EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62022CJ0584

Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 29ης Φεβρουαρίου 2024.
QM κατά Kiwi Tours GmbH.
Αίτηση του Bundesgerichtshof για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Οργανωμένα ταξίδια και συνδεδεμένοι ταξιδιωτικοί διακανονισμοί – Οδηγία (ΕΕ) 2015/2302 – Άρθρο 12, παράγραφος 2 – Δικαίωμα του ταξιδιώτη να καταγγείλει σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού χωρίς χρέωση καταγγελίας – Αναπόφευκτες και έκτακτες περιστάσεις – Εξάπλωση της νόσου COVID‑19 – Σημαντικές συνέπειες στην εκτέλεση του πακέτου ή στη μεταφορά των επιβατών στον προορισμό – Προβλεψιμότητα της επέλευσης των συνεπειών αυτών κατά την ημερομηνία δήλωσης της καταγγελίας – Γεγονότα που επήλθαν μετά την ημερομηνία καταγγελίας αλλά πριν από την έναρξη του πακέτου.
Υπόθεση C-584/22.

Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2024:188

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 29ης Φεβρουαρίου 2024 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Οργανωμένα ταξίδια και συνδεδεμένοι ταξιδιωτικοί διακανονισμοί – Οδηγία (ΕΕ) 2015/2302 – Άρθρο 12, παράγραφος 2 – Δικαίωμα του ταξιδιώτη να καταγγείλει σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού χωρίς χρέωση καταγγελίας – Αναπόφευκτες και έκτακτες περιστάσεις – Εξάπλωση της νόσου COVID‑19 – Σημαντικές συνέπειες στην εκτέλεση του πακέτου ή στη μεταφορά των επιβατών στον προορισμό – Προβλεψιμότητα της επέλευσης των συνεπειών αυτών κατά την ημερομηνία δήλωσης της καταγγελίας – Γεγονότα που επήλθαν μετά την ημερομηνία καταγγελίας αλλά πριν από την έναρξη του πακέτου»

Στην υπόθεση C‑584/22,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, Γερμανία) με απόφαση της 2ας Αυγούστου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 5 Σεπτεμβρίου 2022, στο πλαίσιο της δίκης

QM

κατά

Kiwi Tours GmbH,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Prechal (εισηγήτρια), πρόεδρο τμήματος, F. Biltgen, N. Wahl, J. Passer και M. L. Arastey Sahún, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: L. Medina

γραμματέας: K. Hötzel, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 7ης Ιουνίου 2023,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        ο QM, εκπροσωπούμενος από τους J. Kummer και P. Wassermann, Rechtsanwälte,

–        η Kiwi Tours GmbH, εκπροσωπούμενη από την S. Bergmann, Rechtsanwältin,

–        η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις Α. Δημητρακοπούλου, Χ. Κοκκόση, Σ. Τρεκλή και Ε. Τσαούση,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την J. Jokubauskaitė, τον B.‑R. Killmann και την I. Rubene,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 12, παράγραφος 2, της οδηγίας (ΕΕ) 2015/2302 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, σχετικά με τα οργανωμένα ταξίδια και τους συνδεδεμένους ταξιδιωτικούς διακανονισμούς, η οποία τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 και την οδηγία 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και καταργεί την οδηγία 90/314/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2015, L 326, σ. 1).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του QM και της Kiwi Tours GmbH σχετικά με το κατά πόσον ο ενδιαφερόμενος ταξιδιώτης δικαιούται την πλήρη επιστροφή όλων των ποσών που κατέβαλε για τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού την οποία συνήψε, συμπεριλαμβανομένης της χρέωσης καταγγελίας την οποία επωμίστηκε, σε συνέχεια της καταγγελίας της σύμβασης αυτής από τον ίδιο λόγω του συνδεόμενου με την εξάπλωση της νόσου COVID‑19 υγειονομικού κινδύνου.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 29 έως 31 της οδηγίας 2015/2302 διαλαμβάνουν τα εξής:

«(29)      Λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες των συμβάσεων οργανωμένων ταξιδιών, θα πρέπει να καθορισθούν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των συμβαλλόμενων μερών για τη χρονική περίοδο πριν και μετά την έναρξη του πακέτου, ιδίως εάν το πακέτο δεν εκτελείται σωστά ή εάν αλλάζουν ορισμένες συνθήκες.

(30)      Δεδομένου ότι τα πακέτα αγοράζονται συχνά πολύν καιρό πριν από την εκτέλεσή τους, ενδέχεται να συμβούν απρόβλεπτα γεγονότα. Ως εκ τούτου, ο ταξιδιώτης θα πρέπει, υπό ορισμένους όρους, να έχει το δικαίωμα να εκχωρεί μία σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού σε άλλον ταξιδιώτη. Στις περιπτώσεις αυτές, ο διοργανωτής θα πρέπει να είναι σε θέση να ανακτήσει τις δαπάνες του, για παράδειγμα αν ένας υπεργολάβος απαιτεί την καταβολή ποσού για την αλλαγή του ονόματος του ταξιδιώτη ή την ακύρωση εισιτηρίου μεταφοράς και την έκδοση νέου.

(31)      Οι ταξιδιώτες θα πρέπει επίσης να έχουν τη δυνατότητα να λύουν τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού ανά πάσα στιγμή πριν από την έναρξη του πακέτου, έναντι καταβολής εύλογης και δικαιολογημένης χρέωσης καταγγελίας, στην οποία συνυπολογίζεται η αναμενόμενη εξοικονόμηση κόστους και τα έσοδα από την εναλλακτική αξιοποίηση των ταξιδιωτικών υπηρεσιών. Θα πρέπει επίσης να έχουν το δικαίωμα να λύουν τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού χωρίς χρέωση καταγγελίας όταν αναπόφευκτες και έκτακτες περιστάσεις επηρεάζουν σημαντικά την εκτέλεση του πακέτου. Αυτό μπορεί να αφορά, για παράδειγμα, πόλεμο, άλλα σοβαρά προβλήματα ασφάλειας, όπως η τρομοκρατία, σημαντικούς κίνδυνους για την ανθρώπινη υγεία, όπως η εκδήλωση κρουσμάτων σοβαρής ασθένειας στον ταξιδιωτικό προορισμό, ή φυσικές καταστροφές όπως πλημμύρες, σεισμοί ή καιρικές συνθήκες που καθιστούν αδύνατη την ασφαλή μετάβαση στον προορισμό κατά τα συμφωνηθέντα στη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού.»

4        Το άρθρο 1 της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αντικείμενο», προβλέπει τα ακόλουθα:

«Στόχος της παρούσας οδηγίας είναι να συμβάλλει στην ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και στην επίτευξη υψηλού και όσο το δυνατόν ομοιόμορφου επιπέδου προστασίας των καταναλωτών με την προσέγγιση ορισμένων πτυχών των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών όσον αφορά τις συμβάσεις μεταξύ των ταξιδιωτών και των εμπόρων ταξιδιωτικών υπηρεσιών για τα οργανωμένα ταξίδια και τους συνδεδεμένους ταξιδιωτικούς διακανονισμούς.»

5        Το άρθρο 3 της οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Ορισμοί», ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

[...]

12.      ως “αναπόφευκτες και έκτακτες περιστάσεις” νοούνται καταστάσεις που εκφεύγουν από τον έλεγχο του μέρους που επικαλείται τέτοια κατάσταση, και οι συνέπειες της οποίας δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν ακόμη και αν είχαν ληφθεί όλα τα εύλογα μέτρα·

[...]».

6        Το άρθρο 12 της οδηγίας 2015/2302, το οποίο επιγράφεται «Καταγγελία της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού και δικαίωμα υπαναχώρησης πριν από την έναρξη του πακέτου», προβλέπει στις παραγράφους 1 έως 4 τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο ταξιδιώτης μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού ανά πάσα στιγμή πριν από την έναρξη του πακέτου. Αν ο ταξιδιώτης καταγγείλει τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού δυνάμει της παρούσας παραγράφου, μπορεί να του ζητηθεί η καταβολή εύλογης και δικαιολογημένης χρέωσης καταγγελίας στον διοργανωτή. Η σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού μπορεί να καθορίζει εύλογη τυποποιημένη χρέωση καταγγελίας της σύμβασης με βάση τον χρόνο της καταγγελίας της σύμβασης πριν από την έναρξη του πακέτου και την αναμενόμενη εξοικονόμηση κόστους και τα αναμενόμενα έσοδα από την εναλλακτική αξιοποίηση των ταξιδιωτικών υπηρεσιών. Εάν δεν προβλέπεται τυποποιημένη χρέωση καταγγελίας, το ποσό της χρέωσης καταγγελίας αντιστοιχεί στην τιμή του πακέτου μείον την εξοικονόμηση κόστους και τα έσοδα από την εναλλακτική αξιοποίηση των ταξιδιωτικών υπηρεσιών. Κατόπιν αιτήματος του ταξιδιώτη, ο διοργανωτής αιτιολογεί το ποσό που χρεώνει για την καταγγελία της σύμβασης.

2.      Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, ο ταξιδιώτης έχει το δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού πριν από την έναρξη του πακέτου χωρίς την καταβολή οποιασδήποτε χρέωσης καταγγελίας σε περίπτωση αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων στον τόπο προορισμού ή πολύ κοντά σε αυτόν, οι οποίες επηρεάζουν σημαντικά την εκτέλεση του πακέτου ή επηρεάζουν σημαντικά τη μεταφορά των επιβατών στον προορισμό. Σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, ο ταξιδιώτης δικαιούται την πλήρη επιστροφή όλων των ποσών που κατέβαλε για το πακέτο, αλλά δεν δικαιούται πρόσθετη αποζημίωση.

3.      Ο διοργανωτής δύναται να καταγγείλει τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού και να επιστρέψει στον ταξιδιώτη το σύνολο των ποσών που κατέβαλε για το πακέτο, αλλά δεν υποχρεούται να καταβάλει πρόσθετη αποζημίωση, εάν:

[...]

β)      ο διοργανωτής δεν είναι σε θέση να εκτελέσει τη σύμβαση λόγω αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων και κοινοποιήσει στον ταξιδιώτη την καταγγελία της σύμβασης χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση πριν από την έναρξη του πακέτου.

4.      Ο διοργανωτής πραγματοποιεί τις επιστροφές που απαιτούνται σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3 ή, σε ό,τι αφορά την παράγραφο 1, επιστρέφει κάθε ποσό που έχει καταβληθεί από ή εκ μέρους του ταξιδιώτη για το πακέτο μείον την κατάλληλη χρέωση καταγγελίας. Οι επιστροφές των εν λόγω ποσών στον ταξιδιώτη πραγματοποιούνται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και, σε κάθε περίπτωση, το αργότερο εντός 14 ημερών μετά την καταγγελία της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού.»

7        Το άρθρο 23, παράγραφος 2, της οδηγίας 2015/2302 ορίζει τα εξής:

«Οι ταξιδιώτες δεν μπορούν να παραιτηθούν των δικαιωμάτων που τους αναγνωρίζουν τα εθνικά μέτρα για τη μεταφορά της παρούσας οδηγίας.»

 Το γερμανικό δίκαιο

8        Το άρθρο 651h του Bürgerliches Gesetzbuch (αστικού κώδικα), το οποίο φέρει τον τίτλο «Καταγγελία πριν από την έναρξη του ταξιδιού», όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης (στο εξής: αστικός κώδικας), προβλέπει τα εξής:

«1.      Ο ταξιδιώτης έχει το δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση ανά πάσα στιγμή πριν από την έναρξη του ταξιδιού. Αν ο ταξιδιώτης καταγγείλει τη σύμβαση, ο διοργανωτής παύει να έχει αξίωση να λάβει το συμφωνηθέν για το ταξίδι τίμημα. Ωστόσο, ο διοργανωτής μπορεί να απαιτήσει εύλογη αποζημίωση.

2.      Στη σύμβαση μπορούν να καθορίζονται, ακόμη και μέσω προδιατυπωμένων συμβατικών όρων, εύλογα κατ’ αποκοπήν ποσά αποζημίωσης, τα οποία υπολογίζονται με βάση τα εξής:

1)      το χρονικό διάστημα μεταξύ της δήλωσης καταγγελίας και της έναρξης του ταξιδιού·

2)      την αναμενόμενη εξοικονόμηση κόστους εκ μέρους του διοργανωτή· και

3)      τα αναμενόμενα έσοδα από την εναλλακτική αξιοποίηση των ταξιδιωτικών υπηρεσιών.

Αν στη σύμβαση δεν έχουν προβλεφθεί κατ’ αποκοπήν ποσά αντισταθμιστικών αποζημιώσεων, το ύψος της αποζημίωσης αντιστοιχεί στην τιμή του ταξιδιού μείον την εξοικονόμηση κόστους και τα έσοδα του διοργανωτή από την εναλλακτική αξιοποίηση των ταξιδιωτικών υπηρεσιών. Κατόπιν αιτήματος του ταξιδιώτη, ο διοργανωτής αιτιολογεί το ποσό της αποζημίωσης.

3.      Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, τρίτη περίοδος, ο διοργανωτής δεν μπορεί να ζητήσει αποζημίωση σε περίπτωση αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων στον τόπο προορισμού ή πολύ κοντά σε αυτόν, οι οποίες επηρεάζουν σημαντικά την εκτέλεση του πακέτου ή επηρεάζουν σημαντικά τη μεταφορά των επιβατών στον προορισμό. Οι περιστάσεις είναι αναπόφευκτες και έκτακτες, κατά την έννοια της παρούσας παραγράφου, εάν εκφεύγουν από τον έλεγχο του μέρους που επικαλείται τέτοια κατάσταση, και οι συνέπειές τους δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν ακόμη και αν είχαν ληφθεί όλα τα εύλογα μέτρα.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

9        Τον Ιανουάριο του 2020 ο QM πραγματοποίησε μέσω της Kiwi Tours για τον ίδιο και τη σύζυγό του κράτηση οργανωμένου ταξιδιού με προορισμό την Ιαπωνία, το οποίο ήταν προγραμματισμένο να λάβει χώρα κατά το χρονικό διάστημα από τις 3 έως τις 12 Απριλίου 2020. Η συνολική τιμή του εν λόγω οργανωμένου ταξιδιού ανήλθε σε 6 148 ευρώ, εκ των οποίων ο QM προκατέβαλε ποσό 1 230 ευρώ.

10      Κατόπιν σειράς μέτρων που έλαβαν οι ιαπωνικές αρχές σε σχέση με την εξάπλωση της νόσου COVID‑19, ο QM κατήγγειλε με επιστολή της 1ης Μαρτίου 2020 την εν λόγω σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού λόγω του κινδύνου για την υγεία που εγκυμονούσε η νόσος COVID‑19.

11      Κατόπιν τούτου, η Kiwi Tours εξέδωσε τιμολόγιο για επιπλέον ποσό ύψους 307 ευρώ, το οποίο κατέβαλε ο QM ως χρέωση καταγγελίας.

12      Στις 26 Μαρτίου 2020 η Ιαπωνία επέβαλε απαγόρευση εισόδου στη χώρα. Ο QM ζήτησε τότε να του επιστραφεί το ποσό που είχε καταβάλει στην Kiwi Tours ως χρέωση καταγγελίας, αλλά η εταιρία δεν το δέχθηκε.

13      Επιληφθέν αγωγής με αντικείμενο την επιστροφή του καταβληθέντος ποσού, ασκηθείσας από τον QM, το Amtsgericht (ειρηνοδικείο, Γερμανία) υποχρέωσε την Kiwi Tours να του επιστρέψει το συνολικό ποσό που είχε καταβάλει ως χρέωση καταγγελίας. Κατόπιν άσκησης έφεσης εκ μέρους της Kiwi Tours, το Landgericht (πρωτοδικείο, Γερμανία) απέρριψε την πρωτοδίκως ασκηθείσα αγωγή, κρίνοντας ότι δεν ήταν δυνατόν, βάσει μιας εξέτασης ex ante, να θεωρηθεί ότι, κατά την ημερομηνία καταγγελίας της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού, υφίσταντο «αναπόφευκτες και έκτακτες περιστάσεις», κατά την έννοια του άρθρου 651h, παράγραφος 3, του αστικού κώδικα. Ως εκ τούτου, ο QM δεν είχε το δικαίωμα να καταγγείλει την εν λόγω σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού χωρίς να καταβάλει χρέωση καταγγελίας.

14      Επιληφθέν αιτήσεως αναιρέσεως ασκηθείσας από τον QM, το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, Γερμανία), ήτοι το αιτούν δικαστήριο, επισημαίνει ότι ορθώς το Landgericht (πρωτοδικείο) έκρινε, κατ’ έφεση, ότι οι προϋποθέσεις που διέπουν, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 651h, παράγραφος 3, του αστικού κώδικα –διάταξη η οποία μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο το άρθρο 12 της οδηγίας 2015/2302–, το δικαίωμα καταγγελίας σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού χωρίς την καταβολή χρέωσης καταγγελίας πληρούνται, μεταξύ άλλων, όταν, βάσει μιας διεργασίας «πρόγνωσης» διενεργηθείσας πριν από την έναρξη του προγραμματισμένου ταξιδιού, η εκτέλεση του ταξιδιού θα συνεπαγόταν σημαντικούς κινδύνους για την υγεία του ενδιαφερόμενου ταξιδιώτη. Εντούτοις, η εκτίμηση στην οποία προέβη, εν προκειμένω, το Landgericht (πρωτοδικείο) ως προς την ύπαρξη τέτοιου κινδύνου πάσχει πλάνη περί το δίκαιο. Συνακόλουθα, εάν το Landgericht (πρωτοδικείο) είχε προβεί σε ορθή εκτίμηση του κινδύνου, δεν αποκλείεται να είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ένα ταξίδι στην Ιαπωνία εγκυμονούσε, ήδη κατά τον χρόνο καταγγελίας της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης σύμβασης ταξιδιού, σοβαρούς και μεγάλους κινδύνους για την υγεία των ταξιδιωτών.

15      Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, με βάση το γερμανικό δικονομικό δίκαιο, οφείλει, κατ’ αρχήν, να αναπέμψει την υπόθεση στο εκδόσαν την απόφαση δικαστήριο, ήτοι στο Landgericht (πρωτοδικείο), προκειμένου να αποφανθεί επί της ουσίας ως προς το ζήτημα αυτό. Ωστόσο, εάν γινόταν δεκτό ότι περιστάσεις οι οποίες ανέκυψαν μετά την καταγγελία της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης σύμβασης ταξιδιού είναι και αυτές σημαντικές για την αξιολόγηση περί του αν ο QM είχε το δικαίωμα να καταγγείλει χωρίς να καταβάλει χρέωση καταγγελίας τη σύμβαση ταξιδιού που είχε συνάψει, το αιτούν δικαστήριο δύναται να αποφανθεί το ίδιο επί της ασκηθείσας κατά της αποφάσεως του Amtsgericht (ειρηνοδικείου) έφεσης, απορρίπτοντάς την. Πράγματι, δεν αμφισβητείται ότι, εν τέλει, λόγω του μέτρου απαγόρευσης εισόδου στην επικράτεια που έλαβαν οι ιαπωνικές αρχές στις 26 Μαρτίου 2020 λόγω της εξάπλωσης της νόσου COVID‑19, το ταξίδι αυτό δεν θα ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί.

16      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο κλίνει προς την άποψη ότι, σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2015/2302, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και οι περιστάσεις οι οποίες ανέκυψαν μετά την καταγγελία της οικείας σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού.

17      Κατ’ αρχάς, καίτοι το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής προβλέπει τυπικώς μια διακριτή περίπτωση καταγγελίας σε σχέση με εκείνη που προβλέπεται στην παράγραφό του 1, η διάκριση αυτή είναι κρίσιμη επί της ουσίας μόνο για τον καθορισμό των εννόμων συνεπειών της εκάστοτε καταγγελίας, αφ’ ης στιγμής η παράγραφος 2 του άρθρου 12, κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, δεν αναγνωρίζει αξίωση προς καταβολή χρέωσης καταγγελίας. Βάσει, πάντως, του άρθρου 12, παράγραφος 2, οι έννομες αυτές συνέπειες δεν εξαρτώνται από τους λόγους στους οποίους στηρίχθηκε ο ενδιαφερόμενος ταξιδιώτης προκειμένου να ακυρώσει το ταξίδι του, αλλά μόνον από την de facto ύπαρξη περιστάσεων οι οποίες επηρεάζουν σημαντικά την υλοποιησιμότητα του προγραμματισμένου ταξιδιού.

18      Ακολούθως, ο σκοπός που επιδιώκεται διά της καταβολής χρέωσης καταγγελίας επιρρωννύει μια ερμηνεία προς αυτή την κατεύθυνση, ανεξαρτήτως του αν η χρέωση καταγγελίας εκληφθεί ως «παροχή προσομοιάζουσα με την αποζημίωση» ή ως «υποκατάστατο του αντιτίμου του ταξιδιού». Συγκεκριμένα, στην υποθετική περίπτωση που αποδεικνυόταν, μετά την καταγγελία της συναφθείσας σύμβασης ταξιδιού, ότι διακυβεύεται η πραγματοποίηση του ταξιδιού αυτού και ότι ο διοργανωτής του θα υποχρεούνταν ούτως ή άλλως, ως εκ του λόγου αυτού, να επιστρέψει το συνολικό τίμημα του προγραμματισμένου ταξιδιού ακόμη και αν ο ενδιαφερόμενος ταξιδιώτης δεν προέβαινε σε καταγγελία της σύμβασης που το αφορούσε, δεν θα υφίσταντο ούτε ζημία προκληθείσα εκ της καταγγελίας ούτε δικαίωμα στην καταβολή υποκατάστατου της τιμής του ταξιδιού, αφού ένα τέτοιο δικαίωμα έχει λόγο ύπαρξης μόνον καθ’ ο μέτρο, χωρίς την καταγγελία αυτή, ο διοργανωτής θα εδικαιούτο την καταβολή του τιμήματος του ταξιδιού.

19      Τέλος, οι σχετικές με την προστασία των καταναλωτών σκέψεις συνηγορούν επίσης υπέρ της συνεκτίμησης περιστάσεων οι οποίες δεν εκδηλώθηκαν παρά μόνο μετά την καταγγελία της οικείας σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού. Κατά το αιτούν δικαστήριο, για την εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των ταξιδιωτών απαιτείται ο ενδιαφερόμενος ταξιδιώτης να μην υποχρεούται, ακόμη και σε περίπτωση πρόωρης καταγγελίας της σύμβασης ταξιδιού, να πληρώσει για ένα ταξίδι του οποίου η εκτέλεση αποδεικνύεται στην πορεία ότι διακυβεύεται. Άλλως, υπό συνθήκες αβεβαιότητας, θα υπήρχε το ενδεχόμενο οι ταξιδιώτες να αποθαρρύνονται από την έγκαιρη άσκηση του δικαιώματός τους καταγγελίας χωρίς την καταβολή χρέωσης καταγγελίας. Εξάλλου, μια τέτοια δυνατότητα καταγγελίας χωρίς χρέωση καταγγελίας δεν έχει ως αποτέλεσμα να καθίσταται δυνατό για τους ταξιδιώτες να επιχειρήσουν να αντλήσουν οικονομικό όφελος ευελπιστώντας στη διατήρηση της διαφαινόμενης κρίσης. Αντιθέτως μάλιστα, τυχόν ερμηνεία κατά τρόπον ώστε το εν λόγω δικαίωμα καταγγελίας χωρίς χρέωση καταγγελίας να εξαρτάται από την ημερομηνία καταγγελίας θα λειτουργούσε ως κίνητρο άντλησης οικονομικού οφέλους, ιδίως για τον οικείο διοργανωτή, ο οποίος θα μπορούσε να παρακινηθεί στο να καθυστερήσει την καταγγελία της σύμβασης ταξιδιού μέχρι λίγο πριν από την έναρξή του, προκειμένου, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να αφήσει ανοικτό το ενδεχόμενο κάποιοι από τους ταξιδιώτες να καταγγείλουν, παρά ταύτα, τη σύμβαση ταξιδιού, καταβάλλοντας συγχρόνως τη χρέωση καταγγελίας, η οποία είναι οικονομικά πιο συμφέρουσα για τον ίδιο.

20      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι τα όσα εκθέτει ανωτέρω δεν κλονίζονται από το γεγονός ότι στο άρθρο 12, παράγραφος 4, της οδηγίας 2015/2302 τάσσεται προθεσμία για την επιστροφή του τιμήματος ανερχόμενη, κατ’ ανώτατο όριο, σε δεκατέσσερις ημέρες μετά την καταγγελία. Συγκεκριμένα, από τη διάταξη αυτή δεν μπορεί να συναχθεί ότι το ύψος της χρέωσης καταγγελίας πρέπει να έχει οριστικοποιηθεί το αργότερο κατά την εκπνοή της προθεσμίας αυτής. Ομοίως, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι δεν τίθεται ζήτημα ερμηνείας των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 12 της οδηγίας αυτής υπό την έννοια ότι προβλέπουν, αντιστοίχως, έναν κανόνα και μία εξαίρεση από αυτόν, αφ’ ης στιγμής με τις παραγράφους αυτές επιδιώκεται, κατά μείζονα λόγο, η εξισορρόπηση του έννομου συμφέροντος του διοργανωτή προς αποζημίωση με τον σκοπό περί εξασφάλισης υψηλού επιπέδου προστασίας των ταξιδιωτών.

21      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχει το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας [2015/2302] την έννοια ότι, προκειμένου να κριθεί ο δικαιολογημένος χαρακτήρας της καταγγελίας της [επίμαχης σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού], κρίσιμες είναι μόνον οι αναπόφευκτες και έκτακτες περιστάσεις που έχουν ήδη εμφανισθεί κατά το χρονικό σημείο της καταγγελίας ή την έννοια ότι πρέπει να λαμβάνονται επίσης υπόψη αναπόφευκτες και έκτακτες περιστάσεις οι οποίες εμφανίζονται πράγματι μετά την καταγγελία αλλά πριν από την προγραμματισμένη έναρξη του ταξιδιού;»

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

22      Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2015/2302 έχει την έννοια ότι, για να διαπιστωθεί εάν ανέκυψαν «αναπόφευκτες και έκτακτες περιστάσεις», οι οποίες «επηρεάζουν σημαντικά την εκτέλεση του πακέτου ή επηρεάζουν σημαντικά τη μεταφορά των επιβατών στον προορισμό», κατά τη διάταξη αυτή, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη μόνον η κατάσταση που επικρατεί κατά την ημερομηνία καταγγελίας, εκ μέρους του ταξιδιώτη, της σύμβασης ταξιδιού την οποία είχε συνάψει ή πρέπει να λαμβάνονται επίσης υπόψη τυχόν αναπόφευκτες και έκτακτες περιστάσεις οι οποίες ανέκυψαν μετά την ημερομηνία αυτή αλλά πριν από την έναρξη του οικείου πακέτου.

23      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2015/2302 προβλέπει ότι, «σε περίπτωση αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων στον τόπο προορισμού ή πολύ κοντά σε αυτόν, οι οποίες επηρεάζουν σημαντικά την εκτέλεση του πακέτου ή επηρεάζουν σημαντικά τη μεταφορά των επιβατών στον προορισμό», ο ταξιδιώτης έχει το δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού πριν από την έναρξη του πακέτου χωρίς την καταβολή χρέωσης καταγγελίας και να λάβει, κατ’ αυτόν τον τρόπο, την πλήρη επιστροφή όλων των ποσών που κατέβαλε για το πακέτο.

24      Η έννοια των «αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων», η οποία μνημονεύεται στο άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2015/2302, ορίζεται στο άρθρο 3, σημείο 12, της οδηγίας αυτής ως αναφερόμενη σε «καταστάσεις που εκφεύγουν από τον έλεγχο του μέρους που επικαλείται τέτοια κατάσταση, και οι συνέπειες της οποίας δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν ακόμη και αν είχαν ληφθεί όλα τα εύλογα μέτρα».

25      Η αιτιολογική σκέψη 31 της εν λόγω οδηγίας αποσαφηνίζει το περιεχόμενο της έννοιας αυτής, αναφέροντας ότι «[α]υτό μπορεί να αφορά, για παράδειγμα, πόλεμο, άλλα σοβαρά προβλήματα ασφάλειας, όπως η τρομοκρατία, σημαντικούς κίνδυνους για την ανθρώπινη υγεία, όπως η εκδήλωση κρουσμάτων σοβαρής ασθένειας στον ταξιδιωτικό προορισμό, ή φυσικές καταστροφές όπως πλημμύρες, σεισμοί ή καιρικές συνθήκες που καθιστούν αδύνατη την ασφαλή μετάβαση στον προορισμό κατά τα συμφωνηθέντα στη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού».

26      Κατά πρώτον, από το γράμμα του άρθρου 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2015/2302 προκύπτει ότι η άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού χωρίς την καταβολή οποιασδήποτε χρέωσης καταγγελίας πρέπει οπωσδήποτε να λάβει χώρα «πριν από την έναρξη του πακέτου».

27      Αφ’ ης στιγμής η άσκηση του δικαιώματος αυτού υπόκειται στην προϋπόθεση να υφίστανται «αναπόφευκτ[ες] και έκτακτ[ες] περιστάσ[εις] στον τόπο προορισμού ή πολύ κοντά σε αυτόν, οι οποίες [να] επηρεάζουν σημαντικά την εκτέλεση του πακέτου ή [να] επηρεάζουν σημαντικά τη μεταφορά των επιβατών στον προορισμό», η προϋπόθεση αυτή πρέπει απαραιτήτως να πληρούται κατά την ημερομηνία μιας τέτοιας καταγγελίας, ήτοι «πριν από την έναρξη του πακέτου».

28      Συνακόλουθα, προκειμένου να εκτιμηθεί εάν πληρούται η προϋπόθεση αυτή, πρέπει να ληφθεί υπόψη η ημερομηνία της καταγγελίας της οικείας σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού.

29      Κατά συνέπεια, αφενός, καθ’ ο μέτρο απαιτείται, κατά την εν λόγω προϋπόθεση, η επέλευση «αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων», πρέπει να γίνει δεκτό ότι η προϋπόθεση αυτή πληρούται εφόσον πράγματι ανέκυψαν τέτοιου είδους περιστάσεις κατά την ημερομηνία καταγγελίας της οικείας σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού, όπερ συνεπάγεται ότι κατά την ημερομηνία αυτή υφίσταται μια κατάσταση που εμπίπτει στον ορισμό της έννοιας των «αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων», όπως αυτός περιέχεται στο άρθρο 3, σημείο 12, της οδηγίας 2015/2302 και αποτυπώνεται στην αιτιολογική σκέψη 31 της οδηγίας αυτής.

30      Αφετέρου, καθ’ ο μέτρο απαιτείται οι περιστάσεις αυτές να «επηρεάζουν σημαντικά την εκτέλεση του πακέτου ή [να] επηρεάζουν σημαντικά τη μεταφορά των επιβατών στον προορισμό» και δεδομένου ότι οι συνέπειες τις οποίες επιφέρουν οι περιστάσεις αυτές δεν εκδηλώνονται με οριστικό τρόπο παρά μόνον κατά την προγραμματισμένη για την εκτέλεση του οικείου πακέτου ημερομηνία, η εκτίμησή τους βασίζεται κατ’ ανάγκη σε πρόγνωση.

31      Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι η εκτίμηση αυτή πρέπει να βασίζεται σε μια πρόγνωση όσον αφορά την πιθανότητα οι αναπόφευκτες και έκτακτες περιστάσεις τις οποίες επικαλείται ο ενδιαφερόμενος ταξιδιώτης να «επηρεά[σ]ουν σημαντικά την εκτέλεση του πακέτου», κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2015/2302.

32      Εξάλλου, η εκτίμηση του κατά πόσον οι οφειλόμενες στις περιστάσεις αυτές συνέπειες είναι πιθανές και σημαντικές πρέπει να διενεργείται υπό την οπτική του μέσου ταξιδιώτη, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως επιμελής και συνετός, υπό την έννοια ότι ένας τέτοιος ταξιδιώτης ήταν σε θέση να εκτιμήσει, κατά λογικό τρόπο, ότι οι αναπόφευκτες και έκτακτες περιστάσεις τις οποίες επικαλείται ο ενδιαφερόμενος ταξιδιώτης θα μπορούσαν να επηρεάσουν σημαντικά την εκτέλεση του πακέτου ή τη μεταφορά των επιβατών στον προορισμό (πρβλ. απόφαση της 29ης Φεβρουαρίου 2024, Tez Tour, C‑299/22, EU:C:2024:xxx, σκέψη 71).

33      Όσον αφορά, κατά δεύτερον, τον αντίκτυπο που θα μπορούσαν να έχουν, στο πλαίσιο αυτό, τυχόν «αναπόφευκτες και έκτακτες περιστάσεις», κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2015/2302, οι οποίες ανέκυψαν μετά την καταγγελία της σύμβασης, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τέτοιου είδους περιστάσεις δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη.

34      Συναφώς, πρώτον, αντιθέτως προς την ερμηνεία που φαίνεται να προτάσσει το αιτούν δικαστήριο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το προβλεπόμενο στο άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας δικαίωμα καταγγελίας σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού χωρίς την καταβολή οιασδήποτε χρέωσης καταγγελίας, ιδωμένο αυτοτελώς, εξαρτάται τόσο από την κατάσταση που επικρατεί κατά την ημερομηνία καταγγελίας της οικείας σύμβασης όσο και από την κατάσταση που υφίσταται σε μεταγενέστερο της καταγγελίας αυτής αλλά προγενέστερο της έναρξης του πακέτου χρονικό σημείο.

35      Πράγματι, η συνεκτίμηση της κατάστασης που επικρατούσε σε δύο διαφορετικά χρονικά σημεία θα μπορούσε να οδηγήσει σε αντιφατικά ή ακόμη και άτοπα αποτελέσματα. Εάν υιοθετούνταν η προσέγγιση αυτή, θα ήταν δυνατόν να θεωρηθεί ότι ο ενδιαφερόμενος ταξιδιώτης διαθέτει αρχικώς, κατά την ημερομηνία καταγγελίας της οικείας σύμβασης, το δικαίωμα καταγγελίας σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού χωρίς την καταβολή χρέωσης καταγγελίας και στη συνέχεια να αποδειχθεί, μετά την καταγγελία, ότι το δικαίωμα αυτό έχει καταστεί ανίσχυρο λόγω γεγονότων που επήλθαν σε μεταγενέστερο χρόνο. Αντιστρόφως, όπως επισήμανε και η γενική εισαγγελέας στο σημείο 44 των προτάσεών της, θα ήταν δυνατόν, κατ’ αρχάς, να μην αναγνωρισθεί το δικαίωμα αυτό στον ενδιαφερόμενο ταξιδιώτη κατά την τελευταία ως άνω ημερομηνία και να του αναγνωρισθεί στη συνέχεια, λόγω της επέλευσης τέτοιων γεγονότων.

36      Άλλωστε, το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2015/2302 ενισχύει την ερμηνεία της διάταξης αυτής κατά τον τρόπο που μνημονεύθηκε στη σκέψη 33 της παρούσας αποφάσεως, η δε σχέση μεταξύ της παραγράφου 2 και της παραγράφου 1 του εν λόγω άρθρου 12 επιβεβαιώνει την ανακολουθία στην οποία οδηγεί μια λύση όπως εκείνη περί της οποίας έγινε λόγος στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως. Συγκεκριμένα, μολονότι αμφότερες οι διατάξεις αυτές παρέχουν στον ταξιδιώτη δύο διακριτά δικαιώματα καταγγελίας, η αυτή και μόνη καταγγελία της οικείας σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού θα μπορούσε, ανάλογα με την εξέλιξη της κατάστασης που θα επικρατεί μετά την καταγγελία της σύμβασης αυτής, να εμπίπτει είτε στη μία είτε στην άλλη από τις διατάξεις αυτές.

37      Πρέπει, επομένως, να καθορισθεί ένα συγκεκριμένο χρονικό σημείο το οποίο θα λαμβάνεται υπόψη προκειμένου να εκτιμηθεί εάν η καταγγελία της οικείας σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού έλαβε χώρα υπό «αναπόφευκτες και έκτακτες περιστάσεις», κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2015/2302.

38      Ωσαύτως, δεύτερον, όπως προκύπτει από τη διαπίστωση που μνημονεύθηκε στη σκέψη 29 της παρούσας αποφάσεως, το χρονικό αυτό σημείο είναι η ημερομηνία της καταγγελίας της οικείας σύμβασης ταξιδιού.

39      Στο πλαίσιο αυτό, τρίτον, η ερμηνεία του άρθρου 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2015/2302 κατά τρόπον ώστε να αποκλείεται το ενδεχόμενο να μπορεί να ληφθεί υπόψη ένα μεταγενέστερο της ημερομηνίας καταγγελίας της οικείας σύμβασης ταξιδιού χρονικό σημείο επιβάλλεται για πολλούς και διάφορους λόγους.

40      Κατ’ αρχάς, εάν γινόταν δεκτό ότι η άσκηση, εκ μέρους του ενδιαφερόμενου ταξιδιώτη, του προβλεπόμενου στη διάταξη αυτή δικαιώματος καταγγελίας σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού χωρίς την καταβολή χρέωσης καταγγελίας υπόκειται σε προϋπόθεση της οποίας η πλήρωση δεν θα μπορούσε να διαπιστωθεί οριστικώς παρά μόνον εκ των υστέρων, τούτο θα οδηγούσε στο να εκτιμάται κατά το δοκούν, υπό την οπτική του ενδιαφερόμενου ταξιδιώτη, η ύπαρξη του συνδέσμου που καθιερώνει η διάταξη αυτή μεταξύ μιας τέτοιας καταγγελίας και της συνδρομής «αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων».

41      Προσέτι, το άρθρο 12, παράγραφος 4, της οδηγίας 2015/2302 επιβάλλει στον διοργανωτή του πακέτου την υποχρέωση να επιστρέψει κάθε ποσό που έχει καταβληθεί από ή εκ μέρους του ταξιδιώτη για το πακέτο αυτό, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και, «σε κάθε περίπτωση», το αργότερο εντός δεκατεσσάρων ημερών μετά την καταγγελία αυτή και δη, μεταξύ άλλων, μετά την προβλεπόμενη στο άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής καταγγελία χωρίς χρέωση. Σκοπός της προθεσμίας αυτής είναι να διασφαλιστεί ότι ο ενδιαφερόμενος ταξιδιώτης θα έχει, σύντομα μετά την καταγγελία αυτή, τη δυνατότητα να διαθέσει και πάλι ελεύθερα το ποσό που είχε εκταμιεύσει για την πληρωμή του εν λόγω πακέτου (απόφαση της 8ης Ιουνίου 2023, UFC – Que choisir και CLCV, C‑407/21, EU:C:2023:449, σκέψη 30).

42      Το γεγονός ότι τάσσεται προθεσμία με απώτατο χρονικό όριο σημαίνει ότι ο διοργανωτής πρέπει, κατ’ αρχήν, να είναι σε θέση να καθορίσει, αμέσως μετά την καταγγελία της οικείας σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού και, άρα, δίχως να αναμείνει την περαιτέρω εξέλιξη της κατάστασης, εάν η επίκληση εκ μέρους του ταξιδιώτη του δικαιώματος καταγγελίας της σύμβασής του οργανωμένου ταξιδιού χωρίς την καταβολή χρέωσης καταγγελίας δικαιολογείται ή όχι και, σε καταφατική περίπτωση, να πράξει να δέοντα προκειμένου να διασφαλίσει ότι η πλήρης επιστροφή όλων των ποσών που είχε καταβάλει ο ταξιδιώτης για το πακέτο θα λάβει χώρα εντός της τασσόμενης προθεσμίας.

43      Τέλος, ο σκοπός τον οποίο επιδιώκει η οδηγία 2015/2302 και ο οποίος συνίσταται, σύμφωνα με το άρθρο της 1, μεταξύ άλλων, στην εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών ενισχύει την ερμηνεία αυτή.

44      Συγκεκριμένα, αφενός, στο μέτρο που το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2015/2302 αναγνωρίζει στον ενδιαφερόμενο ταξιδιώτη, σε περίπτωση «αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων», ίδιον δικαίωμα καταγγελίας, ανεξάρτητα από το δικαίωμα καταγγελίας που διαθέτει ο οικείος διοργανωτής δυνάμει του άρθρου 12, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής, σημασία έχει να είναι ο ταξιδιώτης, κατά την ημερομηνία καταγγελίας, σε θέση να εκτιμήσει εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις που διέπουν την άσκηση του δικαιώματος αυτού προκειμένου να μπορέσει να το επικαλεστεί προσηκόντως.

45      Αντιθέτως, εάν γινόταν δεκτό ότι η δυνατότητα άσκησης του εν λόγω δικαιώματος εξαρτάται από τις εξελίξεις που θα επέλθουν σε μεταγενέστερο της δήλωσης καταγγελίας χρόνο, θα διαιωνιζόταν μια κατάσταση αβεβαιότητας η οποία δεν θα εξαλειφόταν παρά μόνον κατά την προβλεπόμενη για την έναρξη του πακέτου ημερομηνία.

46      Αφετέρου, είναι βεβαίως αληθές ότι το να θεωρούνταν ως αποφασιστικής σημασίας, για την άσκηση του προβλεπόμενου στο άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2015/2302 δικαιώματος καταγγελίας σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού χωρίς την καταβολή χρέωσης καταγγελίας, οι εξελίξεις που επέρχονται μετά την καταγγελία της σύμβασης αυτής αλλά πριν από την έναρξη του οικείου πακέτου θα μπορούσε να συμβάλλει στην προστασία του ενδιαφερόμενου ταξιδιώτη σε περίπτωση που οι εξελίξεις αυτές κατέληγαν πράγματι να παρεμποδίσουν την εκτέλεση της σύμβασης. Εντούτοις, το αντίθετο θα ίσχυε εξίσου σε περίπτωση που αποδεικνυόταν, μετά την καταγγελία της οικείας σύμβασης, ότι το πακέτο είναι παρά ταύτα υλοποιήσιμο συνεπεία μιας απρόσμενης βελτίωσης της κατάστασης που επικρατούσε. Συγκεκριμένα, στην τελευταία περίπτωση, ο ταξιδιώτης θα στερούνταν το δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού χωρίς την καταβολή χρέωσης καταγγελίας, και τούτο καίτοι το δικαίωμά του στηριζόταν, κατά την ημερομηνία καταγγελίας της σύμβασης ταξιδιού την οποία είχε συνάψει, σε εύλογη πρόγνωση της πιθανότητας να παρεμποδιστεί η εκτέλεση του ταξιδιού.

47      Εν προκειμένω, από τις διευκρινίσεις που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, ο ενδιαφερόμενος ταξιδιώτης προτίθετο να καταγγείλει τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού την οποία είχε συνάψει χωρίς να καταβάλει χρέωση καταγγελίας επικαλούμενος την προοδευτική εξάπλωση της νόσου COVID‑19, εξάπλωση η οποία εξελίχθηκε σε πανδημία, ως συνιστώσα περίπτωση «αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων», κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2015/2302.

48      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι μια παγκόσμια υγειονομική κρίση όπως η πανδημία της νόσου COVID‑19 πρέπει, αυτή καθεαυτήν, να θεωρηθεί ότι δύναται να εμπίπτει στην έννοια των «αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων», κατ’ άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2015/2302 (απόφαση της 8ης Ιουνίου 2023, UFC – Que choisir και CLCV, C‑407/21, EU:C:2023:449, σκέψη 45).

49      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2015/2302 έχει την έννοια ότι, για να διαπιστωθεί εάν ανέκυψαν «αναπόφευκτες και έκτακτες περιστάσεις» οι οποίες «επηρεάζουν σημαντικά την εκτέλεση του πακέτου ή επηρεάζουν σημαντικά τη μεταφορά των επιβατών στον προορισμό», κατά τη διάταξη αυτή, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη μόνον η κατάσταση που επικρατεί κατά την ημερομηνία καταγγελίας, εκ μέρους του ταξιδιώτη, της σύμβασης ταξιδιού την οποία είχε συνάψει.

 Επί των δικαστικών εξόδων

50      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας (ΕΕ) 2015/2302 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, σχετικά με τα οργανωμένα ταξίδια και τους συνδεδεμένους ταξιδιωτικούς διακανονισμούς, η οποία τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 και την οδηγία 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και καταργεί την οδηγία 90/314/ΕΟΚ του Συμβουλίου,

έχει την έννοια ότι:

για να διαπιστωθεί εάν ανέκυψαν «αναπόφευκτες και έκτακτες περιστάσεις», οι οποίες «επηρεάζουν σημαντικά την εκτέλεση του πακέτου ή επηρεάζουν σημαντικά τη μεταφορά των επιβατών στον προορισμό», κατά τη διάταξη αυτή, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη μόνον η κατάσταση που επικρατεί κατά την ημερομηνία καταγγελίας, εκ μέρους του ταξιδιώτη, της σύμβασης ταξιδιού την οποία είχε συνάψει.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

Top