Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 31985R2799

    Κανονισμός (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2799/85 του Συμβουλίου της 27ης Σεπτεμβρίου 1985 για την τροποποίηση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του καθεστώτος που ισχύει για το λοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων αυτών

    ΕΕ L 265 της 8.10.1985, p. 1–10 (DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL)

    Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση (ES, PT, FI, SV)

    Legal status of the document In force

    ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/1985/2799/oj

    31985R2799

    Κανονισμός (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2799/85 του Συμβουλίου της 27ης Σεπτεμβρίου 1985 για την τροποποίηση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του καθεστώτος που ισχύει για το λοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων αυτών

    Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 265 της 08/10/1985 σ. 0001 - 0010
    Φινλανδική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 1 τόμος 2 σ. 0045
    Ισπανική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 01 τόμος 5 σ. 0016
    Σουηδική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 1 τόμος 2 σ. 0045
    Πορτογαλική ειδική έκδοση : Κεφάλαιο 01 τόμος 5 σ. 0016


    *****

    ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, ΕΥΡΑΤΟΜ) αριθ. 2799/85 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

    της 27ης Σεπτεμβρίου 1985

    για την τροποποίηση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του καθεστώτος που ισχύει για το λοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων αυτών

    ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

    Έχοντας υπόψη:

    τη συνθήκη για την ίδρυση ενιαίου Συμβουλίου και ενιαίας Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, και ιδίως το άρθρο 24,

    την πρόταση που υπέβαλε η Επιτροπή αφού έλαβε τη γνώμη της Επιτροπής Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης,

    τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,

    τη γνώμη του Δικαστηρίου,

    Εκτιμώντας:

    ότι ο κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 (1), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1915/85 (2), ορίζει, στο άρθρο 2, τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και, στο άρθρο 3, το καθεστώς που ισχύει για το λοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων αυτών· ότι το Συμβούλιο είναι αρμόδιο να αποφασίσει με ειδική πλειοψηφία, μετά από πρόταση της Επιτροπής και αφού ζητήσει τη γνώμη των άλλων ενδιαφερομένων οργάνων, την τροποποίηση του κανονισμού και του καθεστώτος αυτού·

    ότι, από την εμπειρία που αποκτήθηκε κατά την εφαρμογή του ανωτέρω κανονισμού και του ανωτέρω καθεστώτος και λόγω των εξελίξεων στον τομέα των συντάξεων και της κοινωνικής ασφάλισης στα κράτη μέλη, ενδείκνυται να γίνουν οι τροποποιήσεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, ενώ παραμένουν ανοικτά τα άλλα θέματα που αναφέρονται στην πρόταση της Επιτροπής,

    ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

    ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΜΟΝΙΜΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

    Άρθρο 1

    Στο άρθρο 41 παράγραφος 3, το πέμπτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Ο ενδιαφερόμενος οφείλει να παρέχει τις γραπτές αποδείξεις που ενδεχομένως θα του ζητηθούν, καθώς και να κοινοποιεί στο όργανο κάθε στοιχείο που μπορεί να επιφέρει τροποποίηση των δικαιωμάτων του επί της παροχής αυτής.

    Η αποζημίωση, καθώς και οι τελευταίες συνολικές αποδοχές που αναφέρονται στο τέταρτο εδάφιο, αναπροσαρμόζονται βάσει του διορθωτικού συντελεστή που έχει καθοριστεί για τη χώρα που ευρίσκεται εντός ή εκτός της Κοινότητας και στην οποία διαμένει αποδεδειγμένα ο δικαιούχος της αποζημίωσης.

    Εάν ο δικαιούχος διαμένει σε χώρα για την οποία δεν έχει καθοριστεί διορθωτικός συντελεστής, τότε ισχύει ο διορθωτικός συντελεστής 100.

    Η αποζημίωση εκφράζεται σε βελγικά φράγκα και καταβάλλεται στο νόμισμα της χώρας διαμονής του δικαιούχου.

    Η αποζημίωση που δεν καταβάλλεται σε βελγικά φράγκα υπολογίζεται βάσει των ισοτιμιών συναλλάγματος που αναφέρονται στο άρθρο 63 τελευταίο εδάφιο.»

    Άρθρο 2

    Στο άρθρο 50, το πέμπτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Εφαρμόζεται το άρθρο 41 παράγραφος 3 πέμπτο έως ένατο εδάφιο. »

    Άρθρο 3

    Στο άρθρο 52, μετά τη λέξη «συνταξιοδοτείται», να διαβασθεί:

    «- είτε αυτοδικαίως, την τελευταία ημέρα του μήνα κατά τον οποίο συμπληρώνει το 65ο έτος της ηλικίας του,

    - είτε, τη αιτήσει του, την τελευταία ημέρα του μήνα κατά τον οποίο υποβλήθηκε η αίτηση, εφόσον είναι τουλάχιστον 60 ετών ή, εάν είναι μεταξύ 50 και 60 ετών, εφόσον συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη χορήγηση σύνταξης που αρχίζει να καταβάλλεται αμέσως, σύμφωνα με το άρθρο 9 του παραρτήματος VIII.

    Το άρθρο 48 δεύτερο εδάφιο εφαρμόζεται κατ' αναλογία.»

    Άρθρο 4

    Στο άρθρο 53, μετά τις λέξεις «που προβλέπονται στο άρθρο 78» , να διαβασθεί:

    «συνταξιοδοτείται αυτοδικαίως την τελευταία ημέρα του μήνα κατά τον οποίο διαπιστώνεται με απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής η οριστική ανικανότητα του υπαλλήλου να σκασκεί τα καθήκοντά του.»

    Άρθρο 5

    Στο άρθρο 73, η παράγραφος 4 καταργείται.

    Άρθρο 6

    Στο άρθρο 79:

    1. Στο πρώτο εδάφιο, μετά τις λέξεις «ανεξάρτητα από το χρόνο υπηρεσίας», παρεμβάλλονται οι λέξεις «ή την ηλικία του».

    2. Στο δεύτερο εδάφιο, οι λέξεις «εκτός της άδειας για προσωπικούς λόγους για την περίοδο κατά την οποία δεν αποκτήθηκαν δικαιώματα σύνταξης βάσει του άρθρου 40 παράγραφος 3 » διαγράφονται.

    3. Προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

    «Το ποσό αυτό δεν μπορεί να είναι κατώτερο του 42 % του τελευταίου βασικού μισθού του υπαλλήλου, εφόσον ο θάνατός του επήλθε σε μία από τις περιστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 78 δεύτερο εδάφιο.»

    Άρθρο 7

    Μετά το άρθρο 79, προστίθεται το ακόλουθο άρθρο:

    «Άρθρο 79α

    Οι διατάξεις του άρθρου 79 εφαρμόζονται αναλογικά για το χήρο μιας υπαλλήλου ή μιας πρώην υπαλλήλου.»

    Άρθρο 8

    Στο άρθρο 80:

    - στο δεύτερο εφάφιο, οι λέξεις «του δικαιούχου» αντικαθίστανται από τις λέξεις «του συζύγου δικαιούχου»,

    - στο τέταρτο εδάφιο, οι λέξεις «ενός υπαλλήλου των Κοινοτήτων ο οποίος όμως δεν είναι υπάλληλος ο ίδιος» αντικαθίστανται από τις λέξεις «μη μονίμου ή εκτάκτου υπαλλήλου, ενός υπαλλήλου ή ενός πρώην υπαλλήλου, δικαιούχου συντάξεως λόγω συμπληρώσεως συντάξιμου χρόνου ή συντάξεως αναπηρίας» και οι λέξεις «από τον υπάλληλο» αντικαθίστανται από τις λέξεις «από τον επιζώντα σύζυγο»,

    - στο πέμπτο εδάφιο, στο τέλος, προστίθενται τα εξής: «το ίδιο ισχύει και σε περίπτωση θανάτου πρώην υπαλλήλου, ο οποίος εξήλθε από την υπηρεσία πριν από την ηλικία των 60 ετών και είχε ζητήσει να αναλβηθεί η έναρξη καταβολής της σύνταξής του μέχρι την πρώτη ημέρα του ημερολογιακού μήνα μετά από εκείνον στη διάρκεια του οποίου συμπληρώνει την ηλικία των 60 ετών».

    Άρθρο 9

    Μετά το άρθρο 81, περεμβάλλεται το εξής άρθρο:

    «Άρθρο 81α

    1. Ανεξάρτητα από κάθε άλλη διάταξη, όσον αφορά ιδίως τα ελάχιστα ποσά που διατίθενται υπέρ των δικαιούχων σύνταξης επιζώντων, το συνολικό ποσό των συντάξεων επιζώντων που μπορούν να αξιώσουν η χήρα και όσοι άλλοι έλκουν δικαιώματα, αφού προστεθούν τα οικογενειακά επιδόματα και αφαιρεθεί ο φόρος και οι άλλες υποχρεωτικές κρατήσεις, δεν μπορεί να υπερβαίνει:

    α) σε περίπτωση θανάτου υπαλλήλου ο οποίος ευρίσκεται σε κάποια υπηρεσιακή κατάσταση από αυτές που αναφέρονται στο άρθρο 35 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, το ύψος των αποδοχών που θα είχε ο υπάλληλος αυτός στον ίδιο βαθμό και κλιμάκιο, αν είχε παραμείνει στην υπηρεσία, αφού αφαιρεθεί ο φόρος και οι άλλες υποχρεωτικές κρατήσεις·

    β) για την περίοδο μετά την ημερομηνία, κατά την οποία ο αναφερόμενος στο στοιχείο α) υπάλληλος θα είχε συμπληρώσει την ηλικία των 65 ετών, το ύψος της σύνταξης λόγω συμπληρώσεως συντάξιμου χρόνου, στην οποία θα είχε δικαίωμα να υπολογίζεται από την ημερομηνία αυτή ο υπάλληλος, αν ζούσε, στον ίδιο βαθμό και κλιμάκιο που είχε τη στιγμή του θανάτου του, αφού προστεθούν στο ποσό αυτό τα οικογενειακά επιδόματα που θα του είχαν καταβληθεί και αφαιρεθεί, ο φόρος και οι άλλες υποχρεωτικές κρατήσεις·

    γ) σε περίπτωση θανάτου πρώην υπαλλήλου, δικαιούχου σύνταξης λόγω συμπληρώσεως συντάξιμου χρόνου ή σύνταξης αναπηρίας, το ποσό της σύνταξης που θα εδικαιούτο αυτός, αν ζούσε, αφού προστεθούν και αφαιρεθούν από το ποσό αυτό τα στοιχεία που αναφέρονται στο στοιχείο β)·

    δ) σε περίπτωση θανάτου πρώην υπαλλήλου, ο οποίος εξήλθε από την υπηρεσία πριν την ηλικία των 60 ετών και είχε ζητήσει να αναβληθεί η έναρξη καταβολής της σύνταξής του μέχρι την πρώτη ημέρα του μήνα μετά από εκείνον στη διάρκεια του οποίου συμπληρώνει την ηλικία των 60 ετών, το ποσό της σύνταξης λόγω συμπλήρωσης συντάξιμου χρόνου της οποίας θα εδικαιούτο αυτός σε ηλικία 60 ετών, αν ζούσε, αφού προστεθούν και αφαιρεθούν από το ποσό αυτό τα στοιχεία που αναφέρονται στο στοιχείο β)·

    ε) σε περίπτωση θανάτου υπαλλήλου ή πρώην υπαλλήλου δικαιούχου, τη στιγμή του θανάτου του, αποζημίωσης είτε με βάση το άρθρο 41 ή το άρθρο 50 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης είτε με βάση το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 ή το άρθρο 3 του κανονισμού (Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ) αριθ. 2530/72, ή το άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1543/73, ή το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2150/82, ή το άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1679/85, το ποσό της αποζημίωσης της οποίας θα εδικαιούτο αυτός, αν ζούσε, αφού προστεθούν και αφαιρεθούν από το ποσό αυτό τα στοιχεία που αναφέρονται στο στοιχείο β)·

    στ) για την περίοδο μετά την ημερομηνία κατά την οποία ο αναφερόμενος στο στοιχείο ε) πρώην υπάλληλος θα έπαυε να δικαιούται της αποζημίωσης, το ποσό της σύνταξης λόγω συμπληρώσεως συντάξιμου χρόνου που θα εδικαιούτο αυτός, αν ζούσε και αν, την ημερομηνία αυτή, είχε συγκεντρώσει τις προϋποθέσεις ηλικίας που απαιτούνται για τη γένεση των δικαιωμάτων σύνταξης, αφού προστεθούν και αφαιρεθούν από το πσό αυτό τα στοιχεία που αναφέρονται στο στοιχείο β).

    2. Για την εφαρμογή της παραγράφου 1, δεν έχουν ληφθεί υπόψη οι διορθωτικοί συντελεστές, με βάση τους οποίους δύνανται να αναπροσαρμόζονται τα διάφορα εν λόγω ποσά.

    3. Το μέγιστο ποσό που καθορίζεται για καθένα από τα στοιχεία α) έως στ) της παραγράφου 1 κατανέμεται μεταξύ των δικαιούχων σύνταξης επιζώντων ανάλογα με τα δικαιώματα που θα είχαν αντίστοιχα, αν δεν ληφθεί υπόψη η παράγραφος 1.

    Για τα ποσά που προκύπτουν από την κατανομή αυτή, ισχύει το άρθρο 82 παράγραφος 1 δεύτερο τρίτο και τέταρτο εδάφιο.»

    Άρθρο 10

    Μετά το άρθρο 85, προστίθεται το ακόλουθο κεφάλαιο και το ακόλουθο άρθρο:

    «ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

    ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ

    Άρθρο 85α

    1. Όταν ένας τρίτος ευθύνεται για το θάνατο, το ατύχημα ή την ασθένεια ατόμου που αναφέρεται στον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, οι Κοινότητες υποκαθίστανται αυτοδικαίως, μέσα στα όρια των υποχρεώσεών τους σύμφωνα με τον κανονισμό αυτό, λόγω του ζημιογόνου γεγονότος, στα δικαιώματα προσφυγής του θύματος ή των εξ αυτού ελκόντων δικαιώματα κατά του υπευθύνου τρίτου.

    2. Η υποκατάσταση της παραγράφου 1 καλύπτει ιδίως:

    - τις αποδοχές που εξακολουθούν να καταβάλλονται στον υπάλληλο, σύμφωνα με το άρθρο 59, κατά την περίοδο της προσωρινής ανικανότητάς του προς εργασία,

    - τις καταβολές που πραγματοποιούνται, σύμφωνα με το άρθρο 70, μετά το θάνατο υπαλλήλου ή πρώην υπαλλήλου δικαιούχου σύνταξης,

    - τις παροχές που γίνονται, με βάση τα άρθρα 72 και 73 και τις ρυθμίσεις που αποφασίστηκαν για την εφαρμογή τους, όσον αφορά την ασφάλιση κατά των κινδύνων ασθενείας και ατυχήματος,

    - την πληρωμή των εξόδων μεταφοράς της σορού, όπως αναφέρεται στο άρθρο 75,

    - τις καταβολές επιπλέον οιγενειακών επιδομάτων λόγω βαριάς ασθένειας, αναπηρίας ή μειονεκτήματος που προσβάλλει ένα συντηρούμενο τέκνο σύμφωνα με το άρθρο 67 παράγραφος 3 και το άρθρο 2 παράγραφοι 3 και 5 του παραρτήματος VII,

    - τις καταβολές συντάξεων αναπηρίας λόγω ατυχήματος ή ασθενείας, τα οποία καθιστούν τον υπάλληλο οριστικώς ανίκανο να ασκήσει τα καθήκοντά του,

    - τις καταβολές συντάξεων επιζώντων λόγω θανάτου υπαλλήλου ή πρώην υπαλλήλου ή θανάτου του συζύγου του συνταξιούχου υπαλλήλου ή πρώην υπαλλήλου, που ο ίδιος δεν είναι μόνιμος ή έκτακτος υπάλληλος δικαιούχος σύνταξης,

    - τις καταβολές συντάξεων ορφανού, που διενεργούνται, χωρίς όριο ηλικίας, υπέρ τέκνου υπαλλήλου ή πρώην υπαλλήλου, εφόσον το τέκνο προσβληθεί από βαριά ασθένεια, αναπηρία ή μειονέκτημα που το εμποδίζει να αντεπεξέλθει στις ανάγκες του μετά το θάνατο του γονέως του.

    3. Ωστόσο, η υποκατάσταση των Κοινοτήτων δεν καλύπτει τα δικαιώματα αποζημίωσης για ζημίες με καθαρά προσωπικό χαρακτήρα, όπως, ιδίως, η ηθική βλάβη, η ψυχική οδύνη καθώς και το μέρος των αποζημιώσεων για αισθητικούς λόγους ή για διαφυγούσα απόλαυση που υπερβαίνει την αποζημίωση η οποία θα είχε χορηγηθεί για τους λόγους αυτούς βάσει του άρθρου 73. 4. Οι διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 3 δεν μπορούν να παρακωλύσουν την άσκηση αγωγής εξ ονόματος και εκ μέρους των Κοινοτήτων.»

    Άρθρο 11

    Το άρθρο 105 καταργείται.

    Άρθρο 12

    Στο παράρτημα VIII, το άρθρο 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Άρθρο 4

    Ο υπάλληλος ο οποίος, αφού εργάστηκε για ένα χρονικό διάστημα σε ένα κοινοτικό όργανο ως μόνιμος ή έκτακτος υπάλληλος, επανέρχεται σε κοινοτικό όργανο, αποκτά νέα δικαιώματα σύνταξης. Μπορεί να ζητήσει να ληφθεί υπόψη, για τον υπολογισμό των δικαιωμάτων σύνταξης, ο συνολικός χρόνος υπηρεσίας του ως μόνιμου ή έκτακτου υπαλλήλου, για τον οποίο έχουν καταβληθεί εισφορές, υπό τον όρο ότι θα επιστρέψει τα σχετικά ποσά που του έχουν, ενδεχομένως, καταβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 12 του παρόντος παραρτήματος ή το άρθρο 39 του καθεστώτος που ισχύει για το λοιπό προσωπικό ή τα οποία έχει εισπράξει ως σύνταξη λόγω συμπλήρωσης συντάξιμου χρόνου. Το σύνολο των ποσών αυτών προσαυξάνεται με τόκους 3,5 % ετησίως.

    Εάν ο υπάλληλος είναι συνταξιούχος λόγω συμπλήρωσης συντάξιμου χρόνου και δεν επιστρέψει τα σχετικά ποσά όπως προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο, του αποδίδεται ποσό που αντιπροσωπεύει το ασφαλιστικό ισοδύναμο της σύνταξής του λόγω συμπλήρωσης συντάξιμου χρόνου, κατά την ημερομηνία που έπαυσαν να του καταβάλλονται τα καθυστερούμενα ποσά της σύνταξης αυτής, προσαυξημένα με τόκους 3,5 % το χρόνο, υπό μορφή σύνταξης λόγω συμπλήρωσης συντάξιμου χρόνου, η καταβολή της οποίας αναβάλλεται μέχρις ότου εξέλθει από την υπηρεσία.

    Σε περίπτωση που ο υπάλληλος, κατά την οριστική έξοδο από την υπηρεσία, δικαιούται εφάπαξ αποζημίωσης λόγω εξόδου από την υπηρεσία, η αποζημίωση αυτή μειώνεται κατά το ποσό των καταβολών που έγιναν σύμφωνα με το άρθρο 42 του καθεστώτος που ισχύει για το λοιπό προσωπικό. Όταν ο ενδιαφερόμενος δικαιούται σύνταξης, λόγω συμπλήρωσης συντάξιμου χρόνου, τα δικαιώματα σύνταξης μειώνονται ανάλογα με το ποσό των καταβολών που έγιναν σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο.»

    Άρθρο 13

    Στο παράρτημα VIII άρθρο 14, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Το δικαίωμα σύνταξης αναπηρίας γεννάται από την πρώτη ημέρα του ημερολογιακού μήνα που ακολουθεί τη συνταξιοδότηση που γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 53 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.»

    Άρθρο 14

    Στο παράρτημα VIII άρθρο 17 πρώτο εδάφιο, μετά τις λέξεις « ανεξάρτητα από το χρόνο υπηρεσίας» παρεμβάλλονται οι λέξεις «ή την ηλικία του».

    Άρθρο 15

    Στο παράρτημα VIII άρθρο 19, μετά τη λέξη «δικαιούται» παρεμβάλλονται οι λέξεις «με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 22».

    Άρθρο 16

    Στο παράρτημα VIII άρθρο 20, οι λέξεις «τα άρθρα 18 και 19» αντικαθίστανται από τις λέξεις «στα άρθρα 17α, 18, 18α και 19».

    Άρθρο 17

    Στο παράρτημα VIII άρθρο 21 παράγραφος 1, μετά τις λέξεις « στο άρθρο 80», παρεμβάλλονται οι λέξεις «πρώτο, δεύτερο και τρίτο εδάφιο».

    Άρθρο 18

    Στο παράρτημα VIII, το άρθρο 23 καταργείται.

    Άρθρο 19

    Στο παράρτημα VIII, το άρθρο 27 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Άρθρο 27

    Η διαζευγμένη σύζυγος υπαλλήλου ή πρώην υπαλλήλου δικαιούται της σύνταξης επιζώντων που καθορίζεται στο κεφάλαιο αυτό, με την προϋπόθεση ότι αποδεικνύει ότι ο πρώην σύζυγός της υποχρεούνταν, κατά τη στιγμή του θανάτου του, να της καταβάλλει διατροφή που είχε καθοριστεί είτε με δικαστική απόφαση είτε με σύμβαση μεταξύ των πρώην συζύγων.

    Η σύνταξη επιζώντων δεν μπορεί, ωστόσο, να υπερβαίνει τη διατροφή όπως καταβαλλόταν κατά τον θάνατο του πρώην συζύγου της και αναπροσαρμόζεται σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 82 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

    Η διαζευγμένη σύζυγος χάνει το δικαίωμά της, εάν είχε συνάψει νέο γάμο πριν το θάνατο του πρώην συζύγου της. Απολαύει των διατάξεων του άρθρου 26, αν συνάψει νέο γάμο μετά το θάνατό του. »

    Άρθρο 20

    Στο παράρτημα VIII άρθρο 28, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Σε περίπτωση που υπάρχουν ταυτόχρονα περισσότερες από μία διαζευγμένες σύζυγοι που δικαιούνται σύνταξης επιζώντων ή μία ή περισσότερες διαζευγμένες σύζυγοι και μία χήρα δικαιούμενη σύνταξης επιζώντων, η σύνταξη αυτή κατανέμεται ανάλογα με την αντίστοιχη διάρκεια των γάμων. Οι όροι του άρθρου 27 δεύτερο και τρίτο εδάφιο ισχύουν και στην περίπτωση αυτή.»

    Άρθρο 21

    Στο παράρτημα VIII άρθρο 30:

    - οι λέξεις «σε ενεργό υπηρεσία» αντικαθίστανται από τις λέξεις «που ευρίσκονται σε υπηρεσιακή κατάσταση προβλεπόμενη από το άρθρο 35 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης»,

    - (δεν αφορά το ελληνικό κείμενο). Άρθρο 22

    (Δεν αφορά το ελληνικό κείμενο.)

    Άρθρο 23

    Στο παράρτημα VIII, μετά το άρθρο 31, παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

    «Άρθρο 31α

    Εφόσον έχει περάσει πάνω από ένας χρόνος από την ημέρα που είναι αγνώστου διαμονής ένας πρώην υπάλληλος, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 18α του παραρτήματος VIII, ή ένας πρώην υπάλληλος δικαιούχος αποζημίωσης είτε κατά το άρθρο 50 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, είτε σύμφωνα με τους κανονισμούς (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 ή (Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ) αριθ. 2530/72 ή (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1543/73 ή (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2150/82 ή (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1679/85, ο σύζυγος ή τα πρόσωπα που θεωρούνται ως συντηρούμενα από τον πρώην υπάλληλο μπορούν να επιτύχουν προσωρινά την εκκαθάριση των δικαιωμάτων σύνταξης επιζώντων που θα είχαν βάσει των διατάξεων του παρόντος παραρτήματος.»

    Άρθρο 24

    (Δεν αφορά το ελληνικό κείμενο.)

    Άρθρο 23

    Στο παράρτημα VIII άρθρο 33:

    - μεταξύ των αριθμών «31» και «32» παρεμβάλλεται ο αριθμός « 31α»,

    - οι λέξεις «του δικαιούχου συντάξεως» αντικαθίστανται από τις λέξεις «του πρώην υπαλλήλου».

    Άρθρο 26

    1. Στο παράρτημα VIII άρθρο 21 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο, άρθρο 22 τρίτο εδάφιο, άρθρο 24 πρώτο εδάφιο πρώτη φράση, άρθρο 25, άρθρο 34 δεύτερο εδάφιο, άρθρα 42 και 46, μετά τη λέξη « υπαλλήλου» παρεμβάλλονται οι λέξεις «ή πρώην υπαλλήλου ο οποίος δικαιούται σύνταξη λόγω συμπληρώσεως συντάξιμου χρόνου ή λόγω αναπηρίας».

    2. Στο παράρτημα VIII:

    - στο άρθρο 14 δεύτερο και τρίτο εδάφιο και στα άρθρα 15 και 43, η λέξη «υπάλληλος» αντικαθίσταται από τις λέξεις «πρώην υπάλληλος»,

    - στο άρθρο 14 τρίτο εδάφιο και στο άρθρο 18α δεύτερο εδάφιο, οι λέξεις «του υπαλλήλου» αντικαθίστανται από τις λέξεις «πρώην υπαλλήλου»,

    - στο άρθρο 16, οι λέξεις «Όταν ο υπάλληλος» αντικαθίστανται από τις λέξεις «Όταν ο πρώην υπάλληλος»,

    - στο άρθρο 31, οι λέξεις «από έναν υπάλληλο» αντικαθίστανται από τις λέξεις «από έναν πρώην υπάλληλο».

    Άρθρο 27

    Στο παράρτημα VIII άρθρο 45, το τελευταίο εδάφιο καταργείται.

    Άρθρο 28

    Στο παράρτημα VIII, το άρθρο 47 καταργείται.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

    ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ ΠΟΥ ΕΦΑΡΜΟΖΕΤΑΙ ΣΤΟ ΛΟΙΠΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ

    Άρθρο 29

    Στο άρθρο 13, προστίθεται το ακόλουθο κείμενο:

    «Το άρθρο 33 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζεται αναλογικά.»

    Άρθρο 30

    Στο άρθρο 15:

    1. Τα δύο παρόντα εδάφια συνιστούν την παράγραφο 1.

    2. Προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος :

    «2. Οι διατάξεις του άρθρου 43 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης που αφορούν τη βαθμολόγηση εφαρμόζονται αναλογικά για το προσωπικό που αναφέρεται στο άρθρο 2 στοιχεία α), γ) και δ).»

    Άρθρο 31

    Στο άρθρο 16, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Εντούτοις, το δικαίωμα της αναρρωτικής άδειας με αποδοχές, που προβλέπεται στο άρθρο 59 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, περιορίζεται στο χρόνο υπηρεσίας του υπαλλήλου με ελάχιστο όριο τρεις μήνες. Η άδεια αυτή δεν μπορεί να παραταθεί πέρα από τη διάρκεια της σύμβασης του ενδιαφερομένου.»

    Άρθρο 32

    Στο άρθρο 28, το τελευταίο εδάφιο αντικαθίσταται ως εξής:

    «Αν ο έκτακτος υπάλληλος αποδείξει ότι δεν δικαιούται απόδοσης των δαπανών από άλλη υγειονομική ασφάλιση βάσει νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων, μπορεί να ζητήσει, το αργότερο εντός μηνός μετά τη λήξη της σύμβασής του, να συνεχίσει να απολαύει της υγειονομικής ασφάλισης που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο, για ένα εξάμηνο, το πολύ, μετά τη λήξη της σύμβασής του. Η εισφορά που προβλέπεται στο άρθρο 72 παράγραφος 1 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης υπολογίζεται με βάση τον τελευταίο βασικό μισθό του υπαλλήλου, τον οποίο και βαρύνει κατά το ήμισυ.

    Μετά από σχετική απόφαση της αρμόδιας αρχής για τη σύναψη των συμβάσεων εργασίας και αφού δώσει τη γνώμη του ο ιατρός-σύμβουλος του οργάνου, η προθεσμία ενός μηνός για την υποβολή της αίτησης καθώς και ο περιορισμός των έξι μηνών του προηγούμενου εδαφίου δεν ισχύουν εφόσον ο ενδιαφερόμενος προσεβλήθη κατά το χρόνο υπηρεσίας του από βαριά ή παρατεινόμενη ασθένεια, την οποία και δήλωσε στο όργανο πριν από τη λήξη της προαναφερόμενης εξάμηνης περιόδου, υπό τη προϋπόθεση ότι ο ενδιαφερόμενος θα υποβληθεί στην ιατρική εξέταση που διεξάγει το κοινοτικό όργανο.»

    Άρθρο 33

    Μετά το άρθρο 28, περεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

    «Άρθρο 28α

    1. Ο πρώην έκτακτος υπάλληλος, ο οποίος βρίσκεται χωρίς απασχόληση μετά την έξοδο από την υπηρεσία του σε όργανο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εάν:

    - δεν δικαιούται συντάξεως λόγω συμπλήρωσης συντάξιμου χρόνου ή σύνταξη αναπηρίας από τις Κοινότητες,

    - η έξοδός του από την υπηρεσία δεν οφείλεται σε παραίτηση ή σε διακοπή της σύμβασής του για πειθαρχικούς λόγους,

    - έχει συμπληρώσει τουλάχιστον εξάμηνη υπηρεσία, και

    - είναι κάτοικος ενός κράτους μέλους των Κοινοτήτων,

    δικαιούται μηνιαίου επιδόματος ανεργίας υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις.

    Αν δικαιούται επιδόματος ανεργίας δυνάμει εθνικού συστήματος, υποχρεούται να το δηλώσει στο σχετικό όργανο στο οποίο υπαγόταν, το οποίο και ενημερώνει αμέσως την Επιτροπή. Στην περίπτωση αυτή, το ποσό του επιδόματος αυτού αφαιρείται από το επίδομα που καταβάλλεται δυνάμει της παραγράφου 3.

    2. Για να δικαιούται επιδόματος ανεργίας, ο πρώην έκτακτος υπάλληλος:

    α) εγγράφεται, τη αιτήσει του, ως άνεργος στις αρμόδιες υπηρεσίες απασχόλησης του κράτους μέλους όπου διαμένει·

    β) θα πρέπει να τηρεί τις υποχρεώσεις που επιβάλλει η νομοθεσία του κράτους μέλους αυτού στον δικαιούχο παροχών ανεργίας βάσει των διατάξεών της·

    γ) υποχρεούται να διαβιβάζει κάθε μήνα στο όργανο που υπαγόταν, το οποίο και τη διαβιβάζει αμέσως στην Επιτροπή, βεβαίωση της αρμόδιας εθνικής υπηρεσίας η οποία αναφέρει αν τηρεί ή όχι τις υποχρεώσεις που καθορίζονται στα στοιχεία α) και β).

    Η Κοινότητα μπορεί να αποφασίσει τη χορήγηση ή τη συνέχιση της χορήγησης του επιδόματος, έστω και αν δεν πληρούνται οι ειδικές υποχρεώσεις που αναφέρονται στο στοιχείο β), σε περίπτωση ασθένειας, ατυχήματος, μητρότητας, αναπηρίας ή άλλης κατάστασης που θεωρείται ανάλογη, καθώς και όταν η αρμόδια εθνική υπηρεσία απαλλάσσει τον ενδιαφερόμενο από τις υποχρεώσεις αυτές.

    Η Επιτροπή, αφού λάβει τη γνώμη επιτροπής εμπειρογνωμόνων, καθορίζει τις απαραίτητες διατάξεις για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.

    3. Το επίδομα ανεργίας καθορίζεται σε σχέση με το βασικό μισθό που είχε ο έκτακτος υπάλληλος κατά την έξοδό του από την υπηρεσία. Το εν λόγω επίδομα ανεργίας ανέρχεται στο:

    - 60 % του βασικού μισθού επί μία αρχική περίοδο δώδεκα μηνών,

    - 45 % του βασικού μισθού από τον 13ο έως τον 18ο μήνα,

    - 30 % του βασικού μισθού από τον 19ο έως τον 24ο μήνα.

    Τα ποσά που ορίζονται κατ' αυτόν τον τρόπο δεν μπορούν να είναι μικρότερα από 30 000 βελγικά φράγκα ούτε μεγαλύτερα από 60 000 βελγικά φράγκα.

    Τα ανωτέρω ανώτατα και κατώτατα όρια, θα μπορούν να εξετάζονται κατ' έτος από το Συμβούλιο μετά από πρόταση της Επιτροπής.

    4. Το επίδομα ανεργίας κατάβαλλεται στον πρώην έκτακτο υπάλληλο για μέγιστο χρονικό διάστημα 24 μηνών από την ημέρα εξόδου του από την υπηρεσία. Αν όμως, κατά το χρονικό αυτό διάστημα, ο πρώην έκτακτος υπάλληλος παύσει να πληροί τους όρους των παραγράφων 1 και 2, διακόπτεται η καταβολή του επιδόματος. Αν πριν από τη λήξη του χρονικού αυτού διαστήματος ο πρώην έκτακτος υπάλληλος πληροί και πάλι τους προαναφερόμενους όρους, χωρίς όμως να έχει αποκτήσει δικαίωμα εθνικού επιδόματος ανεργίας, η καταβολή του επιδόματος επαναλαμβάνεται.

    5. Ο πρώην έκτακτος υπάλληλος στον οποίο χορηγείται επίδομα ανεργίας δικαιούται των οικογενειακών επιδομάτων που προβλέπει το άρθρο 67 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Το επίδομα στέγης υπολογίζεται βάσει του επιδόματος ανεργίας και υπό τους όρους του άρθρου 1 του παραρτήματος VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Ο ενδιαφερόμενος υποχρεούται να δηλώσει τα ανάλογα επιδόματα που καταβάλλονται από άλλη πηγή στον ίδιο ή στον ή τη σύζυγό του, τα οποία και αφαιρούνται από τα επιδόματα που καταβάλλονται βάσει του παρόντος άρθρου.

    Ο πρώην έκτακτος υπάλληλος στον οποίο χορηγείται επίδομα ανεργίας δικαιούται της καλύψεως των κινδύνων ασθενείας χωρίς να επιβαρύνεται με εισφορές, υπό τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 72 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

    6. Το επίδομα ανεργίας και τα οιγενειακά επιδόματα αναπροσαρμόζονται σύμφωνα με τον διορθωτικό συντελεστή του κράτους μέλους στο οποίο ο ενδιαφερόμενος αποδεικνύει ότι διαμένει. Στο επίδομα ανεργίας εφαρμόζεται πάντα ο διορθωτικός συντελεστής που προκύπτει από την τελευταία ετήσια αναθεώρηση. Τα ποσά αυτά καταβάλλονται από την Επιτροπή στο νόμισμα της χώρας διαμονής και υπολογίζονται βάσει των ισοτιμιών του άρθρου 63 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

    7. Όλοι οι έκτακτοι υπάλληλοι συμμετέχουν κατά το ένα τρίτο στη χρηματοδότηση του συστήματος ασφάλισης κατά της ανεργίας. Η συνεισφορά αυτή καθορίζεται σε 0,4 % του βασικού μισθού του ενδιαφερομένου, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι διορθωτικοί συντελεστές που προβλέπει το άρθρο 64 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων. Η συνεισφορά αφαιρείται κάθε μήνα από τον μισθό του υπαλλήλου και, αφού αυξηθεί κατά τα δύο τρίτα που βαρύνουν το όργανο, καταβάλλεται σε ειδικό Ταμείο Ανεργίας. Το Ταμείο αυτό είναι κοινό για όλα τα όργανα, τα οποία καταβάλλουν κάθε μήνα τις συνεισφορές τους στην Επιτροπή, το αργότερο οκτώ ημέρες μετά την πληρωμή των αποδοχών. Η εντολή πληρωμής και δινέργεια κάθε πληρωμής που προκύπτει από την εφαρμογή του παρόντος άρθρου γίνεται από την Επιτροπή σύμφωνα με τις διατάξεις του δημοσιονομικού κανονισμού που διέπει τον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

    8. Το επίδομα ανεργίας που καταβάλλεται στον άνεργο πρώην έκτακτο υπάλληλο ρυθμίζεται από τον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 260/68 περί καθορισμού των όρων και της διαδικασίας επιβολής του φόρου του θεσπισθέντος υπέρ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

    9. Οι αρμόδιες υπηρεσίες σε θέματα απασχόλησης και ανεργίας, ενεργώντας στο πλαίσιο της εθνικής τους νομοθεσίας, και η Επιτροπή συνεργάζονται αποτελεσματικά για την καλή εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

    10. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου ρυθμίζονται με κοινή συμφωνία των οργάνων της Κοινότητας, αφού προηγουμένως δώσει τη γνώμη της η Επιτροπή Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 2.

    11. Ένα χρόνο μετά την καθιέρωση του παρόντος συστήματος ασφάλισης κατά της ανεργίας και, στη συνέχεια, ανά διετία, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Συμβούλιο για την οικονομική κατάσταση του συστήματος. Εκτός από την έκθεση αυτή, η Επιτροπή μπορεί να υποβάλλει στο Συμβούλιο προτάσεις αναπροσαρμογής των συνεισφορών που προβλέπει η παράγραφος 7, εφόσον αυτό είναι απαραίτητο για την εφαρμογή του συστήματος. Το Συμβούλιο αποφασίζει επί των προτάσεων αυτών υπό τους όρους της παραγράφου 3 τρίτο εδάφιο.

    Άρθρο 34

    Στο άρθρο 32, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

    «Ο υπάλληλος μπορεί να προσβάλει την απόφαση αυτή στην Υγειονομική Επιτροπή Αναπηρίας που προβλέπεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.»

    Άρθρο 35

    Το άρθρο 33 τροποποιείται ως εξής:

    1. Στην παράγραφο 1 τρίτο εδάφιο, μετά τις λέξεις «το ποσοστό αυτό προσαυξάνεται» παρεμβάλλονται οι λέξεις «κατά 2 % για κάθε συντάξιμο έτος που αναγνωρίζεται με βάση το άρθρο 11 παράγραφοι 2 και 3 και το παράρτημα VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και».

    2. Στην παράγραφο 1, το τελευταίο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Ο υπάλληλος που λαμβάνει σύνταξη αναπηρίας δικαιούται, υπό τους όρους που προβλέπονται στο παράρτημα VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, των οικογενειακών επιδομάτων που αναφέρονται στο άρθρο 67 του ίδιου κανονισμού. Το επίδομα στέγης υπολογίζεται με βάση τη σύνταξη του υπαλλήλου.»

    3. Στην παράγραφο 4:

    α) το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Αν ο ενδιαφερόμενος δεν επαναπροσληφθεί στην υπηρεσία των Κοινοτήτων, λαμβάνει:

    - είτε την εφάπαξ αποζημίωση λόγω εξόδου από την υπηρεσία, που προβλέπεται στο άρθρο 39 και υπολογίζεται με βάση το χρόνο πραγματικής υπηρεσίας,

    - είτε, εφόσον έχει την ιδιότητα υπαλλήλου κατά την έννοια του άρθρου 2 στοιχεία α), γ) ή δ) και είναι ηλικίας τουλάχιστον 50 ετών, σύνταξη λόγω συμπληρώσεως συντάξιμου χρόνου υπό τους όρους του τίτλου V κεφάλαιο 3 και του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.»· β) παρεμβάλλεται ένα τρίτο εδάφιο, που έχει ως εξής:

    «Ο χρόνος κατά τον οποίο λάμβανε σύνταξη αναπηρίας συνυπολογίζεται, χωρίς να καταβληθούν οι καθυστερούμενες εισφορές, κατά τον υπολογισμό της σύνταξης λόγω συμπληρώσεως συντάξιμου χρόνου.»

    Άρθρο 36

    Στο άρθρο 34:

    1. Στο πρώτο εδάφιο, η τελευταία φράση διαγράφεται.

    2. Το δεύτερο εδάφιο καταργείται.

    3. Στο τελευταίο εδάφιο, μετά τις λέξεις «πρώην υπαλλήλου», παρεμβάλλονται οι λέξεις «δικαιούχου σύνταξης αναπηρίας όπως και σε περίπτωση θανάτου πρώην έκτακτου υπαλλήλου», και οι λέξεις «στοιχείο γ) ή δ)» αντικαθίστανται από τις λέξεις « στοιχεία α), γ) ή δ)».

    4. Προστίθεται το εξής εδάφιο:

    «Σε περίπτωση που έχει περάσει πάνω από ένας χρόνος από τότε που είναι αγνώστου διαμονής είτε ένας υπάλληλος είτε ένας πρώην υπάλληλος δικαιούχος σύνταξης αναπηρίας ή σύνταξης λόγω συμπληρώσεως συντάξιμου χρόνου, είτε ένας πρώην υπάλληλος που είχε εξέλθει από την υπηρεσία πριν γίνει 60 ετών και είχε ζητήσει αναβολή της έναρξης καταβολής της σύνταξής του μέχρι την πρώτη ημέρα του ημερολογιακού μήνα μετά από εκείνον κατά τον οποίο θα συμπλήρωνε την ηλικία των 60 ετών, οι διατάξεις των κεφαλαίων 5 και 6 του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης σχετικά με τις προσωρινές συντάξεις ισχύουν κατ' αναλογία για το σύζυγο και τα πρόσωπα που θεωρούνται ως συντηρούμενα από τον υπάλληλο αγνώστου διαμονής.»

    Άρθρο 37

    Στο άρθρο 36, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

    «Η χήρα υπαλλήλου δικαιούται σύνταξης χήρας υπό τους όρους που προβλέπονται στο κεφάλαιο 4 του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Το ποσό της σύνταξης χήρας δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το 35 % του τελευταίου μηνιαίου βασικού μισθού που εισέπραξε ο υπάλληλος ούτε από το κατώτερο όριο διαβίωσης όπως καθορίζεται στο άρθρο 6 του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Σε περίπτωση θανάτου ενός υπαλλήλου από αυτούς που αναφέρονται στο άρθρο 2 στοιχεία α), γ) ή δ), το ποσό της σύνταξης χήρας προσαυξάνεται μέχρι το 60 % της σύνταξης λόγω συμπληρώσεως συντάξιμου χρόνου που θα είχε καταβληθεί στον υπάλληλο, αν μπορούσε να την αξιώσει, ανεξάρτητα από το χρόνο υπηρεσίας και την ηλικία του, την ημέρα του θανάτου του.»

    Το τρίτο εδάφιο καταργείται.

    Άρθρο 38

    Στο άρθρο 37:

    1. Μετά το τρίτο εδάφιο, παρεμβάλλεται το εξής:

    «Σε περίπτωση θανάτου ενός πρώην έκτακτου υπαλλήλου, από αυτούς που αναφέρονται στο άρθρο 2 στοιχεία α), γ) ή δ), ο οποίος είχε εξέλθει από την υπηρεσία πριν γίνει 60 ετών και είχε ζητήσει να αναβληθεί η έναρξη καταβολής της σύνταξής του λόγω συμπληρώσεως συντάξιμου χρόνου μέχρι την πρώτη ημέρα του ημερολογιακού μήνα μετά από εκείνον κατά τον οποίο θα συμπλήρωνε την ηλικία των 60 ετών, τα τέκνα, που αναγνωρίζονται ως συντηρούμενα κατά την έννοια του άρθρου 2 του παραρτήματος VII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, δικαιούνται σύνταξης ορφανού με τους ίδιους όρους που προβλέπονται αντίστοιχα στα προηγούμενα εδάφια.»

    2. Στο τέταρτο εδάφιο, μετά τις λέξεις «εκτάκτου υπαλλήλου», παρεμβάλλονται οι λέξεις «ή πρώην μονίμου υπαλλήλου δικαιούχου σύνταξης λόγω συμπληρώσεως συντάξιμου χρόνου ή λόγω αναπηρίας»· οι λέξεις «από αυτόν» αντικαθίστανται από τις λέξεις «από τον επιζώντα σύζυγο» και οι λέξεις «του άρθρου 80 τελευταίο εδάφιο» αντικαθίστανται από τις λέξεις «του άρθρου 80 τέταρτο εδάφιο».

    Άρθρο 39

    Μετά το άρθρο 38, παρεμβάλλεται το εξής άρθρο:

    «Άρθρο 38α

    Οι κανόνες για τα ανώτατα όρια και την κατανομή που προβλέπονται στο άρθρο 81α του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζονται αναλογικά και στην περίπτωση αυτή.»

    Άρθρο 40

    Στο άρθρο 39:

    1. Η παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

    «1. Κατά την έξοδό του σπό την υπηρεσία, ο υπάλληλος που αναφέρεται στο άρθρο 2 στοιχείο β) δικαιούται να εισπράξει την εφάπαξ αποζημίωση λόγω εξόδου από την υπηρεσία, που υπολογίζεται σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 12 του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.»

    2. Στην παράγραφο 2, οι λέξεις «περιπτώσεις γ) και δ)» αντικαθίστανται από τις λέξεις «στοιχεία α), γ) ή δ)».

    3. Προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

    «3. Ο δικαιούχος συντάξεως λόγω συμπληρώσεως συντάξιμου χρόνου, που συνταξιοδοτήθηκε σε ηλικία 60 ετών ή μετά την ηλικία αυτή, δικαιούται των οικογενειακών επιδομάτων που αναφέρονται στο άρθρο 67 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, υπό τους όρους που προβλέπονται στο παράρτημα VII του ίδιου κανονισμού. Το επίδομα στέγης υπολογίζεται με βάση τη σύνταξη του υπαλλήλου.»

    Άρθρο 41

    Στο κεφάλαιο 6, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: 1. - Το τμήμα Δ επιγράφεται ωε εξής: «ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΚΙΝΔΥΝΩΝ ΑΝΑΠΗΡΙΑΣ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΥ, ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ»,

    - στο άρθρο 41, να διαβαστεί: «Για τη χρηματοδότηση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης που προβλέπεται στα προηγούμενα τμήματα Β και Γ, ισχύουν κατ' αναλογία οι διατάξεις του άρθρου 83 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης καθώς και των άρθρων 36 και 38 του παραρτήματος VIII του ίδιου κανονισμού.»

    2. Μετά το άρθρο 42, παρεμβάλλεται το ακόλουθο τμήμα και το άρθρο 43 τροποποιείται ως εξής:

    «Τμήμα Ε

    ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΕΚΤΑΚΤΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ

    Άρθρο 43

    Οι διατάξεις των άρθρων 40 έως 44 του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ισχύουν κατ' αναλογία.»

    3. Μετά το άρθρο 43, παρεμβάλλεται το ακόλουθο τμήμα και το άρθρο 44 τροποποιείται ως εξής:

    «Τμήμα ΣΤ

    ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΠΑΡΟΧΩΝ

    Άρθρο 44

    Οι διατάξεις των άρθρων 81α και 82 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και του άρθρου 45 του παραρτήματος VIII του ίδιου κανονισμού εφαρμόζονται αναλογικά.

    Όλα τα υπόλοιπα ποσά που οφείλει ο υπάλληλος στις Κοινότητες, σύμφωνα με το παρόν σύστημα προνοίας, κατά το χρόνο της γέννεσης των δικαιωμάτων επί των παροχών, αφαιρούνται από το ποσό των παροχών που αποδίδεται στον υπάλληλο ή τους έλκοντες δικαιώματα από αυτόν, με τρόπο που θα καθορίσει το όργανο που αναφέρεται στο άρθρο 45 του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Η απόδοση αυτή μπορεί να γίνει σε μηνιαίες δόσεις.»

    4. Μετά το άρθρο 44, παρεμβάλλεται το ακόλουθο τμήμα και το άρθρο 44α τροποποιείται ως εξής:

    «Τμήμα Ζ

    ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

    Άρθρο 44α

    Εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις του άρθρου 85α του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης περί υποκαταστάσεως των Κοινοτήτων.»

    Άρθρο 42

    Στο άρθρο 49:

    1. Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    1. Μετά την ολοκλήρωση της πειθαρχικής διαδικασίας που προβλέπεται στο παράρτημα ΙΧ του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και η οποία εφαρμόζεται αναλογικά, η σύμβαση εργασίας μπορεί να λυθεί χωρίς προειδοποίηση για πειθαρχικούς λόγους, σε περίπτωση σοβαρής παράλειψης εκπλήρωσης του υπηρεσιακού καθήκοντος εκ προθέσεως ή εξ αμελείας του έκτακτου υπαλλήλου. Η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο εκδίδει αιτιολογημένη απόφαση, αφού προηγουμένως παρέχεται στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα να υπερασπίσει τον εαυτό του.

    Πριν από τη λύση της σύμβασης εργασίας, ο υπάλληλος μπορεί να τεθεί σε αργία με τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 88 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, το οποίο εφαρμόζεται κατ' αναλογία.»

    2. Στην παράγραφο 2, οι λέξεις «Στην περίπτωση αυτή» αντικαθίστανται από τις λέξεις:

    «Σε περίπτωση λύσης της σύμβασης εργασίας σύμφωνα με την παράγραφο 1,».

    Άρθρο 43

    Στο άρθρο 50, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από ακόλουθο κείμενο:

    «2. Στην περίπτωση αυτή, η λύση απαγγέλλεται από την αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο, αφού ακουστεί ο ενδιαφερόμενος και αφού ολοκληρωθεί η πειθαρχική διαδικασία που προβλέπεται στο παράρτημα ΙΧ του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, η οποία εφαρμόζεται κατ' αναλογία.

    Πριν από τη λύση της σύμβασης εργασίας, ο υπάλληλος μπορεί να τεθεί σε αργία, με τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 88 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης το οποίο εφαρμόζεται κατ' αναλογία.

    Οι διατάξεις του άρθρου 49 παράγραφος 2 ισχύουν και στην περίπτωση αυτή.»

    Άρθρο 44

    Μετά το άρθρο 50, παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

    «Άρθρο 50α

    Ανεξαρτήτως των διατάξεων των άρθρων 49 και 50, αν ο έκτακτος υπάλληλος ή ο πρώην έκτακτος υπάλληλος παραλείψει, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, την εκπλήρωση υπηρεσιακού καθήκοντος σύμφωνα με το παρόν καθεστώς, μπορεί να του επιβληθεί πειθαρχική κύρωση, υπό τους όρους που προβλέπονται στον τίτλο VI του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και, ενδεχομένως, στο παράρτημα ΙΧ του ίδιου κανονισμού, του οποίου οι διατάξεις εφαρμόζονται κατ' αναλογία.»

    Άρθρο 45

    Στο άρθρο 59, το πρώτο εδάφιο συμπληρώνεται με την εξής φράση:

    «Ωστόσο, το δικαίωμα αναρρωτικής άδειας με αποδοχές περιορίζεται στο χρόνο υπηρεσίας που έχει συμπληρώσει ο επικουρικός υπάλληλος, με κατώτατο όριο ένα μήνα.» ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

    ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

    Άρθρο 46

    1. Ο δικαιούχος συντάξεως ή αποζημιώσεως του οποίου τα χρηματικά δικαιώματα περιορίζονται από την έκδοση του παρόντος κανονισμού, απολαύει μηνιαίας αποζημιώσεως ίσης προς την υπάρχουσα διαφορά μεταξύ των καθαρών ποσών που ο ενδιαφερόμενος εισέπραττε την παραμονή ενέρξεως ισχύος του εν λόγω κανονισμού αφενός, και των καθαρών ποσών που εισπράττει βάσει των ισχουσών διατάξεων, αφετέρου.

    Για τον καθορισμό των καθαρών ποσών που ο ενδιαφερόμενος εισέπραττε την παραμονή ενάρξεως ισχύος του παρόντος κανονισμού, πρέπει να συνυπολογιστούν, έστω και πλασματικά, οικογενειακά βάρη ίδια με αυτά που δικαιολογεί για τον υπολογισμό της αποζημιώσεως.

    Για τον καθορισμό των καθαρών ποσών αναφέρονται στο πρώτο και δεύτερο εδάφιο, δεν λαμβάνεται υπόψη η εφαρμογή των διορθωτικών συντελεστών.

    Η αποζημίωση αυτή καθορίζεται βάσει του διορθωτικού συντελεστή και καταβάλλεται υπό τους όρους του άρθρου 82 παράγραφος 1 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

    2. Το πεδίο εφαρμογής των παρουσών μεταβατικών διατάξεων συμπεριλαμβάνει τους δικαιούχους συντάξεως επιζώντων, βάσει του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης όπως ίσχυε πριν τις τροποποιήσεις αυτές.

    3. Οι παρούσες διατάξεις εφαρμόζονται κατ' αναλογία και στους έλκοντες δικαιώματα από τους εκτάκτους υπαλλήλους.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

    ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

    Άρθρο 47

    Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

    Εντούτοις, το άρθρο 46 παράγραφος 2 εφαρμόζεται από τις 4 Μαΐου 1978 και το άρθρο 27 από τις 27 Ιουλίου 1983.

    Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

    Λουξεμβούργο, 27 Σεπτεμβρίου 1985.

    Για το Συμβούλιο

    Ο Πρόεδρος

    R. STEICHEN

    (1) ΕΕ αριθ. L 56 της 4. 3. 1968, σ. 1.

    (2) ΕΕ αριθ. L 180 της 12. 7. 1985, σ. 3.

    Top