EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62022CC0447

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Α. Ράντου της 18ης Απριλίου 2024.


ECLI identifier: ECLI:EU:C:2024:326

Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΡΑΝΤΟΥ

της 18ης Απριλίου 2024 (1)

Υπόθεση C447/22 P

Δημοκρατία της Σλοβενίας,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

κατά

Petra Flašker

«Αίτηση αναιρέσεως – Κρατικές ενισχύσεις – Άρθρα 107 και 108 ΣΛΕΕ – Μέτρα ενίσχυσης που χορηγήθηκαν από τη Δημοκρατία της Σλοβενίας πριν την προσχώρηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση – Προκαταρκτικό στάδιο εξέτασης – Απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται η απουσία κρατικών ενισχύσεων – Παράλειψη κίνησης της επίσημης διαδικασίας έρευνας – Έννοια των “σοβαρών δυσχερειών” ως προς την ύπαρξη ενίσχυσης ή ως προς τη συμβατότητά της με την εσωτερική αγορά – Έκταση των υποχρεώσεων επιμέλειας και διεξαγωγής έρευνας της Επιτροπής – Βάρος αποδείξεως που φέρει ο διάδικος που επικαλείται την ύπαρξη “σοβαρών δυσχερειών”»






I.      Εισαγωγή

1.        Με την αίτηση αναιρέσεως, η Δημοκρατία της Σλοβενίας ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 27ης Απριλίου 2022, Flašker κατά Επιτροπής (T‑392/20, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2022:245), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση C(2020) 1724 final της Επιτροπής, της 24ης Μαρτίου 2020, περί περατώσεως της εξετάσεως των μέτρων που αφορούν τη δημόσια αλυσίδα φαρμακείων Lekarna Ljubljana υπό το πρίσμα των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων των άρθρων 107 και 108 ΣΛΕΕ [υπόθεση SA.43546 (2016/FC) – Σλοβενία, στο εξής: επίδικη απόφαση], κατά το μέρος που αφορά τα «προς διαχείριση περιουσιακά στοιχεία» της.

2.        Η υπόθεση αυτή ανέκυψε στο πλαίσιο καταγγελίας υποβληθείσας το 2016 ενώπιον της Επιτροπής εκ μέρους της Petra Flašker (στο εξής: PF), η οποία εκμεταλλεύεται ιδιωτικό φαρμακείο, σχετικά με την ύπαρξη κρατικών ενισχύσεων υπέρ της Lekarna Ljubljana, ανταγωνιστικής επιχείρησης, υπό τη μορφή, ιδίως, της παραχώρησης περιουσιακών στοιχείων προς διαχείριση, όπως εμπορικά καταστήματα, υπό συνθήκες που δεν αντιστοιχούν στις συνθήκες της αγοράς. Με την επίδικη απόφαση, η Επιτροπή περάτωσε την εξέταση της καταγγελίας αυτής χωρίς να κινήσει τη διαδικασία εμπεριστατωμένης εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Η Επιτροπή εξέθεσε, κατ’ ουσίαν, ότι κατά το πέρας του προκαταρκτικού σταδίου εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, είχε σχηματίσει την πεποίθηση ότι τα επίμαχα μέτρα δεν συνιστούσαν κρατικές ενισχύσεις και διευκρίνισε ότι, ακόμη κι αν υποτεθεί ότι η παραχώρηση περιουσιακών στοιχείων προς διαχείριση μπορούσε να θεωρηθεί ως τέτοια ενίσχυση, θα επρόκειτο για «υφιστάμενη ενίσχυση». Επιληφθέν προσφυγής ακυρώσεως, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση τον λόγο με τον οποίο η PF προέβαλε ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε νομίμως να εκδώσει την επίδικη απόφαση χωρίς να κινήσει τη διαδικασία εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, και ακύρωσε την επίδικη απόφαση κατά το μέρος που αφορά τα προς διαχείριση περιουσιακά στοιχεία της Lekarna Ljubljana.

3.        Κατόπιν ασκήσεως αιτήσεως αναιρέσεως, η Δημοκρατία της Σλοβενίας, υποστηριζόμενη από την Επιτροπή, ισχυρίζεται, στο πλαίσιο των δύο πρώτων λόγων αναιρέσεως, ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ενέχει πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 108, παράγραφοι 2 και 3, ΣΛΕΕ, του άρθρου 4, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 (2), καθώς και της έννοιας των «σοβαρών δυσχερειών» που συνεπάγονται την υποχρέωση κίνησης επίσημης διαδικασίας έρευνας. Σύμφωνα με σχετικό αίτημα του Δικαστηρίου, οι παρούσες προτάσεις θα επικεντρωθούν στην ανάλυση των δύο πρώτων λόγων αναιρέσεως.

4.        Η υπό κρίση υπόθεση εντάσσεται στο πλαίσιο πολυάριθμων άλλων υποθέσεων βάσει των οποίων διαμορφώθηκε μια πάγια νομολογία των δικαστηρίων της Ένωσης και στο πλαίσιο μιας σειράς άλλων υποθέσεων που οδήγησαν σε πιο πρόσφατες αποφάσεις επί της απουσίας κίνησης επίσημης διαδικασίας έρευνας (3). Παρέχει συνεπώς τη δυνατότητα στο Δικαστήριο να αποσαφηνίσει περαιτέρω, αφενός, την έννοια των «σοβαρών δυσχερειών» των οποίων η ύπαρξη, κατά το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης, συνεπάγεται την υποχρέωση της Επιτροπής να κινήσει επίσημη διαδικασία έρευνας και, αφετέρου, το βάρος αποδείξεως και την έκταση των υποχρεώσεων επιμέλειας και διεξαγωγής έρευνας που υπέχει το θεσμικό αυτό όργανο όταν αντιμετωπίζει τέτοια κατάσταση αβεβαιότητας.

II.    Το νομικό πλαίσιο

Α.       Η Συνθήκη Προσχώρησης και η Πράξη Προσχώρησης

5.        Η Συνθήκη για την προσχώρηση της Δημοκρατίας της Σλοβενίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (4) υπογράφηκε από τη Δημοκρατία της Σλοβενίας στις 16 Απριλίου 2003 και τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαΐου 2004 (στο εξής: Συνθήκη Προσχώρησης).

6.        Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, της Συνθήκης Προσχώρησης, οι όροι προσχώρησης και οι προσαρμογές των Συνθηκών επί των οποίων βασίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση καθορίζονται στην Πράξη περί των όρων προσχωρήσεως στην Ευρωπαϊκή Ένωση και των προσαρμογών των Συνθηκών επί των οποίων βασίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση (στο εξής: Πράξη Προσχώρησης (5)).

7.        Το άρθρο 22 της Πράξης Προσχώρησης, το οποίο, όπως και οι άλλες διατάξεις της, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της Συνθήκης Προσχώρησης, ορίζει ότι τα μέτρα που απαριθμούνται στο παράρτημα IV εφαρμόζονται υπό τους όρους που προβλέπονται στο εν λόγω παράρτημα.

8.        Το παράρτημα IV, σημείο 3, παράγραφος 1, της Πράξης Προσχώρησης ορίζει τα εξής:

«Τα ακόλουθα συστήματα ενισχύσεων και ατομικά καθεστώτα ενίσχυσης που παράγουν αποτελέσματα σε νέο κράτος μέλος πριν από την ημερομηνία προσχώρησης και εφαρμόζονται ακόμη και μετά την ημερομηνία αυτή, θεωρούνται, κατά την προσχώρηση, ως υφιστάμενη ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου [108, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ]:

α)      μέτρα ενίσχυσης που έχουν τεθεί σε ισχύ πριν από τις 10 Δεκεμβρίου 1994·

β)      μέτρα ενίσχυσης που απαριθμούνται στο Προσάρτημα του παρόντος Παραρτήματος·

γ)      μέτρα ενίσχυσης τα οποία αξιολογήθηκαν από την αρχή εποπτείας των κρατικών ενισχύσεων του νέου κράτους μέλους πριν από την ημερομηνία προσχώρησης και κρίθηκαν συμβατά με το κεκτημένο και για τα οποία η [Ευρωπαϊκή] Επιτροπή δεν προέβαλε αντιρρήσεις λόγω σοβαρών αμφιβολιών ως προς τη συμβατότητα του μέτρου με την κοινή αγορά, σύμφωνα με τη διαδικασία της παραγράφου 2.

Όλα τα ευρισκόμενα ακόμα σε ισχύ μετά την ημερομηνία προσχώρησης μέτρα, τα οποία αποτελούν κρατική ενίσχυση και δεν πληρούν τις ανωτέρω προϋποθέσεις, θεωρούνται ως νέα ενίσχυση, κατά την προσχώρηση, για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου [108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ]».

Β.      Ο κανονισμός (ΕΕ) 2015/1589

9.        Το άρθρο 1 του κανονισμού 2015/1589, με τίτλο «Ορισμοί», έχει ως εξής:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού νοούνται ως:

α)      “ενίσχυση”: κάθε μέτρο το οποίο πληροί όλα τα κριτήρια που καθορίζονται στο άρθρο 107 παράγραφος 1 [ΣΛΕΕ]·

β)      “υφιστάμενη ενίσχυση”:

i)      με την επιφύλαξη […] του σημείου 3 και του προσαρτήματος του παραρτήματος IV της πράξης προσχώρησης της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Εσθονίας, της Κύπρου, της Λετονίας, της Λιθουανίας, της Ουγγαρίας, της Μάλτας, της Πολωνίας, της Σλοβενίας και της Σλοβακίας […], όλες οι ενισχύσεις οι οποίες υφίσταντο πριν από την έναρξη ισχύος της [Συνθήκης ΛΕΕ] στα οικεία κράτη μέλη, δηλαδή καθεστώτα ενισχύσεων και μεμονωμένες ενισχύσεις που είχαν τεθεί σε εφαρμογή πριν και συνεχίζουν να εφαρμόζονται μετά την έναρξη ισχύος της [Συνθήκης ΛΕΕ] στα οικεία κράτη μέλη·

[…]

γ)      “νέα ενίσχυση”: κάθε ενίσχυση, δηλαδή τα καθεστώτα ενισχύσεων και οι μεμονωμένες ενισχύσεις, οι οποίες δεν αποτελούν υφιστάμενη ενίσχυση, καθώς και οι μεταβολές υφιστάμενων ενισχύσεων·

[…]».

10.      Το άρθρο 4 του εν λόγω κανονισμού, με τίτλο «Προκαταρκτική εξέταση της κοινοποίησης και αποφάσεις της Επιτροπής», ορίζει στις παραγράφους 2 έως 5:

«2.      Εφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει, μετά από προκαταρκτική εξέταση, ότι το κοινοποιηθέν μέτρο δεν αποτελεί ενίσχυση, σημειώνει τη διαπίστωση αυτή με σχετική απόφαση.

3.      Εφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει, μετά από προκαταρκτική εξέταση, ότι το κοινοποιηθέν μέτρο, ενώ εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107 παράγραφος 1 [ΣΛΕΕ], δεν δημιουργεί αμφιβολίες κατά πόσον συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά, το κηρύσσει συμβιβάσιμο με την εσωτερική αγορά (“απόφαση για τη μη διατύπωση αντιρρήσεων”). Στην απόφαση αυτή, αναφέρεται η συγκεκριμένη εξαίρεση της ΣΛΕΕ που εφαρμόσθηκε.

4.      Εφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει, μετά από προκαταρκτική εξέταση, ότι το κοινοποιηθέν μέτρο δημιουργεί αμφιβολίες κατά πόσον συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά, αποφασίζει να κινήσει τη διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 108 παράγραφος 2 [ΣΛΕΕ] (“απόφαση για κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας”).

5.      Οι αποφάσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 2, 3 και 4 του παρόντος άρθρου, πρέπει να λαμβάνονται εντός δύο μηνών. […]»

Γ.      Ο κανονισμός (ΕΚ) 794/2004

11.      Το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) 794/2004 (6) με τίτλο «Απλουστευμένη διαδικασία κοινοποίησης για ορισμένες μεταβολές υφιστάμενων ενισχύσεων», προβλέπει, στην παράγραφο 1, ότι, για τους σκοπούς του άρθρου 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 2015/1589, «νοείται ως μεταβολή υφιστάμενης ενίσχυσης κάθε αλλαγή, πλην των τροποποιήσεων καθαρά τυπικού ή διοικητικού χαρακτήρα, οι οποίες δεν είναι ικανές να επηρεάσουν την εκτίμηση του συμβιβάσιμου του εκάστοτε μέτρου ενίσχυσης με την [εσωτερική] αγορά, ωστόσο, η αύξηση του αρχικού προϋπολογισμού ενός υφιστάμενου καθεστώτος ενισχύσεων κατά ποσοστό έως 20 % δεν λογίζεται ως μεταβολή υφιστάμενης ενίσχυσης».

III. Το ιστορικό της διαφοράς

12.      Το ιστορικό της διαφοράς καθώς και το περιεχόμενο της επίδικης αποφάσεως εκτίθενται στις σκέψεις 2 έως 13 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και μπορούν, για τις ανάγκες των παρουσών προτάσεων, να συνοψισθούν ως ακολούθως.

13.      Κατά τη διάρκεια του έτους 1979 συστάθηκε στη Λιουμπλιάνα (Σλοβενία), η οποία τότε βρισκόταν στην Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας, οντότητα με την επωνυμία Lekarna Ljubljana o.p., επιφορτισμένη με τη διανομή φαρμακευτικών προϊόντων μέσω φαρμακείων. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που παρασχέθηκαν από τις σλοβενικές αρχές, στην εν λόγω οντότητα παραχωρήθηκαν περιουσιακά στοιχεία που της παρείχαν τη δυνατότητα να ασκεί την αποστολή της. Κατά την PF, η οποία είναι σήμερα ελεύθερη επαγγελματίας φαρμακοποιός, η εν λόγω οντότητα αποτελούσε «οργανισμό συνεταιριστικής εργασίας», ο οποίος δεν ασκούσε οικονομική δραστηριότητα της αγοράς, ούτε είχε την ικανότητα να έχει στην κυριότητά του περιουσία.

14.      Το 1991, μετά την ανεξαρτησία της Σλοβενίας, εκδόθηκε ένας νόμος περί οργανισμών, ο οποίος αφορά ιδίως δημόσιους οργανισμούς που είναι επιφορτισμένοι με την παροχή υπηρεσιών γενικού οικονομικού ενδιαφέροντος. Δυνάμει του άρθρου 48 του νόμου αυτού, «[ο] οργανισμός αντλεί τους πόρους για την εκπλήρωση της αποστολής του από δωρεές του ιδρυτή του, από την πώληση προϊόντων και υπηρεσιών και από άλλες πηγές που προβλέπονται στον παρόντα νόμο».

15.      Το επόμενο έτος, εκδόθηκε επίσης ένας νόμος περί φαρμακείων. Ο νόμος αυτός προβλέπει την συνύπαρξη δημόσιων οργανισμών παροχής φαρμακευτικών υπηρεσιών και ιδιωτικών φαρμακείων καθώς και την ευθύνη των δήμων για την παροχή φαρμακευτικών υπηρεσιών στην περιοχή τους. Τα ιδιωτικά φαρμακεία λαμβάνουν άδεια λειτουργίας υπό τη μορφή σύμβασης παραχώρησης χορηγούμενη από τον οικείο δήμο κατόπιν διαδικασίας υποβολής προσφορών. Οι δημόσιοι οργανισμοί παροχής φαρμακευτικών υπηρεσιών ιδρύονται από τους δήμους, οι οποίοι μετέχουν στη διοίκησή τους, και διέπονται από την ιδρυτική τους πράξη. Κατά την Επιτροπή, υφίστανται έκτοτε στη Σλοβενία περίπου 25 δημόσιοι οργανισμοί παροχής φαρμακευτικών υπηρεσιών, οι οποίοι εκμεταλλεύονται περίπου 200 φαρμακεία, και 100 ιδιωτικά φαρμακεία.

16.      Επί τη βάσει των δύο αυτών νόμων, ο Δήμος Λιουμπλιάνας εξέδωσε το 1997 κανονιστική απόφαση για την ίδρυση του δημόσιου οργανισμού παροχής φαρμακευτικών υπηρεσιών Javni Zavod Lekarna Ljubljana (στο εξής: Lekarna Ljubljana), διευκρινίζοντας ότι ο οργανισμός αυτός ήταν διάδοχος της Lekarna Ljubljana o.p. και ότι υπεισείρχετο στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις της τελευταίας.

17.      Επί του παρόντος, η Lekarna Ljubljana εκμεταλλεύεται περίπου πενήντα φαρμακεία στη Σλοβενία, ιδίως στη Λιουμπλιάνα, αλλά και σε περίπου ακόμη δεκαπέντε δήμους. Στο Grosuplje (Σλοβενία), την πόλη στην οποία η PF εκμεταλλεύεται το ιδιωτικό της φαρμακείο, είναι επίσης εγκατεστημένα δύο φαρμακεία της Lekarna Ljubljana.

18.      Κατόπιν καταγγελίας που υποβλήθηκε επισήμως ενώπιον της Επιτροπής στις 27 Απριλίου 2016 μετά από προκαταρκτικές επαφές με τις υπηρεσίες της, η PF κατήγγειλε την ύπαρξη κρατικών ενισχύσεων, κατά την έννοια του άρθρου 107 ΣΛΕΕ, υπέρ της Lekarna Ljubljana. Μεταξύ των μέτρων που προσδιορίστηκαν κατά την εξέταση της καταγγελίας περιλαμβάνεται «η παραχώρηση περιουσιακών στοιχείων προς διαχείριση» υπό συνθήκες που δεν αντιστοιχούν, κατά την PF, σε συνθήκες της αγοράς. Η PF μνημονεύει ως τέτοια περιουσιακά στοιχεία τα εμπορικά καταστήματα.

19.      Υπήρξε εκτεταμένη αλληλογραφία μεταξύ της Επιτροπής και των σλοβενικών αρχών, αφενός, και της PF, αφετέρου. Η Επιτροπή κοινοποίησε στην τελευταία δύο φορές μια προκαταρκτική εκτίμηση κατά την οποία τα προσδιορισθέντα μέτρα δεν συνιστούσαν κρατικές ενισχύσεις. Και τις δύο φορές, η PF ενέμεινε στην καταγγελία της, προσκομίζοντας συμπληρωματικές πληροφορίες, ενώ κατά τη διάρκεια του έτους 2018 υποστηρίχθηκε από άλλα δεκαέξι ιδιωτικά φαρμακεία της Σλοβενίας.

20.      Στις 24 Μαρτίου 2020 η Επιτροπή απέστειλε στη Δημοκρατία της Σλοβενίας την επίδικη απόφαση. Η τελευταία εκδόθηκε χωρίς να κινήσει η Επιτροπή τη διαδικασία εμπεριστατωμένης εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Η Επιτροπή συμπέρανε, στην αιτιολογική σκέψη 73 της απόφασης αυτής, ότι από την εξέταση των τεσσάρων μέτρων υπέρ της Lekarna Ljubljana που προσδιορίστηκαν ως ακολούθως από την PF κατά τη διαδικασία της εξέτασης, ήτοι i) του πλεονεκτήματος δωρεάν μακροχρόνιας μίσθωσης, το οποίο χορηγήθηκε από τον Δήμο της Skofljica (Σλοβενία), ii) της παραχώρησης από τον Δήμο Λιουμπλιάνας περιουσιακών στοιχείων προς διαχείριση, iii) της εξαίρεσης από τα τέλη παραχώρησης που χορηγήθηκε από πλείονες δήμους και iv) της παραίτησης από κέρδη που θα έπρεπε να έχει μοιραστεί με πλείονες δήμους, δεν προέκυψε ότι υφίσταντο κρατικές ενισχύσεις. Εντούτοις, όσον αφορά την παραχώρηση περιουσιακών στοιχείων προς διαχείριση, η Επιτροπή εξέθεσε, στις αιτιολογικές σκέψεις 37 έως 40 της επίδικης αποφάσεως, ότι, αν η παραχώρηση τέτοιων περιουσιακών στοιχείων ήθελε θεωρηθεί κρατική ενίσχυση, τότε θα επρόκειτο για «υφιστάμενη ενίσχυση».

21.      Η αιτιολογία που εκτίθεται στις τελευταίες αυτές αιτιολογικές σκέψεις έχει ως εξής. Αφού υπενθύμισε τις διατάξεις του άρθρου 48 του νόμου περί οργανισμών, που θεσπίστηκε κατά τη διάρκεια του έτους 1991, και αφού επισήμανε, αφενός, ότι ο Δήμος Λιουμπλιάνας όφειλε δυνάμει του νόμου αυτού να παραχωρήσει περιουσιακά στοιχεία στη Lekarna Ljubljana ώστε ο εν λόγω οργανισμός να μπορέσει να εκκινήσει τη δραστηριότητά του και, αφετέρου, ότι κάθε περιουσιακό στοιχείο που αποκτά η Lekarna Ljubljana, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αποκτώνται με ίδια μέσα, αποτελεί «προς διαχείριση περιουσιακό στοιχείο» κατ’ εφαρμογήν των κανόνων περί δημοσίου λογιστικού, η Επιτροπή εκθέτει ότι, κατά τις σλοβενικές αρχές, ο Δήμος Λιουμπλιάνας, παραχώρησε κατά τη διάρκεια του έτους 1979 στη Lekarna Ljubljana o.p. τα αναγκαία περιουσιακά στοιχεία για την έναρξη των δραστηριοτήτων της, ότι, κατά τη διάρκεια του έτους 1997, τα περιουσιακά αυτά στοιχεία μεταβιβάστηκαν στη διάδοχο της, ήτοι τη Lekarna Ljubljana, και ότι τα λοιπά περιουσιακά στοιχεία που αποκτήθηκαν στη συνέχεια από τις δύο αυτές οντότητες από το έτος 1979 και εξής αποκτήθηκαν με ίδια μέσα στην αγορά και σε συνθήκες της αγοράς. Τα μόνα προς διαχείριση περιουσιακά στοιχεία των οποίων η παραχώρηση δύναται να συνιστά κρατική ενίσχυση είναι, ως εκ τούτου, η αρχική παραχώρηση περιουσιακών στοιχείων στη Lekarna Ljubljana o.p., η οποία μεταβιβάστηκε το 1997 στη Lekarna Ljubljana.

22.      Ακολούθως, η Επιτροπή παραπέμπει στο Παράρτημα IV της Πράξης Προσχώρησης, και δη στο σημείο του 3, σχετικά με την πολιτική ανταγωνισμού. Αναφέρει ότι, κατά την παράγραφο 1 του σημείου αυτού, «[τ]α ακόλουθα συστήματα ενισχύσεων και ατομικά καθεστώτα ενίσχυσης που παράγουν αποτελέσματα σε νέο κράτος μέλος πριν από την ημερομηνία προσχώρησης και εφαρμόζονται ακόμη και μετά την ημερομηνία αυτή, θεωρούνται, κατά την προσχώρηση, ως υφιστάμενη ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου [108, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ]: α) μέτρα ενίσχυσης που έχουν τεθεί σε ισχύ πριν από τις 10 Δεκεμβρίου 1994».

23.      Εξάλλου, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι το άρθρο 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 2015/1589 ορίζει ως «νέα ενίσχυση» «κάθε ενίσχυση, δηλαδή τα καθεστώτα ενισχύσεων και οι μεμονωμένες ενισχύσεις, οι οποίες δεν αποτελούν υφιστάμενη ενίσχυση, καθώς και οι μεταβολές υφιστάμενων ενισχύσεων». Υπενθυμίζει επίσης ότι, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 794/2004, «νοείται ως μεταβολή υφιστάμενης ενίσχυσης κάθε αλλαγή, πλην των τροποποιήσεων καθαρά τυπικού ή διοικητικού χαρακτήρα, οι οποίες δεν είναι ικανές να επηρεάσουν την εκτίμηση του συμβιβάσιμου του εκάστοτε μέτρου ενίσχυσης με την [εσωτερική] αγορά».

24.      Η Επιτροπή συνάγει το συμπέρασμα ότι αν ήθελε θεωρηθεί ότι η παραχώρηση περιουσιακών στοιχείων προς διαχείριση συνεπάγεται κρατική ενίσχυση, τότε θα πρόκειται για υφιστάμενη ενίσχυση, διότι η ενίσχυση αυτή χορηγήθηκε στο πλαίσιο της ίδρυσης της Lekarna Ljubljana o.p. το 1979. Η αντικατάσταση της τελευταίας από τη Lekarna Ljubljana το 1997 έχει καθαρά διοικητικό χαρακτήρα, το δε νομικό πλαίσιο παραμένει αμετάβλητο, όπως και η χρήση και οι όροι χρήσης των σχετικών περιουσιακών στοιχείων. Η εν λόγω αντικατάσταση δεν δύναται συνεπώς να συνιστά μεταβολή υφιστάμενης ενίσχυσης και η επίμαχη ενίσχυση εξακολουθεί να συνιστά, ως εκ τούτου, ενίσχυση τέτοιας φύσεως.

IV.    Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

25.      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 19 Ιουνίου 2020, η PF άσκησε προσφυγή με αίτημα να ακυρωθεί η επίδικη απόφαση και να καταδικαστεί η Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

26.      Προς στήριξη της εν λόγω προσφυγής, η PF προέβαλε τρεις λόγους ακυρώσεως, εκ των οποίων ο πρώτος αφορά παραβίαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως της επίδικης αποφάσεως, ο δεύτερος αφορά εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών καθώς και εσφαλμένο νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών σχετικά με την παραχώρηση των επίμαχων περιουσιακών στοιχείων προς διαχείριση, που συνεπάγεται παραβίαση των άρθρων 107 και 108 ΣΛΕΕ, και ο τρίτος αφορά το ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε νομίμως να εκδώσει την επίδικη απόφαση χωρίς να κινήσει τη διαδικασία εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ (7).

27.      Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο έκανε δεκτό τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, τον όποιο έκρινε ότι ήταν σκόπιμο να εξετάσει πρώτο κατά σειρά, και δέχθηκε την προσφυγή, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση στο μέτρο που αφορούσε την αξιολόγηση, υπό το πρίσμα των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων, της παραχώρησης των περιουσιακών στοιχείων στη Lekarna Ljubljana προς διαχείριση, εκτιμώντας ότι δεν ήταν αναγκαίο να εξετάσει τον πρώτο και τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως (8).

28.      Ειδικότερα, αφού οριοθέτησε το αντικείμενο της προσφυγής στην εκτίμηση μόνον των μέτρων που αφορούν τα «προς διαχείριση περιουσιακά στοιχεία» (9) και διευκρίνισε ότι ήταν σκόπιμο να εξετάσει τον τρίτο λόγο ακυρώσεως υπό το πρίσμα, ιδίως, των επιχειρημάτων που προέβαλε η PF στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου ακυρώσεως (10), το Γενικό Δικαστήριο διάρθρωσε την εξέτασή του όσον αφορά τα προς διαχείριση περιουσιακά στοιχεία σε δύο μέρη, αναλόγως με το αν παραχωρήθηκαν κατά τη διάρκεια του έτους 1979, κατά την ίδρυση της Lekarna Ljubljana o.p., προκειμένου να της δοθεί η δυνατότητα να εκκινήσει τη δραστηριότητά της (στο εξής: προς διαχείριση περιουσιακά στοιχεία του 1979), ή αν ενσωματώθηκαν μετά την ημερομηνία αυτή από τη Lekarna Ljubljana o.p. και τη Lekarna Ljubljana (στο εξής: προς διαχείριση περιουσιακά στοιχεία μετά το 1979) (11).

29.      Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, κατά το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης που διενεργήθηκε δυνάμει του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, η Επιτροπή δεν είχε άρει τις αμφιβολίες που υφίσταντο, αφενός, σχετικά με το ζήτημα αν τα περιουσιακά στοιχεία που είχαν παραχωρηθεί προς διαχείριση στη Lekarna Ljubljana p.o. κατά τη διάρκεια του 1979 και τα οποία μεταβιβάστηκαν στη Lekarna Ljubljana το 1997, στο μέτρο που μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως «κρατικές ενισχύσεις», συνιστούσαν υφιστάμενες ενισχύσεις ή νέες ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2015/1589 (12), και, αφετέρου, σχετικά με το ζήτημα αν όλα τα προς διαχείριση περιουσιακά στοιχεία που ενσωματώθηκαν στη Lekarna Ljubljana o.p. και στη Lekarna Ljubljana μετά το 1979 αποκτήθηκαν από τους εν λόγω οργανισμούς υπό συνθήκες της αγοράς, όπως υποστήριξαν οι σλοβενικές αρχές και, ως εκ τούτου, αν δεν χορηγήθηκαν κρατικές ενισχύσεις στις οντότητες αυτές μέσω των περιουσιακών αυτών στοιχείων (13).

30.      Επί τη βάσει αυτών των δύο διαπιστώσεων, το Γενικό Δικαστήριο συμπέρανε ότι η Επιτροπή «αντιμετώπιζε σοβαρές δυσχέρειες που θα έπρεπε να την είχαν οδηγήσει στο να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ […]. Η εμπεριστατωμένη εξέταση που συνεπάγεται η τελευταία αυτή διαδικασία θα επέτρεπε εξάλλου στην Επιτροπή να αποφανθεί, κατά περίπτωση, έχοντας διαφωτιστεί πλήρως επί των ακόλουθων ζητημάτων: την ίδια την ύπαρξη κρατικών ενισχύσεων, κατά την έννοια του άρθρου 107 ΣΛΕΕ, αν υποτεθεί ότι ο Δήμος Λιουμπλιάνας παραχώρησε δωρεάν ή κατά προτίμηση στη Lekarna Ljubljana περιουσιακά στοιχεία προς διαχείριση, τον χαρακτηρισμό τέτοιων περιουσιακών στοιχείων ως υφιστάμενων ενισχύσεων ή ως νέων ενισχύσεων και τον χαρακτηρισμό τους ως μεμονωμένων ενισχύσεων ή ενισχύσεων που εμπίπτουν σε συστήματα ενισχύσεων. Τούτο θα επέτρεπε στην Επιτροπή να λάβει εμπεριστατωμένη απόφαση σχετικά με τη συνέχιση της διαδικασίας και, κατά περίπτωση, να αξιολογήσει τη συμβατότητα με την εσωτερική αγορά των μέτρων που αποδεικνύεται ότι συνιστούν ενισχύσεις, υφιστάμενες ή νέες, και τα οποία απαιτούν μια τέτοια εκτίμηση» (14).

V.      Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

31.      Στις 6 Ιουλίου 2022 η Δημοκρατία της Σλοβενίας άσκησε αίτηση αναιρέσεως κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να απορρίψει την πρωτοδίκως ασκηθείσα προσφυγή· επικουρικώς, αν η διαφορά δεν είναι ώριμη προς εκδίκαση, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και να καταδικάσει την PF στα δικαστικά έξοδα.

32.      Η Επιτροπή, από την μεριά της, ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, και, εφόσον η διαφορά είναι ώριμη προς εκδίκαση, να απορρίψει την πρωτοδίκως ασκηθείσα προσφυγή και να καταδικάσει την PF στα δικαστικά έξοδα· επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και να επιφυλαχθεί επί των δικαστικών εξόδων.

33.      Η PF ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και να καταδικάσει τη Δημοκρατία της Σλοβενίας στα δικαστικά έξοδα.

34.      Οι μετέχοντες στη διαδικασία ανέπτυξαν προφορικά τα επιχειρήματά τους και απάντησαν στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 31ης Ιανουαρίου 2024.

VI.    Ανάλυση

35.      Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, η Δημοκρατία της Σλοβενίας, υποστηριζόμενη από την Επιτροπή, προβάλλει τέσσερις λόγους αναιρέσεως, εκ των οποίων ο πρώτος αφορά πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 108, παράγραφοι 2 και 3, ΣΛΕΕ, του άρθρου 4, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 2015/1589, καθώς και πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία της έννοιας των «σοβαρών δυσχερειών» όσον αφορά τον χαρακτηρισμό ως κρατικής ενίσχυσης των προς διαχείριση περιουσιακών στοιχείων μετά το 1979, ο δεύτερος αφορά εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά την ύπαρξη τέτοιων σοβαρών δυσχερειών ως προς τον χαρακτηρισμό των προς διαχείριση περιουσιακών στοιχείων του 1979 ως «υφιστάμενη ενίσχυση», ο τρίτος αφορά παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως που υπέχει το Γενικό Δικαστήριο και ο τέταρτος αφορά προσβολή του δικαιώματος της Επιτροπής σε αποτελεσματική προσφυγή και αμερόληπτο δικαστή, κατά την έννοια του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

36.      Κατόπιν αιτήματος του Δικαστηρίου, οι παρούσες προτάσεις θα περιοριστούν στην ανάλυση των δύο πρώτων λόγων αναιρέσεως.

37.      Στο μέτρο που οι δύο αυτοί λόγοι αφορούν την υποχρέωση της Επιτροπής να εξετάζει μια καταγγελία σχετικά με την ύπαρξη εικαζόμενης ενίσχυσης ή τη συμβατότητά της με την εσωτερική αγορά, θεωρώ χρήσιμο, κατ’ αρχάς, να εξετάσω την έκταση της υποχρέωσης της Επιτροπής να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, όπως έχει καθοριστεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου (Α), και, εν συνεχεία, να αναλύσω τη συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου, εξετάζοντας παράλληλα τις διάφορες αιτιάσεις που προβάλλονται από τη Δημοκρατία της Σλοβενίας, υποστηριζόμενη από την Επιτροπή, στο πλαίσιο του πρώτου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αφορά τα προς διαχείριση περιουσιακά στοιχεία μετά το 1979 (Β), καθώς και στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αφορά τα προς διαχείριση περιουσιακά στοιχεία του 1979 (Γ).

Α.      Επί της υποχρεώσεως της Επιτροπής να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ

38.      Θεωρώ χρήσιμο στο στάδιο αυτό να υπομνησθούν οι κρίσιμοι κανόνες που αφορούν το θεσπισθέν από τη Συνθήκη ΛΕΕ σύστημα ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων και τις υποχρεώσεις που υπέχει η Επιτροπή στο πλαίσιο της διαδικασίας εξέτασης μιας κρατικής ενίσχυσης δυνάμει του άρθρου 108 ΣΛΕΕ.

39.      Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζω ότι η εκτίμηση της συμβατότητας των μέτρων ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Επιτροπής (15). Πράγματι, για τους σκοπούς της εφαρμογής των άρθρων 93 και 107 ΣΛΕΕ, η Επιτροπή έχει ειδική και αποκλειστική αρμοδιότητα, βάσει του άρθρου 108 ΣΛΕΕ, να αποφασίζει κατά πόσον μια κρατική ενίσχυση συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά κατά την εξέταση της υφιστάμενης ενίσχυσης, κατά τη λήψη αποφάσεων σχετικά με νέα ή τροποποιηθείσα ενίσχυση και κατά τη λήψη μέτρων όσον αφορά τη μη συμμόρφωση με τις αποφάσεις της ή με την απαίτηση κοινοποίησης (16). Η εν λόγω αποκλειστική αρμοδιότητα αποσκοπεί, ιδίως, να διασφαλίσει ότι το άρθρο 107 ΣΛΕΕ εφαρμόζεται αποτελεσματικά και ομοιόμορφα σε όλη την Ένωση, κατά τρόπο προβλέψιμο και διαφανή (17).

40.      Στο πλαίσιο της διαδικασίας εξέτασης μιας κρατικής ενίσχυσης την οποία προβλέπει το άρθρο 108 ΣΛΕΕ, πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ, αφενός, του προκαταρκτικού σταδίου εξέτασης των ενισχύσεων που προβλέπεται στο άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, το οποίο έχει ως μοναδικό σκοπό να παράσχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να σχηματίσει μια πρώτη γνώμη ως προς το αν η ενίσχυση συμβιβάζεται εν όλω ή εν μέρει με την εσωτερική αγορά, και, αφετέρου, του σταδίου εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, το οποίο έχει ως σκοπό να παράσχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να διαφωτισθεί πλήρως επί του συνόλου των στοιχείων μίας υπόθεσης. Το κύριο χαρακτηριστικό που διαφοροποιεί αυτά τα δύο στάδια έγκειται στην απουσία υποχρέωσης της Επιτροπής, κατά το προκαταρκτικό στάδιο εξέτασης, να ζητήσει από τους ενδιαφερομένους να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους πριν από τη λήψη της απόφασής της (18). Η αρχιτεκτονική του εν λόγω συστήματος βασίζεται συνεπώς στην ιδέα ότι οι υπηρεσίες της Επιτροπής δεν πρέπει να είναι υποχρεωμένες να διεξάγουν μια διαδικασία που συνεπάγεται σημαντική επιβάρυνση των πόρων τους, όταν ένα κρατικό μέτρο, εκ πρώτης όψεως, δεν δημιουργεί δυσχέρειες ως προς τον χαρακτηρισμό του ή ως προς τη συμβατότητά του με την εσωτερική αγορά, πράγμα που εξηγεί επίσης τον λόγο για τον οποίο οι αποφάσεις με τις οποίες περατώνεται το προκαταρκτικό στάδιο εξέτασης λαμβάνονται, κατ’ αρχήν, εντός προθεσμίας δύο μηνών (19).

41.      Συναφώς, από το άρθρο 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 2015/1589 και από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι όταν η Επιτροπή, μετά από μια πρώτη εξέταση στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, δεν μπορεί να σχηματίσει την πεποίθηση ότι το επίμαχο κρατικό μέτρο είτε δεν συνιστά «ενίσχυση» κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, είτε ότι, αν χαρακτηρισθεί ως ενίσχυση, συμβιβάζεται με τη Συνθήκη, ή όταν η διαδικασία αυτή δεν της έχει επιτρέψει να υπερβεί όλες τις δυσχέρειες που ανέκυψαν κατά την εκτίμηση της συμβατότητας του εν λόγω μέτρου με την εσωτερική αγορά, το θεσμικό αυτό όργανο είναι υποχρεωμένο να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ «χωρίς να διαθέτει προς τούτο διακριτική ευχέρεια» (20). Η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ καθίσταται ως εκ τούτου απαραίτητη εφόσον η Επιτροπή αντιμετωπίζει σοβαρές δυσχέρειες προκειμένου να κρίνει αν υφίσταται μια ενίσχυση ή αν η ενίσχυση είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά. Με άλλα λόγια, η Επιτροπή μπορεί να αρκεστεί στο κατ’ άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ προκαταρκτικό στάδιο εξέτασης προκειμένου να λάβει ευνοϊκή απόφαση για μια ενίσχυση μόνον αν είναι σε θέση να σχηματίσει την πεποίθηση, μετά από μια πρώτη εξέταση, ότι η εν λόγω ενίσχυση είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά. Αντιθέτως, εάν από την πρώτη αυτή εξέταση η Επιτροπή σχηματίσει αντίθετη γνώμη ή ακόμη δεν μπορέσει να υπερβεί όλες τις δυσχέρειες που ανέκυψαν κατά την εκτίμηση της ύπαρξης ενίσχυσης ή της συμβατότητας της ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά, τότε οφείλει να συγκεντρώσει όλες τις αναγκαίες γνώμες και να κινήσει προς τούτο τη διαδικασία του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ (21).

42.      Από την ίδια νομολογία προκύπτει επίσης ότι η έννοια των «σοβαρών δυσχερειών» έχει αντικειμενικό χαρακτήρα (22) και ότι η απόδειξη της ύπαρξης τέτοιων δυσχερειών, η οποία πρέπει να αναζητηθεί τόσο στις περιστάσεις της έκδοσης της απόφασης κατά το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης όσο και στο περιεχόμενό της, βαρύνει τον αιτούντα την ακύρωση της απόφασης αυτής, ο οποίος μπορεί να βασιστεί συναφώς σε δέσμη από συγκλίνουσες ενδείξεις (23). Συγκεκριμένα, ο ανεπαρκής ή ελλιπής χαρακτήρας της εξέτασης που διενήργησε η Επιτροπή κατά την προκαταρκτική διαδικασία εξέτασης αποτελεί ένδειξη ότι το εν λόγω θεσμικό όργανο αντιμετώπισε, κατά την εκτίμηση της συμβατότητας του κοινοποιηθέντος μέτρου με την εσωτερική αγορά, σοβαρές δυσχέρειες, των οποίων η ύπαρξη έπρεπε να το ωθήσει να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας (24).

43.      Κατά συνέπεια, όταν ένα ενδιαφερόμενο μέρος ζητεί την ακύρωση απόφασης της Επιτροπής για τη μη διατύπωση αντιρρήσεων όσον αφορά κρατική ενίσχυση, βάλλει κατ’ ουσίαν κατά του ότι το εν λόγω θεσμικό όργανο εξέδωσε την απόφαση αυτή χωρίς να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας, προσβάλλοντας με τον τρόπο αυτόν τα διαδικαστικά του δικαιώματα. Προκειμένου να γίνει δεκτό το αίτημα ακυρώσεως, το μέρος αυτό μπορεί να προβάλει οποιονδήποτε ισχυρισμό ικανό να καταδείξει ότι η εκτίμηση των πληροφοριών και των στοιχείων που διέθετε η Επιτροπή κατά το προκαταρκτικό στάδιο εξέτασης θα έπρεπε να δημιουργήσει αμφιβολίες όσον αφορά τη συμβατότητα του επίμαχου μέτρου με την εσωτερική αγορά. Πάντως, η προβολή τέτοιων επιχειρημάτων δεν θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια τη μεταβολή του αντικειμένου της προσφυγής, ούτε την τροποποίηση των προϋποθέσεων του παραδεκτού. Αντιθέτως, η ύπαρξη αμφιβολιών όσον αφορά τον εν λόγω συμβατό χαρακτήρα συνιστά ακριβώς το αποδεικτικό στοιχείο που πρέπει να προσκομισθεί προκειμένου να αποδειχθεί ότι η Επιτροπή είχε υποχρέωση να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 2015/1589 (25).

44.      Επομένως, η νομιμότητα αποφάσεως για τη μη διατύπωση αντιρρήσεων, η οποία στηρίζεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 2015/1589, εξαρτάται από το αν η εκτίμηση των πληροφοριών και των στοιχείων τα οποία διέθετε η Επιτροπή κατά το προκαταρκτικό στάδιο εξέτασης του κοινοποιηθέντος μέτρου, θα έπρεπε αντικειμενικά να δημιουργήσει αμφιβολίες όσον αφορά τόσο τον χαρακτηρισμό του μέτρου αυτού ως «ενίσχυσης» όσο και τη συμβατότητά του προς την εσωτερική αγορά, δεδομένου ότι τέτοιες αμφιβολίες πρέπει να οδηγούν στην κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας στην οποία μπορούν να μετάσχουν τα «ενδιαφερόμενα μέρη» που διαλαμβάνονται στο άρθρο 1, στοιχείο ηʹ, του εν λόγω κανονισμού (26).

45.      Επιπλέον, η νομιμότητα αποφάσεως ληφθείσας κατά το πέρας της διαδικασίας προκαταρκτικής εξέτασης, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 2015/1589, πρέπει να εκτιμάται από τον δικαστή της Ένωσης με γνώμονα όχι μόνον τα πληροφοριακά στοιχεία τα οποία διέθετε η Επιτροπή κατά το χρονικό σημείο που την εξέδωσε, αλλά και τα στοιχεία τα οποία «μπορούσε να διαθέτει», τα οποία περιλαμβάνουν τα στοιχεία τα οποία φαίνονται κρίσιμα και των οποίων θα μπορούσε, εφόσον το ζητούσε, να επιτύχει την επίδειξη στη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας (27).

46.      Πράγματι, η Επιτροπή οφείλει, χάριν της ορθής εφαρμογής των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων, να διεξάγει τη διαδικασία εξέτασης των επίμαχων μέτρων με επιμέλεια και αμεροληψία, ώστε να έχει στη διάθεσή της, κατά την έκδοση της τελικής απόφασης με την οποία διαπιστώνεται η ύπαρξη και, ενδεχομένως, ο ασύμβατος ή παράνομος χαρακτήρας της ενίσχυσης, όσο το δυνατόν πιο πλήρη και αξιόπιστα στοιχεία προς στήριξή της (28).

47.      Συναφώς στην απόφαση Tempus Energy, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, μολονότι κατά την εξέταση της ύπαρξης κρατικής ενίσχυσης και της νομιμότητάς της ενδέχεται, κατά περίπτωση, να χρειαστεί να μην περιοριστεί η Επιτροπή απλώς στην εξέταση των πραγματικών και νομικών στοιχείων που της έχουν γνωστοποιηθεί, δεν οφείλει ωστόσο να αναζητεί, με δική της πρωτοβουλία και ελλείψει οποιασδήποτε σχετικής ένδειξης, όλες τις πληροφορίες που θα μπορούσαν να συνδέονται με την υπόθεση της οποίας έχει επιληφθεί, ακόμη και αν πρόκειται για πληροφορίες που βρίσκονται στη δημόσια σφαίρα (29). Συνεπώς, η ύπαρξη και μόνον κάποιου δυνητικά κρίσιμου πληροφοριακού στοιχείου, το οποίο ούτε είχε γνωστοποιηθεί στην Επιτροπή ούτε η τελευταία όφειλε να ερευνήσει λαμβανομένων υπόψη των πληροφοριακών στοιχείων που είχε όντως στη διάθεσή της, δεν αρκεί προς απόδειξη της ύπαρξης σοβαρών δυσχερειών οι οποίες θα υποχρέωναν το θεσμικό όργανο να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας (30).

48.      Όσον αφορά την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι, όταν πρόκειται για απόφαση, εκδοθείσα κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, για τη μη διατύπωση αντιρρήσεων όσον αφορά μέτρο ενίσχυσης, μια τέτοια απόφαση πρέπει να περιέχει μόνον τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή κρίνει ότι δεν αντιμετωπίζει σοβαρές δυσχέρειες κατά την εκτίμηση της συμβατότητας της οικείας ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά, και ότι ακόμη και μια συνοπτική αιτιολογία της απόφασης αυτής πρέπει να θεωρείται ως επαρκής για να πληρούται η προβλεπόμενη από το άρθρο 296, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ απαίτηση αιτιολογήσεως, εφόσον προκύπτουν παρά ταύτα από αυτή με σαφήνεια και χωρίς αμφισημία οι λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή έκρινε ότι δεν αντιμετώπισε τέτοιες δυσχέρειες, αφού το ζήτημα της βασιμότητας της αιτιολογίας είναι διαφορετικό από την προαναφερθείσα απαίτηση (31).

49.      Τέλος, υπογραμμίζεται ότι, μολονότι οι αρχές που έχει καθιερώσει η νομολογία που υπομνήσθηκε στα σημεία 41 έως 47 των παρουσών προτάσεων αναπτύχθηκαν κυρίως όσον αφορά αποφάσεις για τη μη διατύπωση αντιρρήσεων κατά το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 2015/1589, οι αρχές αυτές ισχύουν και ως προς αποφάσεις, όπως η επίδικη απόφαση, με τις οποίες διαπιστώνεται ότι το μέτρο «δεν αποτελεί ενίσχυση», κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού (32).

50.      Υπό το πρίσμα των απαιτήσεων αυτών πρέπει να εξεταστεί αν το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ότι η Επιτροπή δεν είχε άρει, κατά το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης που είχε διενεργήσει βάσει του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, τις αμφιβολίες που υφίσταντο όσον αφορά τα προς διαχείριση περιουσιακά στοιχεία, ήτοι να διαπιστωθεί, αφενός, αν τα προς διαχείριση περιουσιακά στοιχεία που ενσωματώθηκαν από τη Lekarna Ljubljana o.p. και τη Lekarna Ljubljana μετά το 1979 είχαν πράγματι ενσωματωθεί υπό συνθήκες της αγοράς και, κατά συνέπεια, αν δεν είχε χορηγηθεί ενίσχυση μέσω αυτών των περιουσιακών στοιχείων (πρώτος λόγος αναιρέσεως) και, αφετέρου, αν τα περιουσιακά στοιχεία που παραχωρήθηκαν προς διαχείριση κατά τη διάρκεια του έτους 1979 στην Lekarna Ljubljana o.p. και μεταβιβάστηκαν το 1997 στη Lekarna Ljubljana, εφόσον μπορούν να χαρακτηρισθούν ως κρατικές ενισχύσεις, συνιστούσαν υφιστάμενες ενισχύσεις ή νέες ενισχύσεις (δεύτερος λόγος αναιρέσεως).

Β.      Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

1.      Τα επιχειρήματα των διαδίκων

51.      Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος αφορά τις σκέψεις 48 έως 50 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως σχετικά με την ανάλυση που αφορά τα προς διαχείριση περιουσιακά στοιχεία που ενσωματώθηκαν από τη Lekarna Ljubljana o.p. και από τη Lekarna Ljubljana μετά το 1979, η Δημοκρατία της Σλοβενίας, υποστηριζόμενη από την Επιτροπή, προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στο Γενικό Δικαστήριο ότι όρισε κατά τρόπο εσφαλμένο το εύρος των υποχρεώσεων που υπέχει η Επιτροπή κατά το προκαταρκτικό στάδιο εξέτασης που θεσπίζει το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, θέτοντας τον πήχη των απαιτήσεων ως προς την απόδειξη πολύ χαμηλά όσον αφορά τη διαπίστωση της ύπαρξης «σοβαρών δυσχερειών» ικανών να δικαιολογήσουν την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας κατά το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

52.      Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως έκρινε, στη σκέψη 49 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η κατάσταση όσον αφορά τη φύση και το καθεστώς των προς διαχείριση περιουσιακών στοιχείων μετά το 1979 ήταν «ασαφής». Εσφαλμένως, επίσης, κατέληξε, στη σκέψη 50 της αποφάσεως αυτής, στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή δεν είχε άρει τις αμφιβολίες που υφίσταντο ως προς το αν οι προαναφερθείσες επιχειρήσεις είχαν αποκτήσει το σύνολο των προς διαχείριση περιουσιακών στοιχείων τους, μετά το 1979, υπό συνθήκες της αγοράς και ως προς το αν, κατά συνέπεια, δεν είχαν χορηγηθεί κρατικές ενισχύσεις στις οντότητες αυτές μέσω των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων.

53.      Προς στήριξη των ισχυρισμών αυτών, η Δημοκρατία της Σλοβενίας, κατ’ αρχάς, παίρνει θέση επί του συνόλου των επτά εγγράφων και των στοιχείων που προσκόμισε η PF κατά τη διαδικασία προκαταρκτικής εξέτασης και τα οποία ανέλυσε το Γενικό Δικαστήριο στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, υποστηρίζοντας, κατ’ ουσίαν, ότι κανένα από τα στοιχεία αυτά δεν δύναται, αντικειμενικώς, να δημιουργήσει αμφιβολίες ως προς την ύπαρξη μιας υποτιθέμενης κρατικής ενίσχυσης. Πράγματι, δεδομένου ότι η PF δεν παρέσχε την παραμικρή συγκεκριμένη ένδειξη ή αποδεικτικό στοιχείο που θα μπορούσε αντικειμενικώς να δημιουργήσει υπόνοια ότι ο Δήμος Λιουμπλιάνας είχε μεταβιβάσει περιουσιακά στοιχεία προς διαχείριση στη Lekarna Ljubljana δωρεάν ή υπό συνθήκες ευνοϊκότερες σε σχέση με εκείνες της αγοράς, η Επιτροπή μπορούσε νομίμως να βασιστεί στις διαβεβαιώσεις των σλοβενικών αρχών ότι τα εν λόγω προς διαχείριση περιουσιακά στοιχεία είχαν παραχωρηθεί υπό συνθήκες της αγοράς και δεν ήταν υποχρεωμένη να αναζητήσει, με δική της πρωτοβουλία, πληροφορίες που θα μπορούσαν ενδεχομένως να είναι κρίσιμες για τη διαπίστωση της ύπαρξης μιας υποτιθέμενης κρατικής ενίσχυσης.

54.      Εν συνεχεία, η Δημοκρατία της Σλοβενίας προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι έκρινε, όπως προκύπτει από τη σκέψη 48 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν εναπόκειτο στην PF να αποδείξει, πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι τα προς διαχείριση περιουσιακά στοιχεία της Lekarna Ljubljana περιελάμβαναν περιουσιακά στοιχεία που συνιστούσαν κρατική ενίσχυση, αλλά ότι, αντιθέτως, εναπόκειτο στην Επιτροπή, η οποία αντιμετώπιζε μια κατάσταση «αβεβαιότητας», να προβεί σε ενδελεχέστερη εξέταση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε εσφαλμένα το νομικό κριτήριο των «σοβαρών δυσχερειών», δεδομένου ότι ο πήχης των απαιτήσεων που έθεσε ως προς την απόδειξη εκ μέρους της PF της ύπαρξης αμφιβολιών ήταν ακατάλληλος και προδήλως χαμηλός, χωρίς να λάβει υπόψη, προς τούτο, το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει η Επιτροπή για να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας βάσει του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ. Κατά τη Δημοκρατία της Σλοβενίας, η προσέγγιση αυτή, η οποία, εξάλλου, αντίκειται στο κριτήριο που καθιέρωσε το Δικαστήριο στην απόφαση Tempus Energy, συνεπάγεται την εξάλειψη κάθε διάκρισης μεταξύ του προκαταρκτικού σταδίου και της επίσημης διαδικασίας έρευνας, υποχρεώνοντας την Επιτροπή να προχωρά στην τελευταία αυτή διαδικασία κάθε φορά που ένα μέρος εκφράζει, κατά τη διάρκεια του πρώτου εκ των σταδίων αυτών, ανησυχίες σχετικά με την εικαζόμενη κρατική ενίσχυση, ακόμη και αν το μέρος αυτό δεν έχει υποβάλει το παραμικρό εύλογο αποδεικτικό στοιχείο προς στήριξη των ισχυρισμών του.

55.      Η PF υποστηρίζει ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

2.      Εκτίμηση

56.      Όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, η νομιμότητα μιας απόφασης με την οποία, κατόπιν προκαταρκτικής εξέτασης, διαπιστώνεται ότι ένα μέτρο δεν συνιστά ενίσχυση εξαρτάται από το αν η εκτίμηση των πληροφοριών και των στοιχείων τα οποία διέθετε η Επιτροπή, κατά το προκαταρκτικό στάδιο εξέτασης, θα έπρεπε αντικειμενικά να δημιουργήσει αμφιβολίες ως προς τον χαρακτηρισμό αυτόν και να οδηγήσει στην κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας (33).

57.      Προκειμένου να διενεργηθεί ένας τέτοιος έλεγχος νομιμότητας, και στο μέτρο που το περιεχόμενο των σκέψεων 48 έως 50 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά των οποίων βάλλει ρητώς ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, απηχεί την ανάλυση που πραγματοποιήθηκε στις προηγούμενες σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, θεωρώ χρήσιμο να υπενθυμίσω τη συλλογιστική που ακολούθησε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 40 έως 50 της αποφάσεως αυτής, σχετικά με τα προς διαχείριση περιουσιακά στοιχεία που αποκτήθηκαν από τη Lekarna Ljubljana o.p. και τη Lekarna Ljubljana μετά το 1979 (34).

58.      Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο, κατ’ αρχάς, διαπίστωσε ότι το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι τα περιουσιακά αυτά στοιχεία δεν συνιστούσαν κρατικές ενισχύσεις στηριζόταν στον ισχυρισμό των σλοβενικών αρχών ότι όλα τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία αποκτήθηκαν στην ιδιωτική αγορά χωρίς καμία δημόσια στήριξη. Ωστόσο, για να καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα η Επιτροπή περιορίστηκε να αναφερθεί στις σχετικές διαβεβαιώσεις των σλοβενικών αρχών, μολονότι δεν προσκομίστηκε κανένα συγκεκριμένο αποδεικτικό στοιχείο προς στήριξη του ισχυρισμού αυτού (35).

59.      Εν συνεχεία, προκειμένου να κρίνει αν είχαν χορηγηθεί κρατικές ενισχύσεις μέσω των προς διαχείριση περιουσιακών στοιχείων μετά το 1979, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε τα διάφορα έγγραφα που προσκόμισε η PF προκειμένου να αποδείξει την ύπαρξη «σοβαρών δυσχερειών» τις οποίες αντιμετώπισε η Επιτροπή. Κατ’ αρχάς, το Γενικό Δικαστήριο έλαβε θέση επί του αποσπάσματος της ετήσιας έκθεσης της Lekarna Ljubljana για το έτος 2012, όπου γινόταν αναφορά σε δύο ακίνητα τα οποία τελούσαν υπό ιδιαίτερο καθεστώς και τα οποία είχε μεταβιβάσει ο Δήμος Λιουμπλιάνας στη Lekarna Ljubljana προς διαχείριση (στο εξής: τα δύο επίμαχα ακίνητα) χωρίς να διευκρινίζονται οι συνθήκες της μεταβίβασης αυτής (36). Στη συνέχεια, αφού διαπίστωσε ότι η Lekarna Ljubljana ανήκε στην κατηγορία δικαιούχων που προβλέπεται στο άρθρο 24 του σλοβένικου νόμου περί υλικών περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου και των Αρχών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, σύμφωνα με το οποίο το Δημόσιο και οι αρχές της τοπικής αυτοδιοίκησης δύνανται να παραχωρούν δωρεάν υλικά περιουσιακά στοιχεία σε δημόσιες οντότητες εκτός των δημόσιων επιχειρήσεων, αν αυτό εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι τέτοιου είδους παραχώρηση υλικών περιουσιακών στοιχείων εμπίπτει στην έννοια της «κρατικής ενισχύσεως» (37). Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε διάφορα αποσπάσματα δημοσίων λογαριασμών της Lekarna Ljubljana και του Δήμου Λιουμπλιάνας που αφορούσαν τη δεκαετία του 2010, όπως προσκομίστηκαν από την PF. Τα εν λόγω αποσπάσματα κατέδειξαν ορισμένες αναντιστοιχίες μεταξύ των αριθμών του Δήμου σχετικά με την αξία των περιουσιακών στοιχείων που παραχωρήθηκαν προς διαχείριση στη Lekarna Ljubljana και εκείνων που προέκυπταν από τους δημόσιους λογαριασμούς της τελευταίας. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι «δεν είναι δυνατόν να γίνει αντιληπτό, με μια απλή ανάγνωση των εν λόγω δημοσίων λογαριασμών, ποιο από τα περιουσιακά στοιχεία που παραχωρήθηκαν στη Lekarna Ljubljana προς διαχείριση αντιστοιχεί σε ακίνητα περιουσιακά στοιχεία που παραχωρήθηκαν σε αυτή δωρεάν ή με προνομιακούς όρους από τον Δήμο Λιουμπλιάνας, σε ακίνητα περιουσιακά στοιχεία που αποκτήθηκαν υπό συνθήκες της αγοράς από τη Lekarna Ljubljana ή σε χρηματοπιστωτικά ή νομισματικά περιουσιακά στοιχεία» και ότι «δεν εναπόκειτο στην [PF] να αποδείξει πέραν πάσης αμφιβολίας ότι μεταξύ των προς διαχείριση περιουσιακών στοιχείων της Lekarna Ljubljana περιλαμβάνονταν περιουσιακά στοιχεία που αντιστοιχούν σε κρατικές ενισχύσεις, αλλά στην Επιτροπή, η οποία αντιμετώπιζε μια κατάσταση αβεβαιότητας ως προς αυτό το ζήτημα, να εμβαθύνει στις έρευνές της» (38).

60.      Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων στοιχείων, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε, κατ’ ουσίαν, στο συμπέρασμα ότι, κατά το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης που διενεργήθηκε δυνάμει του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, η Επιτροπή δεν είχε άρει τις αμφιβολίες που υφίσταντο ως προς το ζήτημα αν τα προς διαχείριση περιουσιακά στοιχεία τα οποία ενσωματώθηκαν στη Lekarna Ljubljana o.p. και στη Lekarna Ljubljana μετά το 1979 ενσωματώθηκαν υπό συνθήκες της αγοράς, ούτε, κατά συνέπεια, αν χορηγήθηκαν κρατικές ενισχύσεις στις οντότητες αυτές μέσω των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων (39). Κατά το Γενικό Δικαστήριο, η Επιτροπή δεν ανταποκρίθηκε στο βάρος αποδείξεως το οποίο φέρει, δεδομένου ότι ορισμένα από τα στοιχεία που προέβαλε η PF κατά τη διοικητική διαδικασία, όπως αυτά που αναφέρονται στα σημεία 58 και 59 των παρουσών προτάσεων, καταδεικνύουν μια κατάσταση «ασαφή» ως προς τη φύση και το καθεστώς των εν λόγω προς διαχείριση περιουσιακών στοιχείων. Το Γενικό Δικαστήριο προσέθεσε ότι, στο πλαίσιο μιας τέτοιας κατάστασης, η Επιτροπή όφειλε να εμβαθύνει στις έρευνές της προκειμένου να κρίνει – χρησιμοποιώντας τις εκτεταμένες εξουσίες που διαθέτει βάσει της Συνθήκης ΛΕΕ και του κανονισμού 2015/1589– αν, μεταξύ των προς διαχείριση περιουσιακών στοιχείων της Lekarna Ljubljana, περιλαμβάνονταν περιουσιακά στοιχεία που αντιστοιχούν σε κρατικές ενισχύσεις. Το βάρος αποδείξεως ως προς το ζήτημα αυτό δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι το φέρει η PF, για την οποία μπορεί να είναι πολύ πιο δυσχερές να λάβει από τις δημόσιες αρχές που ενδέχεται να έχουν χορηγήσει κρατικές ενισχύσεις τα πληροφοριακά στοιχεία που είναι κατά τούτο κρίσιμα (40).

61.      Βάσει της ανάλυσης αυτής πρέπει να εξεταστούν οι διάφορες αιτιάσεις που προβάλλουν η Δημοκρατία της Σλοβενίας και η Επιτροπή.

62.      Πρώτον, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, όταν το Γενικό Δικαστήριο έχει προβεί σε διαπίστωση ή εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, το Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο για τον έλεγχο, δυνάμει του άρθρου 256 ΣΛΕΕ, του νομικού χαρακτηρισμού αυτών και των εννόμων συνεπειών που έχουν συναχθεί εξ αυτών. Συνεπώς, η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών δεν αποτελεί, με την επιφύλαξη της περίπτωσης παραμόρφωσης των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίσθηκαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, νομικό ζήτημα υποκείμενο, αυτό καθεαυτό, στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου (41). Εν προκειμένω, ανεξαρτήτως του αν εσφαλμένως το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 50 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή δεν είχε άρει τις αμφιβολίες που υφίσταντο όσον αφορά το ζήτημα αν τα προς διαχείριση περιουσιακά στοιχεία μετά το 1979 συνιστούσαν κρατικές ενισχύσεις, οι αιτιάσεις που αποσκοπούν στην αμφισβήτηση της αξίας των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε η PF στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας και τα οποία εξέτασε το Γενικό Δικαστήριο στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, στο μέτρο που αποσκοπούν, στην πραγματικότητα, στην εκ νέου εκτίμηση των εν λόγω πραγματικών στοιχείων, πράγμα που εκφεύγει της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου. Επιπλέον, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Δημοκρατία της Σλοβενίας και η Επιτροπή δήλωσαν ότι δεν αμφισβητούσαν το υποστατό των πραγματικών περιστατικών που διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο επικαλούμενες παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων. Ως εκ τούτου, παρέλκει η εξέταση των σχετικών με τα πραγματικά περιστατικά συγκεκριμένων επιχειρημάτων που προέβαλαν η Δημοκρατία της Σλοβενίας και η Επιτροπή και τα οποία αφορούν τα διάφορα αποδεικτικά στοιχεία.

63.      Δεύτερον, όπως επίσης επιβεβαίωσαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, τόσο η Δημοκρατία της Σλοβενίας όσο και η Επιτροπή αμφισβητούν τον νομικό χαρακτηρισμό των προαναφερθέντων πραγματικών περιστατικών ως ενδείξεων ικανών να αποδείξουν ότι υφίστανται αμφιβολίες ως προς την ύπαρξη ή τη συμβατότητα του επίμαχου μέτρου με την εσωτερική αγορά. Αυτός ο προβαλλόμενος εσφαλμένος νομικός χαρακτηρισμός προϋποθέτει σφάλμα κατά τον καθορισμό του πήχη των απαιτήσεων ως προς το βάρος αποδείξεως που φέρει η PF όταν επικαλείται την ύπαρξη «σοβαρών δυσχερειών» ικανών να δικαιολογήσουν την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας.

64.      Συναφώς, στο πλαίσιο του καθορισμού των «εφαρμοστέων κανόνων και αρχών» (42), το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 35 και 36 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αναφέρθηκε στο εφαρμοστέο νομικό κριτήριο κατά τρόπο απολύτως σύμφωνο με την πάγια νομολογία που παρατίθεται στα σημεία 41 έως 47 των παρουσών προτάσεων. Ειδικότερα, στη σκέψη 35 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς υπενθύμισε ότι «όταν η Επιτροπή εξετάζει μέτρα ενίσχυσης υπό το πρίσμα του άρθρου 107 ΣΛΕΕ προκειμένου να διαπιστώσει αν είναι συμβατά με την εσωτερική αγορά, οφείλει να κινήσει [την επίσημη διαδικασία έρευνας] αν, μετά το στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης, δεν μπόρεσε να υπερβεί όλες τις δυσχέρειες που την εμπόδισαν να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα μέτρα αυτά είναι συμβατά με την εσωτερική αγορά» και ότι «[η] ίδια αρχή πρέπει να ισχύει και όταν η Επιτροπή διατηρεί επίσης αμφιβολίες ως προς τον ίδιο τον χαρακτηρισμό του υπό εξέταση μέτρου ως ενισχύσεως, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ». Ομοίως, στη σκέψη 36 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «όταν η Επιτροπή εξετάζει ένα μέτρο υπό το πρίσμα των άρθρων 107 και 108 ΣΛΕΕ και εξακολουθεί να αντιμετωπίζει, κατά το πέρας προκαταρκτικής εξέτασης […], δυσχέρειες ή αμφιβολίες, δηλαδή σοβαρές δυσχέρειες, είτε ως προς τον χαρακτηρισμό του μέτρου αυτού ως κρατικής ενισχύσεως, είτε ως προς τον χαρακτηρισμό του ως υφιστάμενης ή ως νέας ενισχύσεως, είτε ως προς τη συμβατότητά του με την εσωτερική αγορά αν εκτιμά ότι πρόκειται για νέα ενίσχυση, οφείλει να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ».

65.      Επομένως, δεν μπορεί να προσαφθεί στο Γενικό Δικαστήριο ότι ο πήχης που έθεσε ως προς τις απαιτήσεις απόδειξης που πρέπει να πληρούνται για να ενεργοποιηθεί η υποχρέωση κίνησης της επίσημης διαδικασίας έρευνας ήταν προδήλως χαμηλός.

66.      Τρίτον, μολονότι ο πήχης των απαιτήσεων ως προς την απόδειξη φαίνεται να είναι σαφώς καθορισμένος, και με κίνδυνο διενέργειας εκ νέου εκτίμησης των πραγματικών περιστατικών, τίθεται το ζήτημα της υποτιθέμενης εσφαλμένης εφαρμογής των απαιτήσεων αυτών από το Γενικό Δικαστήριο, ιδίως ως προς τις σκέψεις 48, 49 και 50 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά των οποίων βάλλει ρητώς η αίτηση αναιρέσεως. Υπενθυμίζεται ότι, στη σκέψη 49 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «ενώ η [επίδικη] απόφαση περιοριζόταν να αναφέρει, όσον αφορά τα προς διαχείριση περιουσιακά στοιχεία που ενσωματώθηκαν […] μετά το 1979, τον ισχυρισμό των σλοβενικών αρχών ότι όλα αποκτήθηκαν από τις οντότητες αυτές σε συνθήκες της αγοράς, τα στοιχεία που προέβαλε η προσφεύγουσα κατά τη διοικητική διαδικασία […] καταδεικνύουν μια ασαφή κατάσταση όσον αφορά τη φύση και το καθεστώς των προς διαχείριση περιουσιακών στοιχείων της Lekarna Ljubljana» (η υπογράμμιση δική μου). Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ένας τέτοιος ισχυρισμός των σλοβενικών αρχών, λαμβανομένης υπόψη της υποχρέωσης καλόπιστης συνεργασίας των κρατών μελών, θα έπρεπε να αρκεί για να αρθεί κάθε αβεβαιότητα ως προς την ύπαρξη μίας υποτιθέμενης κρατικής ενίσχυσης.

67.      Κατά πρώτον, μολονότι, βεβαίως, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να συνεργάζονται με την Επιτροπή και να της παρέχουν όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για την εκπλήρωση της αποστολής της βάσει του κανονισμού 2015/1589 (43), τούτο δεν αποκλείει, αφ’ εαυτού, την ύπαρξη «σοβαρών δυσχερειών» ή «αμφιβολιών» τις οποίες θα μπορούσε να αντιμετωπίζει η Επιτροπή κατά το πέρας της προκαταρκτικής εξετάσεως. Πράγματι, θα ήταν αντίθετο προς το πνεύμα της διαδικασίας καταγγελιών ενώπιον της Επιτροπής και την αποτελεσματικότητά της να μπορούν οι «αμφιβολίες» να αρθούν αυτομάτως μόνον βάσει των ισχυρισμών των εθνικών αρχών. Εάν γινόταν δεκτό ότι οι αμφιβολίες ως προς την ύπαρξη ή τη συμβατότητα μέτρου ενισχύσεως μπορούν να αρθούν με τέτοια ευκολία, μόνον βάσει των ισχυρισμών των εθνικών αρχών, όχι μόνον θα στερούνταν λόγου ύπαρξης η προκαταρκτική διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, αλλά θα ετίθετο επίσης σε κίνδυνο ο μηχανισμός ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων και ο ρόλος που έχει ανατεθεί στην Επιτροπή. Συγκεκριμένα, θα αρκούσε σε ένα κράτος μέλος να απορρίψει τους ισχυρισμούς που προβάλλουν οι καταγγέλλοντες, χωρίς να προσκομίσει τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία, προκειμένου να περατωθεί η διαδικασία που κινήθηκε βάσει του άρθρου 108 ΣΛΕΕ. Εξάλλου, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα σημεία 58 έως 60 των παρουσών προτάσεων, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η κατάσταση ήταν «ασαφής» ως προς τη φύση και το καθεστώς των προς διαχείριση περιουσιακών στοιχείων, κατόπιν εμπεριστατωμένης ανάλυσης των διαφόρων στοιχείων που προέβαλε η PF κατά τη διοικητική διαδικασία.

68.      Κατά δεύτερον, εκτιμώ ότι ορθώς το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στη σκέψη 49 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή δεν είχε «αποσαφηνίσει η ίδια το ζήτημα βάσει τεκμηριωμένων στοιχείων, τα οποία δεν μπορεί να προσάψει στην [PF] ότι δεν της προσκόμισε» και ότι «μπορεί πράγματι να είναι πολύ πιο δυσχερές για έναν καταγγέλλοντα να λάβει από τις δημόσιες αρχές που ενδέχεται να έχουν χορηγήσει κρατικές ενισχύσεις τα κρίσιμα πληροφοριακά στοιχεία […] σε σχέση με την Επιτροπή, η οποία διαθέτει ευρείες προς τούτο εξουσίες, οι οποίες απορρέουν ευθέως από τη Συνθήκη ΛΕΕ, αλλά και από τον κανονισμό 2015/1589». Πράγματι, αφενός, οι καταγγέλλοντες έχουν γενικώς περιορισμένη πρόσβαση στις κρίσιμες πληροφορίες, τόσο στις δημόσιες όσο και στις ιδιωτικές, με αποτέλεσμα να μην είναι σε θέση να παρέχουν λεπτομερείς πληροφορίες, ώστε η Επιτροπή να μπορεί να λάβει απόφαση βάσει αρκούντως πλήρων και αξιόπιστων στοιχείων. Η εν λόγω δυσχέρεια στην πρόσβαση στα αποδεικτικά στοιχεία είναι ακόμη πιο σημαντική στο πλαίσιο μίας υπόθεσης όπως η επίμαχη, η οποία ανάγεται στη δεκαετία του 1970 και η οποία χαρακτηρίζεται από τη μετάβαση από μια κατευθυνόμενη από το κράτος οικονομία σε μια ελεύθερη οικονομία, καθώς και από μια σχέση ανταγωνισμού μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών φαρμακείων (που καθιστά ακόμη πιο δυσχερή για την PF την πρόσβαση στις κρίσιμες πληροφορίες σχετικά με τη Lekarna Ljubljana). Αφετέρου, υπογραμμίζεται ότι η Επιτροπή διαθέτει ένα σημαντικό οπλοστάσιο εξουσιών, που της παρέχουν τη δυνατότητα να ζητήσει συμπληρωματικές πληροφορίες από τα κράτη μέλη, τα οποία, κατά κανόνα, είναι σε καλύτερη θέση σε σχέση με τους καταγγέλλοντες ώστε να εξαλείψουν, ενδεχομένως, τις αμφιβολίες που υφίστανται (44). Εξάλλου, η Επιτροπή οφείλει να διεξάγει το προκαταρκτικό στάδιο εξέτασης με επιμέλεια και αμεροληψία, ώστε να έχει στη διάθεσή της, κατά την έκδοση της τελικής απόφασης με την οποία διαπιστώνεται η ύπαρξη και η συμβατότητα ή νομιμότητα της ενίσχυσης, όσο το δυνατόν πιο πλήρη και αξιόπιστα στοιχεία (45). Υπό αυτή την έννοια, δεν θεωρώ ότι είναι υπερβολικό ή παράλογο να θεωρηθεί ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, η κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας είναι υποχρεωτική για την Επιτροπή, δεδομένου ότι η κίνηση μίας κατ’ αντιπαράθεση έρευνας θα της επέτρεπε να διαφωτιστεί καλύτερα προτού λάβει απόφαση.

69.      Κατά τρίτον, και, δεδομένου ότι απόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να προβεί στην εκτίμηση αυτή, ως εκ περισσού, παρατηρώ ότι, στο μέτρο που η ύπαρξη δυσχερειών που πρέπει «αντικειμενικώς» να δημιουργούν αμφιβολίες ως προς τον χαρακτηρισμό ενός μέτρου ως «ενισχύσεως» συνεπάγεται την υποχρέωση κίνησης επίσημης διαδικασίας έρευνας, διαπιστώνεται, αφενός, ότι ένα ειδικό καθεστώς, όπως το σλοβενικό καθεστώς, το οποίο επιτρέπει την ύπαρξη σχέσης ανταγωνισμού μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών φαρμακείων, εγείρει κατά τη γνώμη μου, αφ’ εαυτού και «αντικειμενικώς», προφανή ερωτήματα ως προς τη συμβατότητά του με τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων. Αφετέρου, το γεγονός ότι υπήρξε μεταβίβαση όχι περιουσιακών στοιχείων, αλλά, όπως υποστηρίζει η Δημοκρατία της Σλοβενίας, «προς διαχείριση περιουσιακών στοιχείων» από τον Δήμο Λιουμπλιάνας, έτι περαιτέρω, «αντικειμενικώς», δεν αποκλείει, αφ’ εαυτού, τη δυνατότητα μεταβίβασης πλεονεκτήματος που συνιστά κρατική ενίσχυση, η οποία έπρεπε να εξεταστεί περαιτέρω.

70.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, φρονώ ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Γ.      Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

1.      Τα επιχειρήματα των διαδίκων

71.      Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος βάλλει κατά των σκέψεων 51 έως 55 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και ο οποίος αφορά την παραχώρηση περιουσιακών στοιχείων προς διαχείριση κατά τη διάρκεια του έτους 1979, η Δημοκρατία της Σλοβενίας προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στο Γενικό Δικαστήριο ότι έκρινε ότι η Επιτροπή αντιμετώπιζε «σοβαρές δυσχέρειες» όσον αφορά το ζήτημα αν το μέτρο αυτό, εφόσον ήθελε θεωρηθεί ότι συνιστά κρατική ενίσχυση, συνιστά «υφιστάμενη» ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2015/1589, ή αν έχει εν τω μεταξύ «τροποποιηθεί», κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 794/2004, με αποτέλεσμα να χαρακτηρίζεται ως «νέα ενίσχυση», κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 2015/1589.

72.      Συγκεκριμένα, κατά τη Δημοκρατία της Σλοβενίας, εσφαλμένως το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 55 και 56 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι υπήρχαν σοβαρές δυσχέρειες όσον αφορά το εν λόγω μέτρο, ενώ από την αιτιολογική σκέψη 39 της επίδικης αποφάσεως προκύπτει κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο ότι η Επιτροπή είχε σαφώς αποφασίσει ότι το μέτρο της παραχώρησης περιουσιακών στοιχείων προς διαχείριση, που χορηγήθηκε στη Lekarna Ljubljana p.o. το 1979, κατά την ίδρυσή της, «καθ’ ο μέρος το μέτρο αυτό θα μπορούσε να συνιστά κρατική ενίσχυση, θα μπορούσε το πολύ να αποτελεί υφιστάμενη ενίσχυση».

73.      Επιπλέον, εσφαλμένως έκρινε το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 54 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η «αρχική» κατάσταση, ήτοι εκείνη που επικρατούσε στις 10 Δεκεμβρίου 1994 (46), ήταν αβέβαιη, δεδομένου ότι η επίδικη απόφαση δεν περιείχε κανένα στοιχείο που θα επέτρεπε να αποσαφηνιστεί αν, κατά την ημερομηνία αυτή, ιδιωτικά φαρμακεία είχαν ήδη λάβει παραχωρήσεις εκ μέρους των δήμων ή αν η Lekarna Ljubljana o.p. εξακολουθούσε να κατέχει μονοπωλιακή θέση στη ζώνη δραστηριότητάς της (47).

74.      Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως έκρινε, στις σκέψεις 51 έως 54 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Lekarna Ljubljana και η Lekarna Ljubljana p.o. λειτουργούσαν υπό διαφορετικές συνθήκες, ενώ, λαμβανομένων υπόψη των νομικών και νομοθετικών μεταβολών που επήλθαν πριν από τις 10 Δεκεμβρίου 1994, η τελευταία λειτουργούσε, στην πραγματικότητα, υπό τις ίδιες συνθήκες με τη διάδοχό της (48).

75.      Τέλος, η Δημοκρατία της Σλοβενίας επιχειρεί, στο πλαίσιο αυτό, να αντικρούσει τις διάφορες αιτιάσεις που προέβαλε η PF κατά τη διοικητική διαδικασία, ιδίως εκείνες που αφορούν το γεγονός, αφενός, ότι η Επιτροπή δεν ήρε τις αμφιβολίες που υφίσταντο ως προς το αν το επίμαχο μέτρο είχε μεταβληθεί μετά την 1η Μαΐου 2004, ήτοι την ημερομηνία προσχώρησης της Δημοκρατίας της Σλοβενίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και, αφετέρου, ότι η Επιτροπή δεν διακρίβωσε τη συμβατότητα του εν λόγω μέτρου με την εσωτερική αγορά. Όσον αφορά την πρώτη από αυτές τις αιτιάσεις, ισχυρίζεται κατ’ ουσίαν ότι, στο μέτρο που το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως έκρινε, στη σκέψη 54 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Lekarna Ljubljana παρουσίαζε σημαντικές διαφορές σε σχέση με την οντότητα την οποία διαδέχθηκε το 1997, η αιτίαση αυτή της PF ήταν αβάσιμη. Όσον αφορά τη δεύτερη από τις εν λόγω αιτιάσεις, η Δημοκρατία της Σλοβενίας θεωρεί ότι δεν ασκεί επιρροή από νομικής απόψεως, για τον λόγο ότι η συμβατότητα ενός μέτρου ενίσχυσης με το άρθρο 108, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ δεν μπορεί να απαιτηθεί παρά μόνον όσον αφορά καθεστώτα ενισχύσεων, ενώ το επίμαχο μέτρο στην υπό κρίση υπόθεση συνιστά μεμονωμένη ενίσχυση. Το Γενικό Δικαστήριο, όμως, μη παραθέτοντας οποιαδήποτε αιτιολογία προς απόρριψή του, δέχθηκε ότι το επιχείρημα αυτό ευσταθεί.

76.      Υπό το πρίσμα των προεκτεθεισών εκτιμήσεων, η Δημοκρατία της Σλοβενίας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή δεν είχε καμία υποχρέωση να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας βάσει του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που είχε στη διάθεσή της κατά το στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης, δεν υφίστατο καμία ουσιαστική ή νομική βάση επί της οποίας θα μπορούσε να στηριχθεί προκειμένου να συναγάγει ότι υπήρχαν «σοβαρές δυσχέρειες». Εξάλλου, σε αντίθεση με όσα έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η απόφαση αυτή ήταν επαρκώς αιτιολογημένη.

77.      Η PF προτείνει να απορριφθεί ο λόγος αυτός ως αβάσιμος.

2.      Εκτίμηση

78.      Λαμβανομένου υπόψη του τεχνικού και ειδικού χαρακτήρα των διαφόρων αιτιάσεων που προβάλλει η Δημοκρατία της Σλοβενίας στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, η εξέτασή τους απαιτεί να υπομνησθεί η συλλογιστική που ακολούθησε το Γενικό Δικαστήριο και η οποία εκτίθεται στις σκέψεις 51 έως 55 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

79.      Εκ προοιμίου, υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο του συστήματος ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, η διαδικασία διαφέρει ανάλογα με το αν οι ενισχύσεις είναι υφιστάμενες ή νέες. Ενώ οι υφιστάμενες ενισχύσεις μπορούν, σύμφωνα με το άρθρο 108, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, να εφαρμόζονται κανονικά ενόσω η Επιτροπή δεν έχει διαπιστώσει την ασυμβατότητά τους, το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ προβλέπει ότι τα σχέδια για τη θέσπιση νέων ενισχύσεων ή την τροποποίηση υφιστάμενων ενισχύσεων πρέπει να κοινοποιούνται εγκαίρως στην Επιτροπή και δεν μπορούν να τεθούν σε εφαρμογή πριν η διαδικασία καταλήξει σε τελική απόφαση. Πρέπει να θεωρούνται ως νέες ενισχύσεις οι οποίες υπόκεινται στην υποχρέωση κοινοποιήσεως τα μέτρα που λαμβάνονται μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης ΛΕΕ και αποσκοπούν στη θέσπιση ή την τροποποίηση ενισχύσεων, με τη διευκρίνιση ότι οι τροποποιήσεις αυτές μπορούν να αφορούν είτε υφιστάμενες ενισχύσεις είτε αρχικά σχέδια κοινοποιηθέντα στην Επιτροπή (49).

80.      Συναφώς, η έννοια της «νέας ενίσχυσης» ορίζεται στο άρθρο 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 2015/1589, ως «κάθε ενίσχυση, δηλαδή τα καθεστώτα ενισχύσεων και οι μεμονωμένες ενισχύσεις, οι οποίες δεν αποτελούν υφιστάμενη ενίσχυση, καθώς και οι μεταβολές υφιστάμενων ενισχύσεων». Το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 794/2004 ορίζει συναφώς ότι «νοείται ως μεταβολή υφιστάμενης ενίσχυσης κάθε αλλαγή, πλην των τροποποιήσεων καθαρά τυπικού ή διοικητικού χαρακτήρα, οι οποίες δεν είναι ικανές να επηρεάσουν την εκτίμηση του συμβιβάσιμου του εκάστοτε μέτρου ενίσχυσης με την [εσωτερική] αγορά». Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι μια τροποποίηση δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «καθαρά τυπικού ή διοικητικού χαρακτήρα», κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, όταν μπορεί να επηρεάσει την εκτίμηση της συμβατότητας του μέτρου ενισχύσεως με την εσωτερική αγορά (50).

81.      Συναφώς, αφετηρία της ανάλυσης του Γενικού Δικαστηρίου αποτελεί η επίδικη απόφαση. Συγκεκριμένα, υπενθύμισε, στη σκέψη 52 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, προκειμένου να εξηγήσει ότι τα περιουσιακά στοιχεία που χορηγήθηκαν προς διαχείριση κατά τη διάρκεια του έτους 1979 και μεταβιβάστηκαν κατά τη διάρκεια του έτους 1997 στη Lekarna Ljubljana, εφόσον μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως κρατικές ενισχύσεις, συνιστούσαν υφιστάμενες ενισχύσεις, η Επιτροπή περιορίστηκε να αναφέρει, στην αιτιολογική σκέψη 39 της επίδικης αποφάσεως, ότι η διαδοχή, το 1997, της Lekarna Ljubljana o.p. από την Lekarna Ljubljana ήταν καθαρά διοικητικής φύσεως και ότι το νομικό πλαίσιο καθώς και η χρήση και οι όροι χρήσης των περιουσιακών στοιχείων δεν είχαν μεταβληθεί έκτοτε, με αποτέλεσμα η υφιστάμενη ενίσχυση που βρίσκονταν σε ισχύ κατά τη διάρκεια του έτους 1997 να μην έχει τροποποιηθεί και να εξακολουθεί να συνιστά υφιστάμενη ενίσχυση.

82.      Το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 53 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, διαπίστωσε ότι, σύμφωνα με το Παράρτημα IV, σημείο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της Πράξης Προσχώρησης, τα ατομικά καθεστώτα ενίσχυσης που έχουν τεθεί σε ισχύ πριν από τις 10 Δεκεμβρίου 1994 στη Σλοβενία και εξακολουθούν να ισχύουν μετά την ημερομηνία προσχωρήσεως του εν λόγω κράτους μέλους, ήτοι την 1η Μαΐου 2004, θεωρούνταν κατά την προσχώρηση ως υφιστάμενες ενισχύσεις. Εν προκειμένω, επομένως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι μια ενίσχυση που τέθηκε σε ισχύ στη Σλοβενία πριν από τις 10 Δεκεμβρίου 1994 έπρεπε να θεωρηθεί ως υφιστάμενη ενίσχυση την 1η Μαΐου 2004, εφόσον δεν είχε τροποποιηθεί μεταξύ των δύο αυτών ημερομηνιών, άλλως έπρεπε να θεωρηθεί ως «νέα ενίσχυση» από τη δεύτερη αυτή ημερομηνία. Εξάλλου, μια τροποποίηση της ενίσχυσης αυτής μετά την 1η Μαΐου 2004 θα την καθιστούσε επίσης νέα ενίσχυση. Κατά συνέπεια, προκειμένου τα περιουσιακά στοιχεία που παραχωρήθηκαν προς διαχείριση κατά τη διάρκεια του έτους 1979 στη Lekarna Ljubjana o.p. και στη συνέχεια μεταβιβάστηκαν κατά τη διάρκεια του έτους 1997 στη Lekarna Ljubjana, να συνιστούν «υφιστάμενες ενισχύσεις», θα έπρεπε να μην έχει επέλθει καμία τροποποίηση στις εν λόγω εικαζόμενες ενισχύσεις μεταξύ της 10ης Δεκεμβρίου 1994 και της ημερομηνίας έκδοσης της επίδικης αποφάσεως. Αυτό το πλαίσιο αναλύσεως, το οποίο κατά τα λοιπά δεν αμφισβητείται, είναι νομικά ορθό.

83.      Στο πλαίσιο αυτό, στις σκέψεις 54 και 55 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς εξέτασε αν τα διάφορα στοιχεία που προέβαλε η PF ήταν ικανά να αποδείξουν «μεταβολή» της φύσεως της «υφιστάμενης ενισχύσεως» που επήλθε μετά τις 10 Δεκεμβρίου 1994, μετατρέποντάς την σε «νέα ενίσχυση».

84.      Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, κατ’ αρχάς, ότι, στις 10 Δεκεμβρίου 1994, το κανονιστικό πλαίσιο ήταν «αβέβαιο», καθόσον από κανένα από τα στοιχεία που περιλαμβάνονταν στην επίδικη απόφαση δεν προέκυπτε αν τα ιδιωτικά φαρμακεία είχαν ήδη, κατά την ημερομηνία αυτή, λάβει παραχωρήσεις εκ μέρους των δήμων, ούτε αν η Lekarna Ljubljana o.p. εξακολουθούσε να κατέχει μονοπωλιακή θέση στη ζώνη δραστηριότητάς της. Στη συνέχεια, βάσει στοιχείων που προσκομίστηκαν από την PF χωρίς να αμφισβητηθούν, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το 1997, οπότε η Lekarna Ljubljana διαδέχθηκε τη Lekarna Ljubljana o.p., η αγορά ήταν ανταγωνιστική και ότι αυτό επέφερε σημαντικές αλλαγές για τη νέα οντότητα, όπως την ικανότητα απόκτησης περιουσίας, την επιδίωξη, τουλάχιστον από το 2007, κερδοσκοπικού σκοπού και την επέκταση της δραστηριότητάς της πέραν των ορίων του Δήμου Λιουμπλιάνας. Ελλείψει πλέον εμπεριστατωμένης εξέτασης σχετικά με την εξέλιξη του νομικού και οικονομικού πλαισίου της επίμαχης δραστηριότητας, την οποία όφειλε να διενεργήσει η Επιτροπή με δική της πρωτοβουλία, στο πλαίσιο των υποχρεώσεων ελέγχου που υπέχει, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα στοιχεία αυτά «δεν επιτρέπουν την ύπαρξη βεβαιότητας ως προς την απουσία μεταβολής της εικαζόμενης επίμαχης ενισχύσεως από τις 10 Δεκεμβρίου 1994». Το συμπέρασμα αυτό δεν κλονίστηκε από τον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι η διαδοχή που έλαβε χώρα το 1997 είχε καθαρά διοικητικό χαρακτήρα και ότι το νομικό πλαίσιο, αλλά και οι όροι χρήσης των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων δεν είχαν τροποποιηθεί, δεδομένου ότι ο ισχυρισμός αυτός ήταν «τουλάχιστον ανεπαρκώς τεκμηριωμένος ως προς το ζήτημα αυτό». Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα, στη σκέψη 55 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή δεν είχε άρει τις αμφιβολίες που υφίσταντο ως προς το αν τα επίμαχα περιουσιακά στοιχεία, εφόσον μπορούν να χαρακτηρισθούν ως «κρατική ενίσχυση», συνιστούσαν υφιστάμενες ή νέες ενισχύσεις.

85.      Υπό το πρίσμα της αναλύσεως αυτής, επισημαίνω, πρώτον, ότι, για τους ίδιους λόγους με εκείνους που εκτίθενται στο σημείο 62 των παρουσών προτάσεων, τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν από τη Δημοκρατία της Σλοβενίας στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, τα οποία αποσκοπούν, στην πραγματικότητα, στην αμφισβήτηση εκτιμήσεων πραγματικών περιστατικών εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτα.

86.      Δεύτερον, όπως ήδη επισήμανα στο πλαίσιο του πρώτου λόγου αναιρέσεως, δεν διαπιστώθηκε κανένα σφάλμα κατά τον προσδιορισμό του νομικού κριτηρίου βάσει του οποίου μπορεί να αποδειχθεί η ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών, ενώ οι προκαταρκτικές παρατηρήσεις του Γενικού Δικαστηρίου που εκτίθενται στις σκέψεις 35 και 36 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και οι οποίες εξετάστηκαν στο σημείο 64 των παρουσών προτάσεων, ισχύουν εξίσου και είναι κρίσιμες και ως προς την ανάλυση του δευτέρου λόγου αναιρέσεως. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο, με τη σκέψη 54 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, παρέπεμψε στις ίδιες ως άνω σκέψεις όταν έκρινε ότι ήταν αναγκαία μια πλέον εμπεριστατωμένη εξέταση της εξέλιξης του νομικού και οικονομικού πλαισίου της επίμαχης δραστηριότητας.

87.      Τρίτον, όσον αφορά τις αιτιάσεις που εστιάζουν περισσότερο στον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, και με κίνδυνο διενέργειας εκ νέου εκτίμησης, θεωρώ εύλογο, λαμβανομένης υπόψη της φύσεως και της σημασίας της αβεβαιότητας ως προς το νομικό και οικονομικό πλαίσιο, την οποία επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 54 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η αβεβαιότητα αυτή θα έπρεπε αντικειμενικώς να δημιουργήσει αμφιβολίες ως προς τον χαρακτηρισμό της επίμαχης ενισχύσεως ως υφιστάμενης και να οδηγήσει στην κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας. Πράγματι, υπό το πρίσμα της νομολογίας που παρατίθεται στο σημείο 80 των παρουσών προτάσεων, η αβεβαιότητα αυτή αφορούσε στοιχεία δυνάμενα να επηρεάσουν «την εκτίμηση της συμβατότητας του μέτρου ενισχύσεως με την εσωτερική αγορά».

88.      Κατά συνέπεια, φρονώ ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει επίσης να απορριφθεί ως αβάσιμος.

VII. Πρόταση

89.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, και στο μέτρο που οι παρούσες προτάσεις αφορούν τους δύο πρώτους λόγους αναιρέσεως, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει τους λόγους αυτούς ως αβάσιμους.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      Κανονισμός του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 [ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2015, L 248, σ. 9).


3      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 29ης Απριλίου 2021, Achemos Grupė και Achema κατά Επιτροπής (C‑847/19 P, στο εξής: απόφαση Achemos Grupė, EU:C:2021:343, σκέψη 44), της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, Επιτροπή κατά Tempus Energy και Tempus Energy Technology (C‑57/19 P, στο εξής: απόφαση Tempus Energy, EU:C:2021:663), της 6ης Οκτωβρίου 2021, Scandlines Danmark και Scandlines Deutschland κατά Επιτροπής (C‑174/19 P και C‑175/19 P, στο εξής: απόφαση Scandlines, EU:C:2021:801), της 17ης Νοεμβρίου 2022, Irish Wind Farmers’ Association κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑578/21 P, στο εξής: απόφαση Irish Wind Farmers’ Association, EU:C:2022:898), της 14ης Σεπτεμβρίου 2023, Επιτροπή και IGG κατά Dansk Erhverv (C‑508/21 P και C‑509/21 P, στο εξής: απόφαση IGG κατά Dansk Erhverv, EU:C:2023:669), της 23ης Νοεμβρίου 2023, Ryanair κατά Επιτροπής (C‑209/21 P, στο εξής: απόφαση Ryanair, EU:C:2023:905), και της 11ης Ιανουαρίου 2024, Wizz Air Hungary κατά Επιτροπής (C‑440/22 P, στο εξής: απόφαση Wizz Air, EU:C:2024:26).


4      ΕΕ 2003, L 236, σ. 17.


5      ΕΕ 2003, L 236, σ. 33.


6      Κανονισμός της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 [ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2004, L 140, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (EΕ) 2015/2282 της Επιτροπής, της 27ης Νοεμβρίου 2015 (ΕΕ 2015, L 325, σ. 1).


7      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 18 έως 20).


8      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 57).


9      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 17).


10      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 22).


11      Βλ., αντιστοίχως, αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, σκέψεις 51 έως 57 και σκέψεις 40 έως 50. Για την ανάλυση του Γενικού Δικαστηρίου ως προς τα προς διαχείριση περιουσιακά στοιχεία του 1979 και εκείνα μετά το 1979, βλ., αντιστοίχως, σημεία 58 έως 60 και σημεία 79 έως 83 των παρουσών προτάσεων.


12      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 55).


13      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 50).


14      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 56).


15      Βλ. απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2020, Viasat Broadcasting UK (C‑445/19, EU:C:2008:952, σκέψη 17).


16      Κανονισμός 2015/1589, αιτιολογική σκέψη 2.


17      Κανονισμός 2015/1589, αιτιολογική σκέψη 3.


18      Βλ. κανονισμό 2015/1589, άρθρο 6. Βλ., επίσης, αποφάσεις της 20ής Μαρτίου 1984, Γερμανία κατά Επιτροπής (84/82, EU:C:1984:117, σκέψεις 11 και 13), της 2ας Απριλίου 1998, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France (C‑367/95 P, EU:C:1998:154, σκέψεις 33 έως 42), της 3ης Μαΐου 2001, Πορτογαλία κατά Επιτροπής (C‑204/97, EU:C:2001:233, σκέψεις 27 έως 35), της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Mory κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑33/14 P, EU:C:2015:609, σκέψη 94), και της 20ής Ιανουαρίου 2022, Deutsche Lufthansa κατά Επιτροπής (C‑594/19 P, EU:C:2022:40, σκέψη 33).


19      Βλ. κανονισμό 2015/1589, άρθρο 4, παράγραφος 5.


20      Βλ. απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2008, British Aggregates κατά Επιτροπής (C‑487/06 P, EU:C:2008:757, σκέψη 113 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


21      Βλ. αποφάσεις της 20ής Μαρτίου 1984, Γερμανία κατά Επιτροπής (84/82, EU:C:1984:117, σκέψη 13), Irish Wind Farmers’ Association (σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία) και ΙGG κατά Dansk Erhverv (σκέψη 69).


22      Σχετικά με τις έννοιες των «σοβαρών δυσχερειών» και των «αμφιβολιών», βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα E. Tanchev στην υπόθεση Επιτροπή κατά Tempus Energy και Tempus Energy Technology (C‑57/19 P, EU:C:2021:451, σκέψη 73), όπου διαπιστώνεται ότι οι δύο αυτοί όροι χρησιμοποιούνται αδιακρίτως στη νομολογία του Δικαστηρίου.


23      Βλ. αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Club Hotel Loutraki κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑131/15 P, στο εξής: απόφαση Club Hotel Loutraki, EU:C:2016:989, σκέψη 31), Tempus Energy (σκέψη 40), Irish Wind Farmers’ Association (σκέψη 54), IGG κατά Dansk Erhverv (σκέψη 70), Ryanair (σκέψη 109) και Wizz Air (σκέψη 95).


24      Βλ. αποφάσεις της 21ης Οκτωβρίου 2016, Land Hessen κατά Pollmeier Massivholz (C‑242/15 P, EU:C:2016:765, σκέψη 38), Achemos Grupė (σκέψη 44), Tempus Energy (σκέψη 41), Ryanair (σκέψη 110) και Wizz Air (σκέψη 96).


25      Βλ. αποφάσεις της 24ης Μαΐου 2011, Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex (C‑83/09 P, EU:C:2011:341, σκέψη 59), Ryanair (σκέψη 108) και Wizz Air (σκέψη 94 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


26      Πρβλ. αποφάσεις Club Hotel Loutraki (σκέψεις 32 και 33), Irish Wind Farmers’ Association (σκέψη 55) και IGG κατά Dansk Erhverv (σκέψη 71).


27      Βλ. αποφάσεις της 10ης Ιουλίου 1986, Βέλγιο κατά Επιτροπής (234/84, EU:C:1986:302, σκέψη 16), Achemos Grupė (σκέψη 42), Tempus Energy (σκέψεις 42 και 43) και Irish Wind Farmers’ Association (σκέψη 56).


28      Βλ. αποφάσεις της 2ας Απριλίου 1998, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France (C‑367/95 P, EU:C:1998:154, σκέψη 62), Achemos Grupė (σκέψη 43) και Tempus Energy (σκέψη 44).


29      Απόφαση Tempus Energy (σκέψη 45).


30      Βλ. αποφάσεις Tempus Energy (σκέψη 51) και Irish Wind Farmers’ Association (σκέψη 59).


31      Βλ. αποφάσεις Tempus Energy (σκέψη 199) και Ryanair (σκέψη 95).


32      Βλ. αποφάσεις Club Hotel Loutraki (σκέψη 33) και Irish Wind Farmers’ Association (σκέψη 60).


33      Βλ. σημείο 44 των παρουσών προτάσεων.


34      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 38).


35      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 40).


36      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 45).


37      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 47).


38      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 48).


39      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 50).


40      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 48 και 49).


41      Βλ. άρθρο 256, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και άρθρο 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Βλ., επίσης, αποφάσεις Scandlines (σκέψη 86) και Wizz Air (σκέψεις 57 και 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


42      Βλ. αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 23 έως 37).


43      Κανονισμός 2015/1589, αιτιολογική σκέψη 6. Επί της υποχρέωσης καλόπιστης συνεργασίας που υπέχουν αμοιβαίως η Επιτροπή και τα κράτη μέλη κατά την εφαρμογή των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων, βλ. απόφαση της 28ης Ιουλίου 2011, Mediaset κατά Επιτροπής (C‑403/10 P, EU:C:2011:533, σκέψη 126 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


44      Βλ. αποφάσεις της 18ης Σεπτεμβρίου 1995, SIDE κατά Επιτροπής (T‑49/93, EU:T:1995:166, σκέψη 71), και της 28ης Σεπτεμβρίου 1995, Sytraval και Brink’s France κατά Επιτροπής (T‑95/94, EU:T:1995:172, σκέψη 77).


45      Βλ. σημείο 46 των παρουσών προτάσεων.


46      Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για την ημερομηνία που ορίζεται στο Παράρτημα IV, σημείο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της Πράξη Προσχώρησης για τον χαρακτηρισμό ενίσχυσης χορηγηθείσας από τη Δημοκρατία της Σλοβενίας ως «υφιστάμενης ενίσχυσης».


47      Οι εκτιμήσεις αυτές του Γενικού Δικαστηρίου είναι, κατά τη Δημοκρατία της Σλοβενίας, εσφαλμένες, δεδομένου ότι από τα στοιχεία που εκτίθενται στη σκέψη 51 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, μεταξύ της 10ης Δεκεμβρίου 1994 και της ημερομηνίας κατά την οποία η Lekarna Ljubljana διαδέχθηκε τη Lekarna Ljubljana p.o., ήτοι το 1997, είχε εφαρμογή το ίδιο νομικό πλαίσιο, καθόσον οι διάφοροι εθνικοί νόμοι που διέπουν, μεταξύ άλλων, το άνοιγμα της σλοβενικής αγοράς στον ανταγωνισμό είχαν ήδη θεσπιστεί πριν από τις 10 Δεκεμβρίου 1994. Κατά την άποψή της, η πτυχή αυτή είναι καθοριστική προκειμένου να εκτιμηθεί αν η μεταβολή του δεύτερου επίμαχου μέτρου, το οποίο χαρακτηρίζεται ως «υφιστάμενη ενίσχυση», συνιστά «νέα ενίσχυση», κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 2015/1589. Πράγματι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι, λόγω της εξέλιξής του, το δεύτερο επίμαχο μέτρο, το οποίο, κατά τον χρόνο θέσπισής του δεν αποτελούσε κρατική ενίσχυση, κατέστη κρατική ενίσχυση, η εξέλιξη αυτή επήλθε, εν πάση περιπτώσει, πριν από τις 10 Δεκεμβρίου 1994. Επομένως, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη κρίνοντας, στο σημείο 39 της επίδικης αποφάσεως, ότι, στο μέτρο που ούτε το νομικό πλαίσιο ούτε οι όροι χρήσης των προς διαχείριση περιουσιακών στοιχείων τροποποιήθηκαν μεταξύ της 10ης Δεκεμβρίου 1994 και της ημερομηνίας κατά την οποία η Lekarna Ljubljana υποκατέστησε τη Lekarna Ljubljana p.o., η υποκατάσταση αυτή ήταν καθαρά διοικητικής φύσεως, με αποτέλεσμα να μη δύναται να συνιστά μεταβολή που καθιστά μια υφιστάμενη ενίσχυση «νέα ενίσχυση».


48      Ειδικότερα, θα ήταν εσφαλμένο να θεωρηθεί, όπως υπέλαβε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 54 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι οντότητες χαρακτηρίζονταν από σημαντικές διαφορές, δεδομένου ότι, σε αντίθεση με την προκάτοχό της, η Lekarna Ljubljana είχε την ικανότητα να αποκτήσει προς διαχείριση περιουσιακά στοιχεία, περιλαμβανομένων ακινήτων περιουσιακών αγαθών, με αποτέλεσμα να τίθεται το ερώτημα αν η διατήρηση της διάθεσης υπό διαχείριση ακινήτων περιουσιακών στοιχείων χωρίς κυριότητα εξακολουθούσε να μπορεί να δικαιολογηθεί. Όπως, όμως, συμβαίνει και με τη Lekarna Ljubljana, η προκάτοχός της είχε επίσης τη δυνατότητα να αποκτά τέτοια προς διαχείριση περιουσιακά στοιχεία, τουλάχιστον από το 1991, όταν άρχισε να λειτουργεί ως δημόσιος οργανισμός. Συναφώς, η Δημοκρατία της Σλοβενίας διευκρινίζει ότι, όπως και η προκάτοχός της, η Lekarna Ljubljana μπορεί να χρησιμοποιεί μόνον τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτά (επισήμως) από τον Δήμο Λιουμπλιάνας προς διαχείριση, ακόμη και αν τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία αποκτώνται με μέσα της Lekarna Ljubljana. Το Γενικό Δικαστήριο αβασίμως διερωτάται αν εξακολουθεί να δικαιολογείται η συνέχιση της διάθεσης των προς διαχείριση περιουσιακών στοιχείων. Είναι σαφές ότι πρόκειται μόνο για έναν τρόπο διασφάλισης της δυνατότητας ενός δημόσιου οργανισμού να χρησιμοποιεί περιουσιακά στοιχεία (όπως αναφέρθηκε, όλα τα περιουσιακά στοιχεία που διαθέτει ένας τέτοιος οργανισμός βρίσκονται στην κατοχή του ως προς διαχείριση περιουσιακά στοιχεία), πράγμα που δεν οδηγεί σε καμία περίπτωση στο συμπέρασμα ότι τα προς διαχείριση περιουσιακά στοιχεία χορηγούνται δωρεάν.


49      Βλ. απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 2021, Eco Fox κ.λπ. (C‑915/19 έως C‑917/19, EU:C:2021:887, σκέψεις 36 έως 38, και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


50      Βλ. απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 2021, Eco Fox κ.λπ. (C‑915/19 έως C‑917/19, EU:C:2021:887, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

Top