Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62004CJ0351

    Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 27ης Σεπτεμβρίου 2007.
    Ikea Wholesale Ltd κατά Commissioners of Customs & Excise.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: High Court of Justice (England & Wales), Chancery Division - Ηνωμένο Βασίλειο.
    Ντάμπινγκ - Εισαγωγές βαμβακερών πανικών κρεβατιού από την Αίγυπτο, την Ινδία και το Πακιστάν - Κανονισμός (ΕΚ) 2398/97 - Κανονισμός (ΕΚ) 1644/2001 - Κανονισμός (ΕΚ) 160/2002 - Κανονισμός (ΕΚ) 696/2002 - Συστάσεις και αποφάσεις του οργάνου επιλύσεως διαφορών του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) - Έννομα αποτελέσματα - Κανονισμός (ΕΚ) 1515/2001 - Αναδρομικότητα - Επιστροφή καταβληθέντων δασμών.
    Υπόθεση C-351/04.

    Συλλογή της Νομολογίας 2007 I-07723

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2007:547

    Υπόθεση C-351/04

    Ikea Wholesale Ltd

    κατά

    Commissioners of Customs & Excise

    (αίτηση του High Court of Justice (England & Wales), Chancery Division,

    για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

    «Ντάμπινγκ — Εισαγωγές βαμβακερών πανικών κρεβατιού από την Αίγυπτο, την Ινδία και το Πακιστάν — Κανονισμός (ΕΚ) 2398/97 — Κανονισμός (ΕΚ) 1644/2001 — Κανονισμός (ΕΚ) 160/2002 — Κανονισμός (ΕΚ) 696/2002 — Συστάσεις και αποφάσεις του οργάνου επιλύσεως διαφορών του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) — Έννομα αποτελέσματα — Κανονισμός (ΕΚ) 1515/2001 — Αναδρομικότητα — Επιστροφή καταβληθέντων δασμών»

    Περίληψη της αποφάσεως

    1.        Προδικαστικά ερωτήματα — Εκτίμηση του κύρους — Δεν είναι δυνατή η επίκληση των συμφωνιών ΠΟΕ προς αμφισβήτηση της νομιμότητας κοινοτικής πράξεως

    2.        Κοινή εμπορική πολιτική — Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ — Περιθώριο ντάμπινγκ

    (Κανονισμός 384/96 του Συμβουλίου, άρθρα 1 § 2, 2 §§ 1 και 6, στοιχείο α΄)

    3.        Κοινή εμπορική πολιτική — Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ — Περιθώριο ντάμπινγκ

    (Κανονισμοί του Συμβουλίου 384/96, άρθρα 2 §§ 10 και 11, και 2398/97)

    4.        Κοινή εμπορική πολιτική — Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ — Ζημία

    (Κανονισμός 384/96 του Συμβουλίου, άρθρο 3 § 5)

    5.        Προδικαστικά ερωτήματα — Εκτίμηση του κύρους — Αναγνώριση της ακυρότητας κοινοτικού κανονισμού περί επιβολής οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ — Αποτελέσματα

    (Κανονισμός 2913/92 του Συμβουλίου, άρθρο 236 § 1)

    1.        Οι συμφωνίες που έχουν συναφθεί στο πλαίσιο του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), λόγω της φύσεως και της οικονομίας τους, δεν περιλαμβάνονται, καταρχήν, στους κανόνες βάσει των οποίων το Δικαστήριο ελέγχει τη νομιμότητα των πράξεων των κοινοτικών οργάνων. Μόνο στην περίπτωση που η Κοινότητα θέλησε να εκπληρώσει ειδική υποχρέωση που έχει αναλάβει στο πλαίσιο του ΠΟΕ ή στην περίπτωση που η κοινοτική πράξη ρητώς παραπέμπει σε συγκεκριμένες διατάξεις των συμφωνιών ΠΟΕ απόκειται στο Δικαστήριο να ελέγξει τη νομιμότητα της σχετικής κοινοτικής πράξεως με γνώμονα τους κανόνες του ΠΟΕ.

    (βλ. σκέψεις 29-30)

    2.        Σχετικά με την επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ, το Συμβούλιο δεν υποπίπτει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, στο πλαίσιο του προσδιορισμού της «κατασκευασμένης» κανονικής αξίας ενός προϊόντος, κρίνοντας ότι, κατά τον προσδιορισμό των ποσών που αντιστοιχούν στα έξοδα πώλησης, στα διοικητικά έξοδα και στα λοιπά γενικά έξοδα, καθώς και στα κέρδη, το άρθρο 2, παράγραφος 6, στοιχείο α΄, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 384/96 δεν αποκλείει, αφενός, το να λαμβάνονται υπόψη τα στοιχεία που αφορούν μία μόνον επιχείρηση από αυτές που αποτελούν αντικείμενο της έρευνας, η οποία πραγματοποιεί αντιπροσωπευτικές πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος στην εγχώρια αγορά του κράτους καταγωγής κατά το χρονικό διάστημα της έρευνας, και, αφετέρου, το να μη λαμβάνονται υπόψη, κατά τον προσδιορισμό του περιθωρίου κέρδους, οι πωλήσεις άλλων εξαγωγέων ή παραγωγών, οι οποίες δεν πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια συνήθων εμπορικών πράξεων, σύμφωνα με την αρχή που θέτουν με τα άρθρα 1, παράγραφος 2, και 2, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, κατά την οποία η κανονική αξία πρέπει, καταρχήν, να στηρίζεται σε στοιχεία πωλήσεων που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια συνήθων εμπορικών πράξεων.

    (βλ. σκέψεις 46-48)

    3.        Δεδομένου ότι το περιθώριο ντάμπινγκ προσδιορίζεται με σύγκριση, κατά δίκαιο τρόπο, της κανονικής αξίας του ομοειδούς προϊόντος με την ισχύουσα τιμή εξαγωγής προς την Κοινότητα, το Συμβούλιο υποπίπτει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, εφαρμόζοντας, κατά τον καθορισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ για το ερευνώμενο προϊόν, τη μέθοδο του «μηδενισμού» των αρνητικών περιθωρίων ντάμπινγκ, κατά το μέτρο που η μέθοδος αυτή, στην οποία το άρθρο 2, παράγραφος 11, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 384/96 δεν κάνει άλλωστε καμία μνεία, καταλήγει σε τροποποίηση των τιμών των εξαγωγών και, επομένως, σε συγκρίσεις που δεν αντικατοπτρίζουν πλήρως όλες τις συγκρίσιμες τιμές εξαγωγής. Επομένως, το άρθρο 1 του κανονισμού 2398/97, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές βαμβακερών πανικών κρεβατιού, καταγωγής Αιγύπτου, Ινδίας και Πακιστάν, είναι άκυρο κατά το μέτρο που το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως εφάρμοσε, κατά τον προσδιορισμό του συνολικού περιθωρίου ντάμπινγκ για το προϊόν που αποτέλεσε αντικείμενο της έρευνας βάσει της οποίας εκδόθηκε ο εν λόγω κανονισμός, τη μέθοδο του «μηδενισμού» των αρνητικών περιθωρίων ντάμπινγκ για καθένα από τα ερευνώμενα προϊόντα.

    (βλ. σκέψεις 55-57, διατακτ. 1)

    4.        Το άρθρο 3, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 384/96, όπου απαριθμούνται οι παράγοντες που ασκούν επιρροή στην κατάσταση της κοινοτικής βιομηχανίας, παρέχει στις κοινοτικές αρχές διακριτική ευχέρεια κατά την εξέταση και την αξιολόγηση των διαφόρων δεικτών που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τον προσδιορισμό της υπάρξεως ζημίας.

    Ειδικότερα, η διάταξη αυτή επιβάλλει μόνο να εξετάζονται οι συναφείς οικονομικοί παράγοντες και δείκτες οι οποίοι έχουν σημασία για την κατάσταση της κοινοτικής βιομηχανίας και τους οποίους απαριθμεί ενδεικτικά. Συνεπώς, τα κοινοτικά όργανα, αξιολογώντας, στο πλαίσιο της εξετάσεως των επιπτώσεων των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ στην κατάσταση της κοινοτικής βιομηχανίας, μόνον τους παράγοντες που ασκούν συναφώς επιρροή στη συγκεκριμένη κατάσταση, δεν υπερβαίνουν το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτουν στο πλαίσιο της αξιολογήσεως πολύπλοκων οικονομικών καταστάσεων.

    (βλ. σκέψεις 61-63)

    5.        Εισαγωγέας ο οποίος άσκησε ενώπιον εθνικού δικαστηρίου προσφυγή κατά αποφάσεως με την οποία του ζητείται η καταβολή δασμών αντιντάμπινγκ κατ’ εφαρμογή κοινοτικού κανονισμού περί επιβολής οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ επί εισαγωγών που κηρύχθηκε άκυρος με απόφαση κοινοτικού δικαστή επί σχετικής με την εκτίμηση του κύρους αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δύναται, καταρχήν, να προβάλει την ακυρότητα αυτή στο πλαίσιο της κύριας δίκης, προκειμένου να επιτύχει την επιστροφή των δασμών αυτών σύμφωνα με το άρθρο 236, παράγραφος 1, του κανονισμού 2913/92, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα. Απόκειται, συναφώς, στο αιτούν δικαστήριο να εξετάσει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις της επιστροφής των δασμών.

    (βλ. σκέψεις 67, 69, διατακτ. 2)







    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

    της 27ης Σεπτεμβρίου 2007 (*)

    «Ντάμπινγκ – Εισαγωγές βαμβακερών πανικών κρεβατιού από την Αίγυπτο, την Ινδία και το Πακιστάν – Κανονισμός (ΕΚ) 2398/97 – Κανονισμός (ΕΚ) 1644/2001 – Κανονισμός (ΕΚ) 160/2002 – Κανονισμός (ΕΚ) 696/2002 – Συστάσεις και αποφάσεις του οργάνου επιλύσεως διαφορών του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) – Έννομα αποτελέσματα – Κανονισμός (ΕΚ) 1515/2001 – Αναδρομικότητα – Επιστροφή καταβληθέντων δασμών»

    Στην υπόθεση C‑351/04,

    με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το High Court of Justice (England & Wales), Chancery Division (Ηνωμένο Βασίλειο) με απόφαση της 22ας Ιουλίου 2004, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 16 Αυγούστου 2004, στο πλαίσιο της διαδικασίας

    Ikea Wholesale Ltd

    κατά

    Commissioners of Customs & Excise,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

    συγκείμενο από τους C. W. A. Timmermans, πρόεδρο τμήματος, P. Kūris, R. Silva de Lapuerta, J. Makarczyk και Γ. Αρέστη (εισηγητή), δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: P. Léger

    γραμματέας: K. Sztranc-Sławiczek, υπάλληλος διοικήσεως,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 27ης Οκτωβρίου 2005,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    –        η Ikea Wholesale Ltd, εκπροσωπούμενη από τους B. Servais και Y. Melin, avocats,

    –        η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τον M. Bethell, επικουρούμενο από τον R. Thompson, QC,

    –        το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εκπροσωπούμενο από τον J.-P. Hix, επικουρούμενο από τον G. Berrisch, Rechtsanwalt,

    –        η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τις E. Righini και K. Talaber-Ricz, καθώς και τον C. Brown,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 6ης Απριλίου 2006,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1        Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά, αφενός, το κύρος του κανονισμού (ΕΚ) 2398/97 του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 1997, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές βαμβακερών πανικών κρεβατιού, καταγωγής Αιγύπτου, Ινδίας και Πακιστάν (ΕΕ L 332, σ. 1), και, αφετέρου, τη συμβατότητα με το κοινοτικό δίκαιο του κανονισμού (ΕΚ) 1644/2001 του Συμβουλίου, της 7ης Αυγούστου 2001, για την τροποποίηση του κανονισμού (EΚ) 2398/97 περί επιβολής οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές βαμβακερών πανικών κρεβατιού καταγωγής Αιγύπτου, Ινδίας και Πακιστάν και για την αναστολή της εφαρμογής του όσον αφορά τις εισαγωγές καταγωγής Ινδίας (ΕΕ L 219, σ. 1), του κανονισμού (EΚ) 160/2002 του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2002, για την τροποποίηση του κανονισμού 2398/97 και για την περάτωση της διαδικασίας όσον αφορά τις εισαγωγές καταγωγής Πακιστάν (ΕΕ L 26, σ. 1), καθώς και του κανονισμού (ΕΚ) 696/2002 του Συμβουλίου, της 22ας Απριλίου 2002, για την επιβεβαίωση του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε στις εισαγωγές βαμβακερών πανικών κρεβατιού καταγωγής Ινδίας με τον κανονισμό 2398/97, όπως τροποποιήθηκε και ανεστάλη με τον κανονισμό 1644/2001 (ΕΕ L 109, σ. 3) (στο εξής, από κοινού: μεταγενέστεροι κανονισμοί).

    2        Η αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς που ανέκυψε κατόπιν της αρνήσεως των Commissioners of Customs & Excise (στο εξής: Commissioners) να επιστρέψουν τους δασμούς αντιντάμπινγκ που είχε καταβάλει η Ikea Wholesale Ltd (στο εξής: Ikea) κατά την εισαγωγή βαμβακερών πανικών κρεβατιού από το Πακιστάν και την Ινδία.

     Το νομικό πλαίσιο

    3        Η εφαρμογή μέτρων αντιντάμπινγκ από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα διέπεται από τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ L 56 σ. 1, στο εξής: βασικός κανονισμός).

    4        Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού διευκρινίζει ότι δασμός αντιντάμπινγκ είναι δυνατό να επιβάλλεται σε κάθε προϊόν που αποτελεί αντικείμενο ντάμπινγκ, όταν η θέση του σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός της Κοινότητας προκαλεί ζημία.

    5        Το άρθρο 2, παράγραφοι 6 και 11, του βασικού κανονισμού ορίζει:

    «6.      Τα ποσά που αντιστοιχούν στα έξοδα πώλησης, στα γενικά και διοικητικά έξοδα και στα κέρδη υπολογίζονται με βάση πραγματικά στοιχεία για την παραγωγή και τις πωλήσεις, κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις, του ομοειδούς προϊόντος, που έχει πραγματοποιήσει ο εξαγωγέας ή ο παραγωγός τον οποίο αφορά η έρευνα. Όταν τα παραπάνω ποσά δεν είναι δυνατό να υπολογισθούν με αυτή τη βάση, επιτρέπεται ο υπολογισμός τους με βάση:

    α)      τα πραγματικά ποσά που εφαρμόζονται από τον εκάστοτε εξαγωγέα ή παραγωγό στην παραγωγή και τις πωλήσεις, κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις, της ίδιας γενικής κατηγορίας προϊόντων στην εγχώρια αγορά της χώρας καταγωγής,

    [...]

    11.      Με την επιφύλαξη των συναφών διατάξεων που διέπουν το θέμα της δίκαιης σύγκρισης, η ύπαρξη περιθωρίων ντάμπινγκ κατά την περίοδο έρευνας προσδιορίζεται κατά κανόνα με βάση τη σύγκριση μιας μέσης σταθμισμένης κανονικής αξίας με το σταθμισμένο μέσο όρο των τιμών όλων των συναλλαγών με αντικείμενο εξαγωγές στην Κοινότητα ή με βάση τη σύγκριση επιμέρους κανονικών αξιών και επιμέρους τιμών εξαγωγής στην Κοινότητα για κάθε συναλλαγή ξεχωριστά [στο εξής: συμμετρική μέθοδος]. Παρόλα αυτά, όταν για τον καθορισμό της κανονικής αξίας έχει ληφθεί ως βάση ο σταθμισμένος μέσος όρος, η κανονική αυτή αξία είναι δυνατό να συγκρίνεται με τις τιμές όλων των επιμέρους συναλλαγών με αντικείμενο εξαγωγές στην Κοινότητα, υπό την προϋπόθεση ότι εφαρμόζονται συστηματικά τιμές εξαγωγής οι οποίες διαφέρουν σημαντικά ανάλογα με τον αγοραστή, την περιοχή ή τη χρονική περίοδο, ενώ η εφαρμογή των μεθόδων που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου δεν θα οδηγούσε στη διαπίστωση των εφαρμοζόμενων πρακτικών ντάμπινγκ σε όλη τους την έκταση [στο εξής: ασύμμετρη μέθοδος]. Η παρούσα παράγραφος δεν αποκλείει τη χρήση δειγματοληψιών σύμφωνα με το άρθρο 17.»

    6        Το άρθρο 3, παράγραφος 5, του κανονισμού αυτού ορίζει:

    «Η εξέταση των επιπτώσεων των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ για την οικεία κοινοτική βιομηχανία περιλαμβάνει αξιολόγηση όλων των συναφών οικονομικών παραγόντων και των δεικτών που έχουν σημασία για την κατάσταση της κοινοτικής βιομηχανίας· σε αυτούς συμπεριλαμβάνονται: το γεγονός ότι η μια βιομηχανία εξακολουθεί να διέρχεται φάση ανάκτησης των δυνάμεών της μετά τις συνέπειες από παλαιότερες πρακτικές ντάμπινγκ ή επιδοτήσεις· το μέγεθος του πραγματικού περιθωρίου ντάμπινγκ, η πραγματική ή δυνητική μείωση των πωλήσεων, των κερδών, της παραγωγής, του μεριδίου αγοράς, της παραγωγικότητας, της αποδοτικότητας των επενδύσεων και της χρησιμοποίησης ικανότητας· παράγοντες επηρεάζοντες τις κοινοτικές τιμές· οι πραγματικές ή δυνητικές αρνητικές συνέπειες για τις ταμειακές ροές, τα αποθέματα, την απασχόληση, τους μισθούς, την ανάπτυξη, την ικανότητα άντλησης κεφαλαίων ή τις επενδύσεις. Η παραπάνω απαρίθμηση δεν είναι εξαντλητική και κανένας από τους ανωτέρω παράγοντες, ούτε περισσότεροι εξ αυτών από κοινού δεν έχουν κατ’ ανάγκη αποφασιστική σημασία.»

    7        Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 302, σ. 1), αποτελεί τη βασική κοινοτική τελωνειακή νομοθεσία. Εφαρμοστέες εν προκειμένω είναι οι διατάξεις των άρθρων 236 και 239.

    8        Στην έκτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού (ΕΚ) 1515/2001 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2001, για τα μέτρα που μπορεί να λάβει η Κοινότητα μετά από έκθεση που εγκρίνει το όργανο επίλυσης διαφορών του ΠΟΕ σχετικά με μέτρα αντιντάμπινγκ και αντεπιδοτήσεων (ΕΕ L 201, σ. 10), διαλαμβάνονται τα εξής:

    «Η προσφυγή στο [μνημόνιο για τους κανόνες και τις διαδικασίες που διέπουν την επίλυση διαφορών] δεν υπόκειται σε προθεσμίες. Οι συστάσεις που περιέχονται στις εκθέσεις που εγκρίνει το [όργανο επίλυσης διαφορών, στο εξής: ΟΕΔ], έχουν ισχύ μόνο για το μέλλον. Συνεπώς, κρίνεται σκόπιμο να διευκρινιστεί ότι τα μέτρα που λαμβάνονται στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού, αρχίζουν να παράγουν αποτελέσματα από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος τους, εκτός αν άλλως ορίζεται, και, επομένως, δεν μπορούν να αποτελέσουν βάση για την επιστροφή δασμών που έχουν εισπραχθεί πριν από την εν λόγω ημερομηνία.»

    9        Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού ορίζει:

    «1 Όταν το [ΟΕΔ] εγκρίνει έκθεση σχετικά με κοινοτικό μέτρο που έχει ληφθεί δυνάμει του [βασικού κανονισμού], του κανονισμού (ΕΚ) 2026/97 [του Συμβουλίου της 6ης Οκτωβρίου 1997 για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ L 288, σ. 1)] ή του παρόντος κανονισμού (“αμφισβητούμενο μέτρο”), το Συμβούλιο μπορεί, αποφασίζοντας με απλή πλειοψηφία, επί προτάσεως που υποβάλλεται από την Επιτροπή, μετά από διαβούλευση με τη συμβουλευτική επιτροπή που έχει συσταθεί δυνάμει του άρθρου 15 του [βασικού κανονισμού] ή του άρθρου 25 του κανονισμού (ΕΚ) 2026/97 (στο εξής “συμβουλευτική επιτροπή”), να λαμβάνει ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα, οποτεδήποτε το κρίνει σκόπιμο:

    α)      κατάργηση ή τροποποίηση του αμφισβητούμενου μέτρου, ή

    β)      θέσπιση άλλων ειδικών μέτρων που κρίνονται κατάλληλα για τις περιστάσεις.»

    10      Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 1515/2001:

    «Εάν το κρίνει σκόπιμο, το Συμβούλιο μπορεί επίσης να λάβει οποιαδήποτε από τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι νομικές ερμηνείες που διατυπώνονται σε έκθεση που έχει εγκριθεί από το [ΟΕΔ] όσον αφορά ένα μη αμφισβητούμενο μέτρο.»

    11      Το άρθρο 3 του εν λόγω κανονισμού έχει ως εξής:

    «Τα μέτρα που λαμβάνονται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, αρχίζουν να παράγουν αποτελέσματα από την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος τους και δεν χρησιμεύουν ως βάση για την επιστροφή δασμών που έχουν εισπραχθεί πριν από την ημερομηνία αυτή, εκτός αν άλλως ορίζεται.»

    12      Με τον κανονισμό (ΕΚ) 1069/97 της Επιτροπής, της 12ης Ιουνίου 1997, επιβλήθηκε προσωρινός δασμός αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές βαμβακερών πανικών κρεβατιού καταγωγής Αιγύπτου, Ινδίας και Πακιστάν (ΕΕ L 156, σ. 11, στο εξής: προσωρινός κανονισμός). Με τον κανονισμό 2398/97, το Συμβούλιο επέβαλε οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές αυτές.

    13      Βάσει των συστάσεων του ΟΕΔ σχετικά με τις εν λόγω εισαγωγές και των διατάξεων του κανονισμού 1515/2001, το Συμβούλιο εξέδωσε στις 7 Αυγούστου 2001 τον κανονισμό 1644/2001. Στις 28 Ιανουαρίου και στις 22 Απριλίου 2002 εξέδωσε αντιστοίχως τους κανονισμούς 160/2002 και 696/2002. Ουδείς από τους τρεις αυτούς κανονισμούς προβλέπει επιστροφή των δασμών που καταβλήθηκαν κατ’ εφαρμογή του κανονισμού 2398/97.

    14      Η συμφωνία για την εφαρμογή του άρθρου VI της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994 (ΕΕ 1994, L 336, σ. 103, στο εξής: συμφωνία αντιντάμπινγκ) περιλαμβάνεται στο παράρτημα 1 Α της Συμφωνίας για την ίδρυση του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου [ΠΟΕ] που υπογράφηκε στο Μαρακές στις 15 Απριλίου 1994 και εγκρίθηκε με την απόφαση 94/800/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994, σχετικά με την εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σύναψη των συμφωνιών που απέρρευσαν από τις πολυμερείς διαπραγματεύσεις του Γύρου της Ουρουγουάης (1986-1994), καθ’ όσον αφορά τα θέματα που εμπίπτουν στις αρμοδιότητές της (ΕΕ L 336, σ. 1). Το παράρτημα 2 της συμφωνίας για την ίδρυση του ΠΟΕ περιλαμβάνει το μνημόνιο συμφωνίας σχετικά με τους κανόνες και τις διαδικασίες που διέπουν την επίλυση των διαφορών. Βάσει του μνημονίου αυτού, συστάθηκε όργανο επιλύσεως διαφορών.

    15      Το άρθρο 3, παράγραφος 2, του εν λόγω μνημονίου ορίζει:

    «[…] Τα μέλη αναγνωρίζουν ότι [το σύστημα επίλυσης διαφορών του ΠΟΕ] συμβάλλει στη διατήρηση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μελών στο πλαίσιο των καλυπτόμενων συμφωνιών και στην αποσαφήνιση των υφιστάμενων διατάξεων των συγκεκριμένων συμφωνιών, βάσει των συνήθων κανόνων ερμηνείας του δημοσίου διεθνούς δικαίου. Οι συστάσεις και οι αποφάσεις του ΟΕΔ δεν είναι δυνατόν να αυξήσουν ή να μειώσουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στις καλυπτόμενες συμφωνίες.»

     Η διαδικασία ενώπιον του ΟΕΔ

    16      Με έκθεση της 30ής Οκτωβρίου 2000, η ειδική ομάδα επιλύσεως διαφορών (στο εξής: ειδική ομάδα) έκρινε ότι οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες ενήργησαν κατά τρόπο μη συμβατό προς τις υποχρεώσεις που υπέχουν από τα άρθρα 2.4.2, 3.4 και 15 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, όσον αφορά τη μέθοδο που χρησιμοποιήθηκε στις έρευνες που οδήγησαν στην έκδοση του κανονισμού 2398/97.

    17      Η Κοινότητα αμφισβήτησε ορισμένα από τα συμπεράσματα της ειδικής ομάδας. Το δευτεροβάθμιο όργανο που έχει συσταθεί στο πλαίσιο του ΠΟΕ, με έκθεσή του της 1ης Μαρτίου, επιβεβαίωσε ότι η χρήση της μεθόδου του «μηδενισμού» εκ μέρους της Κοινότητας αντίκειται στο άρθρο 2.4.2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ και ότι η Κοινότητα ενήργησε κατά τρόπο αντίθετο στο άρθρο 2.2.2, στοιχείο ii, της συμφωνίας αυτής κατά τον υπολογισμό, στο πλαίσιο της έρευνας αντιντάμπινγκ, τόσο των ποσών που αντιστοιχούν στα διοικητικά έξοδα, στα έξοδα πωλήσεων και στα γενικά έξοδα όσο και αυτών που αντιστοιχούν στα κέρδη. Υπό το φως των διαπιστώσεων αυτών, το εν λόγω όργανο εισηγήθηκε στο ΟΕΔ να ζητήσει από την Κοινότητα να λάβει τα αναγκαία μέτρα ώστε να διασφαλιστεί η συμβατότητα του κανονισμού 2398/97 με τις υποχρεώσεις που επιβάλλει η συμφωνία αντιντάμπινγκ.

    18      Στις 12 Μαρτίου 2001, το ΟΕΔ ενέκρινε την έκθεση του δευτεροβάθμιου οργάνου και την έκθεση της ειδικής ομάδας, όπως είχε τροποποιηθεί με την έκθεση του οργάνου.

     Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

    19      Η Ikea δραστηριοποιείται στο Ηνωμένο Βασίλειο ως παραγωγός και διανομέας ειδών οικιακού εξοπλισμού.

    20      Με έγγραφο της 10ης Ιουνίου 2002, η εν λόγω εταιρία υπέβαλε στους Commissioners αίτηση επιστροφής των δασμών αντιντάμπινγκ που είχε καταβάλει για τις εισαγωγές βαμβακερών πανικών κρεβατιού από την Ινδία και το Πακιστάν, κατ’ εφαρμογή του κανονισμού 2398/97. Ζήτησε να της επιστραφούν 230 301,74 GBP, ποσό που αντιστοιχεί στους δασμούς επί των εισαγωγών βαμβακερών πανικών κρεβατιού από το Πακιστάν κατά το διάστημα μεταξύ Μαρτίου 2000 και της 29ης Ιανουαρίου 2002, και 69 902,29 GBP, ποσό που αντιστοιχεί σε μέρος των δασμών επί των εισαγωγών τέτοιων προϊόντων από την Ινδία κατά το διάστημα μεταξύ Μαρτίου 2000 και της 8ης Αυγούστου 2001. Η αίτηση επιστροφής υποβλήθηκε δυνάμει των άρθρων 236 και 239 του κανονισμού 2913/92.

    21      Η Ikea προέβαλε ότι τόσο ο υπολογισμός του ύψους των δασμών αντιντάμπινγκ δυνάμει του κανονισμού 2398/97, όσο και ο ίδιος ο κανονισμός ήταν παράνομοι. Επικαλέστηκε, μεταξύ άλλων, τις εκθέσεις, τις διαπιστώσεις και τα συμπεράσματα που ενέκρινε το ΟΕΔ την 1η Μαρτίου 2001. Με έγγραφο της 26ης Ιουνίου 2002, οι Commissioners απέρριψαν την αίτηση επιστροφής της Ikea.

    22      Κατόπιν αιτήσεως της Ikea για επίσημη διοικητική επανεξέταση της απορριπτικής αποφάσεως των Commissioners, ο εξεταστής επικύρωσε την απόφαση αυτή, με έγγραφο της 27ης Νοεμβρίου 2002.

    23      Η Ikea προσέφυγε, τότε, στο VAT and Duties Tribunal of London κατά της αποφάσεως που εκδόθηκε στο πλαίσιο της επανεξετάσεως της αποφάσεως των Commissioners. Στις 8 Σεπτεμβρίου 2003, το VAT and Duties Tribunal απέρριψε την προσφυγή, κρίνοντας ότι η Ikea, αν και μπορούσε, δεν προσέβαλε εμπρόθεσμα τη νομιμότητα του κανονισμού 2398/97 βάσει του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ. Το VAT and Duties Tribunal αποφάνθηκε ότι η Ikea δεν μπορούσε, ως εκ τούτου, να αποφύγει την υποχρέωσή της, αμφισβητώντας τη νομιμότητα των κανονισμών 2398/97, 1644/2001 και 160/2002 στο πλαίσιο αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως.

    24      Στις 31 Οκτωβρίου 2003, η Ikea προσέβαλε, σε δεύτερο βαθμό, την εν λόγω δικαστική απόφαση ενώπιον του High Court of Justice (England & Wales), Chancery Division, δυνάμει των άρθρων 14 και 15 του νόμου περί δημοσίων οικονομικών του 1994 (Finance Act 1994). Προς στήριξη της εν λόγω προσφυγής, η Ikea ισχυρίστηκε, κατ’ ουσίαν, αφενός, ότι το VAT and Duties Tribunal κακώς έκρινε ότι οι κανονισμοί 2398/97, 1644/2001 και 160/2002 την αφορούν άμεσα και ατομικά και, αφετέρου, ότι οι κανονισμοί αυτοί είναι, είτε εν λόγω είτε εν μέρει, παράνομοι. Στις 17 Φεβρουαρίου 2004, επιτράπηκε στην Ikea να τροποποιήσει τα αιτήματα που προέβαλε στον δεύτερο βαθμό, ώστε να αμφισβητήσει και τον κανονισμό 696/2002.

    25      Αφού έκρινε ότι η Ikea δεν νομιμοποιούνταν να ασκήσει, δυνάμει του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, προσφυγή κατά του κανονισμού 2398/97 και επικύρωσε την απόφαση του VAT and Duties Tribunal, το High Court of Justice (England & Wales), Chancery Division, αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

    «1)      Υπό το φως των διαπιστώσεων που περιλαμβάνονται στην έκθεση της ειδικής ομάδας του [ΟΕΔ], της 30ής Οκτωβρίου 2000, παράγραφος 7.2(g) και (h), WT/DS1412/R, και στην από 1ης Μαρτίου 2002 απόφαση του δευτεροβάθμιου οργάνου […], παράγραφοι 86 και 87, WT/DS1141/AB/R, είναι ο κανονισμός […] 2398/97 […], εν όλω ή εν μέρει ασυμβίβαστος με το κοινοτικό δίκαιο, καθ’ ό μέτρο:

    –        ακολούθησε εσφαλμένη μέθοδο υπολογισμού των εξόδων πωλήσεως, των γενικών και των διοικητικών εξόδων, η οποία αντιβαίνει στο άρθρο 2, παράγραφος 6, στοιχείο α΄, του [βασικού κανονισμού], όπως έχει τροποποιηθεί, και στο άρθρο 2.2.2, στοιχείο ii, της συμφωνίας αντιντάμπινγκ,

    –        ακολούθησε εσφαλμένη μέθοδο, εφαρμόζοντας την πρακτική του “μηδενισμού” για τον καθορισμό των περιθωρίων ντάμπινγκ κατά τη σύγκριση της κανονικής αξίας με την τιμή εξαγωγής, κατά παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 11, του [βασικού κανονισμού] και του άρθρου 2.4.2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, και /ή

    –        δεν αξιολόγησε όλους τους παράγοντες ζημίας που ασκούν επιρροή στην κατάσταση της κοινοτικής βιομηχανίας και εκτίμησε κατά τρόπο εσφαλμένο τη ζημία στην κοινοτική βιομηχανία, βάσει στοιχείων για εταιρίες που δεν ανήκουν στην εν λόγω βιομηχανία, κατά παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 5, του [βασικού κανονισμού] και του άρθρου 3.4 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ;

    2)      Είναι ασυμβίβαστος ή ασυμβίβαστοι με το κοινοτικό δίκαιο (συμπεριλαμβανομένων των άρθρων 1, 7, παράγραφος 1, και 9, παράγραφος 4, του κανονισμού 384/96, ερμηνευόμενων υπό το φως των άρθρων 1, 7.1 και 9 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ) κάποιος ή όλοι από τους κανονισμούς:

    –        […] 1644/2001 […],

    –        […] 160/2002 […] και/ή

    –        […] 696/2002 […],

    καθόσον i) εκδόθηκαν βάσει εκ νέου εκτιμήσεως στοιχείων που συνελέγησαν κατά την αρχική περίοδο έρευνας, από την οποία προέκυψε ότι κατά την περίοδο αυτή δεν παρατηρήθηκε ντάμπινγκ ή χαμηλότερα επίπεδα ντάμπινγκ, αλλά ii) δεν προέβλεψαν επιστροφή των ποσών που είχαν ήδη εισπραχθεί δυνάμει του κανονισμού 2398/97;

    3)      Είναι οι κανονισμοί 1644/2001, 160/2002 και 696/2002 ασυμβίβαστοι με τα άρθρα 7, παράγραφος 2, και 9, παράγραφος 4, του [βασικού κανονισμού], καθώς και με την αρχή της αναλογικότητας, καθόσον επιβάλλουν, για το προ της ενάρξεως ισχύος τους διάστημα, δασμό αντιντάμπινγκ που δεν είναι αυστηρώς ανάλογος προς το ποσό του ντάμπινγκ ή της ζημίας που ο δασμός προορίζεται να αντισταθμίσει;

    4)      Διαφοροποιούνται οι απαντήσεις στα ανωτέρω ερωτήματα ως προς τις εξαγωγές από την Ινδία, έναντι των εξαγωγών από το Πακιστάν, λαμβανομένων υπόψη:

    –        των διαδικασιών ενώπιον του [ΟΕΔ] και/ή

    –        των διαπιστώσεων της Επιτροπής που περιλαμβάνονται στους κανονισμούς 1644/2001,160/2002 και 696/2002;

    5)      Υπό το φως των απαντήσεων που θα δοθούν στα ανωτέρω ερωτήματα:

    –        πρέπει μια εθνική τελωνειακή αρχή να επιστρέψει, εν όλω ή εν μέρει, τους δασμούς αντιντάμπινγκ που εισέπραξε δυνάμει του κανονισμού 2398/97 και

    –        σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, σε ποιον και υπό ποιες προϋποθέσεις πρέπει να γίνει αυτή η επιστροφή;»

     Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

    26      Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί του κύρους του κανονισμού 2398/97 υπό το πρίσμα της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, όπως αυτή έχει ερμηνευθεί με τις συστάσεις και τις αποφάσεις του ΟΕΔ, καθώς και υπό το πρίσμα του βασικού κανονισμού.

     Επί του κύρους του κανονισμού 2398/97 υπό το πρίσμα της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, όπως αυτή έχει ερμηνευθεί με τις συστάσεις και τις αποφάσεις του ΟΕΔ

    27      Κατά το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, είναι πρόδηλον ότι η προσφυγή στηρίζεται αποκλειστικά στις συστάσεις και στις αποφάσεις του ΟΕΔ, διότι το κύρος του κανονισμού 2398/97 δεν προσβλήθηκε αυτοτελώς πριν την έκδοση των εν λόγω συστάσεων και αποφάσεων. Υποστηρίζει ότι το να αποφανθεί το Δικαστήριο αναδρομικά επί του κύρους της κοινοτικής νομοθεσίας υπό το πρίσμα των συστάσεων του ΟΕΔ, οι οποίες ισχύουν μόνο για το μέλλον, ή των αποφάσεων στις οποίες στηρίζονται οι συστάσεις αυτές, αντιβαίνει στις βασικές αρχές του κανονισμού 1515/2001.

    28      Το Συμβούλιο και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι οι εν λόγω συστάσεις και αποφάσεις σχετικά με τις εισαγωγές βαμβακερών πανικών κρεβατιού δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο και ότι ο κανονισμός 2398/97 δεν πάσχει ακυρότητα από πλευράς κοινοτικού δικαίου απλώς και μόνον επειδή το ΟΕΔ έκρινε ότι ο κανονισμός αυτός δεν συμβιβάζεται με τις υποχρεώσεις που υπέχει η Κοινότητα από τη συμφωνία αντιντάμπινγκ.

    29      Πρέπει να υπομνηστεί, καταρχάς, ότι, κατά πάγια νομολογία, οι συμφωνίες ΠΟΕ, λόγω της φύσεως και της οικονομίας τους, δεν περιλαμβάνονται, καταρχήν, στους κανόνες βάσει των οποίων το Δικαστήριο ελέγχει τη νομιμότητα των πράξεων των κοινοτικών οργάνων (αποφάσεις της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, C‑93/02 P, Biret International κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2003, σ. I‑10497, σκέψη 52, και της 1ης Μαρτίου 2005, C‑377/02, Van Parys, Συλλογή 2005, σ. I‑1465, σκέψη 39 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    30      Μόνο στην περίπτωση που η Κοινότητα θέλησε να εκπληρώσει ειδική υποχρέωση που έχει αναλάβει στο πλαίσιο του ΠΟΕ ή στην περίπτωση που η κοινοτική πράξη ρητώς παραπέμπει σε συγκεκριμένες διατάξεις των συμφωνιών ΠΟΕ απόκειται στο Δικαστήριο να ελέγξει τη νομιμότητα της σχετικής κοινοτικής πράξεως με γνώμονα τους κανόνες του ΠΟΕ (απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 1999, C-149/96, Πορτογαλία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1999, σ. I-8395, σκέψη 47, και προπαρατεθείσες αποφάσεις Biret International κατά Συμβουλίου, σκέψη 53, και Van Parys, σκέψη 40 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    31      Κατά το άρθρο 1 του κανονισμού 1515/2001, το Συμβούλιο μπορεί, κατόπιν εκθέσεως του ΟΕΔ, κατά περίπτωση είτε να καταργήσει ή να τροποποιήσει το αμφισβητούμενο μέτρο είτε να θεσπίσει οποιοδήποτε άλλο μέτρο θεωρεί κατάλληλο στη συγκεκριμένη περίπτωση.

    32      Ο κανονισμός 1515/2001 έχει, σύμφωνα με το άρθρο 4 αυτού, εφαρμογή στις εκθέσεις που έχουν εγκριθεί από το ΟΕΔ μετά την 1η Ιανουαρίου 2001. Εν προκειμένω, το ΟΕΔ ενέκρινε στις 12 Μαρτίου 2001 την έκθεση του δευτεροβάθμιου οργάνου και την έκθεση της ειδικής ομάδας, όπως τροποποιήθηκε με την έκθεση του οργάνου.

    33      Ωστόσο, κατά το άρθρο 3 του κανονισμού 1515/2001, μέτρο που λαμβάνεται βάσει του κανονισμού αυτού παράγει αποτελέσματα από την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του μέτρου και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να στηρίξει αίτημα επιστροφής δασμών που έχουν εισπραχθεί πριν από την ημερομηνία αυτή, εκτός αν άλλως ορίζεται. Η έκτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού αυτού ορίζει συναφώς ότι οι συστάσεις που περιλαμβάνοντα στις εκθέσεις που εγκρίνει το ΟΕΔ ισχύουν μόνο για το μέλλον. Επομένως, «μέτρα που λαμβάνονται στο πλαίσιο του [κανονισμού 1515/2001] αρχίζουν να παράγουν αποτελέσματα από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος τους, εκτός αν άλλως ορίζεται, και […] δεν μπορούν να αποτελέσουν βάση για την επιστροφή δασμών που έχουν εισπραχθεί πριν από την εν λόγω ημερομηνία».

    34      Εν προκειμένω, βάσει των διατάξεων του κανονισμού 1515/2001 και των συστάσεων του ΟΕΔ, το Συμβούλιο εξέδωσε, καταρχάς, στις 7 Αυγούστου 2001, τον κανονισμό 1644/2001. Εν συνεχεία, στις 28 Ιανουαρίου 2002 εξέδωσε τον κανονισμό 160/2002 και, τέλος, στις 22 Απριλίου 2002 τον κανονισμό 696/2002, για την επιβεβαίωση του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε με τον κανονισμό 2398/97, όπως τροποποιήθηκε και ανεστάλη με τον κανονισμό 1644/2001.

    35      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, υπό περιστάσεις όπως αυτές της κύριας δίκης, δεν χωρεί έλεγχος νομιμότητας του κανονισμού 2398/97 υπό το πρίσμα της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, όπως αυτή έχει εν συνεχεία ερμηνευθεί με τις συστάσεις του ΟΕΔ, διότι από τους μεταγενέστερους κανονισμούς προκύπτει σαφώς ότι η Κοινότητα, αποκλείοντας την επιστροφή των δασμών που καταβλήθηκαν δυνάμει του κανονισμού 2398/97, δεν θέλησε να εκπληρώσει ειδική υποχρέωση που έχει αναλάβει στο πλαίσιο του ΠΟΕ.

     Επί του κύρους του κανονισμού 2398/97 υπό το πρίσμα του βασικού κανονισμού

    36      Το αιτούν δικαστήριο θέτει, επίσης, το ζήτημα του κύρους του κανονισμού 2398/97 υπό το πρίσμα του βασικού κανονισμού. Ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά τον προσδιορισμό της «κατασκευασμένης» κανονικής αξίας του οικείου προϊόντος, του περιθωρίου ντάμπινγκ και της ζημίας που προκλήθηκε στην κοινοτική βιομηχανία.

    37      Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης επικαλείται το άρθρο 2, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού, σχετικά με τον προσδιορισμό της κανονικής αξίας ενός προϊόντος, το άρθρο 2, παράγραφος 11, του βασικού κανονισμού, σχετικά με τον προσδιορισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ, και το άρθρο 3, παράγραφος 5, του ίδιου κανονισμού, σχετικά με τον προσδιορισμό της ζημίας που προκλήθηκε στην κοινοτική βιομηχανία.

    38      Η Ikea προβάλλει, συναφώς, ότι, εφόσον, από τις αποφάσεις με τις οποίες το ΟΕΔ ερμήνευσε τα συγκεκριμένα άρθρα της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, επιβεβαιώνεται ότι είναι εσφαλμένες οι μέθοδοι που χρησιμοποίησαν τα αρμόδια κοινοτικά όργανα για τον προσδιορισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ και της ζημίας, οι μέθοδοι αυτές πρέπει να θεωρηθούν αντίθετες και στον βασικό κανονισμό.

    39      Αντιθέτως, τόσο η Επιτροπή όσο και το Συμβούλιο φρονούν ότι ο κανονισμός 2398/97 δεν πάσχει ακυρότητα από πλευράς κοινοτικού δικαίου. Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το Συμβούλιο, θεωρεί ότι οι αμφισβητούμενες υπό το πρίσμα του βασικού κανονισμού διατάξεις του κανονισμού 2398/97 εφαρμόζονται στην πράξη από μακρού και δεν έχουν, έως σήμερα, κηρυχθεί άκυρες από τα κοινοτικά δικαστήρια.

    40      Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 102 των προτάσεών του, στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής και, ειδικότερα, των μέτρων εμπορικής άμυνας, τα κοινοτικά όργανα διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως λόγω της πολυπλοκότητας των οικονομικών, πολιτικών και νομικών καταστάσεων που πρέπει να εξετάσουν (βλ., επ’ αυτού, τις αποφάσεις της 4ης Οκτωβρίου 1983, 191/82, Fediol κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 2913, σκέψη 26, και της 7ης Μαΐου 1987, 255/84, Nachi Fujikoshi κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1987, σ. 1861, σκέψη 21).

    41      Αποτελεί, εξάλλου, πάγια νομολογία ότι η επιλογή μεταξύ των αναφερομένων στον βασικό κανονισμό μεθόδων υπολογισμού του περιθωρίου ντάμπινγκ, καθώς και ο καθορισμός της κανονικής αξίας ενός προϊόντος ή ακόμη η διαπίστωση της ζημίας προϋποθέτουν την εκτίμηση πολύπλοκων οικονομικών καταστάσεων, ο δε δικαστικός έλεγχος της εκτιμήσεως αυτής πρέπει να περιορίζεται στην εξακρίβωση του αν τηρήθηκαν οι διαδικαστικοί κανόνες, του αν είναι ακριβή τα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων έγινε η αμφισβητούμενη επιλογή, του αν υπήρξε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως των περιστατικών αυτών ή κατάχρηση εξουσίας (βλ., επ’ αυτού, τις αποφάσεις της 7ης Μαΐου 1987, 240/84, NTN Toyo Bearing κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1987, σ. 1809, σκέψη 19· της 14ης Μαρτίου 1990, C‑156/87, Gestetner Holdings κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. I‑781, σκέψη 63, και της 19ης Νοεμβρίου 1998, C‑150/94, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1998, σ. I-7235, σκέψη 54).

    42      Πρέπει, επομένως, να εξεταστεί αν τα κοινοτικά όργανα υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως από πλευράς κοινοτικού δικαίου κατά τον προσδιορισμό της «κατασκευασμένης» κανονικής αξίας του οικείου προϊόντος, του περιθωρίου ντάμπινγκ και της ζημίας που προκλήθηκε στην κοινοτική βιομηχανία.

     Σχετικά με τον υπολογισμό της «κατασκευασμένης» κανονικής αξίας του οικείου προϊόντος

    43      Η κανονική αξία υπολογίζεται, για όλα τα είδη προϊόντων που εξάγονται προς την Κοινότητα από όλες τις εταιρίες, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού. Προσδιορίζεται με βάση το κόστος παραγωγής των τύπων προϊόντων που εξήγαγε η κάθε εταιρία, στο οποίο προστίθεται εύλογο ποσό που αντιστοιχεί, αφενός, στα έξοδα πώλησης και στα γενικά και διοικητικά έξοδα και, αφετέρου, στο κέρδος.

    44      Όσον αφορά τις εισαγωγές από την Ινδία, δεδομένου ότι μόνο μία εταιρία πραγματοποίησε συνολικά αντιπροσωπευτικές εγχώριες πωλήσεις και ότι οι εγχώριες πωλήσεις των επικερδών σχεδίων αντιπροσώπευαν λιγότερο από το 80 % αλλά περισσότερο από το 10 % των συνολικών εγχώριων πωλήσεων, οι πωλήσεις αυτές θεωρήθηκε ότι πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο συνήθων εμπορικών πράξεων. Κατά συνέπεια, το ποσό που αντιστοιχεί, αφενός, στα έξοδα πώλησης και στα γενικά και διοικητικά έξοδα και, αφετέρου, στο κέρδος και χρησιμοποιήθηκε για τον προσδιορισμό της κανονικής αξίας σε όλες τις εταιρίες που αποτέλεσαν αντικείμενο της έρευνας αντιστοιχεί στα έξοδα που προέκυψαν και στο κέρδος που αποκόμισε η εταιρία αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού. Η ίδια διαπίστωση έγινε και όσον αφορά τις εισαγωγές από το Πακιστάν.

    45      Όσον αφορά τη χρησιμοποίηση του περιθωρίου κέρδους μιας μόνον εταιρίας, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με τη δέκατη έκτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2398/97, η έρευνα περιορίστηκε στους παραγωγούς/εξαγωγείς που επελέγησαν δειγματοληπτικά σύμφωνα με το άρθρο 17 του βασικού κανονισμού και ότι στην πλειονότητά τους οι συνεργαζόμενες ινδικές εταιρίες είναι εταιρίες εξαγωγής που δεν πωλούν ομοειδή προϊόντα στην εγχώρια αγορά. Στο δείγμα που επέλεξε η Επιτροπή περιλαμβάνονταν πέντε ινδοί παραγωγοί/εξαγωγείς, δύο εκ των οποίων δήλωσαν κατά την επιλογή ότι είχαν πωλήσει ομοειδή προϊόντα στην εγχώρια αγορά.

    46      Ωστόσο, όπως διευκρινίζεται στην εικοστή τρίτη αιτιολογική σκέψη του προσωρινού κανονισμού, η έρευνα αποκάλυψε ότι μόνον ένας από τους εν λόγω παραγωγούς/εξαγωγείς πραγματοποίησε αντιπροσωπευτικές εγχώριες πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος κατά την περίοδο της έρευνας. Επιπλέον, το ότι το άρθρο 2, παράγραφος 6, στοιχείο α΄, του βασικού κανονισμού παραπέμπει σε σταθμισμένο μέσο όρο των κερδών για τους λοιπούς εξαγωγείς ή παραγωγούς δεν αποκλείει τον καθορισμό του εν λόγω ποσού με βάση τον σταθμισμένο μέσο όρο των συναλλαγών και/ή των τύπων προϊόντος ενός μόνον εξαγωγέα ή παραγωγού.

    47      Επισημαίνεται, συναφώς, ότι, όπως τόνισε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 132 έως 142 των προτάσεών του, το Συμβούλιο δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, κρίνοντας ότι, κατά τον προσδιορισμό των ποσών που αντιστοιχούν στα έξοδα πώλησης, στα διοικητικά έξοδα και στα λοιπά γενικά έξοδα, καθώς και στα κέρδη, το άρθρο 2, παράγραφος 6, στοιχείο α΄, του βασικού κανονισμού μπορεί να εφαρμοστεί όταν τα διαθέσιμα στοιχεία αφορούν ένα μόνον παραγωγό και επιτρέπει να μη λαμβάνονται υπόψη στοιχεία σχετικά με πωλήσεις που δεν πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια συνήθων εμπορικών πράξεων.

    48      Συγκεκριμένα, αφενός, η χρήση του πληθυντικού στη φράση «άλλους εξαγωγείς ή παραγωγούς» του άρθρου 2, παράγραφος 6, στοιχείο α΄, του βασικού κανονισμού δεν αποκλείει το να λαμβάνονται υπόψη τα στοιχεία που αφορούν μία μόνον επιχείρηση από αυτές που αποτελούν αντικείμενο της έρευνας, η οποία πραγματοποιεί αντιπροσωπευτικές πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος στην εγχώρια αγορά του κράτους καταγωγής κατά το χρονικό διάστημα της έρευνας. Αφετέρου, το να μη λαμβάνονται υπόψη, κατά τον προσδιορισμό του περιθωρίου κέρδους, οι πωλήσεις άλλων εξαγωγέων ή παραγωγών, οι οποίες δεν πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια συνήθων εμπορικών πράξεων αποτελεί κατάλληλη μέθοδο κατασκευής της κανονικής αξίας, σύμφωνη με την αρχή που θέτουν με τα άρθρα 1, παράγραφος 2, και 2, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, κατά την οποία η κανονική αξία πρέπει, καταρχήν, να στηρίζεται σε στοιχεία πωλήσεων που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια συνήθων εμπορικών πράξεων.

    49      Επομένως, το Συμβούλιο δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά τον υπολογισμό της «κατασκευασμένης» κανονικής αξίας του οικείου προϊόντος.

     Σχετικά με τον προσδιορισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ

    50      Σχετικά με τον τελικό προσδιορισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν η μέθοδος του «μηδενισμού», όπως εφαρμόστηκε στο πλαίσιο της επίμαχης στην κύρια δίκη έρευνας αντιντάμπινγκ για τον υπολογισμό του συνολικού περιθωρίου ντάμπινγκ, είναι συμβατή με το άρθρο 2, παράγραφος 11, του βασικού κανονισμού.

    51      Πρέπει να υπομνηστεί, καταρχάς, ότι τα προβαλλόμενα σφάλματα κατά τον υπολογισμό των εξόδων πωλήσεως, των διοικητικών εξόδων, των λοιπών εξόδων και των κερδών, καθώς και η χρήση της μεθόδου του «μηδενισμού», αφορούν τον προσδιορισμό των περιθωρίων ντάμπινγκ. Ωστόσο, τυχόν έλλειψη νομιμότητας μιας προσαρμογής που πραγματοποιήθηκε κατά τον προσδιορισμό του ντάμπινγκ θίγει τη νομιμότητα της επιβολής δασμού αντιντάμπινγκ μόνον κατά το μέτρο που ο επιβληθείς δασμός υπερβαίνει αυτόν που θα ίσχυε χωρίς την προσαρμογή.

    52      Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 12, του βασικού κανονισμού, περιθώριο ντάμπινγκ είναι το ποσό κατά το οποίο η κανονική αξία υπερβαίνει την τιμή εξαγωγής. Επομένως, το εν λόγω περιθώριο το προσδιορίζουν οι αρμόδιες για την έρευνα αρχές, σύμφωνα με την παράγραφο 10 του άρθρου αυτού, συγκρίνοντας κατά δίκαιο τρόπο την κανονική αξία του ομοειδούς προϊόντος με την ισχύουσα τιμή εξαγωγής προς την Κοινότητα.

    53      Στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεν αμφισβητείται ότι το περιθώριο ντάμπινγκ υπολογίστηκε διά της συγκρίσεως της μέσης σταθμισμένης «κατασκευασμένης» κανονικής αξίας ανά τύπο προϊόντος με τη μέση σταθμισμένη τιμή εξαγωγής ανά τύπο προϊόντος. Δηλαδή, τα αρμόδια όργανα εντόπισαν, πρώτον, πολλά διαφορετικά σχέδια του ερευνώμενου προϊόντος. Υπολόγισαν, για κάθε σχέδιο, τη μέση σταθμισμένη κανονική αξία και τη μέση σταθμισμένη τιμή εξαγωγής, τις οποίες εν συνεχεία συνέκριναν ανά σχέδιο. Για όσα σχέδια η κανονική αξία υπερέβαινε την τιμή εξαγωγής διαπιστωνόταν η ύπαρξη ντάμπινγκ. Αντιθέτως, για τα σχέδια που η κανονική τους αξία ήταν μικρότερη της τιμής εξαγωγής διαπιστωνόταν αρνητικό περιθώριο ντάμπινγκ.

    54      Εν συνεχεία, τα κοινοτικά όργανα, προκειμένου να υπολογίσουν το συνολικό περιθώριο ντάμπινγκ για το ερευνώμενο προϊόν, άθροισαν την αξία του ντάμπινγκ για όλα τα σχέδια ως προς τα οποία διαπιστώθηκε τέτοια πρακτική. Αντιθέτως, μηδένισαν όλα τα αρνητικά περιθώρια ντάμπινγκ. Κατόπιν, η συνολική αξία ντάμπινγκ εκφράστηκε ως ποσοστό επί της συνολικής αξίας όλων των εξαγωγικών πράξεων ως προς όλα τα σχέδια, ανεξαρτήτως του αν είχαν αποτελέσει αντικείμενο ντάμπινγκ.

    55      Πρέπει να επισημανθεί, συναφώς, ότι το άρθρο 2 του βασικού κανονισμού ουδεμία μνεία κάνει για τη μέθοδο του «μηδενισμού». Αντιθέτως, ο κανονισμός αυτός υποχρεώνει ρητώς τα κοινοτικά όργανα να προβαίνουν σε ακριβοδίκαιη σύγκριση μεταξύ της τιμής εξαγωγής και της κανονικής αξίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2, παράγραφοι 10 και 11.

    56      Συγκεκριμένα, το άρθρο 2, παράγραφος 11, του βασικού κανονισμού διευκρινίζει ότι η μέση σταθμισμένη κανονική αξία συγκρίνεται «με το σταθμισμένο μέσο όρο των τιμών όλων των συναλλαγών με αντικείμενο εξαγωγές στην Κοινότητα». Εν προκειμένω, όμως, κατά τη σύγκριση αυτή, η χρήση της μεθόδου του «μηδενισμού» των αρνητικών περιθωρίων ντάμπινγκ οδηγεί, στην πράξη, σε τροποποίηση των τιμών των εξαγωγών. Κατά συνέπεια, το Συμβούλιο, χρησιμοποιώντας τη μέθοδο αυτή, δεν υπολόγισε το συνολικό περιθώριο ντάμπινγκ βάσει συγκρίσεων που αντικατοπτρίζουν πλήρως όλες τις συγκρίσιμες τιμές εξαγωγής και, επομένως, ο υπολογισμός του περιθωρίου με τον τρόπο αυτόν συνιστά πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως υπό το πρίσμα του κοινοτικού δικαίου.

    57      Συνεπώς, τα κοινοτικά όργανα ενήργησαν κατά τρόπο μη συμβατό με το άρθρο 2, παράγραφος 11, του βασικού κανονισμού, διότι εφάρμοσαν, στο πλαίσιο του υπολογισμού του περιθωρίου ντάμπινγκ σχετικά με το ερευνώμενο προϊόν, τη μέθοδο του «μηδενισμού» των αρνητικών περιθωρίων ντάμπινγκ για καθένα από τα οικεία προϊόντα.

     Σχετικά με τον προσδιορισμό υπάρξεως ζημίας

    58      Το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να εκτιμήσει το κύρος του κανονισμού 2398/97, κατά το μέτρο που, κατά την εξέταση της ζημίας, δεν αξιολογήθηκαν όλοι οι σχετικοί ζημιογόνοι παράγοντες που επηρεάζουν την κοινοτική βιομηχανία, αλλά ελήφθησαν υπόψη, κατά τον προσδιορισμό της ζημίας αυτής, στοιχεία προσιδιάζοντα σε εταιρίες που δεν ανήκουν στην εν λόγω βιομηχανία, κατά παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού.

    59      Υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, δασμός αντιντάμπινγκ επιβάλλεται σε προϊόν που αποτελεί αντικείμενο ντάμπινγκ, μόνον όταν η θέση του σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός της Κοινότητας προκαλεί ζημία, ως «ζημία» δε νοείται, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, η σημαντική ζημία που προκαλείται στην κοινοτική βιομηχανία, ο κίνδυνος πρόκλησης σημαντικής ζημίας στην κοινοτική βιομηχανία ή η αισθητή καθυστέρηση στη δημιουργία μιας τέτοιας βιομηχανίας.

    60      Διαπιστώνεται, συναφώς, ότι, σύμφωνα με την τριακοστή τέταρτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2398/97, οι τριανταπέντε εταιρίες που υπέβαλαν καταγγελία στην Επιτροπή αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο μέρος της συνολικής κοινοτικής παραγωγής κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού και αποτελούν την κοινοτική βιομηχανία κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού. Ωστόσο, από την τεσσαρακοστή πρώτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2398/97 συνάγεται ότι η ζημία στην κοινοτική βιομηχανία εξετάστηκε βάσει στοιχείων που αφορούν την Κοινότητα στο σύνολό της και δεν αναλύθηκε μόνο στο επίπεδο της κοινοτικής βιομηχανίας, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1.

    61      Όσον αφορά το αν οι κοινοτικές αρχές υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, καθ’ ότι δεν αξιολόγησαν όλους τους παράγοντες που ασκούν επιρροή στην κατάσταση της κοινοτικής βιομηχανίας και παρατίθενται στο άρθρο 3, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, πρέπει να διευκρινιστεί ότι η διάταξη αυτή παρέχει στις εν λόγω αρχές διακριτική ευχέρεια κατά την εξέταση και την αξιολόγηση των διαφόρων δεικτών.

    62      Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 193 και 194 των προτάσεών του, αφενός, η διάταξη αυτή επιβάλλει μόνο να εξετάζονται οι «συναφείς» οικονομικοί παράγοντες και δείκτες «που έχουν σημασία για την κατάσταση της [κοινοτικής βιομηχανίας]» και, αφετέρου, από τη διατύπωσή της προκύπτει ότι η απαρίθμηση οικονομικών παραγόντων και δεικτών «δεν είναι εξαντλητική».

    63      Επιβάλλεται, επομένως, η διαπίστωση ότι τα κοινοτικά όργανα, αξιολογώντας, στο πλαίσιο της εξετάσεως των επιπτώσεων των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, μόνον τους παράγοντες που ασκούν συναφώς επιρροή στη συγκεκριμένη κατάσταση, δεν υπερέβησαν το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτουν στο πλαίσιο της αξιολογήσεως πολύπλοκων οικονομικών καταστάσεων. Επιπλέον, κατά τη νέα αξιολόγηση που διενεργήθηκε στο πλαίσιο του κανονισμού 1644/2001, τα φερόμενα ως διαπραχθέντα κατά την εκτίμηση της ζημίας σφάλματα δεν επηρέασαν τον προσδιορισμό της υπάρξεως ζημίας που προκλήθηκε στην κοινοτική βιομηχανία.

    64      Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα κοινοτικά όργανα δεν υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά τη διαπίστωση της υπάρξεως και της σημασίας της εν λόγω ζημίας.

    65      Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 1 του κανονισμού 2398/97 είναι άκυρο, καθότι το Συμβούλιο εφάρμοσε, κατά τον προσδιορισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ για το ερευνώμενο προϊόν, τη μέθοδο του «μηδενισμού» των αρνητικών περιθωρίων ντάμπινγκ για κάθε τύπο των οικείων προϊόντων.

    66      Κατά συνέπεια, χωρίς να απαιτείται να δοθεί απάντηση στα λοιπά ερωτήματα σχετικά με το κύρος των μεταγενέστερων κανονισμών, πρέπει να εξεταστεί το πέμπτο ερώτημα σχετικά με τις συνέπειες που έχει η διαπίστωση της ακυρότητας του άρθρου 1 του κανονισμού 2398/97, όσον αφορά το δικαίωμα του προσφεύγοντος της κύριας δίκης εισαγωγέα να ζητήσει επιστροφή των δασμών αντιντάμπινγκ που κατέβαλε κατ’ εφαρμογή του κανονισμού αυτού.

    67      Απόκειται στις εθνικές αρχές να συμμορφωθούν προς τα έννομα αποτελέσματα που έχει στην έννομη τάξη τους η διαπίστωση περί ακυρότητας στο πλαίσιο αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως με αίτημα την εκτίμηση του κύρους (απόφαση της 30ής Οκτωβρίου 1975, 23/75, Rey Soda, Συλλογή τόμος 1975, σ. 399, σκέψη 51), διαπίστωση που έχει ως συνέπεια ότι οι δασμοί αντιντάμπινγκ που καταβλήθηκαν δυνάμει του κανονισμού 2398/97 δεν ήταν νομίμως οφειλόμενοι κατά την έννοια του άρθρου 236, παράγραφος 1, του κανονισμού 2913/92 και πρέπει, καταρχήν, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, να επιστραφούν από τις τελωνειακές αρχές, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις επιστροφής στις οποίες καταλέγεται και αυτή της παραγράφου 2 του εν λόγω άρθρου, των οποίων τη συνδρομή θα εξετάσει το αιτούν δικαστήριο.

    68      Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι τα εθνικά δικαστήρια είναι τα μόνα αρμόδια να αποφαίνονται επί αγωγών επιστροφής ποσών αχρεωστήτως εισπραχθέντων από εθνικό οργανισμό βάσει κοινοτικής ρυθμίσεως, η οποία στη συνέχεια κηρύσσεται άκυρη (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, τις αποφάσεις της 30ής Μαΐου 1989, 20/88, Roquette κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 1553, σκέψη 14, και της 13ης Μαρτίου 1992, C‑282/90, Vreugdenhil κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. I‑1937, σκέψη 12).

    69      Υπό τις συνθήκες αυτές, στο πέμπτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι ένας εισαγωγέας όπως ο προσφεύγων της κύριας δίκης, ο οποίος άσκησε ενώπιον εθνικού δικαστηρίου προσφυγή κατά αποφάσεων με τις οποίες του ζητείται η καταβολή δασμών αντιντάμπινγκ κατ’ εφαρμογή του κανονισμού 2398/97, που κηρύχθηκε άκυρος με την παρούσα απόφαση, δύναται, καταρχήν, να προβάλει την ακυρότητα αυτή στο πλαίσιο της κύριας δίκης, προκειμένου να επιτύχει την επιστροφή των δασμών αυτών σύμφωνα με το άρθρο 236, παράγραφος 1, του κανονισμού 2913/92.

     Επί των δικαστικών εξόδων

    70      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

    1)      Το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΚ) 2398/97 του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 1997, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές βαμβακερών πανικών κρεβατιού, καταγωγής Αιγύπτου, Ινδίας και Πακιστάν, είναι άκυρο κατά το μέτρο που το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως εφάρμοσε, κατά τον καθορισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ για το ερευνώμενο προϊόν, τη μέθοδο του «μηδενισμού» των αρνητικών περιθωρίων ντάμπινγκ για κάθε τύπο των οικείων προϊόντων.

    2)      Εισαγωγέας όπως ο προσφεύγων στην κύρια δίκη, ο οποίος άσκησε ενώπιον εθνικού δικαστηρίου προσφυγή κατά αποφάσεων με τις οποίες του ζητείται η καταβολή δασμών αντιντάμπινγκ κατ’ εφαρμογή του κανονισμού 2398/97, που κηρύχθηκε άκυρος με την παρούσα απόφαση, δύναται, καταρχήν, να προβάλει την ακυρότητα αυτή στο πλαίσιο της κύριας δίκης, προκειμένου να επιτύχει την επιστροφή των δασμών αυτών σύμφωνα με το άρθρο 236, παράγραφος 1, του κανονισμού ΕΚ 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα.

    (υπογραφές)


    * Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

    Top