Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 61989CJ0096

    Απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Μαΐου 1991.
    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Βασιλείου των Κάτω Χωρών.
    Παράβαση κράτους - Θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία, με μειωμένο συντελεστή εισφοράς, μιας παρτίδας μανιόκας εξαχθείσας από την Ταϋλάνδη χωρίς πιστοποιητικό εξαγωγής - Παράλειψη βεβαιώσεως ιδίων πόρων και θέσεώς τους στη διάθεση της Επιτροπής.
    Υπόθεση C-96/89.

    Συλλογή της Νομολογίας 1991 I-02461

    Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:1991:213

    ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

    στην υπόθεση C-96/89 ( *1 )

    Ι — Πραγματικά περιστατικά

    1. Κανονιονικό πλαίσιο της διαφοράς

    Με την απόφαση 82/495/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Ιουλίου 1982 (ΕΕ L 219, σ. 52), το Συμβούλιο ενέκρινε τη συμφωνία συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και του Βασιλείου της Ταϋλάνδης σχετικά με την παραγωγή, την εμπορία και τις συναλλαγές μανιόκας. Δυνάμει του άρθρου 1 της εν λόγω συμφωνίας, η Ταϋλάνδη ανέλαβε την υποχρέωση να ρυθμίζει τις εξαγωγές μανιόκας, της διακρίσεως 07.06 Α του Κοινού Δασμολογίου, με προορισμό την Κοινότητα κατά τρόπον ώστε να εξασφαλίζεται ότι οι εν λόγω εξαγωγές δεν θα υπερβαίνουν τις ποσότητες που έχουν συμφωνηθεί μεταξύ της Ταϋλάνδης και της Κοινότητας. Από την πλευρά της, η Κοινότητα είχε την υποχρέωση, κατά το άρθρο 3, να περιορίσει την εισφορά που εφαρμόζεται στις εισαγωγές μανιόκας που καλύπτονται από τη συμφωνία σε έναν ανώτατο συντελεστή 6 % επί της αξίας, ίσο προς εκείνο που προέκυπτε, για την προηγούμενη περίοδο, από την ισχύουσα ρύθμιση της ΓΣΔΕ, καθώς και να εξασφαλίσει ότι η Ταϋλάνδη τυγχάνει της μεταχειρίσεως του πλέον ευνοουμένου κράτους όσον αφορά τον συντελεστή της εισφοράς.

    Δυνάμει του άρθρου 5, η Ταϋλάνδη είχε την υποχρέωση να μεριμνά ώστε να μην εκδίδονται πιστοποιητικά εξαγωγής για ποσότητες υπερβαίνουσες τα όρια που καθόριζε η συμφωνία. Από την πλευρά της, η Κοινότητα ανέλαβε τη δεύσμευση να θεσπίσει όλες τις απαραίτητες διατάξεις ώστε να εκδίδονται πιστοποιητικά εισαγωγής με την προσκόμιση πιστοποιητικού εξαγωγής εκδοθέντος από τις αρμόδιες ταϋλανδικές αρχές. Η συμφωνία προέβλεπε επίσης ότι οι αρμόδιες αρχές των δύο μερών θα αντάλλασσαν κατά περιοδικά διαστήματα τα αναγκαία στοιχεία για την εξακρίβωση των πραγματικά εξαχθεισών και εισαχθεισών ποσοτήτων. Η συμφωνία αυτή ίσχυε για την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου 1982 έως 31 Δεκεμβρίου 1986.

    Η εφαρμογή της εν λόγω συμφωνίας εντός της Κοινότητας εξασφαλίστηκε, για το έτος 1982, με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2646/82 του Συμβουλίου, της 30ής Σεπτεμβρίου 1982, περί του καθεστώτος εισαγωγών που εφαρμόζεται κατά το 1982 στα προϊόντα της διακρίσεως 07.06 Α του Κοινού Δασμολογίου ( ΕΕ L 279, σ. 81 ), και για τα επόμενα έτη, με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 604/83 του Συμβουλίου, της 14ης Μαρτίου 1983, για το καθεστώς εισαγωγών που εφαρμόζεται κατά τα έτη 1983 έως 1986 στα προϊόντα της διακρίσεως 07.06 Α του Κοινού Δασμολογίου και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 950/68 περί του Κοινού Δασμολογίου (ΕΕ L 72, σ. 3). Το άρθρο 1, στοιχείο α, του τελευταίου αυτού κανονισμού ορίζει ότι, για τα προϊόντα της εν λόγω διακρίσεως καταγωγής Ταϋλάνδης, η είσπραξη της εισφοράς κατά την εισαγωγή, ανερχόμενης σε ένα μέγιστο ποσοστό 6% κατ' αξία, περιορίζεται στις ποσότητες που προκύπτουν για κάθε έτος από τη συμφωνία συνεργασίας. Η εφαρμογή αυτής της μειωμένης εισφοράς αποτελεί παρέκκλιση από τις διατάξεις του άρθρου 2 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2744/75 του Συμβουλίου, της 29ης Οκτωβρίου 1975, περί του καθεστώτος εισαγωγής και εξαγωγής μεταποιημένων προϊόντων με βάση τα σιτηρά και την όρυζα ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/013, σ. 205), δυνάμει των οποίων ο συντελεστής της εισφοράς για τα προϊόντα που εμπίπτουν στη διάκριση 07.06 Α του Κοινού Δασμολογίου υπολογίζεται εφαρμοζομένου ενός ορισμένου συντελεστή στην εισφορά που καθορίζεται για την κριθή.

    Οι διατάξεις περί της εφαρμογής του καθεστώτος που προβλέπει η συμφωνία συνεργασίας θεσπίστηκαν, για το έτος 1982, με τον κανονισμό ( ΕΟΚ ) 2029/82 της Επιτροπής, της 22ας Ιουλίου 1982 ( ΕΕ L 218, σ. 8 ), και, για το έτος 1983, με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 3383/82 της Επιτροπής, της 16ης Δεκεμβρίου 1982, περί των λεπτομερειών εφαρμογής του καθεστώτος εισαγωγής που ισχύει για τα προϊόντα της διακρίσεως 07.06 Α του Κοινού Δασμολογίου που κατάγονται από την Ταü-λάνδη και έχουν εξαχθεί από τη χώρα αυτή το 1983 ( ΕΕ L 356, σ. 8 ). Κατά το άρθρο 1 του κανονισμού αυτού, στη μανιόκα καταγωγής Ταϋλάνδης δεν μπορεί να εφαρμοστεί το καθεστώς που προβλέπεται από τη συμφωνία συνεργασίας παρά μόνον όταν η μανιόκα αυτή εισάγεται με πιστοποιητικά εισαγωγής, τα οποία εκδίδονται κατόπιν προσκομίσεως πιστοποιητικού εξαγωγής εκδοθέντος από τις αρμόδιες ταϋλανδικές αρχές. Το τελευταίο αυτό πιστοποιητικό πρέπει ιδίως να αναφέρει το όνομα του πλοίου με το οποίο μεταφέρεται η μανιόκα προς την Κοινότητα, καθώς και το ή τα κράτη μέλη προορισμού. Η αίτηση για την έκδοση πιστοποιητικού εισαγωγής υποβάλλεται στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών συνοδευόμενη από το πρωτότυπο του πιστοποιητικού εξαγωγής ( άρθρο 4 ). Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, το πιστοποιητικό εισαγωγής εκδίδεται την πέμπτη εργάσιμη ημέρα από την ημερομηνία καταθέσεως της αιτήσεως, εκτός εάν η Επιτροπή έχει πληροφορήσει τις αρμόδιες εθνικές αρχές ότι δεν τηρήθηκαν οι όροι που προβλέπει η συμφωνία συνεργασίας. Το δεύτερο εδάφιο της ιδίας παραγράφου προβλέπει ότι, στην περίπτωση που δεν έχουν τηρηθεί οι όροι από τους οποίους εξαρτάται η έκδοση του πιστοποιητικού, η Επιτροπή μπορεί, αφού συμβουλευθεί τις αρχές της Ταϋλάνδης, να λάβει τα κατάλληλα μέτρα.

    Οι διατάξεις αυτές τροποποιήθηκαν με τον κανονισμό ( ΕΟΚ ) 499/83 της Επιτροπής, της 2ας Μαρτίου 1983, περί τροποποιήσεως των κανονισμών 2029/82 και 3383/82 ( ΕΕ L 56, σ. 12 ). Ο κανονισμός αυτός προβλέπει ότι το πιστοποιητικό εισαγωγής πρέπει να μνημονεύει το όνομα του πλοίου που αναφέρεται στο ταϋλανδικό πιστοποιητικό εξαγωγής, καθώς και τον αριθμό και την ημερομηνία του πιστοποιητικού αυτού. Εξάλλου, προβλέπεται ότι το πιστοποιητικό εισαγωγής μπορεί να γίνει δεκτό προς στήριξη της δηλώσεως για θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία μόνον εάν αποδεικνύεται, ιδίως από φορτωτική την οποία υποβάλλει ο ενδιαφερόμενος, ότι τα προϊόντα των οποίων ζητείται η θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία μεταφέρθηκαν όντως στην Κοινότητα με το πλοίο που αναφέρεται στο πιστοποιητικό εισαγωγής και ότι η ημερομηνία κατά την οποία φορτώθηκαν τα προϊόντα αυτά επί του εν λόγω πλοίου στην Ταϋλάνδη είναι προγενέστερη της ημερομηνίας εκδόσεως του ταϋλανδικού πιστοποιητικού εξαγωγής.

    Πρέπει, εξάλλου, να αναφερθεί ότι το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) 2891/77 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1977, περί της εφαρμογής της αποφάσεως της 21ης Απριλίου 1970 περί της αντικαταστάσεως των χρηματικών συνεισφορών των κρατών μελών από ιδίους πόρους των Κοινοτήτων ( ΕΕ ειδ. έκδ. 01/002, σ. 64), προβλέπει ότι οι ίδιοι πόροι των Κοινοτήτων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι εισφορές που θεσπίζουν τα όργανα των Κοινοτήτων στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής, βεβαιούνται από τα κράτη μέλη, σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν στα κράτη αυτά, και τίθενται στη διάθεση της Επιτροπής. Το άρθρο 2 διευκρινίζει ότι ένα έσοδο θεωρείται ότι έχει βεβαιωθεί μόλις η αντίστοιχη απαίτηση καθοριστεί δεόντως από την αρμόδια υπηρεσία ή τον αρμόδιο οργανισμό του κράτους μέλους. Το άρθρο 9, παράγραφος 1, ορίζει ότι κάθε κράτος μέλος υποχρεούται να πιστώνει το ποσό των βεβαιωθέντων ιδίων πόρων στον λογαριασμό που έχει ανοιχθεί προς τον σκοπό αυτόν στο όνομα της Επιτροπής στο Δημόσιο Ταμείο ή στον οργανισμό που έχει ορίσει το κράτος. Η σχετική εγγραφή διενεργείται το αργότερο στις 20 του δευτέρου μήνα από εκείνον κατά τη διάρκεια του οποίου βεβαιώθηκε το έσοδο ( άρθρο 10, παράγραφος 1 ). Για κάθε καθυστέρηση της εγγραφής, το κράτος μέλος για το οποίο πρόκειται οφείλει να καταβάλει τόκο, το επιτόκιο του οποίου ισούται προς το υψηλότερο προεξοφλητικό επιτόκιο που ισχύει στα κράτη μέλη, προσαυξανόμενο κατά 0,25 μονάδες για κάθε μήνα καθυστερήσεως ( άρθρο 11 ).

    Τέλος, το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1697/79 του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1979, περί της εκ των υστέρων εισπράξεως εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών που δεν κατέστησαν απαιτητοί από τον φορολογούμενο, για εμπορεύματα που διασαφήθηκαν σε τελωνειακό καθεστώς συνεπαγόμενο την υποχρέωση καταβολής τέτοιων δασμών ( ΕΕ ειδ. έκδ. 02/007, σ. 254), προβλέπει ότι, όταν οι αρμόδιες αρχές διαπιστώνουν ότι το σύνολο ή μέρος του ποσού των εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών που οφείλονται νομίμως για εμπόρευμα που διασαφήθηκε σε τελωνειακό καθεστώς που συνεπάγεται την υποχρέωση καταβολής τέτοιων δασμών δεν κατέστη απαιτητό σε βάρος του φορολογουμένου, προβαίνουν στην είσπραξη των δασμών που δεν καταβλήθηκαν. Υπό τον όρο « εισαγωγικοί δασμοί » νοούνται, στο πλαίσιο του κανονισμού αυτού, και οι γεωργικές εισφορές (άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο α ).

    2. Γένεση και εξέλιξη της διαφοράς

    Η μετάβαση προς το εμπορικό καθεστώς που θεσπίστηκε με τη συμφωνία συνεργασίας δημιούργησε ορισμένα προβλήματα. Συγκεκριμένα, η συμφωνία εγκρίθηκε τον Ιούλιο του 1982, οι λεπτομέρειες όμως εφαρμογής που προβλέπονται από τον κανονισμό 2029/82 της Επιτροπής, συμπεριλαμβανομένου του διπλού ελέγχου με την έκδοση ταϋλανδικών πιστοποιητικών εξαγωγής και κοινοτικών πιστοποιητικών εισαγωγής, τέθηκαν σε ισχύ στις 28 Ιουλίου 1982. Η συμφωνία προέβλεπε, ωστόσο, τον περιορισμό των εξαγωγών μανιόκας από την Ταϋλάνδη προς την Κοινότητα, για όλο το 1982, στα 5 εκατομμύρια τόννους.

    Όμως, πριν από τις 28 Ιουλίου 1982, η εισαγωγή μανιόκας προελεύσεως Ταϋλάνδης γινόταν αποκλειστικά βάσει των πιστοποιητικών εισαγωγής που εξέδιδαν οι αρχές των κρατών μελών, χωρίς αναφορά στα ταϋλαν-δικά πιστοποιητικά εξαγωγής. Κατά την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του νέου καθεστώτος, ορισμένοι επιχειρηματίες διέθεταν ακόμα μη χρησιμοποιηθέντα πιστοποιητικά εισαγωγής και, ιδίως ορισμένα πιστοποιητικά εισαγωγής με προκαθορισμό της μειωμένης εισφοράς 6 % κατ' αξία.

    Όπως προκύπτει, ιδίως, από τηλετύπημα που απεστάλη στις 29 Ιουνίου 1982 στο ολλανδικό Υπουργείο Γεωργίας και Αλιείας, η Επιτροπή διατύπωσε την άποψη ότι έπρεπε να γίνουν δεκτά ανεξαιρέτως όλα τα πιστοποιητικά που περιείχαν προκαθορισμό της εισφοράς. Με το εν λόγω τηλετύπημα, διευκρινίστηκε ότι η Κοινότητα δεν απαιτεί να αντιστοιχούν αναγκαστικά τα περιέχοντα προκαθορισμό πιστοποιητικά εισαγωγής με τα πιστοποιητικά εξαγωγής που είχαν εκδοθεί στην Ταϋλάνδη. Ωστόσο, υπήρχε ο κίνδυνος ορισμένοι επιχειρηματίες, οι οποίοι διέθεταν πιστοποιητικά εισαγωγής με προκαθορισμό και αντίστοιχα ταϋλανδικά πιστοποιητικά εξαγωγής, να πραγματοποιήσουν τις σχετικές εισαγωγές μετά την έναρξη της ισχύος της συμφωνίας χωρίς να προσκομίσουν τα ταϋλανδικά πιστοποιητικά και να χρησιμοποιήσουν εκ νέου τα τελευταία αυτά πιστοποιητικά προκειμένου να ζητήσουν την έκδοση νέων πιστοποιητικών εισαγωγής υπό το καθεστώς της συμφωνίας. Συνεπώς, υπήρχε κίνδυνος να χρησιμοποιηθεί το ίδιο πιστοποιητικό εξαγωγής προκειμένου να εισαχθεί στην Κοινότητα η διπλάσια ποσότητα μανιόκας από αυτή που αναφερόταν στο εν λόγω έγγραφο ( βλ. ως προς το θέμα αυτό την απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Ιανουαρίου 1987, στην υπόθεση 175/84, Krohn κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 97). Εξάλλου, υπήρχε το ενδεχόμενο να προσπαθήσουν οι εν λόγω επιχειρηματίες να χρησιμοποιήσουν πιστοποιητικά εισαγωγής εκδοθέντα κατόπιν προσκομίσεως ταϋλανδικών πιστοποιητικών εξαγωγής για να εισαγάγουν, με εφαρμογή της μειωμένης εισφοράς, παρτίδες άλλες από εκείνες που αναφέρονταν στα ταϋλανδικά έγγραφα και μη καλυπτόμενες από πιστοποιητικά εξαγωγής.

    Στις 31 Ιανουαρίου 1983, η Γενική Διεύθυνση Γεωργίας της Επιτροπής απέστειλε προς τις αρχές όλων των κρατών μελών τηλετύπημα, με το οποίο τους γνωστοποιούσε ότι, κατά πληροφορίες που είχαν παρασχεθεί από τις ταϋ-λανδικές αρχές, το πλοίο Equinox είχε αναχωρήσει από την Ταϋλάνδη κατά τα μέσα Ιανουαρίου με προορισμό την Κοινότητα μεταφέροντας φορτίο μανιόκας για το οποίο οι ταϋλανδικές αρχές δεν είχαν εκδώσει πιστοποιητικά εξαγωγής. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή ζητούσε από τις αρχές των κρατών μελών να μεριμνήσουν ώστε να μην τεθεί το εν λόγω φορτίο μανιόκας σε ελεύθερη κυκλοφορία με την κάλυψη πιστοποιητικού εισαγωγής εκδοθέντος κατ' εφαρμογή της συμφωνίας συνεργασίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των κανονισμών 2029/82 ή 3383/82. Η Επιτροπή διευκρίνιζε ότι οι εισαγωγείς δεν έχουν δικαίωμα στην εφαρμογή της μειωμένης εισφοράς 6 °/ο κατ' αξία παρά μόνον αν εισάγουν ταϋλανδικά προϊόντα καλυπτόμενα από ταϋλανδικό πιστοποιητικό εξαγωγής, βάσει του οποίου εκδίδεται κοινοτικό πιστοποιητικό εισαγωγής.

    Με τηλετύπημα της 6ης Μαΐου 1983, η Γενική Διεύθυνση Γεωργίας της Επιτροπής πληροφόρησε τις ολλανδικές αρχές ότι, κατά πληροφορίες τις οποίες διέθετε, το πλοίο Equinox είχε εκφορτώσει στο Ρόττερνταμ, για λογαριασμό της επιχειρήσεως Krohn, 50000 περίπου τόν-νους μανιόκας για τους οποίους ,δεν είχε εκδοθεί ταϋλανδικό πιστοποιητικό εξαγωγής και, υπενθυμίζοντας το τηλετύπημα της 31ης Ιανουαρίου 1983, ζήτησε να ενημερωθεί επί της εξελίξεως της υποθέσεως.

    Στις 16 Ιουνίου 1983, το ολλανδικό Υπουργείο Γεωργίας και Αλιείας γνωστοποίησε στην Επιτροπή ότι, τον Απρίλιο του 1983, το πλοίο Equinox είχε μεταφέρει ποσότητα 117581478 κιλών μανιόκας, η οποία είχε τεθεί σε ελεύθερη κυκλοφορία με εφαρμογή της μειωμένης εισφοράς 6% κατ' αξία. Από την ποσότητα αυτή, τα 62523478 κιλά καλύπτονταν από πιστοποιητικά εισαγωγής που είχαν εκδοθεί από τον γερμανικό οργανισμό παρεμβάσεως, το Bundesanstalt für landwirtschaftliche Marktordnung (στο εξής: BALM), πριν από τις 21 Μαρτίου 1983 και δεν ανέφεραν το όνομα του πλοίου που είχε μεταφέρει τη μανιόκα, ενώ η υπόλοιπη ποσότητα καλυπτόταν από πιστοποιητικά εισαγωγής που είχαν εκδοθεί μετά την ημερομηνία αυτή στις Κάτω Χώρες και την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και ανέφεραν το όνομα του πλοίου Equinox

    Κρίνοντας ότι οι ολλανδικές αρχές δεν είχαν λάβει υπόψη τους το τηλετύπημα της Επιτροπής της 31ης Ιανουαρίου 1983 και ότι έπρεπε να είχαν εφαρμόσει στην εν λόγω ποσότητα των 60000 περίπου τόννων μανιόκας εισφορά με τον πλήρη συντελεστή που προβλέπεται από τον κανονισμό 2744/75, η Γενική Διεύθυνση Γεωργίας της Επιτροπής κάλεσε, με έγγραφο της 1ης Φεβρουαρίου 1984, τις ολλανδικές αρχές να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με την κατάσταση αυτή. Εξάλλου, η Γενική Διεύθυνση Προϋπολογισμών της Επιτροπής, με έγγραφα της 9ης Φεβρουαρίου και της 18ης Απριλίου 1984, ζήτησε από τις ολλανδικές αρχές να προβούν, σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού 1697/79, στην εκ των υστέρων είσπραξη του ποσού που δεν είχε εισπραχθεί ως γεωργικές εισφορές λόγω της εφαρμογής του μειωμένου συντελεστή 6 % και να θέσουν στη διάθεση της Επιτροπής πριν από τις 29 Ιουνίου 1984, κατ' εφαρμογή του κανονισμού 2891/77, τους ιδίους πόρους που θα βεβαιώνονταν στο πλαίσιο αυτής της εισπράξεως, και οι οποίοι υπολογίζονταν σε 19765281,39 ολλανδικά φιορίνια ( HFL ).

    Οι ολλανδικές αρχές, με έγγραφο της Μόνιμης Αντιπροσωπείας των Κάτω Χωρών στις Κοινότητες της 8ης Μαΐου 1984, απέρριψαν τα αιτήματα της Επιτροπής, διατυπώνοντας την άποψη ότι η άρνηση εφαρμογής της μειωμένης εισφοράς 6 ο/ο κατ' αξία θα αντέβαινε στο κοινοτικό δίκαιο.

    Η Επιτροπή κίνησε τότε, με έγγραφο της 25ης Ιουλίου 1985, τη διαδικασία του άρθρου 169 της Συνθήκης και κάλεσε την Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών να διατυπώσει τις παρατηρήσεις της εντός προθεσμίας δύο μηνών. Η καθής κυβέρνηση απάντησε με το από 3 Οκτωβρίου 1985 έγγραφο της Μόνιμης Αντιπροσωπείας της.

    Στη συνέχεια, η Επιτροπή διατύπωσε, με έγγραφο της 29ης Ιανουαρίου 1988, την αιτιολογημένη γνώμη που προβλέπει το άρθρο 169, με την οποία ενέμενε στην άποψη της όσον αφορά το παράνομο της εφαρμογής του μειωμένου συντελεστή 6 % και κατέληγε στο συμπέρασμα ότι οι ολλανδικές αρχές ήταν υποχρεωμένες να θέσουν στη διάθεση της, εντόκως από 29ης Ιουνίου 1984, το ποσό που αντιστοιχούσε στη διαφορά μεταξύ της εισφοράς με πλήρη συντελεστή και της εισφοράς με μειωμένο συντελεστή. Η Επιτροπή έταξε στην Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών προθεσμία ενός μηνός για να συμμορφωθεί προς την αιτιολογημένη γνώμη.

    Με έγγραφο της 26ης Φεβρουαρίου 1988, το ολλανδικό Υπουργείο Γεωργίας και Αλιείας γνωστοποίησε ότι δεν μπορούσε να συνταχθεί με την άποψη της Επιτροπής όσον αφορά την εισφορά που έπρεπε να εφαρμοστεί στην επίδικη παρτίδα μανιόκας και ότι, λαμβανομένων υπόψη των καθυστερήσεων που είχαν σημειωθεί στη διαδικασία και βάρυναν την Επιτροπή, το αίτημα της καταβολής τόκων ήταν αβάσιμο. Για την περίπτωση κατά την οποία η Επιτροπή θα ενέμενε στο αίτημα αυτό, η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών την κάλεσε να φέρει την υπόθεση αμελλητί ενώπιον του Δικαστηρίου, επιφυλάχθηκε δε να προσφύγει η ίδια ενώπιον του Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 175 της Συνθήκης ΕΟΚ και να ζητήσει να αναγνωριστεί η πλημμελής συμπεριφορά της Επιτροπής.

    II — Έγγραφη διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

    Η προσφυγή της Επιτροπής πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 21 Μαρτίου 1989.

    Η έγγραφη διαδικασία εξελίχθηκε κανονικά.

    Το Δικαστήριο, κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων. Κάλεσε, ωστόσο, τους διαδίκους να καταθέσουν ορισμένα έγγραφα. Οι διάδικοι κατέθεσαν τα έγγραφα αυτά εντός των ταχθεισών προθεσμιών.

    Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί από το Δικαστήριο:

    1)

    να αναγνωρίσει ότι το Βασίλειο των Κάτω Χωρών παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΟΚ:

    α)

    επιτρέποντας να τεθούν σε ελεύθερη κυκλοφορία, τον Απρίλιο 1983 ή περί τον Απρίλιο 1983, 60000 περίπου τόννοι μανιόκας που είχαν εξαχθεί από την Ταϋλάνδη χωρίς πιστοποιητικό εξαγωγής:

    χωρίς να εφαρμόσει τον πλήρη συντελεστή της γεωργικής εισφοράς, που προβλέπεται από τα άρθρα 2 και 4 του κανονισμού 2744/75·

    και χωρίς να ελέγξει, σύμφωνα με το άρθρο 5 της Συνθήκης και το άρθρο 7 των κανονισμών 2029/82 και 3383/82, αν μπορούσε να εφαρμοστεί στη μανιόκα ο μειωμένος συντελεστής που προβλεπόταν από τη συμφωνία συνεργασίας ΕΟΚ-Ταϋλάν-δης·

    β)

    και αρνούμενο να αναγνωρίσει ως ίδιους πόρους της Κοινότητας και να θέσει στη διάθεση της Επιτροπής το ποσό το οποίο κακώς είχε παραλείψει να εισπράξει επί της μανιόκας αυτής, ήτοι ποσό 19765281,39 HFL, εντόκως από 29ης Ιουνίου 1984, σύμφωνα με το άρθρο 11 του κανονισμού 2891/77·

    2)

    να καταδικάσει το Βασίλειο των Κάτω Χωρών στα δικαστικά έξοδα.

    Το Βαοίλειο των Κάτω Χωρών ζητεί από το Δικαστήριο:

    1)

    να κρίνει την προσφυγή της Επιτροπής στο σύνολό της ή, εν πάση περιπτώσει, εν μέρει απαράδεκτη'

    2)

    για την περίπτωση και στο μέτρο που το Δικαστήριο θα έκρινε την προσφυγή της Επιτροπής παραδεκτή, να την απορρίψει ως αβάσιμη·

    3)

    να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

    III — Ισχυρισμοί και επιχειρήματα των διαδίκων

    1. Επί τον παραδεκτού

    Η Κνβέρνηοη των Κάτω Χωρών, χωρίς να προβάλλει τυπικά ένσταση απαραδέκτου, υποστηρίζει ότι η προσφυγή της Επιτροπής πρέπει να κριθεί απαράδεκτη. Κατά την καθής κυβέρνηση, λαμβανομένων, ιδίως, υπόψη των οικονομικών συνεπειών που είχε για το Βασίλειο των Κάτω Χωρών η διάρκεια της διαδικασίας, η Επιτροπή δεν επέδειξε την επιβαλλόμενη επιμέλεια. Μολονότι η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών απάντησε πάντοτε εντός ευλόγου χρόνου στις θέσεις της Επιτροπής, παρήλθαν περισσότερο από πέντε έτη από την αποστολή του πρώτου εγγράφου της Γενικής Διευθύνσεως Γεωργίας της Επιτροπής, της 1ης Φεβρουαρίου 1984, έως την κατάθεση της προσφυγής. Όμως, λόγω των σοβαρών συνεπειών της διαδικασίας περί αναγνωρίσεως παραβάσεως, η Επιτροπή οφείλει να προσφεύγει ενώπιον του Δικαστηρίου εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος από τη στιγμή κατά την οποία αρχίζει να υποπτεύεται την ύπαρξη παραβάσεως. Εξάλλου, με την παρέλευση του χρόνου καθίσταται δυσχερέστερη η αντίκρουση των πραγματικών ισχυρισμών της Επιτροπής.

    Κατά την καθής κυβέρνηση, η κατάληξη της ως άνω υποθέσεως 175/84, Krohn κατά Επιτροπής, την οποία θέλησε να αναμείνει η Επιτροπή προτού προσφύγει ενώπιον του Δικαστηρίου στην υπό κρίση διαφορά, δεν μπορούσε κατά κανένα τρόπο να επηρεάσει την παρούσα διαδικασία. Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή έπρεπε να έχει κάνει γνωστή την πρόθεση της αυτή, ούτως ώστε να δώσει τη δυνατότητα στην Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών να αντιταχθεί, λόγω των σημαντικών οικονομικών συνεπειών τις οποίες ενδέχεται να έχει η παρούσα διαδικασία για το Βασίλειο των Κάτω Χωρών. Η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών ισχυρίζεται ότι από τη σιωπή της Επιτροπής συνήγαγε ότι το εν λόγω όργανο, μετά τη λήψη του εγγράφου της 3ης Οκτωβρίου 1985, αποφάσισε να μη συνεχίσει τις σχετικές ενέργειές του.

    Ακόμα και αν υποτεθεί ότι η απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 1987 στην υπόθεση Krohn επηρεάζει την υπό κρίση υπόθεση, η Επιτροπή ενήργησε κατά τρόπο απίστευτα βραδύ: περισσότερο από ένα έτος παρήλθε μεταξύ της δημοσιεύσεως της αποφάσεως και της εκδόσεως της αιτιολογημένης γνώμης, καθώς επίσης και μεταξύ της απαντήσεως της Κυβερνήσεως των Κάτω Χωρών στην αιτιολογημένη γνώμη και της ασκήσεως της προσφυγής. Μια τέτοια συμπεριφορά συνεπάγεται ότι, σε περίπτωση που δικαιωθεί η προσφεύγουσα, οι συνέπειες της αποφάσεως να μην κινήσει αμέσως τη διαδικασία πλήττουν την Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών, υπό τη μορφή τόκων επί του ποσού της απαιτήσεως.

    Η Επιτροπή υποστηρίζει, προκαταρκτικώς, ότι, ακόμα και αν οι αιτιάσεις της Κυβερνήσεως των Κάτω Χωρών, το ότι δηλαδή η Επιτροπή δεν είχε επιδείξει την ενδεδειγμένη επιμέλεια, ήταν δικαιολογημένες, αυτό δεν αποτελεί επουδενί λόγο απαραδέκτου της προσφυγής. Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή θεωρεί ότι η κατάληξη της ως άνω υποθέσεως 175/84, Krohn κατά Επιτροπής, μπορούσε κάλλιστα να έχει επιπτώσεις στην υπό κρίση υπόθεση και ότι, όντως, η απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 1987 επιβεβαιώνει την άποψη της. Συνεπώς, δεν ήταν παράλογο να αναμείνει την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση αυτή, η οποία μπορούσε να οδηγήσει τις ολλανδικές αρχές να ασπαστούν την άποψη της Επιτροπής, προτού κινήσει την παρούσα διαδικασία.

    2. Επί της ουσίας

    Επί της παραβάσεως νου κανονισμού 2744/75 σε αυνδυασμό με τη συμφωνία συνεργασίας ΕΟΚ-Ταϋλάνδης και τους κανονισμούς 604/83, 2029/82 και 3383/82

    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, κατά τη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία των επιδίκων 60000 περίπου τόννων μανιόκας, τον Απρίλιο του 1983, οι οποίοι μεταφέρθηκαν από την Ταϋ-λάνδη με το πλοίο Equinox χωρίς να καλύπτονται από ταϋλανδικό πιστοποιητικό εξαγωγής, οι ολλανδικές αρχές όφειλαν να εφαρμόσουν τον πλήρη συντελεστή της εισφοράς, ο οποίος προκύπτει από τα άρθρα 2 και 4 του κανονισμού 2744/75, και όχι τη μειωμένη εισφορά 6 % κατ' αξία που προβλέπεται από τη συμφωνία συνεργασίας και τους σχετικούς εκτελεστικούς κοινοτικούς κανονισμούς.

    Συγκεκριμένα, κατά την Επιτροπή, η μειωμένη εισφορά μπορούσε να εφαρμοστεί, δυνάμει των διατάξεων της συμφωνίας συνεργασίας και του κανονισμού 604/83, μόνο στη μανιόκα η οποία εξάγεται από την Ταϋλάνδη με την κάλυψη πιστοποιητικού εξαγωγής εκδοθέντος από τις ταϋλανδικές αρχές εντός των ορίων των προβλεπομένων για το 1983 ποσοτήτων και για την οποία έχει εκδοθεί εντός της Κοινότητας πιστοποιητικό εισαγωγής κατόπιν προσκομίσεως του εν λόγω πιστοποιητικού εξαγωγής, στο πλαίσιο του συστήματος του διπλού ελέγχου που προβλέπει η συμφωνία. Αντιθέτως, η εισαγωγή, με εφαρμογή της μειωμένης εισφοράς, μιας παρτίδας μανιόκας με πιστοποιητικά εισαγωγής εκδοθέντα κατόπιν προσκομίσεως ταϋλανδικών πιστοποιητικών εξαγωγής τα οποία αφορούσαν άλλες παρτίδες αντιβαίνει στη συμφωνία συνεργασίας και, ειδικότερα, στο σύστημα διπλού ελέγχου που προβλέπει η συμφωνία.

    Το βάσιμο της απόψεως αυτής επιβεβαιώνεται, κατά την Επιτροπή, από την απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 1987 στην προαναφερθείσα υπόθεση Krohn κατά Επιτροπής, στην οποία το Δικαστήριο αποφαίνεται, με τις σκέψεις 16 επ., ότι το πιστοποιητικό εισαγωγής πρέπει να αφορά την ίδια παρτίδα που αναφέρεται στο ταϋλανδικό πιστοποιητικό εξαγωγής, το οποίο προσκομίζεται από τον εισαγωγέα, και ότι η Επιτροπή είχε το δικαίωμα να ελέγξει αν πληρούται η προϋπόθεση αυτή. Από τα ανωτέρω μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η αρχή της ουσιαστικής ταυτότητας μεταξύ της εξαγομένης και της εισαγομένης μανιόκας συνεπάγεται επίσης ότι ένα ήδη εκδοθέν πιστοποιητικό εισαγωγής δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί παρά μόνον για την εισαγωγής της μανιόκας για την οποία εκδόθηκε και η οποία είναι αυτή που αναφέρεται στο ταϋλανδικό πιστοποιητικό εξαγωγής.

    Κατά συνέπεια, δεν έχει, κατά την Επιτροπή, σημασία το ότι, πριν από την έναρξη της ισχύος του κανονισμού 499/83 στις 21 Μαρτίου 1983, τα πιστοποιητικά εισαγωγής που εκδίδονταν κατ' εφαρμογή της συμφωνίας δεν ήταν απαραίτητο να αναφέρουν ούτε το όνομα του πλοίου ούτε τον αριθμό του ταϋλανδικού πιστοποιητικού, καθώς και το ότι καμία ρητή διάταξη δεν επέβαλλε στις εθνικές αρχές την υποχρέωση να ελέγχουν σε κάθε περίπτωση, μέσω, ιδίως της φορτωτικής, κατά πόσον η συγκεκριμένη μανιόκα είχε πράγματι μεταφερθεί με το πλοίο που αναφερόταν στο πιστοποιητικό. Ακόμα και πριν από τις 21 Μαρτίου 1983, οι εθνικές αρχές είχαν το δικαίωμα και, σε περίπτωση βάσιμης αμφιβολίας, το καθήκον να ελέγχουν με άλλα μέσα την ταυτότητα της εισαγομένης μανιόκας.

    Στην υπό κρίση περίπτωση, κατά την Επιτροπή, οι ολλανδικές αρχές όφειλαν να ελέγξουν κατά πόσο για τη μανιόκα που μεταφέρθηκε με το πλοίο Equinox είχαν εκδοθεί ταϋ-λανδικά πιστοποιητικά εξαγωγής. Πράγματι, η Επιτροπή, με το τηλετύπημα της 31ης Ιανουαρίου 1983, τις προειδοποίησε για τις ανησυχίες που είχαν διατυπώσει σχετικά οι ταϋλανδικές αρχές. Συνεπώς, η Επιτροπή και οι αρχές των κρατών μελών όφειλαν να λάβουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να αποτραπεί η καταστρατήγηση του περιορισμού των εξαγωγών που επιδιωκόταν με τη μεταφορά ποσοτήτων μη καλυπτομένων από ταϋλανδικά πιστοποιητικά εξαγωγής.

    Η υποχρέωση αυτή των ολλανδικών αρχών απορρέει, κατά την Επιτροπή, από το άρθρο 5 της Συνθήκης και βρίσκει ειδικότερο έρεισμα στο άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 3383/82, σύμφωνα με το οποίο η Επιτροπή μπορούσε, για κάθε αίτηση εκδόσεως πιστοποιητικού εισαγωγής, να εξετάσει το βάσιμο της αιτήσεως και να εναντιωθεί στην έκδοση του πιστοποιητικού αν δεν τηρούνταν οι προϋποθέσεις που προβλέπονται από τη συμφωνία συνεργασίας. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή μπορούσε επίσης, αφού συμβουλευθεί τις ταϋλανδικές αρχές, να λάβει τα κατάλληλα μέτρα. Στην υπό κρίση περίπτωση, η Επιτροπή έκανε χρήση της εξουσίας αυτής και ζήτησε από τα κράτη μέλη, αφού συμβουλεύθηκε τις ταϋλανδικές αρχές, να μην κάνουν αυτομάτως δεκτά τα πιστοποιητικά εισαγωγής που προσκομίζονται για τη μανιόκα που μεταφέρθηκε με το πλοίο Equinox, αλλά να εξετάζουν προηγουμένως αν είχαν εκδοθεί για τη μανιόκα αυτή ταϋλανδικά πιστοποιητικά εξαγωγής και, σε αντίθετη περίπτωση, να αρνούνται την εφαρμογή της μειωμένης εισφοράς. Τα κράτη μέλη ήταν υποχρεωμένα να συμμορφωθούν και, στην υπό κρίση περίπτωση, οι ολλανδικές αρχές μπορούσαν να απευθυνθούν στο BALM, το οποίο είχε εκδόσει τα προσκομισθέντα πιστοποιητικά εισαγωγής και μπορούσε να διευκρινίσει ότι τα πιστοποιητικά αυτά είχαν εκδοθεί βάσει ταϋλανδικών πιστοποιητικών εξαγωγής που αφορούσαν άλλες παρτίδες μανιόκας οι οποίες είχαν μεταφερθεί με άλλα πλοία.

    Ασφαλώς, η υποχρέωση ελέγχου της ταυτότητας μεταξύ της μανιόκας που εξάγεται με την κάλυψη ταϋλανδικού πιστοποιητικού εξαγωγής και της μανιόκας που εισάγεται στην Κοινότητα με καθεστώς μειωμένης εισφοράς βαρύνει καταρχήν τις αρχές που είναι επιφορτισμένες με την έκδοση των πιστοποιητικών εισαγωγής, οι οποίες μπορούσαν να αρνηθούν την έκδοση των πιστοποιητικών αν υπήρχαν ενδείξεις ότι τα πιστοποιητικά εισαγωγής ζητούνταν, στην πραγματικότητα, για την εισαγωγή παρτίδων μανιόκας διαφορετικών από εκείνες που αποτελούσαν το αντικείμενο των προσκομισθέντων ταϋλανδικών πιστοποιητικών εξαγωγής (βλ. συναφώς την υπόθεση Krohn). Αυτό, ωστόσο, ουδόλως αναιρεί τη σημασία του τελικού ελέγχου εκ μέρους του κράτους μέλους εισαγωγής, το οποίο οφείλει να εμποδίσει να χρησιμοποιούνται τα — καλώς ή κακώς εκδοθέντα — πιστοποιητικά εισαγωγής για παρτίδες μανιόκας οι οποίες έχουν εξαχθεί χωρίς ταϋλανδικά πιστοποιητικά εξαγωγής.

    Στην υπό κρίση περίπτωση, η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών δεν μπορεί, κατά την Επιτροπή, να ισχυριστεί ότι, μετά την καθυστερημένη αναχώρηση του Equinox, μπορούσε να θεωρηθεί ότι οι ταϋλανδικές αρχές είχαν παρέμβει για να εξασφαλίσουν την τήρηση της συμφωνίας συνεργασίας, δεδομένου ότι οι αρχές αυτές δεν απαγορεύουν την εξαγωγή μανιόκας μη καλυπτόμενης από τη συμφωνία, η οποία μπορεί μεν να εισαχθεί στην Κοινότητα, αλλά με εφαρμογή της πλήρους εισφοράς. Συνεπώς, οι ταϋλανδικές αρχές απλώς προειδοποίησαν την Επιτροπή για τον κίνδυνο καταστρατηγήσεως της συμφωνίας συνεργασίας, ενέργεια η οποία οδήγησε στην αποστολή του τηλετυπήματος της 31ης Ιανουαρίου 1983, το οποίο οι ολλανδικές αρχές ιδιοβούλως αγνόησαν.

    Κατά την Επιτροπή, το αν άλλες παρτίδες μανιόκας τέθηκαν σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός της Κοινότητας με το καθεστώς την μειωμένης εισφοράς και το αν αυτό συνέβη μέσω πιστοποιητικών εξαγωγής που είχαν ήδη χρησιμοποιηθεί ή τα οποία προορίζονταν για άλλες παρτίδες μανιόκας, δεν ενδιαφέρει στην υπό κρίση υπόθεση. Εν προκειμένω, αρκεί η διαπίστωση ότι η παρτίδα των 62523478 κιλών μανιόκας που μεταφέρθηκε με το πλοίο Equinox και διασαφήθηκε στις Κάτω Χώρες στις 15 και 19 Απριλίου 1983 δεν αντιστοιχεί στις παρτίδες μανιόκας που αναφέρονται στα ταϋλανδικά πιστοποιητικά εξαγωγής τα οποία προσκομίστηκαν στο BALM για την έκδοση των πιστοποιητικών εισαγωγής που δέχτηκαν τελικά οι ολλανδικές αρχές κατά τον εκτελωνισμό της μανιόκας που είχε μεταφερθεί με το πλοίο Equinox.

    Η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών δεν αμφισβήτησε ποτέ το πραγματικό αυτό περιστατικό κατά τη διάρκεια της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας. 'Οσον αφορά τους ισχυρισμούς με τους οποίους η καθής αμφισβήτησε το περιστατικό αυτό κατά τη διάρκεια της έγγραφης διαδικασίας, η Επιτροπή θεωρεί ότι η μνεία του ονόματος του πλοίου με το οποίο εξήχθη η μανιόκα, η οποία περιεχόταν στο ταϋλανδικά πιστοποιητικό εξαγωγής, επιτρέπει την εξατομίκευση της παρτίδας μανιόκας για την οποία έχει εκδοθεί το πιστοποιητικό, δεδομένου ότι, κατά την πρακτική των ταϋλανδικών αρχών, το πιστοποιητικό εξαγωγής εκδίδεται μετά τη φόρτωση του εμπορεύματος. Στην υπό κρίση, όμως, περίπτωση, τα πιστοποιητικά εισαγωγής που εξέδωσε το BALM και τα οποία προσκομίστηκαν κατά τον εκτελωνισμό της επίδικης παρτίδας είχαν εκδοθεί σε διαφορετικές ημερομηνίες και για παρτίδες οι οποίες είχαν μεταφερθεί με διαφορετικά πλοία σε διαφορετικές ημερομηνίες. Δεδομένου ότι οι μεταφορτώσεις του φορτίου από ένα πλοίο σε άλλο είναι γενικά σπάνιες, ήταν ούτως ειπείν βέβαιο ότι οι παρτίδες μανιόκας που εκφόρτωσε το Equinox τον Απρίλιο του 1983 δεν ήταν εκείνες για τις οποίες είχε εκδώσει το BALM τα χρησιμοποιηθέντα πιστοποιητικά εισαγωγής. Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται από τις πληροφορίες που παρέσχε η εταιρία Krohn κατά τη διάρκεια της διαδικασίας στην υπόθεση 175/84, σύμφωνα με τις οποίες οι εταιρία αυτή χρησιμοποίησε, για 55000 περίπου τόννους μανιόκας που μεταφέρθηκαν με το Equinox, πιστοποιητικά εισαγωγής που είχαν εκδοθεί για άλλες παρτίδες μανιόκας, οι οποίες καλύπτονταν από άλλα ταϋλανδικά πιστοποιητικά εξαγωγής. Επιπλέον, η εταιρία Krohn είχε αγοράσει ένα μέρος αυτών των πιστοποιητικών εισαγωγής από άλλους εισαγωγείς.

    Η Επιτροπή υποστηρίζει, τέλος, ότι οι ολλανδικές αρχές, ακόμα και αν δεν ήταν υποχρεωμένες να εξακριβώσουν αν η μανιόκα που μεταφέρθηκε με το πλοίο Equinox ήταν όντως η μανιόκα για την οποία οι ταϋλανδικές αρχές είχαν εκδώσει τα πιστοποιητικά εξαγωγής και να μην εφαρμόσουν τη μειωμένη εισφορά ή να την εφαρμόσουν έναντι καταβολής εγγυήσεως, όφειλαν εν πάση περιπτώσει να προβούν στην εκ των υστέρων είσπραξη των μη εισπραχθέντων ποσών, όπως προβλέπεται από το άρθρο 2 του κανονισμού 1697/79 και όπως είχε ζητήσει η Επιτροπή ήδη από τις 9 Φεβρουαρίου 1984. Ωστόσο, κατά την Επιτροπή, ο ισχυρισμός αυτός, ο οποίος δεν πε-. ριλαμβανόταν ούτε στο προειδοποιητικό έγγραφο ούτε στην αιτιολογημένη γνώμη, δεν συνιστά ιδιαίτερο αίτημα, αλλά απλώς επικουρικό επιχείρημα που προβάλλεται προς στήριξη του ισχυρισμού ότι οι Κάτω Χώρες όφειλαν να εφαρμόσουν τον πλήρη συντελεστή εισφοράς αν όχι κατά την εισαγωγή, τουλάχιστον με την εκ των υστέρων είπσραξη των μη εισπραχθέντων ποσών.

    Η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών παρατηρεί, πρώτον, ότι η επίδικη μανιόκα συνοδευόταν από πιστοποιητικά εισαγωγής. Από την άποψη αυτή, τα ζητήματα που αποτελούν το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας δεν συμπίπτουν με τα ζητήματα της ως άνω υποθέσεως 175/84, Krohn κατά Επιτροπής, στην οποία ετίθετο το ζήτημα κατά πόσον, υπό ορισμένες περιστάσεις, μπορούσε να μη γίνει δεκτή η αίτηση εκδόσεως πιστοποιητικού εισαγωγής. Στην υπό κρίση υπόθεση, τίθεται το ζήτημα αν το κράτος μέλος εισαγωγής έχει τη δυνατότητα να μην επιτρέψει την εισαγωγή της συγκεκριμένης παρτίδας με εφαρμογή εισφοράς 6 % κατ' αξία όταν προσκομίζονται πιστοποιητικά εισαγωγής και, σε περίπτωση που έχει αυτήν τη δυνατότητα, αν, υπό ορισμένες περιστάσεις, υποχρεούται να το πράξει.

    Όσον αφορά το πρώτο σημείο, η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών θεωρεί ότι, έως ότου τροποποιήθηκε στις 21 Μαρτίου 1983, ο κανονισμός 3383/82 δεν απαιτούσε να έχει μεταφερθεί η εισαγόμενη μανιόκα με το πλοίο που αναφέρεται στο πιστοποιητικό εξαγωγής, ούτε προέβλεπε τη δυνατότητα των αρμοδίων αρχών να μην κάνουν δεκτά, κατά τον εκτελωνισμό, νομίμως εκδοθέντα πιστοποιητικά. Η μη ύπαρξη της εξουσίας αυτής προκύπτει, κατά την καθής κυβέρνηση, και από την απουσία διατάξεων οι οποίες να καθιστούν δυνατό τον ουσιαστικό έλεγχο της ταυτότητας μεταξύ της εξαχθείσας και της εισαγομένης μανιόκας. Κατά την Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών, ο κανονισμός 3383/82 δεν προέβλεπε, έως τις 21 Μαρτίου 1983, τη μνεία, επί του πιστοποιητικού εισαγωγής, του ονόματος του πλοίου με το οποίο μεταφέρθηκε η παρτίδα. Κατά τον εκτελωνισμό, οι τελωνειακές αρχές του ενδιαφερομένου κράτους μέλους δεν είχαν στη διάθεση τους το πιστοποιητικό εξαγωγής, από το οποίο μπορούσε να διαπιστωθεί το όνομα του πλοίου, ούτε κανένα άλλο στοιχείο από το οποίο να μπορούσε να συναχθεί η δόλια χρησιμοποίηση του πιστοποιητικού εισαγωγής.

    Η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών θεωρεί, εξάλλου, ότι ο ισχυρισμός της Επιτροπής ότι αποδεδειγμένως στην υπό κρίση περίπτωση παραβιάστηκε η αρχή της ταυτότητας του εμπορεύματος ερείδεται επί εσφαλμένου συλλογισμού, ότι δηλαδή αρκεί προς τούτο η διαπίστωση ότι τα πιστοποιητικά εξαγωγής που προσκομίστηκαν για την έκδοση των πιστοποιητικών εισαγωγής αναφέρουν όνομα πλοίου άλλο από το όνομα Equinox. Στην πραγματικότητα, η παρτίδα μανιόκας δεν εξατομικεύεται με τη μνεία του ονόματος του πλοίου επί του πιστοποιητικού εξαγωγής: μια τέτοια εξατομίκευση θα ήταν δυνατή αν οι ταϋλανδικές αρχές εξέδιδαν, χωρίς εξαιρέσεις, τα πιστοποιητικά εξαγωγής μόνο μετά τη φόρτωση της παρτίδας επί του αναφερομένου στο πιστοποιητικό πλοίου. Η πρακτική αυτή δεν στηρίζεται σε συγκεκριμένη υποχρέωση και μπορεί να σημειωθούν αποκλίσεις. Εν πάση περιπτώσει, τίποτα δεν αποκλείει την περίπτωση μια παρτίδα η οποία φορτώνεται στην Ταϋλάνδη στο πλοίο « Χ » να μεταφορτωθεί στη συνέχεια και να φθάσει στην Κοινότητα με το πλοίο «Ψ». Η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών παρατηρεί επίσης ότι η Επιτροπή δεν διατείνεται ότι τα πιστοποιητικά εισαγωγής που χρησιμοποιήθηκαν για την επίδικη παρτίδα είχαν εκδοθεί βάσει πιστοποιητικών εξαγωγής τα οποία είχαν ήδη χρησιμοποιηθεί για άλλη παρτίδα αντιθέτως, θα έπρεπε να τεθεί το ζήτημα της τυχόν δολίας χρησιμοποιήσεως των πιστοποιητικών εξαγωγής.

    Όσον αφορά το αν οι ολλανδικές αρχές είχαν την υποχρέωση να εμποδίσουν τη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία της συγκεκριμένης παρτίδας με μειωμένη εισφορά, η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών θεωρεί ότι όλες οι εκ μέρους της Επιτροπής αναφορές στην απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 1987, Krohn κατά Επιτροπής, πρέπει να ληφθούν υπόψη υπό την επιφύλαξη ότι η απόφαση αυτή έχει ισχύ δεδικασμένου μόνον έναντι των διαδίκων. Εν πάση περιπτώσει, με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο έκρινε ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας που θεσπίζει το άρθρο 7 των κανονισμών 2029/82 και 3383/82, εναπόκειται στην Επιτροπή να ελέγξει, σε περίπτωση αμφιβολίας, αν η ποσότητα μανιόκας για την οποία ζητήθηκε πιστοποιητικό εισαγωγής ήταν η ίδια με αυτή για την οποία είχε εκδοθεί το προσκομισθέν πιστοποιητικό εξαγωγής. Το γεγονός ότι η Επιτροπή προφανώς δεν διενέργησε τον έλεγχο αυτό συνεπάγεται ότι το πιστοποιητικό είχε νομίμως εκδοθεί. Από τα ανωτέρω δημιουργείται η εντύπωση ότι, όταν οι αρχές που εκδίδουν πιστοποιητικό εισαγωγής — διαδικασία στην οποία εμπλέκεται και η Επιτροπή — δεν εκπληρώνουν δεόντως τα καθήκοντα που τους ανατίθενται στο πλαίσιο του διπλού συστήματος ελέγχου που προβλέπεται από τη συμφωνία συνεργασίας, έχουν την πρόθεση να επιφορτίσουν, κατ' αναλογία, έναν τρίτο με τα καθήκοντα αυτά και να διευρύνουν το σύστημα καθιερώνοντας τριπλό σύστημα ελέγχου. Είναι απαράδεκτο, ωστόσο, να καταλογίζεται σε κράτος μέλος ενδεχόμενη παράλειψη της Επιτροπής κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων που της ανατίθενται από το άρθρο 7 του κανονισμού 3383/82.

    Εξάλλου, η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών δεν δέχεται ότι το από 31 Ιανουαρίου 1983 τηλετύπημα της Επιτροπής μπορεί να αποτελεί « κατάλληλο μέτρο » υπό την έννοια του εν λόγω άρθρου 7, δεδομένου ότι το τηλετύπημα απεστάλη σε χρόνο κατά τον οποίο το μεγαλύτερο μέρος των χρησιμοποιηθέντων στην προκειμένη περίπτωση πιστοποιητικών εισαγωγής είχαν ήδη εκδοθεί, ότι δεν φαίνεται να λήφθηκε η γνώμη των ταϋλάνδικών αρχών, ότι μια προειδοποίηση όσον αφορά ενδεχόμενες παρατυπίες δεν αποτελεί κατάλληλο μέτρο και, τέλος, ότι το τηλετύπημα δεν υπογραφόταν από την Επιτροπή ή από Επίτροπο ενεργούντα εξ ονόματός της, αλλά από αναπληρωτή γενικό διευθυντή.

    Κατά την Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών, ούτε από το άρθρο 5 της Συνθήκης ΕΟΚ απορρέει υποχρέωση των ολλανδικών αρχών να ελέγξουν αν για τη μανιόκα που μεταφέρθηκε με το πλοίο Equinox είχαν εκδοθεί από τις ταϋ-λανδικές αρχές πιστοποιητικά εξαγωγής. Τυχόν υποχρέωση του είδους αυτού βαρύνει κυρίως τις αρχές που εκδίδουν το πιστοποιητικό εισαγωγής και όχι τις αρχές που κάνουν δεκτό το πιστοποιητικό εισαγωγής κατά τον χρόνο της υποβολής της δηλώσεως για τη θέση του εμπορεύματος σε ελεύθερη κυκλοφορία. Ακόμα και αν γίνει δεκτό ότι οι ολλανδικές αρχές υπείχαν από το άρθρο 5, στην υπό κρίση περίπτωση, κάποια υποχρέωση ελέγχου, η υποχρέωση αυτή εκπληρώθηκε. Κατόπιν του τηλετυπήματος της 31ης Ιανουαρίου 1983, οι ολλανδικές αρχές συνέλεξαν πληροφορίες. Από τα συλλεγέντα στοιχεία προέκυψε ότι το πλοίο Equinox, αφού φόρτωσε το μισό φορτίο, παρέμεινε προσδεδεμένο στον ταϋλανδικό λιμένα, περιμένοντας την έκδοση πιστοποιητικών εξαγωγής για σημαντικό μέρος του όλου φορτίου. Μπορούσε να υποτεθεί ότι οι ταϋλανδικές αρχές, καίτοι όντως είχαν προειδοποιήσει την Επιτροπή, έλαβαν συγχρόνως μέτρα όσον αφορά το πλοίο, το οποίο βρισκόταν σε ταϋλανδικό λιμένα, ώστε να αποτρέψουν την καταστρατήγηση της συμφωνίας συνεργασίας. Το επίδικο τηλετύπημα και τα αποτελέσματα των ερευνών που πραγματοποίησαν τα κράτη μέλη αποτέλεσαν επίσης αντικείμενο συζητήσεως κατά τα μέσα Φεβρουαρίου 1983, στο πλαίσιο των εβδομαδιαίων συνεδριάσεων της Επιτροπής Διαχειρίσεως Σιτηρών, χωρίς η Επιτροπή να αμφισβητήσει την ακρίβεια των πληροφοριών που είχαν συλλέξει τα κράτη μέλη.

    Τέλος, η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών αμφισβητεί το παραδεκτό του επικουρικού αιτήματος της Επιτροπής, με το οποίο ζητείται να αναγνωριστεί ότι το Βασίλειο των Κάτω Χωρών είχε, εν πάση περιπτώσει, την υποχρέωση να προβεί στην εκ των υστέρων είσπραξη των μη εισπραχθέντων ποσών, σύμφωνα με το άρθρο 2 του κανονισμού 1697/79. Δεδομένου ότι το ζήτημα αυτό δεν εθίγη ούτε με το προειδοποιητικό έγγραφο της 25ης Ιουλίου 1985 ούτε με την αιτιολογημένη γνώμη της 29ης Ιανουαρίου 1988, δεν μπορεί, κατά την καθής κυβέρνηση, να αποτελέσει αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας.

    Επί της παραβάσεως τον κανονισμού 2891/77

    Η Επιτροπή υποστηρίζει, με τη δεύτερη αιτίαση της, ότι οι ολλανδικές αρχές, επιτρέποντας να τεθούν σε ελεύθερη κυκλοφορία, τον Απρίλιο του 1983, οι επίδικοι 60000 περίπου τόννοι μανιόκας, κακώς παρέλειψαν να βεβαιώσουν ως ιδίους πόρους των Κοινοτήτων και να θέσουν στη διάθεση της Επιτροπής, σύμφωνα με τον κανονισμό 2892/77 και, ειδικότερα, τα οικεία άρθρα 1, 2, 9 και 10, τη γεωργική εισφορά με πλήρη συντελεστή, η οποία οφειλόταν για την εισαγωγή αυτή δυνάμει των άρθρων 2 και 4 του κανονισμού 2744/75. Με το έγγραφο της 18ης Απριλίου 1984, η Γενική Διεύθυνση Προϋπολογισμών της Επιτροπής καθόρισε τη διαφορά μεταξύ της εισφοράς με πλήρη συντελεστή και της εισφοράς με μειωμένο συντελεστή στο ποσό των 19765281,39 HFL και ζήτησε από τις ολλανδικές αρχές να βεβαιώσουν τους ιδίους πόρους, να τους θέσουν στη διάθεση της Επιτροπής το αργότερο στις 29 Ιουνίου 1984 και να την ενημερώσουν σχετικά. Στο αίτημα αυτό δεν δόθηκε καμία συνέχεια.

    Το επιχείρημα της Κυβερνήσεως των Κάτω Χωρών ότι ο κανονισμός 2891/77 δεν επέτρεπε στην Επιτροπή να βεβαιώσει τους ιδίους πόρους χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του κράτους μέλους, ούτε να απαιτήσει να τεθούν οι πόροι αυτοί στη διάθεσή τής, δεν μπορεί, κατά την Επιτροπή, να γίνει δεκτό, δεδομένου ότι η υποχρέωση αυτή απορρέει άμεσα από τις διατάξεις του εν λόγω κανονισμού, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη αίτηση ή διαταγή εκ μέρους της Επιτροπής.

    Επιπλέον, κατά την Επιτροπή, οι Κάτω Χώρες υποχρεούνται να καταβάλουν, επί του ποσού που ζητεί η Επιτροπή, τόκους υπερημερίας από 29ης Ιουνίου 1984, σύμφωνα με το άρθρο 11 του κανονισμού 2891/77. Είναι μεν αληθές ότι, όπως υποστηρίζει η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών, τόκοι υπερημερίας οφείλονται μόνον επί των ποσών τα οποία αποτελούν αποδεδειγμένως ιδίους πόρους, αυτό όμως δεν συνεπάγεται ότι όι τόκοι αυτοί οφείλονται μόνον αφού βεβαιωθούν οι σχετικοί ίδιοι πόροι από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος. Μια τέτοια ερμηνεία θα επέτρεπε στα κράτη μέλη να αποφεύγουν την καταβολή τόκων υπερημερίας αρνούμενα να βεβαιώσουν τους οφειλομενους ιδίους πόρους. Αυτό θα συνιστούσε δυσμενή διάκριση εις βάρος των κρατών μελών που βεβαιώνουν τους ιδίους πόρους αλλά τους καταβάλλουν με καθυστέρηση και θα αναιρούσε την πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 11, το οποίο θα κατέληγε τελικά στην ενθάρρυνση της καθυστερημένης βεβαιώσεως και εντολής μεταφοράς των πόρων. Από αυτό έπεται ότι το άρθρο 11 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι τόκοι υπερημερίας οφείλονται επί των ιδίων πόρων που έχουν ή έπρεπε να έχουν βεβαιωθεί και ότι οι τόκοι αυτοί οφείλονται από την 21η ημέρα του δευτέρου μήνα από τον μήνα κατά τον οποίο βεβαιώθηκαν ή έπρεπε να βεβαιωθούν οι σχετικές απαιτήσεις. Προς στήριξη της απόψης αυτής, η Επιτροπή επικαλείται τις αποφάσεις της 20ής Μαρτίου 1986, υπόθ. 303/84, Επιτροπή κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ( Συλλογή 1986, σ. 1178, σκέψη 17), και της 18ης Δεκεμβρίου 1986, υπόθ. 93/85, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (Συλλογή 1986, σ. 4011, σκέψη 37).

    Στην υπό κρίση περίπτωση, η Επιτροπή ζητεί τόκους υπερημερίας μόνον από 29ης Ιουνίου 1984, καίτοι τα επίδικα ποσά, κατ' εφαρμογή του άρθρου 2 του προαναφερθέντος κανονισμού 1697/79, έπρεπε να έχουν εγγραφεί στο λογαριασμό της Επιτροπής από τις 20 Ιουνίου 1983. Οι ολλανδικές αρχές θα μπορούσαν να περιορίσουν τις οικονομικές συνέπειες της υπό κρίση υποθέσεως προβαίνοντας στην εκ των υστέρων είσπραξη του μη εισπραχθέντος ποσού, όπως είχε ζητήσει η Επιτροπή ήδη από τις 9 Φεβρουαρίου 1984. Θα μπορούσαν επίσης να αποφύγουν την καταβολή τόκων υπερημερίας με το να θέσουν στη διάθεση της Επιτροπής το επίδικο ποσό διατυπώνοντας ρητώς την επιφύλαξη ότι δεν αναγνωρίζουν την απαίτηση, η οποία θα έπρεπε στην περίπτωση αυτή να επιβεβαιωθεί στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας. Αντιθέτως, η εκ μέρους των Κάτω Χωρών αμφισβήτηση της ορθότητας της απόψεως της Επιτροπής δεν μπορεί να απαλλάξει το κράτος αυτό από τις υποχρεώσεις του ούτε να αναστείλει την εκπλήρωση τους και να απαλλάξει τις Κάτω Χώρες από τις συνέπειες της καθυστερημένης εκτελέσεως των υποχρεώσεων της. Τέλος, όσον αφορά τη σχέση η οποία υφίσταται, κατά την Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών, μεταξύ του ύψους των ζητουμένων τόκων και της υπερβολικής διάρκειας της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η υποχρέωση καταβολή τόκων υπερημερίας απορρέει άμεσα και χωρίς αιρέσεις απο τις σχετικές κοινοτικές διατάξεις, ανεξαρτήτως της υπάρξεως συναφούς αποφάσεως της Επιτροπής ή του Δικαστηρίου.

    Η Κνβέρνηση των Κάτω Χωρών παρατηρεί, πρώτον, ότι η δεύτερη αιτίαση της Επιτροπής δεν μπορεί να εξεταστεί παρά μόνον αν κριθεί βάσιμη η πρώτη. Υποστηρίζει, στη συνέχεια, ότι το άρθρο 2 του κανονισμού 2891/77 παρέχει αποκλειστικά στα κράτη μέλη το δικαίωμα βεβαιώσεως των ιδίων πόρων και ότι οι Κάτω Χώρες υποχρεούνται μεν να βεβαιώνουν τους ιδίους πόρους, δεν υπέχουν όμως την υποχρέωση, σε περίπτωση που αμφισβητούν ορισμένη απαίτηση της Επιτροπής, να βεβαιώσουν το ποσό του οποίου την καταβολή ζητεί η Επιτροπή. Συνεπώς, ούτε τόκοι δεν μπορούν να απαιτηθούν επί του ποσού αυτού λόγω καθυστερημένης εγγραφής δυνάμει του άρθρου 11 του κανονισμού 2891/77. Συγκεκριμένα, η διάταξη αυτή παράγει αποτελέσματα μόνον αφότου έχει βεβαιωθεί μια απαίτηση ή αφότου έπρεπε να έχει βεβαιωθεί λόγω παρελεύσεως τακτής προθεσμίας. Οι αποφάσεις του Δικαστηρίου που επικαλείται η Επιτροπή δεν άπτονται της υπό κρίση υποθέσεως, δεδομένου ότι η υπόθεση 303/84, Επιτροπή κατά Ομοσπανδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, αφορούσε περίπτωση στην οποία προβλεπόταν επιτακτική προθεσμία, ενώ η υπόθεση 93/85, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, αφορούσε πρόωρη εγγραφή ήδη βεβαιωθέντων πόρων.

    Τέλος, όσον αφορά το ύψος των ζητουμένων τόκων, η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών θεωρεί ότι αυτό αποτελεί, μεταξύ άλλων, συνέπεια του ρυθμού με τον οποίο ενέργησε η Επιτροπή κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία. Όμως, αν η συμπεριφορά της Επιτροπής θεωρηθεί θεμιτή, οι οικονομικές συνέπειες βαρύνουν τα κράτη μέλη. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο η προσφυγή της Επιτροπής πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

    G. F. Mancini

    εισηγητής δικαστής


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.

    Επάνω

    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟ

    της 16ης Μαΐου 1991 ( *1 )

    Στην υπόθεση C-96/89,

    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Robert C. Fischer, νομικό σύμβουλο, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Guido Berardis, μέλος της Νομικής της Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

    προσφεύγουσα,

    κατά

    Βασιλείου των Κάτω Χωρών, εκπροσωπουμένου από τους J. W. de Zwaan και Μ. Α. Fierstra, νομικούς συνεργάτες του Υπουργείου Εξωτερικών, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την πρεσβεία των Κάτω Χωρών, 5, rue C. Μ. Spoo,

    καθού,

    που έχει ως αντικείμενο να αναγνωριστεί ότι το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, επιτρέποντας τη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία το 1983, με μειωμένο συντελεστή εισφοράς 6 ο/ο κατ' αξία, 60000 περίπου τόννων μανιόκας που είχαν εξαχθεί από την Ταϋλάνδη χωρίς πιστοποιητικό εξαγωγής, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΟΚ,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

    συγκείμενο από τους Ο. Due, Πρόεδρο, G. F. Mancini, T. F. O'Higgins, G. C. Rodríguez Iglesias, M. Díez de Velasco, προέδρους τμήματος, Sir Gordon Slynn, R. Joliét, F. Α. Schockweiler και P. J. G. Kapteyn, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: M. Darmon

    γραμματέας: J. Α. Pompe, βοηθός γραμματέας

    έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση,

    αφού άκουσε τους διαδίκους που αγόρευσαν κατά τη συνεδρίαση της 20ής Σεπτεμβρίου 1990,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 6ης Νοεμβρίου 1990,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 21 Μαρτίου 1989, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων άσκησε, δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης ΕΟΚ, προσφυγή με αίτημα να αναγνωριστεί ότι το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, επιτρέποντας τη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία το 1983, με μειωμένο συντελεστή εισφοράς 6 ο/ο κατ' αξία, 60000 περίπου τόννων μανιόκας που είχαν εξαχθεί από την Ταϋλάνδη χωρίς πιστοποιητικό εξαγωγής, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΟΚ.

    2

    Σύμφωνα με τα αιτήματα της προσφυγής, η Επιτροπή προσάπτει στο Βασίλειο των Κάτω Χωρών ιδίως:

    α)

    ότι επέτρεψε να τεθούν σε ελεύθερη κυκλοφορία, τον Απρίλιο 1983 ή περί τον Απρίλιο 1983, οι 60000 περίπου τόννοι μανιόκας:

    χωρίς να εφαρμόσει τον πλήρη συντελεστή της γεωργικής εισφοράς, που προβλέπεται από τα άρθρα 2 και 4 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2744/75 του Συμβουλίου, της 29ης Οκτωβρίου 1975, περί του καθεστώτος εισαγωγής και εξαγωγής μεταποιημένων προϊόντων με βάση τα σιτηρά και την όρυζα ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/013, σ. 205)

    και χωρίς να ελέγξει, σύμφωνα με το άρθρο 5 της Συνθήκης και το άρθρο 7 των κανονισμών ( ΕΟΚ ) 2029/82 της Επιτροπής, της 22ας Ιουλίου 1982, και ( ΕΟΚ ) 3383/82 της Επιτροπής, της 16ης Δεκεμβρίου 1982, περί των λεπτομερειών εφαρμογής του καθεστώτος που ισχύει για τα προϊόντα της διακρίσεως 07.06 Α του Κοινού Δασμολογίου που κατάγονται από την Ταϋλάνδη και 'έχουν εξαχθεί από τη χώρα αυτή αντιστοίχως το 1982 και το 1983 ( ΕΕ L 218, σ. 8, και L 356, σ. 8 ), κατά πόσο μπορούσε να εφαρμοστεί στη μανιόκα ο μειωμένος συντελεστής που προβλεπόταν από τη συμφωνία συνεργασίας ΕΟΚ-Ταϋλάνδης

    β)

    και ότι αρνήθηκε να αναγνωρίσει ως ίδιους πόρους της Κοινότητας και να θέσει στη διάθεση της Επιτροπής το ποσό των 19765281,39 ολλανδικών φιορινιών ( HFL), εντόκως από 29ης Ιουνίου 1984, σύμφωνα με το άρθρο 11 του κανονισμού ( ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ ) 2891/77 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1977, περί της εφαρμογής της αποφάσεως της 21ης Απριλίου 1970« περί της αντικαταστάσεως των χρηματικών εισφορών των κρατών μελών από ιδίους πόρους των Κοινοτήτων » ( ΕΕ ειδ. έκδ. 01/002, σ. 64 ).

    3

    Η συμφωνία συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και του Βασιλείου της Ταϋλάνδης σχετικά με την παραγωγή, την εμπορία και τις συναλλαγές μανιόκας εγκρίθηκε, εκ μέρους της Κοινότητας, με την απόφαση 82/495/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Ιουλίου 1982 (ΕΕ L 219, σ. 52). Δυνάμει των διατάξεων της συμφωνίας αυτής, η Ταϋλάνδη ανέλαβε την υποχρέωση να περιορίσει τις εξαγωγές μανιόκας, της διακρίσεως 07.06 Α του Κοινού Δασμολογίου, προς την Κοινότητα, για την περίοδο ισχύος της εν λόγω συμφωνίας ( Ιανουάριος 1982-Δεκέμβριος 1986), στα επίπεδα που καθορίζει η συμφωνία. Από την πλευρά της, η Κοινότητα ανέλαβε την υποχρέωση, μεταξύ άλλων, να περιορίσει στο 6 ο/ο τον συντελεστή της εισφοράς που εφαρμόζεται στις καλυπτόμενες από τη συμφωνία εισαγωγές. Προς τον σκοπό αυτό, το άρθρο 5 της συμφωνίας επιβάλλει, αφενός, στις ταϋλανδικές αρχές να εκδίδουν πιστοποιητικά εισαγωγής μόνον εντός των ορίων των καθορισμένων ποσοτήτων και, αφετέρου, στις κοινοτικές αρχές να μην εκδίδουν πιστοποιητικά εισαγωγής παρά μόνο κατόπιν προσκομίσεως ταϋλανδικού πιστοποιητικού εξαγωγής.

    4

    Η εφαρμογή της εν λόγω συμφωνίας εντός της Κοινότητας εξασφαλίστηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2646/82 του Συμβουλίου, της 30ής Σεπτεμβρίου 1982, περί του καθεστώτος εισαγωγών που εφαρμόζεται κατά το 1982 στα προϊόντα της διακρίσεως 07.06 Α του Κοινού Δασμολογίου ( ΕΕ L 279, σ. 81 ), και με τον κανονισμό ( ΕΟΚ) 604/83 του Συμβουλίου, της 14ης Μαρτίου 1983, για το καθεστώς εισαγωγών που εφαρμόζεται για τα έτη 1983 έως 1986 στα προϊόντα της διακρίσεως 07.06 Α του Κοινού Δασμολογίου και για την τροποποίηση του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 950/68 περί του Κοινού Δασμολογίου ( ΕΕ L 72, σ. 3 ). Τα κείμενα αυτά προβλέπουν την είσπραξη εισφοράς κατά την εισαγωγή με συντελεστή 6 °/ο κατ' αξία επί των εν λόγω προϊόντων καταγωγής Ταϋλάνδης, εντός των ορίων των ποσοτήτων που καθορίζονται με την συμφωνία συνεργασίας, κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις των άρθρων 2 και 4 του προαναφερθέντος κανονισμού 2744/75, σύμφωνα με τις οποίες ο συντελεστής της εισφοράς για τα προϊόντα της διακρίσεως 07.06 Α του Κοινού Δασμολογίου υπολογίζεται με βάση την εισφορά που καθορίζεται για την κριθή.

    5

    Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος που προβλέπει η συμφωνία συνεργασίας καθορίστηκαν για τα έτη 1982 και 1983 από τους προαναφερθέντες κανονισμούς 2029/82 και 3383/82 αντιστοίχως. Κατά τις διατάξεις των κανονισμών αυτών, η αίτηση εκδόσεως πιστοποιητικού εισαγωγής πρέπει να υποβάλλεται στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, συνοδευόμενη από το πρωτότυπο του πιστοποιητικού εξαγωγής, στο οποίο αναφέρεται μεταξύ άλλων το όνομα του πλοίου που μεταφέρει τη μανιόκα προς την Κοινότητα.

    6

    Δυνάμει των άρθρων 7, παράγραφος 1, των εν λόγω κανονισμών, τα οποία έχουν κοινή διατύπωση:

    « Το πιστοποιητικό εισαγωγής εκδίδεται την πέμπτη εργάσιμη ημέρα από την ημερομηνία καταθέσεως της αιτήσεως, εκτός εάν η Επιτροπή έχει πληροφορήσει, με τέλεξ, τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους ότι δεν τηρήθηκαν οι όροι που προβλέπει η συμφωνία συνεργασίας.

    Στην περίπτωση που δεν τηρούνται οι όροι από τους οποίους εξαρτάται η έκδοση του πιστοποιητικού, η Επιτροπή μπορεί, αν υπάρξει ανάγκη, να λάβει τα κατάλληλα μέτρα, αφού συμβουλευθεί τις αρχές της Ταϋλάνδης. »

    7

    Η Επιτροπή τροποποίησε τις διατάξεις των εν λόγω κανονισμών 2029/82 και 3383/82 με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 499/83 της Επιτροπής, της 2ας Μαρτίου 1983 (ΕΕ L 56, σ. 12 ). Δυνάμει του οικείου άρθρου 2, ο κανονισμός αυτός εφαρμόζεται στα πιστοποιητικά που έχουν ζητηθεί από τις 21 Μαρτίου 1983 και μετά. Ο κανονισμός αυτός, αφενός, προβλέπει ότι το πιστοποιητικό εισαγωγής αναφέρει επίσης το όνομα του πλοίου, το οποίο αναγράφεται στο ταϋλανδικό πιστοποιητικό εξαγωγής που κατατίθεται με την αίτηση αφετέρου, διευκρινίζει ότι το πιστοποιητικό εισαγωγής είναι δυνατό να γίνει αποδεκτό προς υποστήριξη της δηλώσεως για θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία μόνον εάν προκύπτει από αντίγραφο της φορτωτικής ότι τα προϊόντα των οποίων ζητείται η θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία μεταφέρθηκαν προς την Κοινότητα με το πλοίο που αναφέρεται στο πιστοποιητικό εισαγωγής και ότι η ημερομηνία κατά την οποία φορτώθηκαν τα προϊόντα στο εν λόγω πλοίο στην Ταϋλάνδη είναι προγενέστερη της ημερομηνίας του ταϋλανδικού πιστοποιητικού εξαγωγής.

    8

    Από τη δικογραφία προκύπτει ότι σκοπός της τροποποιήσεως αυτής ήταν να αντιμετωπιστούν οι δυσκολίες που είχαν ανακύψει λόγω του ότι, κατά την έναρξη της ισχύος της συμφωνίας ΕΟΚ-Ταϋλάνδης, ορισμένα πιστοποιητικά εισαγωγής που είχαν εκδοθεί προηγουμένως ίσχυαν ακόμα και, κατά συνέπεια, παρείχαν στους εισαγωγείς κατόχους τους τη δυνατότητα να πραγματοποιήσουν τις αντίστοιχες εισαγωγές, μετά την έναρξη της ισχύος της συμφωνίας, χωρίς, ωστόσο, να οφείλουν να προσκομίσουν πιστοποιητικά εξαγωγής εκδοθέντα από τις ταϋλανδικές αρχές. Έτσι, ορισμένοι επιχειρηματίες θα μπορούσαν να προσπαθήσουν να φυλάξουν παλαιά πιστοποιητικά εξαγωγής και να ξαναχρησιμοποιήσουν εκείνα των οποίων η ισχύς δεν είχε ακόμα λήξει για να ζητήσουν νέα πιστοποιητικά εισαγωγής με το καθεστώς του κανονισμού 2029/82. Υπήρχε, συνεπώς, ο κίνδυνος να χρησιμοποιηθεί το ίδιο πιστοποιητικό εξαγωγής για να εισαχθεί στην Κοινότητα η διπλάσια ποσότητα μανιόκας από εκείνη που αναγράφεται στο έγγραφο. Όπως ήδη έκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 1987, υπόθεση 175/84, Krohn (Συλλογή 1987, σ. 97), τα τεχνάσματα αυτά υπονομεύουν την τήρηση των ποσοστώσεων που καθορίστηκαν με τη συμφωνία συνεργασίας ΕΟΚ-Ταϋλάνδης.

    9

    Με τηλετύπημα της 31ης Ιανουαρίου 1983, η Επιτροπή πληροφόρησε τις αρχές των κρατών μελών ότι το πλοίο Equinox είχε αναχωρήσει από την Ταϋλάνδη μεταφέροντας φορτίο μανιόκας χωρίς τα αντίστοιχα πιστοποιητικά εξαγωγής, ζήτησε δε από τις αρχές αυτές να μεριμνήσουν ώστε η μανιόκα αυτή να μην εισαχθεί με την κάλυψη πιστοποιητικού εισαγωγής εκδοθέντος κατ' εφαρμογή της συμφωνίας. Στις 6 Μαΐου 1983, η Επιτροπή έστειλε προς τις ολλανδικές αρχές άλλο τηλετύπημα, που περιείχε πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες το πλοίο Equinox είχε εκφορτώσει, για λογαριασμό της επιχειρήσεως Krohn, ποσότητα περίπου 50000 τόννων μανιόκας μη καλυπτόμενη από ταϋλανδικά πιστοποιητικά εξαγωγής.

    10

    Στις 16 Ιουνίου 1983, οι ολλανδικές αρχές γνωστοποίησαν στην Επιτροπή ότι το πλοίο Equinox είχε εκφορτώσει, τον Απρίλιο του 1983, 117581478 κιλά μανιόκας, από τα οποία τα 62523478 κιλά καλύπτονταν από πιστοποιητικά εισαγωγής, το οποία είχαν εκδοθεί από γερμανικό οργανισμό παρεμβάσεως, το Bundesanstalt für landwirtschaftliche Marktordnung (στο εξής: BALM), πριν από τις 21 Μαρτίου 1983 και δεν ανέφεραν το όνομα του πλοίου, ενώ τα υπόλοιπα κιλά καλύπτονταν από πιστοποιητικά εισαγωγής που είχαν εκδοθεί μετά την ημερομηνία αυτή και ανέφεραν το όνομα του πλοίου Equinox.

    11

    Κατά τη διάρκεια του έτους 1984 πραγματοποιήθηκαν άτυπες επαφές μεταξύ των υπηρεσιών της Επιτροπής και των ολλανδικών αρχών. Στις 25 Ιουλίου 1985, η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία του άρθρου 169 της Συνθήκης, αποστέλλοντας στην Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών έγγραφο με το οποίο την καλούσε να διατυπώσει τις παρατηρήσεις της. Στις 29 Ιανουαρίου 1988, η Επιτροπή διατύπωσε την αιτιολογημένη γνώμη που προβλέπεται από το άρθρο 169.

    12

    Κρίνοντας ότι οι ολλανδικές αρχές δεν έπρεπε να επιτρέψουν να εισαχθούν στην Κοινότητα οι επίδικοι 60000 περίπου τόννοι μανιόκας με μειωμένο συντελεστή εισφοράς 6 % κατ' αξία και ότι, με τον τρόπο αυτό, είχαν παραλείψει να διαπιστώσουν ως ίδιους πόρους της Κοινότητας ποσό 19765281 HFL, το οποίο αντιστοιχούσε στην εισφορά που έπρεπε να εφαρμοστεί στο εν λόγω φορτίο, καθώς και να θέσουν στη διάθεση της Επιτροπής το ποσό αυτό εντόκως, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 11 του προαναφερθέντος κανονισμού 2891/77, από 29ης Ιουνίου 1984, η Επιτροπή άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

    13

    Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση εκτίθενται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία, καθώς και οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

    Επί του παραδεκτού

    14

    Η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών υποστηρίζει, προκαταρκτικώς, ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη λόγω των καθυστερήσεων που σημειώθηκαν εκ μέρους της Επιτροπής στην παρούσα διαδικασία. Ενώ το πρώτο έγγραφο που απηύθυναν οι υπηρεσίες της Επιτροπής προς την Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών σχετικά με τα επίδικα πραγματικά περιστατικά απεστάλη την πρώτη Φεβρουαρίου 1984, η Επιτροπή δεν άσκησε την προσφυγή παρά στις 21 Μαρτίου 1989, αφού δηλαδή είχαν παρέλθει περισσότερα από πέντε έτη. Η αμέλεια αυτή της Επιτροπής συνιστά, κατά την Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών, παραβίαση των δικαιωμάτων άμυνάς της και έχει απαράδεκτες οικονομικές συνέπειες, καθόσον η εν λόγω κυβέρνηση κινδυνεύει να υποχρεωθεί να καταβάλει τόκους υπερημερίας, τους οποίους προβλέπει το άρθρο 11 του προαναφερθέντος κανονισμού 2891/77, επί του ποσού που ζητεί η Επιτροπή ως μη εισπραχθείσες εισφορές.

    15

    Αρκεί συναφώς να υπενθυμιστεί ότι, όπως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση της 10ης Απριλίου 1984, υπόθεση 324/82, Επιτροπή κατά Βελγίου (Συλλογή 1984, σ. 1861 ), οι κανόνες του άρθρου 169 της Συνθήκης, αντίθετα προς ό,τι ισχύει για τους κανόνες του άρθρου 93 οι οποίοι εισάγουν ρητώς παρέκκλιση από το άρθρο 169, πρέπει να εφαρμόζονται χωρίς να είναι υποχρεωμένη η Επιτροπή να τηρεί ορισμένη προθεσμία. Στην υπό κρίση περίπτωση, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι αποφάσισε να περιμένει την έκδοση της προαναφερθείσας αποφάσεως του Δικαστηρίου της 15ης Ιανουαρίου 1987, Krohn, καθώς και τις αντιδράσεις της Κυβερνήσεως των Κάτω Χωρών στην εν λόγω απόφαση προτού καταθέσει την υπό κρίση προσφυγή. Ενεργώντας έτσι, η Επιτροπή δεν χρησιμοποίησε κατά τρόπο αντιβαίνοντα στη Συνθήκη την εξουσία εκτιμήσεως που της παρέχει το άρθρο 169.

    16

    Ασφαλώς, σε ορισμένες περιπτώσεις, η υπερβολική διάρκεια της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, την οποία προβλέπει το άρθρο 169, είναι δυνατόν να καταστήσει δυσχερέστερη για το καθού κράτος την αντίκρουση των επιχειρημάτων της Επιτροπής και να οδηγήσει, με τον τρόπο αυτό, σε παραβίαση των δικαιωμάτων άμυνας. Ωστόσο, στην υπό κρίση περίπτωση, η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών δεν απέδειξε ότι η ασυνήθης διάρκεια της διαδικασίας είχε επιπτώσεις όσον αφορά τον τρόπο κατά τον οποίο η ίδια οργάνωσε την άμυνα της.

    17

    Τέλος, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, όπως ορθώς παρατηρεί η Επιτροπή, η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών μπορούσε να αποφύγει τις δυσμενείς οικονομικές επιπτώσεις που επικαλείται θέτοντας στη διάθεση του οργάνου αυτού το ζητούμενο ποσό, διατυπώνοντας ταυτοχρόνως επιφυλάξεις ως προς το βάσιμο των απόψεων του εν λόγω οργάνου.

    18

    Από αυτό έπεται ότι τα σχετικά με το απαρέδεκτο της υπό κρίση προσφυγής επιχειρήματα είναι απορριπτέα. Συνεπώς, το Δικαστήριο οφείλει να προχωρήσει στην εξέταση της ουσίας της υποθέσεως.

    Επί της ουσίας

    Όσον αφορά την παράλειψη εφαρμογής της εισφοράς που προβλέπει ο κανονισμός 2744/75

    19

    Η Επιτροπή προσάπτει στην Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών ότι δεν εφάρμοσε στην επίδικη παρτίδα μανιόκας τον πλήρη συντελεστή εισφοράς, ο οποίος προκύπτει από την εφαρμογή του προαναφερθέντος κανονισμού 2744/75. Στην παρτίδα αυτή, η οποία εξήχθη από την Ταϋλάνδη χωρίς πιστοποιητικά εξαγωγής εκδοθέντα προς τον σκοπό αυτό από τις αρχές της χώρας αυτής, κατ' εφαρμογή της συμφωνίας συνεργασίας ΕΟΚ-Ταϋλάνδης, δεν μπορούσε να εφαρμοστεί ο μειωμένος συντελεστής εισφοράς που καθορίζεται από τη συμφωνία αυτή και επαναλαμβάνεται στους προαναφερθέντες κανονισμούς 2646/82 και 604/83.

    20

    Η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών αμφισβήτησε το ότι η εν λόγω παρτίδα μανιόκας αποδεδειγμένως εξήχθη από την Ταϋλάνδη χωρίς να καλύπτεται από πιστοποιητικά εξαγωγής. Ειδικότερα, η καθής κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι, καίτοι τα ταϋλανδικά πιστοποιητικά εξαγωγής, τα οποία προσκομίστηκαν προς έκδοση των πιστοποιητικών εισαγωγής που χρησιμοποιήθηκαν κατά τον εκτελωνισμό της επίδικης μανιόκας, δεν ανέφεραν το όνομα Equinox αλλά άλλα ονόματα πλοίων, μπορεί η μανιόκα να φορτώθηκε τελικά στο πλοίο αυτό και όχι σε εκείνο που είχε προβλεφθεί αρχικά, ή να μεταφορτώθηκε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού.

    21

    Παρατηρείται συναφώς ότι οι ίδιες οι ταϋλανδικές αρχές, οι οποίες είναι αρμόδιες για την έκδοση των πιστοποιητικών εξαγωγής, πληροφόρησαν την Επιτροπή ότι το πλοίο Equinox μετέφερε μανιόκα μη καλυπτόμενη από πιστοποιητικά εξαγωγής. Εξάλλου, τα ταϋλανδικά πιστοποιητικά εξαγωγής που προσκομίστηκαν για την έκδοση πιστοποιητικών εισαγωγής, τα οποία κατατέθηκαν στο Δικαστήριο κατόπιν αιτήσεως του, πράγματι αναφέρουν άλλα ονόματα πλοίων και όχι το όνομα Equinox.

    22

    Ασφαλώς, είναι δυνατόν η μανιόκα να φορτώθηκε σε άλλο πλοίο από εκείνο που είχε αρχικά προβλεφθεί' ωστόσο, σύμφωνα με μη αμφισβητηθέντα στοιχεία της δικογραφίας, η πρακτική των ταϋλανδικών αρχών συνίσταται στο να εκδίδουν πιστοποιητικό εξαγωγής μόνο μετά τη φόρτωση του πλοίου. Εφόσον η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών δεν παρέσχε την παραμικρή εκ πρώτης όψεως απόδειξη ότι οι ταϋλανδικές αρχές παρεξέκλιναν από την πρακτική αυτή ή ότι η εν λόγω μανιόκα μεταφορτώθηκε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, πρέπει να θεωρηθεί ως επαρκώς αποδειχθέν ότι η επίδικη παρτίδα μανιόκας εξήχθη από την Ταϋλάνδη χωρίς οι αρχές της χώρας αυτής να έχουν χορηγήσει πιστοποιητικά εξαγωγής.

    23

    Από αυτό έπεται ότι, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, στην επίδικη μανιόκα δεν μπορούσε να εφαρμοστεί ο μειωμένος συντελεστής εισφοράς, ο οποίος προβλέπεται από τη συμφωνία συνεργασίας και από τους προαναφερθέντες κανονισμούς 2646/82 και 604/83 και ότι η μανιόκα αυτή έπρεπε να υπαχθεί στον πλήρη συντελεστή εισφοράς που προκύπτει από την εφαρμογή των άρθρων 2 και 4 του ως άνω κανονισμού 2744/75. Συνεπώς, η πρώτη αιτίαση της Επιτροπής πρέπει να γίνει δεκτή.

    Όσον αφορά την παράλειψη του καθον να εξετάσει κατά πόσον μπορούσε να εφαρμοστεί στη μανιόκα μειωμένη εισφορά

    24

    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι ολλανδικές αρχές παρέλειψαν να εξετάσουν, σύμφωνα με το άρθρο 5 της Συνθήκης και τα άρθρα 7 των προαναφερθέντων κανονισμών 2029/82 και 3383/82, κατά πόσον η επίδικη μανιόκα είχε εξαχθεί από την Ταϋλάνδη καλυπτόμενη από πιστοποιητικά εξαγωγής, τα οποία προβλέπονται από τη συμφωνία συνεργασίας, και μπορούσε, συνεπώς, να υπαχθεί στη μειωμένη εισφορά. Ειδικότερα, οι εν λόγω αρχές παρέλειψαν, κατά την Επιτροπή, να δώσουν συνέχεια στην αίτηση ελέγχου η οποία περιεχόταν στο ως άνω τηλετύπημα της 31ης Ιανουαρίου 1983 και αποτελούσε κατάλληλο μέτρο, το οποίο η Επιτροπή έλαβε κατόπιν διαβουλεύσεων με τις ταϋλανδικές αρχές, υπό την έννοια των άρθρων 7 των προαναφερθέντων κανονισμών. Επικουρικώς, η Επιτροπή προσάπτει στις ολλανδικές αρχές ότι δεν προέβησαν στην εκ των υστέρων είσπραξη των μη εισπραχθέντων υπό μορφή εισφοράς ποσών.

    25

    Η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών θεωρεί, κυρίως, ότι, πριν από την έναρξη της εφαρμογής των διατάξεων του προαναφερθέντος κανονισμού 499/83, η Επιτροπή μπορούσε μόνο να εναντιωθεί στην έκδοση πιστοποιητικών εισαγωγής και όχι να ζητήσει από τις αρχές των κρατών μελών να ελέγξουν την ταυτότητα των ποσοτήτων μανιόκας των οποίων εζητείτο η θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία με την κάλυψη πιστοποιητικών εισαγωγής εκδοθέντων από αρμόδια αρχή κράτους μέλους. Κατά την καθής κυβέρνηση, οι εθνικές αρχές δεν διέθεταν τα μέσα για να προβούν στον εν λόγω έλεγχο και δεν μπορούσαν να απαλείψουν τις συνέπειες του σφάλματος της Επιτροπής, η οποία δεν είχε καθόλου εναντιωθεί στην έκδοση των πιστοποιητικών εισαγωγής. Η καθής κυβέρνηση προσθέτει ότι τυχόν άρνηση όσον αφορά τη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία των ποσοτήτων μανιόκας που συνοδεύονταν από τα δέοντα πιστοποιητικά εισαγωγής θα έπληττε τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των ενδιαφερομένων επιχειρηματιών. Τέλος, το τηλετύπημα της 31ης Ιανουαρίου 1983 δεν αποτελούσε, κατά την Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών, κατάλληλο μέτρο υπό την έννοια των άρθρων 7 των κανονισμών 2029/82 και 3383/82, δεν απεστάλη κατόπιν διαβουλεύσεων με τις ταϋλανδικές αρχές και έφερε την υπογραφή αναπληρωτή γενικού διευθυντή, ο οποίος εστερείτο της σχετικής αρμοδιότητας.

    26

    Τα επιχειρήματα της Κυβερνήσεως των Κάτω Χωρών δεν μπορούν να γίνουν δεκτά. Πρέπει να παρατηρηθεί, πρώτον, ότι, κατά το γράμμα των άρθρων 7, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, των προαναφερθέντων κανονισμών, η Επιτροπή μπορεί να λάβει μέτρα σε περίπτωση μη τηρήσεως των προϋποθέσεων από τις οποίες εξαρτάται η έκδοση των πιστοποιητικών εισαγωγής. Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτό ότι η παρέμβαση της Επιτροπής πρέπει να γίνεται σε χρόνο μεταγενέστερο της εκδόσεως των εν λόγω πιστοποιητικών.

    27

    Υπογραμμίζεται, δεύτερον, ότι το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 των ιδίων διατάξεων παρέχει στην Επιτροπή την εξουσία να εναντιώνεται στην έκδοση των πιστοποιητικών εισαγωγής. Από αυτό έπεται ότι η εξουσία λήψεως καταλλήλων μέτρων, η οποία παρέχεται στην Επιτροπή με το δεύτερο εδάφιο, έχει χρησιμότητα μόνον όταν ασκείται μετά την έκδοση των εν λόγω πιστοποιητικών.

    28

    Τρίτον, οι πρακτικές δυσκολίες που επικαλείται η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών δεν μπορούν να θεωρηθούν σοβαρές. Οι εθνικές αρχές που είναι αρμόδιες για τη θέση των εμπορευμάτων σε ελεύθερη κυκλοφορία μπορούσαν εύκολα να έλθουν σε επαφή με τις αντίστοιχες αρχές των άλλων κρατών μελών που είχαν εκδώσει τα πιστοποιητικά εισαγωγής και οι οποίες, έχοντας στη διάθεση τους τα ταϋλανδικά πιστοποιητικά εξαγωγής που είχαν προσκομισθεί προς τούτο, ήταν σε θέση να τους παράσχουν όλα τα απαραίτητα στοιχεία για την εξακρίβωση της ταυτότητας της εισαγομένης μανιόκας.

    29

    Παρατηρείται, τέταρτον, ότι, όσον αφορά τον ισχυρισμό περί σφαλμάτων της Επιτροπής, από τα ίδια τα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως συνάγεται ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να παρέμβει παρά μόνο σε στάδιο μεταγενέστερο της εκδόσεως των πιστοποιητικών εισαγωγής. Πράγματι, οι εκ μέρους των ταϋλανδικών αρχών πληροφορίες ότι το πλοίο Equinox είχε αναχωρήσει κατά τα μέσα Ιανουαρίου έφθασαν στην Επιτροπή μόνο μετά την έκδοση, από το BALM, ορισμένων από τα πιστοποιητικά εισαγωγής που χρησιμοποιήθηκαν κατά τη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία της επίδικης μανιόκας και τα οποία εκδόθηκαν τις πρώτες ημέρες του Ιανουαρίου. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν είναι δυνατόν να έχει διαπράξει σφάλματα τα οποία όφειλαν να διορθώσουν οι εθνικές αρχές.

    30

    Πρέπει, πέμπτον, να παρατηρηθεί ότι, όπως ορθώς ανέφερε ο γενικός εισαγγελέας στο υπ' αριθ. 25 σημείο των προτάσεων του, η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης δεν εμπόδιζε τις εθνικές αρχές να αρνηθούν τη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία των ποσοτήτων μανιόκας που είχαν εξαχθεί από την Ταϋλάνδη χωρίς πιστοποιητικό εξαγωγής και για τις οποίες είχε, ωστόσο, εκδοθεί πιστοποιητικό εισαγωγής με συντελεστή εισφοράς 6%. Όπως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 1985, υπόθεση 67/84, Sideradria ( Συλλογή 1985, σ. 3983 ), την αρχή αυτή δεν μπορεί να την επικαλεστεί επιχείρηση που είναι υπαίτια προφανούς παραβάσεως της ισχύουσας νομοθεσίας.

    31

    Τέλος, τα άρθρα 7 των προαναφερθέντων κανονισμών δεν προβλέπουν καμία συγκεκριμένη μορφή παρεμβάσεως της Επιτροπής και, επομένως, το τηλετύπημα της 31ης Ιανουαρίου 1983 μπορούσε να αποτελέσει κατάλληλο μέτρο υπό την έννοια των διατάξεων αυτών. Επιπλέον, από το ίδιο το κείμενο του τηλετυπήματος αυτού προκύπτει ότι οι ταϋλανδικές αρχές, με τις παρασχεθείσες εκ μέρους τους πληροφορίες, προκάλεσαν, στην πραγματικότητα, την παρέμβαση της Επιτροπής, γεγονός το οποίο απάλλασσε το όργανο αυτό από την υποχρέωση να συμβουλευθεί τυπικά τις εν λόγω αρχές.

    32

    Επικουρικώς, η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών προέβαλε το επιχείρημα ότι έδωσε συνέχεια στο τηλετύπημα της Επιτροπής διενεργώντας έλεγχο και πληροφορήθηκε, έτσι, ότι το πλοίο Equinox είχε παραμείνει προσδεδεμένο σε ταϋλανδικό λιμένα, αναμένοντας την έκδοση πιστοποιητικών εξαγωγής.

    33

    Αρκεί, συναφώς, να παρατηρηθεί ότι, με το εν λόγω τηλετύπημα, η Επιτροπή ζήτησε ρητώς από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών να μεριμνήσουν ώστε το φορτίο του Equinox, για το οποίο δεν είχαν εκδοθεί ταϋλανδικά πιστοποιητικά εξαγωγής, να μην τεθεί σε ελεύθερη κυκλοφορία με την κάλυψη πιστοποιητικών εισαγωγής εκδοθέντων κατ' εφαρμογή της συμφωνίας συνεργασίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των προαναφερθέντων κανονισμών 2029/82 και 3383/82. Οι πληροφορίες που έλαβε η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών δεν αντέφασκαν προς το περιεχόμενο του τηλετυπήματος της Επιτροπής και δεν καθιστούσαν περιττούς τους ελέγχους προκειμένου να αποτραπεί η εφαρμογή του μειωμένου συντελεστή εισφοράς σε παρτίδες μανιόκας εξαχθείσες από την Ταϋλάνδη χωρίς πιστοποιητικά εξαγωγής.

    34

    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η δεύτερη αιτίαση της Επιτροπής πρέπει να γίνει δεκτή βάσει των διατάξεων των άρθρων 7 των προαναφερθέντων κανονισμών 2029/82 και 3383/82 και μόνον, χωρίς να απαιτείται να αποφανθεί το Δικαστήριο επί των επιχειρημάτων που ερείδονται στο άρθρο 5 της Συνθήκης ή επί του ισχυρισμού περί παραλείψεως της εκ των υστέρων εισπράξεως των μη εισπραχθέντων υπό μορφή εισφοράς ποσών.

    Όσον αφορά την παράλειψη διαπιστώσεως ως ιδίων πόρων του ποσού των μη εισπραχθεισών εισφορών και θέσεως τον στη διάθεση της Eπιτροπής

    35

    Η Επιτροπή θεωρεί ότι το καθού κράτος παρέβη τις διατάξεις του προαναφερθέντος κανονισμού 2891/77, αρνούμενο να διαπιστώσει ως ιδίους πόρους και να θέσει στη διάθεση της Επιτροπής το ποσό των εισφορών για την επίδικη μανιόκα, ήτοι 19765281,39 HFL, εντόκως από 29ης Ιουνίου 1984.

    36

    Η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών θεωρεί, πρώτον, ότι το άρθρο 2 του κανονισμού 2891/77 παρέχει αποκλειστικά στα κράτη μέλη το δικαίωμα να διαπιστώνουν τους ιδίους πόρους και ότι τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να καταβάλλουν στην Επιτροπή τα ποσά τα οποία το εν λόγω όργανο απαιτεί βάσει αμφισβητούμενης πιστώσεως. Όσον αφορά, εξάλλου, τους τόκους υπερημερίας, η καθής κυβέρνηση υποστηρίζει ότι οι τόκοι αυτοί οφείλονται, δυνάμει του άρθρου 11 του ιδίου κανονισμού, μόνο επί των ποσών που έχουν διαπιστωθεί ως ίδιοι πόροι ή έπρεπε να έχουν διαπιστωθεί από την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας. Τέλος, κατά την καθής κυβέρνηση, το ύψος των απαιτουμένων τόκων αποτελεί, μεταξύ άλλων, συνέπεια των εκ μέρους της Επιτροπής καθυστερήσεων στην παρούσα διαδικασία.

    37

    Ως προς το πρώτο επιχείρημα, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 2 του κανονισμού 2891/77, ένα έσοδο θεωρείται ότι έχει βεβαιωθεί μόλις η αντίστοιχη απαίτηση καθοριστεί δεόντως από την αρμόδια υπηρεσία ή τον αρμόδιο οργανισμό του κράτους μέλους. Από τη διάταξη αυτή δεν μπορεί, ωστόσο, να συναχθεί ότι τα κράτη μέλη μπορούν να απαλλαγούν από την υποχρέωση να διαπιστώνουν τις απαιτήσεις, έστω και αν τις αμφισβητούν, άλλως θα υπήρχε κίνδυνος — έστω και προσωρινής — διαταράξεως της δημοσιονομικής ισορροπίας της Κοινότητας από την αυθαίρετη συμπεριφορά κράτους μέλους.

    38

    Ως προς το δεύτερο επιχείρημα, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου (βλ. ιδίως απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 1989, υπόθεση 68/88, Επιτροπή κατά Ελλάδος, Συλλογή 1989, σ. 2965 ), υπάρχει άρρηκτη σχέση μεταξύ της υποχρεώσεως βεβαιώσεως των ιδίων πόρων της Κοινότητας, της υποχρεώσεως εμπρόθεσμης πιστωτικής εγγραφής στον λογαριασμό της Επιτροπής και, τέλος, της υποχρεώσεως καταβολής τόκων υπερημερίας εξάλλου, οι τόκοι αυτοί οφείλονται ανεξάρτητα από τους λόγους για τους οποίους η εγγραφή στον λογαριασμό της Επιτροπής διενεργήθηκε καθυστερημένα. Από τα ανωτέρω έπεται ότι δεν υπάρχει λόγος να διακρίνεται η περίπτωση κατά την οποία το κράτος μέλος διαπίστωσε τους ιδίους πόρους χωρίς να τους καταβάλει από την περίπτωση κατά την οποία το κράτος μέλος παρανόμως παρέλειψε να τους διαπιστώσει, έστω και εν απουσία τακτής προθεσμίας.

    39

    Όσον αφορά, τέλος, τις συνέπειες των υποτιθεμένων καθυστερήσεων της Επιτροπής, το Δικαστήριο παρατήρησε ήδη, με τη σκέψη 17 της παρούσας απόφασης, ότι η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών εύκολα θα μπορούσε να τις έχει αποφύγει.

    40

    Συνεπώς, το Δικαστήριο πρέπει να κάνει δεκτή την τελευταία αιτίαση της Επιτροπής.

    41

    Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι πρέπει να αναγνωριστεί ότι το Βασίλειο των Κάτω Χωρών παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΟΚ:

    α)

    επειδή επέτρεψε να τεθεί σε ελεύθερη κυκλοφορία κατά τον Απρίλιο του 1983 ή περί τον Απρίλιο του 1983 μια παρτίδα περίπου 60000 τόννων μανιόκας που είχε εξαχθεί από την Ταϋλάνδη χωρίς πιστοποιητικό εξαγωγής:

    χωρίς να εφαρμόσει γεωργική εισφορά με πλήρη συντελεστή όπως προβλέπουν τα άρθρα 2 και 4 του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 2744/75 του Συμβουλίου, της 29ης Οκτωβρίου 1975, περί του καθεστώτος εισαγωγής και εξαγωγής μεταποιημένων προϊόντων με βάση τα σιτηρά και την όρυζα,

    και χωρίς να εξετάσει, σύμφωνα με τα άρθρα 7 των κανονισμών (ΕΟΚ) 2029/82 της Επιτροπής, της 22ας Ιουλίου 1982, και ( ΕΟΚ ) 3383/82 της Επιτροπής, της 16ης Δεκεμβρίου 1982, περί του τρόπου εφαρμογής του καθεστώτος εισαγωγής που εφαρμόζεται στα προϊόντα της διακρίσεως 07.06 Α του Κοινού Δασμολογίου, καταγωγής Ταϋλάνδης που εξήχθησαν από τη χώρα αυτή αντιστοίχως κατά το 1982 και το 1983, κατά πόσον η μανιόκα μπορούσε να υποβληθεί στον μειωμένο συντελεστή που προβλέπει η συμφωνία συνεργασίας ΕΟΚ-Ταϋλάνδης

    β)

    και επειδή αρνήθηκε να αναγνωρίσει ως ιδίους πόρους της Κοινότητας και να θέσει στη διάθεση της Επιτροπής το ποσό που παρέλειψε να εισπράξει, ως όφειλε, επί της μανιόκας, ήτοι 19765281,39 HFL, εντόκως από 29 Ιουνίου 1984, σύμφωνα με το άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) 2891/77 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1977, περί εφαρμογής της αποφάσεως της 21ης Απριλίου 1970 για την αντικατάσταση των οικονομικών εισφορών των κρατών μελών από ιδίους πόρους των Κοινοτήτων.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    42

    Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Επειδή το Βασίλειο των Κάτω Χωρών ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

     

    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    αποφασίζει:

     

    1)

    Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΟΚ:

    α )

    επειδή επέτρεψε να τεθεί σε ελεύθερη κυκλοφορία κατά τον Απρίλιο του 1983 ή περί τον Απρίλιο του 1983 μια παρτίδα περίπου 60000 τόννων μανιόκας που είχε εξαχθεί από την Ταϋλάνδη χωρίς πιστοποιητικό εξαγωγής:

    χωρίς να εφαρμόσει γεωργική εισφορά με πλήρη συντελεστή όπως προβλέπουν τα άρθρα 2 και 4 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2744/75 του Συμβουλίου, της 29ης Οκτωβρίου 1975, περί του καθεστώτος εισαγωγής και εξαγωγής μεταποιημένων προϊόντων με βάση τα σιτηρά και την όρυζα,

    και χωρίς να εξετάσει, σύμφωνα με τα άρθρα 7 των κανονισμών (ΕΟΚ) 2029/82 της Επιτροπής, της 22ας Ιουλίου 1982, και ( ΕΟΚ) 3383/82 της Επιτροπής, της 16ης Δεκεμβρίου 1982, περί του τρόπου εφαρμογής του καθεστώτος εισαγωγής που εφαρμόζεται στα προϊόντα της διακρίσεως 07.06 Α του Κοινού Δασμολογίου, καταγωγής Ταϋλάνδης που εξήχθησαν από τη χώρα αυτή αντιστοίχως κατά το 1982 και το 1983, κατά πόσον η μανιόκα μπορούσε να υποβληθεί στον μειωμένο συντελεστή που προβλέπει η συμφωνία συνεργασίας ΕΟΚ-Ταϋλάνδης·

    β )

    και επειδή αρνήθηκε να αναγνωρίσει ως ιδίους πόρους της Κοινότητας και να θέσει στη διάθεση της Επιτροπής το ποσό που παρέλειψε να εισπράξει, ως όφειλε, επί της μανιόκας, ήτοι 19765281,39 HFL, εντόκως από 29 Ιουνίου 1984, σύμφωνα με το άρθρο 11 του κανονισμού ( ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ ) 2891/77 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1977, περί εφαρμογής της αποφάσεως της 21ης Απριλίου 1970 για την αντικατάσταση των οικονομικών εισφορών των κρατών μελών από ιδίους πόρους των Κοινοτήτων.

     

    2)

    Καταδικάζει το Βασίλειο των Κάτω Χωρών στα δικαστικά έξοδα.

     

    Due

    Mancini

    O'Higgins

    Rodríguez Iglesias

    Diez de Velasco

    Slynn

    Joliét

    Schockweiler

    Kapteyn

    Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 16 Μαΐου 1991.

    Ο Γραμματέας

    J.-G. Giraud

    Ο Πρόεδρος

    Ο. Due


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.

    Επάνω