This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 02010R1093-20210626
Regulation (EU) No 1093/2010 of the European Parliament and of the Council of 24 November 2010 establishing a European Supervisory Authority (European Banking Authority), amending Decision No 716/2009/EC and repealing Commission Decision 2009/78/EC
Consolidated text: Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής
Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής
Το παρόν ενοποιημένο κείμενο μπορεί να μην περιλαμβάνει τις ακόλουθες τροποποιήσεις:
Τροποποιητική πράξη | Τύπος τροποποίησης | Σχετική υποδιαίρεση | Ημερομηνία θέσης σε ισχύ |
---|---|---|---|
32024R1620 | τροποποιήθηκε από | άρθρο 9b | 31/12/2025 |
32024R1620 | τροποποιήθηκε από | άρθρο 1 παράγραφος 5 στοιχείο (h) | 31/12/2025 |
32024R1620 | τροποποιήθηκε από | άρθρο 33 παράγραφος 1 εδάφιο 2 | 31/12/2025 |
32024R1620 | τροποποιήθηκε από | άρθρο 9a | 31/12/2025 |
32024R1620 | τροποποιήθηκε από | άρθρο 4 σημείο 1a | 31/12/2025 |
32024R1620 | τροποποιήθηκε από | άρθρο 81 παράγραφος 2b | 31/12/2025 |
32024R1620 | τροποποιήθηκε από | άρθρο 1 παράγραφος 2 εδάφιο 2 | 31/12/2025 |
32024R1620 | τροποποιήθηκε από | άρθρο 19 παράγραφος 4 | 31/12/2025 |
32024R1620 | τροποποιήθηκε από | άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο (l) | 31/12/2025 |
32024R1620 | τροποποιήθηκε από | άρθρο 17 παράγραφος 6 | 31/12/2025 |
32024R1620 | τροποποιήθηκε από | άρθρο 4 σημείο 2 σημείο (iii) | 31/12/2025 |
32024R1620 | τροποποιήθηκε από | άρθρο 40 παράγραφος 7 εδάφιο 1 | 31/12/2025 |
32023R1114 | τροποποιήθηκε από | άρθρο 1 παράγραφος 2 εδάφιο 1 | 30/12/2024 |
02010R1093 — EL — 26.06.2021 — 008.001
Το κείμενο αυτό αποτελεί απλώς εργαλείο τεκμηρίωσης και δεν έχει καμία νομική ισχύ. Τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν φέρουν καμία ευθύνη για το περιεχόμενό του. Τα αυθεντικά κείμενα των σχετικών πράξεων, συμπεριλαμβανομένων των προοιμίων τους, είναι εκείνα που δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και είναι διαθέσιμα στο EUR-Lex. Αυτά τα επίσημα κείμενα είναι άμεσα προσβάσιμα μέσω των συνδέσμων που περιέχονται στο παρόν έγγραφο
ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 24ης Νοεμβρίου 2010 (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12) |
Τροποποιείται από:
|
|
Επίσημη Εφημερίδα |
||
αριθ. |
σελίδα |
ημερομηνία |
||
L 287 |
5 |
29.10.2013 |
||
ΟΔΗΓΙΑ 2014/17/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 4ης Φεβρουαρίου 2014 |
L 60 |
34 |
28.2.2014 |
|
ΟΔΗΓΙΑ 2014/59/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 15ης Μαΐου 2014 |
L 173 |
190 |
12.6.2014 |
|
ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) αριθ. 806/2014 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 15ης Ιουλίου 2014 |
L 225 |
1 |
30.7.2014 |
|
ΟΔΗΓΙΑ (ΕΕ) 2015/2366 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 25ης Νοεμβρίου 2015 |
L 337 |
35 |
23.12.2015 |
|
ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2018/1717ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 14ης Νοεμβρίου 2018 |
L 291 |
1 |
16.11.2018 |
|
ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2019/2033 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 27ης Νοεμβρίου 2019 |
L 314 |
1 |
5.12.2019 |
|
ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (EE) 2019/2175 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 18ης Δεκεμβρίου 2019 |
L 334 |
1 |
27.12.2019 |
ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
της 24ης Νοεμβρίου 2010
σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής
ΚΕΦΑΛΑΙΟ I
ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ
Άρθρο 1
Σύσταση και πεδίο δράσης
Η Αρχή ενεργεί επίσης στο πλαίσιο των εξουσιών που ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό και εντός του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 8 ) και του κανονισμού (ΕΕ) 2015/847 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 9 ), στον βαθμό που η εν λόγω οδηγία ισχύει για τους φορείς του χρηματοοικονομικού τομέα και τις αρμόδιες αρχές που τους εποπτεύουν. Για τον σκοπό αυτόν μόνο, η Αρχή εκτελεί τα καθήκοντα που ανατίθενται με οποιαδήποτε νομικά δεσμευτική πράξη της Ένωσης στην Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 10 ) ή στην Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 11 ). Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων αυτών, η Αρχή διαβουλεύεται με τις εν λόγω Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές και τις τηρεί ενήμερες για τις δραστηριότητές της που αφορούν οποιαδήποτε οντότητα αποτελεί «χρηματοοικονομικό ίδρυμα», όπως ορίζεται στο άρθρο 4 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, ή «συμμετέχοντα στις χρηματοοικονομικές αγορές», όπως ορίζεται στο άρθρο 4 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.
Ο σκοπός της Αρχής είναι να προστατεύει το δημόσιο συμφέρον συμβάλλοντας στη βραχυπρόθεσμη, μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη σταθερότητα και αποτελεσματικότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος, προς όφελος της οικονομίας, των πολιτών και των επιχειρήσεων της Ένωσης. Η Αρχή, στο πλαίσιο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων της, συμβάλλει:
στη βελτίωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, διασφαλίζοντας ιδίως υγιή, αποτελεσματική και συνεπή ρύθμιση και εποπτεία,
στη διασφάλιση της ακεραιότητας, της διαφάνειας, της αποδοτικότητας και της εύρυθμης λειτουργίας των χρηματοοικονομικών αγορών,
στην ενίσχυση του διεθνούς εποπτικού συντονισμού,
στην αποτροπή της καταχρηστικής επιλογής του ευνοϊκότερου καθεστώτος εποπτείας και στην προαγωγή ισότιμων συνθηκών ανταγωνισμού,
στη διασφάλιση της δέουσας ρύθμισης και εποπτείας της ανάληψης των πιστωτικών και λοιπών κινδύνων,
στην ενίσχυση της προστασίας των πελατών και των καταναλωτών,
στην ενίσχυση της εποπτικής σύγκλισης σε ολόκληρη την εσωτερική αγορά και
στην πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοοικονομικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.
Γι’ αυτούς τους λόγους, η Αρχή συμβάλλει στη διασφάλιση της συνεπούς, αποδοτικής και αποτελεσματικής εφαρμογής των πράξεων στις οποίες παραπέμπει η παράγραφος 2 του παρόντος άρθρου, να ενισχύει την εποπτική σύγκλιση και να γνωμοδοτεί σύμφωνα με το άρθρο 16α στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή.
Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που της ανατίθενται με βάση τον παρόντα κανονισμό, η Αρχή αποδίδει ιδιαίτερη προσοχή σε κάθε είδους συστημικό κίνδυνο που προέρχεται από χρηματοοικονομικά ιδρύματα, σε περίπτωση αποτυχίας των οποίων μπορεί να πληγεί η λειτουργία του χρηματοοικονομικού συστήματος ή της πραγματικής οικονομίας.
Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, η Αρχή ενεργεί ανεξάρτητα, αντικειμενικά και με αμερόληπτο και διαφανή τρόπο, προς το συμφέρον της Ένωσης ως συνόλου, τηρώντας παράλληλα την αρχή της αναλογικότητας. Η Αρχή έχει υποχρέωση λογοδοσίας, ενεργεί με ακεραιότητα και διασφαλίζει τη δίκαιη μεταχείριση όλων των ενδιαφερομένων.
Το περιεχόμενο και η μορφή των δράσεων και των μέτρων της Αρχής, ιδίως οι κατευθυντήριες γραμμές, οι συστάσεις, οι γνώμες, οι ερωτήσεις και οι απαντήσεις, τα σχέδια ρυθμιστικών προτύπων και τα σχέδια εκτελεστικών προτύπων τηρούν πλήρως τις εφαρμοστέες νομικές διατάξεις του παρόντος κανονισμού και των πράξεων που αναφέρονται στην παράγραφο 2. Εφόσον επιτρέπεται και είναι συναφές βάσει των εν λόγω διατάξεων, οι δράσεις και τα μέτρα της Αρχής λαμβάνουν δεόντως υπόψη, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των εγγενών κινδύνων των δραστηριοτήτων ενός χρηματοοικονομικού ιδρύματος, επιχείρησης, άλλου προσώπου ή χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας, οι οποίοι επηρεάζονται από τις δράσεις και τα μέτρα της Αρχής.
Άρθρο 2
Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοοικονομικής Εποπτείας
Το ΕΣΧΕ αποτελείται από:
το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ), με σκοπό την υλοποίηση των καθηκόντων που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 και τον παρόντα κανονισμό·
την Αρχή·
την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) που θεσπίζει ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 12 )·
την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) που θεσπίζει ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 13 )·
τη Μεικτή Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών (Μεικτή Επιτροπή) με σκοπό την εκτέλεση των καθηκόντων που ορίζονται στα άρθρα 54 έως 57 του παρόντος κανονισμού, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010·
τις αρμόδιες ή τις εποπτικές αρχές των κρατών μελών όπως προβλέπεται στις ενωσιακές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, περιλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας όσον αφορά τα καθήκοντα που της ανατίθενται από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.
Με την επιφύλαξη των εθνικών αρμοδιοτήτων, οι αναφορές του παρόντος κανονισμού στην εποπτεία περιλαμβάνουν όλες τις σχετικές δραστηριότητες όλων των αρμόδιων αρχών που πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.
Άρθρο 3
Υποχρέωση λογοδοσίας των Αρχών
Άρθρο 4
Ορισμοί
Για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
«χρηματοοικονομικά ιδρύματα»: κάθε επιχείρηση που υπόκειται σε ρύθμιση και εποπτεία δυνάμει οποιασδήποτε από τις νομοθετικές πράξεις οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2·
«φορέας του χρηματοοικονομικού τομέα»: η «οντότητα» που αναφέρεται στο άρθρο 2 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, η οποία είναι είτε «χρηματοοικονομικό ίδρυμα», όπως ορίζεται στο άρθρο 4 σημείο 1) ή στο άρθρο 4 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, είτε «συμμετέχων στις χρηματοοικονομικές αγορές», όπως ορίζεται στο άρθρο 4 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010·
«αρμόδιες αρχές»:
οι αρμόδιες αρχές όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 40) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας σε ό,τι αφορά ζητήματα που σχετίζονται με τα καθήκοντα που της ανατίθενται από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013·
όσον αφορά την οδηγία 2002/65/ΕΚ, οι αρχές και οι φορείς που είναι αρμόδιοι να διασφαλίζουν τη συμμόρφωση των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων με τις απαιτήσεις της εν λόγω οδηγίας·
όσον αφορά την οδηγία (ΕΕ) 2015/849, οι αρχές και οι φορείς που εποπτεύουν τους φορείς του χρηματοοικονομικού τομέα και είναι αρμόδιοι να διασφαλίζουν τη συμμόρφωσή τους με τις απαιτήσεις της εν λόγω οδηγίας·
όσον αφορά τα συστήματα εγγύησης καταθέσεων, οι φορείς που διαχειρίζονται συστήματα εγγύησης καταθέσεων, σύμφωνα με την οδηγία 2014/49/ΕΕ ή, στην περίπτωση που τη λειτουργία του συστήματος εγγύησης των καταθέσεων διαχειρίζεται ιδιωτική εταιρεία, η δημόσια αρχή που έχει την εποπτεία των συστημάτων αυτών δυνάμει αυτής της οδηγίας και οι οικείες διοικητικές αρχές που αναφέρονται στην εν λόγω οδηγία·
όσον αφορά την οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 14 ) και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 15 ), οι αρχές εξυγίανσης που διορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 3 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ και το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης που ιδρύεται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 806/2014, καθώς και το Συμβούλιο και η Επιτροπή όταν αναλαμβάνουν δράσεις δυνάμει του άρθρου 18 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 806/2014, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία ασκούν διακριτικές εξουσίες ή προβαίνουν σε επιλογές πολιτικής·
οι «αρμόδιες αρχές» που αναφέρονται στην οδηγία 2014/17/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 16 ), στον κανονισμό (ΕΕ) 2015/751 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 17 ), στην οδηγία (ΕΕ) 2015/2366, στην οδηγία 2009/110/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 18 ), και στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 260/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 19 )·
οι «φορείς» και οι «αρχές» που αναφέρονται στο άρθρο 20 της οδηγίας 2008/48/ΕΚ·
Άρθρο 5
Νομικό καθεστώς
Άρθρο 6
Σύνθεση
Η Αρχή αποτελείται από:
συμβούλιο εποπτών, το οποίο ασκεί τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 43,
συμβούλιο διοίκησης, το οποίο ασκεί τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 47,
πρόεδρο, ο οποίος ασκεί τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 48,
εκτελεστικό διευθυντή, ο οποίος ασκεί τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 53,
συμβούλιο προσφυγών, το οποίο ασκεί τα καθήκοντα που καθορίζονται στο άρθρο 60.
Άρθρο 7
Έδρα
Η έδρα της Αρχής βρίσκεται στο Παρίσι της Γαλλίας.
Ο καθορισμός της τοποθεσίας της έδρας της Αρχής δεν επηρεάζει την εκτέλεση από την Αρχή των καθηκόντων και εξουσιών της, την οργάνωση της δομής διακυβέρνησής της, τη λειτουργία της κύριας οργάνωσής της ή την κύρια χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων της, επιτρέποντας, κατά περίπτωση, την από κοινού χρήση με τους οργανισμούς της Ένωσης υπηρεσιών διοικητικής στήριξης και υπηρεσιών διαχείρισης εγκαταστάσεων οι οποίες δεν συνδέονται με τις κύριες δραστηριότητες της Αρχής. Έως τις 30 Μαρτίου 2019 και εφεξής κάθε 12 μήνες, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με τη συμμόρφωση των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών προς τη συγκεκριμένη απαίτηση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ II
ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΚΑΙ ΕΞΟΥΣΙΕΣ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ
Άρθρο 8
Καθήκοντα και εξουσίες της Αρχής
Η Αρχή αναλαμβάνει τα ακόλουθα καθήκοντα:
με βάση τις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, συμβάλλει στην καθιέρωση κοινών ρυθμιστικών και εποπτικών προτύπων και πρακτικών υψηλής ποιότητας, ιδίως με την ανάπτυξη σχεδίων ρυθμιστικών και εκτελεστικών τεχνικών προτύπων, κατευθυντήριων γραμμών, συστάσεων και άλλων μέτρων, συμπεριλαμβανομένων των γνωμοδοτήσεων·
καταρτίζει και τηρεί ενήμερο ενωσιακό εποπτικό εγχειρίδιο σχετικά με την εποπτεία των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων στην Ένωση το οποίο πρέπει να προσδιορίζει εποπτικές βέλτιστες πρακτικές και μεθοδολογίες και διεργασίες υψηλής ποιότητας, λαμβάνει δε υπόψη, μεταξύ άλλων, τις μεταβαλλόμενες επιχειρηματικές πρακτικές και τα επιχειρηματικά μοντέλα, καθώς και το μέγεθος των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων και αγορών·
καταρτίζει και τηρεί ενήμερο ενωσιακό εγχειρίδιο εξυγίανσης σχετικά με την εξυγίανση των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων στην Ένωση το οποίο πρέπει να προσδιορίζει βέλτιστες πρακτικές και υψηλής ποιότητας μεθοδολογίες και διεργασίες εξυγίανσης, λαμβάνοντας υπόψη το έργο του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης και τις μεταβαλλόμενες επιχειρηματικές πρακτικές και επιχειρηματικά μοντέλα, καθώς και το μέγεθος των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων και αγορών·
συμβάλλει στη συνεπή εφαρμογή των νομικά δεσμευτικών ενωσιακών πράξεων, ιδίως συμβάλλοντας στη διαμόρφωση κοινής εποπτικής νοοτροπίας, διασφαλίζοντας τη συνεπή, αποδοτική και αποτελεσματική εφαρμογή των νομοθετικών πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, αποτρέποντας την καταχρηστική επιλογή του ευνοϊκότερου καθεστώτος εποπτείας, προωθώντας και παρακολουθώντας την εποπτική ανεξαρτησία, μεσολαβώντας και επιλύοντας διαφωνίες μεταξύ αρμόδιων αρχών, διασφαλίζοντας αποτελεσματική και συνεπή εποπτεία των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, διασφαλίζοντας τη συνεκτική λειτουργία των σωμάτων εποπτών και λαμβάνοντας μέτρα, μεταξύ άλλων, σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης·
διευκολύνει την ανάθεση καθηκόντων και αρμοδιοτήτων μεταξύ αρμόδιων αρχών·
συνεργάζεται στενά με το ΕΣΣΚ, ιδίως παρέχοντας στο ΕΣΣΚ τις απαραίτητες πληροφορίες για την εκπλήρωση των καθηκόντων του και διασφαλίζοντας σωστή παρακολούθηση των προειδοποιήσεων και των συστάσεων της ΕΣΣΚ,
διοργανώνει και διενεργεί αξιολογήσεις των αρμόδιων αρχών από ομοτίμους και, στο πλαίσιο αυτό, εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις και εντοπίζει βέλτιστες πρακτικές, με σκοπό την ενίσχυση της συνοχής των εποπτικών αποτελεσμάτων·
παρακολουθεί και εκτιμά τις εξελίξεις της αγοράς στον τομέα αρμοδιότητάς της, περιλαμβανομένων, εφόσον ενδείκνυται, των εξελίξεων που αφορούν τις τάσεις της πίστης, ιδίως προς τα νοικοκυριά και τις ΜΜΕ, και τις τάσεις στις καινοτόμες χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τις εξελίξεις που σχετίζονται με τους περιβαλλοντικούς, κοινωνικούς και τους σχετικούς με τη διακυβέρνηση παράγοντες·
πραγματοποιεί αναλύσεις αγοράς για την ενημέρωση της διαδικασίας απαλλαγής για την Αρχή·
ενισχύει, κατά περίπτωση, την προστασία των καταθετών, των καταναλωτών και των επενδυτών, ιδίως σε σχέση με τις ελλείψεις σε διασυνοριακό πλαίσιο και λαμβάνοντας υπόψη τους σχετικούς κινδύνους·
προωθεί τη συνεπή και συνεκτική λειτουργία των σωμάτων εποπτών, την παρακολούθηση, εκτίμηση και μέτρηση του συστημικού κινδύνου, την κατάρτιση και τον συντονισμό σχεδίων διάσωσης και εξυγίανσης, παρέχοντας υψηλού επιπέδου προστασίας των καταθετών και επενδυτών σε ολόκληρη την Ένωση και εκπονώντας μεθόδους για την εξυγίανση υπό κατάρρευση χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων και την εκτίμηση της ανάγκης κατάλληλων χρηματοδοτικών μέσων, με σκοπό την προώθηση της συνεργασίας μεταξύ αρμοδίων αρχών που συμμετέχουν στη διαχείριση κρίσεων όσον αφορά τα διασυνοριακά χρηματοοικονομικά ιδρύματα που μπορεί να αποτελέσουν συστημικό κίνδυνο, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 21 έως 26·
συμβάλλει στη θέσπιση κοινής στρατηγικής της Ένωσης για τα χρηματοοικονομικά δεδομένα·
εκπληρώνει τυχόν άλλα ειδικά καθήκοντα που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό ή σε άλλες νομοθετικές πράξεις,
δημοσιεύει στον ιστότοπό της και ενημερώνει σε τακτική βάση πληροφορίες σχετικά με το πεδίο δραστηριοτήτων της, ιδιαίτερα στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς της, σχετικά με τα καταχωρισμένα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, ούτως ώστε να διασφαλίζεται η εύκολη πρόσβαση του κοινού στην πληροφόρηση,
δημοσιεύει στον ιστότοπό της και ενημερώνει σε τακτική βάση όλα τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα, τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα, τις κατευθυντήριες γραμμές, τις συστάσεις και τις ερωτήσεις και απαντήσεις για κάθε νομοθετική πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, συμπεριλαμβανομένων των επισκοπήσεων που αφορούν την τρέχουσα κατάσταση των εν εξελίξει εργασιών και το προβλεπόμενο χρονοδιάγραμμα για την έγκριση των σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και των σχεδίων εκτελεστικών τεχνικών προτύπων,
▼M1 —————
συμβάλλει στην πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοοικονομικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, μεταξύ άλλων με την προώθηση της συνεπούς, αποδοτικής και αποτελεσματικής εφαρμογής των νομοθετικών πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, αντίστοιχα, όσον αφορά την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοοικονομικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.
Κατά την άσκηση των καθηκόντων της σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, η Αρχή:
κάνει χρήση όλων των εξουσιών που διαθέτει,
λαμβάνοντας υπόψη τον στόχο για κατοχύρωση της ασφάλειας και ευρωστίας των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, λαμβάνει δεόντως υπόψη τους διάφορους τύπους, τα επιχειρηματικά μοντέλα και το μέγεθος των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων· και
λαμβάνει υπόψη την τεχνολογική καινοτομία, καινοτόμα και βιώσιμα επιχειρηματικά μοντέλα, καθώς και την ενσωμάτωση των περιβαλλοντικών, κοινωνικών και των σχετικών με τη διακυβέρνηση παραγόντων.
Για να εκπληρώσει τα καθήκοντα που ορίζονται στην παράγραφο 1, η Αρχή διαθέτει τις εξουσίες που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό και ειδικότερα να:
καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων, στις συγκεκριμένες περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 10,
καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων, στις συγκεκριμένες περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 15,
εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις, όπως ορίζεται στο άρθρο 16,
εκδίδει συστάσεις, όπως αναφέρεται στο άρθρο 29α,
εκδίδει συστάσεις σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, όπως ορίζεται στο άρθρο 17 παράγραφος 3,
εκδίδει προειδοποιήσεις σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 3,
λαμβάνει μεμονωμένες αποφάσεις απευθυνόμενες προς αρμόδιες αρχές στις ειδικές περιπτώσεις που σημειώνονται στα άρθρα 18 παράγραφος 3 και 19 παράγραφος 3,
σε περιπτώσεις που αφορούν άμεσα εφαρμόσιμο ενωσιακό δίκαιο, λαμβάνει μεμονωμένες αποφάσεις απευθυνόμενες προς χρηματοοικονομικά ιδρύματα, στις ειδικές περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 17 παράγραφος 6, στο άρθρο 18 παράγραφος 4 και στο άρθρο 19 παράγραφος 4,
γνωμοδοτεί προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο ή την Επιτροπή, όπως προβλέπεται στο άρθρο 16α,
εκδίδει απαντήσεις σε ερωτήσεις, όπως ορίζεται στο άρθρο 16β,
λαμβάνει μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 9γ,
συλλέγει τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, όπως προβλέπει το άρθρο 35,
αναπτύσσει κοινές μεθοδολογίες εκτίμησης της επίπτωσης των χαρακτηριστικών και των διαδικασιών διανομής των προϊόντων στην οικονομική κατάσταση των ιδρυμάτων και στην προστασία του καταναλωτή,
παρέχει κεντρικά προσπελάσιμη βάση δεδομένων των καταχωρισμένων χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων στο πεδίο αρμοδιότητάς της όταν προβλέπεται από τις πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2.
Οι ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις που αναφέρονται στα άρθρα 10, 15, 16 και 16α διεξάγονται όσο το δυνατόν ευρύτερα, για να διασφαλιστεί μια προσέγγιση χωρίς αποκλεισμούς προς όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, και παρέχουν εύλογο χρόνο στους συμφεροντούχους για να απαντήσουν. Η Αρχή δημοσιεύει περίληψη της συμβολής των ενδιαφερομένων και επισκόπηση σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιήθηκαν οι πληροφορίες και οι απόψεις που προέκυψαν από τις διαβουλεύσεις, σε σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου και σε σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου.
Άρθρο 9
Καθήκοντα που σχετίζονται με την προστασία των καταναλωτών και τις χρηματοοικονομικές δραστηριότητες
Η Αρχή αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο στην προώθηση της διαφάνειας, της απλότητας και της δικαιοσύνης στην αγορά καταναλωτικών χρηματοοικονομικών προϊόντων ή υπηρεσιών σε ολόκληρη την εσωτερική αγορά, όπου περιλαμβάνονται και τα εξής:
συλλογή, ανάλυση και αναφορά των καταναλωτικών τάσεων, όπως η εξέλιξη του κόστους και των επιβαρύνσεων για χρηματοοικονομικές υπηρεσίες λιανικής και χρηματοοικονομικά προϊόντα λιανικής στα κράτη μέλη,
διενέργεια ενδελεχών θεματικών αξιολογήσεων της συμπεριφοράς των αγορών, διαμόρφωση κοινής αντίληψης όσον αφορά τις πρακτικές των αγορών με σκοπό τον εντοπισμό δυνητικών προβλημάτων και την ανάλυση των επιπτώσεών τους,
ανάπτυξη δεικτών κινδύνου λιανικής με σκοπό τον έγκαιρο εντοπισμό αιτιών που ενδέχεται να προκαλέσουν βλάβη στους καταναλωτές,
ανασκόπηση και συντονισμός της χρηματοοικονομικής κατάρτισης και των εκπαιδευτικών πρωτοβουλιών από τις αρμόδιες αρχές,
ανάπτυξη εκπαιδευτικών προτύπων για τον κλάδο,
συμβολή στην ανάπτυξη κοινών κανόνων σχετικά με τη δημοσιοποίηση,
συμβολή στην εξασφάλιση ίσων όρων ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά όπου οι καταναλωτές και οι λοιποί χρήστες των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών έχουν ισότιμη πρόσβαση σε χρηματοοικονομικές υπηρεσίες και χρηματοοικονομικά προϊόντα,
προώθηση περαιτέρω εξελίξεων όσον αφορά τη ρύθμιση και την εποπτεία, οι οποίες θα μπορούσαν να διευκολύνουν μια βαθύτερη εναρμόνιση και ολοκλήρωση σε επίπεδο Ένωσης και
συντονισμός των δραστηριοτήτων ανώνυμης έρευνας αγοράς («mystery shopping») των αρμόδιων αρχών, κατά περίπτωση.
Η Αρχή επανεξετάζει την απόφαση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο ανά τακτά χρονικά διαστήματα και τουλάχιστον ανά εξάμηνο. Μετά από τουλάχιστον δύο διαδοχικές ανανεώσεις και βάσει κατάλληλης ανάλυσης η οποία στοχεύει στο να αξιολογηθούν οι επιπτώσεις στον πελάτη ή στον καταναλωτή, η Αρχή δύναται να αποφασίσει σχετικά με την ετήσια ανανέωση της απαγόρευσης.
Τα κράτη μέλη μπορούν να ζητήσουν από την Αρχή να επανεξετάσει την απόφασή της. Σε αυτήν την περίπτωση, η Αρχή αποφασίζει αν θα εμμείνει στην απόφασή της κατά τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 44 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο.
Η Αρχή μπορεί επίσης να εκτιμήσει την ανάγκη απαγόρευσης ή περιορισμού ορισμένων μορφών χρηματοοικονομικής δραστηριότητας ή πρακτικής και, εφόσον χρειαστεί, να ενημερώσει σχετικώς την Επιτροπή και τις αρμόδιες αρχές προκειμένου να διευκολύνει τη θέσπιση οιασδήποτε απαγόρευσης ή περιορισμού.
Άρθρο 9α
Ειδικά καθήκοντα σχετικά με την πρόληψη και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας
Η Αρχή, στο πλαίσιο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων της, αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο συντονισμού και παρακολούθησης για την προώθηση της ακεραιότητας, της διαφάνειας και της ασφάλειας του χρηματοοικονομικού συστήματος, λαμβάνοντας μέτρα για την πρόληψη και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας στο εν λόγω σύστημα. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, τα μέτρα αυτά δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα απαιτούμενα για την επίτευξη των στόχων του παρόντος κανονισμού και των νομοθετικών πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 και λαμβάνουν δεόντως υπόψη τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων, τις επιχειρηματικές πρακτικές, τα επιχειρηματικά μοντέλα και το μέγεθος των φορέων του χρηματοοικονομικού τομέα και των χρηματοοικονομικών αγορών. Στα εν λόγω μέτρα περιλαμβάνονται:
συλλογή πληροφοριών από αρμόδιες αρχές σχετικά με τις αδυναμίες που εντοπίζονται κατά τις διαρκείς διαδικασίες εποπτείας και αδειοδότησης στις διεργασίες και τις διαδικασίες, τις ρυθμίσεις διακυβέρνησης, την καταλληλότητα και τη σκοπιμότητα, την απόκτηση ειδικών συμμετοχών, τα επιχειρηματικά μοντέλα και τις δραστηριότητες των φορέων του χρηματοοικονομικού τομέα για την πρόληψη και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς και τα μέτρα που λαμβάνουν οι αρμόδιες αρχές για την αντιμετώπιση των ακόλουθων σημαντικών αδυναμιών που επηρεάζουν μία ή περισσότερες από τις απαιτήσεις των ενωσιακών νομοθετικών πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, το άρθρο 1 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και το άρθρο 1 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 και τυχόν εθνικού νόμου που τους μεταφέρει στο εθνικό δίκαιο αντίστοιχα, όσον αφορά στην πρόληψη και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας:
παράβαση ή ενδεχόμενη παράβαση από φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα τέτοιων απαιτήσεων·
μη κατάλληλη ή μη αποτελεσματική εφαρμογή από φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα τέτοιων απαιτήσεων ή
μη κατάλληλη ή μη αποτελεσματική εφαρμογή από φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα των εσωτερικών πολιτικών και διαδικασιών του για τη συμμόρφωση με τέτοιες απαιτήσεις.
Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν στην Αρχή όλες τις εν λόγω πληροφορίες, επιπλέον όσων υποχρεώσεων προβλέπονται βάσει του άρθρου 35 του παρόντος κανονισμού, και την ενημερώνουν σε εύλογο χρόνο όσον αφορά οποιεσδήποτε μεταγενέστερες εξελίξεις σχετικά με τις παρεχόμενες πληροφορίες. Η Αρχή συντονίζεται στενά με τις ενωσιακές μονάδες χρηματοοικονομικών πληροφοριών (ΜΧΠ), όπως αναφέρεται στην οδηγία (ΕΕ) 2015/849, σεβόμενη παράλληλα το καθεστώς και τις υποχρεώσεις τους και χωρίς περιττές επικαλύψεις.
Οι αρμόδιες αρχές δύνανται, να ανταλλάσσουν, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, πρόσθετες πληροφορίες τις οποίες θεωρούν σημαντικές για την πρόληψη και την καταπολέμηση της χρησιμοποίησης του χρηματοοικονομικού συστήματος για τους σκοπούς της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, με την κεντρική βάση δεδομένων της παραγράφου 2.
στενός συντονισμός και, κατά περίπτωση, ανταλλαγή πληροφοριών με τις αρμόδιες αρχές, συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, όσον αφορά θέματα που συνδέονται με τα καθήκοντα που της ανατίθενται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013, και με τις αρχές που είναι επιφορτισμένες με το δημόσιο καθήκον εποπτείας των υπόχρεων οντοτήτων που απαριθμούνται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημεία 1) και 2) της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, καθώς και με τις ΜΧΠ, σεβόμενη παράλληλα το καθεστώς και τις υποχρεώσεις των ΜΧΠ βάσει της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849·
ανάπτυξη κοινών κατευθυντήριων γραμμών και προτύπων για την πρόληψη και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας στον χρηματοπιστωτικό τομέα και προώθηση της συνεπούς εφαρμογής τους, ειδικότερα με την κατάρτιση σχεδίων ρυθμιστικών και εκτελεστικών τεχνικών προτύπων, σύμφωνα με τις εντολές που ορίζονται στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, κατευθυντήριων γραμμών, συστάσεων και άλλων μέτρων, συμπεριλαμβανομένων των γνωμών, τα οποία βασίζονται στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2·
παροχή συνδρομής στις αρμόδιες αρχές, κατόπιν ειδικών αιτημάτων τους·
παρακολούθηση των εξελίξεων της αγοράς και αξιολόγηση των τρωτών σημείων και των κινδύνων όσον αφορά τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας στον χρηματοπιστωτικό τομέα.
Έως την 31η Δεκεμβρίου 2020, η Αρχή καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που διευκρινίζουν τον ορισμό των αδυναμιών που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο α), συμπεριλαμβανομένων των αντίστοιχων καταστάσεων στις οποίες ενδέχεται να προκύψουν αδυναμίες, τον ουσιώδη χαρακτήρα των αδυναμιών και την πρακτική εφαρμογή της συγκέντρωσης πληροφοριών από την Αρχή, καθώς και το είδος των πληροφοριών που θα πρέπει να παρέχονται σύμφωνα μετοπρώτο εδάφιο στοιχείο α). Κατά την κατάρτιση των τεχνικών αυτών προτύπων, η Αρχή εξετάζει τον όγκο των πληροφοριών που πρόκειται να παρασχεθούν και την ανάγκη αποφυγής επικάλυψης. Καθορίζει επίσης ρυθμίσεις για τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας και της εμπιστευτικότητας.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό με την θέσπιση των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14.
Έως την 31η Δεκεμβρίου 2020, η Αρχή καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που προσδιορίζουν τον τρόπο ανάλυσης των πληροφοριών και διάθεσής τους στις αρμόδιες αρχές με βάση την ανάγκη γνώσης τους και με εμπιστευτικό τρόπο.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό με την θέσπιση των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14.
Για τον σκοπό του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, η Αρχή, μέσω της εσωτερικής επιτροπής που συγκροτείται δυνάμει της παραγράφου 7 του παρόντος άρθρου, αναπτύσσει και εφαρμόζει μεθόδους με στόχο την αντικειμενική αξιολόγηση, καθώς και τον συνεπή έλεγχο υψηλής ποιότητας, των εκτιμήσεων και της εφαρμογής της μεθοδολογίας, καθώς και για να εξασφαλίσει ίσους όρους ανταγωνισμού. Η εν λόγω εσωτερική επιτροπή διενεργεί τον έλεγχο ποιότητας και συνέπειας των αξιολογήσεων κινδύνου. Καταρτίζει τα σχέδια εκτιμήσεων κινδύνου προς έγκριση από το συμβούλιο εποπτών, σύμφωνα με το άρθρο 44.
Κάθε ίδρυμα, αρχή και όργανο που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο ορίζει αναπληρωματικό εκπρόσωπο από το προσωπικό του, το οποίο μπορεί να αντικαθιστά το τακτικό μέλος σε περίπτωση κωλύματος. Τα κράτη μέλη, όταν περισσότερες από μία αρχές είναι αρμόδιες για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης των φορέων του χρηματοοικονομικού τομέα με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849 μπορούν να ορίζουν έναν εκπρόσωπο για κάθε αρμόδια αρχή. Ανεξάρτητα από τον αριθμό των αρμόδιων αρχών που εκπροσωπούνται στη συνεδρίαση, κάθε κράτος μέλος διαθέτει μία ψήφο. Η εν λόγω επιτροπή μπορεί να συγκροτεί εσωτερικές ομάδες εργασίας σχετικά με ειδικές πτυχές των εργασιών της με σκοπό την κατάρτιση σχεδίων αποφάσεων της εν λόγω επιτροπής. Οι εν λόγω ομάδες είναι ανοικτές για συμμετοχή του προσωπικού από όλες τις αρμόδιες αρχές που εκπροσωπούνται στην εν λόγω επιτροπή και από την Αρχή, την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών).
Η Αρχή, η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) μπορούν ανά πάσα στιγμή να υποβάλλουν γραπτές παρατηρήσεις για κάθε σχέδιο απόφασης της επιτροπής που αναφέρεται στην παράγραφο 7 του παρόντος άρθρου. Το συμβούλιο εποπτών λαμβάνει δεόντως υπόψη τις παρατηρήσεις αυτές πριν από τη λήψη της οριστικής του απόφασης. Όταν το σχέδιο απόφασης βασίζεται ή συνδέεται με τις εξουσίες που ανατίθενται στην Αρχή δυνάμει του άρθρου 9β, 17 ή 19 και αφορά:
χρηματοοικονομικά ιδρύματα, όπως ορίζονται στο άρθρο 4 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 ή οποιαδήποτε από τις αρμόδιες αρχές που τα εποπτεύουν, ή
συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές, όπως ορίζονται στο άρθρο 4 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 ή οποιαδήποτε από τις αρμόδιες αρχές που τους εποπτεύουν.
Η Αρχή δύναται να λάβει την απόφαση μόνο σε συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), στην περίπτωση του στοιχείου α), ή την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), στην περίπτωση του στοιχείου β). Η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) ή η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) κοινοποιεί τις απόψεις της στην Αρχή εντός 20 ημερών από την ημερομηνία του σχεδίου απόφασης της επιτροπής που αναφέρεται στην παράγραφο 7. Εάν δεν κοινοποιήσουν τις απόψεις τους στην Αρχή εντός 20 ημερών ούτε ζητήσουν δεόντως αιτιολογημένη παράταση για την κοινοποίηση των εν λόγω απόψεων, η συμφωνία τεκμαίρεται.
Άρθρο 9β
Αίτημα διερεύνησης σχετικά με την πρόληψη και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας
Άρθρο 9γ
Επιστολές μη ανάληψης δράσης
Η Αρχή λαμβάνει τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν θεωρεί ότι η εφαρμογή μίας από τις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 ή οποιωνδήποτε κατ’ εξουσιοδότηση ή εκτελεστικών πράξεων που βασίζονται στις εν λόγω νομοθετικές πράξεις ενδέχεται να εγείρει σημαντικά ζητήματα, για έναν από τους ακόλουθους λόγους:
η Αρχή θεωρεί ότι οι διατάξεις που περιλαμβάνονται σε μια τέτοια πράξη μπορεί να έρχονται σε άμεση αντίθεση με άλλη σχετική πράξη,
όταν η πράξη είναι μία από τις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, η απουσία κατ’ εξουσιοδότηση ή εκτελεστικών πράξεων που θα συμπλήρωναν ή θα διευκρίνιζαν τη σχετική πράξη θα δημιουργούσε εύλογες αμφιβολίες σχετικά με τις νομικές συνέπειες που απορρέουν από τη νομοθετική πράξη ή την ορθή εφαρμογή της,
η απουσία κατευθυντήριων γραμμών και συστάσεων, όπως αναφέρεται στο άρθρο 16, θα δημιουργούσε πρακτικές δυσκολίες όσον αφορά την εφαρμογή της σχετικής νομοθετικής πράξης.
Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) και β), η Αρχή γνωμοδοτεί στην Επιτροπή για κάθε ενέργεια την οποία θεωρεί κατάλληλη, με τη μορφή νέας νομοθετικής πρότασης ή πρότασης νέας κατ’ εξουσιοδότηση ή εκτελεστικής πράξης, και σχετικά με τον επείγοντα χαρακτήρα που, κατά την κρίση της Αρχής, αποδίδεται στο ζήτημα. Η Αρχή δημοσιοποιεί τη γνώμη της.
Στην περίπτωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο γ) του παρόντος άρθρου, η Αρχή αξιολογεί το συντομότερο δυνατόν την ανάγκη να εγκρίνει σχετικές κατευθυντήριες γραμμές ή συστάσεις όπως προβλέπεται στο άρθρο 16.
Η Αρχή ενεργεί με ταχείες διαδικασίες, ιδίως με σκοπό να συμβάλει στην πρόληψη των ζητημάτων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, όποτε αυτό είναι δυνατόν.
Άρθρο 10
Ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα
Οσάκις το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο αναθέτουν εξουσίες στην Επιτροπή για τη θέσπιση ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, προκειμένου να διασφαλισθεί η συνεκτική εναρμόνιση στους τομείς που περιγράφονται συγκεκριμένα στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, η Αρχή δύναται να καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων. Η Αρχή υποβάλλει τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που κατάρτισε στην Επιτροπή προς έγκριση. Ταυτόχρονα, η Αρχή διαβιβάζει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προς ενημέρωση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.
Τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα είναι τεχνικής φύσεως, δεν επιβάλλουν στρατηγικές αποφάσεις ή πολιτικές επιλογές και το περιεχόμενό τους περιορίζεται από τις νομοθετικές πράξεις επί των οποίων βασίζονται.
Πριν την υποβολή τους στην Επιτροπή, η Αρχή διενεργεί ανοιχτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και αναλύει τα ενδεχόμενα συναφή κόστη και τις ωφέλειες, εκτός εάν οι εν λόγω διαβουλεύσεις και αναλύσεις είναι πολύ δυσανάλογες σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής και τις επιπτώσεις των εν λόγω σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων ή σε σχέση με τον ιδιαίτερα επείγοντα χαρακτήρα του θέματος. Η Αρχή ζητεί επίσης τις συμβουλές της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων που αναφέρεται στο άρθρο 37.
▼M8 —————
Εντός τριών μηνών από την παραλαβή σχεδίου ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου, η Επιτροπή αποφασίζει αν θα το εγκρίνει. Η Επιτροπή ενημερώνει εν ευθέτω χρόνω το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο όταν η έγκριση δεν μπορεί να λάβει χώρα εντός της τρίμηνης περιόδου. Η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει το σχέδιο ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων εν μέρει μόνον ή, εάν το απαιτεί το συμφέρον της Ένωσης, με τροποποιήσεις.
Εφόσον η Επιτροπή προτίθεται να μην εγκρίνει ένα σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου ή να το εγκρίνει εν μέρει ή με τροποποιήσεις, διαβιβάζει και πάλι το σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου προς την Αρχή, εξηγώντας γιατί δεν το εγκρίνει ή εξηγώντας τους λόγους των τροποποιήσεών της. Η Επιτροπή διαβιβάζει αντίγραφο της επιστολής της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Εντός έξι εβδομάδων, η Αρχή μπορεί να τροποποιήσει το σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου με βάση τις προτεινόμενες τροποποιήσεις της Επιτροπής και να το επανυποβάλει στην Επιτροπή υπό μορφή επίσημης γνώμης προς έγκριση. Η Αρχή διαβιβάζει αντίγραφο της επίσημης γνώμης της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.
Αν κατά τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας των έξι εβδομάδων η Αρχή δεν υποβάλει τροποποιημένο σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου ή υποβάλει σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου που δεν τροποποιήθηκε κατά τρόπο συνεπή προς τις προτεινόμενες τροποποιήσεις της Επιτροπής, η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει το σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου με τις τροποποιήσεις που θεωρεί συναφείς ή να το απορρίψει.
Η Επιτροπή δεν μπορεί να τροποποιεί το περιεχόμενο σχεδίου ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου της Αρχής χωρίς προηγούμενο συντονισμό με την Αρχή, κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο.
Η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο με κατ εξουσιοδότηση πράξη και χωρίς σχέδιο της Αρχής, μόνο εφόσον η Αρχή δεν υπέβαλε σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου προς την Επιτροπή εντός της προθεσμίας σύμφωνα με την παράγραφο 2.
Η Επιτροπή διενεργεί ανοιχτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και αναλύει τα ενδεχόμενα συναφή κόστη και τις ωφέλειες, εκτός και εάν οι εν λόγω διαβουλεύσεις και αναλύσεις είναι δυσανάλογες σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής και τις επιπτώσεις των εν λόγω σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων ή σε σχέση με τον ιδιαίτερα επείγοντα χαρακτήρα του θέματος. Η Επιτροπή ζητεί επίσης τις συμβουλές της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων που αναφέρεται στο άρθρο 37.
Η Επιτροπή διαβιβάζει πάραυτα το σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.
Η Επιτροπή διαβιβάζει το σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου της στην Αρχή. Εντός προθεσμίας έξι εβδομάδων, η Αρχή μπορεί να τροποποιήσει το σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου και να το υποβάλει υπό μορφή επίσημης γνώμης στην Επιτροπή. Η Αρχή διαβιβάζει αντίγραφο της επίσημης γνώμης της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.
Εάν μετά την παρέλευση της προθεσμίας των έξι εβδομάδων που αναφέρεται στο τέταρτο εδάφιο η Αρχή δεν έχει υποβάλει τροποποιημένο σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου, η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει το ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο.
Εφόσον η Αρχή υποβάλει τροποποιημένο σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου εντός της προθεσμίας των έξι εβδομάδων, η Επιτροπή μπορεί να τροποποιήσει το σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου βάσει των προτεινομένων από την Αρχή τροποποιήσεων ή να εγκρίνει το ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο με τις τροπολογίες που κρίνει σκόπιμες. Η Επιτροπή δεν μπορεί να τροποποιήσει το περιεχόμενο του σχεδίου ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου που έχει καταρτίσει η Αρχή δίχως εκ των προτέρων συντονισμό με αυτήν, κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο.
Άρθρο 11
Άσκηση της εξουσιοδότησης
Άρθρο 12
Ανάκληση της εξουσιοδότησης
Άρθρο 13
Διατύπωση αντιρρήσεων για τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο μπορούν να διατυπώσουν αντιρρήσεις για ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο εντός τριών μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης του ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου που ενέκρινε η Επιτροπή. Με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί κατά τρεις μήνες.
▼M8 —————
Εάν, κατά τη λήξη της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1, ούτε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ούτε το Συμβούλιο έχουν διατυπώσει αντιρρήσεις για το ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο, αυτό δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τίθεται σε ισχύ κατά την ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν.
Το ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο μπορεί να δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να τεθεί σε ισχύ προτού λήξει η εν λόγω προθεσμία, αρκεί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο να ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή για την πρόθεσή τους να μη διατυπώσουν αντιρρήσεις.
Άρθρο 14
Μη έγκριση ή τροποποίηση σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων
Άρθρο 15
Εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα
Πριν από την υποβολή σχεδίων εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή, η Αρχή διενεργεί ανοιχτές δημόσιες διαβουλεύσεις και αναλύει τα ενδεχόμενα συναφή κόστη και τις ωφέλειες, εκτός και αν οι εν λόγω διαβουλεύσεις και αναλύσεις είναι πολύ δυσανάλογες σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής και την επίπτωση των εν λόγω σχεδίων εκτελεστικών τεχνικών προτύπων ή σε σχέση με τον ιδιαίτερα επείγοντα χαρακτήρα του θέματος. Η Αρχή ζητεί επίσης τις συμβουλές της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων που αναφέρεται στο άρθρο 37.
Εντός τριών μηνών από την παραλαβή σχεδίου εκτελεστικού τεχνικού προτύπου, η Επιτροπή αποφασίζει αν θα το εγκρίνει. Η Επιτροπή μπορεί να παρατείνει αυτό το χρονικό διάστημα κατά έναν μήνα. Η Επιτροπή ενημερώνει εν ευθέτω χρόνω το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ότι η έγκριση δεν μπορεί να λάβει χώρα εντός της τρίμηνης περιόδου. Η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει το σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου εν μέρει μόνον ή με τροποποιήσεις, εφόσον αυτό απαιτεί το συμφέρον της Ένωσης.
Εφόσον η Επιτροπή προτίθεται να μην εγκρίνει ένα σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου ή προτίθεται να το εγκρίνει εν μέρει ή με τροποποιήσεις, το διαβιβάζει και πάλι προς την Αρχή, εξηγώντας γιατί δεν σκοπεύει να το εγκρίνει ή εξηγώντας τους λόγους των τροποποιήσεών της. Η Επιτροπή διαβιβάζει αντίγραφο της επιστολής της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Εντός έξι εβδομάδων, η Αρχή μπορεί να τροποποιήσει το σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου με βάση τις προτεινόμενες τροποποιήσεις της Επιτροπής και να το επανυποβάλει στην Επιτροπή υπό μορφή επίσημης γνώμης. Η Αρχή διαβιβάζει αντίγραφο της επίσημης γνώμης της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.
Αν, κατά τη λήξη της προθεσμίας των έξι εβδομάδων που αναφέρεται στο τέταρτο εδάφιο, η Αρχή δεν έχει υποβάλει τροποποιημένο σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου ή έχει υποβάλει σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου που δεν τροποποιήθηκε κατά τρόπο συνεπή προς τις προτεινόμενες τροποποιήσεις της Επιτροπής, η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει το εκτελεστικό τεχνικό πρότυπο με τις τροποποιήσεις που θεωρεί συναφείς ή να το απορρίψει.
Η Επιτροπή δεν τροποποιεί το περιεχόμενο σχεδίου εκτελεστικού τεχνικού προτύπου της Αρχής χωρίς προηγούμενο συντονισμό με την Αρχή, κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο.
Η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει εκτελεστικό τεχνικό πρότυπο με εκτελεστική πράξη και χωρίς σχέδιο της Αρχής μόνο εφόσον η Αρχή δεν υποβάλλει σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου προς την Επιτροπή εντός των προθεσμιών σύμφωνα με την παράγραφο 2.
Η Επιτροπή διενεργεί ανοιχτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων και αναλύει τα ενδεχόμενα συναφή κόστη και τις ωφέλειες, εκτός και εάν οι εν λόγω διαβουλεύσεις και αναλύσεις είναι δυσανάλογες σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής και την επίπτωση των εν λόγω εκτελεστικών τεχνικών προτύπων ή σε σχέση με τον ιδιαίτερα επείγοντα χαρακτήρα του θέματος. Η Επιτροπή ζητεί επίσης τις συμβουλές της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων που αναφέρεται στο άρθρο 37.
Η Επιτροπή διαβιβάζει πάραυτα το σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.
Η Επιτροπή διαβιβάζει το σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου στην Αρχή. Εντός προθεσμίας έξι εβδομάδων, η Αρχή μπορεί να τροποποιήσει το σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου και να το υποβάλει υπό μορφή επίσημης γνώμης στην Επιτροπή. Η Αρχή διαβιβάζει αντίγραφο της επίσημης γνώμης της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.
Εάν, κατά τη λήξη της προθεσμίας των έξι εβδομάδων που αναφέρεται στο τέταρτο εδάφιο, η Αρχή δεν έχει υποβάλει τροποποιημένο σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου, η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει το εκτελεστικό τεχνικό πρότυπο.
Σε περίπτωση που η Αρχή υποβάλει τροποποιημένο σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου εντός της εν λόγω προθεσμίας των έξι εβδομάδων, η Επιτροπή μπορεί να τροποποιήσει το σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου βάσει των προτεινομένων από την Αρχή τροποποιήσεων ή να εγκρίνει το εκτελεστικό τεχνικό πρότυπο με τις τροπολογίες που κρίνει σχετικές.
Η Επιτροπή δεν τροποποιεί το περιεχόμενο του σχεδίου εκτελεστικών τεχνικών προτύπων της Αρχής χωρίς προηγούμενο συντονισμό με την Αρχή, κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο.
Άρθρο 16
Κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις
Οι κατευθυντήριες γραμμές και οι συστάσεις εκδίδονται σύμφωνα με τις εξουσιοδοτήσεις που παρέχονται στις νομοθετικές πράξεις οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 ή το παρόν άρθρο.
Οι αρμόδιες αρχές και τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να συμμορφωθούν με τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις.
Εντός δύο μηνών από την έκδοση κατευθυντήριας γραμμής ή σύστασης, κάθε αρμόδια αρχή επιβεβαιώνει εάν προτίθεται να συμμορφωθεί προς την εν λόγω κατευθυντήρια γραμμή ή σύσταση. Σε περίπτωση που μια αρμόδια αρχή δεν συμμορφώνεται ή δεν προτίθεται να συμμορφωθεί, ενημερώνει την Αρχή, παραθέτοντας τους λόγους της.
Η Αρχή δημοσιοποιεί το γεγονός ότι αρμόδια αρχή δεν συμμορφώνεται ή δεν προτίθεται να συμμορφωθεί προς τη συγκεκριμένη κατευθυντήρια γραμμή ή σύσταση. H Αρχή μπορεί επίσης να αποφασίσει, κατά περίπτωση, να δημοσιεύσει τους λόγους που παρασχέθηκαν από την αρμόδια αρχή για τους οποίους δεν συμμορφώνεται με τη συγκεκριμένη κατευθυντήρια γραμμή ή σύσταση. Η αρμόδια αρχή ενημερώνεται εγκαίρως σχετικά με τη δημοσιοποίηση αυτή.
Εφόσον αυτό επιτάσσει η εν λόγω κατευθυντήρια γραμμή ή η σύσταση, τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα αναφέρουν κατά τρόπο σαφή και ενδελεχή κατά πόσο συμμορφώθηκαν προς την εν λόγω κατευθυντήρια γραμμή ή σύσταση.
Άρθρο 16α
Γνωμοδοτήσεις
Άρθρο 16β
Ερωτήσεις και απαντήσεις
Πριν από την υποβολή ερώτησης προς την Αρχή, τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα εξετάζουν εάν θα απευθύνουν πρώτα την ερώτηση στην αρμόδια αρχή τους.
Πριν δημοσιεύσει τις απαντήσεις σε παραδεκτές ερωτήσεις, η Αρχή δύναται να ζητεί περαιτέρω διευκρινίσεις για τις ερωτήσεις που υποβάλλει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο.
Άρθρο 17
Παραβίαση του δικαίου της Ένωσης
Κατόπιν αιτήματος μίας ή περισσότερων αρμόδιων αρχών, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου, της Επιτροπής ή της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων ή με δική της πρωτοβουλία, μεταξύ άλλων όταν βασίζεται σε τεκμηριωμένες και αιτιολογημένες πληροφορίες από φυσικά ή νομικά πρόσωπα, και αφού προηγουμένως ενημερώσει την οικεία αρμόδια αρχή, η Αρχή περιγράφει πώς προτίθεται να χειριστεί την υπόθεση και, κατά περίπτωση, διερευνά την πιθανολογούμενη παραβίαση ή μη εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου.
Με την επιφύλαξη των εξουσιών που ορίζονται στο άρθρο 35, η αρμόδια αρχή παρέχει, χωρίς καθυστέρηση, στην Αρχή όλες τις πληροφορίες που η Αρχή θεωρεί αναγκαίες για την έρευνά της, περιλαμβανομένων πληροφοριών ως προς τον τρόπο εφαρμογής, σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης, των πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.
Με την επιφύλαξη των εξουσιών που ορίζονται στο άρθρο 35, η Αρχή δύναται, αφού ενημερώσει την οικεία αρμόδια αρχή, να απευθύνει δεόντως τεκμηριωμένο και αιτιολογημένο αίτημα για πληροφορίες απευθείας σε άλλες αρμόδιες αρχές, όποτε το αίτημα για πληροφορίες που υπέβαλε η σχετική αρμόδια αρχή αποδείχτηκε ή κρίνεται ανεπαρκές για τη συγκέντρωση των πληροφοριών που είναι αναγκαίες για τη διερεύνηση των ισχυρισμών σχετικά με παραβίαση ή μη εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου.
Ο αποδέκτης του εν λόγω αιτήματος παρέχει στην Αρχή σαφείς, ακριβείς και πλήρεις πληροφορίες χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.
Το αργότερο εντός διμήνου από την κίνηση της έρευνάς της, η Αρχή μπορεί να απευθύνει στην οικεία αρμόδια αρχή σύσταση όπου ορίζεται η ενέργεια που απαιτείται για τη συμμόρφωση με το ενωσιακό δίκαιο.
Εντός δέκα εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της σύστασης, η αρμόδια αρχή γνωστοποιεί στην Αρχή τα μέτρα που έχει λάβει ή προτίθεται να λάβει για να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση με το ενωσιακό δίκαιο.
Εάν η αρμόδια αρχή δεν συμμορφωθεί με το ενωσιακό δίκαιο εντός μηνός από την παραλαβή της σύστασης της Αρχής, η Επιτροπή μπορεί, αφού ενημερωθεί από την Αρχή ή κατόπιν ιδίας πρωτοβουλίας, να διατυπώσει επίσημη γνώμη απαιτώντας από την αρμόδια αρχή να προβεί στις ενέργειες που απαιτούνται για να συμμορφωθεί με το ενωσιακό δίκαιο. Η επίσημη γνώμη της Επιτροπής λαμβάνει υπόψη τη σύσταση της Αρχής.
Η Επιτροπή εκδίδει την εν λόγω επίσημη γνώμη το αργότερο εντός τριών μηνών από την έγκριση της σύστασης. Η Επιτροπή μπορεί να παρατείνει αυτό το χρονικό διάστημα κατά ένα μήνα.
Η Αρχή και οι αρμόδιες αρχές παρέχουν στην Επιτροπή όλες τις αναγκαίες πληροφορίες.
Σε θέματα σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοοικονομικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, όταν οι σχετικές απαιτήσεις των νομοθετικών πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 δεν ισχύουν άμεσα για τους φορείς του χρηματοοικονομικού τομέα, η Αρχή μπορεί να εκδώσει απόφαση με την οποία θα απαιτεί από την αρμόδια αρχή να συμμορφωθεί με την επίσημη γνώμη που αναφέρεται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου εντός της προθεσμίας που ορίζεται σε αυτή. Αν αρχή δεν συμμορφωθεί με την εν λόγω απόφαση, η Αρχή μπορεί επίσης να εκδώσει απόφαση σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο. Για τον σκοπό αυτόν, η Αρχή εφαρμόζει όλη τη σχετική νομοθεσία της Ένωσης και όταν η εν λόγω νομοθεσία αποτελείται από οδηγίες, την εθνική νομοθεσία εφόσον μεταφέρουν τις εν λόγω οδηγίες στο εθνικό δίκαιο. Όταν η σχετική ενωσιακή νομοθεσία αποτελείται από κανονισμούς και αυτοί οι κανονισμοί παρέχουν ρητώς επιλογές στα κράτη μέλη, η Αρχή εφαρμόζει και το εθνικό δίκαιο, εφόσον με αυτό ασκούνται οι εν λόγω επιλογές.
Η απόφαση της Αρχής είναι σύμφωνη με την επίσημη γνώμη που εκδόθηκε από την Επιτροπή σύμφωνα με την παράγραφο 4.
Οι αρμόδιες αρχές, όταν αναλαμβάνουν δράση αναφορικά με θέματα που υπόκεινται σε επίσημη γνώμη δυνάμει της παραγράφου 4 ή σε απόφαση δυνάμει της παραγράφου 6, συμμορφώνονται με την επίσημη γνώμη ή την απόφαση, ανάλογα με την περίπτωση.
Άρθρο 17α
Προστασία των καταγγελλόντων
Άρθρο 18
Δράση σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης
Για τη διεκπεραίωση αυτών των καθηκόντων διευκόλυνσης και συντονισμού, η Αρχή ενημερώνεται πλήρως για τις σχετικές εξελίξεις και καλείται να συμμετέχει ως παρατηρητής σε κάθε σχετική συγκέντρωση των σχετικών αρμόδιων εποπτικών αρχών.
Το Συμβούλιο μπορεί, σε συνεννόηση με την Επιτροπή και το ΕΣΣΚ, κατά περίπτωση δε και με τις ΕΕΑ, να εκδώσει απόφαση απευθυνόμενη προς την Αρχή, όπου ορίζει την ύπαρξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, κατόπιν αιτήματος της Αρχής, της Επιτροπής ή του ΕΣΣΚ. Το Συμβούλιο επανεξετάζει την απόφαση αυτή σε κατάλληλα χρονικά διαστήματα και τουλάχιστον μία φορά το μήνα. Εάν η απόφαση δεν ανανεωθεί κατά τη λήξη της προθεσμίας ενός μήνα, η ισχύς της λήγει αυτομάτως. Το Συμβούλιο μπορεί να δηλώσει τη λήξη της κατάστασης έκτακτης ανάγκης ανά πάσα στιγμή.
Όταν το ΕΣΣΚ ή η Αρχή κρίνει ότι επίκειται κατάσταση έκτακτης ανάγκης, εκδίδουν εμπιστευτική σύσταση απευθυνόμενη στο Συμβούλιο και του υποβάλλουν εκτίμηση της κατάστασης. Το Συμβούλιο εκτιμά στη συνέχεια την ανάγκη σύγκλησης συνόδου. Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, τηρείται η δέουσα εμπιστευτικότητα.
Εάν το Συμβούλιο διαπιστώσει ότι συντρέχει κατάσταση έκτακτης ανάγκης, ενημερώνει δεόντως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Επιτροπή χωρίς καθυστέρηση.
Οι αποφάσεις που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με την παράγραφο 4 υπερισχύουν οποιασδήποτε προγενέστερης απόφασης που είχε εκδοθεί από τις αρμόδιες αρχές για το ίδιο θέμα.
Κάθε ενέργεια εκ μέρους των αρμοδίων αρχών αναφορικά με ζητήματα τα οποία υπόκεινται σε απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 3 ή 4 πρέπει να είναι συμβατή με τις εν λόγω αποφάσεις.
Άρθρο 19
Επίλυση διαφωνιών μεταξύ αρμόδιων αρχών σε διασυνοριακές καταστάσεις
Στις περιπτώσεις που προσδιορίζονται στις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 και με την επιφύλαξη των εξουσιών που ορίζονται στο άρθρο 17, η Αρχή μπορεί να επικουρεί τις αρμόδιες αρχές να καταλήξουν σε συμφωνία ακολουθώντας τη διαδικασία που ορίζεται στις παραγράφους 2 έως 4 του παρόντος άρθρου σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες δύο περιπτώσεις:
κατόπιν αιτήματος μίας ή περισσότερων από τις οικείες αρμόδιες αρχές, εάν μια αρμόδια αρχή διαφωνεί με τη διαδικασία ή το περιεχόμενο πράξης, προτεινόμενης πράξης ή αδράνειας από άλλη αρμόδια αρχή·
στις περιπτώσεις που οι νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 προβλέπουν ότι η Αρχή μπορεί να επικουρεί με δική της πρωτοβουλία όταν, με βάση αντικειμενικούς λόγους, μπορεί να προσδιοριστεί διαφωνία μεταξύ αρμόδιων αρχών.
Στις περιπτώσεις που οι νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 απαιτούν τη λήψη κοινής απόφασης από τις αρμόδιες αρχές και όταν, σύμφωνα με τις εν λόγω πράξεις, η Αρχή μπορεί να επικουρεί με δική της πρωτοβουλία στην επίτευξη συμφωνίας σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στις παραγράφους 2 έως 4 του παρόντος άρθρου τις οικείες αρμόδιες αρχές, η διαφωνία τεκμαίρεται αν δεν υπάρξει κοινή απόφαση των εν λόγω αρχών εντός των προθεσμιών που ορίζονται στις εν λόγω πράξεις.
Οι οικείες αρμόδιες αρχές γνωστοποιούν αμελλητί στην Αρχή ότι δεν έχει επιτευχθεί συμφωνία στις ακόλουθες περιπτώσεις:
όταν στις ενωσιακές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 προβλέπεται προθεσμία για την επίτευξη συμφωνίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών και επέρχεται ένα από τα ακόλουθα:
η προθεσμία έχει λήξει· ή
τουλάχιστον δύο οικείες αρμόδιες αρχές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι υπάρχει διαφωνία, βάσει αντικειμενικών λόγων·
όταν, στις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, δεν έχει προβλεφθεί προθεσμία για την επίτευξη συμφωνίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών και επέρχεται ένα από τα ακόλουθα:
τουλάχιστον δύο οικείες αρμόδιες αρχές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι υπάρχει διαφωνία, βάσει αντικειμενικών λόγων· ή
έχει παρέλθει διάστημα δύο μηνών από την ημερομηνία παραλαβής από αρμόδια αρχή αιτήματος άλλης αρμόδιας αρχής για τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων με σκοπό τη συμμόρφωση με τις εν λόγω πράξεις και η αρμόδια αρχή στην οποία απευθύνεται το αίτημα δεν έχει εκδώσει ακόμη απόφαση η οποία να ικανοποιεί το αίτημα.
Έως ότου εκδοθεί η απόφαση της Αρχής σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 44 παράγραφος 3α, στις περιπτώσεις στις οποίες οι νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 απαιτούν τη λήψη κοινής απόφασης, όλες οι αρμόδιες αρχές που εμπλέκονται στην κοινή απόφαση αναβάλλουν τις ατομικές αποφάσεις τους. Εφόσον η Αρχή αποφασίσει να ενεργήσει, όλες οι αρμόδιες αρχές που εμπλέκονται στην κοινή απόφαση αναβάλλουν τη λήψη των αποφάσεών τους έως ότου ολοκληρωθεί η διαδικασία που ορίζεται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου.
Σε θέματα σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοοικονομικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, η Αρχή μπορεί επίσης να εκδώσει απόφαση σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, όταν οι σχετικές απαιτήσεις των νομοθετικών πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 δεν ισχύουν άμεσα για τους φορείς του χρηματοοικονομικού τομέα. Για τον σκοπό αυτόν, η Αρχή εφαρμόζει όλη τη σχετική ενωσιακή νομοθεσία και όταν η εν λόγω ενωσιακή νομοθεσία αποτελείται από οδηγίες, την εθνική νομοθεσία στον βαθμό που μεταφέρει τις εν λόγω οδηγίες στο εθνικό δίκαιο. Όταν η σχετική ενωσιακή νομοθεσία αποτελείται από κανονισμούς και αυτοί οι κανονισμοί παρέχουν ρητώς επιλογές στα κράτη μέλη, η Αρχή εφαρμόζει και το εθνικό δίκαιο στο βαθμό που έχουν ασκηθεί οι επιλογές αυτές.
Άρθρο 20
Επίλυση διαφωνιών μεταξύ αρμόδιων αρχών σε διατομεακό επίπεδο
Σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 19 και του άρθρου 56, η Μεικτή Επιτροπή επιλύει τις διατομεακές διαφωνίες που μπορεί να προκύψουν μεταξύ αρμόδιων αρχών, όπως ορίζει το άρθρο 4 σημείο 2 του παρόντος κανονισμού, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 αντίστοιχα.
Άρθρο 20α
Σύγκλιση των διεργασιών εποπτικού ελέγχου
Η Αρχή προωθεί, εντός του πεδίου των εξουσιών της, τη σύγκλιση του εποπτικού ελέγχου και της διεργασίας αξιολόγησης σύμφωνα με την οδηγία 2013/36/ΕΕ με σκοπό τη δημιουργία ισχυρών εποπτικών προτύπων στην Ένωση.
Άρθρο 21
Σώματα εποπτών
Η Αρχή αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο όσον αφορά τη διασφάλιση της συνεπούς λειτουργίας των σωμάτων εποπτών για τα διασυνοριακά χρηματοοικονομικά ιδρύματα σε ολόκληρη την Ένωση, λαμβάνοντας υπόψη τον συστημικό κίνδυνο που εγκυμονούν τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα που αναφέρονται στο άρθρο 23, και, κατά περίπτωση, συγκαλεί συνεδρίαση του σώματος.
Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου και της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η Αρχή θεωρείται «αρμόδια αρχή» κατά την έννοια της συναφούς νομοθεσίας.
Η Αρχή μπορεί:
να συγκεντρώνει και να ανταλλάσσει όλες τις σχετικές πληροφορίες σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές, προκειμένου να διευκολύνει το έργο του σώματος και να θεσπίσει και να διαχειριστεί ένα κεντρικό σύστημα ώστε οι πληροφορίες αυτές να διατίθενται στις αρμόδιες αρχές που συμμετέχουν στο σώμα,
να δρομολογεί και να συντονίζει προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων σε επίπεδο Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 32 για να εκτιμά την αντοχή των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, ιδίως τον συστημικό κίνδυνο που εγκυμονούν τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, όπως αναφέρεται στο άρθρο 23, υπό αντίξοες εξελίξεις της αγοράς, καθώς και να αξιολογεί το ενδεχόμενο αύξησης του συστημικού κινδύνου υπό συνθήκες πίεσης, εξασφαλίζοντας για τις εν λόγω προσομοιώσεις την εφαρμογή όσο το δυνατόν συνεκτικότερης μεθοδολογίας σε εθνικό επίπεδο και, όταν κρίνεται σκόπιμο, να απευθύνει σύσταση στην αρμόδια αρχή για διόρθωση των προβλημάτων που εντοπίζονται κατά την προσομοίωση ακραίων καταστάσεων, μεταξύ άλλων για τη διεξαγωγή ειδικών εκτιμήσεων. Μπορεί να συστήνει στις αρμόδιες αρχές να διεξάγουν επιτόπιες επιθεωρήσεις και να συμμετέχει σε τέτοιου είδους επιτόπιες επιθεωρήσεις, ώστε να εξασφαλίζεται η συγκρισιμότητα και η αξιοπιστία των μεθόδων, των πρακτικών και των αποτελεσμάτων των εκτιμήσεων σε επίπεδο Ένωσης,
να προωθεί αποτελεσματικές και αποδοτικές εποπτικές δραστηριότητες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η αξιολόγηση των κινδύνων στους οποίους εκτίθενται ή μπορεί να εκτεθούν τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, όπως καθορίζονται στο πλαίσιο της διαδικασίας εποπτικής αξιολόγησης ή προκύπτουν υπό συνθήκες πίεσης,
να επιβλέπει, σύμφωνα με τα καθήκοντα και τις εξουσίες που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, τα καθήκοντα που εκτελούν οι αρμόδιες αρχές και
να ζητά την πραγματοποίηση περαιτέρω διαβουλεύσεων εντός ενός σώματος σε περίπτωση που θεωρεί ότι η απόφαση θα είχε ως αποτέλεσμα την εσφαλμένη εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου ή δεν θα συνέβαλλε στην επίτευξη του στόχου της σύγκλισης των εποπτικών πρακτικών. Μπορεί ακόμη να απαιτεί από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας να προγραμματίζει συνεδρίαση του σώματος ή να προσθέτει θέματα στην ημερήσια διάταξη της συνεδρίασης.
Άρθρο 22
Γενικές διατάξεις περί συστημικών κινδύνων
Η Αρχή εξετάζει δεόντως τον συστημικό κίνδυνο, ο οποίος ορίζεται από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1092/2010. Αντιμετωπίζει οποιονδήποτε κίνδυνο διατάραξης των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών που:
προκαλείται από την ανεπάρκεια του συνόλου ή μερών του χρηματοοικονομικού συστήματος και
ενδέχεται να έχει σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στην εσωτερική αγορά και στην πραγματική οικονομία.
Η Αρχή λαμβάνει υπόψη, στις περιπτώσεις όπου κρίνεται σκόπιμο, την παρακολούθηση και εκτίμηση του συστημικού κινδύνου που διενεργείται από το ΕΣΣΚ και την Αρχή και ανταποκρίνεται στις προειδοποιήσεις και στις συστάσεις του ΕΣΣΚ σύμφωνα με το άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010.
Η Αρχή, σε συνεργασία με το ΕΣΣΚ και σύμφωνα με το άρθρο 23, αναπτύσσει κοινή δέσμη ποσοτικών και ποιοτικών δεικτών (πίνακας κινδύνου) για τον εντοπισμό και τη μέτρηση του συστημικού κινδύνου.
Η Αρχή αναπτύσσει επίσης έναν κατάλληλο μηχανισμό δοκιμασίας υπό συνθήκες πίεσης για να διευκολύνει τον εντοπισμό των ιδρυμάτων τα οποία ίσως εγκυμονούν συστημικό κίνδυνο. Τα ιδρύματα αυτά θα υπόκεινται σε ενισχυμένη εποπτεία και, όποτε απαιτείται, στις διαδικασίες διάσωσης και εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 25.
Με την επιφύλαξη των πράξεων στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, η Αρχή καταρτίζει, εφόσον απαιτείται, πρόσθετες κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις για τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, ώστε να λαμβάνεται υπόψη ο συστημικός κίνδυνος που εγκυμονούν.
Η Αρχή διασφαλίζει ότι ο συστημικός κίνδυνος που εγκυμονούν τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα λαμβάνεται υπόψη κατά την κατάρτιση σχεδίων ρυθμιστικών και εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στους τομείς που ορίζονται στις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.
Σε συνέχεια της έρευνας που διεξάγεται σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, το συμβούλιο εποπτών δύναται να προβαίνει στη διατύπωση κατάλληλων συστάσεων για ανάληψη δράσης προς τις οικείες αρμόδιες αρχές.
Για τους σκοπούς αυτούς, η Αρχή μπορεί να κάνει χρήση των εξουσιών που της ανατίθενται βάσει του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένου του άρθρου 35.
Άρθρο 23
Προσδιορισμός και μέτρηση του συστημικού κινδύνου
Άρθρο 24
Αδιάλειπτη ικανότητα αντιμετώπισης συστημικών κινδύνων
Άρθρο 25
Διαδικασίες διάσωσης και εξυγίανσης
Άρθρο 26
Ευρωπαϊκό σύστημα συστημάτων εγγύησης καταθέσεων
Άρθρο 27
Ευρωπαϊκό σύστημα ρυθμίσεων για την εξυγίανση και τη χρηματοδότηση τραπεζών
Η Αρχή αξιολογεί την ανάγκη για σύστημα συνεκτικών, εύρωστων και αξιόπιστων μηχανισμών χρηματοδότησης, με τα ενδεδειγμένα μέσα χρηματοδότησης που να συνδέονται με ένα σύνολο συντονισμένων ρυθμίσεων διαχείρισης κρίσεων.
Η Αρχή συμβάλλει στις εργασίες για ζητήματα εξασφάλισης ίσων όρων ανταγωνισμού και για ζητήματα σωρευτικών επιπτώσεων τυχόν συστημάτων εισφορών και συνεισφορών επί χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων τα οποία ίσως καθιερωθούν με στόχο τη δίκαιη κατανομή επιβαρύνσεων και κινήτρων για να αποτραπεί ο συστημικός κίνδυνος, ως τμήμα ενός συνεκτικού και αξιόπιστου πλαισίου εξυγίανσης.
▼M8 —————
Άρθρο 28
Ανάθεση καθηκόντων και αρμοδιοτήτων
Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν την Αρχή σχετικά με συμφωνίες ανάθεσης στις οποίες προτίθενται να συμμετάσχουν. Οι συμφωνίες αρχίζουν να ισχύουν από αυτές το νωρίτερο ένα μήνα από την ενημέρωση της Αρχής.
Εντός μηνός από την ενημέρωση, η Αρχή μπορεί να εκφέρει γνώμη για τη σκοπούμενη συμφωνία.
Η Αρχή δημοσιεύει, χρησιμοποιώντας τα κατάλληλα μέσα, κάθε συμφωνία ανάθεσης που συνάπτεται από τις αρμόδιες αρχές, προκειμένου να διασφαλιστεί η σωστή ενημέρωση όλων των ενδιαφερόμενων μερών.
Άρθρο 29
Κοινή εποπτική νοοτροπία
Η Αρχή παίζει ενεργό ρόλο στην οικοδόμηση κοινής ενωσιακής εποπτικής νοοτροπίας και συνεπών εποπτικών πρακτικών, καθώς και στη διασφάλιση ομοιόμορφων διαδικασιών και συνεπών προσεγγίσεων σε όλη την Ένωση. Η Αρχή προβαίνει, τουλάχιστον, στις ακόλουθες ενέργειες:
γνωμοδοτεί στις αρμόδιες αρχές,
καθορίζει τις στρατηγικές εποπτικές προτεραιότητες της Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 29α,
συγκροτεί ομάδες συντονισμού σύμφωνα με το άρθρο 45β για την προώθηση της εποπτικής σύγκλισης και τον προσδιορισμό των βέλτιστων πρακτικών,
προάγει την αποτελεσματική διμερή και πολυμερή ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών όσον αφορά όλα τα σχετικά ζητήματα, μεταξύ άλλων την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο και τις επιθέσεις στον κυβερνοχώρο, τηρώντας πλήρως τις ισχύουσες διατάξεις για την εμπιστευτικότητα και την προστασία των δεδομένων που προβλέπουν οι συναφείς ενωσιακές νομοθετικές πράξεις,
συμβάλλει στην κατάρτιση ομοιόμορφων εποπτικών προτύπων υψηλής ποιότητας, περιλαμβανομένων των προτύπων υποβολής εκθέσεων και των διεθνών λογιστικών προτύπων, σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 3,
επανεξετάζει την εφαρμογή των συναφών ρυθμιστικών και εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που εκδόθηκαν από την Επιτροπή, καθώς και των κατευθυντήριων γραμμών και των συστάσεων που εξέδωσε η Αρχή, και προτείνει τροποποιήσεις, αν κρίνει σκόπιμο, και
καταρτίζει τομεακά και διατομεακά προγράμματα κατάρτισης, μεταξύ άλλων όσον αφορά την τεχνολογική καινοτομία, διευκολύνει τις ανταλλαγές προσωπικού και ενθαρρύνει τις αρμόδιες αρχές να εντείνουν τη χρήση προγραμμάτων αποσπάσεων και άλλων εργαλείων, και
θεσπίζει σύστημα παρακολούθησης για την εκτίμηση των σοβαρών περιβαλλοντικών, κοινωνικών και σχετικών με τη διακυβέρνηση κινδύνων, λαμβάνοντας υπόψη τη συμφωνία του Παρισιού για τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή.
Με σκοπό την ανάπτυξη κοινής εποπτικής νοοτροπίας, η Αρχή καταρτίζει και τηρεί ενήμερο ενωσιακό εποπτικό εγχειρίδιο σχετικά με την εποπτεία των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων στην Ένωση, το οποίο λαμβάνει δεόντως υπόψη τον χαρακτήρα, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων, τις επιχειρηματικές πρακτικές, τα επιχειρηματικά μοντέλα και το μέγεθος των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων και αγορών. Η Αρχή επίσης καταρτίζει και τηρεί ενήμερο ενωσιακό εγχειρίδιο εξυγίανσης για την εξυγίανση χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων στην Ένωση, το οποίο λαμβάνει δεόντως υπόψη τον χαρακτήρα, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων, τις επιχειρηματικές πρακτικές, τα επιχειρηματικά μοντέλα και το μέγεθος των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων και αγορών. Τόσο το ενωσιακό εποπτικό εγχειρίδιο όσο και το ενωσιακό εγχειρίδιο εξυγίανσης καθορίζουν βέλτιστες πρακτικές και προσδιορίζουν υψηλής ποιότητας μεθοδολογίες και διεργασίες.
Όταν κρίνεται σκόπιμο, η Αρχή διενεργεί ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τις γνωμοδοτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) και τα εργαλεία και τα μέσα που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο. Αναλύει επίσης, όταν κρίνεται σκόπιμο, τα ενδεχόμενα συναφή κόστη και τις ωφέλειες. Οι διαβουλεύσεις και αναλύσεις αυτές είναι αναλογικές σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής, τη φύση και τις επιπτώσεις των γνωμών ή των εργαλείων και των μέσων. Η Αρχή ζητεί επίσης, όταν κρίνεται σκόπιμο, συμβουλές από την οικεία ομάδα τραπεζικών συμφεροντούχων όπως αναφέρεται στο άρθρο 37.
Άρθρο 29α
Στρατηγικές εποπτικές προτεραιότητες της Ένωσης
Μετά από συζήτηση στο συμβούλιο εποπτών και λαμβάνοντας υπόψη τις συνεισφορές που λαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές, τις τρέχουσες εργασίες των θεσμικών οργάνων της Ένωσης και τις αναλύσεις, τις προειδοποιήσεις και τις συστάσεις που δημοσιεύονται από το ΕΣΣΚ, η Αρχή προσδιορίζει, τουλάχιστον ανά τριετία έως τις 31 Μαρτίου, μέχρι δύο προτεραιότητες ενωσιακής εμβέλειας, οι οποίες αντικατοπτρίζουν τις μελλοντικές εξελίξεις και τάσεις. Οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τις εν λόγω προτεραιότητες κατά την κατάρτιση των προγραμμάτων εργασίας τους και ενημερώνουν την Αρχή σχετικά. Η Αρχή συζητά τις σχετικές δραστηριότητες των αρμόδιων αρχών το επόμενο έτος και συνάγει συμπεράσματα. Η Αρχή συζητά πιθανές επακόλουθες ενέργειες που μπορούν να περιλαμβάνουν κατευθυντήριες γραμμές, συστάσεις προς τις αρμόδιες αρχές και αξιολογήσεις από ομοτίμους στον αντίστοιχο τομέα.
Οι προτεραιότητες ενωσιακής εμβέλειας που καθορίζει η Αρχή δεν εμποδίζουν τις αρμόδιες αρχές να εφαρμόζουν τις δικές τους βέλτιστες πρακτικές, ενεργώντας με βάση τις δικές τους πρόσθετες προτεραιότητες και εξελίξεις, και να λαμβάνουν υπόψη τις εθνικές ιδιαιτερότητες.
Άρθρο 30
Αξιολογήσεις αρμόδιων αρχών από ομοτίμους
Η αξιολόγηση από ομοτίμους περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, αξιολόγηση των ακόλουθων στοιχείων, χωρίς όμως να περιορίζεται σε αυτά:
της επάρκειας των πόρων, του βαθμού ανεξαρτησίας και των ρυθμίσεων διακυβέρνησης της αρμόδιας αρχής, ιδίως όσον αφορά την αποτελεσματική εφαρμογή των νομοθετικών πράξεων της Ένωσης που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 και της ικανότητας αντίδρασης στις εξελίξεις της αγοράς·
της αποτελεσματικότητας και του βαθμού σύγκλισης που επιτεύχθηκε στην εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου και στην εποπτική πρακτική, περιλαμβανομένων των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και των εκτελεστικών τεχνικών προτύπων, των κατευθυντήριων γραμμών και των συστάσεων που εκδόθηκαν σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 16, και του βαθμού στον οποίο η εποπτική πρακτική επιτυγχάνει τους στόχους που ορίζονται από το ενωσιακό δίκαιο·
της εφαρμογής των βέλτιστων πρακτικών που ανέπτυξαν οι αρμόδιες αρχές και τις οποίες θα μπορούσαν να υιοθετήσουν επωφελώς και άλλες αρμόδιες αρχές·
της αποτελεσματικότητας και του βαθμού σύγκλισης που επιτεύχθηκε όσον αφορά την επιβολή των διατάξεων που θεσπίσθηκαν κατά την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου, περιλαμβανομένων των διοικητικών κυρώσεων και άλλων διοικητικών μέτρων που επιβλήθηκαν κατά των υπεύθυνων προσώπων σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς τις εν λόγω διατάξεις.
Σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 3, οι αρμόδιες αρχές καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια να συμμορφώνονται με τις κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις που εκδίδονται.
Κατά την κατάρτιση σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων ή σχεδίων εκτελεστικών τεχνικών προτύπων σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 15 ή κατευθυντήριων γραμμών ή συστάσεων σύμφωνα με το άρθρο 16, η Αρχή λαμβάνει υπόψη το αποτέλεσμα της αξιολόγησης από ομοτίμους παράλληλα με οποιεσδήποτε άλλες πληροφορίες έχει λάβει κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, προκειμένου να διασφαλίσει τη σύγκλιση εποπτικών πρακτικών ύψιστης ποιότητας.
Άρθρο 31
Λειτουργία συντονισμού
Η Αρχή προάγει τη συντονισμένη ενωσιακή απόκριση, μεταξύ άλλων με:
τη διευκόλυνση της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών,
τον καθορισμό του πεδίου και την επαλήθευση όπου κρίνεται σκόπιμο της αξιοπιστίας των πληροφοριών που πρέπει να τεθούν στη διάθεση όλων των ενδιαφερόμενων αρμόδιων αρχών·
την ανάληψη μη δεσμευτικού ρόλου μεσολαβητή κατόπιν αιτήματος των αρμόδιων αρχών ή κατόπιν ίδιας πρωτοβουλίας, με την επιφύλαξη του άρθρου 19,
την ενημέρωση του ΕΣΣΚ, του Συμβουλίου και της Επιτροπής σχετικά με κάθε δυνητική κατάσταση έκτακτης ανάγκης, χωρίς καθυστέρηση·
τη λήψη κατάλληλων μέτρων στην περίπτωση εξελίξεων που μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο τη λειτουργία των χρηματοοικονομικών αγορών, με σκοπό τον συντονισμό των ενεργειών που αναλαμβάνονται από τις σχετικές αρμόδιες αρχές,
τη λήψη κατάλληλων μέτρων για τον συντονισμό των δράσεων που αναλαμβάνονται από τις σχετικές αρμόδιες αρχές με σκοπό τη διευκόλυνση της εισόδου στην αγορά φορέων ή προϊόντων που βασίζονται στην τεχνολογική καινοτομία,
τη συγκέντρωση των πληροφοριών που προέρχονται από τις αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με τα άρθρα 21 και 35, στο πλαίσιο των κανονιστικών υποχρεώσεων υποβολής εκθέσεων που ισχύουν για τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα. Η αρχή ανταλλάσσει τις πληροφορίες αυτές με τις άλλες εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές.
Άρθρο 31α
Ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με την καταλληλότητα και την εντιμότητα
Η Αρχή, από κοινού με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), δημιουργούν σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών σχετικά με την εκτίμηση της καταλληλότητας και της εντιμότητας των κατόχων ειδικών συμμετοχών, των διευθυντών και των βασικών αρμοδίων των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.
Άρθρο 32
Εκτίμηση των εξελίξεων της αγοράς, συμπεριλαμβανομένων των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων
Η Αρχή προωθεί και συντονίζει σε επίπεδο Ένωσης εκτιμήσεις της αντοχής των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων σε αντίξοες εξελίξεις της αγοράς. Προς τον σκοπό αυτόν αναπτύσσει:
κοινές μεθοδολογίες εκτίμησης της επίπτωσης οικονομικών σεναρίων στη χρηματοοικονομική θέση ενός χρηματοοικονομικού ιδρύματος, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τους κινδύνους που απορρέουν από δυσμενείς περιβαλλοντικές εξελίξεις·
κοινές μεθοδολογίες για τον προσδιορισμό των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων που πρέπει να περιλαμβάνονται στις εκτιμήσεις σε επίπεδο Ένωσης·
κοινές προσεγγίσεις για την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των εν λόγω εκτιμήσεων για την αντοχή των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων·
κοινές μεθοδολογίες εκτίμησης της επίπτωσης συγκεκριμένων προϊόντων ή διαδικασιών διανομής σε κάποιο χρηματοοικονομικό ίδρυμα·
κοινές μεθοδολογίες για την εκτίμηση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων για τις ανάγκες των ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων· και
κοινές μεθοδολογίες για την εκτίμηση της επίπτωσης των περιβαλλοντικών κινδύνων στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων.
Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, η Αρχή συνεργάζεται με το ΕΣΣΚ.
Με την επιφύλαξη των καθηκόντων του ΕΣΣΚ, τα οποία ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1092/2010, η Αρχή διαβιβάζει, τουλάχιστον μια φορά το έτος ή και συχνότερα, όταν κρίνει σκόπιμο, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στο ΕΣΣΚ, εκτιμήσεις τάσεων, δυνητικών κινδύνων και τρωτών σημείων στον τομέα αρμοδιότητάς της, σε συνδυασμό με τον πίνακα κινδύνου που αναφέρεται στο άρθρο 22 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού.
Σε αυτές τις εκτιμήσεις η Αρχή περιλαμβάνει κατάταξη των σημαντικότερων κινδύνων και τρωτών σημείων και, αν κρίνει σκόπιμο, συνιστά προληπτικές ή διορθωτικές ενέργειες.
Άρθρο 33
Διεθνείς σχέσεις συμπεριλαμβανομένης της ισοδυναμίας
Εάν μια τρίτη χώρα, σύμφωνα με την ισχύουσα κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που θεσπίστηκε από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 9 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, περιλαμβάνεται στον κατάλογο χωρών που παρουσιάζουν στρατηγικές ανεπάρκειες στα εθνικά τους συστήματα για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, οι οποίες συνεπάγονται σημαντικές απειλές για το χρηματοοικονομικό σύστημα της Ένωσης, η Αρχή δεν συνάπτει διοικητικές ρυθμίσεις με τις ρυθμιστικές αρχές, τις εποπτικές αρχές και, κατά περίπτωση, τις αρχές εξυγίανσης της εν λόγω τρίτης χώρας. Αυτό δεν αποκλείει άλλες μορφές συνεργασίας μεταξύ της Αρχής και των αντίστοιχων αρχών των τρίτων χωρών, με σκοπό τη μείωση των απειλών για το χρηματοοικονομικό σύστημα της Ένωσης.
Επιπλέον, επαληθεύει αν εξακολουθούν να πληρούνται τα κριτήρια, βάσει των οποίων έχουν ληφθεί οι εν λόγω αποφάσεις ισοδυναμίας, και οποιεσδήποτε προϋποθέσεις που καθορίζονται σε αυτές.
Η Αρχή μπορεί να συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές των τρίτων χωρών. Η Αρχή υποβάλλει εμπιστευτική έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, καθώς και στην Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και στην Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), στην οποία συνοψίζονται τα ευρήματά της που προκύπτουν από την παρακολούθηση όλων των ισοδύναμων τρίτων χωρών. Η έκθεση επικεντρώνεται ιδίως στις επιπτώσεις για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, την ακεραιότητα της αγοράς, την προστασία των επενδυτών ή τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.
Όταν η Αρχή εντοπίζει σχετικές εξελίξεις όσον αφορά τις πρακτικές ρύθμισης, εποπτείας ή, κατά περίπτωση, εξυγίανσης, ή επιβολής στις τρίτες χώρες που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο, οι οποίες ενδέχεται να έχουν αντίκτυπο στη χρηματοοικονομική σταθερότητα της Ένωσης ή ενός ή περισσότερων κρατών μελών της, στην ακεραιότητα της αγοράς, στην προστασία των επενδυτών ή στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή σε εμπιστευτική βάση και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.
Με την επιφύλαξη των ειδικών απαιτήσεων που προβλέπονται στις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 και με την επιφύλαξη των όρων της δεύτερης περιόδου της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η Αρχή συνεργάζεται όταν είναι δυνατό με τις σχετικές αρμόδιες αρχές και κατά περίπτωση επίσης με τις αρχές εξυγίανσης τρίτων χωρών των οποίων τα ρυθμιστικά και εποπτικά καθεστώτα έχουν αναγνωριστεί ως ισοδύναμα. Καταρχήν, η εν λόγω συνεργασία λαμβάνει χώρα βάσει των διοικητικών ρυθμίσεων οι οποίες συνάπτονται με τις σχετικές αρχές των εν λόγω τρίτων χωρών. Κατά τη διαπραγμάτευση τέτοιου είδους διοικητικών ρυθμίσεων, η Αρχή περιλαμβάνει διατάξεις σχετικά με τα εξής:
τους μηχανισμούς που παρέχουν τη δυνατότητα στην Αρχή να λαμβάνει συναφείς πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με το ρυθμιστικό καθεστώς, την εποπτική προσέγγιση, τις συναφείς εξελίξεις της αγοράς και τυχόν μεταβολές οι οποίες ενδέχεται να επηρεάσουν την απόφαση περί ισοδυναμίας·
στον βαθμό που είναι αναγκαίο ώστε να δοθεί συνέχεια σε τέτοιου είδους αποφάσεις περί ισοδυναμίας, τις διαδικασίες σχετικά με τον συντονισμό των εποπτικών δραστηριοτήτων, συμπεριλαμβανομένων των επιτόπιων επιθεωρήσεων, όπου απαιτείται.
Η Αρχή ενημερώνει την Επιτροπή όταν αρμόδια αρχή τρίτης χώρας αρνείται να συνάψει τέτοιου είδους διοικητικές ρυθμίσεις ή αρνείται να συνεργαστεί αποτελεσματικά.
Στην έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 43 παράγραφος 5, η Αρχή περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με τις διοικητικές ρυθμίσεις που έχουν συμφωνηθεί με εποπτικές αρχές, διεθνείς οργανισμούς ή διοικήσεις τρίτων χωρών, τη συνδρομή της Αρχής προς την Επιτροπή για την προετοιμασία αποφάσεων ισοδυναμίας και σχετικά με την παρακολούθηση από την Αρχή σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου.
▼M8 —————
Άρθρο 35
Συγκέντρωση πληροφοριών
Όταν δεν διατίθενται πλήρεις ή ακριβείς πληροφορίες ή δεν τίθενται εγκαίρως στη διάθεση των ενδιαφερομένων δυνάμει των παραγράφων 1 ή 5, η Αρχή μπορεί να ζητήσει πληροφορίες, με δεόντως τεκμηριωμένο και αιτιολογημένο αίτημα, απευθείας από:
οικεία χρηματοοικονομικά ιδρύματα·
εταιρείες συμμετοχών ή υποκαταστήματα οικείου χρηματοοικονομικού ιδρύματος·
μη ρυθμιζόμενους επιχειρησιακούς φορείς εντός ενός χρηματοοικονομικού ομίλου ή ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων που είναι σημαντικοί για τις χρηματοοικονομικές δραστηριότητες των οικείων χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων.
Οι αποδέκτες αυτής της αίτησης χορηγούν αμέσως και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην Αρχή σαφείς, ακριβείς και πλήρεις πληροφορίες.
Η Αρχή ενημερώνει τις σχετικές αρμόδιες αρχές όσον αφορά τις αιτήσεις, σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο και την παράγραφο 5.
Κατόπιν αιτήματος της Αρχής, οι αρμόδιες αρχές βοηθούν την Αρχή στη συγκέντρωση των πληροφοριών.
Άρθρο 36
Σχέσεις με το ΕΣΣΚ
▼M8 —————
Με τη συναφή διαδικασία λήψης αποφάσεων, λαμβάνει απόφαση σχετικά με οποιαδήποτε ληπτέα μέτρα με βάση τις εξουσίες που της παρέχονται με τον παρόντα κανονισμό για τον χειρισμό των θεμάτων που ορίζονται στις προειδοποιήσεις και συστάσεις.
Αν η Αρχή δεν δώσει συνέχεια σε προειδοποίηση ή σύσταση, αναφέρει στο ΕΣΣΚ τους σχετικούς λόγους. Το ΕΣΣΚ ενημερώνει σχετικά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010. Το ΕΣΣΚ ενημερώνει επίσης σχετικά το Συμβούλιο.
Αν ο αποδέκτης δεν προτίθεται να ακολουθήσει τη σύσταση του ΕΣΣΚ, ενημερώνει το συμβούλιο εποπτών και συζητεί με αυτό τους λόγους για τους οποίους δεν λαμβάνει μέτρα.
Όταν η αρμόδια αρχή ενημερώνει, σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και το ΕΣΣΚ για τις ενέργειες στις οποίες προέβη ως απάντηση σε σύσταση του ΕΣΣΚ, λαμβάνει δεόντως υπόψη τις απόψεις του συμβουλίου εποπτών.
▼M8 —————
Άρθρο 37
Ομάδα τραπεζικών συμφεροντούχων
Η ομάδα τραπεζικών συμφεροντούχων συνεδριάζει ιδία πρωτοβουλία όποτε κρίνεται αναγκαίο, και σε κάθε περίπτωση τουλάχιστον τέσσερις φορές το χρόνο.
Η ομάδα τραπεζικών συμφεροντούχων αποτελείται από 30 μέλη. Τα εν λόγω μέλη απαρτίζονται από:
13 μέλη που εκπροσωπούν, στη σωστή αναλογία, τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα που δραστηριοποιούνται στην Ένωση, τρία από τα οποία εκπροσωπούν συνεργατικές τράπεζες και τράπεζες αποταμίευσης·
13 μέλη που εκπροσωπούν τους εκπροσώπους των υπαλλήλων των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων που λειτουργούν στην Ένωση, τους καταναλωτές, τους χρήστες τραπεζικών υπηρεσιών και τους αντιπροσώπους των ΜΜΕ· και
τέσσερις ανεξάρτητους διακεκριμένους πανεπιστημιακούς.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί να καλέσει τον πρόεδρο της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων να προβεί σε δήλωση ενώπιόν του και να απαντήσει σε τυχόν ερωτήσεις των βουλευτών του, όποτε του ζητηθεί.
Η Αρχή παρέχει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες, υπό την αίρεση του επαγγελματικού απορρήτου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 70 του παρόντος κανονισμού, και διασφαλίζει επαρκή γραμματειακή υποστήριξη της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων. Καθιερώνεται επαρκής αποζημίωση για τα μέλη της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων που εκπροσωπούν μη κερδοσκοπικές οργανώσεις, εξαιρουμένων των εκπροσώπων του κλάδου. Η αποζημίωση αυτή λαμβάνει υπόψη το προπαρασκευαστικό και το μετέπειτα έργο των μελών και είναι τουλάχιστον ισοδύναμη με τα ποσοστά επιστροφής δαπανών που καταβάλλονται στους υπαλλήλους, σύμφωνα με τον Τίτλο V Κεφάλαιο 1 Τμήμα 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης που καθορίζεται στον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 του Συμβουλίου ( 25 ) (κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης). Η ομάδα τραπεζικών συμφεροντούχων μπορεί να συγκροτήσει ομάδες εργασίας για τεχνικά θέματα. Η θητεία των μελών της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων διαρκεί τέσσερα έτη και τη λήξη της ακολουθεί νέα διαδικασία επιλογής.
Τα μέλη της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων μπορούν να υπηρετήσουν επί δυο διαδοχικές θητείες.
Όταν τα μέλη της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων δεν μπορούν να συμφωνήσουν σε συμβουλή, το ένα τρίτο των μελών της ή τα μέλη που εκπροσωπούν μια ομάδα συμφεροντούχων επιτρέπεται να εκδώσουν χωριστή συμβουλή.
Η ομάδα τραπεζικών συμφεροντούχων, η ομάδα συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών, η ομάδα συμφεροντούχων ασφαλίσεων και αντασφαλίσεων και η ομάδα συμφεροντούχων ταμείων επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών μπορούν να εκδίδουν κοινές συμβουλές για ζητήματα που σχετίζονται με το έργο των ΕΕΑ σύμφωνα με το άρθρο 56 σχετικά με κοινές θέσεις και κοινές πράξεις.
Άρθρο 38
Διασφαλίσεις
Αν κράτος μέλος θεωρήσει ότι η απόφαση που ελήφθη δυνάμει του άρθρου 19 παράγραφος 3 προσκρούει στις δημοσιονομικές του αρμοδιότητες, μπορεί να γνωστοποιήσει στην Αρχή και στην Επιτροπή εντός δύο εβδομάδων από τη γνωστοποίηση της απόφασης της Αρχής στην αρμόδια αρχή ότι η απόφαση δεν θα τεθεί σε εφαρμογή από την αρμόδια αρχή.
Στη γνωστοποίησή του, το κράτος μέλος εξηγεί σαφώς και ειδικώς γιατί και πώς η απόφαση προσκρούει στις δημοσιονομικές του αρμοδιότητες.
Σε περίπτωση τέτοιας γνωστοποίησης, η απόφαση της Αρχής αναστέλλεται.
Εντός ενός μηνός από τη γνωστοποίηση του κράτους μέλους, η Αρχή ενημερώνει το κράτος μέλος εάν εμμένει στην απόφασή της ή εάν την τροποποιεί ή την ανακαλεί. Εάν η Αρχή εμμείνει στην απόφασή της ή την τροποποιήσει, δηλώνει ότι δεν θίγονται οι δημοσιονομικές αρμοδιότητες.
Αν η Αρχή εμμείνει στην απόφασή της, το Συμβούλιο αποφασίζει, με πλειοψηφία των εκπεφρασμένων ψήφων, σε μία από τις συνόδους του, το αργότερο εντός δύο μηνών μετά την ενημέρωση του κράτους μέλους από την Αρχή, όπως αναφέρεται στο τέταρτο εδάφιο, αν η απόφαση της Αρχής εξακολουθεί να ισχύει.
Σε περίπτωση που το Συμβούλιο, αφού εξετάσει το θέμα, δεν αποφασίσει να διατηρήσει την απόφαση της Αρχής, σύμφωνα με το πέμπτο εδάφιο, η απόφαση της Αρχής παύει να ισχύει.
Αν κράτος μέλος θεωρήσει ότι απόφαση που ελήφθη δυνάμει του άρθρου 18 παράγραφος 3 προσκρούει στις δημοσιονομικές του αρμοδιότητες, μπορεί να γνωστοποιήσει στην Αρχή, στην Επιτροπή και στο Συμβούλιο, εντός τριών εργάσιμων ημερών από τη γνωστοποίηση της απόφασης της Αρχής στην αρμόδια αρχή, ότι η απόφαση δεν θα τεθεί σε εφαρμογή από την αρμόδια αρχή.
Στη γνωστοποίησή του, το κράτος μέλος εξηγεί σαφώς και ειδικώς γιατί και πώς η απόφαση προσκρούει στις δημοσιονομικές του αρμοδιότητες.
Σε περίπτωση τέτοιας γνωστοποίησης, η απόφαση της Αρχής αναστέλλεται.
Το Συμβούλιο συγκαλεί σύνοδο, εντός δέκα εργάσιμων ημερών, και αποφασίζει, με απλή πλειοψηφία των μελών του, αν η απόφαση της Αρχής ανακαλείται.
Εφόσον το Συμβούλιο, αφού εξετάσει το θέμα, δεν αποφασίσει να ανακαλέσει την απόφαση της Αρχής σύμφωνα με το τέταρτο εδάφιο, η αναστολή της απόφασης της Αρχής παύει να ισχύει.
Όταν το Συμβούλιο έχει λάβει απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 3 να μην ανακαλέσει απόφαση της Αρχής που ελήφθη δυνάμει του άρθρου 18 παράγραφος 3, το δε ενδιαφερόμενο κράτος μέλος θεωρεί ακόμη ότι η απόφαση της Αρχής προσκρούει στις δημοσιονομικές του αρμοδιότητες, το εν λόγω κράτος μέλος μπορεί να ενημερώσει την Επιτροπή και την Αρχή και να ζητήσει από το Συμβούλιο να επανεξετάσει το θέμα. Το εν λόγω κράτος μέλος εκθέτει σαφώς τους λόγους για τους οποίους διαφωνεί με την απόφαση του Συμβουλίου.
Εντός προθεσμίας τεσσάρων εβδομάδων από την ενημέρωση στην οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο, το Συμβούλιο επιβεβαιώνει την αρχική του απόφαση ή λαμβάνει νέα απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 3.
Η προθεσμία των τεσσάρων εβδομάδων μπορεί να παραταθεί κατά τέσσερις επιπλέον εβδομάδες από το Συμβούλιο, εφόσον το απαιτούν οι ιδιαίτερες περιστάσεις της περίπτωσης.
Άρθρο 39
Διαδικασίες λήψης αποφάσεων
ΚΕΦΑΛΑΙΟ III
ΟΡΓΑΝΩΣΗ
ΕΝΟΤΗΤΑ 1
Συμβούλιο εποπτών
Άρθρο 40
Σύνθεση
Το συμβούλιο εποπτών συγκροτείται από:
τον πρόεδρο,
τον επικεφαλής της εθνικής δημόσιας αρχής που είναι αρμόδια για την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων σε κάθε κράτος μέλος, ο οποίος συμμετέχει αυτοπροσώπως στις συνεδριάσεις τουλάχιστον δύο φορές ετησίως,
έναν εκπρόσωπο της Επιτροπής, χωρίς δικαίωμα ψήφου,
έναν εκπρόσωπο που ορίζεται από το εποπτικό συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, χωρίς δικαίωμα ψήφου·
έναν εκπρόσωπο του ΕΣΣΚ, χωρίς δικαίωμα ψήφου,
έναν εκπρόσωπο καθεμιάς από τις άλλες δυο Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές, χωρίς δικαίωμα ψήφου.
Προκειμένου να ενεργεί στο πλαίσιο της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, το μέλος του συμβουλίου εποπτών που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) δύναται, κατά περίπτωση, να συνοδεύεται από εκπρόσωπο της αρχής εξυγίανσης σε κάθε κράτος μέλος, χωρίς δικαίωμα ψήφου.
Προκειμένου να ενεργεί στο πλαίσιο του άρθρου της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, ο πρόεδρος του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης παρίσταται ως παρατηρητής στο συμβούλιο εποπτών.
Το συμβούλιο εποπτών μπορεί να αποφασίσει να δεχτεί παρατηρητές.
Ο εκτελεστικός διευθυντής μπορεί να συμμετέχει στις συνεδριάσεις του συμβουλίου εποπτών, χωρίς δικαίωμα ψήφου.
Άρθρο 41
Εσωτερικές επιτροπές
Κάθε μέλος της ομάδας διαθέτει μία ψήφο.
Οι αποφάσεις της ανεξάρτητης ομάδας εγκρίνονται όταν υπερψηφίζουν τουλάχιστον τέσσερα μέλη.
Κάθε μέλος της ομάδας διαθέτει μία ψήφο.
Οι αποφάσεις της ανεξάρτητης ομάδας εγκρίνονται όταν υπερψηφίζουν τουλάχιστον τέσσερα μέλη.
Κάθε μέλος της ομάδας διαθέτει μία ψήφο.
Οι αποφάσεις της ανεξάρτητης ομάδας εγκρίνονται όταν υπερψηφίζουν τουλάχιστον τέσσερα μέλη.
Άρθρο 42
Ανεξαρτησία του συμβουλίου εποπτών
Άρθρο 43
Καθήκοντα
▼M8 —————
Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει, πριν τις 30 Σεπτεμβρίου εκάστου έτους, βάσει πρότασης του συμβουλίου διοίκησης, το πρόγραμμα εργασίας της Αρχής για το επόμενο έτος και το διαβιβάζει προς ενημέρωση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή.
Το πρόγραμμα εργασίας εγκρίνεται με την επιφύλαξη της ετήσιας διαδικασίας για τον προϋπολογισμό και δημοσιοποιείται.
Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει το πολυετές πρόγραμμα εργασίας της Αρχής και το διαβιβάζει προς ενημέρωση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή.
Το πολυετές πρόγραμμα εργασίας εγκρίνεται με την επιφύλαξη της ετήσιας διαδικασίας για τον προϋπολογισμό και δημοσιοποιείται.
Άρθρο 43α
Διαφάνεια των αποφάσεων που εγκρίνονται από το συμβούλιο εποπτών
Με την επιφύλαξη του άρθρου 70, εντός έξι εβδομάδων από τη συνεδρίαση του συμβουλίου εποπτών, η Αρχή διαβιβάζει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τουλάχιστον, πλήρη και ουσιαστικά πρακτικά των εργασιών της εν λόγω συνεδρίασης τα οποία καθιστούν δυνατή την πλήρη κατανόηση των συζητήσεων, συμπεριλαμβανομένου ενός σχολιασμένου καταλόγου των αποφάσεων. Τα πρακτικά αυτά δεν αποτυπώνουν τις συζητήσεις του συμβουλίου εποπτών όσον αφορά μεμονωμένα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στο άρθρο 75 παράγραφος 3 ή στις νομοθετικές πράξεις οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.
Άρθρο 44
Λήψη αποφάσεων
Όσον αφορά τις πράξεις που ορίζονται στα άρθρα 10 έως 16 του παρόντος κανονισμού και τα μέτρα και τις αποφάσεις που εκδίδονται βάσει του άρθρου 9 παράγραφος 5 τρίτο εδάφιο του παρόντος κανονισμού και του Κεφαλαίου VΙ του παρόντος κανονισμού και κατά παρέκκλιση του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, το συμβούλιο εποπτών λαμβάνει αποφάσεις με ειδική πλειοψηφία των μελών του, όπως ορίζεται στο άρθρο 16 παράγραφος 4 ΣΕΕ και στο άρθρο 3 του πρωτοκόλλου αριθ. 36 σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις, η οποία περιλαμβάνει τουλάχιστον την απλή πλειοψηφία των παρόντων στην ψηφοφορία μελών από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών που είναι συμμετέχοντα κράτη μέλη, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 («συμμετέχοντα κράτη μέλη») και την απλή πλειοψηφία των παρόντων στην ψηφοφορία μελών από τις αρμόδιες αρχές κρατών μελών που δεν είναι συμμετέχοντα κράτη μέλη, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 («μη συμμετέχοντα κράτη μέλη»).
Ο πρόεδρος δεν ψηφίζει για τις αποφάσεις που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο.
Όσον αφορά τη σύνθεση των ειδικών ομάδων σύμφωνα με το άρθρο 41 παράγραφοι 2, 3 και 4, και τα μέλη της επιτροπής αξιολόγησης από ομοτίμους που αναφέρεται στο άρθρο 30 παράγραφος 2, το συμβούλιο εποπτών, όταν εξετάζει τις προτάσεις του προέδρου του, επιδιώκει τη συναίνεση. Εάν δεν επιτευχθεί συναίνεση, οι αποφάσεις του συμβουλίου εποπτών λαμβάνονται με την πλειοψηφία των τριών τετάρτων των μελών του που έχουν δικαίωμα ψήφου. Κάθε μέλος διαθέτει μία ψήφο.
Όσον αφορά τις αποφάσεις που λαμβάνονται βάσει του άρθρου 18 παράγραφοι 3 και 4, και κατά παρέκκλιση του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, το συμβούλιο εποπτών λαμβάνει αποφάσεις με απλή πλειοψηφία των μελών του με δικαίωμα ψήφου, που περιλαμβάνει απλή πλειοψηφία των μελών του από τις αρμόδιες αρχές των συμμετεχόντων κρατών μελών και απλή πλειοψηφία των μελών του από τις αρμόδιες αρχές των μη συμμετεχόντων κρατών μελών.
Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, από την ημερομηνία κατά την οποία τέσσερα το πολύ μέλη με δικαίωμα ψήφου είναι από αρμόδιες αρχές μη συμμετεχόντων κρατών μελών, η προτεινόμενη απόφαση εγκρίνεται με απλή πλειοψηφία των μελών του συμβουλίου εποπτών με δικαίωμα ψήφου, η οποία περιλαμβάνει μία τουλάχιστον ψήφο των μελών του από τις αρμόδιες αρχές των μη συμμετεχόντων κρατών μελών.
Το πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται στον εκτελεστικό διευθυντή και στον εκπρόσωπο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που ορίζεται από το εποπτικό της συμβούλιο.
ΕΝΟΤΗΤΑ 2
Συμβούλιο διοίκησης
Άρθρο 45
Σύνθεση
Εκτός από τον πρόεδρο, για κάθε μέλος του συμβουλίου διοίκησης υπάρχει ένα αναπληρωματικό μέλος, το οποίο μπορεί να το αντικαθιστά, αν κωλύεται να παραστεί.
Άρθρο 45α
Λήψη αποφάσεων
Άρθρο 45β
Ομάδες συντονισμού
Άρθρο 46
Ανεξαρτησία του συμβουλίου διοίκησης
Τα μέλη του συμβουλίου διοίκησης ενεργούν ανεξάρτητα και αντικειμενικά προς το αποκλειστικό συμφέρον της Ένωσης συνολικά και δεν επιτρέπεται να ζητούν ή να δέχονται οδηγίες από τα θεσμικά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης, από οποιαδήποτε κυβέρνηση ή από οποιονδήποτε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα.
Τα κράτη μέλη, τα θεσμικά όργανα ή οι οργανισμοί της Ένωσης και οποιοσδήποτε άλλος δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας δεν επιδιώκουν να επηρεάσουν τα μέλη του συμβουλίου διοίκησης κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.
Άρθρο 47
Καθήκοντα
ΕΝΟΤΗΤΑ 3
Πρόεδρος
Άρθρο 48
Διορισμός και καθήκοντα
Η Αρχή εκπροσωπείται από τον πρόεδρο, ο οποίος είναι ανεξάρτητος επαγγελματίας πλήρους απασχόλησης.
Ο πρόεδρος είναι υπεύθυνος για την προετοιμασία των εργασιών του συμβουλίου εποπτών, μεταξύ άλλων για τον καθορισμό της ημερήσιας διάταξης προς έγκριση από το συμβούλιο εποπτών, για τη σύγκληση των συνεδριάσεων και την κατάθεση των θεμάτων για λήψη απόφασης, και προεδρεύει των συνεδριάσεων του συμβουλίου εποπτών.
Ο πρόεδρος είναι υπεύθυνος για τον καθορισμό της ημερήσιας διάταξης του συμβουλίου διοίκησης, η οποία εγκρίνεται από αυτό και προεδρεύει των συνεδριάσεών του.
Ο πρόεδρος μπορεί να καλεί το συμβούλιο διοίκησης να εξετάσει το ενδεχόμενο σύστασης ομάδας συντονισμού σύμφωνα με το άρθρο 45β.
Αν ο πρόεδρος δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 49 ή έχει κριθεί ένοχος σοβαρού παραπτώματος, το Συμβούλιο μπορεί, κατόπιν πρότασης της Επιτροπής που έχει εγκριθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, να εκδώσει απόφαση για παύση του από τα καθήκοντά του.
Επίσης το συμβούλιο εποπτών εκλέγει, μεταξύ των μελών του, αντιπρόεδρο, που ασκεί τις λειτουργίες του προέδρου όταν ο τελευταίος απουσιάζει. Ο αντιπρόεδρος αυτός δεν εκλέγεται μεταξύ των μελών του συμβουλίου διοίκησης.
Κατά το εννεάμηνο που προηγείται της λήξης της πενταετούς θητείας του προέδρου, το συμβούλιο εποπτών αποτιμά:
τα αποτελέσματα που επιτεύχθηκαν κατά την πρώτη θητεία και τον τρόπο με τον οποίο επιτεύχθηκαν,
τα καθήκοντα και τις απαιτήσεις της Αρχής για τα επόμενα έτη.
Για τους σκοπούς της αξιολόγησης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, τα καθήκοντα του προέδρου ασκούνται από τον αντιπρόεδρο.
Το Συμβούλιο, κατόπιν πρότασης του συμβουλίου εποπτών και επικουρούμενο από την Επιτροπή και λαμβάνοντας υπόψη την αποτίμηση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, μπορεί να παρατείνει τη θητεία του προέδρου άπαξ.
Άρθρο 49
Ανεξαρτησία του προέδρου
Με την επιφύλαξη του ρόλου του συμβουλίου εποπτών όσον αφορά τα καθήκοντα του προέδρου, ο πρόεδρος δεν επιτρέπεται να ζητεί ούτε να δέχεται οδηγίες από τα θεσμικά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης, από οποιαδήποτε κυβέρνηση ή από οποιονδήποτε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα.
Ούτε τα κράτη μέλη, ούτε τα θεσμικά όργανα ή οι οργανισμοί της Ένωσης ή οποιοσδήποτε άλλος δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας επιτρέπεται να επιδιώκουν να επηρεάσουν τον πρόεδρο κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.
Σύμφωνα με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης που αναφέρεται στο άρθρο 68, ο πρόεδρος, μετά την έξοδό του από την υπηρεσία, εξακολουθεί να δεσμεύεται από την υποχρέωση να συμπεριφέρεται με ακεραιότητα και διακριτικότητα σε σχέση με την αποδοχή ορισμένων θέσεων και ευεργετημάτων.
Άρθρο 49α
Δαπάνες
Ο πρόεδρος δημοσιοποιεί όλες τις συνεδριάσεις που διεξήχθησαν με εξωτερικούς ενδιαφερομένους εντός δύο εβδομάδων από τη συνεδρίαση και την προσφερθείσα φιλοξενία. Οι δαπάνες καταχωρίζονται δημοσίως σύμφωνα με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης.
▼M8 —————
ΕΝΟΤΗΤΑ 4
Εκτελεστικός διευθυντής
Άρθρο 51
Διορισμός
Κατά το εννεάμηνο που προηγείται της λήξης της θητείας του εκτελεστικού διευθυντή, το συμβούλιο εποπτών αποτιμά ιδίως:
τα αποτελέσματα που επιτεύχθηκαν κατά την πρώτη θητεία και τον τρόπο με τον οποίο επιτεύχθηκαν,
τα καθήκοντα και τις απαιτήσεις της Αρχής για τα επόμενα έτη.
Λαμβάνοντας υπόψη την αποτίμηση στην οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο, το συμβούλιο εποπτών μπορεί να παρατείνει τη θητεία του εκτελεστικού διευθυντή άπαξ.
Άρθρο 52
Ανεξαρτησία
Με την επιφύλαξη αντιστοίχως των ρόλων του συμβουλίου διοίκησης και του συμβουλίου εποπτών όσον αφορά τα καθήκοντα του εκτελεστικού διευθυντή, ο εκτελεστικός διευθυντής δεν επιτρέπεται να ζητεί ή να λαμβάνει οδηγίες από τα θεσμικά όργανα ή τους οργανισμούς της Ένωσης, από την κυβέρνηση οποιουδήποτε κράτους μέλους ή από οποιονδήποτε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα.
Ούτε τα κράτη μέλη, ούτε τα θεσμικά όργανα ή οι οργανισμοί της Ένωσης ή οποιοσδήποτε άλλος δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας επιτρέπεται να επιδιώκουν να επηρεάσουν τον εκτελεστικό διευθυντή κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.
Σύμφωνα με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης που αναφέρεται στο άρθρο 68, ο εκτελεστικός διευθυντής, μετά την έξοδό του από την υπηρεσία, εξακολουθεί να δεσμεύεται από την υποχρέωση να συμπεριφέρεται με ακεραιότητα και διακριτικότητα σε σχέση με την αποδοχή ορισμένων θέσεων και ευεργετημάτων.
Άρθρο 52α
Δαπάνες
Ο εκτελεστικός διευθυντής δημοσιοποιεί τις διεξαχθείσες συνεδριάσεις και την προσφερθείσα φιλοξενία. Οι δαπάνες καταχωρούνται δημοσίως σύμφωνα με τον Κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης.
Άρθρο 53
Καθήκοντα
ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV
ΚΟΙΝΑ ΟΡΓΑΝΑ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΕΠΟΠΤΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ
ΕΝΟΤΗΤΑ 1
Μεικτή Επιτροπή Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών
Άρθρο 54
Σύσταση
Η Μεικτή Επιτροπή αποτελεί φόρουμ στο οποίο η Αρχή συνεργάζεται τακτικά και στενά, για να διασφαλίζει διατομεακή συνέπεια, λαμβάνοντας πλήρως υπόψη τις τομεακές ιδιαιτερότητες, με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), συγκεκριμένα όσον αφορά:
Άρθρο 55
Σύνθεση
Η Μεικτή Επιτροπή εγκρίνει και δημοσιοποιεί τον εσωτερικό κανονισμό της. Ο κανονισμός αυτός μπορεί να ορίζει επιπλέον συμμετέχοντες στις συνεδριάσεις της Μεικτής Επιτροπής.
Η Μεικτή Επιτροπή συνέρχεται τουλάχιστον μία φορά το τρίμηνο.
Άρθρο 56
Κοινές θέσεις και κοινές πράξεις
Εφόσον είναι αναγκαίο, στο πλαίσιο των καθηκόντων της που ορίζονται στο κεφάλαιο II του παρόντος κανονισμού και ιδίως όσον αφορά την εφαρμογή της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, η Αρχή επιδιώκει να καταλήξει με συναίνεση σε κοινές θέσεις, ανάλογα με την περίπτωση, με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών).
Αν απαιτείται από την ενωσιακή νομοθεσία, τα μέτρα βάσει των άρθρων 10 έως 16 και οι αποφάσεις βάσει των άρθρων 17, 18 και 19 του παρόντος κανονισμού που αφορούν την εφαρμογή της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και κάθε άλλης νομοθετικής πράξης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού και που εμπίπτουν επίσης στο πεδίο αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) ή της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών), εγκρίνονται παράλληλα, ανάλογα με την περίπτωση, από την Αρχή, την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών).
Άρθρο 57
Υποεπιτροπές
ΕΝΟΤΗΤΑ 2
Συμβούλιο προσφυγών
Άρθρο 58
Σύνθεση και λειτουργία
Το συμβούλιο προσφυγών αποτελείται από έξι τακτικά και έξι αναπληρωματικά μέλη, τα οποία είναι πρόσωπα υψίστης εντιμότητας με αποδεδειγμένο ιστορικό σχετικών γνώσεων της ενωσιακής νομοθεσίας και διεθνούς επαγγελματικής πείρας, αρκούντως υψηλού επιπέδου στους τομείς των τραπεζικών και ασφαλιστικών υπηρεσιών, των επαγγελματικών συντάξεων, των αγορών κινητών αξιών ή άλλων χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, αποκλειομένων του εν ενεργεία προσωπικού των αρμόδιων αρχών ή άλλων εθνικών ή ενωσιακών θεσμικών οργάνων ή οργανισμών που συμμετέχουν στις δραστηριότητες της Αρχής και των μελών της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων. Τα μέλη και οι αναπληρωτές είναι υπήκοοι κράτους μέλους και έχουν άριστη γνώση τουλάχιστον δύο επίσημων γλωσσών της Ένωσης. Το συμβούλιο προσφυγών διαθέτει επαρκή νομική πείρα, ώστε να παράσχει εμπεριστατωμένες νομικές συμβουλές όσον αφορά τη νομιμότητα, συμπεριλαμβανομένης της αναλογικότητας, της άσκησης των εξουσιών της Αρχής.
Το συμβούλιο προσφυγών ορίζει τον πρόεδρό του.
Αφού λάβει τον κατάλογο επικρατέστερων υποψηφιοτήτων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί να καλέσει τα υποψήφια μέλη και αναπληρωματικά μέλη να προβούν σε δήλωση ενώπιον του και να απαντήσουν σε τυχόν ερωτήσεις των βουλευτών του.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί να καλεί τα μέλη του συμβουλίου προσφυγών να προβούν σε δήλωση ενώπιόν του και να απαντήσουν σε τυχόν ερωτήσεις των βουλευτών του, όποτε αυτό ζητηθεί, με εξαίρεση τις δηλώσεις, ερωτήσεις ή απαντήσεις που αφορούν μεμονωμένες υποθέσεις για τις οποίες έχει ληφθεί απόφαση από το συμβούλιο προσφυγών ή που εκκρεμούν ενώπιόν του.
Άρθρο 59
Ανεξαρτησία και αμεροληψία
Οποιοδήποτε μέρος της εκδίκασης προσφυγής μπορεί να υποβάλει ένσταση κατά της συμμετοχής μέλους του συμβουλίου προσφυγών για κάποιον από τους λόγους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 ή αν υπάρχουν υποψίες για μεροληπτική στάση.
Καμμία ένσταση δεν μπορεί να βασίζεται στην εθνικότητα μελών, ούτε είναι παραδεκτή αν, έχοντας επίγνωση του λόγου ένστασης, το μέρος της εκδίκασης της προσφυγής προέβη παρ’ όλα αυτά σε άλλο διαδικαστικό βήμα, πέραν της ένστασης όσον αφορά τη σύνθεση του συμβουλίου προσφυγών.
Το συμβούλιο προσφυγών αποφασίζει για τα ληπτέα μέτρα στις περιπτώσεις των παραγράφων 1 και 2 χωρίς τη συμμετοχή του υπόψη μέλους.
Για τη λήψη της εν λόγω απόφασης, το υπόψη μέλος αντικαθίσταται στο συμβούλιο προσφυγών από το αναπληρωματικό μέλος του. Εάν το αναπληρωματικό μέλος βρίσκεται σε παρόμοια κατάσταση, ο πρόεδρος της Αρχής ορίζει ως αντικαταστάτη κάποιο από τα διαθέσιμα αναπληρωματικά μέλη.
Τα μέλη του συμβουλίου προσφυγών δεσμεύονται να ενεργούν ανεξάρτητα και υπέρ του δημόσιου συμφέροντος.
Για τον σκοπό αυτόν, υποβάλλουν δήλωση δεσμεύσεων και δήλωση συμφερόντων, όπου δηλώνουν είτε την απουσία κάθε συμφέροντος που μπορεί να θεωρηθεί ότι θίγει την ανεξαρτησία τους, είτε κάθε άμεσο ή έμμεσο συμφέρον που μπορεί να θεωρηθεί ότι θίγει την ανεξαρτησία τους.
Οι δηλώσεις αυτές πραγματοποιούνται δημοσίως, ετησίως και είναι έγγραφες.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ V
ΔΙΟΡΘΩΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ
Άρθρο 60
Προσφυγές
Το συμβούλιο προσφυγών αποφασίζει επί της προσφυγής εντός τριών μηνών από την άσκησή της.
Προσφυγή που ασκείται σύμφωνα με την παράγραφο 1 δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα.
Ωστόσο, το συμβούλιο προσφυγών μπορεί να αναστείλει την εφαρμογή της προσβαλλόμενης απόφασης, εάν κρίνει ότι το απαιτούν οι περιστάσεις.
Άρθρο 60α
Υπέρβαση αρμοδιότητας από την Αρχή
Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί να αποστέλλει αιτιολογημένη συμβουλή στην Επιτροπή, εάν το πρόσωπο αυτό είναι της γνώμης ότι η Αρχή έχει υπερβεί την αρμοδιότητά της, ενεργώντας μη συμφώνως με την αρχή της αναλογικότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 5, όταν ενεργεί σύμφωνα με τα άρθρα 16 και 16β, και αυτό αφορά άμεσα και ατομικά το εν λόγω πρόσωπο.
Άρθρο 61
Προσφυγές ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI
ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 62
Προϋπολογισμός της Αρχής
Τα έσοδα της Αρχής, η οποία είναι ευρωπαϊκός οργανισμός σύμφωνα με το άρθρο 70 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 26 ) («δημοσιονομικός κανονισμός»), συνίστανται συγκεκριμένα σε οποιονδήποτε συνδυασμό των εξής:
υποχρεωτικές εισφορές των εθνικών δημόσιων αρχών οι οποίες είναι αρμόδιες για την εποπτεία χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, οι οποίες καταβάλλονται σύμφωνα με τύπο που βασίζεται στη στάθμιση των ψήφων ως έχει στο άρθρο 3 παράγραφος 3 του πρωτοκόλλου (αριθ. 36) σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, το άρθρο 3 παράγραφος 3 του πρωτοκόλλου (αριθ. 36) σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις θα συνεχίσει να εφαρμόζεται πέραν της προβλεπόμενης προθεσμίας της 31ης Οκτωβρίου 2014,
επιχορήγηση από την Ένωση, που εγγράφεται στον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης (τμήμα «Επιτροπή»),
τυχόν τέλη που καταβάλλονται στην Αρχή στις περιπτώσεις που ορίζονται στις σχετικές πράξεις του δικαίου της Ένωσης,
τυχόν εθελοντικές συνεισφορές κρατών μελών ή παρατηρητών,
συμφωνημένες χρεώσεις για δημοσιεύσεις, δραστηριότητες κατάρτισης και άλλες υπηρεσίες που παρέχονται από την Αρχή, εφόσον αυτές έχουν ζητηθεί ειδικά από μία ή περισσότερες αρμόδιες αρχές.
Τυχόν εθελοντικές συνεισφορές κρατών μελών ή παρατηρητών που αναφέρονται στο στοιχείο δ) του πρώτου εδαφίου δεν γίνονται δεκτές, εάν η εν λόγω αποδοχή θα έθετε εν αμφιβόλω την ανεξαρτησία και την αμεροληψία της Αρχής. Οι εθελοντικές συνεισφορές που συνιστούν αποζημίωση για το κόστος των καθηκόντων που ανατίθενται από αρμόδια αρχή στην Αρχή δεν θεωρείται ότι εγείρουν αμφιβολίες ως προς την ανεξαρτησία της τελευταίας.
Άρθρο 63
Κατάρτιση του προϋπολογισμού
Άρθρο 64
Εκτέλεση και έλεγχος του προϋπολογισμού
Ο υπόλογος της Αρχής αποστέλλει επίσης στον υπόλογο της Επιτροπής, έως την 15η Ιουνίου κάθε έτους, δέσμη εκθέσεων που έχει καταρτίσει, σε τυποποιημένη μορφή σύμφωνα με τα όσα έχει ορίσει ο υπόλογος της Επιτροπής για λόγους ενοποίησης.
Άρθρο 65
Δημοσιονομικοί κανόνες
Οι δημοσιονομικοί κανόνες που ισχύουν για την Αρχή εγκρίνονται από το συμβούλιο διοίκησης μετά από διαβούλευση με την Επιτροπή. Οι εν λόγω κανόνες δεν επιτρέπεται να αποκλίνουν από τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2019/715 της Επιτροπής ( 27 ) εκτός εάν αυτό απαιτούν οι συγκεκριμένες ανάγκες για τη λειτουργία της Αρχής και μόνο με την προηγούμενη συμφωνία της Επιτροπής.
Άρθρο 66
Μέτρα για την καταπολέμηση της απάτης
ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII
ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 67
Προνόμια και ασυλίες
Για την Αρχή και το προσωπικό της ισχύει το πρωτόκολλο (αριθ. 7) περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που προσαρτάται στη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη ΣΛΕΕ.
Άρθρο 68
Προσωπικό
Άρθρο 69
Ευθύνη της Αρχής
Άρθρο 70
Υποχρέωση τήρησης επαγγελματικού απορρήτου
Με την επιφύλαξη περιπτώσεων που διέπονται από το ποινικό δίκαιο, καμία εμπιστευτική πληροφορία που λαμβάνουν πρόσωπα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 κατά την άσκηση των καθηκόντων τους δεν επιτρέπεται να γνωστοποιηθεί σε οποιοδήποτε πρόσωπο ή αρχή υπό οποιαδήποτε μορφή, παρά μόνο σε συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή, έτσι ώστε να μην είναι δυνατή η αναγνώριση μεμονωμένων χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων.
Η υποχρέωση που απορρέει από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και από το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου δεν εμποδίζει την Αρχή και τις αρμόδιες αρχές να χρησιμοποιούν τις πληροφορίες για την επιβολή των νομοθετικών πράξεων οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 και ειδικότερα για νομικές διαδικασίες σχετικές με την έκδοση αποφάσεων.
Οι ίδιες απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου ισχύουν επίσης για τους παρατηρητές που παρίστανται στις συνεδριάσεις του συμβουλίου διοίκησης και του συμβουλίου εποπτών και οι οποίοι λαμβάνουν μέρος στις δραστηριότητες της Αρχής.
Οι πληροφορίες αυτές υπόκεινται στους όρους για το επαγγελματικό απόρρητο που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2. Στον εσωτερικό κανονισμό της η Αρχή ορίζει τις πρακτικές ρυθμίσεις για την εφαρμογή των κανόνων εμπιστευτικότητας που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2.
Άρθρο 71
Προστασία δεδομένων
Ο παρών κανονισμός ισχύει με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών αναφορικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 ή των υποχρεώσεων της Αρχής αναφορικά με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 30 ) κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της.
Άρθρο 72
Πρόσβαση σε έγγραφα
Άρθρο 73
Γλωσσικό καθεστώς
Άρθρο 74
Συμφωνία για την έδρα
Οι αναγκαίες ρυθμίσεις σχετικά με τη στέγαση της Αρχής στο κράτος μέλος όπου εδρεύει και σχετικά με τις εγκαταστάσεις που πρέπει να θέσει στη διάθεσή της το εν λόγω κράτος μέλος, καθώς και οι ειδικοί κανόνες που ισχύουν στο εν λόγω κράτος μέλος για το προσωπικό της Αρχής και τα μέλη των οικογενειών τους ορίζονται σε συμφωνία για την έδρα μεταξύ της Αρχής και του εν λόγω κράτους μέλους, η οποία συνάπτεται μετά τη λήψη της έγκρισης του συμβουλίου διοίκησης.
Το εν λόγω κράτος μέλος εξασφαλίζει τις βέλτιστες δυνατές συνθήκες για την καλή λειτουργία της Αρχής, περιλαμβανομένων της πολύγλωσσης και με ευρωπαϊκό προσανατολισμό εκπαίδευσης και των κατάλληλων δρομολογίων των μέσων μεταφοράς
Άρθρο 75
Συμμετοχή τρίτων χωρών
ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII
ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 76
Σχέση με την επιτροπή ευρωπαϊκών αρχών τραπεζικής εποπτείας
Η Αρχή θεωρείται ο νόμιμος διάδοχος της επιτροπής ευρωπαϊκών αρχών τραπεζικής εποπτείας (ΕΕΑΤΕ). Έως την ημερομηνία σύστασης της Αρχής, όλα τα περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις και όλες οι εκκρεμείς δράσεις της ΕΕΑΤΕ μεταφέρονται αυτομάτως στην Αρχή. Η ΕΕΑΤΕ συντάσσει κατάσταση στην οποία εμφαίνεται η κατάσταση ενεργητικού και παθητικού της κατά την ημερομηνία της μεταφοράς αυτής. Η εν λόγω κατάσταση ελέγχεται και εγκρίνεται από την ΕΕΑΤΕ και από την Επιτροπή.
Άρθρο 77
Μεταβατικές διατάξεις για το προσωπικό
Σε όλα τα μέλη του προσωπικού με σύμβαση στα οποία παραπέμπει η παράγραφος 1 θα προταθεί η δυνατότητα σύναψης σύμβασης έκτακτου υπαλλήλου σύμφωνα με το άρθρο 2 στοιχείο α) του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό για τους διάφορους βαθμούς που προβλέπονται στο οργανόγραμμα της Αρχής.
Μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, η αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων αρχή θα διοργανώσει εσωτερική επιλογή περιορισμένη στο προσωπικό που έχει συμβάσεις με την ΕΕΑΤΕ ή τη γραμματεία της, προκειμένου να ελεγχθούν η ικανότητα, η αποδοτικότητα και η ακεραιότητα του προσωπικού που πρόκειται να προσληφθεί. Η εσωτερική διαδικασία επιλογής λαμβάνει πλήρως υπόψη τις δεξιότητες και την εμπειρία των ατόμων κατά την άσκηση των καθηκόντων τους πριν από την πρόσληψη.
Άρθρο 78
Εθνικές διατάξεις
Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διατάξεις κατάλληλες να εξασφαλίζουν την αποτελεσματική εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.
Άρθρο 79
Τροποποιήσεις
Η απόφαση αριθ. 716/2009/ΕΚ τροποποιείται καθώς η ΕΕΑΤΕ διαγράφεται από τον κατάλογο δικαιούχων της ενότητας Β του παραρτήματος της εν λόγω απόφασης.
Άρθρο 80
Κατάργηση
Η απόφαση 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής για τη σύσταση της ΕΕΑΤΕ καταργείται από την 1η Ιανουαρίου 2011.
Άρθρο 81
Επανεξέταση
Έως την 31η Δεκεμβρίου 2021 και ανά τριετία στη συνέχεια, η Επιτροπή δημοσιεύει γενική έκθεση σχετικά με την πείρα που αποκτήθηκε ως αποτέλεσμα της λειτουργίας της Αρχής και των διαδικασιών που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό. Η έκθεση αξιολογεί μεταξύ άλλων:
την αποτελεσματικότητα και τον βαθμό σύγκλισης των πρακτικών εποπτείας που έχει επιτευχθεί από τις αρμόδιες αρχές:
την ανεξαρτησία των αρμόδιων αρχών και τη σύγκλιση ως προς πρότυπα ισοδύναμα προς την εταιρική διακυβέρνηση,
την αμεροληψία, την αντικειμενικότητα και την αυτονομία της Αρχής,
τη λειτουργία των σωμάτων εποπτών,
την πρόοδο που έχει σημειωθεί προς σύγκλιση στα πεδία της πρόληψης, διαχείρισης και επίλυσης κρίσεων, περιλαμβανομένων των ενωσιακών μηχανισμών χρηματοδότησης,
τον ρόλο της Αρχής όσον αφορά τον συστημικό κίνδυνο,
την εφαρμογή της ρήτρας διασφάλισης του άρθρου 38,
την εφαρμογή του δεσμευτικού μεσολαβητικού ρόλου που θεσπίζει το άρθρο 19,
τη λειτουργία της Μεικτής Επιτροπής,
τα εμπόδια ή τις επιπτώσεις στην εποπτική ενοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 8.
Στην έκθεση στην οποία παραπέμπει η παράγραφος 1 εξετάζεται επίσης εάν:
ενδείκνυται να συνεχισθεί η χωριστή εποπτεία τραπεζών, ασφαλίσεων, επαγγελματικών συντάξεων, κινητών αξιών και χρηματοοικονομικών αγορών,
ενδείκνυται η άσκηση προληπτικής εποπτείας και η εποπτεία της επιχειρηματικής δραστηριότητας να διενεργούνται χωριστά ή από τον ίδιο επόπτη,
ενδείκνυται να απλοποιηθεί και να ενισχυθεί η αρχιτεκτονική του ΕΣΧΕ για να αυξηθεί η συνοχή μεταξύ του μακροεπιπέδου και του μικροεπιπέδου και μεταξύ των ΕΕΑ,
η εξέλιξη του ΕΣΧΕ συμβαδίζει αρμονικά με τις παγκόσμιες εξελίξεις,
υπάρχει επαρκής πολυμορφία και αριστεία εντός του ΕΣΧΕ,
υπάρχει επαρκής λογοδοσία και διαφάνεια σχετικά με τις απαιτήσεις δημοσιότητας,
οι πόροι της Αρχής επαρκούν για την επιτέλεση των καθηκόντων της,
ενδείκνυται να διατηρηθεί η έδρα της Αρχής ή να μεταφερθούν οι ΕΕΑ σε ενιαία έδρα προκειμένου να αναβαθμιστεί ο μεταξύ τους συντονισμός.
Άρθρο 81α
Επανεξέταση των κανόνων ψηφοφορίας
Από την ημερομηνία κατά την οποία ο αριθμός των μη συμμετεχόντων κρατών μελών φτάνει τα τέσσερα, η Επιτροπή επανεξετάζει τους κανόνες ψηφοφορίας που περιγράφονται στα άρθρα 41 και 44 και υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με τη λειτουργία των κανόνων αυτών, λαμβάνοντας υπόψη την κτηθείσα πείρα από την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.
Άρθρο 82
Έναρξη ισχύος
Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2011, με εξαίρεση το άρθρο 76 και το άρθρο 77 παράγραφοι 1 και 2, τα οποία εφαρμόζονται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος.
Η Αρχή ιδρύεται την 1η Ιανουαρίου 2011.
Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.
( 1 ) Οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 133 της 22.5.2008, σ. 66).
( 2 ) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).
( 3 ) Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).
( 4 ) Οδηγία 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 149).
( 5 ) Οδηγία 2014/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, για τη συγκρισιμότητα των τελών που συνδέονται με λογαριασμούς πληρωμών, την αλλαγή λογαριασμού πληρωμών και την πρόσβαση σε λογαριασμούς πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά (ΕΕ L 257 της 28.8.2014, σ. 214).
( 6 ) Οδηγία (ΕΕ) 2015/2366 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, σχετικά με υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, την τροποποίηση των οδηγιών 2002/65/ΕΚ, 2009/110/ΕΚ, 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και την κατάργηση της οδηγίας 2007/64/ΕΚ (ΕΕ L 337 της 23.12.2015, σ. 35).
( 7 ) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 287 της 29.10.2013, σ. 63).
( 8 ) Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 73).
( 9 ) Κανονισμός (ΕΕ) 2015/847 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, περί στοιχείων που συνοδεύουν τις μεταφορές χρηματικών ποσών και περί κατάργησης του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1781/2006 (ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 1).
( 10 ) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/79/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 48).
( 11 ) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).
( 12 ) Βλέπε σελίδα 48 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.
( 13 ) Βλέπε σελίδα 84 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.
( 14 ) Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190).
( 15 ) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2014, περί θεσπίσεως ενιαίων κανόνων και διαδικασίας για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης και τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ L 225 της 30.7.2014, σ. 1).
( 16 ) Οδηγία 2014/17/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης για καταναλωτές για ακίνητα που προορίζονται για κατοικία και την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2013/36/EE και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ L 60 της 28.2.2014, σ. 34).
( 17 ) Κανονισμός (ΕΕ) 2015/751 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2015, σχετικά με τις διατραπεζικές προμήθειες για πράξεις πληρωμών με κάρτες (ΕΕ L 123 της 19.5.2015, σ. 1).
( 18 ) Οδηγία 2009/110/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για την ανάληψη, άσκηση και προληπτική εποπτεία της δραστηριότητας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος, την τροποποίηση των οδηγιών 2005/60/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ και την κατάργηση της οδηγίας 2000/46/ΕΚ (ΕΕ L 267 της 10.10.2009, σ. 7).
( 19 ) Κανονισμός (EE) αριθ. 260/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Μαρτίου 2012, σχετικά με την καθιέρωση τεχνικών απαιτήσεων και επιχειρηματικών κανόνων για τις μεταφορές πίστωσης και τις άμεσες χρεώσεις σε ευρώ και με την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 924/2009 (ΕΕ L 94 της 30.3.2012, σ. 22).
( 20 ) Κανονισμός (ΕΕ) 2019/2033 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2019, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, (ΕΕ) αριθ. 575/2013, (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και (ΕΕ) αριθ. 806/2014 (ΕΕ L 314 της 5.12.2019, σ. 1).
( 21 ) Οδηγία (ΕΕ) 2019/2034 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2019, σχετικά με την προληπτική εποπτεία των επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση των οδηγιών 2002/87/ΕΚ, 2009/65/ΕΚ, 2011/61/ΕΕ, 2013/36/ΕΕ, 2014/59/ΕΕ και 2014/65/ΕΕ (ΕΕ L 314 της 5.12.2019, σ. 64).
( 22 ) Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 1).
( 23 ) Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1939 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 2017, σχετικά με την εφαρμογή ενισχυμένης συνεργασίας για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (ΕΕ L 283 της 31.10.2017, σ. 1).
( 24 ) Οδηγία (ΕΕ) 2019/1937 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2019, σχετικά με την προστασία των προσώπων που αναφέρουν παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης (ΕΕ L 305 της 26.11.2019, σ. 17.)
( 25 ) ΕΕ L 56 της 4.3.1968, σ. 1.
( 26 ) Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 2018, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1296/2013, (ΕΕ) αριθ. 1301/2013, (ΕΕ) αριθ. 1303/2013, (ΕΕ) αριθ. 1304/2013, (ΕΕ) αριθ. 1309/2013, (ΕΕ) αριθ. 1316/2013, (ΕΕ) αριθ. 223/2014, (ΕΕ) αριθ. 283/2014 και της απόφασης αριθ. 541/2014/ΕΕ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 (ΕΕ L 193 της 30.7.2018, σ. 1).
( 27 ) Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2019/715 της Επιτροπής, της 18ης Δεκεμβρίου 2018, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού-πλαισίου για τους οργανισμούς που δημιουργούνται δυνάμει της ΣΛΕΕ και της Συνθήκης Ευρατόμ και αναφέρονται στο άρθρο 70 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 122 της 10.5.2019, σ. 1).
( 28 ) Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Σεπτεμβρίου 2013, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 του Συμβουλίου (ΕΕ L 248 της 18.9.2013, σ. 1).
( 29 ) Απόφαση (ΕΕ, Ευρατόμ) 2015/444 της Επιτροπής, της 13ης Μαρτίου 2015, σχετικά με τους κανόνες ασφαλείας για την προστασία των διαβαθμισμένων πληροφοριών της ΕΕ (ΕΕ L 72 της 17.3.2015, σ. 53).
( 30 ) Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και της απόφασης αριθ. 1247/2002/ΕΚ (ΕΕ L 295 της 21.11.2018, σ. 39).
( 31 ) ΕΕ 17 της 6.10.1958, σ. 385.