EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61996CJ0067

Απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Σεπτεμßρίου 1999.
Albany International BV κατά Stichting Bedrijfspensioenfonds Textielindustrie.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Kantongerecht Arnhem - Κάτω Χώρες.
Υποχρεωτική υπαγωγή σε κλαδικό ταμείο συντάξεων - Συμßιßαστό με τους κανόνες ανταγωνισμού - Χαρακτηρισμός κλαδικού ταμείου συντάξεων ως επιχειρήσεως.
Υπόθεση C-67/96.

Συλλογή της Νομολογίας 1999 I-05751

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1999:430

61996J0067

Απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Σεπτεμßρίου 1999. - Albany International BV κατά Stichting Bedrijfspensioenfonds Textielindustrie. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Kantongerecht Arnhem - Κάτω Χώρες. - Υποχρεωτική υπαγωγή σε κλαδικό ταμείο συντάξεων - Συμßιßαστό με τους κανόνες ανταγωνισμού - Χαρακτηρισμός κλαδικού ταμείου συντάξεων ως επιχειρήσεως. - Υπόθεση C-67/96.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1999 σελίδα I-05751


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1 Προδικαστικά ερωτήματα - Παραδεκτό - Ανάγκη παροχής στο Δικαστήριο επαρκών διευκρινίσεων σχετικά με το πραγματικό και κανονιστικό πλαίσιο

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 177 (νυν άρθρο 234 ΕΚ)]

2 Ανταγωνισμός - Κοινοτικοί κανόνες - Καθ' ύλην πεδίο εφαρμογής - Συλλογικές συμβάσεις για την επίτευξη στόχων κοινωνικής πολιτικής - Συλλογική σύμβαση με την οποία ιδρύεται κλαδικό ταμείο συντάξεων - Απόφαση των δημοσίων αρχών με την οποία καθίσταται υποχρεωτική η υπαγωγή στο ταμείο - Δεν εμπίπτει στο καθ' ύλην πεδίο εφαρμογής

[Συνθήκη ΕK, άρθρο 3, στοιχ. ζζ και θθ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 3 § 1, στοιχ. ζζ και ιι, ΕΚ), άρθρα 5 και 85 § 1 (νυν άρθρα 10 ΕΚ και 81 § 1 ΕΚ) και άρθρα 118 και 118 Β (τα άρθρα 117 έως 120 της Συνθήκης ΕΚ αντικαταστάθηκαν από τα άρθρα 136 ΕΚ έως 143 ΕΚ)]

3 Ανταγωνισμός - Κοινοτικοί κανόνες - Επιχείρηση - Έννοια - Ταμείο συντάξεων επιφορτισμένο με τη διαχείριση συστήματος επικουρικών συντάξεων - Λειτουργία σύμφωνα με την αρχή της κεφαλαιοποιήσεως - Υπαγωγή

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 85 επ. (νυν άρθρα 81 ΕΚ επ.)]

4 Ανταγωνισμός - Δημόσιες επιχειρήσεις και επιχειρήσεις στις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώματα - Επιχειρήσεις στις οποίες έχει ανατεθεί η διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος - Ταμείο συντάξεων επιφορτισμένο με τη διαχείριση συστήματος επικουρικών συντάξεων

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 86 και 90 (νυν άρθρα 82 ΕΚ και 86 ΕΚ)]

Περίληψη


1 H ανάγκη να δοθεί ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου που να είναι χρήσιμη για το εθνικό δικαστήριο απαιτεί όπως το εθνικό δικαστήριο καθορίζει το πραγματικό και κανονιστικό πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσονται τα ερωτήματα που υποβάλλει ή, τουλάχιστον, εξηγεί τις πραγματικές καταστάσεις επί των οποίων στηρίζονται τα ερωτήματα αυτά. Οι επιταγές αυτές ισχύουν όλως ιδιαιτέρως σε ορισμένους τομείς, όπως ο τομέας του ανταγωνισμού, που χαρακτηρίζονται από περίπλοκες πραγματικές και νομικές καταστάσεις.

Οι πληροφορίες που παρέχονται με τις αποφάσεις περί παραπομπής πρέπει όχι μόνον να καθιστούν δυνατό στο Δικαστήριο να δίδει χρήσιμες απαντήσεις, αλλά και να παρέχουν στις κυβερνήσεις των κρατών μελών, καθώς και στα λοιπά ενδιαφερόμενα μέρη, τη δυνατότητα να υποβάλλουν παρατηρήσεις σύμφωνα με το άρθρο 20 του Οργανισμού του Δικαστηρίου. Στο Δικαστήριο απόκειται να μεριμνά για τη διασφάλιση της δυνατότητας αυτής, λαμβανομένου υπόψη ότι, δυνάμει της προαναφερθείσας διατάξεως, μόνον οι αποφάσεις περί παραπομπής κοινοποιούνται στα ενδιαφερόμενα μέρη.

2 Aπό χρήσιμη και συνεπή ερμηνεία των άρθρων 3, στοιχεία ζζ και θθ, της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχεία ζζ και ιι, ΕΚ), 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης (νυν άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ), 118 και 118 Β της Συνθήκης (τα άρθρα 117 έως 120 της Συνθήκης αντικαταστάθηκαν από τα άρθρα 136 ΕΚ έως 143 ΕΚ) προκύπτει ότι πρέπει να θεωρείται ότι, ως εκ της φύσεως και του αντικειμένου τους, οι συμφωνίες που συνάπτονται στο πλαίσιο συλλογικών διαπραγματεύσεων μεταξύ κοινωνικών εταίρων για την επίτευξη στόχων κοινωνικής πολιτικής, όπως η βελτίωση των συνθηκών εργασίας, δεν εμπίπτουν στο άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης.

Εν προκειμένω, ως εκ της φύσεως και του αντικειμένου της, δεν εμπίπτει στο άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης η συμφωνία υπό μορφή συλλογικής συμβάσεως με την οποία τίθεται σε εφαρμογή, σε συγκεκριμένο τομέα, σύστημα επικουρικών συντάξεων που τελεί υπό τη διαχείριση ταμείου συντάξεων στο οποίο η υπαγωγή μπορεί να καταστεί υποχρεωτική από τις δημόσιες αρχές. Το σύστημα αυτό έχει στο σύνολό του ως σκοπό να εξασφαλίζει ένα ορισμένο επίπεδο συντάξεων για όλους τους εργαζόμενους του τομέα αυτού και επομένως συμβάλλει ευθέως στη βελτίωση μιας από τις συνθήκες εργασίας, δηλαδή της αμοιβής των εργαζομένων.

Συνεπώς, η απόφαση των δημοσίων αρχών να καταστήσουν υποχρεωτική, κατόπιν αιτήσεως των μερών της συμφωνίας, την υπαγωγή σε ένα τέτοιο ταμείο δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επιβάλλουσα ή ευνοούσα την κατάρτιση αντιθέτων προς το άρθρο 85 της Συνθήκης συμπράξεων ή ως ενισχύουσα τα αποτελέσματα τέτοιων συμπράξεων, οπότε δεν εμπίπτει στις κατηγορίες κανονιστικών μέτρων που θίγουν την πρακτική αποτελεσματικότητα των άρθρων 3, στοιχείο ζζ, της Συνθήκης, 5 της Συνθήκης (νυν άρθρου 10 ΕΚ) και 85 της Συνθήκης.

Επομένως, τα άρθρα 3, στοιχείο ζζ, 5 και 85 της Συνθήκης δεν απαγορεύουν απόφαση των δημοσίων αρχών να καταστήσουν υποχρεωτική, κατόπιν αιτήσεως των αντιπροσωπευτικών οργανώσεων των εργοδοτών και των εργαζομένων συγκεκριμένου τομέα, την υπαγωγή σε κλαδικό ταμείο συντάξεων.

3 Στην έννοια της επιχειρήσεως κατά τα άρθρα 85 επ. της Συνθήκης (νυν άρθρα 81 ΕΚ επ.) υπάγεται κάθε φορέας που ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξαρτήτως του νομικού καθεστώτος του φορέα αυτού και του τρόπου χρηματοδοτήσεώς του.

Είναι επιχείρηση υπό την έννοια των διατάξεων αυτών ένα ταμείο συντάξεων επιφορτισμένο με τη διαχείριση συστήματος επικουρικών συντάξεων, που συστάθηκε με συλλογική σύμβαση μεταξύ των αντιπροσωπευτικών οργανώσεων των εργοδοτών και των εργαζομένων συγκεκριμένου τομέα, στο οποίο η υπαγωγή κατέστη υποχρεωτική από τις δημόσιες αρχές για όλους τους εργαζόμενους του τομέα αυτού και το οποίο λειτουργεί σύμφωνα με την αρχή της κεφαλαιοποιήσεως και ασκεί οικονομική δραστηριότητα ανταγωνιστικά με τις ασφαλιστικές εταιρίες. Ούτε η έλλειψη κερδοσκοπικού σκοπού ούτε η επιδίωξη κοινωνικού σκοπού αρκούν για να στερήσουν από ένα τέτοιο ταμείο την ιδιότητά του ως επιχειρήσεως υπό την έννοια των κανόνων ανταγωνισμού που περιέχονται στη Συνθήκη.

4 Τα άρθρα 86 και 90 της Συνθήκης (νυν άρθρα 82 ΕΚ και 86 ΕΚ) δεν απαγορεύουν στις δημόσιες αρχές να απονείμουν σε ταμείο συντάξεων το αποκλειστικό δικαίωμα διαχειρίσεως, σε συγκεκριμένο τομέα, συστήματος επικουρικών συντάξεων.

Το αποκλειστικό δικαίωμα κλαδικού ταμείου συντάξεων να διαχειρίζεται τις επικουρικές συντάξεις σε συγκεκριμένο τομέα και ο εντεύθεν περιορισμός του ανταγωνισμού μπορούν να δικαιολογηθούν βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 2, της Συνθήκης ως μέτρο αναγκαίο για την εκπλήρωση μιας ειδικής κοινωνικής αποστολής γενικού συμφέροντος η οποία έχει ανατεθεί στο ταμείο αυτό.

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-67/96,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Kantongerecht te Arnhem (Κάτω Ξώρες) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 234 ΕΚ), με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Albany International BV

και

Stichting Bedrijfspensioenfonds Textielindustrie,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 85, 86 και 90 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρων 81 ΕΚ, 82 ΕΚ και 86 ΕΚ),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους G. C. Rodrνguez Iglesias, Πρόεδρο, J.-P. Puissochet, G. Hirsch και P. Jann, προέδρους τμήματος, J. C. Moitinho de Almeida (εισηγητή), C. Gulmann, J. L. Murray, D. A. O. Edward, H. Ragnemalm, L. Sevσn και M. Wathelet, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs

γραμματέας: D. Louterman-Hubeau, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

- η Albany International BV, εκπροσωπούμενη από τον T. R. Ottervanger, δικηγόρο Ρότερνταμ, και τον M. H. van Coeverden, δικηγόρο Ξάγης,

- το Stichting Bedrijfspensioenfonds Textielindustrie, εκπροσωπούμενο από τον E. Lutjens, δικηγόρο Άμστερνταμ, και τον Μ. O. Meulenbelt, δικηγόρο Ουτρέχτης,

- η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον A. Bos, νομικό σύμβουλο στο Υπουργείο Εξωτερικών,

- η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον E. Rφder, Ministerialrat στο Oμοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομίας, και τον C.-D. Quassowski, Regierungsdirektor στο ίδιο υπουργείο,

- η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την K. Rispal-Bellanger, υποδιευθύντρια διεθνούς οικονομικού δικαίου και κοινοτικού δικαίου στη διεύθυνση νομικών υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών, και τον C. Chavance, γραμματέα εξωτερικών υποθέσεων στην ίδια διεύθυνση,

- η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον W. Wils, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Albany International BV, εκπροσωπούμενης από τον T. R. Ottervanger, του Stichting Bedrijfspensioenfonds Textielindustrie, εκπροσωπούμενου από τους E. Lutjens και Μ. O. Meulenbelt, της Ολλανδικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπούμενης από τον Μ. A. Fierstra, προϋστάμενο της υπηρεσίας ευρωπαϋκού δικαίου στο Υπουργείο Εξωτερικών, της Γαλλικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπούμενης από τον C. Chavance, της Σουηδικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπούμενης από τον A. Kruse, departementsrεd στη νομική γραμματεία (ΕΕ) του Υπουργείου Εξωτερικών, και της Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον W. Wils, κατά τη συνεδρίαση της 17ης Νοεμβρίου 1998,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 28ης Ιανουαρίου 1999,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με απόφαση της 4ης Μαρτίου 1996, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 11 Μαρτίου 1996, το Kantongerecht te Arnhem υπέβαλε, βάσει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 234 ΕΚ), τρία προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία των άρθρων 85, 86 και 90 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρων 81 ΕΚ, 82 ΕΚ και 86 ΕΚ).

2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Albany International BV (στο εξής: Albany) και του Stichting Bedrijfspensioenfonds Textielindustrie (κλαδικού ταμείου συντάξεων των υφαντουργών, στο εξής: Ταμείο συντάξεων) σχετικά με άρνηση της Albany να καταβάλει στο Ταμείο συντάξεων τις εισφορές που αντιστοιχούν στο έτος 1989, για τον λόγο ότι η υποχρεωτική υπαγωγή στο Ταμείο συντάξεων, βάσει της οποίας της ζητούνται οι εισφορές αυτές, αντίκειται στα άρθρα 3, στοιχείο ζζ, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο ζζ, ΕΚ) 85, 86 και 90 της Συνθήκης.

Η εθνική νομοθεσία

3 Το ολλανδικό συνταξιοδοτικό καθεστώς έχει τρία βάθρα.

4 Το πρώτο αποτελείται από την κατά νόμον βασική σύνταξη, η οποία χορηγείται από το Δημόσιο σύμφωνα με τον Algemene Ouderdomswet (νόμο περί γενικού συστήματος συντάξεων γήρατος, στο εξής: AOW) και τον Algemene Nabestaandenwet (νόμο περί γενικευμένης ασφαλίσεως των επιζώντων). Το υποχρεωτικό αυτό εκ του νόμου σύστημα παρέχει σε ολόκληρο τον πληθυσμό δικαίωμα λήψεως συντάξεως μειωμένου ποσού, ανεξάρτητου από τον μισθό που πράγματι λαμβανόταν προηγουμένως και υπολογιζόμενου βάσει του κατά νόμον κατώτατου μισθού.

5 Το δεύτερο βάθρο αποτελείται από τις επικουρικές συντάξεις, οι οποίες παρέχονται σε συνάρτηση με επαγγελματική δραστηριότητα, μισθωτή ή ανεξάρτητη, και, στις περισσότερες περιπτώσεις, συμπληρώνουν τη βασική σύνταξη. Οι επικουρικές αυτές συντάξεις καταβάλλονται συνήθως εντός του πλαισίου συλλογικών συνταξιοδοτικών συστημάτων που ισχύουν για συγκεκριμένο τομέα της οικονομίας, για συγκεκριμένο επάγγελμα ή για τους εργαζόμενους συγκεκριμένης επιχειρήσεως, από ταμεία συντάξεων στα οποία η υπαγωγή κατέστη υποχρεωτική βάσει διαφόρων νομοθετημάτων, και μεταξύ αυτών, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, του Wet van 17 maart 1949 houdende vaststelling van een regeling betreffende verplichte deelneming in een bedrijfspensioenfonds (νόμου της 17ης Μαρτίου 1949 περί υποχρεωτικής υπαγωγής σε κλαδικό ταμείο συντάξεων, στο εξής: BPW).

6 Το τρίτο βάθρο αποτελείται από τις ατομικές συμβάσεις συνταξιοδοτικής ασφαλίσεως ή ασφάλειας ζωής, οι οποίες συνάπτονται επί προαιρετικής βάσεως.

7 Ο Wet op de loonbelasting (νόμος περί φόρου εισοδήματος από μισθωτές δραστηριότητες) ορίζει ότι τα ασφάλιστρα που καταβάλλονται για τη δημιουργία συνταξιοδοτικού δικαιώματος εκπίπτουν του φορολογητέου εισοδήματος μόνον όταν η σχετική σύνταξη δεν είναι ανώτερη ενός «λογικού» επιπέδου. Τα ασφάλιστρα δεν εκπίπτουν σε περίπτωση ασφαλίσεως για σύνταξη που είναι ανώτερη του επιπέδου αυτού. Το επίπεδο αυτό ανέρχεται, για σταδιοδρομία 40 ετών, στο 70 % των αποδοχών του ενδιαφερομένου κατά το τέλος της σταδιοδρομίας. Η φορολογική αυτή ρύθμιση έχει ως συνέπεια ότι τα ισχύοντα σήμερα στις Κάτω Ξώρες στον τομέα της δημιουργίας συνταξιοδοτικού δικαιώματος αντιστοιχούν σε σύνταξη, περιλαμβανομένης της χορηγουμένης βάσει του AOW, ίση με το 70 % του τελευταίου μισθού.

8 Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του BPW, όπως έχει υπό τον νόμο της 11ης Φεβρουαρίου 1988, ορίζει:

«1. Υπό την έννοια του παρόντος νόμου και των διατάξεων που βασίζονται σ' αυτόν νοείται ως:

(...)

b. κλαδικό ταμείο συντάξεων: το υφιστάμενο σε τομέα δραστηριότητας ταμείο στο πλαίσιο του οποίου συλλέγονται κεφάλαια είτε μόνον υπέρ προσώπων που ασκούν μισθωτή δραστηριότητα στον συγκεκριμένο τομέα είτε και υπέρ προσώπων που υπό άλλη ιδιότητα ασκούν δραστηριότητα στον πιο πάνω τομέα.

(...)

f. υπουργός: ο Υπουργός Κοινωνικών Υποθέσεων και Εργασίας.»

9 Το άρθρο 3 του τροποποιημένου BPW ορίζει:

«1. Ο υπουργός, κατόπιν αιτήσεως κλαδικής επαγγελματικής οργανώσεως την οποία θεωρεί αρκούντως αντιπροσωπευτική της διαρθρώσεως της οικονομικής ζωής τομέα δραστηριότητας, δύναται, αφού συνεργασθεί με τον επικεφαλής της κεντρικής διοικητικής μονάδας που είναι αρμόδια για τις υποθέσεις του συγκεκριμένου τομέα δραστηριότητας και αφού διαβουλευθεί με το Sociaal-Economische Raad [Κοινωνικό και Οικονομικό Συμβούλιο] και το Verzekeringskamer [Ασφαλιστικό Επιμελητήριο], να καταστήσει για όλους τους εργαζόμενους ή για ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων του συγκεκριμένου τομέα δραστηριότητας υποχρεωτική την υπαγωγή στο κλαδικό ταμείο συντάξεων.

2. Στην περίπτωση που αφορά η προηγούμενη παράγραφος, όλα τα πρόσωπα που ανήκουν στις συγκεκριμένες κατηγορίες σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής, όπως και, όταν πρόκειται για μισθωτούς, οι εργοδότες τους, υποχρεούνται να τηρούν τις σχετικές με αυτούς διατάξεις που περιέχονται στο καταστατικό και στους κανονισμούς του κλαδικού ταμείου συντάξεων ή που θεσπίζονται βάσει του πιο πάνω καταστατικού και των πιο πάνω κανονισμών. Η τήρηση των διατάξεων αυτών δύναται να επιβληθεί δικαστικώς, ιδίως όσον αφορά την καταβολή των εισφορών.»

10 Το άρθρο 5, παράγραφος 2, του τροποποιημένου BPW θέτει διάφορες προϋποθέσεις προκειμένου ο Υπουργός Κοινωνικών Υποθέσεων και Εργασίας να μπορέσει να δεχθεί αίτηση υποχρεωτικής υπαγωγής υπό την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1. Έτσι, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 2, σημεία ΙΙΙ και IV, του τροποποιημένου BPW, το καταστατικό και οι κανονισμοί του κλαδικού ταμείου συντάξεων πρέπει να διασφαλίζουν αρκούντως τα συμφέροντα των ασφαλιζομένων, η δε επιτροπή διαχειρίσεως του ταμείου πρέπει να αποτελείται από ισάριθμους εκπροσώπους των εργοδοτικών και εργατικών ενώσεων του συγκεκριμένου τομέα.

11 Επίσης, το άρθρο 5, παράγραφος 2, σημείο ΙΙ, περίπτωση l, του τροποποιημένου BPW ορίζει ότι το καταστατικό και οι κανονισμοί του κλαδικού ταμείου συντάξεων πρέπει να περιέχουν διατάξεις σχετικά με τις περιπτώσεις στις οποίες και με τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι εργαζόμενοι του συγκεκριμένου τομέα δεν είναι υποχρεωμένοι να υπαχθούν στο πιο πάνω ταμείο ή μπορούν να απαλλαγούν από ορισμένες υποχρεώσεις έναντι του ταμείου αυτού.

12 Το άρθρο 5, παράγραφος 3, του τροποποιημένου BPW διευκρινίζει:

«Ο Υπουργός Κοινωνικών Υποθέσεων και Εργασίας, κατόπιν διαβουλεύσεως με το Ασφαλιστικό Επιμελητήριο και το Κοινωνικό και Οικονομικό Συμβούλιο, δίδει οδηγίες επί των θεμάτων που αφορά η παράγραφος 2, σημείο ΙΙ, περίπτωση l. Για την παροχή των οδηγιών αυτών, πρέπει να λαμβάνεται ως αφετηρία ότι οι περί ων πρόκειται εργαζόμενοι που έξι τουλάχιστον μήνες πριν από την υποβολή της αιτήσεως του άρθρου 3, παράγραφος 1, υπάγονταν σε συνταξιοδοτικό ταμείο επιχειρήσεως ή ασφαλίζονταν σε ασφαλιστική εταιρία με ασφάλεια ζωής δεν υποχρεούνται να υπαχθούν στο περί ου πρόκειται κλαδικό ταμείο συντάξεων ή απαλλάσσονται, πλήρως ή σε εύλογο μέτρο, της υποχρεώσεως καταβολής εισφορών σε αυτό, υπό την προϋπόθεση ότι μπορούν να αποδείξουν - και επί όσο χρονικό διάστημα μπορούν να αποδείξουν - ότι, κατά την περίοδο κατά την οποία δεν υποχρεούνται να υπαχθούν ή απαλλάσσονται, πλήρως ή σε εύλογο μέτρο, της υποχρεώσεως καταβολής εισφορών, αποκτούν συνταξιοδοτικά δικαιώματα το λιγότερο ανάλογα εκείνων που θα αποκτούσαν σε περίπτωση υπαγωγής στο κλαδικό ταμείο συντάξεων. O υπουργός δύναται επίσης να δίδει οδηγίες σχετικά με άλλα χωρία της παραγράφου 2.»

13 Με την Beschikking van 29 december 1952 betreffende de vaststelling van de richtlijnen voor de vrijstelling van deelneming in een bedrijfspensioenfonds wegens een bijzondere pensioenvoorziening (απόφαση της 29ης Δεκεμβρίου 1952 με την οποία δίδονται οδηγίες σχετικά με την απαλλαγή από την υποχρέωση υπαγωγής σε κλαδικό ταμείο συντάξεων λόγω υπαγωγής σε ειδικό συνταξιοδοτικό σύστημα, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση της 15ης Αυγούστου 1988, στο εξής: υπουργικές οδηγίες σχετικά με την απαλλαγή από την υποχρέωση υπαγωγής), ο Υπουργός Κοινωνικών Υποθέσεων και Εργασίας έδωσε τις οδηγίες που προβλέπει το άρθρο 5, παράγραφος 3, του τροποποιημένου BPW.

14 Το άρθρο 1 των τροποποιημένων υπουργικών οδηγιών σχετικά με την απαλλαγή από την υποχρέωση υπαγωγής ορίζει:

«Απαλλαγή από την υποχρέωση υπαγωγής σε κλαδικό ταμείο συντάξεων ή από την υποχρέωση καταβολής εισφορών σε τέτοιο ταμείο δύναται να χορηγηθεί από το ταμείο αυτό, κατόπιν αιτήσεως παντός ενδιαφερομένου, εφόσον ο εργαζόμενος του συγκεκριμένου τομέα υπάγεται σε ειδικό συνταξιοδοτικό σύστημα το οποίο πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α. το σύστημα αυτό πρέπει να εξαρτάται από συνταξιοδοτικό ταμείο επιχειρήσεως, από άλλο κλαδικό ταμείο συντάξεων ή από ασφαλιστή κατέχοντα το πιστοποιητικό του άρθρου 10 του Wet toezicht verzekeringsbedrijf (νόμου περί ελέγχου των ασφαλιστικών εταιριών, Stb. 1986, σ. 638) ή να βασίζεται στον Algemene burgerlijke pensioenwet (γενικό νόμο περί των συντάξεων του Δημοσίου προς τους πολιτικούς συνταξιούχους, Stb. 1986, σ. 540), στον Spoorwegenpensioenwet (νόμο περί των συντάξεων των σιδηροδρομικών, Stb. 1986, σ. 541) ή στον Algemene Militaire pensioenwet (γενικό νόμο περί των συντάξεων των στρατιωτικών, Stb. 1979, σ. 305)·

b. τα δικαιώματα που μπορούν να στηριχθούν στο σύστημα αυτό πρέπει, στο σύνολό τους, να είναι το λιγότερο ανάλογα εκείνων που απορρέουν από το κλαδικό ταμείο συντάξεων·

c. πρέπει να εξασφαλίζονται αρκούντως τα δικαιώματα του περί ου πρόκειται εργαζομένου και η τήρηση των υποχρεώσεών του·

d. αν η απαλλαγή συνεπάγεται την αποχώρηση από το ταμείο, για τη ζημία που το ταμείο ενδεχομένως υπέστη, από απόψεως ασφαλιστικής τεχνικής, κατόπιν της αποχωρήσεως αυτής πρέπει να προταθεί αποζημίωση που θεωρείται εύλογη από το Ασφαλιστικό Επιμελητήριο.»

15 Το άρθρο 5 των πιο πάνω υπουργικών οδηγιών, όπως τροποποιήθηκαν, προσθέτει:

«1. Η απαλλαγή πρέπει να χορηγείται όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 1, στοιχεία a, b και c, όταν ο εργαζόμενος του συγκεκριμένου τομέα υπαγόταν στο ειδικό συνταξιοδοτικό σύστημα τουλάχιστον έξι μήνες πριν από την υποβολή της αιτήσεως βάσει της οποίας κατέστη υποχρεωτική η υπαγωγή στο κλαδικό ταμείο συντάξεων και όταν έχει αποδειχθεί ότι, κατά την περίοδο κατά την οποία ο πιο πάνω εργαζόμενος δεν υποχρεούται να υπαχθεί στο κλαδικό ταμείο συντάξεων ή απαλλάσσεται, πλήρως ή σε εύλογο μέτρο, της υποχρεώσεως καταβολής εισφορών, αποκτά συνταξιοδοτικά δικαιώματα το λιγότερο ανάλογα εκείνων που θα αποκτούσε σε περίπτωση υπαγωγής στο κλαδικό ταμείο συντάξεων.

2. Αν, κατά το χρονικό σημείο που προβλέπεται στην παράγραφο 1, το ειδικό συνταξιοδοτικό σύστημα δεν πληροί την προϋπόθεση του άρθρου 1, στοιχείο b, πρέπει να δοθεί επαρκής προθεσμία για να καταστεί δυνατή η τήρηση της προϋποθέσεως αυτής πριν ληφθεί απόφαση επί της αιτήσεως.

3. Η βάσει του παρόντος άρθρου απαλλαγή πρέπει να ισχύει από το χρονικό σημείο κατά το οποίο κατέστη υποχρεωτική η υπαγωγή στο κλαδικό ταμείο συντάξεων.»

16 Το άρθρο 9 των εν λόγω υπουργικών οδηγιών, όπως τροποποιήθηκαν, ορίζει:

«1. Κατά των αποφάσεων του άρθρου 8 μπορεί να υποβληθεί ένσταση ενώπιον του Ασφαλιστικού Επιμελητηρίου εντός προθεσμίας 30 ημερών αφότου ο ενδιαφερόμενος παρέλαβε την απόφαση. Το κλαδικό ταμείο συντάξεων οφείλει να γνωστοποιήσει στον ενδιαφερόμενο εγγράφως, και συγχρόνως με την απόφαση, την ύπαρξη της δυνατότητας αυτής.

2. Το Ασφαλιστικό Επιμελητήριο κοινοποιεί τις αποφάσεις του επί των ενστάσεων στο κλαδικό ταμείο συντάξεων καθώς και στα πρόσωπα που υπέβαλαν τις ενστάσεις αυτές.»

17 Η εκτίμηση του Ασφαλιστικού Επιμελητηρίου αποτελεί προσπάθεια συνδιαλλαγής. Δεν πρόκειται για απόφαση με δεσμευτική ισχύ στο πλαίσιο διαφοράς. Η εκτίμηση του Ασφαλιστικού Επιμελητηρίου δεν είναι δεκτική ούτε ενστάσεως ούτε προσφυγής.

18 Πέραν των διατάξεων του BPW, τα κλαδικά ταμεία συντάξεων στα οποία η υπαγωγή έχει καταστεί υποχρεωτική υπόκεινται στον Wet van 15 mei 1962 houdende regelen betreffende pensioen- en spaarvoorzieningen (νόμο της 15ης Μαου 1962 περί ταμείων συντάξεων και ταμιευτηρίων, ο οποίος στη συνέχεια τροποποιήθηκε πλειστάκις, στο εξής: PSW).

19 Ο PSW σκοπό έχει να εξασφαλίσει, στο μέτρο του δυνατού, ότι όντως θα τηρούνται οι σχετικές με τις συντάξεις δεσμεύσεις έναντι των εργαζομένων.

20 Προς τούτο, το άρθρο 2, παράγραφος 1, του PSW υποχρεώνει τους εργοδότες να επιλέξουν ένα από τα τρία συστήματα που έχουν καθιερωθεί προκειμένου τα συλλεγόμενα για συνταξιοδοτικούς σκοπούς κεφάλαια να διαχωρίζονται από το υπόλοιπο ενεργητικό της επιχειρήσεως. Ο εργοδότης δύναται να προσχωρήσει σε κλαδικό ταμείο συντάξεων, να συστήσει συνταξιοδοτικό ταμείο επιχειρήσεως ή να συνάψει με ασφαλιστική εταιρία συμβάσεις ομαδικής ή ατομικής ασφαλίσεως.

21 Το άρθρο 1, παράγραφος 6, του PSW διευκρινίζει ότι έχει εφαρμογή και επί των κλαδικών ταμείων συντάξεων στα οποία η υπαγωγή έχει καταστεί υποχρεωτική βάσει του BPW.

22 Ο PSW θέτει επίσης σειρά προϋποθέσεων τις οποίες πρέπει να πληρούν το καταστατικό και οι κανονισμοί κλαδικού ταμείου συντάξεων. Έτσι, το άρθρο 4 του PSW ορίζει ότι η ίδρυση ενός τέτοιου ταμείου πρέπει να γνωστοποιηθεί στον Υπουργό Κοινωνικών Υποθέσεων και Εργασίας, καθώς και στο Ασφαλιστικό Επιμελητήριο. Το άρθρο 6, παράγραφος 1, του PSW επιβεβαιώνει ότι η επιτροπή διαχειρίσεως κλαδικού ταμείου συντάξεων πρέπει να αποτελείται από ισάριθμους εκπροσώπους των εργοδοτικών και εργατικών οργανώσεων του συγκεκριμένου τομέα.

23 Επιπλέον, ο PSW καθορίζει, στα άρθρα του 9 και 10, τον τρόπο διαχειρίσεως των συλλεγομένων κεφαλαίων. Ο επί του θέματος γενικός κανόνας διατυπώνεται στο άρθρο 9, το οποίο επιβάλλει στα ταμεία συντάξεων να μεταφέρουν ή να μετασφαλίζουν τον κίνδυνο σχετικά με τις δεσμεύσεις ως προς τις συντάξεις. Κατά παρέκκλιση από τον κανόνα αυτόν, το άρθρο 10 επιτρέπει στα ταμεία συντάξεων να διαχειρίζονται και επενδύουν τα ίδια, με δικό τους κίνδυνο, τα συλλεγόμενα κεφάλαια. Για να του επιτραπεί να ενεργήσει έτσι, το ταμείο συντάξεων πρέπει να υποβάλει στις υπεύθυνες αρχές σχέδιο διαχειρίσεως που να διευκρινίζει τον τρόπο με τον οποίο το ταμείο προτίθεται να αντιμετωπίσει τον αναλογιστικό και τον οικονομικό κίνδυνο. Το σχέδιο πρέπει να εγκριθεί από το Ασφαλιστικό Επιμελητήριο. Επιπλέον, η εποπτεία επί των ταμείων συντάξεων ασκείται αδιαλείπτως. Οι λογαριασμοί σχετικά με τον αναλογιστικό υπολογισμό των αποτελεσμάτων του συστήματος πρέπει να υποβάλλονται τακτικά για έγκριση στο Ασφαλιστικό Επιμελητήριο.

24 Τέλος, τα άρθρα 13 έως 16 του PSW θέτουν τους κανόνες που διέπουν την επένδυση των συλλεγομένων ποσών. Βάσει του άρθρου 13, το ενεργητικό του συστήματος πλέον των προβλεπομένων εσόδων πρέπει να επαρκεί για την κάλυψη των δεσμεύσεων σχετικά με τις συντάξεις. Το άρθρο 14 διευκρινίζει ότι οι τοποθετήσεις πρέπει να γίνονται με σύνεση.

Η διαφορά της κύριας δίκης

25 Το Ταμείο συντάξεων ιδρύθηκε βάσει του BPW. Η υπαγωγή στο Ταμείο συντάξεων κατέστη υποχρεωτική με απόφαση του Υπουργού Κοινωνικών Υποθέσεων και Εργασίας της 4ης Δεκεμβρίου 1975 (στο εξής: υπουργική απόφαση που κατέστησε υποχρεωτική την υπαγωγή).

26 Η Albany εκμεταλλεύεται υφαντουργική επιχείρηση, η οποία υπάγεται στο Ταμείο συντάξεων από το 1975.

27 Μέχρι το 1989, το συνταξιοδοτικό σύστημα του Ταμείου συντάξεων ήταν σύστημα παροχών κατ' αποκοπήν. Η σύνταξη που χορηγείτο στους εργαζόμενους δεν ήταν ανάλογη του μισθού τους, αλλά αντιπροσώπευε σταθερό ποσό για κάθε εργαζόμενο. Θεωρώντας ότι το συνταξιοδοτικό αυτό σύστημα είναι ελάχιστα γενναιόδωρο, η Albany συμβλήθηκε το 1981 με ασφαλιστική εταιρία για τη σύσταση συστήματος επικουρικών συντάξεων για τους εργαζομένους της, προκειμένου η συνολική σύνταξη που θα δικαιούνται να λάβουν μετά 40 χρόνια δραστηριότητας να ανέρχεται στο 70 % του τελευταίου μισθού τους.

28 To Ταμείο συντάξεων τροποποίησε το συνταξιοδοτικό του σύστημα, η δε τροποποίηση αυτή ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 1989. Το εν λόγω σύστημα χορηγεί έκτοτε στους εργαζομένους ποσό που και αυτό αντιπροσωπεύει το 70 % του τελευταίου μισθού.

29 Κατόπιν της τροποποιήσεως του συνταξιοδοτικού συστήματος του Ταμείου συντάξεων, η Albany ζήτησε, στις 22 Ιουλίου 1989, να απαλλαγεί από την υποχρέωση υπαγωγής. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε από το Ταμείο συντάξεων στις 28 Δεκεμβρίου 1990. Συγκεκριμένα, το Ταμείο συντάξεων θεώρησε ότι, βάσει των υπουργικών οδηγιών περί απαλλαγής από την υποχρέωση υπαγωγής, η απαλλαγή αυτή πρέπει να χορηγείται μόνον όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις των οδηγιών αυτών και όταν έξι μήνες πριν από την υποβολή της αιτήσεως των κοινωνικών εταίρων κατόπιν της οποίας κατέστη υποχρεωτική η υπαγωγή στο κλαδικό ταμείο συντάξεων ήδη εφαρμόζονταν ειδικές διατάξεις περί συντάξεων.

30 Η Albany υπέβαλε κατά της αποφάσεως του Ταμείου συντάξεων ένσταση ενώπιον του Ασφαλιστικού Επιμελητηρίου. Με απόφαση της 18ης Μαρτίου 1992, το Ασφαλιστικό Επιμελητήριο θεώρησε ότι, αν και το Ταμείο συντάξεων δεν ήταν εν προκειμένω υποχρεωμένο να χορηγήσει τη ζητηθείσα απαλλαγή, συνέτρεχε λόγος να του ζητηθεί να ασκήσει την εξουσία του χορηγήσεως απαλλαγής ή τουλάχιστον να χορηγήσει μια προειδοποιητική προθεσμία, εφόσον η Albany είχε προ πολλού συμβληθεί με ασφαλιστική εταιρία για τη σύσταση συστήματος επικουρικών συντάξεων για το προσωπικό της και το σύστημα αυτό ήταν, από την 1η Ιανουαρίου 1989, ανάλογο εκείνου που συστάθηκε από το Ταμείο συντάξεων.

31 Το Ταμείο συντάξεων δεν ακολούθησε τη γνώμη του Ασφαλιστικού Επιμελητηρίου και κοινοποίησε στην Albany, στις 11 Νοεμβρίου 1992, ένταλμα πληρωμής ποσού 36 700,29 ολλανδικών φιορινίων, το οποίο αντιπροσώπευε τις εισφορές που έπρεπε να καταβληθούν το 1989 πλέον τόκων, εξόδων εισπράξεως και εξόδων εξωδίκων ενεργειών και νομικών συμβουλών.

32 Η Albany άσκησε κατά του εντάλματος αυτού ανακοπή ενώπιον του Kantongerecht te Arnhem. Ισχυρίστηκε μεταξύ άλλων ότι το καθεστώς υποχρεωτικής υπαγωγής στο Ταμείο συντάξεων αντίκειται στα άρθρα 3, στοιχείο ζζ, της Συνθήκης, 52 και 59 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ), 85, 86 και 90 της Συνθήκης.

33 Κατά την Albany, η άρνηση του Ταμείου συντάξεων να της χορηγήσει απαλλαγή έχει βλαπτικές συνέπειες γι' αυτήν. Συγκεκριμένα, η ασφαλιστική της εταιρία θα της παρείχε λιγότερο ευνοϋκούς όρους ασφαλίσεως από τη στιγμή που θα υπαγόταν στο σύστημα επικουρικών συντάξεων του Ταμείου συντάξεων. Επιπλέον, αντίθετα προς ό,τι ισχυρίζεται το Ταμείο συντάξεων, άλλα κλαδικά ταμεία συντάξεων, όπως το Bedrijfspensioenfonds voor de Bouwnijverheid και το Bedrijfspensioenfonds voor het Schildersbedrijf, χορηγούν απαλλαγή στις επιχειρήσεις που προηγουμένως υπάγονταν σε σύστημα επικουρικών συντάξεων.

34 Το Ταμείο συντάξεων ισχυρίστηκε ότι εν προκειμένω δεν υφίσταται εκ του νόμου υποχρέωση χορηγήσεως της ζητηθείσας απαλλαγής. Συνεπώς, στη συγκεκριμένη περίπτωση ο δικαστής μπορεί να ασκήσει μόνο περιθωριακό έλεγχο. Σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 3, του BPW, είναι υποχρεωτικό να χορηγείται απαλλαγή μόνον όταν η επιχείρηση έχει θέσει σε εφαρμογή ανάλογο συνταξιοδοτικό σύστημα τουλάχιστον έξι μήνες πριν καταστεί υποχρεωτική η υπαγωγή. Υποχρέωση απαλλαγής υφίστατο μόνον όταν η Albany υπήχθη για πρώτη φορά στο Ταμείο συντάξεων και δεν ισχύει σε περίπτωση τροποποιήσεως του συνταξιοδοτικού συστήματος. Επιπλέον, το Ταμείο συντάξεων επέμεινε στη σημασία που έχει για το σύνολο των εργαζομένων και των επιχειρήσεων του τομέα της υφαντουργίας η διατήρηση ενός σωστού συνταξιοδοτικού συστήματος στηριζομένου στην αλληλεγγύη και υπογράμμισε συναφώς ότι η χορήγηση απαλλαγής στην Albany θα σήμαινε την αποχώρηση 110 από τα 8 800 περίπου άτομα που αριθμεί ως ασφαλισμένους.

35 Το Kantongerecht συντάχθηκε με τη γνώμη του Ασφαλιστικού Επιμελητηρίου, κατά την οποία το σύστημα επικουρικών συντάξεων της Albany είναι, από την 1η Ιανουαρίου 1989, ανάλογο με το συνταξιοδοτικό σύστημα του Ταμείου συντάξεων. Υπογράμμισε ότι οι σχέσεις μεταξύ κλαδικού ταμείου συντάξεων και ασφαλιζομένου διέπονται από τις επιταγές του ορθού λόγου και της επιείκειας, καθώς και από τη γενική αρχή της χρηστής διοικήσεως. Συνεπώς, ένα κλαδικό ταμείο συντάξεων, όταν καλείται να αποφασίσει αν θα χορηγήσει απαλλαγή, πρέπει να λαμβάνει ιδιαιτέρως υπόψη τη γνώμη του συσταθέντος με νόμο ανεξάρτητου φορέα εμπειρογνωμόνων, όπως είναι το Ασφαλιστικό Επιμελητήριο.

36 Το Kantongerecht σημείωσε ότι, στην απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 1995, C-430/93 και C-431/93, Van Schijndel και Van Veen (Συλλογή 1995, σ. Ι-4705), τα τρία τελευταία ερωτήματα ως προς το αν το ολλανδικό καθεστώς υποχρεωτικής υπαγωγής σε επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα συμβιβάζεται με τους κοινοτικούς κανόνες ανταγωνισμού δεν εξετάστηκαν από το Δικαστήριο.

37 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Kantongerecht te Arnhem αποφάσισε, παραπέμποντας στις παρεμπίπτουσες αποφάσεις του της 19ης Απριλίου 1993, 17ης Ιανουαρίου 1994 και 9ης Ιανουαρίου 1995, να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1) Αποτελεί ένα κλαδικό ταμείο συντάξεων υπό την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο b, του [BPW] επιχείρηση υπό την έννοια των άρθρων 85, 86 ή 90 της Συνθήκης ΕΚ;

2) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, συνιστά το να καταστεί υποχρεωτική η υπαγωγή βιομηχανικών επιχειρήσεων μέτρο θεσπισμένο από κράτος μέλος που εξουδετερώνει την πρακτική αποτελεσματικότητα των εφαρμοστέων επί των επιχειρήσεων κανόνων ανταγωνισμού;

3) Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα, μπορούν άλλες περιστάσεις να έχουν ως συνέπεια ότι η υποχρεωτική υπαγωγή δεν συμβιβάζεται με τις διατάξεις του άρθρου 90 της Συνθήκης και, αν ναι, ποιες είναι οι περιστάσεις αυτές;»

Επί του παραδεκτού

38 Η Ολλανδική και η Γαλλική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή θέτουν υπό αμφισβήτηση το παραδεκτό των υποβληθέντων ερωτημάτων λόγω της ελλείψεως, στην απόφαση περί παραπομπής, αρκούντως ακριβούς καθορισμού του πραγματικού και κανονιστικού πλαισίου της διαφοράς στην κύρια δίκη. Ελλείψει λεπτομερούς εκθέσεως, εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου, της ρυθμίσεως που έχει εφαρμογή επί της διαφοράς στην κύρια δίκη, των συνθηκών υπό τις οποίες ιδρύθηκε το Ταμείο συντάξεων καθώς και των κανόνων διαχειρίσεως του Ταμείου συντάξεων, το Δικαστήριο δεν μπορεί να δώσει χρήσιμη ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, τα δε κράτη μέλη και τα λοιπά ενδιαφερόμενα μέρη δεν είναι σε θέση να υποβάλουν γραπτές παρατηρήσεις προτείνοντας απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα.

39 Πρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η ανάγκη να δοθεί ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου που να είναι χρήσιμη για το εθνικό δικαστήριο απαιτεί όπως το εθνικό δικαστήριο καθορίζει το πραγματικό και κανονιστικό πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσονται τα ερωτήματα που υποβάλλει ή, τουλάχιστον, εξηγεί τις πραγματικές καταστάσεις επί των οποίων στηρίζονται τα ερωτήματα αυτά. Οι επιταγές αυτές ισχύουν όλως ιδιαιτέρως σε ορισμένους τομείς, όπως ο τομέας του ανταγωνισμού, που χαρακτηρίζονται από περίπλοκες πραγματικές και νομικές καταστάσεις (βλ., ιδίως, τις αποφάσεις της 26ης Ιανουαρίου 1993, C-320/90 έως C-322/90, Telemarsicabruzzo κ.λπ., Συλλογή 1993, σ. Ι-393, σκέψεις 6 και 7· της 14ης Ιουλίου 1998, C-284/95, Safety Hi-Tech, Συλλογή 1998, σ. Ι-4301, σκέψεις 69 και 70, και C-341/95, Bettati, Συλλογή 1998, σ. Ι-4355, σκέψεις 67 και 68).

40 Οι πληροφορίες που παρέχονται με τις αποφάσεις περί παραπομπής πρέπει όχι μόνον να καθιστούν δυνατό στο Δικαστήριο να δίδει χρήσιμες απαντήσεις, αλλά και να παρέχουν στις κυβερνήσεις των κρατών μελών, καθώς και στα λοιπά ενδιαφερόμενα μέρη, τη δυνατότητα να υποβάλλουν παρατηρήσεις σύμφωνα με το άρθρο 20 του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου. Στο Δικαστήριο απόκειται να μεριμνά για τη διασφάλιση της δυνατότητας αυτής, λαμβανομένου υπόψη ότι, δυνάμει της προαναφερθείσας διατάξεως, μόνον οι αποφάσεις περί παραπομπής κοινοποιούνται στα ενδιαφερόμενα μέρη (βλ., ιδίως, τις διατάξεις της 30ής Απριλίου 1988, C-128/97 και C-137/97, Testa και Modesti, Συλλογή 1998, σ. Ι-2181, σκέψη 6, και της 11ης Μαου 1999, C-325/98, Anssens, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 8).

41 Εν προκειμένω, από τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν σύμφωνα με το άρθρο 20 του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου οι κυβερνήσεις των κρατών μελών και τα λοιπά ενδιαφερόμενα μέρη προκύπτει ότι οι πληροφορίες που περιέχει η απόφαση περί παραπομπής τούς έδωσαν τη δυνατότητα να λάβουν λυσιτελώς θέση επί των ερωτημάτων που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο.

42 Επιπλέον, με τις παρατηρήσεις της, η Γαλλική Κυβέρνηση παραπέμπει στις παρατηρήσεις της στις υποθέσεις Brentjens (απόφαση C-115/97 έως C-117/97 που εκδόθηκε αυθημερόν με την παρούσα απόφαση, Συλλογή 1999, σ. Ι-6025), οι οποίες αναφέρονται ρητώς στην υπόθεση Drijvende Bokken (απόφαση C-219/97 που εκδόθηκε αυθημερόν με την παρούσα απόφαση, Συλλογή 1999, σ. Ι-6121), ενώ, με τις παρατηρήσεις της, η Επιτροπή επικαλείται ευθέως την τελευταία υπόθεση. Η διάταξη περί παραπομπής στην προαναφερθείσα υπόθεση Drijvende Bokken, η οποία και αυτή αφορά το αν η υποχρεωτική υπαγωγή σε κλαδικό ταμείο συντάξεων συμβιβάζεται με τους κοινοτικούς κανόνες ανταγωνισμού, περιέχει λεπτομερή έκθεση της ρυθμίσεως που έχει εφαρμογή στη διαφορά της κύριας δίκης.

43 Περαιτέρω, ακόμη και αν η Ολλανδική και η Γαλλική Κυβέρνηση θεώρησαν εν προκειμένω ότι οι πληροφορίες που παρασχέθηκαν από το αιτούν δικαστήριο δεν τους παρέχουν τη δυνατότητα να λάβουν θέση επί ορισμένων πτυχών των ερωτημάτων που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι οι πληροφορίες αυτές συμπληρώθηκαν από τα στοιχεία της δικογραφίας που διαβίβασε το εθνικό δικαστήριο, από τις γραπτές παρατηρήσεις και από τις απαντήσεις στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου. Όλα τα στοιχεία αυτά, τα οποία περιέχονται στην έκθεση ακροατηρίου, γνωστοποιήθηκαν στις κυβερνήσεις των κρατών μελών και στα λοιπά ενδιαφερόμενα μέρη ενόψει της επ' ακροατηρίου συζητήσεως, κατά την οποία μπόρεσαν, εφόσον χρειάστηκε, να συμπληρώσουν τις παρατηρήσεις τους.

44 Τελικά, διαπιστώνεται ότι οι πληροφορίες που παρασχέθηκαν από το αιτούν δικαστήριο, συμπληρωθείσες εφόσον χρειάστηκε από τα προαναφερθέντα στοιχεία, παρέσχον στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να γνωρίσει επαρκώς το πραγματικό και κανονιστικό πλαίσιο της διαφοράς στην κύρια δίκη για να μπορέσει να ερμηνεύσει τους κοινοτικούς κανόνες ανταγωνισμού σε σχέση με την κατάσταση που αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς αυτής.

45 Επομένως, τα υποβληθέντα ερωτήματα είναι παραδεκτά.

Επί του δευτέρου ερωτήματος

46 Με το δεύτερο ερώτημά του, το οποίο πρέπει να εξεταστεί πρώτο, το αιτούν δικαστήριο ερωτά στην ουσία αν τα άρθρα 3, στοιχείο ζζ, της Συνθήκης, 5 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 10 ΕΚ) και 85 της Συνθήκης απαγορεύουν απόφαση των δημοσίων αρχών να καταστήσουν υποχρεωτική, κατόπιν αιτήσεως των αντιπροσωπευτικών οργανώσεων των εργοδοτών και των εργαζομένων συγκεκριμένου τομέα, την υπαγωγή σε κλαδικό ταμείο συντάξεων.

47 H Albany ισχυρίζεται ότι η αίτηση των κοινωνικών εταίρων να καταστεί υποχρεωτική η υπαγωγή σε κλαδικό ταμείο συντάξεων αποτελεί συμφωνία μεταξύ των επιχειρήσεων που δρουν στον συγκεκριμένο τομέα, αντίθετη προς το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης.

48 Η συμφωνία αυτή περιορίζει διττώς τον ανταγωνισμό. Αφενός, αναθέτοντας την εφαρμογή υποχρεωτικού συνταξιοδοτικού συστήματος σ' ένα μοναδικό διαχειριστή, στερεί τις επιχειρήσεις που δρουν στον συγκεκριμένο τομέα της δυνατότητας να υπαχθούν σε κατ' εξαίρεση υφιστάμενο συνταξιοδοτικό σύστημα που διαχειρίζονται άλλοι ασφαλιστές. Αφετέρου, η συμφωνία αυτή αποκλείει τους ασφαλιστές αυτούς από σημαντικό μερίδιο στην αγορά της συνταξιοδοτικής ασφαλίσεως.

49 Οι συνέπειες της συμφωνίας αυτής για τον ανταγωνισμό είναι «αισθητές» εφόσον η πιο πάνω συμφωνία αφορά ολόκληρο τον ολλανδικό υφαντουργικό τομέα. Οι συνέπειες αυτές επιτείνονται από το σωρευτικό αποτέλεσμα που οφείλεται στο ότι η υπαγωγή σε συνταξιοδοτικά συστήματα έχει καταστεί υποχρεωτική σε πολλούς τομείς της οικονομίας και για όλες τις επιχειρήσεις των τομέων αυτών.

50 Επιπλέον, η συμφωνία αυτή επηρεάζει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, στο μέτρο που αφορά επιχειρήσεις που έχουν διασυνοριακή δραστηριότητα και στερεί τους εγκατεστημένους σε άλλα κράτη μέλη ασφαλιστές της δυνατότητας να προσφέρουν εντός των Κάτω Ξωρών πλήρες σύστημα συνταξιοδοτικής ασφαλίσεως είτε μέσω διασυνοριακής παροχής υπηρεσιών είτε μέσω θυγατρικών ή υποκαταστημάτων.

51 Συνεπώς, κατά την Albany, με το να δημιουργήσουν το νομικό πλαίσιο και με το να δώσουν συνέχεια στην αίτηση των κοινωνικών εταίρων να καταστεί υποχρεωτική η υπαγωγή σε κλαδικό ταμείο συντάξεων, οι δημόσιες αρχές ευνόησαν ή ενίσχυσαν την εφαρμογή και υλοποίηση αντιθέτων προς το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης συμφωνιών μεταξύ των επιχειρήσεων που δρουν στους συγκεκριμένους τομείς, οπότε οι δημόσιες αρχές δεν έλαβαν υπόψη τα άρθρα 3, στοιχείο ζζ, 5 και 85 της Συνθήκης.

52 Για να δοθεί απάντηση στο δεύτερο ερώτημα, πρέπει πρώτα να εξεταστεί αν η απόφαση που έλαβαν στο πλαίσιο συλλογικής συμβάσεως οι αντιπροσωπευτικές οργανώσεις των εργοδοτών και των εργαζομένων συγκεκριμένου τομέα να ιδρύσουν, στον τομέα αυτόν, ένα μοναδικό ταμείο συντάξεων επιφορτισμένο με τη διαχείριση συστήματος επικουρικών συντάξεων και να ζητήσουν από τις δημόσιες αρχές να καταστήσουν για όλους τους εργαζόμενους του πιο πάνω τομέα υποχρεωτική την υπαγωγή στο ταμείο αυτό είναι αντίθετη προς το άρθρο 85 της Συνθήκης.

53 Πρέπει να υπομνηστεί ευθύς εξ αρχής ότι το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης απαγορεύει κάθε συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων, κάθε απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων ή κάθε εναρμονισμένη πρακτική που μπορεί να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και που έχει ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς. Η σημασία του κανόνα αυτού οδήγησε τους συντάκτες της Συνθήκης να ορίσουν ρητώς στο άρθρο 85, παράγραφος 2, της Συνθήκης ότι οι απαγορευόμενες δυνάμει της διατάξεως αυτής συμφωνίες και αποφάσεις είναι αυτοδικαίως άκυρες.

54 Στη συνέχεια, πρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά το άρθρο 3, στοιχεία ζζ και θθ, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχεία ζζ και ιι, ΕΚ), η δράση της Κοινότητας αφορά όχι μόνον ένα «καθεστώς που εξασφαλίζει ανόθευτο ανταγωνισμό μέσα στην εσωτερική αγορά», αλλά και «μια κοινή πολιτική στον κοινωνικό τομέα». Το άρθρο 2 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 2 ΕΚ) ορίζει ότι η Κοινότητα έχει ως αποστολή, μεταξύ άλλων, «να προάγει την αρμονική και ισόρροπη ανάπτυξη των οικονομικών δραστηριοτήτων» και «ένα υψηλό επίπεδο απασχόλησης και κοινωνικής προστασίας».

55 Συναφώς, το άρθρο 118 της Συνθήκης ΕΚ (τα άρθρα 117 έως 120 της Συνθήκης ΕΚ αντικαταστάθηκαν από τα άρθρα 136 ΕΚ έως 143 ΕΚ) ορίζει ότι η Επιτροπή έχει ως αποστολή την προώθηση στενής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών στον κοινωνικό τομέα, και ιδίως στα θέματα που αφορούν το συνδικαλιστικό δικαίωμα και τις συλλογικές διαπραγματεύσεις μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων.

56 Το άρθρο 118 Β της Συνθήκης ΕΚ (τα άρθρα 117 έως 120 της Συνθήκης ΕΚ αντικαταστάθηκαν από τα άρθρα 136 ΕΚ έως 143 ΕΚ) προσθέτει ότι η Επιτροπή προσπαθεί να αναπτύξει μεταξύ των κοινωνικών εταίρων σε ευρωπαϋκό επίπεδο τον διάλογο που θα μπορούσε να καταλήξει, εφόσον οι κοινωνικοί εταίροι το επιθυμούν, σε συμβατικές σχέσεις.

57 Επιπλέον, το άρθρο 1 της συμφωνίας για την κοινωνική πολιτική (ΕΕ 1992, C 191, σ. 91, στο εξής: συμφωνία για την κοινωνική πολιτική) ορίζει ότι η Κοινότητα και τα κράτη μέλη έχουν ως στόχο, μεταξύ άλλων, τη βελτίωση των συνθηκών διαβιώσεως και εργασίας, την παροχή κατάλληλης κοινωνικής προστασίας, τον κοινωνικό διάλογο, την ανάπτυξη των ανθρώπινων πόρων που θα επιτρέψουν υψηλό και διαρκές επίπεδο απασχολήσεως και την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού.

58 Σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, της συμφωνίας για την κοινωνική πολιτική, ο διάλογος μεταξύ κοινωνικών εταίρων σε κοινοτικό επίπεδο μπορεί να οδηγήσει, αν οι κοινωνικοί εταίροι το επιθυμούν, στη σύναψη συμβατικών σχέσεων, περιλαμβανομένης της συνάψεως συμφωνιών, των οποίων η υλοποίηση γίνεται είτε με διαδικασίες και πρακτικές των κοινωνικών εταίρων και των κρατών μελών είτε, κατόπιν κοινής αιτήσεως των υπογραφόντων μερών, με απόφαση του Συμβουλίου μετά από πρόταση της Επιτροπής.

59 Ασφαλώς, ορισμένα περιοριστικά του ανταγωνισμού αποτελέσματα είναι σύμφυτα με τις συλλογικές συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ των αντιπροσωπευτικών οργανώσεων των εργοδοτών και των εργαζομένων. Ωστόσο, οι στόχοι κοινωνικής πολιτικής που επιδιώκουν οι συμβάσεις αυτές θα διακυβεύονταν σοβαρά αν οι κοινωνικοί εταίροι υπέκειντο στο άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης κατά την από κοινού αναζήτηση μέτρων για τη βελτίωση των συνθηκών απασχολήσεως και εργασίας.

60 Έτσι, μετά από χρήσιμη και συνεπή ερμηνεία των διατάξεων της Συνθήκης στο σύνολό τους πρέπει να θεωρηθεί ότι, ως εκ της φύσεως και του αντικειμένου τους, οι συμφωνίες που συνάπτονται για τους σκοπούς αυτούς στο πλαίσιο συλλογικών διαπραγματεύσεων μεταξύ κοινωνικών εταίρων δεν εμπίπτουν στο άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης.

61 Συνεπώς, πρέπει να εξεταστεί αν η φύση και το αντικείμενο της επίμαχης στην κύρια δίκη συμφωνίας δικαιολογούν να εξαιρεθεί η συμφωνία αυτή από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης.

62 Εν προκειμένω, διαπιστώνεται, αφενός, ότι, όπως οι πιο πάνω συμφωνίες που γεννώνται από τον κοινωνικό διάλογο, έτσι και η επίμαχη στην κύρια δίκη συμφωνία συνήφθη υπό μορφή συλλογικής συμβάσεως και είναι το αποτέλεσμα συλλογικής διαπραγματεύσεως μεταξύ των αντιπροσωπευτικών οργανώσεων των εργοδοτών και των εργαζομένων.

63 Αφετέρου, όσον αφορά το αντικείμενό της, η επίμαχη στην κύρια δίκη συμφωνία θέτει σε εφαρμογή, σε συγκεκριμένο τομέα, σύστημα επικουρικών συντάξεων το οποίο τελεί υπό τη διαχείριση ταμείου συντάξεων στο οποίο η υπαγωγή δύναται να καταστεί υποχρεωτική. Το σύστημα αυτό έχει στο σύνολό του ως σκοπό να εξασφαλίζει ένα ορισμένο επίπεδο συντάξεων για όλους τους εργαζόμενους του τομέα αυτού και επομένως συμβάλλει ευθέως στη βελτίωση μιας από τις συνθήκες εργασίας, δηλαδή της αμοιβής των εργαζομένων.

64 Συνεπώς, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι, ως εκ της φύσεως και του αντικειμένου της, η επίμαχη στην κύρια δίκη συμφωνία δεν εμπίπτει στο άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης.

65 Στη συνέχεια, πρέπει να υπομνηστεί ότι, όπως έκρινε το Δικαστήριο ιδίως με την απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 1988, 267/86, Van Eycke, (Συλλογή 1988, σ. 4769, σκέψη 16), αυτό καθαυτό το άρθρο 85 της Συνθήκης αφορά μόνον τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων και όχι τα νομοθετικά ή κανονιστικά μέτρα των κρατών μελών. Ωστόσο, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι το άρθρο 85 της Συνθήκης, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 5, επιβάλλει στα κράτη μέλη να μη θεσπίζουν ή να μη διατηρούν σε ισχύ μέτρα νομοθετικής ή κανονιστικής φύσεως ικανά να εξαλείψουν την πρακτική αποτελεσματικότητα των εφαρμοστέων επί των επιχειρήσεων κανόνων ανταγωνισμού. Τούτο συμβαίνει, βάσει της ίδιας νομολογίας, όταν κράτος μέλος είτε επιβάλλει ή ευνοεί την κατάρτιση αντιθέτων προς το άρθρο 85 της Συνθήκης συμπράξεων ή ενισχύει τα αποτελέσματα των συμπράξεων αυτών είτε αφαιρεί από τη δική του ρύθμιση τον κρατικό της χαρακτήρα αναθέτοντας σε ιδιώτες επιχειρηματίες την ευθύνη λήψεως αποφάσεων παρεμβάσεως σε οικονομικά θέματα (βλ., επίσης, τις αποφάσεις της 17ης Νοεμβρίου 1993, C-2/91, Meng, Συλλογή 1993, σ. Ι-5751, σκέψη 14· C-185/91, Reiff, Συλλογή 1993, σ. Ι-5801, σκέψη 14· C-245/91, Ohra Schadeverzekeringen, Συλλογή 1993, σ. Ι-5851, σκέψη 10· της 18ης Ιουνίου 1998, C-35/96, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1998, σ. Ι-3851, σκέψεις 53 και 54, και C-266/96, Corsica Ferries France, Συλλογή 1998, σ. Ι-3949, σκέψεις 35, 36 και 49).

66 Εν προκειμένω, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η αίτηση των αντιπροσωπευτικών οργανώσεων των εργοδοτών και των εργαζομένων προς τις δημόσιες αρχές να καταστήσουν υποχρεωτική την υπαγωγή στο κλαδικό ταμείο συντάξεων που ίδρυσαν οι οργανώσεις αυτές εντάσσεται στο καθεστώς που έχουν δημιουργήσει διάφορα εθνικά δίκαια το οποίο αφορά την άσκηση κανονιστικής εξουσίας στον κοινωνικό τομέα. Εφόσον, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 52 έως 64 της παρούσας αποφάσεως, η επίμαχη στην κύρια δίκη συμφωνία δεν εμπίπτει στο άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να την καταστήσουν υποχρεωτική για πρόσωπα που δεν δεσμεύονται από αυτήν.

67 Κατά τα λοιπά, το άρθρο 4, παράγραφος 2, της συμφωνίας για την κοινωνική πολιτική αναγνωρίζει ρητώς σε κοινοτικό επίπεδο τη δυνατότητα των κοινωνικών εταίρων να ζητούν από κοινού από το Συμβούλιο να θέσει σε εφαρμογή κοινωνικές συμφωνίες.

68 Συνεπώς, η απόφαση των δημοσίων αρχών να καταστήσουν υποχρεωτική την υπαγωγή σε ένα τέτοιο ταμείο δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επιβάλλουσα ή ευνοούσα την κατάρτιση αντιθέτων προς το άρθρο 85 της Συνθήκης συμπράξεων ή ως ενισχύουσα τα αποτελέσματα τέτοιων συμπράξεων.

69 Από τις πιο πάνω σκέψεις προκύπτει ότι η απόφαση των δημοσίων αρχών να καταστήσουν υποχρεωτική την υπαγωγή σε κλαδικό ταμείο συντάξεων δεν εμπίπτει στις κατηγορίες κανονιστικών μέτρων που, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, θίγουν την πρακτική αποτελεσματικότητα των άρθρων 3, στοιχείο ζζ, 5 και 85 της Συνθήκης.

70 Συνεπώς, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 3, στοιχείο ζζ, 5 και 85 της Συνθήκης δεν απαγορεύουν απόφαση των δημοσίων αρχών να καταστήσουν υποχρεωτική, κατόπιν αιτήσεως των αντιπροσωπευτικών οργανώσεων των εργοδοτών και των εργαζομένων συγκεκριμένου τομέα, την υπαγωγή σε κλαδικό ταμείο συντάξεων.

Επί του πρώτου ερωτήματος

71 Με το πρώτο ερώτημά του, το οποίο πρέπει να εξεταστεί δεύτερο, το αιτούν δικαστήριο ερωτά στην ουσία αν ταμείο συντάξεων, το οποίο είναι επιφορτισμένο με τη διαχείριση συστήματος επικουρικών συντάξεων, το οποίο ιδρύθηκε με συλλογική σύμβαση μεταξύ των αντιπροσωπευτικών οργανώσεων των εργοδοτών και των εργαζομένων συγκεκριμένου τομέα και στο οποίο η υπαγωγή κατέστη από τις δημόσιες αρχές υποχρεωτική για όλους τους εργαζόμενους του τομέα αυτού, είναι επιχείρηση υπό την έννοια των άρθρων 85 επ. της Συνθήκης.

72 Κατά το Ταμείο συντάξεων και τις κυβερνήσεις που υπέβαλαν παρατηρήσεις, ένα τέτοιο ταμείο δεν αποτελεί επιχείρηση υπό την έννοια των άρθρων 85 επ. της Συνθήκης. Συναφώς, υπενθυμίζουν τα διαφορετικά χαρακτηριστικά τόσο του κλαδικού ταμείου συντάξεων όσο και του συστήματος επικουρικών συντάξεων που το ταμείο αυτό διαχειρίζεται.

73 Πρώτον, η υποχρεωτική υπαγωγή όλων των εργαζομένων συγκεκριμένου τομέα σε σύστημα επικουρικών συντάξεων επιτελεί κοινωνική λειτουργία ουσιώδη εντός του συνταξιοδοτικού καθεστώτος των Κάτω Ξωρών λόγω του χαμηλοτάτου ποσού της κατά νόμον συντάξεως, το οποίο υπολογίζεται βάσει του κατωτάτου κατά νόμον μισθού. Εφόσον ένα σύστημα επικουρικών συντάξεων δημιουργήθηκε με συλλογική σύμβαση σε πλαίσιο που καθορίζεται από τον νόμο και εφόσον η υπαγωγή στο σύστημα αυτό κατέστη υποχρεωτική από τις δημόσιες αρχές, το εν λόγω σύστημα αποτελεί στοιχείο του ολλανδικού καθεστώτος κοινωνικής προστασίας, το δε κλαδικό ταμείο συντάξεων που είναι επιφορτισμένο με τη διαχείριση του συστήματος αυτού πρέπει να θεωρηθεί ως συμβάλλον στη διαχείριση της δημόσιας υπηρεσίας της κοινωνικής ασφαλίσεως.

74 Δεύτερον, το κλαδικό ταμείο συντάξεων δεν έχει κερδοσκοπικό σκοπό. Το συνδιαχειρίζονται οι κοινωνικοί εταίροι, οι οποίοι εκπροσωπούνται ισότιμα στην επιτροπή διαχειρίσεως. Το κλαδικό ταμείο συντάξεων εισπράττει μια μέση εισφορά η οποία καθορίζεται από την επιτροπή αυτή με κριτήριο τη σε συλλογικό επίπεδο ισορροπία μεταξύ του ύψους των ασφαλίστρων, του μεγέθους των παροχών και της εκτάσεως των κινδύνων. Επιπλέον, για να συσταθούν επαρκή αποθεματικά, οι εισφορές δεν μπορούν να είναι κατώτερες ορισμένου επιπέδου και, για να διατηρηθεί ο μη κερδοσκοπικός σκοπός, οι εισφορές δεν μπορούν να υπερβούν ένα ανώτατο όριο, η τήρηση του οποίου εξασφαλίζεται από τους κοινωνικούς εταίρους και από το Ασφαλιστικό Επιμελητήριο. Μολονότι οι εισπραττόμενες εισφορές αξιοποιούνται με τοποθετήσεις κατά το σύστημα της κεφαλαιοποιήσεως, οι τοποθετήσεις αυτές γίνονται υπό τον έλεγχο του Ασφαλιστικού Επιμελητηρίου και σύμφωνα με τις διατάξεις του PSW και του καταστατικού του κλαδικού ταμείου συντάξεων.

75 Τρίτον, το κλαδικό ταμείο συντάξεων λειτουργεί βάσει της αρχής της αλληλεγγύης. Η αλληλεγγύη αυτή καθίσταται εναργής από το ότι υφίσταται υποχρέωση αποδοχής όλων των εργαζομένων χωρίς προηγούμενη ιατρική εξέταση, από το ότι, όταν υφίσταται απαλλαγή από την υποχρέωση καταβολής εισφορών λόγω ανικανότητας προς εργασία, συνεχίζεται η ασφάλιση για τη δημιουργία συνταξιοδοτικού δικαιώματος, από το ότι, σε περίπτωση πτωχεύσεως του εργοδότη, το ταμείο επιβαρύνεται με τις οφειλόμενες από αυτόν εισφορές, καθώς και από το ότι γίνεται τιμαριθμική αναπροσαρμογή των συντάξεων προκειμένου να διατηρηθεί η αξία τους. Η αρχή της αλληλεγγύης απορρέει και από την έλλειψη αναλογίας, σε ατομικό επίπεδο, μεταξύ καταβαλλομένης εισφοράς, η οποία αποτελεί μια μέση εισφορά και είναι ανεξάρτητη των κινδύνων, και συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, για τον καθορισμό των οποίων λαμβάνεται υπόψη ένας μέσος μισθός. Η αλληλεγγύη αυτή καθιστά απαραίτητη την υποχρεωτική υπαγωγή στο σύστημα επικουρικών συντάξεων. Αν δεν ήταν υποχρεωτική η υπαγωγή, η «αποχώρηση» των «καλών» κινδύνων θα οδηγούσε σε «καθοδική σπείρα» η οποία θα έθετε σε κίνδυνο την οικονομική ισορροπία του συστήματος.

76 Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, το Ταμείο συντάξεων και οι κυβερνήσεις που υπέβαλαν παρατηρήσεις φρονούν ότι το κλαδικό ταμείο συντάξεων αποτελεί οργανισμό επιφορτισμένο με τη διαχείριση συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως, όπως οι οργανισμοί που εξετάζονται στην απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 1993, C-159/91 και C-160/91, Poucet και Pistre (Συλλογή 1993, σ. Ι-637), και αντιθέτως προς τον οργανισμό που εξετάζεται στην απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 1995, C-244/94, Fιdιration franηaise des sociιtιs d'assurance κ.λπ. (Συλλογή 1995, σ. Ι-4013), ο οποίος θεωρήθηκε ως επιχείρηση υπό την έννοια των άρθρων 85 επ. της Συνθήκης.

77 Πρέπει να υπομνηστεί ότι, στο πλαίσιο του δικαίου του ανταγωνισμού, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι στην έννοια της επιχειρήσεως υπάγεται κάθε φορέας που ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξαρτήτως του νομικού καθεστώτος του φορέα αυτού και του τρόπου χρηματοδοτήσεώς του (βλ., ιδίως, τις αποφάσεις της 23ης Απριλίου 1991, C-41/90, Hφfner και Elser, Συλλογή 1991, σ. Ι-1979, σκέψη 21· Poucet και Pistre, προαναφερθείσα, σκέψη 17, και Fιdιration franηaise des sociιtιs d'assurance κ.λπ., προαναφερθείσα, σκέψη 14).

78 Επιπλέον, στην προαναφερθείσα απόφαση Poucet και Pistre, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν εμπίπτουν στην έννοια αυτή οι οργανισμοί που είναι επιφορτισμένοι με τη διαχείριση ορισμένων υποχρεωτικών συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως τα οποία στηρίζονται στην αρχή της αλληλεγγύης. Στο πλαίσιο του συστήματος ασφαλίσεως υγείας και μητρότητας που εξέτασε το Δικαστήριο στην υπόθεση εκείνη, οι παροχές ήσαν όντως πανομοιότυπες για όλους τους δικαιούχους, μολόνοτι οι εισφορές ήσαν ανάλογες των εισοδημάτων· στο σύστημα ασφαλίσεως γήρατος, η χρηματοδότηση των συντάξεων εξασφαλιζόταν από τους εν ενεργεία εργαζομένους· επιπλέον, τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα, τα οποία καθορίζονταν από τον νόμο, δεν ήσαν ανάλογα των εισφορών που είχαν καταβληθεί στο σύστημα ασφαλίσεως γήρατος· τέλος, τα συστήματα που είχαν πλεόνασμα μετείχαν στη χρηματοδότηση των συστημάτων που είχαν διαρθρωτικές οικονομικές δυσχέρειες. Η αλληλεγγύη εκείνη συνεπαγόταν αναγκαστικά ότι η διαχείριση των διαφόρων συστημάτων εξασφαλιζόταν από έναν ενιαίο οργανισμό και ότι η υπαγωγή στα συστήματα αυτά ήταν υποχρεωτική.

79 Αντιθέτως, με την προαναφερθείσα απόφαση Fιdιration franηaise des sociιtιs d'assurance κ.λπ., το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ένας μη κερδοσκοπικός οργανισμός ο οποίος διαχειρίζεται σύστημα ασφαλίσεως γήρατος, που συμπληρώνει το υποχρεωτικό βασικό σύστημα και που έχει καθιερωθεί διά νόμου ως προαιρετικό και λειτουργεί σύμφωνα με την αρχή της κεφαλαιοποιήσεως, είναι επιχείρηση υπό την έννοια των άρθρων 85 επ. της Συνθήκης. Η προαιρετική υπαγωγή, η εφαρμογή της αρχής της κεφαλαιοποιήσεως και το γεγονός ότι οι παροχές εξαρτώνταν μόνον από το ποσό των εισφορών που είχαν καταβάλει οι δικαιούχοι καθώς και από τα αποτελέσματα των επενδύσεων στις οποίες προέβαινε ο διαχειριζόμενος το σύστημα οργανισμός συνεπάγονταν ότι ο οργανισμός αυτός ασκούσε οικονομική δραστηριότητα σε ανταγωνισμό με τις εταιρίες ασφαλειών ζωής. Ούτε η επιδίωξη σκοπού κοινωνικού χαρακτήρα ούτε η έλλειψη κερδοσκοπικού σκοπού ούτε οι επιταγές αλληλεγγύης ούτε οι άλλοι κανόνες σχετικά ιδίως με τους περιορισμούς στους οποίους ο διαχειριζόμενος το σύστημα οργανισμός υπέκειτο κατά την πραγματοποίηση των επενδύσεων ήραν τον οικονομικό χαρακτήρα από τη δραστηριότητα που ασκούσε ο οργανισμός αυτός.

80 Ακριβώς υπό το πρίσμα των ανωτέρω πρέπει να κριθεί αν η έννοια της επιχειρήσεως κατά τα άρθρα 85 επ. της Συνθήκης καλύπτει οργανισμό όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη κλαδικό ταμείο συντάξεων.

81 Εν προκειμένω, πρέπει να επισημανθεί ότι το ίδιο το κλαδικό ταμείο συντάξεων καθορίζει το ύψος των εισφορών και παροχών και ότι λειτουργεί σύμφωνα με την αρχή της κεφαλαιοποιήσεως.

82 Συνεπώς, αντιθέτως προς τις παροχές που καταβάλλονται από τους οργανισμούς που είναι επιφορτισμένοι με τη διαχείριση υποχρεωτικών συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους οποίους αναφέρεται η προαναφερθείσα απόφαση Poucet και Pistre, το ύψος των παροχών που καταβάλλονται από το ταμείο συντάξεων εξαρτάται από τα οικονομικά αποτελέσματα των τοποθετήσεων στις οποίες προβαίνει και για τις οποίες υπόκειται, όπως μια ασφαλιστική εταιρία, στον έλεγχο του Ασφαλιστικού Επιμελητηρίου.

83 Επιπλέον, όπως προκύπτει από το άρθρο 5 του BPW και από τα άρθρα 1 και 5 των υπουργικών οδηγιών σχετικά με την απαλλαγή από την υποχρέωση υπαγωγής, ένα κλαδικό ταμείο συντάξεων υποχρεούται να χορηγήσει απαλλαγή σε επιχείρηση όταν η επιχείρηση αυτή ήδη εξασφάλιζε στους εργαζομένους της, τουλάχιστον έξι μήνες πριν από την υποβολή της αιτήσεως βάσει της οποίας η υπαγωγή στο ταμείο συντάξεων κατέστη υποχρεωτική, συνταξιοδοτικό σύστημα που τους απένεμε δικαιώματα το λιγότερο ανάλογα εκείνων που θα αποκτούσαν σε περίπτωση υπαγωγής στο ταμείο συντάξεων. Περαιτέρω, βάσει του άρθρου 1 των προαναφερθεισών υπουργικών οδηγιών, το ταμείο αυτό έχει επίσης την ευχέρεια να χορηγήσει απαλλαγή σε επιχείρηση όταν η επιχείρηση αυτή εξασφαλίζει στους εργαζομένους της συνταξιοδοτικό σύστημα που τους απονέμει δικαιώματα το λιγότερο ανάλογα εκείνων που απορρέουν από το ταμείο συντάξεων, αρκεί, σε περίπτωση αποχωρήσεως από το ταμείο, για τη ζημία που το ταμείο ενδεχομένως υπέστη από απόψεως ασφαλιστικής τεχνικής συνεπεία της αποχωρήσεως αυτής, να προταθεί αποζημίωση που θεωρείται εύλογη από το Ασφαλιστικό Επιμελητήριο.

84 Επομένως, κλαδικό ταμείο συντάξεων, όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη, ασκεί οικονομική δραστηριότητα ανταγωνιστικά με τις ασφαλιστικές εταιρίες.

85 Υπό τις συνθήκες αυτές, η έλλειψη κερδοσκοπικού σκοπού καθώς και τα στοιχεία αλληλεγγύης που προβλήθηκαν από το Ταμείο συντάξεων και από τις κυβερνήσεις που υπέβαλαν παρατηρήσεις δεν αρκούν για να στερήσουν από το κλαδικό ταμείο συντάξεων την ιδιότητά του ως επιχειρήσεως υπό την έννοια των περιεχομένων στη Συνθήκη κανόνων ανταγωνισμού.

86 Ασφαλώς, η επιδίωξη κοινωνικού σκοπού, τα προαναφερθέντα στοιχεία αλληλεγγύης καθώς και οι περιορισμοί ή έλεγχοι σχετικά με τις επενδύσεις που γίνονται από το κλαδικό ταμείο συντάξεων θα μπορούσαν να καταστήσουν την υπηρεσία που παρέχει το ταμείο αυτό λιγότερο ανταγωνιστική από την ανάλογη υπηρεσία που παρέχουν οι ασφαλιστικές εταιρίες. Ναι μεν τέτοιοι εξαναγκασμοί δεν εμποδίζουν να θεωρηθεί η δραστηριότητα που ασκείται από το ταμείο συντάξεων ως οικονομική δραστηριότητα, πλην όμως θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν το αποκλειστικό δικαίωμα ενός τέτοιου οργανισμού να διαχειρίζεται σύστημα επικουρικών συντάξεων.

87 Συνεπώς, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι ταμείο συντάξεων, το οποίο είναι επιφορτισμένο με τη διαχείριση συστήματος επικουρικών συντάξεων, το οποίο ιδρύθηκε με συλλογική σύμβαση μεταξύ των αντιπροσωπευτικών οργανώσεων των εργοδοτών και των εργαζομένων συγκεκριμένου τομέα και στο οποίο η υπαγωγή κατέστη από τις δημόσιες αρχές υποχρεωτική για όλους τους εργαζόμενους του τομέα αυτού, είναι επιχείρηση υπό την έννοια των άρθρων 85 επ. της Συνθήκης.

Επί του τρίτου ερωτήματος

88 Με το τρίτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά στην ουσία αν τα άρθρα 86 και 90 της Συνθήκης απαγορεύουν να απονείμουν οι δημόσιες αρχές σε ταμείο συντάξεων το αποκλειστικό δικαίωμα διαχειρίσεως, σε συγκεκριμένο τομέα, συστήματος επικουρικών συντάξεων.

89 Η Ολλανδική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η μοναδική συνέπεια της υπουργικής αποφάσεως που κατέστησε υποχρεωτική την υπαγωγή είναι ότι υποχρεώνει τους εργαζόμενους του συγκεκριμένου τομέα να ασφαλιστούν στο Ταμείο συντάξεων. Η απόφαση αυτή δεν απονέμει στο Ταμείο συντάξεων αποκλειστικό δικαίωμα στον τομέα των επικουρικών συντάξεων. Το Ταμείο συντάξεων δεν κατέχει ούτε καν δεσπόζουσα θέση υπό την έννοια του άρθρου 86 της Συνθήκης.

90 Πρέπει να επισημανθεί ευθύς εξ αρχής ότι η απόφαση των δημοσίων αρχών να καταστήσουν υποχρεωτική, όπως εν προκειμένω, την υπαγωγή σε κλαδικό ταμείο συντάξεων συνεπάγεται αναγκαστικά την απονομή στο ταμείο αυτό του αποκλειστικού δικαιώματος συλλογής και διαχειρίσεως των εισφορών που καταβάλλονται για τη δημιουργία συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων. Συνεπώς, ένα τέτοιο ταμείο πρέπει να θεωρηθεί ως επιχείρηση στην οποία οι δημόσιες αρχές έχουν απονείμει αποκλειστικά δικαιώματα υπό την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 1, της Συνθήκης.

91 Στη συνέχεια, πρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η επιχείρηση που διαθέτει εκ του νόμου μονοπώλιο σε σημαντικό τμήμα της κοινής αγοράς μπορεί να θεωρηθεί ως κατέχουσα δεσπόζουσα θέση υπό την έννοια του άρθρου 86 της Συνθήκης (βλ. τις αποφάσεις της 10ης Δεκεμβρίου 1991, C-179/90, Merci convenzionali porto di Genova, Συλλογή 1991, σ. Ι-5889, σκέψη 14, και της 13ης Δεκεμβρίου 1991, C-18/88, GB-Inno-BM, Συλλογή 1991, σ. Ι-5941, σκέψη 17).

92 Συνεπώς, κλαδικό ταμείο συντάξεων, όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη, το οποίο διαθέτει το αποκλειστικό δικαίωμα διαχειρίσεως συστήματος επικουρικών συντάξεων σε βιομηχανικό τομέα κράτους μέλους και, επομένως, σε σημαντικό τμήμα της κοινής αγοράς, μπορεί να θεωρηθεί ως κατέχον δεσπόζουσα θέση υπό την έννοια του άρθρου 86 της Συνθήκης.

93 Ωστόσο, πρέπει να προστεθεί ότι η δημιουργία απλώς και μόνον δεσπόζουσας θέσεως με τη χορήγηση αποκλειστικών δικαιωμάτων υπό την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 1, της Συνθήκης δεν είναι, αυτή καθαυτή, ασυμβίβαστη με το άρθρο 86 της Συνθήκης. Κράτος μέλος παραβαίνει τις απαγορεύσεις των δύο αυτών διατάξεων μόνον όταν η συγκεκριμένη επιχείρηση οδηγείται, απλώς και μόνον με την άσκηση των αποκλειστικών δικαιωμάτων που της έχουν χορηγηθεί, σε καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσεώς της ή όταν τα δικαιώματα αυτά είναι ικανά να δημιουργήσουν κατάσταση εντός της οποίας η επιχείρηση αυτή οδηγείται σε τέτοια καταχρηστική συμπεριφορά (αποφάσεις Hφfner και Elser, προαναφερθείσα, σκέψη 29· της 18ης Ιουνίου 1991, C-260/89, ΕΡΤ, Συλλογή 1991, σ. Ι-2925, σκέψη 37· Merci convenzionali porto di Genova, προαναφερθείσα, σκέψεις 16 και 17· της 5ης Οκτωβρίου 1994, C-323/93, Centre d'insιmination de la Crespelle, Συλλογή 1994, σ. Ι-5077, σκέψη 18, και της 12ης Φεβρουαρίου 1998, C-163/96, Raso κ.λπ., Συλλογή 1998, σ. Ι-533, σκέψη 27).

94 Η Albany ισχυρίζεται συναφώς ότι το καθεστώς υποχρεωτικής υπαγωγής στο σύστημα επικουρικών συντάξεων που τελεί υπό τη διαχείριση του Ταμείου συντάξεων είναι αντίθετο προς τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 86 και 90 της Συνθήκης. Οι συνταξιοδοτικές παροχές που προσφέρει το Ταμείο συντάξεων δεν αντιστοιχούν καθόλου, ή δεν αντιστοιχούν πλέον, στις ανάγκες των επιχειρήσεων. Οι παροχές αυτές είναι υπερβολικά χαμηλές, δεν συνδέονται με τους μισθούς και, κατά συνέπεια, είναι εκ συστήματος ανεπαρκείς. Συνεπώς, οι εργοδότες οφείλουν να φροντίσουν για τη θέσπιση άλλων διατάξεων στον τομέα των συντάξεων. Το καθεστώς υποχρεωτικής υπαγωγής στερεί τους εργοδότες αυτούς της δυνατότητας να εξασφαλίσουν, από ασφαλιστική εταιρία, συνολική κάλυψη στον τομέα των συντάξεων. Η υπαγωγή σε πλείονα συνταξιοδοτικά συστήματα διαφόρων ασφαλιστών αυξάνει τα έξοδα διοικήσεως και μειώνει την αποτελεσματικότητα.

95 Πρέπει να υπομνηστεί ότι, στην προαναφερθείσα απόφαση Hφfner και Elser, σκέψη 34, το Δικαστήριο έκρινε ότι κράτος μέλος που έχει απονείμει σε δημόσιο οργανισμό απασχολήσεως το αποκλειστικό δικαίωμα μεσολαβήσεως προς εύρεση εργασίας ή εργατικού δυναμικού παραβαίνει το άρθρο 90, παράγραφος 1, της Συνθήκης όταν δημιουργεί κατάσταση εντός της οποίας ο οργανισμός αυτός οδηγείται κατ' ανάγκην στο να παραβεί το άρθρο 86 της Συνθήκης, ιδίως διότι σαφώς αδυνατεί να ικανοποιήσει τη ζήτηση που υπάρχει στην αγορά για δραστηριότητες αυτού του είδους.

96 Εν προκειμένω, πρέπει να επισημανθεί ότι το σύστημα επικουρικών συντάξεων που προτείνει το Ταμείο συντάξεων βασίζεται στα ισχύοντα σήμερα στις Κάτω Ξώρες, δηλαδή στο ότι κάθε εργαζόμενος που κατέβαλλε εισφορές κατά το ανώτατο χρονικό διάστημα υπαγωγής στο σύστημα αυτό λαμβάνει σύνταξη, περιλαμβανομένης της συντάξεως που χορηγείται βάσει του AOW, ίση με το 70 % του τελευταίου μισθού του.

97 Ασφαλώς, ορισμένες επιχειρήσεις του τομέα ενδέχεται να θέλουν να εξασφαλίσουν στους εργαζομένους τους συνταξιοδοτικό σύστημα το οποίο βαίνει πέραν των όσων προσφέρει το Ταμείο συντάξεων. Ωστόσο, η αδυναμία των επιχειρήσεων αυτών να αναθέσουν τη διαχείριση ενός τέτοιου συνταξιοδοτικού συστήματος μόνο σε έναν ασφαλιστή και ο εντεύθεν περιορισμός του ανταγωνισμού απορρέουν ευθέως από το αποκλειστικό δικαίωμα που παρασχέθηκε στο κλαδικό ταμείο συντάξεων.

98 Συνεπώς, πρέπει να εξεταστεί αν, όπως υποστηρίζουν το Ταμείο συντάξεων, η Ολλανδική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, το αποκλειστικό δικαίωμα του κλαδικού ταμείου συντάξεων να διαχειρίζεται τις επικουρικές συντάξεις σε συγκεκριμένο τομέα και ο εντεύθεν περιορισμός του ανταγωνισμού μπορούν να δικαιολογηθούν βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 2, της Συνθήκης ως μέτρο αναγκαίο για την εκπλήρωση ιδιαίτερης κοινωνικής αποστολής γενικού συμφέροντος με την οποία έχει επιφορτιστεί το ταμείο αυτό.

99 Η Albany ισχυρίζεται ότι η υποχρεωτική υπαγωγή στο κλαδικό ταμείο συντάξεων δεν είναι αναγκαία για να εξασφαλιστεί ικανοποιητικό επίπεδο συντάξεων για τους εργαζόμενους. Ο σκοπός αυτός θα μπορούσε να επιτευχθεί με το να ταχθούν ελάχιστες επιταγές σχετικά με τις συντάξεις είτε από τους κοινωνικούς εταίρους κατόπιν παροτρύνσεως των δημοσίων αρχών είτε ευθέως από τις δημόσιες αρχές. Οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας προβλέπουν τακτικά την υποχρέωση των εργοδοτών να εξασφαλίσουν ένα συνταξιοδοτικό σύστημα κατώτατων παροχών, ενώ τους αφήνουν ελεύθερους να ιδρύσουν ταμείο συντάξεων ειδικά για την επιχείρησή τους, να υπαχθούν σε κλαδικό ταμείο συντάξεων ή να απευθυνθούν σε ασφαλιστική εταιρία.

100 Κατά την Albany, ούτε η καταβολή ενός «μέσου ασφαλίστρου» δικαιολογεί την υποχρεωτική υπαγωγή. Αφενός, ούτε ο BPW ούτε η υπουργική απόφαση που κατέστησε υποχρεωτική την υπαγωγή απαιτούν την ύπαρξη συστήματος στηριζόμενου σε τέτοια ασφάλιστρα. Αφετέρου, διάφορα κλαδικά ταμεία συντάξεων στα οποία η υπαγωγή δεν είναι υποχρεωτική λειτουργούν τέλεια βάσει του συστήματος του «μέσου ασφαλίστρου».

101 Όσο για την αποδοχή όλων των εργαζομένων του ίδιου κλάδου δραστηριότητας χωρίς προηγούμενη ιατρική εξέταση προκειμένου να μη μπορεί να αντιταχθεί άρνηση ασφαλίσεως κατά των «κακών» κινδύνων, η Albany σημειώνει ότι, στην πράξη, οι συμβάσεις συνταξιοδοτικής ασφαλίσεως που συνάπτονται με τους ασφαλιστές προβλέπουν την υποχρέωση του εργοδότη να δηλώνει όλους τους εργαζομένους του καθώς και την υποχρέωση του ασφαλιστή να δέχεται χωρίς προηγούμενη ιατρική εξέταση κάθε δηλωθέντα εργαζόμενο.

102 Πρέπει να υπομνηστεί ευθύς εξ αρχής ότι, κατά το άρθρο 90, παράγραφος 2, της Συνθήκης, οι επιχειρήσεις που είναι επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος υπόκεινται στους κανόνες ανταγωνισμού κατά το μέτρο που η εφαρμογή των κανόνων αυτών δεν καθιστά αδύνατη, κατά νόμον ή στην πράξη, την εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής που τους έχει ανατεθεί.

103 Επιτρέποντας, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, παρεκκλίσεις από τους γενικούς κανόνες της Συνθήκης, το άρθρο 90, παράγραφος 2, της Συνθήκης αποσκοπεί στον συγκερασμό του συμφέροντος των κρατών μελών να χρησιμοποιούν ορισμένες επιχειρήσεις, ιδίως του δημόσιου τομέα, ως όργανο οικονομικής ή κοινωνικής πολιτικής με το συμφέρον της Κοινότητας προς τήρηση των κανόνων ανταγωνισμού και διατήρηση της ενότητας της κοινής αγοράς (απoφάσεις της 19ης Μαρτίου 1991, C-202/88, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. Ι-1223, σκέψη 12, και της 23ης Οκτωβρίου 1997, C-157/94, Επιτροπή κατά Κάτω Ξωρών, Συλλογή 1997, σ. Ι-5699, σκέψη 39).

104 Ενόψει του κατά τα πιο πάνω συμφέροντος των κρατών μελών, δεν μπορεί να τους απαγορευθεί να λαμβάνουν υπόψη, όταν καθορίζουν τις υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος τις οποίες αναθέτουν σε ορισμένες επιχειρήσεις, στόχους της εθνικής τους πολιτικής και να προσπαθούν να τους επιτύχουν μέσω υποχρεώσεων και εξαναγκασμών που επιβάλλουν στις εν λόγω επιχειρήσεις (προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Κάτω Ξωρών, σκέψη 40).

105 Το επίμαχο στην κύρια δίκη σύστημα επικουρικών συντάξεων επιτελεί κοινωνική λειτουργία ουσιώδη εντός του συνταξιοδοτικού καθεστώτος των Κάτω Ξωρών, λόγω του μειωμένου ποσού της κατά νόμον συντάξεως, το οποίο υπολογίζεται βάσει του κατώτατου κατά νόμον μισθού.

106 Επιπλέον, η σημασία της κοινωνικής λειτουργίας που επιτελούν οι επικουρικές συντάξεις αναγνωρίστηκε πρόσφατα με την έκδοση, από τον κοινοτικό νομοθέτη, της οδηγίας 98/49/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1998, σχετικά με την προστασία των δικαιωμάτων συμπληρωματικής συνταξιοδοτήσεως των μισθωτών και των μη μισθωτών που μετακινούνται εντός της Κοινότητας (ΕΕ L 209, σ. 46).

107 Στη συνέχεια, πρέπει να υπομνηστεί ότι για την πλήρωση των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 90, παράγραφος 2, της Συνθήκης δεν είναι αναγκαίο να απειλείται η οικονομική ισορροπία ή η οικονομική βιωσιμότητα της επιχειρήσεως που είναι επιφορτισμένη με τη διαχείριση υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος. Αρκεί, αν δεν υπήρχαν τα επίμαχα δικαιώματα, να καθίστατο αδύνατη η εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής που έχει ανατεθεί στην επιχείρηση, όπως η αποστολή αυτή διευκρινίζεται από τις υποχρεώσεις και τους εξαναγκασμούς που βαρύνουν την εν λόγω επιχείρηση (προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Κάτω Ξωρών, σκέψη 52), ή αρκεί η διατήρηση των δικαιωμάτων αυτών να είναι αναγκαία για να μπορέσει ο κάτοχός τους να εκπληρώσει υπό οικονομικώς αποδεκτούς όρους την αποστολή γενικού οικονομικού συμφέροντος που του έχει ανατεθεί (αποφάσεις της 19ης Μαου 1993, C-320/91, Corbeau, Συλλογή 1993, σ. Ι-2533, σκέψεις 14 έως 16, και Επιτροπή κατά Κάτω Ξωρών, προαναφερθείσα, σκέψη 53).

108 Σε περίπτωση καταργήσεως του αποκλειστικού δικαιώματος του ταμείου συντάξεων να διαχειρίζεται το σύστημα επικουρικών συντάξεων για όλους τους εργαζόμενους συγκεκριμένου τομέα, οι επιχειρήσεις που απασχολούν προσωπικό μικρής ηλικίας και καλής υγείας το οποίο ασκεί μη επικίνδυνες δραστηριότητες θα αναζητήσουν ευνοϋκότερους όρους ασφαλίσεως από ιδιώτες ασφαλιστές. Η σταδιακή «αποχώρηση» των «καλών» κινδύνων θα αφήσει στο κλαδικό ταμείο συντάξεων τη διαχείριση όλο και μεγαλύτερου μέρους «κακών» κινδύνων, προκαλώντας έτσι αύξηση του κόστους των συντάξεων των εργαζομένων, ιδίως δε των εργαζομένων σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις με ηλικιωμένο προσωπικό που ασκεί επικίνδυνες δραστηριότητες, στις οποίες επιχειρήσεις το ταμείο συντάξεων δεν θα μπορεί πλέον να προτείνει συντάξεις με αποδεκτό κόστος.

109 Το ίδιο ισχύει ακόμη περισσότερο όταν, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, το σύστημα επικουρικών συντάξεων που το διαχειρίζεται αποκλειστικώς το Ταμείο συντάξεων χαρακτηρίζεται από μεγάλο βαθμό αλληλεγγύης ιδίως λόγω της μη εξαρτήσεως των εισφορών από τον κίνδυνο, της υποχρεώσεως αποδοχής όλων των εργαζομένων χωρίς προηγούμενη ιατρική εξέταση, της συνεχίσεως της ασφαλίσεως για τη δημιουργία συνταξιοδοτικού δικαιώματος όταν υφίσταται απαλλαγή από την υποχρέωση καταβολής εισφορών λόγω ανικανότητας προς εργασία, της επιβαρύνσεως του Ταμείου συντάξεων, σε περίπτωση πτωχεύσεως του εργοδότη, με τις οφειλόμενες από αυτόν εισφορές, καθώς και της τιμαριθμικής αναπροσαρμογής των συντάξεων για να διατηρηθεί η αξία τους.

110 Συγκεκριμένα, οι εξαναγκασμοί αυτοί, οι οποίοι καθιστούν την παρεχόμενη από το Ταμείο συντάξεων υπηρεσία λιγότερο ανταγωνιστική από ανάλογη υπηρεσία που παρέχεται από τις ασφαλιστικές εταιρίες, συντελούν στο να δικαιολογηθεί το αποκλειστικό δικαίωμα του εν λόγω ταμείου να διαχειρίζεται το σύστημα επικουρικών συντάξεων.

111 Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι η κατάργηση του απονεμηθέντος στο Ταμείο συντάξεων αποκλειστικού δικαιώματος θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια την αδυναμία του ταμείου αυτού να εκπληρώσει υπό οικονομικώς αποδεκτούς όρους την αποστολή γενικού οικονομικού συμφέροντος που του έχει ανατεθεί και θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την οικονομική του ισορροπία.

112 Ωστόσο, η Albany, επικαλούμενη την προαναφερθείσα απόφαση GB-Inno-BM, θεωρεί ότι το γεγονός ότι το Ταμείο συντάξεων έχει την ιδιότητα αφενός διαχειριστή του συνταξιοδοτικού συστήματος και αφετέρου αρχής έχουσας την εξουσία να χορηγεί απαλλαγές μπορεί να οδηγήσει σε άδικη χρησιμοποίηση της εξουσίας χορηγήσεως απαλλαγών.

113 Πρέπει να επισημανθεί ότι στην προαναφερθείσα απόφαση GB-Inno-BM, σκέψη 28, το Δικαστήριο έκρινε ότι τα άρθρα 3, στοιχείο ζζ, 86 και 90 της Συνθήκης απαγορεύουν σε κράτος μέλος να χορηγήσει στην εταιρία που εκμεταλλεύεται το δημόσιο δίκτυο τηλεπικοινωνιών την εξουσία να θέτει προδιαγραφές σχετικά με τις τηλεφωνικές συσκευές και να ελέγχει την τήρησή τους από τους επιχειρηματίες, όταν η εταιρία αυτή ανταγωνίζεται τους εν λόγω επιχειρηματίες στην αγορά των συσκευών αυτών.

114 Συγκεκριμένα, στη σκέψη 25 της τελευταίας αποφάσεως, το Δικαστήριο εκτίμησε ότι η σώρευση, εκ μέρους μιας τέτοιας εταιρίας, της εξουσίας, αφενός, να επιτρέπει ή να αρνείται τη σύνδεση των τηλεφωνικών συσκευών με το δίκτυο και, αφετέρου, να καθορίζει τις τεχνικές προδιαγραφές που πρέπει να πληρούν οι συσκευές αυτές και να ελέγχει αν οι συσκευές που δεν κατασκευάστηκαν από την ίδια πληρούν τις προδιαγραφές που έθεσε καταλήγει στο να χορηγηθεί στην εταιρία αυτή η εξουσία καθορισμού, κατά το δοκούν, των τερματικών συσκευών που μπορούν να συνδεθούν με το δημόσιο δίκτυο και, έτσι, στο να της παρασχεθεί προφανές πλεονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών της.

115 Όμως, η κατάσταση στην υπόθεση της κύριας δίκης έχει διαφορές σε σχέση με την κατάσταση που αποτέλεσε το αντικείμενο της προαναφερθείσας αποφάσεως GB-Inno-BM.

116 Συγκεκριμένα, πρέπει να επισημανθεί ευθύς εξ αρχής ότι, δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 1, των υπουργικών οδηγιών σχετικά με την απαλλαγή από την υποχρέωση υπαγωγής, ένα κλαδικό ταμείο συντάξεων υποχρεούται να χορηγήσει απαλλαγή σε επιχείρηση όταν αυτή ήδη εξασφάλιζε στους εργαζομένους της, τουλάχιστον έξι μήνες πριν από την υποβολή της αιτήσεως βάσει της οποίας η υπαγωγή στο ταμείο συντάξεων κατέστη υποχρεωτική, συνταξιοδοτικό σύστημα που τους απένεμε δικαιώματα το λιγότερο ανάλογα εκείνων που θα αποκτούσαν σε περίπτωση υπαγωγής στο ταμείο συντάξεων.

117 Εφόσον η προαναφερθείσα διάταξη δεσμεύει το κλαδικό ταμείο συντάξεων όσον αφορά την άσκηση της εξουσίας του να χορηγεί απαλλαγές, η διάταξη αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ικανή να οδηγήσει το ταμείο συντάξεων σε καταχρηστική άσκηση της εξουσίας αυτής. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση αυτή, το ταμείο συντάξεων περιορίζεται να εξακριβώσει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που έθεσε ο αρμόδιος υπουργός (βλ., με το αυτό περιεχόμενο, την απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 1993, C-46/90 και C-93/91, Lagauche κ.λπ., Συλλογή 1993, σ. Ι-5267, σκέψη 49).

118 Στη συνέχεια, πρέπει να επισημανθεί ότι, βάσει του άρθρου 1 των υπουργικών οδηγιών σχετικά με την απαλλαγή από την υποχρέωση υπαγωγής, ένα κλαδικό ταμείο συντάξεων έχει την ευχέρεια να χορηγήσει απαλλαγή σε επιχείρηση όταν αυτή εξασφαλίζει στους εργαζομένους της συνταξιοδοτικό σύστημα που τους παρέχει δικαιώματα το λιγότερο ανάλογα εκείνων που απορρέουν από το ταμείο συντάξεων, αρκεί, σε περίπτωση αποχωρήσεως από το ταμείο, για τη ζημία που το ταμείο συντάξεων ενδεχομένως υπέστη από απόψεως ασφαλιστικής τεχνικής κατόπιν της αποχωρήσεως αυτής, να προταθεί αποζημίωση που θεωρείται εύλογη από το Ασφαλιστικό Επιμελητήριο.

119 Έτσι, η προαναφερθείσα διάταξη παρέχει σε κλαδικό ταμείο συντάξεων τη δυνατότητα να απαλλάξει από την υποχρέωση υπαγωγής επιχείρηση η οποία εξασφαλίζει στους εργαζομένους της συνταξιοδοτικό σύστημα ανάλογο εκείνου το οποίο το ταμείο αυτό διαχειρίζεται, όταν η απαλλαγή αυτή δεν θέτει σε κίνδυνο την οικονομική ισορροπία του. Η άσκηση της εξουσίας αυτής συνεπάγεται την αξιολόγηση περιπλόκων στοιχείων σχετικών με τα περί ων πρόκειται συνταξιοδοτικά συστήματα και με την οικονομική ισορροπία του ταμείου συντάξεων, αξιολόγηση η οποία καθιστά αναγκαία την ύπαρξη ευρέος περιθωρίου εκτιμήσεως.

120 Λαμβανομένων υπόψη της περίπλοκης αυτής αξιολογήσεως καθώς και των κινδύνων που η χορήγηση απαλλαγών συνεπάγεται για την οικονομική ισορροπία του κλαδικού ταμείου συντάξεων και, επομένως, για την εκπλήρωση της κοινωνικής αποστολής που του έχει ανατεθεί, ένα κράτος μέλος μπορεί να κρίνει ότι η εξουσία χορηγήσεως απαλλαγών δεν πρέπει να απονεμηθεί σε χωριστό φορέα.

121 Ωστόσο, πρέπει να επισημανθεί ότι τα εθνικά δικαστήρια που, όπως εν προκειμένω, εκδικάζουν ανακοπή κατά εντάλματος πληρωμής των εισφορών πρέπει να ασκούν έλεγχο επί της αποφάσεως του ταμείου συντάξεων να μη χορηγήσει απαλλαγή από την υποχρέωση υπαγωγής, έλεγχο ο οποίος, το λιγότερο, θα τους παράσχει τη δυνατότητα να εξακριβώσουν αν το ταμείο αυτό χρησιμοποίησε αυθαίρετα τη διακριτική ευχέρειά του να χορηγήσει απαλλαγή και αν τηρήθηκαν η αρχή της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων και οι λοιπές προϋποθέσεις που ανάγονται στη νομιμότητα της αποφάσεως αυτής.

122 Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα της Albany ότι για τους εργαζόμενους θα μπορούσε να εξασφαλιστεί ικανοποιητικό επίπεδο συντάξεων με την επιβολή ελάχιστων επιταγών που θα έπρεπε να τηρούν οι συντάξεις που προσφέρονται από τις ασφαλιστικές εταιρίες, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, με δεδομένο την κοινωνική λειτουργία των συστημάτων επικουρικών συντάξεων και το περιθώριο εκτιμήσεως που, κατά πάγια νομολογία, τα κράτη μέλη έχουν κατά τη διαμόρφωση των συστημάτων τους κοινωνικής ασφαλίσεως (αποφάσεις της 7ης Φεβρουαρίου 1984, 238/82, Duphar κ.λπ., Συλλογή 1984, σ. 523, σκέψη 16· Poucet και Pistre, προαναφερθείσα, σκέψη 6, και της 17ης Ιουνίου 1997, C-70/95, Sodemare κ.λπ., Συλλογή 1997, σ. Ι-3395, σκέψη 27), σε κάθε κράτος μέλος απόκειται να εξετάσει αν, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων του εθνικού του συνταξιοδοτικού συστήματος, η επιβολή ελάχιστων επιταγών θα του επέτρεπε να συνεχίσει να εξασφαλίζει το επίπεδο συντάξεων που σκοπεύει να εγγυηθεί σε ένα τομέα καθιστώντας υποχρεωτική την υπαγωγή σε ταμείο συντάξεων.

123 Συνεπώς, στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 86 και 90 της Συνθήκης δεν απαγορεύουν στις δημόσιες αρχές να απονείμουν σε ταμείο συντάξεων το αποκλειστικό δικαίωμα διαχειρίσεως, σε συγκεκριμένο τομέα, συστήματος επικουρικών συντάξεων.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

124 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Ολλανδική, η Γερμανική, η Γαλλική και η Σουηδική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή, που υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με απόφαση της 4ης Μαρτίου 1996 το Kantongerecht te Arnhem, αποφαίνεται:

1) Τα άρθρα 3, στοιχείο ζζ, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο ζζ, ΕΚ), 5 και 85 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρα 10 ΕΚ και 81 ΕΚ) δεν απαγορεύουν απόφαση των δημοσίων αρχών να καταστήσουν υποχρεωτική, κατόπιν αιτήσεως των αντιπροσωπευτικών οργανώσεων των εργοδοτών και των εργαζομένων συγκεκριμένου τομέα, την υπαγωγή σε κλαδικό ταμείο συντάξεων.

2) Ταμείο συντάξεων, το οποίο είναι επιφορτισμένο με τη διαχείριση συστήματος επικουρικών συντάξεων, το οποίο ιδρύθηκε με συλλογική σύμβαση μεταξύ των αντιπροσωπευτικών οργανώσεων των εργοδοτών και των εργαζομένων συγκεκριμένου τομέα και στο οποίο η υπαγωγή κατέστη από τις δημόσιες αρχές υποχρεωτική για όλους τους εργαζόμενους του τομέα αυτού, είναι επιχείρηση υπό την έννοια των άρθρων 85 επ. της Συνθήκης.

3) Τα άρθρα 86 και 90 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρα 82 ΕΚ και 86 ΕΚ) δεν απαγορεύουν στις δημόσιες αρχές να απονείμουν σε ταμείο συντάξεων το αποκλειστικό δικαίωμα διαχειρίσεως, σε συγκεκριμένο τομέα, συστήματος επικουρικών συντάξεων.

Top