EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61998CJ0286

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 16ης Νοεμßρίου 2000.
Stora Kopparbergs Bergslags AB κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Αίτηση αναιρέσεως - Ανταγωνισμός - Άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ) - Πρόστιμο - Αιτιολογία - Καταλογιστόν της παραβατικής συμπεριφοράς.
Υπόθεση C-286/98 P.

Συλλογή της Νομολογίας 2000 I-09925

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2000:630

61998J0286

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 16ης Νοεμßρίου 2000. - Stora Kopparbergs Bergslags AB κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. - Αίτηση αναιρέσεως - Ανταγωνισμός - Άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ) - Πρόστιμο - Αιτιολογία - Καταλογιστόν της παραβατικής συμπεριφοράς. - Υπόθεση C-286/98 P.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2000 σελίδα I-09925


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1. Ανταγωνισμός - Κοινοτικοί κανόνες - αραβάσεις - Καταλογισμός - Νομικό πρόσωπο φέρον την ευθύνη της εκμεταλλεύσεως της επιχειρήσεως κατά τον χρόνο της παραβάσεως

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 85 § 1 (νυν άρθρο 81 § 1 ΕΚ)]

2. Ανταγωνισμός - ρόστιμα - Ύψος - ρόσφορος χαρακτήρας - Δικαστικός έλεγχος - Στοιχεία τα οποία δύναται να λάβει υπόψη η κοινοτική δικαιοσύνη - ληροφοριακά στοιχεία μη περιλαμβανόμενα στην επιβάλλουσα το πρόστιμο απόφαση και μη απαιτούμενα προς αιτιολόγησή της - Εμπίπτουν

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 172 και 190 (νυν άρθρα 229 ΕΚ και 253 ΕΚ)· κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 17]

3. Ανταγωνισμός - ρόστιμα - Απόφαση επιβάλλουσα πρόστιμα - Υποχρέωση αιτιολογήσεως - Έκταση - Μνεία των στοιχείων εκτιμήσεως τα οποία χρησιμοποίησε η Επιτροπή για να μετρήσει τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως - Αρκεί - Μεταγενέστερη ανακοίνωση ακριβεστέρων πληροφοριών - Δεν ασκεί επιρροή

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 190 (νυν άρθρο 253 ΕΚ)· κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2, εδ. 2]

Περίληψη


1. Για την παράβαση των κοινοτικών διατάξεων περί ανταγωνισμού ευθύνεται, κατ' αρχήν, το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που διηύθυνε την επιχείρηση κατά τον χρόνο διαπράξεώς της, έστω και αν, κατά τον χρόνο εκδόσεως της διαπιστώνουσας την παράβαση αποφάσεως, την ευθύνη της εκμεταλλεύσεως της επιχειρήσεως έφερε άλλο πρόσωπο.

( βλ. σκέψη 37 )

2. Επί προσφυγών στρεφομένων κατ' αποφάσεων της Επιτροπής επιβαλλουσών σε επιχειρήσεις πρόστιμα λόγω παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού, η κοινοτική δικαιοσύνη είναι αρμόδια να εκτιμά - στο πλαίσιο της αρμοδιότητας πλήρους δικαιοδοσίας, την οποία της αναγνωρίζουν τα άρθρα 172 της Συνθήκης (νυν άρθρο 229 ΕΚ) και 17 του κανονισμού 17 - τον πρόσφορο χαρακτήρα των προστίμων. Η εκτίμηση αυτή ενδέχεται να δικαιολογεί την προσκόμιση και συνεκτίμηση προσθέτων πληροφοριακών στοιχείων, των οποίων η αυτούσια μνεία στην επιβάλλουσα το πρόστιμο απόφαση δεν απαιτείται δυνάμει της επιβαλλομένης από το άρθρο 190 της Συνθήκης (νυν άρθρο 253 ΕΚ) υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

( βλ. σκέψεις 55, 57 )

3. Το άρθρο 15, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 17 ορίζει ότι, «κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, εκτός από τη σοβαρότητα της παραβάσεως, και η διάρκειά της». Υπ' αυτές τις συνθήκες, ο συνιστάμενος στην υποχρέωση αιτιολογήσεως ουσιώδης τύπος τηρείται, άπαξ η Επιτροπή εκθέτει, με την απόφασή της, τα στοιχεία εκτιμήσεως τα οποία χρησιμοποίησε για να μετρήσει τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως. Ελλείψει αυτών των στοιχείων, η απόφαση πάσχει έλλειψη αιτιολογίας.

Την επάρκεια της αιτιολογίας της αποφάσεως δεν αναιρεί το γεγονός ότι, μεταγενεστέρως, κατά τη διάρκεια συνεντεύξεως Τύπου ή κατά την ένδικη διαδικασία, ανακοινώθηκαν πληροφορίες ακριβέστερες από τα ανωτέρω στοιχεία εκτιμήσεως, όπως ο κύκλος εργασιών τον οποίον είχαν πραγματοποιήσει οι επιχειρήσεις ή τα ποσοστά μειώσεως τα οποία είχε ορίσει η Επιτροπή. Συγκεκριμένα, διευκρινίσεις παρεχόμενες από τον συντάκτη της προσβαλλομένης αποφάσεως, που συμπληρώνουν μια αιτιολογία που αφ' εαυτής είναι ήδη επαρκής, δεν επηρεάζουν την κατά κυριολεξία τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, έστω και αν μπορούν να είναι χρήσιμες στον - ασκούμενο από τον κοινοτικό δικαστή - έλεγχο της εσωτερικής συνοχής του σκεπτικού της αποφάσεως, καθ' όσον επιτρέπουν στο θεσμικό όργανο να αποσαφηνίσει τους λόγους που στήριξαν την απόφασή του.

( βλ. σκέψεις 58-59, 61 )

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-286/98 P,

Stora Kopparbergs Bergslags AB, με έδρα το Falun (Σουηδία), εκπροσωπούμενη από τους A. Riesenkampff και S. Lehr, δικηγόρους Φρανκφούρτης επί του Μάιν, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο R. Faltz, 6, rue Heinrich Heine,

αναιρεσείουσα,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως που εξέδωσε στις 14 Μα_ου 1998 το ρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (τρίτο πενταμελές τμήμα) στην υπόθεση T-354/94, Stora Kopparbergs Bergslags κατά Επιτροπής (Συλλογή 1998, σ. ΙΙ-2111), με την οποία ζητείται η εξαφάνιση της αποφάσεως αυτής,

όπου ο έτερος διάδικος είναι η

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους J. Currall, νομικό σύμβουλο, και R. Lyal, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Carlos Gómez de la Cruz, μέλος της ίδιας Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

καθής πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. La Pergola, πρόεδρο τμήματος, Μ. Wathelet (εισηγητή), D. A. O. Edward, P. Jann και L. Sevón, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Mischo

γραμματέας: R. Grass

έχοντας υπόψη την έκθεση του εισηγητή δικαστή,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 18ης Μα_ου 2000,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στις 27 Ιουλίου 1998 στη Γραμματεία του Δικαστηρίου, η Stora Kopparbergs Bergslags AB άσκησε, δυνάμει του άρθρου 49 του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου, αναίρεση κατά της αποφάσεως του ρωτοδικείου της 14ης Μα_ου 1998 στην υπόθεση T-354/94, Stora Kopparbergs Bergslags κατά Επιτροπής (Συλλογή 1998, σ. ΙΙ-2111, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το ρωτοδικείο ακύρωσε μερικώς την απόφαση 94/601/ΕΚ της Επιτροπής, της 13ης Ιουλίου 1994, σχετικά με μια διαδικασία βάσει του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΚ (IV/C/33.833 - Χαρτόνι) (ΕΕ 1994, L 243, σ. 1, στο εξής: απόφαση της Επιτροπής), και απέρριψε την προσφυγή κατά τα λοιπά.

ραγματικά περιστατικά

2 Με την απόφασή της, η Επιτροπή επέβαλε πρόστιμα σε 19 κατασκευαστές προμηθευτές χαρτονιού εγκατεστημένους εντός της Κοινότητας, λόγω παραβάσεων του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ).

3 Όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφασή της κατόπιν ατύπων καταγγελιών τις οποίες κατέθεσαν, το 1990, η British Printing Industries Federation, οργάνωση αντιπροσωπεύουσα τις περισσότερες βιομηχανίες εκτυπώσεως χαρτονιού στο Ηνωμένο Βασίλειο, και η Fédération française du cartonnage, και των ελέγχων, τους οποίους διενήργησαν απροειδοποίητα τον Απρίλιο του 1991 υπάλληλοι της Επιτροπής, ενεργούντες βάσει του άρθρου 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτος κανονισμός εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25), στις εγκαταστάσεις διαφόρων επιχειρήσεων και επαγγελματικών ενώσεων του κλάδου του χαρτονιού.

4 Η Επιτροπή, βάσει των στοιχείων τα οποία συνέλεξε στο πλαίσιο των ελέγχων αυτών και κατόπιν αιτήσεων παροχής πληροφοριών και εγγράφων, κατέληξε ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις είχαν, από τα μέσα του 1986 μέχρι τον Απρίλιο του 1991 τουλάχιστον (στις πλείστες των περιπτώσεων), μετάσχει σε παράβαση του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης. Κατά συνέπεια, αποφάσισε να κινήσει την κατ' εφαρμογήν της διατάξεως αυτής προβλεπόμενη διαδικασία. Με επιστολή της 21ης Δεκεμβρίου 1992, απηύθυνε ανακοίνωση των αιτιάσεων σε καθεμιά από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, που απάντησαν όλες εγγράφως. Εννέα επιχειρήσεις ζήτησαν να εκθέσουν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους.

5 Κατά το πέρας της διαδικασίας, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφασή της, η οποία περιέχει τις ακόλουθες διατάξεις:

«Άρθρο 1

Οι επιχειρήσεις Buchmann GmbH, Cascades SA, Enso-Gutzeit Oy, Europa Carton AG, Finnboard - the Finnish Board Mills Association, Fiskeby Board AB, Gruber & Weber GmbH & Co KG, Kartonfabriek De Eendracht NV (με εμπορική επωνυμία BPB de Eendracht NV) Koninklijke KNP BT NV (πρώην Koninklijke Nederlandse Papierfabrieken NV), Laakmann Karton GmbH & Co. KG, Μο Och Domsjö AB (MoDo), Mayr-Melnhof Gesellschaft mbH, Papeteries de Lancey SA, Rena Kartonfabrik AS, Sarrió SpA, SCA Holding Ltd [πρώην Reed Paper & Board (UK) Ltd], Stora Kopparbergs Bergslags AB, Enso Española SA (πρώην Tampella Española SA) και Moritz J. Weig GmbH & Co. KG παρέβησαν το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης με τη συμμετοχή τους:

- στην περίπτωση της Buchmann και της Rena από τον Μάρτιο του 1988 περίπου μέχρι τα τέλη του 1990 τουλάχιστον,

- στην περίπτωση της Enso Española, τουλάχιστον από τον Μάρτιο του 1988 μέχρι το τέλος Απριλίου 1991 τουλάχιστον,

- στην περίπτωση της Gruber & Weber από το 1988 τουλάχιστον μέχρι τα τέλη του 1990,

- στις υπόλοιπες περιπτώσεις, από τα μέσα του 1986 μέχρι τον Απρίλιο του 1991 τουλάχιστον,

σε μία συμφωνία και μια εναρμονισμένη πρακτική με τις οποίες, από τα μέσα του 1986, οι προμηθευτές χαρτονιού στην Κοινότητα:

- πραγματοποίησαν σε τακτά χρονικά διαστήματα σειρά μυστικών και θεσμοθετημένων συναντήσεων για να συζητήσουν και να υιοθετήσουν ένα κοινό βιομηχανικό σχέδιο περιορισμού του ανταγωνισμού,

- συμφώνησαν τακτικές αυξήσεις των τιμών για κάθε ποιότητα του προϊόντος σε κάθε εθνικό νόμισμα,

- προσχεδίασαν και εφήρμοσαν ταυτόχρονες και ενιαίες αυξήσεις των τιμών σε ολόκληρη την Κοινότητα,

- συμφώνησαν άτυπα να διατηρηθούν σταθερά τα μερίδια των σημαντικότερων παραγωγών στην αγορά με κατά καιρούς τροποποιήσεις,

- έλαβαν, όλο και συχνότερα από τις αρχές του 1990, εναρμονισμένα μέτρα ελέγχου της προσφοράς του προϊόντος στην κοινοτική αγορά, για να εξασφαλίσουν την εφαρμογή των εν λόγω εναρμονισμένων αυξήσεων των τιμών,

- αντήλλαξαν εμπορικές πληροφορίες (για τις παραδόσεις, τις τιμές, την παύση της λειτουργίας των εργοστασίων, τις ανεκτέλεστες παραγγελίες και τα ποσοστά χρησιμοποίησης των μηχανημάτων) για τη στήριξη των παραπάνω μέτρων.

Άρθρο 2

Οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 πρέπει να παύσουν αμέσως την ανωτέρω παράβαση, εάν δεν το έχουν ήδη πράξει. ρέπει στο εξής να απέχουν, στα πλαίσια των δραστηριοτήτων τους στον τομέα του χαρτονιού, από οιαδήποτε συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική που μπορεί να έχει το ίδιο ή παρόμοιο αντικείμενο ή αποτέλεσμα, συμπεριλαμβανόμενης και οποιασδήποτε ανταλλαγής εμπορικών πληροφοριών:

α) με την οποία οι συμμετέχοντες ενημερώνονται άμεσα ή έμμεσα για την παραγωγή, τις πωλήσεις, τις ανεκτέλεστες παραγγελίες, τα ποσοστά χρησιμοποίησης των μηχανημάτων, το κόστος των τιμών πώλησης ή τα σχέδια εμπορίας των άλλων παραγωγών, ή

β) με την οποία, ακόμη και εάν δεν κοινοποιούνται συγκεκριμένες πληροφορίες, προωθείται, διευκολύνεται ή ενθαρρύνεται μια κοινή αντίδραση του κλάδου όσον αφορά τις τιμές ή τον έλεγχο της παραγωγής ή

γ) με την οποία μπορεί να ελεγχθεί η συμμετοχή ή η συμμόρφωση προς οποιαδήποτε ρητή ή σιωπηρή συμφωνία όσον αφορά τις τιμές ή την κατανομή της αγοράς στην Κοινότητα.

Κάθε σύστημα ανταλλαγής γενικών πληροφοριών μεταξύ τους (όπως το σύστημα Fides ή το σύστημα που θα το διαδεχθεί) πρέπει να εφαρμόζεται με τρόπο ώστε να αποκλείεται όχι μόνο η παροχή οποιωνδήποτε πληροφοριών για την εξακρίβωση της συμπεριφοράς μεμονωμένων παραγωγών, αλλά και η κοινοποίηση οποιωνδήποτε στοιχείων σχετικά με την τρέχουσα κατάσταση των εισερχόμενων και ανεκτέλεστων παραγγελιών, την πρόβλεψη του ποσοστού χρησιμοποίησης της παραγωγικής ικανότητας (έστω και αν πρόκειται, και στις δύο περιπτώσεις, για συνολικά μεγέθη) ή την παραγωγική ικανότητα κάθε μηχανήματος.

Κάθε τέτοιο σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών πρέπει να περιορίζεται στη συλλογή και κοινοποίηση συγκεντρωτικών στατιστικών στοιχείων για την παραγωγή και για τις πωλήσεις που δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την προώθηση ή τη διευκόλυνση μιας κοινής βιομηχανικής συμπεριφοράς.

Οι επιχειρήσεις καλούνται επίσης να απέχουν από οποιαδήποτε ανταλλαγή πληροφοριών που έχουν σημασία για τον ανταγωνισμό πέραν εκείνων των οποίων επιτρέπεται η ανταλλαγή, και να μη συμμετέχουν σε οποιεσδήποτε συνεδριάσεις ή άλλες επαφές για να συζητήσουν τη σημασία των ανταλλασσόμενων πληροφοριών ή την πιθανή ή ενδεχόμενη αντίδραση του κλάδου ή μεμονωμένων παραγωγών στις πληροφορίες αυτές.

Τάσσεται προθεσμία τριών μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας απόφασης για να γίνουν οι αναγκαίες τροποποιήσεις σε οποιοδήποτε σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών.

Άρθρο 3

Με την παρούσα απόφαση επιβάλλονται, για τις παραβάσεις του άρθρου 1 που διαπιστώθηκαν, τα ακόλουθα πρόστιμα στις παρακάτω επιχειρήσεις:

(...)

xvii) Stora Kopparbergs Bergslags AB, πρόστιμο 11 250 000 ECU·

(...)».

6 Όπως περαιτέρω εκτίθενται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, τα πραγματικά περιστατικά έχουν ως εξής:

«9 Κατά την απόφαση, η παράβαση εξελίχθηκε στο πλαίσιο ενός φορέα γνωστού ως Product Group Paperboard (στο εξής: PG Paperboard), ο οποίος απετελείτο από διάφορες ομάδες ή επιτροπές.

10 Εντός του φορέα αυτού συστάθηκε, περί τα μέσα του 1986, μια Presidents Working Group (ομάδα εργασίας προέδρων, στο εξής: PWG), αποτελούμενη από υψηλά ισταμένους εκπροσώπους των (οκτώ περίπου) μεγαλυτέρων παραγωγών χαρτονιού της Κοινότητας.

11 Η PWG είχε ως βασική δραστηριότητα να συζητεί και να διαβουλεύεται για την αγορά, τα μερίδια αγοράς, τις τιμές και την παραγωγική ικανότητα. Ειδικότερα, ελάμβανε βασικές αποφάσεις τόσο για το χρονοδιάγραμμα όσο και για το επίπεδο των αυξήσεων των τιμών που θα πραγματοποιούσαν οι παραγωγοί.

12 Η PWG υπέβαλλε εκθέσεις στην President Conference (συμβούλιο προέδρων, στο εξής: PC), στην οποία μετείχαν (κατά το μάλλον ή ήττον τακτικά) όλοι σχεδόν οι διευθύνοντες σύμβουλοι των οικείων επιχειρήσεων. Η PC συνερχόταν κατά την υπό κρίση περίοδο δύο φορές ετησίως.

13 ερί τα τέλη του 1987, συστάθηκε η Joint Marketing Committee (κοινή επιτροπή μάρκετινγκ, στο εξής: JMC). Βασικό της έργο ήταν αφενός μεν να προσδιορίζει εάν και, εφόσον ναι, με ποιον τρόπο θα μπορούσαν να τεθούν σε ισχύ οι αυξήσεις των τιμών, αφετέρου δε να επεξεργάζεται τις λεπτομέρειες των πρωτοβουλιών για τις τιμές που απεφάσιζε η PWG για καθεμία χώρα μεμονωμένα και για τους κυριοτέρους πελάτες με στόχο τη δημιουργία ενός συστήματος ισοδυνάμων τιμών στην Ευρώπη.

14 Τέλος, η "οικονομική επιτροπή" (στο εξής: ΟΕ) συζητούσε θέματα όπως οι διακυμάνσεις των τιμών στις εθνικές αγορές και οι ανεκτέλεστες παραγγελίες και γνωστοποιούσε τα πορίσματά της στην JMC ή, πριν από τα τέλη του 1987, στην προκάτοχο της JMC, Marketing Committee. Η ΟΕ απετελείτο από διευθυντές μάρκετινγκ ή/και πωλήσεων των περισσοτέρων από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις και συνερχόταν περισσότερες από μία φορές ετησίως.

15 Όπως προκύπτει ακόμη από την απόφαση, η Επιτροπή έκρινε ότι οι δραστηριότητες της PG Paperboard υπεβοηθούντο από την ανταλλαγή πληροφοριών που γινόταν μέσω της εταιρείας καταπιστευτικής διαχειρίσεως Fides με έδρα τη Ζυρίχη (Ελβετία). Κατά την απόφαση, τα περισσότερα μέλη της PG Paperboard υπέβαλλαν στη Fides περιοδικές εκθέσεις σχετικά με τις παραγγελίες, την παραγωγή, τις πωλήσεις και τη χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας. Οι εκθέσεις αυτές συγκεντρώνονταν στο πλαίσιο του συστήματος Fides, τα δε συγκεντρωμένα κατ' αυτόν τον τρόπο στοιχεία διαβιβάζονταν στη συνέχεια στους μετέχοντες.

16 Η προσφεύγουσα Stora Kopparbergs Bergslags AB (στο εξής: Stora) ήταν ήδη ιδιοκτήτρια της Kopparfors, μιας από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις παραγωγής χαρτονιού της Ευρώπης, όταν αγόρασε, το 1990, τον γερμανικό όμιλο προϊόντων χάρτου Feldmühle-Nobel (στο εξής: FeNo), ο οποίος περιελάμβανε τη χαρτοποιία Feldmühle (αιτιολογική σκέψη 11 της αποφάσεως). Τότε, η Feldmühle κατείχε ήδη τις Papeteries Béghin-Corbehem (στο εξής: CBC).

17 Κατά την απόφαση, οι Feldmühle, Kopparfors και CBC μετείχαν στη σύμπραξη καθ' όλη την καλυπτόμενη από την απόφαση περίοδο. εραιτέρω, η Feldmühle και η CBC μετείχαν στις συναντήσεις της PWG.

18 Οι πρώην χαρτοποιίες Kopparfors και Feldmühle ενσωματώθηκαν αργότερα και αποτελούν σήμερα τον τομέα Billerud του ομίλου Stora.

19 Κατά την αιτιολογική σκέψη 158 της αποφάσεως: "Η Stora αποδέχεται ότι είναι υπεύθυνη για τη συνέργεια στην παράβαση των θυγατρικών της εταιρειών Feldmühle, Kopparfors και CBC, τόσο πριν όσο και μετά την εξαγορά τους από τον όμιλο". Η Επιτροπή έκρινε, άλλωστε, ότι η προσφεύγουσα ήταν, λόγω συμμετοχής της Feldmühle και της CBC στις συναντήσεις της PWG, μία από τους "επί κεφαλής" και έφερε, γι' αυτό τον λόγο, ιδιαίτερη ευθύνη.»

7 Κατά της αποφάσεως προσέφυγαν επίσης δεκαέξι από τις λοιπές δεκαοκτώ εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, καθώς και τέσσερις φινλανδικές επιχειρήσεις, μέλη του επαγγελματικού ομίλου Finnboard και ευθυνόμενες αλληλεγγύως, υπ' αυτή τους την ιδιότητα, για την πληρωμή του επιβληθέντος σ' αυτόν προστίμου (υποθέσεις T-295/94, T-301/94, T-304/94, T-308/94 έως T-311/94, T-317/94, T-319/94, T-327/94, T-334/94, T-337/94, T-338/94, T-347/94, T-348/94 και T-352/94, καθώς και συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-339/94 έως T-342/94).

Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

Επί του αιτήματος ακυρώσεως της αποφάσεως

8 ρος στήριξη του αιτήματός της περί ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής, η αναιρεσείουσα επικαλέστηκε ενώπιον του ρωτοδικείου έναν μοναδικό λόγο ακυρώσεως, ότι κακώς ήταν αποδέκτρια της εν λόγω αποφάσεως. Υποστήριξε ειδικότερα ότι η παράβαση δεν έπρεπε να καταλογισθεί σ' αυτήν, διότι:

- πρώτον, ότι δεν ευθυνόταν αυτή εκ της υπό κρίση παραβάσεως, ως δικαιοδόχος των εταιριών που την διέπραξαν, διότι οι εταιρίες αυτές δεν είχαν παύσει να υφίστανται·

- δεύτερον, εν όψει της πρακτικής των αποφάσεων της Επιτροπής και της νομολογίας, δεν επληρούντο ούτε οι προϋποθέσεις για να της επιρριφθεί η ευθύνη των παραβάσεων που διαπράχθηκαν εντός του ομίλου. Συγκεκριμένα, κατά την καταλαμβανόμενη από την απόφαση περίοδο, η Stora δεν έλεγχε αποφασιστικά την εμπορική πολιτική των τριών εμπλεκομένων εταιριών (Feldmühle, Kopparfors και CBC). Η Stora απέκρουσε επίσης την άποψη της Επιτροπής ότι η μητρική εταιρία μπορεί να καταστεί υπεύθυνη για την αντίθετη στον ανταγωνισμό συμπεριφορά θυγατρικής της για τον μόνο λόγο ότι της ανήκει κατά 100 %.

9 Επ' αυτών, το ρωτοδικείο απάντησε:

«78 Όπως διαπιστώθηκε ήδη, για να εκτιμηθούν οι λόγοι που οδήγησαν την Επιτροπή να απευθύνει την απόφαση στην προσφεύγουσα, πρέπει να ερευνηθούν οι ατομικές πληροφορίες της ανακοινώσεως των αιτιάσεων. Όπως προκύπτει από τις πληροφορίες αυτές, η συμπεριφορά των εταιριών Kopparfors, Feldmühle και CBC καταλογίστηκε στην προσφεύγουσα υπό την ιδιότητά της ως μητρικής εταιρίας του ομίλου Stora.

79 Κατά πάγια νομολογία, το γεγονός ότι μια θυγατρική εταιρία έχει χωριστή νομική προσωπικότητα δεν αρκεί για να αποκλειστεί η δυνατότητα να καταλογιστεί η συμπεριφορά της στη μητρική εταιρία, ιδίως όταν η θυγατρική δεν καθορίζει κατά τρόπο αυτόνομο τη συμπεριφορά της στην αγορά, αλλά εφαρμόζει, κυρίως, τις οδηγίες που της επιβάλλει η μητρική εταιρία (βλ. ιδίως προαναφερθείσα απόφαση ICI κατά Επιτροπής, σκέψεις 132 και 133).

80 Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε ότι μπορούσε να επηρεάσει αποφασιστικά την εμπορική πολιτική της Kopparfors, παρέλκει, σύμφωνα με τη νομολογία, να εξεταστεί αν όντως άσκησε την εξουσία αυτή. ράγματι, εφόσον η Kopparfors ήταν κατά 100 % θυγατρική της προσφεύγουσας από την 1η Ιανουαρίου 1987, ακολουθεί κατ' ανάγκην την πολιτική που χαράσσουν τα κατασταστικά όργανα της μητρικής εταιρίας (βλ. προαναφερθείσα απόφαση AEG κατά Επιτροπής, σκέψη 50). Εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα δεν επικαλέστηκε κανένα αποδεικτικό στοιχείο προς στήριξη των ισχυρισμών της ότι η Kopparfors δρούσε στην αγορά του χαρτονιού ως αυτόνομη νομική οντότητα καθορίζουσα σε μεγάλο βαθμό αυτοδύναμα την εμπορική της πολιτική και διέθετε δικό της διοικητικό συμβούλιο με εξωτερικούς αντιπροσώπους.

81 Όσον αφορά τη Feldmühle και τη CBC, υπενθυμίζεται ότι, κατά τα έτη 1988 και 1989, η Feldmühle απέκτησε το σύνολο των μετοχών της CBC, η οποία έγινε κατά 100 % θυγατρική της Feldmühle. Είναι άλλωστε αδιαμφισβήτητο ότι η προσφεύγουσα συνήψε, τον Απρίλιο του 1990, συμβάσεις για την αγορά του 75 % περίπου των μετοχών του ομίλου FeNo, στον οποίο ανήκε η εταιρία Feldmühle, και ότι η πραγματική μεταβίβαση των μετοχών συντελέστηκε μόλις τον Σεπτέμβριο του 1990. Τέλος, η ίδια η προσφεύγουσα δήλωσε ότι στα τέλη 1990 αγόρασε μετοχές από μικρούς μετόχους, οπότε κατείχε το 97,84 % των μετοχών του FeNo.

82 Ακολούθως, δεν αμφισβητείται από την προσφεύγουσα ότι, κατά τον χρόνο κατά τον οποίο απέκτησε την πλειοψηφία των μετοχών του ομίλου FeNo, δύο εταιρίες του ομίλου αυτού, η Feldmühle και η CBC, μετείχαν σε παράβαση στην οποία ελάμβανε μέρος και η Kopparfors, θυγατρική κατά 100 % της προσφεύγουσας. Εφόσον η συμπεριφορά της Kopparfors πρέπει να καταλογισθεί στην προσφεύγουσα, δικαίως η Επιτροπή τόνισε, στις ατομικές πληροφορίες της ανακοινώσεως των αιτιάσεων (...) ότι η προσφεύγουσα δεν ηδύνατο να αγνοεί την αντίθετη στον ανταγωνισμό συμπεριφορά της Feldmühle και της CBC.

83 Υπ' αυτές τις συνθήκες, δικαιολογημένα η Επιτροπή καταλόγισε στην προσφεύγουσα τη συμπεριφορά της Feldmühle και της CBC για την περίοδο που προηγήθηκε και για την περίοδο που επακολούθησε την εξαγορά τους από την προσφεύγουσα. Στην προσφεύγουσα εναπέκειτο, ως μητρική εταιρία, να λάβει έναντι των θυγατρικών της κάθε μέτρο με σκοπό να εμποδίσει τη συνέχιση της παραβάσεως της οποίας δεν αγνοούσε την ύπαρξη.

84 Το συμπέρασμα αυτό ουδόλως αναιρεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι, δυνάμει της γερμανικής νομοθεσίας, δεν διέθετε την εξουσία να επηρεάσει αποφασιστικά την εμπορική πολιτική της Feldmühle, ούτε, κατ' επέκταση, της CBC. Η προσφεύγουσα, μάλιστα, δεν ισχυρίστηκε καν ότι επιχείρησε να σταματήσει την επίδικη παράβαση, απευθύνοντας, π.χ., προς τούτο ένα απλό αίτημα στο διοικητικό συμβούλιο της Feldmühle.

85 Εν όψει των παραπάνω εξελίξεων, η Επιτροπή είχε όντως την εξουσία να καταλογίσει στην προσφεύγουσα τη συμπεριφορά των ενεχομένων εταιριών. Τη διαπίστωση αυτή στηρίζει η συμπεριφορά την οποία τήρησε η προσφεύγουσα κατά τη διοικητική διαδικασία, κατά την οποία εμφανίστηκε ως η μοναδική συνομιλήτρια της Επιτροπής, από πλευράς των εταιριών του ομίλου Stora, όσον αφορά την επίδικη παράβαση (βλ., κατ' αναλογίαν, την απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Οκτωβρίου 1989, 374/87, Orkem κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 3283, σκέψη 6). Τέλος, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η επιλογή της προσφεύγουσας ως αποδέκτριας της αποφάσεως συνάδει προς τα γενικά κριτήρια τα οποία όρισε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 143 της αποφάσεως (...), εφόσον στη σκοπούμενη παράβαση συνήργησαν περισσότερες της μιας επιχειρήσεις του ομίλου Stora.

86 Επομένως, το δεύτερο σκέλος του παρόντος λόγου ακυρώσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτό, οπότε ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.»

10 Εξ άλλου, το ρωτοδικείο δεν δέχθηκε τις απαγορεύσεις του άρθρου 2, πρώτο εδάφιο, στοιχεία β_ και γ_, της αποφάσεως της Επιτροπής, καθόσον σκοπούσαν στην παρεμπόδιση της ανταλλαγής αμιγώς στατιστικών πληροφοριών μη εχουσών τον χαρακτήρα ατομικών ή δυναμένων να εξατομικευθούν πληροφοριών, με την αιτιολογία ότι υπερέβαιναν το μέτρο που ήταν αναγκαίο προς αποκατάσταση της νομιμότητας της διαπιστωθείσας συμπεριφοράς. Κατά συνέπεια, το ρωτοδικείο ακύρωσε το άρθρο 2, πρώτο έως τέταρτο εδάφιο, της εν λόγω αποφάσεως, πλην των ακολούθων χωρίων:

«Οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 πρέπει να παύσουν αμέσως την ανωτέρω παράβαση, εάν δεν το έχουν ήδη πράξει. ρέπει στο εξής να απέχουν, στα πλαίσια των δραστηριοτήτων τους στον τομέα του χαρτονιού, από οιαδήποτε συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική που μπορεί να έχει το ίδιο ή παρόμοιο αντικείμενο ή αποτέλεσμα, συμπεριλαμβανόμενης και οποιασδήποτε ανταλλαγής εμπορικών πληροφοριών:

α) με την οποία οι συμμετέχοντες ενημερώνονται άμεσα ή έμμεσα για την παραγωγή, τις πωλήσεις, τις ανεκτέλεστες παραγγελίες, τα ποσοστά χρησιμοποίησης των μηχανημάτων, το κόστος των τιμών πώλησης ή τα σχέδια εμπορίας των άλλων παραγωγών.

Κάθε σύστημα ανταλλαγής γενικών πληροφοριών μεταξύ τους (όπως το σύστημα Fides ή το σύστημα που θα το διαδεχθεί), πρέπει να εφαρμόζεται με τρόπο ώστε να αποκλείεται η παροχή οποιωνδήποτε πληροφοριών για την εξακρίβωση της συμπεριφοράς μεμονωμένων παραγωγών.»

Επί του αιτήματος ακυρώσεως ή μειώσεως του προστίμου

11 ρος στήριξη του αιτήματός της περί ακυρώσεως ή μειώσεως του προστίμου που της είχε επιβληθεί, η αναιρεσείουσα επικαλέστηκε ενώπιον του ρωτοδικείου τον λόγο περί παραβάσεως του άρθρου 15 του κανονισμού 17. Ο λόγος αυτός υποδιαιρείτο σε πέντε σκέλη, πρώτον, περί παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως του ύψους των προστίμων, δεύτερον, ότι η αναιρεσείουσα δεν έπρεπε να θεωρηθεί ως μία από τους «επί κεφαλής» της συμπράξεως, τρίτον, ότι η Επιτροπή είχε υποπέσει σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποτελεσμάτων της συμπράξεως, τέταρτον, ότι η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη, ως ελαφρυντική περίσταση, το εφαρμοσθέν από την αναιρεσείουσα πρόγραμμα ευθυγραμμίσεως και, πέμπτον, ότι, κατά την επιμέτρηση του προστίμου, η Επιτροπή είχε στηριχθεί σε «αλλότρια στοιχεία».

12 To ρωτοδικείο απέρριψε τις αιτιάσεις αυτές. Εν όψει των προβαλλομένων λόγων αναιρέσεως, η παράθεση του σκεπτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να περιορισθεί στο πρώτο, το δεύτερο και το πέμπτο σκέλος του προβληθέντος από τη Stora λόγου ακυρώσεως.

Επί του πρώτου σκέλους, περί παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως του ύψους των προστίμων

13 Η αναιρεσείουσα διατεινόταν, ενώπιον του ρωτοδικείου, ότι η Επιτροπή όφειλε να εξηγεί, μέσα στην απόφαση, πώς είχε καθορίσει το ποσό των προστίμων τα οποία επέβαλε στις κατ' ιδίαν επιχειρήσεις.

14 Συναφώς, το ρωτοδικείο απάντησε:

«117 Κατά πάγια νομολογία, η υποχρέωση αιτιολογήσεως μιας ατομικής αποφάσεως σκοπό έχει να επιτρέψει στον κοινοτικό δικαστή να ασκήσει τον έλεγχό του επί της νομιμότητας της αποφάσεως και να παράσχει στον ενδιαφερόμενο ικανές ενδείξεις ως προς το αν η απόφαση έχει επαρκές έρεισμα ή αν ενδεχομένως πάσχει ελάττωμα λόγω του οποίου θα μπορούσε να αμφισβητηθεί το κύρος της, το δε περιεχόμενο της υποχρεώσεως αυτής εξαρτάται από τη φύση της περί ης πρόκειται πράξεως και από το πλαίσιο εντός του οποίου εκδόθηκε (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση του ρωτοδικείου της 11ης Δεκεμβρίου 1996, T-49/95, Van Megen Sports κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. ΙΙ-1799, σκέψη 51).

118 ροκειμένου περί αποφάσεως που επιβάλλει, όπως η υπό κρίση, πρόστιμα σε πλείονες επιχειρήσεις λόγω παραβάσεως των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού, η έκταση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως πρέπει να προσδιορίζεται ιδίως με γνώμονα το γεγονός ότι η σοβαρότητα των παραβάσεων πρέπει να αποδεικνύεται βάσει μεγάλου αριθμού στοιχείων όπως είναι, ιδίως, τα ιδιαίτερα περιστατικά της υποθέσεως, το πλαίσιό της και ο αποτρεπτικός χαρακτήρας των προστίμων, και τούτο χωρίς να υφίσταται δεσμευτικός ή εξαντλητικός κατάλογος κριτηρίων που πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνονται υπόψη (διάταξη του Δικαστηρίου της 25ης Μαρτίου 1996, C-137/95 P, SPO κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. Ι-1611, σκέψη 54).

119 Επί πλέον, κατά τον καθορισμό του ύψους κάθε προστίμου, η Επιτροπή διαθέτει εξουσία εκτιμήσεως και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υποχρεούται να εφαρμόζει προς τούτο κάποιον συγκεκριμένο μαθηματικό τύπο (βλ., στην ίδια κατεύθυνση, απόφαση του ρωτοδικείου της 6ης Απριλίου 1995, T-150/89, Martinelli κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-1165, σκέψη 59).

120 Τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη, στην απόφαση, για τον καθορισμό του γενικού επιπέδου των προστίμων και του ύψους των κατ' ιδίαν προστίμων παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 168 και 169 αντιστοίχως. Όσον αφορά, περαιτέρω, τα κατ' ιδίαν πρόστιμα, η Επιτροπή εξηγεί, στην αιτιολογική σκέψη 170, ότι οι επιχειρήσεις που μετείχαν στην PWG εθεωρούντο, κατ' αρχήν, ως "επί κεφαλής" της συμπράξεως, ενώ οι λοιπές επιχειρήσεις εθεωρούντο ως "απλά μέλη" της. Τέλος, στις αιτιολογικές σκέψεις 171 και 172, αναφέρει ότι τα ποσά των προστίμων που επιβλήθηκαν στη Rena και στην προσφεύγουσα πρέπει να είναι σημαντικά μειωμένα, προκειμένου να ληφθεί υπόψη η συνεργασία τους με την Επιτροπή, και ότι άλλες οκτώ επιχειρήσεις μπορούν επίσης, σε μικρότερο βαθμό, να τύχουν κάποιας μειώσεως, διότι, στις απαντήσεις που έδωσαν στην κοινοποίηση των αιτιάσεων, δεν αμφισβήτησαν την ουσία των πραγματικών ισχυρισμών που διατύπωσε η Επιτροπή.

121 Με τα δικόγραφα που κατέθεσε στο ρωτοδικείο, καθώς και με απάντησή της σε γραπτή του ερώτηση, η Επιτροπή εξήγησε ότι τα πρόστιμα υπολογίστηκαν βάσει του κύκλου εργασιών τον οποίον είχε πραγματοποιήσει καθεμιά από τις αποδέκτριες της αποφάσεως επιχειρήσεις στην κοινοτική αγορά του χαρτονιού το 1990. Επιβλήθηκαν έτσι πρόστιμα έχοντα ως βάση υπολογισμού για τις μεν επιχειρήσεις που εθεωρούντο ως "επί κεφαλής" της συμπράξεως το 9 %, για τις δε λοιπές το 7,5 % του ατομικού τους κύκλου εργασιών. Τέλος, η Επιτροπή έλαβε υπόψη το ενδεχόμενο πνεύμα συνεργασίας το οποίο επέδειξαν ορισμένες επιχειρήσεις κατά την ενώπιόν της διαδικασία. Γι' αυτόν τον λόγο, δύο επιχειρήσεις έτυχαν μειώσεως των προστίμων τους κατά τα δύο τρίτα, ενώ άλλες έτυχαν μειώσεως κατά το ένα τρίτο.

122 Όπως άλλωστε προκύπτει από προσκομισθέντα από την Επιτροπή πίνακα που περιέχει στοιχεία για τον καθορισμό του ύψους καθενός από τα κατ' ιδίαν πρόστιμα, ναι μεν αυτά δεν καθορίστηκαν εφαρμόζοντας κατ' αυστηρώς μαθηματικό τρόπο μόνο τα προαναφερθέντα αριθμητικά στοιχεία, τα εν λόγω όμως στοιχεία ελήφθησαν κατά σύστημα υπόψη κατά τον υπολογισμό των προστίμων.

123 Η απόφαση όμως δεν διευκρινίζει ότι τα πρόστιμα υπολογίστηκαν βάσει του κύκλου εργασιών τον οποίο είχε πραγματοποιήσει καθεμιά απο τις επιχειρήσεις στην κοινοτική αγορά του χαρτονιού το 1990. Επί πλέον, οι εφαρμοσθέντες βασικοί συντελεστές, του 9 % για τον υπολογισμό των προστίμων που εφαρμόστηκαν στις επιχειρήσεις που εθεωρούντο ως "επί κεφαλής" και του 7,5 % για τις θεωρούμενες ως "απλά μέλη", δεν μνημονεύονται στην απόφαση. Ούτε μνημονεύονται τα ποσοστά των μειώσεων που έγιναν στη Rena και στην προσφεύγουσα αφενός και στις άλλες οκτώ επιχειρήσεις αφετέρου.

124 Εν προκειμένω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι αιτιολογικές σκέψεις 168 έως 172 της αποφάσεως - ερμηνευόμενες υπό το πρίσμα των λεπτομερώς παρατιθεμένων στην ίδια την απόφαση πραγματικών ισχυρισμών που στρέφονται καθ' εκάστου αποδέκτη της αποφάσεως - εκθέτουν επαρκή και πρόσφορα στοιχεία εκτιμήσεως που λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό της βαρύτητας και της διάρκειας της παραβάσεως την οποία διέπραξε καθεμιά από τις ενεχόμενες επιχειρήσεις (βλ., στην ίδια κατεύθυνση, απόφαση του ρωτοδικείου της 24ης Οκτωβρίου 1991, T-2/89, Petrofina κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. ΙΙ-1087, σκέψη 264).

125 Δεύτερον, όταν το ύψος κάθε προστίμου καθορίζεται, όπως εν προκειμένω, βάσει συστηματικής εκτιμήσεως ορισμένων συγκεκριμένων στοιχείων, η μνεία καθενός από τους παράγοντες αυτούς στην απόφαση θα διευκόλυνε τις επιχειρήσεις στην προσπάθειά τους να εκτιμήσουν αφενός μεν αν η Επιτροπή υπέπεσε σε σφάλματα κατά την επιμέτρηση του κάθε προστίμου, αφετέρου δε αν το ύψος κάθε προστίμου δικαιολογείται με γνώμονα τα εφαρμοζόμενα γενικά κριτήρια. Εν προκειμένω, η μνεία καθενός από τους εν λόγω παράγοντες στην απόφαση, ήτοι του κύκλου εργασιών αναφοράς, του έτους αναφοράς, των ποσοστών που ελήφθησαν ως αφετηρία και των ποσοστών μειώσεως του ύψους των προστίμων, ουδόλως θα συνεπαγόταν έμμεση κοινολόγηση του συγκεκριμένου κύκλου εργασιών των αποδεκτριών της αποφάσεως επιχειρήσεων, κοινολόγηση δυναμένη να στοιχειοθετήσει παράβαση του άρθρου 214 της Συνθήκης. Και τούτο, διότι το τελικό ποσό κάθε κατ' ιδίαν προστίμου δεν προκύπτει, όπως τόνισε η ίδια η Επιτροπή, από αυστηρώς μαθηματική εφαρμογή των παραπάνω παραγόντων.

126 Όπως άλλωστε αναγνώρισε επ' ακροατηρίου η Επιτροπή, τίποτε δεν την εμπόδιζε να μνημονεύσει στην απόφαση τους παράγοντες που είχε λάβει κατά σύστημα υπόψη και τους οποίους κοινολόγησε κατά τη διάρκεια συνεντεύξεως Τύπου την οποία έδωσε την ημέρα της εκδόσεως αυτής της αποφάσεως το αρμόδιο για θέματα ανταγωνισμού μέλος της Επιτροπής. Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι, κατά πάγια νομολογία, η αιτιολογία αποφάσεως πρέπει να περιλαμβάνεται στο σώμα της αποφάσεως και ότι εξηγήσεις παρεχόμενες μεταγενεστέρως από την Επιτροπή δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, πλην ειδικών περιστάσεων (βλ. απόφαση του ρωτοδικείου της 2ας Ιουλίου 1992, T-61/89, Dansk Pelsdyravlerforening κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. ΙΙ-1931, σκέψη 131, και, στην ίδια κατεύθυνση, προαναφερθείσα απόφαση Hilti κατά Επιτροπής, σκέψη 136).

127 αρά τις διαπιστώσεις αυτές, πρέπει να σημειωθεί ότι η περιεχομένη στις αιτιολογικές σκέψεις 167 έως 172 της αποφάσεως αιτιολόγηση της επιμετρήσεως του προστίμου δεν είναι λιγότερο λεπτομερής από εκείνες που περιέχονται στις προγενέστερες αποφάσεις της Επιτροπής που αφορούν παρόμοιες παραβάσεις. Καίτοι, όμως, ο λόγος περί πλημμελούς αιτιολογίας είναι δημοσίας τάξεως, η κοινοτική δικαιοσύνη δεν είχε διατυπώσει - κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως - καμμία επίκριση ως προς την ακολουθούμενη από την Επιτροπή πρακτική σχετικά με την αιτιολόγηση των επιβαλλομένων προστίμων. Μόνο στην απόφαση της 6ης Απριλίου 1995, T-148/89, Tréfilunion κατά Επιτροπής (Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-1063, σκέψη 142), και σε άλλες δύο αποφάσεις εκδοθείσες αυθημερόν, T-147/89, Société métallurgique de Normandie κατά Επιτροπής (Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-1057, συνοπτική δημοσίευση), και T-151/89, Société des treillis et panneaux soudés κατά Επιτροπής (Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-1191, συνοπτική δημοσίευση), το ρωτοδικείο τόνισε, για πρώτη φορά, ότι είναι επιθυμητό οι επιχειρήσεις να γνωρίζουν λεπτομερώς τον τρόπο υπολογισμού του προστίμου που τους επιβάλλεται, χωρίς να είναι υποχρεωμένες προς τούτο να ασκήσουν δικαστική προσφυγή κατά της αποφάσεως της Επιτροπής.

128 Επομένως, όταν διαπιστώνει, σε μια απόφαση, παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού και επιβάλλει πρόστιμα στις επιχειρήσεις που έχουν μετάσχει σ' αυτήν, η Επιτροπή οφείλει, εφόσον έχει λάβει κατά σύστημα υπόψη ορισμένα βασικά στοιχεία προς καθορισμό του ύψους των προστίμων, να μνημονεύει τα στοιχεία αυτά στο σώμα της αποφάσεως, ώστε να παρέχει στους αποδέκτες της τη δυνατότητα να επαληθεύουν αν το ύψος του προστίμου καθορίστηκε προσηκόντως και να εκτιμούν μήπως ασκήθηκε διάκριση.

129 Υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις που επισημαίνονται στην παραπάνω σκέψη 127, και εν όψει του ότι η Επιτροπή έδειξε διατεθειμένη να παράσχει, κατά την ένδικη διαδικασία, κάθε πρόσφορη πληροφορία σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού των προστίμων, η έλλειψη, στην απόφαση, ειδικής αιτιολογήσεως του τρόπου υπολογισμού των προστίμων δεν πρέπει να θεωρηθεί, εν προκειμένω, ως παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως δικαιολογούσα την ολική ή μερική ακύρωση των επιβληθέντων προστίμων.

130 Κατά συνέπεια, το πρώτο σκέλος του λόγου ακυρώσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτό.»

Επί του δευτέρου σκέλους, ότι η αναιρεσείουσα δεν έπρεπε να θεωρηθεί ως μία από τους «επί κεφαλής» της συμπράξεως

15 Ενώπιον του ρωτοδικείου, η Stora κατελόγιζε στην Επιτροπή ότι θεωρούσε πως η σύμπραξη είχε επιτύχει σε μεγάλο βαθμό τους στόχους της, ενώ η απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων περιείχε λεπτομερή έκθεση των συνθηκών της αγοράς και των λόγων για τους οποίους οι συμφωνίες για τις ανατιμήσεις είχαν ασκήσει πολύ περιορισμένη επίδραση στις πράγματι διαμορφωθείσες τιμές.

16 Το ρωτοδικείο απάντησε:

«137 Κατά την αιτιολογική σκέψη 168, έβδομη περίπτωση, της αποφάσεως, η Επιτροπή καθόρισε το γενικό επίπεδο των προστίμων λαμβάνοντας, μεταξύ άλλων, υπόψη το γεγονός ότι "η σύμπραξη επέτυχε σε μεγάλο βαθμό τους στόχους της". Η εκτίμηση αυτή αναφέρεται αδιαμφισβήτητα στα αποτελέσματα τα οποία επέφερε στην αγορά η διαπιστωθείσα στο άρθρο 1 της αποφάσεως παράβαση.

138 Για να ελεγχθεί η εκτίμηση την οποία εξέφερε η Επιτροπή επί των αποτελεσμάτων της παραβάσεως, το ρωτοδικείο θεωρεί ότι αρκεί να εξετάσει την εκτίμηση την οποία εξέφερε επί των αποτελεσμάτων της συμπαιγνίας ως προς τις τιμές. Συγκεκριμένα, πρώτον, από την απόφαση προκύπτει ότι η διαπίστωση περί μεγάλου βαθμού επιτυχίας των στόχων στηρίζεται κατ' ουσίαν στα αποτελέσματα της συμπαιγνίας ως προς τις τιμές. Ενώ τα αποτελέσματα αυτά αναλύονται στις αιτιολογικές σκέψεις 100 έως 102, 115 και 135 έως 137 της αποφάσεως, αντιθέτως, το ζήτημα αν η συμπαιγνία ως προς τα μερίδια της αγοράς και ως προς τα διαστήματα διακοπής της λειτουργίας άσκησαν επίδραση στην αγορά πουθενά δεν εξετάζεται ειδικώς.

139 Δεύτερον, με βάση την εξέταση της επιδράσεως της συμπαιγνίας ως προς τις τιμές, μπορεί, ούτως ή άλλως, να εκτιμηθεί και το αν επιτεύχθηκε ο στόχος της συμπαιγνίας ως προς τα διαστήματα διακοπής της λειτουργίας, εφόσον σκοπός αυτής ήταν να μη πληγεί η αποτελεσματικότητα των εναρμονισμένων πρωτοβουλιών για τις τιμές από πλεονάζουσα προσφορά.

140 Τρίτον, όσον αφορά τη συμπαιγνία ως προς τα μερίδια της αγοράς, η Επιτροπή δεν υποστηρίζει ότι όσες επιχειρήσεις μετείχαν στις συναντήσεις της PWG αποσκοπούσαν στην απόλυτη παγίωση των μεριδίων τους στην αγορά. Κατά την αιτιολογική σκέψη 60, δεύτερο εδάφιο, της αποφάσεως, η συμφωνία επί των μεριδίων της αγοράς δεν ήταν παγιωμένη, "αλλά αποτελούσε το αντικείμενο περιοδικών προσαρμογών και επαναδιαπραγματεύσεων". Εν όψει αυτής της διευκρινίσεως, δεν μπορεί, επομένως, να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι έκρινε ότι η σύμπραξη επέτυχε σε μεγάλο βαθμό τους στόχους της χωρίς να εξετάσει ειδικά στην απόφαση την επιτυχία της συμπράξεως αυτής ως προς τα μερίδια της αγοράς.

141 Όσον αφορά τη συμπαιγνία ως προς τις τιμές, η Επιτροπή εκτίμησε τα γενικά της αποτελέσματα.

142 Από την απόφαση προκύπτει, όπως επιβεβαίωσε επ' ακροατηρίου η Επιτροπή, ότι έγινε διάκριση μεταξύ τριών ειδών αποτελεσμάτων. Επί πλέον, η Επιτροπή στηρίχτηκε στο γεγονός ότι οι πρωτοβουλίες για τις τιμές θεωρήθηκαν, σε γενικές γραμμές, ως επιτυχία από τους ίδιους τους παραγωγούς.

143 Το πρώτο είδος αποτελεσμάτων το οποίο έλαβε υπόψη η Επιτροπή - χωρίς ν' αμφισβητηθεί από την προσφεύγουσα - συνίσταται στο ότι οι συμφωνούμενες ανατιμήσεις αναγγέλλοντο πράγματι στους πελάτες. Οι νέες τιμές χρησίμευαν έτσι ως σημείο αφετηρίας, σε περίπτωση ατομικών διαπραγματεύσεων των τιμών των συναλλαγών με τους πελάτες (βλ. ιδίως αιτιολογικές σκέψεις 100 και 101, πέμπτο και έκτο εδάφιο, της αποφάσεως).

144 Το δεύτερο είδος αποτελεσμάτων συνίσταται στο ότι η εξέλιξη των τιμών των συναλλαγών ακολουθούσε την εξέλιξη των αναγγελλομένων τιμών. Όπως υποστηρίζει συναφώς η Επιτροπή, "οι παραγωγοί όχι μόνον ανήγγειλαν τις συμπεφωνημένες αυξήσεις των τιμών, αλλά και, με ελάχιστες εξαιρέσεις, ελάμβαναν αυστηρά μέτρα για να τις επιβάλλουν στους πελάτες" (αιτιολογική σκέψη 101, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως). Δέχεται ότι οι πελάτες επιτύγχαναν ενίοτε παραχωρήσεις όσον αφορά την έναρξη ισχύος των ανατιμήσεων ή ατομικές εκπτώσεις, ιδίως σε περίπτωση μεγάλων παραγγελιών, και ότι "η μέση καθαρή αύξηση που προέκυπτε μετά από όλες τις εκπτώσεις, τις μειώσεις και τις άλλες παραχωρήσεις ήταν πάντα μικρότερη από το ολόκληρο ποσό της αναγγελλόμενης αύξησης" (αιτιολογική σκέψη 102, τελευταίο εδάφιο). Αναφερόμενη όμως σε διαγράμματα που περιέχονται σε μια οικονομική μελέτη που εκπονήθηκε, για την ενώπιον της Επιτροπής διαδικασία, για λογαριασμό διαφόρων επιχειρήσεων αποδεκτριών της αποφάσεως (στο εξής: έκθεση LE), ισχυρίζεται ότι, κατά την καταλαμβανομένη από την απόφαση περίοδο, υπήρχε "στενή γραμμική σχέση" μεταξύ της εξελίξεως των αναγγελλομένων τιμών και της εξελίξεως των τιμών των συναλλαγών, εκφραζομένων σε εθνικό νόμισμα ή μετατρεπομένων σε ECU. Καταλήγει δε ως εξής: "Οι καθαρές αυξήσεις των τιμών ακολουθούσαν αμέσως μετά την αναγγελία των τιμών, αν και με κάποια χρονική υστέρηση. Ο συντάκτης της έκθεσης ομολόγησε κατά την προφορική ακρόαση ότι αυτό συνέβη το 1988 και το 1989" (αιτιολογική σκέψη 115, δεύτερο εδάφιο).

145 ρέπει να γίνει δεκτό ότι, κατά την εκτίμηση αυτού του δευτέρου είδους αποτελεσμάτων, η Επιτροπή ορθώς εθεώρησε ότι η ύπαρξη γραμμικής σχέσεως μεταξύ της εξελίξεως των αναγγελλομένων τιμών και της εξελίξεως των τιμών των συναλλαγών στοιχειοθετούσε ότι αυτές υφίσταντο, όπως επιδίωκαν οι παραγωγοί, την επίδραση των πρωτοβουλιών για τις τιμές. ράγματι, γίνεται κοινώς δεκτόν ότι, στην οικεία αγορά, η πρακτική των ατομικών διαπραγματεύσεων με τους πελάτες συνεπάγεται ότι οι τιμές των συναλλαγών δεν είναι, εν γένει, οι ίδιες με τις αναγγελλόμενες τιμές. Επομένως, δεν πρέπει να προδικάζεται ότι οι αυξήσεις των τιμών των συναλλαγών θα είναι οι ίδιες με τις αυξήσεις των αναγγελλομένων τιμών.

146 Όσον αφορά αυτή καθαυτή την ύπαρξη συσχετίσεως μεταξύ των αυξήσεων των αναγγελλομένων τιμών και των αυξήσεων των τιμών των συναλλαγών, ορθώς η Επιτροπή αναφέρθηκε στην έκθεση LE, η οποία αποτελεί ανάλυση της εξελίξεως των τιμών του χαρτονιού κατά την εξεταζόμενη στην απόφαση περίοδο, στηριζόμενη σε στοιχεία παρασχεθέντα από διαφόρους παραγωγούς.

147 Η έκθεση όμως αυτή εν μέρει μόνον επιβεβαιώνει την τότε ύπαρξη "στενής γραμμικής σχέσεως". Συγκεκριμένα, από την εξέταση της περιόδου 1987 έως 1991 προκύπτει ότι μπορούν να διακριθούν τρεις υποπερίοδοι. Συναφώς, σε ακρόαση ενώπιον της Επιτροπής, ο συντάκτης της εκθέσεως LE συνόψισε τα συμπεράσματά του ως εξής: "Δεν υπάρχει στενή συσχέτιση, έστω και ετεροχρονισμένη, μεταξύ της αναγγελθείσας ανατιμήσεως και των τιμών της αγοράς, κατά την αρχή της υπό κρίση περιόδου, από 1987 έως 1988. Αντιθέτως, τέτοια συσχέτιση υφίσταται το 1988/1989, στη συνέχεια η συσχέτιση αυτή φθίνει για να συμπεριφερθεί κατά τρόπο μάλλον παράδοξο [oddly] κατά την περίοδο 1990/1991" (πρακτικό της ακροάσεως, σ. 28). Επισήμανε περαιτέρω ότι αυτές οι διακυμάνσεις συνεδέοντο στενά με διακυμάνσεις της ζητήσεως (βλ. ιδίως πρακτικό της ακροάσεως, σ. 20).

148 Αυτά τα προφορικώς διατυπωθέντα συμπεράσματα του συντάκτη συνάδουν με τα όσα αναπτύσσονται στην έκθεσή του, και ιδίως με τα διαγράμματα όπου συγκρίνεται η εξέλιξη των αναγγελλομένων τιμών με την εξέλιξη των τιμών των συναλλαγών (έκθεση LE, διαγράμματα 10 και 11, σ. 29). Επιβάλλεται, επομένως, η διαπίστωση ότι η Επιτροπή μερικώς μόνον απέδειξε την ύπαρξη της "στενής γραμμικής σχέσεως" την οποία επικαλείται.

149 Κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή είπε επίσης ότι έλαβε υπόψη και ένα τρίτο είδος αποτελεσμάτων της συμπαιγνίας ως προς τις τιμές, συνιστάμενο στο ότι το επίπεδο των τιμών των συναλλαγών ήταν υψηλότερο του επιπέδου που θα επιτυγχανόταν αν δεν υπήρχε συμπαιγνία. Συναφώς, η Επιτροπή, τονίζοντας ότι ο χρόνος και η σειρά αναγγελίας των ανατιμήσεων είχαν προγραμματιστεί από την PWG, εκτιμά, στην απόφαση, ότι "είναι αδιανόητο υπό τις περιστάσεις αυτές να μην είχαν επηρεάσει οι εναρμονισμένες αναγγελίες τα πραγματικά επίπεδα τιμών" (αιτιολογική σκέψη 136, τρίτο εδάφιο, της αποφάσεως). Η έκθεση LE (τμήμα 3), όμως, περιέχει ένα υπόδειγμα βάσει του οποίου μπορεί να προβλεφθεί το επίπεδο τιμών που προκύπτει από τις αντικειμενικές συνθήκες της αγοράς. Κατά την έκθεση αυτή, το επίπεδο των τιμών, όπως καθοριζόταν από αντικειμενικούς οικονομικούς παράγοντες κατά την περίοδο 1975 έως 1991, εξελίχθηκε, με αμελητέες διακυμάνσεις, όπως εξελίχθηκαν και οι εφαρμοσθείσες τιμές των συναλλαγών, περιλαμβανομένης και της περιόδου την οποία αφορά η απόφαση.

150 αρά τα συμπεράσματα αυτά, η περιεχομένη στην έκθεση ανάλυση δεν δικαιολογεί τη διαπίστωση ότι οι εναρμονισμένες πρωτοβουλίες για τις τιμές δεν παρέσχαν στους παραγωγούς τη δυνατότητα να φτάσουν επίπεδο τιμών των συναλλαγών υψηλότερο εκείνου που θα προέκυπτε από την ελεύθερη λειτουργία του ανταγωνισμού. Συναφώς, όπως τόνισε επ' ακροατηρίου η Επιτροπή, είναι πιθανόν οι παράγοντες που ελήφθησαν υπόψη στην εν λόγω ανάλυση να επηρεάστηκαν από την ύπαρξη της συμπαιγνίας. Έτσι, η Επιτροπή ορθώς υποστήριξε ότι η συνιστώσα συμπαιγνία συμπεριφορά ήταν, π.χ., ικανή να περιορίσει τα κίνητρα που θα είχαν οι επιχειρήσεις για να μειώσουν το κόστος τους. Δεν επικαλέστηκε όμως την ύπαρξη κανενός συγκεκριμένου σφάλματος στην ανάλυση της εκθέσεως LE, ούτε προέβαλε κάποια δική της οικονομική ανάλυση για το πώς θα εξελίσσοντο οι τιμές των συναλλαγών αν δεν υπήρχε σύμπραξη. Υπ' αυτές τις συνθήκες, ο ισχυρισμός της ότι το επίπεδο των τιμών των συναλλαγών θα ήταν χαμηλότερο αν δεν υπήρχε σύμπραξη μεταξύ των παραγωγών δεν μπορεί να γίνει δεκτός.

151 Επομένως, η απόδειξη αυτού του τρίτου είδους αποτελεσμάτων της συμπαιγνίας ως προς τις τιμές δεν αποδείχθηκε.

152 Τις προεκτεθείσες διαπιστώσεις ουδόλως μεταβάλλει η υποκειμενική εκτίμηση των παραγωγών, στην οποία στηρίχθηκε η Επιτροπή για να θεωρήσει ότι η σύμπραξη είχε επιτύχει σε μεγάλο βαθμό τους στόχους της. Επί του σημείου αυτού, η Επιτροπή αναφέρθηκε σε έναν κατάλογο εγγράφων την οποία προσκόμισε κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση. Όμως, και αν ακόμη υποτεθεί ότι στήριξε την εκτίμησή της για την ενδεχομένη επιτυχία των πρωτοβουλιών για τις τιμές σε έγγραφα που απηχούσαν την υποκειμενική αίσθηση ορισμένων παραγωγών, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι διάφορες επιχειρήσεις, μεταξύ των οποίων και η προσφεύγουσα, ορθώς εμνημόνευσαν επ' ακροατηρίου πολλά άλλα έγγραφα της δικογραφίας, όπου εκφράζονται οι δυσχέρειες τις οποίες συνάντησαν οι παραγωγοί κατά την εφαρμογή των συμφωνηθεισών ανατιμήσεων. Υπ' αυτές τις συνθήκες, η αναφορά της Επιτροπής στις δηλώσεις των ίδιων των παραγωγών δεν αρκεί για ν' αντληθεί το συμπέρασμα ότι η σύμπραξη επέτυχε σε μεγάλο βαθμό τους στόχους της.

153 Εν όψει των προεκτεθέντων, τα επισημαινόμενα από την Επιτροπή αποτελέσματα της παραβάσεως μερικώς μόνον αποδείχθηκαν. Το ρωτοδικείο θα προσδιορίσει τις επιπτώσεις του συμπεράσματος αυτού στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του πλήρους δικαιοδοσίας επί των προστίμων, κατά την αξιολόγηση της βαρύτητας της διαπιστωθείσας εν προκειμένω παραβάσεως (βλ. σκέψη 170 κατωτέρω).»

Επί του πέμπτου σκέλους, ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε, κατά την επιμέτρηση του προστίμου, σε «αλλότρια στοιχεία»

17 Ενώπιον του ρωτοδικείου, η Stora, αφού διαπιστώσε ότι το συνολικό ύψος του προστίμου υπερέβαινε κάθε προηγούμενο επιβληθέν από την Επιτροπή πρόστιμο, υποστήριξε ότι, εφόσον το ζήτημα αυτό δεν εξηγείτο στην απόφαση της Επιτροπής, έπρεπε κατ' ανάγκην να υποτεθεί ότι είχαν κατισχύσει «αλλότρια στοιχεία».

18 Επ' αυτού το ρωτοδικείο απάντησε:

«165 Εν προκειμένω, η Επιτροπή καθόρισε το γενικό επίπεδο των προστίμων λαμβάνοντας υπόψη τη διάρκεια της παραβάσεως (αιτιολογική σκέψη 167 της αποφάσεως), καθώς και τις ακόλουθες εκτιμήσεις (αιτιολογική σκέψη 168):

"- η αθέμιτη συνεργασία για τον καθορισμό των τιμών και των μεριδίων της αγοράς αποτελεί αυτή καθεαυτή σοβαρό περιορισμό του ανταγωνισμού,

- η σύμπραξη κάλυπτε όλο σχεδόν το έδαφος της Κοινότητας,

- η κοινοτική αγορά χαρτονιού αποτελεί σημαντικό βιομηχανικό κλάδο με ετήσιο κύκλο εργασιών 2,5 περίπου δισεκατομμύρια ECU,

- οι επιχειρήσεις που συμμετείχαν στην παράβαση καλύπτουν σχεδόν ολόκληρη την αγορά,

- η σύμπραξη λειτουργούσε με τη μορφή ενός συστήματος τακτικών θεσμοθετημένων συνεδριάσεων που αποσκοπούσαν στη λεπτομερέστατη ρύθμιση της κοινοτικής αγοράς χαρτονιού,

- ελήφθησαν περίπλοκα μέτρα για να συγκαλυφθεί η αληθινή φύση και η έκταση της αθέμιτης συνεργασίας (ανυπαρξία οποιωνδήποτε επίσημων πρακτικών ή εγγράφων για την PWG και την JMC· αποτροπή της τήρησης σημειώσεων· σκηνοθέτηση του χρόνου και της σειράς με την οποία αναγγέλλονταν οι αυξήσεις των τιμών για να μπορεί να υποστηριχθεί ότι ακολουθούσαν’ άλλες κ.λπ.),

- η σύμπραξη επέτυχε σε μεγάλο βαθμό τους στόχους της."

166 Επί πλέον, το ρωτοδικείο υπενθυμίζει ότι, όπως προκύπτει από απάντηση της Επιτροπής σε γραπτή ερώτηση του ρωτοδικείου, τα επιβληθέντα πρόστιμα είχαν ως βάση υπολογισμού για τις μεν επιχειρήσεις που θεωρούνται "επί κεφαλής" της συμπράξεως το 9 %, για τις δε λοιπές το 7,5 % του κύκλου εργασιών τον οποίο πραγματοποίησε καθεμιά από τις αποδέκτριες της αποφάσεως επιχειρήσεις στην κοινοτική αγορά του χαρτονιού το 1990.

167 ρέπει να τονισθεί, πρώτον, ότι, κατά την εκτίμηση του γενικού επιπέδου των προστίμων, η Επιτροπή ευλόγως λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι εξακολουθούν να εμφανίζονται σχετικά συχνά κατάφωρες παραβάσεις των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού και, επομένως, έχει τη δυνατότητα να αυξάνει το ύψος των προστίμων προκειμένου να ενισχύει το προληπτικό τους αποτέλεσμα. Κατά συνέπεια, το ότι η Επιτροπή επέβαλε στο παρελθόν πρόστιμα ορισμένου ύψους για ορισμένες μορφές παραβάσεων δεν της στερεί τη δυνατότητα να αυξάνει το ύψος αυτό, εντός των ορίων που τίθενται με τον κανονισμό 17, αν αυτό είναι αναγκαίο προκειμένου να κατοχυρωθεί η εφαρμογή της κοινοτικής πολιτικής ανταγωνισμού (βλ. ιδίως απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Ιουνίου 1983, 100/80, 101/80, 102/80 και 103/80, Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής Συλλογή 1983, σ. 1825, σκέψεις 105 έως 108, και απόφαση του ρωτοδικείου της 10ης Μαρτίου 1992, T-13/89, ICI κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. ΙΙ-1021, σκέψη 385).

168 Δεύτερον, η Επιτροπή ορθώς υποστήριξε ότι, λόγω των ιδιορρυθμιών της παρούσας υποθέσεως, δεν χωρεί απευθείας σύγκριση του γενικού επιπέδου των προστίμων που ισχύει στην επίδικη απόφαση με εκείνο που ίσχυε στην προηγούμενη πρακτική των αποφάσεων της Επιτροπής και ειδικότερα στην απόφαση ολυπροπυλενίου, την οποία η ίδια η Επιτροπή κρίνει ως την πλέον παρεμφερή με την παρούσα. Συγκεκριμένα, αντιθέτως προς την υπόθεση που οδήγησε στην απόφαση ολυπροπυλενίου, εδώ δεν ελήφθη υπόψη καμμία γενική ελαφρυντική περίσταση κατά τον καθορισμό του γενικού επιπέδου των προστίμων. εραιτέρω, η λήψη μέτρων με τα οποία επιδιώκεται η απόκρυψη της υπάρξεως της συμπαιγνίας δείχνει ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις είχαν πλήρη επίγνωση του παρανόμου της συμπεριφοράς τους. Επομένως, δικαιολογημένα η Επιτροπή έλαβε υπόψη τα μέτρα αυτά κατά την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως, διότι συνιστούσαν ιδιαιτέρως σοβαρό στοιχείο αυτής, που τις διακρίνει έναντι άλλων παραβάσεων που έχει διαπιστώσει στο παρελθόν η Επιτροπή.

169 Τρίτον, πρέπει να τονισθεί η μακρά διάρκεια και ο κατάφωρος χαρακτήρας της διαπραχθείσας παραβάσεως του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, η οποία διαπράχθηκε παρά την προειδοποίηση την οποία θα όφειλε να συνιστά η προηγούμενη πρακτική των αποφάσεων της Επιτροπής, και ιδίως η απόφαση ολυπροπυλενίου.

170 Βάσει των στοιχείων αυτών, πρέπει να θεωρηθεί ότι τα κριτήρια που εκτίθενται στην αιτιολογική σκέψη 168 της αποφάσεως δικαιολογούν το καθορισθέν από την Επιτροπή γενικό επίπεδο των προστίμων. Επομένως, ο ισχυρισμός ότι η Επιτροπή στηρίχτηκε, κατά την επιμέτρηση του προστίμου, σε αλλότρια στοιχεία είναι αστήρικτος. Ασφαλώς, όπως έκρινε ήδη το ρωτοδικείο, τα αποτελέσματα της συμπαιγνίας ως προς τις τιμές, τα οποία δέχτηκε η Επιτροπή για τον καθορισμό του γενικού επιπέδου των προστίμων, μερικώς μόνον αποδείχθηκαν. Υπό το πρίσμα όμως των προεκτιθεμένων σκέψεων, το συμπέρασμα αυτό δεν είναι ικανό να επηρεάσει αισθητά την εκτίμηση της βαρύτητας της διαπιστωθείσας παραβάσεως. Συναφώς, το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις ανήγγελλαν όντως τις συμφωνούμενες ανατιμήσεις και ότι οι αναγγελλόμενες τιμές αποτελούσαν το σημείο αφετηρίας για τον καθορισμό των ατομικών τιμών των συναλλαγών αρκεί αφ' εαυτού για να διαπιστωθεί ότι η σύμπραξη ως προς τις τιμές είχε και ως σκοπό και ως αποτέλεσμα τον σοβαρό περιορισμό του ανταγωνισμού. Επομένως, στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του πλήρους δικαιοδοσίας, το ρωτοδικείο κρίνει ότι γενόμενες διαπιστώσεις σχετικά με τα αποτελέσματα της παραβάσεως δεν δικαιολογούν καμμία μείωση του καθορισθέντος από την Επιτροπή γενικού επιπέδου των προστίμων.

171 Συνεπώς, το πέμπτο σκέλος του λόγου ακυρώσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτό.»

Η αίτηση αναιρέσεως

19 Με την αίτηση αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα ζητεί να εξαφανισθεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να ακυρωθεί η απόφαση της Επιτροπής, κατά το μέτρο που την αφορά. Επικουρικώς, ζητεί να ακυρωθεί ή τουλάχιστον να μειωθεί το πρόστιμο που της επιβλήθηκε.

20 ρος στήριξη της αιτήσεώς της, η αναιρεσείουσα επικαλείται τρείς λόγους αναιρέσεως:

- παράβαση των άρθρων 85 της Συνθήκης και 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, και παραβίαση των γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου·

- έλλειψη αιτιολογήσεως του υπολογισμού του προστίμου·

- πλάνη περί το δίκαιο, καθ' όσον το ρωτοδικείο έκρινε ότι η μη συνδρομή των φερομένων αποτελεσμάτων επί των τιμών δεν επηρέαζε την κρίση του ως προς τη σοβαρότητα της παραβάσεως.

Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

21 Η αναιρεσείουσα φρονεί ότι το ρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, καθ' όσον έκρινε:

- ότι έπρεπε να της καταλογισθούν οι διαπραχθείσες από τη θυγατρική της Kopparfors παραβάσεις του άρθρου 85 της Συνθήκης, χωρίς να λάβει υπόψη ότι η Επιτροπή δεν μπόρεσε να αποδείξει αν η αναιρεσείουσα είχε όντως επηρεάσει την εμπορική πολιτική της Kopparfors (σκέψη 80 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως)·

- ότι έπρεπε να της καταλογισθούν οι παραβάσεις τις οποίες διέπραξαν η Feldmühle και η CBC πριν και μετά την εξαγορά τους από την αναιρεσείουσα, διότι δεν ηδύνατο να αγνοεί τη συμμετοχή τους στην παράβαση και δεν έλαβε μέτρα για να εμποδίσει τη συνέχιση της παραβάσεως (σκέψη 83 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

ερί του καταλογισμού της συμπεριφοράς της Kopparfors στην αναιρεσείουσα

22 Η αναιρεσείουσα προσάπτει στο ρωτοδικείο ότι της καταλόγισε τη συμπεριφορά της Kopparfors για τον μόνο λόγο ότι, όντας κατά 100 % θυγατρική της, η Kopparfors ακολουθούσε κατ' ανάγκην την εμπορική πολιτική που εχάρασσαν τα κατασταστικά όργανα της μητρικής εταιρίας, χωρίς να ερευνήσει αν αυτή είχε όντως επηρεάσει τη θυγατρική της (βλ. σκέψη 80 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

23 Η άποψη αυτή παραγνωρίζει τη νομολογία του Δικαστηρίου, κατά την οποία ο καταλογισμός στη μητρική εταιρία της συμπεριφοράς της θυγατρικής της εξαρτάται πάντοτε από τη διαπίστωση της πραγματικής ασκήσεως του διευθυντικού δικαιώματος (βλ., στην ίδια κατεύθυνση, αποφάσεις της 14ης Ιουλίου 1972, 48/69, ICI κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 69, σκέψεις 132 έως 141· της 12ης Ιουλίου 1979, 32/78 και 36/78 έως 82/78, BMW Belgium κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1979/ΙΙ, σ. 177, σκέψη 24, και της 6ης Απριλίου 1995, C-310/93 P, BPB Industries και British Gypsum κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. Ι-865, σκέψη 11). Η κατοχή του 100 % του κεφαλαίου της θυγατρικής δεν αρκεί αφ' εαυτής για να στοιχειοθετήσει τον ρόλο αυτό της μητρικής εταιρίας.

24 Η αναιρεσείουσα προσάπτει επίσης στο ρωτοδικείο ότι παρανόησε, στη σκέψη 80 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την έννοια της αποφάσεως της 25ης Οκτωβρίου 1983, 107/82, AEG κατά Επιτροπής (Συλλογή 1983, σ. 3151), στην οποία στήριξε το σκεπτικό του.

25 Εν πάση περιπτώσει, η αναιρεσείουσα φρονεί ότι το ρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στην ίδια σκέψη της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν είχε επικαλεστεί κανένα αποδεικτικό στοιχείο προς στήριξη του ισχυρισμού της ότι η Kopparfors δρούσε ως αυτόνομη νομική οντότητα που καθόριζε σε μεγάλο βαθμό αυτοδύναμα την εμπορική της πολιτική και διέθετε δικό της διοικητικό συμβούλιο. Εν προκειμένω, το ρωτοδικείο κακώς προϋπέθεσε ότι αυτή έφερε σχετικώς το βάρος της αποδείξεως.

26 Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, όπως έχει κρίνει επανειλημμένα το Δικαστήριο, το γεγονός ότι μια θυγατρική εταιρία έχει χωριστή νομική προσωπικότητα δεν αρκεί για να αποκλειστεί η δυνατότητα να καταλογιστεί η συμπεριφορά της στη μητρική εταιρία, ιδίως όταν η θυγατρική δεν καθορίζει κατά τρόπο αυτόνομο τη συμπεριφορά της στην αγορά, αλλά εφαρμόζει, κυρίως, τις οδηγίες της μητρικής εταιρίας (βλ. ιδίως αποφάσεις ICI κατά Επιτροπής, όπ.π., σκέψεις 132 και 133· της 14ης Ιουλίου 1972, 52/69, Geigy κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 189, σκέψη 44, και της 21ης Φεβρουαρίου 1973, 6/72, Europemballage και Continental Can κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 445, σκέψη 15).

27 Εν προκειμένω, είναι πρόδηλο ότι, όπως διαπίστωσε το ρωτοδικείο στη σκέψη 80 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η αναιρεσείουσα κατείχε όλο το κεφάλαιο της Kopparfors από την 1η Ιανουαρίου 1987. Το ρωτοδικείο προσέθεσε ότι η αναιρεσείουσα δεν είχε αμφισβητήσει «ότι μπορούσε να επηρεάσει αποφασιστικά την εμπορική πολιτική της Kopparfors» και ότι, ούτως ή άλλως, «δεν επικαλέστηκε κανένα αποδεικτικό στοιχείο προς στήριξη των ισχυρισμών της» ότι η θυγατρική της ανέπτυσσε αυτόνομη συμπεριφορά.

28 Έτσι, - αντιθέτως προς ό,τι ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα - το ρωτοδικείο δεν έκρινε ότι η κατοχή του 100 % του κεφαλαίου αρκούσε για να στοιχειοθετηθεί ευθύνη της μητρικής εταιρίας. Στηρίχτηκε επίσης στο γεγονός ότι η αναιρεσείουσα δεν είχε αμφισβητήσει ότι ήταν σε θέση να επηρεάσει αποφασιστικά την εμπορική πολιτική της θυγατρικής της, ενώ παράλληλα δεν προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία προς στήριξη του ισχυρισμού της ότι η θυγατρική της ήταν αυτόνομη.

29 Είναι επίσης ανακριβής ο ισχυρισμός ότι το ρωτοδικείο επέρριψε κατ' αυτόν τον τρόπο στην αναιρεσείουσα το βάρος της αποδείξεως της συμπεριφοράς της θυγατρικής της. Συγκεκριμένα, εφόσον η μητρική εταιρία κατείχε όλο το κεφάλαιό της, το ρωτοδικείο μπορούσε ευλόγως να υποθέσει - όπως επισήμανε η Επιτροπή - ότι επηρέαζε όντως αποφασιστικά τη συμπεριφορά της θυγατρικής της, εφόσον μάλιστα είχε διαπιστώσει, στη σκέψη 85 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η αναιρεσείουσα είχε εμφανιστεί κατά τη διοικητική διαδικασία «ως η μοναδική συνομιλήτρια της Επιτροπής, από πλευράς των εταιριών του ομίλου Stora, όσον αφορά την επίδικη παράβαση». Υπ' αυτές τις συνθήκες, η αναιρεσείουσα έφερε το βάρος να ανατρέψει αυτό το τεκμήριο με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία.

30 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως στηρίζεται σε εσφαλμένη ανάγνωση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και, επομένως, πρέπει να απορριφθεί.

ερί του καταλογισμού της συμπεριφοράς της Feldmühle και της CBC στην αναιρεσείουσα

31 ρώτον, η αναιρεσείουσα αποκρούει τα όσα διαβεβαιώνει το ρωτοδικείο στις σκέψεις 82 και 83 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, αφότου εξαγόρασε, το 1990, τον όμιλο FeNo, που περιείχε την Feldmühle, που με τη σειρά της κατείχε την CBC, αφενός μεν δεν ηδύνατο να αγνοεί ότι οι δύο τελευταίες εταιρίες μετείχαν στη σύμπραξη, στην οποία μετείχε επίσης η Kopparfors, για τη συμπεριφορά της οποίας ήταν ήδη υπεύθυνη, αφετέρου δε ήταν σε θέση να λάβει έναντι των θυγατρικών της κάθε μέτρο για να εμποδίσει τη συνέχιση της παραβάσεως.

32 Συναφώς, διαπιστώνεται ότι οι αιτιάσεις της αναιρεσείουσας αφορούν εκτιμήσεις πραγματικών περιστατικών που, ως τέτοιες, δεν εξετάζονται στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας (βλ., στην ίδια κατεύθυνση, απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 1997, C-362/95 P, Blackspur DIY κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. Ι-4775, σκέψη 42). Κατά συνέπεια, πρέπει ν' απορριφθούν ως απαράδεκτες.

33 Δεύτερον, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο ρωτοδικείο ότι της καταλόγισε την παραβατική συμπεριφορά της Feldmühle και της CBC για τον προ της εξαγοράς του FeNo χρόνο.

34 Διατείνεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου (βλ. απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 1975, 40/73 έως 48/73, 50/73, 54/73 έως 56/73, 111/73, 113/73 και 114/73, Suiker Unie κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1975, σ. 507, σκέψεις 83 επ.) αλλά και την πρακτική της ίδιας της Επιτροπής, οι παραβάσεις των κανόνων ανταγωνισμού που διαπράττονται από επιχειρήσεις, που εξαγοράστηκαν στη συνέχεια από άλλη επιχείρηση χωρίς όμως να χάσουν τη νομική τους προσωπικότητα, δεν καταλογίζονται άνευ ετέρου στην εξαγοράσασα επιχείρηση λόγω της εξαγοράς.

35 Από τη σκέψη 81 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, το 1990, η αναιρεσείουσα «συνήψε (...) συμβάσεις για την αγορά του 75 % περίπου των μετοχών του ομίλου FeNo, στον οποίο ανήκε η εταιρία Feldmühle, και ότι η πραγματική μεταβίβαση των μετοχών συντελέστηκε μόλις τον Σεπτέμβριο του 1990» και ότι η αναιρεσείουσα «δήλωσε ότι στα τέλη 1990 αγόρασε μετοχές από μικρούς μετόχους, οπότε κατείχε το 97,84 % των μετοχών του FeNo».

36 Το ρωτοδικείο όμως καταλόγισε στην αναιρεσείουσα την παραβατική συμπεριφορά της Feldmühle και της CBC για τον προ του Σεπτεμβρίου 1990 χρόνο.

37 Συναφώς, επισημαίνεται ότι για την παράβαση, κατ' αρχήν, ευθύνεται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που διηύθυνε την οικεία επιχείρηση κατά τον χρόνο διαπράξεώς της, έστω και αν, κατά τον χρόνο εκδόσεως της περί διαπιστώσεως της παραβάσεως αποφάσεως, η εκμετάλλευση της επιχειρήσεως τελούσε υπό την ευθύνη άλλου προσώπου.

38 Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η Feldmühle και η CBC εξακολούθησαν να υφίστανται αφότου η αναιρεσείουσα ανέλαβε τον έλεγχό τους τον Σεπτέμβριο του 1990, οπότε η ευθύνη της συμπεριφοράς τους έπρεπε να καταλογισθεί στο νομικό πρόσωπο που διηύθυνε την εκμετάλλευσή τους κατά τον προ της εξαγοράς τους από την αναιρεσείουσα χρόνο.

39 Το ότι, κατά τον εν λόγω χρόνο, η αναιρεσείουσα δεν ηδύνατο να αγνοεί τη συμμετοχή τους στη σύμπραξη, διότι και η ίδια μετείχε σ' αυτήν από τον Ιανουάριο του 1987 μέσω της θυγατρικής της Kopparfors, δεν αρκεί - όπως ορθώς επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στην παράγραφο 80 των προτάσεών του - για να της καταλογισθεί η ευθύνη των παραβάσεων τις οποίες είχαν διαπράξει οι εταιρίες αυτές προ της εξαγοράς τους.

40 Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτός, ως προς το σημείο αυτό, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως και ν' αναιρεθεί, γι' αυτόν τον λόγο, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

41 Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο ρωτοδικείο ότι, μη ακυρώνοντας την απόφαση λόγω ελλείψεως αιτιολογίας - παρ' όλον ότι διαπίστωνε, στη μεν σκέψη 123 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η απόφαση δεν διευκρίνιζε ποιους παράγοντες είχε λάβει υπόψη η Επιτροπή κατά τον υπολογισμό του προστίμου, στη δε σκέψη 125 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η γνωστοποίηση των κριτηρίων αυτών στο σώμα της αποφάσεως θα διευκόλυνε τις αποδέκτριες επιχειρήσεις «στην προσπάθειά τους να εκτιμήσουν αφενός μεν αν η Επιτροπή υπέπεσε σε σφάλματα κατά την επιμέτρηση του κάθε προστίμου, αφετέρου δε αν το ύψος κάθε προστίμου δικαιολογείται με γνώμονα τα εφαρμοζόμενα γενικά κριτήρια».

42 H αναιρεσείουσα εκθέτει ότι, κατά πάγια νομολογία - την οποία το ρωτοδικείο παραθέτει στη σκέψη 126 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως - η αιτιολογία αποφάσεως πρέπει να περιλαμβάνεται στο σώμα της αποφάσεως, και δεν μπορεί να παρέχεται μεταγενεστέρως, πλην ειδικών περιστάσεων. Εν προκειμένω, δεν αποδείχθηκε η συνδρομή καμμιάς τέτοιας ειδικής περιστάσεως, η ίδια άλλωστε η Επιτροπή αναγνώρισε ότι τίποτε δεν την εμπόδιζε να αποκαλύψει, στην ίδια την απόφαση, τη μέθοδό της υπολογισμού (σκέψη 126 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

43 Δεν έχει σημασία αν το ρωτοδικείο διευκρίνισε την έκταση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως μόνον στις προαναφερθείσες αποφάσεις Tréfilunion κατά Επιτροπής, Société métallurgique de Normandie κατά Επιτροπής και Société des treillis et panneaux soudés κατά Επιτροπής (στο εξής: αποφάσεις για τα δομικά πλέγματα), που παρατίθενται στη σκέψη 127 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Κατά την αναιρεσείουσα, αν το ρωτοδικείο διαπιστώνει ότι μια απόφαση είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη - όπως έπραξε εν προκειμένω -, οφείλει να την ακυρώσει χωρίς να λάβει υπόψη αν η Επιτροπή είχε ενημερωθεί προηγουμένως για την έκταση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως από απόφαση του ρωτοδικείου. Η αναιρεσείουσα παραπέμπει επίσης στη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τα διαχρονικά αποτελέσματα των ερμηνευτικών του αποφάσεων τις οποίες εκδίδει δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 234 ΕΚ).

44 Κατά την Επιτροπή, το ρωτοδικείο έκρινε, στη σκέψη 124 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι αιτιολογικές σκέψεις 169 έως 172 της αποφάσεως της Επιτροπής περιείχαν «επαρκή και πρόσφορα στοιχεία εκτιμήσεως που λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό της σοβαρότητας και της διάρκειας της παραβάσεως την οποία διέπραξε καθεμιά από τις ενεχόμενες επιχειρήσεις».

45 Στις σκέψεις 125 έως 129 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το ρωτοδικείο απλώς διαπίστωσε ότι, υπό ορισμένες συνθήκες, είναι ευκταίο να εκθέτει λεπτομερώς η Επιτροπή τον ακολουθούμενο τρόπο υπολογισμού. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ανήγαγε την έλλειψη της μνείας αυτής σε έλλειψη αιτιολογίας. Με τη διατύπωση αυτή το ρωτοδικείο απηχεί, το πολύ, την αρχή της χρηστής διοικήσεως, η μη συμμόρφωση όμως προς την οποία δεν μπορεί να συνιστά αφ' εαυτής λόγο ακυρώσεως της αποφάσεως.

46 Τέλος, η Επιτροπή αναφέρει ότι το ως άνω περιεχόμενο των αποφάσεων για τα δομικά πλέγματα επικυρώθηκε πρόσφατα από το ρωτοδικείο. Κατ' αυτό, τα στοιχεία τα οποία είναι ευκταίον να γνωστοποιεί στον αποδέκτη αποφάσεως η Επιτροπή δεν πρέπει να θεωρούνται ως προσθήκη της αιτιολογίας, αλλά μόνον ως αριθμητική έκφραση των κριτηρίων που έχουν διατυπωθεί στην εν λόγω απόφαση, όταν αυτά είναι δυνατόν να προσδιοριστούν ποσοτικώς (βλ. ιδίως απόφαση του ρωτοδικείου της 11ης Μαρτίου 1999, T-151/94, British Steel κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. ΙΙ-629, σκέψεις 627 και 628).

47 ροέχει κατ' αρχάς να εκτεθούν τα επί μέρους στάδια της συλλογιστικής την οποία ανέπτυξε το ρωτοδικείο σε απάντηση του λόγου περί παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως του υπολογισμού των προστίμων.

48 Το ρωτοδικείο κατ' αρχάς υπέμνησε, στη σκέψη 117 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την πάγια νομολογία, κατά την οποία η υποχρέωση αιτιολογήσεως μιας ατομικής αποφάσεως σκοπό έχει να επιτρέψει στον κοινοτικό δικαστή να ασκήσει τον έλεγχό του επί της νομιμότητας της αποφάσεως και να παράσχει στον ενδιαφερόμενο ικανές ενδείξεις ως προς το αν η απόφαση έχει επαρκές έρεισμα ή αν ενδεχομένως πάσχει ελάττωμα λόγω του οποίου θα μπορούσε να αμφισβητηθεί το κύρος της, το δε περιεχόμενο της υποχρεώσεως αυτής εξαρτάται από τη φύση της περί ης πρόκειται πράξεως και από το πλαίσιο εντός του οποίου εκδόθηκε (βλ., μεταξύ άλλων, πέρα από την παρατεθείσα από το ρωτοδικείο νομολογία, απόφαση της 15ης Απριλίου 1997, C-22/94, Irish Farmers Association κ.λπ., Συλλογή 1997, σ. Ι-1809, σκέψη 39).

49 Ακολούθως, το ρωτοδικείο διευκρίνισε, στη σκέψη 118 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, προκειμένου περί αποφάσεως που επιβάλλει, όπως η υπό κρίση, πρόστιμα σε πλείονες επιχειρήσεις λόγω παραβάσεως των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού, η έκταση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως πρέπει να προσδιορίζεται ιδίως με γνώμονα το γεγονός ότι η σοβαρότητα των παραβάσεων εξαρτάται από μεγάλο αριθμό στοιχείων όπως είναι τα ιδιαίτερα περιστατικά της υποθέσεως, το πλαίσιό της και ο αποτρεπτικός χαρακτήρας των προστίμων, και τούτο χωρίς να υφίσταται δεσμευτικός ή εξαντλητικός κατάλογος κριτηρίων που πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνονται υπόψη (διάταξη του Δικαστηρίου της 25ης Μαρτίου 1996, C-137/95 P, SPO κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. Ι-1611, σκέψη 54).

50 Συναφώς, το ρωτοδικείο έκρινε, στη σκέψη 124 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως,

«ότι οι αιτιολογικές σκέψεις 168 έως 172 της αποφάσεως - ερμηνευόμενες υπό το πρίσμα των λεπτομερώς παρατιθεμένων στην ίδια την απόφαση πραγματικών ισχυρισμών που στρέφονται καθ' εκάστου αποδέκτη της αποφάσεως - εκθέτουν επαρκή και πρόσφορα στοιχεία εκτιμήσεως που λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό της σοβαρότητας και της διάρκειας της παραβάσεως την οποία διέπραξε καθεμιά από τις ενεχόμενες επιχειρήσεις (βλ., στην ίδια κατεύθυνση, απόφαση του ρωτοδικείου της 24ης Οκτωβρίου 1991, T-2/89, Petrofina κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. ΙΙ-1087, σκέψη 264)».

51 Στις σκέψεις 125 έως 129, όμως, της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το ρωτοδικείο άμβλυνε, όχι χωρίς κάποια αμφισημία, την έννοια των όσων δέχεται στη σκέψη 273.

52 Όπως προκύπτει, συγκεκριμένα, από τις σκέψεις 125 και 126 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η απόφαση της Επιτροπής δεν μνημονεύει ποια συγκεκριμένα στοιχεία έλαβε συστηματικώς υπόψη η Επιτροπή κατά την επιμέτρηση των προστίμων, στοιχεία τα οποία ήταν ωστόσο σε θέση να κοινολογήσει και που θα διευκόλυναν τις επιχειρήσεις στην προσπάθειά τους να εκτιμήσουν αφενός μεν αν η Επιτροπή είχε υποπέσει σε σφάλματα κατά την επιμέτρηση του κάθε προστίμου, αφετέρου δε αν το ύψος κάθε προστίμου εδικαιολογείτο με γνώμονα τα εφαρμοζόμενα γενικά κριτήρια. Το ρωτοδικείο προσέθεσε, στη σκέψη 127 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, κατά τις αποφάσεις για τα δομικά πλέγματα, είναι επιθυμητό να γνωρίζουν λεπτομερώς οι επιχειρήσεις τον τρόπο υπολογισμού του προστίμου που τους επιβάλλεται, χωρίς να είναι υποχρεωμένες προς τούτο να ασκήσουν ένδικη προσφυγή κατά της αποφάσεως της Επιτροπής.

53 Τέλος, στη σκέψη 129 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το ρωτοδικείο κατέληξε ότι υπήρχε «έλλειψη, στην απόφαση, ειδικής αιτιολογήσεως του τρόπου υπολογισμού των προστίμων», η οποία όμως ήταν δικαιολογημένη εν όψει των ειδικών περιστάσεων της υποθέσεως, ήτοι ότι τα στοιχεία υπολογισμού γνωστοποιήθηκαν κατά την ένδικη διαδικασία και ότι η περιεχόμενη στις αποφάσεις για τα «δομικά πλέγματα» ερμηνεία του άρθρου 190 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 253 ΕΚ) συνιστούσε καινοτομία.

54 ριν εξετασθεί, υπό το πρίσμα των προβαλλομένων από την αναιρεσείουσα επιχειρημάτων, το βάσιμο των εκτιμήσεων του ρωτοδικείου για το κατά πόσον η γνωστοποίηση των στοιχείων υπολογισμού κατά την ένδικη διαδικασία και ο καινοτόμος χαρακτήρας των αποφάσεων για τα δομικά πλέγματα μπορεί να επηρεάσει την τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, πρέπει να ερευνηθεί αν η τήρηση της εκ του άρθρου 190 της Συνθήκης υποχρεώσεως αιτιολογήσεως επέβαλλε στην Επιτροπή να περιλάβει στην απόφαση, πέρα από τα στοιχεία εκτιμήσεως που χρησιμοποίησε για να προσδιορίσει τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως, μια λεπτομερέστερη έκθεση του τρόπου υπολογισμού των προστίμων.

55 Συναφώς, τονίζεται ότι, επί προσφυγών στρεφομένων κατ' αποφάσεων της Επιτροπής επιβαλλουσών σε επιχειρήσεις πρόστιμα λόγω παραβάσεων των κανόνων ανταγωνισμού, το ρωτοδικείο είναι διττώς αρμόδιο.

56 ρώτον, είναι αρμόδιο να ελέγχει τη νομιμότητά τους, δυνάμει του άρθρου 173 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 230 ΕΚ). Σ' αυτό το πλαίσιο, οφείλει ιδίως να ελέγχει αν έχει τηρηθεί η επιβαλλόμενη από το άρθρο 190 της Συνθήκης υποχρέωση αιτιολογήσεως, η παράβαση της οποίας καθιστά την απόφαση ακυρώσιμη.

57 Δεύτερον, το ρωτοδικείο είναι αρμόδιο να εκτιμά - στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του πλήρους δικαιοδοσίας, την οποία του αναγνωρίζουν τα άρθρα 172 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 229 ΕΚ) και 17 του κανονισμού 17 - τον πρόσφορο χαρακτήρα των προστίμων. Η τελευταία αυτή εκτίμηση ενδέχεται να δικαιολογεί την προσκόμιση και συνεκτίμηση προσθέτων πληροφοριακών στοιχείων, των οποίων η αυτούσια μνεία στην απόφαση δεν απαιτείται δυνάμει της επιβαλλομένης από το άρθρο 190 της Συνθήκης υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

58 Όσον αφορά τον έλεγχο της τηρήσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 15, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 17 ορίζει ότι, «κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, εκτός από τη σοβαρότητα της παραβάσεως, και η διάρκειά της».

59 Υπ' αυτές τις συνθήκες, εν όψει της νομολογίας που παρατίθεται στις σκέψεις 266 και 267 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ο συνιστάμενος στην υποχρέωση αιτιολογήσεως ουσιώδης τύπος τηρείται, άπαξ η Επιτροπή εκθέτει, με την απόφασή της, τα στοιχεία εκτιμήσεως τα οποία χρησιμοποίησε για να μετρήσει τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως. Ελλείψει αυτών των στοιχείων, η απόφαση πάσχει έλλειψη αιτιολογίας.

60 Το ρωτοδικείο, όμως, ορθώς έκρινε, στη σκέψη 273 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή είχε συμμορφωθεί προς αυτές τις επιταγές. Επιβάλλεται, όντως, η διαπίστωση - στην οποία προέβη και το ρωτοδικείο - ότι οι αιτιολογικές σκέψεις 167 έως 172 της αποφάσεως της Επιτροπής εκθέτουν τα κριτήρια που χρησιμοποίησε η Επιτροπή για τον υπολογισμό των προστίμων. Έτσι, η αιτιολογική σκέψη 167 αφορά ειδικότερα τη διάρκεια της παραβάσεως· περιέχει επίσης, όπως και η αιτιολογική σκέψη 168, τους παράγοντες στους οποίους στηρίχθηκε η Επιτροπή για να εκτιμήσει τη σοβαρότητα της παραβάσεως και την τάξη μεγέθους των προστίμων· η αιτιολογική σκέψη 169 περιλαμβάνει τα στοιχεία τα οποία έλαβε υπόψη η Επιτροπή για να καθορίσει το πρόστιμο που θα επέβαλλε σε κάθε επιχείρηση· η αιτιολογική σκέψη 170 κατονομάζει τις επιχειρήσεις που έπρεπε να θεωρούνται ως «επί κεφαλής» της συμπράξεως και οι οποίες έφεραν ιδιαίτερη ευθύνη έναντι των λοιπών· τέλος, οι αιτιολογικές σκέψεις 171 και 172 ορίζουν ποιες συνέπειες πρέπει να έχει επί του ύψους των προστίμων η συνεργασία των διαφόρων κατασκευαστών με την Επιτροπή κατά τη διενέργεια των ελέγχων προς απόδειξη των πραγματικών περιστατικών ή κατά την απάντηση στην ανακοίνωση των αιτιάσεων.

61 Τη διαπίστωση της σκέψεως 124 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν αναιρεί το γεγονός ότι, μεταγενεστέρως, κατά τη διάρκεια συνεντεύξεως Τύπου ή κατά την ένδικη διαδικασία, ανακοινώθηκαν ακριβέστερες πληροφορίες, όπως ο κύκλος εργασιών τον οποίον είχαν πραγματοποιήσει οι επιχειρήσεις ή τα ποσοστά μειώσεως τα οποία είχε ορίσει η Επιτροπή. Συγκεκριμένα, διευκρινίσεις παρεχόμενες από τον συντάκτη της προσβαλλομένης αποφάσεως, που συμπληρώνουν μια αιτιολογία που αφ' εαυτής είναι ήδη επαρκής, δεν επηρεάζουν την κατά κυριολεξία τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, έστω και αν μπορούν να είναι χρήσιμες στον - ασκούμενο από τον κοινοτικό δικαστή - έλεγχο της εσωτερικής συνοχής του σκεπτικού της αποφάσεως, καθ' όσον επιτρέπουν στο θεσμικό όργανο να αποσαφηνίσει τους λόγους που στήριξαν την απόφασή του.

62 Ασφαλώς, η Επιτροπή δεν δύναται, καταφεύγοντας αποκλειστικά και με μηχανικό τρόπο σε αριθμητικούς τύπους, να απεμπολεί την εξουσία της εκτιμήσεως. Έχει, όμως, την ευχέρεια να συνοδεύει την απόφασή της με αιτιολογία βαίνουσα πέραν των επιταγών που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 59 της παρούσας αποφάσεως, παραθέτοντας ειδικότερα αριθμητικά στοιχεία που καθοδήγησαν, ιδίως ως προς το επιδιωκόμενο αποτρεπτικό αποτέλεσμα, την άσκηση της εξουσίας της εκτιμήσεως κατά την επιμέτρηση των προστίμων τα οποία επιβάλλει σε διάφορες επιχειρήσεις που έχουν μετάσχει, με ποικίλη ένταση, στην παράβαση.

63 Συγκεκριμένα, μπορεί να είναι επιθυμητό να χρησιμοποιεί η Επιτροπή την ευχέρεια αυτή για να δώσει στις επιχειρήσεις τη δυνατότητα να γνωρίσουν λεπτομερώς τον τρόπο υπολογισμού του προστίμου που τους επιβλήθηκε. Γενικότερα, αυτό μπορεί να εξυπηρετεί τη διαφάνεια της δράσεως της διοικήσεως και να διευκολύνει το έργο του ρωτοδικείου κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς του πλήρους δικαιοδοσίας, η οποία πρέπει να του παρέχει τη δυνατότητα να εκτιμά, πέρα από τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως, και τον πρόσφορο χαρακτήρα του επιβληθέντος προστίμου. Η ευχέρεια όμως αυτή - όπως τόνισε η Επιτροπή - δεν μεταβάλλει την έκταση των επιταγών που απορρέουν από την υποχρέωση αιτιολογήσεως.

64 Κατά συνέπεια, το ρωτοδικείο, κρίνοντας, στη σκέψη 128 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι «η Επιτροπή οφείλει, εφόσον έχει λάβει κατά σύστημα υπόψη ορισμένα βασικά στοιχεία προς καθορισμό του ύψους των προστίμων, να μνημονεύει τα στοιχεία αυτά στο σώμα της αποφάσεως», παρέβη το άρθρο 190 της Συνθήκης. Ομοίως, το ρωτοδικείο, διαπιστώνοντας, πρώτα, στη σκέψη 124 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η απόφαση εξέθετε «επαρκή και πρόσφορα στοιχεία εκτιμήσεως που λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό της σοβαρότητας και της διάρκειας της παραβάσεως την οποία διέπραξε καθεμιά από τις ενεχόμενες επιχειρήσεις», ακολούθως δε στη σκέψη 129 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι υπήρχε «έλλειψη, στην απόφαση, ειδικής αιτιολογίας του τρόπου υπολογισμού των προστίμων», παρουσιάζει αντιφατικό σκεπτικό.

65 Η πλάνη περί το δίκαιο, στην οποία υπέπεσε κατ' αυτόν τον τρόπο το ρωτοδικείο, δεν είναι ικανή να επισύρει την ακύρωση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, άπαξ, εν όψει των προεκτεθέντων, το ρωτοδικείο εγκύρως απέρριψε, παρά τις σκέψεις 125 έως 129 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τον λόγο περί παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως για τον υπολογισμό των προστίμων.

66 Εφόσον η Επιτροπή δεν όφειλε, βάσει της υποχρεώσεώς της αιτιολογήσεως, να παραθέσει στην απόφασή της τα σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού των προστίμων αριθμητικά στοιχεία, παρέλκει η εξέταση των διαφόρων αιτιάσεων της αναιρεσείουσας που στηρίζονται στην εσφαλμένη αυτή αφετηρία.

67 Κατά συνέπεια, ο δευτέρος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως

68 Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο ρωτοδικείο ότι, αφού δέχθηκε ότι η Επιτροπή δεν είχε αποδείξει όλα τα φερόμενα αποτελέσματα της παραβάσεως, δεν μείωσε το επιβληθέν από την Επιτροπή πρόστιμο (σκέψη 151 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

69 Κατά την αναιρεσείουσα, το ρωτοδικείο, κρίνοντας ότι η πλήρης έλλειψη αρνητικής επιδράσεως στο επίπεδο των τιμών των συναλλαγών δεν μπορούσε να επηρεάσει αισθητά την εκτίμησή του για τη σοβαρότητα της παραβάσεως και, επομένως, να συνεπιφέρει μείωση του προστίμου (σκέψη 170 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως), προσέβαλε την αρχή ότι το ύψος του προστίμου πρέπει να τελεί σε αναλογία προς τη σοβαρότητα της παραβάσεως, καθώς και την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

70 Κατά την Επιτροπή, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος, διότι καλεί το Δικαστήριο να ασκήσει αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας υπό το πρίσμα των πραγματικών περιστατικών, αρμοδιότητα την οποία δεν διαθέτει στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας (βλ. απόφαση της 17ης Ιουλίου 1997, C-219/95 P, Ferriere Nord κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. Ι-4411, σκέψη 31).

71 Ως προς την ουσία, η Επιτροπή προσθέτει ότι το ρωτοδικείο είχε την εξουσία, κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς του πλήρους δικαιοδοσίας, να σχηματίσει ιδία γνώμη για το πρόσφορο ύψος του προστίμου. Αναφέρει ότι, εν προκειμένω, διαπιστώθηκε και αποδείχθηκε μια παράβαση, η σοβαρότητα της οποίας δεν εξαρτάται μόνον από τα αποτελέσματα τα οποία παρήγαγε, αλλά και από τις προθέσεις των μετεχόντων να ελέγξουν την αγορά και να διατηρήσουν σε υψηλό επίπεδο τις τιμές, καίτοι γνώριζαν ότι τα μέτρα τα οποία ελάμβαναν ήσαν παράνομα και ότι διέτρεχαν τον κίνδυνο να τους επιβληθούν βαριά πρόστιμα.

72 Όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το ρωτοδικείο κατ' αρχάς υπέμνησε, στις σκέψεις 118 και 156 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τη νομολογία του Δικαστηρίου, κατά την οποία η σοβαρότητα των παραβάσεων πρέπει να αποδεικνύεται βάσει μεγάλου αριθμού στοιχείων όπως είναι, ιδίως, τα ιδιαίτερα περιστατικά της υποθέσεως, το πλαίσιό της και ο αποτρεπτικός χαρακτήρας των προστίμων, και τούτο χωρίς να υφίσταται δεσμευτικός ή εξαντλητικός κατάλογος κριτηρίων που πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνονται υπόψη (προαναφερθείσα διάταξη SPO κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 54).

73 Ακολούθως, το ρωτοδικείο απαρίθμησε, στη σκέψη 165 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τα στοιχεία που περιέχει η απόφαση προς εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως, επί των οποίων άσκησε, τέλος, τον δικαστικό του έλεγχο.

74 Συναφώς, το ρωτοδικείο έκρινε ότι η Επιτροπή ευλόγως ύψωσε το γενικό επίπεδο των προστίμων σε σχέση προς την προηγούμενη πρακτική των αποφάσεών της, προκειμένου να ενισχύσει το προληπτικό τους αποτέλεσμα (σκέψη 167 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως) και για να λάβει υπόψη ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις είχαν λάβει μέτρα που αποσκοπούσαν στην απόκρυψη της υπάρξεως της συμπαιγνίας, πράγμα που συνιστά «ιδιαιτέρως σοβαρό στοιχείο αυτής, που τις διακρίνει έναντι άλλων παραβάσεων που έχει διαπιστώσει στο παρελθόν η Επιτροπή» (σκέψη 168 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως). Το ρωτοδικείο τόνισε επίσης τη μακρά διάρκεια και τον κατάφωρο χαρακτήρα της παραβάσεως του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης (σκέψη 169 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

75 Τέλος, το ρωτοδικείο κατέληξε, στη σκέψη 170 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, βάσει των προεκτεθέντων στοιχείων, το γεγονός ότι η Επιτροπή μερικώς μόνον απέδειξε τα αποτελέσματα της συμπαιγνίας ως προς τις τιμές δεν ήταν ικανό «να επηρεάσει αισθητά την εκτίμηση της σοβαρότητας της διαπιστωθείσας παραβάσεως». Όπως παρατήρησε συναφώς, «το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις ανήγγελλαν όντως τις συμφωνούμενες ανατιμήσεις και ότι οι αναγγελλόμενες τιμές αποτελούσαν το σημείο αφετηρίας για τον καθορισμό των ατομικών τιμών των συναλλαγών αρκεί αφ' εαυτού για να διαπιστωθεί ότι η σύμπραξη ως προς τις τιμές είχε και ως σκοπό και ως αποτέλεσμα τον σοβαρό περιορισμό του ανταγωνισμού».

76 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το ρωτοδικείο έκρινε, στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του πλήρους δικαιοδοσίας, ότι οι διαπιστώσεις του ως προς τα αποτελέσματα της παραβάσεως δεν ήσαν ικανές να μεταβάλουν την εκτίμησή του περί της σοβαρότητάς της στην οποία είχε προβεί η Επιτροπή, ούτε να το ωθήσουν, πιο συγκεκριμένα, να μειώσει τη σταθμιζόμενη κατ' αυτόν τον τρόπο σοβαρότητα της εν λόγω παραβάσεως. Το ρωτοδικείο έκρινε, εν όψει των ιδιαιτέρων περιστάσεων της υποθέσεως και του πλαισίου εντός του οποίου εκδηλώθηκε η παράβαση, όπως εκτιμήθηκαν στην απόφαση της Επιτροπής και παρατίθενται εκ νέου στις σκέψεις 70 και 71 της παρούσας αποφάσεως, και εν όψει του αποτρεπτικού χαρακτήρα των επιβληθέντων προστίμων, στοιχείων όλων αυτών που, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, λαμβάνονται υπόψη κατά την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως (βλ. προαναφερθείσα απόφαση Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 106· προαναφερθείσα διάταξη SPO κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 54, και προαναφερθείσα απόφαση Ferriere Nord κατά Επιτροπής, σκέψη 33), ότι δεν συνέτρεχε λόγος να μειωθεί το πρόστιμο.

77 Κατά συνέπεια, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

78 Σύμφωνα με το άρθρο 54, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου, αν η αναίρεση είναι βάσιμη, το Δικαστήριο αναιρεί την απόφαση του ρωτοδικείου. Μπορεί είτε το ίδιο να αποφανθεί οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση, είτε να την αναπέμψει στο ρωτοδικείο για να την κρίνει.

79 Επειδή από τη δικογραφία δεν προκύπτει τί μερίδιο αντιπροσώπευαν οι δραστηριότητες της Feldmühle και της CBC εντός του κύκλου εργασιών της αναιρεσείουσας, το Δικαστήριο πρέπει να αναπέμψει την υπόθεση στο ρωτοδικείο για να εκτιμήσει αυτό εκ νέου το ύψος του προστίμου, με γνώμονα τα όσα εκτίθενται στις σκέψεις 37 έως 40 της παρούσας αποφάσεως, και να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Διατακτικό


Για τoυς λόγoυς αυτoύς,

ΤΟ ΔIΚΑΣΤΗΡIΟ (πέμπτo τμήμα)

απoφασίζει:

1) Αvαιρεί τηv απόφαση τoυ Πρωτoδικείoυ της 14ης Μα_oυ 1998, T-354/94, Stora Kopparbergs Bergslags κατά Επιτρoπής, κατά τo μέτρo πoυ καταλoγίζει στηv Stora Kopparbergs Bergslags AB τηv ευθύvη τωv παραβάσεωv πoυ διέπραξαv η Feldmόhle και oι Papeteries Bιghin-Corbehem πρo τoυ Σεπτεμβρίoυ 1990.

2) Απoρρίπτει τηv αίτηση αvαιρέσεως κατά τα λoιπά.

3) Αvαπέμπει τηv υπόθεση στo Πρωτoδικείo.

4) Επιφυλάσσεται ως πρoς τα δικαστικά έξoδα.

Top