EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62000TO0350

Διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 1ης Φεβρουαρίου 2001.
Free Trade Foods NV κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων - Μέτρο διασφαλίσεως - Προϊόντα του τομέα της ζάχαρης με σώρευση καταγωγής ΕΚ/ΥΧΕ - Επείγον.
Υπόθεση T-350/00 R.

Συλλογή της Νομολογίας 2001 II-00493

ECLI identifier: ECLI:EU:T:2001:37

62000B0350

Διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 1ης Φεβρουαρίου 2001. - Free Trade Foods NV κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. - Διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων - Μέτρο διασφαλίσεως - Προϊόντα του τομέα της ζάχαρης με σώρευση καταγωγής ΕΚ/ΥΧΕ - Επείγον. - Υπόθεση T-350/00 R.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2001 σελίδα II-00493


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1. Ασφαλιστικά μέτρα - Αναστολή εκτελέσεως - ροσωρινά μέτρα - ροϋποθέσεις χορηγήσεως - Επείγον - Σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία

(Άρθρα 242 ΕΚ και 243 ΕΚ· Κανονισμός Διαδικασίας του ρωτοδικείου, άρθρο 104 § 2)

2. Ασφαλιστικά μέτρα - ροσωρινά μέτρα - ροϋποθέσεις χορηγήσεως - Επείγον - Λαμβάνεται υπόψη η έλλειψη επιμέλειας του αιτούντος

(Άρθρο 243 ΕΚ· Κανονισμός Διαδικασίας του ρωτοδικείου, άρθρο 104 § 2)

Περίληψη


1. Κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, όταν η προσβαλλόμενη πράξη εντάσσεται σε τομέα στον οποίο το κοινοτικό όργανο διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όχι μόνον ως προς τη συνδρομή των προϋποθέσεων που δικαιολογούν τη λήψη του επίμαχου μέτρου, αλλά και ως προς το αν απαιτείται καταρχήν η λήψη του, όταν η πλειονότητα των ισχυρισμών που προέβαλε ο αιτών αφορά ακριβώς τον τρόπο με τον οποίο το κοινοτικό όργανο εκτίμησε την αναγκαιότητα του μέτρου διασφαλίσεως και τις λεπτομέρειες εφαρμογής του και όταν, δεδομένης της περιορισμένης χρονικής ισχύος της προσβαλλομένης πράξεως, η απόφαση του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων που θα επέβαλλε την αναστολή της θα είχε στην πράξη οριστικά αποτελέσματα, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων δεν μπορεί να υποκαταστήσει την Επιτροπή στην κρίση της, παρά μόνον αν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις χαρακτηριζόμενες από ιδιαιτέρως σοβαρό fumus boni juris και προδήλως επείγοντα χαρακτήρα.

( βλ. σκέψεις 46-48 )

2. Το στοιχείο του επείγοντος που απαιτείται για να διαταχθεί ένα προσωρινό μέτρο πρέπει να προκύπτει από τα αποτελέσματα της προσβαλλομένης αποφάσεως και όχι από έλλειψη επιμέλειας του αιτούντος το εν λόγω μέτρο. Συγκεκριμένα, ο αιτών φέρει, με κίνδυνο να υποστεί ο ίδιος τη ζημία, το βάρος αποδείξεως του ότι επέδειξε εύλογη επιμέλεια για τον περιορισμό του εύρους της ζημίας.

( βλ. σκέψη 59 )

Διάδικοι


Στην υπόθεση T-350/00 R,

Free Trade Foods NV, με έδρα το Curaçao (ολλανδικές Αντίλλες), εκπροσωπούμενη από τους Μ. Slotboom και R. J. van Agteren, δικηγόρους, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

αιτούσα,

κατά

Επιτροπής των Eυρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης από τους T. van Rijn και C. Van der Hauwaert, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής

που έχει ως αντικείμενο αίτηση αναστολής εκτελέσεως του κανονισμού (ΕΚ) 2081/2000 της Επιτροπής, της 29ης Σεπτεμβρίου 2000, για τη συνέχιση της εφαρμογής μέτρων διασφαλίσεως όσον αφορά τις εισαγωγές, από τις υπερπόντιες χώρες και εδάφη, προϊόντων του τομέα της ζάχαρης με σώρευση καταγωγής ΕΚ/ΥΧΕ (ΕΕ L 246, σ. 64), ή λήψεως οποιουδήποτε άλλου προσωρινού μέτρου ικανού να προστατεύσει τα συμφέροντά της,

Ο ΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ

ΤΩΝ ΕΥΡΩΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

Σκεπτικό της απόφασης


Νομικό πλαίσιο

1 Οι ολλανδικές Αντίλλες ανήκουν στις υπερπόντιες χώρες και εδάφη (στο εξής: ΥΧΕ) για τις οποίες έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του τετάρτου μέρους της Συνθήκης ΕΚ. Η σύνδεση των ΥΧΕ με την Κοινότητα ρυθμίζεται από το τέταρτο μέρος της Συνθήκης ΕΚ, καθώς και από την απόφαση 91/482/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1991, σχετικά με τη σύνδεση των υπερποντίων χωρών και εδαφών με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕE L 263, σ. 1, στο εξής: απόφαση ΥΧΕ), που εκδόθηκε κατ' εφαρμογή του άρθρου 136, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 187 ΕΚ).

2 Το άρθρο 101, παράγραφος 1, της αποφάσεως ΥΧΕ είχε αρχικώς ως εξής:

«Τα προϊόντα καταγωγής των ΥΧΕ εισάγονται στην Κοινότητα άνευ δασμών και φόρων ισοδύναμου αποτελέσματος.»

3 Το άρθρο 102 της ίδιας αποφάσεως προέβλεπε:

«Η Κοινότητα δεν επιβάλλει ποσοτικούς περιορισμούς ή μέτρα ισοδύναμου αποτελέσματος κατά τις εισαγωγές προϊόντων καταγωγής ΥΧΕ.»

4 Το άρθρο 108, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της αποφάσεως ΥΧΕ παραπέμπει στο παράρτημα ΙΙ της αποφάσεως για τον ορισμό της έννοιας των προϊόντων καταγωγής και τις «σχετικές μεθόδους διοικητικής συνεργασίας».

5 Κατά το άρθρο 1 του παραρτήματος ΙΙ της αποφάσεως ΥΧΕ, ως προϊόν καταγωγής των ΥΧΕ, της Κοινότητας ή των κρατών της Αφρικής, της Καραϊβικής και του Ειρηνικού (στο εξής: κράτη ΑΚΕ) θεωρείται το προϊόν που έχει είτε εξ ολοκλήρου παραχθεί είτε επαρκώς μεταποιηθεί στα εδάφη αυτά.

6 Το άρθρο 6, παράγραφος 2, του παραρτήματος ΙΙ της αποφάσεως ΥΧΕ ορίζει ότι, όταν προϊόντα εξ ολοκλήρου παραγόμενα στην Κοινότητα ή στα κράτη ΑΚΕ υφίστανται κατεργασίες ή μεταποιήσεις στις ΥΧΕ, θεωρούνται ότι έχουν εξ ολοκλήρου παραχθεί στις ΥΧΕ. Δυνάμει αυτού του κανόνα που ονομάζεται «σώρευση καταγωγής ΕΚ/ΥΧΕ» ή «σώρευση καταγωγής ΑΚΕ/ΥΧΕ», ανάλογα με την περίπτωση, η ζάχαρη καταγωγής της Κοινότητας ή των κρατών ΑΚΕ, η οποία υφίσταται κατεργασία ή μεταποίηση στις ΥΧΕ, μπορεί να εισαχθεί χωρίς περιορισμό στην Κοινότητα, άνευ δασμών.

7 Το άρθρο 109 της αποφάσεως ΥΧΕ έχει ως εξής:

«1. Αν η εφαρμογή της παρούσας αποφάσεως προκαλεί σοβαρές διαταραχές σε τομέα οικονομικής δραστηριότητας της Κοινότητας ή ενός ή περισσότερων κρατών μελών ή θέτει σε κίνδυνο την εξωτερική οικονομική τους σταθερότητα, ή αν δημιουργούνται δυσκολίες, οι οποίες ενδέχεται να προκαλέσουν επιδείνωση τομέα δραστηριοτήτων της Κοινότητας ή περιφέρειας αυτής, η Επιτροπή μπορεί, σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στο παράρτημα IV, να θεσπίσει ή να επιτρέψει στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος να λάβει τα αναγκαία μέτρα διασφαλίσεως.

2. Για την εφαρμογή της παραγράφου 1, πρέπει κατά προτεραιότητα να επιλεγούν τα μέτρα που δημιουργούν τις ελάχιστες διαταραχές στη λειτουργία της σύνδεσης και της Κοινότητας. Τα μέτρα αυτά δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα απολύτως αναγκαία όρια για την αντιμετώπιση των δυσχερειών που προκύπτουν.»

8 Στις 24 Νοεμβρίου 1997, το Συμβούλιο έλαβε την απόφαση 97/803/ΕΚ, για την ενδιάμεση αναθεώρηση της αποφάσεως ΥΧΕ (ΕΕ L 329, σ. 50), η οποία τέθηκε σε ισχύ στις 30 Νοεμβρίου 1997.

9 Με την απόφαση 97/803 παρεμβλήθηκαν στην απόφαση ΥΧΕ τα άρθρα 108α και 108β, που επιτρέπουν τη σώρευση καταγωγής ΑΚΕ/ΥΧΕ, αντιστοίχως, για το ρύζι και τη ζάχαρη μέχρι ορισμένη ετήσια ποσότητα.

10 Με την απόφαση 97/803 τροποποιήθηκαν επίσης τα άρθρα 101, παράγραφος 1, και 102 της αποφάσεως ΥΧΕ, τα οποία έχουν έκτοτε ως εξής:

«Άρθρο 101

1. Τα προϊόντα καταγωγής ΥΧΕ εισάγονται στην Κοινότητα άνευ δασμών.

Άρθρο 102

Με την επιφύλαξη των άρθρων 108α και 108β, η Κοινότητα δεν επιβάλλει στις εισαγωγές των προϊόντων καταγωγής ΥΧΕ ούτε ποσοτικούς περιορισμούς, ούτε μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος.»

11 Στις 17 Δεκεμβρίου 1997, η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 2553/97, για λεπτομέρειες εκδόσεως πιστοποιητικών εισαγωγής όσον αφορά ορισμένα προϊόντα που υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ 1701, 1702, 1703 και 1704, με σώρευση καταγωγής ΑΚΕ/ΥΧΕ (ΕΕ L 349, σ. 26).

12 Στις 15 Νοεμβρίου 1999, η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 2423/1999, για την καθιέρωση μέτρων διασφαλίσεως όσον αφορά τη ζάχαρη του κωδικού ΣΟ 1701 και τα μείγματα ζάχαρης και κακάου που υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ 1806 10 30 και 1806 10 90 καταγωγής των υπερποντίων χωρών και εδαφών (ΕΕ L 294, σ. 11). Με τον κανονισμό αυτόν, που ίσχυε μέχρι τις 29 Φεβρουαρίου 2000, η Επιτροπή υπέβαλε τις εισαγωγές των προϊόντων αυτών σε καθεστώς ελάχιστης τιμής όσον αφορά τη ζάχαρη και σε διαδικασία κοινοτικής εποπτείας όσον αφορά τα μείγματα ζάχαρης και κακάου.

13 Στις 25 Φεβρουαρίου 2000, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2000/169/ΕΚ, για την παράταση ισχύος της αποφάσεως ΥΧΕ (ΕΕ L 55, σ. 67) επί ένα έτος, ήτοι μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου 2001.

14 Στις 29 Φεβρουαρίου 2000, η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 465/2000, για την καθιέρωση μέτρων διασφαλίσεως όσον αφορά τις εισαγωγές, από τις υπερπόντιες χώρες και εδάφη, προϊόντων του τομέα της ζάχαρης με σώρευση καταγωγής ΕΚ/ΥΧΕ (ΕΕ L 56, σ. 39). Με τον κανονισμό 465/2000, η Επιτροπή περιόρισε τη σώρευση καταγωγής ΕΚ/ΥΧΕ για τα προϊόντα που υπάγονται στους κωδικούς τιμών ΣΟ 1701, 1806 10 30 και 1806 10 90 μέχρι τη μέγιστη ποσότητα των 3 340 τόνων ζάχαρης για την περίοδο από 1 Μαρτίου μέχρι 30 Σεπτεμβρίου 2000.

15 Στις 29 Σεπτεμβρίου 2000, η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 2081/2000 για τη συνέχιση της εφαρμογής μέτρων διασφαλίσεως όσον αφορά τις εισαγωγές, από τις υπερπόντιες χώρες και εδάφη, προϊόντων του τομέα της ζάχαρης με σώρευση καταγωγής ΕΚ/ΥΧΕ (ΕΕ L 246, σ. 64, στο εξής: κανονισμός 2081/2000 ή προσβαλλόμενος κανονισμός).

16 Κατά την πρώτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2081/2000:

«Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι εισαγωγές ζάχαρης (κωδικός ΣΟ 1701) και μειγμάτων ζάχαρης και κακάου που υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ 1806 10 30 και 1806 10 90, προέλευσης των υπερποντίων χωρών και εδαφών (που εφεξής καλούνται ΥΧΕ), παρουσίασαν μεγάλη αύξηση από το έτος 1997 έως το 1999, ιδίως με σώρευση της καταγωγής ΕΚ-ΥΧΕ. Οι εν λόγω εισαγωγές εξελίχθηκαν από 0 τόνους το 1996 σε περισσότερους από 53 000 τόνους το 1999. Τα υπόψη προϊόντα κατά την εισαγωγή τους στην Κοινότητα τυγχάνουν απαλλαγής από τους εισαγωγικούς δασμούς και γίνονται δεκτά χωρίς ποσοτικούς περιορισμούς, σύμφωνα με το άρθρο 101 παράγραφος 1 της αποφάσεως ΥΧΕ.»

17 Στην τέταρτη αιτιολογική σκέψη, η Επιτροπή διαπιστώνει:

«Τα τελευταία έτη ανέκυψαν δυσχέρειες στην κοινοτική αγορά ζάχαρης. Η εν λόγω αγορά είναι πλεονασματική. Η κατανάλωση ζάχαρης είναι σταθερή σε επίπεδο περίπου 12,8 εκατομμυρίων τόνων ετησίως. Η παραγωγή εντός ποσοστώσεων ανέρχεται περίπου σε 14,3 εκατομμύρια τόνους ετησίως. Τοιουτοτρόπως, κάθε εισαγωγή ζάχαρης στην Κοινότητα εκτοπίζει ωθώντας στην εξαγωγή αντίστοιχης ποσότητας κοινοτικής ζάχαρης, η οποία δεν μπορεί να διατεθεί στην αγορά της. Για τη ζάχαρη αυτή πληρώνονται επιστροφές - με όριο ορισμένες ποσοστώσεις - από τον κοινοτικό προϋπολογισμό (το ποσό ανέρχεται σήμερα σε 520 ευρώ ανά τόνο περίπου). Εντούτοις, οι εξαγωγές με χορήγηση επιστροφής περιορίζονται όσον αφορά τον όγκο τους από τη συμφωνία για τη γεωργία που έχει συναφθεί στο πλαίσιο του Γύρου της Ουρουγουάης και μειώνονται από 1 555 600 τόνους για την περίοδο 1995/96 σε 1 273 000 τόνους κατά την περίοδο 2000/2001.»

18 Καθόσον, κατά την πέμπτη αιτιολογική σκέψη του εν λόγω κανονισμού, οι δυσχέρειες αυτές ενέχουν τον κίνδυνο να αποσταθεροποιήσουν σοβαρά την κοινή οργάνωση της αγοράς ζάχαρης, η Επιτροπή αποφάσισε να μειώσει τις κοινοτικές ποσοστώσεις κατά περίπου 500 000 τόνους.

19 Κατά την έκτη αιτιολογική σκέψη του εν λόγω κανονισμού, «εξακολουθούν να υπάρχουν δυσχέρειες που ενέχουν τον κίνδυνο επιδεινώσεως ενός τομέα δραστηριότητας της Κοινότητας» και, ως εκ τούτου, η Επιτροπή «αποφάσισε, στις 19 Σεπτεμβρίου 2000, ότι [έπρεπε] να εξακολουθήσει να εφαρμόζεται η ρήτρα διασφαλίσεως του άρθρου 109 της αποφάσεως ΥΧΕ έναντι των εισαγωγών από τα ΥΧΕ με σώρευση καταγωγής ΕΚ/ΥΧΕ για τα προϊόντα του τομέα της ζάχαρης».

20 Η όγδοη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2081/2000 έχει ως εξής:

«[...Ε]ίναι σκόπιμο να περιοριστεί η σώρευση καταγωγής ΕΚ/ΥΧΕ για τα προϊόντα που υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ 1701, 1806 10 30 και 1806 10 90 σε μέγιστη ποσότητα 4 848 τόνων ζάχαρης για την περίοδο από την 1η Οκτωβρίου 2000 έως τις 28 Φεβρουαρίου 2001, ποσότητα η οποία αντιπροσωπεύει το άθροισμα των υψηλότερων ετησίων ποσοτήτων των εισαγωγών των σχετικών προϊόντων, οι οποίες διαπιστώθηκαν κατά την τριετία που προηγήθηκε του έτους 1999 [...]. Για τον καθορισμό των ποσοτήτων ζάχαρης που πρέπει να ληφθούν υπόψη, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τη θέση που έλαβε ο πρόεδρος του ρωτοδικείου των ΕΚ στις διατάξεις που εξέδωσε στις 12 Ιουλίου και 8 Αυγούστου 2000 στις υποθέσεις Τ-94/00 R, T-110/00 R και T-159/00 R, χωρίς πάντως να την αναγνωρίζει ως δικαιολογημένη. Έτσι, για να αποφευχθούν άσκοπες διαδικασίες και με το μόνο σκοπό την εκδοση των παρόντων μέτρων διασφαλίσεως, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη, για τη ζάχαρη που υπάγεται στον κωδικό ΣΟ 1701 και για το έτος 1997, τον συνολικό άριθμό των 10 372,2 τόνων, αριθμό που ισούται με τις συνολικές διαπιστωμένες από την Eurostat εισαγωγές ζάχαρης προέλευσης ΥΧΕ με σώρευση των δύο καταγωγών ΕΚ/ΥΧΕ και ΑΚΕ/ΥΧΕ.»

21 Κατά το άρθρο 1 του κανονισμού 2081/2000:

«Για τα προϊόντα που υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ 1701, 1806 10 30 και 1806 10 90, η σώρευση καταγωγής ΕΚ/ΥΧΕ, που αναφέρεται στο άρθρο 6 του παραρτήματος ΙΙ της αποφάσεως 91/482/ΕΟΚ γίνεται δεκτή για ποσότητα 4 848 τόνων ζάχαρης στη διάρκεια εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

Για να τηρηθεί ως έχει το ανωτέρω όριο, για τα άλλα προϊόντα πλην της ζάχαρης, λαμβάνεται υπόψη η περιεκτικότητα σε ζάχαρη του εισαγομένου προϊόντος.»

22 Κατά το άρθρο 2, η εισαγωγή των προϊόντων του άρθρου 1 υπόκειται στην έκδοση πιστοποιητικού εισαγωγής, το οποίο εκδίδεται κατά τους όρους του κανονισμού 2553/97, ενώ τίθενται επιπλέον και ορισμένες ειδικές προϋποθέσεις.

23 Το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2081/2000 προβλέπει ότι «[ο]ι αιτήσεις πιστοποιητικών εισαγωγής συνοδεύονται από αντίγραφο των πιστοποιητικών εξαγωγής που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 13 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2038/1999 του Συμβουλίου [ΕΕ 1999, L 252, σ. 1] για την κοινή οργάνωση της αγοράς στον τομέα της ζάχαρης, σχετικά με τη ζάχαρη που περιέχεται στα προϊόντα του άρθρου 1».

24 Τέλος, το άρθρο 3 προβλέπει ότι ο κανονισμός 2081/2000 αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσιεύσεώς του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και εφαρμόζεται από 1 Οκτωβρίου 2000 μέχρι 28 Φεβρουαρίου 2001.

25 Η αιτούσα, Free Trade Foods NV, με έδρα το Curaçao (ολλανδικές Αντίλλες), μεταποιεί ζάχαρη. Συστάθηκε τον Οκτώβριο του 1996 και είχε ως αρχικό εταιρικό σκοπό να αλέθει τη ζάχαρη προελεύσεως κρατών ΑΚΕ, να τη συσκευάζει και να την εξάγει στην Κοινότητα. Κατόπιν της θέσεως σε ισχύ της αποφάσεως 97/803 και του περιορισμού των εισαγωγών ζάχαρης ΑΚΕ/ΥΧΕ στην Κοινότητα, η αιτούσα άρχισε να εισάγει ζάχαρη προελεύσεως της Κοινότητας προκειμένου να επωφεληθεί από τον κανόνα της σωρεύσεως καταγωγής ΕΚ/ΥΧΕ. Η παραγωγική της ικανότητα ανήλθε το 1999 σε περισσότερους από 50 000 τόνους ανά έτος και στη διάρκεια του έτους αυτού μεταποίησε 24 865 τόνους ζάχαρης. Ισχυρίζεται επίσης ότι κατά το έτος 2000 πώλησε 2 500 τόνους ζάχαρης με σώρευση καταγωγής ΕΚ/ΥΧΕ (στο εξής: ζάχαρη ΕΚ/ΥΧΕ) εντός της Κοινότητας και ότι αργότερα έπαυσε να ασκεί εμπορικές δραστηριότητες.

26 Εξάλλου, η αιτούσα δεν υπέβαλε αίτηση εκδόσεως πιστοποιητικού εισαγωγής στην Κοινότητα ζάχαρης ΕΚ/ΥΧΕ βάσει του κανονισμού 2081/2000.

Διαδικασία

27 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του ρωτοδικείου στις 20 Νοεμβρίου 2000, η αιτούσα άσκησε προσφυγή ζητώντας, αφενός, την ακύρωση του κανονισμού 2081/2000 και, αφετέρου, την επιδίκαση αποζημιώσεως για τη ζημία που υπέστη κατόπιν της εκδόσεως του κανονισμού αυτού.

28 Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του ρωτοδικείου στις 7 Δεκεμβρίου 2000, η αιτούσα υπέβαλε επίσης αίτηση αναστολής εκτελέσεως του κανονισμού 2081/2000 ή λήψεως οποιουδήποτε άλλου προσωρινού μέτρου ικανού να προστατεύσει τα συμφέροντά της.

29 Η Επιτροπή υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί της αιτήσεως των ασφαλιστικών μέτρων στις 10 Ιανουαρίου 2001.

30 Οι διάδικοι παρέσχον διευκρινίσεις κατά την ακρόαση της 12ης Ιανουαρίου 2001. Κατά το πέρας της ακροάσεως, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων ζήτησε από τους διαδίκους να παράσχουν, εντός σύντομης προθεσμίας, ορισμένα πληροφοριακά στοιχεία. Η Επιτροπή διαβίβασε τα στοιχεία αυτά αυθημερόν. Η αιτούσα προσκόμισε τα στοιχεία που της ζητήθηκαν στις 16 Ιανουαρίου 2001 και η Επιτροπή κλήθηκε να υποβάλει παρατηρήσεις επ' αυτών, τις οποίες κατέθεσε στις 22 Ιανουαρίου 2001.

Σκεπτικό

31 Δυνάμει των συνδυασμένων διατάξεων των άρθρων 242 ΕΚ και 243 ΕΚ και του άρθρου 4 της αποφάσεως 88/591/ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1988, για την ίδρυση ρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 319, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 93/350/Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 1993 (ΕΕ L 144, σ. 21), το ρωτοδικείο δύναται, αν κρίνει ότι το επιβάλλουν οι περιστάσεις, να διατάξει την αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλομένης πράξεως ή να διατάξει τα αναγκαία προσωρινά μέτρα.

32 Το άρθρο 104, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του ρωτοδικείου προβλέπει ότι οι αιτήσεις που αφορούν προσωρινά μέτρα πρέπει να προσδιορίζουν τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει το επείγον της υποθέσεως, καθώς και τους πραγματικούς και νομικούς ισχυρισμούς που δικαιολογούν, εκ πρώτης όψεως (fumus boni juris), τη λήψη των μέτρων που ζητούνται. Οι προϋποθέσεις αυτές ισχύουν σωρευτικώς, οπότε η αίτηση αναστολής εκτελέσεως πρέπει να απορρίπτεται εφόσον δεν συντρέχει μία από αυτές (διάταξη του ροέδρου του ρωτοδικείου της 30ής Ιουνίου 1999, T-70/99 R, Alpharma κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1999, σ. ΙΙ-2027, σκέψη 42).

Επιχειρήματα των διαδίκων

33 Η αιτούσα προβάλλει τέσσερις ισχυρισμούς προς απόδειξη του ότι υφίσταται fumus boni juris.

34 Ο πρώτος ισχυρισμός, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 109 της αποφάσεως ΥΧΕ, έχει επτά σκέλη. Με το πρώτο σκέλος, η αιτούσα αμφισβητεί ότι ανέκυψαν δυσκολίες, κατά την έννοια αυτής της διατάξεως, στην κοινοτική αγορά ζάχαρης. Με το δεύτερο σκέλος, ισχυρίζεται ότι δεν υφίσταται κίνδυνος επιδεινώσεως οποιουδήποτε τομέα δραστηριοτήτων της Κοινότητας. Με το τρίτο σκέλος, ισχυρίζεται ότι δεν είναι ακριβές ότι κάθε εισαγωγή εντός της Κοινότητας προϊόντων του τομέα της ζάχαρης των ΥΧΕ έχει αισθητή επίδραση επί των προβαλλομένων δυσκολιών. Με το τέταρτο σκέλος, η αιτούσα υποστηρίζει ότι το επίδικο μέτρο διασφαλίσεως ελήφθη κατά παράβαση του άρθρου 109, παράγραφος 2, της αποφάσεως ΥΧΕ, δεδομένου ότι δεν αποβλέπει στην προσωρινή και κατ' εξαίρεση αντιμετώπιση της εμφανίσεως εξαιρετικών δυσχερειών. Με το πέμπτο σκέλος, η αιτούσα ισχυρίζεται ότι η επιβολή ποσοτικού περιορισμού στις εισαγωγές με το άρθρο 1 του κανονισμού 2081/2000 συνιστά, αφ' εαυτής, παράβαση του άρθρου 109, παράγραφος 2, της αποφάσεως ΥΧΕ. Με το έκτο σκέλος, η αιτούσα εκτιμά ότι η ποσόστωση 4 848 τόνων στην εισαγωγή προϊόντων του τομέα της ζάχαρης ΕΚ/ΥΧΕ, που επιβάλλεται με το άρθρο 1 του προσβαλλομένου κανονισμού, συνιστά παράβαση του άρθρου 109, παράγραφος 2, της αποφάσεως ΥΧΕ. Τέλος, με το έβδομο σκέλος, η αιτούσα υποστηρίζει ότι οι απαιτούμενες για την κατάθεση των αιτήσεων εκδόσεως πιστοποιητικών εισαγωγής προϋποθέσεις, που προβλέπονται στο άρθρο 2, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 2081/2000, αντιβαίνουν στο άρθρο 109, παράγραφος 2, της αποφάσεως ΥΧΕ.

35 Ο δεύτερος ισχυρισμός αντλείται από το γεγονός ότι δεν ελήφθη υπόψη η ιδιαίτερη και προνομιακή θέση των ΥΧΕ που καθιερώνει η Συνθήκη ΕΚ.

36 Ο τρίτος ισχυρισμός αντλείται από παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 5, της συμφωνίας για τα μέτρα διασφαλίσεως που είναι προσαρτημένη στη συμφωνία για την ίδρυση του αγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου (ΕΕ 1994, L 336, σ. 184) και παράβαση του άρθρου 300, παράγραφος 7, ΕΚ.

37 Τέλος, με τον τέταρτο ισχυρισμό, η αιτούσα προβάλλει τον μη σύννομο χαρακτήρα του κανονισμού 2553/97.

38 Η προϋπόθεση του επείγοντος πληρούται επίσης, κατά την αιτούσα, καθόσον, αν δεν ληφθούν προσωρινά μέτρα, η αιτούσα θα υποστεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία.

39 Η εφαρμογή του κανονισμού 2081/2000 εμποδίζει την αιτούσα να πωλήσει ζάχαρη ΕΚ/ΥΧΕ στην Κοινότητα. ράγματι, η ενδεχόμενη έκδοση των πιστοποιητικών εισαγωγής που προβλέπεται στο άρθρο 2 του προσβαλλόμενου κανονισμού θα προκαλούσε μόνο χρηματοοικονομικές απώλειες. Η εφαρμοστέα ρύθμιση επιβάλλει να αγορασθεί κοινοτική ζάχαρη μέχρι του ύψους της μέγιστης ποσότητας των 4 848 τόνων και να εξαχθεί η ποσότητα αυτή στις ΥΧΕ, ενώ, κατά πάσαν πιθανότητα, τα πιστοποιητικά εισαγωγής θα εκδοθούν μόνο για τμήμα της ποσότητας αυτής. Η ποσότητα της ζάχαρης που απομένει πρέπει, επομένως, να αποθεματοποιηθεί με μεγάλο κόστος ή να πωληθεί με ζημία στην παγκόσμια αγορά. Επειδή ακριβώς έλαβε υπόψη τους λόγους αυτούς, η αιτούσα δεν υπέβαλε αίτηση για την έκδοση πιστοποιητικού εισαγωγής βάσει του κανονισμού 2081/2000.

40 Η αιτούσα, στερούμενη εισοδημάτων και μη δυνάμενη να λάβει οποιαδήποτε χρηματοοικονομική ενίσχυση από τους μετόχους της ή τις συνδεόμενες με αυτήν επιχειρήσεις, δεν είναι σε θέση να εξοφλήσει τα χρέη της, ορισμένα από τα οποία έχουν καταστεί απαιτητά. Εν όψει αυτών των χρηματοοικονομικών δεδομένων, που εκτίθενται στο παράρτημα 17 της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων και τεκμηριώνονται με τα έγγραφα που κοινοποιήθηκαν μετά την ακρόαση, ο κίνδυνος να κηρυχθεί η αιτούσα συντόμως σε πτώχευση, με πρωτοβουλία ενός πιστωτή, είναι πραγματικός και εξαρτάται από την έκβαση της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων.

41 Η Επιτροπή, η οποία δήλωσε κατά την ακρόαση ενώπιον του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων ότι δεν αμφισβητεί το παραδεκτό της παρούσας αιτήσεως, εκτιμά ότι δεν πληρούται η σχετική με το fumus boni juris προϋπόθεση, καθόσον κανένας από τους ισχυρισμούς που επικαλείται η αιτούσα δεν είναι βάσιμος.

42 Ισχυρίζεται, επίσης, ότι το γεγονός και μόνον ότι η αιτούσα δεν υπέβαλε αίτηση χορηγήσεως πιστοποιητικού εισαγωγής βάσει του κανονισμού 2081/2000 αποδεικνύει ότι δεν πληρούται η προϋπόθεση του επείγοντος. Συναφώς, ο διάδικος που ζητεί τη λήψη προσωρινών μέτρων οφείλει να επιδείξει την αναγκαία για την αποφυγή σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας επιμέλεια (διάταξη του ροέδρου του Δικαστηρίου της 22ας Απριλίου 1994, C-87/94 R, Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή 1994, σ. Ι-1395).

43 Οι λόγοι για τους οποίους η αιτούσα εξηγεί ότι δεν υπέβαλε αίτηση χορηγήσεως πιστοποιητικού εισαγωγής (ανωτέρω, σκέψη 39) δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τέτοια παράλειψη. Η Επιτροπή εκθέτει συναφώς ότι κάθε ενδιαφερόμενος που επιθυμεί να εξαγάγει κοινοτική ζάχαρη εκτός Κοινότητας μπορεί να ζητήσει τα προβλεπόμενα στο άρθρο 2, παράγραφος 3, του προσβαλλομένου κανονισμού πιστοποιητικά εξαγωγής. Ο προορισμός των προϊόντων πρέπει να σημειώνεται στα πιστοποιητικά αυτά, μπορεί όμως και να μεταβληθεί. Είναι επίσης δυνατόν να γίνει τμηματική χρήση των πιστοποιητικών εξαγωγής, οπότε η αιτούσα θα μπορούσε να είχε συνάψει σύμβαση αγοράς κοινοτικής ζάχαρης με την αναβλητική αίρεση ότι θα της χορηγηθεί επαρκής ποσότητα πιστοποιητικών εισαγωγής και ο προμηθευτής της θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει για άλλον προορισμό τα πιστοποιητικά εξαγωγής που δεν χρησίμευσαν για την κάλυψη της συναλλαγής με την αιτούσα. Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι δεν αντιλαμβάνεται γιατί τέτοιοι χειρισμοί θα συνεπάγονταν οπωσδήποτε χρηματοοικονομική ζημία. ροσθέτει ότι η ποσότητα ζάχαρης που θα είχε χορηγηθεί στην αιτούσα, αν είχε υποβάλει αίτηση για πιστοποιητικό εισαγωγής, θα της είχε παράσχει, κατά πάσα πιθανότητα, τη δυνατότητα αποτροπής σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας.

44 Η Επιτροπή θεωρεί ότι η αιτούσα δεν προσκόμισε τα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία οφείλει πάντοτε να προσκομίσει ο διάδικος που ζητεί τα προσωρινά μέτρα, προκειμένου να εκτιμηθεί αν συντρέχει η προϋπόθεση του επείγοντος. Συγκεκριμένα, ορισμένα από τα χρηματοοικονομικά στοιχεία των οποίων γίνεται μνεία στην αίτηση ασφαλιστικών μέτρων δεν διευκρινίζονται, όσα δε στοιχεία διαβιβάσθηκαν μετά την ακρόαση δεν είναι αναμφισβήτητα.

45 Τέλος, η αναστολή εκτελέσεως θα είχε κατ' ανάγκην ως συνέπεια πολύ σημαντικότερη μείωση των ποσοστώσεων παραγωγής των κοινοτικών παραγωγών από την ήδη αναγκαία. Οι συνέπειες αυτές θα είναι ανεπανόρθωτες. Επομένως, η στάθμιση των συμφερόντων της αιτούσας και της Κοινότητας απαιτεί να αποδειχθεί ότι υφίσταται προδήλως επείγουσα κατάσταση και ότι το fumus boni juris είναι εξαιρετικά ασφαλές [διάταξη της 17ης Δεκεμβρίου 1998, C-364/98 P(R), Emesa Sugar κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. ΙΙ-8815, σκέψη 49], κριτήρια εκτιμήσεως τα οποία δεν συντρέχουν εν προκειμένω. Καταλήγει, επομένως, ότι η αίτηση προσωρινών μέτρων πρέπει να απορριφθεί.

Εκτίμηση του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων

46 Επιβάλλεται, κατ' αρχάς, η παρατήρηση ότι ο κανονισμός 2081/2000 θα παύσει να ισχύει από 1ης Μαρτίου 2001. Το συμφέρον, επομένως, για τη λήψη μέτρου αναστολής ή κάθε άλλου μέτρου που θα διέτασσε ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων διακρίνεται από το συμφέρον για τη λύση της διαφοράς στην κύρια δίκη μόνον αν το μέτρο ληφθεί προ της ημερομηνίας λήξεως της ισχύος του εν λόγω κανονισμού. Ωστόσο, δεδομένης της περιορισμένης χρονικής ισχύος της πράξεως αυτής, η απόφαση του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων που θα επέβαλλε την αναστολή του θα είχε στην πράξη οριστικά αποτελέσματα.

47 Στη συνέχεια, εντός του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 109 της αποφάσεως ΥΧΕ, η Επιτροπή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Φεβρουαρίου 1999, C-390/95 Ρ, Antillean Rice Mills κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. Ι-769, σκέψη 48) όχι μόνον ως προς τη συνδρομή των προϋποθέσεων που δικαιολογούν τη λήψη μέτρων διασφαλίσεως, αλλά και ως προς το αν απαιτείται καταρχήν η λήψη τέτοιων μέτρων (απόφαση του ρωτοδικείου της 14ης Σεπτεμβρίου 1995, T-480/93 και T-483/93, Antillean Rice Mills κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-2305, σκέψη 122). Η πλειονότητα των ισχυρισμών που προέβαλε η αιτούσα αφορά ακριβώς τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή εκτίμησε την αναγκαιότητα του μέτρου διασφαλίσεως και τις λεπτομέρειες εφαρμογής του.

48 Ενόψει αυτών των στοιχείων, από τη στάθμιση των υφισταμένων συμφερόντων προκύπτει ότι ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων δεν μπορεί, αν ληφθούν υπόψη, αφενός, τα οριστικά αποτελέσματα που θα είχε η διάταξή του και, αφετέρου, η φύση του επίμαχου μέτρου, να υποκαταστήσει την Επιτροπή στην κρίση της, παρά μόνον αν συνέτρεχαν εξαιρετικές περιστάσεις (βλ., υπ' αυτήν την έννοια, διάταξη του ροέδρου του Δικαστηρίου της 21ης Μαρτίου 1997, C-110/97, Κάτω Χώρες κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1997, σ. Ι-1795, σκέψη 33), χαρακτηριζόμενες από ιδιαιτέρως σοβαρό fumus boni juris και προδήλως επείγοντα χαρακτήρα (όσον αφορά το τελευταίο αυτό κριτήριο, βλ., υπ' αυτήν την έννοια, διάταξη του ροέδρου του ρωτοδικείου της 15ης Ιουλίου 1997, T-179/97 R, Κυβέρνηση των ολλανδικών Αντιλλών κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1997, σ. ΙΙ-1297, σκέψη 36).

49 Εν προκειμένω, επιβάλλεται η επαλήθευση του ισχυρισμού ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός, σε περίπτωση μη αναστολής της εκτελέσεώς του, θα περιαγάγει την αιτούσα σε χρηματοοικονομική κατάσταση θέτουσα πράγματι σε κίνδυνο την υπόστασή της. Εξ αυτού και μόνον του γεγονότος θα αποδειχθεί ότι η αιτούσα θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημία αν δεν ληφθούν προσωρινά μέτρα (βλ., υπ' αυτήν την έννοια, διάταξη του ροέδρου του Δικαστηρίου της 10ης Ιουνίου 1988, 152/88 R, Sofrimport κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 2931, σκέψη 32).

50 Είναι αναντίρρητο ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός, ο οποίος θεσπίζει ποσόστωση εισαγωγής προϊόντων του τομέα της ζάχαρης ΕΚ/ΥΧΕ στην Κοινότητα, καθιστά πολύ δυσχερή την πώληση των προϊόντων αυτών εντός της Κοινότητας και, συνεπώς, παρεμποδίζει την οικονομική δραστηριότητα της προσφεύγουσας, στο μέτρο που η δραστηριότητα αυτή στο εξής επικεντρώνεται αποκλειστικά στη μεταποίηση κοινοτικής ζάχαρης.

51 Ωστόσο, η αιτούσα, η οποία δεν διαθέτει καθόλου αποθέματα ζάχαρης, δεν εκπλήρωσε, παρά τον πραγματικό κίνδυνο πτωχεύσεως που διατρέχει λόγω ελλείψεως οικονομικής δραστηριότητας, την προκαταρκτική διατύπωση που είναι αναγκαία, βάσει του προσβαλλομένου κανονισμού, για την εξασφάλιση της δυνατότητας εισαγωγής στην Κοινότητα ποσοτήτων ζάχαρης ΕΚ/ΥΧΕ, εφόσον δεν υπέβαλε αίτηση χορηγήσεως πιστοποιητικού εισαγωγής.

52 Σε ερώτηση του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων, κατά τη διάρκεια της ακροάσεως, σχετικά με τους λόγους αυτής της στάσεως, η αιτούσα εξήγησε ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 2, παράγραφος 2, του προσβαλλομένου κανονισμού σύντομη προθεσμία υποβολής αιτήσεων για πιστοποιητικά εισαγωγής - δηλαδή από την 1η έως τις 15 Οκτωβρίου 2000 - δεν παρέσχε τη δυνατότητα συνάψεως συμβάσεως αγοράς κοινοτικής ζάχαρης, της οποίας η εκτέλεση προϋπέθετε τη χορήγηση αυτών των πιστοποιητικών. Η αιτούσα προσέθεσε ότι η εξαγωγή της κοινοτικής ζάχαρης εκτός της Κοινότητας έπρεπε να πραγματοποιηθεί πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2000, άλλως ο παραγωγός ήταν υποχρεωμένος να καταβάλει εισφορά επί της παραγωγής. Τέλος, η εγγύηση που έπρεπε να συσταθεί για τη χορήγηση των πιστοποιητικών εισαγωγής ανερχόταν σε τόσο υψηλό ποσό ώστε δεν ήταν ποτέ δυνατό να υποβληθεί αίτηση εκδόσεως τέτοιων πιστοποιητικών χωρίς τη βεβαιότητα θετικής απαντήσεως στην εν λόγω αίτηση.

53 Εν τούτοις, οι εξηγήσεις αυτές δεν επαρκούν για να αποδείξουν ότι δεν ήταν δυνατό να υποβληθεί αίτηση για πιστοποιητικά εισαγωγής. Συγκεκριμένα, η αιτούσα δεν κατόρθωσε να αποδείξει ότι της ήταν αδύνατο να συνάψει σύμβαση αγοράς κοινοτικής ζάχαρης, της οποίας η εκτέλεση θα προϋπέθετε τη χορήγηση πιστοποιητικών εισαγωγής.

54 Συναφώς, επιβάλλεται κατ' αρχάς η διαπίστωση ότι από το παράρτημα 15 της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων προκύπτει ότι, κατά τους όρους μιας συμβάσεως αόριστης διάρκειας που συνήφθη μεταξύ της αιτούσας και ενός κοινοτικού αγοραστή ζάχαρης ΕΚ/ΥΧΕ, ο αγοραστής αυτός «επιθυμεί και δύναται να αναλάβει την αγορά ζάχαρης C κοινοτικής προελεύσεως η οποία πρόκειται να μεταποιηθεί από την [Free Trade Foods] στο Curaçao» («is willing and able to take care of the purchase of C-sugar of EC origin sugar to be processed by [Free Trade Foods] on Curaçao»). Το άρθρο 5, σημείο i, της συμβάσεως αυτής ορίζει επίσης ότι ο αγοραστής αυτός «θα πράξει ό,τι είναι δυνατόν ώστε να αγοράσει ζάχαρη C κοινοτικής προελεύσεως η οποία πρόκειται να μεταποιηθεί από την [Free Trade Foods] στις χαμηλότερες δυνατές τιμές και με τους βέλτιστους όρους» («will do the utmost to purchase C-sugar of EC origin to be processed by [Free Trade Foods] at the lowest possible prices and against the best possible conditions»). Δεν θα μπορούσε, επομένως, να αποκλειστεί το ενδεχόμενο, όπως ισχυρίσθηκε η Επιτροπή κατά την ακρόαση, ότι η αιτούσα θα μπορούσε να επιτύχει να δεσμευθεί ο αντισυμβαλλόμενός της, κατά τον χρόνο της καταθέσεως των αιτήσεων για πιστοποιητικά εισαγωγής, να της παραδώσει, με την αναβλητική αίρεση της χορηγήσεως των πιστοποιητικών, την επιθυμητή ποσότητα κοινοτικής ζάχαρης.

55 Στη συνέχεια, ο μοναδικός ισχυρισμός, που διατύπωσε η αιτούσα κατά την ακρόαση, ότι το υπόλοιπο της ποσότητας της κοινοτικής ζάχαρης που η αιτούσα δεν αγόρασε εν τέλει, διότι δεν της χορηγήθηκαν πιστοποιητικά εισαγωγής για το σύνολο της ποσότητας της υπό αίρεση αγορασθείσας ζάχαρης, δεν θα μπορούσε να διατεθεί στην παγκόσμια αγορά από τον προμηθευτή δεν αρκεί για να αποδείξει το υποστατό του προβαλλομένου πραγματικού περιστατικού, δεδομένου ότι ο αντίθετος ισχυρισμός της Επιτροπής μπορεί να θεωρηθεί εξίσου ορθός.

56 Τέλος, καθόσον το ύψος της εγγυήσεως που πρέπει να συνοδεύει τις αιτήσεις χορηγήσεως πιστοποιητικών εισαγωγής εξαρτάται από την ποσότητα της ζάχαρης ΕΚ/ΥΧΕ της οποίας η εισαγωγή επιτρέπεται εν τέλει στην Κοινότητα, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι συνιστά δυσκολία που δικαιολογεί τη μη υποβολή αιτήσεως για πιστοποιητικό εισαγωγής.

57 Η αιτούσα, μη υποβάλλοντας αίτηση χορηγήσεως πιστοποιητικών εισαγωγής, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι της ήταν αδύνατο να το πράξει, ενήργησε κατά τρόπον ώστε να περιέλθει από μόνη της σε αδυναμία να εξαγάγει προς την Κοινότητα ποσότητα ζάχαρης ΕΚ/ΥΧΕ, παρά το γεγονός ότι θα μπορούσε να της χορηγηθεί κάποια ποσότητα. Αρκεί, συναφώς, η διαπίστωση ότι μια επιχείρηση ανταγωνίστρια της αιτούσας, η εταιρία Rica Foods, υπέβαλε αιτήσεις για πιστοποιητικά εισαγωγής και της χορηγήθηκε το σύνολο της ποσοστώσεως εισαγωγής προϊόντων του τομέα της ζάχαρης ΕΚ/ΥΧΕ που προβλέπει ο προσβαλλόμενος κανονισμός.

58 Επομένως, καίτοι δεν αμφισβητείται ότι το μέτρο διασφαλίσεως θίγει την οικονομική δραστηριότητα της αιτούσας, αυτή η ίδια, μη υποβάλλοντας αίτηση χορηγήσεως πιστοποιητικών εισαγωγής, συνετέλεσε στο να περιέλθει σε σαφώς ασθενέστερη χρηματοοικονομική κατάσταση από εκείνη στην οποία ενδεχομένως θα βρισκόταν αν είχε υποβάλει τέτοια αίτηση. Συνεπώς, η αιτούσα συνέβαλε στην επέλευση της ζημίας την οποία επικαλείται για να αποδείξει ότι υφίσταται επείγουσα ανάγκη για τη χορήγηση της αιτηθείσας αναστολής εκτελέσεως.

59 Το στοιχείο του επείγοντος που απαιτείται για να διαταχθεί ένα προσωρινό μέτρο πρέπει να προκύπτει από τα αποτελέσματα της προσβαλλομένης αποφάσεως και όχι από έλλειψη επιμέλειας του αιτούντος το εν λόγω μέτρο. Συγκεκριμένα, ο αιτών φέρει, με κίνδυνο να υποστεί ο ίδιος τη ζημία, το βάρος αποδείξεως του ότι επέδειξε εύλογη επιμέλεια για τον περιορισμό του εύρους της ζημίας. ράγματι, στο πλαίσιο μιας διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, ο ρόεδρος του Δικαστηρίου αντέταξε στην αιτούσα τη συμπεριφορά που επέδειξε, εν πλήρει επιγνώσει της καταστάσεως που επικρατούσε στην αγορά, εκτιμώντας ότι η αντίδραση που προκάλεσε η συμπεριφορά αυτή εκ μέρους της Επιτροπής αποτελούσε μέρος του «επιχειρηματικού κινδύνου» (διάταξη της 1ης Φεβρουαρίου 1984, 1/84, Ilford κατά Επιτροπής, Συλλογή 1984, σ. 423, σκέψη 22). Επίσης, με την προπαρατεθείσα διάταξη στην υπόθεση Επιτροπή κατά Βελγίου, ο ρόεδρος του Δικαστηρίου έκρινε ότι το καθού συνετέλεσε το ίδιο στη γένεση μιας πραγματικής καταστάσεως που έθιγε την ασφάλεια του κοινού, η οποία πρέπει να διέπει κάθε δραστηριότητα του δημόσιου τομέα, διευκρινίζοντας ότι η παράλειψη προς ενέργεια «μπορεί, καταρχήν, να εμποδίσει το Δικαστήριο να δεχθεί, κατά τη στάθμιση των εμπλεκόμενων συμφερόντων, την άποψη του διαπράξαντος την παράβαση» (βλ. επίσης υπ' αυτήν την έννοια, τη διάταξη του ροέδρου του Δικαστηρίου της 27ης Σεπτεμβρίου 1988, 194/88 R, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1988, σ. 5647, σκέψη 16).

60 Εν προκειμένω, με την απόφασή της να μην υποβάλει αίτηση για πιστοποιητικό εισαγωγής, η αιτούσα διέτρεξε τον κίνδυνο να υποστεί τη ζημία επειδή δεν φρόντισε να περιορίσει την έκτασή της. Αυτή η έλλειψη επιμέλειας καθιστά αδύνατο για τον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων να γνωρίζει ποια θα ήταν η οικονομική κατάσταση της αιτούσας στην περίπτωση που θα μπορούσε να εισαγάγει ζάχαρη ΕΚ/ΥΧΕ στην Κοινότητα. Συγκεκριμένα, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων δεν είναι σε θέση να γνωρίζει ποιο ποσό θα μπορούσε να διατεθεί για την εξόφληση των πιστωτών και ποια θα ήταν η αντίδραση των πιστωτών σε μια τέτοια περίπτωση.

61 Εξάλλου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η αιτούσα υπέβαλε την παρούσα αίτηση προσωρινών μέτρων δύο και πλέον μήνες μετά τη θέση σε ισχύ του κανονισμού 2081/2000 και ότι οι πιστωτές δεν είχαν ακόμη απαιτήσει την εξόφληση των οφειλομένων χρηματικών ποσών κατά την ημερομηνία της ακροάσεως ενώπιον του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων. Υπό τις συνθήκες αυτές και καθόσον, αφενός, το Συμβούλιο πρέπει να εκδώσει τη νέα απόφαση σχετικά με τη σύνδεση των ΥΧΕ με την Κοινότητα πριν από τις 28 Φεβρουαρίου 2001, οπότε και παύει να ισχύει η απόφαση ΥΧΕ (άρθρο 1 της αποφάσεως 2000/169, η οποία αναφέρεται στη σκέψη 13, ανωτέρω), και, αφετέρου, η νέα αυτή απόφαση θα αφορά τις εισαγωγές εντός της Κοινότητας προϊόντων του τομέα της ζάχαρης προελεύσεως ΥΧΕ, είναι εύλογη η σκέψη ότι οι πιστωτές δεν θα προβούν σε αναγκαστική εκτέλεση πριν λάβουν γνώση του περιεχομένου της νέας αυτής αποφάσεως.

62 Επειδή ελλείπει η προϋπόθεση του επείγοντος, επιβάλλεται η απόρριψη της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων και παρέλκει η εξέταση του αν πληρούται η σχετική με το fumus boni juris προϋπόθεση.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

Ο ΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ

διατάσσει:

1) Απορρίπτει την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.

2) Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Top