EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61993CJ0028

Απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Σεπτεμβρίου 1994.
Maria Nelleke Gerda van den Akker και λοιποί κατά Stichting Shell Pensioenfonds.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Kantongerecht 's-Gravenhage - Κάτω Χώρες.
Ισότητα αμοιβών μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων - Επαγγελματικές συντάξεις - Ηλικίες συνταξιοδοτήσεως που διαφέρουν ανάλογα με το φύλο - Εξίσωση.
Υπόθεση C-28/93.

Συλλογή της Νομολογίας 1994 I-04527

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1994:351

61993J0028

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 28ΗΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1994. - MARIA NELLEKE GERDA VAN DEN AKKER ΚΑΙ ΛΟΙΠΟΙ ΚΑΤΑ STICHTING SHELL PENSIOENFONDS. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: KANTONGERECHT 'S-GRAVENHAGE - ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ. - ΙΣΟΤΗΤΑ ΑΜΟΙΒΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΑΝΔΡΩΝ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ - ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΕΣ ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ - ΚΑΝΟΝΙΚΕΣ ΗΛΙΚΙΕΣ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΗΣΕΩΣ ΠΟΥ ΔΙΑΦΕΡΟΥΝ ΑΝΑΛΟΓΑ ΜΕ ΤΟ ΦΥΛΟ - ΕΞΙΣΩΣΗ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-28/93.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1994 σελίδα I-04527


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


++++

Κοινωνική πολιτική * 'Ανδρες και γυναίκες εργαζόμενοι * Ισότητα αμοιβών * 'Αρθρο 119 της Συνθήκης * Εφαρμόζεται στα ιδιωτικά επαγγελματικά συνταξιοδοτικά συστήματα * Διαπίστωση περιεχομένη στην απόφαση της 17ης Μαΐου 1990, C-262/88 * Επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα στο πλαίσιο του οποίου διατηρείται σε ισχύ υπέρ των γυναικών χαμηλότερη ηλικία συνταξοδοτήσεως, όσον αφορά τις παροχές που οφείλονται για περιόδους απασχολήσεως που διανύθηκαν μετά την έναρξη της ισχύος ενιαίας ηλικίας συνταξιοδοτήσεως * Δεν επιτρέπεται * Διαφορά οφειλόμενη σε ρητή ή σιωπηρή επιλογή στην οποία προέβησαν προηγουμένως οι γυναίκες * Δεν ασκεί επιρροή * Αποκατάσταση της ίσης μεταχειρίσεως γι' αυτές τις περιόδους απασχολήσεως μέσω της καταργήσεως των πλεονεκτημάτων που ίσχυαν προηγουμένως για τις γυναίκες * Επιτρέπεται * Αποκατάσταση της ίσης μεταχειρίσεως για τις περιόδους απασχολήσεως που διανύθηκαν μεταξύ της 17ης Μαΐου 1990 και της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος ενιαίας ηλικίας συνταξιοδοτήσεως * Εφαρμογή στους άνδρες εργαζομένους του συστήματος που ίσχυε για τις γυναίκες εργαζόμενες

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 119)

Περίληψη


Το άρθρο 119 της Συνθήκης απαγορεύει τη διατήρηση σε ισχύ υπέρ των γυναικών, στο πλαίσιο επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος που καθορίζει, κατόπιν της αποφάσεως της 17ης Μαΐου 1990, C-262/88, Barber, ενιαία ηλικία συνταξιοδοτήσεως για όλους τους ασφαλισμένους στο σύστημα αυτό, χαμηλότερης ηλικίας συνταξιοδοτήσεως απ' ό,τι προβλέπεται για τους άνδρες, όσον αφορά τις παροχές που οφείλονται για περιόδους απασχολήσεως που διανύθηκαν μετά την έναρξη ισχύος του νέου κανόνα, έστω και αν η διαφορά αυτή οφείλεται σε επιλογή στην οποία προέβησαν οι γυναίκες πριν από την έκδοση της αποφάσεως Barber. Γι' αυτές τις περιόδους απασχολήσεως το άρθρο 119 της Συνθήκης δεν κωλύει τη λήψη μέτρων για την αποκατάσταση της ίσης μεταχειρίσεως μέσω της μειώσεως των πλεονεκτημάτων που προβλέπονταν για τα ευνοούμενα προηγουμένως πρόσωπα, αφού το άρθρο αυτό απαιτεί μόνον την καταβολή στους εργαζόμενους άνδρες και στις εργαζόμενες γυναίκες ίδιας αμοιβής για όμοια εργασία, χωρίς όμως να επιβάλλει συγκεκριμένο ύψος για την αμοιβή αυτή.

Αντίθετα, για τις περιόδους απασχολήσεως μεταξύ της 17ης Μαΐου 1990, ημερομηνίας εκδόσεως της αποφάσεως Barber, και της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του κανόνα με τον οποίο επιβλήθηκε, στο πλαίσιο του εν λόγω συστήματος, ενιαία ηλικία συνταξιοδοτήσεως, το άρθρο 119 απαγορεύει την αποκατάσταση της ισότητας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο πέραν της εφαρμογής στους άνδρες εργαζόμενους του ίδιου καθεστώτος που ισχύει για τις γυναίκες εργαζόμενες.

Εφόσον δηλαδή η δυσμενής διάκριση ως προς τις αποδοχές έχει διαπιστωθεί από το Δικαστήριο και ενόσω δεν έχουν ληφθεί στο πλαίσιο του συνταξιοδοτικού συστήματος μέτρα για την αποκατάσταση της ίσης μεταχειρίσεως, η τήρηση του άρθρου 119 δεν μπορεί να εξασφαλιστεί παρά μόνο με τη χορήγηση στα πρόσωπα που ανήκουν στην κατηγορία που βρίσκεται σε δυσμενέστερη θέση των ίδιων πλεονεκτημάτων που προβλέπονται για τα πρόσωπα που ανήκουν στην ευνοούμενη κατηγορία.

PL/km

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-28/93,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Kantongerecht 's-Gravenhage (Κάτω Χώρες) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Maria Nelleke Gerda van den Akker κ.λπ.

και

Stichting Shell Pensioenfonds,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΟΚ σε σχέση με την ανάγκη εξισώσεως, κατόπιν της αποφάσεως της 17ης Μαΐου 1990, C-262/88, Barber (Συλλογή 1990, σ. Ι-1889), της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως που προβλέπουν τα επαγγελματικά συνταξιοδοτικά συστήματα αφενός για τους άνδρες εργαζομένους και αφετέρου για τις γυναίκες εργαζόμενες,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους O. Due, Πρόεδρο, G. F. Mancini (εισηγητή), J. C. Moitinho de Almeida και M. Diez de Velasco, προέδρους τμήματος, R. Joliet, F. A. Schockweiler, G. C. Rodriguez Iglesias, F. Grevisse, M. Zuleeg, P. J. G. Kapteyn και J. L. Murray, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: W. Van Gerven

γραμματέας: L. Hewlett, υπάλληλος διοικήσεως,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

* οι Van den Akker κ.λπ., εκπροσωπούμενες από τον H. Coeverden, δικηγόρο 'Αμστερνταμ,

* το Stichting Shell Pensioenfonds, εκπροσωπούμενο από τον R. A. A. Duk, δικηγόρο Χάγης,

* η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενη από τον A. Bos, νομικό σύμβουλο του Υπουργείου Εξωτερικών,

* η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Ernst Roeder, Ministerialrat του ομοσπονδιακού Υπουργείου Οικονομίας, και τον Claus-Dieter Quassowski, Regierungsdirektor του ίδιου Υπουργείου,

* η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την Karen Banks και τον Ben Smulders, μέλη της Νομικής Υπηρεσίας,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις των Van den Akker κ.λπ., του Stichting Shell Pensioenfonds, της Ολλανδικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπούμενης από τον J. W. de Zwaan, αναπληρωτή νομικό σύμβουλο του Υπουργείου Εξωτερικών, της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενης από τον J. E. Collins, Assistant Treasury Solicitor, επικουρούμενο από τον N. Paines, barrister, και της Επιτροπής, κατά τη συνεδρίαση της 15ης Μαρτίου 1994,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 4ης Μαΐου 1994,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 1993, που περιήλθε στο Δικαστήριο την 1η Φεβρουαρίου 1993, το Kantongerecht 's-Gravenhage υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, δύο προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 119 της Συνθήκης αυτής σε σχέση με την ανάγκη εξισώσεως, κατόπιν της αποφάσεως της 17ης Μαΐου 1990, C-262/88, Barber (Συλλογή 1990, σ. Ι-1889, στο εξής: απόφαση Barber), της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως που προβλέπουν τα επαγγελματικά συνταξιοδοτικά συστήματα αφενός για τους άνδρες εργαζομένους και αφετέρου για τις γυναίκες εργαζόμενες.

2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν κατά την εκδίκαση διαφοράς μεταξύ της Van den Akker και δέκα άλλων γυναικών αφενός και του Stichting Shell Pensioenfonds αφετέρου, η οποία αφορά την απόφαση του Stichting να εξισώσει τις ηλικίες συνταξιοδοτήσεως ανδρών και γυναικών εργαζομένων.

3 'Ολες οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης εργάζονται σε νομικά πρόσωπα που ανήκουν στον όμιλο Royal Shell και λόγω της εργασίας τους αυτής υπάγονται στο επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα που έχει οργανώσει ο όμιλος αυτός, το Stichting Shell Pensioenfonds.

4 Μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1984 οι κανόνες του συστήματος αυτού προέβλεπαν διαφορετική ηλικία συνταξιοδοτήσεως αφενός για τους άνδρες εργαζομένους και αφετέρου για τις γυναίκες εργαζόμενες, και συγκεκριμένα το 60ό έτος για τους άνδρες και το 55ο έτος για τις γυναίκες.

5 Η διάκριση αυτή καταργήθηκε την 1η Ιανουαρίου 1985, οπότε ως ενιαία ηλικία συνταξιοδοτήσεως καθορίστηκε το 60ό έτος.

6 Η τροποποίηση αυτή συνοδεύτηκε από ορισμένες μεταβατικές διατάξεις. Στις γυναίκες εργαζόμενες που υπάγονταν ήδη στο συνταξιοδοτικό σύστημα την 1η Ιανουαρίου 1985 δόθηκε η δυνατότητα επιλογής μεταξύ είτε της αποδοχής της μεταθέσεως της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως από το 55ο στο 60ό έτος είτε της διατηρήσεως σε ισχύ του 55ου έτους ως ηλικίας συνταξιοδοτήσεως. Οι ενδιαφερόμενες έπρεπε να προβούν στην επιλογή αυτή μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1986, ενώ προβλεπόταν ότι, αν η ενδιαφερόμενη δεν δήλωνε ρητά ότι επέλεγε τη μετάθεση του ορίου για την ηλικία συνταξιοδοτήσεως στο 60ό έτος, θα λογιζόταν ότι είχε επιλέξει τη διατήρηση του ορίου αυτού στο 55ο έτος.

7 'Ολες οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης επέλεξαν ρητά ή σιωπηρά τη διατήρηση της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως στο 55ο έτος.

8 Κατόπιν της αποφάσεως Barber (όπ.π.), με την οποία το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο καθορισμός διαφορετικής προϋποθέσεως ως προς την ηλικία, ανάλογα με το φύλο, για τις συντάξεις που καταβάλλονται στο πλαίσιο επαγγελματικού συστήματος είναι αντίθετος προς το άρθρο 119 της Συνθήκης, το Ταμείο Συντάξεων έκρινε αναγκαίο να τροποποιήσει τους κανόνες λειτουργίας του και να καταργήσει από την 1η Ιουνίου 1991 τη δυνατότητα των γυναικών να επιλέξουν τη διατήρηση της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως στο 55ο έτος.

9 Οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης προσέβαλαν το τελευταίο αυτό μέτρο, αμφισβητώντας την ορθότητα της απόψεως του Ταμείου Συντάξεων ότι η κατάργηση αυτή ήταν επιβεβλημένη κατόπιν της αποφάσεως Barber.

10 Το Kantongerecht 's-Gravenhage, ενώπιον του οποίου ασκήθηκαν οι προσφυγές τους, ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

"Α. Αντίκειται προς το άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΟΚ το ότι, δυνάμει ρυθμίσεως περί συντάξεων θεσπισθείσας στο πλαίσιο συμβάσεως εργασίας, κατά την οποία η ηλικία συνταξιοδοτήσεως ορίζεται από την 1η Ιανουαρίου 1985 στο 60ό έτος τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες που υπάγονται στο συνταξιοδοτικό αυτό σύστημα, η ηλικία συνταξιοδοτήσεως εξακολουθεί να είναι, μετά τις 17 Μαΐου 1990, το 55ο έτος για συγκεκριμένη κατηγορία γυναικών ασφαλισμένων,

α) αν ο κανόνας αυτός προκύπτει από μεταβατική ρύθμιση που ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 1985 (οπότε τροποποιήθηκαν οι κανόνες λειτουργίας του συστήματος και ως ενιαία ηλικία συνταξιοδοτήσεως καθορίστηκε το 60ό έτος, ενώ προηγουμένως η ηλικία αυτή ήταν το 60ό έτος για τους άνδρες ασφαλισμένους και το 55ο έτος για τις γυναίκες ασφαλισμένες), και

β) αν η μεταβατική ρύθμιση δεν ισχύει παρά μόνο για τις ασφαλισμένες (ή τις επιδιώκουσες να ασφαλιστούν) οι οποίες εργάζονταν, τόσο στις 31 Δεκεμβρίου 1984 όσο και την 1η Ιανουαρίου 1985, σε εργοδότη υπαγόμενο στο καθού (' ζημιούμενα πρόσωπα' ) και

γ) αν η μεταβατική ρύθμιση προέβλεπε επίσης ότι τα ζημιούμενα πρόσωπα μπορούσαν να επιλέξουν ως ηλικία συνταξιοδοτήσεως το 55ο ή το 60ό έτος της ηλικίας τους και ότι η επιλογή αυτή έπρεπε να πραγματοποιηθεί μέχρι (το αργότερο) τις 31 Δεκεμβρίου 1986;

Β. Πρέπει να δοθεί διαφορετική απάντηση στο ερώτημα Α, αν η μεταβατική ρύθμιση που προβλέπει ότι στις περιπτώσεις στις οποίες δεν πραγματοποιήθηκε εμπροθέσμως καμία ρητή επιλογή ισχύει η αρχική ηλικία συνταξιοδοτήσεως, δηλαδή το 55ο έτος, ή η γενική ηλικία συνταξιοδοτήσεως, δηλαδή το 60ό έτος;"

Επί του πρώτου ερωτήματος

11 Με το πρώτο ερώτημα το εθνικό δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν αν αντίκειται προς το άρθρο 119 της Συνθήκης το γεγονός ότι μετά τις 17 Μαΐου 1990, ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως Barber, διατηρείται σε ισχύ, στο πλαίσιο επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος, μια προϋπόθεση ως προς την ηλικία συνταξιοδοτήσεως που διαφέρει ανάλογα με το φύλο, όταν η διαφορά αυτή οφείλεται στην ευχέρεια που δόθηκε στις γυναίκες εργαζόμενες, κατόπιν του καθορισμού, ήδη πριν από την έκδοση της αποφάσεως Barber, του 60ού έτους ως ενιαίας ηλικίας συνταξιοδοτήσεως για αμφότερα τα φύλα, να επιλέξουν τη διατήρηση της ηλικίας αυτής στο 55ο έτος.

12 Επιβάλλεται να υπομνηστεί ότι, όπως έχει διευκρινίσει το Δικαστήριο, μεταξύ άλλων με την απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 1993, C-109/91, Ten Oever (Συλλογή 1993, σ. Ι-4879), δυνάμει της αποφάσεως Barber, δεν μπορεί να γίνει επίκληση του αμέσου αποτελέσματος του άρθρου 119 της Συνθήκης, προκειμένου να ζητηθεί η εφαρμογή της ίσης μεταχειρίσεως στον τομέα των επαγγελματικών συντάξεων παρά μόνον ως προς τις παροχές που οφείλονται βάσει περιόδων απασχολήσεως που έχουν διανυθεί μετά τις 17 Μαΐου 1990, ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως, με την επιφύλαξη της εξαιρέσεως που προβλέπεται υπέρ των εργαζομένων ή των ελκόντων δικαιώματα από αυτούς οι οποίοι, πριν από την ημερομηνία αυτή, είχαν ασκήσει ένδικη προσφυγή ή είχαν υποβάλει ισοδύναμη κατά το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο ένσταση.

13 Το Δικαστήριο δέχθηκε δηλαδή ότι η αναδρομική εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως σχετικά με τις επαγγελματικές συντάξεις, η οποία απορρέει καταρχήν από το άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 119, το οποίο αναγνωρίστηκε από το Δικαστήριο με την απόφαση της 8ης Απριλίου 1976, 43/75, Defrenne (Συλλογή τόμος 1976, σ. 175), θα μπορούσε να συνεπάγεται, για τα ταμεία συντάξεων, δαπάνες ικανές να διαταράξουν την οικονομική ισορροπία τους. Το Δικαστήριο πάντως διευκρίνισε ρητά ότι για τις μεταγενέστερες της 17ης Μαΐου 1990 περιόδους απασχολήσεως δεν επιτρέπεται κανείς περιορισμός των αποτελεσμάτων της ερμηνείας που δόθηκε με την απόφαση αυτή.

14 Κατά συνέπεια, οι διαχειριζόμενοι τα επαγγελματικά συνταξιοδοτικά συστήματα ήσαν υποχρεωμένοι να αποκαταστήσουν την ίση μεταχείριση από τις 17 Μαΐου 1990.

15 'Οσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να επιτευχθεί ο σκοπός αυτός, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι το Δικαστήριο, με την προαναφερθείσα απόφαση Defrenne (σκέψη 15), αποφάνθηκε, στο πλαίσιο υποθέσεως που αφορούσε αγωγή αποζημιώσεως που είχε ασκηθεί στην κύρια δίκη λόγω δυσμενούς διακρίσεως σε σχέση με τις αποδοχές, ότι το γεγονός ότι το άρθρο 119 εντάσσεται στο πλαίσιο της εναρμονίσεως των όρων εργασίας υπό την έννοια της προόδου επιτρέπει την απόρριψη της αντιρρήσεως ότι η εν λόγω διάταξη μπορεί να τηρηθεί με άλλο τρόπο και όχι με την αύξηση των χαμηλότερων μισθών.

16 Εξάλλου, με την απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1991, C-184/89, Nimz (Συλλογή 1991, σ. Ι-297, σκέψεις 18 έως 20), το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι το εθνικό δικαστήριο υποχρεούται να μην εφαρμόζει καμία διάταξη της εθνικής νομοθεσίας που οδηγεί σε διακρίσεις, χωρίς να χρειάζεται να ζητήσει ή να αναμείνει την προηγούμενη εξαφάνισή της κατόπιν συλλογικών διαπραγματεύσεων ή με οποιαδήποτε άλλη συνταγματική διαδικασία, και να εφαρμόζει στην κατηγορία που βρίσκεται σε δυσμενέστερη θέση το ίδιο καθεστώς που ισχύει για τους άλλους εργαζομένους και το οποίο, ελλείψει ορθής εφαρμογής του άρθρου 119 της Συνθήκης μέσω του εθνικού δικαίου, παραμένει το μόνο έγκυρο σύστημα αναφοράς.

17 Κατά συνέπεια, εφόσον η δυσμενής διάκριση ως προς τις αποδοχές έχει διαπιστωθεί από το Δικαστήριο και ενόσω δεν έχουν ληφθεί στο πλαίσιο του συνταξιοδοτικού συστήματος μέτρα για την αποκατάσταση της ίσης μεταχειρίσεως, η τήρηση του άρθρου 119 δεν μπορεί να εξασφαλιστεί παρά μόνο με τη χορήγηση στα πρόσωπα που ανήκουν στην κατηγορία που βρίσκεται σε δυσμενέστερη θέση των ίδιων πλεονεκτημάτων που προβλέπονται για τα πρόσωπα που ανήκουν στην ευνοούμενη κατηγορία.

18 Η εφαρμογή της αρχής αυτής στην προκειμένη περίπτωση σημαίνει ότι για την περίοδο από τις 17 Μαΐου 1990, ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως Barber, μέχρι την 1η Ιουνίου 1991, ημερομηνία κατά την οποία η ηλικία συνταξιοδοτήσεως καθορίστηκε δεσμευτικά, στο πλαίσιο του επίμαχου συστήματος, στο 60ό έτος για όλους τους εργαζομένους, τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα των ανδρών εργαζομένων πρέπει να υπολογίζονται βάσει της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως που ίσχυε για τις γυναίκες εργαζόμενες.

19 'Οσον αφορά, αντίθετα, τις περιόδους απασχολήσεως που διανύθηκαν μετά την 1η Ιουνίου 1991, το άρθρο 119 της Συνθήκης δεν κωλύει τη λήψη μέτρων για την αποκατάσταση της ίσης μεταχειρίσεως μέσω της μειώσεως των πλεονεκτημάτων που προβλέπονταν για τα ευνοούμενα προηγουμένως πρόσωπα. Το άρθρο 119 απαιτεί μόνον την καταβολή στους εργαζόμενους άνδρες και στις εργαζόμενες γυναίκες ίδιας αμοιβής για όμοια εργασία, χωρίς όμως να επιβάλλει συγκεκριμένο ύψος για την αμοιβή αυτή.

20 Τα συμπεράσματα αυτά δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι, όπως εν προκειμένω, η διαφορετική μεταχείριση οφείλεται σε μεταβατικά μέτρα που έχουν ληφθεί στο πλαίσιο επαγγελματικού συστήματος το οποίο είχε καθορίσει, ήδη πριν από την έκδοση της αποφάσεως Barber, ενιαία ηλικία συνταξιοδοτήσεως για αμφότερα τα φύλα, ενώ επέτρεπε στις γυναίκες να επιλέξουν τη διατήρηση σε ισχύ χαμηλότερου ορίου για την ηλικία συνταξιοδοτήσεώς τους απ' ό,τι προβλεπόταν για τους άνδρες.

21 'Οπως αποφάνθηκε το Δικαστήριο με την προαναφερθείσα απόφαση Defrenne, η αρχή της ισότητας των αμοιβών αποτελεί ένα από τα θεμέλια της Κοινότητας (σκέψη 12) και το άρθρο 119 παράγει άμεσα αποτελέσματα, καθόσον γεννά υπέρ των ιδιωτών δικαιώματα που τα δικαστήρια οφείλουν να προστατεύουν (σκέψη 24). Επειδή το άρθρο 119 έχει επιτακτικό χαρακτήρα, η απαγόρευση των διακρίσεων μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων επιβάλλεται όχι μόνο στις ενέργειες των δημοσίων αρχών, αλλ' επεκτείνεται επίσης σε όλες τις συμβάσεις που έχουν ως σκοπό τη συλλογική ρύθμιση της έμμισθης εργασίας, καθώς και στις συμβάσεις μεταξύ ιδιωτών (σκέψη 39).

22 Κατά συνέπεια, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 119 της Συνθήκης απαγορεύει τη διατήρηση σε ισχύ υπέρ των γυναικών, στο πλαίσιο επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος που καθόρισε, κατόπιν της αποφάσεως Barber, ενιαία ηλικία συνταξιοδοτήσεως για όλους τους ασφαλισμένους στο σύστημα αυτό, χαμηλότερης ηλικίας συνταξιοδοτήσεως απ' ό,τι προβλέπεται για τους άνδρες, όσον αφορά τις παροχές που οφείλονται για περιόδους απασχολήσεως που διανύθηκαν μετά την έναρξη ισχύος του νέου κανόνα, έστω και αν η διαφορά αυτή οφείλεται σε επιλογή στην οποία προέβησαν οι γυναίκες πριν από την έκδοση της αποφάσεως Barber. Για τις περιόδους απασχολήσεως μεταξύ της 17ης Μαΐου 1990, ημερομηνίας εκδόσεως της αποφάσεως Barber, και της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του κανόνα με τον οποίο επιβλήθηκε, στο πλαίσιο του εν λόγω συστήματος, ενιαία ηλικία συνταξιοδοτήσεως, το άρθρο 119 απαγορεύει την αποκατάσταση της ισότητας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο πέραν της εφαρμογής στους άνδρες εργαζόμενους του ίδιου καθεστώτος που ισχύει για τις γυναίκες εργαζόμενες.

Επί του δευτέρου ερωτήματος

23 Με το δεύτερο ερώτημα ερωτάται κατ' ουσίαν αν η απάντηση στο πρώτο ερώτημα θα ήταν διαφορετική αν, όπως εν προκειμένω, η διατήρηση υπέρ των γυναικών της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως στο 55ο έτος δεν οφειλόταν σε ρητή επιλογή των γυναικών αυτών, αλλά στο γεγονός ότι, κατά την προηγηθείσα της αποφάσεως Barber εξίσωση των ηλικιών συνταξιοδοτήσεως των ασφαλισμένων, οι γυναίκες που δεν ζήτησαν τη μετάθεση του ορίου για την ηλικία συνταξιοδοτήσεώς τους στο 60ό έτος, το οποίο ίσχυε για τους άνδρες, λογίζονταν ότι επέλεξαν τη διατήρηση του ορίου αυτού στο 55ο έτος.

24 Επ' αυτού αρκεί η διαπίστωση ότι, αφού η υποχρέωση τηρήσεως της αρχής της ισότητας αμοιβών, η οποία διακηρύσσεται στο άρθρο 119, έχει επιτακτικό χαρακτήρα, τα επαγγελματικά συστήματα δεν μπορούν να απαλλάσσονται από την υποχρέωση αυτή για τον λόγο και μόνον ότι η υφιστάμενη διάκριση είναι το αποτέλεσμα επιλογής στην οποία προέβη, ρητά ή σιωπηρά, ο εργαζόμενος στον οποίο δόθηκε η ευχέρεια αυτή.

25 Κατά συνέπεια, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι δεν ασκεί καμία επιρροή επί της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο ερώτημα το γεγονός ότι, σε περιπτώσεις όπως η προκειμένη, οι γυναίκες εργαζόμενες που δεν προέβησαν σε ρητή επιλογή λογίζονταν ότι επέλεξαν τη διατήρηση σε ισχύ του ορίου που προβλεπόταν για την ηλικία συνταξιοδοτήσεως πριν από την εξίσωση των ηλικιών αυτών.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

26 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Γερμανική Κυβέρνηση, η Ολλανδική Κυβέρνηση, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι οποίες κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 1993 το Kantongerecht 's-Gravenhage, αποφαίνεται:

1) Το άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΟΚ απαγορεύει τη διατήρηση σε ισχύ υπέρ των γυναικών, στο πλαίσιο επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος που καθορίζει, κατόπιν της αποφάσεως της 17ης Μαΐου 1990, C-262/88, Barber, ενιαίας ηλικίας συνταξιοδοτήσεως για όλους τους ασφαλισμένους στο σύστημα αυτό, χαμηλότερης ηλικίας συνταξιοδοτήσεως απ' ό,τι προβλέπεται για τους άνδρες, όσον αφορά τις παροχές που οφείλονται για περιόδους απασχολήσεως που διανύθηκαν μετά την έναρξη ισχύος του νέου κανόνα, έστω και αν η διαφορά αυτή οφείλεται σε επιλογή στην οποία προέβησαν οι γυναίκες πριν από την έκδοση της αποφάσεως Barber. Για τις περιόδους απασχολήσεως μεταξύ της 17ης Μαΐου 1990 και της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του κανόνα με τον οποίο επιβλήθηκε, στο πλαίσιο του εν λόγω συστήματος, ενιαία ηλικία συνταξιοδοτήσεως, το άρθρο 119 απαγορεύει την επίτευξη αποκαταστάσεως της ισότητας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο πέραν της εφαρμογής στους άνδρες εργαζόμενους του ίδιου καθεστώτος που ισχύει για τις γυναίκες εργαζόμενες.

2) Δεν ασκεί καμία επιρροή επί της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο ερώτημα το γεγονός ότι, σε περιπτώσεις όπως η προκειμένη, οι γυναίκες εργαζόμενες που δεν προέβησαν σε ρητή επιλογή λογίζονταν ότι επέλεξαν τη διατήρηση σε ισχύ του ορίου που προβλεπόταν για την ηλικία συνταξιοδοτήσεως πριν από την εξίσωση των ηλικιών αυτών.

Top