EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62022CJ0531

Απόφαση του Δικαστηρίου (ένατο τμήμα) της 18ης Ιανουαρίου 2024.
Getin Noble Bank S.A. κ.λπ. κατά TL.
Αίτηση του Sąd Rejonowy dla Warszawy - Śródmieścia w Warszawie για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Άρθρο 3, παράγραφος 1 – Άρθρο 6, παράγραφος 1 – Άρθρο 7, παράγραφος 1 – Άρθρο 8 – Εκτελεστός τίτλος που έχει περιβληθεί την ισχύ του δεδικασμένου – Εξουσία του δικαστηρίου να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας στο πλαίσιο του ελέγχου διαδικασίας αναγκαστικής εκτελέσεως – Εθνικό μητρώο των ρητρών γενικών όρων συναλλαγών οι οποίες έχουν κριθεί μη επιτρεπτές – Ρήτρες οι οποίες διαφέρουν από εκείνες που έχουν καταχωρισθεί στο εν λόγω μητρώο λόγω της διατυπώσεώς τους, πλην όμως έχουν το ίδιο περιεχόμενο και παράγουν τα ίδια αποτελέσματα.
Υπόθεση C-531/22.

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2024:58

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)

της 18ης Ιανουαρίου 2024 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Άρθρο 3, παράγραφος 1 – Άρθρο 6, παράγραφος 1 – Άρθρο 7, παράγραφος 1 – Άρθρο 8 – Εκτελεστός τίτλος που έχει περιβληθεί την ισχύ του δεδικασμένου – Εξουσία του δικαστηρίου να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας στο πλαίσιο του ελέγχου διαδικασίας αναγκαστικής εκτελέσεως – Εθνικό μητρώο των ρητρών γενικών όρων συναλλαγών οι οποίες έχουν κριθεί μη επιτρεπτές – Ρήτρες οι οποίες διαφέρουν από εκείνες που έχουν καταχωρισθεί στο εν λόγω μητρώο λόγω της διατυπώσεώς τους, πλην όμως έχουν το ίδιο περιεχόμενο και παράγουν τα ίδια αποτελέσματα»

Στην υπόθεση C‑531/22,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Sąd Rejonowy dla Warszawy-Śródmieścia w Warszawie (πρωτοδικείο κεντρικού τομέα Βαρσοβίας, Πολωνία) με απόφαση της 5ης Ιουλίου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 9 Αυγούστου 2022, στο πλαίσιο της δίκης

Getin Noble Bank S.A.,

TF,

C2,

PI

κατά

TL,

παρισταμένων των:

EOS,

Zakład Ubezpieczeń Społecznych,

MG,

Komornik Sądowy AC,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),

συγκείμενο από τους O. Spineanu-Matei, πρόεδρο τμήματος, S. Rodin (εισηγητή) και L. S. Rossi, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 13ης Σεπτεμβρίου 2023,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Getin Noble Bank S.A., εκπροσωπούμενη από τους Ł. Hejmej, M. Przygodzka, A. Szczęśniak, J. Szewczak, Ł. Żak, adwokaci, και M. Pugowski, aplikant radcowski,

–        η TF, εκπροσωπούμενη από τον M. Czugan, την M. Jaroch-Konwent, τον W. Kołosz, την A. Pakos και τον K. Zawadzanko, radcowie prawni,

–        η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna, και τις M. Kozak και S. Żyrek,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την U. Małecka και τον N. Ruiz García,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 1, του άρθρου 6, παράγραφος 1, του άρθρου 7, παράγραφοι 1 και 2, και του άρθρου 8 της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ 1993, L 95, σ. 29), του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), των αρχών της ασφάλειας δικαίου, της αποτελεσματικότητας, της αναλογικότητας και του δεδικασμένου, καθώς και του δικαιώματος ακροάσεως.

2        Η αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαδικασίας αναγκαστικής εκτελέσεως μεταξύ, αφενός, τεσσάρων δανειστών, ήτοι των Getin Noble Bank S.A., TF, C2 και PI, και, αφετέρου, του TL, οφειλέτη τους, σχετικά με διαταγή πληρωμής εκδοθείσα εις βάρος του εν λόγω οφειλέτη.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 93/13 ορίζει τα εξής:

«Ρήτρα σύμβασης που δεν απετέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, θεωρείται καταχρηστική όταν παρά την απαίτηση καλής πίστης, δημιουργεί εις βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση.»

4        Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας προβλέπει τα ακόλουθα:

«Με την επιφύλαξη του άρθρου 7, ο καταχρηστικός χαρακτήρας μιας συμβατικής ρήτρας κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή των υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση και όλες οι κατά τον χρόνο της σύναψης της σύμβασης περιστάσεις που περιέβαλαν την εν λόγω σύναψη, καθώς και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται.»

5        Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες οι καταχρηστικές ρήτρες σύμβασης μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, τηρουμένων των σχετικών όρων της εθνικής νομοθεσίας, δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές, ενώ η σύμβαση εξακολουθεί να δεσμεύει τους συμβαλλόμενους, εάν μπορεί να υπάρξει και χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες.»

6        Κατά το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας:

«1.      Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, προς το συμφέρον των καταναλωτών, καθώς και των ανταγωνιζόμενων επαγγελματιών, να υπάρχουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα, προκειμένου να πάψει η χρησιμοποίηση των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται από έναν επαγγελματία με καταναλωτές.

2.      Τα μέσα αυτά περιλαμβάνουν διατάξεις που δίνουν σε άτομα ή οργανισμούς που έχουν, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, ορισθεί ως έχοντες έννομο συμφέρον για την προστασία των καταναλωτών, τη δυνατότητα να προσφύγουν, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων ή διοικητικών οργάνων, τα οποία αποφαίνονται για το εάν συμβατικές ρήτρες, που έχουν συνταχθεί με σκοπό τη γενικευμένη χρήση έχουν καταχρηστικό χαρακτήρα και εφαρμόζουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα για να πάψει η χρησιμοποίηση των ρητρών αυτών.»

7        Το άρθρο 8 της οδηγίας 93/13 ορίζει τα ακόλουθα:

«Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή διατηρούν, στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία, αυστηρότερες διατάξεις σύμφωνες προς τη συνθήκη, για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή.»

 Το πολωνικό δίκαιο

8        Το άρθρο 189 του ustawa – Kodeks postępowania cywilnego (νόμου περί θεσπίσεως κώδικα πολιτικής δικονομίας), της 17ης Νοεμβρίου 1964 (Dz. U. αριθ. 43, θέση 296), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: κώδικας πολιτικής δικονομίας), ορίζει τα εξής:

«Ο ενάγων δύναται να ζητήσει από το δικαστήριο να αναγνωρίσει την ύπαρξη ή μη έννομης σχέσεως ή δικαιώματος, εφόσον έχει έννομο συμφέρον προς τούτο.»

9        Το άρθρο 50532, παράγραφος 1, του κώδικα πολιτικής δικονομίας προβλέπει τα ακόλουθα:

«Στην αγωγή του, ο ενάγων επισημαίνει τα αποδεικτικά στοιχεία που προβάλλει προς στήριξη των ισχυρισμών του. Τα αποδεικτικά στοιχεία δεν επισυνάπτονται στο δικόγραφο της αγωγής.»

10      Το άρθρο 758 του κώδικα πολιτικής δικονομίας ορίζει τα εξής:

«Αρμόδια για την αναγκαστική εκτέλεση είναι τα πρωτοδικεία και οι δικαστικοί επιμελητές που υπάγονται στα δικαστήρια αυτά.»

11      Το άρθρο 804, παράγραφος 1, του κώδικα πολιτικής δικονομίας προβλέπει τα ακόλουθα:

«Η αρμόδια για την αναγκαστική εκτέλεση αρχή δεν έχει την εξουσία να εξετάζει το βάσιμο και την εκτελεστότητα της ενοχής που αποτελεί αντικείμενο πλήρως εκτελεστού τίτλου.»

12      Το άρθρο 840, παράγραφος 1, του κώδικα πολιτικής δικονομίας ορίζει τα εξής:

«Ο οφειλέτης δύναται να ζητήσει ενδίκως την εν όλω ή εν μέρει ακύρωση του εκτελεστού τίτλου ή τον περιορισμό της εκτελεστότητάς του σε περίπτωση κατά την οποία:

1)      αμφισβητεί τα πραγματικά περιστατικά που δικαιολογούν την περιαφή του εκτελεστήριου τύπου, ιδίως οσάκις αμφισβητεί την ύπαρξη της υποχρεώσεως που διαπιστώνεται με απλό εκτελεστό τίτλο πέραν της δικαστικής αποφάσεως ή τη μεταβίβαση υποχρεώσεως παρά την ύπαρξη επίσημου εγγράφου που τη βεβαιώνει·

2)      μετά την έκδοση του εκτελεστού τίτλου, έλαβε χώρα γεγονός το οποίο είχε ως αποτέλεσμα την απόσβεση της ενοχής ή την αδυναμία εκπληρώσεώς της· εάν ο τίτλος είναι δικαστική απόφαση, ο οφειλέτης δύναται επίσης να στηρίξει το μέσο παροχής ένδικης προστασίας σε γεγονότα μεταγενέστερα της ολοκληρώσεως της συζητήσεως, σε ένσταση εκπληρώσεως της παροχής, σε περίπτωση κατά την οποία η επίκλησή της στην οικεία υπόθεση ήταν απαράδεκτη εκ του νόμου, και σε ένσταση συμψηφισμού.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

13      Στις 9 Ιανουαρίου 2006 ο καταναλωτής TL συνήψε με την Getin Noble Bank, για το χρονικό διάστημα από τις 9 Ιανουαρίου 2009 έως τις 16 Ιανουαρίου 2016, σύμβαση δανείου συνομολογηθέντος σε πολωνικά ζλότι (PLN) και συνδεδεμένου με το ελβετικό φράγκο (CHF), το ύψος του οποίου ανερχόταν στο ισόποσο σε πολωνικά ζλότι των 15 645,27 CHF (περίπου 16 270 ευρώ). Κατά τους όρους της εν λόγω συμβάσεως δανείου, το ποσό της πιστώσεως που χορήγησε η Getin Noble Bank μετατράπηκε, κατά την ημερομηνία συνάψεως της συγκεκριμένης συμβάσεως, βάσει της συναλλαγματικής ισοτιμίας αγοράς του οικείου νομίσματος συνδέσεως η οποία αναγραφόταν στον πίνακα συναλλαγματικών ισοτιμιών της τράπεζας αυτής και, ως εκ τούτου, κάθε οφειλή έπρεπε να εξοφλείται σε πολωνικά ζλότι κατόπιν μετατροπής της συγκεκριμένης οφειλής που υπολογιζόταν αρχικώς στο νόμισμα με το οποίο είχε συνδεθεί το δάνειο, βάσει της συναλλαγματικής ισοτιμίας πωλήσεως του αλλοδαπού νομίσματος η οποία ίσχυε κατά την ημερομηνία πληρωμής στην εν λόγω τράπεζα.

14      Στις 13 Μαΐου 2008 ο TL συνήψε με την ίδια τράπεζα νέα σύμβαση δανείου σε πολωνικά ζλότι συνδεδεμένου με το ελβετικό φράγκο, το ύψος του οποίου ανερχόταν στο ισόποσο σε πολωνικά ζλότι των 36 299,30 CHF (περίπου 37 740 ευρώ) για χρονικό διάστημα 120 μηνών. Η νέα αυτή σύμβαση δανείου περιείχε ρήτρες κατ’ ουσίαν πανομοιότυπες με εκείνες της συμβάσεως δανείου που μνημονεύθηκε στην προηγούμενη σκέψη.

15      Προβάλλοντας αθέτηση πληρωμών εκ μέρους του TL, η Getin Noble Bank κατήγγειλε τις δύο ως άνω συμβάσεις δανείου και άσκησε ενώπιον του Sąd Rejonowy Lublin-Zachód w Lublinie (πρωτοδικείου δυτικού τομέα Λούμπλιν, Πολωνία), στις 28 Δεκεμβρίου και στις 3 Ιουνίου 2016 αντιστοίχως, κατά την ηλεκτρονική διαδικασία εκδόσεως διαταγής πληρωμής, δύο αγωγές κατά του TL, με τις οποίες αξίωνε την εκ μέρους του καταβολή των ποσών που οφείλονταν βάσει των εν λόγω συμβάσεων δανείου, πλέον τόκων και εξόδων.

16      Προς στήριξη των απαιτήσεών της, η Getin Noble Bank μνημόνευσε τις συναφθείσες με τον TL συμβάσεις δανείου, χωρίς να δύναται να τις επισυνάψει στις δύο αυτές αγωγές, λαμβανομένων υπόψη των δικονομικών διατάξεων του άρθρου 50532, παράγραφος 1, του κώδικα πολιτικής δικονομίας, οι οποίες διέπουν τις ηλεκτρονικές διαδικασίες εκδόσεως διαταγής πληρωμής, και των τεχνικών χαρακτηριστικών του συστήματος διαχειρίσεως των διαδικασιών αυτών, τα οποία δεν καθιστούν δυνατή την προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων. Ως εκ τούτου, το Sąd Rejonowy Lublin-Zachód w Lublinie (πρωτοδικείο δυτικού τομέα Λούμπλιν) δεν είχε ούτε την αρμοδιότητα ούτε καν την τεχνική δυνατότητα να απαιτήσει από την Getin Noble Bank την προσκόμιση των συγκεκριμένων συμβάσεων δανείου.

17      Το Sąd Rejonowy Lublin-Zachód w Lublinie (πρωτοδικείο δυτικού τομέα Λούμπλιν) εξέδωσε δύο διαταγές πληρωμές τις οποίες δεν προσέβαλε ο TL και οι οποίες, επομένως, κατέστησαν τελεσίδικες και κηρύχθηκαν εκτελεστές. Τούτο κατέστησε δυνατή την κίνηση διαδικασίας αναγκαστικής εκτελέσεως επί του ακινήτου κυριότητας του TL από δικαστικό επιμελητή υπό τον έλεγχο του Sąd Rejonowy dla Warszawy-Śródmieścia w Warszawie (πρωτοδικείου κεντρικού τομέα Βαρσοβίας), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου.

18      Στο πλαίσιο της ως άνω διαδικασίας αναγκαστικής εκτελέσεως, το αιτούν δικαστήριο υπήρξε, επομένως, το πρώτο εθνικό δικαστήριο στην κρίση του οποίου υποβλήθηκαν οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης συμβάσεις δανείου.

19      Κατόπιν εξετάσεως του περιεχομένου των εν λόγω συμβάσεων δανείου, το αιτούν δικαστήριο εξέφρασε αμφιβολίες ως προς το κύρος των εν λόγω συμβάσεων, λαμβανομένου υπόψη του ενδεχομένως καταχρηστικού χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών περί μετατροπής οι οποίες περιέχονταν στις εν λόγω συμβάσεις δανείου και χωρίς τις οποίες οι συμβάσεις δεν μπορούν να εκτελεσθούν και πρέπει να θεωρηθούν άκυρες.

20      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η υπόθεση της κύριας δίκης εγείρει το ζήτημα της αυτεπάγγελτης εξετάσεως του ενδεχομένως καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών συμβάσεων συναπτόμενων με καταναλωτές βάσει των οποίων κινείται διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως, ήτοι ζήτημα ανάλογο εκείνου που τέθηκε στο πλαίσιο των υποθέσεων επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις της 17ης Μαΐου 2022, SPV Project 1503 κ.λπ. (C‑693/19 και C‑831/19, EU:C:2022:395), και της 17ης Μαΐου 2022, Ibercaja Banco (C‑600/19, EU:C:2022:394).

21      Το ως άνω δικαστήριο επισημαίνει ότι ο TL δεν άσκησε ανακοπή κατά των διαταγών πληρωμής που μνημονεύονται στη σκέψη 17 της παρούσας αποφάσεως και, ως εκ τούτου, δεν διαθέτει πλέον κανένα ένδικο βοήθημα ή μέσο που να του παρέχει τη δυνατότητα, στην πράξη, να αμφισβητήσει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις εν λόγω διαταγές πληρωμής. Αφενός, ανακοπή στρεφόμενη κατά εκτελεστού τίτλου συνιστάμενου σε δικαστική απόφαση δεν δύναται να καταστήσει κατά νόμον δυνατή, βάσει του άρθρου 840, παράγραφος 1, σημείο 1, του κώδικα πολιτικής δικονομίας, την αμφισβήτηση του βασίμου της υποχρεώσεως που αποτελεί αντικείμενο του συγκεκριμένου τίτλου. Αφετέρου, η εκ μέρους οφειλέτη άσκηση αγωγής με αίτημα την αναγνώριση της ακυρότητας συμβάσεως ή τη διαπίστωση του μη αντιτάξιμου χαρακτήρα των καταχρηστικών ρητρών της συμβάσεως ουδόλως μεταβάλλει, στην πράξη, την κατάστασή του, δεδομένου ότι η συγκεκριμένη αγωγή δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα, βάσει του άρθρου 189 του κώδικα πολιτικής δικονομίας, την ακύρωση τελεσίδικης διαταγής πληρωμής. Πράγματι, βάσει του άρθρου 365, παράγραφος 1, του κώδικα πολιτικής δικονομίας, τελεσίδικη απόφαση, περιλαμβανομένης της δικαστικής αποφάσεως με την οποία εκδίδεται διαταγή πληρωμής στο πλαίσιο ηλεκτρονικής διαδικασίας εκδόσεως διαταγής πληρωμής, δεσμεύει όλα τα δικαστήρια.

22      Σε περίπτωση που το αιτούν δικαστήριο υποχρεούται, βάσει του δικαίου της Ένωσης, να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα των ρητρών που περιέχονται στις οικείες συμβάσεις δανείου, διερωτάται αν το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, καθώς και οι αρχές της αποτελεσματικότητας, της αναλογικότητας και της ασφάλειας δικαίου έχουν την έννοια ότι επιτρέπουν, ιδίως όταν ο ενδιαφερόμενος καταναλωτής δεν επικαλείται τα απορρέοντα από την οδηγία αυτή δικαιώματά του, να ισχύουν τα αποτελέσματα της καταχωρίσεως συμβατικής ρήτρας στο εθνικό μητρώο ρητρών γενικών όρων οι οποίες κρίθηκαν μη επιτρεπτές (στο εξής: εθνικό μητρώο μη επιτρεπτών συμβατικών ρητρών) και έναντι επαγγελματία ο οποίος δεν ήταν διάδικος στην ένδικη διαδικασία που είχε ως αποτέλεσμα τη συγκεκριμένη καταχώριση.

23      Από τη σύγκριση του περιεχομένου των επίμαχων στην υπόθεση της κύριας δίκης συμβατικών ρητρών με εκείνο των συμβατικών ρητρών άλλων τραπεζών πλην της Getin Noble Bank, οι οποίες έχουν καταχωρισθεί στο εθνικό μητρώο μη επιτρεπτών συμβατικών ρητρών συνάγεται ότι υφίστανται σημαντικές ομοιότητες μεταξύ των ρητρών αυτών, με αποτέλεσμα να έχουν ισοδύναμο περιεχόμενο και τις ίδιες συνέπειες για τους καταναλωτές.

24      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, κατά τη νομολογία που διατυπώθηκε με την απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Biuro podróży «Partner» (C‑119/15, EU:C:2016:987), ουδόλως αποκλείεται τα αποτελέσματα της καταχωρίσεως συγκεκριμένης συμβατικής ρήτρας στο εθνικό μητρώο μη επιτρεπτών συμβατικών ρητρών να έχουν εφαρμογή, αφενός μεν, σε όλους τους επαγγελματίες που εφαρμόζουν την εν λόγω συμβατική ρήτρα και όχι μόνο σε εκείνον που ήταν διάδικος στην ένδικη διαδικασία με σκοπό τη διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα της εν λόγω ρήτρας και την καταχώρισή της στο συγκεκριμένο μητρώο, αφετέρου δε, σε οποιαδήποτε ρήτρα η οποία είναι κατ’ ουσίαν όμοια με την επίμαχη, χωρίς να έχει κατ’ ανάγκην όμοια διατύπωση. Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς το ζήτημα αν μια τέτοια ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης έχει εφαρμογή σε διαδικασίες στις οποίες ένας εκ των διαδίκων είναι καταναλωτής που συνήψε σύμβαση με τον οικείο επαγγελματία και όχι μόνο στις διοικητικές διαδικασίες με αντικείμενο την επιβολή κυρώσεων στους επαγγελματίες που χρησιμοποιούν ρήτρες καταχωρισμένες στο εθνικό μητρώο μη επιτρεπτών συμβατικών ρητρών, όπως συνέβαινε στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση εκείνη.

25      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, αντιθέτως, το Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο, Πολωνία) εξέδωσε στις 20 Νοεμβρίου 2015 την απόφαση III CZP 175/15, κατά την οποία η καταχώριση στο εθνικό μητρώο μη επιτρεπτών συμβατικών ρητρών δεν παράγει αποτελέσματα έναντι άλλων επαγγελματιών πλην εκείνου τον οποίον αφορά η διαδικασία καταχωρίσεως στο συγκεκριμένο μητρώο, προκειμένου να γίνεται σεβαστό το δικαίωμα ακροάσεως των λοιπών επαγγελματιών.

26      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Sąd Rejonowy dla Warszawy-Śródmieścia w Warszawie (πρωτοδικείο κεντρικού τομέα Βαρσοβίας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιον του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα ερωτήματα:

«1.      Έχουν το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας [93/13], καθώς και οι αρχές της ασφάλειας δικαίου, της μη προσβολής των τελεσίδικων αποφάσεων με τακτικά ένδικα μέσα, της αποτελεσματικότητας και της αναλογικότητας την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση προβλέπουσα ότι το εθνικό δικαστήριο δεν δύναται να εξετάσει αυτεπαγγέλτως καταχρηστικές ρήτρες συμβάσεως και να συναγάγει τις συνέπειες εξ αυτών σε περίπτωση ελέγχου διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης εκ μέρους δικαστικού επιμελητή δυνάμει τελεσίδικης και εκτελεστής διαταγής πληρωμής που εκδόθηκε στο πλαίσιο διαδικασίας χωρίς διεξαγωγή αποδείξεων;

2)      Έχουν το άρθρο 3, παράγραφος 1, το άρθρο 6 παράγραφος 1, το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, και το άρθρο 8 της οδηγίας [93/13], το άρθρο 47 του [Χάρτη], καθώς και οι αρχές της ασφάλειας δικαίου, της αποτελεσματικότητας και της αναλογικότητας και το δικαίωμα ακροάσεως ενώπιον δικαστηρίου την έννοια ότι αντιτίθενται σε δικαστική ερμηνεία εθνικής ρυθμίσεως κατά την οποία η καταχώριση καταχρηστικής ρήτρας συμβάσεως στο [εθνικό μητρώο μη επιτρεπτών συμβατικών ρητρών] έχει ως αποτέλεσμα τον χαρακτηρισμό της εν λόγω ρήτρας ως καταχρηστικής σε κάθε διαδικασία στην οποία μετέχει καταναλωτής, συμπεριλαμβανομένων:

–        των περιπτώσεων διαδικασίας κατά επαγγελματία διαφορετικού από εκείνον για τον οποίο είχε κινηθεί διαδικασία καταχώρισης της καταχρηστικής ρήτρας στο [εθνικό μητρώο μη επιτρεπτών συμβατικών ρητρών],

–        κατά ρήτρας της οποίας το γράμμα δεν είναι πανομοιότυπο από γλωσσικής άποψης, αλλά έχει την ίδια έννοια και παράγει τα ίδια αποτελέσματα έναντι του καταναλωτή;»

 Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

27      Με την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο ζήτησε την υπαγωγή της προδικαστικής παραπομπής επί της οποίας εκδίδεται η παρούσα απόφαση στην ταχεία διαδικασία του άρθρου 105, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου. Προς στήριξη του αιτήματός του περί εφαρμογής της ταχείας διαδικασίας, το αιτούν δικαστήριο υποστήριξε ότι ο δικαστικός επιμελητής που ήταν επιφορτισμένος με την επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως είχε προβεί σε κατάσχεση του ακινήτου που αποτελεί το αντικείμενο της εν λόγω διαδικασίας και ότι ο πλειστηριασμός του συγκεκριμένου ακινήτου επρόκειτο να διενεργηθεί κατόπιν της εκ μέρους των δανειστών αναγγελίας απαιτήσεων, μπορεί δε να έχει ως αποτέλεσμα, αφενός, ο TL να απωλέσει την κυριότητα του ακινήτου και, αφετέρου, οι δανειστές να εισπράξουν ποσά αχρεωστήτως. Μολονότι, όμως, ο TL δύναται, ενδεχομένως, να προβάλει εκ των υστέρων τα δικαιώματά του μέσω αγωγής αποζημιώσεως, τούτο δεν θα εξασφάλιζε την πλήρη προστασία των δικαιωμάτων του.

28      Το άρθρο 105, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας προβλέπει ότι, κατόπιν αιτήματος του αιτούντος δικαστηρίου ή, σε εξαιρετική περίπτωση, αυτεπαγγέλτως, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου μπορεί, αφού ακούσει τον εισηγητή δικαστή και τον γενικό εισαγγελέα, να αποφασίσει την υπαγωγή της προδικαστικής παραπομπής σε ταχεία διαδικασία, όταν η φύση της υποθέσεως απαιτεί να αποφανθεί το Δικαστήριο το συντομότερο δυνατόν.

29      Πρέπει να υπομνησθεί, συναφώς, ότι η ταχεία διαδικασία αποτελεί δικονομικό μέσο για την αντιμετώπιση εξαιρετικά επείγουσας περιπτώσεως (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Randstad Italia, C‑497/20, EU:C:2021:1037, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

30      Εν προκειμένω, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου αποφάσισε, στις 15 Σεπτεμβρίου 2022, αφού άκουσε τον εισηγητή δικαστή και τη γενική εισαγγελέα, ότι δεν παρίστατο ανάγκη να γίνει δεκτό το αίτημα που μνημονεύεται στη σκέψη 27 της παρούσας αποφάσεως.

31      Πράγματι, αφενός, απλώς και μόνον το ότι η διαδικασία της κύριας δίκης συνιστά διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως που απαιτεί ταχεία επίλυση δεν αποδεικνύει, αφ’ εαυτού, το επείγον που απαιτείται βάσει του άρθρου 105 του Κανονισμού Διαδικασίας (πρβλ. διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 5ης Οκτωβρίου 2018, Addiko Bank, C‑407/18, EU:C:2018:825, σκέψη 12).

32      Αφετέρου, είναι αληθές ότι ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου έλαβε υπόψη, στο πλαίσιο υποθέσεως στην οποία οι εκκαλούντες της κύριας δίκης είχαν ασκήσει ανακοπή κατά εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως επί του ακινήτου τους, το γεγονός ότι, λαμβανομένων υπόψη των προϋποθέσεων που καθόριζε η οικεία εθνική πολιτική δικονομία, η συνέχιση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτελέσεως τους εξέθετε σε κίνδυνο απώλειας της κύριας κατοικίας τους. Ως εκ τούτου, δέχθηκε το αίτημα εφαρμογής ταχείας διαδικασίας, επισημαίνοντας ότι, σε τέτοια περίπτωση, το οικείο εθνικό δίκαιο παρείχε στον ζημιωθέντα οφειλέτη προστασία αμιγώς αποζημιωτικού χαρακτήρα και δεν παρείχε δυνατότητα επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση κατά την οποία ο ζημιωθείς είχε την ιδιότητα κυρίου της κατοικίας του (πρβλ. διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 5ης Οκτωβρίου 2018, Addiko Bank, C‑407/18, EU:C:2018:825, σκέψη 13).

33      Εντούτοις, εν προκειμένω, ουδόλως προκύπτει από το αίτημα υπαγωγής στην ταχεία διαδικασία ή από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως ότι ο TL διατρέχει ήδη άμεσο κίνδυνο απώλειας της κύριας κατοικίας του στο πλαίσιο της επίμαχης στην κύρια δίκη διαδικασίας αναγκαστικής εκτελέσεως. Πράγματι, το αιτούν δικαστήριο δεν επισήμανε στο Δικαστήριο ότι το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης ακίνητο αποτελεί την κύρια κατοικία του TL, ο οποίος άλλωστε φαίνεται να διαμένει σε διαφορετική διεύθυνση από εκείνη του συγκεκριμένου ακινήτου (πρβλ. διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 5ης Οκτωβρίου 2018, Addiko Bank, C‑407/18, EU:C:2018:825, σκέψη 14).

 Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου και επί του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως

34      Κατά πρώτον, η Getin Noble Bank υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, δεδομένου ότι τα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα αφορούν εθνική διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως, η οποία δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης.

35      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι από το άρθρο 19, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΕΕ και από το άρθρο 267, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ προκύπτει ότι το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται προδικαστικώς επί της ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης ή επί του κύρους των πράξεων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης.

36      Από την ίδια τη διατύπωση των προδικαστικών ερωτημάτων που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο, όμως, προκύπτει ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Getin Noble Bank, τα ερωτήματα αυτά αφορούν την ερμηνεία διατάξεων της οδηγίας 93/13 και του Χάρτη, καθώς και γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης, και όχι διατάξεων του πολωνικού δικαίου. Συνεπώς, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως.

37      Κατά δεύτερον, η Getin Noble Bank υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι, εν πάση περιπτώσει, απαράδεκτη.

38      Συγκεκριμένα, αφενός, υποστηρίζεται ότι το αιτούν δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί διαφοράς μεταξύ των διαδίκων με απόφαση η οποία συνιστά «δικαστική απόφαση», κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, και ότι πρέπει να θεωρείται «διοικητικό όργανο» οσάκις παρεμβαίνει στο πλαίσιο του ελέγχου διαδικασίας αναγκαστικής εκτελέσεως. Αφετέρου, τα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα είναι ασαφή, υπέρμετρα γενικού χαρακτήρα και υποθετικά. Κατά την Getin Noble Bank, με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα δεν διευκρινίζονται ούτε το μέτρο ελέγχου το οποίο αφορά το ερώτημα ούτε οι όροι εφαρμογής των ενδεχόμενων απαντήσεων του Δικαστηρίου. Επιπλέον, οι μετέχοντες στη διαδικασία ελέγχου δεν διαθέτουν καμία νομική βάση η οποία να καθιστά δυνατή την έκδοση αποφάσεως επί της ουσίας. Το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα δεν λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι, μολονότι είναι υποχρεωτικό να διατυπωθεί η θέση του ενδιαφερόμενου καταναλωτή ως προς τη διατήρηση σε ισχύ των ρητρών τις οποίες το αιτούν δικαστήριο θεωρεί καταχρηστικές, το συγκεκριμένο δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να εξετάσει τη βούληση του εν λόγω καταναλωτή ως προς το ζήτημα αυτό, ο οποίος άλλωστε παρέμεινε αδρανής εν προκειμένω.

39      Επομένως, η Getin Noble Bank αμφισβητεί, κατ’ ουσίαν, ότι το αιτούν δικαστήριο διαθέτει, βάσει του πολωνικού δικαίου, την αρμοδιότητα να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα των ρητρών που περιέχονται στις επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης συμβάσεις δανείου. Δεδομένου ότι με τα ως άνω επιχειρήματα προβάλλεται στοιχείο που αφορά ζητήματα ουσίας, ουδόλως δύνανται αυτά να θέσουν υπό αμφισβήτηση το παραδεκτό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως (πρβλ. απόφαση της 17ης Μαρτίου 2021, An tAire Talmhaíochta Bia agus Mara κ.λπ., C‑64/20, EU:C:2021:207, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

40      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, η δε υπό κρίση αίτηση είναι παραδεκτή.

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

41      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση προβλέπουσα ότι εθνικό δικαστήριο δεν μπορεί να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα των ρητρών συμβάσεως συναφθείσας με καταναλωτή και να συναγάγει εξ αυτού τις συνέπειες οσάκις ελέγχει διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως η οποία στηρίζεται σε διαταγή πληρωμής που έχει καταστεί τελεσίδικη και έχει περιβληθεί την ισχύ του δεδικασμένου.

42      Υπενθυμίζεται κατ’ αρχάς ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, η κατάσταση ανισότητας μεταξύ καταναλωτή και επαγγελματία μπορεί να αντισταθμισθεί μόνο με θετική παρέμβαση, μη εξαρτώμενη αποκλειστικώς από τους συμβαλλομένους στην οικεία σύμβαση, ο δε εθνικός δικαστής οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/13, εφόσον έχει στη διάθεσή του τα αναγκαία προς τούτο νομικά και πραγματικά στοιχεία [απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2022, Vicente (Διαδικασία για την καταβολή δικηγορικής αμοιβής), C‑335/21, EU:C:2022:720, σκέψη 52].

43      Μολονότι το Δικαστήριο έχει οριοθετήσει, από διάφορες απόψεις και λαμβανομένων υπόψη των επιταγών του άρθρου 6, παράγραφος 1, και του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, τον τρόπο με τον οποίο το εθνικό δικαστήριο οφείλει να διασφαλίζει την προστασία των δικαιωμάτων που αντλούν οι καταναλωτές από την οδηγία αυτή, εντούτοις, κατ’ αρχήν, το δίκαιο της Ένωσης δεν εναρμονίζει τις διαδικασίες εξετάσεως του προβαλλόμενου ως καταχρηστικού χαρακτήρα μιας συμβατικής ρήτρας και, κατά συνέπεια, οι διαδικασίες αυτές διέπονται από την εσωτερική έννομη τάξη των κρατών μελών. Τέτοια περίπτωση συντρέχει στην υπόθεση της κύριας δίκης όσον αφορά τους δικονομικούς κανόνες του πολωνικού δικαίου οι οποίοι διέπουν τη διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως και οι οποίοι, ελλείψει εναρμονίσεως, εμπίπτουν στην έννομη τάξη του οικείου κράτους μέλους [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2022, Vicente (Διαδικασία για την καταβολή δικηγορικής αμοιβής), C‑335/21, EU:C:2022:720, σκέψη 53].

44      Εντούτοις, σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, οι δικονομικοί κανόνες σχετικά με μέσα παροχής ένδικης προστασίας που αποσκοπούν στη διασφάλιση των δικαιωμάτων τα οποία οι πολίτες αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης δεν πρέπει να είναι λιγότερο ευνοϊκοί από εκείνους που αφορούν παρόμοια εσωτερικής φύσεως μέσα παροχής ένδικης προστασίας (αρχή της ισοδυναμίας) και δεν πρέπει να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπέρμετρα δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει η έννομη τάξη της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) [απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2022, Vicente (Διαδικασία για την καταβολή δικηγορικής αμοιβής), C‑335/21, EU:C:2022:720, σκέψη 54].

45      Όσον αφορά την αρχή της αποτελεσματικότητας, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι κάθε περίπτωση στην οποία ανακύπτει το ζήτημα αν εθνική δικονομική διάταξη καθιστά αδύνατη ή υπέρμετρα δυσχερή την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης πρέπει να εξετάζεται λαμβανομένης υπόψη της θέσεως της διατάξεως αυτής στην όλη διαδικασία, της εξελίξεως της διαδικασίας και των ιδιαιτεροτήτων της συνολικώς θεωρούμενων, καθώς και, ενδεχομένως, των αρχών που αποτελούν τη βάση του εθνικού δικαιοδοτικού συστήματος, όπως είναι η προστασία των δικαιωμάτων άμυνας, η αρχή της ασφάλειας δικαίου και η ορθή διεξαγωγή της διαδικασίας. Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο έχει εκτιμήσει ότι η τήρηση της αρχής της αποτελεσματικότητας δεν μπορεί να βαίνει μέχρι του σημείου πλήρους επανορθώσεως των συνεπειών από την πλήρη αδράνεια του οικείου καταναλωτή (απόφαση της 17ης Μαΐου 2022, Unicaja Banco, C‑869/19, EU:C:2022:397, σκέψη 28).

46      Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι η υποχρέωση των κρατών μελών να διασφαλίσουν την αποτελεσματικότητα των δικαιωμάτων που οι ιδιώτες αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης ενέχει, ιδίως όσον αφορά τα δικαιώματα που απορρέουν από την οδηγία 93/13, απαίτηση περί αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, η οποία επιβεβαιώνεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, της ως άνω οδηγίας και κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη, ισχύει δε, μεταξύ άλλων, ως προς τον καθορισμό των δικονομικών προϋποθέσεων των ενδίκων βοηθημάτων που βασίζονται σε τέτοια δικαιώματα (απόφαση της 17ης Μαΐου 2022, Unicaja Banco, C‑869/19, EU:C:2022:397, σκέψη 29).

47      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι, όταν δεν ασκείται αποτελεσματικός έλεγχος του ενδεχομένως καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών της οικείας συμβάσεως, δεν μπορεί να διασφαλισθεί ο σεβασμός των δικαιωμάτων που παρέχονται βάσει της οδηγίας 93/13 (απόφαση της 17ης Μαΐου 2022, Unicaja Banco, C‑869/19, EU:C:2022:397, σκέψη 30).

48      Επομένως, οι σχετικοί όροι της εθνικής νομοθεσίας, στους οποίους παραπέμπει το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, δεν πρέπει να θίγουν την ουσία του δικαιώματος το οποίο αντλούν οι καταναλωτές από τη διάταξη αυτή και το οποίο συνίσταται στη μη δέσμευσή τους από ρήτρα θεωρούμενη καταχρηστική (απόφαση της 17ης Μαΐου 2022, Unicaja Banco, C‑869/19, EU:C:2022:397, σκέψη 31).

49      Το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι διαταγές πληρωμής, όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης, εκδίδονται από πολωνικά δικαστήρια, αφού ζητηθούν από τον ενδιαφερόμενο δανειστή στο πλαίσιο ηλεκτρονικής διαδικασίας εκδόσεως διαταγής πληρωμής, χωρίς τα δικαστήρια αυτά να έχουν τη νομική και τεχνική δυνατότητα να συμβουλευθούν τις συμβάσεις βάσει των οποίων εκδίδονται οι διαταγές πληρωμής και, ως εκ τούτου, να εξετάσουν αυτεπαγγέλτως αν οι επίμαχες συμβάσεις περιέχουν ρήτρες καταχρηστικού χαρακτήρα. Σε περίπτωση κατά την οποία οι ως άνω διαταγές πληρωμής δεν αμφισβητηθούν από τον ενδιαφερόμενο οφειλέτη εντός προθεσμίας δύο εβδομάδων από την κοινοποίησή τους, οι διαταγές πληρωμής περιάπτονται τον εκτελεστήριο τύπο και περιβάλλονται την ισχύ του δεδικασμένου, με αποτέλεσμα το δικαστήριο υπό τον έλεγχο του οποίου ο δικαστικός επιμελητής διεξάγει τη διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως να μην έχει την εξουσία να προβεί στην εξέταση αυτή αυτεπαγγέλτως.

50      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι η αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων που αναγνωρίζει στον καταναλωτή η ως άνω οδηγία κατοχυρώνεται μόνον εφόσον το εθνικό δικονομικό σύστημα επιτρέπει να διενεργηθεί, στο πλαίσιο της διαδικασίας εκδόσεως διαταγής πληρωμής ή της διαδικασίας αναγκαστικής εκτελέσεως, αυτεπάγγελτος έλεγχος του ενδεχομένως καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών της οικείας συμβάσεως δικαίου (απόφαση της 17ης Μαΐου 2022, Impuls Leasing România, C‑725/19, EU:C:2022:396, σκέψη 49).

51      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι σε περίπτωση κατά την οποία ο εκ μέρους δικαστηρίου αυτεπάγγελτος έλεγχος της ενδεχόμενης καταχρηστικότητας των ρητρών δεν προβλέπεται στο στάδιο της διαδικασίας αναγκαστικής εκτελέσεως, πρέπει να γίνεται δεκτό ότι η εθνική νομοθεσία μπορεί να θίξει την αποτελεσματικότητα της προστασίας την οποία επιδιώκει η οδηγία 93/13, αν δεν προβλέπεται τέτοιος έλεγχος στο στάδιο της εκδόσεως της διαταγής πληρωμής ή, σε περίπτωση που τέτοιος έλεγχος προβλέπεται αποκλειστικώς στο στάδιο της ανακοπής κατά της εκδοθείσας διαταγής, αν συντρέχει μη αμελητέος κίνδυνος να μην ασκήσει ο καταναλωτής την απαιτούμενη ανακοπή είτε λόγω της ιδιαιτέρως σύντομης προθεσμίας που τάσσεται προς τούτο είτε λόγω της αναλογίας μεταξύ του κόστους το οποίο συνεπάγεται μια ένδικη διαδικασία και του ποσού της αμφισβητούμενης απαιτήσεως ή ακόμη επειδή η εθνική νομοθεσία δεν επιβάλλει να του κοινοποιούνται υποχρεωτικώς όλες οι πληροφορίες που του είναι αναγκαίες για να είναι σε θέση να αντιληφθεί την έκταση των δικαιωμάτων του (απόφαση της 17ης Μαΐου 2022, Impuls Leasing România, C‑725/19, EU:C:2022:396, σκέψη 50).

52      Ως εκ τούτου, αφενός, η πολωνική νομοθεσία που διέπει την έκδοση διαταγής πληρωμής και τη διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως δεν θα είναι σύμφωνη με την αρχή της αποτελεσματικότητας σε περίπτωση που δεν προβλέπει αυτεπάγγελτο έλεγχο, από δικαστήριο, του ενδεχομένως καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών που περιέχονται στην οικεία σύμβαση.

53      Αφετέρου, εάν το πολωνικό δίκαιο προβλέπει τέτοια εξέταση μόνον οσάκις ο ενδιαφερόμενος καταναλωτής προσβάλλει διαταγή πληρωμής, θα απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει αν υφίσταται μη αμελητέος κίνδυνος να μην ασκήσει ο καταναλωτής την απαιτούμενη ανακοπή είτε λόγω της ιδιαιτέρως σύντομης προθεσμίας που τάσσεται προς τούτο είτε λόγω της αναλογίας μεταξύ του κόστους το οποίο συνεπάγεται μια ένδικη διαδικασία και του ποσού της αμφισβητούμενης απαιτήσεως, ή ακόμη επειδή η εθνική νομοθεσία δεν επιβάλλει να του κοινοποιούνται υποχρεωτικώς όλες οι πληροφορίες που του είναι αναγκαίες για να είναι σε θέση να αντιληφθεί την έκταση των δικαιωμάτων του.

54      Όσον αφορά την προθεσμία δύο εβδομάδων την οποία τάσσει για την άσκηση τέτοιας ανακοπής η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική νομοθεσία, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η συγκεκριμένη προθεσμία ενέχει τον μνημονευθέντα στην προηγούμενη σκέψη κίνδυνο (πρβλ. διάταξη της 6ης Νοεμβρίου 2019, BNP Paribas Personal Finance SA Paris Sucursala Bucureşti et Secapital, C‑75/19, EU:C:2019:950, σκέψεις 31 και 33).

55      Ακόμη και αν ο διάδικος δεν ήταν υποχρεωμένος να αιτιολογήσει την ανακοπή του κατά της διαταγής πληρωμής βάσει του πολωνικού δικαίου, όπως υποστηρίζει η Getin Noble Bank, η προθεσμία των δύο εβδομάδων θα ήταν, πάντως, ιδιαιτέρως σύντομη, προκειμένου ο ενδιαφερόμενος καταναλωτής να είναι σε θέση να εκτιμήσει τις έννομες συνέπειες της αποφάσεώς του να αντιταχθεί ή όχι στη συγκεκριμένη διαταγή πληρωμής.

56      Σε περίπτωση κατά την οποία το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι υφίσταται μη αμελητέος κίνδυνος να μην ασκηθεί ανακοπή κατά των επίμαχων στην υπόθεση της κύριας δίκης διαταγών πληρωμής λόγω των περιστάσεων που διαλαμβάνονται στη σκέψη 53 της παρούσας αποφάσεως, πρέπει να υπομνησθεί, όσον αφορά το γεγονός ότι οι εν λόγω διαταγές έχουν αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, ότι, προς διασφάλιση τόσο της σταθερότητας του δικαίου και των εννόμων σχέσεων όσο και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, επιβάλλεται να μην μπορεί να τεθεί ζήτημα κύρους των δικαστικών αποφάσεων οι οποίες έχουν καταστεί αμετάκλητες μετά την εξάντληση των διαθέσιμων ενδίκων μέσων ή μετά την εκπνοή των προθεσμιών που τάσσονται για την άσκηση των εν λόγω ενδίκων μέσων (πρβλ. απόφαση της 17ης Μαΐου 2022, Unicaja Banco, C‑869/19, EU:C:2022:397, σκέψη 32).

57      Εξάλλου, η προστασία του ενδιαφερόμενου καταναλωτή δεν είναι απόλυτη. Ειδικότερα, το δίκαιο της Ένωσης δεν επιβάλλει στα εθνικά δικαστήρια να μην εφαρμόζουν τους εθνικούς δικονομικούς κανόνες που προσδίδουν ισχύ δεδικασμένου σε απόφαση, ακόμη και αν κατά τον τρόπο αυτόν θα μπορούσε να θεραπευθεί η παράβαση διατάξεως περιλαμβανόμενης στην οδηγία 93/13, ανεξαρτήτως της φύσεώς της, υπό την επιφύλαξη πάντως, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 44 της παρούσας αποφάσεως, της τηρήσεως των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας (απόφαση της 17ης Μαΐου 2022, Unicaja Banco, C‑869/19, EU:C:2022:397, σκέψη 33).

58      Σε περίπτωση κατά την οποία θεωρείται ότι έχει διενεργηθεί αυτεπάγγελτη εξέταση του ενδεχομένως καταχρηστικού χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών και ότι το ζήτημα αυτό καλύπτεται από το δεδικασμένο, χωρίς ωστόσο η εξέταση αυτή να έχει αιτιολογηθεί, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η απαίτηση περί αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας επιτάσσει να έχει τη δυνατότητα ο δικαστής της εκτελέσεως να εκτιμήσει, ακόμη και για πρώτη φορά, τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών που αποτέλεσαν τη βάση για διαταγή πληρωμής η οποία εκδόθηκε από δικαστήριο κατόπιν αιτήσεως πιστωτή και κατά της οποίας ο οφειλέτης δεν άσκησε ανακοπή (πρβλ. απόφαση της 17ης Μαΐου 2022, SPV Project 1503 κ.λπ., C‑693/19 και C‑831/19, EU:C:2022:395, σκέψεις 65 και 66).

59      Το αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο οσάκις θεωρείται ότι δεν διενεργήθηκε καμία αυτεπάγγελτη εξέταση του ενδεχομένως καταχρηστικού χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών που περιέχονται στην οικεία σύμβαση, όπως φαίνεται να συμβαίνει εν προκειμένω.

60      Το γεγονός ότι ο TL παρέμεινε αδρανής κατά τη διάρκεια των διαδικασιών που κινήθηκαν ενώπιον των πολωνικών δικαστηρίων δεν απαλλάσσει το αιτούν δικαστήριο από την υποχρέωσή του να προβεί αυτεπαγγέλτως στην ως άνω εξέταση εφόσον αποδεικνύεται ότι ο TL δεν άσκησε ανακοπή κατά των επίμαχων στην υπόθεση της κύριας δίκης διαταγών πληρωμής λόγω των περιστάσεων που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 53 της παρούσας αποφάσεως, δεδομένου ότι η εν λόγω ανακοπή αποτελούσε το μόνο δικονομικό μέσο που διέθετε ο TL για να προβάλει καταχρηστικό χαρακτήρα των ρητρών των επίμαχων στην υπόθεση της κύριας δίκης συμβάσεων.

61      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση προβλέπουσα ότι εθνικό δικαστήριο δεν μπορεί να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα των ρητρών συμβάσεως και να συναγάγει εξ αυτού τις συνέπειες οσάκις ελέγχει διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως η οποία στηρίζεται σε διαταγή πληρωμής που έχει καταστεί τελεσίδικη και έχει περιβληθεί την ισχύ του δεδικασμένου:

–        εάν η εν λόγω ρύθμιση δεν προβλέπει τέτοια εξέταση κατά το στάδιο της εκδόσεως της διαταγής πληρωμής ή

–        όταν τέτοιος έλεγχος προβλέπεται μόνον κατά το στάδιο της ασκηθείσας κατά της επίμαχης διαταγής πληρωμής ανακοπής, εάν υφίσταται μη αμελητέος κίνδυνος να μην ασκήσει ο καταναλωτής την απαιτούμενη ανακοπή είτε λόγω της ιδιαιτέρως σύντομης προθεσμίας που τάσσεται προς τούτο είτε λόγω της αναλογίας μεταξύ του κόστους το οποίο συνεπάγεται μια ένδικη διαδικασία και του ποσού της αμφισβητούμενης απαιτήσεως ή ακόμη επειδή η εθνική ρύθμιση δεν επιβάλλει να κοινοποιούνται υποχρεωτικώς στον καταναλωτή όλες οι πληροφορίες που του είναι αναγκαίες για να είναι σε θέση να αντιληφθεί την έκταση των δικαιωμάτων του.

 Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

62      Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 3, παράγραφος 1, το άρθρο 6, παράγραφος 1, το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, και το άρθρο 8 της οδηγίας 93/13 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομολογία κατά την οποία η καταχώριση ρήτρας συμβάσεως στο εθνικό μητρώο μη επιτρεπτών συμβατικών ρητρών έχει ως αποτέλεσμα να θεωρείται η συγκεκριμένη ρήτρα καταχρηστική σε κάθε διαδικασία στην οποία μετέχει καταναλωτής, ακόμη και έναντι επαγγελματία διαφορετικού από εκείνον κατά του οποίου είχε κινηθεί η διαδικασία καταχωρίσεως της ρήτρας στο εθνικό μητρώο και σε περίπτωση κατά την οποία η επίμαχη ρήτρα δεν έχει πανομοιότυπη διατύπωση με την καταχωρισθείσα, πλην όμως έχει το ίδιο περιεχόμενο και παράγει τα ίδια αποτελέσματα για τον ενδιαφερόμενο καταναλωτή.

63      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το σύστημα προστασίας που καθιερώνει η οδηγία 93/13 βασίζεται στην αντίληψη ότι ο καταναλωτής βρίσκεται σε ασθενέστερη θέση έναντι του επαγγελματία, τόσο ως προς τη διαπραγματευτική ισχύ όσο και ως προς το επίπεδο της πληροφορήσεως [απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2023, mBank (Πολωνικό μητρώο μη επιτρεπτών συμβατικών ρητρών), C‑139/22, EU:C:2023:692, σκέψη 34].

64      Επομένως, κατ’ αρχάς, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας, ρήτρα συμβάσεως που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως θεωρείται καταχρηστική όταν, παρά την απαίτηση περί καλής πίστης, δημιουργεί εις βάρος του ενδιαφερόμενου καταναλωτή σημαντική ανισορροπία μεταξύ των απορρεόντων από τη σύμβαση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών και, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας, μια τέτοια καταχρηστική ρήτρα δεν δεσμεύει τον καταναλωτή. Σκοπός της τελευταίας αυτής διατάξεως είναι να αντικαταστήσει την τυπική ισορροπία που εγκαθιδρύει η σύμβαση μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων με μια πραγματική ισορροπία η οποία αποκαθιστά την ισότητα μεταξύ τους [απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2023, mBank (Πολωνικό μητρώο μη επιτρεπτών συμβατικών ρητρών), C‑139/22, EU:C:2023:692, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

65      Περαιτέρω, δεδομένης της φύσεως και της σπουδαιότητας του δημοσίου συμφέροντος που έγκειται στην προστασία των καταναλωτών οι οποίοι βρίσκονται σε τέτοια ασθενέστερη θέση, το άρθρο 7, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας, σε συνδυασμό με την εικοστή τέταρτη αιτιολογική σκέψη της, επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να προβλέπουν κατάλληλα και αποτελεσματικά μέτρα προκειμένου να παύσει η χρήση των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται από επαγγελματία με καταναλωτές [απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2023, mBank (Πολωνικό μητρώο μη επιτρεπτών συμβατικών ρητρών), C‑139/22, EU:C:2023:692, σκέψη 36].

66      Όπως προκύπτει από το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13, τα προαναφερθέντα μέσα περιλαμβάνουν τη δυνατότητα προσώπων ή οργανισμών που έχουν έννομο συμφέρον για την προστασία των καταναλωτών να προσφεύγουν στα δικαστήρια προκειμένου να κριθεί αν ρήτρες οι οποίες έχουν καταρτισθεί για γενικευμένη χρήση έχουν καταχρηστικό χαρακτήρα και να επιτυγχάνουν, ενδεχομένως, την απαγόρευσή τους [απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2023, mBank (Πολωνικό μητρώο μη επιτρεπτών συμβατικών ρητρών), C‑139/22, EU:C:2023:692, σκέψη 37].

67      Εντούτοις, δεδομένου ότι η διαφορά της κύριας δίκης δεν αφορά τέτοια πρόσωπα και οργανώσεις, δεν απαιτείται να δοθεί στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα απάντηση με γνώμονα το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13.

68      Τέλος, κατά τη δωδέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/13, η εν λόγω οδηγία προβαίνει μόνο σε μερική και ελάχιστη εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών περί καταχρηστικών ρητρών, ενώ τα κράτη μέλη διατηρούν τη δυνατότητα, τηρουμένης της Συνθήκης ΛΕΕ, να παρέχουν υψηλότερο επίπεδο προστασίας στον ενδιαφερόμενο καταναλωτή μέσω εθνικών διατάξεων αυστηρότερων από τις διατάξεις της οδηγίας. Επιπλέον, δυνάμει του άρθρου 8 της οδηγίας, τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή να διατηρούν σε ισχύ, στον τομέα που διέπεται από την οδηγία, αυστηρότερες διατάξεις σύμφωνες προς τη Συνθήκη ΛΕΕ, για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή [απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2023, mBank (Πολωνικό μητρώο μη επιτρεπτών συμβατικών ρητρών), C‑139/22, EU:C:2023:692, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

69      Όσον αφορά, όμως, το εθνικό μητρώο μη επιτρεπτών συμβατικών ρητρών, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ένας μηχανισμός όπως το μητρώο αυτό, ο οποίος συνίσταται στην κατάρτιση καταλόγου των ρητρών που πρέπει να θεωρούνται καταχρηστικές, εμπίπτει στις αυστηρότερες διατάξεις τις οποίες τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή να διατηρούν σε ισχύ δυνάμει του άρθρου 8 της οδηγίας 93/13 και ότι το συγκεκριμένο μητρώο ανταποκρίνεται, κατ’ αρχήν, στο συμφέρον της προστασίας των καταναλωτών [απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2023, mBank (Πολωνικό μητρώο μη επιτρεπτών συμβατικών ρητρών), C‑139/22, EU:C:2023:692, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

70      Δεδομένου ότι η καθιέρωση τέτοιου μητρώου δεν απαιτείται από την οδηγία 93/13, η επιλογή των μέσων που χρησιμοποιούνται προς επίτευξη των σκοπών του και, ως εκ τούτου, ο καθορισμός των εννόμων αποτελεσμάτων που μπορεί να παράγει καταχώριση στο εν λόγω μητρώο ρητρών που κηρύσσονται καταχρηστικές εμπίπτουν στις αρμοδιότητες των κρατών μελών.

71      Εφόσον η διαχείριση του εθνικού μητρώου μη επιτρεπτών συμβατικών ρητρών γίνεται με διαφάνεια, προς το συμφέρον όχι μόνον των καταναλωτών, αλλά και των επαγγελματιών, και εφόσον το μητρώο ενημερώνεται, τηρουμένης της αρχής της ασφάλειας δικαίου, η καθιέρωσή του είναι σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης [απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2023, mBank (Πολωνικό μητρώο μη επιτρεπτών συμβατικών ρητρών), C‑139/22, EU:C:2023:692, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

72      Επιπλέον, η εφαρμογή του μηχανισμού του μητρώου μη επιτρεπτών συμβατικών ρητρών προϋποθέτει εκτίμηση, από το αρμόδιο εθνικό δικαστήριο, της ισοδυναμίας της επίμαχης συμβατικής ρήτρας με ρήτρα γενικών όρων η οποία έχει κριθεί μη επιτρεπτή και έχει καταχωρισθεί στο συγκεκριμένο μητρώο και ότι ο ενδιαφερόμενος επαγγελματίας έχει τη δυνατότητα να αμφισβητήσει την εν λόγω ισοδυναμία ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, προκειμένου να κριθεί αν, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των κρίσιμων περιστάσεων που προσιδιάζουν σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, η εν λόγω συμβατική ρήτρα είναι κατ’ ουσίαν πανομοιότυπη, λαμβανομένων υπόψη, μεταξύ άλλων, των αποτελεσμάτων που παράγει, με τη ρήτρα που έχει καταχωρισθεί στο εν λόγω μητρώο [απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2023, mBank (Πολωνικό μητρώο μη επιτρεπτών συμβατικών ρητρών), C‑139/22, EU:C:2023:692, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία]. Επομένως, ένα τέτοιο εθνικό σύστημα δεν προσβάλλει τα δικαιώματα άμυνας του ενδιαφερόμενου επαγγελματία (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Biuro podróży «Partner», C‑119/15, EU:C:2016:987, σκέψη 43).

73      Εξάλλου, μολονότι, σύμφωνα με το άρθρο 8 της οδηγίας 93/13, τα κράτη μέλη παραμένουν ελεύθερα να προβλέπουν, στο εσωτερικό τους δίκαιο, αυτεπάγγελτη εξέταση ευρύτερη εκείνης στην οποία οφείλουν να προβαίνουν τα δικαστήριά τους δυνάμει της οδηγίας αυτής, ακόμη δε και απλουστευμένες διαδικασίες εκτιμήσεως του καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, εντούτοις, κατά κανόνα, ο εθνικός δικαστής εξακολουθεί να υποχρεούται να ενημερώνει τους διαδίκους σχετικά με την εν λόγω εκτίμηση και να τους καλεί να συζητήσουν επ’ αυτής κατ’ αντιμωλίαν, σύμφωνα με τους τύπους που προβλέπουν συναφώς οι εθνικοί δικονομικοί κανόνες [απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2023, mBank (Πολωνικό μητρώο μη επιτρεπτών συμβατικών ρητρών), C‑139/22, EU:C:2023:692, σκέψη 45].

74      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι το πολωνικό δίκαιο μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η καταχώριση συμβατικής ρήτρας στο εθνικό μητρώο μη επιτρεπτών συμβατικών ρητρών έχει ως αποτέλεσμα η συγκεκριμένη ρήτρα να θεωρείται καταχρηστική σε κάθε διαδικασία στην οποία μετέχει καταναλωτής, ακόμη και έναντι επαγγελματία διαφορετικού από εκείνον κατά του οποίου κινήθηκε η διαδικασία καταχωρίσεως της εν λόγω ρήτρας στο εθνικό μητρώο και σε περίπτωση κατά την οποία η οικεία ρήτρα δεν έχει πανομοιότυπη διατύπωση με εκείνην της καταχωρισθείσας, πλην όμως έχει το ίδιο περιεχόμενο και παράγει τα ίδια αποτελέσματα για τον ενδιαφερόμενο καταναλωτή.

75      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα μιας επίμαχης συμβατικής ρήτρας βάσει συγκρίσεως του περιεχομένου της με εκείνο ρήτρας καταχωρισμένης στο εθνικό μητρώο μη επιτρεπτών συμβατικών ρητρών μπορεί να συμβάλει ταχέως στο να παύσουν οι καταχρηστικές ρήτρες που χρησιμοποιούνται σε μεγάλο αριθμό συμβάσεων να παράγουν αποτελέσματα έναντι των καταναλωτών οι οποίοι είναι συμβαλλόμενα μέρη στις συμβάσεις αυτές [απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2023, mBank (Πολωνικό μητρώο μη επιτρεπτών συμβατικών ρητρών), C‑139/22, EU:C:2023:692, σκέψη 41].

76      Εξάλλου, σε υπόθεση που αφορούσε διοικητική διαδικασία κινηθείσα κατά επαγγελματία, το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7 της οδηγίας 93/13, ερμηνευόμενα σε συνδυασμό με τα άρθρα 1 και 2 της οδηγίας 2009/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, περί των αγωγών παραλείψεως στον τομέα της προστασίας των συμφερόντων των καταναλωτών (ΕΕ 2009, L 110, σ. 30), καθώς και υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη, έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται στο να θεωρείται παράνομη η χρήση ρητρών γενικών όρων, το περιεχόμενο των οποίων είναι ισοδύναμο με εκείνο ρητρών που έχουν κριθεί παράνομες με τελεσίδικη δικαστική απόφαση και έχουν καταχωρισθεί στο εθνικό μητρώο μη επιτρεπτών συμβατικών ρητρών, έναντι επαγγελματία ο οποίος δεν ήταν διάδικος στη διαδικασία που κατέληξε στην καταχώριση των ρητρών αυτών στο εν λόγω μητρώο (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Biuro podróży «Partner», C‑119/15, EU:C:2016:987, σκέψη 47).

77      Το αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο στην περίπτωση διαφοράς μεταξύ επαγγελματιών και καταναλωτή, όπως αυτή της κύριας δίκης, στο πλαίσιο της οποίας οι όροι μιας ενδεχομένως καταχρηστικής συμβατικής ρήτρας πρέπει να εκτελούνται.

78      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, το άρθρο 6, παράγραφος 1, το άρθρο 7, παράγραφος 1, και το άρθρο 8 της οδηγίας 93/13 έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική νομολογία κατά την οποία η καταχώριση ρήτρας συμβάσεως στο εθνικό μητρώο μη επιτρεπτών συμβατικών ρητρών έχει ως αποτέλεσμα να θεωρείται η συγκεκριμένη ρήτρα καταχρηστική σε κάθε διαδικασία στην οποία μετέχει καταναλωτής, ακόμη και έναντι επαγγελματία διαφορετικού από εκείνον κατά του οποίου είχε κινηθεί η διαδικασία καταχωρίσεως της ρήτρας στο εθνικό μητρώο και σε περίπτωση κατά την οποία η οικεία ρήτρα δεν έχει πανομοιότυπη διατύπωση με την καταχωρισθείσα, πλην όμως έχει το ίδιο περιεχόμενο και παράγει τα ίδια αποτελέσματα για τον ενδιαφερόμενο καταναλωτή.

 Επί των δικαστικών εξόδων

79      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (ένατο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές,

έχουν την έννοια ότι:

αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση προβλέπουσα ότι εθνικό δικαστήριο δεν μπορεί να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα των ρητρών συμβάσεως και να συναγάγει εξ αυτού τις συνέπειες οσάκις ελέγχει διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως η οποία στηρίζεται σε διαταγή πληρωμής που έχει καταστεί τελεσίδικη και έχει περιβληθεί την ισχύ του δεδικασμένου:

–        εάν η εν λόγω ρύθμιση δεν προβλέπει τέτοια εξέταση κατά το στάδιο της εκδόσεως της διαταγής πληρωμής ή

–        όταν τέτοιος έλεγχος προβλέπεται μόνον κατά το στάδιο της ασκηθείσας κατά της επίμαχης διαταγής πληρωμής ανακοπής, εάν υφίσταται μη αμελητέος κίνδυνος να μην ασκήσει ο καταναλωτής την απαιτούμενη ανακοπή είτε λόγω της ιδιαιτέρως σύντομης προθεσμίας που τάσσεται προς τούτο είτε λόγω της αναλογίας μεταξύ του κόστους το οποίο συνεπάγεται μια ένδικη διαδικασία και του ποσού της αμφισβητούμενης απαιτήσεως ή ακόμη επειδή η εθνική ρύθμιση δεν επιβάλλει να κοινοποιούνται υποχρεωτικώς στον καταναλωτή όλες οι πληροφορίες που του είναι αναγκαίες για να είναι σε θέση να αντιληφθεί την έκταση των δικαιωμάτων του.

2)      Το άρθρο 3, παράγραφος 1, το άρθρο 6, παράγραφος 1, το άρθρο 7, παράγραφος 1, και το άρθρο 8 της οδηγίας 93/13

έχουν την έννοια ότι:

δεν αντιτίθενται σε εθνική νομολογία κατά την οποία η καταχώριση ρήτρας συμβάσεως στο εθνικό μητρώο μη επιτρεπτών συμβατικών ρητρών έχει ως αποτέλεσμα να θεωρείται η συγκεκριμένη ρήτρα καταχρηστική σε κάθε διαδικασία στην οποία μετέχει καταναλωτής, ακόμη και έναντι επαγγελματία διαφορετικού από εκείνον κατά του οποίου είχε κινηθεί η διαδικασία καταχωρίσεως της ρήτρας στο εθνικό μητρώο και σε περίπτωση κατά την οποία η οικεία ρήτρα δεν έχει πανομοιότυπη διατύπωση με την καταχωρισθείσα, πλην όμως έχει το ίδιο περιεχόμενο και παράγει τα ίδια αποτελέσματα για τον ενδιαφερόμενο καταναλωτή.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική.

Top