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής το 1992, με την οποία μειώθηκε η συνολική γεωγραφική έκταση γεωργικών χρήσεων της Κοινότητας, η κατανάλωση λιπασμάτων στην Κοινότητα υπήρξε σταθερή. Πρέπει να σημειωθεί ότι τα διαθέσιμα στοιχεία αναφέρονται στη συνολική κατανάλωση στην Κοινότητα όλων των συστατικών (Ν, Ρ και Κ), από τα οποία τα σύνθετα λιπάσματα ΝΡΚ αντιπροσωπεύουν περίπου το 40 %. Η συνολική κατανάλωση θρεπτικών συστατικών στην Κοινότητα αυξήθηκε από 15,7 εκατομμύρια τόνους το 1992/93 σε, σύμφωνα με εκτιμήσεις 17,7 εκατομμύρια τόνους το 1995/96.

(54) Οι τελικοί καταναλωτές λιπασμάτων στην Κοινότητα είναι οι γεωργοί. Συνήθως αυτοί προμηθεύονται τα λιπάσματα που τους χρειάζονται μέσω προμηθευτικών συνεταιρισμών. Ο γεωργός έχει να επιλέξει μεταξύ της χρήσης (α) αμιγών λιπασμάτων, (β) μειγμάτων, που λαμβάνονται με απλή μηχανική μείξη των αμιγών λιπασμάτων, ή (γ) ενώσεων λιπασμάτων, στις οποίες κάθε κόκκος περιέχει ακριβώς την ίδια ποσότητα και αναλογία διαφόρων συστατικών όπως και οι άλλοι κόκκοι. Τα αμιγή λιπάσματα και τα μείγματα είναι φθηνότερα από τις ενώσεις λιπασμάτων, αλλά οι τελευταίες εγγυώνται ανώτερη και σταθερή ποιότητα.

Η χρήση των λιπασμάτων είναι εποχιακή, ειδικότερα όσον αφορά το άζωτο, το οποίο χρειάζεται κυρίως κατά την άνοιξη. Τα λιπάσματα αντιστοιχούν στο 12 % του κόστους που φέρουν οι κοινοτικοί γεωργοί, στο οποίο το μερίδιο που αντιστοιχεί στην ποτάσσα είναι το 1 % έως 2 % των μεταβλητών στοιχείων κόστους.

3. Οι ερευνηθείσες εταιρείες

α) Ο κοινοτικός βιομηχανικός κλάδος

(55) Η παραγωγή συνήθους ποιότητας ποτάσσας από τους κοινοτικούς παραγωγούς, που ανερχόταν το 1992 σε 2 880 χιλιοτόνους (Kt), ανήλθε σε 4 110 Kt το 1994, μειώθηκε στους 3 930 Kt το 1996 και εκτιμάται σε 4 050 Kt για το 1997. Η παραγωγή κοκκώδους ποιότητας ανερχόταν σε 1 030 Kt το 1992, 2 170 Kt το 1994, 2 310 Kt το 1996 και αναμένεται να ανέλθει σε 2 320 Kt το 1997. Η συνολική παραγωγή ποτάσσας ήταν συνεπώς 3 910 Kt το 1992, 6 280 Kt το 1994, 6 240 Kt το 1996 και αναμένεται να φθάσει τους 6 380 Kt το 1997.

Η χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας εμφάνισε επιδείνωση μεταξύ του 1992 και του 1993, μειούμενη από 80 % το 1992 στο 77 % το 1993. Από τότε, η χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας ήταν σταθερή στο 84 %.

(56) Οι συνολικές πωλήσεις ποτάσσας που πραγματοποιήθηκαν από κοινοτικούς παραγωγούς στην ΕΕ ανήλθαν από 2 564 Kt το 1992 σε 3 905 Kt το 1994, και ύστερα σε 4 127 Kt το 1996, αναμένεται δε να φθάσουν τους 4 223 Kt το 1997. Από αυτές, οι πωλήσεις συνήθους ποιότητας ανήλθαν από 1 760 Kt το 1992 σε 2 455 Kt το 1994, ύστερα σε 2 702 Kt το 1996 και σε 2 558 Kt το 1997. Οι πωλήσεις κοκκώδους ποιότητας ανήλθαν από 804 Kt το 1992 σε 1 450 Kt το 1994, 1 436 Kt το 1996 και 1 665 Kt το 1997.

β) Οι βιομηχανίες παραγωγής λιπασμάτων

(57) Η παραγωγή ΝΡΚ (παραγόμενου με βάση το χλωριούχο κάλιο) της συνεργασθείσας βιομηχανίας ανήλθε από 2 383 Kt το 1992 σε 4 112 Kt το 1994, στη συνέχεια μειώθηκε σε 3 970 Kt το 1995 και παρέμεινε από τότε στα ίδια επίπεδα.

Η χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας σε σταθμισμένη μέση βάση ήταν 75 % το 1992, 65 % το 1993, 78 % το 1994 και 80 % το 1995.

4. Αποτελέσματα των ισχυόντων μέτρων αντιντάμπινγκ

α) Επιπτώσεις στους κοινοτικούς παραγωγούς

(58) Οι κοινοτικοί παραγωγοί ωφελήθηκαν από τα ισχύοντα μέτρα. Όπως προαναφέρεται, οι πωλήσεις και η παραγωγή βελτιώθηκαν σημαντικά σε όλη τη διάρκεια της περιόδου, ενώ επιτεύχθηκε κάποια σταθερότητα μετά την επιβολή των τελευταίων μέτρων αντιντάμπινγκ σε νέα υψηλότερα επίπεδα μετά το 1994. Επίσης βελτιώθηκαν τα επίπεδα των επενδύσεων, που ανήλθαν σε 55 εκατομμύρια Ecu το 1992 σε 136 εκατομμύρια Ecu το 1994, 207 εκατομμύρια Ecu το 1995 και 144 εκατομμύρια Ecu το 1996. Με βάση συγκεκριμένο δείκτη, η παραγωγικότητα των κοινοτικών παραγωγών (μετρούμενη σαν η παραγόμενη ποσότητα ανά απασχολούμενο) αυξήθηκε σταθερά από 100 το 1992 σε 121 το 1994 και σε 134 το 1996, όσον αφορά τις εξορυκτικές δραστηριότητες, και από 100 το 1992 σε 127 το 1994 και σε 152 το 1996 όσον αφορά τις δραστηριότητες επεξεργασίας.

(59) Παρόλες αυτές τις ενδείξεις κάποιας βιώσιμης επίδοσης, από τα στοιχεία που είναι διαθέσιμα στην Επιτροπή όσον αφορά το σταθμισμένο μέσο επίπεδο απόδοσης κέρδους επί των πωλήσεων προκύπτει ότι, παρά τη βελτίωση της οικονομικής κατάστασης του κοινοτικού κλάδου, ο κοινοτικός βιομηχανικός κλάδος εξακολουθούσε, ακόμη το 1996, να σημειώνει ζημίες επί των πωλήσεων ποτάσσας. Η απόδοση επί των πωλήσεων εξελίχθηκε από -20,4 % το 1992 σε -9,6 % το 1994, αλλά ήταν, το 1996, ακόμη -3,6 %. Μετά από μία πρόσκαιρη βελτίωση των αριθμητικών στοιχείων που αφορούν την απασχόληση μεταξύ 1992 και 1993, εποχή κατά την οποία ο κοινοτικός κλάδος απασχολούσε 12 500 άτομα, σημειώθηκε συνεχιζόμενη πτώση της απασχόλησης στου διάφορους κοινοτικούς παραγωγούς που έφθασε τους 10 066 απασχολούμενους το 1996.

(60) Ο κοινοτικός κλάδος υποστηρίζει έντονα ότι τα μέτρα αυτά πρέπει να διατηρηθούν. Αναφέρεται στις σημαντικές επενδύσεις που έχουν πραγματοποιηθεί καθώς και στην απόλυση εργαζομένων για τον εκσυγχρονισμό των εγκαταστάσεων παραγωγής. Η βαριά δομή της βιομηχανίας αυτής (αδυναμία προσωρινού κλεισίματος κάποιου ορυχείου εξαιτίας του υπερβολικού κόστους επανέναρξης της λειτουργίας του) καθώς και η οικονομική κατάστασή της, την κάνουν ευάλωτη σε οποιαδήποτε καθοδική εξέλιξη της τιμής, προκαλούμενη από τις εισαγωγές με ντάμπινγκ.

(61) Όπως εκτέθηκε ανωτέρω, ο κοινοτικός κλάδος έχει αυξήσει την παραγωγικότητά του στην διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου. Οι συνολικές επενδύσεις των συνεργασθέντων παραγωγών έχουν επίσης παραμείνει σε σχετικά σταθερά έως βελτιωμένα επίπεδα μετά τη θέσπιση των μέτρων αντιντάμπινγκ. Οι εξαγωγές εκτός ΕΕ που πραγματοποιούνται από τον κλάδο έχουν επίσης αυξηθεί κατά 55 % μετά τη θέσπιση των μέτρων (από 1 126 Kt το 1993 σε 1 741 Kt το 1996).

Τα στοιχεία αυτά αποδεικνύουν την ανταγωνιστικότητα του κοινοτικού βιομηχανικού κλάδου.

(62) Τα προαναφερόμενα αριθμητικά στοιχεία εμφανίζουν ότι το μερίδιο στην αγορά του κοινοτικού κλάδου (80 % το 1993 έναντι 81,3 % το 1996) δεν σημείωσε σοβαρή μεταβολή μετά την επιβολή των μέτρων. Μετά τη θέσπιση των μέτρων αντιντάμπινγκ, η παραγωγή της παρέμεινε σταθερή σε υψηλότερα επίπεδα. Όσον αφορά τις εισαγωγές από άλλες τρίτες χώρες, το γεγονός ότι οι κυριότερες εξάγουσες τρίτες χώρες (Καναδάς, Ισραήλ και Ιορδανία) αύξησαν τις εξαγωγές τους προς την Κοινότητα από 729 Kt το 1993 σε 1 440 Kt το 1996 (η αύξηση αυτή ήταν δε μεγαλύτερη από τη μείωση που σημειώθηκε από τις εν λόγω χώρες μετά την επιβολή των μέτρων) αποδεικνύει ότι οι κοινοτικοί χρήστες δεν έχουν αποκοπεί από εναλλακτικές πηγές προμηθειών και ότι η κοινοτική αγορά παρέμεινε ανοιχτή στις κατά θεμιτό τρόπο πραγματοποιούμενες εισαγωγές. Από την άποψη των μεριδίων στην αγορά, οι εισαγωγές από άλλες τρίτες χώρες αυξήθηκαν από 12,7 % το 1993 σε 18,2 % το 1996. Ταυτόχρονα, παρά το γεγονός ότι οι ποσότητες των ετήσιων εισαγωγών τους μειώθηκαν, οι εισαγωγές από τις ενδιαφερόμενες χώρες (Ρωσία, Λευκορωσία και Ουκρανία) ανέρχοντο ακόμη σε συνολικό ύψος 421 000 τόνων (44 εκατομμύρια Ecu) μεταξύ 1994 και 1996.

(63) Σε μέση σταθμισμένη βάση, οι τιμές που χρέωναν οι συνεργασθέντες παραγωγοί της Κοινότητας το 1996 αυξήθηκαν έναντι των τιμών 1993 κατά 20 % (συνήθης ποιότητα) και κατά 18 % (κοκκώδης ποιότητα). Με βάση ένα δείκτη 1993= 100, η εξέλιξη των τιμών για τη συνήθη ποιότητα στη διάρκεια της περιόδου ήταν 104 το 1992, 100 το 1993, 107 το 1994, 115 το 1995 και 120 το 1996. Για την κοκκώδη ποιότητα, η εξέλιξη των τιμών με βάση τον ίδιο δείκτη ήταν 104 το 1992, 100 το 1993, 105 το 1994, 120 το 1995 και 118 το 1996. Από την άποψή αυτή, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αναμενόμενη πτώση της παγκόσμιας ζήτησης χλωριούχου καλίου θα οδηγήσει πιθανώς σε μείωση των τιμών από το 1997 και έπειτα.

(64) Μετά το 1994, οι απώλειες στον κύκλο εργασιών για το προϊόν αυτό έχουν μειωθεί από -9,5 % σε -6,5 % (1995) και σε -3,6 % (1996). Τα οικονομικά αποτελέσματα του κοινοτικού κλάδου εμφανίζουν συνεπώς ότι, παρά τα μέτρα και τη βελτιωμένη παραγωγικότητα, η απόδοση κέρδους επί των πωλήσεων του εν λόγω προϊόντος δεν παρουσίαζε ανάκαμψη σε επίπεδα ισοφάρισης των ζημιών.

(65) Κατά συνέπεια, παρά τα οφέλη που άντλησε από τα μέτρα αντιντάμπινγκ, ο κοινοτικός βιομηχανικός κλάδος εξακολούθησε να αντιμετωπίζει έντονο ανταγωνισμό από τις εισαγωγές στο πλαίσιο θεμιτού εμπορίου, σε μία ανοικτή και διαφανή αγορά, τόσο σε κοινοτικό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο. Αν και βελτίωσε τα αποτελέσματά του, παραμένει ακόμη σε κατάσταση ζημιογόνου λειτουργίας, κατάσταση που μπορεί μόνον να επιδεινωθεί, εφόσον θα παραμένει εκτεθειμένος στις εισαγωγές με ντάμπινγκ εκ μέρους των ενδιαφερομένων χωρών.

β) Επιπτώσεις στους χρήστες

(66) Η βιομηχανία-χρήστης (η βιομηχανία λιπασμάτων) έχει αντιμετωπίσει σημαντικές αλλαγές τα τελευταία έτη, από τις οποίες η σημαντικότερη αφορά τη μείωση της χρησιμοποίησης αζωτούχων λιπασμάτων στην Κοινότητα, και τις αυξημένες απαιτήσεις που της απευθύνονται για προστασία του περιβάλλοντος. Οι πωληθείσες ποσότητες λιπασμάτων με βάση την ποτάσσα ήταν 3 736 Kt το 1992, 3 608 Kt το 1993, 3 975 Kt το 1994, 3 566 Kt το 1995 και 3 747 Kt το 1996. Κατά τη διάρκεια της αναδιάρθρωσης στην οποία υπεβλήθη ο κλάδος αυτός κατά την εξεταζόμενη περίοδο, ο αριθμός των απασχολουμένων μειώθηκε από 2 226 το 1992 σε 1 571 το 1996. Η απόδοση κέρδους βελτιώθηκε από το 1993, μετά από αρκετά έτη απωλειών (-10 % απόδοση επί του κύκλου εργασιών του προϊόντος αυτού το 1993, -5 % το 1994 και το 1995, -1 % το 1996 και αναμενόμενη ισοσκέλιση κερδών και ζημιών το 1997). Οι επενδύσεις εξελίχτηκαν ακανόνιστα, αλλά η γενικότερη τάση ήταν ανοδική (23 εκατομμύρια Ecu το 1992, 25 εκατομμύρια Ecu το 1993, 20 εκατομμύρια Ecu το 1994, 53 εκατομμύρια Ecu το 1995 και 30 εκατομμύρια Ecu το 1996).

(67) Από το βιομηχανικό κλάδο χρησιμοποίησης του προϊόντος δεν αναφέρθηκαν οποιαδήποτε προβλήματα διαθεσιμότητας όσον αφορά την ποτάσσα. Θα πρέπει να υπομνηστεί ότι ο κλάδος αυτός εξακολουθεί να εισάγει ποτάσσα από τις ενδιαφερόμενες χώρες βάσει του καθεστώτος τελειοποίησης προς επανεξαγωγή, πράγμα που της επιτρέπει να παρασκευάζει τα λιπάσματα για τις εξαγωγικές αγορές. Αν και η ποτάσσα είναι, όσον αφορά την τιμή της, ένα προϊόν που διακινείται σαν βασικό εμπόρευμα σε μία αρκετά διαφανή αγορά, αρκετοί χρήστες τόνισαν ότι οι ανάγκες τους για παραδόσεις ακριβώς όταν χρειάζονται (just in time) τους απέτρεψαν από το να επαφίενται σε μεγάλο βαθμό στις παραδόσεις θαλασσίως μεταφερόμενης ποτάσσας (όπως η ποτάσσα καταγωγής των ενδιαφερόμενων χωρών), εξαιτίας των καθυστερήσεων που είναι εγγενείς στις θαλάσσιες μεταφορές.

(68) Εκτός από την αξιοσημείωτη εξαίρεση ενός μεγάλου παραγωγού ο οποίος ευνοεί τη συνέχιση των μέτρων, οι χρήστες τάσσονται γενικότερα υπέρ της άρσης των μέτρων, καθώς αυτό θα μείωνε, σε κάποιο βαθμό το κόστος παραγωγής τους. Τονίζουν πάντως ότι, αν και τα υφιστάμενα μέτρα έχουν κάποια επίπτωση επί του κόστους που φέρουν, η ποτάσσα, η οποία αντιπροσωπεύει γύρω στο 20 % του κόστους παραγωγής, δεν αποτελεί αποφασιστικό στοιχείο από την άποψη αυτή. Για παράδειγμα, η επίπτωση της τιμής του αζωτούχου αμμωνίου επί του κόστους και οι μεταβολές στο οικονομικό περιβάλλον που αναφέρθηκαν ανωτέρω θεωρούνται ότι είναι πολύ μεγαλύτερης σημασίας.

(69) Οι γεωργοί είναι περιθωριακά μόνον άμεσοι χρήστες της ακατέργαστης ποτάσσας, καθώς η μεγάλη πλειοψηφία τους καταναλώνει το προϊόν αυτό υπό τη μορφή μειγμάτων ή σύνθετων λιπασμάτων.

Καμία από τις ενώσεις καταναλωτών ή γεωργών δεν αναγγέλθηκε στη διάρκεια της διαδικασίας. Επειδή η τιμή της ποτάσσας αυξήθηκε κατά 20 % μετά από την επιβολή των μέτρων, η Επιτροπή προβάλει το επιχείρημα ότι η επίπτωση των δασμών αντιντάμπινγκ στους γεωργούς ισοδυναμούσε με αύξηση κατά 0,2 % έως 0,4 % του μεταβλητού κόστους του (με την υπόθεση ότι οι παρασκευαστές λιπασμάτων μετακυλίουν πλήρως τη δική τους αύξηση κόστους στους πελάτες τους). Συνεπώς, θεωρείται ότι η επίπτωση των μέτρων στη διάρθρωση του κόστους της γεωργικής παραγωγής μπορεί να θεωρηθεί ως οριακή.

γ) Επιπτώσεις στους εισαγωγείς

i) Γνώμη των επιχειρήσεων εμπορίας

(70) Η ένωση εισαγωγέων που αναφέρθηκε στην αιτιολογική σκέψη 38 τάσσεται σαφώς κατά των μέτρων, και αυτό σαν αποτέλεσμα του, κατά τους ισχυρισμούς τους, κλεισίματος της κοινοτικής αγοράς στις εισαγωγές από τις ενδιαφερόμενες χώρες. Θα πρέπει να τονιστεί ότι ακόμη και εάν οι εισαγωγές από τις ενδιαφερόμενες χώρες σημείωνε πτώση σαν αποτέλεσμα των μέτρων αντιντάμπινγκ του 1994, οι εισαγωγές βάσει του καθεστώτος εσωτερικής επεξεργασίας συνεχίστηκαν. Ακόμη σπουδαιότερο είναι το γεγονός ότι πραγματοποιούνται σημαντικές εισαγωγές από άλλες πέραν των ενδιαφερομένων χωρών.

ii) Γνώμη της επιχείρησης παρασκευής μειγμάτων προϊόντος

(71) Αν και η εταιρεία που αντέδρασε τάχθηκε υπέρ της άρσης των μέτρων, ανέφερε επίσης ότι δεν θα μπορούσε να επαφίεται πλήρως στις εισαγωγές από τις ενδιαφερόμενες χώρες.

5. Αποτελέσματα της άρσης/τροποποίησης των μέτρων

(72) Στο μέτρο που οι συνθήκες οι οποίες οδήγησαν στην ενίσχυση των μέτρων το 1994 δεν έχουν ουσιωδώς μεταβληθεί (περιλαμβανομένης της στασιμότητας των πωλήσεων στις εγχώριες αγορές των εξαγωγέων), είναι πολύ πιθανό ότι η τροποποίηση ή η άρση των μέτρων θα οδηγούσε σε επανεμφάνιση της ζημίας που παρουσίασε ο κοινοτικός βιομηχανικός κλάδος, κυρίως με την αύξηση των χρηματοπιστωτικών απωλειών, πριν από τη θέσπιση των σήμερα ισχυόντων μέτρων.

6. Συμπέρασμα ως προς το κοινοτικό συμφέρον

(73) Ενόψει των ανωτέρω, διατυπώνεται το συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει επιτακτικός λόγος να θεωρηθούν τα υφιστάμενα μέτρα ότι αντιβαίνουν προς το συμφέρον της Κοινότητας. Πράγματι, τα επιβληθέντα το 1994 είχαν το επιθυμητό αποτέλεσμα, δηλαδή την άρση των στρεβλώσεων που προκαλούνται από τις αθέμιτες συναλλαγές και την προκύπτουσα γενικότερη βελτίωση της κατάστασης της κοινοτικής βιομηχανίας.

Παρά τους διατυπούμενους ισχυρισμούς περί του αντιθέτου, δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι τα μέτρα αυτά είχαν δυσμενή επίπτωση στο βαθμό του ανταγωνισμού που επικρατεί στην κοινοτική αγορά, όπου οι εισαγωγές σε θεμιτό εμπορικό πλαίσιο εξακολούθησαν να διέπονται από ανοικτές συνθήκες πρόσβασης, και έχουν πράγματι αυξήσει το μερίδιό τους στην αγορά, ενώ δεν φαίνεται να είχαν καν δυσμενή αποτελέσματα επί της καταστάσεως της βιομηχανίας χρησιμοποίησης του προϊόντος.

Επίσης, από την έρευνα δεν απεδείχθη η ύπαρξη δυσμενούς αποτελέσματος για τον κλάδο εισαγωγέων.

(74) Θα πρέπει επίσης να προστεθεί ότι δεν υπάρχουν αποδείξεις να προέκυψε, από την προσχώρηση των νέων τριών κρατών μελών, κανένας λόγος για τροποποίηση των πορισμάτων της Επιτροπής όσον αφορά το συμφέρον της Κοινότητας στην παρούσα διαδικασία επανεξέτασης.

VII. ΑΝΑΛΗΨΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΣ

(75) Η IPC υπέβαλε τρεις προτάσεις για ανάληψη υποχρεώσεως με βάση το άρθρο 8 του βασικού κανονισμού.

(76) Η Επιτροπή εξέτασε προσεκτικά τις προτάσεις αυτές και τις απέρριψε με το δικαιολογητικό ότι οι δεσμεύσεις αυτές δεν θα οδηγούσαν σε εξάλειψη του ζημιογόνου αποτελέσματος του ντάμπινγκ. Λαμβανομένου υπόψη του ιστορικού της, η παρούσα υπόθεση απαιτεί να αντιμετωπιστεί η οποιαδήποτε προσφορά ανάληψης υποχρεώσεων με επιφυλακτικότητα, και ήταν πρόδηλο ότι η εν λόγω δεν περιελάμβανε επαρκώς ισχυρές τις εγγυήσεις εκείνες που είναι αναγκαίες για την αποδοχή μιας αναλήψεως υποχρεώσεως.

(77) Ο εξαγωγέας ενημερώθηκε για τους λόγους για τους οποίους δεν μπορούσαν να γίνουν αποδεκτές οι αναλήψεις υποχρεώσεών του, και του δόθηκε η ευκαιρία να υποβάλει τις σχετικές παρατηρήσεις του.

VIII. ΜΕΤΡΑ

(78) Η παρούσα επανεξέταση έδειξε ότι η ένταξη τριών νέων κρατών μελών της Κοινότητας δεν μεταβάλλει την ανάλυση ή τα πορίσματα τα σχετικά με το ασκηθέν ντάμπινγκ από τους εξαγωγείς στις χώρες που υπόκεινται στην έρευνα 7 πράγματι, από την εποχή της τελευταίας εξέτασης, το περιθώριο ντάμπινγκ έχει σημειώσει μικρή μεταβολή.

(79) Συνεπώς, θεωρείται ότι τα μέτρα θα πρέπει να παραμείνουν υπό τη μορφή ενός συνδυασμού ελάχιστης τιμής και ενός ειδικού δασμού. Εντούτοις, οι ελάχιστες τιμές και οι πάγιοι δασμοί θα πρέπει να τύχουν προσαρμογής σύμφωνα με τα πορίσματα της τρέχουσας έρευνας.

(80) Κατ' εφαρμογή του κανόνα του ήσσονος δασμού, οι προτεινόμενοι δασμοί αντιντάμπινγκ ανέρχονται στο πάγιο ποσό ανά τόνο χλωριούχου καλίου που φαίνεται κατωτέρω ανά τύπο και ποιότητα προϊόντος, ή στη διαφορά μεταξύ των κατωτέρω εμφαινομένων τιμών και της καθαρής τιμής, ελεύθερο στα κοινοτικά σύνορα, ανά τόνο χλωριούχου καλίου, προ του εκτελωνισμού, για τον αντίστοιχο τύπο και ποιότητα προϊόντος, οποιοδήποτε ποσό είναι το υψηλότερο,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3068/92 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 1

1. Επιβάλλεται οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ επί των εισαγωγών χλωριούχου καλίου KCl, καταγωγής Λευκορωσίας, Ρωσίας και Ουκρανίας, που εμπίπτει στους κωδικούς της ΣΟ 3104 20 10, 3104 20 50, 3104 20 90.

2. Το ποσό του δασμού ισούται με το πάγιο ποσό σε Ecu ανά τόνο KCl, όπως εμφαίνεται κατωτέρω ανά τύπο και ποιότητα, ή με τη διαφορά μεταξύ των ακόλουθων ελάχιστων τιμών σε Ecu και της καθαρής τιμής ελεύθερο στα κοινοτικά σύνορα ανά τόνο KCl πριν τον εκτελωνισμό, για τον αντίστοιχο τύπο και ποιότητα, οποιοδήποτε από τα δύο ποσά είναι υψηλότερο:

>ΘΕΣΗ ΠΗΝΑΚΑ>

>ΘΕΣΗ ΠΗΝΑΚΑ>

>ΘΕΣΗ ΠΗΝΑΚΑ>

3. Για τους σκοπούς της εφαρμογής του δασμού αντιντάμπινγκ, η εισαγόμενη ποτάσσα που δεν είναι ούτε της συνήθους ποιότητας ούτε της ποιότητας σε κόκκους λογίζεται ως κοκκώδης και υπόκειται στο δασμό αντιντάμπινγκ που εφαρμόζεται για την κοκκώδη ποτάσσα.

4. Εφαρμόζονται οι διατάξεις που ισχύουν για τους τελωνειακούς δασμούς.»

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 23 Φεβρουαρίου 1998.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

R. COOK

(1) ΕΕ L 56 της 6. 3. 1996, σ. 1 7 κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2331/96 (ΕΕ L 317 της 6. 12. 1996, σ. 1).

(2) ΕΕ L 308 της 24. 10. 1992, σ. 41.

(3) ΕΕ L 80 της 24. 3. 1994, σ. 1.

(4) ΕΕ C 201 της 5. 8. 1995, σ. 4.

(5) Υπόθεση Τ-164/94, Ferchimex SA κατά Συμβουλίου, [1995] Συλλογή Δικ. ΕΚ ΙΙ-2681.

Top