EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61986CJ0305

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 11ης Ιουλίου 1990.
Neotype Techmashexport GmbH κατά Επιτροπής και Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Δασμοί αντιντάμπινγκ επί των εισαγωγών ηλεκτρικών κινητήρων.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-305/86 και C-160/87.

Συλλογή της Νομολογίας 1990 I-02945

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1990:295

ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-305/86 και C-160/87 ( *1 )

Ι — Τα περιστατικά

Τον Οκτώβριο του 1985, το Groupement des industries de materieles d'équipement électrique et de l'électronique industrielle associée (εφεξής: Gimelec), υποστηριζόμενο από τέσσερις άλλες εθνικές ενώσεις ηλεκτρονικής, υπέβαλε στην Επιτροπή αίτηση επανεξετάσεως ορισμένων μέτρων αντιντάμπινγκ, σύμφωνα με το άρθρο 14 του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 2176/84, του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1984, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ ή επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας ( ΕΕ L 201, σ. 1 ). Η αίτηση αυτή αφορούσε την επανεξέταση των αποφάσεων περί αποδοχής των δεσμεύσεων ως προς τις τιμές που ανέλαβαν οι οικείοι εξαγωγείς στο πλαίσιο μιας προηγούμενης διαδικασίας αντιντάμπινγκ που αφορούσε τις εξαγωγές τυποποιημένων πολυφασικών ηλεκτρικών κινητήρων ισχύος πλέον των 0,75 έως και 75 κιλοβάτ (εφεξής: ηλεκτρικοί κινητήρες), καταγωγής Βουλγαρίας, Πολωνίας, Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας, Ρουμανίας και Τσεχοσλοβακίας [ κανονισμός ( ΕΟΚ ) 2075/82 του Συμβουλίου, της 28ης Ιουλίου 1982 (ΕΕ L 220, σ. 36)], Ουγγαρίας [κανονισμός (ΕΟΚ) 724/82 της Επιτροπής, της 30ής Μαρτίου 1982 ( ΕΕ L 85, σ. 9 ) ] και Σοβιετικής Ενώσεως [απόφαση 84/189/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 2ας Απριλίου 1984 ( ΕΕ L 95, σ. 28 ) ].

Κατόπιν της αιτήσεως επανεξετάσεως, η Επιτροπή δημοσίευσε, τον Νοέμβριο 1985, ανακοίνωση περί εκ νέου κινήσεως της διαδικασίας αντιντάμπινγκ σχετικά με τις εισαγωγές ηλεκτρικών κινητήρων που κατάγονται από τις προαναφερθείσες χώρες ( ΕΕ C 305, σ. 2 ) και άρχισε τη διεξαγωγή έρευνας.

Στις 30 Σεπτεμβρίου 1986, το Συμβούλιο, με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 3018/86, κατάργησε τον κανονισμό του 2075/82 περί αποδοχής των υποχρεώσεων που ανέλαβαν οι εξαγωγείς της Βουλγαρίας, Πολωνίας, Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας και Τσεχοσλοβακίας (ΕΕ L 280, σ. 66). Με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 3019/86, της ίδιας ημερομηνίας, η Επιτροπή κατάργησε τον κανονισμό της 724/82, καθώς και την απόφαση της 84/189 για την αποδοχή των υποχρεώσεων που έχουν αναληφθεί αντίστοιχα από τους εξαγωγείς της Ουγγαρίας και της Σοβιετικής Ένωσης και θέσπισε προσωρινό δασμό αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ηλεκτρικών κινητήρων καταγωγής Βουλγαρίας, Ουγγαρίας, Πολωνίας, Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας, Τσεχοσλοβακίας και Σοβιετικής Ένωσης ( ΕΕ L 280, σ. 68 ). Ως προς τις εισαγωγές που προέρχονται από χώρες των οποίων οι οικονομίες δεν είναι του τύπου της οικονομίας της αγοράς, η κανονική τιμή καθορίζεται βάσει των τιμών που εφαρμόζονται στη σουηδική αγορά. Δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού, το ύψος του δασμού αντιντάμπινγκ ισοδυναμεί, για κάθε τύπο κινητήρα, με τη διαφορά μεταξύ της τιμής στην οποία μεταπωλείται το εισαγόμενο προϊόν για πρώτη φορά σε ανεξάρτητο αγοραστή και της ελάχιστης τιμής που αναφέρεται στο παράρτημα Β του κανονισμού.

Η ισχύς του προσωρινού δασμού παρατάθηκε για δύο μήνες με τον κανονισμό ( ΕΟΚ ) 254/87 του Συμβουλίου, της 26ης Ιανουαρίου 1987 ( ΕΕ L 26, σ. 1 ).

Κατόπιν αιτήσεως των προαναφερθεισών ενώσεων κοινοτικών παραγωγών, η Επιτροπή επεξέτεινε, τον Νοέμβριο 1986, τη διαδικασία αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ηλεκτρικών κινητήρων καταγωγής Γιουγκοσλαβίας ( ΕΕ C 282, σ. 2 ).

Στις 23 Μαρτίου 1987, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό ( ΕΟΚ ) 864/87 για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ηλεκτρικών κινητήρων καταγωγής Βουλγαρίας, Ουγγαρίας, Πολωνίας, Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας, Τσεχοσλοβακίας και Σοβιετικής Ένωσης, και για την οριστική είσπραξη των ποσών που έχουν κατατεθεί ως εγγύηση μέσω του προσωρινού δασμού ( ΕΕ L 83, σ. 1 ). Η κανονική αξία των εν λόγω εισαγωγών καθορίστηκε βάσει του σταθμισμένου μέσου όρου των εγχωρίων τιμών πωλήσεως των Γιουγκοσλάβων παραγωγών. Όσον αφορά τις τιμές εξαγωγής, στην ένατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού εκτίθεται ότι ελήφθησαν υπόψη « οι τιμές που έχουν πράγματι πληρωθεί ή που πρέπει να πληρωθούν κατά την εξαγωγή προς κάθε μία από τις κυριότερες αγορές της Κοινότητας » και ότι « τούτο συνέβη επίσης ακόμη και για τους συνδεδεμένους εισαγωγείς, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η σύγκριση μεταξύ της κανονικής αξίας και των τιμών μεταφοράς έδειχναν περιθώρια ντάμπινγκ τέτοια ώστε και μια ανακατασκευή των τιμών κατά την εξαγωγή δεν μπορούσε να επηρεάσει το επίπεδο του μέτρου που ελήφθη τελικά ». Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού, το ύψος του δασμού αντιντάμπινγκ αντιστοιχεί, για κάθε τύπο κινητήρα, στη διαφορά μεταξύ της καθαρής τιμής μονάδας, με το προϊόν ελεύθερο στα σύνορα της Κοινότητας, μη εκτελωνισμένο, και της ελάχιστης τιμής που αναφέρεται στο παράρτημα του κανονισμού. Στην περίπτωση συνδεδεμένων εισαγωγέων, η καθαρή τιμή μονάδας του προϊόντος « ελεύθερο στα σύνορα » της Κοινότητας αντιστοιχεί, δυνάμει της παραγράφου 4 της εν λόγω διατάξεως, προς τη δασμολογητέα αξία, όπως καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1224/80 του Συμβουλίου, της 28ης Μαΐου 1980, περί της δασμολογητέας αξίας των εμπορευμάτων ( ΕΕ ειδ. έκδ. 02/008, σ. 218 ). Διαφορετικά, η τιμή αυτή αντιστοιχεί προς τη δασμολογητέα αξία όπως καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού.

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 4 Δεκεμβρίου 1986, η εταιρία γερμανικού δικαίου Neotype Techmashexport GmbH ( εφεξής: Neotype ) της οποίας μέτοχος είναι η σοβιετική εταιρία εξαγωγών ηλεκτρικών κινητήρων Energomachexport, άσκησε, δυνάμει του άρθρου 173, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ, προσφυγή ακυρώσεως του προαναφερθέντος κανονισμού 3019/86 της Επιτροπής για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ηλεκτρικών κινητήρων καταγωγής Σοβιετικής Ενώσεως καθώς και άλλων χωρών της Ανατολικής Ευρώπης ( υπόθεση C-305/86 ).

Με Διάταξη της 8ης Μαΐου 1987, το Δικαστήριο επέτρεψε στον Gimelec να παρέμβει στην υπόθεση C-305/86 υπέρ της καθής.

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου την 1η Ιουνίου 1987, η Neotype άσκησε, δυνάμει του άρθρου 173, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ, προσφυγή ακυρώσεως του προαναφερθέντος κανονισμού 864/87 του Συμβουλίου, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ηλεκτρικών κινητήρων καταγωγής Βουλγαρίας, Ουγγαρίας, Πολωνίας, Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας, Τσεχοσλοβακίας και Σοβιετικής Ενώσεως, και για την οριστική είσπραξη των ποσών που έχουν κατατεθεί ως εγγύηση μέσω του προσωρινού δασμού ( υπόθεση C-160/87).

Με Διατάξεις της 30ής Σεπτεμβρίου και 15ης Οκτωβρίου 1987, το Δικαστήριο επέτρεψε αντίστοιχα στον Gimelec και την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων να παρέμβουν στην υπόθεση C-160/87 υπέρ του καθού.

Με Διάταξη της 11ης Νοεμβρίου 1987, το Δικαστήριο συνένωσε τις υποθέσεις 305/86 και 160/87 προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και την έκδοση κοινής αποφάσεως και επιφυλάχθηκε να αποφασίσει επί της ενστάσεως απαραδέκτου που προέβαλε ο Gimelec κατά την κατ' ουσία εξέταση της υποθέσεως C-305/86.

Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, και αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε να αναθέσει την εκδίκαση της υποθέσεως στο πέμπτο τμήμα και να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων.

II — Αιτήματα των διαδίκων

1. 2την νπόθεοη C-305/86

Η Neotype ζητεί από το Δικαστήριο:

να ακυρώσει το άρθρο 2 του κανονισμού 3019/86 της Επιτροπής, της 30ής Σεπτεμβρίου 1986, καθόσον αφορά την εισαγωγή από την προσφεύγουσα των ηλέκτρικών κινητήρων καταγωγής Σοβιετικής Ενώσεως,

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή,

να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

Ο παρεμβαίνων Gimelec ζητεί από το Δικαστήριο:

να κηρύξει την προσφυγή απαράδεκτη,

επικουρικώς, να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη,

να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

2. Στην νπόθεοη C-160/87

Η Neotype ζητεί από το Δικαστήριο:

να ακυρώσει το άρθρο 1 του κανονισμού 864/87 του Συμβουλίου, της 23ης Μαρτίου 1987, καθόσον αφορά την εισαγωγή από την προσφεύγουσα ηλεκτρικών κινητήρων καταγωγής Σοβιετικής Ενώσεως,

να ακυρώσει το άρθρο 2 του εν λόγω κανονισμού, καθόσον αφορά εισαγωγές εμπορευμάτων καταγωγής Σοβιετικής Ενώσεως και οριστική είσπραξη ποσών που έχουν κατατεθεί ως εγγύηση από την προσφεύγουσα,

να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

Το Σύμβουλο, υποστηριζόμενο από τον Gimelec και την Επιτροπή, ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή,

να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

III — Λόγοι και επιχειρήματα των διαδίκων

Δεδομένου ότι οι λόγοι και τα επιχειρήματα είναι εν μέρει πανομοιότυπα και στις δύο υποθέσεις, η υπόθεση C-305/86 αναφέρεται μόνο καθόσον οι λόγοι και τα επιχειρήματα είναι διαφορετικά από ό,τι στην υπόθεση C-160/87.

1. Επί τον παραδεκτού

α) Στην υπόθεση 305/86

Η Επιτροπή διατυπώνει αμφιβολίες ως προς το έννομο συμφέρον της προσφεύγουσας σε σχέση με τον κανονισμό 3019/86 της Επιτροπής (εφεξής: προσωρινός κανονισμός). Ο κανονισμός 864/87 του Συμβουλίου (εφεξής: οριστικός κανονισμός) αντικατέστησε τον προσωρινό κανονισμό, ο οποίος επομένως δεν παράγει άμεσα έννομα αποτελέσματα και δεν έχει πλέον αυτοτελή κανονιστική ισχύ μετά την οριστική είσπραξη των προσωρινών δασμών δυνάμει του οριστικού κανονισμού. Το ζήτημα αν, και κατά πόσο, ο προσωρινός κανονισμός μπορεί να παραγάγει αποτελέσματα για να είναι δυνατή η είσπραξη των προσωρικών δασμών μπορεί να εξετασθεί παρεμπιπτόντως κατά τη διαδικασία στην υπόθεση C-160/87 σχετικά με τον οριστικό κανονισμό (βλέπε το άρθρο 184 της Συνθήκης ΕΟΚ).

Δεδομένου ότι η Επιτροπή δεσμεύεται από τη νομική κρίση που θα εκφέρει το Δικαστήριο στην τελευταία αυτή υπόθεση, είναι επίσης αμφίβολο αν υφίσταται, εν προκειμένω, έννομο συμφέρον της προσφεύγουσας ενόψει του κινδύνου επαναλήψεων. Σε αντίθεση προς τις αποφάσεις στις οποίες αναφέρεται η προσφεύγουσα (74/81, Fiender, Συλλογή 1982, σ. 395, και 92/78, Simmenthai, Συλλογή 1979, σ. 777 ) με τις οποίες κρίθηκε οριστικά το εν λόγω ζήτημα, ο προσωρινός κανονισμός αντικαταστάθηκε από τον οριστικό κανονισμό.

Η προσφεύγουσα δεν παρέσχε, εξάλλου, στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι ο προσωρινός κανονισμός μπορούσε να έχει ως προς αυτήν δυσμενείς συνέπειες πέραν της εισπράξεως ως δασμού, με τον οριστικό κανονισμό, των ποσών που είχαν κατατεθεί ως εγγύηση. Συνέπειες αυτού του είδους πρέπει, ενδεχομένως, να εκτίθενται και να αποτελούν το αντικείμενο συζητήσεως στο πλαίσιο ξεχωριστής διαδικασίας βάσει του άρθρου 215 της Συνθήκης.

Όσον αφορά τον σύνδεσμο μεταξύ του καθορισμού προσωρινού δασμού και της οριστικής του εισπράξεως, η Επιτροπή θεωρεί ότι το αποφασιστικό ζήτημα συνίσταται στο αν ορισμένα λάθη της, τα οποία -τ- αυτά καθεαυτά — είχαν ως συνέπεια την ακύρωση ενός κανονισμού με τον οποίο καθορίστηκε προσωρινός δασμός, μπορούν να διορθωθούν με τις μεταγενέστερες διαπιστώσεις που κάνει το Συμβούλιο με τον κανονισμό περί οριστικής εισπράξεως του προσωρινού δασμού.

Στην αλληλουχία αυτή, η Επιτροπή προβάλλει ότι, ακόμη και αν όφειλε να καθορίσει τα στοιχεία του ντάμπινγκ σύμφωνα με τον κανονισμό 2176/84, οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες πρέπει να γίνεται η εξακρίβωση των περιστατικών είναι λιγότερο αυστηρές για την επιβολή προσωρινού δασμού, η δε εκτίμηση των περιστατικών μπορεί να έχει, σε μια πρώτη φάση, διαφορετικό αποτέλεσμα από αυτό που θα προέκυπτε κατά την οριστική εξακρίβωση των περιστατικών. Μόνο εφόσον οι νομικές αρχές που συνάγονται από τον κανονισμό 2176/84 δεν θα επέτρεπαν, βάσει των προσωρινών ερευνών, το συμπέρασμα περί υπάρξεως πρακτικής ντάμπινγκ και ζημίας, ο προσωρινός κανονισμός θα μπορούσε να έχει ελάττωμα που να επιφέρει την ακυρότητα του και να εμποδίζει την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού.

Όσον αφορά τους διαδικαστικούς κανόνες, η Επιτροπή θεωρεί ότι η παραβίαση της αρχής των δικαιωμάτων της άμυνας δεν ασκεί γενικά επιρροή στην είσπραξη του προσωρινού δασμού, όταν το ζήτημα διευθετείται — π. χ. εάν ληφθούν μεταγενέστερα υπόψη τα επιχειρήματα του ενδιαφερομένου μέρους — κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας μεταξύ του καθορισμού του προσωρινού δασμού και της οριστικής του εισπράξεως (βλέπε την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Hoffmann-La Roche, 85/76, Sig. 1979, σσ. 461, 510 έως 513). Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν προέβαλε κανένα λόγο που να υπερβαίνει το πλαίσιο του παρεμπίπτοντος ελέγχου του προσωρινού κανονισμού στην υπόθεση C-160/87, δεν είναι πλέον αναγκαία η συνέχιση της διαδικασίας στην υπόθεση 305/86 και, επομένως, παρέλκει η έκδοση αποφάσεως επί της υποθέσεως αυτής.

Στις παρατηρήσεις του, ο παρεμβαίνων Gimelec προβάλλει ένσταση απαραδέκτου αντλούμενη από το γεγονός ότι η θέσπιση προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ εμφανίζει όλα τα χαρακτηριστικά ενός προσωρινού μέτρου και, επομένως, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής δυνάμει του άρθρου 173 της Συνθήκης. Επιπλέον, η ενδεχόμενη ακύρωση του κανονισμού 3019/86 της Επιτροπής περί θεσπίσεως προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ δεν προδικάζει κατά τίποτε το κύρος του κανονισμού 864/87 του Συμβουλίου για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη των ποσών που έχουν κατατεθεί ως εγγύηση μέσω του προσωρινού δασμού.

Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι ο κανονισμός περί θεσπίσεως προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ, για τον οποίο υποχρεώθηκε να παράσχει αντίστοιχη εγγύηση, συνιστά μέτρο που παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα που θίγουν τα συμφέροντα της και κατά του οποίου παρέχεται προσφυγή ακυρώσεως. Ο προσωρινός κανονισμός δεν έχει καταστεί άνευ αντικειμένου κατόπιν της θεσπίσεως του οριστικού κανονισμού, επειδή η είσπραξη προϋποθέτει ότι τα εισπραχθέντα ποσά έπρεπε να έχουν καταβληθεί ως εγγύηση για τον προσωρινό δασμό αντιντάμπινγκ. Στην περίπτωση κατά την οποία ο προσωρινός κανονισμός είναι άκυρος, η είσπραξη των ποσών αυτών συνεπάγεται ένα αθέμιτο αναδρομικό αποτέλεσμα, αντίθετο προς το άρθρο 13, παράγραφος 4, του κανονισμού 2176/84.

Επιπλέον, η προσφεύγουσα έχει συμφέρον να διαπιστωθεί ο παράνομος χαρακτήρας του προσωρινού δασμού συνεπεία του γεγονότος ότι υπέστη όχι αμελητέα ζημία και ότι εξακολουθεί να υφίσταται κίνδυνος επαναλήψεως ( βλέπε τις αποφάσεις Fiender, 74/81, και Simmenthal, 92/78, προαναφερθείσες ). Δεδομένου ότι είχαν ήδη επιβληθεί δασμοί αντιντάμπινγκ σχετικά με ηλεκτρικούς κινητήρες καταγωγής Σοβιετικής Ενώσεως, κατά τις προηγούμενες διαδικασίες, μόνο η ακύρωση του προσωρινού κανονισμού μπορεί να εξαλείψει τον κίνδυνο να κάνει εκ νέου η Επιτροπή τα λάθη που της προσάπτονται εν προκειμένω.

Στην περίπτωση κατά την οποία αποδειχθεί ότι η άποψη της Επιτροπής είναι ορθή, θα εξουδετερωθεί η ενέργεια του άρθρου 173 της Συνθήκης ως προς τους προσωρινούς δασμούς αντιντάμπινγκ. Αν, εξάλλου, δεν ετίθετο ζήτημα αναστολής εκτελέσεως μέσω προσωρινών μέτρων, για τον λόγο ότι τα έξοδα συστάσεως ασφαλείας δεν αποτελούν βαριά και ανεπανόρθωτη ζημία, και αν αυτές οι ίδιες οι προσφυγές καθίσταντο οσονούπω άνευ αντικειμένου, οι πράξεις της Επιτροπής στον τομέα αυτό θα διέφευγαν κάθε έλεγχο του Δικαστηρίου.

β) Στην υπόθεση 160/87

Ο παρεμβαίνων Gimelec διατυπώνει αμφιβολίες ως προς το παραδεκτό των λόγων που προβάλλει η Neotype ως προς τις διαπιστώσεις σχετικά με την ύπαρξη πρακτικής ντάμπινγκ. Οι διαπιστώσεις αυτές δεν αφορούν άμεσα την προσφεύγουσα, δεδομένου ότι εν προκειμένω η ύπαρξη του ντάμπινγκ διαπιστώθηκε βάσει των τιμών εισαγωγής των οικείων εξαγωγέων και όχι βάσει των τιμών μεταπωλήσεως που εφάρμοσαν οι εισαγωγείς ( βλέπε την απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Φεβρουαρίου 1984, Allied Corporation, 239/82 και 275/82, Συλλογή 1984, σ. 1005 ).

2. Επί νης ουσίας

α) 2την υπόθεση 305/86

i) Πληροφόρηση της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν την ειδοποίησε για την εκ νέου κίνηση της διαδικασίας αντιντάμπινγκ παρά μόνο μετά από εννέα μήνες, δηλαδή 34ημέρες πριν από την θέσπιση του προσωρινού δασμού, και ότι θέσπισε τον κανονισμό αυτό σε μία ημερομηνία κατά την οποία οι παρατηρήσεις της προσφεύγουσας, οι οποίες είχαν υποβληθεί εμπροθέσμως, δεν μπορούσαν να έχουν ήδη εξετασθεί. Μία τέτοια μέθοδος συνιστά παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β), του κανονισμού 2176/84 κατά το οποίο η Επιτροπή οφείλει να ειδοποιεί τους εισαγωγείς που γνωρίζει ότι είναι ενδιαφερόμενοι. Η δημοσίευση μιας ανακοινώσεως στην Επίσημη Εφημερίδα δεν την απαλλάσσει από την υποχρέωση αυτή. Η Επιτροπή γνώριζε ότι η προσφεύγουσα είχε την ιδιότητα του ενδιαφερομένου εισαγωγέα, δεδομένου ότι οι προηγούμενες διαδικασίες αντιντάμπινγκ την αφορούσαν και είχε μάλιστα αναφερθεί ονομαστικά στον κανονισμό 2075/82 του Συμβουλίου, που προαναφέρθηκε.

Επιπλέον, η Επιτροπή παραβίασε την αρχή των δικαιωμάτων της υπερασπίσεως. Μόνο όταν πληροφορηθεί για την ( εκ νέου ) κίνηση της διαδικασίας, μπορεί το ενδιαφερόμενο μέρος να προβάλει και ασκήσει επωφελώς τα δικαιώματα που διαθέτει δυνάμει των διαδικαστικών κανόνων. Η προσφεύγουσα αμφισβητεί, εν προκειμένω, ότι πληροφορήθηκε την εκ νέου κίνηση της παρούσας διαδικασίας από τον σοβιετικό εξαγωγέα Energomachexport.

Η προσφεύγουσα αναφέρεται επίσης στην παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, λόγω του ότι η Επιτροπή δεν έθεσε την αίτηση επανεξετάσεως, στην οποία στηρίχθηκε η εκ νέου κίνηση της διαδικασίας αντιντάμπινγκ, στη διάθεση της προσφεύγουσας, όπως έκανε με όλους τους άλλους ενδιαφερομένους εισαγωγείς, χωρίς καν αυτοί να το ζητήσουν. Αν η προσφεύγουσα είχε λάβει εγκαίρως ένα αντίγραφο αυτής της αιτήσεως, θα μπορούσε να λάβει θέση κατά τρόπο πολύ πιο συγκεκριμένο και πιο ουσιαστικό από ό,τι βάσει της ανακοινώσεως περί εκ νέου κινήσεως της διαδικασίας που της διαβιβάστηκε.

Η Επιτροπή απαντά ότι γνωστοποίησε την εκ νέου κίνηση της διαδικασίας αντιντάμπινγκ μέσω δημοσιεύσεως στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Επομένως, όλοι οι ενδιαφερόμενοι παραγωγοί, εξαγωγείς και εισαγωγείς έλαβαν γνώση περί αυτού, καθώς και του ενδεχομένου της θεσπίσεως προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ. Κατά συνέπεια, είχαν τη δυνατότητα να παράσχουν όλες τις χρήσιμες πληροφορίες στην Επιτροπή.

Η προσφεύγουσα δεν περιελαμβάνετο στους « εισαγωγείς που γνωρίζει ότι είναι ενδιαφερόμενοι » κατά την έννοια του προαναφερθέντος άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β), λόγω του ότι δεν αναφερόταν στην αίτηση επανεξετάσεως. Η Επιτροπή θεωρεί ότι μπορούσε βάσιμα να στηριχθεί στις ενδείξεις που περιέχονταν στην αίτηση αυτή, δεδομένου ότι δεν είχε πράγματι γνώση για την ύπαρξη διαφορετικών περιστατικών. Ακόμη και αν είναι αλήθεια ότι η προσφεύγουσα είχε ήδη συμμετάσχει σε άλλες διαδικασίες αντιντάμπινγκ, η Επιτροπή δεν μπορούσε να αρκεσθεί σε μία απλή υπόθεση, δηλαδή ότι εξακολουθούσε να είναι εξαγωγέας συνδεόμενος με τον σοβιετικό εξαγωγέα. Η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να ελέγχει τις ενδείξεις που περιέχονται σε μία αίτηση για να διαπιστώσει αν υφίστανται ενδεχομένως και άλλοι ενδιαφερόμενοι. Επιπλέον, δεν έχει ούτε την υποχρέωση ούτε τη δυνατότητα να τηρεί κατάλογο των ενδεχομένως ενδιαφερομένων επιχειρήσεων.

Πράγματι, η προσφεύγουσα ήταν ενήμερη της επαναλήψεως της διαδικασίας, λόγω της ιδιότητας της ως εισαγωγέα στενά συνδεδεμένου με τον σοβιετικό εξαγωγέα Energomachexport. Από τις ίδιες τις παρατηρήσεις της προσφεύγουσας συνάγεται σαφώς ότι δεν αποτελεί παρά προέκταση αυτού του τελευταίου. Επομένως, είναι αντιφατικό να υποστηρίζεται ότι δεν υπήρξε διαβίβαση πληροφοριών μεταξύ του σοβιετικού εξαγωγέα και της προσφεύγουσας. Η Energomachexport όφειλε, εξάλλου, να ανακοινώσει στην Επιτροπή τον κατάλογο όλων των συνδεδεμένων εν προκειμένω εισαγωγέων, αυτό δε όχι μόνο προς απάντηση σε σχετικό ερώτημα της Επιτροπής που απευθύνθηκε στους εξαγωγείς στις 29 Ιουλίου 1986, αλλά ήδη σε προηγούμενη φάση της διαδικασίας. Εν πάση περιπτώσει, τα δικαιώματα της υπερασπίσεως δεν παραβιάστηκαν, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα διατύπωσε στη συνέχεια τα επιχειρήματα της κατά τη διαδικασία, τα οποία και εξετάστηκαν.

Όσον αφορά την προβαλλόμενη δυσμενή διάκριση που υπέστη η προσφεύγουσα, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι αντίγραφο της αιτήσεως επανεξετάσεως περιήλθε στους εξαγωγείς και εισαγωγείς που αναφέρονταν σ' αυτήν. Η μέθοδος αυτή οφείλεται σε λόγους διοικητικής απλουστεύσεως, χωρίς να υφίσταται σχετικώς η παραμικρή νομική υποχρέωση, δεδομένου ότι η πείρα έχει δείξει ότι οι επιχειρηματίες που αναφέρονται στην αίτηση ζητούν, κατά γενικό κανόνα, αντίγραφο και συμμετέχουν στη συνέχεια στη διαδικασία. Όσον αφορά τους άλλους ενδιαφερόμενους που εμπλέκονται μεταγενέστερα στη διαδικασία, η γνωστοποίηση αυτή δεν έχει γίνει σε όλες τις περιπτώσεις. Όταν οι άλλοι ενδιαφερόμενοι αναγγέλθηκαν κατόπιν της προαναφερθείσας δημοσιεύσεως στην Επίσημη Εφημερίδα, έλαβαν γενικά την πρωτοβουλία να ζητήσουν αντίγραφο της αιτήσεως. Η προσφεύγουσα δεν θεώρησε αναγκαίο να ενεργήσει κατ' αυτόν τον τρόπο.

ii) Επί της επιλογής της Σουηδίας ως ανάλογης χώρας

Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε προφανή πλάνη κατά την εκτίμηση των περιστατικών και αμέλησε να λάβει υπόψη ορισμένα ουσιώδη σημεία κατά τον υπολογισμό της κανονικής αξίας, ειδικότερα δε κατά την επιλογή μιας τρίτης χώρας με οικονομία της αγοράς σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 5, του κανονισμού 2176/84. Ακόμη και αν ο προσωρινός δασμός προϋποθέτει μία φάση λιγότερο λεπτομερούς εξετάσεως από ό,τι τα οριστικά μέτρα, το νομικό κριτήριο είναι πάντως πανομοιότυπο και στις δύο περιπτώσεις.

Επιλέγοντας την Αυστρία και τη Βραζιλία ως ανάλογες χώρες στις προηγούμενες διαδικασίες αντιντάμπινγκ, η Επιτροπή στηρίχθηκε, στο πλαίσιο του προσωρινού κανονισμού, ακόμη μία φορά σε μία άλλη αγορά, δηλαδή τη σουηδική αγορά, χωρίς να δώσει επαρκή αιτιολογία κατά την έννοια του άρθρου 190 της Συνθήκης. Η Επιτροπή δεν εξέτασε τη δυνατότητα αναφοράς στη βραζιλιάνικη αγορά στην οποία δεν απαντούν οι δυσχέρειες που διαπίστωσε η Επιτροπή στη σουηδική αγορά, ιδίως ως προς το μέγεθος της αγοράς και τον αριθμό των παραγωγών. Επίσης, παρέλειψε να λάβει υπόψη το γεγονός ότι το επίπεδο του εργατικού κόστους στη Σουηδία είναι ανώτερο από τον μέσο όρο και ότι το επίπεδο τιμών των ηλεκτρικών κινητήρων στη χώρα αυτή είναι εξαιρετικά υψηλό συνεπεία του μικρού αριθμού των παραγομένων μονάδων, πράγμα που έχει ως συνέπεια υψηλότερες τιμές κόστους παραγωγής. Ο συγκρίσιμος χαρακτήρας του όγκου παραγωγής αποτελεί, εξάλλου, ένα από τα καθοριστικά κριτήρια μέσω των οποίων προσδιορίζεται η περίπτωση « με τρόπο κατάλληλο και μη στερούμενο λογικής » που αναφέρεται στο προαναφερθέν άρθρο 2, παράγραφος 5. Επιπλέον, η Επιτροπή ούτε εξέτασε ούτε μνημόνευσε στον προσβαλλόμενο κανονισμό το ζήτημα του συγκρίσιμου χαρακτήρα των τεχνικών κανόνων στις διάφορες χώρες.

Η Επιτροπή θεωρεί ότι η επιλογή της Σουηδίας ως χώρας αναφοράς ήταν κατάλληλη και όχι παράλογη, αναφέρεται δε στην αιτιολογία που εκθέτει στη δωδέκατη αιτιολογική σκέψη του προσωρινού κανονισμού. Αντίγραφο της καταγγελίας, στην οποία προτείνονταν η Αυστρία και η Σουηδία ως ανάλογες χώρες, είχε απευθύνει σε όλους τους γνωστούς ενδιαφερομένους, συμπεριλαμβανομένου και του σοβιετικού εξαγωγέα Energomachexport. Η επιλογή της σουηδικής αγοράς δεν είχε

αμφισβητηθεί από κανέναν από τους ενδιαφερόμενους εξαγωγείς εντός των προβλεπομένων προθεσμιών της προκαταρκτικής φάσεως της έρευνας. Δεδομένου ότι η Βραζιλία δεν είχε προταθεί ως αγορά αναφοράς, θα ήταν περιττό να εξετασθεί αυτό το ζήτημα στην αιτιολογία του προσβαλλόμενου κανονισμού. Επιπλέον, η επιλογή ανάλογης χώρας κατά τη θέσπιση προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ εξαρτάται από προκαταρκτική εξέταση και επανεξετάζεται πάντοτε πριν από την επιβολή του οριστικού δασμού υπό το φως των ενδεχομένων αντιρρήσεων που διατυπώνουν σχετικώς οι ενδιαφερόμενοι ( βλέπε τα σημεία 6 και 7 του οριστικού κανονισμού). Η προσφεύγουσα, εντούτοις, δεν προέβαλε καμία αντίρρηση εντός των προβλεπομένων προθεσμιών ούτε μάλιστα πρότεινε να επιλεγεί η βραζιλιάνικη αγορά ή οποιαδήποτε άλλη αγορά. Δεν μπορεί να προσάπτεται στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη γεγονότα που δεν ήταν γνωστά κατά το χρονικό σημείο της θεσπίσεως του προσωρινού κανονισμού.

Οι ισχυρισμοί της προσφεύγουσας που αφορούν το εργατικό κόστος, καθώς και το επίπεδο των τιμών κόστους είναι υπερβολικά ασαφείς για να μπορούν να ληφθούν υπόψη. Εξάλλου, είναι άσχετες, δεδομένου ότι η κανονική αξία καθορίστηκε όχι βάσει του κόστους, αλλά βάσει των τιμών στη σουηδική αγορά, η οποία επηρεάζεται από τις εισαγωγές και τους άλλους παράγοντες του ανταγωνισμού. Τέλος, οι διαπιστώσεις στις οποίες προέβη η Επιτροπή σχετικά με τον υπολογισμό της κανονικής αξίας στερούνται ενδιαφέροντος, επειδή συμπληρώθηκαν ή αντικαταστάθηκαν με τις διαπιστώσεις που περιέχονται στον οριστικό κανονισμό.

iii) Διαφορές φυσικών χαρακτηριστικών

Η προσφείγονσα θεωρεί ότι η Επιτροπή αμέλησε να λάβει υπόψη ορισμένες σημαντικές διαφορές ως προς τα φυσικά χαρακτηριστικά των οικείων προϊόντων κατά τον υπολογισμό της κανονικής αξίας και κατά τη σύγκριση με την τιμή εξαγωγής. Στο έγγραφο που απευθύνθηκε στην Επιτροπή στις 26 Σεπτεμβρίου 1986 εκτίθεται ήδη ότι οι σοβιετικοί ηλεκτρικοί κινητήρες δεν μπορούν να συγκριθούν με τους ηλεκτρικούς κινητήρες της Δυτικής Ευρώπης, ιδίως τους σουηδικούς, και ότι, επομένως, δεν αποτελούν ομοειδή προϊόντα. Η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη ούτε τις ποιοτικές διαφορές (έλλειψη αντιστοιχίας προς τους κανόνες DIN) ούτε τις σημαντικές μετατροπές που είναι αναγκαίες για να καταστεί ένας σοβιετικός ηλεκτρικός κινητήρας κανονικός τυποποιημένος ηλεκτρικός κινητήρας ( έλεγχος της λειτουργίας και της ποιότητας, αλλαγή των ένσφαιρων τριβέων, ισοστάθμιση, σπείρωμα των άκρων των αξόνων, βελτίωση της μονώσεως και της προστασίας). Η Επιτροπή γνώριζε, εξάλλου, ήδη αυτές τις περιστάσεις από την εποχή των προηγούμενων διαδικασιών αντιντάμπινγκ που αφορούσαν τους σοβιετικούς ηλεκτρικούς κινητήρες.

Η Επιτροπή θεωρεί ότι πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ της έννοιας του ομοειδούς χαρακτήρα των προϊόντων κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 5, στοιχείο α), του κανονισμού 2176/84 και της έννοιας των διαφορών των φυσικών χαρακτηριστικών ( άρθρο 2, παράγραφοι 9 και 10, του εν λόγω κανονισμού ). Προκειμένου, πράγματι, για τυποποιημένους ηλεκτρικούς κινητήρες, όλοι οι κινητήρες που αντιστοιχούν στο διεθνές πρότυπο είναι καταρχήν ομοειδείς και μπορούν να υποκατασταθούν μεταξύ τους ανεξάρτητα από την καταγωγή τους. Εξάλλου, αν για ορισμένους κινητήρες υφίστανται διαφορές από απόψεως φυσικών χαρακτηριστικών, εναπόκειται στους ενδιαφερομένους να ζητήσουν προσαρμογή σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις, προσκομίζοντας την απόδειξη για το δικαιολογημένο του αιτήματος. Ο σοβιετικός εξαγωγέας που είχε συμμετάσχει στην έρευνα ευθύς εξαρχής δεν υπέβαλε, πάντως, σχετική αίτηση, η δε Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη, δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 2176/84, να προβεί αυτεπαγγέλτως σε τέτοιου είδους προσαρμογές. Τα γεγονότα που επικαλείται η προσφεύγουσα στο έγγραφο της 26ης Σεπτεμβρίου 1986 δεν συνιστούν επαρκή απόδειξη και θα έπρεπε να είχαν υπομνησθεί σε προηγούμενη φάση της διαδικασίας για να μπορούσαν, ενδεχομένως, να ληφθούν υπόψη με τον προσωρινό κανονισμό. Το ζήτημα των διαφορών των φυσικών χαρακτηριστικών εξετάζεται, εν πάση περιπτώσει, λεπτομερώς στις αιτιολογικές σκέψεις 9 έως U του οριστικού κανονισμού, όπου το Συμβούλιο εξέτασε, μεταξύ άλλων, τα ζητήματα που έθεσε η προσφεύγουσα, σε ορισμένες δε περιπτώσεις συντάχθηκε μάλιστα με τη γνώμη της.

iv) Ζημία

Επιπλέον των επιχειρημάτων που προβάλλονται στην υπόθεση 160/87, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η Επιτροπή αμέλησε να λάβει υπόψη ένα σοβαρό ζήτημα στα συμπεράσματα της σχετικά με τα περιθώρια προσφοράς κατώτερων τιμών. Συγκρίνοντας την τιμή μεταπωλήσεως των εισαχθέντων κινητήρων με την τιμή κόστους των παραγωγών στην Κοινότητα, η Επιτροπή δεν τήρησε το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο β), του κανονισμού 2176/84 και, επομένως, δεν απέδειξε την ύπαρξη προσφοράς κατώτερης τιμής που να μπορεί πράγματι να αποτελέσει αντικείμενο συγκρίσεως εντός της Κοινότητας.

Η Επιτροπή απαντά ότι σε περιπτώσεις όπως η υπό κρίση, κατά την οποία οι τιμές πωλήσεως των κοινοτικών παραγωγών έχουν πέσει λόγω των εισαγωγών, οι τιμές πωλήσεως αυτές καθεαυτές επηρεάζονται από τα συστατικά στοιχεία της ζημίας. Στις περιπτώσεις αυτές ενδείκνυται να στηριχθεί η σύγκριση των τιμών για τη διαπίστωση υπάρξεως προσφοράς κατώτερης τιμής στις επιδιωκόμενες τιμές ή στις τιμές κόστους.

ν) Ο μεταβλητός συνελεστής του δασμού αντιντάμπινγκ

Εκτός από τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν στην υπόθεση 160/87, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το άρθρο 2, παράγραφος 3, του προσωρινού κανονισμού είναι ασαφές και αντίθετο προς την αρχή της ασφάλειας του δικαίου. Από τις οδηγίες του Συμβουλίου στον τελωνειακό τομέα συνάγεται ότι το αποφασιστικό χρονικό σημείο για τον καθορισμό του ύψους της τελωνειακής οφειλής είναι το χρονικό σημείο της υποβολής της αιτήσεως εκτελωνισμού. Κατά τη στιγμή αυτή δεν είναι εντούτοις ακόμα γνωστό σε ποια τιμή το εισαγόμενο εμπόρευμα θα μεταπωληθεί στον ανεξάρτητο αγοραστή. Επιπλέον, η προσφεύγουσα θέτει ορισμένο αριθμό ζητημάτων (αποθήκευση για μακρό χρόνο, μεταβολή του εισαχθέντος εμπορεύματος, διάθεση του στο πλαίσιο εγγυήσεως, κατανάλωση για ίδια χρήση, επανεξαγωγή) στα οποία δεν δίνεται απάντηση με τον προσβαλλόμενο κανονισμό και ως προς τα οποία είναι αδύνατος ένας δίκαιος προσδιορισμός του προσωρινού δασμού.

Τέλος, ο προσβαλλόμενος κανονισμός αντιβαίνει επίσης στην αρχή της σαφήνειας των διοικητικών πράξεων, επειδή εξαρτά το ύψος του δασμού αντιντάμπινγκ από ένα στοιχείο το οποίο, γενικώς, δεν μπορεί να προσδιορισθεί κατά το χρονικό σημείο που προβλέπεται για τον υπολογισμό.

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι έχει εξουσία, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 8, στοιχείο β), του κανονισμού 2176/84, να καθορίζει τον συντελεστή ενός δασμού αντιντάμπινγκ σε συνδυασμό με την τιμή κόστους των εισαγομένων προϊόντων. Επιπλέον, η τελωνειακή οφειλή μπορεί να γεννάται σε χρόνο κατά τον οποίο το ύψος της δεν έχει ακόμη καθορισθεί, ο καθορισμός δε αυτός καθίσταται αναγκαίος μόνο όταν ο δασμός πράγματι εισπράττεται. Το ποσό που καθορίζεται σε σχέση με την τιμή κόστους υπολογίζεται από την «ημερομηνία αναφοράς ». Η κατασκευή αυτή δεν αντίκειται προς την αρχή της ασφάλειας του δικαίου, δεδομένου ότι οι αρχές βάσει των οποίων υπολογίζεται η τελωνειακή οφειλή είναι σαφώς καθορισμένες εξαρχής. Η εφαρμογή των γενικών διατάξεων στον τομέα των δασμών, όπως προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 5, του προσβαλλόμενου κανονισμού, καθιστά, επιπλέον, δυνατή την επίλυση των διαφορετικών ειδικών περιπτώσεων που αναφέρει η προσφεύγουσα ( βλέπε επίσης τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν ως προς το σημείο αυτό στην υπόθεση C-160/87).

β) Ιτην υπόθεση 160/87

i) Υπολογισμός της κανονικής αξίας

Η προσφεύγουσα προσάπτει στο Συμβούλιο ότι κατά τον υπολογισμό της κανονικής αξίας, ιδίως δε κατά την επιλογή της ανάλογης χώρας, υπέπεσε σε προφανή σφάλματα ως προς την εκτίμηση των περιστατικών, καθώς και ότι αμέλησε να λάβει υπόψη ουσιώδη στοιχεία. Ενώ με τους προηγούμενους κανονισμούς αντιντάμπινγκ είχαν επιλεγεί η Αυστρία, η Βραζιλία και η Σουηδία ως χώρες αναφοράς, το Συμβούλιο επέλεξε μία τέταρτη χώρα, τη Γιουγκοσλαβία, ως βάση συγκρίσεως. Το Συμβούλιο δεν αιτιολόγησε με κανένα τρόπο γιατί η βραζιλιάνικη αγορά, που όπως φάνηκε ήταν η σχετικά καταλληλότερη, δεν ελήφθη πλέον ως βάση συγκρίσεως σύμφωνα με την αίτηση που είχε ήδη υποβάλει η προσφεύγουσα με το έγγραφο της της 26ης Σεπτεμβρίου 1986, καθώς και με τα αιτήματα της στην υπόθεση C-305/86. Επομένως, το Συμβούλιο παρέβη την υποχρέωση αιτιολογίας που υπέχει από το άρθρο 190 της Συνθήκης.

Επιπλέον, ο οριστικός κανονισμός δεν περιέχει καμία αναφορά στο μέγεθος και τον κατάλληλο χαρακτήρα της αγοράς αναφοράς που επιλέχθηκε. Η γιουγκοσλαβική αγορά είναι σχετικά μικρή και εν πάση περιπτώσει μικρότερη, βάσει των αριθμών πωλήσεων, από την αυστριακή, τη βραζιλιάνικη ή τη σουηδική αγορά. Σε αντίθεση προς τις τελευταίες αυτές αγορές δεν υφίστανται πράγματι εισαγωγές ικανές να δημιουργήσουν οποιουδήποτε είδους ανταγωνισμό στη γιουγκοσλαβική αγορά. Επιπλέον, η Γιουγκοσλαβία δεν είναι χώρα με οικονομία της αγοράς υπό την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 5, του κανονισμού 2176/84, λόγω του ότι υφίσταται σύστημα ελέγχου των τιμών, καθοριζόμενο από το κράτος, με το οποίο διατηρούνται οι τιμές σε επίπεδο τεχνητά υψηλό. Κατά τον ίδιο τρόπο οι τιμές των ηλεκτρικών κινητήρων στη γιουγκοσλαβική αγορά δεν καθορίζονται από την προσφορά και τη ζήτηση και, επομένως, δεν συνιστούν κατάλληλη βάση για τον καθορισμό της κανονικής αξίας.

Εξάλλου, το Συμβούλιο δεν έλαβε υπόψη ούτε το ποσοστό πληθωρισμού της Γιουγκοσλαβίας, ο οποίος είχε φθάσει το 80 ο/ο το 1985 και βρισκόταν κάτω από το ποσοστό πληθωρισμού της Βραζιλίας.

Τέλος, το Συμβούλιο δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι η επίσημη τιμή συναλλάγματος του γιουγκοσλαβικού διναρίου δεν αντιστοιχούσε στην πραγματική αξία αυτού του νομίσματος. Οι τράπεζες πλήρωναν μόνο 0,15 έως 0,17 γερμανικά μάρκα για 100 δινάρια, ενώ η επίσημη τιμή αγοράς ήταν 0,27 γερμανικά μάρκα. Σε αντίθεση προς την υπόθεση Ñachi (απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Μαΐου 1987, 255/84), στην οποία η κανονική αξία έχει υπολογισθεί στο ίδιο νόμισμα με αυτό του παραγωγού, στην παρούσα υπόθεση υπολογίσθηκε η κανονική αξία για τις σοβιετικές εξαγωγές σε συνάρτηση με τις τιμές μιας τρίτης χώρας βάσει μιας εξωπραγματικής τιμής συναλλάγματος.

Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, και o Gimelec θεωρούν ότι τα θεσμικά όργανα δεν υποχρεούνται να επιλέγουν πάντοτε την ίδια χώρα ως βάση συγκρίσεως σε ανάλογες διαδικασίες αντιντάμπινγκ. Η γιουγκοσλαβική αγορά είναι σημαντικότερη από τη σουηδική αγορά, η οποία χρησιμοποιείται για τη συναγωγή των προσωρινών συμπερασμάτων. Κανένα μέρος δεν προέτεινε, εξάλλου, εγκαίρως να επιλεγεί η βραζιλιάνικη αγορά ως βάση αναφοράς στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής. Οι ασαφείς ισχυρισμοί της προσφεύγουσας στο έγγραφο της της 26ης Σεπτεμβρίου 1986 είναι ανεπαρκείς για να θεωρηθούν ως σοβαρή πρόταση. Η πρόταση που διατύπωσε η προσφεύγουσα στην υπόθεση C-305/86 επήλθε σε χρόνο κατά τον οποίο η συναγωγή των οριστικών συμπερασμάτων βρισκόταν ήδη σε πολύ προχωρημένο στάδιο.

Επιπλέον, το Συμβούλιο δεν υποχρεούται να εξετάζει όλες τις αγορές που μπορεί να ληφθούν υπόψη ή να αιτιολογεί την άρνηση του να επιλέξει τη μία ή την άλλη αγορά. Αρκεί το ότι αιτιολογεί την επιλογή της χώρας η οποία τελικά προκρίνεται ως βάση συγκρίσεως ( βλέπε την όγδοη αιτιολογική σκέψη του οριστικού κανονισμού ). Κατά τον ίδιο τρόπο το Δικαστήριο οφείλει να ελέγχει όχι αν άλλες χώρες θα μπορούσαν να αποτελούν επίσης έγκυρη βάση για τον καθορισμό της κανονικής αξίας, αλλά απλώς αν η επιλογή της Γιουγκοσλαβίας ήταν αδικαιολόγητη και μη ενδεδειγμένη.

Ως προς τον χαρακτήρα της γιουγκοσλαβικής οικονομίας, το Συμβούλιο προβάλλει ότι το άρθρο 2, παράγραφος 5, στοιχείο α), του κανονισμού 2176/84 δεν επιβάλλει την επιλογή μιας ελεύθερης οικονομίας της αγοράς, δεδομένου ότι ορισμένος βαθμός συντονισμού ενυπάρχει επίσης στις οικονομίες της αγοράς των δυτικών χωρών που έχουν κοινωνικό χαρακτήρα. Επιπλέον, η προσφεύγουσα δεν διευκρίνισε αν τα οικεία προϊόντα είχαν αποτελέσει πράγματι το αντικείμενο μέτρων κατευθυνόμενης οικονομίας.

Όσον αφορά τον πληθωρισμό στη Γιουγκοσλαβία, η προσφεύγουσα αναφέρθηκε απλώς σε μία θεωρητική άνοδο των τιμών κατά την περίοδο της έρευνας, χωρίς πάντως να υποστηρίξει ότι για τα οικεία προϊόντα σημειώθηκαν αντίστοιχες αυξήσεις τιμών. Καθόσον ο πληθωρισμός επηρεάζει τις συνθήκες πληρωμής (προθεσμία πληρωμής), οι διαφορές που απορρέουν από αυτό ελήφθησαν υπόψη στο πλαίσιο των προσαρμογών που ζητήθηκαν και δικαιολογούνταν βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 10, του κανονισμού 2176/84.

Τέλος, η χρησιμοποίηση των επίσημων τιμών συναλλάγματος για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας αναγνωρίσθηκε ως ορθή από το Δικαστήριο στην προαναφερθείσα απόφαση της 7ης Μαΐου 1987. Όπως ακριβώς και στην υπόθεση αυτή, η επίσημη τιμή χρησίμευσε, εν προκειμένω, για τον καθορισμό της αντίστοιχης αξίας για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας, ενώ οι τιμές εξαγωγής προσδιορίστηκαν — όπως στην υπόθεση Ñachi — βάσει των νομισμάτων των διαφόρων κρατών μελών. Η προσφεύγουσα δεν ανέφερε σε ποια άλλη φάση έπρεπε να γίνει η μετατροπή. Οι επίσημες τιμές συναλλάγματος του ρουβλίου ήταν, εξάλλου, επίσης ατελείς, καθόσον δεν αντιστοιχούσαν πλέον πλήρως στην πραγματική αξία του σοβιετικού νομίσματος.

O Gimelec προσθέτει ότι αποτελεί τρέχουσα και θεμιτή πρακτική των κοινοτικών οργάνων να καθορίζουν την κανονική τιμή των ενδιαφερομένων χωρών κρατικού εμπορίου βάσει της αγοραίας τιμής μιας χώρας με οικονομία της αγοράς που αφορά η ίδια έρευνα. Η πρακτική αυτή εξηγείται από λόγους οικονομίας διοικητικού κόστους.

Επιπλέον, η προσφεύγουσα δεν έχει κανένα συμφέρον να αμφισβητήσει την επιλογή της Γιουγκοσλαβίας ως χώρας αναφοράς, εφόσον η επιλογή αυτή συνεπάγεται σε τελευταία ανάλυση περιθώριο ντάμπινγκ (131%) αισθητά κατώτερο από αυτό που θα προέκυπτε αν είχε επιλεγεί η σουηδική αγορά ( ήτοι 193 ο/ο ). Η προσφεύγουσα δεν απέδειξε επίσης ότι η επιλογή άλλης χώρας θα είχε ως συνέπεια περιθώριο ντάμπινγκ κατώτερο από τον συντελεστή του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ.

ii) Ζημία

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο υπέπεσε επίσης σε σοβαρά σφάλματα κατά τον υπολογισμό της ζημίας. Οι εισαγωγές ήταν το 1985 κατώτερες από τις εισαγωγές του 1977 και 1978, ιδίως δε του 1979 και 1981, έτη κατά τα οποία οι εισαγωγές είχαν υπερβεί το 1 εκατομμύριο μονάδες. Το 1985, αντιθέτως, μειώθηκαν σε λιγότερο από 75 ο/ο αυτού του αριθμού. Συγκρίνοντας μόνο τους αριθμούς εισαγωγών των ετών 1982 έως 1985, το Συμβούλιο αμέλησε να λάβει υπόψη τη σημαντική μείωση των εισαγωγών σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο.

Επιπλέον, το μερίδιο της αγοράς των εισαγωγών που προέρχονταν από τα οικεία κράτη μέλη ανήλθε από 23,3 ο/ο το 1982 σε 20,3 ο/ο το 1985, πράγμα που σημαίνει μείωση του μεριδίου αυτού κατά 13 ο/ο. Σε σχέση με το 1978 το μερίδιο της αγοράς μειώθηκε μάλιστα κατά 27,5θ/ο. Λαμβάνοντας ως βάση ένα σταθερά υψηλό μερίδιο της αγοράς, το Συμβούλιο δεν έλαβε δεόντως υπόψη τη μείωση αυτή. Το Συμβούλιο υπέπεσε, εξάλλου, σε σφάλματα κατά την εκτίμηση των περιστατικών, εφόσον στη δέκατη όγδοη αιτιολογική σκέψη του προσβαλλόμενου κανονισμού αναφέρει τους αριθμούς 23,2 και 20,3 ο/ο για τα μερίδια της αγοράς το 1982 και 1985, ενώ στην τριακοστή πρώτη αιτιολογική σκέψη αναφέρει τους αριθμούς 23,0 και 19,6%.

Τέλος, το Συμβούλιο θα έπρεπε να υπολογίσει τα μερίδια της αγοράς βάσει των πωλήσεων εντός της Κοινότητας και όχι βάσει των αριθμών των εισαγωγών, δεδομένου ότι και οι αριθμοί πωλήσεων και όχι οι παραχθείσες ποσότητες ελήφθησαν υπόψη ως προς τους κοινοτικούς παραγωγούς. Οι κινητήρες που εισήγαγε η προσφεύγουσα παραμένουν κατά κανόνα επί αρκετό χρονικό διάστημα στην τελωνειακή της αποθήκη. Η διάρκεια της εναποθηκεύσεως εξηγείται από τη μεγάλη ποικιλία των τύπων των κινητήρων. Οι αριθμοί πωλήσεων ανήλθαν σε 7439 μονάδες μόνο για το 1982 και σε 7955 μονάδες το 1984.

Το Συμβούλιο διαπιστώνει ότι η έρευνα αποσκοπούσε στην εξακρίβωση της καταστάσεως από της θεσπίσεως, το 1982, του οριστικού δασμού και από της αποδοχής των υποχρεώσεων ως προς τις τιμές που επακολούθησε, δεδομένου ότι οι σχετικοί αριθμοί κατά την προηγούμενη περίοδο είχαν ήδη ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο αυτών των μέτρων. Ως^προς τους διαφορετικούς αριθμούς για τα μερίδια της αγοράς στα οποία αναφέρεται η προσφεύγουσα, από τη διατύπωση της δεκάτης ογδόης και της τριακοστής πρώτης αιτιολογικής σκέψεως, που προαναφέρθηκαν, συνάγεται ότι στην πρώτη επαναλαμβάνεται το αποτέλεσμα των προσωρινών εκτιμήσεων, ενώ στη δεύτερη εκτίθενται οι οριστικές διαπιστώσεις.

Όσον αφορά τον υπολογισμό των μεριδίων της αγοράς, οι ισχυρισμοί της προσφεύγουσας σε σχέση με τις διαφορές μεταξύ των αριθμών των εισαγωγών και των πωλήσεων δεν είναι πειστική, δεδομένου ότι τα παρατιθέμενα παραδείγματα είναι απομονωμένα από το πλαίσιο τους. Επιπλέον, πρόκειται απλώς για ένα πρόβλημα διαχρονικού χαρακτήρα, δεδομένου ότι, μακροπροθέσμως, η προσφεύγουσα δεν εισάγει ασφαλώς περισσότερους κινητήρες από όσους μπορεί να πωλήσει. Δεδομένου ότι οι διαπιστώσεις ως προς τη ζημία καλύπτουν μια αρκετά μακρά περίοδο, ενδεχόμενα διαχρονικά κενά μεταξύ των εισαγωγών και των πωλήσεων ουσιαστικά ισοσταθμίζονται.

Ενόψει του συνόλου των παραγόντων που έχουν σημασία για τον υπολογισμό της ζημίας, είναι γεγονός ότι, παρά μία αύξηση της κοινοτικής παραγωγής και ορισμένη μείωση του μεριδίου της αγοράς των εισαγωγών από τις οικείες χώρες, οι τελευταίες επέδρασαν στην πτώση των τιμών των κοινοτικών παραγωγών.

Ο Gimelec θεωρεί ότι οι παράγοντες που προκάλεσαν τη ζημία πρέπει να αναλυθούν υπό το φως του στόχου της παρούσας διαδικασίας, ο οποίος δεν συνίσταται στην εκ νέου εξέταση του ζητήματος αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις επιβολής δασμού αντιντάμπινγκ, αλλά στην εξακρίβωση αν τα μέτρα αντιντάμπινγκ που ίσχυαν προηγουμένως ήταν επαρκώς αποτελεσματικά. Η επανεξέταση κατέδειξε, πράγματι, ότι οι δεσμεύσεις ως προς τις τιμές που ανελήφθησαν το 1984 δεν έθεσαν τέλος στον πρακτική της σημαντικής προσφοράς μειωμένων τιμών κόστους των κοινοτικών παραγωγών μέσω των επίδικων εισαγωγών. Συνεπεία της πρακτικής αυτής οι κοινοτικοί παραγωγοί υπέστησαν σοβαρές ζημίες στις πωλήσεις τους ηλεκτρικών κινητήρων. Παρά τα μέτρα αντιντάμπινγκ που ίσχυαν προηγουμένως, οι επίδικες εισαγωγές αυξήθηκαν σε απόλυτους αριθμούς, μεταξύ 1982 και 1985, και κατέχουν σταθερά ένα μερίδιο της κοινοτικής αγοράς κατά 20 0/0, με σημεία αιχμής κατά 45 ο/ο σε ορισμένα κράτη μέλη.

iii) Μεταβλητός συντελεστής του δασμού αντιντάμπινγκ

Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι ο καθορισμός του δασμού αντιντάμπινγκ βάσει της διαφοράς μεταξύ της δασμολογητέας αξίας, κατά την έννοια του άρθρου 6 του κανονισμού 1224/80, και της τιμής που αναφέρεται στο παράρτημα του προσβαλλόμενου κανονισμού δεν αποτελεί επαρκώς σαφή καθορισμό και συνιστά, επομένως, παράβαση του κοινοτικού δικαίου. Ούτε το άρθρο 2, παράγραφος 8, στοιχείο β ), ούτε το άρθρο 13, παράγραφοι 7 ή 8, του κανονισμού 2176/84 παρέχουν επαρκές έρεισμα για τον καθορισμό δασμού αντιντάμπινγκ βάσει της τιμής μεταπωλήσεως.

Αναφερόμενη στο γερμανικό και το ολλανδικό κείμενο του οριστικού κανονισμού, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η χρησιμοποίηση διαφορετικών γραμματικών τύπων στις δύο φράσεις του άρθρου 1, παράγραφος 4, στοιχείο α ), δεύτερο εδάφιο, δείχνει ότι το Συμβούλιο έλαβε ως βάση την αρχή ότι το προαναφερθέν άρθρο 6 κατά βάση ετύγχανε ήδη εφαρμογής, οπότε η αναφορά στα έννομα αποτελέσματα ήταν περιττή. Αυτό όμως δεν μπορεί κατά κανόνα να συμβαίνει, δεδομένου ότι από το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1224/80 προκύπτει ότι οι μέθοδοι υπολογισμού που περιέχονται στα άρθρα 3, 4, 5 και ενδεχομένως 7 έχουν προτεραιότητα κατά τη σειρά αυτή. Στις περιπτώσεις αυτές, δεν υφίσταται, εντούτοις, τιμή βάσει της οποίας μπορεί να υπολογισθεί ο δασμός, δεδομένου ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν αναφέρεται στα άλλα προαναφερθέντα άρθρα του κανονισμού περί δασμολογητέας αξίας.

Το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 1224/80, που εφαρμόζεται στην περίπτωση κατά την οποία η δασμολογητέα αξία δεν μπορεί να καθορισθεί κατά το άρθρο 6 του κανονισμού αυτού, μπορεί ακόμη να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο του κανονικού υπολογισμού της δασμολογητέας αξίας, δεδομένου ότι πρόκειται για διάταξη επικουρικού χαρακτήρα σε σχέση με τις πέντε άλλες μεθόδους υπολογισμού, αλλά δεν είναι επαρκώς σαφές για να καθιστά δυνατό τον υπολογισμό ενός δασμού αντιντάμπινγκ — όπως εν προκειμένω — σε έναν μεγάλο αριθμό περιπτώσεων. Η αρχή της διαφάνειας των διοικητικών πράξεων επιβάλλει τη θέσπιση ακριβέστερης ρυθμίσεως από ό,τι η απλή αναφορά σε « κατάλληλες μεθόδους » η οποία δεν παρέχει στις τελωνειακές υπηρεσίες απολύτως κανένα κριτήριο βάσει του οποίου να είναι δυνατός ο καθορισμός της διαφοροποιημένης τιμής.

Πέραν της προθέσεως του Συμβουλίου, που εκτίθεται στην τριακοστή όγδοη αιτιολογική σκέψη του προσβαλλόμενου κανονισμού και συνίσταται στον υπολογισμό του δασμού αντιντάμπινγκ με αναφορά στην τιμή στην οποία ο εισαγωγέας μεταπωλεί το οικείο εμπόρεύμα στον πρώτο ανεξάρτητο αγοραστή, το προαναφερθέν άρθρο 6 καθιστά επίσης δυνατό να ληφθεί ως βάση η τιμή στην οποία άλλοι επιχειρηματίες πωλούν πανομοιότυπα ή παρόμοια εμπορεύματα σε πρόσωπα που δεν είναι συνδεδεμένα μαζί τους. Επομένως, είναι ανακριβές να θεωρηθεί ότι η προσφεύγουσα θα μπορούσε να επηρεάσει το ύψος του δασμού μέσω της διαμορφώσεως των τιμών της μεταπωλήσεως. Μία τέτοια μέθοδος δεν θα εκαλύ-πτετο από την προαναφερθείσα αιτιολογία του Συμβουλίου, θα ήταν δε απαράδεκτο να συνδεθεί ένας μεταβλητός δασμός με την τακτική τιμών τρίτων επιχειρήσεων.

Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, θεωρεί ότι ο κανονισμός 2176/84, και ιδίως το άρθρο 13, παράγραφος 8, αποτελεί επαρκές εξουσιοδοτικό έρεισμα για τον καθορισμό του δασμού αντιντάμπινγκ βάσει της τιμής μεταπωλήσεως. Επιπλέον, από τη δέκατη πέμπτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού αυτού, καθώς και από το άρθρο του 13, παράγραφος 7, συνάγεται ότι το Συμβούλιο μπορεί να θεσπίσει ορισμένες διατάξεις κατά παρέκκλιση από τη γενική τελωνειακή νομοθεσία και τους κοινούς εκτελεστικούς κανόνες.

Στην παρούσα περίπτωση η επιβολή δασμού αντιντάμπινγκ βάσει της διαφοράς μεταξύ των « επιδιωκόμενων τιμών » και των πραγματικών τιμών μεταπωλήσεως θεωρήθηκε ως το κατάλληλο μέσο, στην περίπτωση των συνδεδεμένων εισαγωγών, για την εξάλειψη της ζημίας. Για να απλοποιήσει τον υπολογισμό του δασμού το Συμβούλιο στηρίχθηκε στους κανόνες που αφορούν τον υπολογισμό της δασμολογητέας αξίας, ιδίως δε στο προαναφερθέν άρθρο 6, χωρίς πάντως να ήταν αυτό αναγκαίο. Εν πάση περιπτώσει, η ρητή αναφορά σ' αυτή τη διάταξη καθόρισε κατά τρόπο σαφή και μη επιδεκτικό παρανοήσεων τη μέθοδο για τον προσδιορισμό της τιμής μεταπωλήσεως.

Η επιλογή του γραμματικού τύπου στον οποίο αναφέρεται η προσφεύγουσα καταδεικνύει ότι το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 1224/80 επέχει θέση απλής επικουρικής διατάξεως που εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν είναι δυνατός ο καθορισμός του δασμού κατ' εφαρμογή του άρθρου 6. Οι διακρίσεις που συνάγει η προσφεύγουσα από το γερμανικό κείμενο του προσβαλλόμενου κανονισμού δεν ενισχύονται από το κείμενο του κανονισμού που έχει δημοσιευθεί στις άλλες επίσημες γλώσσες. Επιπλέον, η προσφεύγουσα δεν διευκρινίζει γιατί θεωρεί ότι, σ' έναν μεγάλο αριθμό περιπτώσεων, δεν είναι δυνατός ο υπολογισμός της τιμής μεταπωλήσεως κατά το άρθρο 6. Μπορεί βάσιμα να αμφισβητηθεί ότι, εντός της προθεσμίας των 90ημερών από την εισαγωγή, ούτε τα εισαχθέντα εμπορεύματα ούτε πανομοιότυπα ή παρόμοια εξαχθέντα εμπορεύματα πωλήθηκαν εντός της Κοινότητας.

Επιπλέον, ο οφειλόμενος δασμός αντιντάμπινγκ είναι δυνατόν να εξακριβωθεί κατά τρόπο σαφή από την προσφεύγουσα. Αν η τιμή μεταπωλήσεως της προσφεύγουσας ήταν κατώτερη από το επίπεδο των ελαχίστων τιμών, που αναφέρονται στο παράρτημα του προσβαλλόμενου κανονισμού ή ανώτερη από αυτές τις τιμές, η προσφεύγουσα δεν θα έπρεπε να καταβάλει κανένα δασμό.

Ο Gimelec τονίζει ότι από την τριακοστή όγδοη αιτιολογική σκέψη του προσωρινού κανονισμού συνάγεται ότι το προστατευτικό σύστημα που εφαρμόσθηκε το 1982 και το 1984 μπορούσε εύκολα να παρακαμφθεί από τους εισαγωγείς που ήταν συνδεδεμένοι με τις εταιρίες εξαγωγής. Οι εν λόγω εταιρίες θα μπορούσαν να αποφύγουν την καταβολή του δασμού αντιντάμπινγκ, πωλώντας με ζημία, τηρώντας παράλληλα τις ελάχιστες τιμές που καθορίζονται στις δεσμεύσεις. Επομένως, ήταν αναγκαίο να θεσπισθεί το σύστημα που προβλέπεται με τον προσβαλλόμενο κανονισμό. Η προσφεύγουσα δεν έχει, εξάλλου, κανένα έννομο συμφέρον για να αμφισβητήσει τη μέθοδο υπολογισμού του δασμού αντιντάμπινγκ η οποία επελέγη με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, επειδή η μόνη λογική εναλλακτική λύση, δηλαδή η επιβολή ειδικού δασμού, θα ήταν λιγότερο ευνοϊκή γι' αυτή, καθόσον θα εμπόδιζε, διαφορετικά από ό,τι ένας μεταβλητός δασμός, την αποφυγή της καταβολής του δασμού αυτού μέσω αυξήσεως των τιμών μεταπωλήσεως.

Επιπλέον, τόσο από το άρθρο 2, παράγραφος 8, στοιχείο β), του κανονισμού 2176/84 όσο και από την πρακτική των θεσμικών οργάνων σχετικά με την επιστροφή των δασμών αντι-ντάμπινγκ συνάγεται ότι τα εν λόγω όργανα ήταν εξουσιοδοτημένα να λάβουν υπόψη το επίπεδο των τιμών μεταπωλήσεως προς τους πρώτους ανεξάρτητους αγοραστές για την επιβολή των δασμών αντιντάμπινγκ. Η επιλεγείσα μέθοδος με τον προσβαλλόμενο κανονισμό δεν προκαλεί καμία ιδιαίτερη αβεβαιότητα ως προς τον καθορισμό του δασμού εφόσον η προσφεύγουσα μπορούσε να αποφύγει, απολύτως νομίμως, την επιβολή του δασμού, καθορίζοντας τις τιμές της μεταπωλήσεως σύμφωνα με τον ενδεικτικό πίνακα κατωτάτων τιμών μεταπωλήσεως που περιέχεται στον προσβαλλόμενο κανονισμό.

iv) Οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού

Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι η οριστική είσπραξη των ποσών εγγυήσεως, όπως προβλέπεται στο άρθρο 2 του οριστικού κανονισμού, είναι παράνομη, καθόσον ο προσωρινός κανονισμός στερούνταν εννόμων αποτελεσμάτων. Αν ο κανονισμός περί θεσπίσεως προσωρινού δασμού ήταν άκυρος, κανένας προσωρινός δασμός δεν θα είχε εφαρμοσθεί και ούτε η οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού θα είχε αποφασισθεί. Ένας άκυρος κανονισμός της Επιτροπής δεν μπορεί επίσης να καλυφθεί από έναν νόμιμο κανονισμό του Συμβουλίου για τη θέσπιση οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ, δεδομένου ότι αυτός παράγει αποτελέσματα μόνο για το μέλλον. Το γεγονός ότι το ντάμπινγκ και η ζημία έπρεπε να διαπιστωθούν τόσο από την Επιτροπή όσο και από το Συμβούλιο επιβεβαιώνει το γεγονός ότι η νομιμότητα του προσωρινού κανονισμού της Επιτροπής αποτελεί προϋπόθεση για την είσπραξη του προσωρινού δασμού.

Το Συμβούλιο αντιτάσσει ότι από την εξέταση του κανονισμού 2176/84 συνάγεται ότι η είσπραξη του προσωρινού δασμού δεν εξαρτάται παρά μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις από το κύρος του προσωρινού κανονισμού. Η απόφαση για την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού αποτελεί χωριστή νομική πράξη, το κύρος της οποίας πρέπει να εξετάζεται αυτοτελώς. Ο κανονισμός περί θεσπίσεως προσωρινού δασμού στηρίζεται σε μία προκαταρκτική έρευνα του ντάμπινγκ, χωρίς να είναι απολύτως αναγκαίο να προβεί η ίδια η Επιτροπή σε εκτιμήσεις ως προς τη ζημία, εφόσον η καταγγελία περιέχει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία. Η οριστική είσπραξη δεν μπορεί πάντως να αποφασισθεί από το Συμβούλιο παρά μόνο αν συνάγεται από την τελική διαπίστωση των γεγονότων ότι υφίστατο ντάμπινγκ καθώς και ζημία. Ο προσωρινός κανονισμός αποτελεί, επομένως, προληπτικό μέτρο προοριζόμενο να αποτρέψει τη ζημία κατά τη φάση της έρευνας, με την επιφύλαξη επιβεβαιώσεως από το Συμβούλιο. Οι οριστικές διαπιστώσεις του Συμβουλίου αντικαθιστούν τις προσωρινές εκτιμήσεις στις οποίες στηρίχθηκε ο προσωρινός κανονισμός και ενδεχόμενα σφάλματα κατά τη φάση της προσωρινής εξετάσεως καλύπτονται, επομένως, από τις διαπιστώσεις αυτές.

Ο ενδεχομένως ελαττωματικός χαρακτήρας του προσωρινού κανονισμού δεν ενδιαφέρει, κατά συνέπεια, παρά μόνο αν δεν έχει καλυφθεί από τον οριστικό κανονισμό του Συμβουλίου, δηλαδή αν η απόφαση για την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού πάσχει τα ίδια ελαττώματα όπως ο προσωρινός κανονισμός της Επιτροπής. Πάντως, κανένα σφάλμα δεν επισημάνθηκε με τις οριστικές διαπιστώσεις σχετικά με το ντάμπινγκ και τη ζημία.

Εξάλλου, ενδεχόμενη παρατυπία κατά τη διαδικασία της ακροάσεως δεν επηρεάζει την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού. Η προσφεύγουσα προέβαλε την άποψη της κατά τη διοικητική διαδικασία που ακολούθησε τη θέσπιση του προσωρινού δασμού και τα επιχειρήματα της ελήφθησαν υπόψη κατά τη θέσπιση του οριστικού δασμού. Κατά συνέπεια, ακόμη και αν η προσφεύγουσα δεν είχε ενημερωθεί εγκαίρως πριν από τη θέσπιση του προσωρινού δασμού, αυτό δεν μπορεί να έχει επιπτώσεις επί της οριστικής εισπράξεως του δασμού αυτού, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα είχε καταστήσει γνωστά τα επιχειρήματα της πριν επέλθει η απόφαση σχετικά με την είσπραξη.

IV — Απαντήσεις στα ερωτήματα που έθεσε το Δικαστήριο στο πλαίσιο της υποθέσεως C-160/87

1.

Το Δικαστήριο ζήτησε από την Επιτροπή και το Συμβούλιο να διευκρινίσουν τον τρόπο με τον οποίο ελήφθη υπόψη ο συντελεστής πληθωρισμού στη Γιουγκοσλαβία κατά τον υπολογισμό της κανονικής αξίας.

Η Επιτροπή και το Ινμβονλιο απαντούν ότι δεν έγινε καμία ρητή προσαρμογή, ούτε φάνηκε αναγκαίο να ενεργήσουν κατ' αυτόν τον τρόπο εν προκειμένω. Ο υπολογισμός της κανονικής αξίας στηρίχθηκε στον σταθμισμένο μέσο όρο των εσωτερικών τιμών πωλήσεως τριών γιουγκοσλάβων εξαγωγέων κατά την περίοδο αναφοράς, δηλαδή το έτος 1985. Εν προκειμένω, τα όργανα προβάλλουν ότι η διαφορά μεταξύ των συντελεστών πληθωρισμού της ΕΟΚ και της Γιουγκοσλαβίας αντικατοπτρίζεται στις εξελίξεις των ετησίων συναλλαγματικών τιμών Ecu-δινάριο κατά τη διάρκεια του έτους 1985, όπου σημειώθηκε άνοδος από 147,804 δινάρια για 1 Ecu τον Ιανουάριο σε 264,184 δινάρια για 1 Ecu τον Σεπτέμβριο. Η διαφορά μεταξύ των δύο αυτών αριθμών αντιπροσωπεύει αύξηση 78,7 ο/ο της αξίας του Ecu σε σχέση με το δινάριο, πράγμα που αντιστοιχεί στον αριθμό του 80 ο/ο που η προσφεύγουσα θεωρεί ότι ήταν το ποσοστό πληθωρισμού στη Γιουγκοσλαβία το 1985. Καμία άλλη προσαρμογή δεν ήταν, επομένως, αναγκαία για να ληφθεί υπόψη το ποσοστό πληθωρισμού στη Γιουγκοσλαβία.

2.

Το Δικαστήριο κάλεσε, επιπλέον, τους διαδίκους να διατυπώσουν τη γνώμη τους επί του ζητήματος του παραδεκτού των προσφυγών που άσκησαν οι συνδεδεμένοι εισαγωγείς, το οποίο έθεσε με τις παρατηρήσεις του ο Gimelec ως παρεμβαίνων διάδικος.

α)

Η Neotype αναφέρεται στη νομολογία του Δικαστηρίου στον τομέα του αντιντάμπινγκ, από την οποία συνάγεται ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να γίνεται διάκριση μεταξύ, αφενός, των παραγωγών και εξαγωγέων και, αφετέρου, των εισαγωγέων που συνδέονται μαζί τους νομικώς ή επιχειρηματικώς. Και οι μεν και οι δε είναι άμεσα και ατομικώς ενδιαφερόμενοι, εφόσον μπορούν να αποδείξουν ότι αναφέρονται ονομαστικώς στις πράξεις της Επιτροπής ή του Συμβουλίου ή ότι αποτέλεσαν το αντικείμενο των προπαρασκευαστικών ερευνών.

Η Neotype προβάλλει εν προκειμένω τους ακόλουθους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι ο κανονισμός 864/87 του Συμβουλίου την αφορά άμεσα και ατομικά: η προσφεύγουσα αναφέρεται ονομαστικά σ' αυτόν τον κανονισμό, αυτό δε όχι μόνο στην τριακοστή όγδοη αιτιολογική σκέψη, αλλά επίσης και στο άρθρο 1, παράγραφος 4, στοιχείο β), του κανονισμού. Η προαναφερθείσα διάταξη ορίζει για την προσφεύγουσα ειδικό δασμό, το ύψος του οποίου αντιστοιχεί όχι προς τη διαφορά μεταξύ της καθαρής τιμής μονάδας με το προϊόν « ελεύθερο στα σύνορα » και μη εκτελωνισμένο και της τιμής που αναφέρεται στο παράρτημα του κανονισμού, όπως προβλέπεται γενικώς στο άρθρο 1, παράγραφος 3, αλλά προς τη διαφορά μεταξύ της δασμολογητέας αξίας, όπως καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 6 του κανονισμού 1224/80, και της τιμής που αναφέρεται στο παράρτημα.

Επιπλέον, η προσφεύγουσα αποτέλεσε το αντικείμενο των ερευνών της Επιτροπής και του Συμβουλίου. Κατά την ανάλυση της ζημίας, τόσο στον κανονισμό 3019/86 (εικοστή δεότερη μέχρι εικοστή τέταρτη αιτιολογική σκέψη ) της Επιτροπής όσο και στον προαναφερθέντα κανονισμό του Συμβουλίου ( εικοστή πρώτη μέχρι εικοστή τέταρτη αιτιολογική σκέψη) γίνεται σύγκριση μεταξύ των τιμών κόστους των κοινοτικών παραγωγών με τις τιμές μεταπωλήσεως των εν λόγω κινητήρων, δηλαδή τις τιμές που εφάρμοζαν οι επιχειρήσεις που ήταν συνδεδεμένες με τους εξαγωγείς. Οι τιμές αυτές αποτελούν, επομένως, τη βάση της διαπιστώσεως ζημίας, πράγμα που έχει μάλιστα ως ιδιαίτερη συνέπεια ότι ο διαφοροποιημένος δασμός υπολογίστηκε βάσει της τιμής μεταπωλήσεως που εφάρμοζαν οι συνδεδεμένοι εισαγωγείς. Οι τελευταίοι θίγονται, επομένως, ακόμη περισσότερο άμεσα και ατομικά από ό,τι αν οι τιμές εξαγωγής είχαν υπολογισθεί βάσει των τιμών τους μεταπωλήσεως.

Τέλος, η Επιτροπή αποδέχθηκε, με την απόφαση της της 19ης Ιουνίου 1980 ( EE L 153, σ. 48), μία υποχρέωση της προσφεύγουσας στο πλαίσιο της προηγούμενης διαδικασίας αντιν-τάμπινγκ σχετικά με τις εισαγωγές των ηλεκτρικών κινητήρων καταγωγής Σοβιετικής Ενώσεως.

β)

Το Συμβούλιο και η Επιτροπή προβάλλουν ότι, για τους λόγους που εκτίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις του προσβαλλόμενου κανονισμού, δεν θεωρήθηκε αναγκαίο, κατά τη φάση του προσδιορισμού του ντάμπινγκ, στις περιπτώσεις των συνδεδεμένων εισαγωγέων να γίνει αναφορά σε μία κατασκευασμένη τιμή εξαγωγής. Το Συμβούλιο εφάρμοσε, πάντως, μία μέθοδο υπολογισμού ειδικά για τους συνδεδεμένους εισαγωγείς κατά τον καθορισμό του ύψους των δασμών αντιντάμπινγκ που ενδεχομένως οφείλονταν λόγω της εισαγωγής.

Από το άρθρο 1, παράγραφος 4, του προσβαλλόμενου κανονισμού συνάγεται ότι στις περιπτώσεις των συνδεδεμένων εισαγωγέων εφαρμόστηκε η μέθοδος της « ανακατασκευής» της τιμής εξαγωγής, χρησιμοποιώντας ως σημείο αναφοράς την τιμή προς τον πρώτο αγοραστή που δεν συνδέεται με τον εξαγωγέα, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 8, στοιχείο β), του κανονισμού 2176/84. Η τιμή αυτή αντιστοιχεί στη δασμολογητέα αξία που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 6 του κανονισμού 1224/80 του Συμβουλίου.

Το Συμβούλιο υπογραμμίζει ότι δεν περιορίστηκε να καθορίσει γενικώς και αφηρημένως τα κριτήρια υπολογισμού γι' αυτή την κατηγορία εισαγωγέων, αλλά εφάρμοσε το ίδιο αυτά τα κριτήρια σε σχέση με επτά εισαγωγείς που αναφέρονται ονομαστικά στο άρθρο 1, παράγραφος 4, στοιχείο β), του προσβαλλόμενου κανονισμού, μεταξύ των οποίων η Neotype. Οι εισαγωγείς αυτοί είναι, επομένως, εξατομικευμένοι κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου και κατ' αυτόν τον τρόπο η εν λόγω διάταξη τους αφορά άμεσα και ατομικά. Η εθνική τελωνειακή διοίκηση δεν μπορεί πλέον να κάνει καμία επιλογή, αλλά απλώς οφείλει να εφαρμόσει αυτομάτως ως προς αυτούς τον δασμό αντιντάμπινγκ, όπως συνάγεται από τη διαφορά μεταξύ των δύο παραμέτρων. Επομένως, η κατάσταση αυτών των εισαγωγέων είναι απολύτως παρόμοια με αυτή που αφορούσαν οι υποθέσεις 138/79 ( Roquette Frères κατά Συμβουλίου, Sig. 1980, σ. 3333) και 139/79 (Maizena κατά Συμβουλίου, Sig. 1980, σ. 3393 ), στις οποίες το Δικαστήριο έκρινε παραδεκτές τις προσφυγές για τον λόγο ότι το Συμβούλιο είχε το ίδιο εφαρμόσει στις οικείες επιχειρήσεις τα εν λόγω κριτήρια.

Μ. Zuleeg

εισυγητής δικαστής


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

Top

ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ ( πέμπτο τμήμα )

της 11ης Ιουλίου 1990 ( *1 )

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-305/86,

Neotype Techmashexport GmbH, με έδρα το Bergisch-Gladbach ( Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας), εκπροσωπούμενη από τον Dirk Schroeder, δικηγόρο Κολωνίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τους δικηγόρους Loesch και Wolter, 8, rue Zithe,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τον Peter Gilsdorg, νομικό σύμβουλο, επικουρούμενο από τον Michael Schütte, δικηγόρο Αμβούργου, με γραφείο επίσης στις Βρυξέλλες, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Γεώργιο Κρεμλή, μέλος της νομικής υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

καθής,

υποστηριζόμενης από το

Groupement des industries de matériels d'équipement électrique et de l'électronique industrielle associée, με έδρα το Παρίσι, εκπροσωπούμενο από τους Ivo Van Bæl και Jean-François Bellis, δικηγόρους Βρυξελλών, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο F. Brausch, 8, rue Zithe,

παρεμβαίνον,

που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 3019/86 της Επιτροπής, της 30ής Σεπτεμβρίου 1986, για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές των τυποποιημένων πολυφασικών ηλεκτρικών κινητήρων ισχύος μεγαλύτερης από 0,75 έως 75 kW καταγωγής Βουλγαρίας, Ουγγαρίας, Πολωνίας, Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας, Ρουμανίας, Τσεχοσλοβακίας και Σοβιετικής Ένωσης ( ΕΕ L 280, σ. 68 ),

και C-160/87,

Neotype Techmashexport GmbH, με έδρα το Bergisch-Gladbach ( Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ), εκπροσωπούμενη από τον Dirk Schroeder, δικηγόρο Κολωνίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τους δικηγόρους Loesch και Wolter, 8, rue Zithe,

προσφεύγουσα,

κατά

Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενου από τους Hans-Jürgen Lambers, διευθυντή στη νομική υπηρεσία, και Erik Stein, νομικό σύμβουλο, επικουρούμενους από τον Michael Schütte, δικηγόρο Αμβούργου με γραφείο επίσης στις Βρυξέλλες, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Jörg Käser, διευθυντή της διευθύνσεως νομικών υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, 100, boulevard Konrad-Adenauer, Kirchberg,

καθού,

υποστηριζόμενου από το

Groupement des industries de matériels d'équipement électrique et de l'électronique industrielle associée, με έδρα το Παρίσι, εκπροσωπούμενο από τους Ivo Van Bael και Jean-François Bellis, δικηγόρους Βρυξελλών, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο F. Brausch, 8, rue Zithe,

και την

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Peter Gilsdorf, νομικό σύμβουλο, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Γεώργιο Κρεμλή, μέλος της νομικής υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

παρεμβαίνοντες,

που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση του κανονισμού (ΕΟΚ) 864/87 του Συμβουλίου, της 23ης Μαρτίου 1987, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές των τυποποιημένων πολυφασικών ηλεκτρικών κινητήρων, ισχύος μεγαλύτερης από 0,75 kW έως και 75 kW, καταγωγής Βουλγαρίας, Ουγγαρίας, Πολωνίας, Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας, Τσεχοσλοβακίας και Σοβιετικής Ένωσης, και για την οριστική είσπραξη των ποσών που έχουν κατατεθεί ως εγγύηση μέσω του προσωρινού δασμού ( ΕΕ L 83, σ. 1 ),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Sir Gordon Slynn, πρόεδρο τμήματος, Μ. Zuleeg, R. Joliét, J. C. Moitinho de Almeida και G. C. Rodríguez Iglesias, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: W. Van Gerven

γραμματέας: Β. Pastor, υπάλληλος διοικήσεως

έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση,

αφού άκουσε τους διαδίκους που αγόρευσαν κατά τη συνεδρίαση της 13ης Ιουνίου 1989,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 8ης Νοεμβρίου 1989,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με δικόγραφο που κατάθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 4 Δεκεμβρίου 1986, η εταιρία γερμανικού δικαίου Neotype Techmashexport GmbH (εφεξής: Neotype ) άσκησε, δυνάμει του άρθρου 173, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ, προσφυγή ακυρώσεως του άρθρου 2 του κανονισμού (ΕΟΚ) 3019/86 της Επιτροπής, της 30ής Σεπτεμβρίου 1986, για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές των τυποποιημένων πολυφασικών ηλεκτρικών κινητήρων ισχύος μεγαλύτερης από 0,75 kW αλλά όχι μεγαλύτερης από 75 kW ( εφεξής: ηλεκτρικοί κινητήρες ), καταγωγής Βουλγαρίας, Ουγγαρίας, Πολωνίας, Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας, Ρουμανίας, Τσεχοσλοβακίας και Σοβιετικής Ένωσης ( ΕΕ L 280, σ. 68 — εφεξής: προσωρινός κανονισμός ), καθόσον το άρθρο αυτό αφορά την εισαγωγή από την προσφεύγουσα ηλεκτρικών κινητήρων καταγωγής Σοβιετικής Ενώσεως ( υπόθεση C-305/86 ).

2

Με Διάταξη της 8ης Μαΐου 1987, το Δικαστήριο επέτρεψε στο Groupement des industries de matériels d'équipement électrique et de l'électronique industrielle associée ( εφεξής: Gimelec ) να παρέμβει, στην υπόθεση C-305/86, υπέρ της καθής.

3

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου την 1η Ιουνίου 1987, η Neotype άσκησε, δυνάμει του άρθρου 173, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ, προσφυγή ακυρώσεως των άρθρων 1 και 2 του κανονισμού (ΕΟΚ) 864/87 του Συμβουλίου, της 23ης Μαρτίου 1987, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές των τυποποιημένων πολυφασικών ηλεκτρικών κινητήρων, ισχύος μεγαλύτερης από 0,75 kW έως και 75 kW, καταγωγής Βουλγαρίας, Ουγγαρίας, Πολωνίας, Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας, Τσεχοσλοβακίας και Σοβιετικής Ένωσης, και για την οριστική είσπραξη των ποσών που έχουν κατατεθεί ως εγγύηση μέσω του προσωρινού δασμού (ΕΕ L 83, σ. 1 — εφεξής: οριστικός κανονισμός), καθόσον οι διατάξεις αυτές αφορούν την εισαγωγή από την προσφεύγουσα ηλεκτρικών κινητήρων καταγωγής Σοβιετικής Ενώσεως και την οριστική είσπραξη των ποσών που κατατέθηκαν ως εγγύηση από την προσφεύγουσα ( υπόθεση C-160/87 ).

4

Με Διατάξεις της 30ής Σεπτεμβρίου και της 15ης Οκτωβρίου 1987, το Δικαστήριο επέτρεψε αντιστοίχως στον Gimelec και στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων να παρέμβουν, στην υπόθεση C-160/87, υπέρ του καθού.

5

Με Διάταξη του Δικαστηρίου της 11ης Νοεμβρίου 1987, οι υποθέσεις C-305/86 και C-160/87 ενώθηκαν προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και έκδοση κοινής αποφάσεως.

6

Η Neotype είναι μία εταιρία της οποίας οι δραστηριότητες συνίστανται, μεταξύ άλλων, στην εισαγωγή ηλεκτρικών κινητήρων καταγωγής Σοβιετικής Ενώσεως που εξάγει η σοβιετική εταιρία Energomachexport, η οποία είναι μία από τις μετόχους της Neotype.

7

Τον Οκτώβριο του 1985, ο Gimelec, υποστηριζόμενος από τέσσερις άλλες εθνικές ενώσεις στον τομέα της ηλεκτρονικής, υπέβαλε στην Επιτροπή αίτηση επανεξετάσεως ορισμένων μέτρων αντιντάμπινγκ, σύμφωνα με το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2176/84 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1984, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ ή επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας ( ΕΕ L 201, σ. 1 ). Η αίτηση αυτή αφορούσε την επανεξέταση των αποφάσεων με τις οποίες τα θεσμικά όργανα αποδέχθηκαν τις σχετικές με τις τιμές δεσμεύσεις που είχαν αναλάβει οι ενδιαφερόμενοι εξαγωγείς στο πλαίσιο μιας προηγηθείσας διαδικασίας αντιντάμπινγκ που αφορούσε τις εισαγωγές ηλεκτρικών κινητήρων καταγωγής Βουλγαρίας, Πολωνίας, Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας, Ρουμανίας, Τσεχοσλοβακίας, Ουγγαρίας και Σοβιετικής Ενώσεως.

8

Στις 30 Σεπτεμβρίου 1986, το Συμβούλιο και η Επιτροπή απέσυραν τη συγκατάθεση τους ως προς τις προαναφερθείσες δεσμεύσεις και η Επιτροπή θέσπισε με τον προαναφερθέντα κανονισμό 3019/86, της ίδιας ημέρας, προσωρινό δασμό επί των εισαγωγών ηλεκτρικών κινητήρων καταγωγής, μεταξύ άλλων, Σοβιετικής Ενώσεως.

9

Στις 23 Μαρτίου 1987, το Συμβούλιο εξέδωσε τον προαναφερθέντα κανονισμό 864/87, για την επιβολή του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις προαναφερθείσες εισαγωγές και για την οριστική είσπραξη των ποσών που είχαν κατατεθεί ως εγγύηση μέσω του προσωρινού δασμού.

10

Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση εκτίθενται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, η εξέλιξη της διαδικασίας, καθώς και οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται πιο κάτω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

Επί της προσφυγής που βάλλει κατά του προσωρινού κανονισμού ( υπόθεση C-305/86 )

11

Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τον παρεμβαίνοντα Gimelec, προβάλλει το απαράδεκτο της προσφυγής που βάλλει κατά του προσωρινού κανονισμού.

12

Πρέπει να τονιστεί, προκαταρκτικά, ότι το ζήτημα αυτό είναι ανεξάρτητο από τη δυνατότητα προβολής του παρανόμου χαρακτήρα του προσωρινού κανονισμού ως λόγου που συνεπάγεται τον παράνομο χαρακτήρα του οριστικού κανονισμού.

13

Όσον αφορά το συμφέρον της Neotype να προσβάλει τον προσωρινό κανονισμό πρέπει να γίνει δεκτό ότι, ενόψει του γεγονότος ότι εισπράχθηκαν τα ποσά που είχαν κατατεθεί ως εγγύηση μέσω του προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 1, του οριστικού κανονισμού, με τον συντελεστή του θεσπισθέντος οριστικού δασμού, η Neotype δεν μπορεί να επικαλεστεί κανένα έννομο αποτέλεσμα απορρέον από τον προσωρινό κανονισμό (βλέπε τις αποφάσεις της 5ης Οκτωβρίου 1988, Brother κατά Επιτροπής, σκέψη 6, 56/85, Συλλογή 1988, σ. 5655, και Technointorg κατά Επιτροπής και Συμβουλίου, σκέψη 12, 294/86 και 77/87, Συλλογή 1988, σ. 6077 ).

14

Όσον αφορά το συμφέρον της Neotype να αναγνωριστεί η ακυρότητα του προσωρινού κανονισμού προκειμένου να αξιώσει αποζημίωση, πρέπει να σημειωθεί ότι η Neotype θα μπορούσε, καθόσον τα ποσά που είχαν κατατεθεί ως εγγύηση κατ' εφαρμογή του προσωρινού κανονισμού εισπράχθηκαν δυνάμει του οριστικού κανονισμού, να επικαλεστεί τον παράνομο χαρακτήρα του οριστικού κανονισμού προς στήριξη του αιτήματος αποκαταστάσεως ενδεχομένης ζημίας που προκλήθηκε από τον προσωρινό κανονισμό. Εν προκειμένω, ο οριστικός κανονισμός αντικατέστησε πράγματι τον προ- -σωρινό κανονισμό. Το ζήτημα της νομιμότητας του προσωρινού κανονισμού δεν μπορεί, επομένως, να επηρεάσει τη βάση του αιτήματος αποζημιώσεως.

15

Όσον αφορά τα ποσά που είχαν κατατεθεί ως εγγύηση και ελευθερώθηκαν συνεπεία του γεγονότος ότι ο συντελεστής του οριστικού δασμού είναι κατώτερος από τον συντελεστή του προσωρινού δασμού, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το συμφέρον της Neotype να αναγνωριστεί η ακυρότητα του προσωρινού κανονισμού προκειμένου να αξιώσει αποζημίωση θα μπορούσε να γίνει δεκτό μόνο αν η Neotype αναφερόταν στην ύπαρξη ζημίας σχετιζόμενης με τα εν λόγω ποσά που κατατέθηκαν ως εγγύηση. Εν προκειμένω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Neotype δεν προσδιόρισε, σε καμία φάση της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου, κανενός είδους ζημία που υπέστη συνεπεία της εφαρμογής του προσβαλλόμενου κανονισμού.

16

Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε την ύπαρξη συμφέροντος, όσον αφορά την άσκηση της προσφυγής κατά του προσωρινού κανονισμού. Επομένως, η προσφυγή αυτή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστούν τα επιχειρήματα που αντλούνται από τη φύση του προσωρινού κανονισμού.

Επί της προσφυγής που βάλλει κατά του προσωρινού κανονισμού ( C-160/87 )

Επί τον παραοεκτον

17

Ο παρεμβαίνων Gimelec υποστηρίζει στις παρατηρήσεις του ότι η προσφυγή της Neotype κατά του οριστικού κανονισμού είναι απαράδεκτη, καθόσον οι διαπιστώσεις που περιέχονται στον κανονισμό αυτό, σχετικά με την ύπαρξη πρακτικής ντάμπινγκ, δεν αφορούν άμεσα την προσφεύγουσα, επειδή το περιθώριο ντάμπινγκ για τα εξαχθέντα εμπορεύματα προσδιορίστηκε βάσει των τιμών εξαγωγής του οικείου εξαγωγέα και όχι βάσει των τιμών μεταπωλήσεως που εφάρμοσε η προσφεύγουσα.

18

Δεδομένου ότι πρόκειται για απαράδεκτο δημοσίας τάξεως που πρέπει να εξεταστεί αυτεπαγγέλτως δυνάμει του άρθρου 92, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας, παρέλκει η εξέταση του ζητήματος αν ο παρεμβαίνων μπορεί να προβάλει ένσταση απαραδέκτου την οποία δεν προέβαλε ο διάδικος υπέρ του οποίου παρενέβη.

19

Πρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, οι κανονισμοί με τους οποίους θεσπίζεται ο δασμός αντιντάμπινγκ, παρόλο που έχουν, από τη φύση τους και το περιεχόμενο τους, κανονιστικό χαρακτήρα, αφορούν άμεσα και ατομικά, μεταξύ άλλων, τους εισαγωγείς των οποίων οι τιμές μεταπωλήσεως των οικείων εμπορευμάτων αποτελούν τη βάση της κατασκευής της τιμής εξαγωγής, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 8, στοιχείο β ), του κανονισμού 2176/84, σε περίπτωση υπάρξεως συνδέσμου μεταξύ του εξαγωγέα και του εισαγωγέα ( βλέπε αποφάσεις της 29ης Μαρτίου 1979, ISO κατά Συμβουλίου, σκέψη 16, 118/77, Sig. 1979, σ. 1277, και της 21ης Φεβρουαρίου 1984, Allied Corporation κατά Επιτροπής, σκέψεις 11 και 15, 239/82 και 275/82, Συλλογή 1984, σ. 1005, καθώς και τις Διατάξεις του Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 1987, Sermes κατά Επιτροπής, σκέψεις 14 έως 16, 279/86, Συλλογή 1987, σ. 3109, και Frimodt Pedersen κατά Επιτροπής, σκέψεις 14 έως 16, 301/86, Συλλογή 1987, σ. 3123).

20

Οι σκέψεις στις οποίες στηρίζεται η νομολογία αυτή ισχύουν επίσης και για την περίπτωση κατά την οποία, βάσει των τιμών μεταπωλήσεως αυτών των εισαγωγέων, διαπιστώνεται όχι η ύπαρξη πρακτικής ντάμπινγκ, αλλά υπολογίζεται ο δασμός αντιντά-μπινγκ. Όπως συνάγεται από το άρθρο 1, παράγραφος 4, στοιχείο α), του οριστικού κανονισμού, η καθαρή τιμή μονάδας του προϊόντος « ελεύθερο στα σύνορα » της Κοινότητας, βάσει της οποίας καθορίζεται το ύψος του δασμού αντιντάμπινγκ που πρέπει ενδεχομένως να καταβληθεί, αντιστοιχεί, ως προς τους συνδεδεμένους εισαγωγείς, προς τη δασμολογητέα αξία κατά την έννοια του άρθρου 6 του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 1224/80 του Συμβουλίου, της 28ης Μαΐου 1980, περί της δασμολογητέας αξίας των εμπορευμάτων ( ΕΕ ειδ. έκδ. 02/008, σ. 218 ). Κατά τη διάταξη αυτή, η δασμολογητέα αξία στηρίζεται κατ' ουσίαν στην τιμή στην οποία πωλούνται τα εισαγόμενα εμπορεύματα από τον εισαγωγέα σε πρόσωπα που δεν συνδέονται με τον πωλητή. Οι συνδεόμενοι εισαγωγείς είναι επομένως σε θέση να επηρεάσουν, μέσω των τιμών αυτών τιμών αυτών μεταπωλήσεως που εφαρμόζονται για τα οικεία προϊόντα έναντι ανεξαρτήτων αγοραστών, το ύψος του καταβλητέου δασμού.

21

Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο οριστικός κανονισμός αφορά άμεσα και οριστικά τη Neotype, η οποία συνδέεται με τον εξαγωγέα των εν λόγω εμπορευμάτων, την Energomachexport, και ως προς την οποία εφαρμόστηκε η προαναφερθείσα μέθοδος υπολογισμού δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 4, στοιχείο β), του οριστικού κανονισμού.

22

Από τις προηγούμενες σκέψεις προκύπτει ότι η προσφυγή που άσκησε η Neotype στην υπόθεση C-160/87 είναι παραδεκτή.

Επί της ουσίας

23

Η Neotype προβάλλει κατά του οριστικού κανονισμού τους ακόλουθους λόγους:

εσφαλμένος υπολογισμός της κανονικής αξίας, ιδίως ως προς την επιλογή της χώρας αναφοράς-

ανεπαρκής αιτιολογία της επιλογής της χώρας αναφοράς·

εσφαλμένος υπολογισμός της ζημίας·

αθέμιτη μέθοδος καθορισμού του δασμού αντιντάμπινγκ·

ανεπίτρεπτο της οριστικής εισπράξεως των ποσών που είχαν κατατεθεί ως εγγύηση μέσω του προσωρινού δασμού.

Επί του λόγου που αντλείται από τον εσφαλμένο υπολογισμό της κανονικής α1ίας

24

Με τον πρώτο της λόγο η Neotype προβάλλει καταρχάς ότι η Γιουγκοσλαβία, η οποία επελέγη ως χώρα αναφοράς για τον καθορισμό της κανονικής αξίας, δεν αποτελεί χώρα με οικονομία της αγοράς κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 5, του κανονισμού 2176/84, λόγω του ότι υφίσταται ένα σύστημα ελέγχου των τιμών που τις συγκρατεί, ιδίως δε των ηλεκτρικών κινητήρων, σε επίπεδο τεχνητά υψηλό.

25

Εν προκειμένω, πρέπει να σημειωθεί ότι το άρθρο 2, παράγραφος 5, του κανονισμού 2176/84 προβλέπει ότι, στην περίπτωση εισαγωγών από χώρες που δεν έχουν οικονομία της αγοράς, η κανονική αξία καθορίζεται κατά τρόπο κατάλληλο και όχι παράλογο, ουσιαστικά, βάσει της τιμής που πράγματι εφαρμόζεται για το ομοειδές προϊόν σε χώρα με οικονομία της αγοράς.

26

Πρέπει να υπομνηστεί ότι ο σκοπός της προαναφερθείσας διάταξης συνίσταται στο να αποφεύγεται να λαμβάνονται υπόψη τιμές και κόστος σε χώρες που δεν έχουν οικονομία της αγοράς, δηλαδή που δεν διαμορφώνονται από τις συνήθεις δυνάμεις της αγοράς (βλέπε απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 1988, Technointorg, προαναφερθείσα, σκέψη 29 ).

27

Στη συνέχεια, πρέπει να παρατηρηθεί ότι το προαναφερθέν άρθρο 2, παράγραφος 5, χαρακτηρίζει ειδικότερα ως χώρες που δεν έχουν οικονομία της αγοράς τις χώρες στις οποίες εφαρμόζεται ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1765/82, της 30ής Ιουνίου 1982, περί του κοινού καθεστώτος εισαγωγών από χώρες κρατικού εμπορίου ( ΕΕ L 195, σ. 1 ), η δε Γιουγκοσλαβία δεν περιλαμβάνεται στις χώρες που αφορά ο κανονισμός αυτός.

28

Επομένως, πρέπει να εξεταστεί αν στη χώρα αυτή το εμπόριο ηλεκτρικών κινητήρων αποτελεί το αντικείμενο πλήρους ή περίπου πλήρους μονοπωλίου ή αν όλες οι εσωτερικές τιμές καθορίζονται από το κράτος. Όμως, οι δύο αυτές προϋποθέσεις δεν συντρέχουν στην περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας. Όπως αναφέρεται στο σημείο 5 του οριστικού κανονισμού, το ακριβές του οποίου δεν αμφισβήτησε η Neotype, στη Γιουγκοσλαβία υφίστανται τουλάχιστον τρεις επιχειρήσεις που εμπορεύονται ηλεκτρικούς κινητήρες τόσο στην εγχώρια αγορά όσο και στην αγορά της Κοινότητας. Επιπλέον, από τα προσαρτημένα στην προσφυγή έγγραφα προκύπτει ότι δεν υφίστατο κατά τον υπό κρίση χρόνο κανένα γενικό σύστημα καθορισμού τιμών στη Γιουγκοσλαβία και ότι, εν πάση περιπτώσει, ένα τέτοιο σύστημα δεν υφίστατο στον τομέα των ηλεκτρικών κινητήρων.

29

Το επιχείρημα της Neotype, ότι η Γιουγκοσλαβία δεν αποτελεί χώρα με οικονομία της αγοράς κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 5, του προαναφερθέντος κανονισμού, πρέπει επομένως να απορριφθεί.

30

Η Neotype υποστηρίζει περαιτέρω ότι οι γιουγκοσλαβικές τιμές δεν αποτελούν κατάλληλη και εύλογη βάση συγκρίσεως λόγω του ότι το μέγεθος της αγοράς αυτής είναι ανεπαρκές, ιδίως σε σχέση με τις αγορές των χωρών αναφοράς που επελέγησαν για την επιβολή προηγουμένων μέτρων αντιντάμπινγκ και ότι δεν υφίστατο στην πράξη καμία εισαγωγή προς τη Γιουγκοσλαβία ικανή να δημιουργήσει κάποιο ανταγωνισμό.

31

Η συλλογιστική αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Το μέγεθος της εγχώριας αγοράς δεν αποτελεί, καταρχήν, στοιχείο ικανό να ληφθεί υπόψη κατά την επιλογή της χώρας αναφοράς κατά την έννοια του προαναφερθέντος άρθρου 2, παράγραφος 5, εφόσον υφίσταται, κατά την περίοδο της έρευνας, επαρκής αριθμός συναλλαγών ώστε να διασφαλίζεται η αντιπροσωπευτικότητα της αγοράς αυτής σε σχέση με τις εν λόγω εξαγωγές. Στην αλληλουχία αυτή πρέπει να υπομνηστεί ότι με την απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 1988, Brother, σκέψεις 12 και 13 ( 250/85, Συλλογή 1988, σ. 5683 ), το Δικαστήριο δεν δέχθηκε τα επιχειρήματα με τα οποία εβάλλετο η πρακτική των θεσμικών οργάνων να καθορίζουν τον βαθμό της αντιπροσωπευτικότητας της εγχώριας αγοράς, προκειμένου να υπολογιστεί η κανονική αξία κατά το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2176/84 σε 5 ο/ο των οικείων εξαγωγών. Ούτε από τη δικογραφία ούτε από τη συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου προέκυψε ότι η γιουγκοσλαβική αγορά δεν ήταν αντιπροσωπευτική κατά την προαναφερθείσα έννοια.

32

Όσον αφορά την προβαλλόμενη ανυπαρξία εισαγωγών ηλεκτρικών κινητήρων στη Γιουγκοσλαβία, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το γεγονός αυτό δεν αρκεί αφεαυτού για να θεωρηθεί ότι η γιουγκοσλαβική αγορά δεν προσφέρεται να χρησιμεύσει ως στοιχείο αναφοράς, εφόσον υφίστανται στην αγορά αυτή επαρκείς συνθήκες ανταγωνισμού ώστε να διασφαλίζεται η αντιπροσωπευτικότητα των τιμών που εφαρμόζονται σ' αυτήν. Κατά την υπό κρίση περίοδο υφίσταντο τρεις παραγωγοί ηλεκτρικών κινητήρων στη γιουγκοσλαβική αγορά. Ακόμη και αν οι εφαρμοζόμενες από τις επιχειρήσεις αυτές τιμές στην εσωτερική αγορά ήταν περίπου οι ίδιες, όπως ισχυρίζεται η Neotype, το γεγονός αυτό δεν θα αρκούσε, από μόνο του, για να συναχθεί η ανυπαρξία ανταγωνισμού, δεδομένου ότι η ενδεχόμενη ομοιότητα τιμών μπορεί να εξηγηθεί με την επίδραση άλλων παραγόντων εκτός από τον έλεγχο τιμών που ασκεί το κράτος.

33

Πρέπει να τονιστεί, εξάλλου, ότι το γεγονός ότι καθορίστηκε η κανονική αξία βάσει των τιμών που εφαρμόζονται στη γιουγκοσλαβική αγορά είχε ως συνέπεια έναν καθορισμό περιθωρίου ντάμπινγκ των ηλεκτρικών κινητήρων καταγωγής Σοβιετικής Ενώσεως που είναι αισθητά κατώτερο από αυτό που είχε προσδιοριστεί με τον προσωρινό κανονισμό, καθώς και ότι το επίπεδο των τιμών αυτών ήταν, επομένως, εν πάση περιπτώσει χαμηλότερο από το επίπεδο των τιμών που εφαρμόζονταν στη σουηδική αγορά.

34

Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το Συμβούλιο υπερέβη τα όρια εξουσίας που παρέχεται στα θεσμικά όργανα με το προαναφερθέν άρθρο 2, παράγραφος 5, επιλέγοντας τη Γιουγκοσλαβία ως χώρα αναφοράς.

35

Η Neotype υποστηρίζει, στη συνέχεια, ότι, υπολογίζοντας την κανονική αξία, το Συμβούλιο δεν έλαβε υπόψη το ποσοστό του γιουγκοσλαβικού πληθωρισμού που είχε φθάσει το 80 ο/ο το 1985.

36

Απαντώντας σε σχετική ερώτηση του Δικαστηρίου, το Συμβούλιο και η Επιτροπή εκθέτουν ότι η κανονική αξία υπολογίστηκε στον οριστικό κανονισμό βάσει του σταθμισμένου μέσου όρου των εγχωρίων τιμών πωλήσεως που εφάρμοσαν οι γιουγκοσλάβοι παραγωγοί κατά τη διάρκεια του έτους αναφοράς 1985. Η διαφορά των ποσοστών πληθωρισμού μεταξύ Κοινότητας και Γιουγκοσλαβίας αντικατοπτρίστηκε στις διακυμάνσεις της τιμής συναλλάγματος Εψθ-δινάριο, πράγμα που είχε ως συνέπεια αύξηση κατά 78,7 ο/ο.

37

Πρέπει να γίνει δεκτό ότι, επιλέγοντας μία τέτοια μέθοδο για να λάβει υπόψη το ποσοστό πληθωρισμού, το Συμβούλιο δεν υπερέβη τα όρια εκτιμήσεως που αναγνωρίζονται στα θεσμικά όργανα κατά την εκτίμηση περίπλοκων οικονομικών καταστάσεων όπως εν προκειμένω. Η Neotype δεν προσκόμισε, εξάλλου, κανένα στοιχείο από το οποίο να αποδεικνύεται ότι η μέθοδος αυτή δεν καθιστούσε δυνατό να ληφθεί προσηκόντως υπόψη το ποσοστό πληθωρισμού στη Γιουγκοσλαβία κατά την περίοδο της έρευνας.

38

Η αιτίαση της Neotype σχετικά με το ότι αγνοήθηκε το ποσοστό του πληθωρισμού στη Γιουγκοσλαβία είναι επομένως αβάσιμη.

39

Τέλος η Neotype προβάλλει ότι η επίσημη τιμή συναλλάγματος του γιουγκοσλαβικού διναρίου, που έλαβε υπόψη το Συμβούλιο προκειμένου να υπολογίσει το περιθώριο ντάμπινγκ, δεν αντιστοιχεί στην πραγματική αξία αυτού του νομίσματος, δεδομένου ότι οι τράπεζες της Κοινότητας δεν πληρώνουν παρά μόνο 0,15 έως 0,17 του γερμανικού μάρκου για 100 δινάρια, ενώ η επίσημη τιμή αγοράς ήταν 0,27 του γερμανικού μάρκου.

40

Εν προκειμένω, πρέπει να υπομνηστεί ότι με την απόφαση της 7ης Μαΐου 1987, Ñachi Fujikoshi κατά Συμβουλίου, σκέψη 53 ( 255/84, Συλλογή 1987, σ. 1861 ), το Δικαστήριο έκρινε ότι για τον καθορισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ τα όργανα μπορούν να λαμβάνουν υπόψη τις επίσημες τιμές συναλλάγματος βάσει των οποίων διενεργούνται οι συναλλαγές του διεθνούς εμπορίου.

41

Τα επιχειρήματα που προβάλλει η Neotype δεν μπορούν να θέσουν υπό αμφισβήτηση το κύρος αυτής της μεθόδου που εφαρμόστηκε εν προκειμένω για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας. Πράγματι, οι τιμές συναλλάγματος, στις οποίς αναφέρεται η προσφεύγουσα, δεν μπορούν να εφαρμοστούν στις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ Κοινότητας και Γιουγκοσλαβίας, αλλά αντιπροσωπεύουν τιμές αγοράς χαρτονομισμάτων που εφαρμόζουν οι τράπεζες στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Εξάλλου, δεν υπάρχει κανένας λόγος να εφαρμοστεί η προαναφερθείσα μέθοδος, όπως, άλλωστε, αναγνώρισε η προσφεύγουσα στη γραπτή της απάντηση σε ερώτηση του Δικαστηρίου, προκειμένου να καθοριστεί η κανονική αξία που εφαρμόζεται στις γιουγκοσλαβικές εξαγωγές, ενώ πρέπει να επιλεγεί διαφορετική μέθοδος υπολογισμού για τους εξαγωγείς των χωρών κρατικού εμπορίου τις οποίες αφορά ο οριστικός κανονισμός.

42

Η συλλογιστική της Neotype σχετικά με τις τιμές συναλλάγματος του διναρίου που έλαβε υπόψη το Συμβούλιο δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

43

Από τις προηγούμενες σκέψεις προκύπτει ότι ο λόγος που αντλείται από τον φερόμενο ως εσφαλμένο υπολογισμό της κανονικής αξίας πρέπει να απορριφθεί.

Επί νου λόγου που αντλείται από την ανεπαρκή αιτιολογία της επιλογής της χώρας αναφοράς

44

Η Neotype θεωρεί ότι η επιλογή της Γιουγκοσλαβίας ως χώρας αναφοράς για τον καθορισμό της κανονικής αξίας δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη.

45

Πρέπει συναφώς να υπομνηστεί ότι, κατά πάγια νομολογία ( βλέπε, ιδίως, τις αποφάσεις της 7ης Μαΐου 1987, Nachi Fujikoshi κατά Συμβουλίου, προαναφερθείσα, σκέψη 39, και της 14ης Μαρτίου 1990, Gestetner κατά Επιτροπής, σκέψη 69, C-156/87, Συλλογή 1990, σ. I-781 ), από την αιτιολογία που απαιτεί το άρθρο 190 της Συνθήκης πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και αναμφισβήτητο η συλλογιστική της κοινοτικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη έτσι ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που οδήγησαν στη λήψη του μέτρου για να είναι σε θέση να υπερασπίσουν τα δικαιώματα τους και στο Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχο του.

46

Εν προκειμένω η προϋπόθεση αυτή τηρήθηκε. Η επιλογή της Γιουγκοσλαβίας ως χώρας αναφοράς αποτελεί το αντικείμενο του τμήματος Γ της αιτιολογίας του οριστικού κανονισμού και, ιδίως της αιτιολογικής σκέψεως 8, όπου εκτίθεται, μεταξύ άλλων, ότι η Επιτροπή προέβη, από της επιβολής του προσωρινού δασμού και κατόπιν της κινήσεως παράλληλης διαδικασίας αντιντάμπινγκ σε σχέση με τους ηλεκτρικούς κινητήρες καταγωγής Γιουγκοσλαβίας, σε επαλήθευση των τιμών που εφάρμοζαν τρεις γιουγκοσλάβοι παραγωγοί-εξαγωγείς στην εγχώρια αγορά. Το Συμβούλιο διαπίστωσε, επιπλέον, ότι η Γιουγκοσλαβία αποτελεί χώρα με οικονομία της αγοράς και ότι το γεγονός ότι καθορίστηκε η κανονική αξία των προϊόντων που πωλούνται στις εν λόγω χώρες κρατικού εμπορίου βάσει των τιμών της γιουγκοσλαβικής αγοράς κατέστησε δυνατή τη διασφάλιση ισότητας μεταχειρίσεως όλων των εξαγωγέων που είχαν εμπλακεί στις δύο σχετικές διαδικασίες.

47

Ο λόγος που αντλεί η Neotype από την ανεπαρκή αιτιολογία της επιλογής της Γιουγκοσλαβίας ως χώρας αναφοράς πρέπει, επομένως, να απορριφθεί.

Επί τον λόγου που αντλάται από τον εσφαλμένο υπολογισμό της ζημίας

48

Η Neotype υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο διέπραξε πρόδηλα σφάλματα κατά τον υπολογισμό της ζημίας. Συγκρίνοντας μόνο τα μεγέθη εισαγωγών των ετών 1982 έως 1985, το Συμβούλιο αμέλησε να λάβει υπόψη τη σημαντική μείωση των εισαγωγών που σημειώθηκαν κατά την προηγούμενη περίοδο, δηλαδή από το 1977 έως το 1981. Επιπλέον, το μερίδιο της αγοράς των εισαγωγών από τις χώρες που αναφέρονται στον οριστικό κανονισμό μειώθηκε, μεταξύ 1982 και 1985, κατά 13 ο/ο, σε σχέση δε μάλιστα με το 1978 κατά 27,5 ο/ο.

49

Όσον αφορά το πρώτο επιχείρημα της Neotype, πρέπει να υπομνηστεί ότι η διαδικασία αντιντάμπινγκ που κατέληξε στη θέσπιση του οριστικού κανονισμού είχε κινηθεί κατόπιν αιτήσεως επανεξετάσεως που υπέβαλαν οι ενδιαφερόμενες ενώσεις κοινοτικών παραγωγών. Η έρευνα αυτή είχε ως αντικείμενο να εξακριβωθεί αν οι δεσμεύσεις που είχαν αναλάβει οι εξαγωγείς των οικείων χωρών και τις οποίες αποδέχθηκαν τα θεσμικά όργανα κατά την προηγούμενη διαδικασία αντιντάμπινγκ εξακολουθούσαν να αρκούν για την εξάλειψη της ζημίας που προκλήθηκε από τις εξαγωγές που αποτελούσαν το αντικείμενο του ντάμπινγκ. Τα μεγέθη των εισαγωγών οι οποίες πραγματοποιήθηκαν πριν από το 1982 είχαν, επομένως, ήδη ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της προηγούμενης διαδικασίας αντιντάμπινγκ. Επομένως, δεν υπήρχε λόγος να χρησιμοποιηθούν κατά την εξέταση της προηγηθείσας του 1982 καταστάσεως.

50

Όσον αφορά τη μείωση του μεριδίου αγοράς των εισαγομένων ηλεκτρικών κινητήρων, που επικαλείται η Neotype, πρέτιεινα τονιστεί ότι, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2 του κανονισμού 2176/84, η εξέταση της ζημίας πρέπει να περιλαμβάνει όλους τους' παράγοντες από τους οποίους κανένας δεν θα μπορούσε, από μόνος του, να αποτελέσει έρεισμα καθοριστικής κρίσεως.

51

Εν προκειμένω, το Συμβούλιο, καίτοι αναγνωρίζει ότι το μερίδιο της αγοράς των εν λόγων εισαγωγών μειώθηκε από 23 ο/ο το 1982 σε 19,6 ο/ο το 1985, υπολόγισε τη ζημία βάσει των διαφόρων παραγόντων που απαριθμούνται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 2176/84. 'Ετσι, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 25 του προσωρινού κανονισμού, στην οποία παραπέμπει η αιτιολογική σκέψη 19 του οριστικού κανονισμού, ο όγκος των εισαγωγών ηλεκτρικών κινητήρων από τις εν λόγω χώρες αυξήθηκε από 716000 μονάδες το 1982 σε 748300 μονάδες το 1985, αφού σημείωσε μείωση σε 604000 και 689500 μονάδες αντιστοίχως το 1983 και 1984. Στις αιτιολογικές σκέψεις 21 έως 24 του οριστικού κανονισμού αναφέρεται, επιπλέον, η προσφορά μη αμελητέων χαμηλότερων τιμών κόστους, καθώς και τιμών πωλήσεως των κοινοτικών παραγωγών συνεπεία των τιμών μεταπωλήσεως των εισαγομένων ηλεκτρικών κινητήρων. Το Συμβούλιο διαπιστώνει, στη συνέχεια, στις αιτιολογικές σκέψεις 25 και 26 του προσβαλλόμενου κανονισμού ότι, παρά την αύξηση από το 1982 των πωλήσεων και της παραγωγής, οι κοινοτικοί παραγωγοί ηλεκτρικών κινητήρων αντιμετώπισαν απώλειες εκμεταλλεύσεως κυμαινόμενες μεταξύ του 2 και του 25 ο/ο της τιμής κόστους, με εξαίρεση δύο μόνο επιχειρήσεις, από τις οποίες η μία είναι εγκατεστημένη σε κράτος μέλος στο οποίο η διείσδυση των εν λόγω εισαγωγών είναι πολύ ασθενής. Τέλος, στην αιτιολογική σκέψη 26 του οριστικού κανονισμού εκτίθεται ότι οι θέσεις εργασίας που αφορά άμεσα η παραγωγή ηλεκτρικών κινητήρων στην Κοινότητα συνέχισαν να μειώνονται μεταξύ 1982 και 1985.

52

Ενόψει των περιστάσεων αυτών, την ακρίβεια των οποίων δεν αμφισβήτησε η Neotype, δεν είναι δυνατό να γίνει δεκτό ότι το Συμβούλιο υπερέβη τα όρια της εξουσίας του εκτιμήσεως, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι δεν προκλήθηκε σημαντική ζημία στους κοινοτικούς παραγωγούς από τις εν λόγω εισαγωγές, αυτό δε παρά τη μείωση του μεριδίου τους της αγοράς στην προαναφερθείσα έκταση.

53

Η Neotype υποστηρίζει, περαιτέρω, ότι το Συμβούλιο έπρεπε να υπολογίσει το μερίδιο της αγοράς των ηλεκτρικών κινητήρων που προέρχονται από τις οικείες χώρες όχι βάσει των μεγεθών των εισαγωγών αλλά βάσει των πωλήσεων εντός της Κοινότητας, ο αριθμός των οποίων είναι χαμηλότερος απ' ό,τι των εισαγωγών λόγω της διάρκειας της αποθηκεύσεως.

54

Εν προκειμένω, αρκεί να σημειωθεί ότι ενδεχόμενη διάσταση μεταξύ των μεγεθών των εισαγωγών και των πωλήσεων που οφείλεται στην ανάγκη διατηρήσεως αποθεμάτων εντός της Κοινότητας αποτελεί προσωρινό μόνο πρόβλημα που αντιστοιχεί στη φάση της δημιουργίας των αποθεμάτων αυτών, αλλά δεν μπορεί λογικά να γίνει δεκτό ότι μακροπρόθεσμα ο όγκος των εισαγομένων ηλεκτρικών κινητήρων υπερβαίνει αισθητώς τον όγκο των πωλήσεων των κινητήρων αυτών. Ενόψει του γεγονότος ότι οι ηλεκτρικοί κινητήρες που προέρχονται από τις οικείες χώρες έχουν ήδη πωληθεί εντός της Κοινότητας σε σημαντικές ποσότητες κατά τη δεκαετία του '70 και ότι η δημιουργία των αποθεμάτων πρέπει, επομένως, να έχει ολοκληρωθεί, δεν είναι δυνατό να προσαφθεί στο Συμβούλιο ότι υπολόγισε το μερίδιο της αγοράς κατά τη διάρκεια της περιόδου της έρευνας βάσει των εισαγωγών.

55

Ενόψει των προηγουμένων σκέψεων, ο λόγος που αντλείται από τον φερόμενο ως εσφαλμένο υπολογισμό της ζημίας πρέπει να απορριφθεί.

Επί τον λόγου που αντλείται από την αθέμιτη μέθοδο καθορισμού τον όασμον αντιντάμπινγκ

56

Με τον τέταρτο λόγο της η Neotype προβάλλει ότι ο κανονισμός 2176/84 δεν εξουσιοδοτεί το Συμβούλιο να θεσπίσει, έναντι των συνδεομένων εισαγωγέων, μεταβλητό δασμό αντιντάμπινγκ βάσει της διαφοράς μεταξύ της τιμής που αναφέρεται στο παράρτημα του προσβαλλόμενου κανονισμού και της δασμολογητέας αξίας που καθορίζεται κατά το άρθρο 6 του προαναφερθέντος κανονισμού 1224/80.

57

Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο α), του εν λόγω κανονισμού, η δασμολογητέα αξία των εισαγομένων εμπορευμάτων βασίζεται επί της τιμής μονάδος που αντιστοιχεί στις πωλήσεις των εισαγομένων εμπορευμάτων ή των πανομοιότυπων ή ομοειδών εισαγομένων εμπορευμάτων προς πρόσωπα που δεν συνδέονται με τους πωλητές, κατά το χρονικό σημείο ή περίπου κατά το χρονικό σημείο της εισαγωγής των υπό εκτίμηση εμπορευμάτων. Εάν δεν έχουν γίνει τέτοιες πωλήσεις, τότε η δασμολογητέα αξία βασίζεται, δυνάμει της παραγράφου 1, στοιχείο β ), της διατάξεως αυτής, στην τιμή μονάδας στην οποία πωλούνται τα εισαγόμενα εμπορεύματα ή πανομοιότυπα ή ομοειδή εισαγόμενα εμπορεύματα εντός της Κοινότητας κατά την πιο πρόσφατη, μετά την εισαγωγή των υπό εκτίμηση εμπορευμάτων, ημερομηνία, εντός όμως 90ημερών από την εισαγωγή αυτή.

58

Όσον αφορά τον λόγο αυτόν, πρέπει να υπομνηστεί καταρχάς ότι, δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφος 2, του κανονισμού 2176/84, οι κανονισμοί με τους οποίους θεσπίζεται δασμός αντιντάμπινγκ αναφέρουν ιδίως το ποσό και τον τύπο του επιβαλλομένου δασμού, καθώς και ορισμένα άλλα στοιχεία. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι τα θεσμικά όργανα είναι ελεύθερα να επιλέγουν, εντός των ορίων του πεδίου εκτιμήσεως τους, μεταξύ των διαφόρων τύπων δασμού.

59

Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 38 του προσβαλλόμενου κανονισμού, το Συμβούλιο αποφάσισε, προκειμένου να επιτευχθεί διαφάνεια, αποτελεσματικότητα, καθώς και για να ενθαρρυνθούν οι εξαγωγείς να αυξήσουν τις τιμές τους, να θεσπίσει μεταβλητό δασμό υπολογιζόμενο με βάση τη διαφορά μεταξύ της κατωτάτης τιμής και της τιμής πωλήσεως προς τον πρώτο ανεξάρτητο αγοραστή. Το Συμβούλιο θεώρησε, επιπλέον, αναγκαίο να στηρίξει, ανάλογα με τους εισαγωγείς που είναι συνδεδεμένοι με έναν εξαγωγέα, τον υπολογισμό του ενδεχομένου δασμού αντιντάμπινγκ στην τιμή πωλήσεως προς τον πρώτο αγοραστή που δεν είναι συνδεδεμένος με τον εξαγωγέα, καθοριζόμενη κατά το άρθρο 6 του κανονισμού 1224/80.

60

Ενεργώντας κατ' αυτόν τον τρόπο, το Συμβούλιο δεν υπερέβη τα όρια της εξουσίας του εκτιμήσεως, εφόσον, ιδίως, ο μεταβλητός δασμός είναι, γενικώς, ευνοϊκότερος για τους οικείους επιχειρηματίες, λόγω του ότι καθιστά δυνατή την αποφυγή κάθε καταβολής δασμών αντιντάμπινγκ υπό την προϋπόθεση, πάντως, ότι οι εισαγωγές πραγματοποιούνται σε τιμές άνω της ορισθείσας κατωτάτης τιμής.

61

Όσον αφορά τον καθορισμό της τιμής πωλήσεως προς τον πρώτο ανεξάρτητο αγοραστή, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το άρθρο 2, παράγραφος 8, στοιχείο β ), του κανονισμού 2176/84 αναγνωρίζει ότι για την εξέταση της προβαλλόμενης πρακτικής ντάμπινγκ δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως τιμή αναφοράς η τιμή εξαγωγής που πληρώθηκε ή έπρεπε να πληρωθεί από τον εισαγωγέα που είναι συνδεδεμένος με τον εξαγωγέα. Η διάταξη αυτή προβλέπει ότι, στην περίπτωση αυτή, η τιμή εξαγωγής μπορεί να κατασκευαστεί με βάση την τιμή στην οποία το εισαγόμενο προϊόν μεταπωλείται για πρώτη φορά στον ανεξάρτητο αγοραστή. Η ίδια αβεβαιότητα ως προς τις συναλλαγές μεταξύ επιχειρηματιών που συνδέονται μεταξύ τους εμφανίζεται εν προκειμένω, όσον αφορά τον καθορισμό της τιμής μονάδας του προϊόντος « ελεύθερο στα σύνορα » της Κοινότητας βάσει του οποίου ποικίλλει το ύψος του δασμού αντιντά-μπινγκ.

62

Εξάλλου, ο ίδιος ο κανονισμός 1224/80 προβλέπει στο άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο β ), ότι, για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας σε πώληση μεταξύ συνδεομένων μεταξύ τους προσώπων, η συναλλακτική αξία γίνεται αποδεκτή μόνον αν προσεγγίζει πολύ μία αξία που καθορίζεται βάσει στοιχείων διαφορετικών από αυτά που αφορούν την οικεία εισαγωγή. Μία από τις αξίες αναφοράς που αναφέρονται στη διάταξη αυτή [περίπωση ii)] είναι η δασμολογητέα αξία πανομοιότυπων ή ομοειδών εμπορευμάτων, όπως καθορίζεται κατ' εφαρμογή του άρθρου 6 του εν λόγω κανονισμού.

63

Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν μπορεί να προσαφθεί στο Συμβούλιο ότι καθόρισε για τους συνδεόμενους εισαγωγείς, μεταξύ των οποίων η Neotype, το ύψος του μεταβλητού δασμού αντιντάμπινγκ βάσει της δασμολογητέας αξίας κατά την έννοια του άρθρου 6 του κανονισμού 1224/80.

64

Η Neotype προβάλλει, περαιτέρω, ότι η επικουρική μέθοδος υπολογισμού, που αναφέρεται στο άρθρο 1, παράγραφος 4, στοιχείο α), του οριστικού κανονισμού, δηλαδή ο καθορισμός της καθαρής τιμής μονάδας του προϊόντος « ελεύθερο στα σύνορα » βάσει της δασμολογητέας αξίας κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 1224/80, δεν είναι αρκούντως ακριβής και συνιστά παραβίαση της αρχής της διαφάνειας των διοικητικών πράξεων.

65

Η διάταξη αυτή προβλέπει ότι:

« Αν η δασμολογητέα αξία των εισαγομένων εμπορευμάτων δεν δύναται να καθοριστεί κατ' εφαρμογή των άρθρων 3, 4, 5, 6 ή 7, καθορίζεται με εύλογο τρόπο, συμβιβαζόμενο με τις αρχές και τις γενικές διατάξεις της συμφωνίας και του άρθρου VII της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου και βάσει των διαθεσίμων στοιχείων εντός της Κοινότητας. »

66

Ενόψει των εγγυήσεων που προβλέπονται κατ' αυτόν τον τρόπο στο άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 1224/80 και του γεγονότος ότι στη διάταξη αυτή αναφέρεται μία επικουρική μέθοδος, η αναφορά στη διάταξη αυτή με τον οριστικό κανονισμό πρέπει να θεωρηθεί ότι συμβιβάζεται με τον κανονισμό 2176/84 και με τις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου. Στην περίπτωση κατά την οποία οι τελωνειακές αρχές θα πρέπει να στηριχθούν, σε μία ειδική περίπτωση, σ' αυτήν την επικουρική μέθοδο υπολογισμού, εναπόκειται στις εθνικές διοικητικές αρχές να επαγρυπνούν, ώστε ο καθορισμός του ύψους του μεταβλητού δασμού αντιντάμπινγκ να γίνει κατά διαφανή τρόπο και εντός των ορίων που καθορίζει το προαναφερθέν άρθρο 2, παράγραφος 3.

67

Επομένως, ο λόγος που η Neotype αντλεί από τη φερόμενη ως αθέμιτη μέθοδο καθορισμού του δασμού αντιντάμπινγκ πρέπει να απορριφθεί.

Επί τον λόγου πον αντλείται από την αθέμιτη οριστική είσπραξη των ποσών που είχαν κατατεθεί ως εγγύηση μέσω τον προσωρινού δασμού

68

Η Neotype υποστηρίζει, τέλος, ότι η οριστική είσπραξη, δυνάμει του άρθρου 2 του οριστικού κανονισμού, των ποσών που είχαν κατατεθεί ως εγγύηση μέσω του προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ είναι παράνομη, καθόσον ο προσωρινός κανονισμός ήταν άκυρος και, επομένως, δεν μπορούσε να επικυρωθεί με τον οριστικό κανονισμό.

69

Εν προκειμένω, πρέπει να τονιστεί προκαταρκτικά ότι η νομιμότητα του οριστικού κανονισμού περί εισπράξεως του προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ δεν επηρεάζεται από ενδεχόμενη ακυρότητα του προσωρινού κανονισμού παρά μόνο καθόσον αυτή επηρεάζει τον οριστικό κανονισμό.

70

Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι λόγοι που επικαλείται η Neotype κατά του προσωρινού κανονισμού δεν μπορούν να προβληθούν κατά του οριστικού κανονισμού. Ο πρώτος λόγος της Neotype ότι ο προσωρινός κανονισμός στερείται νομιμότητας λόγω πλημμελείας που σημειώθηκε κατά τη διαδικασία της ακροάσεως δεν επηρεάζει την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού. Πράγματι, ακόμη και αν η Neotype δεν είχε πληροφορηθεί εγκαίρως τη θέσπιση του προσωρινού δασμού, το γεγονός αυτό δεν μπορεί να έχει επιπτώσεις στην οριστική είσπραξη του δασμού αυτού, καθόσον η Neotype είχε τη δυνατότητα να διατυπώσει τα επιχειρήματα της πριν εκδοθεί ο οριστικός κανονισμός. Ως προς τον δεύτερο και τον τρίτο λόγο που προβάλλει η Neotype, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η επιλογή της Σουηδίας ως χώρας αναφοράς μεταβλήθηκε με τον οριστικό κανονισμό, ο οποίος στηρίζεται στις συνθήκες της γιουγκοσλαβικής αγοράς. Ο τέταρτος λόγος που αντλείται από τον εσφαλμένο υπολογισμό της ζημίας, και ο οποίος προβάλλεται επίσης κατά του οριστικού κανονισμού, απορρίφθηκε ανωτέρω ( βλέπε σκέψεις 48 έως 55 ). Με τον πέμπτο λόγο της η Neotype βάλλει κατά της μεθόδου που εφαρμόστηκε για τον καθορισμό του προσωρινού δασμού. Εν προκειμένω, αρκεί να τονιστεί ότι η μέθοδος αυτή δεν μπορεί να επηρεάσει το κύρος του οριστικού κανονισμού ο οποίος εκθόθηκε κατόπιν διαφορετικής διαδικασίας και βάσει νέων στοιχείων εκτιμήσεως.

71

Ο λόγος που αντλείται από την αθέμιτη οριστική είσπραξη των ποσών που είχαν κατατεθεί ως εγγύηση μέσω του προσωρινού δασμού πρέπει, επομένως, να απορριφθεί.

72

Από το σύνολο των προηγουμένων σκέψεων προκύπτει ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της.

Επί των δικαστικών εξόδων

73

Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων και των εξόδων των παρεμβαινόντων, οι οποίοι υπέβαλαν σχετικό αίτημα.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( πέμπτο τμήμα )

κρίνει:

 

1)

Απορρίπτει τις προσφυγές.

 

2)

Καταδικάζει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων και των εξόδων των παρεμβαινόντων.

 

Slynn

Zuleeg

Joliét

Moitinho de Almeida

Rodríguez Iglesias

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 11 Ιουλίου 1990.

Ο γραμματέας

J.-G. Giraud

Ο πρόεδρος του πέμπτου τμήματος

Gordon Slynn


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

Top