EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62022CJ0724

Απόφαση του Δικαστηρίου (ένατο τμήμα) της 29ης Φεβρουαρίου 2024.
Investcapital Ltd κατά G.H.R.
Αίτηση του Juzgado de Primera Instancia de León για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Αρχή της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης – Σύμβαση ανανεώσιμης πίστωσης – Διαδικασία έκδοσης διαταγής πληρωμής – Αυτεπάγγελτος έλεγχος του καταχρηστικού χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών που διενεργείται στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας – Εκτέλεση της απόφασης με την οποία περατώνεται η διαδικασία αυτή – Απώλεια, λόγω παρόδου αποκλειστικής προθεσμίας, της δυνατότητας επίκλησης του καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας κατά το στάδιο της εκτέλεσης της διαταγής πληρωμής – Εξουσία ελέγχου του εθνικού δικαστηρίου.
Υπόθεση C-724/22.

Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2024:182

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)

της 29ης Φεβρουαρίου 2024 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Αρχή της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης – Σύμβαση ανανεώσιμης πίστωσης – Διαδικασία έκδοσης διαταγής πληρωμής – Αυτεπάγγελτος έλεγχος του καταχρηστικού χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών που διενεργείται στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας – Εκτέλεση της απόφασης με την οποία περατώνεται η διαδικασία αυτή – Απώλεια, λόγω παρόδου αποκλειστικής προθεσμίας, της δυνατότητας επίκλησης του καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας κατά το στάδιο της εκτέλεσης της διαταγής πληρωμής – Εξουσία ελέγχου του εθνικού δικαστηρίου»

Στην υπόθεση C‑724/22,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Juzgado de Primera Instancia n. 2 de León (πρωτοδικείο υπ’ αριθ. 2 León, Ισπανία) με απόφαση της 26ης Ιουλίου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 24 Νοεμβρίου 2022, στο πλαίσιο της δίκης

Investcapital Ltd

κατά

G.H.R.,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),

συγκείμενο από τους O. Spineanu‑Matei (εισηγήτρια), πρόεδρο τμήματος, J.‑C. Bonichot και S. Rodin, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την A. Pérez‑Zurita Gutiérrez,

–        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον M. Cherubini, avvocato dello Stato,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους J. Baquero Cruz και N. Ruiz García,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 7 της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ 1993, L 95, σ. 29), καθώς και την ερμηνεία της αρχής της αποτελεσματικότητας.

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης μεταξύ της Investcapital Ltd και του καταναλωτή G.H.R., με αντικείμενο την εκτέλεση διαταγής πληρωμής που αφορούσε απαίτηση απορρέουσα από σύμβαση πίστωσης.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Η εικοστή τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/13 αναφέρει ότι «οι δικαστικές αρχές και τα διοικητικά όργανα [των κρατών μελών] πρέπει να διαθέτουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα ώστε να θέτουν τέρμα στην εφαρμογή των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται με τους καταναλωτές».

4        Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες οι καταχρηστικές ρήτρες σύμβασης μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, τηρουμένων των σχετικών όρων της εθνικής νομοθεσίας, δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές, ενώ η σύμβαση εξακολουθεί να δεσμεύει τους συμβαλλόμενους, εάν μπορεί να υπάρξει και χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες.»

5        Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της ως άνω οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, προς το συμφέρον των καταναλωτών, καθώς και των ανταγωνιζόμενων επαγγελματιών, να υπάρχουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα, προκειμένου να πάψει η χρησιμοποίηση των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται από έναν επαγγελματία με καταναλωτές.»

 Το ισπανικό δίκαιο

6        Το άρθρο 136 του Ley 1/2000 de Enjuiciamento Civil (νόμου 1/2000 περί του κώδικα πολιτικής δικονομίας), της 7ης Ιανουαρίου 2000 (BOE αριθ. 7, της 8ης Ιανουαρίου 2000, σ. 575) (στο εξής: LEC), προβλέπει τα εξής:

«Εάν δικονομική προθεσμία για τη διενέργεια διαδικαστικής πράξης εκ μέρους διαδίκου παρέλθει άπρακτη, ο διάδικος απολλύει το σχετικό δικαίωμα και η διαδικαστική πράξη δεν μπορεί πλέον να διενεργηθεί. Ο [δικαστικός γραμματέας] καταχωρεί την παρέλευση της προθεσμίας και διατάσσει τα αναγκαία μέτρα ή ενημερώνει το δικαστήριο προκειμένου αυτό να εκδώσει την αντίστοιχη απόφαση.»

7        Κατά το άρθρο 551, παράγραφος 1, του LEC:

«Εάν υποβληθεί αίτηση περί κινήσεως της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, το δικαστήριο, εφόσον συντρέχουν οι δικονομικές προϋποθέσεις, εφόσον ο εκτελεστός τίτλος είναι απαλλαγμένος από τυπικά ελαττώματα και εφόσον οι πράξεις εκτέλεσης που ζητούνται είναι σύμφωνες προς τη φύση και το περιεχόμενο του τίτλου, εκδίδει σχετική διάταξη η οποία περιέχει τη γενική εντολή εκτέλεσης και εκτελεστό απόγραφο.»

8        Το άρθρο 556 του LEC φέρει τον τίτλο «Ανακοπή κατά της εκτέλεσης αποφάσεων δικαστηρίου ή δικαστικού γραμματέα ή διαιτητικών αποφάσεων ή συμφωνιών κατόπιν διαμεσολάβησης» και προβλέπει τα εξής:

«1.      Εάν ο εκτελεστός τίτλος είναι καταψηφιστική απόφαση δικαστηρίου ή δικαστικού γραμματέα ή διαιτητική απόφαση ή συμφωνία κατόπιν διαμεσολάβησης, ο καθού η εκτέλεση, εντός δέκα ημερών από της επίδοσης της διάταξης με την οποία δίδεται εντολή προς εκτέλεση, μπορεί να ασκήσει ανακοπή κατ’ αυτής εγγράφως, προβάλλοντας εξόφληση ή συμμόρφωση προς το διατακτικό της δικαστικής ή της διαιτητικής απόφασης ή προς τη συμφωνία κατόπιν διαμεσολάβησης, την οποία πρέπει να αποδεικνύει εγγράφως.

Επίσης, μπορεί να αντιτάξει ότι η αίτηση εκτέλεσης είναι εκπρόθεσμη ή ότι συνήφθησαν συμφωνίες ή συμβιβασμοί προς αποφυγή της εκτέλεσης, εφόσον οι εν λόγω συμφωνίες και συμβιβασμοί προκύπτουν από δημόσιο έγγραφο.

2.      Η ανακοπή που ασκείται στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου δεν αναστέλλει την εκτέλεση.

[…]»

9        Ο LEC τροποποιήθηκε με τον Ley 42/2015 de reforma de la Ley 1/2000 (νόμο 42/2015 περί μεταρρυθμίσεως του νόμου 1/2000), της 5ης Οκτωβρίου 2015 (BOE αριθ. 239, της 6ης Οκτωβρίου 2015) (στο εξής: τροποποιημένος LEC). Το άρθρο 815, παράγραφος 4, του εν λόγω νόμου ορίζει τα εξής:

«Αν η αξίωση θεμελιώνεται σε σύμβαση μεταξύ εταιρίας ή επαγγελματία και καταναλωτή ή χρήστη, ο [δικαστικός γραμματέας] πρέπει να το γνωστοποιήσει στον δικαστή, πριν από [την έκδοση] διαταγής πληρωμής, ώστε ο δικαστής να μπορέσει να εκτιμήσει τον ενδεχόμενο καταχρηστικό χαρακτήρα κάθε ρήτρας στην οποία βασίζεται η αίτηση ή βάσει της οποίας καθορίζεται το ποσό της απαίτησης.

Ο δικαστής εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν κάποια από τις ρήτρες στις οποίες θεμελιώνεται η αίτηση ή βάσει των οποίων καθορίζεται το ποσό της απαίτησης μπορεί να χαρακτηριστεί ως καταχρηστική. Αν εκτιμά ότι κάποια από τις ρήτρες μπορεί να χαρακτηριστεί ως καταχρηστική, καλεί τους διαδίκους σε ακρόαση εντός πέντε ημερών. Κατόπιν ακρόασης των διαδίκων, αποφαίνεται με διάταξη εντός των επόμενων πέντε ημερών. Για τη διαδικασία αυτή δεν απαιτείται η παράσταση δικηγόρου ή δικολάβου.

Αν οποιαδήποτε από τις συμβατικές ρήτρες κριθεί καταχρηστική, στην εκδιδόμενη διάταξη καθορίζονται οι εντεύθεν συνέπειες, οριζομένου είτε ότι το αίτημα κρίνεται αβάσιμο είτε ότι η διαδικασία συνεχίζεται χωρίς να εφαρμόζονται οι ρήτρες που κρίθηκαν καταχρηστικές.

Αν το δικαστήριο εκτιμά ότι οι ρήτρες δεν είναι καταχρηστικές, εκφέρει σχετική κρίση και ο δικαστικός γραμματέας διατάσσει τον οφειλέτη να εκπληρώσει την υποχρέωσή του κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 1.

Εν πάση περιπτώσει, κατά της εκδιδόμενης διάταξης μπορεί να ασκηθεί απευθείας ένδικο μέσο.»

10      Το άρθρο 816 του τροποποιημένου LEC έχει ως εξής:

«1.      Εάν ο οφειλέτης δεν συμμορφωθεί προς τη διαταγή πληρωμής ή εάν δεν εμφανιστεί ενώπιον του δικαστηρίου, ο [δικαστικός γραμματέας] εκδίδει αιτιολογημένη απόφαση με την οποία περατώνει τη διαδικασία έκδοσης διαταγής πληρωμής και ενημερώνει συναφώς τον πιστωτή, προκειμένου να ζητήσει την έκδοση εκτελεστού απογράφου, αρκούσης προς τούτο της υποβολής απλής αίτησης, χωρίς να απαιτείται η παρέλευση της εικοσαήμερης προθεσμίας που προβλέπεται στο άρθρο 548 του παρόντος νόμου.

2.      Εφόσον εκδοθεί εκτελεστό απόγραφο, η εκτέλεση διενεργείται κατά τα οριζόμενα για την [εκτέλεση] δικαστικών αποφάσεων, ενώ υπάρχει η δυνατότητα άσκησης ανακοπής όπως προβλέπεται στις περιπτώσεις αυτές, διευκρινιζομένου πάντως ότι ούτε ο αιτών στο πλαίσιο της διαδικασίας έκδοσης διαταγής πληρωμής ούτε ο οφειλέτης κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση μπορούν να ζητήσουν σε μεταγενέστερο χρονικό σημείο, στο πλαίσιο τακτικής διαδικασίας, το ποσό που είχε ζητηθεί με την αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής ή την επιστροφή του ποσού που εισπράχθηκε διά της εκτέλεσης.

Από την έκδοση του εκτελεστού απογράφου οφείλεται ο προβλεπόμενος στο άρθρο 576 τόκος.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

11      Στις 23 Ιουλίου 2018 η Investcapital υπέβαλε αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής κατά του G.H.R., με την οποία του ζητούσε την καταβολή ποσού 5 774,84 ευρώ βάσει οφειλής που της είχε εκχωρηθεί από τη Servicios Financieros Carrefour EFC SA. Η απαίτηση αυτή προέκυψε από σύμβαση καταναλωτικής πίστης, υπό τη μορφή ανανεώσιμης πίστωσης (στο εξής: σύμβαση πίστωσης).

12      Προς στήριξη της αιτήσεώς της, η Investcapital προσκόμισε την ως άνω σύμβαση πίστωσης και πιστοποιητικό οφειλής που κατήρτισε η ίδια, χωρίς καμία λογιστική βεβαίωση σχετική με το εν λόγω πιστοποιητικό ή βεβαίωση εκδοθείσα από την Servicios Financieros Carrefour σχετικά με την απαίτηση. Στο εν λόγω πιστοποιητικό, το ποσό της οφειλής χωριζόταν σε «ανεξόφλητο κεφάλαιο» ύψους 5 517,27 ευρώ και σε προμήθειες και έξοδα είσπραξης ύψους 257,53 ευρώ. Δεν παρεχόταν ανάλυση του «ανεξόφλητου κεφαλαίου».

13      Στις 17 Δεκεμβρίου 2018 ο δικαστής κάλεσε την Investcapital και τον G.H.R. να υποβάλουν παρατηρήσεις επί του ενδεχόμενου καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών σχετικά με τους τόκους, τα έξοδα και τις προμήθειες που περιέχονταν στη σύμβαση πίστωσης. Στο πλαίσιο αυτό, η Investcapital δήλωσε ότι παραιτείται από την απαίτηση του ποσού που αφορούσε τις προμήθειες και τα έξοδα είσπραξης, περιοριζομένης της αιτήσεως για την έκδοση διαταγής πληρωμής αποκλειστικώς και μόνον στο ποσό του ανεξόφλητου κεφαλαίου, ήτοι στο ποσό των 5 517,27 ευρώ. Ο G.H.R. δεν υπέβαλε παρατηρήσεις. Ο δικαστής δεν διαπίστωσε την ύπαρξη καταχρηστικών συμβατικών ρητρών.

14      Κατά συνέπεια, με απόφαση του γραμματέα του δικαστηρίου της 9ης Ιουλίου 2019, περατώθηκε η διαδικασία έκδοσης διαταγής πληρωμής.

15      Στις 16 Δεκεμβρίου 2021 η Investcapital υπέβαλε ενώπιον του Juzgado de Primera Instancia n. 2 de León (πρωτοδικείου υπ’ αριθ. 2 León, Ισπανία), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου, αίτηση περί κινήσεως διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, στηριζόμενη στην απόφαση της 9ης Ιουλίου 2019, η οποία θεωρήθηκε εκτελεστός τίτλος.

16      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, όπως προκύπτει από την «πείρα των δικαστηρίων», η έλλειψη οποιασδήποτε βεβαίωσης ή λογιστικού εγγράφου σχετικά με το ποσό που ζητείται ως «ανεξόφλητο κεφάλαιο» καθώς και η απουσία ανάλυσης του ποσού αυτού είναι στοιχείο δυνάμενο να καταδείξει πρακτική απόκρυψης ενδεχόμενων καταχρηστικών ρητρών στη σύμβαση πίστωσης, δεδομένου ότι το συγκεκριμένο ποσό ενδέχεται να μην αντιστοιχεί στο ποσό που οφείλεται ως κεφάλαιο της απαιτήσεως. Για τον λόγο αυτόν, το αιτούν δικαστήριο έκρινε ότι ο έλεγχος του ενδεχομένως καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών της εν λόγω σύμβασης, ο οποίος είχε λάβει χώρα κατά το στάδιο της διαδικασίας έκδοσης της διαταγής πληρωμής, διενεργήθηκε χωρίς ο δικαστής να έχει στη διάθεσή του όλες τις απαραίτητες προς τούτο πληροφορίες.

17      Η εκτίμηση αυτή οδήγησε το αιτούν δικαστήριο να υποβάλει ερώτημα στους διαδίκους της διαφοράς της οποίας είχε επιληφθεί σχετικά με τη δυνατότητα διενέργειας νέου ελέγχου του ενδεχομένως καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών της σύμβασης πίστωσης. Η Investcapital θεώρησε ότι δεύτερος σχετικός έλεγχος παραβιάζει την αρχή της απώλειας του δικαιώματος για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων λόγω της εκπνοής της προθεσμίας που έχει ταχθεί προς τούτο. Ο G.H.R. ισχυρίστηκε ότι νέος έλεγχος, κατά το στάδιο της εκτέλεσης, είναι ακόμα δυνατόν να πραγματοποιηθεί υπό το πρίσμα της οδηγίας 93/13.

18      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, σε αντίθεση με τις περιπτώσεις τις οποίες αφορούσαν οι υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις της 18ης Φεβρουαρίου 2016, Finanmadrid EFC (C‑49/14, EU:C:2016:98), και της 17ης Μαΐου 2022, Ibercaja Banco (C‑600/19, EU:C:2022:394), ο τροποποιημένος LEC προβλέπει πλέον τον αυτεπάγγελτο έλεγχο του ενδεχομένως καταχρηστικού χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών στο πλαίσιο της διαδικασίας έκδοσης διαταγής πληρωμής. Αντιθέτως, ο δικαστικός τίτλος που προκύπτει από μια τέτοια διαδικασία δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο κανενός άλλου ελέγχου ή ανακοπής λόγω καταχρηστικότητας των ρητρών αυτών, δεδομένου ότι ο δικαστικός τίτλος θεωρείται ότι εκδόθηκε κατόπιν διενέργειας τέτοιου ελέγχου, ο οποίος προβλέπεται επιτακτικώς από τον τροποποιημένο LEC.

19      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει επίσης ότι η βούληση του Ισπανού νομοθέτη, όταν προέβλεψε τον έλεγχο του ενδεχομένως καταχρηστικού χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών στο πλαίσιο της διαδικασίας έκδοσης διαταγής πληρωμής και όχι στο στάδιο της εκτέλεσης του τίτλου που προκύπτει από μια τέτοια διαδικασία, ήταν να διενεργείται ο έλεγχος αυτός, επί ποινή απώλειας του δικαιώματος που προβλέπεται στο άρθρο 136 του LEC, μόνο σε συγκεκριμένο στάδιο της διαδικασίας. Το πέρας της διεξαγωγής του σταδίου αυτού συνεπάγεται πάροδο της αποκλειστικής προθεσμίας για τον έλεγχο της καταχρηστικότητας των συμβατικών ρητρών. Επιπλέον, το ισπανικό δίκαιο απαγορεύει, για λόγους ασφάλειας δικαίου, την αναθεώρηση των δικαστικών αποφάσεων με ισχύ δεδικασμένου, όπως συμβαίνει στην περίπτωση απόφασης που περατώνει τη διαδικασία έκδοσης διαταγής πληρωμής.

20      Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν το άρθρο 7 της οδηγίας 93/13, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικότητας, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία δεν του επιτρέπει, λόγω της παρόδου της αποκλειστικής προθεσμίας για έλεγχο του ενδεχομένως καταχρηστικού χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών, να προβεί, στο πλαίσιο της διαδικασίας εκτέλεσης διαταγής πληρωμής, σε νέο σχετικό έλεγχο, αν εκτιμά ότι υφίστανται καταχρηστικές ρήτρες που δεν εντοπίστηκαν κατά τη διαδικασία έκδοσης διαταγής πληρωμής η οποία κατέληξε στην έκδοση του τίτλου του οποίου ζητείται η εκτέλεση.

21      Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται επίσης αν, προκειμένου να διενεργηθεί ένας τέτοιος έλεγχος, είναι σύμφωνο με τις απαιτήσεις του άρθρου 7 της ως άνω οδηγίας αίτημα παροχής, στο πλαίσιο της διαδικασίας εκτέλεσης διαταγής πληρωμής, επιπλέον εγγράφων σε σχέση με εκείνα που ζητήθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας έκδοσης της διαταγής πληρωμής.

22      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Juzgado de Primera Instancia n. 2 de León (πρωτοδικείο υπ’ αριθ. 2 León) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Αντιβαίνει στο άρθρο 7 της [οδηγίας 93/13] η εκ νέου διενέργεια αυτεπάγγελτου ελέγχου καταχρηστικών ρητρών κατά τη διαδικασία εκτέλεσης τίτλου απορρέοντος από διαδικασία έκδοσης διαταγής πληρωμής, στο πλαίσιο της οποίας διενεργήθηκε αυτεπάγγελτος έλεγχος καταχρηστικών ρητρών;

Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης, αντιβαίνει στο άρθρο 7 της οδηγίας 93/13 να απαιτηθεί από τον επισπεύδοντα την εκτέλεση να παράσχει κάθε αναγκαία συμπληρωματική πληροφορία σχετικά με την προέλευση του ποσού της απαίτησης, συμπεριλαμβανομένου του κεφαλαίου και, ενδεχομένως, των τόκων, των συμβατικών κυρώσεων και άλλων ποσών, προκειμένου να διενεργηθεί αυτεπαγγέλτως έλεγχος του ενδεχόμενου καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών αυτών; Αντιβαίνει στο άρθρο 7 της οδηγίας εθνική νομοθεσία η οποία δεν προβλέπει δυνατότητα να απαιτηθούν τα εν λόγω συμπληρωματικά έγγραφα κατά τη διαδικασία εκτέλεσης;

2)      Αντιβαίνει στην αρχή της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης εθνική δικονομική ρύθμιση η οποία απαγορεύει ή δεν προβλέπει δεύτερο αυτεπάγγελτο έλεγχο των καταχρηστικών ρητρών κατά τη διαδικασία εκτέλεσης δικαστικού τίτλου απορρέοντος από διαδικασία έκδοσης διαταγής πληρωμής, σε περίπτωση που κρίνεται ότι ενδεχομένως υπάρχουν καταχρηστικές ρήτρες λόγω πλημμελούς ή ελλιπούς ελέγχου της καταχρηστικότητας κατά την προηγούμενη διαδικασία έκδοσης του εν λόγω εκτελεστού τίτλου;

Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, πρέπει να θεωρηθεί ότι πληροί την αρχή της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης η αναγνώριση στον δικαστή της δυνατότητας να απαιτήσει από τον επισπεύδοντα την εκτέλεση να προσκομίσει όλα τα έγγραφα που είναι αναγκαία για τον προσδιορισμό των στοιχείων της σύμβασης που θεμελιώνουν το ποσό της απαίτησης, προκειμένου να ελέγξει τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα των ρητρών;»

 Επί του παραδεκτού

23      Η Ισπανική Κυβέρνηση προβάλλει ένσταση απαραδέκτου των προδικαστικών ερωτημάτων για τον λόγο, αφενός, ότι το πραγματικό γεγονός στο οποίο αυτά στηρίζονται, ήτοι ο ελλιπής έλεγχος του ενδεχομένως καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών της σύμβασης πίστωσης κατά τη διαδικασία έκδοσης διαταγής πληρωμής, είναι υποθετικό, δεδομένου ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, ο δικαστής διενήργησε αυτεπάγγελτο έλεγχο, σύμφωνα με το άρθρο 815, παράγραφος 4, του τροποποιημένου LEC. Αφετέρου, κατά την κυβέρνηση αυτή, η εξέταση του ορθού καθορισμού του ύψους του ποσού που ζητεί η Investcapital δεν απαιτεί έλεγχο του ενδεχομένως καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών της σύμβασης πίστωσης, κατά την έννοια της οδηγίας 93/13.

24      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι ο εθνικός δικαστής, ο οποίος έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη για τη δικαστική απόφαση που πρόκειται να εκδοθεί, είναι αποκλειστικώς αρμόδιος να εκτιμήσει, με γνώμονα τις ιδιαιτερότητες της υπόθεσης της κύριας δίκης, αν τα ερωτήματα τα οποία υποβάλλει στο Δικαστήριο είναι λυσιτελή. Εφόσον τα υποβαλλόμενα προδικαστικά ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία ή το κύρος κανόνα του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο είναι κατ’ αρχήν υποχρεωμένο να αποφανθεί. Ως εκ τούτου, ένα προδικαστικό ερώτημα που αφορά το δίκαιο της Ένωσης είναι κατά τεκμήριο λυσιτελές. Το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να απαντήσει σε τέτοιο ερώτημα μόνον όταν προκύπτει προδήλως ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή ακόμη όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα τα οποία του υποβάλλονται [πρβλ. απόφαση της 29ης Ιουνίου 2023, International Protection Appeals Tribunal κ.λπ. (Επίθεση στο Πακιστάν), C‑756/21, EU:C:2023:523, σκέψεις 35 και 36].

25      Ωστόσο, εν προκειμένω, αφενός, η απόφαση περί παραπομπής περιγράφει επαρκώς το νομικό και πραγματικό πλαίσιο της υπόθεσης της κύριας δίκης, τα δε στοιχεία που παρέχει το αιτούν δικαστήριο καθιστούν δυνατό τον προσδιορισμό του περιεχομένου των προδικαστικών ερωτημάτων.

26      Αφετέρου, εναπόκειται αποκλειστικώς στο αιτούν δικαστήριο να καθορίσει αν ο έλεγχος του ενδεχομένως καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών της σύμβασης πίστωσης στο πλαίσιο της διαδικασίας έκδοσης διαταγής πληρωμής μπορεί να θεωρηθεί πλήρης και αν, προκειμένου να βεβαιωθεί ότι το ποσό που ζητείται στο πλαίσιο της διαδικασίας εκτέλεσης έχει προσδιοριστεί ορθώς, απαιτείται προηγούμενη εξακρίβωση του καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών της σύμβασης πίστωσης.

27      Υπό τις συνθήκες αυτές, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως πρέπει να κριθεί παραδεκτή.

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος και του πρώτου σκέλους του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος

28      Με το πρώτο σκέλος του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος και το πρώτο σκέλος του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικότητας, αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία, λόγω παρέλευσης της σχετικής αποκλειστικής προθεσμίας, δεν επιτρέπει στον δικαστή που έχει επιληφθεί της εκτέλεσης διαταγής πληρωμής να ελέγξει, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αιτήσεως του καταναλωτή, τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα των ρητρών σύμβασης πίστωσης συναφθείσας μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, όταν ο ως άνω έλεγχος έχει μεν ήδη διενεργηθεί από δικαστή κατά το στάδιο της διαδικασίας έκδοσης της διαταγής πληρωμής, αλλά υπάρχουν λόγοι για τους οποίους μπορεί να θεωρηθεί ότι ήταν ελλιπής.

29      Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η οδηγία 93/13 και, ειδικότερα, το άρθρο 7, παράγραφος 1, αυτής, σε συνδυασμό με την εικοστή τέταρτη αιτιολογική σκέψη της, επιβάλλουν στα κράτη μέλη την υποχρέωση να προβλέπουν κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα προκειμένου να πάψει η χρησιμοποίηση των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται από έναν επαγγελματία με καταναλωτές (πρβλ. αποφάσεις της 29ης Οκτωβρίου 2015, BBVA, C‑8/14, EU:C:2015:731, σκέψη 19, και της 31ης Μαρτίου 2022, Lombard Lízing, C‑472/20, EU:C:2022:242, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

30      Μολονότι το Δικαστήριο έχει, συνακόλουθα, προσδιορίσει επανειλημμένως τον τρόπο με τον οποίο το εθνικό δικαστήριο οφείλει να διασφαλίζει την προστασία των δικαιωμάτων που οι καταναλωτές αντλούν από την οδηγία αυτή, εντούτοις το δίκαιο της Ένωσης δεν εναρμονίζει κατ’ αρχήν τις διαδικασίες εξετάσεως του τυχόν καταχρηστικού χαρακτήρα μιας συμβατικής ρήτρας και, κατά συνέπεια, οι διαδικασίες αυτές εμπίπτουν στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών μελών, κατ’ εφαρμογήν της αρχής της δικονομικής αυτονομίας τους, υπό την προϋπόθεση πάντως ότι δεν είναι λιγότερο ευνοϊκές από εκείνες που διέπουν παρόμοιες καταστάσεις υποκείμενες στο εσωτερικό δίκαιο (αρχή της ισοδυναμίας) και δεν καθιστούν πρακτικά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από το δίκαιο της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 17ης Μαΐου 2022, Ibercaja Banco, C‑600/19, EU:C:2022:394, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

31      Όσον αφορά την αρχή της αποτελεσματικότητας, η οποία και μόνον αποτελεί το αντικείμενο των προβληματισμών του αιτούντος δικαστηρίου, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, κάθε περίπτωση κατά την οποία τίθεται το ζήτημα εάν μια εθνική δικονομική διάταξη καθιστά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης πρέπει να αναλύεται λαμβανομένης υπόψη της θέσεως της εν λόγω διατάξεως στην όλη διαδικασία ενώπιον των διαφόρων εθνικών οργάνων, καθώς και της εξέλιξης της διαδικασίας και των ιδιαιτεροτήτων της [απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2022, Vicente (Διαδικασία για την καταβολή δικηγορικής αμοιβής), C‑335/21, EU:C:2022:720, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

32      Εν προκειμένω, από τη δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο προκύπτει ότι, στο ισπανικό δικονομικό σύστημα, η διαδικασία έκδοσης διαταγής πληρωμής, την οποία προβλέπει το άρθρο 815 του LEC, τροποποιήθηκε με τον νόμο 42/2015, προκειμένου ο δικαστής να μπορεί να ελέγξει αυτεπαγγέλτως τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών υπό το πρίσμα της οδηγίας 93/13.

33      Όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής, στηριζόμενη σε σύμβαση συναφθείσα μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, κοινοποιείται, σύμφωνα με το άρθρο 815, παράγραφος 4, του τροποποιημένου LEC, από τον γραμματέα στον δικαστή προκειμένου να ελεγχθεί αυτεπαγγέλτως ο ενδεχόμενος καταχρηστικός χαρακτήρας κάθε συμβατικής ρήτρας στην οποία στηρίζεται η αίτηση ή βάσει της οποίας καθορίζεται το απαιτητό ποσό. Εάν ο δικαστής κρίνει ότι κάποια από τις εν λόγω ρήτρες μπορεί να είναι καταχρηστική, καλεί τους διαδίκους να υποβάλουν παρατηρήσεις. Αφού ακούσει τους διαδίκους, αποφαίνεται με διάταξη, καθορίζοντας, ενδεχομένως, τις συνέπειες που συνεπάγεται η διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών που εξέτασε. Κατά της διάταξης μπορεί να ασκηθεί ένδικο μέσο. Αν ο δικαστής εκτιμήσει ότι δεν υπάρχουν καταχρηστικές ρήτρες, προβαίνει σε σχετική δήλωση και ο γραμματέας διατάσσει τον οφειλέτη να εκπληρώσει την υποχρέωσή του.

34      Κατά το άρθρο 816, παράγραφος 1, του τροποποιημένου LEC, αν ο οφειλέτης δεν συμμορφωθεί με τη διαταγή πληρωμής ή δεν εμφανιστεί ενώπιον του δικαστηρίου, ο γραμματέας εκδίδει αιτιολογημένη απόφαση η οποία περατώνει τη διαδικασία έκδοσης διαταγής πληρωμής και αποτελεί εκτελεστό τίτλο. Η απόφαση αυτή συνιστά, σύμφωνα με το άρθρο 556 του LEC, απόφαση η οποία δεν υπόκειται σε ανακοπή για λόγους που αφορούν τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών.

35      Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι το γεγονός ότι ο Ισπανός νομοθέτης προέβλεψε εξέταση του ενδεχομένως καταχρηστικού χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών στο πλαίσιο της διαδικασίας έκδοσης διαταγής πληρωμής και όχι κατά το στάδιο της εκτέλεσης της απόφασης του γραμματέα που εκδόθηκε μετά το πέρας μιας τέτοιας διαδικασίας μαρτυρεί τη βούληση να επιβληθεί η διενέργεια του ελέγχου αυτού, επί ποινή απώλειας του σχετικού δικαιώματος, στο πλαίσιο διαδικασίας προγενέστερης της διαδικασίας εκτέλεσης της διαταγής πληρωμής. Επομένως, ο καταναλωτής έχει απωλέσει το δικαίωμα να ζητήσει τέτοιον έλεγχο κατά την εκτέλεση διαταγής πληρωμής, του ελέγχου αυτού μη δυναμένου πλέον να διενεργηθεί ούτε αυτεπαγγέλτως από τον δικαστή.

36      Εν προκειμένω, μολονότι δεν αμφισβητείται ότι ο ως άνω έλεγχος διενεργήθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας έκδοσης διαταγής πληρωμής, εντούτοις το αιτούν δικαστήριο αμφιβάλλει ως προς την αποτελεσματικότητά του, λαμβανομένων υπόψη των εγγράφων που προσκομίστηκαν προς στήριξη της αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής, τα οποία θεωρεί ότι δεν επαρκούν για να μπορέσει ο δικαστής να διαπιστώσει με ποιον τρόπο προσδιορίστηκε το ποσό της οφειλής. Υπό τις συνθήκες αυτές, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικότητας, απαιτεί από το δικαστήριο της εκτέλεσης να ελέγχει τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικών ρητρών, παρά τους εθνικούς δικονομικούς κανόνες που προβλέπουν την απώλεια του δικαιώματος για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων κατά την εκπνοή της ταχθείσας προς τον σκοπό αυτόν προθεσμίας.

37      Συναφώς, επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι το γεγονός ότι ο έλεγχος του ενδεχομένως καταχρηστικού χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών προβλέπεται μόνο στο πλαίσιο της διαδικασίας έκδοσης διαταγής πληρωμής και όχι επ’ ευκαιρία της εκτέλεσης της διαταγής πληρωμής που εκδίδεται μετά το πέρας της ως άνω διαδικασίας δεν συνιστά, αυτό καθεαυτό, παραβίαση της αρχής της αποτελεσματικότητας.

38      Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, η τήρηση της αρχής αυτής διασφαλίζεται εφόσον το εθνικό δικονομικό σύστημα προβλέπει τη δυνατότητα να πραγματοποιηθεί, στο πλαίσιο της διαδικασίας εκδόσεως διαταγής πληρωμής ή της διαδικασίας εκτελέσεως της διαταγής πληρωμής, αυτεπάγγελτος έλεγχος του ενδεχομένως καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών της σύμβασης που αφορούν οι εν λόγω διαδικασίες (πρβλ. απόφαση της 18ης Φεβρουαρίου 2016, Finanmadrid EFC, C‑49/14, EU:C:2016:98, σκέψη 46).

39      Ειδικότερα, το Δικαστήριο έχει αποσαφηνίσει ότι, προς διασφάλιση τόσο της σταθερότητας του δικαίου και των εννόμων σχέσεων όσο και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, επιβάλλεται να μην μπορεί να τεθεί ζήτημα κύρους των δικαστικών αποφάσεων οι οποίες έχουν καταστεί αμετάκλητες μετά την εξάντληση των διαθέσιμων ενδίκων μέσων ή μετά την εκπνοή των προθεσμιών που τάσσονται για την άσκηση των ως άνω ενδίκων μέσων (απόφαση της 17ης Μαΐου 2022, Ibercaja Banco, C‑600/19, EU:C:2022:394, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

40      Όσον αφορά την απώλεια δικαιώματος λόγω παρέλευσης ορισμένων δικονομικών προθεσμιών, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι οι καθοριζόμενες για λόγους ασφάλειας δικαίου εύλογες αποκλειστικές προθεσμίες προσφυγής δεν καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση δικαιωμάτων που απορρέουν από την έννομη τάξη της Ένωσης, εάν είναι ουσιαστικά επαρκείς για την εκ μέρους του καταναλωτή προετοιμασία και άσκηση αποτελεσματικού ένδικου βοηθήματος (απόφαση της 9ης Ιουλίου 2020, Raiffeisen Bank και BRD Groupe Société Générale, C‑698/18 και C‑699/18, EU:C:2020:537, σκέψη 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

41      Εν προκειμένω, οι προβληματισμοί του αιτούντος δικαστηρίου δεν προκαλούνται λόγω της διάρκειας των προθεσμιών που τάσσονται στον καταναλωτή για να προβάλει, στο πλαίσιο της διαδικασίας έκδοσης διαταγής πληρωμής, τα δικαιώματα που αντλεί από την οδηγία 93/13, αλλά λόγω της αρχής της απώλειας του δικαιώματος κατά την εκπνοή των εν λόγω προθεσμιών και, επομένως, λόγω της συνακόλουθης αδυναμίας του αιτούντος δικαστηρίου να εξετάσει, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αιτήσεως του καταναλωτή, τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών, κατά τη διαδικασία εκτέλεσης της διαταγής πληρωμής.

42      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο διαδικασίας εκτέλεσης προς ικανοποίηση ενυπόθηκης απαίτησης κατά την οποία ο δικαστής όφειλε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών κατά την έναρξη της εν λόγω διαδικασίας, χωρίς να μπορεί να διενεργηθεί ο έλεγχος αυτός σε μεταγενέστερα στάδια της διαδικασίας, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η προστασία που εγγυάται η οδηγία 93/13 διασφαλίζεται μόνο εάν το εθνικό δικαστήριο αναφέρει ρητώς, στην απόφαση με την οποία επιτρέπει την εκτέλεση για την ικανοποίηση ενυπόθηκης απαιτήσεως, ότι προέβη σε αυτεπάγγελτη εξέταση της ενδεχόμενης καταχρηστικότητας των ρητρών του τίτλου βάσει του οποίου κινήθηκε η διαδικασία εκτέλεσης, ότι από την εξέταση αυτή, η οποία πρέπει να αιτιολογείται τουλάχιστον συνοπτικώς, δεν προέκυψε η ύπαρξη καταχρηστικής ρήτρας και ότι, εφόσον δεν ασκηθεί ανακοπή εντός της προβλεπόμενης από το εθνικό δίκαιο προθεσμίας, ο καταναλωτής δεν θα έχει πλέον το δικαίωμα να επικαλεστεί την τυχόν καταχρηστικότητα των συγκεκριμένων ρητρών (απόφαση της 17ης Μαΐου 2022, Ibercaja Banco, C‑600/19, EU:C:2022:394, σκέψη 51).

43      Από τη νομολογία προκύπτει επίσης ότι, στην περίπτωση που, στο πλαίσιο προηγούμενης εξέτασης μιας επίδικης σύμβασης η οποία κατέληξε στην έκδοση απόφασης έχουσας ισχύ δεδικασμένου, ο εθνικός δικαστής περιορίστηκε στο να εξετάσει αυτεπαγγέλτως, υπό το πρίσμα της οδηγίας 93/13, μία μόνο ρήτρα ή ορισμένες από τις ρήτρες της σύμβασης αυτής, η οδηγία 93/13 επιβάλλει σε δικαστή, στην κρίση του οποίου έχει υποβληθεί νομοτύπως η διαφορά στο πλαίσιο μεταγενέστερης διαδικασίας, την υποχρέωση να εκτιμήσει, κατόπιν αιτήσεως των διαδίκων ή αυτεπαγγέλτως, εφόσον έχει στη διάθεσή του τα απαραίτητα προς τούτο νομικά και πραγματικά στοιχεία, τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα των λοιπών ρητρών της εν λόγω σύμβασης. Ειδικότερα, χωρίς έναν τέτοιον έλεγχο, η προστασία του καταναλωτή θα ήταν ελλιπής και ανεπαρκής και δεν θα αποτελούσε κατάλληλο ούτε αποτελεσματικό μέσο προκειμένου να παύσει η χρησιμοποίηση ρητρών τέτοιου είδους, σε αντίθεση με τα όσα προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας (απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2017, Banco Primus, C‑421/14, EU:C:2017:60, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

44      Όσον αφορά, ειδικότερα, την αιτιολογία που οφείλει να παραθέσει ο δικαστής ο οποίος προέβη σε εξέταση του καταχρηστικού χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η αιτιολογία αυτή πρέπει να παρέχει στο δικαστήριο που επιλαμβάνεται μεταγενέστερου ενδίκου βοηθήματος τη δυνατότητα να προσδιορίσει, αφενός, τις ρήτρες ή τα τμήματα ρητρών που εξετάστηκαν υπό το πρίσμα της οδηγίας 93/13 στο πλαίσιο μιας πρώτης διαδικασίας και, αφετέρου, τους λόγους, έστω και συνοπτικώς εκτιθέμενους, για τους οποίους ο δικαστής που επελήφθη της υπόθεσης στο πλαίσιο της πρώτης διαδικασίας έκρινε ότι οι ρήτρες αυτές ή τα τμήματα ρητρών δεν είχαν καταχρηστικό χαρακτήρα (πρβλ. διάταξη της 18ης Δεκεμβρίου 2023, Eurobank Bulgaria, C‑231/23, EU:C:2023:1008, σκέψη 34).

45      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο έλεγχος, από τον δικαστή, του ενδεχομένως καταχρηστικού χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών που περιέχονται σε σύμβαση συναφθείσα μεταξύ καταναλωτή και επαγγελματία είναι σύμφωνος με την αρχή της αποτελεσματικότητας υπό το πρίσμα της οδηγίας 93/13, εφόσον, αφενός, ο καταναλωτής ενημερώνεται για την ύπαρξη του ελέγχου και για τις συνέπειες που επιφέρει η αδράνεια του ίδιου όσον αφορά την απώλεια του δικαιώματος προβολής του ενδεχομένως καταχρηστικού χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών και, αφετέρου, η απόφαση που λαμβάνεται κατόπιν του ως άνω ελέγχου είναι αιτιολογημένη κατά τρόπο επαρκή ώστε να καθιστά δυνατό τον προσδιορισμό των ρητρών που εξετάσθηκαν στο πλαίσιο αυτό και των λόγων, έστω και αν εκτίθενται συνοπτικώς, για τους οποίους ο δικαστής έκρινε ότι οι ρήτρες δεν έχουν καταχρηστικό χαρακτήρα. Μια δικαστική απόφαση που ανταποκρίνεται στις ως άνω απαιτήσεις μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να εμποδίσει τον νέο έλεγχο του ενδεχομένως καταχρηστικού χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών στο πλαίσιο μεταγενέστερης διαδικασίας.

46      Εν προκειμένω, από τη δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας έκδοσης διαταγής πληρωμής, ο δικαστής εξέτασε αυτεπαγγέλτως, βάσει της υποχρέωσης που υπέχει από τον τροποποιημένο LEC, τις ρήτρες της σύμβασης πίστωσης και, καθόσον είχε αμφιβολίες ως προς τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα των ρητρών αυτών, κάλεσε τους διαδίκους να υποβάλουν συναφώς παρατηρήσεις. Ο καταναλωτής δεν ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση αυτή ούτε άσκησε ένδικο μέσο κατά της διάταξης που εξέδωσε ο δικαστής σχετικά με τη μη διαπίστωση της ύπαρξης καταχρηστικών ρητρών, κατόπιν της οποίας εκδόθηκε διαταγή πληρωμής από τον γραμματέα του δικαστηρίου. Προκύπτει επίσης ότι ο καταναλωτής δεν άσκησε ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής, οπότε η απόφαση του γραμματέα της 9ης Ιουλίου 2019 αποτελεί την απόφαση με την οποία περατώνεται η διαδικασία διαταγής πληρωμής.

47      Επιπροσθέτως, επισημαίνεται επίσης ότι από την απόφαση περί παραπομπής δεν προκύπτει ότι ενδεχόμενοι δικονομικοί περιορισμοί θα μπορούσαν να έχουν αποτρέψει τον καταναλωτή από την άσκηση των δικαιωμάτων του στο πλαίσιο της διαδικασίας έκδοσης διαταγής πληρωμής.

48      Κατά συνέπεια, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 42 και 44 της παρούσας απόφασης, υπό την επιφύλαξη, αφενός, ότι ο καταναλωτής γνώριζε την ύπαρξη του ελέγχου του δυνητικώς καταχρηστικού χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών, ο οποίος διενεργείται αυτεπαγγέλτως στο πλαίσιο της διαδικασίας έκδοσης διαταγής πληρωμής, και των συνεπειών που απορρέουν από την αδράνειά του και, αφετέρου, ότι η διάταξη που εκδίδει ο δικαστής κατόπιν του ελέγχου αυτού είναι επαρκώς αιτιολογημένη, ο έλεγχος που διενεργεί ο δικαστής στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας φαίνεται να ανταποκρίνεται στην επιταγή της αποτελεσματικότητας υπό το πρίσμα του άρθρου 7 της οδηγίας 93/13, όπερ εναπόκειται πάντως στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

49      Υπενθυμίζεται επίσης ότι ο καταναλωτής είχε τη δυνατότητα να αμφισβητήσει, εφόσον πίστευε ότι μπορούσε βασίμως να το πράξει, εντός των προθεσμιών που του ετάχθησαν προς τούτο, την έλλειψη καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών της σύμβασης στο πλαίσιο ενδίκου μέσου ασκούμενου κατά της δικαστικής απόφασης που εξέδωσε ο δικαστής στο πλαίσιο της διαδικασίας έκδοσης διαταγής πληρωμής.

50      Με τις γραπτές παρατηρήσεις της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι η απόφαση του γραμματέα του δικαστηρίου με την οποία περατώνεται η διαδικασία έκδοσης διαταγής πληρωμής στερείται οποιασδήποτε αιτιολογίας και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια την απώλεια του δικαιώματος για έλεγχο του ενδεχομένως καταχρηστικού χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών λόγω παρόδου της σχετικής αποκλειστικής προθεσμίας.

51      Εντούτοις, λαμβανομένης υπόψη της αρχής της δικονομικής αυτονομίας, η οποία υπομνήσθηκε στη σκέψη 30 της παρούσας απόφασης, τα κράτη μέλη παραμένουν ελεύθερα να οργανώνουν το δικονομικό τους σύστημα κατά τρόπον ώστε ο έλεγχος βάσει της οδηγίας 93/13 να μπορεί να διενεργείται όχι μόνον επ’ ευκαιρία της απόφασης με την οποία περατώνεται η διαδικασία έκδοσης διαταγής πληρωμής, αλλά και σε κάθε στάδιο της διαδικασίας αυτής, εφόσον διενεργείται από δικαστή και είναι σύμφωνος με την αρχή της αποτελεσματικότητας. Δεδομένου ότι, στο ισπανικό δικονομικό σύστημα, διενεργείται τέτοιος έλεγχος κατά τη διάρκεια της διαδικασίας έκδοσης διαταγής πληρωμής, το γεγονός ότι δεν μπορεί πλέον να διενεργηθεί κατά τη διαδικασία εκτέλεσης της διαταγής πληρωμής δεν είναι αφ’ εαυτού ικανό να θίξει την αποτελεσματικότητα της εν λόγω οδηγίας.

52      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο πρώτο σκέλος του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος και στο πρώτο σκέλος του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικότητας, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία, λόγω παρέλευσης της σχετικής αποκλειστικής προθεσμίας, δεν επιτρέπει στον δικαστή που έχει επιληφθεί της εκτέλεσης διαταγής πληρωμής να ελέγξει, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αιτήσεως του καταναλωτή, τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα των ρητρών σύμβασης πίστωσης συναφθείσας μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, όταν ο ως άνω έλεγχος έχει ήδη διενεργηθεί από δικαστή κατά το στάδιο της διαδικασίας έκδοσης της διαταγής πληρωμής, υπό την επιφύλαξη ότι ο επιληφθείς κατά το στάδιο της διαδικασίας έκδοσης δικαστής, πρώτον, έχει προσδιορίσει, στην απόφασή του, τις ρήτρες που αποτέλεσαν αντικείμενο του ελέγχου, δεύτερον, έχει εκθέσει, έστω και συνοπτικώς, τους λόγους για τους οποίους οι ρήτρες αυτές δεν είχαν καταχρηστικό χαρακτήρα και, τρίτον, έχει επισημάνει ότι, ελλείψει άσκησης των ενδίκων μέσων που προβλέπει το εθνικό δίκαιο κατά της ως άνω απόφασης εντός της ταχθείσας προθεσμίας, ο καταναλωτής θα απωλέσει το δικαίωμά του να προβάλει τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα των εν λόγω ρητρών.

 Επί του δεύτερου σκέλους του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος και του δεύτερου σκέλους του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος

53      Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος και το δεύτερο σκέλος του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικότητας, αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία δεν επιτρέπει στον δικαστή που επιλαμβάνεται της εκτέλεσης διαταγής πληρωμής να διατάξει αυτεπαγγέλτως τη διεξαγωγή αποδείξεων προκειμένου να διαπιστώσει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία για τον έλεγχο του ενδεχομένως καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών σύμβασης πίστωσης η οποία έχει συναφθεί μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή.

54      Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι τα ερωτήματα αυτά δικαιολογούνται μόνον εάν το αιτούν δικαστήριο, κατόπιν της ανάλυσης στην οποία οφείλει να προβεί υπό το πρίσμα του πρώτου σκέλους του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος και του πρώτου σκέλους του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος, καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο έλεγχος που διενεργήθηκε κατά το στάδιο της διαδικασίας έκδοσης διαταγής πληρωμής δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της αρχής της αποτελεσματικότητας υπό το πρίσμα της οδηγίας 93/13 και ότι, κατά συνέπεια, πρέπει να προβεί σε νέο έλεγχο.

55      Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο δεύτερο σκέλος των εν λόγω προδικαστικών ερωτημάτων, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, το σύστημα προστασίας που θεσπίζει η οδηγία 93/13 βασίζεται στην αντίληψη ότι ο καταναλωτής βρίσκεται σε ασθενέστερη θέση έναντι του επαγγελματία, τόσο ως προς τη δυνατότητα διαπραγματεύσεως όσο και ως προς το επίπεδο της πληροφορήσεως (πρβλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 4ης Μαΐου 2023, BRD Groupe Societé Générale και Next Capital Solutions, C‑200/21, EU:C:2023:380, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

56      Η ανισότητα που υπάρχει μεταξύ καταναλωτή και επαγγελματία μπορεί επομένως να αντισταθμισθεί μόνο με θετική παρέμβαση, μη εξαρτώμενη από τους συμβαλλομένους στη σύμβαση (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 11ης Μαΐου 2020, Lintner, C‑511/17, EU:C:2020:188, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

57      Αν το αιτούν δικαστήριο καταλήξει στο συμπέρασμα ότι, ελλείψει αποτελεσματικού ελέγχου κατά το στάδιο της διαδικασίας έκδοσης διαταγής πληρωμής, οφείλει να προβεί το ίδιο στον έλεγχο του ενδεχομένως καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών που περιέχονται στη σύμβαση πίστωσης, πρέπει να έχει τη δυνατότητα να διατάξει αυτεπαγγέλτως τη διεξαγωγή αποδείξεων για τον σκοπό αυτόν [πρβλ. απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2022, Vicente (Διαδικασία για την καταβολή δικηγορικής αμοιβής), C‑335/21, EU:C:2022:720, σκέψη 73 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

58      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο δεύτερο σκέλος του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος και στο δεύτερο σκέλος του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικότητας, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία δεν επιτρέπει στον δικαστή που επιλαμβάνεται της εκτέλεσης διαταγής πληρωμής να διατάξει αυτεπαγγέλτως τη διεξαγωγή αποδείξεων προκειμένου να διαπιστώσει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία για τον έλεγχο του ενδεχομένως καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών σύμβασης πίστωσης η οποία έχει συναφθεί μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, όταν ο έλεγχος που διενήργησε ο αρμόδιος δικαστής κατά το στάδιο της διαδικασίας έκδοσης της διαταγής πληρωμής δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της αρχής της αποτελεσματικότητας υπό το πρίσμα της εν λόγω οδηγίας.

 Επί των δικαστικών εξόδων

59      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (ένατο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικότητας,

έχει την έννοια ότι:

δεν αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία, λόγω παρέλευσης της σχετικής αποκλειστικής προθεσμίας, δεν επιτρέπει στον δικαστή που έχει επιληφθεί της εκτέλεσης διαταγής πληρωμής να ελέγξει, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αιτήσεως του καταναλωτή, τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα των ρητρών σύμβασης πίστωσης συναφθείσας μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, όταν ο ως άνω έλεγχος έχει ήδη διενεργηθεί από δικαστή κατά το στάδιο της διαδικασίας έκδοσης της διαταγής πληρωμής, υπό την επιφύλαξη ότι ο επιληφθείς κατά το στάδιο της διαδικασίας έκδοσης δικαστής, πρώτον, έχει προσδιορίσει, στην απόφασή του, τις ρήτρες που αποτέλεσαν αντικείμενο του ελέγχου, δεύτερον, έχει εκθέσει, έστω και συνοπτικώς, τους λόγους για τους οποίους οι ρήτρες αυτές δεν είχαν καταχρηστικό χαρακτήρα και, τρίτον, έχει επισημάνει ότι, ελλείψει άσκησης των ενδίκων μέσων που προβλέπει το εθνικό δίκαιο κατά της ως άνω απόφασης εντός της ταχθείσας προθεσμίας, ο καταναλωτής θα απωλέσει το δικαίωμά του να προβάλει τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα των εν λόγω ρητρών.

2)      Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικότητας,

έχει την έννοια ότι:

αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία δεν επιτρέπει στον δικαστή που επιλαμβάνεται της εκτέλεσης διαταγής πληρωμής να διατάξει αυτεπαγγέλτως τη διεξαγωγή αποδείξεων προκειμένου να διαπιστώσει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία για τον έλεγχο του ενδεχομένως καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών σύμβασης πίστωσης η οποία έχει συναφθεί μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, όταν ο έλεγχος που διενήργησε ο αρμόδιος δικαστής κατά το στάδιο της διαδικασίας έκδοσης της διαταγής πληρωμής δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της αρχής της αποτελεσματικότητας υπό το πρίσμα της εν λόγω οδηγίας.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.

Top