EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62005CJ0263

Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 18ης Δεκεμβρίου 2007.
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιταλικής Δημοκρατίας.
Παράβαση κράτους μέλους - Περιßάλλον - Οδηγίες 75/442/ΕΟΚ και 91/156/ΕΟΚ - Έννοια του όρου "αποβλήτα" - Ουσίες ή αντικείμενα προοριζόμενα για τις εργασίες διαθέσεως ή ανακτήσεως - Υπολείμματα παραγωγής δυνάμενα να επαναχρησιμοποιηθούν.
Υπόθεση C-263/05.

Συλλογή της Νομολογίας 2007 I-11745

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2007:808

Υπόθεση C-263/05

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

κατά

Ιταλικής Δημοκρατίας

«Παράβαση κράτους μέλους — Περιβάλλον — Οδηγίες 75/442/ΕΟΚ και 91/156/ΕΟΚ — Έννοια του όρου “απόβλητα” — Ουσίες ή αντικείμενα προοριζόμενα για τις εργασίες διαθέσεως ή ανακτήσεως — Υπολείμματα παραγωγής δυνάμενα να επαναχρησιμοποιηθούν»

Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 18ης Δεκεμβρίου 2007 ?I — 0000

Περίληψη της αποφάσεως

1.     Περιβάλλον — Απόβλητα — Οδηγία 75/442 — Έννοια του αποβλήτου

(Άρθρο 174 § 2 ΕΚ· οδηγία 75/442 του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 91/156, άρθρο 1, στοιχείο α΄)

2.     Περιβάλλον — Απόβλητα — Οδηγία 75/442 — Έννοια του αποβλήτου

(Οδηγία 75/442 του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 91/156, άρθρο 1, στοιχείο α΄)

3.     Περιβάλλον — Απόβλητα — Οδηγία 75/442 — Πεδίο εφαρμογής

(Οδηγία 75/442 του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 91/156, άρθρα 1, στοιχείο α΄, και 2 § 1)

1.     Ο χαρακτηρισμός μιας ουσίας ή ενός αντικειμένου ως «αποβλήτου», κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 75/442 περί των στερεών αποβλήτων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 91/156, προκύπτει κυρίως από τη συμπεριφορά του κατόχου του και από τη σημασία της λέξεως «απορρίπτω». Οι λέξεις αυτές πρέπει να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα όχι μόνον του ουσιώδους σκοπού της οδηγίας, ο οποίος, σύμφωνα με την τρίτη αιτιολογική της σκέψη, συνίσταται στην προστασία της υγείας του ανθρώπου και του περιβάλλοντος από τις επιβλαβείς επιδράσεις που προκαλούνται από τη συγκέντρωση, τη μεταφορά, την επεξεργασία, την εναποθήκευση και την απόθεση των αποβλήτων, αλλά και του άρθρου 174, παράγραφος 2, ΕΚ, που ορίζει ότι η πολιτική της Κοινότητας στον τομέα του περιβάλλοντος αποβλέπει σε υψηλό επίπεδο προστασίας και στηρίζεται στις αρχές της προφύλαξης και της προληπτικής δράσης. Επομένως, οι ως άνω λέξεις και συνεπώς η έννοια του «αποβλήτου» δεν μπορούν να ερμηνεύονται στενά.

(βλ. σκέψεις 32-33)

2.     Η πραγματική ύπαρξη «αποβλήτου» κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 75/442, περί των στερεών αποβλήτων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 91/156, πρέπει να εξακριβώνεται με βάση το σύνολο των περιστάσεων, πρέπει δε να λαμβάνεται υπόψη ο σκοπός της οδηγίας αυτής και να υπάρχει μέριμνα ώστε να μη θίγεται η αποτελεσματικότητά της.

Έτσι, ορισμένες περιστάσεις μπορεί να συνιστούν ενδείξεις της υπάρξεως ενεργείας, προθέσεως ή υποχρεώσεως «απορρίψεως» μιας ουσίας ή ενός αντικειμένου, κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως. Τούτο συμβαίνει ιδίως όταν η χρησιμοποιούμενη ουσία είναι υπόλειμμα παραγωγής, δηλαδή προϊόν του οποίου η παραγωγή δεν επιδιώχθηκε αυτή καθεαυτή, η δε μέθοδος επεξεργασίας ή ο τρόπος χρήσεως μιας ουσίας δεν είναι καθοριστικά για τον χαρακτηρισμό ή μη της ουσίας αυτής ως αποβλήτου.

Πέραν του κριτηρίου που αντλείται από τη φύση μιας ουσίας ως υπολείμματος παραγωγής, ο βαθμός της πιθανότητας επαναχρησιμοποιήσεως της ουσίας αυτής χωρίς εργασία προηγούμενης επεξεργασίας συνιστά κατάλληλο κριτήριο για να εκτιμηθεί αν η εν λόγω ουσία αποτελεί ή όχι απόβλητο κατά την έννοια της οδηγίας. Αν, πέραν της απλής δυνατότητας επαναχρησιμοποιήσεως της οικείας ουσίας, ο κάτοχος έχει οικονομικό όφελος να το πράξει, η πιθανότητα επαναχρησιμοποιήσεως αυτής είναι μεγάλη. Σε μια τέτοια περίπτωση, η οικεία ουσία δεν μπορεί πλέον να θεωρείται βάρος το οποίο ο κάτοχος επιθυμεί να «απορρίψει», αλλά γνήσιο προϊόν

Ωστόσο, το γεγονός και μόνον ότι μια ουσία προορίζεται να επαναχρησιμοποιηθεί ή μπορεί να επαναχρησιμοποιηθεί δεν μπορεί να είναι καθοριστικό για τον χαρακτηρισμό της ή όχι ως αποβλήτου. Ένα αγαθό, ένα υλικό ή μια πρώτη ύλη που προκύπτουν από διαδικασία παραγωγής η οποία δεν προορίζεται να τα παραγάγει δεν μπορούν να θεωρηθούν υποπροϊόντα τα οποία ο κάτοχος δεν επιθυμεί να απορρίψει, παρά μόνον αν η επαναχρησιμοποίησή τους, ακόμη και για τις ανάγκες επιχειρηματιών διαφορετικών από αυτόν που τα παρήγαγε, είναι όχι μόνον ενδεχόμενη, αλλά βεβαία, δεν απαιτεί προηγούμενη επεξεργασία και αποτελεί τμήμα συνεχούς διαδικασίας παραγωγής ή χρησιμοποιήσεως.

(βλ. σκέψεις 34-35, 38, 40, 49-50)

3.     Δεδομένου ότι κανένα καθοριστικό κριτήριο δεν προτείνεται από την οδηγία 75/442, περί των στερεών αποβλήτων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 91/156, για τη διευκρίνιση της βουλήσεως του κατόχου να απορρίψει μια συγκεκριμένη ουσία ή ένα αντικείμενο, τα κράτη μέλη, ελλείψει κοινοτικών διατάξεων, είναι ελεύθερα να επιλέγουν τον τρόπο αποδείξεως των διαφόρων στοιχείων που ορίζονται στις οδηγίες που μεταφέρουν στο εσωτερικό τους δίκαιο, εφόσον τούτο δεν θίγει την αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου. Έτσι, τα κράτη μέλη μπορούν, επί παραδείγματι, να ορίζουν διάφορες κατηγορίες αποβλήτων, προκειμένου ιδίως να διευκολύνουν την οργάνωση και τον έλεγχο της διαχειρίσεώς τους, εφόσον εκπληρούνται οι υποχρεώσεις που απορρέουν από την οδηγία ή από άλλες διατάξεις του κοινοτικού δικαίου και αφορούν τα απόβλητα αυτά και εφόσον ο αποκλεισμός ενδεχομένων κατηγοριών από το πεδίο εφαρμογής των νομοθετημάτων περί μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο των υποχρεώσεων που απορρέουν από την οδηγία πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής.

(βλ. σκέψη 41)







ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 18ης Δεκεμβρίου 2007 (*)

«Παράβαση κράτους μέλους – Περιβάλλον – Οδηγίες 75/442/ΕΟΚ και 91/156/ΕΟΚ – Έννοια του όρου “απόβλητα” – Ουσίες ή αντικείμενα προοριζόμενα για τις εργασίες διαθέσεως ή ανακτήσεως – Υπολείμματα παραγωγής δυνάμενα να επαναχρησιμοποιηθούν»

Στην υπόθεση C‑263/05,

με αντικείμενο προσφυγή του άρθρου 226 ΕΚ λόγω παραβάσεως, η οποία ασκήθηκε στις 23 Ιουνίου 2005,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους M. Κωνσταντινίδη και L. Cimaglia, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγουσα,

κατά

Ιταλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπουμένης από τον I. M. Braguglia, επικουρούμενο από τον G. Fiengo, avvocato dello Stato, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Rosas, πρόεδρο τμήματος, U. Lõhmus, J. N. Cunha Rodrigues, A. Ó Caoimh (εισηγητή) και P. Lindh, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Y. Bot

γραμματέας: L. Hewlett, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 7ης Φεβρουαρίου 2007,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1       Με την προσφυγή της, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι, έχοντας θεσπίσει και διατηρήσει σε ισχύ το άρθρο 14 του νομοθετικού διατάγματος 138 περί επειγόντων μέτρων στον τομέα της φορολογίας, της ιδιωτικοποιήσεως και της συγκρατήσεως των φαρμακευτικών δαπανών, καθώς και της οικονομικής στηρίξεως στις υποβαθμισμένες περιοχές, της 8ης Ιουλίου 2002 (GURI αριθ. 158, της 8ης Ιουλίου 2002), το οποίο κατέστη, κατόπιν τροποποιήσεως, ο νόμος 178, της 8ης Αυγούστου 2002 (τακτικό συμπλήρωμα της GURI αριθ. 187, της 10ης Αυγούστου 2002), που εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής του νομοθετικού διατάγματος 22 περί εφαρμογής των οδηγιών 91/156/ΕΟΚ περί των στερεών αποβλήτων, 91/689/ΕΟΚ περί των επικινδύνων αποβλήτων και 94/62/ΕΚ για τις συσκευασίες και τα απορρίμματα συσκευασίας, της 5ης Φεβρουαρίου 1997 (τακτικό συμπλήρωμα της GURI αριθ. 38, της 15ης Φεβρουαρίου 1997, στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 22/1997), αφενός, τις ουσίες, τα υλικά ή τα αγαθά που προορίζονται για τις εργασίες διαθέσεως ή αξιοποιήσεως που δεν μνημονεύονται ρητώς στα παραρτήματα B και C του εν λόγω διατάγματος και, αφετέρου, τις ουσίες ή τα υλικά που αποτελούν υπολείμματα παραγωγής και τα οποία ο κάτοχος έχει την πρόθεση ή την υποχρέωση να απορρίψει όταν μπορούν να επαναχρησιμοποιηθούν και επαναχρησιμοποιούνται σε ένα κύκλο παραγωγής ή κατανάλωσης, χωρίς να υποστούν προηγούμενη επεξεργασία και χωρίς να βλάπτουν το περιβάλλον ή αφού έχουν υποστεί προηγούμενη επεξεργασία όταν δεν πρόκειται για μία από τις εργασίες αξιοποιήσεως που απαριθμούνται στο παράρτημα C του ίδιου αυτού διατάγματος, η Ιταλική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1975, περί των στερεών αποβλήτων (EE ειδ. έκδ. 15/001, σ. 86), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 91/156/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Μαρτίου 1991 (EE L 78, σ. 32), και με την απόφαση 96/350/ΕΚ της Επιτροπής, της 24ης Μαΐου 1996 (EE L 135, σ. 32) (στο εξής: οδηγία).

 Το νομικό πλαίσιο

 Η κοινοτική νομοθεσία

2       Για τους σκοπούς της οδηγίας, το άρθρο 1, στοιχείο α΄, πρώτο εδάφιο, αυτής ορίζει την έννοια του «αποβλήτου» ως «κάθε ουσία ή αντικείμενο που εμπίπτει στις κατηγορίες του παραρτήματος Ι [της οδηγίας] και το οποίο ο κάτοχός του απορρίπτει ή προτίθεται ή υποχρεούται να απορρίψει».

3       Η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 94/3/ΕΚ, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για τη θέσπιση καταλόγου αποβλήτων σύμφωνα με το άρθρο 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 75/442 (EE 1994, L 5, σ. 15). Ο κατάλογος αυτός (στο εξής: ευρωπαϊκός κατάλογος αποβλήτων) ανανεώθηκε με την απόφαση 2000/532/ΕΚ της Επιτροπής, της 3ης Μαΐου 2000, για την αντικατάσταση της απόφασης 94/3 και της απόφασης 94/904/ΕΚ του Συμβουλίου για την κατάρτιση καταλόγου επικίνδυνων αποβλήτων κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1, παράγραφος 4, της οδηγίας 91/689/EΟΚ του Συμβουλίου, για τα επικίνδυνα απόβλητα (ΕΕ L 226, σ. 3). Ο ευρωπαϊκός κατάλογος αποβλήτων που καταρτίστηκε με την απόφαση 2000/532 τροποποιήθηκε επανειλημμένως, εσχάτως δε με την απόφαση 2001/573/ΕΚ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2001 (EE L 203, σ. 18). Το παράρτημα της αποφάσεως 2000/532, που περιέχει τον ευρωπαϊκό κατάλογο αποβλήτων, αρχίζει με μια εισαγωγή, στο σημείο 1 της οποίας διευκρινίζεται ότι πρόκειται για έναν εναρμονισμένο κατάλογο ο οποίος θα αναθεωρείται σε τακτική βάση. Το εν λόγω σημείο 1 αναφέρει επίσης ότι «η καταχώριση ενός υλικού στον [ευρωπαϊκό κατάλογο αποβλήτων] δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι το υλικό αυτό είναι πάντοτε απόβλητο. Η καταχώριση είναι έγκυρη μόνον όταν ανταποκρίνεται στον ορισμό του αποβλήτου σύμφωνα με το άρθρο 1, στοιχείο α΄, της [οδηγίας]».

4       Το άρθρο 1, στοιχεία ε΄ και στ΄, της οδηγίας ορίζει τις έννοιες της διαθέσεως και αξιοποιήσεως των αποβλήτων ως κάθε εργασία που προβλέπεται, αντιστοίχως, στα παραρτήματα II A και II B της ίδιας αυτής οδηγίας. Τα παραρτήματα αυτά προσαρμόστηκαν στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο με την απόφαση 96/350.

 Η εθνική νομοθεσία

5       Το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο a, του νομοθετικού διατάγματος 22/1997 έχει ως εξής:

«Για τους σκοπούς του παρόντος διατάγματος:

a)      ως “απόβλητο” νοείται κάθε ουσία ή αντικείμενο που υπάγεται στις κατηγορίες οι οποίες παρατίθενται στο παράρτημα Ι και το οποίο ο κάτοχός του απορρίπτει ή προτίθεται ή υποχρεούται να απορρίψει.

[…]»

6       Το παράρτημα A του νομοθετικού διατάγματος 22/97 επαναλαμβάνει τον κατάλογο των κατηγοριών αποβλήτων που περιέχονται στο παράρτημα I της οδηγίας. Περαιτέρω, τα παραρτήματα B και C του νομοθετικού αυτού διατάγματος απαριθμούν τις εργασίες, αντιστοίχως, διαθέσεως και αξιοποιήσεως των αποβλήτων κατά τον ίδιο τρόπο με τα παραρτήματα II A και II B της οδηγίας.

7       Το άρθρο 14 του νόμου178, της 8ης Αυγούστου 2002 (στο εξής: επίδικη διάταξη), που αντικατέστησε, κατόπιν τροποποιήσεως, το νομοθετικό διάταγμα 138, της 8ης Ιουλίου 2002, περιέχει μια «αυθεντική ερμηνεία» του ορισμού της εννοίας του «αποβλήτου» που διαλαμβάνεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο a, του νομοθετικού διατάγματος 22/97, η οποία έχει ως εξής:

«1. Οι όροι “απορρίπτει”, “έχει την πρόθεση” ή “έχει την υποχρέωση να απορρίψει” […] ερμηνεύονται ως ακολούθως:

a)      “απορρίπτει”: κάθε συμπεριφορά με την οποία, αμέσως ή εμμέσως, μια ουσία, ένα υλικό ή ένα αγαθό κατευθύνονται ή υπόκεινται στη δραστηριότητα διαθέσεως ή αξιοποιήσεως, σύμφωνα με τα παραρτήματα B και C του νομοθετικού διατάγματος [22/97]·

b)      “έχει την πρόθεση”: η βούληση προορισμού των ουσιών, υλικών ή αγαθών για τις εργασίες διαθέσεως και αξιοποιήσεως, σύμφωνα με τα παραρτήματα B και C του νομοθετικού διατάγματος [22/97]·

c)      “έχει την υποχρέωση να απορρίψει”: η υποχρέωση υποβολής ενός υλικού, μιας ουσίας ή ενός αγαθού σε εργασίες αξιοποιήσεως ή διαθέσεως, που προβλέπεται σε διάταξη νόμου ή σε πράξη των δημοσίων αρχών ή επιβάλλεται από τη φύση του υλικού, της ουσίας ή του αγαθού, ή από το γεγονός ότι αυτά περιλαμβάνονται στον κατάλογο των επικίνδυνων αποβλήτων που διαλαμβάνονται στο παράρτημα D του νομοθετικού διατάγματος [22/97].

2.      Τα σημεία b και c της παραγράφου 1 δεν έχουν εφαρμογή στα αγαθά, στις ουσίες ή στα υλικά που αποτελούν υπολείμματα παραγωγής ή κατανάλωσης όταν πληρούται μια από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

a)      μπορούν να επαναχρησιμοποιηθούν ή πράγματι και αντικειμενικά επαναχρησιμοποιούνται στον ίδιο κύκλο παραγωγής ή κατανάλωσης, ή σε ανάλογο ή διαφορετικό κύκλο, χωρίς να υποστούν καμία προηγούμενη επεξεργασία και χωρίς να βλάπτουν το περιβάλλον·

b)      μπορούν να επαναχρησιμοποιηθούν και πράγματι και αντικειμενικά επαναχρησιμοποιούνται στον ίδιο κύκλο παραγωγής ή κατανάλωσης, ή σε ανάλογο ή διαφορετικό κύκλο, αφού υποστούν προηγούμενη επεξεργασία χωρίς να απαιτείται καμία εργασία αξιοποιήσεως μεταξύ αυτών που απαριθμούνται στο παράρτημα C του νομοθετικού διατάγματος [22/97].»

 Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

8       Θεωρώντας ότι οι ερμηνευτικοί κανόνες που εισήγαγε η επίδικη διάταξη δεν είναι σύμφωνοι προς την οδηγία, ειδικότερα δε προς το άρθρο 1, στοιχείο α΄, αυτής, η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία λόγω παραβάσεως που προβλέπεται στο άρθρο 226 ΕΚ.

9       Δεδομένου ότι οι ιταλικές αρχές δεν απάντησαν εντός της ταχθείσας προθεσμίας σε έγγραφο οχλήσεως της 18ης Οκτωβρίου 2002, η Επιτροπή εξέδωσε, στις 3 Απριλίου 2003, αιτιολογημένη γνώμη, καλώντας την Ιταλική Δημοκρατία να συμμορφωθεί προς την οδηγία εντός δύο μηνών από της παραλαβής της αιτιολογημένης αυτής γνώμης.

10     Ωστόσο, δεδομένου ότι οι ιταλικές αρχές απάντησαν εν τω μεταξύ –μολονότι μετά τη λήξη της ταχθείσας προθεσμίας– στο έγγραφο οχλήσεως της 18ης Οκτωβρίου 2002, η Επιτροπή θεώρησε ότι η εν λόγω αιτιολογημένη γνώμη έπρεπε, στο στάδιο αυτό, να θεωρηθεί ότι δεν παράγει αποτελέσματα.

11     Θεωρώντας ωστόσο ότι η απάντηση αυτή δεν ήταν ικανοποιητική, η Επιτροπή απέστειλε στην Ιταλική Δημοκρατία συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη, με επιστολή της 11ης Ιουλίου 2003, καλώντας το κράτος μέλος αυτό να απαντήσει στη γνώμη αυτή εντός νέας προθεσμίας δύο μηνών από της παραλαβής της.

12     Η Ιταλική Κυβέρνηση, αφού ζήτησε παράταση κατά δύο μήνες της εν λόγω προθεσμίας, απάντησε στις παρατηρήσεις που διατύπωσε η Επιτροπή σχετικά με την εθνική νομοθεσία με σημειώματα της Μόνιμης Αντιπροσωπείας της 12ης Νοεμβρίου και της 19ης Δεκεμβρίου 2003.

13     Προκειμένου να διευκρινίσει τα συμπεράσματά της όσον αφορά την προσαπτόμενη παράβαση, ιδίως υπό το πρίσμα των προτάσεων της γενικής εισαγγελέα Kokott στην υπόθεση Niselli (απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2004, C‑457/02, Συλλογή 2004, σ. I‑10853), που διατυπώθηκαν στις 10 Ιουνίου 2004, η Επιτροπή εξέδωσε δεύτερη συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη με επιστολή της 9ης Ιουλίου 2004, καλώντας εκ νέου την Ιταλική Δημοκρατία να απαντήσει στην τελευταία αυτή γνώμη εντός προθεσμίας δύο μηνών από της παραλαβής της.

14     Οι ιταλικές αρχές απάντησαν στην τελευταία αυτή αιτιολογημένη γνώμη με σημείωμα της 29ης Σεπτεμβρίου 2004.

15     Η Επιτροπή, θεωρώντας ότι η κατάσταση εξακολουθούσε να μην είναι ικανοποιητική, αποφάσισε να ασκήσει την υπό κρίση προσφυγή.

 Επί της προσφυγής

 Επιχειρήματα των διαδίκων

16     Με τα δύο σκέλη της αιτιάσεώς της, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο a, του νομοθετικού διατάγματος 22/97 την οποία δίδει ο Ιταλός νομοθέτης με τις παραγράφους 1 και 2 της επίδικης διατάξεως είναι αντίθετη προς το άρθρο 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας.

17     Πρώτον, οι περιεχόμενες στην παράγραφο 1, στοιχεία a και b, της επίδικης διατάξεως αναφορές, αντιστοίχως, στη «δραστηριότητα διαθέσεως ή αξιοποιήσεως» και στις «εργασίες διαθέσεως και αξιοποιήσεως», καθόσον συνοδεύονται από τη διευκρίνιση «σύμφωνα με τα παραρτήματα B και C του [νομοθετικού διατάγματος 22/97]», εισάγουν διάκριση μεταξύ, αφενός, των εργασιών διαθέσεως ή αξιοποιήσεως θεωρουμένων γενικώς και, αφετέρου, των εν λόγω εργασιών όπως προβλέπονται ρητώς στα παραρτήματα B και C του εν λόγω νομοθετικού διατάγματος. Έτσι, όλα τα υλικά, οι ουσίες ή τα αγαθά τα οποία αφορά το παράρτημα A του νομοθετικού διατάγματος 22/97 και τα οποία ο κάτοχος υποβάλλει, προορίζει, ή προτίθεται να προορίσει είτε για εργασίες διαθέσεως διαφορετικές από αυτές που απαριθμούνται στο παράρτημα B του νομοθετικού αυτού διατάγματος είτε για εργασίες αξιοποιήσεως διαφορετικές από αυτές που απαριθμούνται στο παράρτημα C αυτού αποκλείονται έτσι από τον χαρακτηρισμό του «αποβλήτου» και συνεπώς από την υπαγωγή τους στη νομοθεσία περί της διαχειρίσεως των αποβλήτων.

18     Κατά συνέπεια, η διάταξη αυτή έχει ως αποτέλεσμα ένα μη σύννομο περιορισμό του περιεχομένου της εννοίας του αποβλήτου και συνεπώς του πεδίου εφαρμογής της ιταλικής νομοθεσίας περί της διαχειρίσεως των αποβλήτων.

19     Η Επιτροπή υποστηρίζει, δεύτερον, όσον αφορά την παράγραφο 2 της επίδικης διατάξεως, ότι ο προβλεπόμενος στην παράγραφο αυτή αποκλεισμός των κριτηρίων ερμηνείας της εννοίας του αποβλήτου που καθορίζονται στην παράγραφο 1, στοιχεία b και c, της ίδιας διατάξεως, και συνεπώς του χαρακτηρισμού ως αποβλήτων ορισμένων υπολειμμάτων παραγωγής ή καταναλώσεως, υπό τις προϋποθέσεις των στοιχείων a και b της εν λόγω παραγράφου 2, ισοδυναμεί με την εκ μέρους του Ιταλού νομοθέτη σιωπηρή παραδοχή ότι, υπό τις προβλεπόμενες περιστάσεις, τα εν λόγω υπολείμματα παρουσιάζουν τα χαρακτηριστικά του αποβλήτου, αποκλειομένης όμως της εφαρμογής της νομοθεσίας περί των αποβλήτων αν συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις που αφορούν την επεξεργασία των υπολειμμάτων αυτών.

20     Κατά τη γνώμη της Επιτροπής όμως, δεν επιτρέπεται να αποκλείονται κατηγορηματικά από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας οι ουσίες ή τα αντικείμενα των οποίων ο κάτοχος έχει την πρόθεση ή την υποχρέωση να απορρίψει, έστω και αν μπορούν να επαναχρησιμοποιηθούν και επαναχρησιμοποιούνται σε κύκλο παραγωγής ή καταναλώσεως, ανεξάρτητα από το αν υπάρχει ή όχι ανάγκη προηγούμενης επεξεργασίας –υπό την προϋπόθεση και μόνον, στην πρώτη περίπτωση, ότι δεν υπόκεινται σε εργασίες αξιοποιήσεως όπως αυτές που μνημονεύονται ρητώς στο αντίστοιχο παράρτημα–, και δεν βλάπτουν το περιβάλλον σε περίπτωση απουσίας προηγούμενης επεξεργασίας.

21     Εν κατακλείδι, αντίθετα προς όσα υποστηρίζει η Ιταλική Δημοκρατία, η επίδικη διάταξη δεν περιορίζεται μόνο στο να παράσχει τα κριτήρια ερμηνείας βάσει των οποίων μπορεί να ελέγχεται αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που καθορίζουν την ύπαρξη ενός αποβλήτου, αλλά έχει περιοριστικό αποτέλεσμα όσον αφορά την έννοια του αποβλήτου και την εφαρμογή της, εξαιρώντας ιδίως ένα μεγάλο τμήμα των αξιοποιήσιμων αποβλήτων από την εφαρμογή των εθνικών διατάξεων περί μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας

22     Η Ιταλική Δημοκρατία φρονεί ότι ένα επαναχρησιμοποιούμενο υλικό δεν αποτελεί απόβλητο, ακόμη και όταν ο κάτοχός του σχεδιάζει να το μεταβιβάσει προορίζοντας το για άλλες διαδικασίες παραγωγής. Συγκεκριμένα, η νομολογία του Δικαστηρίου επεξέτεινε την εξαίρεση από την έννοια του αποβλήτου, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, και όσον αφορά τα πράγματι επαναχρησιμοποιούμενα, έστω και από τρίτους, υλικά.

23     Κατά το κράτος μέλος αυτό, η επίδικη διάταξη προσδιορίζει κριτήρια για τον έλεγχο του αν ο κάτοχος ενός υλικού το απέρριψε, έλαβε την απόφαση ή έχει την υποχρέωση να το απορρίψει. Τα κριτήρια αυτά, επεκτείνοντας τον έλεγχο σε μεταγενέστερο στάδιο, ήτοι στην πραγματική και αντικειμενική χρησιμοποίηση του οικείου υλικού, παρέχουν τη δυνατότητα τηρήσεως δύο προϋποθέσεων τις οποίες έθεσε η προπαρατεθείσα απόφαση Niselli, ήτοι της βεβαιότητας της επαναχρησιμοποιήσεως και της ενσωματώσεως των εγκαταλειφθέντων υλικών στην έννοια του αποβλήτου.

24     Το εν λόγω κράτος μέλος υποστηρίζει ότι η εγκατάλειψη αποτελεί έναν έμμεσο τρόπο να προοριστεί μια ουσία ή ένα αντικείμενο για μια εργασία διαθέσεως ή αξιοποιήσεως, οπότε το γεγονός της εγκαταλείψεως μιας ουσίας ή ενός αντικειμένου καλύπτεται στην πραγματικότητα από την παράγραφο 1, στοιχείο a, της επίδικης διατάξεως.

25     Κατά την Ιταλική Δημοκρατία, η παράγραφος 2 της επίδικης διατάξεως, σε συμφωνία με τις αρχές στις οποίες στηρίζεται η νομολογία του Δικαστηρίου, αποκλείει τον χαρακτηρισμό του αποβλήτου για τα βιομηχανικά υπολείμματα τα οποία, μολονότι δεν αποτελούν το αντικείμενο της κύριας παραγωγής, δεν μπορούν να θεωρηθούν απόβλητα, καθόσον επαναχρησιμοποιούνται ως έχουν, χωρίς καμία ενέργεια αποσκοπούσα στην «απόρριψή τους», δηλαδή χωρίς «προηγούμενες επεξεργασίες» ή μετά από προηγούμενη επεξεργασία μη συνιστώσα πλήρη αξιοποίηση, όπως είναι οι εργασίες διαλογής, επιλογής, χωρισμού, συμπίεσης ή κοσκινίσματος.

26     Με την επίδικη διάταξη, της οποίας πρέπει να γίνει σφαιρική ανάγνωση, ο Ιταλός νομοθέτης θέλησε να παράσχει θετικά κριτήρια ερμηνείας για να συμπεριληφθούν στα απόβλητα υλικά τα οποία ο κάτοχος απορρίπτει ή έχει την πρόθεση ή την υποχρέωση να απορρίψει. Είναι αναγκαίο, μέσω βεβαίων κριτηρίων ερμηνείας, να παρασχεθεί ένας θετικός κατάλογος των αποβλήτων και να μην προϋποτίθεται ότι τα πάντα είναι απόβλητα, εξαιρουμένων της ουσίας ή του αντικειμένου για τα οποία μπορεί να αποδειχθεί ότι ο κάτοχος δεν τα απορρίπτει ή δεν έχει την πρόθεση ή την υποχρέωση να τα απορρίψει.

27     Κατά την Ιταλική Δημοκρατία, η άποψη της Επιτροπής συνεπάγεται ότι κάθε διευκρίνιση σχετική με τον όρο «απορρίπτω» θα είχε ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα περιορισμό του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας, πράγμα που θα παρακώλυε την ευχέρεια που διαθέτουν τα κράτη μέλη να ορίζουν τον τρόπο εφαρμογής των οδηγιών.

28     Τέλος, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Ιταλική Δημοκρατία ανέφερε ότι, στην Ιταλία, η δραστηριότητα διαχειρίσεως των αποβλήτων ασκείται ενίοτε από πρόσωπα τα οποία ενεργούν «στα όρια της νομιμότητας», οπότε το κράτος μέλος αυτό προτίμησε να στηριχθεί στους παραγωγούς των αποβλήτων για να εξασφαλίσει τη διαχείρισή τους, αντί να αναθέτουν οι εν λόγω παραγωγοί τη διαχείριση αυτή σε τρίτους φορείς.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

29     Με το πρώτο σκέλος της αιτιάσεώς της, η Επιτροπή ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι η ερμηνεία την οποία επιβάλλει η παράγραφος 1 της επίδικης διατάξεως έχει ως αποτέλεσμα τον παράνομο περιορισμό της εννοίας του αποβλήτου όσον αφορά την εφαρμογή της ιταλικής σχετικής ρυθμίσεως, περιορίζοντας την έννοια αυτή στα υλικά που αποτελούν αντικείμενο των εργασιών διαθέσεως και αξιοποιήσεως που προβλέπονται στα παραρτήματα B και C του νομοθετικού διατάγματος 22/97 –που αντιστοιχούν αυτολεξεί, αντιστοίχως, στα παραρτήματα II A και II B της οδηγίας–, εξαιρουμένων των λοιπών εργασιών και διαθέσεως ή αξιοποιήσεως, που δεν απαριθμούνται στα εν λόγω παραρτήματα B και C.

30     Με το δεύτερο σκέλος της αιτιάσεως αυτής, η Επιτροπή υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η εξαίρεση που προβλέπεται στην παράγραφο 2 της επίδικης διατάξεως έχει επίσης ως αποτέλεσμα τον παράνομο περιορισμό της εν λόγω εννοίας του αποβλήτου, καθόσον η εξαίρεση αυτή αφορά τα υπολείμματα παραγωγής ή καταναλώσεως, όταν μπορούν να επαναχρησιμοποιηθούν ή επαναχρησιμοποιούνται στον ίδιο κύκλο παραγωγής ή καταναλώσεως, ή σε ανάλογο ή διαφορετικό κύκλο χωρίς να υποστούν προηγούμενη επεξεργασία και χωρίς να βλάπτουν το περιβάλλον, ή αφού έχουν υποστεί προηγούμενη επεξεργασία χωρίς ωστόσο να απαιτούν μια εργασία αξιοποιήσεως μεταξύ αυτών που απαριθμούνται στο παράρτημα C του νομοθετικού διατάγματος 22/97.

31     Λαμβανομένης υπόψη της θέσεως που έλαβε η Ιταλική Δημοκρατία, η οποία θεωρεί, κατ’ ουσίαν, ότι η επίδικη διάταξη πρέπει να αναγνωσθεί σφαιρικά και αποσκοπεί στην αποσαφήνιση του περιεχομένου της έννοιας του «αποβλήτου» όπως ορίζεται στο άρθρο 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας, πρέπει, προτού συνεξεταστούν τα δύο σκέλη της αιτιάσεως της Επιτροπής, να υπομνησθεί η νομολογία του Δικαστηρίου που αφορά την έννοια αυτή.

32     Συναφώς, το άρθρο 1, στοιχείο α΄, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας ορίζει το απόβλητο ως «κάθε ουσία ή αντικείμενο που εμπίπτει στις κατηγορίες του παραρτήματος I [της οδηγίας αυτής], το οποίο ο κάτοχος του απορρίπτει ή προτίθεται […] να απορρίψει». Το εν λόγω παράρτημα διευκρινίζει και συγκεκριμενοποιεί τον ορισμό αυτό προτείνοντας έναν κατάλογο ουσιών και αντικειμένων δυναμένων να χαρακτηρισθούν ως απόβλητα. Ο κατάλογος αυτός έχει ωστόσο ενδεικτικό μόνον χαρακτήρα, καθόσον ο χαρακτηρισμός μιας ουσίας ή ενός αντικειμένου ως αποβλήτου προκύπτει κυρίως από τη συμπεριφορά του κατόχου του και από τη σημασία της λέξεως «απορρίπτω» (βλ., κατά αυτή την έννοια, αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 1997, C‑129/96, Inter-Environnement Wallonie, Συλλογή 1997, σ. I‑7411, σκέψη 26· της 7ης Σεπτεμβρίου 2004, C‑1/03, Van de Walle κ.λπ., Συλλογή 2004, σ. I‑7613, σκέψη 42, καθώς και της 10ης Μαΐου 2007, C‑252/05, Thames Water Utilities, Συλλογή 2007, σ. I-3883, σκέψη 24).

33     Η εν λόγω λέξη «απορρίπτω» πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα όχι μόνον του ουσιώδους σκοπού της οδηγίας, ο οποίος, σύμφωνα με την τρίτη αιτιολογική της σκέψη, συνίσταται στην «προστασία της υγείας του ανθρώπου και του περιβάλλοντος από τις επιβλαβείς επιδράσεις που προκαλούνται από τη συγκέντρωση, τη μεταφορά, την επεξεργασία, την εναποθήκευση και την απόθεση των αποβλήτων», αλλά και του άρθρου 174, παράγραφος 2, ΕΚ. Το άρθρο αυτό ορίζει ότι «η πολιτική της Κοινότητας στον τομέα του περιβάλλοντος αποβλέπει σε υψηλό επίπεδο προστασίας και λαμβάνει υπόψη την ποικιλομορφία των καταστάσεων στις διάφορες περιοχές της Κοινότητας. Στηρίζεται στις αρχές της προφύλαξης και της προληπτικής δράσης […]». Επομένως, η λέξη «απορρίπτω» και συνεπώς η έννοια του «αποβλήτου» κατά το άρθρο 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας δεν μπορούν να ερμηνεύονται στενά (βλ. υπό την έννοια αυτή, μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 15ης Ιουνίου 2000, C‑418/97 και C‑419/97, ARCO Chemie Nederland κ.λπ., Συλλογή 2000, σ. I‑4475, σκέψεις 36 έως 40, καθώς και Thames Water Utilities, προαναφερθείσα, σκέψη 27).

34     Ορισμένες περιστάσεις μπορεί να συνιστούν ενδείξεις της υπάρξεως ενεργείας, προθέσεως ή υποχρεώσεως «απορρίψεως» μιας ουσίας ή ενός αντικειμένου, κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας (απόφαση ARCO Chemie Nederland κ.λπ., προαναφερθείσα, σκέψη 83). Τούτο συμβαίνει ιδίως όταν η χρησιμοποιούμενη ουσία είναι υπόλειμμα παραγωγής, δηλαδή προϊόν του οποίου η παραγωγή δεν επιδιώχθηκε αυτή καθεαυτή (βλ., υπό την έννοια αυτή, προπαρατεθείσες αποφάσεις ARCO Chemie Nederland κ.λπ., σκέψη 84, καθώς και Niselli, σκέψη 43).

35     Περαιτέρω, η μέθοδος της επεξεργασίας ή ο τρόπος χρήσεως μιας ουσίας δεν είναι καθοριστικά για τον χαρακτηρισμό ή μη της ουσίας ως αποβλήτου (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις ARCO Chemie Nederland κ.λπ., σκέψη 64, και της 1ης Μαρτίου 2007, C‑176/05, KVZ retec, Συλλογή 2007, σ. I-1721, σκέψη 52).

36     Το Δικαστήριο έχει έτσι διευκρινίσει, αφενός, ότι η εφαρμογή μιας των εργασιών διαθέσεως ή αξιοποιήσεως που μνημονεύονται αντιστοίχως στα παραρτήματα II A ή II B της οδηγίας δεν παρέχει, από μόνη της, τη δυνατότητα χαρακτηρισμού ως αποβλήτου μιας ουσίας ή ενός αντικειμένου που αποτελούν αντικείμενο της εργασίας αυτής (βλ., υπό την έννοια αυτή, μεταξύ άλλων, απόφαση Niselli, σκέψεις 36 και 37) και, αφετέρου, ότι η έννοια του αποβλήτου δεν αποκλείει τις ουσίες και τα αντικείμενα που μπορούν, από οικονομική άποψη, να επαναχρησιμοποιηθούν (βλ., υπό την έννοια αυτή, μεταξύ άλλων, απόφαση της 25ης Ιουνίου 1997, C‑304/94, C‑330/94, C‑342/94 και C‑224/95, Tombesi κ.λπ., Συλλογή 1997, σ. I‑3561, σκέψεις 47 και 48). Το σύστημα παρακολουθήσεως και διαχειρίσεως που θέσπισε η οδηγία σκοπεί συγκεκριμένα να καλύψει κάθε αντικείμενο και ουσία που ο κύριος τους απορρίπτει, έστω και αν έχουν εμπορική αξία και συλλέγονται για εμπορικούς σκοπούς προς ανακύκλωση, ανάκτηση ή επαναχρησιμοποίηση (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 18ης Απριλίου 2002, C‑9/00, Palin Granit και Vehmassalon kansanterveystyön kuntayhtymän hallitus, Συλλογή 2002, σ. I-3533, στο εξής: απόφαση Palin Granit, σκέψη 29).

37     Ωστόσο, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει επίσης ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, ένα αγαθό, ένα υλικό ή μια πρώτη ύλη που προκύπτουν από διαδικασία εξορύξεως ή παραγωγής που δεν αποσκοπεί κυρίως στην παραγωγή τους μπορούν να συνιστούν όχι υπόλειμμα, αλλά υποπροϊόν το οποίο ο κάτοχος δεν επιθυμεί να «απορρίψει», κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας, αλλά το οποίο προτίθεται να εκμεταλλευθεί ή να εμπορευθεί –ενδεχομένως ακόμη και για τις ανάγκες επιχειρηματιών διαφορετικών από αυτόν που το παρήγαγε– υπό ευνοϊκές γι’ αυτόν συνθήκες, στο πλαίσιο μεταγενέστερης διαδικασίας, υπό την προϋπόθεση ότι η επαναχρησιμοποίηση αυτή είναι βεβαία, δεν απαιτεί προηγούμενη επεξεργασία και εντάσσεται στο συνεχές της διαδικασίας παραγωγής ή χρησιμοποιήσεως (βλ., υπό την έννοια αυτή, προπαρατεθείσες αποφάσεις Palin Granit, προαναφερθείσα, σκέψεις 34 έως 36· της 11ης Σεπτεμβρίου 2003, C‑114/01, AvestaPolarit Chrome, Συλλογή 2003, σ. I‑8725, σκέψεις 33 έως 38· Niselli, σκέψη 47, καθώς και της 8ης Σεπτεμβρίου 2005, C‑416/02, Επιτροπή κατά Ισπανίας, Συλλογή 2005, σ. I‑7487, σκέψεις 87 και 90, και Επιτροπή κατά Ισπανίας, C‑121/03, Συλλογή 2005, σ. I‑7569, σκέψεις 58 και 61).

38     Επομένως, πέραν του κριτηρίου που αντλείται από τη φύση μιας ουσίας ως υπολείμματος παραγωγής, ο βαθμός της πιθανότητας επαναχρησιμοποιήσεως της ουσίας αυτής χωρίς εργασία προηγούμενης επεξεργασίας συνιστά κατάλληλο κριτήριο για να εκτιμηθεί αν η εν λόγω ουσία αποτελεί ή όχι απόβλητο κατά την έννοια της οδηγίας. Αν, πέραν της απλής δυνατότητας επαναχρησιμοποιήσεως της οικείας ουσίας, ο κάτοχος έχει οικονομικό όφελος να το πράξει, η πιθανότητα επαναχρησιμοποιήσεως αυτής είναι μεγάλη. Σε μια τέτοια περίπτωση, η οικεία ουσία δεν μπορεί πλέον να θεωρείται βάρος το οποίο ο κάτοχος επιθυμεί να «απορρίψει», αλλά γνήσιο προϊόν (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις Palin Granit, σκέψη 37, και Niselli, σκέψη 46).

39     Ωστόσο, αν για την επαναχρησιμοποίηση αυτή απαιτούνται εργασίες εναποθήκευσης που μπορούν να είναι μακρόχρονες και συνεπώς να συνιστούν βάρος για τον κάτοχο, καθώς και δυνητικά πηγή δυσμενών συνεπειών για το περιβάλλον τις οποίες η οδηγία επιδιώκει ακριβώς να περιορίσει, η επαναχρησιμοποίηση δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί βεβαία και δεν είναι ενδεχόμενη παρά μόνο μακροπρόθεσμα, οπότε η οικεία ουσία πρέπει να θεωρηθεί, καταρχήν, απόβλητο (βλ., υπό την έννοια αυτή, προπαρατεθείσες αποφάσεις Palin Granit, σκέψη 38, και AvestaPolarit Chrome, σκέψη 39).

40     Συνεπώς, η πραγματική ύπαρξη «αποβλήτου» κατά την έννοια της οδηγίας πρέπει να εξακριβώνεται με βάση το σύνολο των περιστάσεων, πρέπει δε να λαμβάνεται υπόψη ο σκοπός της οδηγίας αυτής και να υπάρχει μέριμνα ώστε να μη θίγεται η αποτελεσματικότητά της (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις ARCO Chemie Nederland κ.λπ., σκέψη 88, και KVZ retec, σκέψη 63, καθώς και διάταξη της 15ης Ιανουαρίου 2004, C‑235/02, Saetti και Frediani, Συλλογή 2004, σ. I‑1005, σκέψη 40).

41     Δεδομένου ότι κανένα καθοριστικό κριτήριο δεν προτείνεται από την οδηγία για τη διευκρίνιση της βουλήσεως του κατόχου να απορρίψει μια συγκεκριμένη ουσία ή ένα αντικείμενο, τα κράτη μέλη, ελλείψει κοινοτικών διατάξεων, είναι ελεύθερα να επιλέγουν τον τρόπο αποδείξεως των διαφόρων στοιχείων που ορίζονται στις οδηγίες που μεταφέρουν στο εσωτερικό τους δίκαιο, εφόσον τούτο δεν θίγει την αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις ARCO Chemie Nederland κ.λπ., σκέψη 41, καθώς και Niselli, σκέψη 34). Έτσι, τα κράτη μέλη μπορούν, επί παραδείγματι, να ορίζουν διάφορες κατηγορίες αποβλήτων, προκειμένου ιδίως να διευκολύνουν την οργάνωση και τον έλεγχο της διαχειρίσεώς τους, εφόσον εκπληρούνται οι υποχρεώσεις που απορρέουν από την οδηγία ή από άλλες διατάξεις του κοινοτικού δικαίου και αφορούν τα απόβλητα αυτά και εφόσον ο αποκλεισμός ενδεχομένων κατηγοριών από το πεδίο εφαρμογής των νομοθετημάτων περί μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο των υποχρεώσεων που απορρέουν από την οδηγία πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2004, C‑62/03, Επιτροπή κατά του Ηνωμένου Βασιλείου, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 12).

42     Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται, αφενός, ότι, δυνάμει της παραγράφου 1 της επίδικης διατάξεως, θεωρείται εκδήλωση της πράξεως, της προθέσεως ή της υποχρεώσεως «απορρίψεως» μιας ουσίας ή ενός αντικειμένου, κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο α΄, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας, το γεγονός και μόνον ότι η ουσία αυτή ή το αντικείμενο αυτό προορίζονται, άμεσα ή έμμεσα, για εργασίες διαθέσεως ή αξιοποιήσεως όπως αυτές που μνημονεύονται στα παραρτήματα B και C του νομοθετικού διατάγματος 22/97 και, αφετέρου, ότι τα εν λόγω παραρτήματα B και C αντιστοιχούν αυτολεξεί στα παραρτήματα II A και II B της οδηγίας.

43     Όπως όμως υπενθυμίστηκε στη σκέψη 36 της παρούσας αποφάσεως, η εφαρμογή μιας των εργασιών διαθέσεως ή αξιοποιήσεως που μνημονεύονται στα παραρτήματα, αντιστοίχως, II A ή II B της οδηγίας δεν παρέχει, από μόνη της, τη δυνατότητα χαρακτηρισμού ως αποβλήτου μιας ουσίας ή ενός αντικειμένου που αποτελεί αντικείμενο της εργασίας αυτής.

44     Συγκεκριμένα, αφενός, ορίζοντας την ενέργεια απόρριψης μιας ουσίας ή ενός αντικειμένου αποκλειστικά βάσει της εφαρμογής μιας από τις εργασίες διαθέσεως ή αξιοποιήσεως που μνημονεύονται στα παραρτήματα B ή C του νομοθετικού διατάγματος 22/97, η ερμηνεία την οποία επιβάλλει η παράγραφος 1 της επίδικης διατάξεως εξαρτά τον χαρακτηρισμό ως αποβλήτου μιας ουσίας ή ενός αντικείμενου από μια εργασία η οποία δεν μπορεί η ίδια να χαρακτηρισθεί εργασία διαθέσεως ή αξιοποιήσεως παρά μόνον αν αφορά απόβλητο, οπότε η ερμηνεία αυτή, στην πραγματικότητα, ουδόλως αποσαφηνίζει την έννοια του αποβλήτου. Έτσι, αν ακολουθηθεί η επίμαχη ερμηνεία, κάθε ουσία ή αντικείμενο που αποτελεί αντικείμενο ενός από τα είδη εργασιών που μνημονεύονται στα παραρτήματα II A και II B της οδηγίας πρέπει να χαρακτηρίζεται ως απόβλητο, οπότε η ερμηνεία αυτή θα οδηγήσει στον χαρακτηρισμό ως αποβλήτων των ουσιών και των αντικειμένων που δεν αποτελούν απόβλητα κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Niselli, προαναφερθείσα, σκέψεις 36 και 37).

45     Αφετέρου, η ερμηνεία που εκτέθηκε στη σκέψη 42 της παρούσας αποφάσεως συνεπάγεται ότι μια ουσία ή ένα αντικείμενο τα οποία απορρίπτει ο κάτοχος κατά τρόπο διαφορετικό από αυτούς που μνημονεύονται στα παραρτήματα II A και II B της οδηγίας δεν συνιστούν απόβλητα, οπότε η εν λόγω ερμηνεία περιορίζει επίσης την έννοια του αποβλήτου όπως αυτή προκύπτει από το άρθρο 1, στοιχείο α΄, της εν λόγω οδηγίας. Έτσι, σύμφωνα με την ερμηνεία αυτή, μια ουσία ή ένα αντικείμενο μη υποκείμενα σε υποχρέωση διαθέσεως ή αξιοποιήσεως, τα οποία ο κάτοχός τους απορρίπτει δι’ απλής εγκαταλείψεως χωρίς να τα υποβάλει σε μια τέτοια διαδικασία, δεν θα χαρακτηρίζονταν ως απόβλητα, μολονότι συνιστούν απόβλητα κατά την έννοια της οδηγίας (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Niselli, προαναφερθείσα, σκέψη 38).

46     Συναφώς, το εκτιθέμενο στη σκέψη 24 της παρούσας αποφάσεως επιχείρημα της Ιταλικής Δημοκρατίας ότι η εγκατάλειψη μιας ουσίας ή ενός αντικειμένου καλύπτεται στην πραγματικότητα από την παράγραφο 1, στοιχείο a, της επίδικης διατάξεως δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Συγκεκριμένα, ακόμη και αν η ερμηνεία αυτή του εν λόγω στοιχείου a επικρατεί στο εθνικό δίκαιο, η επίδικη διάταξη, λόγω του ότι της λείπουν συναφώς η σαφήνεια και η ακρίβεια, δεν μπορεί να εξασφαλίσει την πλήρη εφαρμογή της οδηγίας.

47     Ομοίως δεν αμφισβητείται ότι, σύμφωνα με τη διευκρίνιση που περιέχεται στην παράγραφο 2 της επίδικης διατάξεως, αρκεί, προκειμένου ένα υπόλειμμα παραγωγής ή καταναλώσεως να μη χαρακτηρισθεί ως απόβλητο, να επαναχρησιμοποιείται ή να μπορεί να επαναχρησιμοποιηθεί σε κάθε κύκλο παραγωγής ή καταναλώσεως, είτε χωρίς καμία προηγούμενη επεξεργασία και χωρίς να βλάπτεται το περιβάλλον, είτε αφού υποστεί προηγούμενη επεξεργασία όταν πρόκειται για μία από τις εργασίες αξιοποιήσεως που απαριθμούνται στο παράρτημα C του νομοθετικού διατάγματος 22/97, που αντιστοιχεί αυτολεξεί στο παράρτημα II B της οδηγίας.

48     Τα προβλεπόμενα στην ως άνω παράγραφος 2 όμως δεν συνάδουν με τις απαιτήσεις της νομολογίας που υπενθυμίστηκε στις σκέψεις 33 έως 39 της παρούσας αποφάσεως. Συγκεκριμένα, η παράγραφος αυτή έχει ως αποτέλεσμα να μην χαρακτηρίζονται ως απόβλητα υπολείμματα παραγωγής ή καταναλώσεως που ανταποκρίνονται ωστόσο στον ορισμό της εννοίας του «αποβλήτου» που περιέχεται στο άρθρο 1, στοιχείο α΄, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 75/442.

49     Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 34 έως 36 της παρούσας αποφάσεως, το γεγονός ότι μια ουσία αποτελεί υπόλειμμα παραγωγής ή καταναλώσεως συνιστά ένδειξη περί του ότι πρόκειται για απόβλητο και το γεγονός και μόνον ότι μια ουσία προορίζεται να επαναχρησιμοποιηθεί ή μπορεί να επαναχρησιμοποιηθεί δεν μπορεί να είναι καθοριστικό για τον χαρακτηρισμό της ή όχι ως αποβλήτου.

50     Περαιτέρω, η επιχειρηματολογία της Ιταλικής Δημοκρατίας που εκτέθηκε στη σκέψη 25 της παρούσας αποφάσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Συγκεκριμένα, λαμβανομένων υπόψη, αφενός, της υπομνησθείσας στη σκέψη 33 της παρούσας αποφάσεως υποχρεώσεως ευρείας ερμηνείας της εννοίας του αποβλήτου και, αφετέρου, των απαιτήσεων της μνημονευθείσας στις σκέψεις 34 έως 39 της παρούσας αποφάσεως νομολογίας του Δικαστηρίου, ένα αγαθό, ένα υλικό ή μια πρώτη ύλη που προκύπτουν από διαδικασία παραγωγής η οποία δεν προορίζεται να τα παραγάγει δεν μπορούν να θεωρηθούν υποπροϊόντα τα οποία ο κάτοχος δεν επιθυμεί να απορρίψει, παρά μόνον αν η επαναχρησιμοποίησή τους, ακόμη και για τις ανάγκες επιχειρηματιών διαφορετικών από αυτόν που τα παρήγαγε, είναι όχι μόνον ενδεχόμενη, αλλά βεβαία, δεν απαιτεί προηγούμενη επεξεργασία και αποτελεί τμήμα συνεχούς διαδικασίας παραγωγής ή χρησιμοποιήσεως.

51     Τέλος, όσον αφορά τις παρατηρήσεις που διατύπωσε η Ιταλική Δημοκρατία κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση σχετικά με το γεγονός ότι πρόσωπα που παρουσιάζονται ως ενεργούντα «στα όρια της νομιμότητας» δραστηριοποιούνται στον τομέα της διαχειρίσεως των αποβλήτων, αρκεί να τονιστεί ότι η περίσταση αυτή, ακόμη και αν υποτεθεί αποδεδειγμένη, δεν μπορεί να δικαιολογήσει την εκ μέρους του κράτους μέλους αυτού μη εκπλήρωση των υποχρεώσεών του που απορρέουν από την οδηγία.

52     Κατόπιν των προεκτεθέντων, η προσφυγή της Επιτροπής πρέπει να γίνει δεκτή.

53     Επομένως πρέπει να αναγνωρισθεί ότι, έχοντας θεσπίσει και διατηρήσει σε ισχύ το άρθρο 14 του νομοθετικού διατάγματος 138, της 8ης Ιουλίου 2002, το οποίο κατέστη, κατόπιν τροποποιήσεως, ο νόμος 178, της 8ης Αυγούστου 2002, που εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής του νομοθετικού διατάγματος 22/97, αφενός, τις ουσίες, τα υλικά ή τα αγαθά που προορίζονται για τις εργασίες διαθέσεως ή αξιοποιήσεως που δεν μνημονεύονται ρητώς στα παραρτήματα B και C του εν λόγω διατάγματος και, αφετέρου, τις ουσίες ή τα υλικά που αποτελούν υπολείμματα παραγωγής και τα οποία ο κάτοχος έχει την πρόθεση ή την υποχρέωση να απορρίψει όταν μπορούν να επαναχρησιμοποιηθούν και επαναχρησιμοποιούνται σε ένα κύκλο παραγωγής ή κατανάλωσης, χωρίς να υποστούν προηγούμενη επεξεργασία και χωρίς να βλάπτουν το περιβάλλον ή αφού έχουν υποστεί προηγούμενη επεξεργασία όταν δεν πρόκειται για μία από τις εργασίες αξιοποιήσεως που απαριθμούνται στο παράρτημα C του ίδιου αυτού διατάγματος, η Ιταλική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας.

 Επί των δικαστικών εξόδων

54     Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Η Ιταλική Δημοκρατία πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, δεδομένου ότι ηττήθηκε και η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη της.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Έχοντας θεσπίσει και διατηρήσει σε ισχύ το άρθρο 14 του νομοθετικού διατάγματος 138 περί επειγόντων μέτρων στον τομέα της φορολογίας, της ιδιωτικοποιήσεως και της συγκρατήσεως των φαρμακευτικών δαπανών, καθώς και της οικονομικής στηρίξεως στις υποβαθμισμένες περιοχές, της 8ης Ιουλίου 2002, το οποίο κατέστη, κατόπιν τροποποιήσεως, ο νόμος 178, της 8ης Αυγούστου 2002, που εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής του νομοθετικού διατάγματος 22 περί εφαρμογής των οδηγιών 91/156/ΕΟΚ περί των στερεών αποβλήτων, 91/689/ΕΟΚ περί των επικινδύνων αποβλήτων και 94/62/ΕΚ για τις συσκευασίες και τα απορρίμματα συσκευασίας, της 5ης Φεβρουαρίου 1997, αφενός, τις ουσίες, τα υλικά ή τα αγαθά που προορίζονται για τις εργασίες διαθέσεως ή αξιοποιήσεως που δεν μνημονεύονται ρητώς στα παραρτήματα B και C του εν λόγω διατάγματος και, αφετέρου, τις ουσίες ή τα υλικά που αποτελούν υπολείμματα παραγωγής και τα οποία ο κάτοχος έχει την πρόθεση ή την υποχρέωση να απορρίψει όταν μπορούν να επαναχρησιμοποιηθούν και επαναχρησιμοποιούνται σε ένα κύκλο παραγωγής ή κατανάλωσης, χωρίς να υποστούν προηγούμενη επεξεργασία και χωρίς να βλάπτουν το περιβάλλον ή αφού έχουν υποστεί προηγούμενη επεξεργασία όταν δεν πρόκειται για μία από τις εργασίες αξιοποιήσεως που απαριθμούνται στο παράρτημα C του ίδιου αυτού διατάγματος, η Ιταλική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1975, περί των στερεών αποβλήτων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 91/156/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Μαρτίου 1991 και με την απόφαση 96/350/ΕΚ της Επιτροπής, της 24ης Μαΐου 1996.

2)      Καταδικάζει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.

Top