EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61981CJ0108

Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 30ής Σεπτεμβρίου 1982.
G.R. Amylum κατά Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Ισογλυκόζη.
Υπόθεση 108/81.

Συλλογή της Νομολογίας 1982 -03107

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1982:322

61981J0108

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ) ΤΗΣ 30ΗΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1982. - G. R. AMYLUM ΚΑΤΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. - ΙΣΟΓΛΥΚΟΖΗ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 108/81.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1982 σελίδα 03107
Ισπανική ειδική έκδοση σελίδα 00955


Περίληψη
Διάδικοι
Αντικείμενο της υπόθεσης
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1 . Πράξεις τών οργάνων — Διαχρονική εφαρμογή — Μή αναδρομικότης — Εξαιρέσεις — Προϋποθέσεις

( Συνθήκη ΕΟΚ , άρθρο 191 )

2 . Πράξεις τών οργάνων — Αιτιολογία — Υποχρέωση — Αντικείμενο — Έκταση

( Συνθήκη ΕΟΚ , άρθρο 190 )

3 . Ευρωπαϊκές Κοινότητες — Ίδιοι πόροι — Απόφαση τού Συμβουλίου τής 21ης Απριλίου 1970 — Αντικείμενο — Δημοσιονομικά μέτρα πού δέν εμποδίζουν τήν επιβολή συνεισφοράς επί τής παραγωγής ισογλυκόζης

( Απόφαση τού Συμβουλίου τής 21ης Απριλίου 1970 )

Περίληψη


1 . Μολονότι κατά γενικό κανόνα , η αρχή τής ασφαλείας τών εννόμων καταστάσεων αντιτίθεται στόν καθορισμό ενάρξεως τής χρονικής ισχύος τών κοινοτικών πράξεων από ημερομηνία προγενέστερη τής δημοσιεύσεώς τους , επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση τό αντίθετο οταν τό επιβάλλει ο επιδιωκόμενος σκοπός καί οταν η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη τών ενδιαφερομένων γίνεται πλήρως σεβαστή .

2 . Η αιτιολογία πού επιβάλλει τό άρθρο 190 τής συνθήκης πρέπει νά προσαρμόζεται στήν φύση τής οικείας πράξεως καί νά αφήνει νά διαφαίνεται κατά τρόπο σαφή καί μή διφορούμενο η συλλογιστική τής κοινοτικής αρχής πού εκδίδει τήν προσβαλλομένη πράξη , κατά τρόπο πού νά επιτρέπει στούς ενδιαφε ρομένους νά γνωρίζουν τούς λόγους πού δικαιολογούν τήν λήψη τού μέτρου καί στό Δικαστήριο νά ασκεί τόν έλεγχό του . Αυτό συμβαίνει στήν περίπτωση τού προοιμίου ενός κανονισμού τό οποίο , οσο λακωνικό καί άν ειναι , καθιστά πάντως εμφανές τό ουσιωδέστερο στοιχείο τού σκοπού τόν οποίο επιδιώκει τό κοινοτικό όργανο πού εξέδωσε τήν αμφισβητουμένη πράξη .

3 . Η απόφαση τού Συμβουλίου τής 21ης Απριλίου 1970 , περί αντικαταστάσεως τών χρηματικών συνεισφορών τών κρατών μελών από ιδίους πόρους τών Κοινοτήτων , έχει ως αντικείμενο νά καθορίσει τούς ιδίους πόρους πού εγγράφονται στόν προϋπολογισμό τής Κοινότητος καί όχι τά κοινοτικά όργανα πού ειναι αρμόδια νά θεσπίζουν δα σμούς , φόρους , εισφορές , συνεισφορές ή άλλες μορφές εσόδων . Ως δημοσιονομικό μέτρο , η απόφαση αυτή δέν εμποδίζει τή δημιουργία από τό Συμβούλιο μιάς συνεισφοράς , οπως η συνεισφορά στήν παραγωγή ισογλυκόζης , εφ’ οσον η αρμοδιότης τού Συμβουλίου πρός θέσπιση τής συνεισφοράς αυτής ευρίσκει τό νομικό της έρεισμα , οπως ελέχθη ανωτέρω , στίς διατάξεις τής συνθή- κης περί τής κοινής γεωργικής πολι- τικής .

Διάδικοι


Στήν υπόθεση 108/81 ,

G . R . AMYLUM , εταιρία βελγικού δικαίου πού έχει τήν εδρα της στήν avenue Louise 479 , Ταχυδρομική Θυρίς 57 , 1050 Βρυξέλλες , εκπροσωπουμένη από τόν Michel Waelbroeck , δικηγόρο ( Liedekerke , Wolters , Waelbroeck & Kirkpatrick ), avenue Louise 341 , 1051 Βρυξέλλες , Βέλγιο , μέ αντίκλητο στό Λουξεμβούργο τόν Ernest Arendt , δικηγόρο , 34 , rue Philippe-II ,

προσφεύγουσα ,

κατά

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ , εκπροσωπουμένου από τόν Daniel Vignes , διευθυντή τής νομικής υπηρεσίας τού Συμβουλίου τών Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων , επικουρούμενο από τόν Arthur Brautigam , υπάλληλο διοικήσεως στήν εν λόγω υπηρεσία , μέ αντίκλητο στό Λουξεμβούργο τόν H . J . Pabbruwe , διευθυντή νομικών υποθέσεων τής Ευρωπαϊκής Τραπέζης Επενδύσεων , 100 , boulevard Konrad-Adenauer ,

καθ’ ου ,

καί

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ , εκπροσωπουμένης από τόν R . Wainwright , νομικό σύμβουλο , επικουρούμενο από τόν F . Lamoureux , μέλος τής νομικής της υπηρεσίας , μέ αντίκλητο τόν O . Montalto , μέλος τής νομικής της υπηρεσίας , κτίριο Jean Monnet , Kirchberg , Λουξεμβούργο ,

παρεμβαίνουσα ,

Αντικείμενο της υπόθεσης


η οποία έχει ως αντικείμενο τήν ακύρωση τού κανονισμού ( ΕΟΚ ) αριθ . 387/81 τού Συμβουλίου , τής 10ης Φεβρουαρίου 1981 ( ΕΕ L 44 , σ . 1 ), πού τροποποιεί τόν κανονισμό ( ΕΟΚ ) αριθ . 1111/77 τού Συμβουλίου , τής 17ης Μαρτίου 1977 ( ΕΕ , ειδ . έκδ . 03/018 , σ . 86 ), περί θεσπίσεως κοινών διατάξεων γιά τήν ισογλυκόζη ,

Σκεπτικό της απόφασης


1 Μέ δικόγραφο πού κατετέθη στή γραμματεία τού Δικαστηρίου στίς 4 Μα ΐου 1981 , η ανώνυμος εταιρία βελγικού δικαίου G . R . Amylum ήσκησε βάσει τού άρθρου 173 , δεύτερη παράγραφος τής συνθήκης ΕΟΚ , προσφυγή ενώπιον τού Δικαστηρίου , η οποία έχει ως αντικείμενο τήν ακύρωση τού κανονισμού 387/81 τού Συμβουλίου , τής 10ης Φεβρουαρίου 1981 ( ΕΕ L 44 , σ . 1 ), περί τροποποιήσεως τού κανονισμού ( ΕΟΚ ) αριθ . 1111/77 τού Συμβουλίου , τής 17ης Μα ΐου 1977 ( ΕΕ , ειδ . έκδ . 03/018 , σ . 86 ) περί θεσπίσεως κοινών διατάξεων γιά τήν ισογλυκόζη , καθ’ οσον μέ τό άρθρο 1 , παράγραφοι 3 καί 4 , ο κανονισμός 387/81 επαναφέρει γιά τήν ίδια περίοδο , δηλαδή αναδρομικώς , τό σύστημα ποσοστώσεων πού καθώριζε ο κανονισμός 1293/79 γιά τήν περίοδο από 1ης Ιουλίου 1979 μέχρι 30ής Ιουνίου 1980 .

2 Ο εν λόγω κανονισμός 1293/79 τού Συμβουλίου , τής 25ης Ιουνίου 1979 , ο οποίος τροποποιούσε τόν ανωτέρω αναφερόμενο κανονισμό 1111/77 , ιδίως μέ τήν προσθήκη τού άρθρου 9 , α , έχει , πράγματι , ακυρωθεί μέ αποφάσεις τού Δικαστηρίου τής 29ης Οκτωβρίου 1980 ( SA Roquette Freres , 138/79 , Recueil σ . 3333· Maizena GmbH , 139/79 , Recueil σ . 3393 ) λόγω τού οτι εξεδόθη χωρίς τή γνώμη τού Κοινοβουλίου πού επιβάλλει τό άρθρο 43 τής συνθήκης .

3 Πρός υποστήριξη τής προσφυγής της , η προσφεύγουσα προβάλλει στό δικόγραφό της , αφ’ ενός , οτι ο αμφισβητούμενος κανονισμός παρεβίασε τήν αρχή τής μή αναδρομικότητος τών κοινοτικών πράξεων καί , αφ’ ετέρου , οτι η αιτιολογία του ειναι ανεπαρκής . Η προσφεύγουσα προβάλλει , εξ άλλου , στήν απάντησή της , ενα νέο λόγο πού στηρίζεται στήν έλλειψη αρμοδιότητος τού Συμβουλίου νά επιβάλλει συνεισφορές στήν παραγωγή τής ισογλυκόζης .

Ι — Επί τού πρώτου λόγου πού στηρίζεται στήν παραβίαση τής αρχής τής μή αναδρομικότητος τών κοινοτικών πράξεων

4 Όπως έχει ήδη δεχθεί τό Δικαστήριο , ιδίως μέ τίς αποφάσεις του τής 25ης Ιανουαρίου 1979 ( Racke , 98/78 , Recueil σ . 69 καί Decker , 99/78 , Recueil σ . 101 ), μολονότι κατά γενικό κανόνα , η αρχή τής ασφαλείας τών εννόμων καταστάσεων αντιτίθεται , οπως υποστηρίζει καί η προσφεύγουσα , στόν καθορισμό ενάρξεως τής χρονικής ισχύος τών κοινοτικών πράξεων από ημερομηνία προγενέστερη τής δημοσιεύσεώς τους , επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση τό αντίθετο οταν τό επιβάλλει ο επιδιωκόμενος σκοπός καί οταν η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη τών ενδιαφερομένων γίνεται πλήρως σεβαστή .

5 Όσον αφορά τήν πρώτη τών δύο αυτών προϋποθέσεων , πρέπει νά υπομνησθούν ορισμένα πραγματικά ή νομικά στοιχεία , γνωστά άλλωστε στούς διαδίκους . Κατά τήν περίοδο κατά τήν οποία εφαρμόζεται ο προσβαλλόμενος κανονισμός , οι παραγωγοί ζάχαρης υπέκειντο , ειδικώς , σέ ποσοστώσεις καί υπεβάλλοντο σέ συνεισφορές στήν παραγωγή . Η ισογλυκόζη ειναι προϊόν υποκαταστάσεως σέ άμεσο ανταγωνισμό μέ τή ζάχαρη . Οιαδήποτε απόφαση πού αφορά τό ενα από τά προϊόντα αυτά έχει κατ’ ανάγκην επιπτώσεις επί τού άλλου . Λαμβάνοντας υπ’ όψη τήν κατάσταση αυτή , τό Δικαστήριο , μολονότι ακύρωσε , μέ τίς αποφάσεις τής 29ης Οκτωβρίου 1980 , τόν κανονισμό 1293/79 λόγω παραβάσεως ουσιώδους τύπου , τής ελλείψεως γνώμης τού Κοινοβουλίου , πάντως έκρινε οτι εναπόκειτο στό Συμβούλιο — λαμβάνοντας υπ’ όψη τό οτι η παραγωγή ισογλυκόζης συνέβαλλε στήν αύξηση τών πλεονασμάτων ζάχαρης καί οτι τού επετρέπετο νά λάβει περιοριστικά μέτρα έναντι τής εν λόγω παραγωγής — νά θεσπίσει στό πλαίσιο τής γεωργικής πολιτικής τά μέτρα πού θεωρούσε χρήσιμα λαμβάνοντας υπ’ όψη τήν ομοιότητα καί τήν αλληλεξάρτηση τών δύο αγορών , καθώς καί τόν ειδικό χαρακτήρα τής αγοράς ισογλυκόζης .

6 Άν μετά τήν ακύρωση τού κανονισμού 1293/79 , τό Συμβούλιο δέν ελάμβανε κανένα περιοριστικό μέτρο ως πρός τήν παραγωγή ισογλυκόζης — εν προκειμένω τήν επαναφορά από 1ης Ιουλίου 1979 τών ποσοστώσεων πού εχορηγούντο καί τών συνεισφορών πού επεβάλλοντο στούς παραγωγούς — ο επιδιωκόμενος από τό Συμβούλιο σκοπός ήτοι η σταθεροποίηση , γιά τό κοινό συμφέρον , τής αγοράς ζάχαρης , δέν θά ηδύνατο νά επιτευχθεί ή δέν θά ηδύνατο νά επιτευχθεί παρά επί ζημία τών παραγωγών ζάχαρης , οι οποίοι θά έπρεπε νά αναλάβουν , μόνοι , τό βάρος τής χρηματοδοτήσεως τών κοινοτικών πλεονασμάτων , καί μάλιστα επί ζημία τού συνόλου τής Κοινότητος , ενώ οι παραγωγοί ισογλυκόζης , η παραγωγή τών οποίων ειναι ανταγωνιστική εκείνης τών επιχειρήσεων ζάχαρης , θά διέφευγαν κάθε περιορισμό .

7 Ο ισχυρισμός πού προβάλλει η προσφεύγουσα , οτι η εφαρμογή τού κανονισμού 1293/79 , πρό τής ακυρώσεώς του από τό Δικαστήριο , ειχε ως αποτέλεσμα τήν τήρηση από τούς παραγωγούς ισογλυκόζης τών ποσοστώσεων πού προέβλεπε καί καθιστούσε έτσι ανώφελη τήν επανάληψή τους μέ τόν προσβαλλόμενο κανονισμό , δέν δύναται νά γίνει αποδεκτός . Πράγματι , εκτός τής νομικής βάσεως πού ο προσβαλλόμενος κανονισμός προσέδωσε στό σύστημα ποσοστώσεων κατά τήν επίδικη χρονική περίοδο , από 1ης Ιουλίου 1979 μέχρι 30ής Ιουνίου 1980 , η διατήρηση τών συνεισφορών κατά τήν ιδία χρονική περίοδο , αναγκαία γιά τήν επίτευξη τών στόχων γενικού συμφέροντος πού επιδιώκει τό Συμβούλιο , συνεπήγετο τόν καθορισμό ποσοστώσεων από τίς οποίες εξηρτάτο τό ποσό τών συνεισφορών αυτών .

8 Τό Συμβούλιο ηδυνήθη , έτσι , νά κρίνει ορθώς οτι ο επιδιωκόμενος πρός τό γενικό συμφέρον σκοπός , ήτοι η σταθεροποίηση τής κοινοτικής αγοράς τών γλυκαντικών χωρίς αυθαίρετη διάκριση μεταξύ τών επιχειρηματιών , επέβαλλε νά έχουν οι προσβαλλόμενες διατάξεις αναδρομική ισχύ καί η πρώτη προϋπόθεση , από τήν οποία τό Δικαστήριο εξαρτά τή διαχρονική εφαρμογή μιάς κοινοτικής πράξεως σέ ημερομηνία προγενέστερη από εκείνη τής δημοσιεύσεώς της , δύναται νά θεωρηθεί οτι έχει πληρωθεί .

9 Γιά νά καθορισθεί άν καί η δεύτερη προϋπόθεση πού ανεφέρθη ανωτέρω έχει επίσης πληρωθεί , πρέπει νά διερευνηθεί άν η ενέργεια τού Συμβουλίου προσέβαλε τή δικαιολογημένη εμπιστοσύνη , τήν οποία υποτίθεται οτι διέψευσε η κατά τήν 17η Φεβρουαρίου 1981 δημοσίευση τού κανονισμού 387/81 , καί πού οι ενδιαφερόμενοι έτρεφαν ως πρός τήν ανυπαρξία κανονιστικής ρυθμίσεως τής παραγωγής τής ισογλυκόζης κατά τήν περίοδο από 1ης Ιουλίου 1979 μέχρι 30ής Ιουνίου 1980 , κατά τήν οποία εφαρμόζεται τό άρθρο 9 πού ο τελευταίος αυτός κανονισμός προσθέτει στόν κανονισμό 1111/77 .

10 Πρέπει , πρώτον , νά υπομνησθεί οτι οι προσβαλλόμενες διατάξεις τού κανονισμού 387/81 δέν περιλαμβάνουν νέο μέτρο καί περιορίζονται στήν επανάληψη τών διατάξεων τού κανονισμού 1293/79 τού Συμβουλίου πού τό Δικαστήριο ακύρωσε στίς 29 Οκτωβρίου 1980 .

11 Λαμβάνοντας υπ’ όψη οτι ο κανονισμός 1293/79 τού Συμβουλίου , τής 25ης Ιουνίου 1979 , μέχρι τής ακυρώσεώς του , παρήγαγε πλήρη αποτελέσματα στήν κοινοτική έννομη τάξη , μέ συνέπεια οτι οι επιφορτισμένες μέ τήν εφαρμογή του εθνικές αρχές υπεχρεούντο νά υποβάλουν τήν παραγωγή ισογλυκόζης στό περιοριστικό σύστημα πού καθώριζε η εν λόγω δικαιολογημένη εμπιστοσύνη , δέν δύναται νά στηριχθεί παρά στόν απρόβλεπτο χαρακτήρα τής επαναλήψεως , μέ αναδρομική ισχύ , τών μέτρων πού περιελαμβάνοντο στόν κανονισμό 1293/79 , τόν οποίο ακύρωσε τό Δικαστήριο .

12 Εν προκειμένω , η προσφεύγουσα δέν έχει νόμιμο έρεισμα γιά νά επικαλεσθεί δικαιολογημένη εμπιστοσύνη άξια προστασίας .

13 Πρώτον , οι επιχειρηματίες πού πράγματι ενδιαφέρονται από τήν επίδικη κοινοτική κανονιστική ρύθμιση ειναι ολιγάριθμοι , καλώς πληροφορημένοι γιά τήν αλληλεξάρηση τών αγορών τής υγρής ζάχαρης καί τής ισογλυκόζης , γιά τήν κατάσταση τής αγοράς τών γλυκαντικών τής Κοινότητος καί , επομένως , γιά τίς συνέπειες πού θά ηδύνατο νά έχει , μετά τήν ακύρωση τού κανονισμού 1293/79 , καί γιά τήν περίοδο από 1ης Ιουλίου 1979 μέχρι 30ής Ιουνίου 1980 , η επιβολή μέτρων σταθεροποιήσεως τής αγοράς ζάχαρης , από τά οποία θά απηλλάσσετο πλήρως η παραγωγή ισογλυκόζης .

14 Δεύτερον , θεσπίζοντας διαδοχικά τούς κανονισμούς 1111/77 , 1293/79 καί 1592/80 από τούς οποίους ο τελευταίος παρατείνει γιά τήν περίοδο από 1ης Ιουλίου 1980 μέχρι 30ής Ιουνίου 1981 τά αποτελέσματα τού προηγουμένου , τό Συμβούλιο εξεδήλωσε σαφώς τή θέλησή του νά ρυθμίσει τήν παραγωγή τού συνόλου τών γλυκαντικών εντός τής Κοινότητος καί νά υποβάλει , πρός τό σκοπό αυτό , τήν παραγωγή ισογλυκόζης σέ ενα περιοριστικό καθεστώς στηριζόμενο σέ σύστημα ποσοστώσεων καί συνεισφορών επί τής παραγωγής .

15 Τρίτον , δέν ηδύνατο νά διαφύγει από τήν προσφεύγουσα οτι καθεμιά από τίς αποφάσεις τού Δικαστηρίου τής 29ης Οκτωβρίου 1980 πού ακύρωσε τόν κανονισμό 1293/79 — ο οποίος καθώριζε επίσης ποσόστωση παραγωγής τής ιδίας τής προσφευγούσης — απέρριψε τούς λόγους μέ τούς οποίους οι προσφεύγουσες εταιρίες Roquette καί Maizena αμφισβητούσαν τή νομιμότητα τού κανονισμού αυτού καί εμερίμνησε κηρύσσοντας τήν ακύρωσή του λόγω ελλείψεως γνώμης τού Κοινοβουλίου , νά διευκρινίσει οτι η εν λόγω ακύρωση δέν έθιγε τήν «εξουσία τού Συμβουλίου νά λάβει , κατόπιν τής παρούσης αποφάσεως , κάθε κατάλληλο μέτρο σύμφωνα μέ τό άρθρο 176 , πρώτη παράγραφος τής συνθήκης» .

16 Τέλος , μέ τή δημοσίευση τής προτάσεως αυτής στήν Επίσημη Εφημερίδα τής 20ής Δεκεμβρίου 1980 ( ΕΕ αριθ . C 334 , σ . 2 ), η προσφεύγουσα επληροφορήθη οτι η Επιτροπή , από τής 3ης Δεκεμβρίου 1980 , ειχε υποβάλει στό Συμβούλιο πρόταση κανονισμών πού ετροποποιούσαν , ιδίως , τόν κανονισμό 1111/17 πρός επαναφορά από 1ης Ιουλίου 1979 μέχρι 30ής Ιουνίου 1980 τού συστήματος ποσοστώσεων καί συνεισφορών , οπως ειχε καθορισθεί από τόν κανονισμό 1293/79 καί οπως επρόκειτο νά επαναληφθεί μέ τίς προσβαλλόμενες διατάξεις τού κανονισμού 387/81 .

17 Γιά νά αμφισβητήσει τήν αναδρομικότητα τών διατάξεων αυτών , η προσφεύγουσα τούς προσάπτει επί πλέον οτι θίγουν τή «θεσμική ισορροπία» τών Κοινοτήτων . Οι επικρίσεις αυτές δέν δύνανται νά γίνουν δεκτές . Αφ’ ενός , καμμία διάταξη τής συνθήκης δέν αντιτίθεται στό νά κληθεί τό Κοινοβούλιο νά απο φανθεί ως πρός τήν επαναφορά , αναδρομικώς , τού κανονισμού 1293/79 , μολονότι δέν ειχε διατυπώσει γνώμη επί τού τελευταίου αυτού κανονισμού . Αφ’ ετέρου , τό γεγονός οτι τό Δικαστήριο , ακυρώνοντας τόν κανονισμό , δέν έκρινε οτι έπρεπε νά εφαρμόσει τό άρθρο 174 , δεύτερη παράγραφος τής συνθήκης πού τού παρέχει τήν ευχέρεια νά προσδιορίζει , εφ’ οσον τό κρίνει αναγκαίο , εκείνα τά αποτελέσματα τού ακυρουμένου κανονισμού πού πρέπει νά θεωρηθούν οτι διατηρούν τήν ισχύ τους , δέν επιτρέπει νά λογισθεί η αναδρομική ισχύς πού προσεδόθη στίς προσβαλλόμενες διατάξεις τού κανονισμού 387/81 , τόν οποίο εξέδωσε τό Συμβούλιο κατ’ εφαρμογή τού άρθρου 176 , πρώτη παράγραφος τής συνθήκης , προσβολή τών εξουσιών τού Δικαστηρίου .

ΙΙ — Επί τού δευτέρου λόγου πού στηρίζεται στήν παράβαση τής υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

18 Η προσφεύγουσα προσάπτει στό Συμβούλιο οτι δέν δικαιολογεί επαρκώς στήν αιτιολογία τού κανονισμού 387/81 τήν αναδρομική ισχύ πού προσεδόθη στόν εν λόγω κανονισμό καί οτι , ως εκ τούτου , παρέβη τίς διατάξεις τού άρθρου 190 τής συνθήκης .

19 Κατά τή νομολογία τού Δικαστηρίου , η αιτιολογία πού επιβάλλει τό άρθρο 190 τής συνθήκης , πρέπει νά προσαρμόζεται στήν φύση τής οικείας πράξεως καί νά αφήνει νά διαφαίνεται κατά τρόπο σαφή καί μή διφορούμενο η συλλογιστική τής κοινοτικής αρχής πού εκδίδει τήν προσβαλλομένη πράξη , κατά τρόπο πού νά επιτρέπει στούς ενδιαφερομένους νά γνωρίζουν τούς λόγους πού δικαιολογούν τήν λήψη τού μέτρου καί στό Δικαστήριο νά ασκεί τόν έλεγχό του .

20 Ο κανονισμός 387/81 τού Συμβουλίου αναφέρει ως αιτιολογία , αφ’ ενός , «οτι ο κανονισμός ( ΕΟΚ ) 1111/77 τού Συμβουλίου τής 17ης Μα ΐου 1977 περί θεσπίσεως κοινών κανόνων γιά τήν ισογλυκόζη προέβλεπε στή διατύπωση , πού καθιέρωσε ο κανονισμός ( ΕΟΚ ) αριθ . 1293/79 , τήν εφαρμογή καθεστώτος ποσοστώσεων παραγωγής γιά τήν περίοδο από 1ης Ιουλίου 1979 μέχρι 30ής Ιουνίου 1980· καί αφ’ ετέρου «οτι στίς αποφάσεις αριθ . 138/79 καί 139/79 τό Δικαστήριο τών Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ακύρωσε τήν 29η Οκτωβρίου 1980 τόν κανονισμό ( ΕΟΚ ) αριθ . 1293/79 περί τροποποιήσεως τού κανονισμού ( ΕΟΚ ) αριθ . 1111/77 λόγω παραβάσεως ουσιωδών τύπων· οτι εξάλλου τό Δικαστήριο διαπίστωσε , ως πρός τήν ουσία , οτι ο κανονισμός ( ΕΟΚ ) αριθ . 1293/79 ειναι σύμφωνος μέ τό κοινοτικό δίκαιο , απορρίπτοντας ολους τούς ισχυρισμούς περί παραβιάσεως τών αρχών τού δικαίου τού ανταγωνισμού , τής αναλογικότητος καί τής μή διακρίσεως , οι οποίοι προεκλήθησαν κατά τού καθεστώτος ποσοστώσεων παραγωγής πού καθιέρωσε ο κανονισμός ( ΕΟΚ ) αριθ . 1293/79· οτι , ως εκ τούτου , πρέπει νά επανακαθιερωθεί , ιδίως , τό εν λόγω καθεστώς ποσοστώσεων μέ αναδρομική ισχύ» .

21 Η αιτιολογία αυτή , οσο λακωνική καί άν ειναι , ικανοποιεί τήν επιταγή τού άρθρου 190 τής συνθήκης . Πράγματι , μέ τήν αναφορά τους , στό γνωστό άλλωστε στούς ενδιαφερομένους σύστημα ποσοστώσεων παραγωγής , οι διατάξεις τού προοιμίου τού αμφισβητουμένου κανονισμού καθιστούν εμφανές τό ουσιωδέστερο στοιχείο τού σκοπού τόν οποίο επιδιώκει τό κοινοτικό όργανο πού εξέδωσε τήν αμφισβητουμένη πράξη , συνιστάμενο στήν εξασφάλιση τής χρονικής συνεχείας τού συστήματος περιορισμού τής παραγωγής ισογλυκόζης , προκειμένου νά διατηρηθεί η ισότης βαρών στήν παραγωγή ισογλυκόζης καί υγρής ζάχαρης , πού ευρίσκονται σέ άμεσο ανταγωνισμό στήν αγορά τών γλυκαντικών .

22 Ο λόγος πού στηρίζεται στήν παράβαση τής υποχρεώσεως αιτιολογήσεως πρέπει , επομένως , νά απορριφθεί ως αβάσιμος .

ΙΙΙ — Επί τού τρίτου λόγου πού στηρίζεται στήν παράβαση τού άρθρου 201 τής συνθήκης καί τού άρθρου 2 τής αποφάσεως τής 21ης Απριλίου 1970 περί αντικαταστάσεως τών χρηματικών συνεισφορών τών κρατών μελών από ιδίους πόρους τών Κοινοτήτων

23 Μέ τήν απάντησή της , η προσφεύγουσα προέβαλε ενα νέο λόγο πού στηρίζεται στήν έλλειψη αρμοδιότητος τού Συμβουλίου νά θεσπίσει , μέ τόν κανονισμό 387/81 , τή συνεισφορά στήν παραγωγή ισογλυκόζης . Η προσφεύγουσα θεωρεί οτι η συνεισφορά αυτή συνιστά έσοδο τού κοινοτικού προϋπολογισμού πού δέν προεβλέπετο από τά κείμενα κατά τή λήψη τής αποφάσεως 70/243 τού Συμβουλίου , τής 21ης Απριλίου 1970 , περί αντικαταστάσεως τών χρηματικών συνεισφορών τών κρατών μελών από ιδίους πόρους τών Κοινοτήτων ( JO L 94 , σ . 19 ). Γιά τό λόγο αυτό , τό Συμβούλιο δέν ειχε εξουσία νά θεσπίσει τήν αμφισβητουμένη συνεισφορά , τής οποίας , δυνάμει τού άρθρου 201 τής συνθήκης , δέν ηδύνατο παρά νά συστήσει τήν καθιέρωση από τά κράτη μέλη σύμφωνα μέ τούς αντιστοίχους συνταγματικούς τους κανόνες .

24 Τό καθ’ ου καί η παρεμβαίνουσα θεωρούν τό λόγο αυτό απαράδεκτο , δυνάμει τού άρθρου 42 , παράγραφος 2 , τού κανονισμού διαδικασίας τού Δικαστηρίου πού απαγορεύει τήν προβολή νέων ισχυρισμών κατά τήν διάρκεια τής δίκης , εκτός άν στηρίζονται σέ νομικά καί πραγματικά στοιχεία πού ανέκυψαν κατά τήν έγγραφη διαδικασία .

25 Εν προκειμένω , πρέπει νά παρατηρηθεί οτι ο νέος λόγος πού προέβαλε η προσφεύγουσα δέν δύναται νά θεωρηθεί ούτε , αφ’ ενός , ως «ισχυρισμός πού στηρίζεται σέ νομικά καί πραγματικά στοιχεία πού ανέκυψαν κατά τήν έγγραφη διαδικασία» , εφ’ οσον στηρίζεται επί μιάς υποτιθεμένης παρανομίας , η οποία ηδύνατο νά ειναι γνωστή καί νά προβληθεί από τής εκδόσεως τού κανονισμού 387/81 , ούτε , αφ’ ετέρου , ως ανάπτυξη λόγου πού προεβλήθη προηγουμένως , εφ’ οσον μόνο στήν απάντησή της η προσφεύγουσα επικαλείται τόν κανόνα δικαίου πού φέρεται ως παραβιασθείς καί οτι ο λόγος ακυρώσεως πού προεβλήθη κατά τόν τρόπο αυτό δέν ανεφέρετο ούτε ευθέως ούτε εμμέσως στό εισαγωγικό τής δίκης δικόγραφο .

26 Ο λόγος τής προσφευγούσης ειναι , επομένως , εξ ολοκλήρου νέος καί συνεπώς απαράδεκτος λόγω εκπροθέσμου προβολής , υπό τήν έννοια τού άρθρου 42 , παράγραφος 2 , τού κανονισμού διαδικασίας .

27 Μολονότι ειναι αληθές οτι η προσφεύγουσα επικαλείται επίσης τίς διατάξεις τού άρθρου 92 , παράγραφος 2 , τού κανονισμού διαδικασίας πού επιτρέπουν στό Δικαστήριο οποτεδήποτε νά εξετάζει αυτεπαγγέλτως τό απαράδεκτο γιά λόγους δημοσίας τάξεως , οι διατάξεις αυτές πού δέν αφορούν παρά μόνο τό απαράδεκτο , δέν επιτρέπουν στούς διαδίκους νά προβάλλουν οψίμως ενα νέο ισχυρισμό κατά παράβαση τών διατάξεων τού άρθρου 42 , παράγραφος 2 , τού ιδίου κανονισμού .

28 Πάντως , επειδή ο λόγος ακυρώσεως αναφέρεται στήν αρμοδιότητα τού εκδότη τής προσβαλλομένης πράξεως , τό Δικαστήριο κρίνει οτι οφείλει νά διαλάβει τούς λόγους γιά τούς οποίους τό Συμβούλιο ηταν αρμόδιο νά θεσπίσει συνεισφορά στήν παραγωγή ισογλυκόζης .

29 Υπό διαδικαστικές προϋποθέσεις πού καθορίζει , τό άρθρο 43 τής συνθήκης αναθέτει στό Συμβούλιο τή φροντίδα νά δημιουργήσει κοινή οργάνωση γεωργικών αγορών καί νά καθορίσει τούς κανόνες τους . Δυνάμει τού άρθρου 40 , παράγραφος 3 , η κοινή οργάνωση σέ μία από τίς προβλεπόμενες από τήν παράγραφο 2 μορφές , πού περιέχει , ιδίως , τήν οργάνωση τής αγοράς , δύναται νά περιλαμβάνει ολα τά αναγκαία μέτρα γιά τήν επίτευξη τών στόχων τού άρθρου 39 , ιδίως δέ ρυθμίσεις τών τιμών , ενισχύσεις τόσο γιά τήν παραγωγή οσο καί γιά τήν εμπορία τών διαφόρων προϊόντων , μέτρα αποθηκεύσεως καί λογιστικής μεταφοράς , κοινούς μηχανισμούς σταθεροποιήσεως τών εισαγωγών ή τών εξαγωγών .

30 Κατά τό άρθρο 9 , παράγραφος 8 , εδάφιο 1 , τού κανονισμού 1111/77 τού Συμβουλίου , οπως συνεπληρώθη από τίς προσβαλλόμενες διατάξεις τού κανονισμού 387/81 , η συνεισφορά στήν παραγωγή ισογλυκόζης εισπράττεται εις βάρος τού παραγωγού γιά τήν παραγομένη ποσότητα ισογλυκόζης πού υπερβαίνει τή βασική ποσόστωση χωρίς νά υπερβαίνει τήν μεγίστη ποσόστωση . Κατά τό ίδιο άρθρο , παράγραφος 8 , εδάφιο 2 , τό ποσό τής συνεισφοράς στήν παραγωγή ισογλυκόζης ισούται μέ τό μέρος τής συνεισφοράς στήν παραγωγή ζάχαρης πού καθορίζεται από τή ζαχαρική περίοδο 1979/1980 , δυνάμει τού άρθρου 28 τού κανονισμού ( ΕΟΚ ) 3330/74 πού επιβαρύνει τούς ζαχαροβιομηχάνους . Αυτό τό ίδιο μέρος τής συνεισφοράς προκύπτει από πολύπλοκους τρόπους υπολογισμού , οι οποίοι , διασαφηνιζόμενοι στό άρθρο 27 τού τελευταίου αυτού κανονισμού , προσδιορίζουν τήν συμμετοχή τών ζαχαροβιομηχάνων , μέ τίς συνεισφορές τους , στίς ζημίες πού προκύπτουν γιά τήν Κοινότητα λόγω τής διαθέσεως τής παραγομένης ποσότητος πού υπερβαίνει τήν ανθρώπινη κατανάλωση εντός τής Κοινότητος . Έτσι , η συνεισφορά στήν παραγωγή ισογλυκόζης εθεσπίσθη γιά νά συμβάλει στή σταθεροποίηση τής κοινοτικής αγοράς τών γλυκαντικών καί , ειδικότερα , οπως αναφέρει η εβδομη αιτιολογική σκέψη τού κανονισμού 1111/77 , γιά νά περιληφθεί στίς επιβαρύνσεις λόγω εξαγωγής .

31 Από τά ανωτέρω προκύπτει οτι η συνεισφορά στήν παραγωγή ισογλυκόζης περιλαμβάνεται στό πλαίσιο πού καθώρισαν τά άρθρα 39 καί 40 τής Συνθήκης καί οτι τό Συμβούλιο ηταν αρμόδιο νά τήν θεσπίσει καί νά καθορίσει τίς λεπτομέρειές της δυνάμει τού άρθρου 43 στό οποίο αναφέρεται , εξ άλλου , ο προσβαλλόμενος κανονισμός 387/81 .

32 Όσον αφορά τήν απόφαση τού Συμβουλίου τής 21ης Απριλίου 1970 , περί αντικαταστάσεως τών χρηματικών συνεισφορών τών κρατών μελών από ιδίους πόρους τών Κοινοτήτων , η οποία ελήφθη κατ’ εφαρμογή τού άρθρου 201 τής συνθήκης καί έγινε αποδεκτή από τά κράτη μέλη , οπως προβλέπουν οι διατάξεις τού εν λόγω άρθρου , θά πρέπει , πρώτον , νά υπογραμμισθεί οτι έχει ως αντικείμενο νά καθορίσει τούς ιδίους πόρους πού εγγράφονται στόν προϋπολογισμό τής Κοινότητος καί όχι τά κοινοτικά όργανα πού ειναι αρμόδια νά θεσπίζουν δασμούς , φόρους , εισφορές , συνεισφορές ή άλλες μορφές εσόδων . Ως δημοσιονομικό μέτρο , η απόφαση αυτή δέν εμποδίζει τή δημιουργία από τό Συμβούλιο μιάς συνεισφοράς , οπως η συνεισφορά στήν παραγωγή ισογλυκόζης , εφ’ οσον η αρμοδιότης τού Συμβουλίου πρός θέσπιση τής συνεισφοράς αυτής ευρίσκει τό νομικό της έρεισμα , οπως ελέχθη ανωτέρω , στίς διατάξεις τής συνθήκης περί τής κοινής γεωργικής πολιτικής .

33 Επί πλέον , τό άρθρο 2 , στοιχείο α ) τής αποφάσεως τής 21ης Απριλίου 1970 περιλαμβάνει μεταξύ τών ιδίων πόρων τής Κοινότητος τά έσοδα πού προέρχονται από «τίς εισφορές καί άλλα δικαιώματα πού προβλέπονται στό πλαίσιο τής κοινής οργανώσεως τών αγορών στόν τομέα τής ζάχαρης» . Λαμβάνοντας υπ’ όψη τήν αναπόφευκτη εξέλιξη τής παραγωγής καί τής κοινοτικής αγοράς ζάχαρης καί , περαιτέρω , τήν ανάγκη προσαρμογής τών συνεισφορών , εισφορών , επιστροφών , μέτρων στηρίξεως τών τιμών πρός τήν εξέλιξη αυτή τών αναγκών τής κοινοτικής αγοράς στόν τομέα τής ζάχαρης , η απόφαση τής 21ης Απριλίου 1970 δέν ηδύνατο νά περιορίσει τήν εφαρμογή της στίς μόνες εισφορές πού προεβλέποντο οταν ελήφθη η απόφαση , δηλαδή στίς εισφορές πού καθώριζε ο κανονισμός 1069/67 τού Συμβουλίου , τής 18ης Δεκεμβρίου 1967 , περί κοινής οργανώσεως αγορών στόν τομέα τής ζάχαρης ( ΕΕ αριθ . 308 , σ . 1 ). Όσον αφορά τήν ισογλυκόζη , παρ’ ολον οτι δέν παρήχθη σέ σημαντική ποσότητα εντός τής Κοινότητος , παρά μόνο αρκετά έτη μετά τήν λήψη τής αποφάσεως τής 21ης Απριλίου 1970 , τό οτι ευρίσκεται σέ άμεσο ανταγωνισμό μέ τήν υγρή ζάχαρη στήν αγορά τών γλυκαντικών , συνεπάγεται τό οτι περιλαμβάνεται μεταξύ τών προϊόντων πού διατίθενται στό εμπόριο στίς «αγορές στόν τομέα τής ζάχαρης» υπό τήν έννοια τής εν λόγω αποφάσεως τής 21ης Απριλίου 1970 .

34 Από αυτά συνάγεται οτι τό Συμβούλιο ηταν αρμόδιο νά θεσπίσει τίς προσβαλλόμενες διατάξεις τού κανονισμού 387/81 καί οτι καμμία διάταξη δημοσιονομικού δικαίου δέν έθιξε τήν αρμοδιότητα αυτή .

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


IV — Επί τών δικαστικών εξόδων

35 Κατά τό άρθρο 69 τού κανονισμού διαδικασίας , ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στά δικαστικά έξοδα εφ’ οσον υπήρχε σχετικό αίτημα . Επειδή η προσφεύγουσα ηττήθη καθ’ ολοκληρίαν , πρέπει νά καταδικασθεί στά δικαστικά έξοδα , περιλαμβανομένων καί αυτών στά οποία υπεβλήθη η παρεμβαίνουσα .

Διατακτικό


Διά ταύτα ,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( δεύτερο τμήμα )

κρίνει καί αποφασίζει :

1 ) Απορρίπτει τήν προσφυγή ακυρώσεως ως αβάσιμη .

2 ) Καταδικάζει τήν προσφεύγουσα στά δικαστικά έξοδα , περιλαμβανομένων καί αυτών στά οποία υπεβλήθη η παρεμβαίνουσα .

Top