EUR-Lex Πρόσβαση στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Επιστροφή στην αρχική σελίδα του EUR-Lex

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 61989CJ0192

Απόφαση του Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 1990.
S. Z. Sevince κατά Staatssecretaris van Justitie.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Raad van State - Κάτω Χώρες.
Συμφωνία συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας - Απόφαση του Συμβουλίου Συνδέσεως - Άμεσο αποτέλεσμα.
Υπόθεση C-192/89.

Thuarascálacha na Cúirte Eorpaí 1990 I-03461

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:1990:322

ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

στην υπόθεση C-192/89 ( *1 )

Ι — Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

1.

Η Συμφωνία Συνδέσεως μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Τουρκίας (στο εξής: Συμφωνία) υπογράφηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 1963 στην Άγκυρα από την Τουρκική Δημοκρατία, αφενός, και τα κράτη μέλη της ΕΟΚ και την Κοινότητα, αφετέρου, και συνάφθηκε, εγκρίθηκε και επικυρώθηκε εξ ονόματος της Κοινότητας με την απόφαση 64/732/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Δεκεμβρίου 1963 (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/001, σ. 48).

2.

Σύμφωνα με το άρθρο 12 του τελευταίου κεφαλαίου της Συμφωνίας, το οποίο αφορά τις λοιπές οικονομικού χαρακτήρα διατάξεις, τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν να διαπνέονται από τα άρθρα 48,49 και 50 της Συνθήκης ΕΟΚ για τη σταδιακή πραγματοποίηση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων μεταξύ αυτών.

3.

Τα άρθρα 22 και 23 προβλέπουν τη σύσταση ενός Συμβουλίου Συνδέσεως συγκειμένου, αφενός, από μέλη των κυβερνήσεων των κρατών μελών, από το Συμβούλιο και την Επιτροπή της Κοινότητας και, αφετέρου, από μέλη της Τουρκικής Κυβερνήσεως, το οποίο, αποφαινόμενο με ομοφωνία, διαθέτει, για την πραγματοποίηση των καθορισμένων από τη Συμφωνία στόχων, εξουσία λήψεως αποφάσεων.

4.

Η συμφωνία σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν και τις διαδικασίες που πρέπει να ακολουθηθούν για την εφαρμογή της Συμφωνίας — 64/737/ΕΟΚ, (PB 1964, σ. 3703) — θεσπίζει, στο άρθρο της 1, τις διαδικασίες κατά τις οποίες καθορίζεται η κοινή θέση των εκπροσώπων της Κοινότητας και των κρατών μελών στο πλαίσιο του Συμβουλίου Συνδέσεως, ενώ προβλέπει, στο άρθρο της 2, παράγραφος 1, ότι οι αποφάσεις του Συμβουλίου Συνδέσεως στους τομείς που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Κοινότητας αποτελούν αντικείμενο, για την εκτέλεση τους, πράξεων του Συμβουλίου, αποφασίζοντος ομοφώνως, κατόπιν διαβουλεύσεως με την Επιτροπή.

5.

Για τη θέσπιση των προϋποθέσεων, των διαδικασιών και των ρυθμών πραγματοποιήσεως της μεταβατικής φάσεως της συνδέσεως, τα συμβαλλόμενα μέρη υπέγραψαν, στις 23 Νοεμβρίου 1970 στις Βρυξέλλες, ένα Πρόσθετο Πρωτόκολλο ( στο εξής: το Πρωτόκολλο ), το οποίο συνάφθηκε, εγκρίθηκε και επικυρώθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2760/72 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1972 (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/02, σ. 149 ).

6.

Το άρθρο 36 του Πρωτοκόλλου προβλέπει ότι η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων μεταξύ των κρατών μελών της Κοινότητας και της Τουρκίας θα πραγματοποιηθεί σταδιακώς, σύμφωνα με τις αρχές του άρθρου 12 της Συμφωνίας, μεταξύ του τέλους του δωδεκάτου και του εικοστού δευτέρου έτους από την έναρξη ισχύος της εν λόγω Συμφωνίας και ότι το Συμβούλιο Συνδέσεως θα αποφασίζει ως προς τις αναγκαίες προς τούτο διαδικασίες.

7.

Οι διαπραγματεύσεις για την υλοποίηση του πρώτου σταδίου της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων κατέληξαν στην απόφαση 2/76 του Συμβουλίου Συνδέσεως, της 20ής Δεκεμβρίου 1976, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 12 της Συμφωνίας.

Η απόφαση αυτή προβλέπει, στο άρθρο της 2, παράγραφος 1, στοιχείο β), ότι

« ο Τούρκος εργαζόμενος που απασχολείται νομίμως περισσότερο από πέντη έτη σε κράτος μέλος της Κοινότητας έχει ελεύθερη πρόσβαση σε οποιαδήποτε έμμισθη δραστηριότητα της επιλογής του ».

8.

Η απόφαση 1/80 του Συμβουλίου Συνδέσεως, της 19ης Σεπτεμβρίου 1980, σχετικά για την ανάπτυξη της Συνδέσεως, προβλέπει, στο άρθρο της 6, παράγραφος 1, τρίτη περίπτωση, ότι

«ο Τούρκος εργαζόμενος που απασχολείται στη νόμιμη αγορά εργασίας κράτους μέλους, έχει, εντός του κράτους αυτού μέλους, ύστερα από τέσσερα έτη νόμιμης εργασίας, ελεύθερη πρόσβαση σε οποιαδήποτε έμμισθη δραστηριότητα της επιλογής του ».

9.

Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 2 της αποφάσεως 2/76 και την παράγραφο 3 του άρθρου 6 της αποφάσεως 1/80,

« οι λεπτομέρειες εφαρμογής ( προηγούμενες παράγραφοι) καθορίζονται με εθνικές ρυθμίσεις ».

Τα άρθρα 7 της αποφάσεως 2/76 και 13 της αποφάσεως 1/80 περιλαμβάνουν μια ρήτρα « standstill » σύμφωνα με την οποία

« τα κράτη μέλη της Κοινότητας και η Τουρκία δεν μπορούν να εισαγάγουν νέους περιορισμούς ως προς τις προϋποθέσεις προσβάσεως σε απασχόληση όσον αφορά τους εργαζομένους οι οποίοι νομίμως διαμένουν και απασχολούνται στα αντίστοιχα εδάφη τους ».

Τα άρθρα 12 της αποφάσεως 2/76 και 29 της αποφάσεως 1/80 προβλέπουν ότι

« έκαστο των συμβαλλομένων μερών λαμβάνει, στο βαθμό που το αφορά, τα μέτρα που συνεπάγεται η εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας αποφάσεως ».

10.

Στις Κάτω Χώρες, το καθεστώς των αλλοδαπών διέπεται από τον νόμο περί αλλοδαπών, της 13ης Ιανουαρίου 1965 (Stbl. 40), στον οποίο προβλέπεται κυρίως η έκδοση, από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, άδειας διαμονής, και από τον νόμο περί απασχολήσεως αλλοδαπών εργαζομένων, της 9ης Νοεμβρίου 1978 (Stbl. 737), βάσει του οποίου απαιτείται, για την απασχόληση αλλοδαπού μη υπηκόου κράτους μέλους της Κοινότητας, άδεια εργασίας εκδιδόμενη από τον Υπουργό Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

Ο Υπουργός Κοινωνικών Ασφαλίσεων εξέδωσε εγκύκλιο προκειμένου να διασφαλιστεί ώστε οι δύο άδειες που εκδίδονται βάσει διαφορετικών νόμων και από διαφορετικές αρχές να μην αντιφάσκουν μεταξύ τους' η εν λόγω εγκύκλιος προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι σε περίπτωση που καίτοι δεν χορηγήθηκε σε αλλοδαπό άδεια διαμονής και το εν λόγω πρόσωπο δεν μπορεί ή δεν πρέπει να απελαθεί, έως ότου εκδοθεί απόφαση επί της ένδικης προσφυγής που αυτό έχει ασκήσει σύμφωνα με τον νόμο περί αλλοδαπών, είναι παρ' όλ' αυτά δυνατό να του χορηγηθεί άδεια εργασίας για περιορισμένη περίοδο έξι μηνών.

11.

Στο άρθρο 3, παράγραφος 1, του νόμου περί απασχολήσεως αλλοδαπών εργαζομένων ορίζεται ότι δεν θεωρούνται πλέον ως αλλοδαποί τα πρόσωπα που νομίμως διαμένουν στις Κάτω Χώρες, υπό την κάλυψη πιστοποιητικού εκδιδόμενου από τον Υπουργό. Σύμφωνα με την παράγραφο 2, το πιστοποιητικό αυτό χορηγείται, μεταξύ άλλων, σε αλλοδαπό που νομίμως άσκησε στις Κάτω Χώρες προσοδοφόρα δραστηριότητα για μη διακοπείσα περίοδο τριών ετών, εφόσον, στη συνέχεια, δεν μετέφερε την κύρια κατοικία του εκτός των Κάτω Χωρών. Το πιστοποιητικό αυτό παρέχει στον αλλοδαπό εργαζόμενο το δικαίωμα να αλλάζει ελεύθερα απασχόληση, χωρίς ο νέος του εργοδότης να υποχρεούται να ζητήσει άδεια εργασίας.

12.

Στις 22 Φεβρουαρίου 1979 χορηγήθηκε στον S. Ζ. Sevince, Τούρκο υπήκοο, άδεια διαμονής στις Κάτω Χώρες ισχύουσα μέχρι τις 14 Ιανουαρίου 1980, προκειμένου να συνοικήσει με τη σύζυγο του, υπήκοο Τουρκίας και κάτοικο Κάτω Χωρών.

13.

Δεδομένου ότι οι σύζυγοι έπαυσαν να συνοικούν μετά τον Αύγουστο του 1979, στις 11 Σεπτεμβρίου 1980, η αίτηση παρατάσεως της ισχύος της άδειας διαμονής του Sevince απερρίφθη.

14.

Η προσφυγή κατά της απορριπτικής αυτής αποφάσεως, η οποία είχε αυτοδικαίως ανασταλτικό αποτέλεσμα όσον αφορά την απέλαση από τις Κάτω Χώρες, απορρίφθηκε οριστικά από το Raad van State με απόφαση της 12ης Ιουνίου 1986.

15.

Στις 16 Φεβρουαρίου 1982, ενώ ίσχυε ακόμη το ανασταλτικό αποτέλεσμα της προσφυγής του, ο Sevince έλαβε πιστοποιητικό κατά την έννοια του άρθρου 3 του νόμου περί απασχολήσεως αλλοδαπών εργαζομένων. Ενόψει του ανασταλτικού αποτελέσματος της προσφυγής, το πιστοποιητικό αυτό ίσχυσε μέχρι την έκδοση της αποφάσεως του Raad van State της 12ης Ιουνίου 1986.

16.

Ισχυριζόμενος ότι είχε ασκήσει επί ορισμένα έτη έμμισθη δραστηριότητα στις Κάτω Χώρες, ο Sevince ζήτησε, στις 13 Απριλίου 1987, στηριζόμενος στις αποφάσεις 2/76 και 1/80, άδεια διαμονής. Η αίτηση αυτή αποτέλεσε το αντικείμενο σιωπηράς απορριπτικής αποφάσεως των ολλανδικών αρχών.

17.

Το Raad van State, ενώπιον του οποίου ασκήθηκε προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής, κρίνοντας ότι για την επίλυση της διαφοράς απαιτείται η ερμηνεία των αποφάσεων 2/76 και 1/80 του Συμβουλίου Συνδέσεως, ανέστειλε, με παρεμπίπτουσα απόφαση της 1ης Ιουνίου 1989, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, την ενώπιον του διαδικασία έως ότου το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αποφανθεί επί των εξής προδικαστικών ερωτημάτων:

« 1)

Πρέπει το άρθρο 177 της Συνθήκης ΕΟΚ να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ένα δικαστήριο κράτους μέλους είναι αρμόδιο να υποβάλει στο Δικαστήριο (και αν, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, το δικαστήριο αυτό υποχρεούται να πράξει κάτι τέτοιο) προδικαστικό ερώτημα σχετικά με την ερμηνεία των αποφάσεων του Συμβουλίου Συνδέσεως περί των οποίων τίθεται εν προκειμένω ζήτημα, δηλαδή της αποφάσεως 2/76 και/ή της αποφάσεως 1/80, αν τέτοιο ερώτημα ανακύψει ενώπιον του και αυτό κρίνει ότι η επίλυση του είναι αναγκαία για την έκδοση της αποφάσεως του;

2)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα

Πρέπει το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο β), της αποφάσεως 2/76 και/ή το άρθρο 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80 καθώς και το άρθρο 7 της αποφάσεως 2/76 και/ή το άρθρο 13 της αποφάσεως 1/80 να θεωρηθούν ως διατάξεις που εφαρμόζονται απευθείας εντός των χωρών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας;

3)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα

Τι πρέπει να νοείται με την έκφραση “που απασχολείται νομίμως” του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο β), της αποφάσεως 2/76 και/ή του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80 ( ενόψει επίσης της διατάξεως του άρθρου 7 της αποφάσεως 2/76 και/ή αυτής του άρθρου 13 της αποφάσεως 1/80); Πρέπει με αυτό να νοείται κάθε είδος εργασίας ενώ ο ενδιαφερόμενος ήταν κάτοχος αδείας διαμονής δυνάμει της νομοθεσίας περί αλλοδαπών — εξου και το πρόσθετο ερώτημα σχετικά με το ζήτημα αν η έκφραση αυτή αφορά επίσης, εν προκειμένω, υπό ευρύτερη έννοια, την εργασία που ο ενδιαφερόμενος μπορούσε και δικαιούταν να εκτελεί κατά την περίοδο που ανέμενε να καταστεί οριστική η απόφαση σχετικά με την άδεια του διαμονής — ή μόνο την εργασία που πρέπει να θεωρείται ως νομίμως επιτρεπομένη δυνάμει των διατάξεων περί εργασίας των αλλοδαπών; »

18.

Η αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων που ο Sevince είχε ταυτόχρονα υποβάλει κατά του Staatssecretaris van Justitie, με την οποία επέκρινε την άρνηση του τελευταίου να αναγνωρίσει ανασταλτικό αποτέλεσμα στην αίτηση αναθεωρήσεως της διοικητικής αποφάσεως της 7ης Μαΐου 1987 δεν ευδοκίμησε, με αποτέλεσμα ο ενδιαφερόμενος να διαμένει, από τις 22 Οκτωβρίου 1987, εκτός Κάτω Χωρών.

19.

Η απόφαση του Raad van State πρωτοκολλήθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 8 Ιουνίου 1989.

20.

Σύμφωνα με το άρθρο 20 του πρωτοκόλλου περί του οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις, στις 28 Σεπτεμβρίου 1989, ο S. Ζ. Sevince, προσφεύγων της κύριας δίκης, εκπροσωπούμενος από τον Α. W. Willems, δικηγόρο Άμστερνταμ, στις 2 Οκτωβρίου 1989, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Pieter Jan Kuijper, μέλος της νομικής της υπηρεσίας, στις 4 Οκτωβρίου 1989, η Κυβέρνηση του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενη από τον Β. R. Bot, Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Εξωτερικών, και στις 5 Οκτωβρίου 1989, η Κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από τον Ernst Roder, Regierungsdirektor im Bundesministerium für Wirtschaft.

21.

Το Δικαστήριο, κατόπιν εκθέσεως τού εισηγητή δικαστή και μετ' ακρόαση του γενικού εισαγγελέα αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων.

II — Γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο

Α — Επί τον πρώτον προδικαστικού ερωτήματος

1.

Ο Sevince παρατηρεί ότι οι αποφάσεις 2/76 και 1/80 αποτελούν μέρος της κοινοτικής έννομης τάξης. Το Συμβούλιο Συνδέσεως είναι εκτελεστικό όργανο της Συμφωνίας, οι δε αποφάσεις του πρέπει να χαρακτηρίζονται, σύμφωνα με το άρθρο 228 της Συνθήκης ΕΟΚ, ως συμφωνίες αυτόνομες ή εξομοιούμενες προς αυτόνομες. Δεδομένου ότι το Δικαστήριο, με την απόφαση του της 30ής Σεπτεμβρίου 1987, Demirel ( 12/86, Συλλογή 1987, σ. 37.19 ), κηρύχθηκε αρμόδιο για την ερμηνεία της Συμφωνίας και του Πρωτοκόλλου, το ίδιο ισχύει, κατά τον Sevince, και όσον αφορά την ερμηνεία των αποφάσεων του Συμβουλίου Συνδέσεως, στο οποίο τα κράτη μέλη έχουν αναθέσει την εφαρμογή των άρθρων 12 της Συμφωνίας και 36 τού Πρωτοκόλλου. Η μη δημοσίευση των αποφάσεων στην Επίσημη Εφημερίδα δεν επηρεάζει την ερμηνεία αυτή, δεδομένου ότι τέτοια δημοσίευση απαιτείται μόνο για να μπορούν οι αποφάσεις να αντιτάσσονται σε συγκεκριμένο πολίτη.

Επομένως, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση.

2.

Η Κυβέρνηοη τον ΒασιΑείον των Κάτω Χωρών υπενθυμίζει ότι, μετά την απόφαση της 30ής Απριλίου 1974, Haegeman (181/73, Jurispr. 1974, σ. 449), το Δικαστήριο θεωρεί τις συμφωνίες που συνάπτονται από το Συμβούλιο σύμφωνα με τα άρθρα 228 και 238 της Συνθήκης, όσον αφορά την Κοινότητα, ως πράξεις ενός των οργάνων της. Αντίθετα με ό,τι συνέβη με την προαναφερθείσα απόφαση Demirel, η υπό κρίση υπόθεση δεν συνδέεται με την ίδια τη Συμφωνία Συνδέσεως, αλλά με τις αποφάσεις του Συμβουλίου Συνδέσεως, το οποίο σύγκειται από μέλη των κυβερνήσεων των κρατών μελών, από το Συμβούλιο και από την Επιτροπή, αφενός, και από μέλη της Τουρκικής Κυβερνήσεως, αφετέρου, και είναι αρμόδιο για τη διασφάλιση της εφαρμογής και της σταδιακής αναπτύξεως του καθεστώτος συνδέσεως. Οι αποφάσεις αυτές αποτελούν, όσον αφορά την Κοινότητα, πράξεις εκδοθείσες (μεταξύ άλλων) από τα όργανα της Κοινότητας.

Κατά συνέπεια, η Ολλανδική Κυβέρνηση φρονεί ότι οσάκις, στο πλαίσιο μιας υποθέσεως που εκκρεμεί ενώπιον εθνικού δικαστηρίου του οποίου η απόφαση δεν μπορεί να προσβληθεί με ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου, ανακύπτει ζήτημα ερμηνείας των αποφάσεων 2/76 και 1/80 του Συμβουλίου Συνδέσεως, το δικαστήριο αυτό υποχρεούται, σύμφωνα με το άρθρο 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, να υποβάλλει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο.

3.

Η Κυβέρνηση της Ομοσπονοιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας υπενθυμίζει επίσης ότι η έκφραση «πράξεις των οργάνων της Κοινότητας», κατά την έννοια του άρθρου 177, περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τις συμβάσεις δημοσίου διεθνούς δικαίου που συνάπτονται από την Κοινότητα με τρίτα κράτη ( απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 1982, Kupferberg, 104/81, Συλλογή 1982, σ. 3641 ), όπως, ιδίως, οι συμφωνίες συνδέσεως που συνάπτονται σύμφωνα με το άρθρο 238 της Συνθήκης ΕΟΚ (βλέπε την προαναφερθείσα απόφαση Demirel ). Ενώ, στο πλαίσιο της συνάψεως της Συμφωνίας Συνδέσεως, μια πράξη θα μπορούσε σαφώς να καταλογιστεί στα κοινοτικά όργανα, οι επίμαχες στην υπό κρίση υπόθεση αποφάσεις ελήφθησαν από το Συμβούλιο Συνδέσεως το οποίο δεν αποτελεί όργανο της Κοινότητας κατά την έννοια του άρθρου 177 της Συνθήκης. Πρόκειται για αυτοτελές όργανο το οποίο λειτουργεί στο πλαίσιο της Συμφωνίας και διαθέτει ταυτότητα διαφορετική απ' αυτήν των οργάνων της Κοινότητας.

4.

Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι το Δικαστήριο έχει κηρυχθεί αρμόδιο να ερμηνεύει τις διεθνείς συμφωνίες, συμπεριλαμβανομένων των μικτών συμφωνιών που θεωρούνται ως πράξεις των οργάνων της Κοινότητας. Οι αποφάσεις του Συμβουλίου Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας πρέπει να θεωρούνται ως συμφωνίες υπό απλούστερη μορφή. Συνάπτονται μετά την υιοθέτηση μιας κοινής θέσεως από το Συμβούλιο της Κοινότητας ως προς την προτεινόμενη απόφαση. Προκειμένου περί μικτής συμφωνίας, η θέση αυτή εκτίθεται με ομόφωνη γνώμη της Κοινότητας και των κρατών μελών στο πλαίσιο του Συμβουλίου Συνδέσεως. Εξάλλου, η σύνδεση ΕΟΚ και Τουρκίας θεωρείται, παρά τον μικτό της χαρακτήρα, ως διμερής συμφωνία, το δε Συμβούλιο Συνδέσεως λειτουργεί ως διμερές όργανο που συνενώνει την Κοινότητα και τα κράτη μέλη, αφενός, και την Τουρκία, αφετέρου. Η μόνη διαφορά μεταξύ της λήψεως των αποφάσεων του Συμβουλίου Συνδέσεως και της συνήθους διαδικασίας συνάψεως των συμφωνιών από την Κοινότητα συνίσταται στην τυπική έγκριση με απόφαση του Συμβουλίου. Ωστόσο, στη Συμφωνία αναφέρεται ότι οι αποφάσεις έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα και υπόκεινται στη διαδικασία τυπικής εγκρίσεως. Εφόσον λοιπόν μια απόφαση του Συμβουλίου Συνδέσεως αποτελεί πράξη οργάνου της Κοινότητας, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση.

Β — Επί vov αεννέρον προδικαοτικού ερωτήματος

1.

Ο Sevince παρατηρεί ότι τα άρθρα 2, παράγραφος 1, στοιχείο β), της αποφάσεως 2/76, και 6, παράγραφος 1, τρίτη περίπτωση, της αποφάσεως 1/80 είναι δεσμευτικά και στερούνται του προγραμματικού χαρακτήρα που το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει, με την προαναφερθείσα απόφαση του Demirel, στο άρθρο 12 της Συμφωνίας. Πράγματι, τα άρθρα αυτά, με τα οποία τίθεται σε εφαρμογή το άρθρο 12 της Συμφωνίας, είναι αρκούντως ακριβή ώστε να μπορούν να τα επικαλούνται οι πολίτες και να τα εφαρμόζουν τα δικαστήρια. Το γεγονός ότι τα άρθρα 2, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2/76 και 6, παράγραφος 3, της αποφάσεως 1/80 παραπέμπουν, όσον αφορά τις λεπτομέρειες εφαρμογής τους, στις εθνικές νομοθεσίες δεν θίγει τον ανεπιφύλακτο χαρακτήρα των εν λόγω διατάξεων. Αυτό που έχει καθοριστική σημασία είναι το αν τα κράτη μέλη μπορούν ακόμη να θέτουν προϋποθέσεις ή περιορισμούς στην εφαρμογή μιας διατάξεως. Έτσι, το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει, με την απόφαση του της 4ης Δεκεμβρίου 1986, FNV (71/85, Συλλογή 1986, σ. 3855, 3870 ), ότι η εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτουν τα κράτη όσον αφορά τα μέσα εφαρμογής μιας απαγορεύσεως δεν εμποδίζει το άμεσο αποτέλεσμα της εφόσον η απαγόρευση αυτή επιβάλλει πλήρως το αποτέλεσμα που πρέπει να επιτευχθεί μέσω των εθνικών διατάξεων. Εξάλλου, με την απόφαση του της 5ης Φεβρουαρίου του 1976, Bresciani ( 87/75, Jurispr. 1976, σ. 129 ), το Δικαστήριο αναγνώρισε το άμεσο αποτέλεσμα των αποφάσεων του Συμβουλίου Συνδέσεως που συστάθηκε ως όργανο της Συμβάσεως Yaoundé του 1963.

Επομένως, στο δεύτερο ερώτημα επιβάλλεται να δοθεί καταφατική απάντηση.

2.

Η Κυβερνηοη vov Βασιλείου νων Κάνω Χωρών υπενθυμίζει ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου ( οι προαναφερθείσες αποφάσεις Kupferberg και Demirel), μια διάταξη συμφωνίας συναφθείσας από την Κοινότητα με τρίτο κράτος πρέπει να θεωρείται ως απευθείας εφαρμοστέα όταν, ενόψει του περιεχομένου της, καθώς και του αντικειμένου και της φύσεως της συμφωνίας, η διάταξη αυτή περιέχει σαφή και ακριβή υποχρέωση η οποία δεν εξαρτάται, όσον αφορά την εκτέλεση ή τα αποτελέσματα της, από την έκδοση μεταγενέστερης πράξης. Εφόσον οι αποφάσεις του Συμβουλίου Συνδέσεως ανταποκρίνονται στα κριτήρια αυτά, εφαρμόζονται απευθείας. Οι αποφάσεις 2/76 και 1/80 αποσκοπούν στη σταδιακή εφαρμογή του άρθρου 12 της Συμφωνίας. Τα άρθρα 2, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2/76 και 6, παράγραφος 3, της αποφάσεως 1/80 ορίζουν ρητώς ότι οι λεπτομέρειες εφαρμογής καθορίζονται από την εθνική νομοθεσία. Εξάλλου, τα άρθρα 12 της αποφάσεως 2/76 και 29 της αποφάσεως 1/80 ορίζουν ότι έκαστον των συμβαλλομένων μερών λαμβάνει, στο βαθμό που το αφορά, τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση των αντιστοίχων αποφάσεων. Όμως, η ΕΟΚ δεν έλαβε τέτοια μέτρα όσον αφορά τις επίμαχες, εν προκειμένω, διατάξεις. Τα άρθρα 6 της αποφάσεως 2/76 και 12 της αποφάσεως 1/80 επιτρέπουν στα κράτη μέλη να μην εφαρμόζουν τις σχετικές εν προκειμένω διατάξεις σε περίπτωση που το οικείο κράτος υφίσταται ή απειλείται με διαταραχές στην αγορά του εργασίας δυνάμενες να συνεπάγονται σοβαρούς κινδύνους για το επίπεδο ζωής ή απασχολήσεως σε μια περιοχή, κλάδο δραστηριοτήτων ή επάγγελμα. Αντίθετα προς ό,τι συνέβαινε με την προαναφερθείσα απόφαση Kupferberg, εδώ δεν πρόκειται για ρήτρες διασφαλίσεως, των οποίων η εφαρμογή υπόκειται σε προηγούμενη εξέταση μικτής επιτροπής, αλλά για μονομερή εξουσία παρεκκλίσεως. Οι αποφάσεις 2/76 και 1/80, όπως ακριβώς και τα άρθρα 12 της Συμφωνίας και 36 του Πρωτοκόλλου, έχουν προγραμματικό χαρακτήρα.

Επομένως, η Ολλανδική Κυβέρνηση θεωρεί ότι στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση.

3.

Η Κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας φρονεί ότι, έστω και αν, πράγμα αδύνατο, τα κριτήρια σχετικά με το άμεσο αποτέλεσμα που ισχύουν όσον αφορά μια συναφθείσα από την Κοινότητα συμφωνία μπορούσαν να εφαρμοστούν στις αποφάσεις του Συμβουλίου Συνδέσεως, τέτοιο άμεσο αποτέλεσμα δεν θα μπορούσε, εν προκειμένω, να συναχθεί. Το άρθρο 22 της Συμφωνίας, με το οποίο επιβάλλεται στα συμβαλλόμενα μέρη η λήψη των μέτρων που συνεπάγεται η εκτέλεση των εκδιδομένων αποφάσεων, στηρίζεται στην αρχή της αναγκαίας μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο των αποφάσεων του Συμβουλίου Συνδέσεως. Ομοίως, η συμφωνία σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την εφαρμογή της Συμφωνίας ορίζει, στο άρθρο της 2, ότι οι αποφάσεις που λαμβάνει το Συμβούλιο Συνδέσεως στους τομείς που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Κοινότητας αποτελούν για την εφαρμογή τους, το αντικείμενο πράξεων του Συμβουλίου, αποφασίζοντος ομοφώνως, κατόπιν διαβουλεύσεως με την Επιτροπή. Σε περίπτωση που οι αποφάσεις εμπίπτουν σε τομέα μη υπαγόμενο στην αρμοδιότητα της Κοινότητας, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα εφαρμογής. Τα άρθρα 12 της αποφάσεως 2/76 και 29 της αποφάσεως 1/80 προβλέπουν, επίσης, τη θέσπιση εκτελεστικών μέτρων από τα συμβαλλόμενα μέρη. Τέτοια εκτελεστικά μέτρα επιβάλλονται για τον πρόσθετο λόγο ότι τα θέματα ως προς τα οποία πρέπει να γίνονται τροποποιήσεις δυνάμει των αποφάσεων ρυθμίζονται κατά τρόπο διαφορετικό εντός των κρατών μελών.

4.

Κατά την Επιτροπή, το Δικαστήριο έχει δεχθεί, με την προαναφερθείσα απόφαση του Kupferberg, ότι το γεγονός ότι μια συμφωνία δημιουργεί ένα συγκεκριμένο θεσμικό πλαίσιο συνεννοήσεως και διαπραγματεύσεως και συνεπάγεται ρήτρες διασφαλίσεως, υπόθεση επαληθευθείσα στο πλαίσιο της Συμφωνίας ΕΟΚ-Τουρκίας, δεν αντίκειται στην αναγνώριση, ενδεχομένως, της δυνατότητας της απευθείας εφαρμογής ορισμένων διατάξεων. Οι αποφάσεις 2/76 και 1/80 αποτελούν εφαρμογή των άρθρων 12 της Συμφωνίας και 36 του Πρωτοκόλλου. Το γεγονός ότι το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι, με την προαναφερθείσα απόφαση του Demirel, τα άρθρα 12 και 36 δεν εφαρμόζονται απευθείας, δεν εμποδίζει την αναγνώριση της ιδιότητας αυτής στις αποφάσεις που δίνουν συγκεκριμένο περιεχόμενο στις αρχές των άρθρων αυτών.

Τα άρθρα 12 της αποφάσεως 2/76 και 29 της αποφάσεως 1/80, με τα οποία επιβάλλεται στα συμβαλλόμενα μέρη η λήψη των μέτρων που συνεπάγεται η εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων, αποτελούν απλώς επανάληψη του άρθρου 22 της Συμφωνίας και αποσκοπούν αποκλειστικά στην υπογράμμιση του δεσμευτικού χαρακτήρα της αποφάσεως. Ομοίως, από τις ρήτρες διασφαλίσεως που περιέχονται στα άρθρα 9 της αποφάσεως 2/76 και 14, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80 δεν μπορεί να αντληθούν επιχειρήματα κατά της δυνατότητας της απευθείας εφαρμογής. Βάσει του πλαισίου στο οποίο εντάσσονται, τα επίμαχα εν προκειμένω άρθρα έχουν ως στόχο την παροχή ανεπιφύλακτων δικαιωμάτων στους Τούρκους εργαζομένους. Το γεγονός ότι οι λεπτομέρειες εφαρμογής των κειμένων αυτών καθορίζονται από την εθνική νομοθεσία εξηγείται από την ανάγκη διασφαλίσεως της εφαρμογής των διατάξεων που αφορούν τη λήψη υπόψη των περιόδων διακοπών, ασθενείας ή ανεργίας κατά τον υπολογισμό της κανονικής περιόδου νόμιμης εργασίας. Ομοίως, οι οικονομικές ρήτρες διασφαλίσεως που περιλαμβάνονται στα άρθρα 6 της αποφάσεως 2/76 και 12 της αποφάσεως 1/80 ουδόλως θίγουν, υπό ομαλές περιστάσεις, το ατομικό δικαίωμα του Τούρκου εργαζομένου.

Οι διατάξεις περί « standstill » των άρθρων 7 της αποφάσεως 2/76 και 13 της αποφάσεως 1/80 αποτελούν απαγορεύσεις που επιβάλλονται ανεπιφυλάκτως στα συμβαλλόμενα μέρη, το δε κοινοτικό δίκαιο αναγνωρίζει παραδοσιακώς τη δυνατότητα της απευθείας εφαρμογής τέτοιων απαγορεύσεων. Δεν μπορεί να αντιταχθεί στον Sevince, ο οποίος έλαβε γνώση των δικαιωμάτων που του αναγνωρίζουν οι αποφάσεις του Συμβουλίου Συνδέσεως, η έλλειψη οποιασδήποτε επίσημης δημοσιεύσεως.

Επομένως, η Επιτροπή φρονεί ότι στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση.

Γ — Επί του τρίτον προοικαοτικού ερωτήματος

1.

Ο Sevince φρονεί ότι τα άρθρα 2, παράγραφος 1, στοιχείο β), της αποφάσεως 2/76 και 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80 αποτελούν αυτοτελείς διατάξεις που δεν πρέπει να νοούνται υπό το φως των ρητρών standstill των άρθρων 7 της αποφάσεως 2/76 και 13 της αποφάσεως 1/80. Οι Τούρκοι εργαζόμενοι, δεδομένου ότι δεν μπορούν να επικαλούνται την περίοδο εργασίας που αναφέρεται στα εν λόγω άρθρα, δεν έχουν τη δυνατότητα να προβάλλουν δικαιώματα μη παρεχόμενα από την εθνική νομοθεσία. Σε μια τέτοια περίπτωση, η διάταξη περί standstill απαγορεύει την κατάργηση πλέον ευνοϊκών συστημάτων. Οι διατάξεις περί standstill αφορούν τους εργαζομένους οι οποίοι όχι μόνο ασκούν νόμιμη δραστηριότητα αλλά και διαμένουν νομίμως σε ένα κράτος μέλος. Εξ αυτού θα μπορούσε να συναχθεί, a contrario, ότι τα άρθρα 2 της αποφάσεως 2/76 και 6 της αποφάσεως 1/80 δεν επιβάλλουν μια. χωριστή προϋπόθεση όσον αφορά τη διαμονή. Η απόφαση 1/80 μνημονεύει τη νόμιμη εργασία στα άρθρα της 7, 9 και 10, χωρίς να τη συνδέει με την προϋπόθεση της διαμονής, ενώ τα ίδια τα άρθρα 7 και 9 ρητώς αναφέρονται στη σύννομη κατάσταση, όσον αφορά τη διαμονή, των τέκνων ενός Τούρκου εργαζομένου που απασχολείται στη νόμιμη αγορά εργασίας. Κατά γενικό^ κανόνα, ο εργαζόμενος που ασκεί νόμιμη δραστηριότητα είναι και κάτοχος άδειας διαμονής. Μπορεί, ωστόσο, να συμβαίνει και το αντίθετο όσον αφορά ορισμένες οριακές περιπτώσεις, όπως αυτή του Sevince.

Αν η νόμιμη εργασία/συνεπάγεται και σύννομη κατάσταση όσον αφορά τη' διαμονή, αυτή η σύννομη κατάσταση δεν μπορεί να αφορά μόνο τη διαμονή βάσει σχετικής αδείας. Αυτό είναι σύμφωνο προς την έννοια της νόμιμης διαμονής όπως αυτή περιλαμβάνεται σε άλλες διεθνείς συμφωνίες, όπως η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Κοινωνικής και Ιατρικής Αρωγής της 11ης Δεκεμβρίου 1953, το Διεθνές Σύμφωνο περί Ατομικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων της 16ης Δεκεμβρίου 1966, ο Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης της 18ης Οκτωβρίου 1961 και το Πρόσθετο Πρωτόκολλο αριθ. 4 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών της 24ης Νοεμβρίου 1950. Εξάλλου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έκρινε ότι μπορεί μια διαμονή που επιτρέπεται προσωρινώς, για όσο χρόνο εκκρεμεί η αφορώσα τη σχετική άδεια διαμονής δίκη, να είναι νόμιμη ( απόφαση της 1ης Δεκεμβρίου 1986, καταγγελία αριθ. 11825/85). Ο Sevince άσκησε νομίμως έμμισθη δραστηριότητα στις Κάτω Χώρες και διέμεινε εκεί νομίμως ή νομοτύπως για ορισμένη περίοδο, καίτοι δεν ήταν-κάτοχος αδείας διαμονής. -Δεδομένου ότι τα άρθρα 2 της αποφάσεως 2/76 και 6 της αποφάσεως 1/80 δεν ορίζουν ρητώς την προϋπόθεση της σύννομης καταστάσεως όσον αφορά τη διαμονή, ο Sevince μπορεί, ως εργαζόμενος που ασκεί νόμιμη δραστηριότητα επί ορισμένο χρονικό διάστημα, να επικαλεστεί το πλεονέκτημα των διατάξεων αυτών.

Επομένως, στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί απάντηση ότι

«—

με την έκφραση “που απασχολείται νομίμως ” του άρθρου 2 και του άρθρου 6 νοείται αποκλειστικά δραστηριότητα που είναι νόμιμη σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία σχετικά με- την εργασία αλλοδαπών

επικουρικώς, για την περίπτωση που θα θεωρούνταν ότι ένας εργαζόμενος απασχολείται νομίμως μόνο εφόσον αυτός ασκεί τη σχετική του δραστηριότητα στο πλαίσιο μιας κατάστασης που είναι σύννομη από την άποψη της διαμονής του, με την έκφραση “σύννομη κατάσταση” πρέπει να νοείται, όσον αφορά τη διαμονή, όχι μόνο η διαμονή δυνάμει σχετικής αδείας, αλλά και η διαμονή που έχει επιτραπεί από τις εθνικές αρχές έως ότου καταστεί αμετάκλητη η απόφαση σχετικά με τη χορήγηση άδειας διαμονής ».

2.

Σύμφωνα με την Κνβέρνηοη τον ΒαοιΑείον των Κάτω Χωρών, το παραπέμπον δικαστήριο ρωτά αν η έκφραση «που απασχολείται νομίμως» αφορά αποκλειστικά δραστηριότητα που ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν την εργασία στην οικεία χώρα ή την εργασία η οποία, εξάλλου προσφέρθηκε από κάτοχο άδειας διαμονής, με σκοπό (κυρίως) την άσκηση έμμισθης δραστηριότητας. Το γεγονός ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80 κάνει λόγο για Τούρκο εργαζόμενο που απασχολείται στη νόμιμη αγορά εργασίας κράτους μέλους σημαίνει ότι η έμμισθη δραστηριότητα ασκείται δυνάμει αδείας διαμονής εκδοθείσας για την άσκηση τέτοιας δραστηριότητας. Η προϋπόθεση της σύννομης κατάστασης όσον αφορά τη διαμονή και την εργασία περί της οποίας κάνει μνεία το άρθρο 13 της αποφάσεως 1/80 έχει το ίδιο περιεχόμενο. Ο όρος “νόμιμη διαμονή” έχει την έννοια ότι ο ενδιαφερόμενος πληροί τις προϋποθέσεις χορηγήσεως αδείας διαμονής για την άσκηση έμμισθης δραστηριότητας και ουδόλως καλύπτει τη διαμονή που επιτρέπεται λόγω ένδικης διαδικασίας που έχει κινηθεί από τον ενδιαφερόμενο. Στην αντίθετη περίπτωση, ο αλλοδαπός θα μπορούσε να επικαλείται δικαιώματα από τις αποφάσεις 2/76 και 1/80 στηριζόμενος αποκλειστικά στο γεγονός ότι έχει προσφύγει στη δικαιοσύνη σχετικά με το ζήτημα αν πληροί τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση άδειας διαμονής. Οι διατάξεις περί standstill που περιλαμβάνονται στις αποφάσεις δεν εμποδίζουν την εφαρμογή της ισχύουσας κατά τον χρόνο της λήψεως των αποφάσεων νομοθεσίας επί των εργαζομένων που βρίσκονται στην κατάσταση του Sevince.

Συνεπώς, η Ολλανδική Κυβέρνηση φρονεί ότι η έκφραση «που απασχολείται νομίμως», όπως αυτή χρησιμοποιήθηκε στις μνημονευθείσες από το Raad van State αποφάσεις, και ιδίως στο πλαίσιο του άρθρου 7 της αποφάσεως 2/76 και/ή του άρθρου 13 της αποφάσεως 1/80, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αφορά αποκλειστικά την έμμισθη δραστηριότητα που ασκείται δυνάμει αδείας διαμονής που έχει χορηγηθεί, κυρίως, για την άσκηση έμμισθης δραστηριότητας.

3.

Η Κνβέρνηοη της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας υποστηρίζει ότι απάντηση στο τρίτο ερώτημα επιβάλλεται μόνο στην περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στα προηγούμενα ερωτήματα. Η έκφραση « που απασχολείται νομίμως » αναφέρεται στο καθεστώς του εργαζομένου σχετικά με το δικαίωμα διαμονής. Η διαφορετική ερμηνεία θα συνεπαγόταν ότι ο Τούρκος εργαζόμενος, ο οποίος διαμένει παρανόμως σε ένα κράτος μέλος αλλά απασχολήθηκε επί ορισμένο χρονικό διάστημα στη νόμιμη αγορά εργασίας, μπορεί να αντλήσει όφελος από το σύστημα του άρθρου 6, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της αποφάσεως 1/80.

4.

Η Επιτροπή παρατηρεί ότι, ασχέτως του ποια απάντηση θα δοθεί στο τρίτο ερώτημα, μπορεί οπωσδήποτε να υποστηριχθεί ότι οι αποφάσεις 2/76 και 1/80 κάνουν σαφή διάκριση μεταξύ του δικαιώματος εργασίας (άδεια εργασίας) και του δικαιώματος διαμονής ( άδεια διαμονής ), οπότε τα κράτη μέλη μπορούν πάντοτε να θεωρούν ότι τα άρθρα 2 της αποφάσεως 2/76 και 6 της αποφάσεως 1/80 αφορούν μόνο το δικαίωμα εργασίας. Ωστόσο, μια τέτοια ερμηνεία δεν μπορεί να γίνει, καταρχήν, δεκτή. Πράγματι, το δικαίωμα ασκήσεως ολοένα και περισσότερο σημαντικών δραστηριοτήτων, σύμφωνα με το άρθρο 2 της αποφάσεως 2/76 ή 6 της αποφάσεως 1/80, συνεπάγεται και δικαίωμα διαμονής. Εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί άρνηση παροχής δικαιώματος εργασίας με την αιτιολογία ότι δεν υφίσταται δικαίωμα διαμονής. Το γεγονός ότι οι ρήτρες περί standstill, όπως το άρθρο 13 της αποφάσεως 1/80, αφορούν τους εργαζομένους που συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις του νόμου όσον αφορά τη διαμονή και την εργασία τους δεν δικαιολογεί διαφορετική ερμηνεία. Στην απόφαση 1/80 δεν απαντώνται, κατ' ουσίαν, παρά άρθρα αναφερόμενα στη νόμιμη εργασία. Το δικαίωμα διαμονής απορρέει σιωπηρώς από τη νόμιμη προσφορά εργασίας. Μόνον όταν δεν υφίσταται νόμιμη προσφορά εργασίας, όπως στην περίπτωση του ανέργου εργαζομένου ( άρθρο 8 ) ή σε σχέση με τα μέλη της οικογενείας του ( άρθρα 7 και 9 ), το δικαίωμα διαμονής αποκτά αυτοτελή σημασία.

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή προτείνει στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα να δοθεί απάντηση ότι

«η έκφραση “που απασχολείται νομίμως”, του άρθρου 6 της αποφάσεως 1/80, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η έκφραση αυτή συνεπάγεται αυτομάτως και δικαίωμα διαμονής, πράγμα που σημαίνει ότι δεν μπορεί να απαγορευθεί η ελεύθερη πρόσβαση σε οποια-- δήποτε έμμισθη δραστηριότητα της επιλογής του σε Τούρκο εργαζόμενο που απασχολείται νομίμως επί τέσσερα έτη για τον λόγο ότι η άδεια διαμονής του δεν ισχύει, εκτός αν αυτό έχει σχέση με τους λόγους που μνημονεύονται στα άρθρα 12 και 14, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που διευκρινίζονται σ' αυτά ».

F. Α. Schockweiler

εισηγητής δικαστής


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.

Επάνω

ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

της 20ής Σεπτεμβρίου 1990 ( *1 )

Στην υπόθεση C-192/89,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Raad van State των Κάτω Χωρών προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

S. Ζ. Sevince

και

Staatssecretaris van Justitie,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία ορισμένων διατάξεων των αποφάσεων 2/76 και 1/80 του Συμβουλίου Συνδέσεως που έχει θεσπιστεί από τη Συμφωνία Συνδέσεως μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Τουρκίας,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους Ο. Due, Πρόεδρο, Sir Gordon Slynn, Κ. Ν. Κακούρη, F. Α. Schockweiler και Μ. Zuleeg, προέδρους τμήματος, G. F. Mancini, T. F. O'Hig-gins, J. C. Moitinho de Almeida, G. C. Rodríguez Iglesias, F. Grévisse και Μ. Diez de Velasco, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Darmon

γραμματέας: J. Α. Pompe, βοηθός γραμματέας

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

o S. Ζ. Sevince, εκπροσωπούμενος από τον Α. Willems, δικηγόρο Άμστερνταμ,

η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Ε. Röder, Regierungsdirektor im Bundesministerium für Wirtschaft,

η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Β. R. Bot, γενικό γραμματέα του Υπουργείου Εξωτερικών,

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Ρ. J. Kuijper, μέλος της νομικής της υπηρεσίας,

έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση,

αφού άκουσε τις παρατηρήσεις που ανέπτυξαν κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση της 22ας Μαρτίου 1990, ο S. Ζ. Sevince, η Γερμανική Κυβέρνηση, η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον J. W. de Zwaan, και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 15ης Μαΐου 1990,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με απόφαση της 1ης Ιουνίου 1989, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 8 Ιουνίου 1989, το Raad van State των Κάτω Χωρών υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, τρία προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία ορισμένων διατάξεων των αποφάσεων 2/76, της 20ής Δεκεμβρίου 1976, και 1/80, της 19ης Σεπτεμβρίου 1980, του Συμβουλίου Συνδέσεως που συστάθηκε με τη Συμφωνία Συνδέσεως μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Τουρκίας που υπογράφηκε στην 'Αγκυρα, στις 12 Σεπτεμβρίου 1963, και συνήφθη επ' ονόματι της Κοινότητας με την απόφαση 64/732/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Δεκεμβρίου 1963 (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/001, σ. 48, στο εξής: Συμφωνία ).

2

Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του S. Ζ. Sevince, Τούρκου υπηκόου, και του Staatssecretaris van Justitie σχετικά με την άρνηση χορηγήσεως άδειας διαμονής στις Κάτω Χώρες.

3

Όπως προκύπτει από τη δικογραφία της υποθέσεως, στις 11 Σεπτεμβρίου 1980 απορρίφθηκε η αίτηση του Sevince για ανανέωση της άδειας διαμονής, που του είχε χορηγηθεί στις 22 Φεβρουαρίου του 1979, για τον λόγο ότι δεν υφίσταντο πλέον οικογενειακοί λόγοι που είχαν δικαιολογήσει τη χορήγηση της άδειας αυτής. Η ασκηθείσα κατά της αποφάσεως αυτής προσφυγή, η οποία είχε αυτοδικαίως ανασταλτικό αποτέλεσμα, απορρίφθηκε οριστικά από το Raad van State στις 12 Ιουνίου 1986. Κατά την περίοδο που υφίστατο το ανασταλτικό αποτέλεσμα της προσφυγής, ο Sevince έλαβε πιστοποιητικό εργασίας η ισχύς του οποίου διήρκεσε μέχρι την έκδοση της προαναφερθείσας αποφάσεως του Raad van State της 12ης Ιουνίου 1986.

4

Ισχυριζόμενος ότι είχε ασκήσει επί ορισμένα έτη έμμισθη δραστηριότητα στις Κάτω Χώρες, ο Sevince ζήτησε, στις 13 Απριλίου 1987, τη χορήγηση άδειας διαμονής. Προς στήριξη της αιτήσεως του, επικαλέστηκε το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο β ), της προαναφερθείσας απόφασης 2/76, κατά το οποίο ο Τούρκος εργαζόμενος που έχει απασχοληθεί επί πέντε και πλέον έτη σε κράτος μέλος της Κοινότητας έχει στο εν λόγω κράτος μέλος ελεύθερη πρόσβαση σε οποιαδήποτε έμμισθη δραστηριότητα της επιλογής του, και το άρθρο 6, παράγραφος 1, τρίτη περίπτωση, της προαναφερθείσας απόφασης 1/80, κατά το οποίο ο Τούρκος εργαζόμενος που απασχολείται στη νόμιμη αγορά εργασίας κράτους μέλους έχει εντός αυτού του κράτους μέλους, ύστερα από τέσσερα έτη νόμιμης απασχόλησης, ελεύθερη πρόσβαση σε οποιαδήποτε έμμισθη δραστηριότητα της επιλογής του. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε σιωπηρώς από τις ολλανδικές αρχές.

5

Το Raad van State, ενώπιον του οποίου ασκήθηκε προσφυγή κατά της απορριπτικής αυτής αποφάσεως, αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιον του διαδικασία έως ότου το Δικαστήριο αποφανθεί επί των εξής προδικαστικών ερωτημάτων:

« 1)

Πρέπει το άρθρο 177 της Συνθήκης ΕΟΚ να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ένα δικαστήριο κράτους μέλους είναι αρμόδιο να υποβάλει στο Δικαστήριο ( και αν, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, το δικαστήριο αυτό υποχρεούται να πράξει κάτι τέτοιο) προδικαστικό ερώτημα σχετικά με την ερμηνεία των αποφάσεων του Συμβουλίου Συνδέσεως περί των οποίων τίθεται εν προκειμένω ζήτημα, δηλαδή της αποφάσεως 2/76 και/ή της αποφάσεως 1/80, αν τέτοιο ερώτημα ανακύψει ενώπιον του και αυτό κρίνει ότι η επίλυση του είναι αναγκαία για την έκδοση της αποφάσεως του;

2)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα

Πρέπει το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο β), της αποφάσεως 2/76 και/ή το άρθρο 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80 καθώς και το άρθρο 7 της αποφάσεως σεως 2/76 και/ή το άρθρο 13 της αποφάσεως 1/80 να θεωρηθούν ως διατάξεις που εφαρμόζονται απευθείας εντός των χωρών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας;

3)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα

Τι πρέπει να νοείται με την έκφραση “ που απασχολήθηκε νομίμως ” του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο β), της αποφάσεως 2/76 και/ή του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80 ( ενόψει επίσης της διατάξεως του άρθρου 7 της αποφάσεως 2/76 και/ή αυτής του άρθρου 13 της αποφάσεως 1/80); Πρέπει με αυτό να νοείται κάθε είδος εργασίας ενώ ο ενδιαφερόμενος ήταν κάτοχος αδείας διαμονής δυνάμει της νομοθεσίας περί αλλοδαπών — εξού και το πρόσθετο ερώτημα σχετικά με το ζήτημα αν η έκφραση αυτή αφορά επίσης, εν προκειμένω, υπό ευρύτερη έννοια, την εργασία που ο ενδιαφερόμενος μπορούσε και δικαιούταν να εκτελεί κατά την περίοδο που ανέμενε να καταστεί οριστική η απόφαση σχετικά με την άδεια του διαμονής — ή μόνο την εργασία που πρέπει να θεωρείται ως νομίμως επιτρεπομένη δυνάμει των διατάξεων περί εργασίας των αλλοδαπών; »

6

Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης, η εξέλιξη της διαδικασίας και οι γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο κατά το μέτρο που απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

Επί του πρώτου ερωτήματος

7

Με το πρώτο του ερώτημα το εθνικό δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν αν η ερμηνεία των προαναφερθεισών αποφάσεων 2/76 και 1/80 εμπίπτει στο πεδίο του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ.

8

Συναφώς, πρέπει να υπομνηστεί, καταρχάς, ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, οι διατάξεις μιας συμφωνίας που συνάπτεται από το Συμβούλιο, σύμφωνα με τα άρθρα 228 και 238 της Συνθήκης ΕΟΚ, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος, από της ενάρξεως της ισχύος της συμφωνίας αυτής, της κοινοτικής έννομης τάξης ( βλέπε την απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 1987, Demirel, σκέψη 7, 12/86, Συλλογή 1987, σ. 3719, και την απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 1989, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 12, 30/88, Συλλογή 1989, σ. 3711).

9

To Δικαστήριο έχει επίσης αποφανθεί ότι, λόγω της άμεσης σχέσεως τους προς τη Συμφωνία που θέτουν σε εφαρμογή, οι αποφάσεις του Συμβουλίου Συνδέσεως αποτελούν, όπως ακριβώς και η ίδια η Συμφωνία, από της ενάρξεως της ισχύος τους, αναπόσπαστο τμήμα της κοινοτικής έννομης τάξης ( βλέπε την προαναφερθείσα απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 1989, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 13 ).

10

Δεδομένου ότι το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται, μέσω προδικαστικής αποφάσεως επί μιας συμφωνίας ως πράξεως Οργάνου της Κοινότητας ( βλέπε την απόφαση της 30ής Απριλίου 1974, Haegeman, 181/73, Jurispr. 1974, σ. 449), είναι επίσης αρμόδιο να αποφαίνεται ως προς την ερμηνεία των αποφάσεων του οργάνου που έχει θεσπιστεί με τη συμφωνία και επιφορτιστεί με την εφαρμογή της.

11

Αυτό πρέπει να ισχύει διότι με το άρθρο 177 της Συνθήκης ΕΟΚ σκοπείται η διασφάλιση της ομοιόμορφης εφαρμογής εντός της Κοινότητας όλων των διατάξεων που αποτελούν τμήμα της κοινοτικής έννομης τάξης ώστε τα αποτελέσματα τους να μην ποικίλλουν ανάλογα με την ερμηνεία που τους δίδεται στα διάφορα κράτη μέλη ( βλέπε την απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 1982, Kupferberg, 104/81, Συλλογή 1982, σ. 3641, και την απόφαση της 16ης Μαρτίου 1983, SPI και SAMI, 267/81 έως 269/81, Συλλογή 1983, σ. 801 ).

12

Επομένως, στο πρώτο ερώτημα του Raad van State πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η ερμηνεία των προαναφερθεισών αποφάσεων 2/76 και 1/80 εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ.

Επί του δευτέρου ερωτήματος

13

Το δεύτερο ερώτημα του Raad van State αφορά το ζήτημα αν τα άρθρα 2, παράγραφος 1, στοιχείο β), και 7 της προαναφερθείσας αποφάσεως 2/76 και τα άρθρα 6, παράγραφος 1, και 13 της προαναφερθείσας αποφάσεως 1/80 έχουν άμεσο αποτέλεσμα στο έδαφος των κρατών μελών.

14

Συναφώς, επιβάλλεται να αναγνωριστεί ότι οι διατάξεις μιας αποφάσεως του Συμβουλίου Συνδέσεως πρέπει, προκειμένου να τους αναγνωριστεί ένα τέτοιο αποτέλεσμα, να ανταποκρίνονται στις ίδιες προϋποθέσεις με αυτές που ισχύουν για τις διατάξεις της ίδιας της Συμφωνίας.

15

Με την προαναφερθείσα απόφαση του της 30ης Σεπτεμβρίου 1987, Demirel, το Δικαστήριο έκρινε ότι διάταξη συμφωνίας συναφθείσας από την Κοινότητα με τρίτες χώρες πρέπει να θεωρείται ότι εφαρμόζεται απευθείας όταν, ενόψει του γράμματος της, του αντικειμένου και της φύσεως της συμφωνίας, συνεπάγεται σαφή και συγκεκριμένη υποχρέωση που δεν εξαρτάται, ως προς την εφαρμογή ή τα αποτελέσματα της, από τη θέσπιση οποιασδήποτε μεταγενέστερης πράξης ( σκέψη 14 ). Τα ίδια κριτήρια ισχύουν και όταν πρόκειται να προσδιοριστεί αν οι διατάξεις μιας αποφάσεως του Συμβουλίου Συνδέσεως μπορούν να έχουν άμεσο αποτέλεσμα.

16

Προκειμένου να καθοριστεί αν οι εν λόγω διατάξεις των προαναφερθεισών αποφάσεων 2/76 και 1/80 ανταποκρίνονται στα κριτήρια αυτά, πρέπει να εξεταστεί, καταρχάς, το περιεχόμενο τους.

17

Επί του σημείου αυτού πρέπει να αναγνωριστεί ότι το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο β), της προαναφερθείσας απόφασης 2/76 και το άρθρο 6, παράγραφος 1, τρίτη περίπτωση, της προαναφερθείσας απόφασης 1/80 καθιερώνουν, κατά τρόπο σαφή, ακριβή και ανεπιφύλακτο το δικαίωμα των Τούρκων εργαζομένων, να έχουν, ύστερα από ορισμένα έτη νόμιμης εργασίας σε κράτος μέλος, ελεύθερη πρόσβαση σε οποιαδήποτε έμμισθη δραστηριότητα της επιλογής τους.

18

Ομοίως, το άρθρο 7 της προαναφερθείσας απόφασης 2/76 και το άρθρο 13 της προαναφερθείσας απόφασης 1/80 θέτουν μια μη επιδεχόμενη παρερμηνεία ρήτρα « standstill » όσον αφορά την επιβολή νέων περιορισμών σχετικά με την πρόσβαση σε απασχόληση των εργαζομένων που νομίμως διαμένουν και απασχολούνται στο έδαφος των συμβαλλομένων κρατών.

19

Η διαπίστωση ότι οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης διατάξεις των αποφάσεων του Συμβουλίου Συνδέσεως μπορούν να διέπουν κατά τρόπο άμεσο την κατάσταση των Τούρκων εργαζομένων που απασχολούνται στη νόμιμη αγορά εργασίας κράτους μέλους ενισχύεται από την εξέταση του αντικειμένου και της φύσεως των αποφάσεων των οποίων τα κείμενα αυτά αποτελούν μέρος καθώς και της Συμφωνίας βάσει της οποίας οι εν λόγω αποφάσεις έχουν ληφθεί.

20

Με τη Συμφωνία, η οποία έχει, σύμφωνα με το άρθρο της 2, παράγραφος 1, ως αντικείμενο την προώθηση της συνεχούς και ισόρροπης ενίσχυσης των εμπορικών και οικονομικών σχέσεων μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, πραγματοποιείται, μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Τουρκίας, σύνδεση η οποία προβλέπει μια προπαρασκευαστική φάση με σκοπό να διευκολυνθεί η Τουρκία να ενισχύσει την οικονομία της με τη βοήθεια της Κοινότητας, μια μεταβατική φάση για τη σταδιακή εγκαθίδρυση τελωνειακής ενώσεως και την προσέγγιση των οικονομικών πολιτικών και μια τελική φάση που στηρίζεται στην τελωνειακή ένωση και συνεπάγεται την ενίσχυση και τον συντονισμό των οικονομικών πολιτικών ( βλέπε την προαναφερθείσα απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 1987, Demirel, σκέψη 15 ). Όσον αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, το άρθρο 12 της Συμφωνίας, που περιλαμβάνεται στον τίτλο II περί εφαρμογής της μεταβατικής φάσης της συνδέσεως, ορίζει ότι τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν να διαπνέονται από τα άρθρα 48, 49 και 50 της Συνθήκης ΕΟΚ για τη σταδιακή πραγματοποίηση της ελεύθερης κυκλοφορίας μεταξύ αυτών. Το Πρόσθετο Πρωτόκολλο, που υπογράφηκε στις 23 Νοεμβρίου 1970, αποτελεί παράρτημα της Συμφωνίας Συνδέσεως μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Τουρκίας και συνάφθηκε με τον κανονισμό ( ΕΟΚ ) 2760/72 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1972 (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/002, σ. 149, στο εξής: Πρόσθετο Πρωτόκολλο ), προβλέπει, στο άρθρο του 36, τις προθεσμίες για τη σταδιακή πραγματοποίηση της ελεύθερης αυτής κυκλοφορίας και ορίζει ότι το Συμβούλιο Συνδέσεως αποφασίζει σχετικά με τις ακολουθητέες για τον σκοπό αυτό διαδικασίες.

21

Οι προαναφερθείσες αποφάσεις 2/76 και 1/80 ελήφθησαν από το Συμβούλιο Συνδέσεως για την εφαρμογή του άρθρου 12 της Συμφωνίας και του άρθρου 36 του Προσθέτου Πρωτοκόλλου στα οποία το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει προγραμματικό, κατ' ουσίαν, χαρακτήρα. 'Ετσι, η απόφαση 2/76 αναφέρεται ρητώς, στο προοίμιο της, στο άρθρο 12 της Συμφωνίας και στο άρθρο 36 του Προσθέτου Πρωτοκόλλου και καθορίζει, σύμφωνα με το άρθρο της 1, για ένα πρώτο στάδιο, τις διαδικασίες που πρέπει να ακολουθηθούν για την εφαρμογή του άρθρου 36 του Προσθέτου Πρωτοκόλλου. Σύμφωνα με την τρίτη αιτιολογική σκέψη του προοιμίου της, η απόφαση 1/80 αποσκοπεί, όσον αφορά τον τομέα των κοινωνικών ασφαλίσεων, στη βελτίωση, σε σχέση με το σύστημα που θεσπίστηκε με την απόφαση 2/76, του συστήματος στο οποίο υπάγονται οι εργαζόμενοι και τα μέλη των οικογενειών τους. Ο προγραμματικός, κατ' ουσίαν, χαρακτήρας των προαναφερθεισών διατάξεων της Συμφωνίας και του Προσθέτου Πρωτοκόλλου δεν αποκλείει το άμεσο αποτέλεσμα των αποφάσεων του Συμβουλίου Συνδέσεως με τις οποίες υλοποιούνται, ως προς συγκεκριμένα σημεία, τα προβλεπόμενα στη Συμφωνία προγράμματα.

22

Το συμπέρασμα ότι τα άρθρα των προαναφερθεισών αποφάσεων 2/76 και 1/80, που αποτελούν το αντικείμενο του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος, μπορούν να έχουν άμεσο αποτέλεσμα δεν κλονίζεται από το γεγονός ότι το άρθρο 2, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2/76 και το άρθρο 6, παράγραφος 3, της αποφάσεως 1/80 προβλέπουν ότι οι λεπτομέρειες σχετικά με τον τρόπο ασκήσεως των δικαιωμάτων που παρέχονται στους Τούρκους εργαζομένους καθορίζονται από την εθνική νομοθεσία. Πράγματι, οι διατάξεις αυτές απλώς διευκρινίζουν την υποχρέωση των κρατών μελών για τη λήψη των διοικητικής φύσεως μέτρων που, ενδεχομένως, συνεπάγεται η εφαρμογή των διατάξεων αυτών, χωρίς να παρέχουν στα κράτη μέλη την ευχέρεια να εξαρτούν από όρους ή να περιορίζουν την άσκηση του συγκεκριμένου και ανεπιφύλακτου δικαιώματος που οι διατάξεις των αποφάσεων του Συμβουλίου Συνδέσεως αναγνωρίζουν στους Τούρκους εργαζομένους.

23

Ομοίως, το άρθρο 12 της προαναφερθείσας απόφασης 2/76 και το άρθρο 29 της προαναφερθείσας απόφασης 1/80, τα οποία προβλέπουν ότι έκαστο των συμβαλλόμενων μερών λαμβάνει, στο βαθμό που το αφορά, τα μέτρα που συνεπάγεται η εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας απόφασης, απλώς υπογραμμίζουν την υποχρέωση της καλόπιστης εφαρμογής μιας διεθνούς συμφωνίας, πράγμα που υπενθυμίζει, άλλωστε, και το άρθρο 7 της ίδιας της Συμφωνίας.

24

Εξάλλου, το άμεσο αποτέλεσμα των επίμαχων στην υπόθεση της κύριας δίκης διατάξεων δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση απλώς και μόνο λόγω της μη δημοσιεύσεως των προαναφερθεισών αποφάσεων 2/76 και 1/80. Πράγματι, η μη δημοσίευση των αποφάσεων αυτών, καίτοι είναι δυνατόν να εμποδίσει την επιβολή υποχρεώσεων σ' έναν ιδιώτη, δεν μπορεί να του στερήσει την ευχέρεια να επικαλεστεί, έναντι μιας δημόσιας αρχής, τα δικαιώματα που οι αποφάσεις αυτές του παρέχουν.

25

Όσον αφορά τις ρήτρες διασφαλίσεως που επιτρέπουν στα συμβαλλόμενα μέρη να παρεκκλίνουν από τις διατάξεις που αναγνωρίζουν ορισμένα δικαιώματα υπέρ των Τούρκων εργαζομένων που έχουν νομίμως ενταχθεί στην αγορά εργασίας ενός κράτους μέλους, πρέπει να παρατηρηθεί ότι οι εν λόγω ρήτρες δεν εφαρμόζονται παρά μόνο στο πλαίσιο συγκεκριμένων καταστάσεων. Εκτός των ειδικών καταστάσεων που μπορούν να συνεπάγονται την εφαρμογή τους, η ύπαρξη, αυτή καθεαυτή, των ρητρών αυτών δεν εμποδίζει την απευθείας εφαρμογή των διατάξεων από τις οποίες οι εν λόγω ρήτρες επιτρέπουν παρεκκλίσεις ( βλέπε την προαναφερθείσα απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 1982, Kupferberg ).

26

Από το σύνολο των προηγουμένων σκέψεων προκύπτει ότι στο δεύτερο ερώτημα του Raad van State πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο β ), της προαναφερθείσας απόφασης 2/76 και/ή το άρθρο 6, παράγραφος 1, της προαναφερθείσας απόφασης 1/80, καθώς και το άρθρο 7 της αποφάσεως 2/76 και/ή το άρθρο 13 της αποφάσεως 1/80 έχουν άμεσο αποτέλεσμα στα κράτη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας.

Επί του τρίτου ερωτήματος

27

Με το τρίτο του ερώτημα το εθνικό δικαστήριο ζητεί να μάθει αν η έκφραση « που απασχολείται νομίμως» του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο β), της προαναφερθείσας απόφασης 2/76 και/ή του άρθρου 6, παράγραφος 1, τρίτη περίπτωση, της προαναφερθείσας απόφασης 1/80 αφορά την κατάσταση Τούρκου εργαζομένου στον οποίο επετράπη να εργάζεται κατά την περίοδο αναστολής εκτελέσεως της αποφάσεως με την οποία δεν του παρασχέθηκε δικαίωμα διαμονής και κατά της οποίας ο εν λόγω εργαζόμενος έχει ασκήσει προσφυγή.

28

Για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό,πρέπει, καταρχάς, να αναγνωριστεί ότι οι προαναφερθείσες διατάξεις περιορίζονται στη ρύθμιση της καταστάσεως των Τούρκων εργαζομένων όσον αφορά την απασχόληση, χωρίς να αναφέρονται στην κατάσταση αυτών από πλευράς δικαιώματος διαμονής.

29

Είναι όμως εξίσου αληθές ότι οι δύο αυτές πτυχές της προσωπικής καταστάσεως ενός Τούρκου εργαζομένου συνδέονται στενώς και ότι οι εν λόγω διατάξεις, αναγνωρίζοντας στον εργαζόμενο αυτό, μετά τη συμπλήρωση ορισμένης περιόδου νόμιμης απασχόλησης εντός κράτους μέλους, τη δυνατότητα προσβάσεως σε οποιαδήποτε έμμισθη δραστηριότητα της επιλογής του, συνεπάγονται κατ' ανάγκη — άλλως θα ήταν δυνατόν να στερείται οποιουδήποτε αποτελέσματος το δικαίωμα που οι διατάξεις αυτές αναγνωρίζουν στον Τούρκο εργαζόμενο — την ύπαρξη, όσον αφορά τον ενδιαφερόμενο, τουλάχιστον κατά το χρονικό αυτό σημείο, δικαιώματος διαμονής.

30

Ωστόσο, ο νόμιμος χαρακτήρας μιας εργασίας κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, έστω και αν γίνει δεκτό ότι η εργασία αυτή δεν εξαρτάται κατ' ανάγκη από την κατοχή νόμιμης άδειας διαμονής, προϋποθέτει μια σταθερή και όχι πρόσκαιρη κατάσταση στην αγορά εργασίας.

31

Ειδικότερα, καίτοι το να έχει εργαστεί κάποιος νομίμως για ορισμένη περίοδο συνεπάγεται, μετά το τέλος της περιόδου αυτής, την αναγνώριση δικαιώματος διαμονής, είναι αδιανόητο ένας Τούρκος εργαζόμενος να μπορεί ο ίδιος να προκαλέσει την πλήρωση της προϋποθέσεως αυτής και, κατά συνέπεια, να πετύχει να του αναγνωριστεί το δικαίωμα αυτό απλώς και μόνο διότι, καθώς οι εθνικές αρχές είχαν αρνηθεί να του χορηγήσουν άδεια διαμονής ισχύουσα κατά την περίοδο αυτή και ο εν λόγω εργαζόμενος είχε κάνει χρήση των ενδίκων μέσων που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο κατά της αρνήσεως εκείνης, ίσχυσε υπέρ αυτού το ανασταλτικό αποτέλεσμα που συνεπάγεται η ένδικη προσφυγή του και, επομένως, του επετράπη προσωρινώς, μέχρι πέρατος της σχετικής δίκης, να διαμένει στο εν λόγω κράτος μέλος και να εργάζεται.

32

Κατά συνέπεια, η έκφραση « που απασχολείται νομίμως » του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο β ), της προαναφερθείσας απόφασης 2/76 και/ή του άρθρου 6, παράγραφος 1, τρίτη περίπτωση, της προαναφερθείσας απόφασης 1/80 δεν μπορεί να αφορά την κατάσταση Τούρκου εργαζομένου ο οποίος μπόρεσε νομίμως να συνεχίσει να εργάζεται απλώς και μόνο λόγω του ανασταλτικού αποτελέσματος που συνεπάγεται η προσφυγή του έως ότου το εθνικό δικαστήριο αποφανθεί οριστικώς επ' αυτής, υπό την προϋπόθεση, βεβαίως, ότι το δικαστήριο αυτό θα απορρίψει την προσφυγή του.

33

Επομένως, στο τρίτο ερώτημα του εθνικού δικαστηρίου πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η έκφραση « που απασχολείται νομίμως », του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο β), της προαναφερθείσας απόφασης 2/76 και/ή του άρθρου 6, παράγραφος 1, τρίτη περίπτωση, της προαναφερθείσας απόφασης 1/80 δεν αφορά την κατάσταση Τούρκου εργαζομένου στον οποίο επετράπη να εργαστεί κατά την περίοδο κατά την οποία είχε ανασταλεί η εκτέλεση αποφάσεως με την οποία δεν του παρεσχέθη δικαίωμα διαμονής και κατά της οποίας ο εν λόγω εργαζόμενος άσκησε προσφυγή η οποία απορρίφθηκε.

Επί των δικαστικών εξόδων

34

Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, η Κυβέρνηση του Βασιλείου των Κάτω Χωρών και η Επιτροπή, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος, που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε, με απόφαση της 1ης Ιουνίου 1989, το Raad van State των Κάτω Χωρών αποφαίνεται:

 

1)

Η ερμηνεία των αποφάσεων 2/76, της 20ής Δεκεμβρίου 1976, και 1/80, της 19ης Σεπτεμβρίου 1980, του Συμβουλίου Συνδέσεως που θεσπίστηκε με τη Συμφωνία συνδέσεως μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Τουρκίας εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ.

 

2)

To άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο β ), της προαναφερθείσας απόφασης 2/76 και/ή το άρθρο 6, παράγραφος 1, της προαναφερθείσας απόφασης 1/80, καθώς και το άρθρο 7 της αποφάσεως 2/76 και/ή το άρθρο 13 της αποφάσεως 1/80, έχουν άμεσο αποτέλεσμα εντός των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας.

 

3)

Η έκφραση « που απασχολείται νομίμως », του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο β ), της προαναφερθείσας απόφασης 2/76 και/ή του άρθρου 6, παράγραφος 1, τρίτη περίπτωση, της προαναφερθείσας απόφασης 1/80 δεν αφορά την κατάσταση Τούρκου εργαζομένου στον οποίο επετράπη να εργαστεί κατά την περίοδο κατά την οποία είχε ανασταλεί η εκτέλεση αποφάσεως με την οποία δεν του παρεσχέθη δικαίωμα διαμονής και κατά της οποίας ο εν λόγω εργαζόμενος άσκησε προσφυγή η οποία απορρίφθηκε.

 

Due

Slynn

Κακούρης

Schockweiler

Zuleeg

Mancini

O'Higgins

Moitinho de Almeida

Rodríguez Iglesias

Grévisse

Diez de Velasco

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 20 Σεπτεμβρίου 1990.

Ο γραμματέας

J.-G. Giraud

Ο Πρόεδρος

Ο. Due


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.

Επάνω