EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61987CJ0133

Απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Μαρτίου 1990.
Nashua Corporation και λοιποί κατά Επιτροπής και Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Ντάμπινγκ - Ανάληψη υποχρεώσεων - Οριστικός δασμός - Συσκευές φωτοαντιγραφής που χρησιμοποιούν συνηθισμένο χαρτί, καταγωγής Ιαπωνίας.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-133/87 και C-150/87.

Συλλογή της Νομολογίας 1990 I-00719

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1990:115

ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-133/87 και C-150/87 ( *1 )

Περίληψη

 

Ι — Η δραστηριότητα των προσφευγουσών

 

II — Τα περιστατικά

 

III — Έγγραφη διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

 

IV — Ισχυρισμοί και επιχειρήματα των διαδίκων

 

Α — Προσφυγή περί ακυρώσεως της αποφάσεως με την οποία η Επιτροπή απέρριψε την ανάληψη υποχρεώσεων από την προσφεύγουσα

 

1. Επί του παραδεκτού,,

 

2. Επί της ουσίας

 

α) Παράβαση του κανονισμού 2176/84

 

β) Παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

 

γ) Παράβαση του άρθρου 190 της Συνθήκης ΕΟΚ

 

Β — Προσφυγή περί ακυρώσεως του κανονισμού 535/87 του Συμβουλίου

 

1. Επί του παραδεκτού

 

2. Επί της ουσίας

 

α) Παράβαση του κανονισμού 2176/84 καθόσον η προσφεύγουσα δεν έτυχε χωριστής μεταχειρίσεως κατά τη διαδικασία και με τα μέτρα που θεσπίστηκαν με τον κανονισμό:

 

i) Επί της ιδιότητας του εξαγωγέα και της φερόμενης αδυναμίας υπολογισμού ενός χωριστού περιθωρίου ντάμπινγκ για την προσφεύγουσα

 

ii) Επί του υπολογισμού της κανονικής αξίας

 

β) Παράβαση του κανονισμού 2176/84 καθόσον οι εισαγωγές που πραγματοποίησε η προσφεύγουσα αποκλείστηκαν από τον υπολογισμό του δασμού αντιντάμπινγκ

 

γ) Παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων και παράβαση του κανονισμού 2176/84 καθόσον οι δασμοί αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκαν στη Nashua και στη Ricoh υπολογίστηκαν με ενιαίο συντελεστή

 

δ) Παράβαση του κανονισμού 2176/84 καθόσον η Επιτροπή δεν προέβη σε ουσιαστική εξέταση της προτάσεως της προσφεύγουσας για την ανάληψη υποχρεώσεων

Ι — Η δραστηριότητα των προσφευγουσών

Η Nashua Corporation είναι ο προμηθευτής συσκευών φωτοαντιγραφής που χρησιμοποιούν συνηθισμένο χαρτί (στο εξής: PPC) μάρκας Nashua τις οποίες αγοράζει, κατά το πλείστον από έναν ιάπωνα κατασκευαστή, την εταιρία Ricoh Limited (στο εξής: Ricoh). Εξάγει τις PPC Nashua απότην Ιαπωνία στην Κοινότητα και σε πολλές άλλες χώρες, οι δε θυγατρικές της, με τις οποίες είναι ομόδικος στην προσφυγή που ασκήθηκε στην υπόθεση C-150/87, είναι οι εισαγωγείς των PPC Nashua στην Κοινότητα ( οι προσφεύγουσες, στο εξής αποκαλούμενες συλλογικά: Nashua ).

Οι συμφωνίες πωλήσεως μεταξύ Nashua και Ricoh έγιναν πριν από αρκετά έτη για ορισμένες συγκεκριμένες κατηγορίες συσκευών φώτοαντιγραφής. Το 1982, οι συμφωνίες αυτές επεκτάθηκαν σημαντικά όταν η Nashua έθεσε τέρμα στη δική της δραστηριότητα παραγωγής συσκευών φωτοαντιγραφής στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και άρχισε να αγοράζει μεγαλύτερη γκάμα συσκευών φωτοαντιγραφής που κατασκευάζει η Ricoh.

Οι σημαντικότερες ρήτρες της συμβάσεως που ισχύει τώρα ορίζουν ότι η Ricoh συμφωνεί να κατασκευάζει για την προσφεύγουσα τις PPC που να φέρουν το σήμα Nashua και να συναρμολογούνται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να διακρίνονται ως Nashua. Η Nashua παραλαμβάνει και αποκτά την κυριότητα των PPC στην Ιαπωνία και, από τη στιγμή αυτή, φέρει μόνη την ευθύνη για την εξαγωγή, την αποστολή, την έρευνα αγοράς, την πώληση και τη συντήρηση των μηχανών αυτών.

Η Nashua υπογραμμίζει ότι η Επιτροπή και το Συμβούλιο δεν έπρεπε να τη θεωρήσουν ως μετέχουσα στο δίκτυο διανομής της Ricoh: είναι ο προμηθευτής των PPC Nashua, ασκεί τη δραστηριότητά της υπό τη δική της επωνυμία και είναι εντελώς ανεξάρτητη από τη Ricoh. Αυτό που διακρίνει σαφέστατα την προσφεύγουσα από μια θυγατρική της Ricoh ή από έναν εισαγωγέα ή συνήθη αντιπρόσωπο συσκευών φωτοαντιγραφής μάρκας Ricoh είναι ότι η προσφεύγουσα είναι μόνη υπεύθυνη για την προώθηση και την εμπορία των προϊόντων Nashua. Αφενός, δεν επωφελείται καθόλου από την προώθηση στην οποία προβαίνει η Ricoh των προϊόντων τα οποία πωλεί με το δικό της εμπορικό σήμα, αφετέρου, φέρει αποκλειστικά την ευθύνη για την καλή λειτουργία των προϊόντων Nashua και φέρει τον κίνδυνο ελαττωματικότητας των προϊόντων της.

Στο σημείο 8 των αιτιολογικών σκέψεων του κανονισμού 535/87 του Συμβουλίου η προσφεύγουσα ορίζεται ως Original equipment manufacturer (στο εξής: OEM). Κατά την αιτιολογική αυτή σκέψη, οι OEM, δηλαδή οι εισαγωγείς οι οποίοι πωλούν τις PPC με το δικό τους εμπορικό σήμα εντός της Κοινότητας, ήταν, γενικά, εταιρίες που προηγουμένως κατασκεύαζαν με δικό τους εμπορικό σήμα συσκευές φωτοαντιγραφής που χρησιμοποιούσαν συνηθισμένο χαρτί ή συνέχιζαν να κατασκευάζουν άλλα προϊόντα στον τομέα των ηλεκτρονικών μηχανημάτων γραφείου και των συσκευών αναπαραγωγής.

Οι συσκευές τις οποίες πωλούσαν οι OEM περιγράφονται στην προαναφερόμενη αιτιολογική σκέψη ότι είναι « ... γενικά, διαφορετικού τύπου και με διαφορετικές τεχνικές προδιαγραφές από τα μηχανήματα που πωλήθηκαν με το εμπορικό σήμα των ιαπώνων κατασκευαστών ». Ωστόσο, η Επιτροπή και το Συμβούλιο αντιμετώπισαν τη δραστηριότητα της προσφεύγουσας ως αποτελούσα απλώς άλλο κανάλι διανομής της Ricoh και, συνεπώς, εξέτασαν συγχρόνως τις πωλήσεις συσκευών Ricoh και συσκευών Nashua.

Η Nashua αναφέρει σχετικώς ότι, μετά την κοινοποίηση στην Επιτροπή, βάσει του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτου κανονισμού εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης ΕΟΚ ( ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25), της συμβάσεως OEM που συνήψε η προσφεύγουσα με τη Ricoh, οι υπηρεσίες της Επιτροπής, σε έγγραφο της 27ης Σεπτεμβρίου 1984 προς τη Nashua ( παράρτημα 4 της προσφυγής) ανέφεραν τα εξής:

« Λαμβάνοντας υπόψη την απάντησή σας και την απάντηση της Ricoh, νομίζω ότι οι συμβάσεις σας με τη Ricoh δεν είναι συμβάσεις διανομής υπό την έννοια, για παράδειγμα, της απαλλαγής κατά κατηγορίες σχετικά με την αποκλειστική διανομή (κανονισμός 1983/83 της Επιτροπής), αλλά αντίθετα είναι συμβάσεις που αφορούν την προμήθεια προϊόντων με βάση τις “Original equipment manufacturers” ή την προμήθεια προϊόντων υπό “ ίδιο εμπορικό σήμα ”. Με άλλα λόγια, αντί της διανομής προϊόντων “ Ricoh ”, στην πραγματικότητα αγοράζετε προϊόντα “ Nashua ” από τη Ricoh, παρόλον ότι αυτά είναι τελικά προϊόντα. Ο κύριος λόγος που με οδηγεί στο συμπέρασμα αυτό είναι ότι τα προϊόντα πωλούνται με δικό σας εμπορικό σήμα και ότι η εμπορική σας τεκμηρίωση δεν αναφέρει τη Ricoh. Επομένως, οι πελάτες θεωρούν ότι φέρετε πρωταρχικά την ευθύνη για την ποιότητα και την αξιοπιστία των προϊόντων. »

II — Τα περιστατικά

Τον Ιούλιο 1985, το συμβούλιο ευρωπαίων κατασκευαστών συσκευών φωτοαντιγραφής (Cecom), εξ ονόματος των παραγωγών που αντιπροσωπεύουν σημαντικό ποσοστό της κοινοτικής παραγωγής του εν λόγω προϊόντος υπέβαλε καταγγελία στην Επιτροπή, κατά την οποία οι εισαγωγές ορισμένων PPC καταγωγής Ιαπωνίας αποτελούσαν αντικείμενο πρακτικής ντάμπινγκ και προκαλούσαν ζημία στην κοινοτική βιομηχανία.

Για τους σκοπούς της διαδικασίας αντιντάμπινγκ που κίνησε η Επιτροπή βάσει του κανονισμού 2176/84 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1984, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ ή επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας ( ΕΕ L 201, σ. 1 ), η Επιτροπή διαβίβασε ερωτηματολόγιο με το οποίο ζητούσε πληροφορίες από τη γερμανική θυγατρική της προσφεύγουσας, την οποία αυτή ελέγχει κατά 100 ο/ο και η οποία αναφερόταν στην καταγγελία που υπέβαλαν οι ευρωπαίοι παραγωγοί. Η Nashua παρατηρεί ότι, από τότε, ήταν παρούσα σε όλα τα στάδια της διαδικασίας και προσκόμισε στην Επιτροπή σημαντική και λεπτομερή τεκμηρίωση.

Η διαδικασία αυτή οδήγησε στην επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ με τον κανονισμό 2640/86 της Επιτροπής, της 21ης Αυγούστου 1986 ( ΕΕ L 239, σ. 5 ).

Με επιστολή της 9ης Δεκεμβρίου 1986, η προσφεύγουσα πρότεινε στην Επιτροπή την ανάληψη υποχρεώσεων βάσει του άρθρου 10 του κανονισμού 2176/84, για τις μελλοντικές της εξαγωγές προς την Κοινότητα, που απορρίφθηκε με απόφαση της Επιτροπής κοινοποιηθείσα στην προσφεύγουσα στις 27 Ιανουαρίου 1987 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

Η προσφεύγουσα εξηγεί, σχετικώς, ότι αρχικά σχεδίαζε να προτείνει την ανάληψη υποχρεώσεων ως προς τις τιμές, αλλά απέκλεισε τη δυνατότητα αυτή δεδομένου ότι, αφενός, δεν είχε πληροφορηθεί από την Επιτροπή το διαπιστωθέν περιθώριο ντάμπινγκ για τις συσκευές της και, επομένως, δεν γνώριζε πόσο έπρεπε να αυξήσει τις τιμές της για να εξαλείψει το περιθώριο αυτό και ότι, αφετέρου, προκειμένου για εταιρία που το μερίδιό της στην αγορά ανέρχεται σε 3 %,θα ήταν καταστροφικό για την προσφεύγουσα να αυξήσει μονομερώς τις τιμές της.

Έτσι, η ανάληψη υποχρεώσεων που η Nashua πρότεινε στην Επιτροπή και απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση είχε ως σκοπό να περιορίσει τις εξαγωγές της σε 48536 μονάδες ετησίως για τα επόμενα πέντε έτη ( 1987 έως 1991 ). Ο όροι της αναλήψεως υποχρεώσεων προέβλεπαν επίσης ότι η προσφεύγουσα θα προσπαθούσε να αποφύγει την καταστρατήγηση των υποχρεώσεών της μέσω μεταπωλήσεων από εδάφη εκτός της ΕΟΚ και να υποβάλει τακτικά εκθέσεις και να παρέχει πληροφορίες στην Επιτροπή προκειμένου να εξασφαλίσει την πραγματική εποπτεία σχετικά με την ανάληψη υποχρεώσεων.

Το ουσιώδες τμήμα της αποφάσεως με την οποία η Επιτροπή απέρριψε την ανάληψη υποχρεώσεων αναφέρει τα εξής:

« Οι υπηρεσίες της Επιτροπής εξέτασαν επιμελώς, εκτός από το ίδιο το περιεχόμενο της αναλήψεως υποχρεώσεων, το ουσιώδες ζήτημα ως προς τη σκοπιμότητα αποδοχής της αναλήψεως υποχρεώσεων εν προκειμένω, ή σε ανάλογες περιπτώσεις, εκ μέρους μιας OEM.

Το ζήτημα που τίθεται με μια τέτοια προσφορά είναι κατά πόσον μια OEM, στην προκειμένη περίπτωση, μπορεί να θεωρηθεί ως εξαγωγέας του εν λόγω προϊόντος. Φυσικά, εκκινώντας από την αρχή αυτή, η λογική συνέπεια πρέπει να είναι ότι τα ατομικά περιθώρια ντάμπινγκ καθορίζονται για κάθε μια από τις OEM αυτές. Ωστόσο, η προσέγγιση αυτή δεν φαίνεται σκόπιμη. Είναι προφανές ότι, ακόμη και αν η OEM εξάγει πραγματικά το προϊόν, το προϊόν αυτό πωλήθηκε στην OEM ενόψει της εξαγωγής και, κατά συνέπεια, η καταβληθείσα τιμή για την εξαγωγή προς την Κοινότητα είναι η τιμή που κατέβαλε η OEM στον οικείο ιάπωνα παραγωγό. Επομένως, δεν θα ήταν πρόσφορο οι πωλήσεις αυτές να αποκλειστούν από τον υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ που αφορά τον οικείο εξαγωγέα, ειδικότερα όταν παρόμοιος αποκλεισμός είναι ικανός, πιθανώς, να αυξήσει το περιθώριο ντάμπινγκ που αφορά τον εν λόγω εξαγωγέα.

Ακόμη και αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η ανάληψη υποχρεώσεων που πρότεινε η Nashua δεν επιβάλλει τον χωριστό υπολογισμό των περιθωρίων ντάμπινγκ, δεν απαλλάσσει από την τήρηση των εν λόγω αρχών. Ειδικότερα, αυτό συμβαίνει καθόσον έχουν προταθεί και άλλες αναλήψεις υποχρεώσεων που θέτουν τα ίδια προβλήματα.

Κατά συνέπεια, η αποδοχή μιας αναλήψεως υποχρεώσεων δεν κρίνεται σκόπιμη υπ' αυτούς τους όρους και, ως εκ τούτου, κατόπιν διαβουλεύσεως των κρατών μελών, η πρόταση που υπέβαλε εν προκειμένω η Nashua για την ανάληψη υποχρεώσεων δεν πρέπει να γίνει δεκτή.»

Οι δικηγόροι της προσφεύγουσας απάντησαν στις 29 Ιανουαρίου 1987 ως εξής:

«Δεν δεχόμαστε τον λόγο που προβάλλεται για να μην εξετάσετε την ανάληψη υποχρεώσεων της Nashua. Πρώτον, η Nashua είναι, πραγματικά και νομικά, ο εξαγωγέας των μηχανημάτων Nashua καταγωγής Ιαπωνίας. Δεύτερον, στην υπόθεση Ferro-silicon (απόφαση 83/93/ΕΟΚ ) και στην υπόθεση Polypropylene film (απόφαση 82/397/ΕΟΚ), η Επιτροπή υπολόγισε τα περιθώρια ντάμπινγκ χωριστά για τους εξαγωγείς οι οποίοι δεν ήταν οι ίδιοι κατασκευαστές και, επί πλέον, η ίδια δέχθηκε την εκ μέρους τους ανάληψη υποχρεώσεων. Επομένως, δεν μπορεί να θεωρείτε ως “ μη πρόσφορη ” την αποδοχή της αναλήψεως υποχρεώσεων της Nashua για τον λόγο που προβάλλετε.

Σας ζητάμε να εξετάσετε επειγόντως τώρα το περιεχόμενο της αναλήψεως υποχρεώσεων που πρότεινε η Nashua. »

Η Επιτροπή απάντησε με έγγραφο χωρίς ημερομηνία, το οποίο ελήφθη στις 18 Φεβρουαρίου 1987 και ήταν διατυπωμένο ως εξής:

« Όσον αφορά τους πελάτες σας, εκ πρώτη όψεως δεν φαίνεται ότι αυτοί εμπίπτουν στην ίδια κατηγορία με τις εταιρίες διανομής των οποίων οι αναλήψεις υποχρεώσεων έγιναν δεκτές σε προγενέστερες υποθέσεις. Αυτές οι εταιρίες διανομής ι είναι εξαγωγείς ιαπωνικού δικαίου. Αντίθετα, λαμβάνοντας υπόψη τη σύμβαση την οποία συνήψε η Nashua με τον προμηθευτή της, την Ricoh, η Nashua αγοράζει “ελεύθερον επί του πλοίου” Ιαπωνία ή “ κόστος και ναύλος ” κοινοτικό λιμάνι. Επομένως, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι πωλήσεις της Ricoh προς την Nashua γίνονται ενόψει της εξαγωγής. Επίσης, φαίνεται ότι γίνεται λόγος για μια και μόνο τιμή, δηλαδή τη συμφωνηθείσα τιμή μεταξύ Ricoh και Nashua και, συνεπώς, δεν είναι δυνατό να υπολογιστεί χωριστά το περιθώριο ντάμπινγκ για τη Nashua εφόσον, εκτός του ότι δεν υπάρχουν πωλήσεις προϊόντων Nashua στην ιαπωνική αγορά, δεν υπάρχει πράγματι καταβληθείσα τιμή ή που πρέπει να καταβληθεί στη Nashua για το πωληθέν προϊόν ενόψει της εξαγωγής στην Κοινότητα. Αυτός είναι αναμφίβολα ο λόγος για τον οποίο η προσφερθείσα ανάληψη υποχρεώσεων περιορίζεται στις ποσότητες και δεν αφορά την τιμή.

Εξάλλου, ακόμη και αν η τιμή εξαγωγής, πραγματική ή κατασκευασμένη, μπορεί να αποδοθεί στη Nashua, το ζήτημα που τίθεται με το έγγραφο μου της 21ης Ιανουαρίου παραμένει αναπάντητο. Πρόκειται για το πρόβλημα του τίθεται από τον υπολογισμό των χωριστών περιθωρίων ντάμπινγκ για την εταιρία — παραγωγό και εξαγωγέα και για τον εξαγωγέα που δεν είναι παραγωγός των ίδιων προϊόντων. Ένας τέτοιος χωριστός υπολογισμός θα ήταν ακόμη δυσκολότερο να δικαιολογηθεί αν ο εξαγωγέας που δεν είναι παραγωγός αποστέλλει στην Κοινότητα τα εμπορεύματα τα οποία προέρχονται από διάφορους παραγωγούς και για τα οποία έχουν υπολογιστεί ατομικά και διαφορετικά περιθώρια ντάμπινγκ και στα οποία εφαρμόζονται διαφορετικοί δασμοί.

Τέλος, πρέπει να' τονιστεί ότι η πρόταση για ανάληψη υποχρεώσεων η οποία περιορίζεται σε ποσοτικούς περιορισμούς, μολονότι δεν αποκλείεται ρητά από την κοινοτική νομοθεσία, ερμηνεύθηκε από ορισμένα κράτη μέλη ως μη σύμφωνη προς τον κώδικα αντιντάμπινγκ της GATT. Κατά συνέπεια, πρόταση για ανάληψη υποχρεώσεων αυτού του τύπου θα μπορούσε να αντιμετωπίσει μια κάποια αντίθεση μεταξύ αυτών των κρατών μελών. »

Η αλληλογραφία αυτή συνοψίζεται στο σημείο 100 των αιτιολογικών σκέψεων του κανονισμού, που αναφέρει:

« Σύμφωνα με την παραδοσιακή τής πρακτική να μην αποδέχεται αναλήψεις υποχρεώσεων από εισαγωγείς... η Επιτροπή πληροφόρησε την προσφεύγουσα ότι (η ανάληψη υποχρεώσεων ) δεν ( μπορούσε ) να γίνει ( αποδεκτή ). »

Στις 23 Φεβρουαρίου 1987, το Συμβούλιο, προτάσει της' Επιτροπής, εξέδωσε τον κανονισμό 535/87, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ 20 ο/ο επί των εισαγωγών PPC καταγωγής Ιαπωνίας (στο εξής: προσβαλλόμενος κανονισμός ).

III — Έγγραφη διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Με δικόγραφο που πρωτοκολλήθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 27 Απριλίου 1987, η Nashua Corporation άσκησε προσφυγή αποβλέπουσα στην ακύρωση της αποφάσεως -με την οποία η Επιτροπή απέρριψε την ανάληψη υποχρεώσεων που προσέφερε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο της διαδικασίας αντιντάμπινγκ, για την εισαγωγή συσκευών φωτοαντιγραφής καταγωγής Ιαπωνίας (υπόθεση C-133/87 ). Στις 22 Μαΐου 1987, η Nashua Corporation κατέθεσε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων αποβλέπουσα στη λήψη προσωρινού μέτρου με το οποίο θα διατασσόταν η έναντι αυτής αναστολή εφαρμογής του κανονισμού 535/87 του Συμβουλίου, εφόσον προσέφερε τραπεζική εγγύηση σε εκτέλεση των υποχρεώσεων που της είχαν επιβληθεί με τον κανονισμό αυτόν. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε με Διάταξη του προέδρου του Δικαστηρίου στις 25 Ιουνίου 1987.

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 13 Μαΐου 1987, η Nashua Corporation και οι οκτώ θυγατρικές της εταιρίες στην Κοινότητα άσκησαν προσφυγή με την οποία ζητούν να ακυρωθεί ο κανονισμός 535/87 κατά το μέτρο που τις αφορά ( υπόθεση C-150/87).

Με Διατάξεις της 11ης και 26ης Νοεμβρίου 1987, το Δικαστήριο επέτρεψε στην Επιτροπή και στο Cecom να ασκήσουν παρέμβαση στο πλαίσιο της υποθέσεως C- 150/87 προς στήριξη των αιτημάτων του καθού.

Με Διάταξη της 1ης Φεβρουαρίου 1989, οι υποθέσεις C-133/87 και C-150/87 συνενώθηκαν προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και την έκδοση ενιαίας αποφάσεως.

Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων.

Στην υπόθεση C-133/87, η προσφείψονσαζψύ από το Δικαστήριο:

να κρίνει την προσφυγή παραδεκτή και βάσιμη·

να κηρύξει άκυρη την πράξη με την οποία η Επιτροπή απέρριψε την ανάληψη υποχρεώσεων εκ μέρους της προσφεύγουσας·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας·

να αποφανθεί το Δικαστήριο κατά την κρίση του, στο πλαίσιο των εξουσιών του και λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις και ειδικότερα, όπως αναφέρεται στο υπόμνημα απαντήσεως, να εκδώσει Διάταξη με την οποία να διατάσσεται η πραγματική αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη η προσφεύγουσα και εξακολουθεί να υφίσταται λόγω της παράνομης πράξης της Επιτροπής.

Στην υπόθεση C-133/87, η Επινροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή της Nashua και να την καταδικάσει στα δικαστικά έξοδα.·

Στην υπόθεση C-150/87, οι προοφείψοναες ζητούν από το Δικαστήριο:

να κρίνει την προσφυγή παραδεκτή και βάσιμη·

να ακυρώσει τον κανονισμό 535/87 του Συμβουλίου κατά το μέτρο που αφορά την προσφεύγουσα·

να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας·

κατά τα λοιπά, το Δικαστήριο να αποφανθεί κατά την κρίση του, στο πλαίσιο των εξουσιών του και λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις.·

Στην υπόθεση C-150/87, το ΣνμβούΑιο ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή ·

να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.·

Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και το Cecom υποστηρίζουν τα αιτήματα του Συμβουλίου και ζητούν όπως οι προσφεύγουσες καταδικαστούν επίσης στα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι παρεμβαίνοντες διάδικοι.

IV — Ισχυρισμοί και επιχειρήματα των διαδίκων

Α — Προσφυγή περί ακυρώσεως της αποφάσεως με την οποία η Επιτροπή απέρριψε την ανάληψη υποχρεώσεων που πρότεινε η προσφεύγουσα

1. Επί του παραδεκτού

Η Nashua ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση μπορεί να είναι αντικείμενο ελέγχου εκ μέρους του Δικαστηρίου βάσει του άρθρου 173 της Συνθήκης ΕΟΚ, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή είχε έναντι της προσφεύγουσας δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα και έθιξε τα συμφέροντά της μεταβάλλοντας κατάφωρα τη νομική και οικονονική της θέση ( απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 1981, IBM κατά Επιτροπής, 60/81, Συλλογή 1981, σ. 2639). Πράγματι, αν είχε γίνει δεκτή η ανάληψη υποχρεώσεων, η Nashua δεν θα είχε υποχρεωθεί να καταβάλει δασμούς αντιντάμπινγκ με συντελεστή 20 ο/ο, που αντιπροσωπεύει τώρα γι' αυτήν κόστος της τάξεως των... μηνιαίως.

Εξάλλου, η Nashua υπογραμμίζει ότι, κατ' αναλογία προς τις αρχές που διακηρύσσονται με την απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 1983, Fediol (191/82, Συλλογή 1983, σ. 2913), επιχείρηση εμπλεκόμενη σε έρευνα αντιντάμπινγκ έχει το δικαίωμα, όπως προβλέπει το άρθρο 10 του κανονισμού 2176/84, να προτείνει στην Επιτροπή ανάληψη υποχρεώσεων και, συνεπώς, έχει επίσης το δικαίωμα να υποβάλει τη ληφθείσα από την Επιτροπή απόφαση στον έλεγχο του Δικαστηρίου.

Η Επιτροπή παρατηρεί, καταρχάς, ότι δεν υπάρχει κατ' ανάγκην σχέση μεταξύ της απορρίψεως της προσφοράς για την ανάληψη υποχρεώσεων και της επιβολής οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ, καθόσον τα δύο αυτά μέτρα ελήφθησαν από διαφορετικά κοινοτικά όργανα σύμφωνα με διαφορετικές διαδικασίες. Το μόνο αποτέλεσμα της απορρίψεως της προσφοράς για την ανάληψη υποχρεώσεων είναι ότι η Επιτροπή υποβάλλει πρόταση στο Συμβούλιο προς έκδοση κανονισμού για την επιβολή δασμού αντιντάμπινγκ, αλλά ούτε η απόρριψη της αναλήψεως υποχρεώσεων ούτε η υποβολή μιας τέτοιας προτάσεως μεταβάλλουν τη νομική κατάσταση του εξαγωγέα.

Η Επιτροπή θεωρεί, πάντως, ότι η προσφυγή της Nashua πρέπει προφανώς να θεωρηθεί ως παραδεκτή, λόγω του ότι η προσφεύγουσα υπήρξε αντικείμενο έρευνας για την εφαρμογή της ειδικής διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 10 του κανονισμού 2176/84. Το επιχείρημα αυτό συνίσταται στο ότι οι αποφάσεις της 21ης Φεβρουαρίου 1984, Allied Corporation (239/82 και 275/82, Συλλογή 1984, σ. 1005), 4ης Οκτωβρίου 1983, Fediol 191/82 (παρατέθηκε ήδη), και 20ής Μαρτίου 1985 Timex Corporation ( 264/82, Συλλογή 1985, σ. 849), συνεπάγονται ότι η προσφυγή της Nashua είναι παραδεκτή κατ' εφαρμογή των αρχών που διακηρύχθηκαν με τις αποφάσεις αυτές.

Ωστόσο, η Επιτροπή ισχυρίζεται με το υπόμνημα ανταπαντήσεως ότι η εφαρμογή της νομολογίας που προέκυψε από την απόφαση IBM, στην οποία βασίζεται η προσφεύγουσα, δείχνει ότι μόνον η οριστική απόφαση η οποία εκδόθηκε μετά το πέρας της διαδικασίας μπορεί να προσβληθεί βάσει του άρθρου 173 της Συνθήκης ΕΟΚ και παρατηρεί ότι απόφαση με την οποία απορρίπτεται η ανάληψη υποχρεώσεων ακολουθείται πάντοτε είτε από απόφαση αποδοχής της προτάσεως για την ανάληψη υποχρεώσεων, μετά από τροποποίησή της, είτε από επιβολή δασμού αντιντάμπινγκ.

Τέλος, η Επιτροπή θεωρεί αμφίβολο κατά πόσον μια τέτοια προσφυγή έχει οποιαδήποτε χρησιμότητα, όταν, όπως εν προκειμένω, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση άσκησε προσφυγή, βάσει του άρθρου 173, κατά του Συμβουλίου και με την οποία ζητεί να ακυρωθεί ο κανονισμός με τον οποίο επιβλήθηκε ο δασμός αντιντάμπινγκ. Υπό τις προϋποθέσεις αυτές η Επιτροπή επαφίεται στο Δικαστήριο να αποφασίσει αν η προσφυγή της Nashua είναι εν προκειμένω παραδεκτή.

2. Επί της ουσίας

Η Nashua υποστηρίζει ότι, αποφεύγοντας να εξετάσει ορθά την πρόταση της για ανάληψη υποχρεώσεων και βασιζόμενη στην απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η ανάληψη υποχρεώσεων για αβάσιμους λόγους, η Επιτροπή ενήργησε κατά παράβαση του κανονισμού 2176/84 και του άρθρου 190 της Συνθήκης. Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή παραβίασε επίσης την αρχή της αναλογικότητας.

α) Παράβαση τον κανονισμού 2176/84

Η Nashua υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε, όπως επιβάλλει το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο β), του κανονισμού 2176/84, το αποτέλεσμα το οποίο η ανάληψη υποχρεώσεων θα είχε επί της ζημίας που υπέστησαν οι ενδιαφερόμενοι κοινοτικοί παραγωγοί και ότι, όπως αποδεικνύεται πιο κάτω, οι λόγοι τους οποίους προβάλλει η Επιτροπή για να στηρίξει την απόρριψη της αναλήψεως υποχρεώσεων δεν είναι βάσιμοι.

Κατά την προσφεύγουσα, σε περίπτωση αναλήψεως υποχρεώσεων ως προς τις ποσότητες, η Επιτροπή οφείλει να αναλύσει, σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθρου 10, παράγραφος 2, στοιχείο β ), αν οι εξαγωγές παύουν σε βαθμό που εξαφανίζει τα επιζήμια αποτελέσματα των εισαγωγών που είναι αντικείμενο ντάμπινγκ και παραθέτει, σχετικώς, την απόφαση 87/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1987 ( ΕΕ L 46, σ. 45 ). Μόνον όταν η Επιτροπή καταλήξει σε απόφαση ως προς το αποτέλεσμα της αναλήψεως υποχρεώσεων μπορεί να ασκήσει τη διακριτική της ευχέρεια για να αποφασίσει να αποδεχθεί την ανάληψη υποχρεώσεων ή να μην την αποδεχθεί. Εν προκειμένω, όμως, δεν υπάρχει κανένα στοιχείο ικανό να αποδείξει ότι η Επιτροπή προέβη σε ανάλυση όσον αφορά το αποτέλεσμα επί της ζημίας. Επομένως, η Επιτροπή υπερέβη το « περιθώριο εκτιμήσεως που αναγνωρίζεται στα όργανα » στο οποίο αναφέρεται η απόφαση της 7ης Μαΐου 1987, Nippon Seiko KK κατά Συμβουλίου ( 258/84, Συλλογή 1987, σ. 1923 ).

Τα επιχειρήματα που επικαλείται η Επιτροπή για να μη δεχθεί την προτεινόμενη από τη Nashua ανάληψη υποχρεώσεων δεν πρέπει να γίνουν δεκτά. Πράγματι:

όσον αφορά την παραδοσιακή πρακτική της Επιτροπής να δέχεται αναλήψεις υποχρεώσεων εκ μέρους των εξαγωγέων, αποκλείοντας τις προτεινόμενες από τους εισαγωγείς, η Nashua υπογραμμίζει ότι, εκτός του ότι η πρακτική αυτή στερείται νόμιμης βάσης (το άρθρο 10 του κανονισμού 2176/84 δεν προβλέπει κανένα περιορισμό όσον αφορά τα πρόσωπα τα οποία μπορούν να προτείνουν αναλήψεις υποχρεώσεων), επιπλέον η πρακτική αυτή επιδέχεται εξαιρέσεις. Με τις αποφάσεις 82/397/ΕΟΚ και 83/452/ΕΟΚ της Επιτροπής ( ΕΕ L 172, σ. 44, και EE L 247, σ. 18 ), έγιναν δεκτές αναλήψεις υποχρεώσεων εκ μέρους εισαγωγέων των προϊόντων για τα οποία γίνεται λόγος.

Εν πάση περιπτώσει η Nashua είναι νομίμως και πραγματικά ο εξαγωγέας των PPC Nashua καταγωγής Ιαπωνίας, εξάλλου δε η Επιτροπή αναγνώρισε ότι οι « OEM εξάγουν πράγματι το προϊόν » ( σημείο 92 των αιτιολογικών σκέψεων του κανονισμού 535/87)·

όσον αφορά το επιχείρημα ότι οι αναλήψεις υποχρεώσεων εκ μέρους των OEM δεν μπορούν να γίνουν δεκτές, η Nashua παραπέμπει στο κείμενο του άρθρου 10 του κανονισμού 2176/84, το οποίο έχει γενική ισχύ, και ισχυρίζεται ότι οι OEM δεν εμφανίζουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ικανά να εμποδίσουν την Επιτροπή να δεχθεί καταρχήν ανάληψη υποχρεώσεων εκ μέρους τους. Ομοίως, η Nashua αμφισβητεί το γεγονός ότι η Επιτροπή τη θεώρησε ως περιλαμβανόμενη στο συνολικό δίκτυο διανομής της Ricoh ·

όσον αφορά το επιχείρημα ότι η ανάληψη υποχρεώσεων ως προς τις ποσότητες θα ερμηνευόταν από ορισμένα κράτη μέλη ως μη συνάδουσα προς τον κώδικα αντιντάμπινγκ της GATT, η Nashua προβάλλει ότι η σχετική πρακτική ορισμένων κρατών δεν υποχρεώνει την Επιτροπή να απορρίψει την ανάληψη υποχρεώσεων. Εξάλλου, η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι η ανάληψη υποχρεώσεων ως προς τις ποσότητες στην πραγματικότητα έγινε μερικές φορές δεκτή και παραπέμπει σχετικώς στην προαναφερθείσα απόφαση 87/104 του Συμβουλίου, με την οποία η ανάληψη υποχρώσεων ως προς την ποσότητα έγινε δεκτή, μολονότι είχαν διατυπωθεί αντιρρήσεις ως προς τη λύση αυτή στους κόλπους της συμβουλευτικής επιτροπής.

Η Επιτροπή υπογραμμίζει, καταρχάς, ότι κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου (απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 1983, Fediol κατά Επιτροπής, 191/82, Συλλογή 1983, σ. 2913· απόφαση της 11ης Ιουλίου 1985, Remia κατά Επιτροπής, 42/84, Συλλογή 1985, σ. 2545· αποφάσεις της 7ης Μαΐου 1987, ΝΤΝ Toyo κατά Συμβουλίου, 240/84, Συλλογή 1987, σ. 1809, Nachi Fujikoshi κατά Συμβουλίου, 255/84, Συλλογή 1987, σ. 1861, Nippon Seiko κατά Συμβουλίου, 258/84, που παρατέθηκε ήδη, και Minebea κατά Συμβουλίου, 260/84, Συλλογή 1987, σ. 1975 ), ο δικαστικός έλεγχος πρέπει να περιορίζεται στον έλεγχο τηρήσεως των κανόνων διαδικασίας, στην ουσιαστική ακρίβεια των πραγματικών περιστατικών που ελήφθησαν υπόψη προκειμένου να γίνει η επιλογή η οποία αμφισβητείται, στην έλλειψη πρόδηλης πλάνης κατά την εκτίμηση των περιστατικών αυτών ή στην έλλειψη καταχρήσεως εξουσίας. Οι αρχές αυτές πρέπει να εφαρμόζονται σε υποθέσεις στις οποίες γίνεται λόγος για ανάληψη υποχρεώσεων, αν ληφθεί υπόψη ότι το Δικαστήριο επιβεβαίωσε πρόσφατα ότι τα κοινοτικά όργανα δεν υποχρεούνται να δεχθούν τις αναλήψεις υποχρεώσεων που τους προτείνονται ( προαναφερθείσες αποφάσεις της 7ης Μαΐου ).

Κατά την Επιτροπή, ούτε ο κώδικας αντιντάμπινγκ της GATT ούτε ο κανονισμός 2176/84 καθορίζουν κριτήρια βάσει των οποίων μπορεί να γίνουν δεκτές οι αναλήψεις υποχρεώσεων και δεν μπορεί να υπάρχει υποχρέωση να γίνεται δεκτή συγκεκριμένη ανάληψη υποχρεώσεων χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι ρήτρες που περιλαμβάνονται σ' αυτήν. Η Επιτροπή διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια για να εκτιμά αν η ανάληψη υποχρεώσεων πρέπει να γίνει δεκτή και η ευχέρεια αυτή πρέπει να ασκείται λαμβάνοντας ουσιαστικά υπόψη πραγματικές μάλλον παρά νομικές σκέψεις.

Για την Επιτροπή οι αναλήψεις υποχρεώσεων εμφανίζουν πλεονεκτήματα (εξώδικος διακανονισμός, οικονομία χρόνου και χρήματος για τη διοίκηση, ευκαμψία) υπό τον όρο ότι συντάσσονται προσηκόντως και η Επιτροπή λαμβάνει πλήρη γνώση της αλληλουχίας προκειμένου να είναι βεβαία ότι θα λειτουργήσουν αποτελεσματικά. Όμως, από τις αναλήψεις υποχρεώσεων μπορούν επίσης να προκύψουν μειονεκτήματα [οι περιστάσεις μπορεί να μεταβάλουν τις αναλήψεις υποχρεώσεων ή να τις καταστήσουν αναποτελεσματικές· η επιχείρηση η οποία αναλαμβάνει τις υποχρεώσεις μπορεί να μην τις σεβαστεί· ο έλεγχος είναι δυσχερής· σε περίπτωση παραβάσεως δεν υπάρχει δυνατότητα αποζημιώσεως ούτε προστίμου, παρά μόνο στο πλαίσιο του άρθρου 13, παράγραφος 4, στοιχείο β), του κανονισμού 2176/84] τόσο για τα κοινοτικά όργανα όσο και για την κοινοτική βιομηχανία.

Ο έλεγχος της αναλήψεως υποχρεώσεων δεν αποκλείει κάθε κίνδυνο μη εκπληρώσεως και

συνεπάγεται μεγάλο διοικητικό βάρος. Σ' αυτό προστίθεται ότι οι εξαγωγείς πρέπει να αναλάβουν επίσης τη λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων προκειμένου να εμποδίσουν την καταστρατήγηση της αναλήψεως υποχρεώσεων μέσω μεταπωλήσεων που διενεργούνται με διαμεσολαβητές ή εμπόρους οι οποίοι προμηθεύονται στις αγορές με χαμηλές τιμές για επανεξαγωγή στην Κοινότητα ή από εισαγωγείς εγκατεστημένους στην Κοινότητα.

Προκειμένου να αποφασίσει να αποδεχθεί ή όχι την ανάληψη υποχρεώσεων η Επιτροπή οφείλει να σταθμίσει τα πιθανά πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα της αναλήψεως υποχρεώσεων βασιζόμενη σε πραγματιστικές, πρακτικές και διοικητικές θεωρήσεις και όχι σε θεωρήσεις αρχής.

Κατά την Επιτροπή, δεν είναι πρόσφορο ή χρήσιμο να γίνουν δεκτές αναλήψεις υποχρεώσεων προτεινόμενες από επιχειρήσεις οι οποίες ούτε παράγουν ούτε πωλούν οι ίδιες στη χώρα εξαγωγής. Πράγματι:

προκύπτει σαφώς από τον κώδικα αντιντάμπινγκ της GATT (άρθρο 7), σημείο αναφοράς για την πρακτική της Επιτροπής στις υποθέσεις αντιντάμπινγκ, ότι οι αναλήψεις υποχρεώσεων πρέπει να αναλαμβάνονται αποκλειστικά από τους εξαγωγείς· δεδομένου ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κώδικα της GATT ορίζει επίσης ότι « οι αυξήσεις των τιμών που πραγματοποιούνται δυνάμει τέτοιων αναλήψεων υποχρεώσεων δεν θα είναι υψηλότερες από ό,τι είναι αναγκαίο για την κατάργηση του περιθωρίου ντάμπινγκ », οι αναλήψεις υποχρεώσεων δεν πρέπει να γίνονται δεκτές όταν προτείνονται από εταιρίες για τις οποίες ο υπολογισμός του περιθωρίου ντάμπινγκ είναι δυνατός. Όμως, είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο να υπολογιστεί το περιθώριο ντάμπινγκ όταν, όπως στην περίπτωση της Nashua, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση αγοράζει τα εν λόγω προϊόντα αποκλειστικά για να τα εξαγάγει και δεν πωλεί στη χώρα εξαγωγής·

η Επιτροπή θεωρεί επίσης ότι αν δεν αναληφθεί καμιά υποχρέωση από τον παραγωγό, η ανάληψη υποχρεώσεων από εταιρία η οποία προμηθεύεται από τον εν λόγω παραγωγό με σκοπό την εξαγωγή είναι κανονικά άσκοπη καθόσον οπωσδήποτε θα θεσπιστεί δασμός αντιντάμπινγκ για τα προϊόντα τα οποία κατασκευάζει ο εν λόγω παραγωγός·

σχετικώς, η Nashua δεν βρίσκεται σε ειδική ή ασυνήθιστη κατάσταση. Υπάρχει μεγάλη ποικιλία καταστάσεων στις οποίες οι διανομείς, οι έμποροι, οι μεσίτες, οι εισαγωγείς και άλλοι συναλλασσόμενοι, οι οποίοι δεν είναι οι ίδιοι εξαγωγείς ή κατασκευαστές, θα προτιμούσαν να αποφύγουν τους δασμούς αντιντάμπινγκ δεχόμενοι την ανάληψη υποχρεώσεων·

τέλος, είναι γενικά δύσκολο, αν όχι αδύνατο, για μια εταιρία η οποία δεν είναι κατασκευαστής, αλλά προμηθεύεται από άλλον κατασκευαστή για να εξαγάγει στην Κοινότητα, να προσδιοριστεί κανονική αξία ανεξάρτητη από εκείνη που προσδιορίστηκε για τον κατασκευαστή και, επομένως, δεν είναι χρήσιμο οι δύο εταιρίες να τύχουν χωριστής μεταχειρίσεως.

Η Επιτροπή αμφισβητεί το επιχείρημα της Nashua ότι αρνήθηκε την ανάληψη υποχρεώσεων χωρίς να εξετάσει αν η εν λόγω ανάληψη υποχρεώσεων ήταν ικανή να εξαλείψει την παράβαση και ισχυρίζεται ότι η αλληλογραφία που προσκόμισε η Nashua δείχνει ότι το επιχείρημά της είναι ανακριβές. Ως προς το προβαλλόμενο αποτέλεσμα της αναλήψεως υποχρεώσεων επί της ζημίας που προκαλείται στην κοινοτική βιομηχανία, η Επιτροπή αντιτάσσει ότι η ανάληψη υποχρεώσεων πρέπει να τερματίζει την παράβαση και όχι απλώς να τη μειώνει, παρατηρεί δε ότι, επειδή η ανάληψη υποχρεώσεων εκ μέρους της Nashua δεν έκανε λόγο ως προς τις τιμές, δεν υπήρχε καμιά εγγύηση ότι η Nashua θα έθετε τέρμα στην παράβαση.

Όσον αφορά τις αποφάσεις που επικαλείται η Nashua, με τις οποίες έγιναν δεκτές αναλήψεις υποχρεώσεων προταθείσες από τους εισαγωγείς, η Επιτροπή προβάλλει ότι, στις εν λόγω περιπτώσεις, οι επιχειρήσεις οι οποίες ανέλαβαν υποχρεώσεις ήταν ευρωπαϊκές εταιρίες πωλήσεως, θυγατρικές των ιαπώνων παραγωγώνεξαγωγέων (ή, άλλως, συνδεδεμένες με τους παραγωγούςεξαγωγείς ).

Ως προς την προβαλλόμενη ιδιότητα του εξαγωγέα, η Επιτροπή τονίζει το ουσιώδες γεγονός ότι η Nashua προμηθεύεται από τη Ricoh με σκοπό τις εξαγωγές. Δεν παράγει συσκευές φωτοαντιγραφής και δεν τις πωλεί στην Ιαπωνία. Επομένως, δεν ήταν δυνατό να εξακριβωθεί χωριστό περιθώριο ντάμπινγκ για τη Nashua. Σ' αυτό το επιχείρημα και όχι σε ειδικό ορισμό του όρου « εξαγωγέας » στηρίζεται το έγγραφο της Επιτροπής που έλαβε η Nashua στις 27 Ιανουαρίου 1987. Το επιχείρημα της Nashua ότι είναι δυνατό να γίνουν δεκτές αναλήψεις υποχρεώσεων προτεινόμενες από τις OEM απορρίφθηκε για τους ίδιους λόγους. Εκτός από την περίπτωση κατά την οποία οι εταιρίες αυτές πωλούν επίσης στη χώρα εξαγωγής, πράγμα που είναι ασύνηθες στην πράξη, δεν είναι κανονικά δυνατό ούτε χρήσιμο να προσδιοριστεί γι' αυτές περιθώριο ντάμπινγκ διαφορετικό από εκείνο του παραγωγού από τον οποίο οι εταιρίες αυτές προμηθεύονται.

Τέλος, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η άρνηση της να δεχθεί την ανάληψη υποχρεώσεων εκ μέρους της Nashua στηρίζεται στο επιχείρημα ότι οι αναλήψεις υποχρεώσεων ως προς τις ποσότητες δεν συνάδουν προς τον κώδικα αντιντάμπινγκ της GATT.

β) Παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

Η Nashua αναφέρεται στη γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου κατά την οποία τα διοικητικά όργανα υποχρεούνται να λάβουν τα μέτρα τα οποία θεσπίζουν κατά τρόπο ώστε οι επιδιωκόμενοι σκοποί να μπορούν να εκπληρωθούν υπό τους ευνοϊκότερους όρους και με τις ελάχιστες δυνατές θυσίες για τις επιχειρήσεις που υπόκεινται στα μέτρα ( απόφαση της 13ης Ιουλίου 1962, Klöckner κατά Ανωτάτης Αρχής, 17/61 και 20/61, Rec. 1962, σ. 617). Θεωρεί ότι, υπό τις ειδικές εν προκειμένω περιστάσεις, τα περιστατικά είναι τέτοια ώστε η ανάληψη υποχρεώσεων που αυτή πρότεινε έπρεπε να είχε γίνει δεκτή, ενόψει των δυσανάλογων συνεπειών που συνεπάγεται για τη Nashua η υποχρέωση να καταβάλει δασμούς αντιντάμπινγκ οι οποίοι ανέρχονται περίπου σε... μηνιαίως. Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι η ανάληψη υποχρεώσεων θα εξάλειφε κάθε ζημία που προκαλείται στους κοινοτικούς παραγωγούς και ότι από τη θέσπιση των δασμών δεν προκύπτουν σημαντικότερα πλεονεκτήματα.

Η Επιτροπή θεωρεί ότι η άποψη της Nashua αγνοεί το γεγονός ότι οι αναλήψεις υποχρεώσεων μπορούν να παραβιάζονται και ότι η εκπλήρωση τους πρέπει να ελέγχεται και, επομένως, είναι λιγότερο ικανοποιητικές από τον δασμό τόσο για την κοινοτική βιομηχανία όσο και για την Επιτροπή. Επιπλέον, οι αναλήψεις υποχρεώσεων της Nashua δεν παρέχουν καμιά εγγύηση όσον αφορά τις τιμές. Εν πάση περιπτώσει, το ύψος του δασμού δεν ήταν δυσανάλογο, αλλά επηρεασμένο από την τιμή cif στα κοινοτικά σύνορα.

γ) Παράβαση τον άρθρου 190 της Συνθήκης

Η Nashua ισχυρίζεται ότι, αν υποτεθεί ότι η Επιτροπή εξέτασε αν ο προταθείς τύπος αναλήψεως υποχρεώσεων ως προς τις ποσότητες θα εξάλειφε τη ζημία που προκλήθηκε στους κοινοτικούς παραγωγούς λόγω των εισαγωγών οι οποίες ήταν αντικείμενο ντάμπινγκ, εντούτοις, δεν πληροφόρησε σχετικώς την προσφεύγουσα, όπως επιβάλλει το άρθρο 190 της Συνθήκης, και δεν ανέφερε τους λόγους για τους οποίους αποφάσισε να απορρίψει την ανάληψη υποχρεώσεων.

Αφενός, ο λόγος που δόθηκε με το έγγραφο με το οποίο κοινοποιήθηκε η απόφαση στην προσφεύγουσα — ότι ήταν απρόσφορο να γίνει δεκτή η ανάληψη υποχρεώσεων εκ μέρους μιας OEM — δεν είναι κρίσιμος. Αφετέρου, η Nashua παρατηρεί ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να στηριχθεί στον λόγο ότι απέρριψε την ανάληψη υποχρεώσεων επειδή δεν είναι δυνατό να προσδιοριστεί περιθώριο ντάμπινγκ για τις OEM, δεδομένου ότι, με την απόφαση της ισχυρίζεται ότι « η μορφή της αναλήψεως υποχρεώσεων που προσέφερε η Nashua δεν απαιτεί τον προσδιορισμό χωριστών περιθωρίων ντάμπινγκ ».

Τέλος, στο σημείο 100 των αιτιολογικών σκέψεων του κανονισμού 535/87, η Επιτροπή επικαλείται την « παραδοσιακή της πρακτική » για να δικαιολογήσει την απόφαση της, όμως, δεν γίνεται επίκληση της πρακτικής αυτής στο έγγραφο με το οποίο κοινοποιήθηκε η απόφαση στη Nashua ούτε στο υπόμνημα αντικρούσεως, το δε επίπεδο της συλλογιστικής υπολείπεται αυτού που το Δικαστήριο έκρινε αποδεκτό σε άλλες υποθέσεις (βλέπε τις δύο αποφάσεις της 7ης Μαΐου 1987, ΝΤΝ Toyo Bearing, 240/84, και Ñachi Fujikoshi, 255/84, που παρατέθηκαν ήδη ).

Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι, επειδή η OEM δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως ο εξαγωγέας ( λόγω του ότι αγόρασε τα προϊόντα προς εξαγωγή), το ατομικό περιθώριο ντάμπινγκ δεν μπορεί να υπολογιστεί καθόσον την αφορά. Η Επιτροπή αναφέρεται στο έγγραφό της και στο υπόμνημα αντικρούσεως, υπογραμμίζει δε ότι σ' αυτά περιγράφει και εξηγεί την πρακτική της.

Τέλος, οι αποφάσεις που παρέθεσε η Nashua ουδόλως αναφέρουν ότι οι λόγοι οι οποίοι εκτίθενται με το έγγραφο της Επιτροπής είναι ανεπαρκείς.

Β — Προσφυγή περί ακυρώσεως τον κανονισμού 535/87 τον Συμβουλίου

1. Επί τον παραδεκτού

Η Nashua υποστηρίζει ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός συνιστά απόφαση η οποία την αφορά άμεσα και ατομικά υπό την ιδιότητα της του εξαγωγέα των PPC Nashua ( ιδιότητα την οποία η Επιτροπή εσφαλμένως δεν έλαβε υπόψη ) ή, επικουρικώς, υπό την ιδιότητά της ως αποκλειστικού εξαγωγέα των PPC Nashua στην ΕΟΚ.

Ως προς την ιδιότητα του εξαγωγέα, η Nashua ισχυρίζεται ότι το γεγονός που δέχθηκε το Συμβούλιο ότι αυτή εξάγει στην πραγματικότητα τα προϊόντα αρκεί για να κριθεί η προσφυγή της παραδεκτή και παραθέτει σχετικώς την απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 1984, Allied Corporation και λοιποί κατά Επιτροπής ( 239/82 και 275/82, Συλλογή 1984, σ. 1005 ), με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι οι παραγωγοί και εξαγωγείς διαθέτουν δικαίωμα προσφυγής βάσει του άρθρου 173 της Συνθήκης ΕΟΚ. Πράγματι, στην υπόθεση αυτή το Δικαστήριο έκρινε ότι ο εξαγωγέας μη παραγωγός, Transcontinental, μπορούσε να ασκήσει προσφυγή δυνάμει του άρθρου 173.

Όσον αφορά την ιδιότητά της ως εισαγωγέα, η Nashua ισχυρίζεται ότι δεν βρίσκεται στην ίδια κατάσταση με ένα γενικό εισαγωγέα PPC, δεδομένου ότι είναι ο μόνος εισαγωγέας στην Κοινότητα των PPC Nashua και το μόνο εξουσιοδοτημένο πρόσωπο να χρησιμοποιεί το σήμα Nashua και να διαθέτει τις συσκευές αυτές στην αγορά. Σχετικώς, παραπέμπει στην απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Μαρτίου 1979, Import Standard Office κατά Συμβουλίου (118/77, Rec. 1979, σ. 1277).

Η Nashua θεωρεί ότι η εφαρμογή της Διατάξεως του Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 1987, SA Sermes κατά Επιτροπής ( 279/86, Συλλογή 1987, σ. 3109) δεν είναι κρίσιμη εν προκειμένω. Πράγματι, αντίθετα από τη Serines, η οποία ήταν κοινοτικός εισαγωγέας προϊόντων που έφεραν το σήμα του κατασκευαστή, η Nashua είναι αμερικανική εταιρία η οποία αγοράζει στην Ιαπωνία και στην Αμερική τις συσκευές PPC μάρκας « Nashua » και τις εξάγει προς την Κοινότητα και άλλες χώρες στον κόσμο. Περαιτέρω, αναφέρει ότι διακρίνεται από τους κανονικούς εισαγωγείς προϊόντων που φέρουν το σήμα του κατασκευαστή, οι οποίοι εμπλέκονταν στις προαναφερθείσες υποθέσεις Sermes και Allied, καθώς και στην υπόθεση Alusuisse κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 1982, 307/81, Συλλογή 1982, σ. 3463), διότι αυτή πωλεί τα προϊόντα της ως ανεξάρτητος προμηθευτής και σε άμεσο ανταγωνισμό με τα προϊόντα μάρκας Ricoh· επομένως, είναι ανακριβές το να θεωρηθεί ως εισαγωγέας συσκευών Ricoh.

Η Nashua ισχυρίζεται, εν συνεχεία, ότι δεν διατείνεται ότι όλοι οι ανεξάρτητοι εισαγωγείς πρέπει να διαθέτουν δικαίωμα προσφυγής βάσει του άρθρου 173 κατά των κανονισμών που θεσπίζουν δασμό αντιντάμπινγκ, ωστόσο όμως, τονίζει ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες, στον Καναδά και στην Αυστραλία, οι προμηθευτές OEM έχουν πάντοτε το δικαίωμα να προσβάλουν τα μέτρα αντιντάμπινγκ απευθείας ενώπιον του δικαστηρίου το οποίο μπορεί να αποφαίνεται επί των ουσιωδών ζητημάτων.

Κατά τη Nashua, η δυνατότητα για τους ανεξάρτητους εισαγωγείς να ασκούν προσφυγή ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων δεν συνιστά εναλλακτική αποτελεσματική λύση, διότι τα δικαστήρια αυτά, εξετάζοντας προσφυγή με την οποία τους ζητείται να αποφανθούν επί του κύρους κανονισμού με τον οποίο θεσπίζεται δασμός αντιντάμπινγκ, δεν έχουν άλλη επιλογή από την παραπομπή του ζητήματος ενώπιον του Δικαστηρίου βάσει της διαδικασίας του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ. Στην πραγματικότητα, όπως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 1984 ( Allied, που παρατέθηκε ήδη ), « σε τελική φάση μόνο το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να κρίνει το κύρος των προσβαλλόμενων κανονιστικών πράξεων ».

Τέλος, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, επιπλέον, άσκησε την προσφυγή βάσει του άρθρου 173 προκειμένου να αποφύγει επίσης τις καθυστερήσεις, τα έξοδα και την αβεβαιότητα που συνεπάγεται η άσκηση πολλαπλών προσφυγών ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και η αναμονή της προδικαστικής αποφάσεως του Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 177.

Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη, διότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν αφορά ατομικά τη Nashua και εκθέτει, σχετικώς, τις ακόλουθες σκέψεις:

το Συμβούλιο παρατηρεί, πρώτον, ότι η Nashua περιλαμβάνεται σε μια γενική κατηγορία εισαγωγέων (τις OEM). Το γεγονός ότι συμμετείχε στη διαδικασία, ότι είναι ο αποκλειστικός εισαγωγέας των PPC που κατασκευάζει η Ricoh και πωλούνται με το δικό της σήμα και το ότι είναι ανεξάρτητη από τη Ricoh δεν την εξατομικεύει στο πλαίσιο του προσβαλλόμενου κανονισμού·

πράγματι, μολονότι είναι αναμφισβήτητο ότι η θέση της Nashua είναι, κατά κάποιο τρόπο, διαφορετική από εκείνη του μη συγγενούς εισαγωγέα στην υπόθεση Allied Corporation και λοιποί κατά Επιτροπής (απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 1984, 239/82 και 275/82, Συλλογή 1984, σ. 1005 ) το Συμβούλιο θεωρεί ότι η προσφεύγουσα δεν συγκεντρώνει τα κριτήρια που καθορίστηκαν με την νομολογία του Δικαστηρίου, ειδικότερα με τη Διάταξη του Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 1987 (Sermes κατά Επιτροπής, 279/86, Συλλογή 1987, σ. 3109) κατά την οποία κανονισμός με τον οποίο επιβάλλεται δασμός αντιντάμπινγκ μπορεί να αφορά ατομικά τους εισαγωγείς αν η τιμή εξαγωγής καθορίστηκε σε συνάρτηση με την τιμή μεταπωλήσεως του εισαγωγέα. Εν προκειμένω, όμως, η τιμή εξαγωγής βασιζόταν στις πωλήσεις της Ricoh προς την προσφεύγουσα και όχι στις μεταπωλήσεις της δεύτερης προς τους πελάτες της. Επομένως, δεν υπήρχε λόγος να ληφθούν υπόψη οποιαδήποτε έξοδα στα οποία υπεβλήθη η προσφεύγουσα μεταξύ της εισαγωγής και της μεταπωλήσεως·

το Συμβούλιο παρατηρεί, εν συνεχεία, ότι η κανονική αξία κατασκευάστηκε για τις πωλήσεις των εξαγωγέων στις OEM και, για την κατασκευή της κανονικής αυτής αξίας, ορίστηκε μικρότερο περιθώριο κέρδους του εξαγωγέα, για να ληφθούν υπόψη ενδεχόμενες διαφορές κόστους ή κέρδους που μπορούσαν να υπάρχουν, ενδεχομένως, μεταξύ των πωλήσεων (εικονικών) στις OEM στην Ιαπωνία και τις πωλήσεις σε άλλους πελάτες στην εσωτερική αγορά, αλλά η κατασκευή της κανονικής αξίας στηρίχθηκε σε στοιχεία προερχόμενα από τον παραγωγόεξαγωγέα Ricoh και όχι τη Nashua·

επιπροσθέτως, ο προσβαλλόμενος κανονισμός (σημείο 92 των αιτιολογικών σκέψεων) εκθέτει τους λόγους για τους οποίους οι OEM δεν μπορούσαν, στην εν λόγω διαδικασία, να αντιμετωπιστούν ως εξαγωγείς έστω και αν εξάγουν το προϊόν. Όσον αφορά το παραδεκτό, το επιχείρημα αυτό δεν στηρίζει την άποψη της προσφεύγουσας. Αυτή δεν πωλεί κανένα προϊόν στην ιαπωνική αγορά ούτε πωλεί προϊόν «προς εξαγωγή στην Κοινότητα». Το περιθώριο ντάμπινγκ δεν υπολογίστηκε βάσει στοιχείων που προσκόμισε η προσφεύγουσα.

Το Συμβούλιο θεωρεί επίσης ότι εσφαλμένως η Nashua υποθέτει ότι το Δικαστήριο έκρινε με την προαναφερθείσα υπόθεση Allied ότι ο μη παραγωγόςεξαγωγέας, από το γεγονός και μόνον ότι ήταν εξαγωγέας, είχε δικαίωμα προσφυγής βάσει του άρθρου 173. Το παραδεκτό στηρίχθηκε σε άλλους λόγους, ιδίως στο ότι η Transcontinental ανέλαβε υποχρέωση βάσει του άρθρου 10 του κανονισμού 3017/79, και, ως εκ τούτου το άρθρο 2 του προσβαλλόμενου κανονισμού την αφορούσε ατομικά και, μετά την υπαναχώρηση της ως προς την ανάληψη υποχρεώσεων, η κατάσταση της υπήρξε αντικείμενο του κανονισμού ο οποίος προσβλήθηκε με την προσφυγή.

Το Συμβούλιο προσθέτει, σχετικά με τις συσκευές PPC τις οποίες η Nashua εισάγει από την Ιαπωνία και διαθέτει στο εμπόριο εντός της Κοινότητας, ότι κατασκευάζονται από τη Ricoh και, με την τοποθέτηση του εμπορικού σήματος Nashua, απλώς εξατομικεύονται ως συσκευές PPC κατασκευαζόμενες από τη Ricoh και προοριζόμενες για τη Nashua. Η πρακτική αυτή δεν μεταβάλλει τη Nashua σε εισαγωγέα που ο προσβαλλόμενος κανονισμός αφορά ατομικά και δεν έχει επίπτωση ούτε επί του προσδιορισμού του περιθωρίου ντάμπινγκ ούτε επί της εφαρμογής των άλλων διατάξεων του προσβαλλόμενου κανονισμού ή του κανονισμού 2176/84·

τέλος, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας σχετικά με την άρνηση που προβάλλεται στους ανεξάρτητους εισαγωγείς να έχουν άμεση πρόσβαση στο Δικαστήριο και το γεγονός ότι η προσφυγή ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων δεν της προσφέρει εναλλακτική αποτελεσματική λύση είναι άσχετα με το ζήτημα αν ο προσβαλλόμενος κανονισμός αφορά ή όχι τη Nashua ατομικά. Επιπλέον, δεν υπάρχει καμιά διάκριση ούτε αδικία λόγω του ότι ο εισαγωγέας δεν έχει τη δυνατότητα να ασκήσει ενώπιον του Δικαστηρίου προσφυγή ακυρώσεως ενός κανονισμού αντιντάμπινγκ, αλλά μπορεί μόνο να προσβάλει το μέτρο με το οποίο θεσπίζεται δασμός αντιντάμπινγκ ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Αντίθετα, αυτό συνάδει προς το σύστημα των μέσων παροχής έννομης προστασίας που θεσπίζει το κοινοτικό δίκαιο.

To Cecom υποστηρίζει το αίτημα του Συμβουλίου και ισχυρίζεται ότι, το γεγονός ότι η Nashua συνήψε συμφωνία με τη Mita Industrial — παρά τη συμφωνία με τη Ricoh — δείχνει ότι είναι ελεύθερη όσον αφορά την πολιτική της εφοδιασμού και, επομένως, στο πλαίσιο του άρθρου 173 της Συνθήκης ΕΟΚ, δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί παρά μόνον ως εισαγωγέας.

2. Επί της ουσίας

α) Παράβαση του κανονισμού 2176/84 καθόσον η προσφεύγουσα δεν υπήρξε αντικείμενο χωριστής μεταχειρίσεως κατά τη διαδικασία και με τα μέτρα που θεσπίζονται με τον κανονισμό

i) Επί της ιδιότητας του εισαγωγέα και της φερόμενης αδυναμίας υπολογισμού χωριστού περιθωρίου ντάμπινγκ για την προσφεύγουσα

Η Nashua ισχυρίζεται, πρώτον, ότι είναι ο εξαγωγέας των PPC Nashua και έπρεπε να τύχει χωριστής μεταχειρίσεως από εκείνη της Ricoh, όπως και όλοι οι άλλοι εξαγωγείς. Περαιτέρω, θεωρεί ότι δεν υπάρχει κανένα εμπόδιο για τον υπολογισμό χωριστού περιθωρίου ντάμπινγκ για τις συσκευές PPC Nashua, το Συμβούλιο ήταν πράγματι σε θέση να προβεί στον υπολογισμό αυτόν και το περιθώριο ντάμπινγκ για τις συσκευές PPC της προσφεύγουσας θα ήταν σημαντικά μικρότερο από εκείνο των εξαγωγών που πραγματοποιεί η Ricoh με το δικό της εμπορικό σήμα.

Η Επιτροπή διέθετε δύο ουσιώδη στοιχεία, αναγκαία για τον υπολογισμό αυτόν (την κανονική αξία και την τιμή εξαγωγής ) και η προσφεύγουσα παρέσχε τις πληροφορίες που αφορούσαν τις αναγκαίες προσαρμογές προκειμένου να εξασφαλιστεί η έγκυρη σύγκριση μεταξύ των δύο αυτών στοιχείων. Το προκύπτον περιθώριο ντάμπινγκ (αν υπάρχει) είναι το περιθώριο που εφαρμόζεται στα προϊόντα Nashua. Εξάλλου, η Επιτροπή, απεκάλυψε στην προσφεύγουσα (σύσκεψη της 14ης Νοεμβρίου 1986) ότι είχε υπολογίσει περιθώριο ντάμπινγκ για τις συσκευές PPC Nashua και ότι το περιθώριο αυτό ήταν μικρότερο από εκείνο των PPC μάρκας Ricoh, αλλά η Επιτροπή αρνήθηκε να αποκαλύψει το περιθώριο ντάμπινγκ που διαπιστώθηκε κατ' αυτόν τον τρόπο.

Η Nashua προσθέτει ότι ο κανονισμός 2176/84 δεν εμποδίζει τη χωριστή μεταχείριση ενός προμηθευτή ο οποίος βρίσκεται στην κατάσταση της προσφεύγουσας και παραπέμπει σε πολλές προγενέστερες υποθέσεις με τις οποίες η Επιτροπή ή το Συμβούλιο θέσπισαν χωριστά μέτρα έναντι δύο ή περισσότερων εξαγωγέων προϊόντων του ίδιου κατασκευαστή ( απόφαση 82/397/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 14ης Ιουνίου 1982, ΕΕ L 172 της 18.6.1982, σ. 44' απόφαση 1638/83/ΕΚΑΧ της Επιτροπής, της 16ης Ιουνίου 1983, ΕΕ L 160 της 18.6.1983, σ. 32· κανονισμός 101/83 του Συμβουλίου, της 17ης Ιανουαρίου 1983, ΕΕ L 15 της 19.1.1983, σ. 1· κανονισμός 90/82 του Συμβουλίου, της 18ης Ιανουαρίου 1982, ΕΕ L 12). Η Nashua αναφέρει, εξάλλου, ότι το Συμβούλιο πρέπει να λαμβάνει υπόψη την πρακτική που καθιέρωσαν οι κυριότεροι εμπορικοί του εταίροι όταν εφαρμόζει τους κανόνες που στηρίζονται στην GATT και ότι οι αρμόδιες αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής της επιβεβαίωσαν ότι, σε παρόμοια περίπτωση, η πιθανή διαδικασία θα συνεπαγόταν τον υπολογισμό χωριστού περιθωρίου ντάμπινγκ για τις συσκευές PPC Nashua, όπως αποδεικνύεται από πολλές υποθέσεις, που παρατίθενται ως παραδείγματα, των οποίων η κατάσταση αντικατοπτρίζει εκείνη της προσφεύγουσας.

Αμφισβητεί επίσης τους λόγους που προβάλλονται στη σημείο 92 των αιτιολογικών σκέψεων του προσβαλλόμενου κανονισμού σχετικά με τις προτάσεις της προσφεύγουσας ενόψει χωριστής μεταχειρίσεως και, ιδίως, ότι« θα ήταν ανάρμοστο να μπορούν οι OEM να αγοράζουν από οποιονδήποτε εξαγωγέα και να καταβάλλουν τον Ιδιο δασμό ανεξάρτητα από το επίπεδο που εφαρμόζεται για τον συγκεκριμένο εξαγωγέα». Αναφερόμενη στη σύμβαση προμηθειών OEM που συνήψε με τη Ricoh, η οποία συνεπάγεται μακροχρόνια δέσμευση εκ μέρους των δύο συμβαλλομένων μερών και στις δεσμεύσεις που αναλαμβάνει έναντι των δικών της πελατών, η Nashua υπογραμμίζει ότι προτού αποφασίσει να αλλάξει προμηθευτή ή να εφοδιάζεται σε συσκευές από πρόσθετο προμηθευτή, θα πρέπει να εξασφαλίσει ότι υπάρχει πλήρες δίκτυο εξυπηρετήσεως πελατών και διανομής για τις νέες αυτές συσκευές. Η Nashua καταλήγει υπενθυμίζοντας ότι, στην ενδεχόμενη περίπτωση κατά την οποία θα αποφάσιζε να μεταβάλει τις διαθέσεις της σχετικά με τον εφοδιασμό, η διαδικασία του άρθρου 14 του κανονισμού 2176/84 θα συνιστούσε τον κατάλληλο μηχανισμό για να εξασφαλιστεί ότι οι δασμοί αντιντάμπινγκ ( αν υπάρχουν ) καθορίζονται στο σωστό επίπεδο.

Το Σνμβούλιο θεωρεί ότι ορθώς δεν έκρινε αναγκαίο να προσδιορίσει χωριστό περιθώριο ντάμπινγκ για τη Nashua, αντιμετωπίζοντάς την έτσι ως εξαγωγέα, και υπογραμμίζει ότι το ζήτημα που τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου δεν είναι κατά πόσο ήταν δυνατό η Nashua να αντιμετωπιστεί ως εξαγωγέας, αλλά αν τα κοινοτικά όργανα, μη ενεργώντας κατ' αυτόν το τρόπο υπέπεσαν σε προφανή πλάνη.

Κατά το Συμβούλιο, από το άρθρο 2, παράγραφος 8, του κανονισμού 2176/84 προκύπτει σαφώς ότι αυτό που προέχει είναι το ζήτημα πότε και από ποιον το προϊόν πωλήθηκε για πρώτη φορά προς εξαγωγή, ποια είναι η τιμή εξαγωγής και ποιος εισπράττει το ποσό αυτό και όχι ποιος είναι ο φυσικός εξαγωγέας. Εν προκειμένω, όμως, η Ricoh πώλησε τα προϊόντα στη Nashua ενόψει της εξαγωγής τους και, υπό τις προϋποθέσεις αυτές, η καταβληθείσα τιμή για το προϊόν το οποίο πωλήθηκε προς εξαγωγή στην Κοινότητα είναι η τιμή την οποία ο εισαγωγικός οργανισμός της Nashua στην Κοινότητα πλήρωσε στη Ricoh στην Ιαπωνία. Εξάλλου, η επόμενη τιμή στο δίκτυο διανομής είναι εκείνη που καταβάλλουν στην προσφεύγουσα οι πελάτες της στην Κοινότητα.

Κατά το Συμβούλιο, το περιθώριο ντάμπινγκ πρέπει να υπολογίζεται για την εταιρία η οποία πωλεί το προϊόν προς εξαγωγή και όχι για εκείνην η οποία προβαίνει στη φυσική εξαγωγή του προϊόντος. Επομένως, δεν ήταν δυνατό να γίνει ένας τέτοιος υπολογισμός στην περίπτωση της Nashua, η οποία δεν πωλεί τις συσκευές της PPC στην εσωτερική αγορά ( ιαπωνική ) ούτε πωλεί το προϊόν προς εξαγωγή. Κατά συνέπεια, υπάρχει ουσιώδης διαφορά μεταξύ της Nashua και των επιχειρήσεων εμπορίας για τις οποίες υπολογίστηκαν χωριστά περιθώρια ντάμπινγκ στις υποθέσεις που παρέθεσε η Nashua.

Όσον αφορά τη σύσκεψη στην οποία αναφέρεται η προσφεύγουσα, το Συμβούλιο ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή, κατά τη σύσκεψη αυτή, εξήγησε ότι είχε κατασκευαστεί μια ειδική κανονική τιμή για τις πωλήσεις της Ricoh στις OEM και ότι αυτή, συνολικά, είχε καταλήξει πραγματικά σε περιθώριο ντάμπινγκ μικρότερο από εκείνο που είχε προσδιοριστεί για τις πωλήσεις PPC Ricoh. Κατά το Συμβούλιο, η Επιτροπή προέβη σε υπολογισμό για όλους τους διαύλους πωλήσεων της Ricoh και το τελικό περιθώριο ντάμπινγκ αντιστοιχούσε στον μέσο σταθμισμένο όρο όλων αυτών των διαύλων, καθόσον τα έξοδα τα οποία λήφθηκαν υπόψη για τον υπολογισμό ήταν μόνον τα έξοδα της Ricoh και όχι εκείνα της προσφεύγουσας ( βλέπε σημεία 11 και 27 των αιτιολογικών σκέψεων του προσβαλλόμενου κανονισμού ).

Το Συμβούλιο θεωρεί ότι δεν είναι ούτε αναγκαίο ούτε πρόσφορο να γίνει συζήτηση σχετικά με τη διοικητική πρακτική που ακολουθούν οι αρχές τρίτων χωρών, πρακτική στηριζόμενη σε διαφορετική νομοθεσία από την κοινοτική. Επιπλέον, ο τρόπος ενεργείας των αρχών των Ηνωμένων Πολιτειών είναι σε μεγάλο βαθμό παρόμοιος με εκείνον που υιοθέτησε η Επιτροπή όσον αφορά τον προσδιορισμό του μέσου σταθμισμένου περιθωρίου ντάμπινγκ όλων των διαύλων πωλήσεως.

Το επιχείρημα που η Nashua αντλεί από το γεγονός ότι η ίδια και οι θυγατρικές της συνδέονταν με τη Ricoh και δεν μπορούσαν να αλλάξουν προμηθευτή, για να αντικρούσει τους λόγους που προβάλλονται στο σημείο 92 των αιτιολογικών σκέψεων του προσβαλλόμενου κανονισμού, δεν είναι παρά δευτερεύον επιχείρημα, καθόσον το κύριο επιχείρημα συνίσταται στο ότι δεν είναι η προσφεύγουσα αλλά η Ricoh εκείνη η οποία πωλεί με σκοπό την εξαγωγή στην Κοινότητα. Εξάλλου, το ζήτημα αν είναι δυνατό να γίνει καταστρατήγηση των μέτρων αντιντάμπινγκ (για παράδειγμα, αλλάζοντας προμηθευτή) εξαρτάται από τις πραγματικές και τις συμβατικές καταστάσεις και οι αλλαγές μπορούν να πραγματοποιηθούν χωρίς τα κοινοτικά όργανα να μπορούν να τις ελέγξουν ή ακόμη να τις διαπιστώσουν.

Τέλος, το Συμβούλιο παρατηρεί ότι υπάρχει ένα άλλο πραγματικό επιχείρημα που δικαιολογεί την αντιμετώπιση της Nashua ως εισαγωγέα. Η Nashua πληρώνει τη Ricoh σε γιεν με τιμή για « συναλλαγές στην αλλοδαπή ». Όμως, αν οι πωλήσεις μεταξύ της Ricoh και της Nashua ήταν « εσωτερικές » πωλήσεις και όχι πωλήσεις προς « εξαγωγή », η τιμή ( σύμφωνα με την επίσημη ιαπωνική κανονιστική ρύθμιση για τον έλεγχο συναλλάγματος) θα είχε οριστεί σε γιεν στην «τρέχουσα» αξία του.

To Cecom, παρεμβαίνων διάδικος προς υποστήριξη των αιτημάτων του Συμβουλίου, εκθέτει ιδίως τις ακόλουθες σκέψεις.

Ισχυρίζεται ότι η προσφεύγουσα συνήψε, τουλάχιστον από το 1988, συμφωνία OEM με την Mita Industrials. Κατά τη συμφωνία αυτή — όπως αποκαλύπτει το Info-Markt της 18.2.1988 — η προσφεύγουσα εφοδιάζεται από τη Mita Hong-Kong. Η εταιρία αυτή συστάθηκε μετά τη θέσπιση δασμών αντιντάμπινγκ με σκοπό την καταστρατήγηση των δασμών αντιντάμπινγκ και, επιπλέον, με σκοπό να επωφεληθεί από τις γενικευμένες δασμολογικές προτιμήσεις που χορήγησε η Ευρωπαϊκή Κοινότητα για τα προϊόντα καταγωγής Hong-Kong.

Όσον αφορά την επιχειρηματολογία της Nashua ότι αυτή έπρεπε να τύχει χωριστής μεταχειρίσεως, το Cecom παρατηρεί ότι αν τα κοινοτικά όργανα ακολουθούσαν την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας οι δασμοί αντιντάμπινγκ θα είχαν στην πραγματικότητα καταστρατηγηθεί από τους εισαγωγείς OEM. Θα αρκούσε οι εισαγωγείς OEM να ιδρύσουν δική τους εταιρία στη χώρα καταγωγής (εν προκειμένω στην Ιαπωνία ) και να εξάγουν τα εν λόγω προϊόντα σε επίπεδα τιμών που να επιτρέπουν να παραμερίζεται ο καθορισμός δασμών αντιντάμπινγκ. Αυτό συνιστούσε για το Συμβούλιο ουσιώδη λόγο ώστε, κατά τη διαδικασία και με τα μέτρα που θέσπισε, να μην αντιμετωπίσει τους εισαγωγείς OEM και ειδικότερα τη Nashua ως χωριστούς εισαγωγείς.

ii) Επί του υπολογισμού της κανονικής αξίας

Η Nashua αμφισβητεί επίσης τον προσδιορισμό της κανονικής αξίας των πωλήσεων στις OEM. Υποστηρίζει ότι η αυθαίρετη προσαρμογή που εφάρμοσε η Επιτροπή δεχόμενη μικρότερο περιθώριο κέρδους κατά την κατασκευή της κανονικής αξίας των πωλήσεων στις OEM (σημείο 11 των αιτιολογικών σκέψεων του κανονισμού) έλαβε υπόψη κατά τρόπο εσφαλμένο τις διαφορές μεταξύ των πωλήσεων στους μεταπωλητές και των πωλήσεων στις OEM. Η πραγματική διαφορά μεταξύ των δύο τύπων πωλήσεων φαίνεται στο επίπεδο των εξόδων πωλήσεως, διοικητικών δαπανών και γενικών εξόδων τα οποία είναι ασήμαντα για τις πωλήσεις στις OEM σε σχέση με εκείνα που συνεπάγονται οι πωλήσεις στους μεταπωλητές συσκευών που φέρουν το σήμα του κατασκευαστή. Ενεργώντας κατ' αυτόν τον τρόπο, η Επιτροπή αγνόησε τα λεπτομερή αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα, τα οποία αφορούσαν όλα πραγματικό κόστος, και τα αντικατέστησε με το δικό της αυθαιρέτως προσδιορισμένο κόστος.

Επιπροσθέτως, από την ανάγνωση του σημείου 25 των αιτιολογικών σκέψεων του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτει ότι, για τον εξαγωγέα ο οποίος πωλεί σε OEM, η κανονική αξία κατασκευάστηκε μόνο βάσει του κόστους παραγωγής και ενός εύλογου περιθωρίου κέρδους, χωρίς να προστεθούν έξοδα πωλήσεων, διοικητικές δαπάνες και γενικά έξοδα. Όμως, παρόμοια μεταχείριση εφαρμοζόμενη σε έναν από τους κατασκευαστές και στον πελάτη του OEM, εισάγει προφανώς διάκριση.

Το Συμβούλιο εξηγεί σχετικώς ότι, κατά την κατασκευή της κανονικής αξίας για τις πωλήσεις στις OEM, λήφθηκαν υπόψη οι ενδεχόμενες διαφορές οι οποίες προκύπτουν τόσο για το κόστος όσο και για τα κέρδη του παραγωγού — εξαγωγέα. Δεδομένου ότι οι διαφορές αυτές δεν μπορούσαν να υπολογιστούν με επαρκή βεβαιότητα, αποφασίστηκε να ληφθούν υπόψη οι διαφορές αυτές (εκτιμώμενες με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες, καθόσον δεν υπάρχουν πωλήσεις OEM στην αγορά αυτή ) υπό μορφή ενός μοναδικού στοιχείου (το περιθώριο κέρδους) που καλύπτει τους δύο τύπους διαφορών. Αυτό προκύπτει σαφώς από το σημείο 11 των αιτιολογικών σκέψεων του προσβαλλόμενου κανονισμού.

Το Συμβούλιο ισχυρίζεται, εξάλλου, ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που υπέβαλε η Nashua δεν επέτρεψαν στην Επιτροπή να υπολογίσει αριθμητικά με επαρκή βεβαιότητα το ύψος των πρόσθετων διαφορών (σε σχέση με εκείνες που λήφθηκαν υπόψη εφαρμόζοντας το ιδιαίτερα χαμηλό περιθώριο κέρδους) σχετικά με τα έξοδα πωλήσεων, τις διοικητικές δαπάνες και τα γενικά έξοδα που, ενδεχομένως, υπάρχουν μεταξύ των δύο τύπων πωλήσεων, για την κατασκευή της κανονικής αξίας.

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή έκρινε — και το Συμβούλιο επιβεβαιώνει την άποψη αυτή — ότι έλαβε επαρκώς υπόψη τις ενδεχόμενες διαφορές κόστους και κερδών εφαρμόζοντας περιθώριο κέρδους 5 ο/ο μόνο. Οποιαδήποτε διαφορά προκύπτουσα από άλλα στοιχεία έπρεπε να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο των προσαρμογών που προβλέπονται με το άρθρο 2, παράγραφοι 9 και 10, αν τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία δικαιολογούν τούτο.

Όσον αφορά το σημείο 25 των αιτιολογικών σκέψεων του προσβαλλόμενου κανονισμού, το Συμβούλιο ισχυρίζεται ότι η αιτιολογική αυτή σκέψη επαναλαμβάνει τους όρους του άρθρου 2, παράγραφος 3, στοιχείο β), δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 2176/84, το οποίο αναφέρει σαφώς ότι η κατασκευασμένη κανονική αξία προσδιορίζεται «προσθέτοντας το κόστος παραγωγής και ένα λογικό περιθώριο κέρδους» και ότι το κόστος παραγωγής περιλαμβάνει « ένα εύλογο ποσό για τα έξοδα πωλήσεως, τα διοικητικά και άλλα γενικά έξοδα». Το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι, στην περίπτωση ενός εξαγωγέα, τα κοινοτικά όργανα δεν περιέλαβαν τα έξοδα αυτά και τις δαπάνες στην κατασκευασμένη κανονική αξία για τον εν λόγω εξαγωγέα δεν είναι, επομένως, βάσιμο.

β) Παράβαση του κανονισμού 2176/84 καθόσον οι εξαγωγές στις οποίες προέβη η προσφεύγουσα αποκλείστηκαν από τον υπολογισμό του άασμού αντιντάμπινγκ

Η Nashua υποστηρίζει ότι είναι άδικο και συνιστά διάκριση, αφενός, το ότι λήφθηκαν υπόψη οι πωλήσεις της για τον υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ και, αφετέρου, το ότι επιβλήθηκε στις συσκευές PPC της προσφεύγουσας δασμός βασιζόμενος σε υπολογισμό από τον οποίο οι πωλήσεις των συσκευών αυτών αποκλείστηκαν πλήρως.

Η προσφεύγουσα επισύρει την προσοχή του Δικαστηρίου στο γεγονός ότι όχι μόνον οι εν λόγω πωλήσεις οι οποίες έγιναν από τις OEM έφθασαν σε 28 % περίπου όλων των πωλήσεων PPC το 1985, περιλαμβανομένης και της περιόδου αναφοράς, αλλά ότι οι πωλήσεις που πραγματοποίησαν οι δύο πελάτες OEM της Ricoh αντιπροσώπευαν 49 % του συνόλου των πωλήσεων που πραγματοποιήθηκαν εντός της ΕΟΚ κατά την ίδια περίοδο και αφορούσαν συσκευές κατασκευασθείσες από τη Ricoh. Για τον υπολογισμό του δασμού, η προσφεύγουσα δεν αντιλαμβάνεται πώς ο παράγοντας που χρησιμοποιήθηκε ήταν, κατά το Συμβούλιο, αντιπροσωπευτικός του συνόλου των πωλήσεων PPC εντός της Κοινότητας, αν αποκλείει ολόκληρη κατηγορία πωλήσεων στην κοινοτική αγορά.

Το Συμβούλιο παρατηρεί ότι ο δασμός υπολογίστηκε εν μέρει βάσει των τιμών που εφάρμοζαν οι ιαπωνικές θυγατρικές εταιρίες στην Ευρώπη οι οποίες πωλούσαν στους ανεξάρτητους διανομείς. Για τις τιμές αυτές, ήταν αναγκαίο να αφαιρεθεί ο μέσος σταθμισμένος παράγοντας που αντιπροσωπεύει το κόστος το οποίο υφίστανται οι ιαπωνικές θυγατρικές στην Ευρώπη μεταξύ της εισαγωγής και της πωλήσεως στους διανομείς. Αυτό κάλυπτε 70% του συνόλου των πωλήσεων συσκευών PPC στην Κοινότητα κατά την περίοδο αναφοράς και θεωρήθηκε ως αντιπροσωπευτικός αριθμός.

Η Επιτροπή δεν χρησιμοποίησε πληροφορίες σχετικά με το κόστος των μη συνεργαζόμενων εισαγωγέων στην Ευρώπη, καθόσον στην περίπτωση τους δεν κατασκευάστηκε η τιμή εξαγωγής. Επομένως, δικαιολογημένα δεν έχει περιληφθεί στο κόστος της προσφεύγουσας το σχετικό με την πώληση συσκευών PPC στην ΕΟΚ όταν καθορίστηκε το στοιχείο του συντελεστή του δασμού για τη Ricoh. Εφόσον ο προκύπτων αριθμός βασιζόταν σε ποσοστό επί του συνόλου των πωλήσεων που μπορεί να θεωρηθεί ως αντιπροσωπευτικό, αυτό δεν συνιστά κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους των κοινοτικών οργάνων.

γ) Παραβίαση της αρχής της απάγορεύσεως των διακρίσεων και παράβαση τον κανονισμού 2176/84 καθόσον οι δασμοί αντιντάμπινγκ εφαρμόζονται στη Nashua και στη Ricoh με ενιαίο σνντεΑεστή

Η Nashua ισχυρίζεται ότι οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται στην πρόταση της Επιτροπής σχετικά με τον υπολογισμό των οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ απεκάλυψαν ότι οι θυγατρικές των ιαπώνων κατασκευαστών πραγματοποιούσαν μικτό περιθώριο κέρδους 42 ο/ο επί των πωλήσεων στους διανομείς, ενώ, σύμφωνα με τις πλέον πρόσφατες πληροφορίες, το μικτό περιθώριο κέρδους που πραγματοποίησε η προσφεύγουσα μέσω του ευρωπαϊκού της δικτύου διανομής ανήλθε σε... Δεδομένου ότι η διαφορά αυτή του μικτού περιθωρίου κέρδους και το γεγονός ότι ο δασμός αντιντάμπινγκ ορίστηκε στον ίδιο συντελεστή 20% ad valorem τόσο για την προσφεύγουσα όσο και για τον πρότυπο ιάπωνα κατασκευαστή, η Nashua θεωρεί ότι καταβάλλει πολύ υψηλότερο δασμό αντιντάμπινγκ, σε απόλυτη τιμή, απ' ό,τι η Ricoh και αυτό είναι αντίθετο προς την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

Κατά το Συμβούλιο, το επιχείρημα που προβάλλει η Nashua δεν είναι πειστικό. Ο εφαρμοζόμενος δασμός είναι δασμός ad valorem βασιζόμενος στην τιμή cif στα σύνορα η οποία εφαρμόζεται κατά τον ίδιο τρόπο σε όλες τις εταιρίες.

Το Συμβούλιο παρατηρεί ότι η Nashua φαίνεται να στηρίζει τον ισχυρισμό της ως προς τον προσδιορισμό του δασμού σε συνάρτηση με την ανακατασκευασθείσα τιμή εξαγωγής και εξηγεί ότι δεν είναι σ' αυτό το στοιχείο που οι τελωνειακές αρχές πρέπει να βασίζουν τον υπολογισμό του δασμού. Ο δασμός πρέπει να υπολογίζεται βάσει της δασμολογητέας αξίας η οποία προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3 επ. του κανονισμού 1224/80 (ΕΕ ειδ. έκδ. 02/008, σ. 218), των οποίων η αρχή είναι ότι προσδιορίζεται μία δασμολογητέα αξία η οποία να είναι η ίδια για πανομοιότυπα προϊόντα, ανεξαρτήτως του αν εισάγονται από συγγενή ή όχι εισαγωγέα. Έτσι, η δασμολογητέα αξία των πανομοιότυπων προϊόντων υπολογίζεται κατά τον ίδιο τρόπο για τη Nashua και για τις θυγατρικές πωλήσεων που συνεργάζονται με τη Ricoh και, κατά συνέπεια, ο επιβληθείς δασμός αντιντάμπινγκ είναι, καταρχήν, επίσης ο ίδιος, και δεν υπάρχει διαφορετική μεταχείριση επ' αυτής της βάσεως.

Το Συμβούλιο ισχυρίζεται περαιτέρω ότι ο δασμός αντιντάμπινγκ δεν αποβλέπει στο να εξασφαλίσει το ίδιο περιθώριο κέρδους σε όλους τους εισαγωγείς, αλλά στο να εξαλείψει τη ζημία που προκλήθηκε από τις εισαγωγές. Δεν μπορεί να υπάρχει εν προκειμένω δυσμενής διάκριση λόγω του ότι υπάρχουν διαφορετικά περιθώρια κέρδους μετά την εισαγωγή στην Κοινότητα.

δ) Παράβαση του κανονισμού 2176/84 καθόσον η Επιτροπή δεν εξέτασε κατ' ουσία την ανάληψη υποχρεώσεων που πρότεινε η προσφεύγουσα

Σχετικά με την άρνηση της Επιτροπής να δεχθεί την προταθείσα ανάληψη υποχρεώσεων, η Nashua προβάλλει τα ίδια επιχειρήματα με αυτά που εξέθεσε στο πλαίσιο της υποθέσεως C-133/87. Για να αποφύγει τις επαναλήψεις, το Συμβούλιο υπενθυμίζει στο Δικαστήριο τα επιχειρήματα τα οποία προέβαλε η Επιτροπή με το υπόμνημα αντικρούσεως που κατέθεσε στην υπόθεση C-133/87.

Με το υπόμνημα παρεμβάσεως, η Επιτροπή παραπέμπει το Δικαστήριο στις γραπτές της παρατηρήσεις που υπέβαλε στην υπόθεση C-133/87. Η Επιτροπή ισχυρίζεται, ιδίως, ότι γενικά δεν ενδείκνυται να γίνεται δεκτή ανάληψη υποχρεώσεων εκ μέρους επιχειρήσεως που αγοράζει το προϊόν για το οποίο γίνεται λόγος από επιχείρηση η οποία κατασκευάζει αυτό το προϊόν προς εξαγωγή στη Κοινότητα, δεδομένου ότι η αποδοχή της αναλήψεως υποχρεώσεων σε παρόμοια περίσταση θα παρακινούσε την επιχείρησηαγοραστή να εξακολουθήσει να αγοράζει εκτός της Κοινότητας σε τιμές οι οποίες προκύπτουν από ντάμπινγκ και όλοι οι μελλοντικοί εισαγωγείς και οι επιχειρήσεις που είναι σε θέση να προβούν σε εισαγωγές θα πρέπει να τύχουν της ίδιας μεταχειρίσεως ·έτσι, θα υπήρχαν κανονικά πάρα πολλές επιχειρήσεις στη θέση αυτή ώστε να μην είναι στην πράξη δυνατή η αποδοχή της αναλήψεως υποχρεώσεων (κώδικας αντιντάμπινγκ της GATT, άρθρο 7, παράγραφος 2 ).

J. C. Moitinho de Almeida

εισηγητής δικαστής


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

Top

ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

της 14ης Μαρτίου 1990 ( *1 )

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-133/87 και C-150/87,

Nashua Corporation, που έχει την έδρα της στη Nashua, New Hampshire ( Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής ), εκπροσωπούμενη από τους Michael Hutchings και John Pheasant, solicitors, του δικηγορικού γραφείο Loveli, White και King, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο το γραφείο του δικηγόρου J. C. Wolter, 8, rue Zithe,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τον John Temple Lang, νομικό σύμβουλο, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Γεώργιο Κρεμλή, μέλος της νομικής υπηρεσίας της Επιτροπής, Centre Wagner, Kirchberg,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο προσφυγή με την οποία ζητείται να ακυρωθεί η απόφαση με την οποία η Επιτροπή απέρριψε την πρόταση της προσφεύγουσας για την ανάληψη υποχρεώσεων στο πλαίσιο της διαδικασίας αντιντάμπινγκ, σχετικά με την εισαγωγή συσκευών φωτοαντιγραφής καταγωγής Ιαπωνίας ( υπόθεση C-133/87 ),

και

Nashua Corporation, με έδρα τη Nashua, New Hampshire ( Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής ),

NV Nashua Belgium SA, με έδρα το Overijse ( Βέλγιο ),

Nashua Copycat Linited, με έδρα το Berkshire ( Αγγλία ),

Nashua Copygraph GmbH, με έδρα το Αννόβερο ( Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ),

Nashua Denmark A/S, με έδρα το Glostrup ( Δανία ),

Nashua France SA, με έδρα το Créteil ( Γαλλία ),

Nashua Nederland BV, με έδρα το Bois-le-Duc ( Κάτω Χώρες ),

Nashua International Limited, με έδρα το Hamilton ( Βερμούδες ),

Nashua Reprographics SpA, με έδρα το Μιλάνο ( Ιταλία ),

Nashua Espana SA, με έδρα τη Βαρκελώνη ( Ισπανία ),

εκπροσωπούμενες από τους Michael Hutchings και John Pheasant, solicitors, του δικηγορικού γραφείου Loveli, White και King, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο το γραφείο του δικηγόρου J. C Wolter, 8, rue Zithe,

προσφεύγουσες,

κατά

Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενου από τον Hans-Jürgen Lambers, διευθυντή της νομικής υπηρεσίας, και τον Erik Stein, νομικό σύμβουλο, επικουρούμενους από τους Hans-Jürgen Rabe και Michael Schütte, του δικηγορικού γραφείου Schön και Pflüger, Αμβούργο και Βρυξέλλες, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Jörg Käser, διευθυντή της νομικής υπηρεσίας της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, 100, boulevard Konrad-Adenauer, Kirchberg,

καθού,

υποστηριζόμενου από την

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τον John Temple Lang, νομικό σύμβουλο, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Γεώργιο Κρεμλή, μέλος της νομικής υπηρεσίας της Επιτροπής, Centre Wagner, Kirchberg,

και από το

Committee of European Copier Manufacturers ( Cecom ), με έδρα την Κολωνία ( Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας), εκπροσωπούμενο από τους Dietriech Ehle και Volker Schiller, δικηγόρους Κολωνίας, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο το γραφείο των δικηγόρων Arendt και Harles, 4, avenue Marie-Thérèse,

παρεμβαίνοντες,

που έχει ως αντικείμενο προσφυγή με την οποία ζητείται να ακυρωθεί ο κανονισμός 535/87 του Συμβουλίου, της 23ης Φεβρουαρίου 1987, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές συσκευών φωτοαντιγραφής που χρησιμοποιούν συνηθισμένο χαρτί, καταγωγής Ιαπωνίας ( ΕΕ L 54, σ. 12 ), κατά το μέτρο που ο κανονισμός αφορά την προσφεύγουσα (υπόθεση C-150/87),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους Ο. Due, πρόεδρο, Sir Gordon Slynn, F. Α. Schockweiler και M. Zuleeg, προέδρους τμήματος, T. Koopmans, G. F. Mancini, R. Joliét, T. F. O'Higgins, J. C. Moitinho de Almeida, G. C. Rodríguez Iglesias και F. Grévisse, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Mischo

γραμματέας: Β. Pastor, υπάλληλος διοικήσεως

λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 18ης Μαΐου 1989,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 5ης Ιουλίου 1989,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με προσφυγή που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 27 Απριλίου 1987, η Nashua Corporation, εταιρία με έδρα το New Hampshire, ζήτησε, δυνάμει του άρθρου 173, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ, την ακύρωση της αποφάσεως με την οποία η Επιτροπή απέρριψε την ανάληψη υποχρεώσεως που είχε προτείνει η προσφεύγουσα στο πλαίσιο της διαδικασίας αντιντάμπινγκ σχετικά με την εισαγωγή συσκευών φωτοαντιγραφής που χρησιμοποιούν συνηθισμένο χαρτί, καταγωγής Ιαπωνίας ( υπόθεση C-133/87 ).

2

Με προσφυγή που κατέθεσαν στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 13 Μαΐου 1987, οι Nashua Corporation και οι θυγατρικές της NV Nashua Belgium SA, Nashua Copycat Linited, Nashua Copygraph GmbH, Nashua Denmark A/S, Nashua France SA, Nashua Nederland BV, Nashua International Limited, Nashua Reprographies SpA, και Nashua Espana SA (αναφερόμενες στο εξής υπό τη συλλογική επωνυμία: Nashua ) ζήτησαν, δυνάμει του άρθρου 173, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, την ακύρωση του κανονισμού 535/87 του Συμβουλίου, της 23ης Φεβρουαρίου 1987, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές συσκευών φωτοαντιγραφής που χρησιμοποιούν συνηθισμένο χαρτί, καταγωγής Ιαπωνίας ( ΕΕ L 54, σ. 12, στο εξής: προσβαλλόμενος κανονισμός), κατά το μέτρο που αυτός αφορά τη Nashua (υπόθεση C-150/87).

3

Η Nashua Corporation είναι Original equipment manufacturer (στο εξής: OEM), δηλαδή προμηθεύει με το δικό της εμπορικό σήμα προϊόντα κατασκευαζόμενα από άλλες επιχειρήσεις. Συγκεκριμένα, αγοράζει από την Ιαπωνία συσκευές φωτοαντι-γραφής που χρησιμοποιούν συνηθισμένο χαρτί (στο εξής: PPC) από τον ιάπωνα κατασκευαστή, τη Ricoh Company Limited (στο εξής: Ricoh), για να τις πωλήσει με το εμπορικό σήμα Nashua εντός της Κοινότητας, μέσω των θυγατρικών της, και διαφόρων τρίτων χωρών.

4

Τον Ιούλιο του 1985, το Committee of European Copier Manufacturers υπέβαλε στην Επιτροπή καταγγελία με την οποία κατηγορούσε τη Ricoh — και άλλους ιάπωνες παραγωγούς — ότι πωλούσε τα προϊόντα της στην Κοινότητα σε τιμές ντάμπινγκ.

5

Η διαδικασία αντιντάμπινγκ που κινήθηκε από την Επιτροπή βάσει του κανονισμού 2176/84 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1984, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ ή επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας ( ΕΕ L 201, σ. 1 ), οδήγησε καταρχάς στην επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ 15,8 ο/ο στη Ricoh. Εν συνεχεία, με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, ο οποίος εκδόθηκε προτάσει της Επιτροπής, το Συμβούλιο όρισε τον οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ σε 20 ο/ο.

6

Με Διάταξη της 1ης Φεβρουαρίου 1989, οι υποθέσεις C-133/87 και C-150/87 συνενώθηκαν προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και την έκδοση ενιαίας αποφάσεως.

7

Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση εκτίθενται λεπτομερώς το κανονιστικό πλαίσιο και τα περιστατικά της διαφοράς, η εξέλιξη της διαδικασίας, καθώς και οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται πιο κάτω παρά μόνο κατά το μέτρο που χρειάζεται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

Επί του παραδεκτού

Επί της προσφυγής ακυρώσεως της αποφάσεως με την οποία η Επιτροπή απέρριψε την ανάληψη υποχρεώσεων που πρότεινε η Nashua Corporation

8

Όπως έκρινε το Δικαστήριο με τη Διάταξη της 11ης Νοεμβρίου 1987, Nashua κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, σκέψη 6 ( 150/87, Συλλογή 1987, σ. 4421 ), ο ρόλος της Επιτροπής εντάσσεται στο πλαίσιο της διαδικασίας λήψεως αποφάσεως του Συμβουλίου. Πράγματι, από τις διατάξεις του κανονισμού 2176/84 του Συμβουλίου προκύπτει ότι η Επιτροπή οφείλει να διεξάγει τους ελέγχους και να αποφασίζει βάσει των ελέγχων αυτών είτε να περατώσει τη διαδικασία ή, αντίθετα, να τη συνεχίσει εκδίδοντας προσωρινά μέτρα και προτείνοντας στο Συμβούλιο τη λήψη οριστικών μέτρων. Η εξουσία λήψεως αποφάσεων ανήκει εντούτοις στο Συμβούλιο, το οποίο μπορεί να μη λάβει απόφαση, εφόσον δεν συμφωνεί με την Επιτροπή ή, αντίθετα, να λάβει απόφαση βάσει των προτάσεων της.

9

Η απόρριψη από την Επιτροπή μιας προτάσεως για την ανάληψη υποχρεώσεων δεν είναι μέτρο που παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να θίξουν τα συμφέροντα της προσφεύγουσας, δεδομένου ότι η Επιτροπή μπορεί να ανακαλέσει την απόφαση της ή το Συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει να μη θεσπίσει δασμό αντιντάμπινγκ. Η απορριπτική απόφαση είναι ενδιάμεσο μέτρο του οποίου ο στόχος είναι να προετοιμάσει την οριστική απόφαση και, επομένως, δεν συνιστά πράξη δεκτική προσβολής.

10

Όπως προκύπτει από τις αποφάσεις της 7ης Μαΐου 1987, Toyo Bearing κατά Συμβουλίου (240/84, Συλλογή 1987, σ. 1809), Nachi Fujikoshi κατά Συμβουλίου (255/84, Συλλογή 1987, σ. 1861 ) και Koyo Seiko κατά Συμβουλίου ( 256/84, Συλλογή 1987 σ. 1899), μόνον προσβάλλοντας τον κανονισμό με τον οποίο θεσπίζονται οριστικοί δασμοί αντιντάμπινγκ οι επιχειρηματίες μπορούν, ενδεχομένως, να προβάλουν οποιαδήποτε πλημμέλεια σχετική με την απόρριψη των προτάσεων τους για την ανάληψη υποχρεώσεων.

11

Από τα προηγούμενα προκύπτει ότι η προσφυγή με την οποία ζητείται η ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι απαράδεκτη.

Επί νης προσφυγής περί ακυρώσεως νου κανονισμού 535/87

12

Το Συμβούλιο θεωρεί ότι η προσφυγή με την οποία ζητείται η ακύρωση του κανονισμού 535/87 είναι απαράδεκτη. Σχετικώς, προβάλλει, πρώτον, ότι η Nashua είναι ανεξάρτητος εισαγωγέας PPC κατασκευαζόμενων από τη Ricoh, των οποίων η τιμή μεταπωλήσεως δεν ελήφθη υπόψη από τα κοινοτικά όργανα για τον καθορισμό της τιμής εξαγωγής, μόνη περίπτωση όπου, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, πρέπει να αναγνωρισθεί ότι ο εισαγωγέας για τον οποίο γίνεται λόγος νομιμοποιείται ενεργητικώς να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως του κανονισμού με τον οποίο θεσπίζονται οριστικοί δασμοί αντιντάμπινγκ.

13

Δεύτερον, το Συμβούλιο προβάλλει ότι, για την κατασκευή της κανονικής αξίας των εν λόγω προϊόντων, τα κοινοτικά όργανα καθόρισαν το περιθώριο κέρδους του εξαγωγέα σε 5 %, βάσει στοιχείων τα οποία προέρχονταν αποκλειστικά από τη Ricoh, παρα-γωγό-εξαγωγέα, και όχι από τη Nashua.

14

Πρέπει, καταρχάς, να υπομνηστεί ότι οι κανονισμοί με τους οποίους θεσπίζεται δασμός αντιντάμπινγκ έχουν, από τη φύση τους και από το πεδίο εφαρμογής τους, κανονιστικό χαρακτήρα καθόσον εφαρμόζονται στο σύνολο των επιχειρηματιών. Εντούτοις, δεν αποκλείεται ορισμένες διατάξεις των κανονισμών αυτών να αφορούν άμεσα και ατομικά τους εμπλεκόμενους παραγωγούς και εξαγωγείς του σχετικού προϊόντος, στους οποίους καταλογίζονται πρακτικές ντάμπινγκ βάσει των σχετικών στοιχείων της εμπορικής τους δραστηριότητας. Αυτό συμβαίνει, γενικά, στην περίπτωση των επιχειρήσεων παραγωγής και εξαγωγής που αποδεικνύουν ότι αναφέρονται ειδικώς στις πράξεις της Επιτροπής ή του Συμβουλίου ή ότι τις αφορούν οι προπαρασκευαστικές έρευνες ( βλέπε αποφάσεις της 21ης Φεβρουαρίου 1984, Allied Corporation Ι, σκέψεις 11 και 12, 239/82 και 275/82, Συλλογή 1984, σ. 1005, και της 23ης Μαΐου 1985, Allied Corporation ΙΙ, σκέψη 4, 53/83, Συλλογή 1985, σ. 1621 ).

15

Το ίδιο συμβαίνει για τους εξαγωγείς των οποίων οι τιμές μεταπωλήσεως ελήφθησαν υπόψη για την κατασκευή των τιμών εξαγωγής και τους οποίους, επομένως, αφορούν οι διαπιστώσεις σχετικά με την ύπαρξη πρακτικής ντάμπινγκ ( βλέπε αποφάσεις της 29ης Μαρτίου 1979, ISO, σκέψη 15, 118/77, Rec. 1979, σ. 1277, σκέψη 15 και της 21ης Φεβρουαρίου 1984, Allied Corporation Ι, που παρατέθηκε ήδη, σκέψη 15 ).

16

Επομένως, πρέπει να εξεταστεί αν, εν προκειμένω, οι διαπιστώσεις σχετικά με την ύπαρξη της προσαπτόμενης πρακτικής ντάμπινγκ αφορούν τη Nashua.

17

Σχετικώς, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι το Συμβούλιο, σε συνάρτηση με τις ιδιομορφίες των πωλήσεων της Ricoh στις OEM και, κυρίως, των διαφορών ως προς τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ricoh για τις πωλήσεις στις OEM, σε σχέση με τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ricoh για τις πωλήσεις των PPC με το δικό της εμπορικό σήμα, έκρινε σκόπιμο — στο πλαίσιο της κατασκευής της κανονικής αξίας — να καθορίσει το περιθώριο κέρδους των εξαγωγέων σε 5 %, δηλαδή σε ποσοστό μικρότερο από εκείνο του μέσου περιθωρίου κέρδους, το οποίο εκτιμάται σε 14,6 %.

18

Βάσει της κατ' αυτόν τον τρόπο κατασκευασθείσας αξίας για τις πωλήσεις της Ricoh προς τις OEM, τα κοινοτικά όργανα κατέληξαν σε περιθώριο ντάμπινγκ μικρότερο από εκείνο που είχε προσδιοριστεί για τις πωλήσεις των PPC που είχαν διατεθεί στο εμπόριο με το εμπορικό σήμα της Ricoh, αυτό δε το περιθώριο ντάμπινγκ, όπως και εκείνα που είχαν διαπιστωθεί για όλους τους διαύλους πωλήσεων της Ricoh, ελήφθησαν υπόψη για τον υπολογισμό του σταθμισμένου περιθωρίου ντάμπινγκ βάσει του οποίου ορίστηκε ο δασμός αντιντάμπινγκ.

19

Είναι αληθές ότι το περιθώριο κέρδους 5 ο/ο εφαρμόστηκε χωρίς διάκριση μεταξύ των διαφόρων ενδιαφερόμενων επιχειρηματιών κατά την κατασκευή της κανονικής αξίας των PPC. Εντούτοις, οι εν λόγω επιχειρηματίες, των οποίων ο αριθμός είναι περιορισμένος, εντοπίστηκαν από τα κοινοτικά όργανα και, ακριβώς, για να ληφθούν υπόψη οι ιδιομορφίες των εμπορικών τους σχέσεων με τους παραγωγούς, ορίστηκε σε 5 % το ποσοστό του περιθωρίου κέρδους.

20

Από τα προαναφερθέντα προκύπτει ότι, χωρίς να χρειάζεται να χαρακτηριστεί η προσφεύγουσα ως εισαγωγέας ή εξαγωγέας, και λαμβάνοντας υπόψη τις εμπορικές της σχέσεις με τη Ricoh, οι διαπιστώσεις σχετικά με την ύπαρξη της προσαπτόμενης πρακτικής ντάμπινγκ αφορούν τη Nashua και, επομένως, οι διατάξεις του επίδικου κανονισμού σχετικά με τις πρακτικές ντάμπινγκ της Ricoh την αφορούν άμεσα και ατομικά.

21

Επομένως, η προσφυγή με την οποία ζητείται η ακύρωση του κανονισμού 535/87, κατά το μέτρο που ο κανονισμός αυτός πλήττει με δασμό αντιντάμπινγκ 20 % τις συσκευές PPC που κατασκευάζει η Ricoh, είναι παραδεκτή.

Επί της ουσίας

22

Προς στήριξη της προσφυγής της, η Nashua επικαλείται πέντε λόγους ακυρώσεως τους οποίους αντλεί αντιστοίχως από: 1 ) τον εσφαλμένο υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ· 2 ) την εσφαλμένη κατασκευή της κανονικής αξίας των προϊόντων που πωλούνται στις OEM· 3 ) τον εσφαλμένο υπολογισμό του δασμού αντιντάμπινγκ· 4 ) την παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων· 5 ) την παράνομη άρνηση να ληφθεί υπόψη η ανάληψη υποχρεώσεων που πρότεινε η Nashua.

Επί του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από τον εσφαλμένο υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ

23

Η Nashua προβάλλει, πρώτον, ότι είναι εξαγωγέας, δεδομένου ότι, γενικά, αγοράζει τις συσκευές φωτοαντιγραφής στην Ιαπωνία ή, εν πάση περιπτώσει, αποκτά την κυριότητα στην Ιαπωνία προτού τις παραδώσει στον μεταφορέα, είναι δε μόνη υπεύθυνη για την εξαγωγή, την αποστολή, την πώληση και την υπηρεσία εξυπηρετήσεως πελατών των προϊόντων αυτών. Επομένως, το Συμβούλιο όφειλε να προσδιορίσει για τη Nashua χωριστό περιθώριο ντάμπινγκ από εκείνο που προσδιόρισε για τους κατα-σκευαστές-εξαγωγείς του ίδιου προϊόντος. Υπογραμμίζει ότι το Συμβούλιο διέθετε προς τούτο τα αναγκαία στοιχεία, καθόσον, στο πλαίσιο της κατασκευής της κανονικής αξίας, προέβη στις προσαρμογές που επέβαλλε ο ειδικός χαρακτήρας των πωλήσεων στις OEM και για την τιμή εξαγωγής έλαβε υπόψη την τιμή την οποία η Ricoh ανέγραφε στα τιμολόγια που εξέδιδε για τη Nashua. Προσθέτει ότι αυτός ο τρόπος ενεργείας αντιστοιχεί στην πρακτική της Επιτροπής η οποία, επανειλημμένως, προσδιόρισε χωριστά περιθώρια ντάμπινγκ για διαφόρους εξαγωγείς προϊόντων τα οποία είχαν αγοραστεί από τον ίδιο κατασκευαστή.

24

Σχετικώς, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 2176/84, « ένα προϊόν θεωρείται ότι αποτελεί αντικείμενο ντάμπινγκ όταν η τιμή εξαγωγής του στην Κοινότητα είναι μικρότερη από την κανονική αξία του ομοειδούς προϊόντος ». Όπως διασαφηνίζεται στο άρθρο 2, παράγραφος 8, στοιχείο α ), του ίδιου κανονισμού, « η τιμή εξαγωγής είναι η πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή για το προϊόν που πωλείται για εξαγωγή προς την Κοινότητα ». Εν προκειμένω οι συσκευές PPC πωλήθηκαν προς εξαγωγή από τη Ricoh και το τίμημα που κατέβαλε η Nashua στη Ricoh πρέπει να θεωρηθεί ως τιμή εξαγωγής, όπως δέχθηκε, εξάλλου, η προσφεύγουσα. Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η πρακτική ντάμπινγκ έπρεπε να καταλογιστεί στη Ricoh και όχι στη Nashua.

25

Όπως ορθώς παρατήρησε το Συμβούλιο στην αιτιολογική σκέψη 92 του προσβαλλόμενου κανονισμού, το γεγονός ότι οι OEM προέβαιναν οι ίδιες στην εξαγωγή των επίδικων προϊόντων δεν μπορούσε να δικαιολογήσει τον αποκλεισμό των εν λόγω πωλήσεων από τον υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ της Ricoh, καθόσον ένας τέτοιος αποκλεισμός θα μπορούσε άλλωστε να αυξήσει το περιθώριο ντάμπινγκ της ενδιαφερόμενης.

26

Τέλος, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι η κατάσταση της Nashua δεν συγκρίνεται με εκείνη των εξαγωγέων για τους οποίους το Συμβούλιο και η Επιτροπή καθόρισαν χωριστά περιθώρια ντάμπινγκ από τα καθορισθέντα για τους κατασκευαστές του ίδιου προϊόντος. Πράγματι, οι εξαγωγείς αυτοί ήταν εγκατεστημένοι στη χώρα εξαγωγής και πωλούσαν προς εξαγωγή, καθώς και στην εγχώρια αγορά, τα προϊόντα που αποτελούσαν το αντικείμενο των προσαπτόμενων πρακτικών ντάμπινγκ.

27

Η Nashua προβάλλει, δεύτερον, ότι, εν πάση περιπτώσει, τίποτε δεν εμπόδιζε τον προσδιορισμό χωριστού περιθωρίου ντάμπινγκ για το δίκτυο διανομής των δικών της συσκευών φωτοαντιγραφής. Αναφέρεται σχετικώς στην πρακτική που ακολουθείται στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής σε καταστάσεις ανάλογες προς τη δική της.

28

Πρέπει να υπομνηστεί ότι, αφενός, το περιθώριο ντάμπινγκ, το οποίο υπολογίστηκε για τις πωλήσεις της Ricoh στις OEM, είναι μικρότερο από εκείνο που προσδιορίστηκε για τις άλλες πωλήσεις και, αφετέρου, το τελικό περιθώριο ντάμπινγκ αντιστοιχεί στον μέσο όρο των περιθωρίων που καθορίζονται για όλους τους διαύλους πωλήσεως των κατασκευαστών, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 13, στοιχείο γ ), του κανονισμού 2176/84, κατά το οποίο « όταν τα περιθώρια ντάμπινγκ ποικίλουν, δύνανται να ορισθούν σταθμισμένοι μέσοι όροι ».

29

Η εφαρμογή της διατάξεως αυτής ήταν εν προκειμένω δικαιολογημένη. Πράγματι, αφενός, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, ο υπολογισμός του περιθωρίου ντάμπινγκ χωρίς να ληφθούν υπόψη οι πωλήσεις προς τη Nashua μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του περιθωρίου ντάμπινγκ της Ricoh ·αφετέρου, ήταν αναγκαίο να αποφευχθεί η ενθάρρυνση του κατασκευαστή να διαθέτει τα περισσότερα των προϊόντων του με τα σήματα των OEM.

30

Όσον αφορά το επιχείρημα που αντλείται από την αναφορά στην ακολουθούμενη σχετική πρακτική στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, της οποίας η ύπαρξη αμφισβητήθηκε από το Συμβούλιο, επιβάλλεται να υπομνηστεί ότι, όπως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 1988, Canon κατά Συμβουλίου, σκέψη 15( 277/85 και 300/85, Συλλογή 1988, σ. 5731 ), η στάση ενός — σημαντικού έστω — από τους εμπορικούς της εταίρους δεν αρκεί για να υποχρεώσει την Κοινότητα να ενεργήσει κατά τον ίδιο τρόπο. Επομένως, η αναφορά αυτή δεν μπορεί να υπαγορεύσει την ερμηνεία της κοινοτικής νομοθετικής ρυθμίσεως.

31

Από τις προηγούμενες σκέψεις προκύπτει ότι ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από τον εσφαλμένο υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ είναι αβάσιμος και, επομένως, πρέπει να απορριφθεί.

Επί τον λόγου που αντλείται από την εσφαλμένη κατασκευή της κανονικής αξίας των προϊόντων που πωλούνται στις OEM

32

Η Nashua προβάλλει ότι, υπολογίζοντας περιθώριο κέρδους 5 o/ο στο πλαίσιο της κατασκευής της κανονικής αξίας των προϊόντων που πωλούνται στις OEM, τα κοινοτικά όργανα προέβησαν σε αυθαίρετη προσαρμογή η οποία δεν λαμβάνει καθόλου υπόψη τις διαφορές μεταξύ των πωλήσεων στις OEM και των πωλήσεων που πραγματοποιεί ο κατασκευαστής με το δικό του σήμα. Η διαφορά μεταξύ των δύο αυτών τύπων πωλήσεως είναι αισθητή στο επίπεδο των εξόδων πωλήσεως, των διοικητικών και των γενικών εξόδων, τα οποία, στην περίπτωση πωλήσεως προς μια OEM, είναι πολύ μικρότερα από τα έξοδα πωλήσεως προς ένα συνήθη μεταπωλητή, αν ληφθεί ουσιαστικά υπόψη η σπουδαιότητα και η σταθερότητα των παραγγελιών μιας OEM και το γεγονός ότι ο κατασκευαστής δεν υποβάλλεται ούτε σε έξοδα διανομής, έρευνας αγορών, διαφημίσεως, ούτε έξοδα πωλήσεως μετά την πώληση προς τις OEM.

33

Πρέπει, σχετικώς, να σημειωθεί ότι, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, τα κοινοτικά όργανα έλαβαν υπόψη τη διαφορά μεταξύ κόστους και κερδών που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο των πωλήσεων στις OEM και των μεγεθών που αντιστοιχούν στις άλλες πωλήσεις. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο και λαμβάνοντας υπόψη την αδυναμία στην οποία βρέθηκαν για να υπολογίσουν τη διαφορά αυτή με ακρίβεια, στο πλαίσιο της κατασκευής της κανονικής αξίας των OEM, τα κοινοτικά όργανα καθόρισαν το περιθώριο κέρδους σε 5 % και όχι στο μέσο ποσοστό του το οποίο εκτιμάται σε 14,6 %, εφάρμοσαν δε το περιθώριο αυτό στις πωλήσεις που πραγματοποιήθηκαν με το σήμα των κατασκευαστών.

34

Η Nashua δεν προσκόμισε την απόδειξη ότι το προσδιορισθέν περιθώριο κέδρους δεν επαρκούσε για να καλύψει το σύνολο των προβαλλόμενων διαφορών. Συνεπώς ο λόγος που αντλείται από την εσφαλμένη κατασκευή της κανονικής αξίας των προϊόντων που πωλούνται στις OEM πρέπει να απορριφθεί.

Επί του λόγου που αντλείται από τον εσφαλμένο υπολογισμό του δασμού αντιντά-μπινγκ

35

Η Nashua υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο υπολόγισε εσφαλμένα τον δασμό αντιντά-μπινγκ, διότι έλαβε υπόψη μόνον τις τιμές που εφάρμοσαν οι ιαπωνικές θυγατρικές της Ricoh στην Ευρώπη για τις πωλήσεις τους προς τους ανεξάρτητους διανομείς και όχι τις τιμές που εφάρμοζε η Nashua. Το ποσοστό των πωλήσεων που κατ' αυτόν τον τρόπο ελήφθησαν υπόψη δεν είναι αντιπροσωπευτικό, κυρίως, κατά το μέτρο που δεν περιλαμβάνει ολόκληρη κατηγορία πωλήσεων που πραγματοποιήθηκαν εντός της Κοινότητας, εν προκειμένω τις πωλήσεις από τις OEM, οι οποίες ανήλθαν το 1985 στο 28 ο/ο όλων των πωλήσεων ιαπωνικών συσκευών φωτοαντιγραφής. Κατά τη Nashua, το Συμβούλιο ενήργησε αντίθετα προς τη μέθοδο που είχε ακολουθήσει για τον προσδιορισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ, καθόσον αυτό προσδιορίστηκε βάσει όλων των πωλήσεων της Ricoh, περιλαμβανομένων και των πωλήσεων στις OEM.

36

Πρέπει να παρατηρηθεί, καταρχάς, ότι, για τον υπολογισμό του δασμού αντιντά-μπινγκ, το άρθρο 13, παράγραφος 3, του κανονισμού 2176/84 περιορίζεται στο να επιβάλλει στα κοινοτικά όργανα την υποχρέωση να μην υπερβαίνουν, αφενός, το περιθώριο ντάμπινγκ που υπολογίστηκε και, αφετέρου, το ύψος της ζημίας, αν μικρότερος δασμός αρκεί για να εξαλείψει τη ζημία. Κατά συνέπεια, τα κοινοτικά όργανα διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά την επιλογή της μεθόδου υπολογισμού του δασμού και δεν υποχρεούνται να υιοθετήσουν σχετικώς την ίδια μέθοδο με εκείνη που χρησιμοποιήθηκε για τον προσδιορισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ.

37

Πρέπει, εν συνεχεία, να παρατηρηθεί ότι, για τον προσδιορισμό εν προκειμένω του ύψους του δασμού που θα καθιστούσε δυνατή την εξάλειψη της ζημίας την οποία υπέστησαν οι κοινοτικοί παραγωγοί, τα κοινοτικά όργανα έκριναν πρόσφορο να βασιστούν στη συνολική ζημία που προκάλεσαν οι εξαγωγές συσκευών PPC καταγωγής Ιαπωνίας, οι οποίες αντιπροσωπεύουν το 70 o/ο των συνολικών πωλήσεων συσκευών PPC εντός της Κοινότητας.

38

Η Nashua δεν απέδειξε ότι αυτός ο τρόπος ενεργείας επηρέασε το ύψος του επιβληθέντος δασμού αντιντάμπινγκ ούτε σε ποιο μέτρο το ύψος αυτό θα ήταν διαφορετικό αν οι πωλήσεις που πραγματοποίησαν οι OEM είχαν ληφθεί επίσης υπόψη.

39

Συνεπώς, αυτός ο λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί του λόγον που αντλείται από την παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων

40

Κατά τη Nashua, το Συμβούλιο παραβίασε την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, εφαρμόζοντας δασμούς αντιντάμπινγκ με ενιαίο συντελεστή στο σύνολο των εισαγωγών PPC. Θεωρεί ότι καταβάλλει δασμό αντιντάμπινγκ πολύ υψηλότερο σε απόλυτους αριθμούς απ' ό,τι η θυγατρική ενός ιάπωνα κατασκευαστή, δεδομένου ότι το μικτό περιθώριο κέρδους της είναι μόλις 16 %, ενώ το πραγματοποιούμενο από τις θυγατρικές των ιαπώνων κατασκευαστών ανέρχεται σε 42 %.

41

Χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν οι αριθμοί που προέβαλε η Nashua και αμφισβήτησε το Συμβούλιο, πρέπει να παρατηρηθεί, αφενός, ότι η προβαλλόμενη διαφορά είναι αποτέλεσμα όχι της θεσπίσεως δασμών αντιντάμπινγκ, αλλά της εμπορικής πολιτικής της Ricoh και, αφετέρου, η καθιέρωση δασμών αντιντάμπινγκ αποβλέπει στην εξάλειψη της ζημίας που υπέστησαν οι κοινοτικοί παραγωγοί και όχι στην εξασφάλιση του ίδιου περιθωρίου κέρδους για όλους τους εισαγωγείς.

42

Ο λόγος αυτός πρέπει, επομένως, να απορριφθεί.

Επί τον λόγον πον αντλείται από την παράνομη άρνηση να ληφθεί υπόωψη η ανάληψη νποχρεώσεων που πρότεινε η Nashua

43

Με αυτόν τον λόγο ακυρώσεως η Nashua προβάλλει ότι η Επιτροπή, παραλείποντας να εξετάσει ουσιαστικά την πρόταση αναλήψεως υποχρεώσεων που είχε διατυπώσει, παρέβη το άρθρο 10 του κανονισμού 2176/84. Ο προσβαλλόμενος κανονισμός συνιστά επίσης παράβαση της προαναφερομένης διατάξεως καθόσον επιβεβαιώνει την πρακτική της Επιτροπής.

44

Κατά τη Nashua, η Επιτροπή οφείλει, αρχικά, να εξετάσει αν η προτεινόμενη ανάληψη υποχρεώσεων είναι ικανή να εξαλείψει τη ζημία. Μόνον αφού προβεί στην εξέταση αυτή η Επιτροπή μπορεί, στα πλαίσια της διακριτικής της ευχέρειας, να αποφασίσει να αποδεχθεί ή όχι την πρόταση αναλήψεως υποχρεώσεων. Τέτοια όμως εξέταση δεν έγινε εν προκειμένω, καθόσον η Επιτροπή περιορίστηκε στη διατύπωση γενικών σκέψεων ως προς τη νομική κατάσταση της Nashua και στην υπόμνηση της παραδοσιακής πρακτικής της να μην αποδέχεται αναλήψεις υποχρεώσεων που προτείνουν οι εισαγωγείς.

45

Σχετικώς, πρέπει να σημειωθεί ότι η πρακτική της Επιτροπής να μην αποδέχεται αναλήψεις υποχρεώσεων που προτείνουν οι εισαγωγείς, την οποία υποστηρίζει το Συμβούλιο με την αιτιολογική σκέψη 100 του προσβαλλόμενου κανονισμού, θεμελιώνεται τόσο στους κανόνες του κώδικα αντιντάμπινγκ της GATT, του οποίου το άρθρο 7 προβλέπει μόνον την αποδοχή αναλήψεως υποχρεώσεων που προτείνουν οι εισαγωγείς, όσο και στο άρθρο 10 του κανονισμού 2176/84. Είναι αληθές ότι η τελευταία αυτή διάταξη δεν αποκλείει τη δυνατότητα να αποδέχεται η Επιτροπή την ανάληψη υποχρεώσεων που προτείνει εισαγωγέας· όμως, από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι μια τέτοια αποδοχή πρέπει να γίνεται κατ' εξαίρεση. Πράγματι, οι παράγραφοι 4 και 6, που αφορούν τη συνέχιση της έρευνας μετά την αποδοχή της αναλήψεως υποχρεώσεων και τη θέσπιση δασμών αντιντάμπινγκ μετά την καταγγελία της αναλήψεως υποχρεώσεων ή τη διαπίστωση ότι υπάρχει παράβαση των υποχρεώσεων αυτών, αναφέρουν μόνον τους εξαγωγείς, δηλαδή εκείνους τους επιχειρηματίες των οποίων οι αναλήψεις υποχρεώσεων μπορούν καταρχήν να τύχουν αποδοχής.

46

Το σύστημα αυτό δικαιολογείται από δύο ομάδες λόγων. Αφενός, η αποδοχή της αναλήψεως υποχρεώσεων που προτείνει ο εισαγωγέας θα είχε ως συνέπεια την ενθάρρυνση του να εξακολουθήσει να εφοδιάζεται εκτός της Κοινότητας σε τιμές ντάμπινγκ. Αφετέρου, οι άλλοι εισαγωγείς θα έπρεπε να τύχουν της ίδιας μεταχειρίσεως και, δεδομένου του μεγάλου αριθμού των εμπλεκομένων εταιριών, αυτό θα καθιστούσε εξαιρετικά δυσχερή τον έλεγχο σχετικά με την τήρηση των αναλαμβανόμενων υποχρεώσεων.

47

Επιβάλλεται η παρατήρηση ότι το ζήτημα αν η Nashua είναι ο φυσικός εξαγωγέας των συσκευών PPC ή ο εισαγωγέας δεν έχει καμιά σημασία. Πράγματι, δεδομένου ότι οι συσκευές PPC αγοράζονται προς εισαγωγή στην Κοινότητα και, επομένως, ισχύουν οι λόγοι οι οποίοι δικαιολογούν τη μη αποδοχή των αναλήψεων υποχρεώσεων που προτείνουν οι εισαγωγείς, η Nashua δεν μπορούσε να θεωρηθεί γι' αυτόν τον σκοπό ως εξαγωγέας (αιτολογική σκέψη 100, τέταρτο εδάφιο, του προσβαλλόμενου κανονισμού ).

48

Συνεπώς, τα κοινοτικά όργανα, αρνούμενα να αποδεχθούν την πρόταση της Nashua για την ανάληψη υποχρεώσεων — για τους λόγους που εκτίθενται στην αιτιολογική σκέψη 100 του προσβαλλόμενου κανονισμού —, δεν υπερέβησαν την εξουσία εκτιμήσεως που τους αναγνωρίζεται.

49

Επομένως, ο τελευταίος λόγος ακυρώσεως που προβάλλει η Nashua πρέπει να απορριφθεί, όπως και η προσφυγή στο σύνολο της.

Επί των δικαστικών εξόδων

50

Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Επειδή οι προσφεύγουσες ηττήθηκαν πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα. Στην υπόθεση C-150/87, οι προσφεύγουσες καταδικάζονται εις ολόκληρον στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων και των εξόδων των παρεμβαινόντων διαδίκων.

 

Για τους λόγους αυτούς

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την προσφυγή στην υπόθεση C-133/87 ως απαράδεκτη.

 

2)

Απορρίπτει στην προσφυγή στην υπόθεση C-150/87 ως αβάσιμη.

 

3)

Καταδικάζει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα των δύο προαναφερόμενων υποθέσεων· στην υπόθεση C-150/87, καταδικάζει τις προσφεύγουσες εις ολόκληρον στα δικαστικά έξοδα περιλαμβανομένων και των εξόδων των παρεμβαινόντων διαδίκων.

 

Due

Slynn

Schockweiler

Zuleeg

Koopmans

Mancini

Joliet

O'Higgins

Moitinho de Almeida

Rodríguez Iglesias

Grévisse

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 14 Μαρτίου 1990.

Ο γραμματέας

J.-G. Giraud

Ο πρόεδρος

O. Due


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

Top