Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 21994A1223(09)

Πολυμερείς διαπραγματεύσεις του Γύρου της Ουρουγουάης (1986-1994) - Παράρτημα 1 - Παράρτημα 1Α - Συμφωνία για την εφαρμογή του άρθρου VI της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994 (ΠΟΕ - GATT 1994) - συµφωνία αντιντάµπινγκ

ΠΟΕ-"GATT 1994"

ΕΕ L 336 της 23.12.1994, pp. 103–118 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT)

Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση (FI, SV, CS, ET, LV, LT, HU, MT, PL, SK, SL, BG, RO, HR)

Legal status of the document In force

ELI: http://data.europa.eu/eli/agree_internation/1994/800(8)/oj

Related Council decision

21994A1223(09)

Πολυμερείς διαπραγματεύσεις του Γύρου της Ουρουγουάης (1986-1994) - Παράρτημα 1 - Παράρτημα 1Α - Συμφωνία για την εφαρμογή του άρθρου VI της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994 (ΠΟΕ - GATT 1994) - συµφωνία αντιντάµπινγκ ΠΟΕ-"GATT 1994"

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 336 της 23/12/1994 σ. 0103 - 0118
Φινλανδική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 11 τόμος 38 σ. 0105
Σουηδική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 11 τόμος 38 σ. 0105


ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ VI ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ ΔΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΟΥ ΤΟΥ 1994

ΤΑ ΜΕΛΗ ΣΥΜΦΩΝΟΥΝ ΤΑ ΑΚΟΛΟΥΘΑ:

ΜΕΡΟΣ Ι

Άρθρο 1

Αρχές

Η επιβολή μέτρου αντιντάμπινγκ επιτρέπεται μόνο υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο VI της GATT του 1994 και κατόπιν σχετικών ερευνών που έχουν αρχίσει (1) και διεξαχθεί σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας συμφωνίας. Η εφαρμογή του άρθρου VI της GATT του 1994 διέπεται από τις ακόλουθες διατάξεις, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες λαμβάνονται μέτρα κατ' εφαρμογήν νόμων και κανονισμών αντιντάμπινγκ.

Άρθρο 2

Καθορισμός του ντάμπινγκ

2.1. Για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας, ένα προϊόν θεωρείται ότι αποτελεί αντικείμενο ντάμπινγκ, δηλαδή ότι εισάγεται στην αγορά μιας άλλης χώρας σε τιμή κατώτερη της κανονικής του αξίας, αν η τιμή εξαγωγής του προϊόντος που εξάγεται από μία χώρα σε μια άλλη είναι κατώτερη της αντίστοιχης τιμής που εφαρμόζεται υπό κανονικές συνθήκες εμπορίας για ομοειδές προϊόν, όταν το τελευταίο προορίζεται για κατανάλωση στη χώρα εξαγωγής.

2.2. Όταν δεν υπάρχουν πωλήσεις ομοειδούς προϊόντος υπό κανονικές συνθήκες εμπορίας στην εγχώρια αγορά της χώρας εξαγωγής, ή όταν υπάρχουν μεν τέτοιες πωλήσεις, αλλά δεν επιτρέπουν τη διεξαγωγή ορθής σύγκρισης, είτε λόγω των ειδικών συνθηκών που έχουν διαμορφωθεί στην αγορά είτε λόγω του μικρού όγκου των πωλήσεων στην εγχώρια αγορά της χώρας εξαγωγής (2), τότε το περιθώριο ντάμπινγκ καθορίζεται με μέτρο σύγκρισης μια ανάλογη τιμή ομοειδούς προϊόντος κατά την εξαγωγή του σε κατάλληλη τρίτη χώρα, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω τιμή είναι αντιπροσωπευτική, ή το κόστος παραγωγής στη χώρα καταγωγής, προσαυξημένο κατά ένα εύλογο ποσό που αντιπροσωπεύει τα διοικητικά και γενικά έξοδα, τα έξοδα πωλήσεων και το κέρδος.

2.2.1. Οι πωλήσεις ομοειδούς προϊόντος στην εγχώρια αγορά της χώρας εξαγωγής ή οι πωλήσεις προς μια τρίτη χώρα σε τιμές κατώτερες του κόστους παραγωγής ανά μονάδα (πάγιου και μεταβλητού), προσαυξημένου κατά τα έξοδα πωλήσεων και τα γενικά και διοικητικά έξοδα, είναι δυνατό να θεωρηθούν ως μη ανταποκρινόμενες σε κανονικές συνθήκες εμπορίας εξαιτίας της τιμής τους και κατά συνέπεια να μη ληφθούν υπόψη για τον καθορισμό της κανονικής αξίας, μόνο εφόσον οι αρχές (3) καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι εν λόγω πωλήσεις πραγματοποιούνται για ικανό χρονικό διάστημα (4) σε αξιόλογες ποσότητες (5) και σε τιμές που δεν επιτρέπουν την ολοσχερή κάλυψη του κόστους εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος. Αν οι τιμές υπολείπονται μεν του κόστους ανά μονάδα κατά το χρόνο πώλησης, αλλά είναι ανώτερες του μέσου σταθμισμένου κόστους ανά μονάδα κατά την περίοδο έρευνας, γίνεται δεκτό ότι οι εν λόγω τιμές επιτρέπουν την κάλυψη του κόστους εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος.

2.2.1.1. Για την εφαρμογή της παραγράφου 2, το κόστος υπολογίζεται κανονικά με βάση τα στοιχεία που τηρεί ο εξαγωγέας ή ο παραγωγός τον οποίον αφορά η έρευνα, υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω στοιχεία ανταποκρίνονται στους γενικώς παραδεδεγμένους κανόνες της λογιστικής που ισχύουν στη χώρα εξαγωγής και αντανακλούν σε ικανοποιητικό βαθμό τις δαπάνες τις σχετικές με την παραγωγή και την πώληση του υπό εξέταση προϊόντος. Οι αρχές συνεκτιμούν όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία για τον ορθό καταλογισμό των δαπανών, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων που έχει υποβάλει ο εξαγωγέας ή ο παραγωγός κατά τη διάρκεια της έρευνας, υπό την προϋπόθεση ότι ο συγκεκριμένος τρόπος καταλογισμού είναι αυτός που χρησιμοποιείται παγίως από τον εκάστοτε εξαγωγέα ή παραγωγό, ιδίως όταν πρέπει να προσδιοριστούν κατάλληλοι χρόνοι αποπληρωμής και απόσβεσης ή να ληφθούν υπόψη οι κεφαλαιακές δαπάνες και οι λοιπές δαπάνες ανάπτυξης. Σε περίπτωση και μόνο που δεν έχουν ήδη ληφθεί υπόψη για τον καταλογισμό των δαπανών βάσει της παρούσας παραγράφου, οι δαπάνες πρέπει να αναπροσαρμόζονται καταλλήλως, ώστε να αντανακλούν από τα έκτακτα έξοδα εκείνα τα οποία ευνοούν τη μελλοντική ή/και την τρέχουσα παραγωγή ή να λαμβάνουν υπόψη τυχόν περιστάσεις, που έχουν ως αποτέλεσμα τα έξοδα κατά την περίοδο έρευνας να επηρεάζονται από πράξεις που εκτελεί δεδομένη επιχείρηση σε αρχικό στάδιο της λειτουργίας της (6).

2.2.2. Για την εφαρμογή της παραγράφου 2, τα ποσά που αντιστοιχούν στα γενικά και διοικητικά έξοδα, στα έξοδα πωλήσεων και στα κέρδη υπολογίζονται με βάση τα πραγματικά στοιχεία τα σχετικά με την παραγωγή και τις πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος υπό κανονικές συνθήκες εμπορίας από τον εξαγωγέα ή τον παραγωγό τον οποίον αφορά η έρευνα. Σε περίπτωση που τα εν λόγω ποσά δεν είναι δυνατό να υπολογιστούν με τον ανωτέρω τρόπο, αυτά είναι δυνατό να υπολογίζονται με βάση:

i) τα πραγματικά ποσά για τα οποία έχει δεσμευθεί και τα οποία έχει εισπράξει ο εκάστοτε εξαγωγέας ή παραγωγός σε σχέση με την παραγωγή και τις πωλήσεις στην εγχώρια αγορά της χώρας καταγωγής για την ίδια γενική κατηγορία προϊόντων

ii) το σταθμισμένο μέσο όρο των πραγματικών ποσών για τα οποία έχουν δεσμευθεί και τα οποία έχουν εισπράξει άλλοι εξαγωγείς ή παραγωγοί τους οποίους αφορά η έρευνα σε σχέση με την παραγωγή και τις πωλήσεις ομοειδούς προϊόντος στην εγχώρια αγορά της χώρας καταγωγής

iii) οποιαδήποτε άλλη εύλογη μέθοδο, υπό την προϋπόθεση ότι η τιμή που προκύπτει με τον τρόπο αυτό για το κέρδος δεν υπερβαίνει το κέρδος που πραγματοποιείται κανονικά από άλλους εξαγωγείς ή παραγωγούς επί πωλήσεων προϊόντων της ίδιας γενικής κατηγορίας στην εγχώρια αγορά της χώρας καταγωγής.

2.3. Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν υπάρχει τιμή εξαγωγής ή οι αρμόδιες αρχές έχουν ενδείξεις ότι η τιμή εξαγωγής δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως βάση λόγω της ύπαρξης κάποιας σύνδεσης ή κάποιας αντισταθμιστικής συμφωνίας μεταξύ του εκάστοτε εξαγωγέα και του εισαγωγέα ή ενός τρίτου, η τιμή εξαγωγής είναι δυνατό να κατασκευάζεται με βάση την τιμή στην οποία τα εισαγόμενα προϊόντα μεταπωλούνται για πρώτη φορά σε ανεξάρτητο αγοραστή ή, σε περίπτωση που τα προϊόντα δεν μεταπωλούνται προς κάποιον ανεξάρτητο αγοραστή ή δεν μεταπωλούνται στην κατάσταση που είχαν κατά την εισαγωγή τους, με βάση οποιανδήποτε εύλογη μέθοδο που δύνανται να καθορίζουν οι αρχές.

2.4. Μεταξύ της τιμής εξαγωγής και της κανονικής αξίας διεξάγεται εύλογη σύγκριση. Η σύγκριση αυτή αφορά το ίδιο στάδιο εμπορίας, και συνήθως το στάδιο εξόδου εκ του εργοστασίου, και πωλήσεις που πραγματοποιήθηκαν σε χρόνο όσο γίνεται πλησιέστερο. Για κάθε περίπτωση λαμβάνονται δεόντως υπόψη, με βάση τα ατομικά στοιχεία της υπόθεσης, διαφορές που επηρεάζουν τη συγκρισμότητα των τιμών, συμπεριλαμβανομένων των διαφορών που υφίστανται όσον αφορά τους γενικούς και ειδικούς όρους και προϋποθέσεις πώλησης, τη φορολογία, τα στάδια εμπορίας, τις ποσότητες, τα φυσικά χαρακτηριστικά και οποιεσδήποτε άλλες διαφορές οι οποίες αποδεδειγμένα επηρεάζουν ομοίως τη συγκρισιμότητα των τιμών (7). Στις περιπτώσεις για τις οποίες γίνεται λόγος στην παράγραφο 3, πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη τα έξοδα που ανακύπτουν μεταξύ εισαγωγής και μεταπώλησης (συμπεριλαμβανομένων των δασμών και των φόρων) και τα αντίστοιχα πραγματοποιούμενα κέρδη. Εάν, στις περιπτώσεις αυτές, έχει επηρεασθεί η συγκρισιμότητα των τιμών, οι αρχές καθορίζουν την κανονική αξία για στάδιο εμπορίας αντίστοιχο του σταδίου εμπορίας που ισχύει για την κατασκευασμένη τιμή εξαγωγής ή συνεκτιμούν δεόντως τους παράγοντες που προβλέπονται από την παρούσα παράγραφο. Οι αρχές οφείλουν να ενημερώνουν τους ενδιαφερομένους σχετικά με τα στοιχεία που απαιτούνται για τη διασφάλιση δίκαιων όρων σύγκρισης, ενώ το βάρος της απόδειξης που επιβάλλουν στους ενδιαφερομένους δεν πρέπει να είναι υπέρμετρο.

2.4.1. Όταν για τη σύγκριση βάσει της παραγράφου 4 είναι απαραίτητη η μετατροπή των νομισμάτων, η μετατροπή αυτή πρέπει να γίνεται με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία που ισχύει κατά την ημερομηνία πώλησης (8), υπό την προϋπόθεση ότι, όταν μια πράξη πώλησης συναλλάγματος σε προθεσμιακές αγορές συνδέεται άμεσα με την αντίστοιχη πράξη αγοράς προς εξαγωγή, λαμβάνεται υπόψη η συναλλαγματική ισοτιμία που ισχύει για την προθεσμιακή πώληση. Οι διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών δεν λαμβάνονται υπόψη, ενώ στο πλαίσιο μιας έρευνας οι αρχές τάσσουν στους εξαγωγείς προθεσμία 60 ημερών τουλάχιστον, προκειμένου να αναπροσαρμόσουν τις τιμές εξαγωγής που εφαρμόζουν, με βάση τις μη πρόσκαιρου χαρακτήρα αυξομειώσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών που έχουν σημειωθεί κατά την περίοδο έρευνας.

2.4.2. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 4, που διέπουν τα σχετικά με τη δίκαιη σύγκριση, η ύπαρξη περιθωρίων ντάμπινγκ κατά το στάδιο της έρευνας κρίνεται καταρχήν με βάση τη σύγκριση κάποιας σταθμισμένης μέσης κανονικής αξίας με το σταθμισμένο μέσο όρο των τιμών που έχουν ισχύσει για όλες τις ανάλογες εξαγωγικές πράξεις ή με βάση τη σύγκριση της κανονικής αξίας με τις τιμές εξαγωγής για κάθε συναλλαγή ξεχωριστά. Η κανονική αξία, η οποία έχει προκύψει από τη στάθμιση των μέσων όρων, είναι δυνατό να συγκρίνεται με τις τιμές των επιμέρους εξαγωγικών πράξεων, εφόσον οι αρχές διαπιστώνουν ότι οι τιμές εξαγωγής διαφέρουν συστηματικά και σε μεγάλο βαθμό ανάλογα με την ταυτότητα του αγοραστή, την περιφέρεια ή τη χρονική περίοδο και εφόσον εξηγείται ο λόγος για τον οποίον οι διαφορές αυτού του είδους δεν είναι δυνατό να ληφθούν καταλλήλως υπόψη μέσω της σύγκρισης των σταθμισμένων μέσων όρων μεταξύ τους ή μέσω της σύγκρισης της μίας συναλλαγής με την άλλη.

2.5. Όταν δεδομένα προϊόντα δεν εισάγονται απευθείας από τη χώρα καταγωγής, αλλά εξάγονται προς το εισάγον μέλος από κάποια ενδιάμεση χώρα, η τιμή στην οποία πωλούνται τα προϊόντα από τη χώρα εξαγωγής στο εισάγον μέλος συγκρίνεται κατά κανόνα με την αντίστοιχη τιμή στη χώρα εξαγωγής. Εντούτοις, η τιμή είναι δυνατό να συγκρίνεται με την τιμή στη χώρα καταγωγής εάν, για παράδειγμα, τα εν λόγω προϊόντα διέρχονται απλώς από τη χώρα εξαγωγής υπό καθεστώς διαμετακόμισης ή αν τέτοιου είδους προϊόντα δεν παράγονται στη χώρα εξαγωγής ή αν δεν υπάρχει γι' αυτά συγκρίσιμη τιμή στη χώρα εξαγωγής.

2.6. Οπουδήποτε γίνεται χρήση στην παρούσα συμφωνία του όρου «ομοειδές προϊόν» («like product», «produit similaire»), αυτός νοείται ως αναφερόμενος σε ένα όμοιο προϊόν, δηλαδή προϊόν που μοιάζει από κάθε άποψη με το υπό εξέταση προϊόν, ή, όταν δεν υπάρχει κάποιο τέτοιο προϊόν, σε ένα άλλο προϊόν το οποίο, αν και δεν του μοιάζει από κάθε άποψη, ωστόσο έχει χαρακτηριστικά που μοιάζουν στενά με εκείνα του υπό εξέταση προϊόντος.

2.7. Το παρόν άρθρο ισχύει υπό την επιφύλαξη της δεύτερης συμπληρωματικής διάταξης του άρθρου VI παράγραφος 1 του παραρτήματος Ι της GATT του 1994.

Άρθρο 3

Προσδιορισμός της ζημίας (9)

3.1. Ο προσδιορισμός της ζημίας στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου VI της GATT του 1994 βασίζεται σε θετικά αποδεικτικά στοιχεία και προϋποθέτει την αντικειμενική αξιολόγηση τόσο α) του όγκου των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και των συνεπειών των εν λόγω εισαγωγών για τις τιμές των ομοειδών προϊόντων στην εγχώρια αγορά όσο και β) των επακόλουθων συνεπειών των εν λόγω εισαγωγών για τους εγχώριους παραγωγούς τέτοιων προϊόντων.

3.2. Προκειμένου περί του όγκου των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, οι αρχές που διεξάγουν τις σχετικές έρευνες εξετάζουν κατά πόσον έχει σημειωθεί σημαντική αύξηση του όγκου των εν λόγω εισαγωγών, είτε σε απόλυτα μεγέθη είτε σε συνάρτηση με την παραγωγή ή την κατανάλωση στο εισάγον μέλος. Προκειμένου περί της επίδρασης των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ επί των τιμών, οι αρχές που διεξάγουν τις σχετικές έρευνες εξετάζουν κατά πόσον έχουν πραγματοποιηθεί εισαγωγές με πρακτικές ντάμπινγκ σε τιμές αισθητά κατώτερες της τιμής ομοειδών προϊόντων του εισάγοντος μέλους και κατά πόσον εισαγωγές αυτού του είδους προκαλούν με οποιονδήποτε τρόπο σημαντική συμπίεση των τιμών ή θέτουν σημαντικά εμπόδια σε αυξήσεις των τιμών που θα είχαν σημειωθεί σε αντίθετη περίπτωση. Κανένας από τους ανωτέρω παράγοντες, ούτε περισσότεροι εξ αυτών από κοινού δεν είναι απαραίτητο να θεωρηθούν βαρύνουσας σημασίας για την εξαγωγή συμπερασμάτων.

3.3. Όταν διεξάγονται ταυτοχρόνως έρευνες αντιντάμπινγκ σχετικά με τις εισαγωγές συγκεκριμένου προϊόντος από διάφορες χώρες, οι αρχές που διεξάγουν τις έρευνες δύνανται να προσμετρούν σωρευτικώς τις συνέπειες των εισαγωγών αυτών μόνο εφόσον βεβαιωθούν ότι: α) το περιθώριο ντάμπινγκ που προκύπτει για τις εισαγωγές από κάθε χώρα είναι αρκετά υψηλό ώστε να θεωρείται ότι έχει νομικές συνέπειες, όπως προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 8, ενώ ο όγκος των εισαγωγών από κάθε χώρα δεν είναι αμελητέος 7 και β) ότι η σωρευτική αξιολόγηση των συνεπειών των εισαγωγών είναι η ενδεδειγμένη λαμβανομένων υπόψη των όρων του ανταγωνισμού μεταξύ των εισαγόμενων προϊόντων, καθώς και των όρων του ανταγωνισμού μεταξύ των εισαγομένων προϊόντων και των ομοειδών εγχώριων προϊόντων.

3.4. Η εξέταση των συνεπειών των εισαγωγών με πρακτικές ντάμπινγκ για τον εκάστοτε εγχώριο κλάδο παραγωγής περιλαμβάνει αξιολόγηση όλων των συναφών οικονομικών παραγόντων, καθώς και των δεικτών που έχουν σημασία για την κατάσταση του αντίστοιχου κλάδου παραγωγής, στους οποίους περιλαμβάνονται: η πραγματική ή ενδεχόμενη μείωση των πωλήσεων, των κερδών, της παραγωγής, του μεριδίου αγοράς, της παραγωγικότητας, της αποδοτικότητας των επενδύσεων ή της χρησιμοποίησης της ικανότητας, οι παράγοντες που επηρεάζουν τις εγχώριες τιμές, το μέγεθος του περιθωρίου ντάμπινγκ, οι πραγματικές ή ενδεχόμενες επιπτώσεις για τις ταμειακές ροές, τα αποθέματα, την απασχόληση, τους μισθούς, την ανάπτυξη, την ικανότητα άντλησης κεφαλαίων ή τις επενδύσεις. Η ανωτέρω απαρίθμηση έχει ενδεικτικό χαρακτήρα και κανένας από τους ανωτέρω παράγοντες, ούτε περισσότεροι εξ αυτών από κοινού δεν είναι απαραίτητο να θεωρηθούν βαρύνουσας σημασίας για την εξαγωγή συμπερασμάτων.

3.5. Πρέπει να αποδεικνύεται ότι, εξαιτίας των συνεπειών του ντάμπινγκ, όπως ορίζεται στις παραγράφους 2 και 4, οι εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ προκαλούν ζημία κατά την έννοια της παρούσας συμφωνίας. Για να διαπιστωθεί κατά πόσον υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και της ζημίας που υφίσταται ο εγχώριος κλάδος παραγωγής, οι αρχές συνεκτιμούν όλα τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία που έχουν στη διάθεσή τους. Οι αρχές εξετάζουν ακόμη τυχόν άλλους γνωστούς παράγοντες, πέραν των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, οι οποίοι προκαλούν κατά τον ίδιο χρόνο ζημία στον εγχώριο κλάδο παραγωγής, και η ζημία που προξενείται από αυτούς τους άλλους παράγοντες πρέπει να μην είναι δυνατό να αποδοθεί στις εισαγωγές με πρακτικές ντάμπινγκ. Στους παράγοντες που ενδέχεται να έχουν σημασία από αυτή την άποψη είναι δυνατό να συμπεριλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, ο όγκος και οι τιμές των εισαγωγών των οποίων οι τιμές δεν είναι αποτέλεσμα πρακτικών ντάμπινγκ, η συρρίκνωση της ζήτησης ή οι μεταβολές των δεδομένων κατανάλωσης, οι περιοριστικές εμπορικές πρακτικές που εφαρμόζουν οι ξένοι και οι εγχώριοι παραγωγοί, καθώς και ο ανταγωνισμός μεταξύ τους, οι τεχνολογικές εξελίξεις και, τέλος, οι εξαγωγικές επιδόσεις και η παραγωγικότητα του εγχώριου κλάδου παραγωγής.

3.6. Οι συνέπειες των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ αξιολογούνται σε σχέση με την εγχώρια παραγωγή ομοειδούς προϊόντος, εφόσον τα διαθέσιμα στοιχεία επιτρέπουν τον ξεχωριστό προσδιορισμό της εν λόγω παραγωγής βάσει ορισμένων κριτηρίων, όπως είναι η μέθοδος παραγωγής, οι πωλήσεις και τα κέρδη των παραγωγών. Αν δεν είναι δυνατός ο χωριστός προσδιορισμός της εν λόγω παραγωγής, οι συνέπειες των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ αξιολογούνται μέσω της εξέτασης της παραγωγής της πλέον περιορισμένης ομάδας ή φάσματος προϊόντων, που περιλαμβάνει το ομοειδές προϊόν, για την οποία είναι δυνατό να συγκεντρωθούν οι αναγκαίες πληροφορίες.

3.7. Για να διαπιστωθεί η ύπαρξη κινδύνου πρόκλησης σοβαρής ζημίας λαμβάνονται υπόψη τα πραγματικά περιστατικά, και όχι μόνο τυχόν ισχυρισμοί, εικασίες ή μεμακρυσμένες πιθανότητες. Οποιαδήποτε μεταβολή των περιστάσεων, που θα δημιουργούσε κατάσταση υπό την οποία είναι πιθανή η πρόκληση ζημίας από το ντάμπινγκ, πρέπει να είναι δυνατό να προβλεφθεί με βεβαιότητα και να είναι επικείμενη (10). Προκειμένου να αποφανθούν σχετικά με την ύπαρξη κινδύνου πρόκλησης σοβαρής ζημίας, οι αρχές οφείλουν να συνεκτιμούν, μεταξύ άλλων, τους ακόλουθους παράγοντες:

i) τυχόν αύξηση σε σημαντικό ποσοστό των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ στην εγχώρια αγορά, η οποία αποτελεί ένδειξη για την πιθανότητα ουσιαστικής αύξησης των εισαγωγών

ii) την ύπαρξη ελεύθερα διαθέσιμης ικανότητας ή την πιθανότητα επικείμενης σημαντικής αύξησης της ικανότητας του εξαγωγέα, από την οποία προκύπτει ως πιθανή σημαντική αύξηση των εξαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ προς την αγορά του εισάγοντος μέλους, λαμβανομένης υπόψη της ύπαρξης άλλων εξαγωγικών αγορών, οι οποίες θα μπορούσαν ενδεχομένως να απορροφήσουν τυχόν πρόσθετες εξαγωγές

iii) το κατά πόσον τα εισαγόμενα προϊόντα εισέρχονται στη χώρα σε τιμές που θα έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική συμπίεση ή την παρεμπόδιση της αύξησης των εγχώριων τιμών και οι οποίες είναι πιθανό να οδηγήσουν σε αύξηση της ζήτησης για επιπλέον εισαγωγές 7 και

iv) τα αποθέματα του υπό διερεύνηση προϊόντος.

Κανένας από τους ανωτέρω παράγοντες από μόνος του δεν είναι απαραίτητο να θεωρηθεί βαρύνουσας σημασίας για την εξαγωγή συμπερασμάτων, αλλά όλοι οι παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη σωρευτικά πρέπει να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι επίκειται η πραγματοποίηση περαιτέρω εξαγωγών με πρακτικές ντάμπινγκ και ότι υπάρχει κίνδυνος πρόκλησης σοβαρής ζημίας σε περίπτωση που δεν ληφθούν προστατευτικά μέτρα.

3.8. Σε περιπτώσεις, εξάλλου, κατά τις οποίες επαπειλείται η πρόκληση ζημίας από εισαγωγές με πρακτικές ντάμπινγκ, εξετάζεται το ενδεχόμενο επιβολής μέτρων αντιντάμπινγκ και η σχετική απόφαση λαμβάνεται με ιδιαίτερη περίσκεψη.

Άρθρο 4

Καθορισμός του εγχώριου κλάδου παραγωγής

4.1 Για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας, ο όρος «εγχώριος κλάδος παραγωγής» θεωρείται ότι περιλαμβάνει το σύνολο των εγχώριων παραγωγών ομοειδών προϊόντων ή εκείνους εξ αυτών των οποίων αθροιστικά η παραγωγή των υπό εξέταση προϊόντων αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο μέρος της συνολικής εγχώριας παραγωγής των εν λόγω προϊόντων, με τις ακόλουθες εξαιρέσεις:

i) όταν κάποιοι παραγωγοί συνδέονται (11) με τους εξαγωγείς ή τους εισαγωγείς ή είναι οι ίδιοι εισαγωγείς του προϊόντος που υποτίθεται ότι αποτελεί αντικείμενο ντάμπινγκ, ο όρος «εγχώριος κλάδος παραγωγής» είναι δυνατό να θεωρείται ότι περιλαμβάνει μόνο τους υπόλοιπους παραγωγούς

ii) σε εξαιρετικές περιπτώσεις, το έδαφος ενός μέλους είναι δυνατό εις ό,τι αφορά την υπό εξέταση παραγωγή να διαιρεθεί σε δύο ή περισσότερες ανταγωνιστικές αγορές, και οι παραγωγοί κάθε επιμέρους αγοράς είναι δυνατό να θεωρηθούν ως ξεχωριστός κλάδος παραγωγής εφόσον: α) οι παραγωγοί κάθε επιμέρους αγοράς πωλούν το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο των ποσοτήτων του υπό εξέταση προϊόντος που παράγουν στη συγκεκριμένη αγορά, και β) η ζήτηση στη συγκεκριμένη αγορά δεν καλύπτεται σε αξιόλογο ποσοστό από παραγωγούς του υπό εξέταση προϊόντος οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι σε διαφορετικό τμήμα του εθνικού εδάφους. Όταν συντρέχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις, είναι δυνατό να γίνει δεκτό ότι προκαλείται ζημία ακόμη και αν μεγάλο μέρος του συνολικού εγχώριου κλάδου παραγωγής δεν υφίσταται ζημία, υπό την προϋπόθεση ότι παρατηρείται συγκέντρωση των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ σε μια τόσο απομονωμένη αγορά και επιπροσθέτως ότι οι επίμαχες εισαγωγές προξενούν ζημία στους παραγωγούς του συνόλου ή σχεδόν του συνόλου της παραγωγής στη συγκεκριμένη αγορά.

4.2. Όταν έχει οριστεί ότι τον εγχώριο κλάδο παραγωγής αποτελούν οι παραγωγοί συγκεκριμένης περιοχής, πράγμα που συμβαίνει όταν για τον ορισμό της αγοράς έχει εφαρμοστεί η ανωτέρω παράγραφος 1 περίπτωση ii), οι επιβαλλόμενοι (12) δασμοί αντιντάμπινγκ αφορούν μόνο τις ποσότητες των υπό εξέταση προϊόντων οι οποίες προορίζονται για τελική κατανάλωση στην εν λόγω περιοχή. Όταν το συνταγματικό δίκαιο του εισάγοντος μέλους δεν επιτρέπει μια τέτοιου είδους επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ, το εισάγον μέλος δύναται να επιβάλλει δασμούς αντιντάμπινγκ χωρίς περιορισμό μόνο εφόσον: α) έχει παρασχεθεί η δυνατότητα στους οικείους εξαγωγείς να διακόψουν τις εξαγωγές σε τιμές που απορρέουν από πρακτικές ντάμπινγκ προς τη συγκεκριμένη περιοχή ή έστω να παράσχουν διαβεβαιώσεις, όπως προβλέπει το άρθρο 8, και δεν παρεσχέθησαν αμελλητί ικανοποιητικές διαβεβαιώσεις σχετικά 7 και β) τέτοιου είδους δασμοί δεν είναι δυνατό να επιβληθούν μόνο στα προϊόντα συγκεκριμένων παραγωγών, οι οποίοι διοχετεύουν την παραγωγή τους στη συγκεκριμένη περιοχή.

4.3. Όταν δύο η περισσότερες χώρες έχουν, βάσει των διατάξεων του άρθρου XXIV παράγραφος 8 στοιχείο α) της GATT του 1994, επιτύχει τέτοιο βαθμό οικονομικής ολοκλήρωσης, ώστε να φέρουν τα χαρακτηριστικά μίας ενιαίας, ενοποιημένης αγοράς, ως εγχώριος κλάδος παραγωγής κατά την έννοια της παραγράφου 1 νοείται ο κλάδος παραγωγής στο σύνολο της περιοχής την οποία καλύπτει η οικονομική ολοκλήρωση.

4.4. Για το παρόν άρθρο εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 3 παράγραφος 6.

Άρθρο 5

Έναρξη και διεξαγωγή της έρευνας

5.1. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 6, η έναρξη έρευνας για να διαπιστωθούν η ύπαρξη, η έκταση και οι συνέπειες των τυχόν καταγγελλόμενων πρακτικών ντάμπινγκ προϋποθέτει γραπτή αίτηση εκ μέρους ή για λογαριασμό του εγχώριου κλάδου παραγωγής.

5.2. Η αίτηση που υποβάλλεται βάσει της ανωτέρω παραγράφου 1 πρέπει να περιλαμβάνει αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τα εξής: α) το ντάμπινγκ, β) τη ζημία, κατά την έννοια του άρθρου VI της GATT του 1994, όπως ερμηνεύεται από την παρούσα συμφωνία, και γ) την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και της υποτιθέμενης ζημίας. Οι απλοί ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν τεκμηριώνονται με τα κατάλληλα αποδεικτικά στοιχεία, δεν αρκούν για την τήρηση των προϋποθέσεων της παρούσας παραγράφου. Η αίτηση περιέχει τα στοιχεία που μπορεί ευλόγως να συγκεντρώσει ο αιτών σχετικά με τα εξής θέματα:

i) την ταυτότητα του αιτούντος και στοιχεία για τον όγκο και την αξία της εγχώριας παραγωγής ομοειδούς προϊόντος από τον αιτούντα. Όταν η γραπτή αίτηση υποβάλλεται για λογαριασμό του εγχώριου κλάδου παραγωγής, η αίτηση πρέπει να προσδιορίζει τον κλάδο παραγωγής για λογαριασμό του οποίου υποβάλλεται η αίτηση, με την απαρίθμηση όλων των γνωστών εγχώριων παραγωγών ομοειδούς προϊόντος (ή των ενώσεων που έχουν συστήσει οι εγχώριοι παραγωγοί ομοειδούς προϊόντος) 7 επίσης, πρέπει στο μέτρο του δυνατού να περιέχει στοιχεία για τον όγκο και την αξία του τμήματος της εγχώριας παραγωγής ομοειδούς προϊόντος, το οποίο αντιπροσωπεύουν οι συγκεκριμένοι παραγωγοί

ii) πλήρη περιγραφή του προϊόντος, το οποίο κατά την αίτηση αποτελεί αντικείμενο ντάμπινγκ, το όνομα της εμπλεκόμενης χώρας ή χωρών καταγωγής ή εξαγωγής, την ταυτότητα όλων των γνωστών εξαγωγέων ή αλλοδαπών παραγωγών, καθώς και κατάλογο των προσώπων που είναι γνωστό ότι εισάγουν το συγκεκριμένο προϊόν

iii) στοιχεία για τις τιμές στις οποίες το συγκεκριμένο προϊόν πωλείται, όταν προορίζεται για κατανάλωση στις εγχώριες αγορές της χώρας ή των χωρών καταγωγής ή εξαγωγής (ή, κατά περίπτωση, στοιχεία για τις τιμές στις οποίες το συγκεκριμένο προϊόν πωλείται από τη χώρα ή τις χώρες καταγωγής ή εξαγωγής προς κάποια τρίτη χώρα ή τρίτες χώρες, ή για την κατασκευασμένη αξία του εν λόγω προϊόντος) 7 επίσης, στοιχεία για τις τιμές εξαγωγής και, κατά περίπτωση, για τις τιμές στις οποίες το προϊόν μεταπωλείται για πρώτη φορά προς ανεξάρτητο αγοραστή στο έδαφος του εισάγοντος μέλους

iv) στοιχεία σχετικά με την εξέλιξη του όγκου των εισαγωγών που υποτίθεται ότι αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, σχετικά με τις συνέπειες των εν λόγω εισαγωγών για τις τιμές ομοειδούς προϊόντος στην εγχώρια αγορά και τις επακόλουθες συνέπειες των εισαγωγών για τον εγχώριο κλάδο παραγωγής, όπως αυτές προκύπτουν από τα σχετικά μεγέθη και τους δείκτες στα οποία αποτυπώνεται η κατάσταση του εγχώριου κλάδου παραγωγής, όπως εκείνα που απαριθμούνται στο άρθρο 3 παραγράφοι 2 και 4.

5.3. Οι αρχές εξετάζουν την ακρίβεια και την πληρότητα των αποδεικτικών στοιχείων που περιέχονται στην αίτηση, προκειμένου να διαπιστώσουν κατά πόσον υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που να δικαιολογούν την έναρξη έρευνας.

5.4. Έρευνα αρχίζει κατ' εφαρμογήν της παραγράφου 1 μόνον εφόσον οι αρχές έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα, μετά από αξιολόγηση του βαθμού στήριξης της αίτησης ή αντίθεσης προς αυτήν που έχουν εκφράσει (13) οι εγχώριοι παραγωγοί ομοειδούς προϊόντος, ότι η αίτηση έχει υποβληθεί εκ μέρους ή για λογαριασμό του εγχώριου κλάδου παραγωγής (14). Γίνεται δεκτό ότι η αίτηση έχει υποβληθεί «εκ μέρους ή για λογαριασμό του εγχώριου κλάδου παραγωγής», αν υποστηρίζεται από εγχώριους παραγωγούς των οποίων η αθροιστική παραγωγή αντιπρσωπεύει ποσοστό άνω του 50 % της συνολικής παραγωγής ομοειδούς προϊόντος που πραγματοποιεί εκείνο το τμήμα του εγχώριου κλάδου παραγωγής το οποίο είτε εκφράζει την υποστήριξή του προς την αίτηση είτε αντιτίθεται σε αυτήν. Παρ' όλα αυτά, η έναρξη έρευνας δεν είναι δυνατή, όταν οι εγχώριοι παραγωγοί που υποστηρίζουν ρητώς την αίτηση αντιπροσωπεύουν ποσοστό κατώτερο του 25 % της συνολικής παραγωγής ομοειδούς προϊόντος που πραγματοποιεί ο εγχώριος κλάδος παραγωγής.

5.5. Οι αρχές αποφεύγουν, εκτός αν έχει ληφθεί απόφαση για την έναρξη έρευνας, να δίνουν οποιαδήποτε δημοσιότητα στην αίτηση για την έναρξη έρευνας. Εντούτοις, αφού λάβουν μια δεόντως τεκμηριωμένη αίτηση και πριν προχωρήσουν στην έναρξη σχετικής έρευνας, οι αρχές ενημερώνουν σχετικά την κυβέρνηση του οικείου εξάγοντος μέλους.

5.6. Αν σε ειδικές περιπτώσεις οι αρμόδιες αρχές αποφασίσουν την έναρξη έρευνας χωρίς να έχουν λάβει σχετική γραπτή αίτηση εκ μέρους ή για λογαριασμό του εγχώριου κλάδου παραγωγής για την έναρξη τέτοιας έρευνας, προχωρούν στα επόμενα στάδια της διαδικασίας μόνο εφόσον διαθέτουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με το ντάμπινγκ, τη ζημία και την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας, όπως ορίζεται στην παράγραφο 2, τα οποία δικαιολογούν την έναρξη έρευνας.

5.7. Τα αποδεικτικά στοιχεία τα σχετικά τόσο με το ντάμπινγκ όσο και με τη ζημία αξιολογούνται συγχρόνως: α) για την απόφαση περί ενάρξεως ή μη έρευνας, και β) στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια της έρευνας, με αφετηρία ημερομηνία που δεν επιτρέπεται να είναι μεταγενέστερη της ενωρίτερης ημερομηνίας κατά την οποία είναι δυνατή η θέσπιση προσωρινών μέτρων με βάση τις διατάξεις της παρούσας συμφωνίας.

5.8. Αίτηση που υποβάλλεται βάσει της παραγράφου 1 είναι απορριπτέα, και τυχόν έρευνα που έχει αρχίσει περατούται πάραυτα, από τη στιγμή που οι αρμόδιες αρχές καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με το ντάμπινγκ ή τη ζημία, τα οποία να δικαιολογούν τη συνέχιση της υπόθεσης. Η υπόθεση περατούται αμέσως, όταν οι αρχές διαπιστώσουν ότι το περιθώριο ντάμπινγκ είναι αμελητέο ή ότι ο όγκος των πραγματικών ή δυνητικών εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ ή η ζημία είναι άνευ σημασίας. Το περιθώριο ντάμπινγκ θεωρείται αμελητέο αν υπολείπεται του 2 % της τιμής εξαγωγής. Ο όγκος των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ θεωρείται κατά κανόνα αμελητέος, αν διαπιστωθεί ότι ο όγκος των επίμαχων εισαγωγών από συγκεκριμένη χώρα αντιπροσωπεύει ποσοστό κατώτερο του 3 % του συνόλου των εισαγωγών ομοειδούς προϊόντος στο εισάγον μέλος, εκτός αν υπάρχει ένας αριθμός χωρών, καθεμία από τις οποίες αντιπροσωπεύει ποσοστό κατώτερο του 3 % των εισαγωγών ομοειδούς προϊόντος στο εισάγον μέλος, αλλά όλες μαζί αντιπροσωπεύουν ποσοστό ανώτερο του 7 % των εισαγωγών ομοειδούς προϊόντος στο εισάγον μέλος.

5.9. Το γεγονός ότι ενδεχομένως βρίσκεται σε εξέλιξη διαδικασία αντιντάμπινγκ δεν αποτελεί εμπόδιο για την ομαλή εξέλιξη των διαδικασιών εκτελωνισμού.

5.10. Πλην ειδικών περιπτώσεων, οι έρευνες ολοκληρώνονται εντός έτους, και σε καμία περίπτωση δεν είναι δυνατόν η διάρκειά τους να υπερβεί τους 18 μήνες από την έναρξή τους.

Άρθρο 6

Αποδεικτικά στοιχεία

6.1. Όλες οι πλευρές που εξαρτούν συμφέροντα από συγκεκριμένη έρευνα αντιντάμπινγκ ενημερώνονται σχετικά με τα στοιχεία που χρειάζονται οι αρμόδιες αρχές, και τους παρέχεται πλήρης ευχέρεια να υποβάλουν γραπτώς όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που θεωρούν ότι έχουν σημασία για την έρευνα.

6.1.1. Στους εξαγωγείς ή τους αλλοδαπούς παραγωγούς που λαμβάνουν τα ερωτηματολόγια που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο έρευνας αντιντάμπινγκ τάσσεται προθεσμία 30 ημερών τουλάχιστον, για να απαντήσουν (15). Οποιοδήποτε αίτημα για παράταση της ανωτέρω προθεσμίας των 30 ημερών τυγχάνει της προσήκουσας σημασίας, και, εφόσον αποδεικνύεται ότι συντρέχει λόγος, πρέπει να αποφασίζεται η παράταση της προθεσμίας, όποτε αυτό είναι πρακτικώς δυνατό.

6.1.2. Με την επιφύλαξη της υποχρέωσης διασφάλισης της εμπιστευτικότητας ορισμένων στοιχείων, τα αποδεικτικά στοιχεία που έχει υποβάλει γραπτώς κάποιο ενδιαφερόμενο μέρος κοινοποιούνται αμελλητί στα υπόλοιπα ενδιαφερόμενα μέρη που μετέχουν στη σχετική έρευνα.

6.1.3. Αφ' ης στιγμής αρχίσει έρευνα, οι αρχές κοινοποιούν το πλήρες κείμενο της γραπτής αίτησης που έχει παραληφθεί κατ' εφαρμογήν του άρθρου 5 παράγραφος 1 στους γνωστούς εξαγωγείς (16) και στις αρχές του εξάγοντος μέλους 7 επίσης το κοινοποιούν σε οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο μέρος διατυπώσει σχετικό αίτημα. Λαμβάνονται όλα τα αναγκαία μέτρα για την τήρηση της υποχρέωσης προστασίας ορισμένων στοιχείων εμπιστευτικού χαρακτήρα, όπως προβλέπει η παράγραφος 5.

6.2. Καθ' όλη τη διάρκεια μιας έρευνας αντιντάμπινγκ, παραχωρείται σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη πλήρης δυνατότητα να υπερασπισθούν τα συμφέροντά τους. Για το σκοπό αυτό, οι αρχές παρέχουν, εφόσον τους ζητηθεί, τη δυνατότητα σε όλους τους ενδιαφερόμενους να έρθουν σε επαφή με τις πλευρές που προωθούν αντίθετα συμφέροντα, ούτως ώστε να είναι δυνατή η ανάπτυξη των αντιτιθέμενων απόψεων και η προβολή από κάθε πλευρά επιχειρημάτων προς αντίκρουση των ισχυρισμών της άλλης πλευράς. Κατά την παραχώρηση των ανωτέρω δυνατοτήτων, λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη προστασίας του απορρήτου και διευκόλυνσης των ενδιαφερομένων. Κανένα μέρος δεν είναι υποχρεωμένο να παρίσταται σε συγκεκριμένη συνάντηση, ενώ η μη συμμετοχή σε κάποια συνάντηση δεν έχει αρνητικές συνέπειες για τη θέση του απόντος μέρους. Επίσης, οι ενδιαφερόμενοι έχουν το δικαίωμα, εφόσον επικαλούνται και αποδεικνύουν σχετικό λόγο, να υποβάλλουν τυχόν πρόσθετα στοιχεία προφορικώς.

6.3. Τα στοιχεία που παρέχονται προφορικώς βάσει της παραγράφου 2 λαμβάνονται υπόψη από τις αρχές μόνο στο μέτρο που έχουν υποβληθεί εκ νέου και γραπτώς σε μεταγενέστερη φάση και έχουν κοινοποιηθεί στους λοιπούς ενδιαφερομένους, όπως προβλέπει η παράγραφος 1.2.

6.4. Οι αρχές παρέχουν όποτε είναι εφικτό σε όλους τους ενδιαφερόμενους τη δυνατότητα να εξετάσουν εγκαίρως το σύνολο των στοιχείων τα οποία είναι δυνατό να χρησιμεύσουν για την παρουσίαση των απόψεών τους, δεν έχουν εμπιστευτικό χαρακτήρα κατά την έννοια της παραγράφου 6 και τα οποία χρησιμοποιούν οι αρχές στο πλαίσιο έρευνας αντιντάμπινγκ. Ομοίως, τους παρέχουν την ευκαιρία να αξιοποιήσουν τα εν λόγω στοιχεία για να προετοιμάσουν την παρουσίαση των απόψεών τους.

6.5. Οι αρχές, όταν αποδεικνύεται η ύπαρξη σοβαρού λόγου, αντιμετωπίζουν ως εμπιστευτικού χαρακτήρα κάθε στοιχείο το οποίο από τη φύση του έχει τέτοιον χαρακτήρα (παραδείγματος χάρη, επειδή η αποκάλυψή του θα προσπόριζε ένα σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε έναν ανταγωνιστή ή επειδή η αποκάλυψή του θα είχε αξιόλογες αρνητικές συνέπειες για το πρόσωπο που έχει προσκομίσει το συγκεκριμένο στοιχείο ή για το πρόσωπο από το οποίο προήλθε το συγκεκριμένο στοιχείο) ή το οποίο έχει υποβληθεί από κάποια πλευρά που μετέχει στην έρευνα, με την επεξήγηση ότι πρόκειται για στοιχείο εμπιστευτικού χαρακτήρα. Απαγορεύεται η αποκάλυψη στοιχείων εμπιστευτικού χαρακτήρα αν δεν υπάρχει σχετική ρητή συγκατάθεση της πλευράς που τα έχει προσκομίσει (17).

6.5.1. Ο αρχές ζητούν από τους ενδιαφερομένους που προσκομίζουν εμπιστευτικού χαρακτήρα πληροφορίες να υποβάλουν μη εμπιστευτικού χαρακτήρα περιλήψεις των ίδιων πληροφοριών. Οι εν λόγω περιλήψεις πρέπει να είναι αρκούντως περιεκτικές, ώστε να επιτρέπουν τη σε ικανοποιητικό βαθμό κατανόηση της ουσίας της εμπιστευτικού χαρακτήρα πληροφορίας που υποβάλλεται. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, τα μέρη που υποβάλλουν κάποια εμπιστευτικού χαρακτήρα πληροφορία επιτρέπεται συγχρόνως να δηλώνουν ότι η εν λόγω πληροφορία δεν είναι δυνατό να παρουσιάσθεί σε περιληπτική μορφή. Στις εξαιρετικές αυτές περιπτώσεις πρέπει να επισημαίνονται οι λόγοι για τους οποίους η περιληπτική παρουσίαση της πληροφορίας δεν είναι δυνατή.

6.5.2. Σε περίπτωση που οι αρχές κρίνουν ότι η αίτηση παροχής εμπιστευτικής μεταχείρισης είναι απορριπτέα, και ο παρέχων την πληροφορία δεν είναι διατεθειμένος ούτε να καταστήσει ευρύτερα γνωστή την πληροφορία ούτε να επιτρέψει την κοινοποίησή της σε γενικόλογη ή περιληπτική μορφή, οι αρχές δύνανται να μη λαμβάνουν υπόψη τους την πληροφορία αυτή, εκτός αν πείθονται, βάσει αξιόπιστων στοιχείων, ότι η πληροφορία ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα (18).

6.6. Εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 8, οι αρχές σχηματίζουν κατά τη διάρκεια της έρευνας πεποίθηση όσον αφορά την ακρίβεια των στοιχείων που έχουν προσκομίσει οι ενδιαφερόμενοι και τα οποία αποτελούν τη βάση των συμπερασμάτων τους.

6.7. Προκειμένου να ελέγξουν την ακρίβεια των προσκομισθέντων στοιχείων ή να συγκεντρώσουν λεπτομερέστερα στοιχεία, οι αρχές δύνανται να διενεργούν έρευνες στο έδαφος άλλων μελών, εφόσον κρίνεται απαραίτητο, υπό την προϋπόθεση ότι εξασφαλίζουν τη σχετική συγκατάθεση των εμπλεκομένων εταιρειών, ότι ειδοποιούν σχετικά τους εκπροσώπους της κυβέρνησης του μέλους στο οποίο πρόκειται να διεξαχθεί έρευνα και ότι το εν λόγω μέλος δεν εκφράζει αντιρρήσεις για τη διεξαγωγή της έρευνας. Για τις έρευνες που διενεργούνται στο έδαφος άλλων μελών εφαρμόζονται οι διαδικασίες που ορίζονται στο παράρτημα Ι. Με την επιφύλαξη της υποχρέωσης προστασίας της εμπιστευτικότητας ορισμένων στοιχείων, οι αρχές δίδουν στη δημοσιότητα τα πορίσματα των ερευνών που έχουν ενδεχομένως διενεργήσει ή τα γνωστοποιούν, βάσει της παραγράφου 9, στις εταιρείες στις οποίες αυτά αναφέρονται, ενώ είναι δυνατό να κοινοποιούν τα πορίσματα αυτά στα πρόσωπα που υπέβαλαν την αίτηση.

6.8. Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο μέρος αρνείται να επιτρέψει την πρόσβαση στα απαραίτητα στοιχεία ή γενικά δεν προβαίνει στη γνωστοποίησή τους εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος ή παρεμποδίζει σε σημαντικό βαθμό την έρευνα, είναι δυνατό να διατυπώνονται προκαταρκτικά και τελικά συμπεράσματα, είτε καταφατικά είτε αποφατικά, βάσει των διαθέσιμων στοιχείων. Για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου τηρούνται οι διατάξεις του παραρτήματος ΙΙ.

6.9. Πριν τη διατύπωση τελικού συμπεράσματος, οι αρχές ενημερώνουν όλους τους ενδιαφερόμενους σχετικά με τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά τα οποία πρόκειται να λάβουν υπόψη τους και στα οποία στηρίζεται η απόφαση για την εφαρμογή ή μη οριστικών μέτρων. Η ενημέρωση αυτή πρέπει να πραγματοποιείται αρκετά ενωρίς, ώστε τα μέρη να έχουν το χρόνο για την υπεράσπιση των συμφερόντων τους.

6.10. Οι αρχές καθορίζουν, κατά κανόνα, ένα ξεχωριστό περιθώριο ντάμπινγκ για καθέναν από τους γνωστούς ενδιαφερόμενους εξαγωγείς ή παραγωγούς του προϊόντος που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας. Όταν ο αριθμός των εξαγωγέων, των παραγωγών, των εισαγωγέων ή των τύπων προϊόντων που έχουν σημασία για την υπόθεση είναι τόσο μεγάλος, ώστε να καθιστά πρακτικώς ανέφικτο τον προαναφερθέντα ατομικό καθορισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ, οι αρχές δύνανται να λαμβάνουν υπόψη για τους σκοπούς της εξέτασης είτε εύλογο αριθμό ενδιαφερομένων ή προϊόντων, με δειγματοληψίες που ανταποκρίνονται στις αρχές της στατιστικής και λαμβάνοντας ως βάση τα στοιχεία που έχουν στη διάθεσή τους οι αρχές κατά το χρόνο επιλογής του δείγματος, είτε το μεγαλύτερο δυνατό ποσοστό του όγκου των εξαγωγών από την εκάστοτε χώρα για το οποίο μπορεί λογικά να διεξαχθεί έρευνα.

6.10.1. Οποιαδήποτε επιλογή εξαγωγέων, παραγωγών, εισαγωγέων ή τύπων προϊόντων βάσει της παρούσας παραγράφου διενεργείται, εφόσον είναι δυνατόν, κατόπιν διαβουλεύσεων με τους εκάστοτε εξαγωγείς, παραγωγούς ή εισαγωγείς και με τη συγκατάθεσή τους.

6.10.2. Όταν οι αρχές έχουν περιστείλει το αντικείμενο της εξέτασης που διενεργούν, όπως προβλέπει η παρούσα παράγραφος, δεν παύουν να είναι υποχρεωμένες να καθορίσουν ξεχωριστό περιθώριο ντάμπινγκ ως προς κάθε εξαγωγέα ή παραγωγό, ο οποίος δεν συμπεριελήφθη στην αρχική επιλογή, αλλά ο οποίος έχει υποβάλει τα απαραίτητα στοιχεία και μάλιστα εγκαίρως, ώστε να είναι δυνατή η συνεκτίμησή τους κατά τη διάρκεια της έρευνας, εκτός αν ο αριθμός των εξαγωγέων ή των παραγωγών είναι τόσο μεγάλος, ώστε η ατομική εξέταση των δεδομένων καθενός να καθίσταται υπέρμετρα επαχθής για τις αρχές και να παρεμποδίζεται η έγκαιρη ολοκλήρωση της έρευνας. Οι ενέργειες που αναλαμβάνονται με ιδίαν πρωτοβουλία δεν αποθαρρύνονται.

6.11. Για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας, ο όρος «ενδιαφερόμενα μέρη» περιλαμβάνει:

i) τους εξαγωγείς, τους αλλοδαπούς παραγωγούς ή τους εισαγωγείς του προϊόντος που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας ή τις εμπορικές και επιχειρηματικές ενώσεις, η πλειονότης των μελών των οποίων αποτελείται από παραγωγούς, εξαγωγείς ή εισαγωγείς του συγκεκριμένου προϊόντος

ii) την κυβέρνηση του εξάγοντος μέλους 7 και

iii) τους παραγωγούς ομοειδούς προϊόντος στο εισάγον μέλος ή τις εμπορικές και επιχειρηματικές ενώσεις, η πλειονότης των μελών των οποίων αποτελείται από παραγωγούς ομοειδούς προϊόντος στο έδαφος του εισάγοντος μέλους.

Η ανωτέρω απαρίθμηση δεν σημαίνει ότι τα μέλη δεν έχουν το δικαίωμα να συμπεριλάβουν στα ενδιαφερόμενα μέρη και κάποια άλλα μέρη, είτε ημεδαπά είτε αλλοδαπά, τα οποία ενδεχομένως δεν καλύπτονται από τον ανωτέρω ορισμό.

6.12. Οι αρχές παρέχουν τη δυνατότητα σε βιομηχανικούς χρήστες του προϊόντος που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας και σε αντιπροσωπευτικές οργανώσεις καταναλωτών, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες το προϊόν αυτό πωλείται συνήθως στο λιανεμπόριο, να προσκομίσουν τυχόν στοιχεία που θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη κατά τη διερεύνηση των θεμάτων των σχετικών με το ντάμπινγκ, τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια.

6.13. Οι αρχές λαμβάνουν δεόντως υπόψη τυχόν δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα ενδιαφερόμενα μέρη, ιδιαίτερα οι περιορισμένου μεγέθους εταιρείες, για τη συγκέντρωση των στοιχείων που τους έχουν ζητηθεί, και παρέχουν κάθε δυνατή βοήθεια σχετικά.

6.14. Οι διαδικασίες που καθορίζονται παραπάνω δεν σημαίνουν ότι οι αρχές κάποιου μέλους δεν έχουν το δικαίωμα να διενεργούν με ταχύτητα τις διάφορες πράξεις που αναφέρονται στην έναρξη της έρευνας, τη διατύπωση προκαταρκτικών ή τελικών συμπερασμάτων, είτε καταφατικών είτε αποφατικών, ή να θεσπίζουν προσωρινά ή οριστικά μέτρα κατ' εφαρμογήν των σχετικών διατάξεων της παρούσας συμφωνίας.

Άρθρο

Προσωρινά μέτρα

7.1. Η εφαρμογή προσωρινών μέτρων επιτρέπεται μόνο εφόσον:

i) έχει αρχίσει έρευνα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5, έχει εκδοθεί σχετική δημόσια ανακοίνωση και έχει παρασχεθεί στα ενδιαφερόμενα μέρη κατάλληλη δυνατότητα για να υποβάλουν τυχόν στοιχεία και να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους

ii) έχει διατυπωθεί προκαταρκτικό συμπέρασμα το οποίο επιβεβαιώνει την ύπαρξη του ντάμπινγκ και την επακόλουθη πρόκληση ζημίας στον εγχώριο κλάδο παραγωγής 7 και

iii) οι αρμόδιες αρχές κρίνουν ότι τα εν λόγω μέτρα είναι αναγκαία προκειμένου να αποτραπεί η πρόκληση ζημίας κατά τη διάρκεια της έρευνας.

7.2. Τα προσωρινά μέτρα είναι δυνατό να έχουν τη μορφή προσωρινού δασμού ή, πράγμα που είναι και προτιμότερο, παροχής εγγύησης υπό μορφή κατάθεσης σε μετρητά ή χορήγησης έγγραφης εγγυητικής δήλωσης 7 το ύψος της εγγύησης πρέπεινα είναι ίσο με το ύψος του δασμού αντιντάμπινγκ, όπως αυτό έχει υπολογισθεί προσωρινά, και να μην υπερβαίνει το περιθώριο ντάμπινγκ το οποίο έχει προκύψει από τους προσωρινούς υπολογισμούς. Η αναστολή του καθορισμού της δασμολογητέας αξίας αποτελεί ενδεδειγμένο προσωρινό μέτρο, υπό την προϋπόθεση ότι προσδιορίζεται οι δασμός που ισχύει κανονικά και το ύψος του δασμού αντιντάμπινγκ που είναι επιβλητέος σύμφωνα με τους υπολογισμούς και ότι το μέτρο της αναστολής του καθορισμού της δασμολογητέας αξίας διέπεται από τις ίδιες προϋποθέσεις, όπως και τα υπόλοιπα προσωρινά μέτρα.

7.3. Δεν επιτρέπεται η επιβολή προσωρινών μέτρων πριν από την πάροδο 60 ημερών από την ημερομηνία έναρξης της έρευνας.

7.4. Η ισχύς τυχόν προσωρινών μέτρων πρέπει να έχει τη συντομότερη δυνατή χρονική διάρκεια, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τέσσερις μήνες 7 μετά από απόφαση των αρμόδιων αρχών και εφόσον διατυπωθεί σχετικό αίτημα εκ μέρους εξαγωγέων που αντιπροσωπεύουν σημαντικό ποσοστό του όγκου του εμπορίου για το συγκεκριμένο προϊόν, είναι δυνατόν η διάρκεια ισχύος των εν λόγω μέτρων να είναι έξι μήνες κατά μέγιστο. Όταν οι αρχές, κατά τη διάρκεια έρευνας, εξετάζουν κατά πόσον η επιβολή δασμού χαμηλότερου από το περιθώριο ντάμπινγκ θα ήταν αρκετή για την άρση της ζημίας, οι ανωτέρω χρονικές περίοδοι είναι δυνατό να είναι έξι και εννιά μήνες, αντιστοίχως.

7.5. Η εφαρμογή προσωρινών μέτρων διέπεται από τις συναφείς διατάξεις του άρθρου 9.

Άρθρο 8

Αναλήψεις υποχρεώσεων ως προς τις τιμές

8.1. Η πρόοδος της διαδικασίας είναι δυνατό (19) να αναστέλλεται ή να περατούται χωρίς να επιβληθούν προσωρινά μέτρα ή δασμοί αντιντάμπινγκ σε περίπτωση που υποβληθούν οικειοθελώς από οποιονδήποτε εξαγωγέα ικανοποιητικές αναλήψεις υποχρεώσεων με αντικείμενο την αναπροσαρμογή των τιμών που αυτός εφαρμόζει ή τη διακοπή των εξαγωγών προς τη συγκεκριμένη περιοχή σε τιμές που απορρέουν από πρακτικές ντάμπινγκ και εφόσον οι αρχές πεισθούν ότι με τον τρόπο αυτό πρόκειται να εξαλειφθούν οι ζημιογόνες συνέπειες του ντάμπινγκ. Οι αυξήσεις τιμών που προβλέπονται από τέτοιου είδους αναλήψεις υποχρεώσεων δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερες από αυτές που χρειάζονται για την άρση του περιθωρίου ντάμπινγκ. Οι αυξήσεις τιμών είναι προτιμότερο να υπολείπονται του περιθωρίου ντάμπινγκ, εφόσον οι αυξήσεις αυτής της κλίμακας είναι αρκετές για την άρση της ζημίας που προξενείται στον εγχώριο κλάδο παραγωγής.

8.2. Δεν επιτρέπεται να ζητείται ή να γίνεται δεκτή η ανάληψη υποχρεώσεων ως προς τις τιμές εκ μέρους εξαγωγέων, παρά μόνο εφόσον οι αρχές του εισάγοντος μέλους έχουν καταλήξει, στο πλαίσιο των προκαταρκτικών συμπερασμάτων τους, στη διαπίστωση ότι όντως υπάρχει ντάμπινγκ και ότι το ντάμπινγκ αυτό έχει ζημιογόνες συνέπειες.

8.3. Οι προτεινόμενες αναλήψεις υποχρεώσεων είναι δυνατό να μη γίνονται δεκτές, αν οι αρχές εκτιμούν ότι η αποδοχή τους θα δημιουργούσε πρακτικές δυσκολίες, παραδείγματος χάρη αν ο αριθμός των πραγματικών ή δυνητικών εξαγωγέων είναι υπερβολικά μεγάλος ή για άλλους λόγους, συμπεριλαμβανομένων λόγων που ανάγονται στην ακολουθούμενη συνολική πολιτική. Όταν παρίσταται ανάγκη και εφόσον είναι πρακτικώς δυνατόν, οι αρχές εξηγούν στον εξαγωγέα τους λόγους για τους οποίους έκριναν ως μη ενδεδειγμένη την αποδοχή κάποιας ανάληψης υποχρέωσης και παρέχουν, στο μέτρο του δυνατού, στον εξαγωγέα τη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις του σχετικά.

8.4. Όταν γίνεται δεκτή μια ανάληψη υποχρέωσης, η έρευνα η σχετική με το ντάμπινγκ και τη ζημία ολοκληρώνεται παρά την αποδοχή, εφόσον το επιθυμεί ο εξαγωγέας ή εφόσον ληφθεί σχετική απόφαση από τις αρχές. Στην περίπτωση αυτή, αν διαπιστωθεί ότι δεν υπάρχει ντάμπινγκ ή ζημία, η ανάληψη υποχρέωσης παύει να ισχύει αυτοδικαίως, εκτός από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η διαπίστωση της μη ύπαρξης ντάμπινγκ ή ζημίας είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της ύπαρξης ανάληψης υποχρέωσης ως προς τις τιμές. Σε τέτοιες περιπτώσεις, οι αρχές δύνανται να απαιτούν τη διατήρηση σε ισχύ της ανάληψης υποχρέωσης για εύλογο χρονικό διάστημα, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας συμφωνίας. Σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι όντως υπάρχει ντάμπινγκ και ζημία, η αναληφθείσα υποχρέωση παραμένει σε ισχύ με βάση το περιεχόμενό της και σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας συμφωνίας.

8.5. Οι αρχές του εισάγοντος μέλους δύνανται να εισηγούνται την ανάληψη υποχρεώσεων ως προς τις τιμές, αλλά κανείς εξαγωγέας δεν είναι δυνατό να υποχρεωθεί να αναλάβει κάποια υποχρέωση αυτής της μορφής. Το γεγονός ότι κάποιος εξαγωγέας δεν προσφέρεται να αναλάβει τέτοιου είδους υποχρεώσεις ή δεν ανταποκρίνεται στην πρόσκληση που του έχουν απευθύνει οι αρχές για το σκοπό αυτό δεν προδικάζει με κανέναν τρόπο την αξιολόγηση των δεδομένων της υπόθεσης. Παρ' όλα αυτά, οι αρχές έχουν την ευχέρεια να καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η επέλευση του κινδύνου πρόκλησης ζημίας είναι πιθανότερη σε περίπτωση συνέχισης των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ.

8.6. Οι αρχές του εισάγοντος μέλους δύνανται να απαιτούν από οποιονδήποτε εξαγωγέα, από τον οποίον έχει προταθεί και γίνει δεκτή ανάληψη υποχρέωσης, να υποβάλλει ανά τακτά χρονικά διαστήματα στοιχεία σχετικά με την τήρηση της αναληφθείσας υποχρέωσης και να επιτρέπει την επαλήθευση των συναφών στοιχείων. Σε περίπτωση παράβασης της αναληφθείσας υποχρέωσης, οι αρχές του εισάγοντος μέλους δύνανται να λαμβάνουν μέτρα με ταχείες διαδικασίες, στο πλαίσιο της παρούσας συμφωνίας και σύμφωνα με τις διατάξεις της 7 τα μέτρα αυτά είναι δυνατό να συνίστανται στην άμεση εφαρμογή προσωρινών μέτρων, βάσει της καλύτερης διαθέσιμης τεκμηρίωσης. Σε τέτοιες περιπτώσεις, επιτρέπεται η επιβολή συμφώνως προς την παρούσα συμφωνία οριστικών δασμών επί προϊόντων τα οποία έχουν τεθεί σε κατανάλωση όχι περισσότερες από 90 ημέρες πριν από την εφαρμογή των προσωρινών μέτρων, με εξαίρεση τα προϊόντα που ετέθησαν σε κατανάλωση πριν από την παράβαση της αναληφθείσας υποχρέωσης, ως προς τα οποία δεν ισχύει η αναδρομική αυτή μεταχείριση.

Άρθρο 9

Επιβολή και είσπραξη των δασμών αντιντάμπινγκ

9.1. Η απόφαση περί της επιβολής ή μη δασμού αντιντάμπινγκ σε περιπτώσεις κατά τις οποίες συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις για την επιβολή, καθώς και η απόφαση περί του κατά πόσον το ύψος του επιβλητέου δασμού αντιντάμπινγκ πρέπει να ισούται με ολόκληρο το περιθώριο ντάμπινγκ ή με ποσοστό αυτού είναι αποφάσεις τις οποίες λαμβάνουν οι αρχές του εισάγοντος μέλους. Καλό είναι η επιβολή να έχει προαιρετικό χαρακτήρα στο έδαφος όλων των μελών και ο δασμός να υπολείπεται του περιθωρίου, αν ο μικρότερος αυτός δασμός κρίνεται επαρκής για την άρση της ζημίας που προξενείται στον εγχώριο κλάδο παραγωγής.

9.2. Όταν επιβάλλεται δασμός αντιντάμπινγκ σε σχέση με οποιοδήποτε προϊόν, ο δασμός αυτός εισπράττεται κάθε φορά μέχρι του προβλεπόμενου ποσού για όλες χωρίς διάκριση τις εισαγωγές του συγκεκριμένου προϊόντος, όποια και αν είναι η προέλευσή τους, εφόσον διαπιστώνεται ότι οι εισαγωγές αυτές αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και προκαλούν ζημία, με εξαίρεση τις εισαγωγές που προέρχονται από εταιρείες για τις οποίες έχουν γίνει δεκτές αναλήψεις υποχρεώσεων ως προς τις τιμές συμφώνως προς τις διατάξεις της παρούσας συμφωνίας. Οι αρχές κατονομάζουν αυτόν ή αυτούς που προμηθεύουν το συγκεκριμένο προϊόν. Αν, παρ' όλα αυτά, η υπόθεση αφορά περισσότερους προμηθευτές από την ίδια χώρα και είναι πρακτικώς αδύνατο να κατονομασθούν οι προμηθευτές αυτοί στο σύνολό τους, οι αρχές δύνανται να κατονομάζουν τη συγκεκριμένη προμηθεύτρια χώρα. Αν η υπόθεση αφορά περισσότερους προμηθευτές από διάφορες χώρες, οι αρχές δύνανται να κατονομάζουν είτε όλους τους εμπλεκόμενους προμηθευτές, είτε, αν αυτό είναι πρακτικώς αδύνατο, όλες τις προμηθεύτριες χώρες.

9.3. Το ύψος του δασμού αντιντάμπινγκ δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το περιθώριο ντάμπινγκ, όπως αυτό έχει υπολογισθεί βάσει του άρθρου 2.

9.3.1. Όταν το ύψος του δασμού αντιντάμπινγκ καθορίζεται βάσει παρελθόντων στοιχείων, ο υπολογισμός της τελικής οφειλής που πρέπει να καταβληθεί λόγω των δασμών αντιντάμπινγκ διενεργείται το συντομότερο δυνατόν, και καταρχήν εντός δωδεκαμήνου, ενώ σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται να μεσολαβήσει μέχρι τη διενέργειά του χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 18 μηνών από την ημερομηνία υποβολής του αιτήματος για τον οριστικό προσδιορισμό του ποσού που αντιπροσωπεύουν οι δασμοί αντιντάμπινγκ (20). Οποιαδήποτε επιστροφή πραγματοποιείται αμελλητί και κατά κανόνα εντός 90 ημερών το αργότερο από τον προσδιορισμό της τελικής οφειλής κατ' εφαρμογήν της παρούσας παραγράφου. Σε κάθε περίπτωση, αν η επιστροφή δεν πραγματοποιηθεί εντός 90 ημερών, οι αρχές είναι υποχρεωμένες, εφόσον τους ζητηθεί, να παράσχουν σχετικές εξηγήσεις.

9.3.2. Όταν το ύψος του δασμού αντιντάμπινγκ υπολογίζεται βάσει προβλέψεων, λαμβάνεται υπόψη το ενδεχόμενο άμεσης επιστροφής, μετά από διατύπωση σχετικού αιτήματος, τυχόν δασμών που έχουν καταβληθεί και οι οποίοι υπερβαίνουν το περιθώριο ντάμπινγκ. Η επιστροφή οποιουδήποτε δασμού, που έχει καταβληθεί και ο οποίος υπερβαίνει το πραγματικό περιθώριο ντάμπινγκ, πρέπει κανονικά να πραγματοποιείται εντός 12 μηνών και οπωσδήποτε εντός 18 μηνών το αργότερο από την ημερομηνία κατά την οποία κάποιος εισαγωγέας του προϊόντος στο οποίο έχει επιβληθεί ο δασμός αντιντάμπινγκ υπέβαλε αίτηση επιστροφής, η οποία συνοδεύεται από τη δέουσα τεκμηρίωση. Η εγκριθείσα επιστροφή πρέπει κανονικά να πραγματοποιείται εντός 90 ημερών από τη λήψη της προμνημονευθείσας απόφασης.

9.3.3. Για να αποφασισθεί εάν και σε ποια έκταση είναι σκόπιμη η επιστροφή κάποιου ποσού σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η τιμή εξαγωγής έχει κατασκευασθεί κατ' εφαρμογήν του άρθρου 2 παράγραφος 3, οι αρχές οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη ενδεχόμενες αυξομειώσεις της κανονικής αξίας, ενδεχόμενες μεταβολές των δαπανών που ανακύπτουν μεταξύ εισαγωγής και μεταπώλησης, καθώς και τις τυχόν αυξομειώσεις της τιμής μεταπώλησης, οι οποίες έχουν την αναμενόμενη επίδραση επί των κατοπινών τιμών πώλησης 7 επίσης οφείλουν να υπολογίζουν την τιμή εξαγωγής χωρίς να αφαιρούν το ποσό που αντιστοιχεί στους καταβληθέντες δασμούς αντιντάμπινγκ, εφόσον έχουν προσκομιστεί πειστικά αποδεικτικά στοιχεία για το θέμα αυτό.

9.4. Όταν οι αρχές έχουν περιστείλει το αντικείμενο της εξέτασης που διενεργούν σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 10 δεύτερο εδάφιο, οποιοσδήποτε δασμός αντιντάμπινγκ, ο οποίος επιβάλλεται στις εισαγωγές που προέρχονται από εξαγωγείς ή παραγωγούς μη συμπεριλαμβανόμενους στην εξέταση, δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει:

i) το μέσο σταθμισμένο περιθώριο ντάμπινγκ που έχει καθοριστεί σε σχέση με τους επιλεγέντες εξαγωγείς ή παραγωγούς 7 ή,

ii) όταν η οφειλή που προκύπτει από τους δασμούς αντιντάμπινγκ υπολογίζεται με βάση κάποια προβλεπόμενη κανονική αξία, τη διαφορά μεταξύ της σταθμισμένης μέσης κανονικής αξίας που αντιστοιχεί στους επιλεγέντες εξαγωγείς ή παραγωγούς και των τιμών εξαγωγής που εφαρμόζουν οι εξαγωγείς ή οι παραγωγοί που δεν ελήφθησαν ξεχωριστά υπόψη για τους σκοπούς της εξέτασης,

υπό την προϋπόθεση ότι οι αρχές δεν λαμβάνουν υπόψη για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου τυχόν περιθώρια που είτε είναι μηδενικά είτε αμελητέα καθώς και τυχόν περιθώρια που έχουν καθοριστεί υπό τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 8. Οι αρχές επιβάλλουν μεμονωμένους δασμούς ή κανονικές αξίες για τις εισαγωγές που προέρχονται από οποιονδήποτε εξαγωγέα ή παραγωγό που δεν έχει συμπεριληφθεί στην εξέταση, εφόσον αυτός έχει προσκομίσει τα απαραίτητα στοιχεία κατά τη διάρκεια της έρευνας, όπως προβλέπει το άρθρο 6 παράγραφος 10.2.

9.5. Αν σε ένα προϊόν έχουν επιβληθεί δασμοί αντιντάμπινγκ από κάποιο μέλος που το εισάγει, οι αρχές διενεργούν αμελλητί επανεξέταση, προκειμένου να καθορίσουν ξεχωριστά περιθώρια ντάμπινγκ για τυχόν εξαγωγείς ή παραγωγούς της εμπλεκόμενης χώρας εξαγωγής, οι οποίοι δεν πραγματοποίησαν εξαγωγές του εν λόγω προϊόντος στο εισάγον μέλος κατά την περίοδο έρευνας, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω εξαγωγείς ή παραγωγοί είναι σε θέση να αποδείξουν ότι δεν συνδέονται με κανέναν από τους εξαγωγείς ή παραγωγούς της χώρας εξαγωγής, στους οποίους έχουν επιβληθεί οι δασμοί αντιντάμπινγκ που επιβαρύνουν το συγκεκριμένο προϊόν. Η επανεξέταση αυτή εγκαινιάζεται και διενεργείται με συνοπτικές διαδικασίες εν συγκρίσει με τις συνήθεις διαδικασίες που ακολουθούνται στο εισάγον μέλος για τον καθορισμό και την επανεξέταση των δασμών. Στις εισαγωγές, οι οποίες προέρχονται από τους προαναφερθέντες εξαγωγείς ή παραγωγούς, δεν επιτρέπεται να επιβάλλονται δασμοί αντιντάμπινγκ όσο βρίσκεται σε εξέλιξη η διαδικασία επανεξέτασης. Ωστόσο, οι αρχές δύνανται να αναστέλλουν τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας ή/και να απαιτούν την παροχή εγγυήσεων, προκειμένου να διασφαλισθεί ότι, σε περίπτωση που διαπιστωθεί από την επανεξέταση ότι οι συγκεκριμένοι εξαγωγείς ή παραγωγοί εφαρμόζουν πρακτικές ντάμπινγκ, θα είναι δυνατή η επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ με αναδρομική ισχύ μέχρι την ημερομηνία έναρξης της επανεξέτασης.

Άρθρο 10

Αναδρομική ισχύς

10.1. Προσωρινά μέτρα και δασμοί αντιντάμπινγκ εφαρμόζονται μόνο ως προς προϊόντα που τίθενται σε κατανάλωση μετά το χρόνο θέσης σε ισχύ της απόφασης που λαμβάνεται βάσει του άρθρου 7 παράγραφος 1 και του άρθρου 9 παράγραφος 1, αντιστοίχως, με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπονται στο παρόν άρθρο.

10.2. Όταν διατυπώνεται οριστικό συμπέρασμα, το οποίο επιβεβαιώνει την ύπαρξη ζημίας (αλλά όχι την ύπαρξη κινδύνου πρόκλησης ζημίας ούτε τη σημαντική επιβράδυνση της δημιουργίας κλάδου παραγωγής) ή, σε περίπτωση που συμπεραίνεται οριστικά ότι υπάρχει κίνδυνος πρόκλησης ζημίας, όταν διαπιστώνεται ότι αν δεν εφαρμόζονταν προσωρινά μέτρα οι συνέπειες των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ θα είχαν οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι υπάρχει πρόκληση ζημίας, οι δασμοί αντιντάμπινγκ είναι δυνατό να έχουν αναδρομική ισχύ, ώστε να καλύπτεται και η περίοδος εφαρμογής τυχόν προσωρινών μέτρων.

10.3. Αν ο οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ είναι υψηλότερος από τον καταβληθέντα ή καταβλητέο προσωρινό δασμό ή από το ποσό που έχει υπολογισθεί ότι πρέπει να καταβληθεί υπό μορφή εγγύησης, δεν επιτρέπεται η είσπραξη της προκύπτουσας διαφοράς. Αν ο οριστικός δασμός είναι μικρότερος από τον καταβληθέντα ή καταβλητέο προσωρινό δασμό ή από το ποσό που έχει υπολογισθεί ότι πρέπει να καταβληθεί υπό μορφή εγγύησης, επιβάλλεται η επιστροφή της διαφοράς ή ο εκ νέου υπολογισμός του δασμού, ανάλογα με την περίπτωση.

10.4. Με την επιφύλαξη όσων προβλέπονται στην παράγραφο 2, όταν διαπιστώνεται η ύπαρξη κινδύνου πρόκλησης ζημίας ή σημαντικής επιβράδυνσης της δημιουργίας κλάδου παραγωγής (αλλά ακόμη δεν έχει προκληθεί ζημία), η επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ μπορεί να αφορά μόνο το χρόνο μετά τη διαπίστωση της ύπαρξης κινδύνου πρόκλησης ζημίας ή της σημαντικής επιβράδυνσης 7 στην περίπτωση αυτή, τυχόν μετρητά που έχουν κατατεθεί ως εγγύηση κατά τη διάρκεια εφαρμογής των προσωρινών μέτρων είναι επιστρεπτέα, ενώ, αν έχει χορηγηθεί έγγραφη εγγυητική δήλωση, αυτή πρέπει να αποδοθεί το ταχύτερο δυνατόν.

10.5. Όταν το οριστικό συμπέρασμα είναι αποφατικό, τυχόν μετρητά που έχουν κατατεθεί ως εγγύηση κατά τη διάρκεια εφαρμογής των προσωρινών μέτρων είναι επιστρεπτέα, ενώ, αν έχει χορηγηθεί έγγραφη εγγυητική δήλωση, αυτή πρέπει να αποδοθεί το ταχύτερο δυνατόν.

10.6. Επιτρέπεται η επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ ως προς προϊόντα που ετέθησαν σε κατανάλωση το πολύ 90 ημέρες πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος των προσωρινών μέτρων, όταν οι αρχές καταλήγουν στα εξής συμπεράσματα όσον αφορά το προϊόν που αποτελεί αντικείμενο του ντάμπινγκ:

i) ότι κατά το παρελθόν παρατηρήθηκε άσκηση πρακτικών ντάμπινγκ από την οποία προκλήθηκε ζημία ή ότι ο εισαγωγέας γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι ο εξαγωγέας πρακτικές ντάμπινγκ και ότι οι πρακτικές αυτές εμπεριείχαν τον κίνδυνο πρόκλησης ζημίας 7 και

ii) ότι η ζημία προκαλείται από την πραγματοποίηση σε σχετικά βραχύ χρονικό διάστημα εκτεταμένων εισαγωγών κάποιου προϊόντος σε τιμές που είναι αποτέλεσμα ντάμπινγκ, οι οποίες εισαγωγές, λαμβανομένου υπόψη του χρόνου κατά τον οποίον πραγματοποιήθηκαν, του όγκου τους και των λοιπών περιστάσεων (παραδείγματος χάρη, της ταχείας αύξησης των αποθεμάτων του εισαγόμενου προϊόντος), είναι πιθανό να εξουδετερώσουν σε μεγάλο βαθμό την επανορθωτική επίδραση του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που πρόκειται να επιβληθεί, υπό την προϋπόθεση ότι οι ενδιαφερόμενοι εισαγωγείς είχαν την ευκαιρία να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους.

10.7. Μετά την έναρξη της έρευνας, οι αρχές δύνανται να προβαίνουν στη θέσπιση μέτρων, όπως η αναστολή του καθορισμού της δασμολογητέας αξίας ή της εκτίμησης του ύψους του δασμού, τα οποία κρίνονται απαραίτητα για την είσπραξη των δασμών αντιντάμπινγκ με αναδρομική ισχύ, όπως προβλέπει η παράγραφος 6, αφ' ης στιγμής έχουν συγκεντρώσει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που καθορίζονται στην εν λόγω παράγραφο.

10.8. Δεν επιτρέπεται η επιβολή δασμών με αναδρομική ισχύ, κατ' εφαρμογή της παραγράφου 6, ως προς προϊόντα που τίθενται σε κατανάλωση πριν από την ημερομηνία έναρξης της έρευνας.

Άρθρο 11

Διάρκεια ισχύος και επανεξέταση των δασμών αντιντάμπινγκ και των αναλήψεων υποχρεώσεων ως προς τις τιμές

11.1. Οι δασμοί αντιντάμπινγκ παραμένουν σε ισχύ μόνο για όσο χρόνο και στην έκταση που χρειάζεται για την εξουδετέρωση των ζημιογόνων συνεπειών του ντάμπινγκ.

11.2. Όποτε το κρίνουν σκόπιμο, οι αρχές επανεξετάζουν κατά πόσον επιβάλλεται η συνέχιση της επιβολής του δασμού, είτε με δική τους πρωτοβουλία είτε εφόσον υποβληθεί σχετική αίτηση από οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο, υπό την προϋπόθεση ότι από την επιβολή του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ έχει παρέλθει ικανό χρονικό διάστημα και ότι η αίτηση συνοδεύεται από θετικά αποδεικτικά στοιχεία, από τα οποία προκύπτει ότι είναι επιβεβλημένη η ζητούμενη επανεξέταση (21). Τα ενδιαφερόμενα μέρη έχουν το δικαίωμα να ζητούν από τις αρχές να εξετάσουν κατά πόσον η συνέχιση της επιβολής του δασμού είναι αναγκαία για την εξουδετέρωση των συνεπειών του ντάμπινγκ και κατά πόσον είναι πιθανή η συνέχιση ή επανάληψη της πρόκλησης ζημίας σε περίπτωση ανάκλησης ή/και διαφοροποίησης του δασμού. Αν, βάσει της επανεξέτασης που έχει πραγματοποιηθεί δυνάμει της παρούσας παραγράφου, οι αρχές καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι ο δασμός αντιντάμπινγκ δεν είναι πλέον απαραίτητος, ο δασμός καταργείται αμέσως.

11.3. Κατά καρέκκλιση των διατάξεων των παραγράφων 1 και 2, κάθε οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ καταργείται το αργότερο πέντε έτη από την επιβολή του (ή από την ημερομηνία της πλέον πρόσφατης επανεξέτασής του, βάσει της παραγράφου 2, σε περίπτωση που αντικείμενο της επανεξέτασης ήταν τόσο το ντάμπινγκ όσο και η ζημία, ή βάσει της παρούσας παραγράφου), εκτός αν οι αρχές καταλήξουν στο συμπέρασμα, στο πλαίσιο επανεξέτασης που άρχισαν πριν από την ανωτέρω ημερομηνία, είτε με δική τους πρωτοβουλία είτε μετά τη διατύπωση σχετικού και δεόντως τεκμηριωμένου αιτήματος εκ μέρους ή για λογαριασμό του εγχώριου κλάδου παραγωγής σε προγενέστερο χρόνο που δεν απέχει υπερβολικά από την ανωτέρω ημερομηνία, ότι η λήξη ισχύος του δασμού θα είχε ως πιθανή συνέπεια τη συνέχιση ή την επανάληψη του ντάμπινγκ και της εξ αυτού προκαλούμενης ζημίας (22). Ο δασμός είναι δυνατό να διατηρείται σε ισχύ μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας επανεξέτασης.

11.4. Οι διατάξεις του άρθρου 6 σχετικά με τις αποδείξεις και τη διαδικασία εφαρμόζονται για κάθε επανεξέταση, η οποία διενεργείται βάσει του παρόντος άρθρου. Κάθε τέτοια επανεξέταση διενεργείται χωρίς καθυστερήσεις και πρέπει κανονικά να ολοκληρώνεται εντός 12 μηνών από την ημερομηνία έναρξης της επανεξέτασης.

11.5. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται κατ' αναλογίαν και για τις αναλήψεις υποχρεώσεων ως προς τις τιμές, οι οποίες έχουν γίνει δεκτές βάσει του άρθρου 8.

Άρθρο 12

Δημόσια ανακοίνωση και ανάπτυξη του σκεπτικού στο οποίο στηρίζεται

12.1. Όταν οι αρχές έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία δικαιολογούν την έναρξη έρευνας αντιντάμπινγκ βάσει του άρθρου 5, ενημερώνουν σχετικά το μέλος ή τα μέλη στα οποία παράγονται τα προϊόντα που πρόκειται να αποτελέσουν αντικείμενο της έρευνας, καθώς και τα άλλα τυχόν ενδιαφερόμενα μέρη, για τα οποία οι αρμόδιες για τη διεξαγωγή της έρευνας αρχές γνωρίζουν ότι εξαρτούν συμφέροντα από την υπόθεση, και εκδίδουν σχετική δημόσια ανακοίνωση.

12.1.1. Η δημόσια ανακοίνωση η σχετική με την έναρξη της έρευνας περιλαμβάνει, ή τουλάχιστον παραπέμπει σε ξεχωριστή έκθεση με ανάλογο περιεχόμενο (23), επαρκή στοιχεία σχετικά με τα ακόλουθα θέματα:

i) το όνομα της χώρας ή των χωρών εξαγωγής και το προϊόν που αποτελεί αντικείμενο της διαδικασίας

ii) την ημερομηνία έναρξης της έρευνας

iii) τους λόγους που διαλαμβάνονται στην αίτηση προς επίρρωση του ισχυρισμού ότι υπάρχει ντάμπινγκ

iv) συνοπτική παρουσίαση των στοιχείων επί των οποίων στηρίζεται ο ισχυρισμός ότι προκαλείται ζημία

v) τη διεύθυνση στην οποία τα ενδιαφερόμενα μέρη πρέπει να αποστέλλουν τυχόν στοιχεία ή παρατηρήσεις τους

vi) τις προθεσμίες που τάσσονται στα ενδιαφερόμενα μέρη για τη γνωστοποίηση των απόψεών τους.

12.2. Δημόσια ανακοίνωση εκδίδεται για κάθε προκαταρκτικό ή οριστικό συμπέρασμα, είτε καταφατικό είτε αποφατικό, για κάθε απόφαση με την οποία γίνεται δεκτή ανάληψη υποχρέωσης κατ' εφαρμογήν του άρθρου 8, για τη λήξη ισχύος κάποιας ανάληψης υποχρέωσης και για την κατάργηση οποιουδήποτε οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ. Κάθε δημόσια ανακοίνωση αυτού του είδους αναφέρει, ή τουλάχιστον παραπέμπει σε ξεχωριστή έκθεση με ανάλογο περιεχόμενο, με τη δέουσα σαφήνεια τα πορίσματα και τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξαν οι αρχές που διενεργούν την έρευνα σχετικά με όλες τις αποφασιστικής σημασίας πραγματικές ή νομικές παραμέτρους της υπόθεσης. Κάθε τέτοια ανακοίνωση ή έκθεση διαβιβάζεται στο μέλος ή τα μέλη που παράγουν το προϊόν στο οποίο αναφέρεται το συμπέρασμα ή η ανάληψη υποχρέωσης, καθώς και στα λοιπά ενδιαφερόμενα μέρη για τα οποία είναι γνωστό ότι εξαρτούν συμφέροντα από την υπόθεση.

12.2.1. Για την επιβολή προσωρινών μέτρων εκδίδεται δημόσια ανακοίνωση στην οποία εξηγούνται, ή η οποία τουλάχιστον παραπέμπει σε ξεχωριστή έκθεση με ανάλογο περιεχόμενο, με τη δέουσα λεπτομέρεια τα προκαταρκτικά συμπεράσματα για το ντάμπινγκ και τη ζημία, και αναφέρονται τα νομικά και πραγματικά δεδομένα με βάση τα οποία αποφασίστηκε η αποδοχή ή η απόρριψη των προβαλλόμενων επιχειρημάτων. Κάθε τέτοια ανακοίνωση ή έκθεση περιέχει, χωρίς να παραγνωρίζεται η υποχρέωση προστασίας της εμπιστευτικότητας ορισμένων πληροφοριών, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

i) τα ονόματα των προμηθευτών ή, όταν αυτό είναι πρακτικώς αδύνατο, των εμπλεκόμενων προμηθευτριών χωρών

ii) περιγραφή του προϊόντος αρκετά πλήρη, ώστε να καλύπτονται οι ανάγκες του εκτελωνισμού

iii) τα καθοριζόμενα περιθώρια ντάμπινγκ και πλήρη ανάλυση του σκεπτικού στο οποίο βασίστηκε η επιλογή της μεθόδου που χρησιμοποιήθηκε για τον καθορισμό και τη σύγκριση της τιμής εξαγωγής με την κανονική αξία, κατ' εφαρμογή του άρθρου 2

iv) το σκεπτικό βάσει του οποίου διαπιστώθηκε η πρόκληση ή μη ζημίας κατά τα προβλεπόμενα από το άρθρο 3

v) τους βασικούς λόγους στους οποίους στηρίζεται το συμπέρασμα.

12.2.2. Η δημόσια ανακοίνωση με την οποία περατούται ή αναστέλλεται η έρευνα σε περίπτωση διατύπωσης καταφατικού συμπεράσματος, με βάση το οποίο επιβάλλεται οριστικός δασμός ή γίνεται δεκτή ανάληψη υποχρέωσης ως προς τις τιμές, διαλαμβάνει, ή τουλάχιστον παραπέμπει σε ξεχωριστή έκθεση με ανάλογο περιεχόμενο, όλα τα συναφή στοιχεία τα σχετικά με τα πραγματικά και νομικά δεδομένα της υπόθεσης, καθώς και τους λόγους που οδήγησαν στην επιβολή των οριστικών μέτρων ή την αποδοχή ανάληψης υποχρέωσης ως προς τις τιμές, λαμβανομένης υπόψη της υποχρέωσης προστασίας της εμπιστευτικότητας ορισμένων πληροφοριών. Ειδικότερα, η ανακοίνωση ή η έκθεση περιέχει τα στοιχεία που περιγράφονται στην παράγραφο 2.1, καθώς και τους λόγους για τους οποίους έγιναν δεκτά ή απορρίφθηκαν τα σχετικά επιχειρήματα ή οι ισχυρισμοί των εξαγωγέων και των εισαγωγέων, όπως επίσης το σκεπτικό τυχόν απόφασης που λαμβάνεται δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 10.2.

12.2.3. Η δημόσια ανακοίνωση με την οποία περατούται ή αναστέλλεται η έρευνα μετά την αποδοχή ανάληψης υποχρέωσης κατ' εφαρμογήν του άρθρου 8 περιλαμβάνει, ή τουλάχιστον παραπέμπει σε ξεχωριστή έκθεση με ανάλογο περιεχόμενο, το μη εμπιστευτικού χαρακτήρα σκέλος της εν λόγω ανάληψης υποχρέωσης.

12.3. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται κατ' αναλογίαν και για την έναρξη και περάτωση των επανεξετάσεων που διενεργούνται βάσει του άρθρου 11, καθώς και για τις αποφάσεις που λαμβάνονται βάσει του άρθρου 10 και αφορούν την επιβολή δασμών με αναδρομική ισχύ.

Άρθρο 13

Δικαστικός έλεγχος

Κάθε μέλος, η εσωτερική νομοθεσία του οποίου προβλέπει τη δυνατότητα θέσπισης μέτρων αντιντάμπινγκ, φροντίζει για την ύπαρξη και λειτουργία τακτικών, διαιτητικών ή διοικητικών δικαιοδοτικών οργάνων, καθώς και για τη θέσπιση των σχετικών διαδικασιών, ώστε να είναι δυνατός, μεταξύ άλλων, ο άμεσος έλεγχος των πράξεων της Διοίκησης που αναφέρονται στη διατύπωση των οριστικών συμπερασμάτων και την επανεξέταση των συμπερασμάτων κατά την έννοια του άρθρου 11. Τα εν λόγω δικαιοδοτικά όργανα και οι διαδικασίες πρέπει να χαρακτηρίζονται από ανεξαρτησία έναντι των αρχών που φέρουν την ευθύνη για το επίμαχο συμπέρασμα ή την επίμαχη επανεξέταση.

Άρθρο 14

Μέτρα αντιντάμπινγκ για λογαριασμό τρίτης χώρας

14.1. Η αίτηση για τη λήψη μέτρων αντιντάμπινγκ για λογαριασμό τρίτης χώρας υποβάλλεται από τις αρχές της τρίτης χώρας που ζητεί τη λήψη μέτρων.

14.2. Η ανωτέρω αίτηση πρέπει να συνοδεύεται από στοιχεία σχετικά με τις τιμές, από τα οποία να προκύπτει ότι οι επίμαχες εισαγωγές αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, καθώς και από λεπτομερή στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι οι υποτιθέμενες πρακτικές ντάμπινγκ προκαλούν ζημία στον οικείο κλάδο παραγωγής της τρίτης χώρας. Η κυβέρνηση της τρίτης χώρας παρέχει κάθε δυνατή συνδρομή στις αρχές της χώρας εισαγωγής, με σκοπό τη συγκέντρωση τυχόν συμπληρωματικών στοιχείων που κρίνονται απαραίτητα από αυτή την τελευταία.

14.3. Κατά την εξέταση κάθε σχετικής αίτησης, οι αρχές της χώρας εισαγωγής συνεκτιμούν τις συνέπειες των υποτιθέμενων πρακτικών ντάμπινγκ για τον οικείο κλάδο παραγωγής της τρίτης χώρας στο σύνολό του 7 αυτό σημαίνει ότι για την αξιολόγηση της ζημίας δεν λαμβάνονται μόνο υπόψη οι συνέπειες των υποτιθέμενων πρακτικών ντάμπινγκ για τις εξαγωγές που πραγματοποιεί ο οικείος κλάδος παραγωγής προς τη χώρα εισαγωγής, ούτε καν μόνο οι συνέπειές τους για τις συνολικές εξαγωγές του οικείου κλάδου παραγωγής.

14.4. Η απόφαση περί της προόδου ή μη της διαδικασίας σε σχέση με συγκεκριμένη υπόθεση λαμβάνεται από τη χώρα εισαγωγής. Αν η χώρα εισαγωγής αποφασίσει ότι είναι διατεθειμένη να προβεί στη λήψη μέτρων, η πρωτοβουλία για την παραπομπή του θέματος στο Συμβούλιο Εμπορευματικών Συναλλαγών, με αίτημα τη χορήγηση έγκρισης εκ μέρους του για τη λήψη μέτρων, ανήκει στη χώρα εισαγωγής.

Άρθρο 15

Αναπτυσσόμενες χώρες μέλη

Γίνεται δεκτό ότι κατά την αξιολόγηση των αιτήσεων για τη θέσπιση μέτρων αντιντάμπινγκ βάσει της παρούσας συμφωνίας, οι ανεπτυγμένες χώρες μέλη οφείλουν να λαμβάνουν ιδιαιτέρως υπόψη τις ειδικές ανάγκες των αναπτυσσομένων χωρών μελών. Πριν από την επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ διερευνώνται οι δυνατότητες λήψης εποικοδομητικών μέτρων για τη διευθέτηση του προβλήματος, όπως τα προβλεπόμενα από την παρούσα συμφωνία, εφόσον τυχόν επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ θα είχε επιπτώσεις για τα θεμελιώδη συμφέροντα των αναπτυσσομένων χωρών μελών.

ΜΕΡΟΣ ΙΙ

Άρθρο 16

Επιτροπή Πρακτικών Αντιντάμπινγκ

16.1. Συστήνεται Επιτροπή Πρακτικών Αντιντάμπινγκ (καλούμενη στην παρούσα συμφωνία «η επιτροπή»), απαρτιζόμενη από τους αντιπροσώπους όλων των μελών. Η επιτροπή εκλέγει τον πρόεδρό της και συνεδριάζει τουλάχιστον δύο φορές τον χρόνο, καθώς και στις λοιπές περιπτώσεις που προβλέπονται από συναφείς διατάξεις της παρούσας συμφωνίας, μετά από αίτηση οποιουδήποτε μέλους. Η επιτροπή φροντίζει για την εκτέλεση των καθηκόντων που της έχουν ανατεθεί βάσει της παρούσας συμφωνίας ή από τα μέλη και παρέχει στα μέλη τη δυνατότητα να διενεργούν διαβουλεύσεις σχετικά με το σύνολο των θεμάτων που άπτονται της λειτουργίας της συμφωνίας και της προαγωγής των στόχων της. Η γραμματεία του ΠΟΕ εκτελεί χρέη γραμματείας της επιτροπής.

16.2. Όταν κρίνεται σκόπιμο, η επιτροπή δύναται να συστήνει όργανα που θα την υποβοηθούν στο έργο της.

16.3. Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, η επιτροπή και τα τυχόν όργανα που την επικουρούν δύνανται να έρχονται σε συνεννόηση με οποιονδήποτε κρίνουν σκόπιμο και να ζητούν αντίστοιχα πληροφορίες από οποιαδήποτε πηγή. Παρ' όλα αυτά, πριν η επιτροπή ή ένα από τα όργανα που την επικουρούν διατυπώσει αίτημα για την παροχή πληροφοριών από κάποιον φορέα που υπάγεται στη δικαιοδοσία ενός μέλους, οφείλει να ενημερώσει το οικείο μέλος. Για το σκοπό αυτό, είναι απαραίτητη η συγκατάθεση του εν λόγω μέλους και κάθε εταιρείας με την οποία πρόκειται να επιδιωχθούν συνεννοήσεις.

16.4. Τα μέλη γνωστοποιούν αμελλητί στην επιτροπή όλα τα προκαταρκτικά ή οριστικά μέτρα αντιντάμπινγκ που θεσπίζουν. Τα στοιχεία που έχουν γνωστοποιηθεί με αυτόν τον τρόπο φυλάσσονται στη γραμματεία, όπου και μπορούν να τα εξετάζουν τα λοιπά μέλη. Τα μέλη υποβάλλουν επίσης ανά εξάμηνο εκθέσεις για τα μέτρα αντιντάμπινγκ που ενδεχομένως θέσπισαν κατά τη διάρκεια του προηγηθέντος εξαμήνου. Για την υποβολή των εξαμηνιαίων εκθέσεων χρησιμοποιείται το συμφωνηθέν τυποποιημένο έντυπο.

16.5. Κάθε μέλος ενημερώνει την επιτροπή σχετικά με τα εξής: α) τις αρχές που είναι αρμόδιες για την έναρξη και διεξαγωγή των ερευνών που προβλέπονται στο άρθρο 5, και β) τις εσωτερικές διαδικασίες που εφαρμόζονται για την έναρξη και διεξαγωγή των σχετικών ερευνών.

Άρθρο 17

Διαβουλεύσεις και επίλυση διαφορών

17.1. Με την επιφύλαξη τυχόν αντίθετων ρυθμίσεων της παρούσας συμφωνίας, το μνημόνιο συμφωνίας για την επίλυση των διαφορών εφαρμόζεται για τη διενέργεια διαβουλεύσεων και για την επίλυση των διαφορών στο πλαίσιο της παρούσας συμφωνίας.

17.2. Κάθε μέλος λαμβάνει υπόψη του με πνεύμα καλής θέλησης τις απόψεις που έχει εκφράσει ένα άλλο μέλος σχετικά με οποιοδήποτε θέμα που άπτεται της λειτουργίας της παρούσας συμφωνίας και παρέχει τις κατάλληλες ευκαιρίες για τη διενέργεια σχετικών διαβουλεύσεων.

17.3. Αν ένα μέλος θεωρεί ότι οποιοδήποτε όφελος, το οποίο απορρέει για αυτό, είτε άμεσα είτε έμμεσα, από την παρούσα συμφωνία εξουδετερώνεται ολικώς ή μερικώς, ή ότι παρεμποδίζεται η επίτευξη οιουδήποτε στόχου, εξαιτίας ενεργειών κάποιου άλλου μέλου ή μελών, έχει το δικαίωμα να ζητήσει γραπτώς τη διενέργεια διαβουλεύσεων με το εκάστοτε μέλος ή μέλη, προκειμένου να εξευρεθεί αμοιβαία ικανοποιητική λύση στο πρόβλημα. Κάθε μέλος λαμβάνει υπόψη του με πνεύμα καλής θέλησης τις αιτήσεις που υποβάλλουν τα άλλα μέλη για τη διενέργεια διαβουλεύσεων.

17.4. Σε περίπτωση που το μέλος το οποίο ζήτησε τη διενέργεια διαβουλεύσεων θεωρεί ότι οι διαβουλεύσεις που διενεργήθηκαν βάσει της παραγράφου 3 δεν έχουν επιτρέψει την επίτευξη αμοιβαία αποδεκτής λύσης και εφόσον οι αρμόδιες αρχές του εισάγοντος μέλους έχουν προβεί στη λήψη μέτρων οριστικού χαρακτήρα, τα οποία αφορούν την επιβολή οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ ή την αποδοχή αναλήψεων υποχρεώσεων ως προς τις τιμές, δύναται να παραπέμψει το θέμα στο όργανο επίλυσης διαφορών («ΟΕΔ»). Όταν ένα προσωρινό μέτρο έχει σοβαρές συνέπειες, και το μέλος που ζήτησε τη διενέργεια διαβουλεύσεων θεωρεί ότι το εν λόγω μέτρο ελήφθη κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 7 παράγραφος 1, και στην περίπτωση αυτή το εν λόγω μέλος δύναται να παραπέμψει το θέμα στο ΟΕΔ.

17.5. Κατόπιν αιτήσεως του καταγγέλλοντος μέρους, το ΟΕΔ προβαίνει στη σύσταση ειδικής ομάδας (πάνελ) για την εξέταση της υπόθεσης. Εν προκειμένω λαμβάνονται υπόψη:

i) γραπτή δήλωση του μέλους που έχει υποβάλει την αίτηση, στην οποία επεξηγείται ο τρόπος με τον οποίον κάποιο όφελος, το οποίο απορρέει για αυτό είτε άμεσα είτε έμμεσα από την παρούσα συμφωνία, εξουδετερώνεται ολικώς ή μερικώς ή με τον οποίον παρεμποδίζεται η επίτευξη των στόχων της συμφωνίας 7 και

ii) τα στοιχεία που έχουν προσκομιστεί στις αρχές του εισάγοντος μέλους σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται για το σκοπό αυτό από την εσωτερική του νομοθεσία.

17.6. Για την εξέταση του θέματος περί του οποίου γίνεται λόγος στην παράγραφος 5 ισχύουν τα εξής:

i) κατά την αξιολόγηση των δεδομένων της υπόθεσης, η ειδική ομάδα αποφαίνεται κατά πόσον είναι ορθά τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξαν οι αρχές, όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, και κατά πόσον η αξιολόγηση των εν λόγω πραγματικών περιστατικών εκ μέρους των αρχών έγινε με τρόπο αμερόληπτο και αντικειμενικό. Αν κρίνεται ότι τα συμπεράσματα τα σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά είναι ορθά και ότι η αξιολόγησή τους έγινε με τρόπο αμερόληπτο και αντικειμενικό, η ισχύς της αξιολόγησης δεν ανατρέπεται, ακόμη και αν η ειδική ομάδα έχει καταλήξει σε διαφορετικά συμπεράσματα

ii) η ειδική ομάδα ερμηνεύει τις σχετικές διατάξεις της συμφωνίας σύμφωνα με τους εθιμικούς ερμηνευτικούς κανόνες που ισχύουν στο δημόσιο διεθνές δίκαιο. Όταν η ειδική ομάδα διαπιστώνει ότι κάποια συναφής διάταξη της συμφωνίας επιδέχεται περισσοτέρων επιτρεπτών ερμηνειών, οφείλει να συμπεράνει ότι το συγκεκριμένο μέτρο που έχει ληφθεί από τις αρχές είναι σύμφωνο με τη συμφωνία, υπό την προϋπόθεση ότι η λήψη του μέτρου στηρίζεται σε κάποια από τις εν λόγω επιτρεπτές ερμηνείες.

17.7. Οι εμπιστευτικού χαρακτήρα πληροφορίες που έχουν τεθεί στη διάθεση της ειδικής ομάδας δεν επιτρέπεται να δίδονται στη δημοσιότητα χωρίς τη ρητή έγκριση του προσώπου, του φορέα ή της αρχής που έχει προσκομίσει την εκάστοτε πληροφορία. Όταν η ειδική ομάδα έχει λάβει αίτηση για την κοινοποίηση μιας τέτοιου είδους πληροφορίας, αλλά δεν εξασφαλίζει την έγκριση που απαιτείται για την κοινοποίηση, τότε παρέχεται αντί της πληροφορίας μη εμπιστευτικού χαρακτήρα περίληψή της, για την οποία έχει χορηγήσει της έγκρισή του το πρόσωπο, ο φορέας ή η αρχή που την έχει προσκομίσει.

ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ

Άρθρο 18

Τελικές διατάξεις

18.1. Δεν επιτρέπεται η λήψη συγκεκριμένων μέτρων έναντι των εξαγωγών με πρακτικές ντάμπινγκ που πραγματοποιεί ένα άλλο μέλος παρά μόνο συμφώνως προς τις διατάξεις της GATT του 1994, όπως αυτή ερμηνεύεται από την παρούσα συμφωνία (24).

18.2. Η διατύπωση επιφυλάξεων σε σχέση με οποιαδήποτε διάταξη της παρούσας συμφωνίας προϋποθέτει τη συγκατάθεση των υπολοίπων μελών.

18.3. Με την επιφύλαξη των παραγράφων 3.1 και 3.2, οι διατάξεις της παρούσας συμφωνίας εφαρμόζονται για τις έρευνες και τις διαδικασίες επανεξέτασης μέτρων που βρίσκονται ήδη σε ισχύ, οι οποίες κινούνται μετά από αίτηση που υπεβλήθη κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος ως προς ένα μέλος της συμφωνίας για τον ΠΟΕ ή μετά από αυτήν.

18.3.1. Για τον υπολογισμό των περιθωρίων ντάμπινγκ στο πλαίσιο διαδικασιών επιστροφής χρηματικών ποσών δυνάμει του άρθρου 9 παράγραφος 3, εφαρμόζονται οι κανόνες που ίσχυαν κατά τον τελευταίο καθορισμό ή την τελευταία επανεξέταση του ντάμπινγκ.

18.3.2. Για τους σκοπούς του άρθρου 11 παράγραφος 3, τεκμαίρεται ότι τα ήδη ισχύοντα μέτρα αντιντάμπινγκ επεβλήθησαν σε χρόνο που δεν είναι μεταγενέστερος της ημερομηνίας έναρξης ισχύος ως προς ένα μέλος της συμφωνίας για τον ΠΟΕ, εκτός από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η ισχύουσα κατά την εν λόγω ημερομηνία εσωτερική νομοθεσία κάποιου μέλους συμπεριελάμβανε ήδη διάταξη με περιεχόμενο ανάλογο της διάταξης της προαναφερθείσας παραγράφου.

18.4. Κάθε μέλος λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα γενικής ή ειδικής φύσεως, ώστε να διασφαλίσει ότι, το αργότερο κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος ως προς αυτό της συμφωνίας για τον ΠΟΕ, οι εσωτερικοί του νόμοι, κανονισμοί και διοικητικές διαδικασίες θα συνάδουν με τις διατάξεις της παρούσας συμφωνίας, όπως ενδεχομένως ισχύουν σε σχέση με το εκάστοτε μέλος.

18.5. Κάθε μέλος τηρεί ενήμερη την επιτροπή σχετικά με οποιαδήποτε μεταβολή των εσωτερικών του νόμων και κανονισμών που άπτονται του αντικειμένου της παρούσας συμφωνίας, καθώς και σχετικά με τυχόν μεταβολές, όσον αφορά την εφαρμογή των εν λόγω νόμων και κανονισμών.

18.6. Η επιτροπή εξετάζει ανά έτος την εφαρμογή και λειτουργία της παρούσας συμφωνίας, έχοντας ως γνώμονα τους στόχους της. Η επιτροπή ενημερώνει ανά έτος το Συμβούλιο Εμπορευματικών Συναλλαγών σχετικά με τις τυχόν εξελίξεις που σημειώθηκαν κατά το χρονικό διάστημα που κάλυψε η εξέταση.

18.7. Τα παραρτήματα της παρούσας συμφωνίας αποτελούν αναπόσπαστο μέρος αυτής.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΜΕ ΤΙΣ ΕΠΙΤΟΠΙΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 6 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 7

1. Κατά την έναρξη κάθε έρευνας, οι αρχές του εξάγοντος μέλους και οι εταιρείες για τις οποίες είναι γνωστό ότι εξαρτούν συμφέροντα από την υπόθεση πρέπει να ενημερώνονται σχετικά με την πρόθεση διεξαγωγής επιτοπίων ερευνών.

2. Εάν, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, προγραμματίζεται η συμμετοχή στο κλιμάκιο που πρόκειται να διενεργήσει τις έρευνες και κάποιων εμπειρογνωμόνων που δεν υπηρετούν στο Δημόσιο, πρέπει να ενημερώνονται σχετικά οι εταιρείες και οι αρχές του μέλους εξαγωγής. Οι εμπειρογνώμονες που δεν υπηρετούν στο Δημόσιο υπέχουν καθήκον εχεμύθειας, ενώ για περιπτώσεις παραβίασης του καθήκοντος αυτού πρέπει να προβλέπονται ουσιαστικές κυρώσεις.

3. Πρέπει να αποτελεί πάγια πρακτική η εξασφάλιση της ρητής συγκατάθεσης των ενδιαφερομένων εταιρειών στο εξάγον μέλος, πριν από τον οριστικό προγραμματισμό της επίσκεψης.

4. Αφ' ης στιγμής εξασφαλίζεται η συγκατάθεση των ενδιαφερομένων εταιρειών, οι αρμόδιες για τη διεξαγωγή της έρευνας αρχές γνωστοποιούν στις αρχές του εξάγοντος μέλους τα ονόματα και τις διευθύνσεις των εταιρειών τις οποίες αφορά η επίσκεψη, καθώς και τις συμφωνηθείσες για το σκοπό αυτό ημερομηνίες.

5. Οι εταιρείες τις οποίες αφορά η επίσκεψη ειδοποιούνται σχετικά ικανό χρονικό διάστημα πριν από την πραγματοποίηση της επίσκεψης.

6. Επισκέψεις με αντικείμενο την παροχή εξηγήσεων σχετικά με το ερωτηματολόγιο πραγματοποιούνται μόνο μετά τη διατύπωση σχετικού αιτήματος από εξαγωγό εταιρεία. Οι επισκέψεις αυτού του είδους επιτρέπονται μόνο εφόσον: α) οι αρχές του εισάγοντος μέλους έχουν ενημερώσει σχετικά τους εκπροσώπους του οικείου μέλους, και β) αυτοί οι τελευταίοι δεν έχουν αντίρρηση για την πραγματοποίηση της επίσκεψης.

7. Δεδομένου ότι βασικός σκοπός μιας επιτόπιας έρευνας είναι η επαλήθευση των προσκομισθέντων στοιχείων ή η συγκέντρωση κάποιων λεπτομερέστερων στοιχείων, η επιτόπια έρευνα πρέπει να διεξάγεται μετά τη λήψη της απάντησης στο ερωτηματολόγιο, εκτός αν η ενδιαφερόμενη εταιρεία δεν έχει αντίρρηση για το αντίθετο και επιπλέον η κυβέρνηση του εξάγοντος μέλους έχει ενημερωθεί από τις αρμόδιες για τη διεξαγωγή της έρευνας αρχές σχετικά με τη σκοπούμενη επίσκεψη και δεν προβάλλει σχετικές αντιρρήσεις. Επίσης, πρέπει να αποτελεί πάγια πρακτική να ενημερώνονται οι ενδιαφερόμενες εταιρείες, πριν από την επίσκεψη, σχετικά με το γενικό χαρακτήρα των στοιχείων που πρόκειται να αποτελέσουν αντικείμενο του ελέγχου, καθώς και σχετικά με οποιαδήποτε περαιτέρω πληροφορία κρίνεται αναγκαία, αν και αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι δυνατό να ζητούνται κατά τη διάρκεια των επιτόπιων ερευνών περαιτέρω στοιχεία που κρίνονται χρήσιμα με βάση το υλικό που έχει ήδη συγκεντρωθεί.

8. Τυχόν απορίες ή ερωτήσεις τις οποίες διατυπώνουν οι αρχές ή οι εταιρείες των εξαγόντων μελών και οι οποίες έχουν σημασία για την επιτυχή διεξαγωγή επιτόπιας έρευνας απαιτείται, στο μέτρο του δυνατού, να απαντώνται πριν από την πραγματοποίηση της επίσκεψης.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΩΝ «ΚΑΛΥΤΕΡΩΝ ΔΙΑΘΕΣΙΜΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ» ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 6 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8

1. Το συντομότερο δυνατόν μετά την έναρξη της έρευνας, οι αρχές που διεξάγουν την έρευνα παρέχουν λεπτομερείς διευκρινίσεις σχετικά με τα στοιχεία που ζητούνται από κάθε ενδιαφερόμενο, καθώς και με τη μορφή υπό την οποία κάθε ενδιαφερόμενος οφείλει να υποβάλει τα ζητούμενα στοιχεία. Οι αρχές οφείλουν ακόμη να φροντίζουν, ώστε να γίνεται σαφές στον ενδιαφερόμενο ότι, σε περίπτωση που τα ζητούμενα στοιχεία δεν προσκομιστούν εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, οι αρχές αποκτούν το δικαίωμα να διατυπώσουν συμπεράσματα βάσει των στοιχείων που έχουν στη διάθεσή τους, στα οποία συμπεριλαμβάνονται τα στοιχεία που περιέχονται στην υποβληθείσα από τον εγχώριο κλάδο παραγωγής αίτηση, με την οποία ζητήθηκε η έναρξη έρευνας.

2. Οι αρχές δύνανται επίσης να ζητούν από οιονδήποτε ενδιαφερόμενο να παράσχει την απάντησή του υπό κάποια συγκεκριμένη μορφή (π.χ. ταινία ηλεκτρονικού υπολογιστή) ή σε συγκεκριμένη γλώσσα ηλεκτρονικού υπολογιστή. Όταν ζητείται κάτι τέτοιο, οι αρχές οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τις δυνατότητες που θα ήταν εύλογο να αναμένει κανείς από κάποιον ενδιαφερόμενο, ο οποίος καλείται να παράσχει στοιχεία υπό καθορισμένη μορφή ή σε συγκεκριμένη γλώσσα ηλεκτρονικού υπολογιστή. Το σύστημα πληροφορικής που ζητείται να χρησιμοποιηθεί για την απάντηση του ενδιαφερομένου δεν επιτρέπεται να είναι διαφορετικό από αυτό που χρησιμοποιεί ο ίδιος ο ενδιαφερόμενος. Οι αρχές δεν θα πρέπει να επιμένουν για την παροχή μηχανογραφημένης απάντησης, αν ο εκάστοτε ενδιαφερόμενος δεν διαθέτει μηχανογραφημένο σύστημα λογιστικής και αν η παρουσίαση των στοιχείων με τη μορφή που ζητούν οι αρχές συνεπάγεται υπέρμετρη πρόσθετη επιβάρυνση για τον ενδιαφερόμενο, π.χ. απαιτεί υπέρμετρο επιπλέον κόστος και κόπο. Οι αρχές δεν πρέπει να εμμένουν στο αίτημά τους για την παροχή στοιχείων με συγκεκριμένο μέσο ή σε συγκεκριμένη γλώσσα ηλεκτρονικού υπολογιστή, αν ο ενδιαφερόμενος δεν διαθέτει μηχανογραφημένο σύστημα λογιστικής, το οποίο να στηρίζεται στη χρήση του εν λόγω μέσου ή της συγκεκριμένης γλώσσας ηλεκτρονικού υπολογιστή και αν η παρουσίαση των στοιχείων με τη μορφή που ζητούν οι αρχές συνεπάγεται υπέρμετρη πρόσθετη επιβάρυνση για τον ενδιαφερόμενο, π.χ. απαιτεί υπέρμετρο επιπλέον κόστος και κόπο.

3. Κατά τη διατύπωση των συμπερασμάτων λαμβάνονται υπόψη όλα τα στοιχεία τα οποία είναι δυνατό να επαληθευτούν, τα οποία πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις, ώστε να είναι δυνατή η χρησιμοποίησή τους στο πλαίσιο της έρευνας χωρίς υπερβολικές δυσχέρειες, τα οποία προσκομίστηκαν εγκαίρως και τα οποία, κατά περίπτωση, υποβάλλονται με τη μορφή ή στη γλώσσα ηλεκτρονικού υπολογιστή που καθόρισαν οι αρχές. Σε περίπτωση που κάποιος ενδιαφερόμενος δεν προσκομίσει τα ζητούμενα στοιχεία με τη μορφή ή στη γλώσσα ηλεκτρονικού υπολογιστή που έχουν υποδείξει οι αρχές, αλλά οι αρχές διαπιστώνουν ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που καθορίζονται στην παράγραφο 2, γίνεται δεκτό ότι η αδυναμία παροχής της απάντησης με τη μορφή ή στη γλώσσα ηλεκτρονικού υπολογιστή που έχουν υποδείξει οι αρχές δεν αποτελεί σοβαρό εμπόδιο για την πρόοδο της έρευνας.

4. Όταν οι αρχές δεν διαθέτουν τη δυνατότητα επεξεργασίας κάποιων στοιχείων που υποβάλλονται με συγκεκριμένο μέσο (π.χ. ταινία ηλεκτρονικού υπολογιστή), τα εν λόγω στοιχεία απαιτείται να προσκομίζονται υπό μορφή έγγραφου υλικού ή υπό οιαδήποτε άλλη μορφή κρίνεται κατάλληλη από τις αρχές.

5. Ακόμη και όταν τα προσκομιζόμενα στοιχεία δεν κρίνονται ως απολύτως ενδεδειγμένα από κάθε άποψη, οι αρχές δεν δύνανται εξ αυτού του λόγου να αρνούνται να τα λάβουν υπόψη, υπό την προϋπόθεση ότι ο ενδιαφερόμενος επέδειξε κάθε δυνατή επιμέλεια για την προσήκουσα υποβολή των στοιχείων.

6. Σε περίπτωση που δεν γίνονται δεκτά κάποια αποδεικτικά στοιχεία ή κάποιες πληροφορίες, η πλευρά που υπέβαλε τα εν λόγω στοιχεία ή τις εν λόγω πληροφορίες ενημερώνεται αμέσως σχετικά με τους λόγους της απόρριψης και της παραχωρείται η δυνατότητα να παράσχει συμπληρωματικές εξηγήσεις εντός εύλογης προθεσμίας, λαμβανομένων δεόντως υπόψη των προθεσμιών που ισχύουν για την έρευνα. Αν οι εξηγήσεις δεν κρίνονται ικανοποιητικές από τις αρχές, οι λόγοι της απόρριψης των σχετικών αποδεικτικών στοιχείων ή πληροφοριών απαιτείται να αναφέρονται κατά τη δημοσίευση των συμπερασμάτων επί της υπόθεσης.

7. Όταν οι αρχές είναι υποχρεωμένες να στηρίξουν τα συμπεράσματά τους, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών με την κανονική αξία, σε στοιχεία που έχουν προέλθει από κάποια πηγή δευτερεύουσας σημασίας, όπως είναι τα στοιχεία που διαλαμβάνονται στην αίτηση για την έναρξη της έρευνας, ενεργούν με ιδιαίτερη περίσκεψη. Στις περιπτώσεις αυτές, οι αρχές οφείλουν, στο μέτρο του δυνατού, να επαληθεύουν τα εν λόγω στοιχεία με βάση τα στοιχεία που διαθέτουν από άλλες, ανεξάρτητες πηγές, όπως είναι οι δημοσιευμένοι τιμοκατάλογοι, τα επίσημα στοιχεία για τις εισαγωγές και τις τελωνειακές στατιστικές, καθώς και τα στοιχεία που έχουν προσκομίσει άλλοι ενδιαφερόμενοι κατά τη διάρκεια της έρευνας. Είναι πάντως σαφές ότι, αν κάποιος ενδιαφερόμενος αρνείται να συνεργασθεί, με αποτέλεσμα οι αρχές να στερούνται τη δυνατότητα πρόσβασης σε χρήσιμα στοιχεία, η κατάσταση αυτή ενδέχεται να συμβάλει στη διαμόρφωση κάποιου αποτελέσματος, το οποίο θα ήταν περισσότερο ευνοϊκό για τη συγκεκριμένη πλευρά αν αυτή είχε επιδείξει διάθεση συνεργασίας.

(1) Ο όρος «έχουν αρχίσει», όπως χρησιμοποιείται στην παρούσα συμφωνία, σημαίνει τη διαδικαστική πράξη με την οποία ένα μέλος εγκαινιάζει επισήμως έρευνα κατ' εφαρμογήν του άρθρου 5.

(2) Οι πωλήσεις ομοειδούς προϊόντος που προορίζεται για κατανάλωση στην εγχώρια αγορά της χώρας εξαγωγής θεωρούνται καταρχήν αρκούντως υψηλές, ώστε να επιτρέπουν τον καθορισμό της κανονικής αξίας, εφόσον οι εν λόγω πωλήσεις αντιπροσωπεύουν ποσοστό 5 % τουλάχιστον των πωλήσεων του υπό εξέταση προϊόντος με προορισμό το εισάγον μέλος, υπό την προϋπόθεση ότι είναι δυνατό να γίνει δεκτό και χαμηλότερο ποσοστό, όταν από τα αποδεικτικά στοιχεία προκύπτει ότι οι εγχώριες πωλήσεις, παρά τον περιορισμένο όγκο τους, δεν παύουν να αφορούν αρκούντως μεγάλες ποσότητες, ώστε να επιτρέπουν τη διεξαγωγή ορθής σύγκρισης.

(3) Όταν στην παρούσα συμφωνία γίνεται χρήση του όρου «αρχές», αυτός αφορά τις αρχές με την ενδεδειγμένη υψηλή θέση στην ιεραρχία.

(4) Ως «ικανό» θεωρείται κανονικά χρονικό διάστημα ενός έτους, ενώ σε καμία περίπτωση δεν είναι αρκετό χρονικό διάστημα συντομότερο του εξαμήνου.

(5) Οι πωλήσεις σε τιμές κατώτερες του κόστους ανά μονάδα γίνεται δεκτό ότι πραγματοποιούνται σε αξιόλογες ποσότητες, όταν οι αρχές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η μέση σταθμισμένη τιμή πωλήσεως για τις συναλλαγές που λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό της κανονικής αξίας είναι χαμηλότερη του μέσου σταθμισμένου κόστους ανά μονάδα ή ότι ο όγκος των πωλήσεων σε τιμές χαμηλότερες του κόστους ανά μονάδα αντιπροσωπεύει ποσοστό όχι κατώτερο του 20 % του όγκου των πωλήσεων που αποτελούν αντικείμενο των εξεταζομένων για τον καθορισμό της κανονικής αξίας συναλλαγών.

(6) Η αναπροσαρμογή που γίνεται για να ληφθούν υπόψη πράξεις που εκτελούνται στην αρχική περίοδο λειτουργίας μιας επιχείρησης πρέπει να αντανακλά τα έξοδα που ισχύουν στο τέλος της αρχικής περιόδου λειτουργίας ή, σε περίπτωση που η περίοδος αυτή εκτείνεται πέραν της περιόδου έρευνας, τις πλέον πρόσφατες δαπάνες που θα μπορούσαν δικαιολογημένα να λάβουν υπόψη οι αρχές κατά την έρευνα.

(7) Γίνεται δεκτό ότι ορισμένοι από τους ανωτέρω παράγοντες είναι δυνατό να αλληλεπικαλύπτονται, και οι αρχές οφείλουν να μεριμνούν, ώστε να μη λαμβάνονται υπόψη οι ίδιοι παράγοντες πλέον της μίας φοράς για τους σκοπούς της αναπροσαρμογής της τιμής βάσει της παρούσας διάταξης.

(8) Κανονικά, ως ημερομηνία πώλησης θεωρείται η ημερομηνία της συμβάσεως, της εντολής αγοράς, της επιβεβαίωσης εντολής ή του τιμολογίου, ανάλογα με το πού καθορίζονται οι βασικοί όροι της πώλησης.

(9) Βάσει της παρούσας συμφωνίας, ο όρος «ζημία» σημαίνει, εφόσον δεν ορίζεται κάτι διαφορετικό, τη σοβαρή ζημία που προκαλείται σε έναν εγχώριο κλάδο παραγωγής, τον κίνδυνο πρόκλησης σοβαρής ζημίας σε έναν εγχώριο κλάδο παραγωγής ή την αισθητή καθυστέρηση της δημιουργίας ενός τέτοιου κλάδου 7 ο όρος ερμηνεύεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

(10) Ένα παράδειγμα, μεταξύ περισσοτέρων που θα μπορούσαν να αναφερθούν σχετικά, είναι η ύπαρξη αποχρώντος λόγου που οδηγεί στην υπόθεση ότι πρόκειται να υπάρξει, στο εγγύς μέλλον, σημαντική αύξηση των εισαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος σε τιμές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ.

(11) Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, γίνεται δεκτό ότι ένας παραγωγός συνδέεται με κάποιον εξαγωγέα ή εισαγωγέα μόνο εφόσον α) ο ένας από αυτούς ελέγχει άμεσα ή έμμεσα τον άλλον 7 ή β) και οι δύο ελέγχονται άμεσα ή έμμεσα από κάποιον τρίτο 7 ή γ) από κοινού ελέγχουν άμεσα ή έμμεσα κάποιον τρίτο, υπό την προϋπόθεση ότι συντρέχουν λόγοι για να πιστεύει ή να υποψιάζεται κανείς ότι η σχέση αυτή έχει ως αποτέλεσμα να συμπεριφέρεται ο εκάστοτε παραγωγός διαφορετικά από ό,τι συμπεριφέρονται οι μη συνδεόμενοι παραγωγοί. Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, γίνεται δεκτό ότι μία οντότητα ελέγχει κάποιαν άλλη όταν η πρώτη έχει τη δυνατότητα, είτε νομικώς είτε λειτουργικώς, να θέτει περιορισμούς στη δεύτερη ή να κατευθύνει τις ενέργειές της.

(12) Στην παρούσα συμφωνία ο όρος «επιβολή (δασμών)» σημαίνει τον οριστικό ή τελικό νομικό καταλογισμό ενός δασμού ή φόρου, ή την είσπραξή του.

(13) Στην περίπτωση κατακερματισμένων κλάδων παραγωγής, οι οποίοι απαρτίζονται από εξαιρετικά μεγάλο αριθμό παραγωγών, οι αρχές είναι δυνατό να υπολογίζουν την υποστήριξη ή την αντίθεση προς την αίτηση μέσω της χρήσης στατιστικώς παραδεδεγμένων μεθόδων δειγματοληψίας.

(14) Τα μέλη αναγνωρίζουν ότι στο έδαφος ορισμένων μελών είναι δυνατό οι εργαζόμενοι που απασχολούνται από εγχώριους παραγωγούς ομοειδούς προϊόντος ή εκπρόσωποι των εν λόγω εργαζομένων να έχουν το δικαίωμα να υποβάλουν αίτηση για τη διεξαγωγή έρευνας βάσει της παραγράφου 1 ή να εκφράσουν την υποστήριξή τους για μια τέτοια αίτηση.

(15) Κατά κανόνα, η προθεσμία για τους εξαγωγείς άρχεται από την ημερομηνία παραλαβής του ερωτηματολογίου 7 εν προκειμένω, τεκμαίρεται ότι το ερωτηματολόγιο λαμβάνεται μία εβδομάδα μετά την ημερομηνία αποστολής του προς αυτόν που καλείται να το συμπληρώσει ή διαβίβασής του στον αρμόδιο διπλωματικό εκπρόσωπο του εξάγοντος μέλους ή, αν πρόκειται για ξεχωριστό τελωνειακό έδαφος μέλους του ΠΟΕ, στον επίσημο εκπρόσωπο του εδάφους εξαγωγής.

(16) Γίνεται δεκτό ότι, όταν ο αριθμός των εξαγωγέων που εμπλέκονται στην υπόθεση είναι ιδιαιτέρως μεγάλος, το πλήρες κείμενο της γραπτής αίτησης πρέπει να γνωστοποιείται μόνο στις αρχές του εξάγοντος μέλους ή στον οικείο επαγγελματικό συλλογικό φορέα.

(17) Τα μέλη αναγνωρίζουν ότι στο έδαφος ορισμένων μελών είναι δυνατό η διάδοση ορισμένων στοιχείων να είναι υποχρεωτική υπό ορισμένες αυστηρές προϋποθέσεις βάσει δικαστικής απόφασης για τη λήψη συντηρητικών μέτρων.

(18) Τα μέλη συμφωνούν ότι οι αιτήσεις για την παροχή εμπιστευτικής μεταχείρισης δεν πρέπει να απορρίπτονται αυθαίρετα.

(19) Ο όρος «είναι δυνατό» δεν σημαίνει ότι επιτρέπεται η ταυτόχρονη συνέχιση της διαδικασίας και η τήρηση αναλήψεων υποχρεώσεων ως προς τις τιμές, εκτός από τις περιπτώσεις που ορίζονται στην παράγραφο 4.

(20) Γίνεται δεκτό ότι η τήρηση των προθεσμιών που ορίζονται στην παρούσα παράγραφο καθώς και στην παράγραφο 3.2 ενδέχεται να μην είναι δυνατή σε περίπτωση που για το συγκεκριμένο προϊόν βρίσκονται σε εξέλιξη διαδικασίες παροχής δικαστικής προστασίας.

(21) Ο καθορισμός του τελικού ποσού που οφείλεται για τους δασμούς αντιντάμπινγκ, όπως προβλέπει το άρθρο 9 παράγραφος 3, δεν αποτελεί από μόνος του επανεξέταση κατά την έννοια του παρόντος άρθρου.

(22) Όταν το ύψος του δασμού αντιντάμπινγκ καθορίζεται βάσει παρελθόντων στοιχείων και από την πλέον πρόσφατη διαδικασία καθορισμού βάσει του άρθρου 9 παράγραφος 3.1 έχει προκύψει ότι δεν είναι σκόπιμη η επιβολή δασμού, το γεγονός αυτό δεν σημαίνει από μόνο του ότι οι αρχές είναι υποχρεωμένες να καταργήσουν τον οριστικό δασμό.

(23) Όταν οι αρχές παρέχουν πληροφορίες και διευκρινίσεις δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου σε ξεχωριστή έκθεση, λαμβάνουν μέτρα ώστε το κοινό να μπορεί εύκολα να λάβει γνώση του περιεχομένου της έκθεσης.

(24) Αυτό δεν σημαίνει ότι απαγορεύεται η λήψη, σε ορισμένες περιπτώσεις, μέτρων βάσει άλλων σχετικών διατάξεων της GATT του 1994.

Top