EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62008CJ0351

Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 12ης Νοεμβρίου 2009.
Christian Grimme κατά Deutsche Angestellten-Krankenkasse.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Bundessozialgericht - Γερμανία.
Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων - Μέλος του διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρίας ελβετικού δικαίου που διευθύνει υποκατάστημα της εταιρίας αυτής στη Γερμανία - Υποχρέωση υπαγωγής στον γερμανικό συνταξιοδοτικό φορέα - Απαλλαγή των μελών του διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρίας γερμανικού δικαίου από την υποχρέωση αυτή.
Υπόθεση C-351/08.

Συλλογή της Νομολογίας 2009 I-10777

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2009:697

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 12ης Νοεμβρίου 2009 ( *1 )

«Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων — Μέλος του διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρίας ελβετικού δικαίου που διευθύνει υποκατάστημα της εταιρίας αυτής στη Γερμανία — Υποχρέωση υπαγωγής στον γερμανικό συνταξιοδοτικό φορέα — Απαλλαγή των μελών του διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρίας γερμανικού δικαίου από την υποχρέωση αυτή»

Στην υπόθεση C-351/08,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Bundessozialgericht (Γερμανία) με απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2008, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις , στο πλαίσιο της δίκης

Christian Grimme

κατά

Deutsche Angestellten-Krankenkasse,

παρισταμένων των:

Deutsche Rentenversicherung Bund,

Bundesagentur für Arbeit,

BGI Bertil Grimme AG Insurance Brokers,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, πρόεδρο του τρίτου τμήματος, προεδρεύοντα του τετάρτου τμήματος, E. Juhász (εισηγητή), Γ. Αρέστη, J. Malenovský και T. von Danwitz, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Mazák

γραμματέας: N. Nanchev, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 2ας Ιουλίου 2009,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

ο Christian Grimme, εκπροσωπούμενος από τον B. Koch, Rechtsanwalt,

η Deutsche Rentenversicherung Bund, εκπροσωπούμενη από τον R. Mey, Leitender Verwaltungsdirektor,

η BGI Bertil Grimme AG Insurance Brokers, εκπροσωπούμενη από τον B. Koch, Rechtsanwalt,

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους E. Traversa και F. Hoffmeister,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 1, 5, 7 και 16 της Συμφωνίας για την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, αφετέρου, η οποία υπογράφηκε στο Λουξεμβούργο στις 21 Ιουνίου 1999 (ΕΕ 2002, L 114, σ. 6, στο εξής: συμφωνία), καθώς και την ερμηνεία των άρθρων 12 και 17 έως 19 του παραρτήματος I της συμφωνίας αυτής.

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, του C. Grimme και της BGI Bertil Grimme AG Insurance Brokers (στο εξής: Bertil Grimme), ανώνυμης εταιρίας ελβετικού δικαίου, και, αφετέρου, του Deutsche Angestellten-Krankenkasse (γερμανικού ταμείου ασφαλίσεως υγείας), της Deutsche Rentenversicherung Bund και της Bundesagentur für Arbeit, σχετικά με την υποχρέωση μέλους διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρίας ελβετικού δικαίου που διευθύνει υποκατάστημα της εταιρίας αυτής στη Γερμανία να υπαχθεί στον γερμανικό συνταξιοδοτικό φορέα.

Το νομικό πλαίσιο

Η κοινοτική νομοθεσία

3

Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα και τα κράτη μέλη της, αφενός, και η Ελβετική Συνομοσπονδία, αφετέρου, υπέγραψαν, στις 21 Ιουνίου 1999, επτά συμφωνίες (ΕΕ 2002, L 114, σ. 6), μεταξύ των οποίων καταλέγεται και η επίμαχη εν προκειμένω συμφωνία.

4

Στο προοίμιο της συμφωνίας, διακηρύσσεται ότι τα συμβαλλόμενα μέρη είναι «πεπεισμένα ότι η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων στο έδαφος του άλλου μέρους αποτελεί σημαντικό στοιχείο για την αρμονική ανάπτυξη των σχέσεών τους» και «αποφασισμένα να εφαρμόσουν την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων στις επικράτειές τους, βάσει των διατάξεων που ισχύουν επί του θέματος στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα».

5

Το άρθρο 1 της συμφωνίας ορίζει τα εξής:

«Ο στόχος της παρούσας συμφωνίας, προς όφελος των υπηκόων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετίας είναι:

α)

να χορηγήσει δικαίωμα εισόδου, διαμονής, πρόσβασης σε μια μισθωτή οικονομική δραστηριότητα, εγκατάστασης ως ανεξάρτητου επαγγελματία και το δικαίωμα παραμονής στην επικράτεια των συμβαλλομένων μερών·

β)

να διευκολύνει την παροχή υπηρεσιών στην επικράτεια των συμβαλλομένων μερών, ιδίως να απελευθερώσει την παροχή υπηρεσιών μικρής διάρκειας·

γ)

να χορηγήσει δικαίωμα εισόδου και διαμονής στην επικράτεια των συμβαλλομένων μερών, στα πρόσωπα χωρίς οικονομική δραστηριότητα στη χώρα υποδοχής τους·

δ)

να παράσχει τις ίδιες συνθήκες διαβίωσης, απασχόλησης και εργασίας με αυτές που παρέχονται στους ημεδαπούς.»

6

Όσον αφορά τους παρέχοντες υπηρεσίες, το άρθρο 5 προβλέπει τα εξής:

«1.   Με την επιφύλαξη άλλων ειδικών συμφωνιών σχετικών με την παροχή υπηρεσιών μεταξύ των συμβαλλομένων μερών (περιλαμβανομένης της συμφωνίας όσον αφορά τις δημόσιες προμήθειες εφόσον καλύπτει τον τομέα παροχής υπηρεσιών) ένας παροχέας υπηρεσιών, περιλαμβανομένων και των εταιριών σύμφωνα με τις διατάξεις του παραρτήματος I, απολαύει του δικαιώματος να παρέχει υπηρεσία στην επικράτεια του άλλου συμβαλλομένου μέρους, η οποία να μην υπερβαίνει τις 90 ημέρες πραγματικής εργασίας ανά ημερολογιακό έτος.

[…]

4.   Τα δικαιώματα που αναφέρονται στο παρόν άρθρο εξασφαλίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις που θεσπίζονται στα παραρτήματα Ι, ΙΙ και ΙΙΙ. Τα ποσοτικά όρια του άρθρου 10 δεν εφαρμόζονται στα πρόσωπα που αναφέρονται στο παρόν άρθρο.»

7

Το άρθρο 7 της συμφωνίας ορίζει ότι:

«Τα συμβαλλόμενα μέρη ρυθμίζουν, σύμφωνα με το παράρτημα Ι, ιδίως τα δικαιώματα που αναφέρονται κατωτέρω τα οποία συνδέονται με την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων:

α)

το δικαίωμα ίσης μεταχείρισης με τους [ημεδαπούς] όσον αφορά την πρόσβαση σε μια οικονομική δραστηριότητα και την άσκησή της, καθώς και τους όρους διαβίωσης, απασχόλησης και εργασίας·

[…]»

8

Το άρθρου 16 της συμφωνίας ορίζει τα εξής:

«1.   Για να επιτευχθούν οι στόχοι που αναφέρονται στην παρούσα συμφωνία, τα μέρη λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο ώστε δικαιώματα και υποχρεώσεις που ισοδυναμούν με αυτές που περιλαμβάνονται στις νομικές πράξεις της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στις οποίες γίνεται αναφορά να τυγχάνουν εφαρμογής στις σχέσεις τους.

2.   Δεδομένου ότι [Καθόσον] η εφαρμογή της παρούσας συμφωνίας εμπεριέχει έννοιες του κοινοτικού δικαίου, θα ληφθεί υπόψη η κατάλληλη [σχετική] νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων πριν από την ημερομηνία της υπογραφής της. Η νομολογία μετά την ημερομηνία υπογραφής της παρούσας συμφωνίας θα κοινοποιείται στην Ελβετία. Προκειμένου να επιτευχθεί καλή εφαρμογή της Συμφωνίας, η μεικτή επιτροπή θα καθορίζει, μετά από αίτηση ενός μέρους, τις επιπτώσεις της εν λόγω νομολογίας.»

9

Το παράρτημα I της συμφωνίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων», προβλέπει στο άρθρο του 9, που περιλαμβάνεται στον τίτλο ΙΙ του παραρτήματος, τα εξής:

«Ισότητα μεταχείρισης

1.

Ένας μισθωτός εργαζόμενος υπήκοος ενός συμβαλλομένου μέρους δεν μπορεί, στην επικράτεια του άλλου συμβαλλομένου μέρους, να τυγχάνει, λόγω της ιθαγένειάς του, διαφορετικής μεταχείρισης από τους [ημεδαπούς] μισθωτούς εργαζόμενους […] όσον αφορά τους όρους απασχόλησης και εργασίας, ιδίως όσον αφορά την αμοιβή, την απόλυση και την επαγγελματική επανενσωμάτωση [επανένταξη] ή την επαναπασχόληση [εκ νέου απασχόληση] αν είναι άνεργος.

2.

Ο μισθωτός εργαζόμενος και τα μέλη της οικογενείας του που αναφέρονται στο άρθρο 3 του παρόντος παραρτήματος έχουν τα ίδια φορολογικά και κοινωνικά πλεονεκτήματα με τους [ημεδαπούς] μισθωτούς εργαζόμενους […] και τα μέλη της οικογενείας τους.

[…]»

10

Το παράρτημα I της συμφωνίας περιλαμβάνει τον τίτλο III που αποτελείται από τα άρθρα 12 έως 16, τα οποία περιέχουν ειδικές διατάξεις για τους ελεύθερους επαγγελματίες. Έτσι, το άρθρο 12, παράγραφος 1, του παραρτήματος αυτού ορίζει ότι:

«1.   Ο υπήκοος ενός συμβαλλομένου μέρους που επιθυμεί να εγκατασταθεί στην επικράτεια ενός άλλου συμβαλλομένου μέρους για να ασκήσει μη μισθωτή δραστηριότητα (που στο εξής καλείται ελεύθερος επαγγελματίας) λαμβάνει τίτλο διαμονής διάρκειας πέντε ετών τουλάχιστον από την ημερομηνία της χορήγησής [του], εφόσον αποδείξει στις αρμόδιες εθνικές αρχές ότι έχει εγκατασταθεί ή θέλει να εγκατασταθεί για το σκοπό αυτό.»

11

Το άρθρο 15 του παραρτήματος I της συμφωνίας προβλέπει ότι:

«1.   Ο ελεύθερος επαγγελματίας τυγχάνει στη χώρα υποδοχής, όσον αφορά την πρόσβαση σε μια μη μισθωτή δραστηριότητα και στην άσκησή της, όχι λιγότερο ευνοϊκής μεταχείρισης από αυτή των ημεδαπών.

2.   Οι διατάξεις του άρθρου 9 του παρόντος παραρτήματος εφαρμόζονται, κατ’ αναλογία, στους ελεύθερους επαγγελματίες που αναφέρονται στο παρόν κεφάλαιο.»

12

Το παράρτημα I της συμφωνίας περιλαμβάνει επίσης τον τίτλο IV, ο οποίος περιέχει μεταξύ άλλων τις εξής διατάξεις περί παρεχόντων υπηρεσίες:

«Άρθρο 17

Παροχέας υπηρεσιών

Απαγορεύεται στο πλαίσιο της παροχής υπηρεσιών, σύμφωνα με το άρθρο 5 της [παρούσας] συμφωνίας:

α)

κάθε περιορισμός σε διασυνοριακή παροχή υπηρεσιών στην επικράτεια ενός συμβαλλομένου μέρους που δεν υπερβαίνει τις 90 ημέρες πραγματικής εργασίας ανά ημερολογιακό έτος·

β)

κάθε περιορισμός σχετικά με το δικαίωμα εισόδου και διαμονής στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 5, παράγραφος 2, της [παρούσας] συμφωνίας όσον αφορά:

i)

τους υπηκόους των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ή της Ελβετίας που είναι παροχείς υπηρεσιών και είναι εγκατεστημένοι στην επικράτεια ενός των συμβαλλομένων μερών, άλλη από αυτή του αποδέκτη των υπηρεσιών·

ii)

τους μισθωτούς εργαζόμενους, ανεξαρτήτως υπηκοότητας, ενός παροχέα υπηρεσιών που είναι ενσωματωμένοι στην κανονική αγορά εργασίας [οι οποίοι έχουν ενταχθεί στη νόμιμη αγορά εργασίας] ενός συμβαλλομένου μέρους και που είναι αποσπασμένοι για την παροχή μιας υπηρεσίας στην επικράτεια ενός άλλου συμβαλλομένου μέρους, με την επιφύλαξη του άρθρου 1.

Άρθρο 18

Οι διατάξεις του άρθρου 17 του παρόντος παραρτήματος, εφαρμόζονται σε εταιρίες που [έχουν συσταθεί] σύμφωνα με τη νομοθεσία ενός κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ή της Ελβετίας και έχουν την καταστατική έδρα τους, την κεντρική διοίκηση ή την κύρια εγκατάστασή τους στην επικράτεια ενός εκ των συμβαλλομένων μερών.

Άρθρο 19

Ο παροχέας υπηρεσιών που έχει το δικαίωμα ή που του έχει επιτραπεί να παράσχει μια υπηρεσία μπορεί, για την εκτέλεση της εν λόγω παροχής, να ασκήσει, προσωρινά, τη δραστηριότητά του στη χώρα όπου παρέχεται η υπηρεσία με τους ίδιους όρους που επιβάλλει αυτή η χώρα στους ημεδαπούς, σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω παραρτήματος και των παραρτημάτων ΙΙ και ΙΙΙ.»

Η εθνική νομοθεσία

13

Το έκτο κεφάλαιο του γερμανικού κώδικα κοινωνικής ασφαλίσεως (Sozialgesetzbuch, στο εξής: SGB VI) αφορά το προβλεπόμενο εκ του νόμου συνταξιοδοτικό σύστημα ασφαλίσεως γήρατος.

14

Το άρθρο 1 του κεφαλαίου αυτού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Μισθωτοί», ορίζει τα εξής:

«Υπάγονται υποχρεωτικά στον προβλεπόμενο εκ του νόμου συνταξιοδοτικό φορέα:

1.

τα άτομα που απασχολούνται έναντι αμοιβής ή στο πλαίσιο της επαγγελματικής καταρτίσεώς τους· η υποχρέωση υπαγωγής εξακολουθεί να υφίσταται για όσο χρόνο λαμβάνεται επίδομα μερικής ανεργίας βάσει του τρίτου κεφαλαίου·

[…]».

15

Το ίδιο άρθρο περιλαμβάνει διάταξη η οποία προβλέπει ότι τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρίας απαλλάσσονται από την υποχρέωση αυτή.

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

16

Ο C. Grimme, Γερμανός υπήκοος, διευθύνει, από τις 26 Σεπτεμβρίου 1996, το ευρισκόμενο στο Αμβούργο (Γερμανία) υποκατάστημα της Bertil Grimme, η οποία εδρεύει στο Zug (Ελβετία). Από τις , ο προσφεύγων της κύριας δίκης είναι εγγεγραμμένος στο μητρώο του εμπορικού επιμελητηρίου του καντονίου του Zug, καθόσον, ως μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Bertil Grimme, έχει εξουσιοδότηση προς υπογραφή δεσμεύουσα την εταιρία.

17

Τον Ιούνιο του 2003, ο C. Grimme ζήτησε από το Deutsche Angestellten-Krankenkasse να εξετάσει σε ποιο καθεστώς υπάγεται η δραστηριότητα που ασκεί στο υποκατάστημα του Αμβούργου από απόψεως δικαίου των κοινωνικών ασφαλίσεων. Προς στήριξη της αιτήσεώς του, ο προσφεύγων της κύριας δίκης επικαλέσθηκε, αφενός, τη σύμβαση προσλήψεώς του ως πληρεξούσιος της εταιρίας και ως υπεύθυνος του υποκαταστήματος και, αφετέρου, το γεγονός ότι λαμβάνει βασικό μισθό ο οποίος εξακολουθεί να του καταβάλλεται και σε περίπτωση ανικανότητάς του προς εργασία η οποία δεν υπερβαίνει σε χρονική διάρκεια τις έξι εβδομάδες. Επίσης, συμμετέχει στα κέρδη, αναλόγως των αποτελεσμάτων χρήσεως της επιχειρήσεως.

18

Με απόφαση της 7ης Αυγούστου 2003, το Deutsche Angestellten-Krankenkasse αποφάνθηκε ότι ο προσφεύγων της κύριας δίκης τελούσε, όσον αφορά τη δραστηριότητά του στο υποκατάστημα του Αμβούργου, σε σχέση εξαρτημένης εργασίας και, ως εκ τούτου, υπαγόταν στον προβλεπόμενο εκ του νόμου συνταξιοδοτικό φορέα.

19

Ο C. Grimme υπέβαλε διοικητική ένσταση κατά της αποφάσεως αυτής, ισχυριζόμενος ότι, ως μέλος του διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρίας ελβετικού δικαίου και από της ημερομηνίας κτήσεως της ιδιότητας αυτής, θα έπρεπε να τύχει της ιδίας μεταχειρίσεως με τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρίας γερμανικού δικαίου. Κατά συνέπεια, από της 29ης Δεκεμβρίου 2003, δεν υπείχε υποχρέωση υπαγωγής στον εκ του νόμου προβλεπόμενο συνταξιοδοτικό φορέα. Η διοικητική ένσταση αυτή απορρίφθηκε με την από απόφαση.

20

Με απόφαση της 1ης Νοεμβρίου 2005, το Sozialgericht Hamburg (δικαστήριο υποθέσεων κοινωνικής ασφαλίσεως του Αμβούργου) δέχθηκε το αίτημα του προσφεύγοντος και ακύρωσε τις επίμαχες στην κύρια δίκη αποφάσεις, καθόσον έκριναν ότι ο C. Grimme υπάγεται υποχρεωτικά στους προβλεπόμενους εκ του νόμου ασφαλιστικούς φορείς συντάξεως και ανεργίας.

21

Κατόπιν εφέσεως που άσκησε η Deutsche Rentenversicherung Bund, το Landessozialgericht Hamburg (δευτεροβάθμιο περιφερειακό δικαστήριο υποθέσεων κοινωνικής ασφαλίσεως του Αμβούργου) επιβεβαίωσε, με απόφαση της 11ης Οκτωβρίου 2006, την απόφαση που εξέδωσε πρωτοδίκως το Sozialgericht Hamburg. Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου ελβετικής ανώνυμης εταιρίας εξομοιώνονται με τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρίας γερμανικού δικαίου και, ως εκ τούτου, απολαύουν και αυτά της εξαιρέσεως που προβλέπει το άρθρο 1 του εβδόμου κεφαλαίου του γερμανικού κώδικα κοινωνικής ασφαλίσεως (SGB VI) από την υποχρέωση υπαγωγής στον προβλεπόμενο εκ του νόμου συνταξιοδοτικό φορέα.

22

Κατόπιν τούτου, η Deutsche Rentenversicherung Bund άσκησε αναίρεση ενώπιον του Bundessozialgericht (ανώτατο ομοσπονδιακό δικαστήριο υποθέσεων κοινωνικής ασφαλίσεως). Το αιτούν δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, αντιθέτως προς ό,τι αποφάνθηκαν τα δικαστήρια ουσίας στην υπόθεση της κύριας δίκης, κατά το γερμανικό δίκαιο, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρίας ελβετικού δικαίου δεν εξομοιώνονται με τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρίας γερμανικού δικαίου. Πάντως, το Bundessozialgericht διατηρεί επιφυλάξεις ως προς το αν η μη εφαρμογή της διατάξεως περί εξαιρέσεως των μελών του διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρίας, την οποία προβλέπει το άρθρο 1 του SGB VI, στην περίπτωση προσώπων όπως ο προσφεύγων της κύριας δίκης είναι σύμφωνη με τις διατάξεις της συμφωνίας και ειδικότερα με αυτές που αφορούν το δικαίωμα ελεύθερης εγκαταστάσεως και το δικαίωμα ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

23

Κατά το αιτούν δικαστήριο, η συμφωνία, μολονότι προβλέπει δικαίωμα ελεύθερης εγκαταστάσεως εντός συμβαλλομένου μέρους μόνο υπέρ των φυσικών προσώπων, μπορεί να τύχει εφαρμογής και στην περίπτωση εταιριών που έχουν συσταθεί σύμφωνα με το δίκαιο κράτους μέλους ή το ελβετικό δίκαιο. Η διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής της συμφωνίας μπορεί να συναχθεί από τις διατάξεις του προοιμίου της, στις οποίες δεν γίνεται διάκριση μεταξύ των εννοιών του φυσικού και του νομικού προσώπου, από την τελική πράξη της, βάσει της οποίας προβλέπεται ότι θα ληφθούν όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλισθεί η εφαρμογή του κοινοτικού κεκτημένου, καθώς και από το άρθρο της 16, παράγραφος 1, το οποίο παραπέμπει στο κοινοτικό δίκαιο.

24

Εξάλλου, σε περίπτωση κατά την οποία γίνει δεκτό ότι η συμφωνία δεν έχει εφαρμογή επί των εταιριών, το Bundessozialgericht διερωτάται ως προς τη σχέση μεταξύ του δικαιώματος παροχής υπηρεσιών, το οποίο παρέχεται στις εταιρίες, βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 1, της συμφωνίας και του άρθρου 18 του παραρτήματος I της συμφωνίας αυτής, εντός των συμβαλλομένων μερών, και των άρθρων 48 ΕΚ έως 50 ΕΚ περί δικαιώματος εγκαταστάσεως και περί παροχής υπηρεσιών εντός της Κοινότητας. Κατά το αιτούν δικαστήριο, το προβλεπόμενο από τη συμφωνία δικαίωμα ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, μολονότι είναι πιο περιορισμένο χρονικά και έχει στενότερο καθ’ ύλη πεδίο εφαρμογής από αυτό που αναγνωρίζει το κοινοτικό δίκαιο, δύναται εντούτοις, βάσει κατά περίπτωση εκτιμήσεως, να συμπεριλάβει πιο μακροχρόνιες παροχές υπηρεσιών.

25

Κρίνοντας ότι για την έκδοση της αποφάσεώς του είναι αναγκαία η ερμηνεία των διατάξεων της συμφωνίας, το Bundessozialgericht αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχουν οι διατάξεις της συμφωνίας για την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, αφετέρου, και ειδικότερα τα άρθρα της 1, 5, 7 και 16, καθώς και τα άρθρα 12 και 17 έως 19 του παραρτήματός της I, την έννοια ότι δεν επιτρέπουν να απαιτείται από μέλος διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρίας ελβετικού δικαίου, το οποίο εργάζεται στη Γερμανία, να υπαχθεί στον προβλεπόμενο εκ του νόμου συνταξιοδοτικό φορέα, μολονότι τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων των ανωνύμων εταιριών γερμανικού δικαίου δεν υποχρεούνται να υπαχθούν στον προβλεπόμενο εκ του νόμου γερμανικό συνταξιοδοτικό φορέα;»

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

26

Πρέπει καταρχάς να υπομνησθεί ότι η συμφωνία αποτελεί μέρος μιας σειράς επτά τομεακών συμφωνιών μεταξύ των ιδίων συμβαλλομένων μερών, οι οποίες υπογράφηκαν στις 21 Ιουνίου 1999.

27

Οι συμφωνίες αυτές υπογράφηκαν κατόπιν της απορρίψεως εκ μέρους της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, στις 6 Δεκεμβρίου 1992, της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ). Έτσι, η Ελβετική Συνομοσπονδία δεν δέχθηκε το σχέδιο δημιουργίας ενός ενοποιημένου οικονομικού συνόλου με ενιαία αγορά, στηριζόμενου σε κοινούς μεταξύ των μελών του κανόνες, αλλά προέκρινε τη λύση των διμερών συμφωνιών, σε συγκεκριμένους τομείς, με την Κοινότητα και τα κράτη μέλη της. Ως εκ τούτου, η Ελβετική Συνομοσπονδία δεν προσχώρησε στην εσωτερική αγορά της Κοινότητας, η οποία σκοπεί στην άρση όλων των εμποδίων για τη δημιουργία χώρου απολύτως ελεύθερης κυκλοφορίας, ανάλογου με αυτόν μιας εθνικής αγοράς, ο οποίος συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και την ελευθερία εγκαταστάσεως.

28

Έτσι, με στόχο τη σύσφιξη των δεσμών μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, υπογράφηκε η διμερής συμφωνία για την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, αφετέρου. Η συμφωνία αυτή, από 1ης Απριλίου 2006 και δυνάμει πρωτοκόλλου επεκτάσεως που υπογράφηκε στις , περιλαμβάνει και τα κράτη μέλη που προσχώρησαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση την (ΕΕ 2006, L 89, σ. 30).

29

Στο πλαίσιο αυτό, η ερμηνεία που έχει δοθεί στις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου περί εσωτερικής αγοράς δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής άνευ άλλου τινός στην περίπτωση της συμφωνίας, εκτός και αν υφίστανται ρητές προς τούτο διατάξεις της ίδιας της συμφωνίας (βλ., σχετικώς, απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 1982, 270/80, Polydor και RSO Records, Συλλογή 1982, σ. 329, σκέψεις 15 έως 19).

30

Όσον αφορά τα αποτελέσματα της συμφωνίας ως προς το ζήτημα της υπαγωγής του προσφεύγοντος της κύριας δίκης στον γερμανικό συνταξιοδοτικό φορέα, το ερώτημα που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο επιβάλλει, καταρχάς, να καθορισθεί αν η συμφωνία διασφαλίζει δικαίωμα ελεύθερης εγκαταστάσεως τόσο υπέρ των φυσικών προσώπων όσο και υπέρ των νομικών προσώπων που έχουν συσταθεί βάσει του δικαίου κράτους μέλους της Κοινότητας ή βάσει του ελβετικού δικαίου και έχουν την έδρα, την κεντρική διοίκηση ή την κύρια εγκατάστασή τους εντός συμβαλλομένου μέρους. Ακολούθως, πρέπει να διακριβωθεί αν ο προσφεύγων της κύριας δίκης αντλεί δικαιώματα από τις διατάξεις της συμφωνίας περί παροχής υπηρεσιών και, τέλος, να εξετασθεί αν, βάσει της συμφωνίας, η υποχρεωτική υπαγωγή στον προβλεπόμενο εκ του νόμου γερμανικό συνταξιοδοτικό φορέα αντιβαίνει στην αρχή της ίσης μεταχειρίσεως της οποίας πρέπει να τύχει ο προσφεύγων της κύριας δίκης ως μισθωτός.

31

Πρώτον, όσον αφορά το ζήτημα της ελευθερίας εγκαταστάσεως των νομικών προσώπων, ο προσφεύγων της κύριας δίκης ισχυρίζεται ότι καμία διάταξη της συμφωνίας δεν στερεί ρητώς την ελευθερία αυτή από τα νομικά πρόσωπα. Οι διατάξεις του προοιμίου της συμφωνίας κάνουν λόγο για πρόσωπα χωρίς να διακρίνουν μεταξύ φυσικών και νομικών προσώπων, στηρίζουν δε την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων στο κοινοτικό κεκτημένο Επιπλέον, το άρθρο 16, παράγραφος 1, της συμφωνίας μνημονεύει ρητώς ότι τα συμβαλλόμενα μέρη θα λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να ισχύουν στις σχέσεις τους δικαιώματα και υποχρεώσεις ισοδύναμα προς αυτά που προβλέπουν τα διαλαμβανόμενα στη συμφωνία νομοθετήματα της Κοινότητας. Συνεπώς, η ελευθερία εγκαταστάσεως την οποία διασφαλίζει υπέρ των φυσικών προσώπων η συμφωνία μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ισχύει και για τα νομικά πρόσωπα.

32

Εντούτοις, η ερμηνεία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

33

Από το γράμμα του άρθρου 1 της συμφωνίας, το οποίο καθορίζει τους σκοπούς της, προκύπτει ότι αυτοί τέθηκαν προς όφελος των υπηκόων των κρατών μελών της Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας και, συνεπώς, προς όφελος των φυσικών προσώπων. Κατά το άρθρο 1, στοιχείο αʹ, της συμφωνίας, οι σκοποί της συνίστανται στην παροχή δικαιωμάτων εισόδου, διαμονής, προσβάσεως σε μισθωτή οικονομική δραστηριότητα, εγκαταστάσεως με την ιδιότητα του ελεύθερου επαγγελματία και παραμονής εντός του εδάφους των συμβαλλομένων μερών.

34

Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι οι διατάξεις της συμφωνίας αφορούν τις ακόλουθες κατηγορίες προσώπων, κοινοτικών και Ελβετών υπηκόων, δηλαδή τους ελεύθερους επαγγελματίες, περιλαμβανομένων των μεθοριακώς εργαζομένων, τους εργαζομένους, μεταξύ των οποίων καταλέγονται οι μισθωτοί, τους αποσπασμένους εργαζόμενους και τους μισθωτούς μεθοριακούς εργαζόμενους, τους παρέχοντες υπηρεσίες, τους αποδέκτες υπηρεσιών, τα πρόσωπα που εργάσθηκαν εντός συμβαλλομένου μέρους για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει το ένα έτος, τους φοιτητές, τους ανέργους, τα πρόσωπα που δεν ασκούν οικονομική δραστηριότητα και τα μέλη των οικογενειών των διαφόρων αυτών κατηγοριών υπηκόων. Όλες αυτές οι κατηγορίες προσώπων, με την εξαίρεση των παρεχόντων υπηρεσίες και των αποδεκτών υπηρεσιών, προϋποθέτουν ως εκ της φύσεώς τους ότι πρόκειται για φυσικά πρόσωπα.

35

Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, εκτός του άρθρου 5, παράγραφος 1, της συμφωνίας και του άρθρου 18 του παραρτήματός της I, τα οποία προβλέπουν ότι οι εταιρίες απολαύουν συγκεκριμένου δικαιώματος παροχής υπηρεσιών, καμία διάταξη της συμφωνίας αυτής ή του παραρτήματός της δεν παρέχει δικαίωμα στα νομικά πρόσωπα, ιδίως δε δικαίωμα εγκαταστάσεως εντός του ενός ή του άλλου συμβαλλομένου μέρους.

36

Κατά τη συμφωνία, το δικαίωμα εγκαταστάσεως εντός συμβαλλομένου μέρους παρέχεται μόνο στους ελεύθερους επαγγελματίες που είναι υπήκοοι κράτους μέλους της Κοινότητας ή της Ελβετικής Συνομοσπονδίας. Κατά το άρθρο 12, παράγραφος 1, του παραρτήματος της συμφωνίας αυτής, στον εν λόγω ελεύθερο επαγγελματία, ο οποίος επιθυμεί να εγκατασταθεί εντός άλλου συμβαλλομένου μέρους προκειμένου να ασκήσει μη μισθωτή δραστηριότητα, χορηγείται άδεια διαμονής πενταετούς τουλάχιστον διάρκειας, η οποία μπορεί να ανανεωθεί.

37

Πρέπει να προστεθεί ότι το άρθρο 16, παράγραφος 1, της συμφωνίας, το οποίο κάνει λόγο για την εφαρμογή του κοινοτικού κεκτημένου στις σχέσεις μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, προβλέπει την εφαρμογή αυτή αποκλειστικά στο πλαίσιο των σκοπών της συμφωνίας. Οι σκοποί αυτοί απαριθμούνται στο άρθρο 1 της συμφωνίας, του οποίου το στοιχείο αʹ αναγνωρίζει ρητώς το δικαίωμα εγκαταστάσεως των φυσικών προσώπων ως ελευθέρων επαγγελματιών. Το δικαίωμα αυτό επιβεβαιώθηκε από τη νομολογία (βλ., σχετικώς, απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2008, C-13/08, Stamm και Hauser, Συλλογή 2008, σ. I-11087, σκέψη 44). Αντιθέτως, η παροχή του δικαιώματος αυτού σε νομικό πρόσωπο δεν καταλέγεται μεταξύ των σκοπών των οποίων η επίτευξη επιδιώκεται με τη συμφωνία.

38

Επίσης, το άρθρο 16, παράγραφος 1, της συμφωνίας εξαρτά την εφαρμογή του κοινοτικού κεκτημένου στις σχέσεις μεταξύ των συμβαλλομένων μερών από την παραπομπή σε δικαιώματα και υποχρεώσεις ισοδύναμα προς αυτά που προβλέπονται με τα νομοθετήματα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Ως εκ τούτου, στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν χωρεί επίκληση των παραγράφων 1 και 2 του εν λόγω άρθρου 16, δεδομένου ότι η συμφωνία δεν μνημονεύει καμία διάταξη περί δικαιώματος εγκαταστάσεως των νομικών προσώπων.

39

Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι, βάσει της συμφωνίας, τα νομικά πρόσωπα απολαύουν του ιδίου δικαιώματος εγκαταστάσεως με τα φυσικά.

40

Δεύτερον, όσον αφορά τα αποτελέσματα της εφαρμογής των διατάξεων της συμφωνίας στην περίπτωση του προσφεύγοντος της κύριας δίκης, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η συμφωνία, κατά το άρθρο της 1, στοιχείο βʹ, σκοπεί να διευκολύνει την παροχή υπηρεσιών εντός των συμβαλλομένων μερών και ειδικότερα να απελευθερώσει την παροχή υπηρεσιών μικρής διάρκειας.

41

Επισημαίνεται ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, της συμφωνίας ορίζει ότι η απελευθέρωση αυτή των υπηρεσιών θεσπίζεται υπέρ των παρεχόντων υπηρεσίες, δηλαδή τόσο υπέρ των φυσικών προσώπων όσο και υπέρ των εταιριών. Βάσει του άρθρου 18 του παραρτήματος I της συμφωνίας, οι εταιρίες οι οποίες έχουν συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία ενός κράτους μέλους της Κοινότητας ή σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ελβετικής Συνομοσπονδίας και οι οποίες έχουν την καταστατική έδρα τους, την κεντρική διοίκηση ή την κύρια εγκατάστασή τους στο έδαφος συμβαλλομένου μέρους απολαύουν των διατάξεων του άρθρου 17, στοιχείο αʹ, του παραρτήματος I, βάσει του οποίου απαγορεύεται κάθε περιορισμός διασυνοριακής παροχής υπηρεσιών εντός συμβαλλομένου μέρους εφόσον η παροχή αυτή δεν υπερβαίνει σε χρονική διάρκεια τις 90 ημέρες πραγματικής εργασίας ανά ημερολογιακό έτος.

42

Επιβάλλεται η διαπίστωση, αφενός, ότι οι παροχές υπηρεσιών στις οποίες έχει εφαρμογή η συμφωνία, όπως προκύπτει από το άρθρο 17, στοιχείο αʹ, του παραρτήματός της I, είναι μόνον οι διασυνοριακές παροχές υπηρεσιών και, αφετέρου, ότι το δικαίωμα παροχής υπηρεσιών εντός συμβαλλομένου μέρους περιορίζεται, βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 1, της συμφωνίας και του άρθρου 17, στοιχείο αʹ, του παραρτήματός της, στις 90 ημέρες πραγματικής εργασίας ανά ημερολογιακό έτος. Βάσει του άρθρου 19 του εν λόγω παραρτήματος I, κατά το χρονικό διάστημα αυτό, το κράτος υποδοχής δεν μπορεί να επιβάλει σε αυτούς τους παρέχοντες υπηρεσίες όρους λιγότερους ευνοϊκούς από αυτούς που επιβάλλει στους ημεδαπούς, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραρτημάτων I έως III της συμφωνίας.

43

Από τις σκέψεις 40 έως 42 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι η ελευθερία παροχής διασυνοριακών υπηρεσιών, μεταξύ της Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, την οποία διασφαλίζει η συμφωνία υπόκειται στον χρονικό περιορισμό των 90 ημερών πραγματικής εργασίας ανά ημερολογιακό έτος.

44

Συνεπώς, ένας υπήκοος κράτους μέλους που ασκεί εντός του κράτους αυτού μόνιμη εργασία, η οποία υπερβαίνει κατ’ ανάγκη τις 90 ημέρες πραγματικής εργασίας ανά ημερολογιακό έτος, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι η δραστηριότητά του μπορεί να χαρακτηρισθεί ως διασυνοριακή, δεν αντλεί κανένα δικαίωμα, όσον αφορά την παροχή υπηρεσιών, από τις διατάξεις της συμφωνίας.

45

Τρίτον, όπως συνάγεται εμμέσως από το προδικαστικό ερώτημα και τους ισχυρισμούς που προέβαλε ο C. Grimme κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Δικαστήριο ερωτάται σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων σε βάρος των μισθωτών, όπως προκύπτει από τη συμφωνία.

46

O C. Grimme, επικαλούμενος την ιδιότητα του μισθωτού, υποστηρίζει ότι η υποχρεωτική υπαγωγή στον προβλεπόμενο εκ του νόμου γερμανικό συνταξιοδοτικό φορέα αντιβαίνει στην αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Το γεγονός ότι ως υπάλληλος της Bertil Grimme και ως μέλος του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας αυτής υπέχει τη συγκεκριμένη υποχρέωση υπαγωγής, ενώ τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρίας γερμανικού δικαίου απαλλάσσονται από την υποχρέωση αυτή, αντιβαίνει στην αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των μισθωτών την οποία διασφαλίζει το άρθρο 9 του παραρτήματος I της συμφωνίας.

47

Το άρθρο 9 του παραρτήματος I της συμφωνίας διασφαλίζει την ίση μεταχείριση των μισθωτών που είναι υπήκοοι του ενός συμβαλλομένου μέρους στο έδαφος του ετέρου συμβαλλομένου μέρους. Ως εκ τούτου, οι εργαζόμενοι αυτοί δεν μπορούν να τύχουν διαφορετικής μεταχειρίσεως απ’ ό,τι οι ημεδαποί μισθωτοί όσον αφορά τους όρους απασχολήσεως και εργασίας, ιδίως δε σχετικά με την αμοιβή, την απόλυση και την επαγγελματική επανένταξη ή την εκ νέου απασχόληση σε περίπτωση κατά την οποία ο εργαζόμενος ήταν άνεργος.

48

Συνεπώς, το άρθρο αυτό αφορά αποκλειστικά την περίπτωση κατά την οποία υπήκοος συμβαλλομένου μέρους υφίσταται διάκριση λόγω ιθαγένειας στο έδαφος άλλου συμβαλλομένου μέρους.

49

Από τα πραγματικά περιστατικά που περιήλθαν σε γνώση του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ο C. Grimme είναι Γερμανός υπήκοος και εργάζεται στο υποκατάστημα της Bertil Grimme στο Αμβούργο. Επομένως, δεν υφίσταται εν προκειμένω ζήτημα διακρίσεως εκ μέρους των αρχών συμβαλλομένου μέρους σε βάρος υπηκόου άλλου συμβαλλομένου μέρους. Η ιδιότητα του C. Grimme ως μέλους του διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρίας ελβετικού δικαίου δεν ασκεί συναφώς καμία επιρροή.

50

Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι οι διατάξεις της συμφωνίας και ειδικότερα τα άρθρα της 1, 5, 7 και 16, καθώς και τα άρθρα 12 και 17 έως 19 του παραρτήματός της I δεν απαγορεύουν ρύθμιση κράτους μέλους βάσει της οποίας απαιτείται από ημεδαπό που εργάζεται εντός του κράτους μέλους αυτού να υπαχθεί στον προβλεπόμενο εκ του νόμου συνταξιοδοτικό φορέα του εν λόγω κράτους μέλους, μολονότι το πρόσωπο αυτό είναι μέλος του διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρίας ελβετικού δικαίου, ενώ τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων των ανωνύμων εταιριών που έχουν συσταθεί σύμφωνα με το δίκαιο του ιδίου αυτού κράτους μέλους δεν υποχρεούνται να υπαχθούν στον εν λόγω ασφαλιστικό φορέα.

Επί των δικαστικών εξόδων

51

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Οι διατάξεις της Συμφωνίας για την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, αφετέρου, η οποία υπογράφηκε στο Λουξεμβούργο στις 21 Ιουνίου 1999 και, ειδικότερα, τα άρθρα της 1, 5, 7 και 16, καθώς και τα άρθρα 12 και 17 έως 19 του παραρτήματός της I δεν απαγορεύουν ρύθμιση κράτους μέλους βάσει της οποίας απαιτείται από ημεδαπό που εργάζεται εντός του κράτους μέλους αυτού να υπαχθεί στον προβλεπόμενο εκ του νόμου συνταξιοδοτικό φορέα του εν λόγω κράτους μέλους, μολονότι το πρόσωπο αυτό είναι μέλος του διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρίας ελβετικού δικαίου, ενώ τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων των ανωνύμων εταιριών που έχουν συσταθεί σύμφωνα με το δίκαιο του ιδίου αυτού κράτους μέλους δεν υποχρεούνται να υπαχθούν στον εν λόγω ασφαλιστικό φορέα.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

Top