Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62021TJ0396

    Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (όγδοο πενταμελές τμήμα) της 17ης Ιουλίου 2024 (Αποσπάσματα).
    Deutsche Bank AG κατά Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης.
    Οικονομική και Νομισματική Ένωση – Τραπεζική ένωση – Ενιαίος μηχανισμός εξυγίανσης των πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων (ΕΜΕ) – Ενιαίο ταμείο εξυγίανσης (ΕΤΕ) – Απόφαση του ΕΣΕ σχετικά με τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών για το 2021 – Υποχρέωση αιτιολόγησης – Αποτελεσματική δικαστική προστασία – Ίση μεταχείριση – Αρχή της αναλογικότητας – Διακριτική ευχέρεια του ΕΣΕ – Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας – Περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής – Περιορισμός των διαχρονικών αποτελεσμάτων της δικαστικής απόφασης.
    Υπόθεση T-396/21.

    ECLI identifier: ECLI:EU:T:2024:483

     ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο πενταμελές τμήμα)

    της 17ης Ιουλίου 2024 ( *1 )

    «Οικονομική και Νομισματική Ένωση – Τραπεζική ένωση – Ενιαίος μηχανισμός εξυγίανσης των πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων (ΕΜΕ) – Ενιαίο ταμείο εξυγίανσης (ΕΤΕ) – Απόφαση του ΕΣΕ σχετικά με τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών για το 2021 – Υποχρέωση αιτιολόγησης – Αποτελεσματική δικαστική προστασία – Ίση μεταχείριση – Αρχή της αναλογικότητας – Διακριτική ευχέρεια του ΕΣΕ – Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας – Περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής – Περιορισμός των διαχρονικών αποτελεσμάτων της δικαστικής απόφασης»

    Στην υπόθεση T‑396/21,

    Deutsche Bank AG, με έδρα τη Φρανκφούρτη επί του Μάιν (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους H. Berger, M. Weber και D. Schoo, δικηγόρους,

    προσφεύγουσα,

    κατά

    Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ), εκπροσωπούμενου από τους J. Kerlin, T. Wittenberg και D. Ceran, επικουρούμενους από τους H.-G. Kamann, F. Louis και P. Gey και την L. Hesse, δικηγόρους,

    καθού,

    υποστηριζόμενου από το

    Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο από τους U. Rösslein και M. Menegatti και την G. Bartram,

    από το

    Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από τον J. Bauerschmidt και τις J. Haunold και A. Westerhof Löfflerová,

    και από την

    Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον Δ. Τριανταφύλλου και την A. Steiblytė,

    παρεμβαίνοντες,

    ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο πενταμελές τμήμα),

    συγκείμενο από τους A. Kornezov, πρόεδρο, G. De Baere, D. Petrlík (εισηγητή), K. Kecsmár και S. Kingston, δικαστές,

    γραμματέας: S. Jund, διοικητική υπάλληλος,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

    κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 7ης Μαρτίου 2023,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση ( 1 )

    1

    Με την προσφυγή της βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, η προσφεύγουσα, Deutsche Bank AG, ζητεί την ακύρωση της απόφασης SRB/ES/2021/22 του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ), της 14ης Απριλίου 2021, σχετικά με τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών προς το Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης για το 2021 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), κατά το μέρος που την αφορά.

    [παραλειπόμενα]

    III. Αιτήματα των διαδίκων

    19

    Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

    να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, συμπεριλαμβανομένων των παραρτημάτων της, κατά το μέρος που την αφορά·

    να καταδικάσει το ΕΣΕ στα δικαστικά έξοδα.

    20

    Το ΕΣΕ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

    να απορρίψει την προσφυγή·

    να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα·

    επικουρικώς, σε περίπτωση ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης, να διατηρήσει σε ισχύ τα αποτελέσματα της προσβαλλόμενης απόφασης μέχρι την αντικατάστασή της ή τουλάχιστον επί έξι μήνες αφότου η δικαστική απόφαση καταστεί αμετάκλητη.

    21

    Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

    να απορρίψει την προσφυγή κατά το μέτρο που στηρίζεται στην ένσταση περί ελλείψεως νομιμότητας του κανονισμού 806/2014·

    να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

    22

    Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

    να απορρίψει την προσφυγή·

    να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

    23

    Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

    να απορρίψει την προσφυγή·

    να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

    IV. Σκεπτικό

    [παραλειπόμενα]

    Α. Επί των ενστάσεων περί ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 69, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014 και των άρθρων 4 έως 9 και 20 καθώς και του παραρτήματος I του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63

    1.   Επί του δευτέρου και του τρίτου σκέλους του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, που αντλούνται από έλλειψη νομιμότητας του άρθρου 69, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014

    27

    Στο πλαίσιο του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, η αναιρεσείουσα προέβαλε, κατ’ ουσίαν, τρία σκέλη. Το πρώτο σκέλος αφορά παράβαση από την προσβαλλόμενη απόφαση του άρθρου 4 του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81, σε συνδυασμό με το άρθρο 69, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014, και θα εξεταστεί ως εκ τούτου στο πλαίσιο της εκτίμησης της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης. Με το δεύτερο και το τρίτο σκέλος προβάλλεται έλλειψη νομιμότητας του άρθρου 69, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014, καθόσον η διάταξη αυτή αντιβαίνει, αφενός, στην «αρχή του υπολογισμού των εισφορών με βάση τον κίνδυνο» και, αφετέρου, στο άρθρο 114 ΣΛΕΕ.

    28

    Η προσφεύγουσα προέβαλε το δεύτερο και το τρίτο σκέλος για την περίπτωση που το άρθρο 69, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014 έχει την έννοια ότι βασίζει τον υπολογισμό του τελικού επιπέδου-στόχου που πρέπει να επιτευχθεί με το άθροισμα των εκ των προτέρων εισφορών που εισπράττονται πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2023 (στο εξής: τελικό επίπεδο-στόχος) στο ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων κατά το τέλος της αρχικής περιόδου, η οποία διαρκεί οκτώ έτη και άρχισε την 1η Ιανουαρίου 2016 (στο εξής: αρχική περίοδος). Επομένως, πριν εξεταστούν τα εν λόγω σκέλη, πρέπει να αποσαφηνιστεί καταρχάς το περιεχόμενο του άρθρου 69, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού.

    α)   Επί του περιεχομένου του άρθρου 69, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014

    29

    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το άρθρο 69, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014 έχει την έννοια ότι το τελικό επίπεδο-στόχος πρέπει να καθορίζεται κατά τρόπο «στατικό», δηλαδή με βάση το ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων κατά τον χρόνο έναρξης ισχύος του εν λόγω κανονισμού. Επομένως, κατά την εν λόγω διάταξη, το ως άνω επίπεδο-στόχος δεν πρέπει να καθορίζεται με βάση το ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων κατά το τέλος της αρχικής περιόδου.

    30

    Ειδικότερα, καταρχάς, το γράμμα του άρθρου 69, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014 παραπέμπει μόνο στην προθεσμία για τη σύσταση των χρηματοδοτικών μέσων του ΕΤΕ. Αντιστρόφως, δεν σημαίνει ότι το τελικό επίπεδο-στόχος πρέπει να καθορίζεται με βάση το ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων κατά το τέλος της αρχικής περιόδου.

    31

    Έπειτα, από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του κανονισμού 806/2014 προκύπτει ότι, κατά τη δημιουργία του ΕΤΕ, προβλεπόταν «στατικό» τελικό επίπεδο-στόχος ύψους περίπου 55 δισεκατομμυρίων ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στο 1 % των προβλεπόμενων καλυπτόμενων καταθέσεων όλων των ιδρυμάτων κατά τον χρόνο έναρξης ισχύος του κανονισμού αυτού.

    32

    Τέλος, με βάση την τελολογική και τη συστηματική ερμηνεία του άρθρου 69, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014, ο κίνδυνος που καλύπτεται από το ΕΤΕ δεν πρέπει να υπολογίζεται με βάση την εξέλιξη των καλυπτόμενων καταθέσεων, δεδομένου ότι η αύξηση των εν λόγω καταθέσεων δεν οδηγεί σε αύξηση του κινδύνου να χρησιμοποιηθεί το ΕΤΕ.

    33

    Το ΕΣΕ, το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή αντικρούουν την επιχειρηματολογία αυτή.

    34

    Το άρθρο 69, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014 ορίζει ότι, «έως το τέλος [της] αρχικής περιόδου», «τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα του [ΕΤΕ] ανέρχονται τουλάχιστον στο 1 % του ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων όλων των πιστωτικών ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας σε όλα τα συμμετέχοντα κράτη μέλη».

    35

    Καταρχάς, από το κείμενο της διάταξης αυτής προκύπτει ότι η ημερομηνία λήξης της αρχικής περιόδου είναι κρίσιμη όχι μόνο για τον καθορισμό της ημερομηνίας κατά την οποία τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα του ΕΤΕ πρέπει να ισούνται τουλάχιστον με το 1 % του ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων όλων των πιστωτικών ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας σε όλα τα κράτη μέλη που συμμετέχουν στον ΕΜΕ, δηλαδή με το τελικό επίπεδο-στόχο, αλλά και για τον προσδιορισμό του ποσού των καταθέσεων αυτών που πρέπει να ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό του εν λόγω τελικού επιπέδου-στόχου.

    36

    Έπειτα, από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του κανονισμού 806/2014 προκύπτει ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το άρθρο 69, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού στηρίζεται σε δυναμική προσέγγιση του τελικού επιπέδου-στόχου, υπό την έννοια ότι το τελικό επίπεδο-στόχος πρέπει να καθορίζεται με βάση το ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων κατά το τέλος της αρχικής περιόδου. Ειδικότερα, στο σημείο 4.3.2 της αιτιολογικής έκθεσης της πρότασής της COM(2013) 520 final, της 10ης Ιουλίου 2013, που κατέληξε στην έκδοση του εν λόγω κανονισμού, η Επιτροπή αποσαφήνισε ότι το τελικό επίπεδο‑στόχος θα παρέμενε δυναμικό και θα αυξανόταν σε περίπτωση που ο τραπεζικός τομέας θα αναπτυσσόταν.

    37

    Τέλος, η ανάγκη να ληφθεί υπόψη η εξέλιξη του ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων υπαγορεύεται από τον σκοπό στον οποίον αποβλέπει η είσπραξη των εκ των προτέρων εισφορών, ο οποίος είναι να κατοχυρωθεί, στο πλαίσιο μιας ασφαλιστικής λογικής, η παροχή επαρκών οικονομικών πόρων από τον χρηματοοικονομικό κλάδο στον ΕΜΕ, ώστε αυτός να μπορεί να εκπληρώνει τα καθήκοντά του, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 41 του κανονισμού 806/2014 (απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 113). Ο δε σκοπός του ΕΜΕ συνίσταται, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 12 του κανονισμού αυτού, στο να αυξήσει τη σταθερότητα των ιδρυμάτων στα συμμετέχοντα κράτη μέλη και να αποτρέψει τις δευτερογενείς επιπτώσεις πιθανών κρίσεων στα μη συμμετέχοντα κράτη μέλη.

    38

    Συναφώς, από το σημείο 4.3.2 της αιτιολογικής έκθεσης της πρότασης COM(2013) 520 final προκύπτει ότι, όσο περισσότερο αυξάνεται με την πάροδο του χρόνου το μέγεθος του τραπεζικού τομέα, τόσο αυξάνονται και οι χρηματοοικονομικοί πόροι που πρέπει να διατεθούν στο ΕΤΕ. Επομένως, η εκτίμηση του μεγέθους αυτού παρέχει τη δυνατότητα να προβλεφθεί το ύψος των χρηματοδοτικών μέσων που πρέπει να διατεθούν στο ΕΤΕ προκειμένου αυτό να μπορέσει να χρησιμοποιηθεί, σε περίπτωση κρίσης που θα επηρεάσει τον τραπεζικό τομέα, για τη χρηματοδότηση των εργαλείων εξυγίανσης και κατά τον τρόπο αυτόν να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική εφαρμογή των εν λόγω εργαλείων, σύμφωνα με το άρθρο 76, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 101 του ίδιου κανονισμού.

    39

    Στο πλαίσιο όμως του άρθρου 69, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014, ο νομοθέτης της Ένωσης επέλεξε μια προσέγγιση κατά την οποία το ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων χρησιμεύει για την εκτίμηση του μεγέθους του τραπεζικού τομέα και κατ’ επέκταση για τον υπολογισμό των χρηματοοικονομικών πόρων που πρέπει να διατεθούν στο ΕΤΕ. Υπό το πρίσμα αυτό, ενδεχόμενη αύξηση του ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων μεταξύ της αρχής και του τέλους της αρχικής περιόδου αντανακλά την αύξηση του μεγέθους του τραπεζικού τομέα, όπερ συνεπάγεται την αύξηση των χρηματοδοτικών μέσων τα οποία χρειάζεται το ΕΤΕ κατά το τέλος της περιόδου αυτής.

    40

    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το άρθρο 69, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014 έχει την έννοια ότι το ύψος του τελικού επιπέδου-στόχου, το οποίο προβλέπει η διάταξη αυτή, πρέπει να καθορίζεται με βάση το ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων το οποίο υφίσταται κατά το τέλος της αρχικής περιόδου.

    β)   Επί της νομιμότητας του άρθρου 69, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014

    1) Επί του δευτέρου σκέλους, με το οποίο προβάλλεται ότι το άρθρο 69, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014 αντιβαίνει στην «αρχή του υπολογισμού των εισφορών με βάση τον κίνδυνο»

    41

    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, αν το άρθρο 69, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014 έχει την έννοια ότι το τελικό επίπεδο-στόχος καθορίζεται με βάση το ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων κατά το τέλος της αρχικής περιόδου, η διάταξη αυτή αντιβαίνει στην «αρχή του υπολογισμού των εισφορών με βάση τον κίνδυνο», η οποία αποτελεί έκφραση της αρχής της αναλογικότητας και απορρέει από τα άρθρα 16, 17 και 52 του Χάρτη, από το άρθρο 70, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014 και από το άρθρο 103, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2014/59.

    42

    Πράγματι, δεδομένης της σημαντικής αύξησης του ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων κατά τα τελευταία έτη, το άρθρο 69, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014 επιβάλλει στα ιδρύματα αδικαιολόγητα και δυσανάλογα βάρη. Ειδικότερα, οι εκ των προτέρων εισφορές του συνόλου των ιδρυμάτων αυξήθηκαν από περίπου 6,9 δισεκατομμύρια ευρώ το 2016 σε περίπου 11,3 δισεκατομμύρια ευρώ το 2021, πράγμα που αντιπροσωπεύει αύξηση κατά 64 %.

    43

    Πλην όμως o κίνδυνος που καλύπτεται από τον ΕΜΕ και το ΕΤΕ δεν αυξήθηκε σημαντικά κατά την ως άνω περίοδο.

    44

    Το ΕΣΕ, το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή αντικρούουν την επιχειρηματολογία αυτή.

    45

    Όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 35 έως 40 ανωτέρω, το τελικό επίπεδο-στόχος καθορίζεται, σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014, μέσω παραπομπής στο ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων όλων των ενδιαφερόμενων ιδρυμάτων κατά το τέλος της αρχικής περιόδου.

    46

    Στο μέτρο που η προσφεύγουσα, προκειμένου να αμφισβητήσει τον εν λόγω τρόπο καθορισμού του τελικού επιπέδου-στόχου, υποστηρίζει ότι το άρθρο 69, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014 αντιβαίνει στην «αρχή του υπολογισμού των εισφορών με βάση τον κίνδυνο», από τα δικόγραφά της και ιδίως από το υπόμνημα απαντήσεως και τις παρατηρήσεις της επί των υπομνημάτων του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου προκύπτει ότι η προσφεύγουσα εκτιμά ότι η ως άνω «αρχή» απορρέει από την αρχή της αναλογικότητας, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 5, παράγραφος 4, ΣΕΕ.

    47

    Υπό τις συνθήκες αυτές, παρέλκει η εξέταση του ζητήματος αν υφίσταται στο δίκαιο της Ένωσης αυτοτελής «αρχή» περί «υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών με βάση τον κίνδυνο». Υιοθετουμένης της επιχειρηματολογίας της προσφεύγουσας, αρκεί να εκτιμηθεί αν το άρθρο 69, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014 αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας.

    48

    Η αρχή της αναλογικότητας, η οποία συγκαταλέγεται στις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, επιτάσσει να είναι οι πράξεις των θεσμικών και λοιπών οργάνων της Ένωσης πρόσφορες για την επίτευξη των επιδιωκόμενων με την οικεία ρύθμιση θεμιτών σκοπών και να μην υπερβαίνουν τα όρια αυτού που είναι αναγκαίο για την επίτευξη των εν λόγω σκοπών, εξυπακουομένου ότι, όταν υφίσταται δυνατότητα επιλογής μεταξύ περισσότερων κατάλληλων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο επαχθές και ότι τα μειονεκτήματα που προκαλούνται από το μέτρο αυτό δεν πρέπει να είναι υπέρμετρα σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς (αποφάσεις της 4ης Μαΐου 2016, Philip Morris Brands κ.λπ., C‑547/14, EU:C:2016:325, σκέψη 165, και της 20ής Ιανουαρίου 2021, ABLV Bank κατά ΕΣΕ, T‑758/18, EU:T:2021:28, σκέψη 142).

    49

    Όσον αφορά τον δικαστικό έλεγχο των προϋποθέσεων που μνημονεύονται στη σκέψη 48 ανωτέρω, υπενθυμίζεται ότι, κατά τον καθορισμό του τρόπου υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών, ο νομοθέτης της Ένωσης διαθέτει ευρεία εξουσία εκτίμησης διότι καλείται να παρέμβει σε έναν τομέα στο πλαίσιο του οποίου πρέπει να προβεί σε επιλογές πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής φύσης καθώς και σε σύνθετες εκτιμήσεις (απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψεις 117 και 118).

    50

    Υπό τις συνθήκες αυτές και σύμφωνα με τη νομολογία, στο πλαίσιο του ελέγχου από το Γενικό Δικαστήριο της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας πρέπει να εξετάζεται μόνο μήπως τα μέτρα που έλαβε ο νομοθέτης της Ένωσης είναι προδήλως ακατάλληλα σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, βαίνουν προδήλως πέραν του αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη του σκοπού αυτού ή συνεπάγονται μειονεκτήματα προδήλως δυσανάλογα σε σχέση με τον εν λόγω σκοπό (πρβλ. απόφαση της 4ης Μαΐου 2016, Πολωνία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑358/14, EU:C:2016:323, σκέψεις 79, 96 και 97).

    51

    Όσον αφορά, πρώτον, την καταλληλότητα του κανόνα που προβλέπεται στο άρθρο 69, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014, από τη σκέψη 37 ανωτέρω προκύπτει ότι σκοπός του κανόνα αυτού είναι να εξασφαλίσει στον ΕΜΕ επαρκείς πόρους ώστε αυτός να μπορεί να εκπληρώνει τα καθήκοντά του, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται ιδίως η εξυγίανση προβληματικών ιδρυμάτων.

    52

    Συναφώς, προκειμένου να αποδείξει τον προδήλως ακατάλληλο χαρακτήρα του τρόπου καθορισμού του τελικού επιπέδου-στόχου για την επίτευξη του σκοπού που εκτίθεται στη σκέψη 51 ανωτέρω, η προσφεύγουσα προβάλλει, κατ’ ουσίαν, δύο κατηγορίες επιχειρημάτων, εκ των οποίων η πρώτη αφορά το κατά πόσον οι καλυπτόμενες καταθέσεις αποτελούν κατάλληλη παράμετρο για τον καθορισμό του εν λόγω επιπέδου-στόχου και η δεύτερη το γεγονός ότι λαμβάνεται υπόψη το ποσό των καταθέσεων αυτών κατά το τέλος της αρχικής περιόδου.

    53

    Ειδικότερα, κατά πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, εν συνόψει, ότι οι καλυπτόμενες καταθέσεις δεν αποτελούν κατάλληλο κριτήριο για τον καθορισμό του τελικού επιπέδου-στόχου, δεδομένου ότι οι καταθέσεις αυτές δεν ενέχουν κατ’ ανάγκην κίνδυνο να χρησιμοποιηθεί το ΕΤΕ στο πλαίσιο διαδικασίας εξυγίανσης.

    54

    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός που εκτίθεται στη σκέψη 51 ανωτέρω και όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 101, 104 και 105 του κανονισμού 806/2014, ο νομοθέτης της Ένωσης όφειλε να εξασφαλίσει στο ΕΤΕ επαρκείς χρηματοοικονομικούς πόρους ώστε να του παράσχει τη δυνατότητα να παρέμβει σε περίπτωση κρίσης του τραπεζικού τομέα και να χρηματοδοτήσει ενδεχόμενη διαδικασία εξυγίανσης των ιδρυμάτων, στο πλαίσιο των αποστολών που του ανατίθενται με το άρθρο 76, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού.

    55

    Οι εν λόγω χρηματοοικονομικοί πόροι, οι οποίοι αντιστοιχούν στο τελικό επίπεδο-στόχο, πρέπει να εκτιμώνται με βάση το μέγεθος του τραπεζικού τομέα, δεδομένου ότι ο κίνδυνος που καλύπτεται από το ΕΤΕ είναι ο κίνδυνος που ενέχει το σύνολο του τομέα αυτού για τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος (πρβλ. απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2021, ABLV Bank κατά ΕΣΕ, T‑758/18, EU:T:2021:28, σκέψεις 71 και 72).

    56

    Συναφώς, με τα δικόγραφά του το ΕΣΕ εξήγησε, χωρίς σοβαρό αντίλογο εκ μέρους της προσφεύγουσας, ότι οι καλυπτόμενες καταθέσεις παρείχαν τη δυνατότητα να εκτιμηθεί κατά προσέγγιση το μέγεθος του τραπεζικού τομέα και να υπολογιστούν ως εκ τούτου οι χρηματοοικονομικοί πόροι τους οποίους χρειαζόταν το ΕΤΕ για να χρηματοδοτήσει την εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης σε περίπτωση κρίσης του τραπεζικού τομέα.

    57

    Ειδικότερα, οι καταθέσεις αυτές αποτελούν υποχρεώσεις τις οποίες αναλαμβάνουν τα ιδρύματα, ενώ, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή με το υπόμνημά της παρεμβάσεως χωρίς να διαψεύδεται από την προσφεύγουσα, οι καταθέσεις αυτές αντιπροσωπεύουν μάλιστα την πλειονότητα των υποχρεώσεων, τουλάχιστον όσον αφορά τα μεγάλα ιδρύματα.

    58

    Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν αποδεικνύεται ότι, ως ειδική κατηγορία υποχρεώσεων τις οποίες αναλαμβάνουν τα ιδρύματα, οι καλυπτόμενες καταθέσεις είναι προδήλως ακατάλληλες για την εκτίμηση του μεγέθους του τραπεζικού τομέα και για τον υπολογισμό ως εκ τούτου των πόρων τους οποίους χρειάζεται το ΕΤΕ.

    59

    Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι σε περίπτωση εξυγίανσης οι καλυπτόμενες καταθέσεις προστατεύονται από τα ΣΕΚ και κατά συνέπεια η αύξησή τους δεν συνεπάγεται την αύξηση του κινδύνου που καλύπτεται από το ΕΤΕ.

    60

    Ειδικότερα, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί κατά πόσον οι καλυπτόμενες καταθέσεις συνεπάγονται κίνδυνο χρήσης των χρηματοδοτικών μέσων του ΕΤΕ, επισημαίνεται ότι το επιχείρημα της προσφεύγουσας στηρίζεται στην πραγματικότητα στην παραδοχή ότι οι καταθέσεις αυτές μπορούν να αυξηθούν μεμονωμένα, χωρίς η αύξηση αυτή να συνοδεύεται από αύξηση άλλων υποχρεώσεων των ιδρυμάτων που θα μπορούσε να ενέχει κίνδυνο για το ΕΤΕ.

    61

    Πλην όμως από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι συντρέχει τέτοια περίπτωση.

    62

    Συναφώς, όπως υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, με τα δικόγραφά τους το ΕΣΕ και το Κοινοβούλιο, χωρίς η προσφεύγουσα να προσκομίζει οποιοδήποτε συγκεκριμένο στοιχείο προκειμένου να αμφισβητήσει τους ισχυρισμούς αυτούς, το ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων που κατέχεται από όλα τα ιδρύματα είναι ικανό να απεικονίσει τη συνολική εξέλιξη του τραπεζικού τομέα. Ειδικότερα, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι η ενδεχόμενη αύξηση του ποσού αυτού δεν μπορεί να συνοδεύεται από αύξηση άλλων υποχρεώσεων που αναλαμβάνουν τα εν λόγω ιδρύματα, όπως οι μη καλυπτόμενες καταθέσεις, οι οποίες δεν προστατεύονται από τα ΣΕΚ, συνεπάγονται δε αύξηση του κινδύνου που καλύπτεται από το ΕΤΕ.

    63

    Στο πλαίσιο αυτό, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι οι καλυπτόμενες καταθέσεις συνιστούν προδήλως ακατάλληλο παράγοντα για τον υπολογισμό του τελικού επιπέδου-στόχου, στηριζόμενη στην αιτιολογική σκέψη 105 του κανονισμού 806/2014, κατά την οποία:

    «Το επίπεδο-στόχος του [ΕΤΕ] θα πρέπει να καθοριστεί ως ποσοστό του ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων όλων των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στα συμμετέχοντα κράτη μέλη. Εντούτοις, επειδή το ποσό των συνολικών υποχρεώσεων αυτών των ιδρυμάτων θα ήταν, λαμβάνοντας υπόψη την αποστολή του [ΕΤΕ], καταλληλότερο σημείο αναφοράς, η Επιτροπή θα πρέπει να αξιολογήσει εάν οι καλυπτόμενες καταθέσεις ή οι συνολικές υποχρεώσεις αποτελούν την πλέον κατάλληλη βάση και κατά πόσον χρειάζεται να καθοριστεί μελλοντικά ένα απόλυτο κατώτατο όριο για το [ΕΤΕ], με διατήρηση των ίσων όρων ανταγωνισμού σύμφωνα με την οδηγία [2014/59].»

    64

    Πράγματι, το γεγονός και μόνον ότι ένα άλλο κριτήριο μπορεί να είναι εξίσου κατάλληλο με εκείνο που υιοθετήθηκε στη σχετική νομοθεσία και ότι ο νομοθέτης της Ένωσης επισημαίνει ότι εναπόκειται στην Επιτροπή να επαναξιολογήσει στο μέλλον την εφαρμογή του κριτηρίου αυτού δεν σημαίνει ότι το κριτήριο που επέλεξε ο νομοθέτης της Ένωσης έχοντας πλήρη γνώση όλων των στοιχείων είναι προδήλως ακατάλληλο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου θεμιτού σκοπού. Συναφώς, από τη νομολογία προκύπτει ότι δεν είναι έργο του Γενικού Δικαστηρίου, στο πλαίσιο του ελέγχου της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας, να κρίνει αν το μέτρο που θεσπίστηκε από τον εν λόγω νομοθέτη είναι το μόνο ή το καλύτερο δυνατό, αλλά αν είναι προδήλως ακατάλληλο (απόφαση της 12ης Ιουλίου 2001, Jippes κ.λπ., C‑189/01, EU:C:2001:420, σκέψη 83).

    65

    Κατά δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το να λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό του τελικού επιπέδου-στόχου το ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων κατά το τέλος της αρχικής περιόδου συνιστά προδήλως ακατάλληλο μέτρο για την επίτευξη του σκοπού που μνημονεύεται στη σκέψη 51 ανωτέρω, ήτοι να εξασφαλιστούν στον ΕΜΕ επαρκείς πόροι ώστε αυτός να μπορεί να εκπληρώνει τα καθήκοντά του.

    66

    Συναφώς, από τις σκέψεις 38 και 40 ανωτέρω προκύπτει ότι, προκειμένου να παράσχει στον ΕΜΕ τη δυνατότητα να εκπληρώσει αποτελεσματικά τα καθήκοντά του, ο νομοθέτης της Ένωσης προέβλεψε τη χρηματοδότηση του ΕΤΕ λαμβανομένης υπόψη της εξέλιξης του τραπεζικού τομέα, υπό την έννοια ότι τυχόν αύξηση του μεγέθους του εν λόγω τομέα με την πάροδο του χρόνου θα συνεπαγόταν και αύξηση των χρηματοοικονομικών πόρων που θα έπρεπε να διατεθούν στο ΕΤΕ και, κατ’ επέκταση, του τελικού επιπέδου-στόχου. Δεδομένης όμως της διαπίστωσης που πραγματοποιείται στη σκέψη 58 ανωτέρω, το ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων κατά το τέλος της αρχικής περιόδου δεν είναι προδήλως ακατάλληλο για να απεικονίσει το μελλοντικό μέγεθος του εν λόγω τομέα και να εξασφαλίσει κατά τον τρόπο αυτόν την επαρκή χρηματοδότηση του ΕΤΕ σε συνάρτηση με την προβλεπόμενη κατάσταση του τομέα αυτού.

    67

    Εξάλλου, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 62 ανωτέρω, δεν είναι προδήλως άστοχο το να ληφθεί ως έρεισμα η εξέλιξη των καλυπτόμενων καταθέσεων προκειμένου να πιθανολογηθεί η αύξηση άλλων υποχρεώσεων που αναλαμβάνουν τα ιδρύματα και να εκτιμηθεί κατά τον τρόπο αυτόν η ενδεχόμενη αύξηση του κινδύνου που καλύπτεται από το ΕΤΕ.

    68

    Στο πλαίσιο αυτό, η προσφεύγουσα δεν μπορεί ιδίως να στηριχθεί στα άρθρα 428ιγ και 428ιδ του κανονισμού 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ 2013, L 176, σ. 1), για να υποστηρίξει ότι, βάσει των διατάξεων αυτών, οι καλυπτόμενες καταθέσεις μειώνουν τον κίνδυνο ρευστότητας των ιδρυμάτων, οπότε η αύξησή τους δεν συνεπάγεται κίνδυνο να χρησιμοποιηθεί το ΕΤΕ και δεν πρέπει επομένως να οδηγήσει σε αύξηση του τελικού επιπέδου-στόχου.

    69

    Συναφώς, από την αιτιολογική σκέψη 32 του κανονισμού 575/2013, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 12 του κανονισμού 806/2014, προκύπτει ότι η νομοθεσία που αφορά τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας επιδιώκει σκοπό διαφορετικό από εκείνον της νομοθεσίας που αφορά την εξυγίανση των ιδρυμάτων. Υπό τις συνθήκες αυτές, τα άρθρα 428ιγ και 428ιδ του κανονισμού 575/2013 δεν είναι ικανά να αποδείξουν τον προδήλως ακατάλληλο χαρακτήρα του τρόπου καθορισμού του τελικού επιπέδου-στόχου, δεδομένου ότι ο εν λόγω τρόπος καθορισμού διέπεται από τη νομοθεσία σχετικά με την εξυγίανση των ιδρυμάτων.

    70

    Ομοίως, η προσφεύγουσα αβασίμως υποστηρίζει ότι η αύξηση των καταθέσεων αυτών δεν πρέπει να οδηγήσει σε αύξηση του τελικού επιπέδου-στόχου επικαλούμενη το γεγονός ότι η συνεκτίμηση της υψηλής ρευστότητας όσον αφορά τις καλυπτόμενες καταθέσεις στο πλαίσιο του υπολογισμού του δείκτη κινδύνου «δείκτης κάλυψης ρευστότητας», δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, οδηγεί σε μείωση του πολλαπλασιαστή προσαρμογής του οικείου ιδρύματος.

    71

    Ειδικότερα, το γεγονός αυτό και μόνον δεν είναι ικανό να αποδείξει ότι η εξέλιξη του ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων είναι προδήλως ακατάλληλη να απεικονίσει την εξέλιξη του μεγέθους του τραπεζικού τομέα προκειμένου να καθοριστούν αναλόγως οι χρηματοδοτικές ανάγκες του ΕΤΕ και ιδίως να εκτιμηθεί η αύξηση των υποχρεώσεων που συνεπάγονται κίνδυνο για το ΕΤΕ και να μετρηθεί κατά τον τρόπο αυτόν ο εν λόγω κίνδυνος τον οποίο το ΕΤΕ θα κληθεί να καλύψει στο πλαίσιο των διαδικασιών εξυγίανσης.

    72

    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι ο τρόπος καθορισμού του τελικού επιπέδου-στόχου, όπως προβλέπεται από το άρθρο 69, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014, ήταν προδήλως ακατάλληλος για την επίτευξη του σκοπού που μνημονεύεται στη σκέψη 51 ανωτέρω.

    73

    Δεύτερον, η προσφεύγουσα δεν εξηγεί υπό ποία έννοια η μέθοδος καθορισμού του τελικού επιπέδου-στόχου, όπως αυτή προκύπτει από το άρθρο 69, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014, βαίνει προδήλως πέραν του αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη του σκοπού που μνημονεύεται στη σκέψη 51 ανωτέρω. Ειδικότερα, δεν προσκομίζει συγκεκριμένα στοιχεία προκειμένου να αποδείξει ότι ο σκοπός αυτός θα μπορούσε να επιτευχθεί με μέτρα εξίσου αποτελεσματικά με εκείνα που προβλέπει η διάταξη αυτή, αλλά λιγότερο επαχθή για τα οικεία ιδρύματα σε σύγκριση με τον καθορισμό του εν λόγω επιπέδου-στόχου με βάση το ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων κατά το τέλος της αρχικής περιόδου.

    74

    Συναφώς, αν υποτεθεί ότι η προσφεύγουσα θεωρεί ότι ο καθορισμός του τελικού επιπέδου-στόχου με βάση το ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων κατά τον χρόνο έναρξης ισχύος του κανονισμού 806/2014 συνιστά ένα τέτοιο λιγότερο επαχθές μέτρο, δεν αποδεικνύει το κατά πόσον το μέτρο αυτό θα παρείχε στο ΕΤΕ τη δυνατότητα να διαθέτει επαρκείς χρηματοοικονομικούς πόρους ώστε να εξασφαλίσει την αποτελεσματική λειτουργία του ΕΜΕ.

    75

    Ομοίως, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι, για τον καθορισμό του τελικού επιπέδου-στόχου, ο νομοθέτης της Ένωσης όφειλε να λάβει υπόψη τη μείωση του κινδύνου να χρησιμοποιηθεί το ΕΤΕ λόγω των επιλέξιμων υποχρεώσεων που κατέχουν τα ιδρύματα, σε συμμόρφωση με την ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων (στο εξής: MREL) και με την απαίτηση περί ικανότητας απορρόφησης ζημιών. Συναφώς, η προσφεύγουσα ιδίως δεν εξήγησε υπό ποία έννοια η συνεκτίμηση των υποχρεώσεων αυτών για τον καθορισμό του τρόπου υπολογισμού του τελικού επιπέδου-στόχου θα είχε ως συνέπεια λιγότερες επιβαρύνσεις για τα οικεία ιδρύματα, παρεχομένης συγχρόνως στο ΕΤΕ της δυνατότητας να διαθέτει επαρκείς χρηματοοικονομικούς πόρους.

    76

    Τέλος, ακόμη και αν υποτεθεί ότι ο υπολογισμός του τελικού επιπέδου-στόχου με βάση το σύνολο των υποχρεώσεων των ιδρυμάτων συνιστά κατάλληλο μέτρο, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι ένας τέτοιος υπολογισμός θα προκαλούσε λιγότερες επιβαρύνσεις για τα οικεία ιδρύματα από ό,τι ο καθορισμός του εν λόγω επιπέδου-στόχου με βάση το ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων κατά το τέλος της αρχικής περιόδου.

    77

    Τρίτον, η αναιρεσείουσα δεν υπέβαλε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου κανένα συγκεκριμένο στοιχείο προκειμένου να αποδείξει ότι το άρθρο 69, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014, λόγω του ότι καθόρισε το τελικό επίπεδο-στόχο με βάση τις καλυπτόμενες καταθέσεις που υφίστανται κατά το τέλος της αρχικής περιόδου, συνεπαγόταν για τα ιδρύματα μειονεκτήματα προδήλως δυσανάλογα σε σχέση με τους σκοπούς που επιδιώκονται από τον νομοθέτη της Ένωσης.

    78

    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, το υπό κρίση σκέλος πρέπει να απορριφθεί.

    2) Επί του τρίτου σκέλους, με το οποίο προβάλλεται ότι το άρθρο 69, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014 αντιβαίνει στο άρθρο 114 ΣΛΕΕ

    79

    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το άρθρο 69, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014 δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 114, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Ειδικότερα, καθορίζοντας το τελικό επίπεδο-στόχο σε συνάρτηση με τη δυναμική εξέλιξη του ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων κατά το τέλος της αρχικής περιόδου, η διάταξη αυτή δεν συμβάλλει στην επίτευξη του σκοπού εναρμόνισης των όρων χρηματοδότησης των εξυγιάνσεων σε συνάρτηση με τον κίνδυνο που ενέχει ο τραπεζικός τομέας. Πράγματι, η αύξηση των εκ των προτέρων εισφορών λόγω της αύξησης των καλυπτόμενων καταθέσεων, παρά τη μείωση του κινδύνου εξυγίανσης, οδηγεί σε συσσώρευση πόρων η οποία δεν χρειάζεται για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού εναρμόνισης. Λόγω της έλλειψης συνδέσμου μεταξύ του ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων και του κινδύνου για το ΕΣΕ, ο δυναμικός καθορισμός του τελικού επιπέδου‑στόχου έχει ως συνέπεια να καθίσταται το επίπεδο αυτό δυσανάλογο.

    80

    Επιπλέον, η εκ των προτέρων εισφορά μετατρέπεται σε φόρο ο οποίος, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 114, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα εναρμόνισης του νομοθέτη της Ένωσης.

    81

    Το ΕΣΕ, το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή αντικρούουν την επιχειρηματολογία αυτή.

    82

    Καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι η επιλογή της νομικής βάσης μιας πράξης της Ένωσης πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία επιδεχόμενα δικαστικό έλεγχο, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται ο σκοπός και το περιεχόμενο της πράξης [βλ. γνωμοδότηση 1/15 (Συμφωνία PNR ΕΕ-Καναδά), της 26ης Ιουλίου 2017, EU:C:2017:592, σκέψη 76 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2018, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (Συμφωνία με το Καζακστάν), C‑244/17, EU:C:2018:662, σκέψη 36].

    83

    Οι νομοθετικές πράξεις που εκδίδονται επί τη βάσει του άρθρου 114, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ πρέπει, αφενός, να περιλαμβάνουν μέτρα σχετικά με την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών και, αφετέρου, να έχουν ως αντικείμενο την εγκαθίδρυση και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς (απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2014, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑270/12, EU:C:2014:18, σκέψη 100).

    84

    Κατά πρώτον, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 114 ΣΛΕΕ μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως νομική βάση μόνο στην περίπτωση που από τη νομική πράξη προκύπτει πράγματι, με βάση αντικειμενικά κριτήρια, ότι σκοπός της είναι η βελτίωση των προϋποθέσεων για την εγκαθίδρυση και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς (βλ. απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2014, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑270/12, EU:C:2014:18, σκέψη 113 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    85

    Εν προκειμένω, προκύπτει ιδίως από τις αιτιολογικές σκέψεις 1 και 3 του κανονισμού 806/2014 καθώς και από την αιτιολογική σκέψη 1 της οδηγίας 2014/59 ότι ο κανονισμός αυτός εκδόθηκε στο πλαίσιο οικονομικής και χρηματοπιστωτικής κρίσης, η οποία κατέδειξε, όσον αφορά την Ένωση, έλλειψη εργαλείων για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του κινδύνου που ενέχουν τα ιδρύματα με οικονομικές δυσχέρειες, γεγονός που υποχρέωνε τα κράτη μέλη να χρησιμοποιούν δημόσια χρηματοδοτικά μέσα για τη στήριξη τέτοιων ιδρυμάτων.

    86

    Από την αιτιολογική σκέψη 1 του κανονισμού 806/2014 προκύπτει επίσης ότι η κρίση αυτή κατέδειξε ότι απειλείτο η λειτουργία της εσωτερικής αγοράς τραπεζικών υπηρεσιών και ότι υπήρχε αυξανόμενος κίνδυνος χρηματοπιστωτικού κατακερματισμού. Το στοιχείο αυτό αποτελούσε πηγή σοβαρής ανησυχίας εντός της εσωτερικής αγοράς στο πλαίσιο της οποίας οι τράπεζες έπρεπε να μπορούν να αναπτύσσουν σημαντικές διασυνοριακές δραστηριότητες, παρατηρείτο δε περιορισμός των δραστηριοτήτων αυτών λόγω του φόβου μετάδοσης.

    87

    Επιπλέον, ο νομοθέτης της Ένωσης υπογράμμισε, στις αιτιολογικές σκέψεις 2 έως 4 και 12 του κανονισμού 806/2014, ότι οι αποκλίσεις ως προς τους εθνικούς κανόνες εξυγίανσης και τις αντίστοιχες διοικητικές πρακτικές καθώς και η απουσία ενιαίας διαδικασίας λήψης αποφάσεων σε ό,τι αφορά την εξυγίανση στην τραπεζική ένωση συνέβαλλαν στην έλλειψη εμπιστοσύνης των εθνικών τραπεζικών συστημάτων έναντι των αντίστοιχων συστημάτων άλλων κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων των κρατών μελών που δεν μετέχουν στον ΕΜΕ, και στην αστάθεια της αγοράς, καθόσον δεν εξασφάλιζαν προβλεψιμότητα ως προς τα πιθανά αποτελέσματα της χρεοκοπίας μιας τράπεζας. Οι αποκλίσεις αυτές μπορούσαν επίσης να οδηγήσουν σε υψηλότερο κόστος δανεισμού για ορισμένες τράπεζες και τους πελάτες τους, αποκλειστικά και μόνο λόγω του τόπου εγκατάστασης των τραπεζών και ανεξάρτητα από την πραγματική πιστοληπτική ικανότητά τους.

    88

    Τέλος, ο νομοθέτης της Ένωσης υπογράμμισε, στις αιτιολογικές σκέψεις 9 και 19 του κανονισμού 806/2014, ότι, όσο οι κανόνες εξυγίανσης, οι πρακτικές και οι προσεγγίσεις επιμερισμού των βαρών εξακολουθούσαν να ρυθμίζονται σε εθνικό επίπεδο και οι χρηματοοικονομικοί πόροι που απαιτούνται για τη χρηματοδότηση της εξυγίανσης να συγκεντρώνονται και να δαπανώνται σε εθνικό επίπεδο, δεν θα ήταν δυνατή η πλήρης διάρρηξη του δεσμού μεταξύ κρατών μελών και τραπεζικού τομέα, η δε εσωτερική αγορά θα παρέμενε κατακερματισμένη. Αυτό περιόριζε τις διασυνοριακές δραστηριότητες των τραπεζών, δημιουργώντας κατά συνέπεια εμπόδια στην άσκηση των θεμελιωδών ελευθεριών και νοθεύοντας τον ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά.

    89

    Υπό το πρίσμα αυτών ακριβώς των εκτιμήσεων, ο κανονισμός 806/2014 σκοπεί να περιορίσει τον σύνδεσμο μεταξύ της αντίληψης για τη δημοσιονομική θέση των επιμέρους κρατών μελών και του κόστους χρηματοδότησης των τραπεζών και των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στα εν λόγω κράτη μέλη, καθώς και να καταστήσει τον χρηματοοικονομικό κλάδο στο σύνολό του υπεύθυνο για τη χρηματοδότηση της σταθεροποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

    90

    Επομένως, όπως αναφέρεται στο άρθρο 1, ο κανονισμός 806/2014 θεσπίζει ιδίως ενιαίους κανόνες και ενιαία διαδικασία για την εξυγίανση των ιδρυμάτων, οι οποίοι πρέπει να εφαρμόζονται από το ΕΣΕ για την αντιμετώπιση των απειλών για τις οποίες γίνεται λόγος στις σκέψεις 85 έως 88 ανωτέρω.

    91

    Ουσιώδες στοιχείο των εν λόγω κανόνων και της οικείας διαδικασίας είναι το ΕΤΕ, το οποίο, όπως προκύπτει από τα άρθρα 67 και 76 του κανονισμού 806/2014 και από την αιτιολογική σκέψη 107 του κανονισμού αυτού, καθιστά δυνατή την αποτελεσματική άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης και τη συνεισφορά στη χρηματοδότηση των εργαλείων εξυγίανσης διασφαλίζοντας την αποτελεσματική εφαρμογή τους.

    92

    Προκειμένου να εξασφαλιστούν επαρκή χρηματοδοτικά μέσα στο πλαίσιο του ΕΤΕ, τούτο χρηματοδοτείται, λαμβανομένων υπόψη των εκτιμήσεων που εκτίθενται στις σκέψεις 85 έως 88 ανωτέρω, μεταξύ άλλων, από τις εκ των προτέρων εισφορές που καταβάλλουν τα ιδρύματα, το ύψος των οποίων εξαρτάται από το τελικό επίπεδο-στόχο το οποίο καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014.

    93

    Κατά συνέπεια, η καταβολή των εισφορών αυτών, όπως καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014, διασφαλίζει την αποτελεσματική εφαρμογή των ενιαίων κανόνων και της ενιαίας διαδικασίας εξυγίανσης των ιδρυμάτων. Οι κανόνες που καθορίζουν τις εν λόγω εισφορές καθιστούν με τη σειρά τους δυνατή, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 12 και 19 του ίδιου κανονισμού, την αποφυγή της δημιουργίας εμποδίων στην άσκηση των θεμελιωδών ελευθεριών ή της νόθευσης του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά λόγω αποκλινουσών εθνικών πρακτικών.

    94

    Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι το άρθρο 69, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014 δεν συνδέεται με τον σκοπό εναρμόνισης, δεδομένου ότι το ύψος του τελικού επιπέδου-στόχου το οποίο προβλέπει η διάταξη αυτή καθορίζεται με βάση το ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων το οποίο υφίσταται κατά το τέλος της αρχικής περιόδου.

    95

    Ειδικότερα, αφενός, ο σκοπός του υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών σε συνάρτηση με το τελικό επίπεδο-στόχο είναι να παρασχεθούν στο ΕΤΕ χρηματοοικονομικοί πόροι με βάση ένα ενιαίο σημείο αναφοράς, χάριν αποτελεσματικής εφαρμογής των μέτρων εξυγίανσης στο πλαίσιο ενιαίας διαδικασίας. Ένας τέτοιος υπολογισμός είναι κατά συνέπεια ικανός να διαρρήξει τον σύνδεσμο μεταξύ ενός ιδρύματος και του κράτους μέλους στο οποίο έχει την έδρα του, συμβάλλοντας ταυτόχρονα στην εγκαθίδρυση και στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς κατά την έννοια του άρθρου 114, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Αφετέρου, δεδομένων των λόγων που εκτίθενται στις σκέψεις 66 και 67 ανωτέρω, ο καθορισμός του τελικού επιπέδου-στόχου με βάση το ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων κατά το τέλος της αρχικής περιόδου δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι στερείται συνδέσμου με τον σκοπό εναρμόνισης.

    96

    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, διαπιστώνεται ότι ο κανονισμός 806/2014, ιδίως δε το άρθρο 69, παράγραφος 1, αποσκοπεί στη βελτίωση των συνθηκών για την εγκαθίδρυση και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

    97

    Κατά δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι, με την έκφραση «μέτρα σχετικά με την προσέγγιση» στο άρθρο 114 ΣΛΕΕ, οι συντάκτες της Συνθήκης ΛΕΕ, λαμβάνοντας υπόψη το γενικό πλαίσιο και τις ειδικές περιστάσεις του υπό εναρμόνιση τομέα, θέλησαν να απονείμουν στον νομοθέτη της Ένωσης ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως ως προς τη μέθοδο προσέγγισης που κρίνεται ως η πιο ενδεδειγμένη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου αποτελέσματος, ιδίως στους τομείς που χαρακτηρίζονται από ιδιαιτερότητες σύνθετης τεχνικής φύσης (βλ. απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2014, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑270/12, EU:C:2014:18, σκέψη 102 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    98

    Έτσι, ο νομοθέτης της Ένωσης, κατά την επιλογή της τεχνικής για την εναρμόνιση και λόγω του περιθωρίου εκτιμήσεως του οποίου απολαύει όσον αφορά τα μέτρα στα οποία αναφέρεται το άρθρο 114 ΣΛΕΕ, μπορεί να αναθέτει σε όργανο ή οργανισμό της Ένωσης αρμοδιότητες που αφορούν την υλοποίηση της επιδιωκόμενης εναρμόνισης. Αυτό ισχύει, ιδίως, όταν τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν πρέπει να στηρίζονται σε ιδιαίτερη επαγγελματική και τεχνική εμπειρία, καθώς και στην ικανότητα αντίδρασης ενός τέτοιου οργανισμού (απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2014, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑270/12, EU:C:2014:18, σκέψη 105).

    99

    Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 85 έως 88 ανωτέρω, τα ληπτέα μέτρα στον τομέα της εξυγίανσης πρέπει να στηρίζονται σε ιδιαίτερη επαγγελματική και τεχνική εμπειρία. Υπό τις συνθήκες αυτές, ο νομοθέτης της Ένωσης μπορούσε να αναθέσει στο ΕΣΕ τις αρμοδιότητες καθορισμού, υπό το φως του άρθρου 69, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014, του ποσού των εκ των προτέρων εισφορών και διαχείρισης των χρηματοδοτικών μέσων του ΕΤΕ σύμφωνα με το άρθρο 67, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού αυτού.

    100

    Επιπλέον, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 92 και 93 ανωτέρω, το άρθρο 69, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014 αποτελεί ουσιώδες στοιχείο των κανόνων και της διαδικασίας εξυγίανσης των ιδρυμάτων, το οποίο συμβάλλει στην αποφυγή της δημιουργίας εμποδίων στην άσκηση των θεμελιωδών ελευθεριών ή της νόθευσης του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά λόγω αποκλινουσών εθνικών πρακτικών.

    101

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το άρθρο 69, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014 μπορεί να θεωρηθεί ως διάταξη σχετική με την προσέγγιση των διατάξεων των κρατών μελών στον τομέα της εξυγίανσης των ιδρυμάτων στην τραπεζική ένωση.

    102

    Από το σύνολο των σκέψεων που προηγήθηκαν συνάγεται ότι το άρθρο 69, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014 πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 114, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

    103

    Κατά τρίτον, πρέπει να εξεταστεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι, λόγω του καθορισμού του τελικού επιπέδου-στόχου με βάση το ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων, η εκ των προτέρων εισφορά συνιστά, κατ’ ουσίαν, φόρο και κατά συνέπεια, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 114, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα εναρμόνισης του νομοθέτη της Ένωσης.

    104

    Το άρθρο 114, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ προβλέπει ότι η παράγραφος 1 της διάταξης αυτής δεν εφαρμόζεται, μεταξύ άλλων, στις «φορολογικές διατάξεις».

    105

    Όσον αφορά την ερμηνεία του όρου «φορολογικές διατάξεις», διαπιστώνεται ότι η Συνθήκη ΛΕΕ δεν περιέχει ορισμό της έννοιας αυτής (πρβλ. απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, C‑338/01, EU:C:2004:253, σκέψη 63).

    106

    Πάντως, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι εισφορά που καταβάλλεται από τους οικονομικούς φορείς ενός συγκεκριμένου τομέα δεν έχει φορολογικό χαρακτήρα στην περίπτωση κατά την οποία, ειδικότερα, η μεν εισφορά διατίθεται άμεσα και κατά τρόπο αποκλειστικό στη χρηματοδότηση των δαπανών του τομέα αυτού, οι δε δαπάνες είναι αναγκαίες για τη λειτουργία του εν λόγω τομέα, προκειμένου ιδίως να τον σταθεροποιήσουν (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 11ης Ιουλίου 1989, Schräder HS Kraftfutter, 265/87, EU:C:1989:303, σκέψεις 9 και 10).

    107

    Η συλλογιστική αυτή ισχύει και στην περίπτωση των εκ των προτέρων εισφορών, οι οποίες στηρίζονται σε μια ασφαλιστική λογική και καταβάλλονται από τους οικονομικούς φορείς ενός συγκεκριμένου τομέα με σκοπό τη χρηματοδότηση αποκλειστικώς των δαπανών του εν λόγω τομέα.

    108

    Συνακόλουθα, όσον αφορά τη φύση των εκ των προτέρων εισφορών, στη σκέψη 85 ανωτέρω επισημαίνεται ότι ο κανονισμός 806/2014 εκδόθηκε στο πλαίσιο μιας οικονομικής και χρηματοπιστωτικής κρίσης η οποία κατέδειξε, όσον αφορά την Ένωση, έλλειψη εργαλείων για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του κινδύνου που ενέχουν τα ιδρύματα με οικονομικές δυσχέρειες, γεγονός που υποχρέωνε τα κράτη μέλη να χρησιμοποιούν δημόσια χρηματοδοτικά μέσα για τη στήριξη τέτοιων ιδρυμάτων. Σκοπός του ΕΜΕ είναι να αποφεύγονται οι βλαπτικές επιπτώσεις από την πτώχευση ιδρυμάτων κατά τη διάρκεια τέτοιων κρίσεων, δεδομένου ότι η πτώχευση ιδρυμάτων σε μεμονωμένο κράτος μέλος μπορεί να υπονομεύσει τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών στο σύνολό τους, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 8 και 12 του κανονισμού αυτού.

    109

    Στο πλαίσιο αυτό, ο νομοθέτης της Ένωσης έκρινε ότι η χρηματοδότηση της σταθεροποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος βαρύνει τον χρηματοοικονομικό κλάδο στο σύνολό του, όπως προκύπτει ιδίως από την αιτιολογική σκέψη 100 του κανονισμού 806/2014.

    110

    Υπό το πρίσμα αυτό, η ειδική φύση των εκ των προτέρων εισφορών συνίσταται, όπως επιβεβαιώνεται από τις αιτιολογικές σκέψεις 105 έως 107 της οδηγίας 2014/59 και την αιτιολογική σκέψη 41 του κανονισμού 806//2014, στην κατοχύρωση, στο πλαίσιο μιας ασφαλιστικής λογικής, της παροχής επαρκών οικονομικών πόρων από τον χρηματοοικονομικό κλάδο στον ΕΜΕ, ώστε να μπορεί να εκπληρώνει τα καθήκοντά του (απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 113).

    111

    Κατά συνέπεια, σύμφωνα με το άρθρο 67, παράγραφοι 2 και 4, και την αιτιολογική σκέψη 61 του κανονισμού 806/2014, οι εκ των προτέρων εισφορές καταβάλλονται από τους οικονομικούς φορείς του χρηματοοικονομικού κλάδου προκειμένου να χρηματοδοτήσουν το ΕΤΕ, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο για την αποτελεσματική εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης και την αποτελεσματική άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης, όταν τα μέτρα αυτά αποδεικνύονται αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας του κλάδου αυτού.

    112

    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 1 του κανονισμού 806/2014, τα μέτρα που μνημονεύονται στη σκέψη 111 ανωτέρω εφαρμόζονται προς όφελος αποκλειστικώς και μόνον των υπόχρεων για την καταβολή των εκ των προτέρων εισφορών ιδρυμάτων.

    113

    Βεβαίως, ο κανονισμός 806/2014 δεν συνδέει αυτομάτως την καταβολή της εκ των προτέρων εισφοράς με την εξυγίανση του οικείου ιδρύματος. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι εκ των προτέρων εισφορές δεν μπορούν να θεωρηθούν ως ασφάλιστρα ως προς τα οποία χωρεί μηνιαίος καθορισμός και επιστροφή (πρβλ. απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2021, ABLV Bank κατά ΕΣΕ, T‑758/18, EU:T:2021:28, σκέψεις 70 και 73).

    114

    Ωστόσο, γεγονός παραμένει ότι τα ιδρύματα αποκομίζουν διπλό όφελος από το ΕΤΕ, το οποίο χρηματοδοτείται ακριβώς από τις εκ των προτέρων εισφορές τους.

    115

    Αφενός, όταν τα ιδρύματα ευρίσκονται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης, η χρηματοοικονομική κατάστασή τους μπορεί να τακτοποιηθεί στο πλαίσιο διαδικασίας εξυγίανσης η οποία μπορεί να κινηθεί προς όφελός τους εφόσον πληρούνται και οι λοιπές προϋποθέσεις του άρθρου 18 του κανονισμού 806/2014. Επομένως, η διαδικασία αυτή επιτρέπει τη χρησιμοποίηση των χρηματοδοτικών μέσων του ΕΤΕ προς όφελος των ως άνω ιδρυμάτων, εξυπακουομένου ότι τα μέσα αυτά προέρχονται από τις εισφορές των εν λόγω ιδρυμάτων.

    116

    Αφετέρου, όλα τα ιδρύματα ωφελούνται από τις εκ των προτέρων εισφορές τους μέσω της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος την οποία διασφαλίζει το ΕΤΕ.

    117

    Ειδικότερα, ο κίνδυνος τον οποίο καλύπτει το ΕΤΕ είναι ο κίνδυνος τον οποίο συνεπάγεται το σύνολο του χρηματοοικονομικού κλάδου για τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος (απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2021, ABLV Bank κατά ΕΣΕ, T‑758/18, EU:T:2021:28, σκέψη 72).

    118

    Επομένως, το ΕΤΕ αποσκοπεί, υπό μια οπτική ασφαλιστικού και όχι φορολογικού χαρακτήρα, στη διασφάλιση της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού κλάδου στο σύνολό του, ούτως ώστε το σύνολο των ιδρυμάτων να προστατεύεται από κρίσεις στον κλάδο αυτόν.

    119

    Ο εν λόγω ασφαλιστικής φύσεως σκοπός αντικατοπτρίζεται εξάλλου και στον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών, δεδομένου ότι οι εισφορές αυτές δεν προκύπτουν από την εφαρμογή συγκεκριμένου συντελεστή σε μια βάση επιβολής, αλλά, κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 102 και 103 της οδηγίας 2014/59 καθώς και των άρθρων 69 και 70 του κανονισμού 806/2014, από τον καθορισμό ενός τελικού επιπέδου-στόχου και, στη συνέχεια, ενός ετήσιου επιπέδου-στόχου, το οποίο ακολούθως κατανέμεται μεταξύ των ιδρυμάτων (πρβλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 113). Η κατανομή αυτή του ετήσιου επιπέδου-στόχου βασίζεται, μεταξύ άλλων, όπως προκύπτει επίσης από την αιτιολογική σκέψη 109 του κανονισμού 806/2014, στον κίνδυνο που αντιπροσωπεύει κάθε ίδρυμα για τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, γεγονός που ενθαρρύνει τα ιδρύματα να λειτουργούν βάσει λιγότερο ριψοκίνδυνου μοντέλου.

    120

    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι τα ιδρύματα καταβάλλουν τις εκ των προτέρων εισφορές βάσει μιας ασφαλιστικής λογικής, υπό την έννοια ότι οι εισφορές αυτές διατίθεται άμεσα και κατά τρόπο αποκλειστικό στη χρηματοδότηση των δαπανών του χρηματοοικονομικού κλάδου στον οποίον ανήκουν τα ιδρύματα αυτά και ότι οι εν λόγω δαπάνες αποδεικνύονται αναγκαίες για τη λειτουργία του κλάδου αυτού, προκειμένου ιδίως να τον σταθεροποιήσουν σε περίπτωση πτώχευσης ορισμένων ιδρυμάτων και να περιορίσουν τα φαινόμενα μετάδοσης.

    121

    Κατά συνέπεια, οι διατάξεις του κανονισμού 806/2014 που υποχρεώνουν τα ιδρύματα να καταβάλλουν εκ των προτέρων εισφορές και καθορίζουν τον τρόπο υπολογισμού τους, και ιδίως το άρθρο 69, παράγραφος 1, δεν συνιστούν «φορολογικές διατάξεις» κατά την έννοια του άρθρου 114, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

    122

    Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι το άρθρο 69, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014 δεν συνδέεται με τον σκοπό εναρμόνισης, δεδομένου ότι το ύψος του τελικού επιπέδου-στόχου το οποίο προβλέπει η διάταξη αυτή καθορίζεται με βάση το ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων το οποίο υφίσταται κατά το τέλος της αρχικής περιόδου, με συνέπεια η εκ των προτέρων εισφορά να μετατρέπεται σε φόρο.

    123

    Ειδικότερα, αφενός, για τους λόγους που εκτίθενται στη σκέψη 95 ανωτέρω, ένας τέτοιος τρόπος υπολογισμού του τελικού επιπέδου-στόχου δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι στερείται συνδέσμου με τον σκοπό εναρμόνισης. Αφετέρου, ο τρόπος υπολογισμού του ποσού αυτού δεν έχει αντίκτυπο στο γεγονός ότι το προϊόν των εκ των προτέρων εισφορών διατίθεται ειδικά και κατά τρόπο άμεσο και αποκλειστικό στη χρηματοδότηση των δαπανών του χρηματοοικονομικού κλάδου και ότι οι εισφορές αυτές μπορούν να θεωρηθούν αναγκαίες για τη λειτουργία του εν λόγω κλάδου, προκειμένου να τον σταθεροποιήσουν.

    124

    Από το σύνολο των σκέψεων που προηγήθηκαν συνάγεται ότι το άρθρο 114 ΣΛΕΕ συνιστούσε κατάλληλη νομική βάση για τη θέσπιση του άρθρου 69, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014.

    125

    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, το τρίτο σκέλος του τετάρτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

    γ)   Συμπέρασμα επί του δευτέρου και του τρίτου σκέλους του τετάρτου λόγου ακυρώσεως

    126

    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί κατά το μέτρο που στηρίζεται σε ένσταση περί ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 69, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014.

    [παραλειπόμενα]

    Β. Επί των λόγων ακυρώσεως που αφορούν τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης

    1.   Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίον προβάλλεται πλημμελής αιτιολογία

    [παραλειπόμενα]

    δ)   Επί του δευτέρου σκέλους, σχετικά με την αιτιολόγηση του ετήσιου επιπέδου-στόχου

    338

    Κατά την προσφεύγουσα, ο καθορισμός του ετήσιου επιπέδου-στόχου δεν αιτιολογείται προσηκόντως στην προσβαλλόμενη απόφαση. Ειδικότερα, το ΕΣΕ έπρεπε να είχε εξηγήσει σε ποιο βαθμό είχε λάβει υπόψη τον ενδεχόμενο αντίκτυπο των φιλοκυκλικών εισφορών στη χρηματοοικονομική θέση των οικείων ιδρυμάτων. Επιπλέον, το ΕΣΕ δεν γνωστοποίησε το προβλεπόμενο ύψος του τελικού επιπέδου‑στόχου ούτε τον τρόπο με τον οποίον είχε ερμηνεύσει το ανώτατο όριο που μνημονεύεται στο άρθρο 70, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 806/2014. Όπως όμως προκύπτει από την απόφαση περί καθορισμού των εκ των προτέρων εισφορών για την περίοδο συνεισφοράς 2022, το ΕΣΕ θεωρεί ότι έχει την εξουσία να αυξάνει ελεύθερα το ετήσιο επίπεδο-στόχο εφαρμόζοντας συντελεστή ο οποίος δεν προβλέπεται από την εφαρμοστέα νομοθεσία και να επιβάλλει κατά τον τρόπο αυτόν στα ιδρύματα δυσανάλογη επιβάρυνση.

    339

    Το ΕΣΕ αντιτείνει ότι από τις αιτιολογικές σκέψεις 35 έως 48 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το ίδιο τήρησε την υποχρέωση αιτιολόγησης την οποία υπέχει όσον αφορά τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου‑στόχου για την περίοδο συνεισφοράς 2021.

    340

    Ειδικότερα, από τις αιτιολογικές σκέψεις 43 έως 48 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το ΕΣΕ έλαβε υπόψη την πανδημία της COVID‑19 στο πλαίσιο της ανάλυσης της φάσης του οικονομικού κύκλου καθώς και τα δυνητικά φιλοκυκλικά αποτελέσματα των εισφορών στη χρηματοοικονομική κατάσταση των συνεισφερόντων ιδρυμάτων. Συναφώς, το ΕΣΕ εξήγησε ότι ανέμενε οικονομική ανάκαμψη κατά το έτος 2021, μολονότι η ανάκαμψη αυτή ήταν ακόμη δύσκολο να προβλεφθεί.

    341

    Εξάλλου, το ΕΣΕ δημοσίευσε στον ιστότοπό του το προβλεπόμενο τελικό επίπεδο-στόχο και η προσφεύγουσα έλαβε γνώση της δημοσίευσης αυτής. Η υποτιθέμενη μη δημοσιοποίηση του τρόπου με τον οποίον το ΕΣΕ ερμήνευσε το ανώτατο όριο του 12,5 % το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 70, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014 δεν θίγει τη νομιμότητα της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης.

    342

    Καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014, έως το τέλος της αρχικής περιόδου, τα διαθέσιμα στο πλαίσιο του ΕΤΕ χρηματοδοτικά μέσα πρέπει να φθάσουν στο τελικό επίπεδο‑στόχο, το οποίο αντιστοιχεί τουλάχιστον στο 1 % του ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων όλων των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών.

    343

    Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014, στην αρχική περίοδο, οι εκ των προτέρων εισφορές κατανέμονται όσο το δυνατόν ισομερώς χρονικά μέχρις ότου επιτευχθεί το προαναφερθέν στη σκέψη 342 ανωτέρω τελικό επίπεδο‑στόχος, αλλά λαμβανομένης δεόντως υπόψη της φάσης του οικονομικού κύκλου, καθώς και του αντικτύπου των φιλοκυκλικών εισφορών στη χρηματοοικονομική θέση των ιδρυμάτων.

    344

    Το άρθρο 70, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014 διευκρινίζει ότι, κάθε έτος, οι εισφορές που οφείλονται από το σύνολο των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών δεν υπερβαίνουν το 12,5 % του τελικού επιπέδου-στόχου.

    345

    Όσον αφορά τον τρόπο υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών, το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 προβλέπει ότι το ΕΣΕ καθορίζει το ύψος τους με βάση το ετήσιο επίπεδο-στόχο, λαμβάνοντας υπόψη το τελικό επίπεδο-στόχο, και με βάση το μέσο ποσό, υπολογιζόμενο ανά τρίμηνο, των καλυπτόμενων καταθέσεων του προηγούμενου έτους, όσον αφορά όλα τα ιδρύματα με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών.

    346

    Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 48 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ καθόρισε το ύψος του ετήσιου επιπέδου‑στόχου, ως προς την περίοδο συνεισφοράς 2021, σε 11287677212,56 ευρώ.

    347

    Στις αιτιολογικές σκέψεις 36 και 37 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ εξήγησε εν συνόψει ότι το ετήσιο επίπεδο-στόχος έπρεπε να καθορίζεται βάσει ανάλυσης που να εστιάζει στην εξέλιξη των καλυπτόμενων καταθέσεων κατά τα προηγούμενα έτη, σε οποιαδήποτε σχετική εξέλιξη της οικονομικής κατάστασης καθώς και στους δείκτες που αφορούν τη φάση του οικονομικού κύκλου και στα αποτελέσματα φιλοκυκλικών εισφορών για τη χρηματοοικονομική κατάσταση των ιδρυμάτων. Εν συνεχεία, το ΕΣΕ έκρινε σκόπιμο να καθορίσει συντελεστή ο οποίος στηριζόταν στην ανάλυση αυτή και στα διαθέσιμα στο πλαίσιο του ΕΤΕ χρηματοδοτικά μέσα (στο εξής: συντελεστής). Το ΕΣΕ εφάρμοσε τον συντελεστή στο ένα όγδοο του μέσου ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων κατά το έτος 2020, προκειμένου να υπολογίσει το ετήσιο επίπεδο-στόχο.

    348

    Το ΕΣΕ εξέθεσε τη μέθοδο που ακολούθησε για τον καθορισμό του συντελεστή στις αιτιολογικές σκέψεις 38 έως 47 της προσβαλλόμενης απόφασης.

    349

    Στην αιτιολογική σκέψη 38 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ διαπίστωσε μια σταθερή ανοδική τάση των καλυπτόμενων καταθέσεων ως προς όλα τα ιδρύματα των συμμετεχόντων κρατών μελών. Ειδικότερα, το μέσο ποσό των καταθέσεων αυτών, υπολογιζόμενο ανά τρίμηνο, ανερχόταν για το έτος 2020 σε 6,689 τρισεκατομμύρια ευρώ.

    350

    Στις αιτιολογικές σκέψεις 40 και 41 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ παρουσίασε την προβλεπόμενη εξέλιξη των καλυπτόμενων καταθέσεων για τα τρία υπολειπόμενα έτη της αρχικής περιόδου, ήτοι από το 2021 έως το 2023. Εκτίμησε ότι οι ετήσιοι ρυθμοί αύξησης των καλυπτόμενων καταθέσεων έως το τέλος της αρχικής περιόδου θα κυμαίνονταν μεταξύ 4 % και 7 %.

    351

    Στις αιτιολογικές σκέψεις 42 έως 45 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ παρουσίασε μια αξιολόγηση της φάσης του οικονομικού κύκλου και του δυνητικού φιλοκυκλικού αποτελέσματος που θα μπορούσαν να έχουν οι εκ των προτέρων εισφορές για την οικονομική κατάσταση των ιδρυμάτων. Επισήμανε ότι προς τούτο είχε λάβει υπόψη διάφορους δείκτες, όπως η πρόβλεψη της Επιτροπής για την αύξηση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος και οι σχετικές προβλέψεις της ΕΚΤ ή η πιστωτική ροή του ιδιωτικού τομέα ως ποσοστό του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος.

    352

    Στην αιτιολογική σκέψη 46 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν μεν εύλογο να αναμένεται περαιτέρω αύξηση των καλυπτόμενων καταθέσεων εντός της τραπεζικής ένωσης, αλλά ο ρυθμός της εν λόγω αύξησης θα ήταν χαμηλότερος από ό,τι το 2020. Συναφώς, το ΕΣΕ επισήμανε, στην αιτιολογική σκέψη 47 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι είχε υιοθετήσει «συνετή προσέγγιση» όσον αφορά τους ρυθμούς αύξησης των καλυπτόμενων καταθέσεων για τα επόμενα έτη έως και το 2023.

    353

    Υπό το πρίσμα των ανωτέρω εκτιμήσεων, το ΕΣΕ καθόρισε, στην αιτιολογική σκέψη 48 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ύψος του συντελεστή στο 1,35 %. Στη συνέχεια, υπολόγισε το ύψος του ετήσιου επιπέδου-στόχου, πολλαπλασιάζοντας το μέσο ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων κατά το έτος 2020 με τον ως άνω συντελεστή και διαιρώντας το γινόμενο διά του οκτώ, σύμφωνα με τον ακόλουθο μαθηματικό τύπο, που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 48 της εν λόγω απόφασης:

    «Στόχος0 [ύψος του ετήσιου επιπέδου-στόχου] = Άθροισμα των καλυπτόμενων καταθέσεων2020 * 0,0135 * ⅛ = EUR 11287677212,56».

    354

    Εντούτοις, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το ΕΣΕ επισήμανε ότι είχε καθορίσει το ετήσιο επίπεδο-στόχο για την περίοδο συνεισφοράς 2021 ως εξής.

    355

    Πρώτον, βάσει ανάλυσης προοπτικών, το ΕΣΕ καθόρισε το ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων όλων των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών, το οποίο προβλεπόταν για το τέλος της αρχικής περιόδου, σε περίπου 7,5 τρισεκατομμύρια ευρώ. Για να καταλήξει στο ως άνω ποσό, το ΕΣΕ έλαβε υπόψη το μέσο ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων κατά το έτος 2020, ήτοι 6,689 τρισεκατομμύρια ευρώ, έναν ετήσιο ρυθμό αύξησης των καλυπτόμενων καταθέσεων της τάξεως του 4 % καθώς και τον αριθμό των περιόδων συνεισφοράς που υπολείπονταν μέχρι το τέλος της αρχικής περιόδου, δηλαδή τρεις.

    356

    Δεύτερον, σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014, το ΕΣΕ υπολόγισε το 1 % του ως άνω ποσού των 7,5 τρισεκατομμυρίων ευρώ προκειμένου να καταλήξει στο εκτιμώμενο ύψος του τελικού επιπέδου-στόχου που έπρεπε να έχει επιτευχθεί στις 31 Δεκεμβρίου 2023, ήτοι περίπου 75 δισεκατομμύρια ευρώ.

    357

    Τρίτον, το ΕΣΕ αφαίρεσε από το τελευταίο αυτό ποσό τους οικονομικούς πόρους που ήταν ήδη διαθέσιμοι στο πλαίσιο του ΕΤΕ το 2021, ήτοι περίπου 42 δισεκατομμύρια ευρώ, προκειμένου να καταλήξει στο ποσό που απέμενε να εισπραχθεί κατά τις υπολειπόμενες περιόδους συνεισφοράς μέχρι το τέλος της αρχικής περιόδου, ήτοι από το 2021 έως το 2023. Το ποσό αυτό ανερχόταν σε περίπου 33 δισεκατομμύρια ευρώ.

    358

    Τέταρτον, το ΕΣΕ διαίρεσε το τελευταίο αυτό ποσό διά του τρία προκειμένου να το κατανείμει ομοιόμορφα μεταξύ των τριών υπολειπόμενων περιόδων συνεισφοράς. Κατά τον τρόπο αυτόν, το ετήσιο επίπεδο-στόχος για την περίοδο συνεισφοράς 2021 καθορίστηκε στο προαναφερθέν στη σκέψη 346 ανωτέρω ύψος, ήτοι περίπου 11,287 δισεκατομμύρια ευρώ.

    359

    Το ΕΣΕ υποστήριξε επίσης κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι είχε δημοσιοποιήσει πληροφοριακά στοιχεία στα οποία είχε στηριχθεί η μέθοδος που περιγράφεται στις σκέψεις 355 έως 358 ανωτέρω και τα οποία παρείχαν στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να κατανοήσει τη μέθοδο με την οποία καθορίστηκε το ετήσιο επίπεδο-στόχος. Συγκεκριμένα, διευκρίνισε ότι είχε δημοσιεύσει στον ιστότοπό του, τον Μάιο του 2021, ήτοι μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά πριν από την άσκηση της υπό κρίση προσφυγής, ενημερωτικό δελτίο με την ονομασία «Fact Sheet 2021» (στο εξής: ενημερωτικό δελτίο), στο οποίο αναγραφόταν το εκτιμώμενο ύψος του τελικού επιπέδου-στόχου. Ομοίως, το ΕΣΕ υποστήριξε ότι η πληροφορία σχετικά με το ύψος των διαθέσιμων στο πλαίσιο του ΕΤΕ χρηματοδοτικών μέσων ήταν επίσης προσβάσιμη μέσω του ιστότοπού του καθώς και μέσω άλλων δημόσιων πηγών, και μάλιστα πολύ πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης.

    360

    Προκειμένου να εξεταστεί αν το ΕΣΕ τήρησε την υποχρέωση αιτιολόγησης που υπέχει όσον αφορά τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου-στόχου, πρέπει καταρχάς να υπομνησθεί ότι η ελλιπής ή ανεπαρκής αιτιολογία συνιστά λόγο δημοσίας τάξεως τον οποίο ο δικαστής της Ένωσης μπορεί και μάλιστα οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως (βλ. απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2009, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., C‑89/08 P, EU:C:2009:742, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί και μάλιστα οφείλει να λάβει υπόψη και άλλες πλημμέλειες της αιτιολογίας πέραν εκείνων τις οποίες επικαλείται η προσφεύγουσα, μεταξύ άλλων στην περίπτωση που οι πλημμέλειες αποκαλύπτονται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας.

    361

    Προς τον σκοπό αυτόν, οι διάδικοι ανέπτυξαν κατά την προφορική διαδικασία τις απόψεις τους ως προς όλες τις πλημμέλειες της αιτιολογίας από τις οποίες ενδεχομένως πάσχει η προσβαλλόμενη απόφαση σε σχέση με τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου‑στόχου. Ειδικότερα, έχοντας ερωτηθεί ρητώς και επανειλημμένως ως προς το ζήτημα αυτό, το ΕΣΕ περιέγραψε τα επιμέρους στάδια της μεθόδου που είχε πράγματι ακολουθήσει προκειμένου να καθορίσει το ετήσιο επίπεδο-στόχο για την περίοδο συνεισφοράς 2021, όπως αυτή εκτίθεται στις σκέψεις 355 έως 358 ανωτέρω.

    362

    Όσον αφορά, εν συνεχεία, το περιεχόμενο της υποχρέωσης αιτιολόγησης, από τη νομολογία προκύπτει ότι η αιτιολογία απόφασης την οποία λαμβάνει θεσμικό ή άλλο όργανο της Ένωσης πρέπει, ιδίως, να μην περιέχει αντιφάσεις, ούτως ώστε να παρέχει στους μεν ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να λάβουν γνώση του πραγματικού σκεπτικού της απόφασης προκειμένου να υπερασπιστούν τα δικαιώματά τους ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου, στο δε αρμόδιο δικαστήριο τη δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχό του (πρβλ. αποφάσεις της 10ης Ιουλίου 2008, Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala, C‑413/06 P, EU:C:2008:392, σκέψη 169 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, της 22ας Σεπτεμβρίου 2005, Suproco κατά Επιτροπής, T‑101/03, EU:T:2005:336, σκέψεις 20 και 45 έως 47, και της 16ης Δεκεμβρίου 2015, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T‑241/13, EU:T:2015:982, σκέψη 56).

    363

    Ομοίως, όταν το όργανο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση παρέχει ορισμένες εξηγήσεις σχετικά με το σκεπτικό της κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, οι εξηγήσεις πρέπει να αντιστοιχούν στις εκτιμήσεις που διατυπώνονται στην απόφαση (πρβλ. αποφάσεις της 22ας Σεπτεμβρίου 2005, Suproco κατά Επιτροπής, T‑101/03, EU:T:2005:336, σκέψεις 45 έως 47, και της 13ης Δεκεμβρίου 2016, Printeos κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑95/15, EU:T:2016:722, σκέψεις 54 και 55).

    364

    Ειδικότερα, εάν οι εκτιμήσεις που διατυπώνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν αντιστοιχούν προς τις εν λόγω εξηγήσεις που παρέχονται κατά την ένδικη διαδικασία, η αιτιολογία της απόφασης δεν εκπληρώνει τις λειτουργίες που υπενθυμίζονται στις σκέψεις 299 και 300 ανωτέρω. Ιδίως, μια τέτοια αναντιστοιχία εμποδίζει τους μεν ενδιαφερομένους να λάβουν γνώση του πραγματικού σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, πριν από την άσκηση της προσφυγής, και να προετοιμάσουν την άμυνά τους υπό το πρίσμα του σκεπτικού αυτού, τον δε δικαστή της Ένωσης να εντοπίσει τις αιτιολογίες που αποτέλεσαν το πραγματικό νομικό έρεισμα της απόφασης και να εξετάσει τη συμμόρφωσή τους προς τους εφαρμοστέους κανόνες.

    365

    Τέλος, υπενθυμίζεται ότι, στην περίπτωση που το ΕΣΕ εκδίδει απόφαση για τον καθορισμό των εκ των προτέρων εισφορών, οφείλει να γνωστοποιεί στα ενδιαφερόμενα ιδρύματα τη μέθοδο υπολογισμού των εισφορών αυτών (βλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 122).

    366

    Το ίδιο πρέπει να ισχύει όσον αφορά τη μέθοδο καθορισμού του ετήσιου επιπέδου-στόχου, δεδομένου ότι το ύψος του έχει ουσιώδη σημασία για την όλη οικονομία της απόφασης. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τη σκέψη 15 ανωτέρω, ο τρόπος υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών συνίσταται στον επιμερισμό του ετήσιου επιπέδου-στόχου μεταξύ όλων των ενδιαφερόμενων ιδρυμάτων και επομένως η αύξηση ή η μείωση του ύψους του συνεπάγεται αντίστοιχη αύξηση ή μείωση της εκ των προτέρων εισφοράς καθενός από τα ιδρύματα αυτά.

    367

    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, εφόσον το ΕΣΕ υποχρεούται να παράσχει στα ιδρύματα, μέσω της προσβαλλόμενης απόφασης, εξηγήσεις σχετικά με τη μέθοδο καθορισμού του ετήσιου επιπέδου-στόχου, οι εξηγήσεις αυτές πρέπει να αντιστοιχούν προς τις εξηγήσεις τις οποίες παρέχει το ΕΣΕ κατά την ένδικη διαδικασία και οι οποίες αφορούν την πράγματι εφαρμοσθείσα μέθοδο.

    368

    Τούτο δεν συμβαίνει εν προκειμένω.

    369

    Ειδικότερα, επισημαίνεται καταρχάς ότι ο μαθηματικός τύπος που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 48 της προσβαλλόμενης απόφασης παρουσιάζεται ως η βάση για τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου-στόχου. Αποδεικνύεται όμως ότι ο τύπος αυτός δεν περιλαμβάνει τα στοιχεία της μεθόδου που πράγματι εφάρμοσε το ΕΣΕ, όπως η μέθοδος αυτή αποσαφηνίστηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 355 έως 358 ανωτέρω, το ΕΣΕ προσδιόρισε το ύψος του ετήσιου επιπέδου-στόχου, στο πλαίσιο της μεθόδου αυτής, αφαιρώντας από το τελικό επίπεδο-στόχο τα χρηματοδοτικά μέσα που ήταν διαθέσιμα στο πλαίσιο του ΕΤΕ, προκειμένου να υπολογίσει το ποσό που απέμενε να εισπραχθεί μέχρι το τέλος της αρχικής περιόδου, και διαιρώντας το τελευταίο αυτό ποσό διά του τρία. Πλην όμως, τα δύο αυτά βήματα του υπολογισμού ουδόλως αποτυπώνονται στον εν λόγω μαθηματικό τύπο.

    370

    Βεβαίως, από την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως προκύπτει ότι αυτή είχε υπόψη της το ενημερωτικό δελτίο και, κατά συνέπεια, το περιλαμβανόμενο σε αυτό εύρος τιμών όσον αφορά το πιθανό ύψος του τελικού επιπέδου-στόχου. Εντούτοις, ακόμη και αν υποτεθεί ότι γνώριζε επίσης το ποσό των διαθέσιμων στο πλαίσιο του ΕΤΕ χρηματοδοτικών μέσων, τα ανωτέρω από μόνα τους δεν της παρείχαν τη δυνατότητα να διαγνώσει ότι το ΕΣΕ είχε όντως εκτελέσει τις δύο προαναφερθείσες στη σκέψη 369 ανωτέρω μαθηματικές πράξεις, διευκρινιζομένου επιπλέον ότι ο μαθηματικός τύπος που εκτίθετο στην αιτιολογική σκέψη 48 της προσβαλλόμενης απόφασης ούτε καν τις ανέφερε.

    371

    Παρόμοιες ανακολουθίες χαρακτηρίζουν επίσης τον τρόπο με τον οποίο καθορίστηκε ο συντελεστής του 1,35 %, ο οποίος διαδραματίζει ωστόσο βασικό ρόλο στον προαναφερθέντα στη σκέψη 370 ανωτέρω μαθηματικό τύπο. Ειδικότερα, ο συντελεστής αυτός θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι βασίζεται, μεταξύ άλλων παραμέτρων, στην προβλεπόμενη αύξηση των καλυπτόμενων καταθέσεων κατά τα υπολειπόμενα έτη της αρχικής περιόδου. Όπως όμως δέχθηκε το ΕΣΕ κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο συντελεστής αυτός καθορίστηκε κατά τρόπον ώστε να μπορεί να δικαιολογήσει το αποτέλεσμα του υπολογισμού του ύψους του ετήσιου επιπέδου-στόχου, ήτοι αφού το ΕΣΕ υπολόγισε το ύψος αυτό κατ’ εφαρμογήν των τεσσάρων βημάτων που εκτίθενται στις σκέψεις 355 έως 358 ανωτέρω και, ιδίως, με διαίρεση διά του τρία του ποσού που προκύπτει από την αφαίρεση των διαθέσιμων στο πλαίσιο του ΕΤΕ χρηματοδοτικών μέσων από το τελικό επίπεδο-στόχο. Πλην όμως, ο συγκεκριμένος τρόπος ενέργειας ουδόλως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση.

    372

    Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι, βάσει του ενημερωτικού δελτίου, το ύψος του εκτιμώμενου τελικού επιπέδου-στόχου εντασσόταν σε εύρος τιμών μεταξύ 70 και 75 δισεκατομμυρίων ευρώ. Το εν λόγω εύρος τιμών τελεί σε αναντιστοιχία με το εμφαινόμενο στην αιτιολογική σκέψη 41 της προσβαλλόμενης απόφασης εύρος τιμών όσον αφορά τον ρυθμό αύξησης των καλυπτόμενων καταθέσεων, το οποίο κυμαίνεται μεταξύ 4 % και 7 %. Ειδικότερα, το ΕΣΕ δήλωσε κατά την κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι, προκειμένου να καθορίσει το ετήσιο επίπεδο‑στόχο, είχε λάβει υπόψη ρυθμό αύξησης των καλυπτόμενων καταθέσεων της τάξεως του 4 % –δηλαδή τη χαμηλότερη τιμή του δεύτερου εύρους τιμών– και είχε καταλήξει κατά τον τρόπο αυτόν σε εκτιμώμενο τελικό επίπεδο-στόχο ύψους 75 δισεκατομμυρίων ευρώ –το οποίο αποτελούσε την υψηλότερη τιμή του πρώτου εύρους τιμών. Προκύπτει επομένως μια αναντιστοιχία ανάμεσα στο πρώτο και στο δεύτερο εύρος τιμών. Ειδικότερα, αφενός, το εύρος τιμών που αφορά τον ρυθμό μεταβολής των καλυπτόμενων καταθέσεων περιλαμβάνει επίσης τιμές υψηλότερες του συντελεστή 4 %, οι οποίες όμως, αν είχαν εφαρμοστεί, θα συνεπάγονταν εκτιμώμενο ύψος του τελικού επιπέδου‑στόχου υψηλότερο από εκείνα που περιλαμβάνονται στο εύρος τιμών του τελικού επιπέδου‑στόχου. Αφετέρου, είναι αδύνατο για την προσφεύγουσα να κατανοήσει τον λόγο για τον οποίο το ΕΣΕ περιέλαβε στο εύρος τιμών του τελικού επιπέδου‑στόχου ποσά χαμηλότερα των 75 δισεκατομμυρίων ευρώ. Ειδικότερα, για να προκύψουν τέτοια ποσά, θα έπρεπε να είχε εφαρμοστεί συντελεστής χαμηλότερος του 4 %, ο οποίος ωστόσο δεν περιλαμβάνεται στο εύρος τιμών του ρυθμού αύξησης των καλυπτόμενων καταθέσεων. Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα δεν ήταν σε θέση να αντιληφθεί τον τρόπο με τον οποίο το ΕΣΕ είχε χρησιμοποιήσει το σχετικό με τον ρυθμό μεταβολής των καταθέσεων αυτών εύρος τιμών προκειμένου να υπολογίσει το εκτιμώμενο τελικό επίπεδο-στόχο.

    373

    Επομένως, όσον αφορά τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου-στόχου, η μέθοδος την οποία πράγματι εφάρμοσε το ΕΣΕ, όπως η μέθοδος αυτή αποσαφηνίστηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δεν αντιστοιχεί στη μέθοδο που περιγράφεται στην προσβαλλόμενη απόφαση και επομένως το πραγματικό σκεπτικό βάσει του οποίου καθορίστηκε το εν λόγω επίπεδο-στόχος δεν μπορούσε να προσδιοριστεί βάσει της προσβαλλόμενης απόφασης ούτε από τα ιδρύματα ούτε από το Γενικό Δικαστήριο.

    374

    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, διαπιστώνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλημμελώς αιτιολογημένη όσον αφορά τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου‑στόχου.

    375

    Επομένως, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτό. Ωστόσο, λαμβανομένων υπόψη των νομικών και οικονομικών ζητημάτων που θέτει η υπό κρίση υπόθεση, είναι προς το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης να συνεχιστεί η εξέταση των λοιπών λόγων ακυρώσεως.

    [παραλειπόμενα]

    3.   Επί του πρώτου σκέλους του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 4 του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81, σε συνδυασμό με το άρθρο 69, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014

    488

    Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το ΕΣΕ παρέβη το άρθρο 4 του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81, σε συνδυασμό με το άρθρο 69, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014, διότι, κατά τον καθορισμό του τελικού επιπέδου-στόχου, έλαβε υπόψη το προβλεπόμενο ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων των ιδρυμάτων κατά το τέλος της αρχικής περιόδου. Με βάση όμως το άρθρο 69, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014, το ΕΣΕ έπρεπε να είχε καθορίσει το εν λόγω επίπεδο-στόχο κατά τρόπο «στατικό», λαμβάνοντας υπόψη το ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων των ιδρυμάτων κατά τον χρόνο έναρξης ισχύος του δεύτερου αυτού κανονισμού.

    489

    Το ΕΣΕ, το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή αντικρούουν την επιχειρηματολογία αυτή.

    490

    Συναφώς, από τις σκέψεις 35 έως 40 ανωτέρω προκύπτει ότι το άρθρο 69, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014 έχει την έννοια ότι ο καθορισμός του τελικού επιπέδου-στόχου πρέπει να γίνεται με βάση το ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων κατά το τέλος της αρχικής περιόδου. Κατά συνέπεια, ορθώς το ΕΣΕ έλαβε υπόψη, στις αιτιολογικές σκέψεις 38 έως 41 της προσβαλλόμενης απόφασης, την εξέλιξη των καλυπτόμενων καταθέσεων μέχρι το τέλος της αρχικής περιόδου, προκειμένου να καθορίσει το τελικό επίπεδο-στόχο και να συναγάγει από αυτό, εν συνεχεία, το ετήσιο επίπεδο-στόχο.

    491

    Επομένως, το πρώτο σκέλος του τετάρτου λόγου ακυρώσεως πρέπει επίσης να απορριφθεί.

    [παραλειπόμενα]

     

    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο πενταμελές τμήμα)

    αποφασίζει:

     

    1)

    Ακυρώνει την απόφαση SRB/ES/2021/22 του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ), της 14ης Απριλίου 2021, σχετικά με τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών προς το Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης για το 2021, κατά το μέρος που αφορά την Deutsche Bank AG.

     

    2)

    Τα αποτελέσματα της απόφασης SRB/ES/2021/22, κατά το μέρος που αφορά την Deutsche Bank AG, διατηρούνται σε ισχύ έως την έναρξη ισχύος, εντός εύλογης προθεσμίας η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους έξι μήνες από την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας απόφασης, νέας απόφασης του ΕΣΕ περί καθορισμού της εκ των προτέρων εισφοράς του ιδρύματος αυτού προς το Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης για την περίοδο συνεισφοράς 2021.

     

    3)

    Το ΕΣΕ φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων του, τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Deutsche Bank AG.

     

    4)

    Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

     

    Kornezov

    De Baere

    Petrlík

    Kecsmár

    Kingston

    Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 17 Ιουλίου 2024.

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

    ( 1 ) Παρατίθενται μόνον οι σκέψεις της παρούσας απόφασης των οποίων η δημοσίευση κρίνεται σκόπιμη από το Γενικό Δικαστήριο.

    Top