Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61987CJ0156

    Απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Μαρτίου 1990.
    Gestetner Holdings plc κατά Συμβουλίου και Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
    Ντάμπινγκ - Ανάληψη υποχρεώσεων - Οριστικός δασμός - Συσκευές φωτοαντιγραφής που χρησιμοποιούν συνηθισμένο χαρτί, καταγωγής Ιαπωνίας.
    Υπόθεση C-156/87.

    Συλλογή της Νομολογίας 1990 I-00781

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1990:116

    ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

    στην υπόθεση C-156/87 ( *1 )

    Περιεχόμενα

     

    Ι — Η δραστηριότητα της προσφεύγουσας

     

    II — Τα πραγματικά περιστατικά

     

    III — Έγγραφη διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

     

    IV — Λόγοι ακυρώσεως και επιχειρήματα των διαδίκων

     

    Α — Προσφυγή ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία απορρίπτεται η ανάληψη υποχρεώσεως που πρότεινε η προσφεύγουσα

     

    1. Επί του παραδεκτού

     

    2. Επί της ουσίας

     

    Β — Προσφυγή ακυρώσεως του κανονισμού 535/87 του Συμβουλίου

     

    1. Επί του παραδεκτού

     

    2. Επί της ουσίας

     

    α) Επί του καθορισμού της τιμής εξαγωγής

     

    β) Επί της συγκρίσεως της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής

     

    γ) Επί του ορισμού « κλάδου παραγωγής της Κοινότητας»

     

    δ) Επί του συμφέροντος της Κοινότητας

    Ι — Η δραστηριότητα της προσφεύγουσας

    Η προσφεύγουσα είναι σημαντικός κοινοτικός κατασκευαστής και διανομέας διαφόρων ειδών εξοπλισμού συσκευών φωτοαντιγραφής και συναφών μηχανημάτων.

    Ο όμιλος Gestetner αποτελείται από εκατό εταιρίες, με δραστηριότητες σε όλο τον κόσμο, που όλες συνδέονται με την προσφεύγουσα. Όσον αφορά την παρούσα υπόθεση, η Gestetner αναφέρει ότι η κύρια θυγατρική της για την εκμετάλλευση ήταν η Gestetner International Limited (στο εξής: GIL) που είναι εταιρία που ιδρύθηκε στην Αγγλία. Αναφέρει, εξάλλου, ότι η θυγατρική της στη Δανία είναι η Rex Rotary Holdings A/S (στο εξής: Rex Rotary ) και ότι τα προϊόντα της πωλούνται με την ονομασία « Rex Rotary », είτε η επεξεργασία τους έχει γίνει από την ίδια είτε έχουν εισαχθεί, ενώ άλλες θυγατρικές της Gestetner πωλούν με το σήμα « Gestetner ».

    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι κατασκεύαζε συσκευές φωτοαντιγραφής κοινού χάρτου ( στο εξής « PPC » ) μέχρι το 1983 και ότι τα PPC που διανέμει τώρα έχουν κατασκευαστεί από τη Mita Industrial Company Limited ( στο εξής: Mita ), ιαπωνική εταιρία με εργοστάσια στην Ιαπωνία και στο Χονγκ Κονγκ. Οι εμπορικές σχέσεις μεταξύ της Gestetner και της Mita είναι κανονικές και συνήθεις σχέσεις μεταξύ ανεξαρτήτων εταιριών. Τα PPC που προμηθεύει η Mita στην Gestetner διαφέρουν από αυτά που πωλούνται στην Κοινότητα με το σήμα « Mita ». Φέρουν το σήμα και το όνομα μοντέλου της Gestetner, και αυτή είναι υπεύθυνη έναντι των πελατών της για την εγκατάσταση των μηχανημάτων καθώς και για την εξυπηρέτηση των αγοραστών μετά την πώληση και για τη συντήρηση. Όσον αφορά τα άλλα προϊόντα που κατασκευάζει στην Κοινότητα, η Gestetner επισημαίνει ότι σημαντικός αριθμός των προϊόντων αυτών πωλήθηκε στην Ιαπωνία.

    Κατά τη διάρκεια της έρευνας αντιντάμπινγκ, η Επιτροπή αντιμετώπισε την Gestetner σαν να ήταν εισαγωγεύς PPC στην Κοινότητα: είναι ένας από τους Original Equipment Manufacturers (στο εξής: OEM) που αναφέρονται στο σημείο 8 των αιτιολογικών σκέψεων του προσβαλλόμενου κανονισμού. Σύμφωνα μ' αυτήν την αιτιολογική σκέψη, αυτές οι OEM « [ δηλαδή εισαγωγείς που πωλούν PPC με το δικό τους εμπορικό σήμα εντός της Κοινότητας ]... ήταν γενικά εταιρίες που είχαν προηγουμένως κατασκευάσει με δικό τους εμπορικό σήμα μηχανήματα PPC ή συνέχιζαν να κατασκευάζουν άλλα προϊόντα στον τομέα των ηλεκτρονικών μηχανημάτων γραφείου ή μηχανημάτων αναπαραγωγής. Αυτά τα μηχανήματα ήταν γενικά διαφορετικού τύπου και είχαν διαφορετικές τεχνικές προδιαγραφές από τα μηχανήματα που πωλήθηκαν με το εμπορικό σήμα των ιαπώνων κατασκευαστών ».

    Η Gestetner όμως διευκρινίζει ότι η GIL εξάγει PPC σε όλο τον κόσμο. Οι θυγατρικές της Gestetner στα κράτη μέλη εισάγουν PPC και υποβάλλονται επομένως στο δασμό αντιντάμπινγκ που επιβάλλεται στις εισαγωγές PPC καταγωγής Ιαπωνίας, ανεξαρτήτως του αν, από νομικής απόψεως, εξαγωγέας από την Ιαπωνία θεωρείται η Mita ή η Gestetner.

    II — Τα πραγματικά περιστατικά

    Τον Ιούλιο 1985, η επιτροπή των ευρωπαίων κατασκευαστών συσκευών φωτοαντιγραφής (στο εξής: Cecom) υπέβαλε στην Επιτροπή, επ' ονόματι των παραγωγών που αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο μέρος της κοινοτικής παραγωγής του εν λόγω προϊόντος, καταγγελία, σύμφωνα με την οποία οι εισαγωγές ορισμένων PPC καταγωγής Ιαπωνίας αποτελούν αντικείμενο πρακτικών ντάμπινγκ και προκαλούν ζημία στην κοινοτική βιομηχανία.

    Η διαδικασία αντιντάμπινγκ που κίνησε η Επιτροπή βάσει του κανονισμού (ΕΟΚ) 2176/84 του Συμβουλίου της 23ης Ιουλίου 1984, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ ή επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας ( ΕΕ L 201 σ. 1 ), οδήγησε στην επιβολή, με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2640/86 της Επιτροπής της 21ης Αυγούστου 1986 ( ΕΕ L 239, σ. 5 ) προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ ύψους 13,7 % επί των εισαγωγών PPC που κατασκευάστηκαν στην Ιαπωνία από τη Mita.

    Η προσφεύγουσα πρότεινε στην Επιτροπή την ανάληψη υποχρεώσεως δυνάμει του άρθρου 10 του κανονισμού 2176/84, πρόταση που απορρίφθηκε με απόφαση της Επιτροπής ( στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση ).

    Στις 23 Φεβρουαρίου 1987, το Συμβούλιο, προτάσει της Επιτροπής, εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΟΚ) 535/87, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ ύψους 12,6 ο/ο στις εισαγωγές PPC που κατασκευάστηκαν στην Ιαπωνία από τη Mita (στο εξής: προσβαλλόμενος κανονισμός ).

    Η Gestetner υποστηρίζει ότι η προσφυγή ακυρώσεως του κανονισμού 535/87 αφορά αποκλειστικά το Συμβούλιο και ότι η προσφυγή ακυρώσεως της αποφάσεως με την οποία η Επιτροπή απορρίπτει την πρόταση αναλήψεως υποχρεώσεως που υπέβαλε η Gestetner αφορά την Επιτροπή και το Συμβούλιο, διότι το τελευταίο επιβεβαίωσε την απόφαση αυτή εκδίδοντας τον προσβαλλόμενο κανονισμό.

    III — Έγγραφη διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

    Η προσφυγή της προσφεύγουσας πρωτοκολλήθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 21 Μαΐου 1987.

    Με Διατάξεις του Δικαστηρίου της 26ης Νοεμβρίου και 16ης Δεκεμβρίου 1987 αντιστοίχως επετράπη στη Cecom και στο Βασίλειο της Ισπανίας να παρέμβουν υπέρ των καθών. Με Διάταξη της 16ης Δεκεμβρίου 1987 το Δικαστήριο επέτρεψε στη Mita Industrial Company Limited (στο εξής: Mita) να παρέμβει υπέρ της προσφεύγουσας.

    Η έγγραφη διαδικασία διεξήχθη κανονικά. Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και μετά από ακρόαση του γενικού εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων. Το Δικαστήριο ζήτησε από τους διαδίκους να συνοδεύονται κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση από εμπειρογνώμονες.

    Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

    να ακυρώσει τον κανονισμό 535/87 ή, επικουρικώς, να τον ακυρώσει κατά το μέτρο που επιβάλλει δασμό αντιντάμπινγκ ύψους 12,6 % στα PPC που κατασκευάζονται από τη Mita·

    να ακυρώσει την απόφαση με την οποία δεν έγινε δεκτή η προσφορά της Gestetner για την ανάληψη υποχρεώσεως·

    να καταδικάσει το Συμβούλιο και την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

    Το Συμβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο:

    να κρίνει την προσφυγή απαράδεκτη στο σύνολό της·

    να απορρίψει την προσφυγή ·

    να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

    Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

    να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη ή, εν πάση περιπτώσει, ως αβάσιμη, στο μέτρο που στρέφεται κατά της Επιτροπής·

    να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή.

    Η Cecom, παρεμβαίνουσα, ζητεί από το Δικαστήριο:

    να απορρίψει την προσφυγή·

    να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων στα οποία υποβλήθηκε η Cecom ως παρεμβαίνουσα.

    IV — Λόγοι ακυρώσεως και επιχειρήματα των διαδίκων

    Α — Προσφυγή ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία απορρίπτεται η ανάληψη υποχρεώσεως που πρότεινε η προσφεύγουσα

    1. Επί του παραδεκτού

    Η Gestetner επισημαίνει καταρχάς ότι δεν έλαβε καμία πληροφορία από την Επιτροπή σχετικά με την απόρριψη της προτάσεώς της για ανάληψη υποχρεώσεως, αντίθετα απ' ό,τι αναφέρεται στο σημείο 100 των αιτιολογικών σκέψεων του κανονισμού 535/87. Θεωρεί επομένως ότι η απορριπτική απόφαση σχετικά με την ανάληψη υποχρεώσεως, η οποία αναφέρεται μόνο στο προαναφερθέν σημείο 100 των αιτιολογικών σκέψεων, αποτελεί μέτρο δημοσιευόμενο στην Επίσημη Εφημερίδα και ότι η προθεσμία της προσφυγής άρχισε να τρέχει, το νωρίτερο, από τη δέκατη πέμπτη ημέρα μετά τη δημοσίευση.

    Η απόφαση αυτή αφορά άμεσα και ατομικά τον όμιλο Gestetner και τα μέλη του, που εισάγουν PPC στην Κοινότητα, διότι αν είχε γίνει δεκτή η ανάληψη υποχρεώσεως, δεν θα είχαν επιβληθεί οριστικοί δασμοί αντιντάμπινγκ στα PPC που εισήγαγε η Gestetner στην Κοινότητα.

    Όσον αφορά το παραδεκτό, η Gestetner υποστηρίζει ότι η απόφαση με την οποία η Επιτροπή αρνήθηκε την προσφορά για την ανάληψη υποχρεώσεως είναι τελική απόφαση της σχετικής διοικητικής διαδικασίας. Καμία διάταξη του κανονισμού 2176/84 δεν προβλέπει τη συνέχιση της διαδικασίας αυτής, με την άσκηση, για παράδειγμα, διοικητικής προσφυγής ενώπιον του Συμβουλίου.

    Μια τέτοια απόφαση, δεν αποτελεί, κατά την άποψη της Gestetner, ούτε προπαρασκευαστική πράξη για τον κανονισμό που επιβάλλει δασμό αντιντάμπινγκ. Αν αυτό συνέβαινε, θα σήμαινε ότι ο κανονισμός που επιβάλλει δασμούς αντιντάμπινγκ αποτελεί απόφαση που μπορεί να αμφισβητηθεί από αυτόν που πρότεινε ανάληψη της υποχρεώσεως. Εντούτοις από το σημείο 100 των αιτιολογικών σκέψεων του κανονισμού 535/87 προκύπτει ότι το Συμβούλιο άντλησε απλώς τις συνέπειες από την απόφαση της Επιτροπής. Είτε ο κανονισμός αυτός αποτελεί απόφαση που τερματίζει τη σχετική με την πρόταση αναλήψεως υποχρεώσεως διαδικασία είτε αποτελεί κανονισμό κατά την αληθή έννοια του όρου, εν πάση περιπτώσει η Gestetner δεν μπορεί να στραφεί, δυνάμει του άρθρου 173, κατά του Συμβουλίου, λόγω του ότι μια χωριστή νομική πράξη της Επιτροπής είναι παράνομη. Στην πραγματικότητα η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί το αποκορύφωμα ειδικής διαδικασίας που διακρίνεται από αυτή που οδήγησε στην επιβολή των δασμών αντιντάμπινγκ.

    Εξάλλου, η Gestetner παρατηρεί ότι η προσφυγή ακυρώσεως αποτελεί το μόνο ένδικο βοήθημα κατά της αρνήσεως της Επιτροπής να δεχθεί την προσφορά αναλήψεως υποχρεώσεως. Λαμβανομένων υπόψη των σχετικά σύντομων προθεσμιών για την άσκηση προσφυγής δυνάμει του άρθρου 173, η διαδικασία πρέπει να κινηθεί πριν γίνει γνωστό αν έγινε δεκτή η προσφυγή που ασκήθηκε ενδεχομένως κατά του κανονισμού περί επιβολής του δασμού αντιντάμπινγκ.

    Το Συμβούλιο θεωρεί ότι η αμφισβήτηση της προσφεύγουσας αφορά τα δύο κοινοτικά όργανα ( δεδομένου ότι η αιτιολογία της αποφάσεως της Επιτροπής επαναλαμβάνεται στον προσβαλλόμενο κανονισμό ) αλλά, για να αποφευχθούν οι επαναλήψεις, παραπέμπει στο υπόμνημα αντικρούσεως της Επιτροπής στο οποίο εκτίθενται οι λόγοι που δικαιολογούν την απόρριψη της αναλήψεως υποχρεώσεως.

    Η Επιτροπή αμφισβητεί το ότι πρέπει να θεωρηθεί παραδεκτή η προσφυγή που άσκησε η Gestetner για να επιτύχει την ακύρωση της αποφάσεώς της περί απορρίψεως της αναλήψεως της υποχρεώσεως.

    Αναφερόμενη στις αποφάσεις της 21ης Φεβρουαρίου 1984, Allied Corporation (239/82 και 275/82, Συλλογή 1984, σ. 1005 ), της 4ης Οκτωβρίου 1983, Fediol (191/82, Συλλογή 1983, σ. 2913) και της 20ής Μαρτίου 1985, Timex Corporation (264/82, Συλλογή 1985, σ. 849 ), η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η νομολογία αυτή δεν επηρεάζει την αρχή σύμφωνα με την οποία καταρχήν μόνον οι τελικές αποφάσεις των κοινοτικών οργάνων μπορούν να προσβληθούν δυνάμει του άρθρου 173 της Συνθήκης ΕΟΚ, σε αντίθεση με τα μέτρα που έχουν καθαρά προπαρασκευαστικό χαρακτήρα (απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 1981, IBM κατά Επιτροπής, 60/81, Συλλογή 1981, σ. 2639). Η άρνηση όμως αναλήψεως υποχρεώσεως στον τομέα του αντιντάμπινγκ καθώς και η άρνηση αναλήψεως από μια επιχείρηση της υποχρεώσεως να αλλάξει τη συμπεριφορά της, με σκοπό να περατωθεί η διαδικασία που προβλέπει ο κανονισμός 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962 (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25), αποτελούν προπαρασκευαστικές πράξεις.

    Η άρνηση της Επιτροπής να συμφωνήσει σε μια συναινετική λύση που αποτελεί εναλλακτική δυνατότητα σε σχέση με μια πράξη νομικά δεσμευτική δεν μπορεί να προσβληθεί δυνάμει του άρθρου 173.

    Τέλος, δεδομένου ότι η απόρριψη της αναλήψεως της υποχρεώσεως συνοδεύεται στην πράξη πάντοτε από την επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ ( ή από μια προσφορά για ανάληψη υποχρεώσεως που γίνεται δεκτή ), η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν χρησιμεύει σε τίποτε το παραδεκτό μιας τέτοιας προσφυγής. Η Επιτροπή προσθέτει ότι, αν είναι παραδεκτή μια τέτοια προσφυγή, τα έξοδα θα πρέπει να βαρύνουν την προσφεύγουσα, εκτός αν αυτή μπορεί να αποδείξει σαφώς για ποιο λόγο η προσφυγή ακυρώσεως των δασμών αντιντάμπινγκ δεν είναι αρκετή για την προστασία των συμφερόντων της.

    Όσον αφορά την ανάληψη υποχρεώσεως που πρότεινε η Gestetner, η Cecom υποστηρίζει ότι η προσφεύγουσα δεν μπορεί να θεωρηθεί εξαγωγέας και επομένως δεν μπορούσε να προτείνει ανάληψη υποχρεώσεως κατ' εφαρμογή του άρθρου 10 του κανονισμού 2176/84.

    2. Επί της ουσίας

    Η Gestetner ισχυρίζεται ότι η απόφαση που απορρίπτει την προσφορά της για ανάληψη υποχρεώσεως πρέπει να ακυρωθεί λόγω ανεπαρκούς αιτιολογίας, δεδομένου ότι η Επιτροπή περιορίζεται στο να επικαλείται μία « παραδοσιακή πρακτική » να μη δέχεται την ανάληψη υποχρεώσεως εκ μέρους των εισαγωγέων, χωρίς η πρακτική αυτή να στηρίζεται ούτε στον προσβαλλόμενο κανονισμό ούτε στη σχετική αλληλογραφία της. Κατά την άποψη όμως της Gestetner αυτή η πρακτική της Επιτροπής στερείται νομίμου ερείσματος. Η Gestetner υποστηρίζει ότι η ανάληψη υποχρεώσεως που προτείνει ένας εισαγωγέας μπορεί, καταρχήν, να γίνει δεκτή δυνάμει του άρθρου 10 του κανονισμού 2176/84. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή οι αναλήψεις υποχρεώσεων πρέπει να καθιστούν δυνατόν να εξαφανιστεί, « προς ικανοποίηση της Επιτροπής, το περιθώριο ντάμπινγκ ή τα επιζήμια αποτελέσματα που προκύπτουν από αυτά». Τέτοιου είδους όμως επιζήμια αποτελέσματα μπορούν να εξαλειφθούν με την ανάληψη από τον εισαγωγέα της υποχρεώσεως να αυξήσει τις τιμές του.

    Στη συνέχεια η Gestetner υποστηρίζει ότι εν πάση περιπτώσει έπρεπε να θεωρηθεί εξαγωγέας τουλάχιστον για τους σκοπούς του αναφερθέντος άρθρου 10. Φαίνεται ότι ο λόγος για τον οποίο η Gestetner δεν θεωρήθηκε εξαγωγεύς είναι ότι το να αναγνωριστεί η ιδιότητα αυτή στην προσφεύγουσα θα επέφερε τον αποκλεισμό των πωλήσεων της Gestetner από τον υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ της Mita και τον υπολογισμό χωριστού περιθωρίου ντάμπινγκ για την Gestetner ( βλέπε σημείο 92 των αιτιολογικών σκέψεων του κανονισμού 535/87). Το άρθρο όμως 10 του κανονισμού 2176/84 δεν ορίζει, ρητά ή σιωπηρά, ότι μπορεί να γίνει δεκτό να αναλάβουν υποχρεώσεις μόνο εταιρίες για τις οποίες η Επιτροπή καθόρισε περιθώριο ντάμπινγκ· η ύπαρξη ή όχι περιθωρίου ντάμπινγκ δεν έχει σχέση με την αξιοπιστία της αναλήψεως υποχρεώσεως ή με τα στοιχεία που πρέπει να λάβει υπόψη η Επιτροπή για να αποφασίσει να δεχθεί ή όχι την ανάληψη υποχρεώσεως που της προσφέρεται. Κατά συνέπεια η συλλογιστική της Επιτροπής είναι αυθαίρετη και παράνομη.

    Το Συμβούλιο παρατηρεί σχετικά ότι το επιχείρημα που προβάλλεται σχετικά με το ζήτημα αυτό στρέφεται καταρχήν κατά της Επιτροπής. Εντούτοις, δεδομένου ότι το Συμβούλιο επαναλαμβάνει στον προσβαλλόμενο κανονισμό την αιτιολογία της αποφάσεως της Επιτροπής, η Gestetner στρέφεται κατά και των δύο οργάνων. Το Συμβούλιο παραπέμπει το Δικαστήριο και την προσφεύγουσα στο υπόμνημα αντικρούσεως της Επιτροπής.

    Η Επιτροπή υπογραμμίζει, καταρχάς, ότι σύμφωνα με τη Νομολογία του Δικαστηρίου (αποφάσεις της 4ης Οκτωβρίου 1983, Fediol κατά Επιτροπής, 191/82, που προαναφέρθηκε, της 11ης Ιουλίου 1985, Remia κατά Επιτροπής, 42/84, Συλλογή 1985, σ. 2545, και της 7ης Μαΐου 1987, ΝΤΝ Toyo κατά Συμβουλίου, 240/84, Συλλογή 1987, σ. 1809, Nachi Fujikoshi κατά Συμβουλίου, 255/84, Συλλογή 1987, σ. 1861, Nippon Seiko κατά Συμβουλίου, 258/84, Συλλογή 1987, σ. 1923, και Minebea κατά Συμβουλίου, 260/84, Συλλογή 1987, σ. 1975 ) ο δικαστής πρέπει να περιορίζει τον έλεγχο που ασκεί στο ότι τηρήθηκαν οι κανόνες διαδικασίας, ότι συνέβησαν πράγματι τα περιστατικά επί των οποίων στηρίχθηκε η επίμαχη επιλογή και ότι δεν χώρησε ούτε πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση των περιστατικών αυτών, ούτε ενέργεια κατά κατάχρηση εξουσίας. Οι αρχές αυτές πρέπει να εφαρμόζονται στις υποθέσεις που αφορούν αναλήψεις υποχρεώσεων, λαμβανομένου υπόψη ότι το Δικαστήριο επιβεβαίωσε πρόσφατα ότι τα κοινοτικά όργανα δεν υποχρεούνται να αποδέχονται τις υποχρεώσεις που τους προτείνονται ( προαναφερθείσες αποφάσεις της 7ης Μαΐου ). Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η απόφαση δεν πάσχει κανένα από τα ελαττώματα αυτά.

    Κατά την άποψη της Επιτροπής ούτε ο κώδικας αντιντάμπινγκ της GATT ούτε ο κανονισμός 2176/84 ορίζουν με ποια κριτήρια μπορούν να γίνουν δεκτές οι αναλήψεις υποχρεώσεων και δεν είναι δυνατόν να υπάρχει υποχρέωση αποδοχής της αναλήψεως υποχρεώσεως χωρίς να ληφθούν υπόψη οι προβλεπόμενες ρήτρες. Η Επιτροπή διαθέτει ευρεία διακριτική εξουσία για να εκτιμήσει αν πρέπει να γίνει δεκτή η ανάληψη υποχρεώσεως, και η εξουσία αυτή πρέπει να ασκείται κυρίως λαμβανομένων υπόψη των πρακτικών αναγκών και όχι νομικών σκέψεων.

    Για την Επιτροπή, οι αναλήψεις υποχρεώσεων παρουσιάζουν πλεονεκτήματα ( φιλικός διακανονισμός, οικονομία χρόνου και χρήματος για τη διοίκηση, ευκαμψία ), υπό την προϋπόθεση ότι έχουν συνταχθεί κανονικά και ότι η σχετική ενημέρωση της Επιτροπής είναι πλήρης, ώστε να είναι βέβαιη η αποτελεσματική τους λειτουργία. Οι αναλήψεις υποχρεώσεων μπορούν όμως να παρουσιάσουν και μειονεκτήματα [λόγω των συνθηκών μπορεί οι υποχρεώσεις να τροποποιηθούν ή να παύσουν να είναι αποτελεσματικές' η επιχείρηση που αναλαμβάνει την υποχρέωση μπορεί να μην την τηρήσει· ο σχετικός έλεγχος είναι δύσκολος· σε περίπτωση παραβάσεως δεν υπάρχει αποζημίωση ή πρόστιμο, παρά μόνο στο πλαίσιο του άρθρου 13, παράγραφος 4, στοιχείο β), του κανονισμού 2176/84] τόσο για τα κοινοτικά όργανα όσο και για την κοινοτική βιομηχανία.

    Ο έλεγχος των αναληφθεισών υποχρεώσεων δεν αποκλείει κάθε κίνδυνο μη εκτελέσεως τους και αποτελεί σημαντική επιβάρυνση της διοικήσεως. Ας προστεθεί ότι οι εξαγωγείς πρέπει επίσης να αναλάβουν την υποχρέωση ότι θα λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να εμποδίσουν την καταστρατήγηση της αναληφθείσας υποχρεώσεως μέσω μεταπωλήσεων από ενδιαμέσους ή εμπόρους που κάνουν τις προμήθειες τους από αγορές όπου επικρατούν χαμηλές τιμές για να επανεξάγουν στην Κοινότητα ή από εισαγωγείς με τους οποίους συνδέονται στο εσωτερικό της Κοινότητας.

    Για να αποφασίσει αν θα δεχθεί ή όχι την ανάληψη υποχρεώσεως, η Επιτροπή πρέπει να σταθμίσει τα ενδεχόμενα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα της αναλήψεως της υποχρεώσεως εξετάζοντας τα πραγματικά, πρακτικά και διοικητικά ζητήματα και όχι τα ζητήματα αρχής.

    Κατά την άποψη της Επιτροπής δεν θα ήταν σκόπιμο ή χρήσιμο να δεχθεί την ανάληψη των υποχρεώσεων που πρότειναν επιχειρήσεις που δεν παράγουν ούτε πωλούν οι ίδιες στη χώρα εξαγωγής. Πράγματι:

    προκύπτει σαφώς από τον κώδικα αντιντάμπινγκ της GATT (άρθρο 7), στον οποίο στηρίζεται η πρακτική της Επιτροπής στις υποθέσεις αντιντάμπινγκ, ότι υποχρεώσεις πρέπει να αναλαμβάνουν αποκλειστικώς και μόνον οι εξαγωγείς·

    η Επιτροπή θεωρεί επίσης ότι αν ο παραγωγός δεν ανέλαβε υποχρέωση, είναι κανονικά άχρηστο να αναλάβει υποχρέωση μια εταιρία που κάνει τις προμήθειες της από τον παραγωγό αυτό με σκοπό να εξάγει, διότι σε κάθε περίπτωση θα επιβληθεί δασμός στα προϊόντα που κατασκευάστηκαν από τον παραγωγό αυτό·

    ως προς αυτό το ζήτημα η κατάσταση της Gestetner δεν είναι ιδιαίτερη ή ασυνήθιστη· σε πάρα πολλές περιπτώσεις διανομείς, έμποροι, μικρομεσίτες, εισαγωγείς και άλλοι επιχειρηματίες, που δεν είναι οι ίδιοι εξαγωγείς ή κατασκευαστές, θα προτιμούσαν, αναλαμβάνοντας μια υποχρέωση, να αποφύγουν να εμπέσουν στο πεδίο εφαρμογής των δασμών αντιντάμπινγκ·

    τέλος είναι γενικά δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να καθοριστεί, για μια εταιρία που δεν κατασκευάζει προϊόντα αλλά εφοδιάζεται από έναν κατασκευαστή για να εξάγει στην Κοινότητα, κανονική αξία ανεξάρτητη από αυτή που έχει καθοριστεί για τον κατασκευαστή αυτόν και επομένως δεν είναι άχρηστο να αντιμετωπίζονται χωριστά οι δύο εταιρίες.

    Όσον αφορά το επιχείρημα σύμφωνα με το οποίο η ανάληψη υποχρεώσεως εκ μέρους ενός εισαγωγέα μπορεί να εξαλείψει τη ζημιά, ακόμη και αν δεν μπορεί να εμποδίσει το ντάμπινγκ, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, αν αυτό συνέβαινε, οι ανεξάρτητοι εισαγωγείς θα είχαν δύο λόγους για να αγοράζουν εμπορεύματα σε τιμές ντάμπινγκ και όχι εμπορεύματα που κατασκευάστηκαν στην Κοινότητα: θα πλήρωναν λιγότερο για τα εμπορεύματα αυτά και η αναληφθείσα υποχρέωση θα εξασφάλιζε σε τελευταία ανάλυση περιθώριο κέρδους στους εισαγωγείς. Υπό τις συνθήκες αυτές οι παραγωγοί της Κοινότητας θα υφίσταντο το ίδιο σημαντική ζημία, όπως κι αν δεν είχε γίνει ανάληψη υποχρεώσεως.

    Η Επιτροπή εφιστά επίσης την προσοχή σε έναν άλλο λόγο για τον οποίον δεν γίνονται δεκτές οι αναλήψεις υποχρεώσεων εκ μέρους των εισαγωγέων. Όλες οι αναλήψεις υποχρεώσεων πρέπει να ελέγχονται. Ο αριθμός των εξαγωγέων είναι μεν κατά κανόνα περιορισμένος (αν είναι υπερβολικός οι αναλήψεις υποχρεώσεων δεν γίνονται δεκτές, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κώδικα αντιντάμπινγκ της GATT), ο αριθμός των ενδεχόμενων εξαγωγέων είναι όμως, αντίθετα, πάντοτε σημαντικός.

    Τέλος, έστω κι αν πράγματι η Gestetner πρέπει να θεωρηθεί ως εξαγωγεύς, η προσφεύγουσα παραδέχεται ότι δεν είναι εξαγωγεύς-κατασκευαστής. Η Επιτροπή εξήγησε ήδη τους λόγους της πολιτικής της, σύμφωνα με την οποία δέχεται κατά κανόνα τις αναλήψεις υποχρεώσεων μόνον εκ μέρους εξαγωγέων που κατασκευάζουν οι ίδιοι τα εν λόγω προϊόντα.

    Β — Προσφυγή ακυρώσεως τον κανονισμού 535/87 του Συμβουλίου

    1. Επί του παραδεκτού

    Η Gestetner υποστηρίζει καταρχάς ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός την αφορά άμεσα. Κατά την άποψη της προσφεύγουσας, ο κανονισμός αυτός έχει ως άμεση συνέπεια την οριστική είσπραξη των προσωρινών δασμών, για τους οποίους η προσφεύγουσα είχε ζητήσει εγγύηση και την καταβολή, από της θέσεως του σε ισχύ, οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ επί των μεταγενεστέρων εισαγωγών PPC. Οι τελωνειακές αρχές των κρατών μελών, που είναι επιφορτισμένες με την εφαρμογή του προσβαλλόμενου κανονισμού, δεν διαθέτουν διακριτική ευχέρεια όσον αφορά την εφαρμογή του.

    Όσον αφορά το ζήτημα αν ο κανονισμός αφορά την προσφεύγουσα ατομικά, η προσφεύγουσα παρατηρεί, καταρχάς, ότι στην εκτίμηση της παρούσας υποθέσεως πρέπει να ακολουθηθεί η προσέγγιση που υιοθέτησε το Δικαστήριο μεταξύ άλλων στις αποφάσεις της 13ης Μαΐου 1971, International Fruit Co. κατά Επιτροπής ( 41/70 έως 44/70, Συλλογή 1971, σ. 411), της 29ης Μαρτίου 1979, ΝΤΝ Tokyo Bearing Co. Ltd κατά Συμβουλίου (113/77, Συλλογή 1979, σ. 1185 ) και της 20ής Μαρτίου 1985, Timex Corporation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής ( 264/82, Συλλογή 1985, σ. 849 ).

    Θεωρεί, αντίθετα, ότι δεν πρέπει να ακολουθηθεί η συλλογιστική που υιοθέτησε το Δικαστήριο στις αποφάσεις της 6ης Οκτωβρίου 1982, Alusuisse κατά Συμβουλίου και Επιτροπής 307/81, Συλλογή 1982, σ. 3463 ) και της 21 Φεβρουαρίου 1984, Allied Corporation κατά Επιτροπής ( 239/82 και 275/82, Συλλογή 1984, σ. 1005), δεδομένου ότι οι καταστάσεις που παρουσιάστηκαν στις υποθέσεις αυτές είναι διαφορετικές από αυτές της παρούσας υποθέσεως.

    Στη συνέχεια η Gestetner εκθέτει τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός την αφορά ατομικά και οι οποίοι, περιληπτικά, είναι οι ακόλουθοι.

    α)

    Το γεγονός ότι η Gestetner συμμετείχε στη διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση του κανονισμού και ο ρόλος της στον υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ της Mita (η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν μπόρεσε να υπολογίσει την κανονική αξία ούτε το περιθώριο του ντάμπινγκ χωρίς να λάβει υπόψη την ειδική κατάσταση της Gestetner ως OEM εισαγωγέα PPC της Mita ) αποτελούν στοιχεία στα οποία στηρίζεται το άρθρο 1 του προσβαλλόμενου κανονισμού, στο μέτρο που εφαρμόζεται στις εισαγωγές PPC της Mita, και επομένως το τμήμα αυτό του κανονισμού αφορά ατομικά την Gestetner. Πράγματι, κατά την κατασκευή της κανονικής αξίας για τις πωλήσεις προς τις OEM, η προσέγγιση της Επιτροπής σύμφωνα με την οποία περιέλαβε σ' αυτήν την κανονική αξία ένα περιθώριο κέρδους 5 ο/ο το οποίο εφάρμοσε γενικά σε όλες τις παρόμοιες περιπτώσεις, αντί να αντιμετωπίσει κάθε περίπτωση χωριστά ή να προσαρμόσει την τιμή εξαγωγής, δεν μπορεί να αποτελέσει ένσταση κατά του παραδεκτού της προσφυγής, διότι, όποια λύση και αν έδωσε η Επιτροπή, αναγνώρισε πάντως την ύπαρξη καταστάσεως που διαφοροποιεί την Gestetner σε σχέση με τους άλλους εισαγωγείς, επηρεάζει τον υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ και επιβάλλει να ληφθεί υπόψη η ειδική κατάσταση της Gestetner.

    Η Gestetner υποστηρίζει εξάλλου ότι δεδομένου ότι το περιθώριο ντάμπινγκ υπολογίστηκε δίνοντας στη διαφορά μεταξύ της κανονικής τιμής και της τιμής εξαγωγής τη μορφή ποσοστού caf ελεύθερο στα σύνορα της Κοινότητας, η Επιτροπή δεν μπορούσε να κάνει τον υπολογισμό αυτό χωρίς να καθορίσει την τιμή caf ελεύθερο στα σύνορα της Κοινότητας των PPC που εισήγαγε η Gestetner. Η τιμή αυτή, που δεν ήταν η τιμή που κατέβαλε η Gestetner στη Mita, θα είχε σημαντική επίδραση στο περιθώριο ντάμπινγκ της Mita και, κατά συνέπεια, στον επιβαλλόμενο στις εισαγωγές PPC Mita οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ. Αν και η Gestetner δεν είναι σε θέση να υπολογίσει την προαναφερθείσα επίδραση, υποστηρίζει όμως ότι το περιθώριο ντάμπινγκ της Mita ( 12,6 % ) ήταν πολύ κατώτερο από τον συντελεστή 20 ο/ο που ορίζει το άρθρο 1, παράγραφος 2, του προσβαλλόμενου κανονισμού για τους δασμούς, έτσι ώστε ο δασμός που επιβλήθηκε στα PPC που κατασκεύασε η Mita ήταν ύψους μόνο 12,6 ο/ο.

    β)

    Αναφερόμενη στις αποφάσεις της 23ης Νοεμβρίου 1971, Bock κατά Επιτροπής ( 62/70, ECR. 1971, σ. 897), της 18ης Νοεμβρίου 1975, Cam κατά Επιτροπής ( 100/74, ECR 1975, σ. 1393 ), και της 29ης Μαρτίου 1979, Iso κατά Συμβουλίου (118/77, ECR 1979, σ. 1277), η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το άρθρο 2 του προσβαλλόμενου κανονισμού, που προβλέπει την οριστική είσπραξη των προσωρινών δασμών που επέβαλε ο κανονισμός 2640/86 της Επιτροπής, την αφορά ατομικά. Η διάταξη αυτή αποτελεί στην πραγματικότητα απόφαση ή δέσμη διοικητικών αποφάσεων που απευθύνονται στα κράτη μέλη και τους επιβάλλουν την οριστική είσπραξη από τους ενδιαφερομένους — ο αριθμός και η ταυτότητα των οποίων δεν μπορούν να μεταβληθούν και ήταν γνωστά κατά τον χρόνο εκδόσεως του προσβαλλόμενου κανονισμού — των ειδικών ποσών που καταβλήθηκαν ή για τα οποία δόθηκε εγγύηση με τον προσωρινό δασμό αντιντάμπινγκ.

    Αυτό επιβεβαιώνεται από τη νομοθετική και διοικητική δομή που καθιερώνει ο κανονισμός 2176/84 για τη λήψη μέτρων προστασίας κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ. Πράγματι, από τη χρήση των όρων « απόφαση » και « αποφασίζει » στο άρθρο 11, παράγραφος 1, και στο άρθρο 12, παράγραφος 2, στοιχείο α), του προαναφερθέντος κανονισμού προκύπτει σαφέστατα ότι η είσπραξη προσωρινών δασμών ( έννομη πράξη που διακρίνεται από την επιβολή προσωρινών δασμών) γίνεται βάσει αποφάσεως του Συμβουλίου. Η προσφεύγουσα συμπεραίνει ότι θίγεται από το άρθρο 2 του προσβαλλόμενου κανονισμού, όχι διότι είναι εισαγωγεύς PPC που κατασκευάστηκαν στην Ιαπωνία, αλλά αποκλειστικά και μόνο διότι κατέβαλε ή κατέθεσε εγγύηση για τους προσωρινούς δασμούς αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκαν με τον κανονισμό 2640/86.

    γ)

    Στη συνέχεια η Gestetner υποστηρίζει, αφενός, ότι η θέση της είναι ασυνήθιστη, διότι μπορεί να θεωρηθεί συγχρόνως ως εξαγωγεύς και εισαγωγεύς. Αφετέρου ανήκει σε μια κατηγορία επιχειρηματιών ( τις OEM ), η θέση των οποίων αντιμετωπίστηκε ειδικά στον προσβαλλόμενο κανονισμό και καθορίστηκε λαμβανομένων υπόψη των παραγόντων που διακρίνουν την Gestetner ( και τις άλλες επιχειρήσεις που βρίσκονται σε παρόμοια, όχι όμως ίδια, θέση) από τη γενική και αφηρημένη κατηγορία των εισαγωγέων.

    δ)

    Η Gestetner υποστηρίζει ότι το κριτήριο παραδεκτού που ορίζεται στη Διάταξη του Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 1987, SA Sermes κατά Επιτροπής (279/86, Συλλογή 1987, σ. 3109), δεν είναι το μόνο που δικαιολογεί το παραδεκτό προσφυγής ακυρώσεως ορισμένων διατάξεων κανονισμού που επιβάλλει δασμό αντιντάμπινγκ, που ασκήθηκε από έναν εισαγωγέα. Η Gestetner υποστηρίζει ότι στη νομολογία του Δικαστηρίου (π.χ. στην απόφαση της 20ής Μαρτίου 1985, Timex κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, 264/82, που προαναφέρθηκε ) έχει καθιερωθεί η αρχή σύμφωνα με την οποία ο εισαγωγεύς πρέπει να αναφέρεται ονομαστικά στις διατάξεις του επίδικου κανονισμού και να λαμβάνεται υπόψη κατά τη διάρκεια της διαδικασίας που καταλήγει στην έκδοση του κανονισμού, κατά τροπο καθοριστικό για τη διατύπωση των διατάξεων του κανονισμού αυτού. Είναι επομένως απαραίτητο να εξεταστεί αν η θέση του εισαγωγέα καθόρισε κατά κάποιο τρόπο έναν από τους παράγοντες στους οποίους στηρίχθηκαν οι διατάξεις του κανονισμού, παράγοντες που περιλαμβάνουν, εκτός από την τιμή εξαγωγής, την κανονική αξία και το περιθώριο ντάμπινγκ, όσον αφορά την Gestetner στην παρούσα υπόθεση.

    ε)

    Η Gestetner υπογραμμίζει εξάλλου ότι η μη εφαρμογή της προαναφερθείσας αρχής δημιουργεί δυσμενή διάκριση εις βάρος των ανεξαρτήτων εισαγωγέων σε σχέση με τους κοινοτικούς παραγωγούς και τους με αυτούς συνδεόμενους εισαγωγείς.

    Κατά την άποψη της Mita, παρεμβαίνουσας υπέρ της Gestetner, από τη νομολογία του Δικαστηρίου (αποφάσεις της 4ης Οκτωβρίου 1983, Fediol κατά Επιτροπής, 191/82, που προαναφέρθηκε, της 21ης Φεβρουαρίου 1984 Allied Corporation και λοιποί κατά Επιτροπής, 239/82 και 275/82, που προαναφέρθηκαν και της 6ης Οκτωβρίου 1982, Alusuisse κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, 307/81, που προαναφέρθηκε) προκύπτει ότι τα μέτρα που λαμβάνονται έπειτα από διαδικασία αντιντάμπινγκ (ή αντεπιδοτήσεων) αφορούν άμεσα και ατομικά τους ιδιώτες όταν αυτοί αντλούν από τον κανονισμό 2176/84, ή από τις διατάξεις της Συνθήκης, δικαιώματα όσον αφορά την εξέλιξη της διαδικασίας που οδηγεί στη λήψη των μέτρων αυτών και ισχυρίζονται ότι τα δικαιώματα αυτά παραβιάστηκαν, ή όταν και στο μέτρο που η απόφαση που έλαβαν τα κοινοτικά όργανα είναι αποτέλεσμα εκτιμήσεως των στοιχείων που προσκόμισαν οι ιδιώτες αυτοί κατά τη διάρκεια της διαδικασίας.

    Θεωρώντας ότι η κατάσταση της Gestetner είναι τελείως διαφορετική από αυτή της Alusuisse στην προαναφερθείσα υπόθεση 307/81 και ότι τα πορίσματα της διαδικασίας αντιντάμπινγκ που προσέβαλε η Gestetner οφείλονται σε εκτίμηση της Επιτροπής και του Συμβουλίου σχετικά με τις παρατηρήσεις και τα στοιχεία που υπέβαλε η Gestetner κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις του κανονισμού 2176/84 που αφορούν τη διαδικασία, η Mita εκτιμά ότι η προσφεύγουσα έχει έννομο συμφέρον να προσβάλλει τα πορίσματα αυτά, στο μέτρο που επηρεάζουν αποφασιστικά τον συντελεστή του δασμού αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε στα PPC που κατασκευάστηκαν από τη Mita και πωλήθηκαν στη Gestetner, και ότι δικαιούται να επιτύχει τον έλεγχο των πορισμάτων αυτών από το Δικαστήριο.

    Για να στηρίξει το παραδεκτό της προσφυγής που άσκησε η Gestetner, η Mita προέβαλε, μεταξύ άλλων, παρατηρήσεις σχετικές με την ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Το γεγονός ότι η Gestetner διαθέτει και άλλο ένδικο βοήθημα εκτός από τη διαδικασία του άρθρου 173 (την προδικαστική παραπομπή δυνάμει του άρθρου 177 ) δεν εμποδίζει το παραδεκτό της προσφυγής (απόφαση της 29ης Μαρτίου 1979, Iso κατά Συμβουλίου, 118/77, ECR 1979, σ. 1277). Η διαδικασία του άρθρου 177 αποτελεί δευτερεύοντα τρόπο για να επιτευχθεί ο έλεγχος των πορισμάτων αντιντάμπινγκ από το Δικαστήριο. Τέλος, δεδομένου ότι η Mita και άλλοι εξαγωγείς άσκησαν ενώπιον του Δικαστηρίου προσφυγές που αφορούν τη νομιμότητα του κανονισμού 535/87, είναι προτιμότερο το σύνολο των λόγων ακυρώσεως που επικαλέστηκαν όλοι οι διάδικοι στις διαδικασίες αυτές να αποτελέσει συγχρόνως αντικείμενο ελέγχου από το Δικαστήριο, και όχι στο πλαίσιο διαδικασιών που έχουν κινηθεί βάσει διαφορετικών διατάξεων της Συνθήκης και καταλήγουν σε αποφάσεις με διαφορετικά αποτελέσματα.

    Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη διότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν αφορά άμεσα και ατομικά τη Gestetner.

    Το Συμβούλιο παρατηρεί καταρχάς ότι το απαράδεκτο είναι προφανές στο μέτρο που η Gestetner ζητεί την ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού εν όλω, και παραπέμπει σχετικά στην απόφαση της 7ης Μαΐου 1987, Nippon Seiko κατά Συμβουλίου ( 258/84, που προαναφέρθηκε), στην οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι την προσφεύγουσα αφορούν ατομικά μόνο οι διατάξεις εκείνες του κανονισμού που της επιβάλλουν δασμό αντιντάμπινγκ και όχι εκείνες που επιβάλλουν δασμούς αντιντάμπινγκ σε άλλες εταιρίες. Επομένως το Συμβούλιο θα εξετάσει μόνο το παραδεκτό των επικουρικών αιτημάτων της προσφυγής ( ακύρωση του κανονισμού στο μέτρο που επιβάλλει δασμό αντιντάμπινγκ ύψους 12,6% επί των PPC που κατασκευάστηκαν από τη Mita). Εξάλλου, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν ζήτησε την ακύρωση του κανονισμού στο μέτρο που την αφορά ( επικουρικό αίτημα που είχε διατυπωθεί ρητά στην υπόθεση Nippon Seiko KK, 258/84, που προαναφέρθηκε ), ούτε την ακύρωση του άρθρου 2 (αίτημα που υποβλήθηκε ρητά στην υπόθεση ΝΤΝ Toyo Bearing, 240/84, που προαναφέρθηκε), παρέλκει η εξέταση του ζητήματος αν άλλες διατάξεις του κανονισμού και συγκεκριμένα το άρθρο 2 αφορούν άμεσα και ατομικά τη Gestetner.

    Σχετικά με το ζήτημα αν ο κανονισμός αφορά τη Gestetner ατομικά, το Συμβούλιο προβαίνει στις ακόλουθες παρατηρήσεις.

    α)

    Το Συμβούλιο παρατηρεί, καταρχάς, ότι η Gestetner ανήκει σε μια γενική κατηγορία εισαγωγέων ( στις OEM ). Το γεγονός ότι συμμετείχε στη διαδικασία, ότι είναι ο αποκλειστικός εισαγωγέας των PPC που κατασκευάστηκαν από την Mita και πωλήθηκαν με το εμπορικό της σήμα και ότι είναι ανεξάρτητη από τη Mita δεν την καθιστά ειδική περίπτωση στο πλαίσιο του προσβαλλόμενου κανονισμού.

    β)

    Πράγματι δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι η θέση της Gestetner είναι, σε ορισμένο μέτρο, διαφορετική από τη κατάσταση του ανεξάρτητου εισαγωγέα στην υπόθεση Allied Corporation και λοιποί κατά Επιτροπής ( 239/82 και 275/82, που προαναφέρθηκε), το Συμβούλιο θεωρεί όμως ότι η προσφεύγουσα δεν ανταποκρίνεται στα κριτήρια που έχει διαμορφώσει η νομολογία του Δικαστηρίου, ιδίως στη Διάταξη του Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 1987, Sermes κατά Επιτροπής ( 279/86, που προαναφέρθηκε ), σύμφωνα με την οποία ένας κανονισμός που επιβάλλει δασμό αντιντάμπινγκ μπορεί να αφορά ατομικά τους εισαγωγείς αν η τιμή εξαγωγής έχει καθοριστεί σε συνάρτηση προς την τιμή μεταπωλήσεως του εισαγωγέα. Στην προκειμένη όμως περίπτωση, η τιμή εξαγωγής κατασκευάστηκε βάσει της τιμής τιμολογίου της Mita Ευρώπης προς την Gestetner, αφαιρουμένων ορισμένων εξόδων και κερδών της Mita Ευρώπης. Επομένως η τιμή εξαγωγής δεν στηρίχθηκε στις μεταπωλήσεις της προσφεύγουσας προς τους πελάτες της και συνεπώς δεν υπήρχε λόγος να ληφθεί υπόψη οποιοδήποτε τμήμα των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η προσφεύγουσα μεταξύ εισαγωγής και μεταπωλήσεως.

    γ)

    Στη συνέχεια το Συμβούλιο παρατηρεί ότι κατασκευάστηκε κανονική αξία για τις πωλήσεις των εξαγωγέων προς τις OEM και ότι για να κατασκευαστεί αυτή η κανονική αξία, έχει γίνει δεκτό μικρότερο περιθώριο κέρδους για τον εξαγωγέα, ώστε να ληφθούν υπόψη ενδεχόμενες διαφορές κόστους ή κέρδους που μπορεί να υπάρχουν, ενδεχομένως, μεταξύ των (υποθετικών) πωλήσεων στις OEM στην Ιαπωνία και των πωλήσεων σε άλλους πελάτες στην εσωτερική αγορά, αλλά ότι η κατασκευή της κανονικής αξίας στηριζόταν σε στοιχεία που προέρχονταν από τον παραγωγόεξαγωγέα Mita και όχι από τη Gestetner.

    Στο επιχείρημα της προσφεύγουσας, σύμφωνα με το οποίο η Επιτροπή έλαβε υπόψη την κατάσταση της Gestetner υπολογίζοντας το εφαρμοζόμενο περιθώριο κέρδους (κατασκευασμένη κανονική αξία), το Συμβούλιο απαντά ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη μόνο την κατάσταση των παραγωγών-εξαγωγέων καθώς και το κόστος και τα κέρδη τους. Το Συμβούλιο εξάλλου υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τις « τιμές εξαγωγής » της Gestetner κατά τον υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ της Mita που εκφράστηκε ως ποσοστό της τιμής caf. Στο μέτρο του δυνατού, η τιμή αυτή στηρίχτηκε στη πραγματική τιμή caf που καταβλήθηκε κατά την εξαγωγή προς την Κοινότητα. Ως απάντηση στις πολυάριθμες αιτήσεις πληροφοριών που απευθύνθηκαν προς τη Mita σχετικά με τις πραγματικές τιμές caf όλων των πωλήσεων που πραγματοποίησε η Mita προβαίνοντας σε εξαγωγές προς την Κοινότητα, προσκομίστηκαν μόνο ορισμένα αριθμητικά στοιχεία, και η Επιτροπή στήριξε τους υπολογισμούς της στα στοιχεία αυτά. Αντίθετα η Επιτροπή απέρριψε τα νέα αριθμητικά στοιχεία που θέλησε να υποβάλει η Gestetner τον Ιανουάριο 1987, τα οποία στηρίζονταν σε εσωτερικά τιμολόγια των εταιριών του ομίλου Gestetner και φαίνεται ότι είχαν χρησιμοποιηθεί για την τελωνειακή εκτίμηση. Δεδομένου ότι τα στοιχεία αυτά δεν είχαν προσκομιστεί εγκαίρως, δεν ήταν πλέον δυνατή η επαλήθευση τους.

    δ)

    Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι η προσφεύγουσα δεν μπορεί να θεωρείται, κατά βούληση, ως εξαγωγεύς ή εισαγωγεύς ή συγχρόνως ως εξαγωγεύς και εισαγωγεύς. Αυτός ο δισυπόστατος χαρακτήρας της Gestetner εκδηλώθηκε ήδη κατά τη διάρκεια της έρευνας, η Gestetner όμως ζήτησε να θεωρηθεί μόνο ως εισαγωγεύς.

    Όσον αφορά τα PPC που η Gestetner εισάγει από την Ιαπωνία και θέτει σε κυκλοφορία εντός της Κοινότητας, από τα πραγματικά περιστατικά προκύπτει σαφώς ότι κατασκευάζονται από τη Mita και είναι PPC Mita. Η χρησιμοποίηση του εμπορικού σήματος Gestetner χρησιμεύει κυρίως για να διακρίνει τα PPC Mita που αγοράστηκαν από την προσφεύγουσα ή από εταιρίες του ομίλου της με σκοπό την εισαγωγή στην Κοινότητα (ή σε άλλες χώρες ). Η πρακτική αυτή δεν καθιστά δυνατή την επαρκή εξατομίκευση της Gestetner ως εισαγωγέα τον οποίο αφορά ατομικά ο προσβαλλόμενος κανονισμός.

    ε)

    Όσον αφορά την προβαλλόμενη διάκριση την οποία υφίσταται ο ανεξάρτητος εισαγωγεύς σε σχέση με τον κοινοτικό παραγωγό ή με τον μη ανεξάρτητο εισαγωγέα, το Συμβούλιο παραπέμπει στα κριτήρια σύμφωνα με τα οποία θεωρείται ότι ο κανονισμός αφορά και τους δύο ατομικά και υποστηρίζει ότι δεν συνιστά δυσμενή διάκριση το γεγονός ότι η προσφυγή ακυρώσεως ενός κανονισμού αντιντάμπινγκ που ασκήθηκε απευθείας από τον εισαγωγέα ενώπιον του Δικαστηρίου θεωρείται απαράδεκτη και ότι ο εισαγωγέας πρέπει να προσβάλλει το μέτρο αυτό ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Αντίθετα αυτό είναι σύμφωνο προς το σύστημα παροχής εννόμου προστασίας που καθιερώνει το κοινοτικό δίκαιο.

    στ)

    Τέλος το Συμβούλιο παρατηρεί ότι, αν το Δικαστήριο θεωρήσει ότι τα αιτήματα που υπέβαλε η Gestetner περιλαμβάνουν την αίτηση ακυρώσεως του άρθρου 2 του προσβαλλόμενου κανονισμού, για να καθορισθεί αν η διάταξη αυτή αφορά ατομικά την προσφεύγουσα, θα πρέπει να γίνει αναφορά στα ίδια κριτήρια με αυτά που πρέπει να εφαρμοστούν στο ζήτημα του παραδεκτού του κυρίου αιτήματος της Gestetner. Το Συμβούλιο αναφέρεται στην απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 1982, Alusuisse (307/81, που προαναφέρθηκε), στην οποία το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο κανονιστικός χαρακτήρας μιας πράξεως δεν επηρεάζεται από τη δυνατότητα προσδιορισμού του αριθμού ή ακόμη και της ταυτότητας των υποκειμένων του δικαίου επί των οποίων εφαρμόζεται σε δεδομένη στιγμή, εφόσον διαπιστώνεται ότι η εφαρμογή αυτή πραγματοποιείται βάσει μιας αντικειμενικής νομικής ή πραγματικής καταστάσεως που καθορίζει η πράξη σε σχέση με τον σκοπό της, και υποστηρίζει ότι η είσπραξη των ποσών τα οποία εγγυάται ο προσωρινός δασμός δεν αφορά την προσφεύγουσα παρά μόνον βάσει του αντικειμενικού κριτηρίου, σύμφωνα με το οποίο η προσφεύγουσα είναι ο εισαγωγεύς των προϊόντων για τα οποία είχε κατατεθεί το ποσό.

    Όσον αφορά το παραδεκτό της προσφυγής της Gestetner, η Cecom συμφωνεί απολύτως με την άποψη που εξέθεσαν το Συμβούλιο και η Επιτροπή στα αντίστοιχα υπομνήματα αντικρούσεως τους.

    2. Επί της ουσίας

    α) Ως προς vov καθορισμό της τιμής εξαγωγής

    Η Gestetner υποστηρίζει καταρχάς ότι το άρθρο 2, παράγραφος 8, στοιχείο α ) του κανονισμού 2176/84 δεν επιτρέπει την προσαρμογή της τιμής εξαγωγής που περιγράφεται στο σημείο 18 των αιτιολογικών σκέψεων του κανονισμού 2640/86 και στο σημείο 16 των αιτιολογικών σκέψεων του προσβαλλόμενου κανονισμού (προσαρμογή που καταλήγει στη μείωση κατά 5 ο/ο της πραγματικής τιμής εξαγωγής ). Κατά την άποψη της προσφεύγουσας στην προκειμένη περίπτωση υπάρχει τιμή εξαγωγής κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 8, στοιχείο α), του προαναφερθέντος κανονισμού και η τιμή αυτή μπορεί να χρησιμεύσει ως τιμή αναφοράς. Πράγματι, οι σχέσεις μεταξύ Gestetner και Mita είναι κανονικές εμπορικές σχέσεις, η προσφεύγουσα είναι εντελώς ανεξάρτητη από τη Mita και, στον προσβαλλόμενο κανονισμό, κανένα στοιχείο δεν υποδηλώνει την ύπαρξη συμψηφιστικού διακανονισμού ικανού να εμποδίσει τη χρησιμοποίηση της καταβληθείσας τιμής ως τιμής αναφοράς. Μόνον όμως όταν εφαρμόζεται το άρθρο 2, παράγραφος 8, στοιχείο β ) του κανονισμού 2176/84 μπορεί να κατασκευαστεί η τιμή εξαγωγής και μπορούν να πραγματοποιηθούν διάφορες προσαρμογές.

    Η Gestetner αμφισβητεί ότι η τιμή εξαγωγής είναι η τιμή που κατέβαλε η Mita Ευρώπης ( ως θυγατρική του εξαγωγέα) και ότι η « Mita» Ευρώπης αγοράζει ή εισάγει PPC από τη Mita Ιαπωνίας. Ο κανονισμός 2640/86 και ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν αναφέρουν πουθενά ότι η Mita Ευρώπης δέχτηκε καταβολές από ανεξάρτητους πελάτες όπως η Gestetner και προέβη σε καταβολές προς τη Mita Ιαπωνίας με ιδιότητα διαφορετική από αυτήν του αντιπροσώπου της Mita Ιαπωνίας. Επίσης δεν αναφέρεται στους κανονισμούς αυτούς ότι η Mita Ιαπωνίας πώλησε πράγματι PPC στη Mita Ευρώπης.

    Όσον αφορά την αμφισβητούμενη προσαρμογή, η Gestetner υποστηρίζει ότι αν τα κοινοτικά όργανα θέλουν να καθορίσουν σε 5 % το ποσό των επιβαρύνσεων της Mita Ευρώπης ( ως θυγατρικής του εξαγωγέα ), δεν μπορούν να εφαρμόσουν αυτή τη μείωση παρά μόνο στον υπολογισμό της τιμής εξαγωγής των εταιριών πωλήσεων που συνδέονται με τη Mita, αλλά όχι στην τιμή εξαγωγής των ανεξάρτητων εισαγωγέων.

    Εξάλλου η Gestetrier υποστηρίζει ότι αντίκειται σε όλες τις αρχές του διεθνούς ή εθνικού δικαίου των συμβάσεων να υποστηριχθεί ότι η Mita είναι, νομικώς ή πραγματικώς, αναμεμειγμένη στη διαδικασία εξαγωγής από την Ιαπωνία, δεδομένου ότι η Gestetner είναι ο πραγματικός εξαγωγέας.

    Τέλος η Gestetner υποστηρίζει ότι, από τελωνειακής απόψεως, η τιμή των PPC που πωλήθηκαν με σκοπό την εξαγωγή προς την Κοινότητα είναι η τιμή που κατέβαλαν οι θυγατρικές της Gestetner εντός της Κοινότητας στη GIL, όπως προκύπτει από τα αντίγραφα των τελωνειακών εγγράφων που βρίσκονται στην κατοχή της Επιτροπής.

    Η Mita θεωρεί ότι η αφαίρεση μιας θεωρητικής προμήθειας του αντιπροσώπου ίσης με το 5 ο/ο της τιμής εξαγωγής της Mita δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ούτε βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 8, στοιχείο β ), ούτε βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 10, του κανονισμού 2176/84.

    Όσον αφορά την εφαρμογή της πρώτης διατάξεως, η Mita παρατηρεί ότι τόσο η Επιτροπή όσο και το Συμβούλιο αναγνωρίζουν ότι οι τιμές που εφαρμόζονται στους πελάτες OEM συνιστούν πραγματικές τιμές εξαγωγής κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 8, στοιχείο α ) ( σημείο 18 των αιτιολογικών σκέψεων του κανονισμού 2640/86 και σημείο 16 του κανονισμού 535/87 ) και υποστηρίζει ότι είναι βέβαιο ότι το άρθρο 2, παράγραφος 8, στοιχείο β), δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση πωλήσεων για εξαγωγή στις επιχειρήσεις OEM.

    Όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 10, η Mita υποστηρίζει ότι τα κοινοτικά όργανα διευκρίνισαν στην προκειμένη περίπτωση ότι, πλην εξαιρέσεων, μόνον τα έξοδα που συνδέονται στενά με τις πωλήσεις — εκτός των διοικητικών και γενικών εξόδων — μπορούν κανονικά να αποτελέσουν αντικείμενο προσαρμογής. Κατά την άποψη της Mita οι κανόνες αυτοί πρέπει να εφαρμόζονται είτε η προσαρμογή αφορά την κανονική αξία είτε αφορά την τιμή εξαγωγής. Στην προκειμένη όμως περίπτωση η Επιτροπή και το Συμβούλιο αρνήθηκαν να πραγματοποιήσουν προσαρμογή δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 10, για να ληφθούν υπόψη τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι θυγατρικές εταιρίες πωλήσεων της Mita στην εσωτερική αγορά. Κατά συνέπεια το γεγονός ότι αφαιρέθηκε μια προμήθεια αντιπροσώπου για την οργάνωση που ασχολείται με τις πωλήσεις για εξαγωγή, ενώ δεν πραγματοποιήθηκε προσαρμογή για την οργάνωση που ασχολείται με τις πωλήσεις στην εσωτερική αγορά συνιστά εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 10, που χαρακτηρίζεται από ασυνέπεια και επομένως δεν είναι ισχυρή υπό το πρίσμα του κανονισμού 2176/84.

    Κατά συνέπεια οι τιμές εξαγωγής που χρησιμοποιούνται για να προσδιοριστεί το περιθώριο ντάμπινγκ καθορίστηκαν κατά τρόπο ανακριβή και επομένως πρέπει να ακυρωθεί ο δασμός αντιντάμπινγκ που καθορίστηκε με αυτήν την εσφαλμένη βάση.

    Το Συμβούλιο εξηγεί, σχετικά, ότι από τα σημεία 15 και 16 των αιτιολογικών σκέψεων του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτει ότι, για τον καθορισμό των τιμών εξαγωγής, εφάρμοσε το άρθρο 2, παράγραφος 8, στοιχείο β ), για όλες τις πωλήσεις της Mita σε ανεξάρτητους πελάτες, συμπεριλαμβανομένων των OEM στην ΕΟΚ.

    Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο δέχθηκε ότι η τιμή εξαγωγής προς την ΕΟΚ ήταν η τιμή που κατέβαλε η Mita Ευρώπης (ευρωπαϊκή θυγατρική του εξαγωγέα Mita, προς την οποία η Mita απηύθυνε τα τιμολόγιά της και πραγματοποιούσε τις πληρωμές ), αλλά ότι η τιμή αυτή δεν ήταν αξιόπιστη λόγω του συνδέσμου που υπάρχει μεταξύ Mita Ιαπωνίας και Mita Ευρώπης. Πράγματι διαπιστώθηκε ότι υπήρχαν τιμολόγια που εξέδωσε η Mita Ευρώπης ( στο όνομά της ) και τα οποία απηύθυνε προς τη Gestetner, καθώς και τιμολόγια της Mita Ιαπωνίας, τα οποία απηύθυνε προς τη Mita Ευρώπης, και ότι το ποσό των πρώτων διαφέρει από το ποσό των τελευταίων. Όμοια, οι εταιρίες του ομίλου Gestetner κατέβαλαν στη Mita Ευρώπης το ποσό που αναφέρεται στα τιμολόγια που έλαβε η Gestetner από τη Mita Ευρώπης. Στην πραγματικότητα δεν υπήρχε « καταβληθείσα τιμή » από την Gestetner προς τη Mita Ιαπωνίας για τα PPC που πωλήθηκαν για εξαγωγή προς την Κοινότητα (η Gestetner δεν αμφισβητεί το σημείο αυτό, αν και τελικά βρήκε ένα τιμολόγιο της Mita Ιαπωνίας το οποίο επισύναψε στο υπόμνημα απαντήσεως της). Υπό τις συνθήκες αυτές, οι τιμές εξαγωγής κατασκευάστηκαν κατ' εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 8, στοιχείο β), του κανονισμού 2176/84. Το Συμβούλιο στηρίχτηκε στην πράγματι καταβληθείσα τιμή από τον πρώτο ανεξάρτητο πελάτη (OEM ή άλλου είδους εταιρία) και αφαίρεσε, ως « έξοδα που έχουν ανακύψει μεταξύ εισαγωγής και μεταπωλήσεων», τα έξοδα και κέρδη της Mita Ευρώπης σε ποσοστό 5 % για τις πωλήσεις OEM, και 11 % για τις άλλες πωλήσεις.

    Το Συμβούλιο παρατηρεί στη συνέχεια ότι το άρθρο 2, παράγραφος 8, του κανονισμού 2176/84 δεν θίγει το ζήτημα του ποιος πράγματι εισάγει ή εξάγει το προϊόν, αλλά αφορά τον καθορισμό της τιμής που καταβλήθηκε στη Mita Ιαπωνίας για το προϊόν που πωλήθηκε για εξαγωγή προς την ΕΟΚ. Το άρθρο 2, παράγραφος 8, στοιχείο β), που αποσκοπεί να παράσχει μια μέθοδο κατασκευής αυτής της τιμής εξαγωγής, βάσει της τιμής που κατέβαλε ο πρώτος ανεξάρτητος αγοραστής στο εσωτερικό της ΕΟΚ, αναφέρει σαφώς ποια έξοδα πρέπει να αφαιρεθούν από την τιμή που κατέβαλε ο πρώτος ανεξάρτητος πελάτης όποια εταιρία του ομίλου που προβαίνει στην εξαγωγή και αν φέρει τα έξοδα αυτά.

    Η διάταξη αυτή λαμβάνει υπόψη την οικονομική πραγματικότητα, δηλαδή, στην προκειμένη περίπτωση, ότι η Mita Ευρώπης ενεργεί κατ' ουσίαν ως αντιπρόσωπος ή ως κέντρο συντονισμού διεκπεραιώνοντας τις παραγγελίες και εκδίδοντας τιμολόγια για το εμπόρευμα που παραδίδεται σε ορισμένους ανεξάρτητους αγοραστές εκτός της ΕΟΚ. Κατά την άποψη του Συμβουλίου, η ευρωπαϊκή θυγατρική εταιρία του εξαγωγέα άσκησε έτσι τα καθήκοντα που κανονικά προσιδιάζουν στους εισαγωγείς και υποβλήθηκε σε έξοδα όπως ακριβώς και οι εισαγωγείς. Λαμβανομένου υπόψη του οικονομικού σκοπού που επιδιώκεται με τη ρύθμιση αντιντάμπινγκ, ο επιχειρηματίας που ενεργεί και υποβάλλεται σε έξοδα σαν να ήταν εισαγωγεύς δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται διαφορετικά από το πρόσωπο που προσκομίζει τελικά τα έγγραφα στις τελωνειακές αρχές και ενεργεί τυπικά ως εισαγωγεύς.

    Εξάλλου, δεδομένου ότι το άρθρο 2, παράγραφος 8, στοιχείο β), έχει ως σκοπό τον καθορισμό της « πραγματικής » τιμής στα σύνορα της Κοινότητας, η έκφραση «έξοδα που έχουν ανακύψει μεταξύ εισαγωγής και μεταπωλήσεων » πρέπει να ερμηνευθεί κατά τρόπο ώστε να περιλαμβάνει όλα τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε, εντός της Κοινότητας, κάθε πρόσωπο που ανήκει στην αλυσίδα που συνδέει τον εξαγωγέα με τον πρώτο ανεξάρτητο πελάτη, έξοδα τα οποία πρέπει να αφαιρεθούν από την τιμή που καταβάλλει ο πελάτης αυτός.

    Τέλος, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι η σχέση ελευθέρου εμπορίου μεταξύ της προσφεύγουσας και του ομίλου Mita δεν επιβάλλει την αυτεπάγγελτη εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 8, στοιχείο α ), ούτε καθιστά αδύνατη τη χρησιμοποίηση του άρθρου 2, παράγραφος 8, στοιχείο β), για τον καθορισμό της τιμής εξαγωγής. Η ύπαρξη συνδέσμου μεταξύ του εξαγωγέα και του (τύποις) εισαγωγέα δεν αποτελεί προϋπόθεση εφαρμογής της διατάξεως αυτής, η οποία εφαρμόζεται επίσης αν υπάρχει τέτοιος σύνδεσμος ή συμψηφιστικός διακανονισμός με τρίτο. Έτσι ακόμη και αν η ευρωπαϊκή θυγατρική εταιρία της Mita Ιαπωνίας δεν αντιμετωπιζόταν ως « εισαγωγεύς » για την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 8, στοιχείο β ), αλλά ως τρίτος, η διάταξη αυτή θα εφαρμοζόταν και πάλι λόγω του συνδέσμου που υπάρχει μεταξύ της Mita Ιαπωνίας και της Mita Ευρώπης. Κατά συνέπεια το Συμβούλιο θεωρεί ορθή την αφαίρεση από την τιμή που κατέβαλε η Gestetner στη Mita Ευρώπης ενός ποσού ίσου με 5 %, το οποίο μπορεί να θεωρηθεί είτε ως έξοδα και κέρδη της Mita Ευρώπης είτε ως προμήθεια.

    Όσον αφορά το αν οι θυγατρικές της Gestetner καταβάλλουν ορισμένα ποσά στη GIL και το γεγονός ότι τα τιμολόγια της GIL μπορούν να χρησιμοποιηθούν κατά τις τελωνειακές διατυπώσεις, το Συμβούλιο παρατηρεί ότι το στοιχείο αυτό δεν είναι αποφασιστικό για τον καθορισμό της τιμής εξαγωγής. Τα κοινοτικά όργανα πρέπει να στηριχτούν στην πρώτη τιμή που καταβλήθηκε από ανεξάρτητο αγοραστή για το προϊόν που πωλήθηκε για εξαγωγή στην Κοινότητα, δηλαδή στην προκειμένη περίπτωση στην τιμή που κατέβαλε η Mitä Ευρώπης στη Mita Ιαπωνίας, η οποία, μη δυνάμενη να χρησιμοποιηθεί ως τιμή αναφοράς, κατασκευάστηκε εκ νέου σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 8, στοιχείο β ), όπως αναφέρθηκε προηγουμένως.

    Κατά την άποψη της Cecom, το άρθρο 2 του κανονισμού 2176/84 δεν επιτρέπει την ειδική μεταχείριση των εισαγωγών OEM, είτε τα PPC αγοράζονται από την Ιαπωνία είτε από ιάπωνες εισαγωγείς στην Ευρώπη. Κατά την άποψη της, κάθε μορφή ειδικής μεταχειρίσεως μπορεί να οδηγήσει σε διακανονισμούς μεταξύ των ιαπώνων εξαγωγέων και των ευρωπαίων εισαγωγέων OEM, πράγμα που μπορεί να οδηγήσει στην αποτυχία κάθε αποτελεσματικού αγώνα κατά των τακτικών ντάμπινγκ. Η Cecom αναφέρει σχετικά τις προτάσεις της 8ης Μαρτίου 1988 επί της υποθέσεως Canon κατά Συμβουλίου ( 277/85 και 300/85, απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 1988, Συλλογή 1988, σ. 5731, 5768) στις οποίες ο γενικός εισαγγελέας έκρινε ότι ορθώς οι κοινοτικές αρχές θεώρησαν τις συσκευές που προμηθεύτηκαν οι OEM ως ιαπωνικές εξαγωγές, πράγμα που δεν αμφισβητήθηκε στην παρούσα υπόθεση.

    β) Επί της συγκρίσεως μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής

    Η Gestetner υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο δεν προέβη στις κατάλληλες προσαρμογές δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφοι 9 και 10, του κανονισμού 2176/84 τις οποίες επιβάλλει ο κώδικας αντιντάμπινγκ της GATT. Ειδικότερα η Gestetner θεωρεί ότι, κατά τις αιτιολογικές σκέψεις του προσβαλλόμενου κανονισμού ( ιδίως τα σημεία 22 έως 24 ), δεν έγινε δεκτή καμία διαφορά μεταξύ των πωλήσεων ενός προϊόντος με το εμπορικό σήμα του κατασκευαστή και των πωλήσεων στις OEM όσον αφορά το εμπορικό στάδιο στο οποίο έγιναν οι πωλήσεις αυτές. Εξαιρουμένου του στοιχείου « κέρδος », που ενσωματώθηκε στην κατασκευασμένη κανονική αξία, αποκλείστηκε η κάθε προσαρμογή της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής.

    Σχετικά με το ζήτημα αυτό η προσφεύγουσα παρατηρεί, καταρχάς, ότι οι πωλήσεις της Mita στη Gestetner δεν πραγματοποιήθηκαν στο ίδιο στάδιο εμπορίας με τις πωλήσεις της Mita προς τους ιάπωνες διανομείς ή εμπόρους λιανικής πωλήσεως. Οι σχέσεις μεταξύ Mita και Gestetner δεν είναι σχέσεις μεταξύ προμηθευτού και αγοραστού μεγάλων ποσοτήτων, αλλά σχέσεις μεταξύ προμηθευτού (της Gestetner ) και εταιρίας στην οποία έχει ανατεθεί με εργολαβία η κατασκευή των προϊόντων που προμηθεύει (η Mita). Έτσι, στην αλυσίδα των εμπορικών μεταβιβάσεων που οδηγεί το προϊόν από τον κατασκευαστή στον τελικό καταναλωτή μέσω των OEM, το στάδιο εμπορίας που μπορεί να εξομοιωθεί με πώληση από τον κατασκευαστή σε συνηθισμένο έμπορο χονδρικής πωλήσεως είναι το στάδιο κατά το οποίο η OEM μεταβιβάζει τα προϊόντα της σε έμπορο χονδρικής πωλήσεως, και όχι το στάδιο πωλήσεως από τον κατασκευαστή στην OEM.

    Αυτή η διαφορά του σταδίου εμπορίας καθίσταται προφανής από τη διαφορετική δομή του κόστους των δύο εμπορικών πράξεων. Δεδομένου ότι η Gestetner πωλεί τα PPC στη Mita με το σήμα Gestetner, φέρει το είδος των παρεπομένων εξόδων που θα έφερε η Mita αν πωλούσε το προϊόν με το δικό της σήμα, και που περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων: τη διαφήμιση και τις εκθέσεις, τη τεχνική στήριξη και εκπαίδευση, τις τεχνικές δημοσιεύσεις, τον εμπορικό εφοδιασμό με τη μορφή της προπαρασκευής για τις διαπραγματεύσεις, τις πωλήσεις, αποστολές, περαιτέρω πωλήσεις σε θυγατρικές εταιρίες, την προμήθεια και αποθήκευση ανταλλακτικών και εξαρτημάτων ( μερικά από τα οποία, όπως οι κύλινδροι, το φωτοτυπικό μελάνι και το χαρτί, κατασκευάζονται από την ίδια τη Gestetner ) και τα έξοδα των σχέσεων με τη Mita, τα παρεπόμενα έξοδα των πωλήσεων με τη μορφή εγχειριδίων για την προώθηση νέων προϊόντων που διανέμονται στις θυγατρικές εταιρίες, διαφημιστικών φυλλαδίων και εντύπων, δημιουργίας εναλλακτικών τύπων για την προσαρμογή του προϊόντος στις ανάγκες των πελατών, αξιολογήσεως και ελέγχου για τα προϊόντα Mita και τα ανταγωνιστικά προϊόντα, καθώς και οικονομικής και λογιστικής υποστηρίξεως.

    Κατά συνέπεια η αναφερθείσα διαφορά του σταδίου εμπορίας έπρεπε να είχε ληφθεί υπόψη κατά τη σύγκριση μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής, με την προσαρμογή είτε της κανονικής αξίας είτε της τιμής εξαγωγής.

    Εξάλλου η προσφεύγουσα υποστηρίζει πρώτον ότι κατά την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 9, του κανονισμού 2176/84, που προβλέπει ότι η τιμή εξαγωγής και η κανονική αξία πρέπει « κανονικά » να συγκρίνονται στο ίδιο στάδιο εμπορίας, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο επιτακτικός κανόνας του άρθρου 2, παράγραφος 9, του κώδικα αντιντάμπινγκ του GATT, σύμφωνα με τον οποίο η σύγκριση πρέπει να γίνεται στο ίδιο στάδιο εμπορίας. Επομένως, αν γίνει δεκτό ότι είναι δυνατή η παρέκκλιση από τον κανόνα αυτό ( όπως φαίνεται να συμβαίνει στην περίπτωση της προαναφερθείσας διατάξεως του κανονισμού 2176/84), η παρέκκλιση αυτή επιτρέπεται μόνο υπό την προϋπόθεση ότι η πραγματοποιηθείσα σύγκριση παραμένει δίκαιη.

    Δεύτερον, η Gestetner υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο και η Επιτροπή, παραλείποντας να εξαλείψουν τις διαφορές που επιδρούν στη δυνατότητα συγκρίσεως των τιμών και οφείλονται στο γεγονός ότι η σύγκριση πραγματοποιήθηκε σε διαφορετικά στάδια εμπορίας, παρέβησαν το άρθρο 2, παράγραφος 10, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2176/84. Υπέρ της ερμηνείας που υποστηρίζει η Gestetner, σύμφωνα με την οποία προβλέπονται προσαρμογές για τις διαφορές στο στάδιο εμπορίας υπό τη μορφή γενικής διατάξεως που περιέχεται στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 2, παράγραφος 10, συνηγορεί το γεγονός ότι το στοιχείο γ) της διατάξεως αυτής προβλέπει προσαρμογές για τις διαφορές στο στάδιο εμπορίας « εφόσον οι διαφορές αυτές δεν έχουν ληφθεί διαφορετικά υπόψη ».

    Κατά την άποψη της Gestetner, η Επιτροπή θα προέβαινε σε δίκαιη σύγκριση αν κατασκεύαζε την κανονική αξία κατά τρόπο ώστε να ληφθεί υπόψη η ιδιαίτερη φύση των πωλήσεων προς τις OEM, αυτό όμως θα απαιτούσε να περιληφθούν στην αξία αυτή λιγότερο υψηλά γενικά, διοικητικά έξοδα πωλήσεως, καθώς και μικρότερο κέρδος. Εφόσον δεν έγινε αυτό, έπρεπε να εφαρμοστεί το άρθρο 2, παράγραφος 10. Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι η μείωση του κέρδους στη χρησιμοποιούμενη κανονική αξία είναι μικρότερη από την προσαρμογή που θα έπρεπε να έχει γίνει δυνάμει της προαναφερθείσας διατάξεως.

    Η Mita εκθέτει σχετικά ότι από το άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο β), ii), του κανονισμού 2176/84 του Συμβουλίου προκύπτει ότι οι διαφορές μεταξύ των πωλήσεων συσκευών φωτοαντιγραφής με το σήμα Mita και των πωλήσεων προς τις OEM έπρεπε να ληφθούν υπόψη κατά την κατασκευή της κανονικής αξίας ενόψει της συγκρίσεως με την τιμή εξαγωγής που χρεώθηκε στη Gestetner. Για τον καθορισμό της κανονικής αξίας ενόψει της συγκρίσεως αυτής, τα κοινοτικά όργανα έλαβαν ορθώς υπόψη το χαμηλό επίπεδο κέρδους που πραγματοποιήθηκε σ' αυτές τις πωλήσεις προς τις OEM, παρέλειψαν όμως να λάβουν υπόψη την ουσιώδη διαφορά των εξόδων των πωλήσεων OEM σε σχέση με τις πωλήσεις προϊόντων που φέρουν εμπορικό σήμα. Αντί να πραγματοποιήσουν προσαρμογή ώστε να ληφθεί υπόψη αυτή η διαφορά κόστους, η Επιτροπή και το Συμβούλιο δημιούργησαν μια κατασκευασμένη αξία σχετικά με τις πωλήσεις OEM της Mita όπου περιελαμβάνοντο όλα τα έξοδα διανομής, προωθήσεως και εξυπηρετήσεως των πελατών μετά την πώληση στα οποία υποβάλλεται η Mita στην εσωτερική της αγορά, αλλά όχι στις πωλήσεις προς τις OEM.

    Η Mita αμφισβητεί την άποψη της Επιτροπής και του Συμβουλίου, σύμφωνα με την οποία τα όργανα αυτά παρέλειψαν να προβούν σε προσαρμογή διότι οι εξαγωγείς δεν μπόρεσαν να αποδείξουν, κατά τρόπο ικανοποιητικό για την Επιτροπή, ποιες ήταν οι διαφορές κόστους σε σχέση με τις OEM στην εσωτερική αγορά, και δεν υπήρχε πώληση προς τις OEM στην εσωτερική αγορά για να χρησιμεύσει ως αναφορά για τον καθορισμό της διαφοράς αυτής ( σημεία 23 και 24 των αιτιολογικών σκέψεων του προσβαλλόμενου κανονισμού). Η Mita παρατηρεί σχετικά ότι προσκόμισε πλήρεις και τεκμηριωμένες πληροφορίες γι' αυτές τις διαφορές κόστους και κέρδους και ότι η έλλειψη πωλήσεων OEM στην εσωτερική αγορά δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι δικαιολογεί την άρνηση υπολογισμού του κόστους στο επίπεδο των OEM, διότι ακριβώς όταν ελλείπουν κατάλληλες συγκρίσιμες πωλήσεις χρησιμοποιείται η κατασκευασμένη αξία κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 3, στοιχείο β ), ii ).

    Εφόσον δεν ελήφθησαν υπόψη αυτές οι διαφορές, έπρεπε να πραγματοποιηθούν προσαρμογές όσον αφορά το σύνολο των εξόδων που οφείλονται στις διαφορές αυτές, κατά τις διατάξεις του άρθρου 2, παράγραφοι 9 και 10, του κανονισμού 2176/84, σύμφωνα με τις οποίες η κανονική αξία και η τιμή εξαγωγής συγκρίνονται στο ίδιο στάδιο εμπορίας.

    Το Συμβούλιο παρατηρεί καταρχάς ότι τόσο η κανονική αξία όσο και οι τιμές εξαγωγής κατασκευάστηκαν και υποβλήθηκαν σε σύγκριση στο ίδιο στάδιο εμπορίας. Παρατηρεί επίσης ότι η κανονική αξία των πωλήσεων προς τις OEM κατασκευάστηκε, διότι δεν πραγματοποιήθηκε καμία πώληση προς OEM στην ιαπωνική αγορά.

    Κατά την άποψη του Συμβουλίου, η Επιτροπή δέχθηκε ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ των πωλήσεων των προϊόντων με το εμπορικό σήμα του κατασκευαστή και των πωλήσεων προς OEM. Πράγματι, κατά την κατασκευή της κανονικής αξίας, η Επιτροπή, βάσει των διαθεσίμων πληροφοριών, εκτίμησε τις ενδεχόμενες διαφορές κόστους και κέρδους και αποφάσισε να τις λάβει υπόψη υπό τη μορφή ενός ενιαίου στοιχείου, του περιθωρίου κέρδους. Αυτό επέτρεψε στα κοινοτικά όργανα να συγκρίνουν τις τιμές εξαγωγής που χρεώθηκαν στις OEM στην Ευρώπη με την κατασκευασμένη κανονική αξία για την Ιαπωνία, η οποία ελάμβανε υπόψη την ενδεχόμενη διαφορά μεταξύ των πωλήσεων προς τις OEM και των πωλήσεων σε άλλους αγοραστές. Όσον αφορά τα στοιχεία αυτά δεν απαιτείτο άλλη προσαρμογή βάσει του άρθρου 2, παράγραφοι 9 και 10, του κανονισμού 2176/84.

    Η προσφεύγουσα δεν μπόρεσε εξάλλου να δείξει ποιες διαφορές κόστους μπορούσαν ενδεχομένως να υφίστανται μετά την κατασκευή της κανονικής αξίας που ελάμβανε υπόψη τις προαναφερθείσες διαφορές. Επιπλέον το Συμβούλιο θεωρεί ότι η Gestetner δεν μπορούσε να θεμελιώσει με αρκετή βεβαιότητα τις προσαρμογές που ζήτησε. Αν είχαν πραγματοποιηθεί πωλήσεις προς τις OEM στην Ιαπωνία η προσφεύγουσα θα έπρεπε, για να δικαιολογήσει την αιτούμενη προσαρμογή, να αποδείξει σε ποιο μέτρο η διαφορά του κόστους που επικαλείται επηρέασε τη δυνατότητα συγκρίσεως των τιμών. Δεν μπορούσε κατά συνέπεια να πραγματοποιηθεί άλλη προσαρμογή.

    Τέλος, δεδομένου ότι η αιτούμενη προσαρμογή αφορά αποκλειστικά τα διοικητικά και γενικά έξοδα και ότι το άρθρο 2, παράγραφος 10, στοιχείο γ), προβλέπει ότι κατά γενικό κανόνα καμία προσαρμογή δεν γίνεται για διαφορές που αφορούν τα δύο αυτά στοιχεία, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι είναι δικαιολογημένη η εξαίρεση από τον κανόνα αυτό, ούτε ότι είναι δυνατός ο ορθός ποσοτικός προσδιορισμός της προσαρμογής.

    Το Συμβούλιο στη συνέχεια αναφέρει ότι η προσαρμογή που προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 10, στοιχείο γ), για τις «διαφορές στο επίπεδο των συναλλαγών » πραγματοποιείται μόνον « εφόσον δεν έχουν ληφθεί διαφορετικά υπόψη ». Ο κανονισμός 2176/84 θεωρεί ότι κατά γενικό κανόνα δεν θα χρειάζεται οποιαδήποτε ειδική προσαρμογή μόνο λόγω του σταδίου εμπορίας, στο μέτρο που πραγματοποιήθηκαν οι υπόλοιπες προσαρμογές που αφορούν τους όρους πωλήσεως και επηρεάζουν επομένως τη δυνατότητα συγκρίσεως των τιμών.

    Έτσι, μια συμπληρωματική προσαρμογή, λόγω του « σταδίου εμπορίας » δεν είναι δυνατή παρά μόνον αν η προσφεύγουσα μπορεί να αποδείξει ότι, ενώ είχε κατασκευαστεί ειδική κανονική αξία λαμβανομένων υκόψη των ενδεχόμενων διαφορών κόστους και κέρδους για τις πωλήσεις στις OEM, εξακολουθούσε ακόμη να υπάρχει διαφορά στο στάδιο εμπορίας, ότι η διαφορά αυτή επηρέαζε τη δυνατότητα συγκρίσεως των τιμών, μετά την πραγματοποίηση όλων των άλλων δικαιολογημένων προσαρμογών, ιδίως εκείνων που προβλέπονται στο άρθρο 2, παράγραφος 10, στοιχείο γ), και ότι μπορούσε να προσδιοριστεί ποσοτικά με αρκετή βεβαιότητα. Από τη δικογραφία όμως δεν προκύπτει ότι αυτό συνέβη πράγματι.

    Η Cecom θεωρεί ότι η Gestetner δεν κατόρθωσε να αποδείξει ότι οι αιτούμενες προσαρμογές ήταν δικαιολογημένες ούτε να αποδείξει ότι έπρεπε να ληφθούν υπόψη για τον καθορισμό των περιθωρίων ντάμπινγκ και των δασμών αντιντάμπινγκ που επιβάλλονται στις εξαγωγές PPC της Mita. Εκτιμά ότι η Gestetner δεν είναι « ενδιαφερόμενο μέρος » κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 10, του κανονισμού 2176/84 και ότι δεν απέδειξε ότι η αίτηση της για προσαρμογή είναι βάσιμη.

    γ) Επί τον ορισμού τον κΑάδον παραγωγής της Κοινότητας

    Αναφερόμενη στο άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 2176/84, η Gestetner υποστηρίζει ότι η διακριτική ευχέρεια αποκλεισμού ενός παραγωγού από τον « κλάδο παραγωγής της Κοινότητας» δεν πρέπει να ασκείται αυθαίρετα, αλλά κατά τρόπο που να συμβιβάζεται με το γενικό σύστημα και τους σκοπούς του κανονισμού 2176/84 καθώς και με τις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου. Στη συνέχεια η Gestetner παραπέμπει στην κοινοτική πρακτική ( κανονισμός 163/83 της Επιτροπής, της 21ης Ιανουαρίου 1983, « isopropylidènedi-phénol », EE L 23, σ. 9 · απόφαση 83/428 της Επιτροπής, της 26ης Αυγούστου 1983, « οχήματα για κατασκήνωση τύπου caravanes », EE L 240, σ. 12· κανονισμός 757/84 της Επιτροπής της 22ας Μαρτίου 1984, « ηλεκτρονικοί ζυγοί», ΕΕ L 80 σ. 9) και ιδίως στην απόφαση 85/143 της Επιτροπής, της 18ης Φεβρουαρίου 1985 ( « παγοπέδιλα », ΕΕ L 52 σ. 48 ), που καθιέρωσε το κριτήριο που πρέπει να εφαρμόζεται για τον αποκλεισμό από τον « κλάδο παραγωγής της Κοινότητας » ενός κοινοτικού παραγωγού που είναι συγχρόνως εισαγωγεύς, και υποστηρίζει ότι κάθε απόκλιση των κοινοτικών αρχών από προηγούμενη πρακτική τους πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενική διαφορά των πραγματικών περιστατικών διότι οι λόγοι που τη δικαιολογούν πρέπει να αναφέρονται στον εν λόγω κανονισμό.

    Κατά την άποψη όμως της Gestetner οι κοινοτικές αρχές, παραλείποντας, στην προκειμένη περίπτωση, να αποκλείσουν τις Rank Xerox, Olivetti, Océ και Tetras από τον ορισμό « κλάδου παραγωγής της Κοινότητας », αντίθετα προς την προηγούμενη πρακτική τους και χωρίς η ενέργεια αυτή να δικαιολογείται αντικειμενικά, ενήργησαν αυθαίρετα. Οι λόγοι που προβάλλει η Gestetner σχετικά με τις εταιρίες αυτές είναι, συνοπτικά, οι ακόλουθοι.

    Olivetti και Océ

    Η Gestetner αμφισβητεί τα συμπεράσματα της Επιτροπής, τα οποία επιβεβαιώθηκαν από το Συμβούλιο και σύμφωνα με τα οποία η Olivetti και η Océ θα αποκλείονταν μόνον αν είχε διαπιστωθεί ότι, εισάγοντας PPC από την Ιαπωνία, προκάλεσαν στον εαυτό τους ζημία (σημείο 71 των αιτιολογικών σκέψεων του προσβαλλόμενου κανονισμού ). Θεωρεί ότι το κριτήριο « αυτοπροκλήσεως ζημίας » είναι ακατάλληλο και εσφαλμένο διότι, όπως οι υπόλοιποι επιχειρηματίες του ιδιωτικού τομέα, η Olivetti και η Océ έχουν εμπορικά κίνητρα και επομένως είναι απίθανο οι διευθύνσεις τους να ενεργούν με σκοπό να προκαλέσουν ζημία στις δικές τους εταιρίες. Ακόμη και αν το κριτήριο αυτό ήταν κατάλληλο, από τα πραγματικά περιστατικά δεν προκύπτει ότι η Océ και η Olivetti προκάλεσαν ζημιά στον εαυτό τους.

    Κατά την άποψη της Gestetner τα γεγονότα που εκτίθενται στον προσβαλλόμενο κανονισμό επιβεβαιώνουν την άποψη ότι πρόθεση της Océ και της Olivetti ήταν να χρησιμοποιήσουν τα ιαπωνικά PPC για να ενισχύσουν τη θέση τους στην αγορά, να προσφέρουν πλήρη σειρά προϊόντων και να αυξήσουν τα κέρδη τους.

    Tetras

    Η Gestetner επισημαίνει ότι το σημείο 68 των αιτιολογικών σκέψεων του προσβαλλόμενου κανονισμού δεν αναφέρει τους λόγους για τους οποίους η συμμετοχή της Canon κατά 19 ο/ο στην εταιρία Tetras, με δικαίωμα προτιμήσεως για την αγορά ενός επιπλέον 30 ο/ο των μετοχών «δεν επηρέασε τη θέση της Tetras ούτε ως κοινοτικού παραγωγού ούτε ως καταγγέλλοντος ».

    Rank Xerox

    Η Gestetner υποστηρίζει ότι αν η Rank Xerox είχε αποκλεισθεί από τον ορισμό του κλάδου παραγωγής της Κοινότητας, η καταγγελία δεν θα είχε οδηγήσει σε αποτέλεσμα, δεδομένου ότι οι προστιθέμενες παραγωγές των άλλων μελών της Cecom δεν συνιστούν το μεγαλύτερο τμήμα της συνολικής κοινοτικής παραγωγής του εν λόγω προϊόντος ( αναφέρει σχετικά αριθμητικά στοιχεία που προέρχονται από μελέτη που υποβλήθηκε στην Επιτροπή κατά τη διάρκεια της έρευνας από τις πέντε OEM, με τίτλο « συσκευές φωτοαντιγραφής κοινού χάρτου: οικονομική ανάλυση της ζημίας και του κέρδους της Κοινότητας », Μάρτιος 1986 ).

    Η Gestetner επισημαίνει εξάλλου τους εταιρικούς και οικονομικούς δεσμούς που υπάρχουν μεταξύ της Rank Xerox και της Fuji Xerox, το 50 ο/ο των μετοχών της οποίας κατείχε η Rank Xerox, καθώς και τους δεσμούς μεταξύ της Rank Xerox και της θυγατρικής της εταιρίας, Xerox Corporation USA, και θεωρεί ότι λόγω των δεσμών αυτών η εμπορική συμπεριφορά της Rank Xerox στον τομέα των εξαγωγών PPC είναι διαφορετική από τη συμπεριφορά άλλων συνδεόμενων κοινοτικών παράγωγων. Ο ισχυρισμός αυτός στηρίζεται σε σαφείς διαπιστώσεις που περιέχονται στον προσβαλλόμενο κανονισμό ( ιδίως σημεία 60 και 64 των αιτιολογικών σκέψεων ).

    Αναφερόμενη στη συνέχεια στα σημεία 52 και 56 των αιτιολογικών σκέψεων του προσβαλλόμενου κανονισμού, η Gestetner αμφισβητεί διαδοχικά τα ακόλουθα σημεία:

    i)

    τον όγκο των εισαγωγών που προέρχονται από τη Fuji Xerox: ο όγκος αυτός υπερβαίνει το αποδεδειγμένο ποσοστό 8 ο/ο των πωλήσεων και εκμισθώσεων προϊόντων των τμημάτων 1 και 2, που πραγματοποίησε η Rank Xerox εντός της Κοινότητας·

    ii)

    τους λόγους που δικαιολογούν τις εισαγωγές από την Ιαπωνία πριν από την κατασκευή στην Κοινότητα αντίστοιχων τύπων μηχανημάτων: οι λόγοι αυτοί αποτελούν μόνο « δήλωση προθέσεως » κατασκευής στην Κοινότητα, λόγω του ότι το Συμβούλιο επιβεβαίωσε τα συμπεράσματα της Επιτροπής «δεδομένου ότι δεν υποβλήθηκαν στοιχεία που να αποδεικνύουν το αντίθετο ». Η Gestetner παρατηρεί εξάλλου ότι, ακόμη και αν ο σταθμισμένος μέσος συντελεστής της προστιθεμένης αξίας στην Κοινότητα για τα PPC Rank Xerox των τμημάτων 1 έως 4 είναι ίσος με 50 %, αυτό δεν αποδεικνύει ότι η Rank Xerox είναι πράγματι κοινοτικός παραγωγός στα τμήματα αυτά ή ότι έχει πράγματι την πρόθεση κατασκευής PPC των κατηγοριών αυτών στην Κοινότητα. Σχετικά με το ζήτημα αυτό η Gestetner επισημαίνει ιδίως το χαμηλό επίπεδο προστιθεμένης αξίας στην Κοινότητα που διεπίστωσε η Επιτροπή όσον αφορά τα PPC χαμηλής δυναμικότητας που παράγει η Rank Xerox ( μεταξύ 20 και 35 ο/ο ) και παρατηρεί ότι πράγματι, όπως αποδεικνύει η τεχνική ανάλυση του κόστους υλικών που περιέχεται στο παράρτημα 7 της προσφυγής, η αξία αυτή θα έφθανε το 20 ο/ο μόνο άν περιελάμβανε τα έξοδα προσωπικού και το 35% μόνο αν περιελάμβανε επίσης και το κέρδος του εργοστασίου·

    iii)

    την κατάσταση της Rank Xerox ως παραγωγού: η εταιρία αυτή δεν μπορεί να θεωρείται ως « παραγωγός εν τη γενέσει του » και η απόφαση εφοδιασμού από την Ιαπωνία αποτελεί απόφαση διαχειρίσεως και όχι τη μόνη βιώσιμη επιλογή που είχε η εταιρία αυτή ·

    iv)

    τον αποκλεισμό της παραγωγής της Rank Xerox στο Ηνωμένο Βασίλειο: δεν είναι συνεπές να επιτραπεί να συμπεριληφθεί η Rank Xerox στον κλάδο παραγωγής της Κοινότητας λόγω του ότι, ακόμη κι αν δεν λαμβανόταν υπόψη η βρετανική της παραγωγή, θα εξακολουθούσαν να υπάρχουν άλλοι παραγωγοί PPC στα ίδια τμήματα της αγοράς με τη βρετανική παραγωγή της Rank Xerox·

    ν)

    τα πλεονεκτήματα που παρουσιάζει η εισαγωγή ιαπωνικών προϊόντων για τη Rank Xerox: τα πλεονεκτήματα αυτά δεν είναι, κατά την άποψη της Gestetner, περιορισμένης διάρκειας και εκτάσεως. Η Gestetner Θεωρεί ότι το μεγαλύτερο πλεονέκτημα ήταν η δυνατότητα ταχείας εισόδου της Rank Xerox στην αγορά PPC χαμηλής δυναμικότητας. Εξάλλου, τα πλεονεκτήματα αυτά είχαν σαν αντιστάθμισμα αντίστοιχη ζημία για τους κοινοτικούς παραγωγούς ( σημείο 63 των αιτιολογικών σκέψεων του προσβαλλόμενου κανονισμού ) ·

    vi)

    τέλος, η Gestetner θεωρεί ότι η Rank Xerox, προβαίνοντας σε εφοδιασμό από την Ιαπωνία, δεν ενήργησε για λόγους αυτοάμυνας και παραπέμπει, σχετικά, στο σημείο 64 των αιτιολογικών σκέψεων του προσβαλλόμενου κανονισμού.

    Το Συμβούλιο παρατηρεί, καταρχάς, ότι η έννοια « κλάδος παραγωγής της Κοινότητας » θέτει δύο διαφορετικά ερωτήματα: το πρώτο αφορά το αν η καταγγελία ήταν παραδεκτή λόγω του ότι την υποστήριζε το μεγαλύτερο μέρος του κλάδου παραγωγής της Κοινότηταςτο δεύτερο αφορά το αν ήταν ορθός ο καθορισμός της αποδεδειγμένης παραγωγής της Κοινότητας για τον προσδιορισμό της ζημίας. Το Συμβούλιο παρατηρεί ότι είναι δυνατόν να ενδείκνυται να συμπεριληφθεί ένας παραγωγός στον κλάδο παραγωγής της Κοινότητας, όταν πρόκειται να καθορισθεί αν η καταγγελία έχει επαρκή υποστήριξη ώστε να είναι παραδεκτή, αλλά να πρέπει να αποκλειστεί όσον αφορά ορισμένες πλευρές του καθορισμού της ζημίας. Κατά την εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 2176/84, το Συμβούλιο παρατηρεί ότι θα ήταν πολύ εύκολο να συναχθεί το συμπέρασμα ότι κάθε δεσμός ή σχέση αρκεί για να αποκλεισθεί μια εταιρία από τον κλάδο παραγωγής της Κοινότητας από κάθε άποψη και διευκρινίζει ότι η διαδικασία είναι πολύπλοκη και ότι τα γεγονότα πρέπει να εκτιμώνται και να σταθμίζονται σε κάθε περίπτωση.

    Όσον αφορά το παραδεκτό της καταγγελίας, το Συμβούλιο ισχυρίζεται ότι η Gestetner φαίνεται να συγχέει το μερίδιο της αγοράς στον τομέα των PPC με την κοινοτική παραγωγή των εν λόγω αγαθών. Υποστηρίζει ότι, ακόμη και αν οι άλλοι παραγωγοί της ΕΟΚ (Océ, Olivetti και Tetras ) δεν κατείχαν παρά περιορισμένα μερίδια αγοράς, και πάλι θα αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος της κοινοτικής παραγωγής που έπρεπε να ληφθεί υπόψη. Εξάλλου το Συμβούλιο θεωρεί ότι η προσφεύγουσα ερμηνεύει εσφαλμένα την πρακτική που εφάρμοζαν προηγουμένως τα όργανα στο σημείο αυτό. Ειδικότερα τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως του « isopropylidènedi-phénol », που επικαλείται η Gestetner, δεν μπορούν να συγκριθούν με τα πραγματικά περιστατικά της παρούσης υποθέσεως, το γενικό δε συμπέρασμα της προσφεύγουσας, ότι η ύπαρξη οποιουδήποτε δεσμού αρκεί για τον αποκλεισμό ενός παραγωγού από τον κλάδο παραγωγής της Κοινότητας, δεν μπορεί να θεμελιωθεί στην προαναφερθείσα υπόθεση.

    Πράγματι, στην περίπτωση « isopropylidènedi-phénol », δεδομένου ότι η καταγγελία υποβλήθηκε από ένα μόνο κοινοτικό παραγωγό, η Επιτροπή εξέτασε αν ο παραγωγός αυτός αντιπροσώπευε « το μεγαλύτερο μέρος » της κοινοτικής παραγωγής και διαπίστωσε ότι αυτό θα συνέβαινε αν αποκλείονταν οι παραγωγοί που δεν υπέβαλαν καταγγελία, λόγω των σχέσεών τους με τους εξαγωγείς. Στηριζόμενη στις συνθήκες της συγκεκριμένης υποθέσεως η Επιτροπή θεώρησε ότι έπρεπε να αποκλειστούν αυτοί οι παραγωγοί που δεν υπέβαλαν καταγγελία. Κανένας διάδικος δεν αμφισβήτησε ότι η καταγγελία είχε αρκετή υποστήριξη ώστε να είναι παραδεκτή. Αντίθετα, στην παρούσα υπόθεση, οι παραγωγοί που συνδέονται με τους εξαγωγείς ή που εισάγουν ορισμένα από τα προϊόντα που αποτελούν αντικείμενο αντιντάμπινγκ υποστήριξαν την καταγγελία, και τα κοινοτικά όργανα χρειάστηκε να αναλύσουν λεπτομερέστερα τις σχέσεις μεταξύ των παραγωγών της Κοινότητας και των εξαγωγέων. Εξάλλου ορισμένοι από τους διαδίκους, συμπεριλαμβανομένης της Gestetner, άσκησαν ενστάσεις λόγω του ότι οι κοινοτικοί παραγωγοί που υπέβαλαν καταγγελία συμπεριλήφθηκαν στον « κλάδο παραγωγής της Κοινότητας ».

    Όσον αφορά τον καθορισμό της ζημίας, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι τα πραγματικά περιστατικά των περιπτώσεων που επικαλέστηκε σχετικά η Gestetner είναι τελείως διαφορετικά από αυτά της παρούσης υποθέσεως.

    Στην περίπτωση των « οχημάτων για κατασκήνωση τύπου caravanes », που αφορούσε έναν μόνον εξαγωγέα, η εταιρία που αποκλείστηκε από τον κλάδο παραγωγής της Κοινότητας για τον καθορισμό της ζημίας ήταν η κατά 100 ο/ο ελεγχόμενη θυγατρική εταιρία του εξαγωγέα αυτού. Στην περίπτωση των «ηλεκτρονικών ζυγών » η Επιτροπή απέκλεισε δύο κοινοτικούς παραγωγούς που είχαν δεσμούς τεχνικής συνεργασίας με τους ιάπωνες εξαγωγείς. Ο εν λόγω κανονισμός δεν ανέφερε λεπτομερώς τους λόγους του αποκλεισμού αυτού, δεδομένου ότι ο αποκλεισμός δεν επηρέαζε τα πορίσματα, εφόσον οι εναπομείναντες παραγωγοί εξακολουθούσαν να αντιπροσωπεύουν το 72 0/0 του κλάδου παραγωγής της Κοινότητας. Τέλος, στην περίπτωση των « παγοπεδίλων », ο παραγωγός που υπέβαλε την καταγγελία αντιπροσώπευε το 90 ο/ο της κοινοτικής παραγωγής. Λόγω των ειδικών περιστάσεων της περιπτώσεως αυτής — ιδίως λόγω του γεγονότος ότι ο παραγωγός αυτός ήταν ο κύριος εισαγωγέας, ότι αγόραζε στις χαμηλότερες τιμές και ότι οι εισαγωγές του αυξάνονταν συνεχώς — αποκλείστηκε από τον κλάδο παραγωγής της Κοινότητας, αν και η Επιτροπή διευκρίνισε στην απόφαση ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 2176/84, το γεγονός ότι ένας κοινοτικός παραγωγός εισάγει προϊόντα που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ δεν σημαίνει ότι εξαιρείται από την έρευνα για ζημία.

    Η σημασία των πραγματικών περιστατικών της προκειμένης υποθέσεως αποδεικνύεται ακόμη από την περίπτωση του « θειικού χαλκού καταγωγής Γιουγκοσλαβίας» (κανονισμός 2936/82 της Επιτροπής, της 8ης Οκτωβρίου 1982, ΕΕ L 308, σ. 7 ), την οποία δεν επικαλέστηκε η Gestetner. Στην περίπτωση αυτή θεωρήθηκε μη ενδεδειγμένο να αποκλειστεί ένας παραγωγός, που εισήγαγε επίσης το προϊόν που αποτελούσε αντικείμενο ντάμπινγκ, διότι ενδιαφερόταν κυρίως για την εσωτερική παραγωγή και είχε αναγκαστεί να εισαγάγει τα προϊόντα σε τιμές ντάμπινγκ για να διατηρήσει το μερίδιό του στην αγορά.

    Όσον αφορά την παρούσα υπόθεση, οι εισαγωγές που πραγματοποίησαν οι κοινοτικοί παραγωγοί ήταν κατά γενικό κανόνα περιορισμένες σε όγκο και αξία και — όσον αφορά τα εξαρτήματα — είχαν την τάση να μειώνονται και όχι να αυξάνουν ( σημεία 55, 57, 58, 66 και 71 των αιτιολογικών σκέψεων του προσβαλλόμενου κανονισμού ). Στα σημεία 50 έως 57 των αιτιολογικών σκέψεων του προσβαλλόμενου κανονισμού εκτίθενται τα στοιχεία που οδήγησαν το Συμβούλιο στο συμπέρασμα ότι όλοι οι παραγωγοί της ΕΟΚ που υποστήριξαν την καταγγελία έπρεπε να συμπεριληφθούν στον κλάδο παραγωγής της Κοινότητας. Εξάλλου τα γεγονότα που διαπίστωσαν τα κοινοτικά όργανα και τα οποία περιγράφονται στα σημεία 60 έως 66 των αιτιολογικών σκέψεων του προσβαλλόμενου κανονισμού διαψεύδουν τον ισχυρισμό της Gestetner ότι οι παραγωγοί εισήγαγαν τα εν λόγω προϊόντα όχι μόνο για ν' αμυνθούν κατά του ντάμπινγκ, αλλά και για να αυξήσουν τις εργασίες τους.

    Όσον αφορά τα επιχειρήματα της Gestetner σχετικά με τις Océ, Olivetti, Tetras και Rank Xerox το Συμβούλιο παρατηρεί τα ακόλουθα:

    Olivetti και Océ

    Το Συμβούλιο επισημαίνει ότι η Gestetner ερμηνεύει εσφαλμένα το κριτήριο της ζημίας που προκάλεσε μια εταιρία στον εαυτό της (σημείο 71 των αιτιολογικών σκέψεων του προσβαλλόμενου κανονισμού). Στην πραγματικότητα σημαντική δεν είναι η πρόθεση των παραγωγών αλλά το γεγονός ότι ένας παραγωγός εισήγαγε το προϊόν, αντί να το παράγει, και μείωσε έτσι το βαθμό χρησιμοποιήσεως των ίδιων του των δυνατοτήτων ή προκάλεσε τη μείωση των τιμών του ή άλλο στοιχείο της ζημίας.

    Tetras

    Το Συμβούλιο παρατηρεί ότι το σημείο 68 των αιτιολογικών σκέψεων του προσβαλλόμενου κανονισμού που επικαλέστηκε η Gestetner αφορά μόνο το ζήτημα αν η Tetras έπρεπε να αποκλειστεί από τον κλάδο παραγωγής της Κοινότητας λόγω της ιδιότητάς της ως καταγγέλλοντος. Εντούτοις η Tetras δεν ελήφθη υπόψη για την εκτίμηση της ζημίας και τον καθορισμό του συντελεστή του δασμού ( σημεία 81 και 107 των αιτιολογικών σκέψεων του προσβαλλόμενου κανονισμού). Οι διατάξεις του προσβαλλόμενου κανονισμού δεν στηρίζονται στην κατάσταση της Tetras.

    Rank Xerox

    Κατά την άποψη του Συμβουλίου πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ των εισαγωγών πλήρως συναρμολογημένων PPC και εξαρτημάτων.

    Όσον αφορά την εισαγωγή εξαρτημάτων, το Συμβούλιο παρατηρεί ότι η προσφεύγουσα φαίνεται να δέχεται την κρισιμότητα του κριτηρίου της προστιθέμενης αξίας, αλλά εσφαλμένως περιορίζει την εφαρμογή του στους κανόνες σχετικά με την προέλευση. Όπως όμως αναφέρεται στο σημείο 56 των αιτιολογικών σκέψεων του προσβαλλόμενου κανονισμού, ένας από τους σημαντικούς παράγοντες που πρέπει να εξεταστούν για να καθοριστεί αν μία εταιρία ανήκει στον κλάδο παραγωγής της Κοινότητας είναι το ζήτημα της προστιθέμενης αξίας για ένα συγκεκριμένο προϊόν στο εσωτερικό της Κοινότητας, ανεξαρτήτως του αν η προστιθέμενη αυτή αξία χαρακτηρίζει το προϊόν ως κοινοτικό. Αν ληφθούν υπόψη όλα τα PPC που κατασκεύασε η Rank Xerox στα τμήματα 1 έως 4, η μέση σταθμισμένη προστιθέμενη αξία υπερβαίνει το 50 % (σημείο 58 των αιτιολογικών σκέψεων του προσβαλλόμενου κανονισμού ). Ακόμη και αν εξεταζόταν χωριστά τα PPC χαμηλής δυναμικότητας που κατασκευάστηκαν από τη Rank Xerox στο Ηνωμένο Βασίλειο, η προστιθέμενη αξία εντός της Κοινότητας και η αυξανόμενη χρησιμοποίηση εξαρτημάτων που κατασκευάστηκαν στην ΕΟΚ θα εξακολουθούσαν να αρκούν για να δικαιολογήσουν το γεγονός ότι η Rank Xerox περιελήφθη στον κλάδο παραγωγής της Κοινότητας (σύμφωνα με το σημείο 55 των αιτιολογικών σκέψεων η προστιθέμενη αξία εντός του εργοστασίου κυμάνθηκε μεταξύ 20 και 35 % ). Το Συμβούλιο υπογραμμίζει ότι τα καθοριστικά στοιχεία για να περιληφθεί η Rank Xerox στον κλάδο παραγωγής της Κοινότητας ήταν η προστιθέμενη αξία κατά τις πράξεις που πραγματοποιήθηκαν στην Ευρώπη και η πολιτική της Rank Xerox, που αποσκοπεί στην αντικατάσταση των εξαρτημάτων που κατασκευάστηκαν στην Ιαπωνία με εξαρτήματα κατασκευασμένα από τη Rank Xerox ή άλλους προμηθευτές στην Κοινότητα, δεδομένου ότι η χρησιμοποίηση των πρώτων αποτελούσε συνήθη εμπορική πρακτική και τίποτε δεν οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι η Rank Xerox δεν θα συνέχιζε την πολιτική της με

    σκοπό την αύξηση χρησιμοποιήσεως των δεύτερων.

    Όσον αφορά τα πλήρως συναρμολογημένα PPC, το Συμβούλιο ισχυρίζεται ότι οι εισαγωγές τους ήταν μικρής σημασίας, αφορούσαν περιορισμένους όγκους και αξία και ότι τα πραγματοποιηθέντα κέρδη ήταν περιορισμένης διάρκειας και εκτάσεως ( σημείο 61 των αιτιολογικών σκέψεων του προσβαλλόμενου κανονισμού ). Οι τιμές μεταπωλήσεως των εισαγομένων προϊόντων ήταν ίδιες με αυτές των συσκευών που κατασκευάστηκαν στην Κοινότητα. Εξάλλου, αν η Rank Xerox δεν ήταν αναγκαστικά υποχρεωμένη να αγοράσει συσκευές Fuji Xerox για αυτοπροστασία, ήταν σαφές ότι, σε έναν τομέα της αγοράς όπου κυριαρχούν οι εισαγωγές από την Ιαπωνία σε τιμές ντάμπινγκ, η δυνατότητα ταχύτερης θέσεως ενός προϊόντος σε κυκλοφορία επέτρεψε στην επιχείρηση να υπερασπιστεί καλύτερα τη θέση της σε σχέση με τους ανταγωνιστές της.

    Το Συμβούλιο παρατηρεί ότι αν ορισμένα στοιχεία του προσβαλλόμενου κανονισμού μπορεί να φαίνονται ότι δικαιολογούν τον αποκλεισμό της Rank Xerox από τον κλάδο παραγωγής της Κοινότητας — αν εξεταστούν χωριστά και χωρίς να συνδυάζονται με ορισμένα αποσπάσματα του κανονισμού — η συνολική εκτίμηση όλων των στοιχείων δεν επιβεβαιώνει τα συμπεράσματα που συνήγαγε η προσφεύγουσα.

    Το Συμβούλιο τέλος υποστηρίζει ότι τα πραγματικά περιστατικά διαψεύδουν τα επιχειρήματα που ανέπτυξε η προσφεύγουσα, λαμβανομένων υπόψη των σημείων 61 έως 63 των αιτιολογικών σκέψεων του προσβαλλόμενου κανονισμού, όσον αφορά ιδίως τα πλεονεκτήματα που απορρέουν από την εισαγωγή ιαπωνικών προϊόντων και το γεγονός ότι για τον καθορισμό της ζημίας ελήφθησαν υπόψη ορισμένες εισαγωγές που πραγματοποίησε η Rank Xerox.

    Το Συμβούλιο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο μη αποκλεισμός της Rank Xerox από τον κλάδο παραγωγής της Κοινότητας δεν αποτελεί προφανώς εσφαλμένη εκτίμηση εκ μέρους του ούτε κατάχρηση εξουσίας.

    Η Cecom υποστηρίζει ότι η απόφαση του Συμβουλίου να θεωρήσει τις Rank Xerox, Olivetti, Océ και Tetras, ως τον « κλάδο παραγωγής της Κοινότητας » κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 2176/84, είναι νόμιμη και ότι αποτελούσε τη μόνη δυνατή απόφαση κατά την άσκηση της διακριτικής εξουσίας. Η Cecom προέβαλε σχετικά τα ακόλουθα επιχειρήματα:

    i)

    κανένα από τα μέλη της Cecom δεν μπορεί να αποκλειστεί από τον κλάδο παραγωγής της Κοινότητας ως παραγωγός που « συνδέεται με τους εξαγωγείς του προϊόντος που θεωρείται ότι αποτελεί αντικείμενο ντάμπινγκ » ( άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 2176/84): τα μέλη της Cecom δεν ελέγχονται από ιαπωνικές εταιρίες κατά τρόπο που θα τα έκανε να ενεργούν διαφορετικά από τους εθνικούς παραγωγούς μηχανημάτων φωτοαντιγραφής που δεν έχουν καμία σχέση με τους ιάπωνες παραγωγούς·

    ii)

    αν και ορισμένοι ευρωπαίοι κατασκευαστές PPC εισήγαγαν PPC από την Ιαπωνία, δεν πρέπει να αποκλειστούν από τον κλάδο παραγωγής της Κοινότητας, διότι εισήγαγαν PPC για να αυτοπροστατευτούν και δεν άντλησαν κέρδος από τις πωλήσεις των εισαγομένων PPC, έτσι ώστε δεν προκάλεσαν ζημία στον εαυτό τους. Όσον αφορά την αυτοπροστασία, η Cecom υποστηρίζει ότι λόγω του ντάμπινγκ των ιαπωνικών επιχειρήσεων και της στρατηγικής τους για την κατάκτηση της αγοράς, τα μέλη της Cecom δεν μπόρεσαν να επιτύχουν τις τιμές που είχαν προβλέψει για τα PPC χαμηλής και μέσης δυναμικότητας της δικής τους παραγωγής και ότι οι κατασκευαστές αυτοί συνέχισαν να προμηθεύουν τις OEM με τύπους συσκευών φωτοαντιγραφής χαμηλής δυναμικότητας, καταγωγής Ιαπωνίας, για να μπορέσουν να προσφέρουν πλήρη σειρά PPC στην αγορά. Όσον αφορά την προκληθείσα στην ίδια τη δραστηριότητα της ζημία, η Cecom καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τέτοια ζημία δεν υφίσταται, εφόσον όλα τα μέλη της Cecom πωλούσαν τους τύπους μηχανημάτων που εισήγαγαν σε τιμές αντίστοιχες με τις δικές τους τιμές. Οι εισαγωγές αυτές δεν απέφεραν επομένως κέρδος ούτε στην ευρωπαϊκή βιομηχανία PPC ούτε σε κανέναν από τους παραγωγούς που την αποτελούν, πράγμα που αποδείχτηκε κατά τη διοικητική διαδικασία·

    iii)

    αναφερόμενοι στο άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 2176/84, που διευκρινίζει ότι η έκφραση « κλάδος παραγωγής της Κοινότητας » μπορεί να ερμηνευθεί ως αναφερόμενη στους υπόλοιπους παραγωγούς, η Cecom υπογραμμίζει το ευρύ περιθώριο διακριτικής ευχέρειας κατά την εκτίμηση που διαθέτουν οι κοινοτικές αρχές για να καθορίσουν αν μια ειδική κατάσταση δικαιολογεί τον αποκλεισμό ορισμένων παραγωγών - εισαγωγέων από τον καθορισμό « του κλάδου παραγωγής της Κοινότητας ». Στον προσβαλλόμενο κανονισμό η ανάλυση αυτή πραγματοποιείται κατά τρόπο που υπερβαίνει τη συνήθη υποχρέωση αιτιολογίας που πρέπει να πληρούν οι κοινοτικές αρχές. Κατά την άποψη της Cecom, οι κοινοτικοί παραγωγοί PPC, ένα τμήμα των οποίων είχε εξουδετερωθεί και ένα τμήμα σημαντικά εξασθενίσει λόγω της στρατηγικής των χαμηλότερων τιμών στις οποίες πωλούν οι ιάπωνες ανταγωνιστές, είχαν επιτακτική ανάγκη να αναγνωριστούν και να προστατευτούν ως το υπόλοιπο του « κλάδου παραγωγής της Κοινότητας ».

    Επί των επιχειρημάτων που προβάλλει η Gestetner για κάθε έναν από τους τέσσερις κατασκευαστές PPC, η Cecom προέβη στις ακόλουθες παρατηρήσεις.

    Olivetti και Ο cè

    Η Cecom υπενθυμίζει ότι κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας δόθηκαν, με εμπιστευτικές δηλώσεις, εξηγήσεις στην Επιτροπή για τον σκοπό προμήθειας πλήρους σειράς PPC, που αποτελούσε την πολιτική των δύο επιχειρήσεων και για το κύριο εμπόδιο που ήταν το χαμηλό επίπεδο των τιμών της αγοράς σε σχέση με τις ποσότητες, το οποίο οφειλόταν στην επιθετική πολιτική που άσκησαν οι ιάπωνες ανταγωνιστές για να εισέλθουν στην αγορά. Ομοίως όλα τα εμπιστευτικά έγγραφα που προσκομίστηκαν στην Επιτροπή οδήγησαν τις κοινοτικές αρχές στο συμπέρασμα ότι οι εταιρίες Océ και Olivetti δεν προκάλεσαν ζημία στον εαυτό τους με την πολιτική τους σχετικά με τις τιμές. Επιπλέον ο μικρός αριθμός των εισαγωγών τους από την Ιαπωνία δεν είχε επιζήμια αποτελέσματα για τις τιμές των δικών τους PPC ή των PPC των άλλων παραγωγών της Κοινότητας.

    Τέλος η Cecom παρατηρεί ότι η κοινή επιχείρηση που δημιουργήθηκε με συμφωνία της Olivetti και της Canon συμβάλλει στην πραγματοποίηση του σκοπού της Olivetti, που είναι η εκ νέου παραγωγή των κατηγοριών PPC που εθίγησαν από την πολιτική των διαφόρων ιαπώνων κατασκευαστών.

    Tetras

    Η συμμετοχή της Canon στο κεφάλαιο της Tetras δεν επηρέασε ούτε θα επηρεάσει τη θέση της Tetras στην κοινοτική παραγωγή.

    Rank Xerox

    Η Cecom υποστηρίζει ότι οι διαπιστώσεις των κοινοτικών οργάνων ( σημείο 65 των αιτιολογικών σκέψεων του προσβαλλόμενου κανονισμού) και ιδίως το γεγονός της δυνατότητας ταχύτερης θέσεως σε κυκλοφορία του προϊόντος αρκεί για να θεωρηθεί ότι η Rank Xerox ενήργησε, στον τομέα των μηχανημάτων χαμηλής δυναμικότητας, με σκοπό την αυτοπροστασία. Η Cecom προσθέτει ότι η απόφαση αγοράς PPC από τη Fuji Xerox μπορούσε να εξηγηθεί λόγω της μη αποδοτικότητας της κοινοτικής παραγωγής. Εξάλλου η Rank Xerox δεν αρνήθηκε ποτέ τις δυσκολίες που αντιμετώπισε η εταιρία όταν θέλησε να εισαγάγει μικρά PPC στην αγορά, ιδίως το επίπεδο πολύ χαμηλών τιμών που ήταν γνωστό στην αγορά αυτή και οφειλόταν στις ιαπωνικές εισαγωγές.

    Στη συνέχεια η Cecom υποστηρίζει ότι η Rank Xerox δεν προκάλεσε ζημία στον εαυτό της: οι ιαπωνικές πρακτικές ντάμπινγκ υποχρέωσαν τη Rank Xerox να ευθυγραμμίσει τις τιμές μεταπωλήσεως της προς αυτές των ιαπώνων ανταγωνιστών για να εξασφαλίσει κάποια ανταγωνιστικότητα, οι τιμές όμως αυτές παρέμειναν μεταξύ των υψηλότερων στην κλίμακα των τιμών. Όσον αφορά την έννοια της ζημίας που προκλήθηκε στους άλλους κοινοτικούς παραγωγούς, η Cecom διευκρινίζει ότι η έννοια αυτή σημαίνει αποκλειστικά και μόνο ότι οι εισαγωγείς πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό της ζημίας που υπέστησαν οι εν λόγω άλλοι παραγωγοί.

    Τέλος, κατά την άποψη της Cecom, η Rank Xerox δεν είχε κανένα κέρδος από το ντάμπινγκ. Η Cecom Θεωρεί αμφίβολο ότι αυτό που « κερδίζει » μία εταιρία « προμηθευόμενη φθηνά μηχανήματα πριν αρχίσει η κοινοτική παραγωγή » μπορεί να θεωρηθεί ως πλεονέκτημα που απορρέει από την εισαγωγή προϊόντων που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ. Η διάρκεια και η σημασία των αγορών PPC και εξαρτημάτων PPC από τη Fuji Xerox συνδέονταν ουσιαστικά με το γεγονός ότι το επίπεδο των ισχυουσών τιμών στην κοινοτική αγορά PPC χαμηλής δυναμικότητας καθοριζόταν από τις ιαπωνικές επιχειρήσεις.

    Τέλος η Cecom προσθέτει ότι, μετά την επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ επί των PPC η Rank Xerox εντατικοποίησε πράγματι την παραγωγή της εντός της Κοινότητας, όσον αφορά τα PPC χαμηλής δυναμικότητας.

    δ) Επί του συμφέροντος της Κοινότητας

    Λαμβανομένης υπόψη της δομής της αγοράς και του βαθμού συγκεντρώσεως της, η Gestetner υποστηρίζει ότι η Κοινότητα δεν είχε συμφέρον να επιβάλει δασμούς αντιντάμπινγκ στην προκειμένη υπόθεση. Υποστηρίζει ότι η δεσπόζουσα θέση που κατέχει η Rank Xerox θα ενισχυθεί, ότι η επιβολή του δασμού θα περιορίσει την ικανότητα των υπόλοιπων προμηθευτών (ιδίως των OEM) να ανταγωνιστούν τη Rank Xerox και ότι η σχετική εξέλιξη της αγοράς θα είναι δυσμενής για τους καταναλωτές.

    Ειδικότερα η Gestetner υποστηρίζει ότι, αν τα κοινοτικά όργανα είχαν αναλύσει τα οικονομικά δεδομένα της αγοράς PPC με αναφορά περισσότερο στα έσοδα και όχι στον αριθμό των πωληθέντων μηχανημάτων, στον αριθμό των φωτοαντιγράφων και όχι στον αριθμό των μηχανημάτων φωτοαντιγραφής, θα είχαν διαπιστώσει ότι η πρώτη θέση που κατέχει η Rank Xerox στην αγορά θα ενισχυόταν σημαντικά με την επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ, εις βάρος του υγιούς ανταγωνισμού. Η Gestetner αναφέρει σχετικά τα τελευταία αριθμητικά στοιχεία της Dataquest, από τα οποία προκύπτει ότι το 1985η Rank Xerox ήταν η σημαντικότερη επιχείρηση στον τομέα της πωλήσεως φωτοαντιγράφων. Σ' αυτό τον βιομηχανικό κλάδο το να περιοριστεί ο καθορισμός της ζημίας και του κέρδους της Κοινότητας μόνο στα μηχανήματα δεν μπορεί παρά να νοθεύσει την ανάλυση που πρέπει να γίνει. Εξάλλου τα κοινοτικά όργανα έπρεπε επίσης να λάβουν υπόψη το γεγονός ότι ο κανονισμός 1761/87 του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1987 (ΕΕ L 167, σ. 9), που επιτρέπει την επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ επί των προϊόντων που κατασκευάζονται με συναρμολόγηση στην Κοινότητα, επιβάλλει φραγμούς στους νέους παραγωγούς που εισέρχονται στην κοινοτική βιομηχανία κατασκευής PPC. Η Rank Xerox αυξάνει το μερίδιο της στην αγορά με τον κίνδυνο να δημιουργηθεί διπολική κατάσταση.

    Η Gestetner εξάλλου υποστηρίζει ότι η Επιτροπή και το Συμβούλιο δεν έλαβαν υπόψη το γεγονός ότι η προσφεύγουσα υπέβαλε καταγγελία κατά της Xerox Corporation USA δυνάμει του άρθρου 3 του κανονισμού 17/62 για παράβαση του άρθρου 86 της Συνθήκης ΕΟΚ, αντίθετα από την προσέγγιση που είχε υιοθετήσει το Συμβούλιο στον κανονισμό 2322/85 ( « γλυκίνη », ΕΕ L 218, σ. 1 ) όπου, λόγω του ενδεχόμενου αποτελέσματος των μέτρων αντιντάμπινγκ σε μία αγορά με υψηλή συγκέντρωση, ελήφθησαν προστατευτικά μέτρα με τα οποία δεν εξουδετερώθηκε πλήρως η ζημία που υπέστη ο κύριος κοινοτικός παραγωγός, αλλά κατέστη δυνατό στον παραγωγό αυτόν να εκμεταλλευτεί το νέο εργοστάσιό του κατά τρόπο κερδοφόρο.

    Όσον αφορά τη συγκέντρωση της αγοράς, η Gestetner αναφέρει ότι τα μέλη της Cecom αντιμετώπισαν το ενδεχόμενο κοινού εφοδιασμού σε εξαρτήματα PPC εντός της Κοινότητας, δεδομένου ότι το κύριο προϊόν για το οποίο πρόκειται — οι κύλινδροι από σελήνιο — κατασκευάζεται από τη Gestetner σε ανταγωνισμό με τη Rank Xerox, πράγμα που συνεπάγεται σημαντική ζημία για τη Gestetner.

    Η προσφεύγουσα τέλος υποστηρίζει ότι η επιβολή των δασμών αντιντάμπινγκ προστάτευσε, στην προκειμένη περίπτωση, τους καταγγέλλοντες εις βάρος των καταναλωτών της Κοινότητας.

    Το Συμβούλιο υπογραμμίζει καταρχάς ότι για να εκτιμήσει το στοιχείο « συμφέρον της Κοινότητας» πρέπει να εκτιμήσει μία σύνθετη οικονομική κατάσταση και ότι επομένως το Δικαστήριο θα περιορίσει τον έλεγχό του σε ορισμένα στοιχεία, ιδίως στο ότι τηρήθηκαν οι κανόνες διαδικασίας, ότι συνέβησαν πράγματι τα περιστατικά που έγιναν δεκτά και ότι δεν χώρησε ούτε πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση των περιστατικών αυτών ούτε ενέργεια κατά κατάχρηση εξουσίας. Κατά την άποψη του Συμβουλίου, από τα σημεία 89 επ. των αιτιολογικών σκέψεων του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτει σαφώς ότι έλαβε υπόψη όλες τις κρίσιμες πλευρές της επιβολής δασμού αντιντάμπινγκ και συνήγαγε το συμπέρασμα ότι ελλείψει ενός τέτοιου δασμού ήταν αμφίβολο αν μπορεί να συνεχιστεί η ανεξάρτητη κοινοτική παραγωγή PPC.

    Όσον αφορά την προβαλλόμενη δεσπόζουσα θέση της Rank Xerox, το Συμβούλιο απαντά ότι δεν είναι δικό του έργο να αποφασίσει αν είναι βάσιμη η καταγγελία που υπέβαλε η Gestetner. Γεγονός πάντως είναι ότι διαπιστώθηκε κατά την έρευνα αντιντάμπινγκ ότι το μερίδιο της αγοράς που κατείχε το σύνολο των κοινοτικών παραγωγών έφθανε μόνο το 19 % και ότι το ατομικό μερίδιο της Rank Xerox ήταν το σημαντικότερο. Όλοι οι κοινοτικοί παραγωγοί βρίσκονται σε σχέση ανταγωνισμού με τους ιάπωνες προμηθευτές.

    Όσον αφορά τη συμφωνία συνεργασίας για την κοινή προμήθεια ορισμένων κυλίνδρων από σελήνιο, το Συμβούλιο παρατηρεί ότι δεν έχουν σημασία τα προϊόντα στα οποία δεν εκτείνεται η έρευνα. Ο κανονισμός δεν αφορά τους κυλίνδρους από σελήνιο. Η Επιτροπή θα καθορίσει αν η Rank Xerox κατείχε δεσπόζουσα θέση στην αγορά των κυλίνδρων από σελήνιο και αν εκμεταλλεύτηκε καταχρηστικά τη θέση αυτή. Ακόμη και αν αυτή η άποψη του ζητήματος μπορεί να έχει ορισμένες επιπτώσεις για τη θέση της Rank Xerox ως παραγωγού PPC και να επηρεάσει έμμεσα ένα τμήμα της κοινοτικής παραγωγής PPC, η προσφεύγουσα δεν αναφέρει σαφώς με ποιον τρόπο αυτό επηρέασε τις εισαγωγές PPC από την Ιαπωνία σε τιμές ντάμπινγκ ούτε αναφέρει την προκύπτουσα ζημία. Επομένως η Gestetner ουδόλως απέδειξε ότι το Συμβούλιο προέβη σε προφανή πλάνη κατά την εκτίμηση.

    Τέλος όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας, σύμφωνα με το οποίο πρέπει να ληφθούν υπόψη τα φωτοαντίγραφα και όχι τα μηχανήματα φωτοαντιγραφής, το Συμβούλιο παρατηρεί ότι αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα να συμπεριληφθούν προϊόντα που έχουν ρητά αποκλειστεί από την έρευνα.

    Όσον αφορά το συμφέρον των καταναλωτών, το Συμβούλιο πρέπει να εκτιμήσει τις διάφορες συνέπειες της επιβολής δασμού αντιντάμπινγκ. Στην προκειμένη περίπτωση έκρινε ότι ήταν προς το συμφέρον της Κοινότητας να επιβληθεί δασμός ώστε να εξασφαλιστεί ότι θα εξακολουθήσει η δραστηριότητα ορισμένων παραγωγών της ΕΟΚ. Αυτό παρουσιάζει πλεονεκτήματα για την Κοινότητα όσον αφορά την απασχόληση, τις τεχνολογικές ικανότητες και τις τοπικές πηγές εφοδιασμού σε PPC. Αντίθετα, η κατάργηση μιας πραγματικά κοινοτικής παραγωγής θα είχε μακροπρόθεσμα σημαντικές αρνητικές συνέπειες. Αυτές οι αρχές και οι παράγοντες που αναφέρονται στα σημεία 88 έως 99 των αιτιολογικών σκέψεων του προσβαλλόμενου κανονισμού οδήγησαν το Συμβούλιο στο συμπέρασμα ότι, σε τελευταία ανάλυση, η επιβολή δασμού αντιντάμπινγκ ήταν προς το συμφέρον της Κοινότητας.

    Η Cecom υπογραμμίζει καταρχάς τη σημασία της ευρωπαϊκής αγοράς PPC που αντιπροσωπεύει περίπου το 35 ο/ο της παγκόσμιας αγοράς μηχανημάτων φωτοαντιγραφής και ισχυρίζεται ότι τα PPC έχουν αποφασιστική σημασία για την άνθιση του τομέα των ηλεκτρονικών μηχανημάτων γραφείου στην Ευρώπη. Στη συνέχεια παρατηρεί ότι τα κοινοτικά προϊόντα είναι εξίσου καλά, αν όχι καλύτερα, από αυτά των ιαπώνων ανταγωνιστών και ότι δεν συμφέρει τους χρήστες ευρωπαϊκών PPC να μονοπωληθεί η αγορά από ιάπωνες κατασκευαστές χωρίς πραγματικό ανταγωνισμό εκ μέρους των ευρωπαίων παραγωγών.

    Κατά την άποψη της Cecom, ούτε το άρθρο 4 ούτε το άρθρο 12 του κανονισμού 2176/84 δεν απαιτούν συνολική ανάλυση της αγοράς ή της δομής της αγοράς των ευρωπαϊκών PPC. Η Cecom υποστηρίζει σχετικά ότι η Κοινότητα έχει κάθε συμφέρον να διατηρήσει μια βιώσιμη ευρωπαϊκή παραγωγή PPC, ενόψει της τεχνολογίας και της διατηρήσεως πραγματικού ανταγωνισμού με τους ιάπωνες κατασκευαστές μηχανημάτων φωτοαντιγραφής.

    Όσον αφορά τη συγκέντρωση στον τομέα των PPC, η Cecom υποστηρίζει ότι υπάρχει σήμερα σημαντικός αριθμός κατασκευαστών και πολλοί τύποι PPC και ότι η κατάσταση αυτή θα μπορούσε να μεταβληθεί αν οι εναπομείναντες κοινοτικοί παραγωγοί δεν προστατεύονταν κατά του ντάμπινγκ. Όταν η Gestetner υποστηρίζει ότι η επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ θα συμβάλλει στη συγκέντρωση του τομέα αυτού που παρουσιάζει ήδη υψηλή συγκέντρωση, ενισχύοντας τη δεσπόζουσα θέση της Rank Xerox, διαψεύδει αυτά που ισχυρίστηκε κατά τη διάρκεια της έρευνας, δηλαδή ότι μπορεί να συνέφερε την Κοινότητα να επιβάλλει δασμούς αντιντάμπινγκ το 1980, ή νωρίτερα, όταν το μερίδιο των ιαπώνων στην κοινοτική αγορά των PPC δεν έφθανε παρά το 50 0/0 (ενώ κατά το 1985 ήταν τόσο υψηλό ώστε δεν εδικαιολογείτο πλέον η επιβολή των δασμών αυτών ).

    Η Cecom θεωρεί ότι η Rank Xerox δεν κατέχει δεσπόζουσα θέση στην ευρωπαϊκή αγορά PPC και ότι οι συνεχείς αναφορές της Gestetner στη θέση αυτή εκφράζουν κυρίως την αγανάκτηση μιας εταιρίας που υποχρεώθηκε να σταματήσει την παραγωγή της το 1983, λόγω του ντάμπινγκ, δεν το παραδέχεται όμως στο μέτρο που αντλεί από το γεγονός αυτό πλεονεκτήματα ως διανομεύς προϊόντων που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ.

    Όσον αφορά το σχέδιο συγκεντρώσεως των αγορών των ευρωπαίων κατασκευαστών PPC, η Cecom υποστηρίζει ότι το σχέδιο αυτό θεωρήθηκε ως μέσον πραγματοποιήσεως οικονομιών κλίμακος για συγκεκριμένα εξαρτήματα και ότι επομένως είχε ως σκοπό την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής παραγωγής PPC.

    Τέλος, αντίθετα προς ό,τι επιχειρεί να υποστηρίξει η προσφεύγουσα, ο κανονισμός 1761/87 του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1987, ( ΕΕ L 167, σ. 9) δεν εμποδίζει τον ανταγωνισμό αλλά, αντίθετα, είναι απαραίτητος για να εξασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα των δασμών αντιντάμπινγκ. Η Cecom υποστηρίζει σχετικά ότι οι εξαγωγές τμημάτων οπτικών PPC με προορισμό το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία και τη Γερμανία αυξήθηκαν σημαντικά μεταξύ 1985 και 1987. Στον τύπο ( ιαπωνική εφημερίδα The Nikkei Μ, της 27.10.1987) αναφέρεται επίσης σαφώς ότι η συνολική ικανότητα των ευρωπαϊκών εργοστασίων παραγωγής συσκευών φωτοαντιγραφής, τα οποία βρίσκονται στην κατοχή ιαπωνικών επιχειρήσεων, θα αυξηθεί έως ότου εξισωθεί σχεδόν με τις ιαπωνικές εξαγωγές προς την Κοινότητα κατά τα τελευταία έτη.

    Η Cecom αναφέρει ότι υπέβαλε νέα καταγγελία αντιντάμπινγκ που οδήγησε την Επιτροπή να κινήσει νέα διαδικασία αντιντάμπινγκ ( ΕΕ C 44 της 4. 2. 1988, σ. 3 ) όταν πληροφορήθηκε ότι τουλάχιστον επτά ιάπωνες κατασκευαστές PPC (Canon, Konishiroku, Matsushita, Minolta, Ricoh, Sharp και Toshiba) ίδρυσαν εγκαταστάσεις συναρμολογήσεως στην Κοινότητα.

    J. C. Moitinho de Almeida

    εισηγητής δικαστής


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

    Top

    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

    της 14ης Μαρτίου 1990 ( *1 )

    Στην υπόθεση C-156/87,

    Gestetner Holdings pk, με έδρα το Λονδίνο, εκπροσωπούμενη από την Clare Tritton και τους Κ. Ρ. Ε. Lasok και Fergus Randolph, barristers, Charlemagne Chambers, Βρυξέλλες, με τόπο επιδόσεως στο Λουξεμβούργο το γραφείο του δικηγόρου Arendt, 4, avenue Marie-Thérèse,

    προσφεύγουσα,

    υποστηριζόμενη από τη

    Mita Industrial Co. Líd, εκπροσωπούμενη από τον Jean-François Bellis, δικηγόρο Βρυξελλών, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο το γραφείο του δικηγόρου F. Bausch, 8, rue Ziethe,

    παρεμβαίνουσα,

    κατά

    Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένου από τους Hans-Jürgen Lambers, διευθυντή της νομικής υπηρεσίας, και Erik Η. Stein, νομικό σύμβουλο, επικουρούμενους από τους δικηγόρους Hans-Jürgen Rabe και Michael Schütte, του δικηγορικού γραφείου Schön και Pflüger του Αμβούργου και των Βρυξελλών, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Jörg Käser, διευθυντή της νομικής υπηρεσίας της Τράπεζας Ευρωπαϊκών Επενδύσεων, 100, boulevard Konrad-Adenauer, Kirchberg,

    και

    Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμένης από τον John Temple Lang, νομικό σύμβουλο, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Γεώργιο Κρεμλή, μέλος της νομικής υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

    καθών,

    υποστηριζόμενων από

    το Βασίλειο της Ισπανίας, εκπροσωπούμενο από τον F. Javier Conde de Saro, γενικό διευθυντή της υπηρεσίας κοινοτικού νομικού και θεσμικού συντονισμού, και από τη Rosario Silva de Lapuerta, abogado del Estado, με τόπο επιδόσεως στο Λουξεμβούργο την έδρα της πρεσβείας της Ισπανίας, 4-6, boulevard Emmanuel Servais,

    και από

    την Committee of European Copier Manufacturers ( Cecom ), με έδρα την Κολωνία (Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας), εκπροσωπούμενη από τους Dietrich Ehle και Volker Schiller, δικηγόρους Κολωνίας, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο το γραφείο των δικηγόρων Arendt και Harles, 4, avenue Marie-Thérèse,

    παρεμβαίνοντα,

    που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως με την οποία η Επιτροπή απέρριψε την πρόταση της προσφεύγουσας για την ανάληψη υποχρεώσεως στο πλαίσιο της διαδικασίας αντιντάμπινγκ, σχετικά με την εισαγωγή συσκευών φωτοαντιγραφής που χρησιμοποιούν συνηθισμένο χαρτί, καταγωγής Ιαπωνίας, και την ακύρωση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 535/87 του Συμβουλίου, της 23ης Φεβρουαρίου 1987, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές συσκευών φωτοαντιγραφής που χρησιμοποιούν συνηθισμένο χαρτί, καταγωγής Ιαπωνίας ( ΕΕ L 54, σ. 12 ), ή, επικουρικώς, την ακύρωση του κανονισμού αυτού κατά το μέτρο που πλήττει με δασμό αντιντάμπινγκ ύψους 12,6 ο/ο τα PPC που κατασκευάζει η Mita,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

    συγκείμενο από τους Ο. Due, πρόεδρο, Sir Gordon Slynn, F. Α. Schockweiler και M. Zuleeg, προέδρους τμήματος, T. Koopmans, G. F. Mancini, R. Joliét, T. F. O'Higgins, J. C. Moitinho de Almeida, G. C. Rodríguez Iglesias και F. Grévisse, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: J. Mischo

    γραμματέας: Β. Pastor, υπάλληλος διοικήσεως

    λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 18ης Μαΐου 1989,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 5ης Ιουλίου 1989,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Με προσφυγή που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 21 Μαΐου 1987, η εταιρεία Gestetner Holdings plc, με έδρα το Λονδίνο (στο εξής: Gestetner) ζήτησε, δυνάμει του άρθρου 173, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ, την ακύρωση της αποφάσεως με την οποία η Επιτροπή απέρριψε την πρόταση της Gestetner για την ανάληψη υποχρεώσεως στο πλαίσιο της διαδικασίας αντιντάμπινγκ σχετικά με την εισαγωγή συσκευών φωτοαντιγραφής που χρησιμοποιούν συνηθισμένο χαρτί, καταγωγής Ιαπωνίας (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση) και του κανονισμού (ΕΟΚ) 535/87 του Συμβουλίου, της 23ης Φεβρουαρίου 1987, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές συσκευών φωτοαντιγραφής που χρησιμοποιούν συνηθισμένο χαρτί, καταγωγής Ιαπωνίας ( ΕΕ L 54, σ. 12, στο εξής: προσβαλλόμενος κανονισμός).

    2

    Όσον αφορά τον προσβαλλόμενο κανονισμό, με την προσφυγή ζητείται, κυρίως, η ακύρωση του εν όλω και, επικουρικώς, η ακύρωση του κατά το μέτρο που πλήττει με δασμό αντιντάμπινγκ ύψους 12,6 o/ο τις συσκευές φωτοαντιγραφής που χρησιμοποιούν συνηθισμένο χαρτί (στο εξής: PPC) τις οποίες κατασκευάζει η Mita Industrial Company Limited ( στο εξής: Mita ).

    3

    Η Gestetner είναι Original Equipment Manufacturer ( στο εξής: OEM ), δηλαδή προμηθεύει με το δικό της εμπορικό σήμα προϊόντα που κατασκευάστηκαν από άλλες επιχειρήσεις. Αγοράζει πράγματι στην Ιαπωνία PPC από τη Mita, ιάπωνα παραγωγό, για να τα πωλήσει με το σήμα Gestetner εντός της Κοινότητας και πολυαρίθμων τρίτων χωρών.

    4

    Τον Ιούλιο 1985, η Cecom υπέβαλε στην Επιτροπή καταγγελία κατά της Mita και άλλων ιαπώνων παραγωγών κατηγορώντας την ότι πωλεί τα προϊόντα της στην Κοινότητα σε τιμές ντάμπινγκ.

    5

    Η διαδικασία αντιντάμπινγκ που κίνησε η Επιτροπή, βάσει του κανονισμού ( ΕΟΚ ) αριθ. 2176/84 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1984, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ ή επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας ( ΕΕ L 201 σ.1 ), οδήγησε καταρχάς την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ ύψους 13,7 % στη Mita. Στη συνέχεια, με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, ο οποίος εκδόθηκε κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, το Συμβούλιο καθόρισε τον οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ σε 12,6 %.

    6

    Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς το κανονιστικό πλαίσιο και τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς, η εξέλιξη της διαδικασίας καθώς και οι λόγοι ακυρώσεως και τα επιχειρήματα των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

    Επί του παραδεκτού

    Επί των αιτημάτων της προσφυγής με τα οποία ζητείται να ακυρωθεί η απόρριψη από την Επιτροπή της προτάσεως της Gestetner για την ανάληψη υποχρεώσεως

    7

    Όπως επισήμανε το Δικαστήριο στη Διάταξη της 11ης Νοεμβρίου 1987, Nashua κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, σημείο 6 ( 150/87, Συλλογή 1987, σ. 4421 ), ο ρόλος της Επιτροπής εντάσσεται στο πλαίσιο της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων του Συμβουλίου. Πράγματι, από τις διατάξεις του κανονισμού 2176/84 του Συμβουλίου προκύπτει ότι η Επιτροπή οφείλει να διενεργεί έρευνες και να αποφασίζει, βάσει των ερευνών αυτών, την περάτωση της διαδικασίας ή αντίθετα τη συνέχιση της, λαμβάνοντας προσωρινά μέτρα και προτείνοντας στο Συμβούλιο τη λήψη οριστικών μέτρων. Εκείνο όμως που αποφαίνεται οριστικά είναι το Συμβούλιο. Μπορεί πράγματι να μη λάβει καμία απόφαση αν δεν συμφωνεί με την Επιτροπή ή, αντίθετα, να λάβει απόφαση βάσει προτάσεων αυτής.

    8

    Το γεγονός ότι η Επιτροπή απέρριψε πρόταση αναλήψεως υποχρεώσεως δεν αποτελεί μέτρο με δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανό να θίξει τα συμφέροντα της προσφεύγουσας, δεδομένου ότι η Επιτροπή μπορεί να ανακαλέσει την απόφαση της ή ότι το Συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει τη μη επιβολή δασμού αντιντάμπινγκ. Η απόρριψη αυτή είναι ενδιάμεσο μέτρο που έχει ως σκοπό την προετοιμασία της τελικής αποφάσεως και επομένως δεν αποτελεί πράξη που μπορεί να προσβληθεί.

    9

    Όπως προκύπτει από τις αποφάσεις της 7ης Μαρτίου 1987, Toyo Bearing κατά Συμβουλίου (240/84, Συλλογή 1987, σ. 1809), Nachi Fujikoshi κατά Συμβουλίου (256/84, Συλλογή 1987, σ. 1899) και Koyo Seiko κατά Συμβουλίου ( 256/84, Συλλογή 1987, σ. 1899 ), οι επιχειρηματίες μόνο με την προσβολή του κανονισμού που επιβάλλει οριστικούς δασμούς αντιντάμπινγκ μπορούν, ενδεχομένως, να επικαλεστούν κάθε πλημμέλεια σχετικά με την απόρριψη των προτάσεών τους για ανάληψη υποχρεώσεων.

    10

    Από τα προηγούμενα προκύπτει ότι είναι απαράδεκτα τα αιτήματα της προσφυγής σχετικά με την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

    Επί των αιτημάτων της προσφυγής με τα οποία ζητείται η ακύρωση του κανονισμού 535/87

    11

    Το Συμβούλιο θεωρεί ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη στο μέτρο που με αυτή ζητείται η ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού στο σύνολό του. Υποστηρίζει ότι οι διατάξεις του προσβαλλόμενου κανονισμού, που επιβάλλουν ειδικούς δασμούς αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές προϊόντων που κατασκευάζονται από εξαγωγικές επιχειρήσεις, με τις οποίες η Gestetner δεν συνδέεται, δεν είναι δυνατόν να αφορούν άμεσα και ατομικά τη Gestetner. Κατά την άποψη του Συμβουλίου οι μόνες διατάξεις που μπορεί να αφορούν ατομικώς τη Gestetner είναι οι διατάξεις που αφορούν τις εισαγωγές προϊόντων που κατασκευάζονται από τη Mita.

    12

    Πρέπει σχετικά να υπενθυμιστεί ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, και ιδίως την απόφαση της 7ης Μαΐου 1987, Nippon Seiko κατά Συμβουλίου, σκέψη 7 ( 258/84, Συλλογή 1987, σ. 1923 ), κανονισμός που επιβάλλει διαφορετικούς δασμούς αντιντάμπινγκ σε σειρά επιχειρηματιών αφορά ατομικά τον έναν απ' αυτούς μόνο με τις διατάξεις του που του επιβάλλουν ειδικό δασμό αντιντάμπινγκ καθορίζοντας το ύψος του και όχι με τις διατάξεις που επιβάλλουν δασμούς αντιντάμπινγκ σε άλλες εταιρίες.

    13

    Από τα προηγούμενα προκύπτει ότι τα κύρια αιτήματα της προσφυγής, με τα οποία ζητείται η ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού στο σύνολό του, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτα.

    14

    Όσον αφορά τα επικουρικά αιτήματα της προσφυγής, με τα οποία ζητείται η ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού, κατά το μέτρο που πλήττει με δασμό αντιντάμπινγκ ύψους 12,6 % τα PPC που κατασκευάζει η Mita, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι οι αντίστοιχες διατάξεις του κανονισμού αυτού δεν αφορούν άμεσα και ατομικά τη Gestetner.

    15

    Σχετικά το Συμβούλιο υποστηρίζει, πρώτον, ότι η Gestetner είναι ανεξάρτητος εισαγωγέας των PPC που κατασκευάζει η Mita, η τιμή μεταπωλήσεως των οποίων δεν ελήφθη υπόψη από τα κοινοτικά όργανα για τον καθορισμό της τιμής εξαγωγής, πράγμα που αποτελεί τη μόνη περίπτωση κατά την οποία, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, πρέπει να αναγνωριστεί στον εν λόγω εισαγωγέα η δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως κατά κανονισμού που επιβάλλει οριστικούς δασμούς αντιντάμπινγκ.

    16

    Δεύτερον, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι, για την κατασκευή της κανονικής αξίας των εν λόγω προϊόντων, τα κοινοτικά όργανα καθόρισαν το περιθώριο κέρδους του εξαγωγέα σε 5 ο/ο, βάσει δεδομένων που προέρχονται αποκλειστικά από τη Mita, παρα-γωγό-εξαγωγέα, και όχι από την Gestetner.

    17

    Πρέπει καταρχάς να υπενθυμιστεί ότι οι κανονισμοί που επιβάλλουν δασμό αντιντάμπινγκ έχουν, από τη φύση και την έκταση εφαρμογής τους, κανονιστικό χαρακτήρα, και ότι εφαρμόζονται γενικά στους επιχειρηματίες. Εντούτοις, δεν αποκλείεται ορισμένες διατάξεις των κανονισμών αυτών να αφορούν άμεσα και ατομικά τους παραγωγούς και εξαγωγείς του εν λόγω προϊόντος στους οποίους καταλογίζονται οι πρακτικές ντάμπινγκ βάσει δεδομένων σχετικών με την εμπορική δραστηριότητα τους. Αυτό συμβαίνει, γενικά, στην περίπτωση επιχειρήσεων παραγωγής και εξαγωγής που μπορούν να αποδείξουν ότι αναφέρονται ειδικώς στις πράξεις της Επιτροπής ή του Συμβουλίου, ή ότι τις αφορούν οι προπαρασκευαστικές έρευνες ( βλέπε αποφάσεις της 21ης Φεβρουαρίου 1984, Allied Corporation Ι, σκέψεις 11 και 12, 239/82 και 275/82, Συλλογή 1984, σ. 1005, και της 23ης Μαΐου 1985, Allied Corporation II, σκέψη 4, 53/83, Συλλογή 1985, σ. 1621 ).

    18

    Το ίδιο συμβαίνει με τους εισαγωγείς, οι τιμές μεταπωλήσεως των οποίων ελήφθησαν υπόψη για την κατασκευή των τιμών εξαγωγής και τους οποίους επομένως αφορούν οι διαπιστώσεις σχετικά με την ύπαρξη πρακτικής ντάμπινγκ ( βλέπε αποφάσεις της 29ης Μαρτίου 1979, ISO, σκέψη 15, 118/77, Rec. 1979, σ. 1277, και της 21ης Φεβρουαρίου 1984, Allied Corporation Ι, σκέψη 15, που αναφέρθηκε προηγουμένως ).

    19

    Πρέπει επομένως να εξεταστεί αν στην προκειμένη περίπτωση οι διαπιστώσεις σχετικά με την ύπαρξη πρακτικής ντάμπινγκ που καταγγέλθηκε αφορούσαν τη Gestetner.

    20

    Πρέπει σχετικά να παρατηρηθεί ότι το Συμβούλιο έκρινε ενδεδειγμένο να καθορίσει, στο πλαίσιο της κατασκευής της κανονικής αξίας, το περιθώριο κέρδους των εξαγωγέων σε 5 o/ο, δηλαδή σε συντελεστή κατώτερο απ' αυτόν του μέσου περιθωρίου κέρδους, που εκτιμάται σε 14,6 o/ο λόγω των ιδιαιτεροτήτων των πωλήσεων της Mita προς τις OEM και, ιδίως, της διαφοράς των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η Mita για τις πωλήσεις προς τις OEM, σε σχέση με τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Mita για τις πωλήσεις PPC με το δικό της εμπορικό σήμα.

    21

    Βάσει της κανονικής αξίας που κατασκευάστηκε με τον τρόπο αυτό για τις πωλήσεις της Mita προς τις OEM, τα κοινοτικά όργανα κατέληξαν σε ένα περιθώριο ντάμπινγκ κατώτερο απ' αυτό που καθορίστηκε για τις πωλήσεις των PPC που κυκλοφορούν στο εμπόριο με το σήμα της Mita, αυτό δε το περιθώριο ντάμπινγκ, καθώς και αυτά που καθορίστηκαν για όλες τις θυγατρικές εταιρίες πωλήσεων της Mita, ελήφθησαν υπόψη για τον υπολογισμό ορισμένου περιθωρίου ντάμπινγκ βάσει του οποίου καθορίστηκε ο δασμός αντιντάμπινγκ.

    22

    Είναι αλήθεια ότι το ίσο με 5 ο/ο περιθώριο κέρδους εφαρμόστηκε χωρίς διάκριση μεταξύ των ενδιαφερομένων επιχειρηματιών κατά την κατασκευή της κανονικής αξίας των PPC. Εντούτοις, οι εν λόγω επιχειρηματίες, ο αριθμός των οποίων είναι περιορισμένος, εξατομικεύθηκαν από τα κοινοτικά όργανα και ο συντελεστής του περιθωρίου κέρδους που έγινε δεκτός καθορίστηκε σε 5 ο/ο ακριβώς για να ληφθούν υπόψη οι ιδιαιτερότητες των εμπορικών τους σχέσεων με τους παραγωγούς.

    23

    Από τα προηγούμενα προκύπτει ότι, χωρίς να χρειάζεται να χαρακτηριστεί η προσφεύγουσα ως ειαγωγέας ή εξαγωγέας και λαμβανομένων υπόψη των εμπορικών της σχέσεων με τη Mita, οι διαπιστώσεις σχετικά με την ύπαρξη της πρακτικής ντάμπινγκ που καταγγέλθηκε αφορούν τη Gestetner και ότι, επομένως, οι διατάξεις του επίδικου κανονισμού περί πρακτικών ντάμπινγκ της Mita αφορούν άμεσα και ατομικά τη Gestetner.

    24

    Επομένως είναι παραδεκτά τα επικουρικά αιτήματα της προσφυγής, με τα οποία ζητείται η ακύρωση του κανονισμού 535/87, κατά το μέτρο που αυτός πλήττει με δασμό αντιντάμπινγκ ύψους 12,6 % τα PPC που κατασκευάζει η Mita.

    Επί της ουσίας

    25

    Προς στήριξη της προσφυγής της, η Gestetner επικαλείται πέντε λόγους ακυρώσεως που στηρίζονται αντιστοίχως: 1 ) στον εσφαλμένο υπολογισμό της τιμής εξαγωγής· 2 ) στην εσφαλμένη σύγκριση μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής· 3 ) στον εσφαλμένο ορισμό του κλάδου παραγωγής της Κοινότητας· 4 ) στην εσφαλμένη εκτίμηση του συμφέροντος της Κοινότητας· 5 ) στην ανεπαρκή αιτιολογία της απορρίψεως των προτάσεων της Gestetner για ανάληψη υποχρεώσεων.

    Επί νου λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται στον εσφαλμένο υπολογισμό της τιμής εξαγωγής

    26

    Η Gestetner υποστηρίζει ότι, λαμβανομένης υπόψη της ανεξαρτησίας της σε σχέση με τη Mita, το Συμβούλιο έπρεπε να δεχθεί ως τιμή εξαγωγής κατά το άρθρο 2, παράγραφος 8, στοιχείο α ), την τιμή που κατέβαλε στη Mita μέσω της Mita Ευρώπης και όχι να λάβει υπόψη την τιμή αυτή για να κατασκευάσει την τιμή εξαγωγής κατά το άρθρο 2, παράγραφος 8, στοιχείο β ), του κανονισμού 2176/84.

    27

    Πρέπει σχετικά να παρατηρηθεί ότι τα PPC που κατασκευάζει η Mita πωλούνται μέσω της Mita Ευρώπης, η οποία διεκπεραιώνει τις παραγγελίες των ενδιαφερομένων πελατών, τους αποστέλλει τα τιμολόγια και δέχεται τις αντίστοιχες καταβολές. Η τιμή όμως που κατέβαλαν οι αγοραστές στη Mita Ευρώπης δεν συμπίπτει με την τιμή που χρεώθηκε από τη Mita Ιαπωνίας στη Mita Ευρώπης.

    28

    Κατά συνέπεια, το Συμβούλιο αποφάσισε να κατασκευάσει την τιμή εξαγωγής βάσει της τιμής που χρέωσε η Mita Ευρώπης στη Gestetner, προβαίνοντας στις προσαρμογές που προβλέπει ο κανονισμός 2176/84, αφαιρώντας δηλαδή από την τιμή αυτή ένα εύλογο περιθώριο για τα γενικά έξοδα και τα κέρδη, που εκτιμήθηκε σε 5 ο/ο.

    29

    Ενεργώντας κατά τον τρόπο αυτό το Συμβούλιο εφάρμοσε ορθώς το άρθρο 2, παράγραφος 8, στοιχείο β ), του κανονισμού 2176/84, κατά το οποίο:

    « Όταν δεν υπάρχει τιμή εξαγωγής ή όταν φαίνεται ότι υπάρχει σύνδεσμος ή συμψηφιστικός διακανονισμός μεταξύ του εξαγωγέα και του εισαγωγέα ή ενός τρίτου, ή ότι για άλλους λόγους, η πραγματικά πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή για το πωλούμενο προς εξαγωγή στην Κοινότητα προϊόν δεν δύναται να χρησιμοποιηθεί σαν τιμή αναφοράς, η τιμή εξαγωγής δύναται να κατασκευαστεί με βάση την τιμή στην οποία το εισαγόμενο προϊόν μεταπωλείται για πρώτη φορά σε έναν ανεξάρτητο αγοραστή ή, αν το προϊόν δεν μεταπωλείται σε ανεξάρτητο αγοραστή ή δεν μεταπωλείται στην κατάσταση στην οποία έχει εισαχθεί, με οποιονδήποτε εύλογη βάση. Στις περιπτώσεις αυτές, θα λάβουν χώρα προσαρμογές, ώστε να ληφθούν υπόψη όλα τα έξοδα που έχουν ανακύψει μεταξύ εισαγωγής και μεταπωλήσεων, συμπεριλαμβανομένων όλων των δασμών και φόρων, και ένα εύλογο περιθώριο κέρδους. »

    30

    Πράγματι, από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η τιμή εξαγωγής πρέπει να κατασκευαστεί όταν, για οποιονδήποτε λόγο, η πραγματικά πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή για το πωλούμενο προς εξαγωγή στην Κοινότητα προϊόν δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως τιμή αναφοράς.

    31

    Στην προκειμένη περίπτωση ούτε η τιμή που κατέβαλε η Mita Ευρώπης στη Mita Ιαπωνίας ούτε η τιμή που κατέβαλε η Gestetner στη Mita Ευρώπης μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως τιμές αναφοράς, λαμβανομένων υπόψη αντιστοίχως του δεσμού που υφίσταται μεταξύ του παραγωγού εξαγωγέα και της θυγατρικής του εταιρίας και της δραστηριότητας που ανέπτυξε η τελευταία για τις πωλήσεις. Πράγματι, τα έξοδα που συνεπάγεται η δραστηριότητα αυτή περιορίζουν το ποσό που εισπράττει ο παρα-γωγός-εξαγωγέας, στο μέτρο που συνήθως τα έξοδα αυτά φέρει ο εισαγωγέας.

    32

    Είναι αλήθεια ότι, στο τελευταίο του τμήμα, το άρθρο 2, παράγραφος 8, στοιχείο β ), αναφέρει μόνο τις προσαρμογές που είναι αναγκαίες για να ληφθούν υπόψη όλα τα έξοδα που έχουν ανακύψει μεταξύ εισαγωγής και μεταπωλήσεων και ότι αφενός η δραστηριότητα της Mita Ευρώπης προηγείται της εισαγωγής και αφετέρου, αν γίνει δεκτό ότι η Mita Ευρώπης μεταπωλεί τα PPC στη Gestetner, η μεταπώληση αυτή λαμβάνει χώρα πριν από την εισαγωγή.

    33

    Πρέπει εντούτοις να επισημανθεί ότι οι αναφερόμενες προσαρμογές είναι αυτές που συνδέονται στενά με την κατασκευή της τιμής εξαγωγής στις περισσότερο συχνές περιπτώσεις του συνδέσμου ή του συμψηφιστικού διακανονισμού μεταξύ του εξαγωγέα και του εισαγωγέα ή ενός τρίτου. Το άρθρο όμως 2, παράγραφος 8, στοιχείο β ), δεν αποκλείει τις απαιτούμενες προσαρμογές όταν, για άλλους λόγους, πρέπει να κατασκευαστεί η τιμή εξαγωγής.

    34

    Υπό τις συνθήκες αυτές πρέπει να γίνει δεκτό ότι η τιμή εξαγωγής έπρεπε να κατασκευαστεί βάσει της τιμής που κατέβαλε ο πρώτος ανεξάρτητος αγοραστής προσαρμόζοντας την τιμή αυτή σε σχέση με τα έξοδα και τα κέρδη που οφείλονται στο ρόλο της Mita Ευρώπης.

    35

    Ούτε από τα στοιχεία της δικογραφίας ούτε από τις συζητήσεις ενώπιον του Δικαστηρίου προέκυψε ότι το συμπέρασμα αυτό είναι υπερβολικό. Επομένως, ο λόγος ακυρώσεως που στηρίζεται στον εσφαλμένο υπολογισμό της τιμής εξαγωγής πρέπει να απορριφθεί.

    Επί του λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται οτην εσφαλμένη ούγκριση μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής

    36

    Η Gestetner υποστηρίζει ότι η διαφορά του σταδίου εμπορίας μεταξύ των προϊόντων που πώλησε η Mita στη Gestetner αφενός και αυτών που πώλησε η Mita στους διανομείς και πωλητές λιανικής πωλήσεως στην Ιαπωνία αφετέρου επέβαλε, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 10, του κανονισμού 2176/84, προσαρμογές στις οποίες δεν προέβησαν τα κοινοτικά όργανα. Πράγματι, στις πωλήσεις που προορίζονται για την ιαπωνική αγορά η Mita φέρει τα έξοδα που φέρουν οι OEM στις πωλήσεις των προϊόντων που προορίζονται γι' αυτές, δηλαδή συγκεκριμένα τα έξοδα διαφημίσεως, προωθήσεως του προϊόντος καθώς και τα έξοδα που αντιστοιχούν στην απασχόληση του προσωπικού πωλήσεων.

    37

    Σχετικά πρέπει καταρχάς να παρατηρηθεί ότι από τη δικογραφία προκύπτει ότι τα κοινοτικά όργανα έλαβαν υπόψη τη διαφορά μεταξύ του κόστους και του πραγματοποιουμένου στο πλαίσιο των πωλήσεων προς τις OEM κέρδους και των μεγεθών που αντιστοιχούν σε άλλες πωλήσεις. Πράγματι, για τον σκοπό αυτό και λαμβανομένης υπόψη της αδυναμίας στην οποία βρέθηκαν να εκτιμήσουν τη διαφορά αυτή με ακρίβεια καθόρισαν, στο πλαίσιο της κατασκευής της κανονικής αξίας, το περιθώριο κέρδους σε 5 %, και όχι ίσο με τον μέσο συντελεστή του περιθωρίου αυτού, που εκτιμήθηκε σε 14,6 %.

    38

    Στη συνέχεια πρέπει να επισημανθεί ότι ο διάδικος που ζητεί την προσαρμογή που αναφέρεται στο άρθρο 2, παράγραφος 10, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2176/84 φέρει το βάρος αποδείξεως της ανάγκης της προσαρμογής και ότι, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο, στοιχείο γ ), του προαναφερθέντος άρθρου, οι προσαρμογές λόγω των διαφορών στο στάδιο εμπορίας δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν παρά στο μέτρο που οι διαφορές αυτές δεν έχουν ληφθεί άλλως υπόψη. Τέλος, η διάταξη αυτή προβλέπει ότι, κατά γενικό κανόνα, καμιά προσαρμογή δεν πραγματοποιείται για τις διαφορές που διαπιστώνονται σε διοικητικά και γενικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων έρευνας και αναπτύξεως ή διαφημίσεως.

    39

    Η Gestetner δεν απέδειξε ότι η πραγματοποιηθείσα προσαρμογή δεν καθιστούσε δυνατή τη κάλυψη των προβαλλομένων διαφορών. Ούτε απέδειξε ότι οι διαφορές στο στάδιο εμπορίας δεν είχαν ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο των άλλων προσαρμογών που πραγματοποιήθηκαν σε συνάρτηση με τις διαφορές στις συνθήκες πωλήσεως ή ότι ειδικές περιστάσεις δικαιολογούσαν να ληφθούν υπόψη τα διοικητικά και τα γενικά έξοδα.

    40

    Επομένως ο λόγος ακυρώσεως που στηρίζεται στην εσφαλμένη σύγκριση μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής πρέπει να απορριφθεί.

    Επί τον λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται στον εσφαλμένο οριομό τον κλάδον παραγωγής της Κοινότητας

    41

    Η Gestetner υποστηρίζει καταρχάς ότι τα κοινοτικά όργανα παρεξέκλιναν από την προηγούμενη τακτική κατά την οποία, όταν ένας παραγωγός συνδέεται με τους εξαγωγείς ή τους εισαγωγείς ή είναι ο ίδιος εισαγωγέας του προϊόντος το οποίο θεωρείται ότι αποτελεί αντικείμενο ντάμπινγκ ή επιδοτήσεων, πρέπει αυτομάτως να αποκλειστεί από το σύνολο των παραγωγών που αποτελούν « κλάδο παραγωγής της Κοινότητας », κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 2176/84.

    42

    Πρέπει σχετικά να παρατηρηθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 2176/84, « ζημία καθορίζεται μόνο αν οι εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ ή επιδοτήσεων προκαλούν ζημία, δηλαδή προκαλούν ή υπάρχει κίνδυνος να προκαλέσουν, διά των επιπτώσεων του ντάμπινγκ ή της επιδότησης, μια σημαντική ζημία σε υφιστάμενο κλάδο παραγωγής της Κοινότητας ή καθυστερούν αισθητά την δημιουργία αυτής της παραγωγής... ». Κατά την παράγραφο 5 του ίδιου άρθρου, ως κλάδος παραγωγής της Κοινότητας νοείται « το σύνολο των παραγωγών ομοειδών προϊόντων ή εκείνων μεταξύ αυτών των οποίων η συνολική παραγωγή συνιστά σημαντική μερίδα του συνόλου της κοινοτικής παραγωγής των προϊόντων αυτών ωστόσο:

    όταν οι παραγωγοί συνδέονται με τους εξαγωγείς ή τους εισαγωγείς ή είναι οι ίδιοι εισαγωγείς του προϊόντος που θεωρείται ότι αποτελεί αντικείμενο ντάμπινγκ ή επιδοτήσεων, η έκφραση “ κλάδος παραγωγής της Κοινότητας ” δύναται να ερμηνευθεί ως αναφερόμενη στους λοιπούς παραγωγούς... ».

    43

    Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι τα κοινοτικά όργανα, ασκώντας την εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτουν, οφείλουν να εξετάζουν αν πρέπει να αποκλείσουν από τον κλάδο παραγωγής της Κοινότητας τους παραγωγούς που συνδέονται με τους εξαγωγείς ή τους εισαγωγείς ή που είναι οι ίδιοι εισαγωγείς του προϊόντος που αποτελεί αντικείμενο ντάμπινγκ. Αυτή η εξουσία εκτιμήσεως πρέπει να ασκείται κατά περίπτωση, σε συνάρτηση με όλα τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά.

    44

    Πρέπει όμως να παρατηρηθεί ότι σύμφωνα με τα στοιχεία της δικογραφίας και τις συζητήσεις που πραγματοποιήθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, σε κάθε περίπτωση που αναφέρει η προσφεύγουσα, ένας κοινοτικός παραγωγός αποκλείστηκε από τον κλάδο παραγωγής της Κοινότητας ακριβώς κατά την άσκηση μιας τέτοιας εξουσίας εκτιμήσεως. Επομένως, είναι ανύπαρκτη η πρακτική των κοινοτικών οργάνων που επικαλέστηκε η Gestetner.

    45

    Στη συνέχεια η Gestetner υποστηρίζει ότι, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι τα κοινοτικά όργανα δεν πρέπει να αποκλείουν ορισμένους παραγωγούς από τον κλάδο παραγωγής της Κοινότητας εφόσον διαπιστώνουν τέτοιους δεσμούς, ο αποκλεισμός της Olivetti, της Océ και της Tetras αφενός και της Rank Xerox αφετέρου ήταν δικαιολογημένος στην προκειμένη περίπτωση.

    46

    Όσον αφορά τις Olivetti και Océ, η Gestetner παρατηρεί ότι η εισαγωγή PPC καταγωγής Ιαπωνίας αντιστοιχούσε σε μια στρατηγική από μέρους τους αποσκοπούσα στην ενίσχυση της θέσεώς τους στην αγορά και στην αύξηση των κερδών τους. Όμως, δεδομένου ότι οι πωλήσεις και εκμισθώσεις, μέσα στην ΕΟΚ, PPC που έχουν εισαχθεί απ' αυτές τις δύο επιχειρήσεις αντιπροσωπεύουν σημαντικό τμήμα σε σχέση με το σύνολο των πωλήσεών τους, το να περιληφθούν οι επιχειρήσεις αυτές στον καθορισμό του « κλάδου παραγωγής της Κοινότητας » θα καθιστούσε άνευ σημασίας την εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 2176/84. Όσον αφορά την Tetras, η Gestetner υπενθυμίζει ότι η Canon συμμετέχει στο κεφάλαιο της επιχειρήσεως αυτής κατά 19 ο/ο, με δικαίωμα προτιμήσεως για την αγορά του 30 % των μετοχών.

    47

    Πρέπει σχετικά να παρατηρηθεί ότι, κατά την άποψη των κοινοτικών οργάνων, η Olivetti και η Océ εισήγαγαν PPC καταγωγής Ιαπωνίας για να μπορούν να προσφέρουν στους πελάτες τους πλήρη σειρά προϊόντων. Τα PPC που υπάγονται στους τομείς 1 και 2 πωλούνταν σε τιμές ανώτερες απ' αυτές των προμηθευτών τους και αντιπροσώπευαν το 35 έως 40 o/ο των πωλήσεων και εκμισθώσεων αυτών των νέων συσκευών στην αγορά, κατά τη διάρκεια της περιόδου μεταξύ 1981 και Ιουλίου 1985. Οι προσπάθειες όμως αυτών των δύο παραγωγών που αποσκοπούσαν στην τελειοποίηση και τη θέση σε κυκλοφορία πλήρους σειράς προϊόντων απέτυχαν λόγω της πτώσεως των τιμών της αγοράς που επέβαλαν οι ιαπωνικές εισαγωγές.

    48

    Υπό τις περιστάσεις αυτές, οι οποίες δεν αμφισβητήθηκαν ούτε με τα στοιχεία της δικογραφίας ούτε κατά τις συζητήσεις που πραγματοποιήθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, πρέπει να παρατηρηθεί ότι οι προαναφερθέντες παραγωγοί δεν προξένησαν με τις εισαγωγές τους ζημία στον εαυτό τους με τη μειωμένη χρησιμοποίηση των παραγωγικών δυνατοτήτων τους, τη μείωση των τιμών τους ή την εγκατάλειψη σχεδίων που έτειναν στην αύξηση της παραγωγής ή στην παραγωγή νέων προϊόντων.

    49

    Βάσει των προεκτεθέντων, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι τα κοινοτικά όργανα, συμπεριλαμβάνοντας τις Olivetti και Océ στον κλάδο παραγωγής της Κοινότητας, δεν υπερέβησαν το περιθώριο εκτιμήσεως που τους έχει αναγνωριστεί.

    50

    Όσον αφορά την Tetras, αρκεί να παρατηρηθεί ότι, όπως προκύπτει από τα σημεία 81 και 107 των αιτιολογικών σκέψεων του προσβαλλόμενου κανονισμού, ο παραγωγός αυτός δεν ελήψθη υπόψη ούτε για την εκτίμηση της ζημίας ούτε για τον καθορισμό του συντελεστή του δασμού αντιντάμπινγκ.

    51

    Κατά την Gestetner, ούτε η Rank Xerox έπρεπε να θεωρηθεί κοινοτικός παραγωγός. Συναφώς η Gestetner υπενθυμίζει καταρχάς ότι η Rank Xerox συμμετέχει στο κεφάλαιο της Fuji Xerox, ιαπωνικής εταιρίας, κατά 50% και ότι αυτές οι δύο εταιρίες ελέγχονται από τη Xerox Corporation ( ΗΠΑ ). Κατά συνέπεια, οι εμπορικές αποφάσεις της Rank Xerox λαμβάνονται στο πλαίσιο της εμπορικής στρατηγικής του ομίλου, που καταστρώνεται για να εφαρμοστεί παγκοσμίως.

    52

    Στη συνέχεια η Gestetner υποστηρίζει ότι στα τμήματα 1 έως 2η Rank Xerox περιορίζεται στη πράξη να συναρμολογεί τα εξαρτήματα που εισάγει από την Ιαπωνία, δεδομένου ότι η προστιθέμενη αξία εντός της Κοινότητας φθάνει το 20 ο/ο μόνον αν συμπεριληφθούν τα εργατικά και το 35 o/ο μόνον αν συμπεριληφθούν επίσης τα κέρδη του εργοστασίου. Η προστιθέμενη αξία που αναφέρουν τα κοινοτικά όργανα δεν αποτελεί παρά ένα σταθμισμένο μέσον όρο για όλες τις συσκευές φωτοαντιγραφής Rank Xerox των τμημάτων 1 έως 4. Αυτή η εξάρτηση της Rank Xerox από τις εισαγωγές ιαπωνικών PPC κωλύει το να συμπεριληφθεί στους παραγωγούς που αποτελούν τον « κλάδο παραγωγής της Κοινότητας ».

    53

    Η Gestetner προσθέτει ότι η απόφαση της Rank Xerox να αγοράσει συσκευές φωτοα-ντιγραφής χαμηλής δυναμικότητας από τη Fuji Xerox δεν δικαιολογείται λόγω αυτοάμυνας. Πρόκειται για απόφαση διαχειρίσεως όπως αναγνώρισε το ίδιο το Συμβούλιο στο σημείο 64 των αιτιολογικών σκέψεων του προσβαλλόμενου κανονισμού.

    54

    Η Gestetner τέλος επικαλείται τη ζημία που προκαλεί η Rank Xerox στους υπόλοιπους κοινοτικούς παραγωγούς, μεταπωλώντας τα PPC που προμηθεύεται από τη Fuji Xerox σε τιμές ντάμπινγκ, ζημία που δέχθηκε εξάλλου το Συμβούλιο στο σημείο 63 των αιτιολογικών σκέψεων του προσβαλλόμενου κανονισμού.

    55

    Βάσει των διαφόρων αυτών επιχειρημάτων, η Gestetner υποστηρίζει ότι τα κοινοτικά όργανα, συμπεριλαμβάνοντας τις προαναφερθείσες επιχειρήσεις στην κοινοτική παραγωγή για τον καθορισμό της ζημίας που προκλήθηκε σ' αυτήν από την προβαλλόμενη πρακτική ντάμπινγκ, παρέβησαν το άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 5, του κανονισμού 2176/84. Προσθέτει ότι η επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ ήταν ακόμη λιγότερο δικαιολογημένη διότι οι υπόλοιποι παραγωγοί δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ότι εκπροσωπούν « σημαντική μερίδα του συνόλου της κοινοτικής παραγωγής » κατά την έννοια της παραγράφου 5 του άρθρου 4 και ότι επομένως δεν ήταν δυνατόν να διαπιστωθεί ζημία για την παραγωγή τους.

    56

    Για να εκτιμηθεί αν στην προκειμένη περίπτωση το σύνολο των κρισίμων πραγματικών περιστατικών καθιστούσε αναγκαίο τον αποκλεισμό της Rank Xerox από τον κλάδο παραγωγής της Κοινότητας, πρέπει, πρώτον, να παρατηρηθεί ότι η προστιθέμενη αξία των PPC που κατασκεύαζε η Rank Xerox στην Κοινότητα ήταν, κατά την περίοδο αναφοράς, ίση με 50 ο/ο για τα PPC των τμημάτων 1 έως 4. Είναι αληθές ότι για τα PPC χαμηλής δυναμικότητας που κατασκευάζονται στο Ηνωμένο Βασίλειο η προστιθέμενη αυτή αξία ήταν πολύ μικρότερη. Εντούτοις, όπως παρατήρησε το Συμβούλιο στο σημείο 58 των αιτιολογικών σκέψεων του προσβαλλόμενου κανονισμού, « επειδή το ομοειδές προϊόν καθορίστηκε κατά τη διαδικασία ως το σύνολο των μηχανημάτων φωτοαντιγραφής, από τα μηχανήματα για προσωπική χρήση μέχρι και τα μηχανήματα που έχουν ταξινομηθεί στο τμήμα 5 της Dataquest, θα ήταν απρόσφορο να εξεταστεί αν ένας κοινοτικός παραγωγός αποτελεί μέρος της κοινοτικής βιομηχανίας μόνο με βάση την παραγωγή ενός μοντέλου ή περιορισμένης σειράς μοντέλων ».

    57

    Πρέπει, δεύτερον, να παρατηρηθεί ότι, όσον αφορά την εισαγωγή PPC προελεύσεως Ιαπωνίας, τα οποία προμήθευε η Fuji Xerox, τα κοινοτικά όργανα θεώρησαν ότι η Rank Xerox δεν απέδειξε ότι είχε αναγκαστεί να αγοράσει τα μηχανήματα για λόγους αυτοπροστασίας. Κατά τις συγκεντρωθείσες πληροφορίες επρόκειτο για απόφαση διαχειρίσεως που ελήφθη στο πλαίσιο του ομίλου Rank Xerox. Εντούτοις, ο όγκος των εισαγωγών αυτών ήταν ελάχιστος σε σχέση με το σύνολο των PPC που παρήγαγε η Rank Xerox στην Κοινότητα, καθώς και σε σχέση με το σύνολο της κοινοτικής αγοράς ( 1 % ), οι δε τιμές μεταπωλήσεως ήταν ακριβώς ίδιες με αυτές των αντίστοιχων συσκευών παραγωγής της Rank Xerox.

    58

    Πρέπει εξάλλου να παρατηρηθεί ότι, μολονότι η Rank Xerox, μεταπωλώντας τα PPC εισαγωγής Ιαπωνίας σε τιμές ντάμπινγκ, κατώτερες από αυτές των άλλων κοινοτικών παραγωγών, προκάλεσε ζημία στους παραγωγούς αυτούς, δεν θα έπρεπε εντούτοις για τον λόγο αυτό να αποκλειστεί από τους κοινοτικούς παραγωγούς και να στερηθεί έτσι την προστασία που προσφέρει η κοινοτική κανονιστική ρύθμιση σε σχέση με τη ζημία που υπέστη η ίδια.

    59

    Πρέπει τέλος να παρατηρηθεί ότι, όπως υποστηρίζει το Συμβούλιο, η Rank Xerox είχε αναλάβει την υποχρέωση να κατασκευάζει η ίδια, ή να προμηθεύεται από άλλους κοινοτικούς παραγωγούς, εξαρτήματα προοριζόμενα να αντικαταστήσουν αυτά που προέρχονταν από την Ιαπωνία. Η έλλειψη όμως μέτρων αντιντάμπινγκ έθιξε σημαντικά την εκπλήρωση της υποχρεώσεως αυτής.

    60

    Είναι αληθές ότι η Rank Xerox κατέχει το 50 ο/ο του κεφαλαίου του ιάπωνα προμηθευτή της, της Fuji Xerox. Εντούτοις, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προανα-φερθεισων περιστάσεων, οι οποίες δεν αμφισβητήθηκαν ούτε με τα στοιχεία της δικογραφίας ούτε κατά τις συζητήσεις που πραγματοποιήθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι τα κοινοτικά όργανα, συμπεριλαμβάνοντας τη Rank Xerox στον κλάδο παραγωγής της Κοινότητας, δεν υπερέβησαν το περιθώριο εκτιμήσεως που τους έχει αναγνωριστεί.

    61

    Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι πρέπει να απορριφθεί o λόγος ακυρώσεως που στηρίζεται στον εσφαλμένο καθορισμό του κλάδου παραγωγής της Κοινότητας.

    Επί τον λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται στην εσφαλμένη εκτίμηση του συμφέροντος της Κοινότητας

    62

    Η Gestetner υποστηρίζει ότι, λαμβανομένης υπόψη της δομής της αγοράς και ιδίως του βαθμού συγκεντρώσεώς της, τα συμφέροντα της Κοινότητας δεν καθιστούσαν απαραίτητη την επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ. Προσθέτει ότι η επιβολή των δασμών αυτών ενίσχυσε τη δεσπόζουσα θέση που κατέχει η Rank Xerox και περιόρισε τον ανταγωνισμό και ότι η εξέλιξη της αγοράς που επακολούθησε ήταν δυσμενής για τους καταναλωτές. Από αυτό συνάγει το συμπέρασμα ότι τα κοινοτικά όργανα, επιβάλλοντας δασμούς αντιντάμπινγκ, παρέβησαν το άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 2176/84.

    63

    Πρέπει να επισημανθεί ότι το ζήτημα αν το συμφέρον της Κοινότητας καθιστά αναγκαία μια κοινοτική ενέργεια προϋποθέτει την εκτίμηση περίπλοκων οικονομικών καταστάσεων. Όπως έκρινε το Δικαστήριο, ιδίως με την απόφαση της 7ης Μαΐου 1987, Nachi Fujikoshi κατά Συμβουλίου, σκέψη 21 (255/84, Συλλογή 1987, σ. 1861 ), ο δικαστικός έλεγχος αυτής της εκτιμήσεως πρέπει να περιορίζεται στον έλεγχο ότι τηρήθηκαν οι κανόνες διαδικασίας, ότι συνέβησαν πράγματι τα περιστατικά επί των οποίων στηρίχθηκε η επίμαχη επιλογή και ότι δεν χώρησε ούτε πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση των περιστατικών αυτών, ούτε ενέργεια κατά κατάχρηση εξουσίας.

    64

    Πρέπει σχετικά να παρατηρηθεί ότι, όπως υποστηρίζουν τα κοινοτικά όργανα, χωρίς τους δασμούς αντιντάμπινγκ θα ήταν αμφίβολη η δυνατότητα διατηρήσεως μιας ανεξάρτητης κοινοτικής παραγωγής PPC, ενώ αυτή είναι απαραίτητη για τη διατήρηση και την ανάπτυξη της τεχνικής που απαιτείται για την κατασκευή των προϊόντων φωτοαντιγραφής καθώς και για τη διατήρηση μεγάλου αριθμού θέσεων εργασίας. Ο φόβος αυτός βασιζόταν ιδίως στην εξαγορά, κατά τη διάρκεια της έρευνας, της επιχειρήσεως ενός από τους κοινοτικούς παραγωγούς από έναν ιάπωνα κατασκευαστή. Τα κοινοτικά όργανα θεώρησαν επίσης ότι αυτή η ανάγκη προστασίας της κοινοτικής βιομηχανίας ήταν σημαντικότερη από την προστασία των αμέσων συμφερόντων των καταναλωτών.

    65

    Η ανάγκη αυτή δικαιολογεί επίσης την ενδεχόμενη ενίσχυση της θέσεως στην αγορά ενός από τους κοινοτικούς παραγωγούς, που αποτελεί συνέπεια της επιβολής δασμών αντιντάμπινγκ, πολύ περισσότερο διότι τα κοινοτικά όργανα δεν είχαν λόγους να φοβούνται καταχρήσεις. Πρέπει να επισημανθεί ότι, από της επιβολής των δασμών αυτών, κανένας από τους έξι ιάπωνες κατασκευαστές που κατείχαν μερίδιο την κοινοτική αγορά δεν αποσύρθηκε από την αγορά αυτή.

    66

    Υπό τις συνθήκες αυτές πρέπει να παρατηρηθεί ότι τα κοινοτικά όργανα, θεωρώντας ότι το συμφέρον της Κοινότητας υπαγόρευε την επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ, δεν προέβησαν σε προδήλως εσφαλμένη εκτίμηση.

    67

    Επομένως, ο λόγος ακυρώσεως που στηρίζεται στην εσφαλμένη εκτίμηση του συμφέροντος της Κοινότητας πρέπει να απορριφθεί.

    Eiïl rov Áóyov ακυρώσεως πον οτηρίξεται στην ανεπαρκή αιτιoλoyία της απορρίψεως των προτάχσεων της Gestetner για ανάληψη υποχρεώοεων

    68

    Η Gestetner υποστηρίζει ότι η αιτιολογία της απορρίψεως των προτάσεων της για την ανάληψη υποχρεώσεων είναι ανεπαρκής και επομένως δεν πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 190 της Συνθήκης. Η Επιτροπή περιορίστηκε να επικαλεστεί την παραδοσιακή της πρακτική να μην αποδέχεται αναλήψεις υποχρεώσεων από εισαγωγείς (σημείο 100 των αιτιολογικών σκέψεων του προσβαλλόμενου κανονισμού ), χωρίς να εξηγήσει τους λόγους της πρακτικής αυτής και τον τρόπο εφαρμογής της στην προκειμένη περίπτωση και ενώ η προσφεύγουσα έπρεπε να θεωρηθεί εξαγωγέας.

    69

    Σχετικά πρέπει να παρατηρηθεί ότι, κατά πάγια νομολογία ( βλέπε μεταξύ άλλων, απόφαση της 26ης Ιουνίου 1986 Nicolet Instrument, σκέψη 10, 203/85, Συλλογή 1986, σ. 2049 ), από την αιτιολογία που απαιτεί το άρθρο 190 της Συνθήκης πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και αναμφισβήτητο η συλλογιστική της κοινοτικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, έτσι ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που οδήγησαν στη λήψη του μέτρου ώστε να είναι σε θέση να υπερασπίσουν τα δικαιώματα τους και στο Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχο του.

    70

    Στην προκειμένη περίπτωση πληρούται η απαίτηση αυτή. Η πρακτική της Επιτροπής να μην αποδέχεται την ανάληψη υποχρεώσεων από τους εισαγωγείς, την οποία πρακτική υποστηρίζει το Συμβούλιο στο σημείο 100 των αιτιολογικών σκέψεων του προσβαλλόμενου κανονισμού, στηρίζεται συγχρόνως στους κανόνες του κώδικα αντι-ντάμπινγκ της GATT, το άρθρο 7 του οποίου προβλέπει μόνο την αποδοχή της αναλήψεως υποχρεώσεων εκ μέρους των εξαγωγέων, και στο άρθρο 10 του κανονισμού 2176/84. Είναι αληθές ότι η τελευταία αυτή διάταξη δεν αποκλείει τη δυνατότητα της Επιτροπής να αποδέχεται την πρόταση ενός εισαγωγέα για ανάληψη υποχρεώσεων, αλλά από τη διατύπωση της διατάξεως προκύπτει ότι η αποδοχή αυτή δικαιολογείται μόνο κατ' εξαίρεση. Πράγματι, οι παράγραφοι 4 και 6, που αφορούν τη συνέχιση της έρευνας μετά την αποδοχή της αναλήψεως υποχρεώσεων και την επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ έπειτα από την ανάκληση μιας αναλήψεως υποχρεώσεως ή τη διαπίστωση της παραβιάσεως της, δεν αναφέρουν παρά μόνο τους εξαγωγείς, δηλαδή τους επιχειρηματίες των οποίων οι αναλήψεις υποχρεώσεων μπορούν κατ' αρχήν να τύχουν αποδοχής.

    71

    Το καθεστώς αυτό δικαιολογείται από δύο κατηγορίες λόγων. Αφενός, η αποδοχή της αναλήψεως υποχρεώσεων που πρότεινε ένας εισαγωγέας θα είχε ως συνέπεια να τον ενθαρρύνει να συνεχίσει να εφοδιάζεται εκτός Κοινότητας σε τιμές ντάμπινγκ. Αφετέρου, οι υπόλοιποι εισαγωγείς θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο, πράγμα που, δεδομένου του μεγάλου αριθμού ενδιαφερομένων εταιριών, θα καθιστούσε εξαιρετικά δύσκολο τον έλεγχο τηρήσεως των υποχρεώσεων.

    72

    Πρέπει να παρατηρηθεί ότι δεν έχει σημασία το αν η Gestetner είναι ο φυσικός εξαγωγέας PPC ή ο εισαγωγέας τους. Πράγματι, δεδομένου ότι τα PPC έχουν αγοραστεί για να εισαχθούν στην Κοινότητα και ότι, επομένως, ισχύουν οι λόγοι που δικαιολογούν τη μη αποδοχή της αναλήψεως υποχρεώσεων που προτείνουν οι εισαγωγείς, η Gestetner δεν μπορούσε να θεωρηθεί προς τούτο εξαγωγέας (σημείο 100 των αιτιολογικών σκέψεων, τέταρτο εδάφιο, του προσβαλλόμενου κανονισμού ).

    73

    Από τα προηγούμενα προκύπτει ότι πρέπει να απορριφθεί ο λόγος ακυρώσεως που στηρίζεται στην ανεπαρκή αιτιολογία της απορρίψεως των προτάσεων της Gestetner για ανάληψη υποχρεώσεων και, επομένως, η προσφυγή στο σύνολο της.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    74

    Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων των παρεμβαινόντων που υπέβαλαν σχετικό αίτημα. Η εταιρία Mita, που παρενέβη υπέρ της προσφεύγουσας, θα φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

     

    Για τους λόγους αυτούς

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    αποφασίζει:

     

    1)

    Απορρίπτει την προσφυγή.

     

    2)

    Η προσφεύγουσα φέρει τα δικαστικά της έξοδα, περιλαμβανομένων των εξόδων στα οποία υποβλήθηκαν οι παρεμβαίνοντες. Η Mita φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

     

    Due

    Gordon Slynn

    Schockweiler

    Zuleeg

    Koopmans

    Mancini

    Joliét

    O'Higgins

    Moitinho de Almeida

    Rodríguez Iglesias

    Grévisse

    Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 14 Μαρτίου 1990.

    Ο γραμματέας

    J. -G. Giraud

    Ο πρόεδρος

    Ο. Due


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

    Top