EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61996CJ0015

Απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Ιανουαρίου 1998.
Καλλιόπη Schöning-Κουγεβετοπούλου κατά Freie und Hansestadt Hamburg.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Arbeitsgericht Hamburg - Γερμανία.
Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων - Συλλογική σύμβαση για τους εργαζόμενους στον δημόσιο τομέα - Μισθολογική προαγωγή κατ' αρχαιότητα - Επαγγελματική πείρα αποκτηθείσα εντός άλλου κράτους μέλους.
Υπόθεση C-15/96.

Συλλογή της Νομολογίας 1998 I-00047

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1998:3

61996J0015

Απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Ιανουαρίου 1998. - Καλλιόπη Schöning-Κουγεβετοπούλου κατά Freie und Hansestadt Hamburg. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Arbeitsgericht Hamburg - Γερμανία. - Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων - Συλλογική σύμβαση για τους εργαζόμενους στον δημόσιο τομέα - Μισθολογική προαγωγή κατ' αρχαιότητα - Επαγγελματική πείρα αποκτηθείσα εντός άλλου κράτους μέλους. - Υπόθεση C-15/96.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1998 σελίδα I-00047


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1 Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων - Εργαζόμενοι - ιΙση μεταχείριση - Μισθολογική προαγωγή κατ' αρχαιότητα - Συνυπολογισμός από συλλογική σύμβαση αφορώσα τους εργαζομένους στις δημόσιες υπηρεσίες μόνον των περιόδων απασχολήσεως που διανύθηκαν σε εθνική δημόσια υπηρεσία, αποκλειομένων εκείνων που διανύθηκαν, σε τομέα παρόμοιας δραστηριότητας, σε δημόσια υπηρεσία άλλου κράτους μέλους - Δυσμενής διάκριση λόγω ιθαγενείας - Δικαιολόγηση - Δεν υφίσταται

(Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 48· κανονισμός 1612/68 του Συμβουλίου, άρθρο 7 §§ 1 και 4)

2 Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων - Εργαζόμενοι - ιΙση μεταχείριση - Ρήτρα συλλογικής συμβάσεως αντίθετη προς την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων - Αυτοδικαίως άκυρη - Υποχρεώσεις του εθνικού δικαστηρίου

(Συνθήκη ΕK, άρθρο 48· κανονισμός 1612/68 του Συμβουλίου, άρθρο 7 §§ 1 και 4)

Περίληψη


3 Το άρθρο 48 της Συνθήκης και το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 4, του κανονισμού 1612/68, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητος, απαγορεύουν ρήτρα συλλογικής συμβάσεως εφαρμοστέας στις δημόσιες υπηρεσίες κράτους μέλους η οποία προβλέπει, για τους εργαζόμενους των δημοσίων υπηρεσιών αυτών, μισθολογική προαγωγή κατ' αρχαιότητα μετά οκτώ έτη εργασίας στο πλαίσιο καθοριζομένης από τη σύμβαση αυτή μισθολογικής κατηγορίας, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις περιόδους απασχολήσεως, σε τομέα παρόμοιας δραστηριότητας, που συμπληρώθηκαν κατά το παρελθόν σε δημόσια υπηρεσία άλλου κράτους μέλους. Συγκεκριμένα, μια τέτοια ρήτρα μπορεί να παραβιάζει την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων που καθιερώνουν οι διατάξεις αυτές, καθόσον οι προϋποθέσεις μισθολογικής προαγωγής κατ' αρχαιότητα θέτουν προφανώς σε δυσμενή θέση τους διακινούμενους εργαζόμενους που έχουν διανύσει τμήμα της σταδιοδρομίας τους σε δημόσια υπηρεσία άλλου κράτους μέλους. Η ρήτρα αυτή δεν μπορεί να δικαιολογηθεί, όσον αφορά δραστηριότητες που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 48, παράγραφος 4, της Συνθήκης, ούτε με επιχειρήματα αντλούμενα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της απασχολήσεως σε δημόσια υπηρεσία ούτε από τη μέριμνα να ανταμειφθεί η πίστη των εργαζομένων, λόγω του ότι οι εργοδότες είναι πολλοί και με διακριτή νομική υπόσταση.

4 Μια ρήτρα συλλογικής συμβάσεως, που συνεπάγεται δυσμενή διάκριση αντίθετη προς το άρθρο 48 της Συνθήκης και το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 1612/68, είναι, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 4, του ίδιου κανονισμού, αυτοδικαίως άκυρη. Το εθνικό δικαστήριο οφείλει συνεπώς, χωρίς να ζητεί ή να αναμένει την προηγούμενη εξάλειψη της ρήτρας αυτής μέσω συλλογικών διαπραγματεύσεων ή με κάποιο άλλο μέσο, να εφαρμόζει στα μέλη της ομάδας που τίθεται σε δυσμενή θέση λόγω της διακρίσεως αυτής το ίδιο καθεστώς του οποίου τυγχάνουν οι λοιποί εργαζόμενοι.

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-15/96,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Arbeitsgericht Hamburg (Γερμανία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Καλλιόπης Schφning-Κουγεβετοπούλου

και

Freie und Hansestadt Hamburg,

">η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 48 της Συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 7, παράγραφοι 1 και 4, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητος (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 33),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους C. Gulmann, πρόεδρο του τρίτου και του πέμπτου τμήματος, προεδρεύοντα, H. Ragnemalm, M. Wathelet και R. Schintgen, προέδρους τμήματος, G. F. Mancini, J. C. Moitinho de Almeida, P. J. G. Kapteyn, J. L. Murray, D. A. O. Edward (εισηγητή), J.-P. Puissochet, G. Hirsch, P. Jann και L. Sevσn, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs

γραμματέας: L. Hewlett, υπάλληλος διοικήσεως,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

- η Schφning-Κουγεβετοπούλου, εκπροσωπούμενη από τον Klaus Bertelsmann, δικηγόρο Αμβούργου,

- η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Ernst Rφder, Ministerialrat στο ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομικών, και τη Sabine Maass, Regierungsrδtin zur Anstellung στο ίδιο Υπουργείο,

- η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Claude Chavance, attachι principal d'administration centrale στη διεύθυνση νομικών υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών, και την Catherine de Salins, υποδιευθύντρια στην ίδια διεύθυνση,

- η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους Peter Hillenkamp, νομικό σύμβουλο, και Pieter van Nuffel, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας,$

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Schφning-Κουγεβετοπούλου, εκπροσωπουμένης από τον Klaus Bertelsmann, της Γερμανικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπουμένης από τον Ernst Rφder, της Ισπανικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπουμένης από τον Santiago Ortiz Vaamonde, abogado del Estado, της Γαλλικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπουμένης από τον Claude Chavance, και της Επιτροπής, εκπροσωπουμένης από τον Bernhard Jansen, νομικό σύμβουλο, κατά τη συνεδρίαση της 13ης Μαου 1997,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 17ης Ιουλίου 1997,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με διάταξη της 1ης Δεκεμβρίου 1995, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 19 Ιανουαρίου 1996, το Arbeitsgericht Hamburg υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, δύο προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 48 της Συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 7, παράγραφοι 1 και 4, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητος (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 33).

2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Schφning-Κουγεβετοπούλου, ελληνικής ιθαγενείας, και της Freie und Hansestadt Hamburg (ελεύθερης και χανσεατικής πόλης του Αμβούργου), σχετικά με την κατάταξή της σε ανώτερη μισθολογική κατηγορία βάσει της Bundes-Angestelltentarifvertrag (ομοσπονδιακής συλλογικής συμβάσεως αφορώσας τους εργαζομένους στον δημόσιο τομέα, στο εξής: BAT).

3 Το παράρτημα 1a της BAT καθορίζει την κλίμακα αμοιβών. Οι «ειδικευμένοι ιατροί που ασκούν αντίστοιχη επαγγελματική δραστηριότητα μετά οκτώ έτη ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος στη μισθολογική κατηγορία Ιb» πρέπει να κατατάσσονται στη μισθολογική κατηγορία Ιa, κλιμάκιο 4.

4 Από 1ης Αυγούστου 1993, η Schφning-Κουγεβετοπούλου εργάζεται επί συμβάσει, ως ειδικευμένη ιατρός, σε δημόσια υπηρεσία της Freie und Hansestadt Hamburg στη Γερμανία. Η σχετική σύμβαση εργασίας, που καταρτίστηκε με βάση την ΒΑΤ, την κατατάσσει στη μισθολογική κατηγορία Ιb, κλιμάκιο 7, ως «ειδικευμένο ιατρό που ασκεί αντίστοιχη δραστηριότητα».

5 Κατά την περίοδο μεταξύ 1ης Οκτωβρίου 1986 και 31ης Αυγούστου 1992, η Schφning-Κουγεβετοπούλου εργάστηκε σε ελληνική δημόσια υπηρεσία, ως ειδικευμένη ιατρός, διεπόμενη από το καθεστώς των δημοσίων υπαλλήλων του κράτους αυτού.

6 Δεδομένου ότι η περίοδος αυτή δεν ελήφθη υπόψη κατά τον υπολογισμό της αρχαιότητάς της, η Schφning-Κουγεβετοπούλου άσκησε στις 22 Ιουνίου 1995 αγωγή ενώπιον του Arbeitsgericht Hamburg, με αίτημα να καταταγεί σε υψηλότερη μισθολογική κατηγορία σύμφωνα με την BAT. Προς στήριξη της αγωγής της, ισχυρίστηκε ότι υφίσταται έμμεση δυσμενή διάκριση αντίθετη προς το άρθρο 48 της Συνθήκης και το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 4, του κανονισμού 1612/68.

7 Το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 4, του κανονισμού 1612/68 προβλέπει τα εξής:

«1. Ο εργαζόμενος υπήκοος ενός κράτους μέλους δεν δύναται στην επικράτεια των άλλων κρατών μελών να έχει, λόγω της ιθαγενείας του, διαφορετική μεταχείριση από τους ημεδαπούς εργαζομένους, ως προς τους όρους απασχολήσεως και εργασίας, ιδίως όσον αφορά την αμοιβή, την απόλυση, την επαγγελματική επανένταξη ή την επαναπασχόληση αν έχει καταστεί άνεργος.

(...)

4. Κάθε ρήτρα συλλογικής ή ατομικής συμβάσεως ή άλλης συλλογικής ρυθμίσεως που αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την απασχόληση, την αμοιβή και τους άλλους όρους εργασίας και απολύσεως είναι αυτοδικαίως άκυρη κατά το μέτρο που προβλέπει ή επιτρέπει όρους που εισάγουν διακρίσεις έναντι των εργαζομένων υπηκόων άλλων κρατών μελών.»

8 Το Arbeitsgericht Hamburg ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1) Συντρέχει παράβαση του άρθρου 48 της Συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 7, παράγραφοι 1 και 4, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας, όταν μια συλλογική σύμβαση εργασίας των εργαζομένων στη δημόσια διοίκηση εξαρτά την κατάταξη σε υψηλότερη μισθολογική κατηγορία από την άσκηση επί οκτώ έτη επαγγελματικής δραστηριότητας στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης μόνο μισθολογικής κατηγορίας της συλλογικής συμβάσεως που ισχύει για όλους τους επί συμβάσει υπαλλήλους του Γερμανικού Δημοσίου (ΒΑΤ), με αποτέλεσμα να μη λαμβάνεται υπόψη παρόμοια δραστηριότητα η οποία έχει ασκηθεί στη δημόσια διοίκηση άλλου κράτους μέλους της Κοινότητας;

2) Αν στο πρώτο ερώτημα δοθεί καταφατική απάντηση:

Επιβάλλει το άρθρο 48, σε συνδυασμό με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας, όταν πρόκειται για κατάταξη ιατρών σε υψηλότερη μισθολογική κατηγορία της ΒΑΤ, τον συνυπολογισμό των χρονικών περιόδων κατά τις οποίες έχουν ασκήσει ιατρικές δραστηριότητες στη δημόσια διοίκηση άλλου κράτους μέλους της Κοινότητας ή

οφείλει το εθνικό δικαστήριο, σύμφωνα με την αρχή της συλλογικής αυτονομίας που διέπει τις συλλογικές συμβάσεις, να μην αποφανθεί επ' αυτού, αλλά να αφήσει να αποφασίσουν σχετικά τα μέρη της συλλογικής συμβάσεως;»

Επί του πρώτου ερωτήματος

9 Κατά πάγια νομολογία, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφαίνεται, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 177 της Συνθήκης, περί του αν μια εθνική διάταξη συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο. Το Δικαστήριο ωστόσο μπορεί να συναγάγει από τη διατύπωση των ερωτημάτων που του έχει υποβάλει το εθνικό δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τα εκτιθέμενα από αυτό δεδομένα, τα στοιχεία που σχετίζονται με την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, προκειμένου να παράσχει στο δικαστήριο αυτό τη δυνατότητα επιλύσεως του νομικού προβλήματος του οποίου έχει επιληφθεί (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 3ης Μαρτίου 1994, C-332/92, C-333/92 και C-335/92, Eurico Italia κ.λπ., Συλλογή 1994, σ. Ι-711, σκέψη 19).

10 Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση, πρώτον, ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, η ενδιαφερομένη ζητεί μόνο να ληφθούν υπόψη οι περίοδοι κατά τις οποίες εργάστηκε ως ειδικευμένη ιατρός σε δημόσια υπηρεσία άλλου κράτους μέλους.

11 Δεύτερον, από τη διατύπωση του πρώτου ερωτήματος προκύπτει ότι οι δραστηριότητες ειδικευμένου ιατρού που άσκησε εν προκειμένω η ενδιαφερομένη τόσο σε δημόσια υπηρεσία του κράτους μέλους από το οποίο προέρχεται όσο και σε δημόσια υπηρεσία του κράτους μέλους υποδοχής πρέπει να θεωρούνται συγκρίσιμες. Συναφώς, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι πρόκειται για επάγγελμα ρυθμιζόμενο σε κοινοτικό επίπεδο.

12 Τρίτον, το άρθρο 48 της Συνθήκης περιέχει τη θεμελιώδη αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων. Το άρθρο 7, παράγραφος 4, του κανονισμού 1612/68, το οποίο απλώς αποσαφηνίζει και θέτει σε εφαρμογή ορισμένα δικαιώματα που απορρέουν ήδη από το άρθρο 48 της Συνθήκης (απόφαση της 23ης Φεβρουαρίου 1994, C-419/92, Scholz, Συλλογή 1994, σ. Ι-505, σκέψη 6), διασφαλίζει την ίση μεταχείριση των εργαζομένων υπηκόων των άλλων κρατών μελών σε σχέση με κάθε ρήτρα συλλογικής ή ατομικής συμβάσεως ή άλλης συλλογικής ρυθμίσεως αφορώσα ιδίως την αμοιβή.

13 Τέταρτον, η ρήτρα εξαιρέσεως που περιέχει το άρθρο 48, παράγραφος 4, της Συνθήκης, σύμφωνα με την οποία οι διατάξεις περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων δεν εφαρμόζονται «προκειμένου περί απασχολήσεως στη δημόσια διοίκηση», δεν αφορά παρά την πρόσβαση των υπηκόων άλλων κρατών μελών σε ορισμένες θέσεις της δημοσίας διοικήσεως (απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 1997, C-248/96, Grahame και Hollanders, η οποία δεν έχει δημοσιευθεί ακόμα στη Συλλογή, σκέψη 32). Δεν αφορά τις δραστηριότητες ειδικευμένου ιατρού, οι οποίες δεν προϋποθέτουν καμία συμμετοχή, άμεση ή έμμεση, στην άσκηση της δημόσιας εξουσίας και στα καθήκοντα που έχουν ως αντικείμενο τη διαφύλαξη των γενικών συμφερόντων του κράτους ή των άλλων δημοσίων οργανισμών (βλ., συναφώς, απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 1980, 149/79, Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙΙ, σ. 537, σκέψη 10).

14 Υπό τις συνθήκες αυτές, με το πρώτο ερώτημα που υπέβαλε το Arbeitsgericht Hamburg πρέπει να θεωρηθεί ότι ερωτάται αν το άρθρο 48 της Συνθήκης και το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 4, του κανονισμού 1612/68 απαγορεύουν μια ρήτρα συλλογικής συμβάσεως εφαρμοστέας στις δημόσιες υπηρεσίες κράτους μέλους, όπως η επίμαχη, η οποία προβλέπει, για τους εργαζομένους των δημοσίων υπηρεσιών αυτών, μισθολογική προαγωγή κατ' αρχαιότητα μετά οκτώ έτη εργασίας στο πλαίσιο καθοριζομένης από τη σύμβαση αυτή μισθολογικής κατηγορίας, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις περιόδους απασχολήσεως, σε τομέα παρόμοιας δραστηριότητας, που συμπληρώθηκαν κατά το παρελθόν σε δημόσια υπηρεσία άλλου κράτους μέλους.

15 Η Γερμανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η επίδικη ρήτρα της BAT δεν έχει ούτε ως σκοπό ούτε ως αποτέλεσμα να θέτει σε δυσμενή θέση αποκλειστικά ή κατά πλειονότητα τους υπηκόους των άλλων κρατών μελών σε σχέση με τους Γερμανούς υπηκόους. Συγκεκριμένα, η επίδικη ρήτρα δεν λαμβάνει υπόψη ούτε τις περιόδους απασχολήσεως που διανύθηκαν στην αλλοδαπή ούτε τις περιόδους που διανύθηκαν στη Γερμανία εκτός του πεδίου εφαρμογής της BAT ούτε τις περιόδους που διανύθηκαν στο πλαίσιο μισθολογικής κατηγορίας άλλης πλην της Ιb.

16 Κατά την Ισπανική Κυβέρνηση, η επίδικη ρήτρα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως συνεπαγόμενη διακρίσεις. Συγκεκριμένα, τα έτη προϋπηρεσίας που διανύθηκαν στη γερμανική και στην ελληνική δημόσια διοίκηση στηρίζονται σε διαφορετικούς κανόνες και δεν είναι συγκρίσιμα. Δεν μπορούν όμως να θεωρούνται αντίθετες προς την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων συμβατικές ρήτρες που αντιμετωπίζουν με διαφορετικό τρόπο τέτοιες καταστάσεις.

17 Εν πάση περιπτώσει, η Γερμανική, η Ισπανική και η Γαλλική Κυβέρνηση φρονούν ότι η επίδικη ρήτρα στηρίζεται σε παράγοντες αντικειμενικά δικαιολογημένους και ξένους προς κάθε δυσμενή διάκριση. Συναφώς, αναπτύσσουν δύο επιχειρήματα.

18 Αφενός, η Ισπανική και η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι οι προϋποθέσεις μισθολογικής προαγωγής κατ' αρχαιότητα που προβλέπει η BAT μπορούν να δικαιολογηθούν από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της απασχολήσεως σε δημόσια υπηρεσία. Συγκεκριμένα, ελλείψει εναρμονίσεως ή έστω συντονισμού των εθνικών κανόνων οργανώσεως και λειτουργίας που έχουν εφαρμογή στους δημοσίους υπαλλήλους, η αναγνώριση της υπηρεσίας που διανύθηκε στο πλαίσιο της δημοσίας διοικήσεως κράτους μέλους θα διατάρασσε την εφαρμογή των διαφόρων καθεστώτων που διέπουν την απασχόληση στον δημόσιο τομέα στα άλλα κράτη μέλη, ιδίως όσον αφορά τους τρόπους συνυπολογισμού της αρχαιότητας για εσωτερική προαγωγή και την υπηρεσιακή εξέλιξη.

19 Αφετέρου, μολονότι τα προδικαστικά ερωτήματα στηρίζονται στην παραδοχή ότι η BAT αποτελεί συμφωνία του δημόσιου τομέα που σκοπεί να καταστήσει πιστό το ειδικευμένο προσωπικό στο σύνολο του τομέα αυτού, η Γερμανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η μισθολογική προαγωγή που προβλέπεται στη σύμβαση αυτή έχει, όπως και οι συλλογικές συμβάσεις του ιδιωτικού τομέα, ως σκοπό να ανταμείβει την πίστη ενός εργαζομένου έναντι του συνόλου ορισμένης ομάδας εργοδοτών και να του παρέχει κίνητρα με την προοπτική βελτιώσεως της οικονομικής του καταστάσεως. Το κοινοτικό δίκαιο όμως δεν απαγορεύει να ανταμείβεται η πίστη ενός εργαζομένου προς τον ιδιώτη εργοδότη.

20 Η Ισπανική και η Γαλλική Κυβέρνηση προβάλλουν επίσης τις δυσχέρειες συγκρίσεως των κανόνων που διέπουν την κατ' αρχαιότητα μισθολογική προαγωγή στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα.

21 Πρέπει να εξεταστεί διαδοχικά αν μια ρήτρα συλλογικής συμβάσεως εφαρμοζομένης στους δημοσίους υπαλλήλους κράτους μέλους, όπως η επίμαχη, μπορεί να παραβιάζει την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων που καθιερώνει το άρθρο 48 της Συνθήκης και το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 4, του κανονισμού 1612/68 και, ενδεχομένως, αν οι ρυθμίσεις αυτές δικαιολογούνται από αντικειμενικούς λόγους, ανεξάρτητους από την ιθαγένεια των οικείων εργαζομένων, και αν είναι ανάλογες προς τον σκοπό που θεμιτώς επιδιώκει το εθνικό δίκαιο (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 23ης Μαου 1996, C-237/94, O'Flynn, Συλλογή 1996, σ. Ι-2617).

Επί της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων

22 Δεν αμφισβητείται ότι η BAT αποκλείει κάθε δυνατότητα συνυπολογισμού των περιόδων απασχολήσεως που διανύθηκαν σε δημόσια υπηρεσία άλλου κράτους μέλους.

23 Όπως προκύπτει από τα σημεία 12 έως 14 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα, οι προϋποθέσεις της κατ' αρχαιότητα μισθολογικής προαγωγής που προβλέπει η BAT θέτουν προφανώς σε δυσμενή θέση τους διακινουμένους εργαζομένους που έχουν διανύσει τμήμα της σταδιοδρομίας τους σε δημόσια υπηρεσία άλλου κράτους μέλους. Επομένως, είναι ως εκ τούτου ικανές να παραβιάζουν την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων που καθιερώνει το άρθρο 48 της Συνθήκης και το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 4, του κανονισμού 1612/68.

24 Η διαπίστωση αυτή δεν τίθεται εν αμφιβόλω στις συγκεκριμένες περιστάσεις ούτε από το ότι ορισμένοι εργαζόμενοι στο γερμανικό Δημόσιο μπορούν να τεθούν στην ίδια κατάσταση με εκείνη των διακινουμένων εργαζομένων ούτε από το ότι η απασχόληση των δημοσίων υπαλλήλων διέπεται από σε διαφορετικούς κανόνες οργανώσεως και λειτουργίας στα κράτη μέλη.

Επί της δικαιολογήσεως

25 Όσον αφορά το επιχείρημα που αντλείται από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της απασχολήσεως στο Δημόσιο, αρκεί επί του σημείου αυτού να γίνει αναφορά στη σκέψη 13 της παρούσας αποφάσεως, από την οποία προκύπτει ότι η διαφορά της κύριας δίκης δεν αφορά παρά τη δραστηριότητα ειδικευμένου ιατρού, η οποία δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 48, παράγραφος 4, της Συνθήκης.

26 Όσον αφορά τη δικαιολόγηση που στηρίζεται στο ότι η BAT σκοπεί να ανταμείψει την πίστη ενός εργαζομένου έναντι του εργοδότη του και να του παράσχει κίνητρα με την προοπτική βελτιώσεως της οικονομικής του καταστάσεως, η Γερμανική Κυβέρνηση εξήγησε, κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, ότι η BAT αφορά όχι μόνον την πλειονότητα των γερμανικών δημοσίων οργανισμών, αλλά και επιχειρήσεις που επιδιώκουν σκοπούς δημοσίου συμφέροντος.

27 Πρέπει ωστόσο να τονιστεί ότι, εν τοιαύτη περιπτώσει, ο συνυπολογισμός των περιόδων απασχολήσεως που διανύθηκαν σε έναν από αυτούς τους οργανισμούς ή επιχειρήσεις κατά τον καθορισμό της αρχαιότητας προκειμένου να αποφασιστεί η μισθολογική προαγωγή δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από την πρόθεση ανταμοιβής της πίστης των εργαζομένων, δεδομένου ότι οι εργοδότες είναι πολλοί. Αντιθέτως, το σύστημα αυτό παρέχει στους εργαζομένους που υπάγονται στην BAT μεγάλη κινητικότητα μεταξύ ενός συνόλου εργοδοτών με διακριτή νομική υπόσταση.

28 Επομένως, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 48 της Συνθήκης και το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 4, του κανονισμού 1612/68 απαγορεύουν μια ρήτρα συλλογικής συμβάσεως εφαρμοζομένης στις δημόσιες υπηρεσίες κράτους μέλους, η οποία προβλέπει, για τους εργαζομένους στις υπηρεσίες αυτές, κατ' αρχαιότητα μισθολογική προαγωγή μετά οκτώ έτη εργασίας στο πλαίσιο μισθολογικής κατηγορίας καθοριζομένης από τη σύμβαση αυτή, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις περιόδους απασχολήσεως, σε τομέα παρόμοιας δραστηριότητας, που διανύθηκαν κατά το παρελθόν σε δημόσια υπηρεσία άλλου κράτους μέλους.

Επί του δευτέρου ερωτήματος

29 Το δεύτερο ερώτημα αφορά τις συνέπειες που απορρέουν από την εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου διαπίστωση του ασύμβατου μιας ρήτρας συλλογικής συμβάσεως, όπως η επίμαχη στη διαφορά της κύριας δίκης, προς το άρθρο 48 της Συνθήκης και το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 4, του κανονισμού 1612/68, λαμβανομένης κυρίως υπόψη της αυτονομίας των συμβαλλομένων μερών της συμβάσεως αυτής.

30 Σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 4, του κανονισμού 1612/68, μια ρήτρα συλλογικής συμβάσεως εφαρμοζομένης στις δημόσιες υπηρεσίες κράτους μέλους, η οποία προβλέπει κατ' αρχαιότητα μισθολογική προαγωγή μετά οκτώ έτη εργασίας στο πλαίσιο μισθολογικής κατηγορίας καθοριζομένης από τη σύμβαση αυτή, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις περιόδους απασχολήσεως, σε τομέα παρόμοιας δραστηριότητας, που διανύθηκαν κατά το παρελθόν σε δημόσια υπηρεσία άλλου κράτους μέλους, είναι αυτοδικαίως άκυρη, στον βαθμό που προβλέπει ή επιτρέπει προϋποθέσεις συνεπαγόμενες διακρίσεις εις βάρος των εργαζομένων υπηκόων των άλλων κρατών μελών.

31 Υπό τις συνθήκες αυτές, λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο ερώτημα, πρέπει να καθοριστούν οι συνέπειες που απορρέουν από το άρθρο 7, παράγραφος 4, του κανονισμού 1612/68, ενόσω τα μέρη της συλλογικής συμβάσεως δεν έχουν επιφέρει τις τροποποιήσεις που είναι αναγκαίες για την εξάλειψη της διακρίσεως αυτής.

32 Συναφώς, όπως υποστηρίζουν η Schφning-Κουγεβετοπούλου και η Επιτροπή, η νομολογία του Δικαστηρίου που αφορά την αρχή της ισότητας των αμοιβών μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων πρέπει να μεταφερθεί στο παρόν πλαίσιο.

33 Κατά τη νομολογία αυτή, σε περίπτωση που μια διάταξη συνεπάγεται διάκριση εις βάρος των γυναικών, τα μέλη της ομάδας που τίθενται σε δυσμενή θέση πρέπει να τυγχάνουν της αυτής μεταχειρίσεως και της εφαρμογής του ίδιου καθεστώτος με τους άλλους εργαζομένους, καθεστώτος το οποίο, ελλείψει ορθής εκτελέσεως του άρθρου 119 της Συνθήκης στο εθνικό δίκαιο, παραμένει το μόνο έγκυρο σημείο αναφοράς (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 1ης Ιουλίου 1993, C-154/92, Van Cant, Συλλογή 1993, σ. Ι-3811, σκέψη 20· της 7ης Φεβρουαρίου 1991, C-184/89, Nimz, Συλλογή 1991, σ. Ι-297, σκέψη 18· της 27ης Ιουνίου 1990, C-33/89, Kowalska, Συλλογή 1990, σ. Ι-2591, σκέψη 20, και της 24ης Μαρτίου 1987, 286/85, McDermott και Cotter, Συλλογή 1987, σ. 1453, σκέψη 19).

34 Πρέπει να υπενθυμιστεί ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 11 της παρούσας αποφάσεως, η δραστηριότητα ειδικευμένου ιατρού που άσκησε εν προκειμένω η ενδιαφερομένη τόσο σε δημόσια υπηρεσία του κράτους μέλους από το οποίο προέρχεται όσο και σε δημόσια υπηρεσία του κράτους μέλους υποδοχής πρέπει να θεωρείται συγκρίσιμη.

35 Υπό τις συνθήκες αυτές, αρκεί να δοθεί στο δεύτερο ερώτημα η απάντηση ότι μια ρήτρα συλλογικής συμβάσεως, που συνεπάγεται δυσμενή διάκριση αντίθετη προς το άρθρο 48 της Συνθήκης και το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 1612/68, είναι, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 4, του ίδιου κανονισμού, αυτοδικαίως άκυρη. Το εθνικό δικαστήριο οφείλει συνεπώς, χωρίς να ζητεί ή να αναμένει την προηγούμενη εξάλειψη της ρήτρας αυτής μέσω συλλογικών διαπραγματεύσεων ή με κάποιο άλλο μέσο, να εφαρμόζει στα μέλη της ομάδας που τίθεται σε δυσμενή θέση λόγω της διακρίσεως αυτής το ίδιο καθεστώς του οποίου τυγχάνουν οι λοιποί εργαζόμενοι.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

36 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Γερμανική, η Ισπανική και η Γαλλική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με διάταξη της 1ης Δεκεμβρίου 1995 το Arbeitsgericht Hamburg, αποφαίνεται:

1) Το άρθρο 48 της Συνθήκης ΕΚ και το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 4, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητος, απαγορεύουν μια ρήτρα συλλογικής συμβάσεως εφαρμοζομένης στις δημόσιες υπηρεσίες κράτους μέλους, η οποία προβλέπει, για τους εργαζομένους στις υπηρεσίες αυτές, κατ' αρχαιότητα μισθολογική προαγωγή μετά οκτώ έτη εργασίας στο πλαίσιο μισθολογικής κατηγορίας καθοριζομένης από τη σύμβαση αυτή, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις περιόδους απασχολήσεως, σε τομέα παρόμοιας δραστηριότητας, που διανύθηκαν κατά το παρελθόν σε δημόσια υπηρεσία άλλου κράτους μέλους.

2) Μια ρήτρα συλλογικής συμβάσεως, που συνεπάγεται δυσμενή διάκριση αντίθετη προς το άρθρο 48 της Συνθήκης και το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 1612/68, είναι, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 4, του ίδιου κανονισμού, αυτοδικαίως άκυρη. Το εθνικό δικαστήριο οφείλει συνεπώς, χωρίς να ζητεί ή να αναμένει την προηγούμενη εξάλειψη της ρήτρας αυτής μέσω συλλογικών διαπραγματεύσεων ή με κάποιο άλλο μέσο, να εφαρμόζει στα μέλη της ομάδας που τίθεται σε δυσμενή θέση λόγω της διακρίσεως αυτής το ίδιο καθεστώς του οποίου τυγχάνουν οι λοιποί εργαζόμενοι.

Top