EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61993CJ0417

Απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Μαΐου 1995.
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.
Τεχνική συνδρομή στα ανεξάρτητα κράτη της πρώην Σοβιετικής Ενώσεως και στη Μογγολία - Διαβούλευση με το Κοινοβούλιο.
Υπόθεση C-417/93.

Συλλογή της Νομολογίας 1995 I-01185

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1995:127

61993J0417

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 10ΗΣ ΜΑΪΟΥ 1995. - ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΤΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΕΩΣ. - ΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΝΔΡΟΜΗ ΣΤΑ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΑ ΚΡΑΤΗ ΤΗΣ ΠΡΩΗΝ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗΣ ΕΝΩΣΕΩΣ ΚΑΙ ΣΤΗ ΜΟΓΓΟΛΙΑ - ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗ ΜΕ ΤΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-417/93.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1995 σελίδα I-01185


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


++++

1. Πράξεις των κοινοτικών οργάνων * Διαδικασία εκδόσεως * Σύννομη διαβούλευση με το Κοινοβούλιο * Ουσιώδης τύπος * 'Εκταση

2. Πράξεις των κοινοτικών οργάνων * Διαδικασία εκδόσεως * Σύννομη διαβούλευση με το Κοινοβούλιο * Υποχρεωτική νέα διαβούλευση σε περίπτωση ουσιώδους τροποποιήσεως της αρχικής προτάσεως

3. Πράξεις των κοινοτικών οργάνων * Κανονισμοί * Διαδικασία εκδόσεως * Σύννομη διαβούλευση με το Κοινοβούλιο * Η διαβούλευση είναι αναγκαία για τους βασικούς κανόνες, όχι όμως για τις τις διατάξεις εκτελέσεως * Τροποποίηση διατάξεων εκτελέσεως χωρίς διαβούλευση με το Κοινοβούλιο * Νομιμότητα

Περίληψη


1. Η νομότυπη διαβούλευση με το Κοινοβούλιο στις περιπτώσεις που προβλέπει η Συνθήκη αποτελεί ουσιώδη τύπο, η μη τήρηση του οποίου συνεπάγεται την ακυρότητα της οικείας πράξεως. Εντούτοις, στο πλαίσιο της διαδικασίας διαβουλεύσεως, καμία διάταξη του κοινοτικού δικαίου δεν επιβάλλει στο Συμβούλιο να μην εξετάζει καθόλου τις προτάσεις της Επιτροπής ή να μην προβαίνει σε έρευνα σχετικά με το αν οι γνώμες που διαμορφώνονται στο πλαίσιο του Συμβουλίου έχουν κάποιο γενικό προσανατολισμό ή ακόμα αν υφίσταται κοινή θέση, πριν το Κοινοβούλιο εκφράσει τη γνώμη του, εφόσον δεν λαμβάνει την οριστική του απόφαση πριν το Κοινοβούλιο λάβει γνώση σχετικά. Εξάλλου, μια τέτοια απαγόρευση δεν προκύπτει από καμία σκοπιμότητα θεσμικού ή διαδικαστικού χαρακτήρα. Αντιθέτως, η στάση του Συμβουλίου, που συνίσταται σε συζήτηση της προτάσεως της Επιτροπής πριν το Κοινοβούλιο εκφράσει τη γνώμη του, ακόμα και πριν υποβληθεί το ζήτημα στο όργανο αυτό, υπαγορεύεται από το δικαιολογημένο ενδιαφέρον του να εκμεταλλευτεί το χρονικό διάστημα κατά το οποίο αναμένει τη γνώμη του Κοινοβουλίου για να προβεί στη δική του προετοιμασία και να αποφύγει, με τον τρόπο αυτό, τις άσκοπες καθυστερήσεις. Η διαδικασία διαβουλεύσεως παραβιάζεται μόνον όταν το Συμβούλιο λαμβάνει την οριστική του απόφαση πριν λάβει τη γνώμη του Κοινοβουλίου.

2. Η προϋπόθεση της διαβουλεύσεως με το Κοινοβούλιο, στις περιπτώσεις τις οποίες προβλέπει η Συνθήκη, συνεπάγεται την υποχρέωση νέας διαβουλεύσεως κάθε φορά που το κείμενο που θεσπίζεται τελικώς από το Συμβούλιο, εξεταζόμενο στο σύνολό του, διαφέρει ως προς την ουσία του από το κείμενο το οποίο αφορούσε η διαβούλευση.

3. 'Οταν το Συμβούλιο εκδίδει κανονισμούς, για παράδειγμα στον τομέα των άρθρων 235 της Συνθήκης ΕΟΚ ή 203 της Συνθήκης Ευρατόμ, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής και ύστερα από διαβούλευση με το Κοινοβούλιο, η διαδικασία αυτή έχει εφαρμογή μόνον για τα ουσιώδη στοιχεία της ρυθμιστέας καταστάσεως, οι δε διατάξεις εκτελέσεως των κανονισμών αυτών μπορούν να θεσπίζονται από το Συμβούλιο με διαφορετική διαδικασία. Γι' αυτό, κανονισμός εκδοθείς κατόπιν διαβουλεύσεως με το Κοινοβούλιο μπορεί να προβλέπει ότι ορισμένες από τις διατάξεις του, εφόσον πρόκειται για διατάξεις εκτελέσεως, μπορούν να τροποποιούνται χωρίς να απαιτείται τέτοια διαβούλευση.

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-417/93,

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο από τον Ch. Pennera, προϊστάμενο τμήματος στη Νομική Υπηρεσία, επικουρούμενο από τον E. Perillo, μέλος της ίδιας υπηρεσίας, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο τη Γενική Γραμματεία του Eυρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Kirchberg,

προσφεύγον,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εκπροσωπουμένου από τον Α. A. Dashwood, διευθυντή στη Νομική Υπηρεσία, και την C. Giorgi, νομικό σύμβουλο, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον B. Eynard, διευθυντή της Διευθύνσεως Νομικών Υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, 100, boulevard Konrad Adenauer,

καθού,

που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση του κανονισμού (Ευρατόμ, ΕΟΚ) 2053/93 του Συμβουλίου, της 19ης Ιουλίου 1993, για τη χορήγηση τεχνικής συνδρομής στα ανεξάρτητα κράτη της πρώην Σοβιετικής 'Ενωσης και τη Μογγολία για την προσπάθεια εξυγίανσης και ανάκαμψης των οικονομιών τους (ΕΕ L 187, σ. 1),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους G. C. Rodriguez Iglesias, Πρόεδρο, F. A. Schockweiler, P. J. G. Kapteyn, C. Gulmann και P. Jann, προέδρους τμήματος, G. F. Mancini, Κ. Ν. Κακούρη (εισηγητή), J. C. Moitinho de Almeida, J. L. Murray, D. A. O. Edward, J.-P. Puissochet, G. Hirsch και L. Sevon, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Leger

γραμματέας: L. Hewlett, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις παρατηρήσεις των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 24ης Ιανουαρίου 1995, στην οποία το Συμβούλιο εκπροσωπήθηκε από την C. Giorgi και τον J.-P. Jacque, διευθυντή στη Νομική Υπηρεσία,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 14ης Φεβρουαρίου 1995,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στις 12 Οκτωβρίου 1993 στη Γραμματεία του Δικαστηρίου, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζήτησε, βάσει του άρθρου 173 της Συνθήκης ΕΟΚ, την ακύρωση του κανονισμού (Ευρατόμ, ΕΟΚ) 2053/93 του Συμβουλίου, της 19ης Ιουλίου 1993, για τη χορήγηση τεχνικής συνδρομής στα ανεξάρτητα κράτη της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και τη Μογγολία για την προσπάθεια εξυγίανσης και ανάκαμψης των οικονομιών τους (ΕΕ L 187, σ. 1).

2 Η προσβαλλόμενη πράξη διαδέχθηκε τον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ) 2157/91 του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1991, για τη χορήγηση τεχνικής συνδρομής στην Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών για την προσπάθεια εξυγίανσης και ανάκαμψης της οικονομίας της (ΕΕ L 201, σ. 2). Το προβλεπόμενο από τον κανονισμό 2157/91 πρόγραμμα τεχνικής συνδρομής, κοινώς αποκαλούμενο TACIS (στο εξής: πρόγραμμα TACIS), τέθηκε σε εφαρμογή για τα έτη 1991 και 1992.

3 Εκτιμώντας ότι η κατάσταση των κρατών που αποτελούσαν προηγουμένως τη Σοβιετική 'Ενωση, καθώς και εκείνη ορισμένων γειτονικών κρατών, καθιστούσε απαραίτητη τη συνέχιση του προγράμματος TACIS, η Επιτροπή συνέταξε, στις 25 Νοεμβρίου 1992 πρόταση [COM (92) 475 τελικό] κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) του Συμβουλίου, περί τεχνικής συνδρομής για οικονομική μεταρρύθμιση και ανάκαμψη στα ανεξάρτητα κράτη της πρώην 'Ενωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών και στη Μογγολία, αφορώσα τα τρία επόμενα έτη (ΕΕ 1993, C 48, σ. 13).

4 Η εν λόγω πρόταση διαβιβάστηκε στο Συμβούλιο στις 15 Ιανουαρίου 1993 και κοινοποιήθηκε αυθημερόν στο Κοινοβούλιο προς ενημέρωσή του. Η Επιτροπή ανέφερε ότι η πρότασή της εμπνέεται ιδιαίτερα από τον προαναφερθέντα κανονισμό 2157/91 και ότι περιόρισε στο ελάχιστο τις τροποποιήσεις σε σχέση με αυτόν.

5 Η ως άνω πρόταση, που βασιζόταν στα άρθρα 235 της Συνθήκης ΕΟΚ και 203 της Συνθήκης Ευρατόμ και η οποία έπρεπε, επομένως, να αποτελέσει υποχρεωτικά το αντικείμενο διαβουλεύσεως με το Κοινοβούλιο, διαβιβάστηκε σ' αυτό από το Συμβούλιο στις 5 Μαρτίου 1993. Το Συμβούλιο ζήτησε ρητά από το Κοινοβούλιο την εφαρμογή της διαδικασίας του επείγοντος.

6 Μετά από ένα διάστημα επανειλημμένων εξετάσεων της εν λόγω προτάσεως από την αρμόδια επιτροπή του Κοινοβουλίου και ύστερα από μακρές συζητήσεις ενώπιον της ολομελείας, στις οποίες παρέστησαν οι εκπρόσωποι του Συμβουλίου και της Επιτροπής, και κατόπιν επανειλημμένων αναβολών της ψηφοφορίας του Κοινοβουλίου, το όργανο αυτό απέρριψε την πρόταση με ψήφισμα της 14ης Ιουλίου 1993.

7 Στις 19 Ιουλίου 1993 το Συμβούλιο εξέδωσε τον προσβαλλόμενο κανονισμό.

Επί του πρώτου λόγου

8 Προς στήριξη της προσφυγής του το Κοινοβούλιο ισχυρίζεται, καταρχάς, ότι το Συμβούλιο δεν τήρησε εν προκειμένω την υποχρέωση διαβουλεύσεως που επιβάλλεται από τα άρθρα 235 της Συνθήκης ΕΟΚ και 203 της Συνθήκης Ευρατόμ. Ασφαλώς, ζητήθηκε μεν η γνώμη του Κοινοβουλίου, η διαβούλευση αυτή όμως ήταν μόνο φαινομενική ή πλασματική, καθόσον η πρόταση της Επιτροπής αποτέλεσε αμέσως το αντικείμενο συζητήσεων στο πλαίσιο του Συμβουλίου, όχι μόνον πριν το Κοινοβούλιο δώσει τη γνώμη του αλλά και πριν καν τούτο ζητηθεί επισήμως από το όργανο αυτό. 'Οταν η πρόταση υποβλήθηκε επισήμως στο Κοινοβούλιο, οι εργασίες στο πλαίσιο του Συμβουλίου είχαν προχωρήσει τόσο πολύ ώστε η διαβούλευση αφορούσε μια πρόταση χωρίς αξία. Ναι μεν τότε το Συμβούλιο δεν είχε ακόμα εκδώσει επισήμως τον κανονισμό, είχε όμως ήδη λάβει την απόφασή του επί της ουσίας. Η συμπεριφορά αυτή συνιστά όχι μόνον παράβαση ουσιώδους τύπου, αλλά και κατάχρηση διαδικασίας, καθώς και παράβαση της υποχρεώσεως συνεργασίας μεταξύ κοινοτικών οργάνων.

9 Συναφώς πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η νομότυπη διαβούλευση με το Κοινοβούλιο στις περιπτώσεις που προβλέπει η Συνθήκη αποτελεί ουσιώδη τύπο, η μη τήρηση του οποίου συνεπάγεται την ακυρότητα της οικείας πράξεως (απόφαση της 29ης Οκτωβρίου 1980, 138/79, Roquette Freres κατά Συμβουλίου, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙΙ, σ. 3333, σκέψη 33).

10 Εντούτοις, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας διαβουλεύσεως, καμία διάταξη του κοινοτικού δικαίου δεν επιβάλλει στο Συμβούλιο να μην εξετάζει καθόλου τις προτάσεις της Επιτροπής ή να μην προβαίνει σε έρευνα σχετικά με το αν οι γνώμες που διαμορφώνονται στο πλαίσιο του Συμβουλίου έχουν κάποιο γενικό προσανατολισμό ή ακόμα αν υφίσταται κοινή θέση, πριν το Κοινοβούλιο εκφράσει τη γνώμη του. Εξάλλου, μια τέτοια απαγόρευση δεν προκύπτει από καμία σκοπιμότητα θεσμικού ή διαδικαστικού χαρακτήρα.

11 Αντιθέτως, η στάση η οποία προσάπτεται στο Συμβούλιο εν προκειμένω υπαγορεύεται από το δικαιολογημένο ενδιαφέρον του να εκμεταλλευτεί το χρονικό διάστημα κατά το οποίο αναμένει τη γνώμη του Κοινοβουλίου για να προβεί στη δική του προετοιμασία και να αποφύγει, με τον τρόπο αυτό, τις άσκοπες καθυστερήσεις. Παράβαση της υποχρεώσεως διαβουλεύσεως υφίσταται μόνον όταν το Συμβούλιο λαμβάνει την οριστική του απόφαση πριν το Κοινοβούλιο εκφράσει τη γνώμη του.

12 'Οπως προκύπτει από τις συζητήσεις που διεξήχθησαν ενώπιον του Δικαστηρίου κατά τη δημόσια συνεδρίαση, το Κοινοβούλιο δεν έχει αντίρρηση αν το Συμβούλιο, αφού ζητήσει τη γνώμη του Κοινοβουλίου, αρχίσει παράλληλα τις δικές του εργασίες, αλλά του προσάπτει εν προκειμένω ότι είχε ήδη λάβει στην πραγματικότητα την οριστική απόφασή του πριν ζητήσει τη γνώμη του Κοινοβουλίου.

13 Συναφώς, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η εξέταση της προτάσεως της Επιτροπής είχε ήδη αρχίσει στο πλαίσιο του Συμβουλίου πριν η πρόταση υποβληθεί επισήμως στο Κοινοβούλιο. Μια ομάδα εργασίας, καλούμενη "πρώην ΕΣΣΔ", διαβίβασε στην Επιτροπή Μονίμων Αντιπροσώπων (Coreper) στις 4 Μαρτίου 1993, ήτοι την προηγουμένη της επίσημης υποβολής της προτάσεως στο Κοινοβούλιο, ένα έγγραφο στο οποίο γινόταν λόγος για το στάδιο στο οποίο βρίσκονταν οι εργασίες της ομάδας αυτής σχετικά με την εν λόγω πρόταση. Εντούτοις, το Coreper εξέτασε για πρώτη φορά την πρόταση αυτή μόλις στις 24 Μαρτίου 1993, έχοντας ως βάση το προαναφερθέν έγγραφο. Το Συμβούλιο προέβη σε μια πρώτη εξέταση της προτάσεως στις 5 Απριλίου 1993 και διαπίστωσε μια "ευρεία σύγκλιση των απόψεων" των μελών του. Εξάλλου, δέχθηκε να επανεξετάσει την πρόταση αφού λάβει τη γνώμη του Κοινοβουλίου.

14 Από το ιστορικό της υποθέσεως προκύπτει ότι το Συμβούλιο δεν έλαβε την οριστική του απόφαση επί της προτάσεως της Επιτροπής πριν του γνωστοποιηθεί η γνώμη του Κοινοβουλίου.

15 Εφόσον το Κοινοβούλιο δεν προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία περί του αντιθέτου, ο πρώτος λόγος της προσφυγής πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Επί του δευτέρου λόγου

16 Το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι, εν προκειμένω, το κείμενο του τελικώς εκδοθέντος από το Συμβούλιο κανονισμού διαφέρει σε τέσσερα σημεία από εκείνο της προτάσεως της Επιτροπής, ως προς το οποίο ζητήθηκε η γνώμη του. Επειδή οι τροποποιήσεις αυτές έχουν ουσιώδη χαρακτήρα, έπρεπε να ζητηθεί εκ νέου η γνώμη του Κοινοβουλίου. Δεδομένου ότι δεν έγινε κάτι τέτοιο, ο επίδικος κανονισμός πρέπει να ακυρωθεί.

17 Επ' αυτού πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η προϋπόθεση της διαβουλεύσεως με το Κοινοβούλιο, στις περιπτώσεις τις οποίες προβλέπει η Συνθήκη, συνεπάγεται την υποχρέωση νέας διαβουλεύσεως κάθε φορά που το κείμενο που θεσπίζεται τελικώς από το Συμβούλιο, εξεταζόμενο στο σύνολό του, διαφέρει ως προς την ουσία του από το κείμενο το οποίο αφορούσε η διαβούλευση (αποφάσεις της 16ης Ιουλίου 1992, C-65/90, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1992, σ. Ι-4593, σκέψη 16, και της 1ης Ιουνίου 1994, C-388/92, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1994, σ. Ι-2067). Επομένως, πρέπει να εξεταστεί κάθε μία από τις τροποποιήσεις τις οποίες επικαλείται το προσφεύγον.

18 Πρώτον, το Κοινοβούλιο διατείνεται ότι το άρθρο 2 του τελικού κειμένου του κανονισμού δεν περιλαμβανόταν στην πρόταση της Επιτροπής, πράγμα το οποίο αποτελεί τροποποίηση που αφορά αυτήν ταύτην την ουσία του νομοθετήματος που αφορούσε η διαβούλευση. Κατά τη διάταξη αυτή, τα οικεία κράτη λαμβάνουν τεχνική συνδρομή TACIS στον βαθμό που δεν λαμβάνουν χρηματοδοτική και τεχνική συνδρομή δυνάμει του κανονισμού (ΕΟΚ) 443/92, της 25ης Φεβρουαρίου 1992, που αφορά τις αναπτυσσόμενες χώρες της Λατινικής Αμερικής και της Ασίας (ΕΕ L 52, σ. 1).

19 Από τη δικογραφία προκύπτει ότι η ως άνω διάταξη, η οποία αφορά συγκεκριμένα την κατάσταση της Μογγολίας, αποσκοπεί στην αποφυγή της σωρεύσεως κοινοτικής συνδρομής. 'Οχι μόνον δεν θίγει το σύστημα που τίθεται σε εφαρμογή με το πρόγραμμα TACIS, αλλά αποτελεί προσθήκη με διευκρινιστικό περιπτωσιολογικού χαρακτήρα, η οποία δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ουσιώδης τροποποίηση της προτάσεως της Επιτροπής ώστε να χρειάζεται να ζητηθεί εκ νέου η γνώμη του Κοινοβουλίου.

20 Δεύτερον, το Κοινοβούλιο διαπιστώνει ότι στο τελικό κείμενο του κανονισμού προστέθηκε το παράρτημα ΙΙ, σχετικά με τους τομείς στους οποίους πρέπει να δοθεί προτεραιότητα για την παροχή συνδρομής στο πλαίσιο του προγράμματος TACIS. Οι τομείς αυτοί, οι οποίοι μνημονεύονται στο άρθρο 3, παράγραφος 3, της προτάσεως της Επιτροπής, προσδιορίζονται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, το οποίο παραπέμπει, ως προς το σημείο αυτό, στο παράρτημα ΙΙ. Το Κοινοβούλιο διατείνεται ότι στο εν λόγω παράρτημα ΙΙ εκτίθενται λεπτομερώς οι τομείς τους οποίους πρέπει να αφορά η συνδρομή στο πλαίσιο του προγράμματος TACIS και, γι' αυτόν τον λόγο, το παράρτημα βαίνει πέραν των όσων προέβλεπε η αντίστοιχη διάταξη της προτάσεως.

21 Η άποψη αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Πράγματι, από το άρθρο 4, παράγραφος 3, του τελικού κειμένου του κανονισμού, σε συνδυασμό με το ως άνω παράρτημα, προκύπτει ότι το παράρτημα αυτό παραθέτει ενδεικτικά τους τομείς τους οποίους αφορά ιδιαίτερα το πρόγραμμα συνδρομής TACIS. Το παράρτημα, το οποίο δεν έχει περιοριστικό χαρακτήρα, δεν τροποποιεί το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3, παράγραφος 3, της αρχικής προτάσεως. Συνεπώς, δεν επιβαλλόταν να ζητηθεί εκ νέου η γνώμη του Κοινοβουλίου.

22 Τρίτον, το Κοινοβούλιο παρατηρεί ότι προστέθηκε ένα τελευταίο εδάφιο στο άρθρο 6, παράγραφος 4, της προτάσεως της Επιτροπής, το οποίο κατέστη στη συνέχεια το άρθρο 7, παράγραφος 4, του τελικού κειμένου. Αυτό το νέο εδάφιο εξαρτά τη συμμετοχή επιχειρήσεων τρίτων κρατών σε σχέδια που συγχρηματοδοτούνται υπό τον όρο της αμοιβαιότητας. Κατά το Κοινοβούλιο, ο όρος αυτός, ο οποίος έχει πρωταρχική πολιτική σημασία για τις τρίτες χώρες, αποτελεί ουσιώδη τροποποίηση της προτάσεως, οπότε απαιτείτο να ζητηθεί εκ νέου η γνώμη του.

23 Ούτε αυτή η άποψη του Κοινοβουλίου σχετικά με την προσθήκη του εν λόγω εδαφίου μπορεί να γίνει δεκτή. Ο προκείμενος όρος της αμοιβαιότητας αποτελεί προϋπόθεση που αφορά τη συγκεκριμένη περίπτωση, σύμφωνη προς την πρακτική η οποία ακολουθείται συνήθως στον εν λόγω τομέα, και δεν αφορά ούτε τη γενική οικονομία του προγράμματος TACIS αλλά ούτε και την αρχή της συμμετοχής επιχειρήσεων τρίτων χωρών σε σχέδια που συγχρηματοδοτούνται.

24 Η τελευταία τροποποίηση την οποία παραθέτει το Κοινοβούλιο αφορά το είδος της επιτροπής που καλείται να συνδράμει την Επιτροπή στην εφαρμογή του προγράμματος TACIS. Ενώ η πρόταση της Επιτροπής προέβλεπε, στο άρθρο 7, μια επιτροπή διαχειρίσεως, με βάση τη διαδικασία ΙΙ, εναλλακτική διατύπωση β', που προβλέπεται από το άρθρο 2 της αποφάσεως 87/373/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 1987, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (ΕΕ L 197, σ. 33), το Συμβούλιο προτίμησε τελικά, με το άρθρο 8 του κανονισμού, μια επιτροπή με αρμοδιότητες κανονιστικού χαρακτήρα, με βάση τη διαδικασία ΙΙΙ, εναλλακτική διατύπωση α', της εν λόγω αποφάσεως. Κατά το Κοινοβούλιο, το επιλεγέν είδος της σχετικής επιτροπής έχει κεφαλαιώδη σημασία, οπότε η τροποποίηση της προτάσεως της Επιτροπής πρέπει να θεωρηθεί ουσιώδης.

25 Πρέπει να σημειωθεί ότι η προβλεπόμενη από τον εν λόγω κανονισμό επιτροπή θα έχει μεγάλη σημασία στην εφαρμογή του προγράμματος TACIS. Συνεπώς, η επιλογή κάποιου συγκεκριμένου είδους επιτροπής μπορεί να έχει αποφασιστική επιρροή επί της λειτουργίας του ως άνω συστήματος, καθόσον συνεπάγεται διαφορετική διαδικασία λήψεως αποφάσεως και διαφορετική κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ Επιτροπής και Συμβουλίου.

26 Εντούτοις, στην προκειμένη υπόθεση η συνολική ισορροπία των αρμοδιοτήτων που αναγνωρίζονται στην Επιτροπή και στο Συμβούλιο δεν επηρεάζεται καθοριστικά από την επιλογή μεταξύ των προαναφερθέντων δύο ειδών επιτροπών, οπότε η τροποποίηση της προτάσεως της Επιτροπής δεν είναι ουσιώδης. Επομένως, δεν απαιτείτο να ζητηθεί εκ νέου η γνώμη του Κοινοβουλίου ούτε και ως προς αυτό το σημείο.

27 Επομένως, και αυτός ο λόγος πρέπει να απορριφθεί.

Επί του τρίτου λόγου

28 Το άρθρο 7, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του προσβαλλόμενου κανονισμού ορίζει:

"Οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών συνάπτονται, κατά γενικό κανόνα, με περιορισμένη πρόσκληση υποβολής προσφορών και με απευθείας ανάθεση για παρεμβάσεις μέχρι 300 000 ECU. Το ποσό αυτό είναι δυνατόν να αναθεωρείται από το Συμβούλιο κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, λαμβανομένης υπόψη της κτηθείσας πείρας σε παρόμοιες περιπτώσεις."

29 Το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι τουλάχιστον η δεύτερη φράση της διατάξεως αυτής πρέπει να ακυρωθεί. Θα ήταν παράνομο ένα νομοθέτημα, για την έκδοση του οποίου απαιτείται η γνώμη του Κοινοβουλίου, να προβλέπει τη δυνατότητα τροποποιήσεώς του κατά τη διάρκεια της εφαρμογής του χωρίς διαβούλευση με το όργανο αυτό επί της προτάσεως τροποποιήσεως. Μια τέτοια διαδικασία τροποποιήσεως, η οποία διαφέρει από εκείνη η οποία απαιτείται για την έκδοση του νομοθετήματος αυτού, ισοδυναμεί με συρρίκνωση των αρμοδιοτήτων του Κοινοβουλίου.

30 'Οπως έχει ήδη κρίνει το Δικαστήριο, ιδίως στον τομέα της κοινής γεωργικής πολιτικής, η διαδικασία εκδόσεως από το Συμβούλιο κανονισμών σχετικών με μια κοινοτική πολιτική, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής και ύστερα από διαβούλευση με το Κοινοβούλιο, εφαρμόζεται μόνο στους βασικούς κανονισμούς οι οποίοι περιλαμβάνουν τα ουσιώδη στοιχεία της ρυθμιστέας καταστάσεως, οι δε διατάξεις εκτελέσεως των κανονισμών αυτών μπορούν να θεσπίζονται από το Συμβούλιο με διαφορετική διαδικασία (αποφάσεις της 17ης Δεκεμβρίου 1970, 25/70, Koester Βerodt & Co., Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 617, σκέψη 6, και της 16ης Ιουνίου 1987, 46/86, Romkes, Συλλογή 1987, σ. 2671, σκέψη 16).

31 Η νομολογία αυτή έχει εφαρμογή ειδικότερα στην παρούσα υπόθεση, όπου, βάσει του άρθρου 235 της Συνθήκης ΕΟΚ και του άρθρου 203 της Συνθήκης Ευρατόμ, το Συμβούλιο είναι αρμόδιο για την έκδοση του εν λόγω κανονισμού κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής και ύστερα από διαβούλευση με το Κοινοβούλιο.

32 Εν προκειμένω, η διάταξη που προστέθηκε στο άρθρο 7, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του προσβαλλόμενου κανονισμού δεν μπορεί να θεωρηθεί ουσιώδης για το σύστημα παροχής συνδρομής TACIS. Πράγματι, η διάταξη αυτή δεν θίγει ούτε την αρχή της συνάψεως συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, στο πλαίσιο του προγράμματος TACIS, με περιορισμένη πρόσκληση προς υποβολή προσφορών και με απ' ευθείας ανάθεση ούτε, κατά μείζονα λόγο, τη γενική οικονομία του εν λόγω κανονισμού. Εφόσον περιορίζεται σε πρόβλεψη της δυνατότητας αναθεωρήσεως, με βάση την κτηθείσα πείρα, του ορίου πέραν του οποίου δεν είναι πλέον δυνατός ένας τέτοιος τρόπος συνάψεως συμβάσεων, η βαλλόμενη διάταξη δεν αποτελεί παρά μια λεπτομέρεια εφαρμογής του προγράμματος TACIS.

33 Συνεπώς, το Συμβούλιο ορθά θεώρησε ότι η αναθεώρηση του εν λόγω ορίου αποτελεί αρμοδιότητα εκτελέσεως, η οποία δεν περιορίζεται από τη διαδικασία που προβλέπουν τα άρθρα των Συνθηκών ΕΟΚ και Ευρατόμ βάσει των οποίων εκδόθηκε ο προσβαλλόμενος κανονισμός. Επομένως, ούτε ο λόγος αυτός είναι βάσιμος.

34 Δεδομένου ότι δεν έγινε δεκτός κανείς από τους λόγους ακυρώσεως τους οποίους προέβαλε το προσφεύγον, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

35 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα. Επειδή το Κοινοβούλιο ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

αποφασίζει:

1) Aπορρίπτει την προσφυγή.

2) Καταδικάζει το Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

Top