Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62021TJ0324

Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (όγδοο πενταμελές τμήμα) της 1ης Μαρτίου 2023.
Harley-Davidson Europe Ltd και Neovia Logistics Services International κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Τελωνειακή ένωση – Κανονισμός (ΕΕ) 952/2013 – Προσδιορισμός της μη προτιμησιακής καταγωγής ορισμένων μοτοσικλετών κατασκευής Harley‑Davidson – Εκτελεστική απόφαση της Επιτροπής για την ανάκληση αποφάσεων των εθνικών τελωνειακών αρχών που αφορούν δεσμευτικές πληροφορίες σχετικά με την καταγωγή – Έννοια της φράσης “μη οικονομικά δικαιολογημένες εργασίες επεξεργασίας ή μεταποίησης” – Δικαίωμα ακρόασης.
Υπόθεση T-324/21.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:T:2023:101

 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο πενταμελές τμήμα)

της 1ης Μαρτίου 2023 ( *1 )

«Τελωνειακή ένωση – Κανονισμός (ΕΕ) 952/2013 – Προσδιορισμός της μη προτιμησιακής καταγωγής ορισμένων μοτοσικλετών κατασκευής Harley‑Davidson – Εκτελεστική απόφαση της Επιτροπής για την ανάκληση αποφάσεων των εθνικών τελωνειακών αρχών που αφορούν δεσμευτικές πληροφορίες σχετικά με την καταγωγή – Έννοια της φράσης “μη οικονομικά δικαιολογημένες εργασίες επεξεργασίας ή μεταποίησης” – Δικαίωμα ακρόασης»

Στην υπόθεση T‑324/21,

Harley-Davidson Europe Ltd, με έδρα την Οξφόρδη (Ηνωμένο Βασίλειο),

Neovia Logistics Services International, με έδρα το Vilvoorde (Βέλγιο),

εκπροσωπούμενες από τους O. van Baelen, G. Lebrun, δικηγόρους, και T. Lyons, KC,

προσφεύγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τις F. Clotuche-Duvieusart και M. Kocjan,

καθής,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο, κατά τις διασκέψεις, από τους Σ. Παπασάββα, πρόεδρο, J. Svenningsen, M. Jaeger, C. Mac Eochaidh (εισηγητή) και T. Pynnä, δικαστές,

γραμματέας: I. Kurme, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 21ης Σεπτεμβρίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με την υπό κρίση προσφυγή βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, οι προσφεύγουσες, Harley-Davidson Europe Ltd (στο εξής, από κοινού με τον όμιλο στον οποίο ανήκει: Harley-Davidson) και Neovia Logistics Services International (στο εξής: Νeovia), ζητούν την ακύρωση της απευθυνόμενης στο Βασίλειο του Βελγίου εκτελεστικής απόφασης (ΕΕ) 2021/563 της Επιτροπής, της 31ης Μαρτίου 2021, σχετικά με την ισχύ ορισμένων αποφάσεων που αφορούν δεσμευτικές πληροφορίες καταγωγής (ΕΕ 2021, L 119, σ. 117, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση). Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζήτησε με την προσβαλλόμενη απόφαση την ανάκληση δύο αποφάσεων που αφορούν δεσμευτικές πληροφορίες σχετικά με την καταγωγή (στο εξής: αποφάσεις ΔΠΚ), οι οποίες εκδόθηκαν υπέρ της Neovia για λογαριασμό της Harley-Davidson, σχετικά με την εισαγωγή στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μέσω του Βελγίου, ορισμένων κατηγοριών μοτοσικλέτας που κατασκευάζει η Harley-Davidson στην Ταϊλάνδη.

I. Το νομικό πλαίσιο

2

Σύμφωνα με το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΕ) 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Οκτωβρίου 2013, για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ 2013, L 269, σ. 1, στο εξής: τελωνειακός κώδικας), ο κανονισμός αυτός θεσπίζει τον ενωσιακό τελωνειακό κώδικα ο οποίος καθορίζει τους γενικούς κανόνες και τα καθεστώτα που εφαρμόζονται στα εμπορεύματα που εισέρχονται στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης ή εξέρχονται από αυτό.

3

Ο τίτλος II του τελωνειακού κώδικα, ο οποίος επιγράφεται «Στοιχεία βάσει των οποίων εφαρμόζονται εισαγωγικός ή εξαγωγικός δασμός καθώς και άλλα μέτρα που προβλέπονται στο πλαίσιο των εμπορικών συναλλαγών», προβλέπει, μεταξύ άλλων, κανόνες σχετικά με τον προσδιορισμό της καταγωγής των εμπορευμάτων, οι οποίοι χρησιμεύουν ιδίως για τον καθορισμό των εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών και των άλλων μέτρων που εφαρμόζονται σε συγκεκριμένα εμπορεύματα.

4

Ειδικότερα, κατά το άρθρο 56, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα, το οποίο περιλαμβάνεται στον εν λόγω τίτλο II, οι οφειλόμενοι εισαγωγικοί και εξαγωγικοί δασμοί βασίζονται στο κοινό δασμολόγιο και άλλα μέτρα που προβλέπονται από ειδικές διατάξεις της Ένωσης στο πλαίσιο των εμπορικών συναλλαγών εφαρμόζονται, κατά περίπτωση, σύμφωνα με τη δασμολογική κατάταξη των εμπορευμάτων αυτών.

Α. Επί της καταγωγής των εμπορευμάτων

5

Ο τελωνειακός κώδικας προβλέπει τρεις κατηγορίες κανόνων για τον προσδιορισμό της καταγωγής των εμπορευμάτων, ήτοι κανόνες σχετικούς με τη μη προτιμησιακή καταγωγή των εμπορευμάτων, κανόνες σχετικούς με την προτιμησιακή καταγωγή των εμπορευμάτων και κανόνες για τον προσδιορισμό της καταγωγής συγκεκριμένων εμπορευμάτων.

6

Ειδικότερα, το άρθρο 59 του τελωνειακού κώδικα προβλέπει ότι τα άρθρα 60 και 61 θεσπίζουν τους κανόνες για τον προσδιορισμό της μη προτιμησιακής καταγωγής των εμπορευμάτων προς τον σκοπό της εφαρμογής, πρώτον, του κοινού δασμολογίου, με εξαίρεση τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 56, παράγραφος 2, στοιχεία δʹ και εʹ, δεύτερον, μη δασμολογικών μέτρων που θεσπίζονται από ειδικές διατάξεις της Ένωσης που διέπουν ειδικούς τομείς σχετικούς με τις εμπορευματικές συναλλαγές και, τρίτον, άλλων μέτρων της Ένωσης που αφορούν την καταγωγή των εμπορευμάτων.

7

Πιο συγκεκριμένα, το άρθρο 60 του τελωνειακού κώδικα, σχετικά με την απόκτηση της μη προτιμησιακής καταγωγής των εμπορευμάτων, ορίζει τα εξής:

«1.   Τα εμπορεύματα που έχουν παραχθεί εξ ολοκλήρου σε μία μόνο χώρα ή έδαφος θεωρούνται ως καταγόμενα από την εν λόγω χώρα ή έδαφος.

2.   Τα εμπορεύματα στην παραγωγή των οποίων συμμετέχουν μία ή περισσότερες χώρες ή εδάφη θεωρούνται ως καταγόμενα από τη χώρα ή το έδαφος στην οποία πραγματοποιήθηκε η τελευταία, ουσιαστική, οικονομικά δικαιολογημένη μεταποίηση ή επεξεργασία, σε επιχείρηση εξοπλισμένη για το σκοπό αυτό, η οποία κατέληξε στην παρασκευή ενός νέου προϊόντος ή αντιπροσωπεύει σημαντικό στάδιο της παρασκευής.»

8

Κατά το άρθρο 62 του τελωνειακού κώδικα, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 284, για τον καθορισμό των κανόνων σύμφωνα με τους οποίους εμπορεύματα των οποίων ο προσδιορισμός της μη προτιμησιακής καταγωγής είναι απαραίτητος για τους σκοπούς της εφαρμογής των ενωσιακών μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 59 θεωρείται ότι έχουν παραχθεί εξ ολοκλήρου σε μία μόνο χώρα ή ένα μόνο έδαφος ή έχουν υποστεί την τελευταία, ουσιώδη, οικονομικά δικαιολογημένη μεταποίηση ή επεξεργασία, σε επιχείρηση εξοπλισμένη για τον σκοπό αυτό, η οποία κατέληξε στην παρασκευή ενός νέου προϊόντος ή αντιπροσωπεύει σημαντικό στάδιο παρασκευής σε μια χώρα ή ένα έδαφος, σύμφωνα με το άρθρο 60.

9

Προς τούτο, η Επιτροπή εξέδωσε τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2015/2446 της Επιτροπής, της 28ης Ιουλίου 2015, για τη συμπλήρωση του κανονισμού 952/2013 όσον αφορά λεπτομερείς κανόνες σχετικούς με ορισμένες από τις διατάξεις του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ 2015, L 343, σ. 1, στο εξής: κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2015/2446).

10

Το άρθρο 33 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/2446 παρέχει διευκρινίσεις σχετικά με τις μη οικονομικά δικαιολογημένες εργασίες επεξεργασίας ή μεταποίησης. Το άρθρο αυτό ορίζει τα εξής:

«Μεταποίηση ή επεξεργασία που πραγματοποιείται σε άλλη χώρα ή έδαφος δεν θεωρείται οικονομικά δικαιολογημένη, εφόσον διαπιστώνεται ή δύναται να θεωρηθεί, βάσει των διαθέσιμων στοιχείων, ότι σκοπός αυτής της μεταποίησης ή επεξεργασίας ήταν η αποφυγή της εφαρμογής των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 59 του [τελωνειακού κώδικα, σχετικά με την εφαρμογή του κοινού δασμολογίου και άλλων, δασμολογικών ή μη, μέτρων που αφορούν την καταγωγή εμπορευμάτων εισαγόμενων στην Ένωση].

[…]»

Β. Επί των αποφάσεων σχετικά με την καταγωγή

11

Το άρθρο 33 του τελωνειακού κώδικα, σχετικά με τις αποφάσεις που αφορούν δεσμευτικές πληροφορίες, ορίζει τα εξής:

«1.   Οι τελωνειακές αρχές λαμβάνουν, κατόπιν αιτήσεως, αποφάσεις που αφορούν δεσμευτικές δασμολογικές πληροφορίες (αποφάσεις ΔΔΠ), ή αποφάσεις που αφορούν δεσμευτικές πληροφορίες σχετικά με την καταγωγή [ΔΠΚ].

[…]

3.   Οι αποφάσεις ΔΔΠ ή ΔΠΚ ισχύουν για περίοδο τριών ετών από την ημερομηνία κατά την οποία αρχίζουν να ισχύουν.

[…]»

12

Το άρθρο 19 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2015/2447 της Επιτροπής, της 24ης Νοεμβρίου 2015, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής ορισμένων διατάξεων του κανονισμού 952/2013 (ΕΕ 2015, L 343, σ. 558), καθιερώνει ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με αποφάσεις ΔΠΚ και ορίζει, μεταξύ άλλων, στην παράγραφο 1, ότι «[ο]ι τελωνειακές αρχές διαβιβάζουν στην Επιτροπή τα προσήκοντα στοιχεία σχετικά με τις αποφάσεις ΔΠΚ» που έχουν εκδώσει «σε τριμηνιαία βάση».

13

Το άρθρο 34, παράγραφος 11, του τελωνειακού κώδικα προβλέπει τα εξής:

«Η Επιτροπή μπορεί να λαμβάνει αποφάσεις με τις οποίες ζητεί από τα κράτη μέλη να ανακαλέσουν αποφάσεις ΔΔΠ ή ΔΠΚ, προκειμένου να εξασφαλιστεί ενιαία δασμολογική κατάταξη ή ορθός και ενιαίος προσδιορισμός της καταγωγής των εμπορευμάτων.»

14

Το άρθρο 37, παράγραφος 2, του τελωνειακού κώδικα ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι η Επιτροπή εκδίδει τις αποφάσεις με τις οποίες ζητεί από τα κράτη μέλη να ανακαλέσουν τις αποφάσεις ΔΠΚ με εκτελεστικές πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία του άρθρου 285, παράγραφος 2, του τελωνειακού κώδικα.

15

Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, εν ολίγοις, ότι οι εθνικές τελωνειακές αρχές μπορούν, κατόπιν αίτησης εισαγωγέων οι οποίοι επιθυμούν να λάβουν εγγυήσεις ως προς την ερμηνεία των κανόνων για τον προσδιορισμό της μη προτιμησιακής καταγωγής εμπορευμάτων που εισάγονται στην Ένωση, να εκδίδουν αποφάσεις με τις οποίες αναγνωρίζεται επισήμως η γεωγραφική καταγωγή των εμπορευμάτων αυτών. Επιπλέον, η Επιτροπή, η οποία ενημερώνεται τακτικά από τις εθνικές τελωνειακές αρχές, μπορεί, αν κρίνει εκ των υστέρων ότι ο προσδιορισμός της καταγωγής από τις αρχές αυτές δεν είναι ορθός, να τους ζητήσει να ανακαλέσουν τις αποφάσεις που εξέδωσαν.

Γ. Επί των μέτρων εμπορικής πολιτικής

16

Κατά το άρθρο 5, σημείο 36, του τελωνειακού κώδικα, «μέτρα εμπορικής πολιτικής» είναι τα μη δασμολογικά μέτρα που θεσπίζονται, στο πλαίσιο της κοινής εμπορικής πολιτικής, υπό μορφή ενωσιακών διατάξεων που διέπουν το διεθνές εμπόριο εμπορευμάτων.

17

Συναφώς, ο νομοθέτης της Ένωσης εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΕ) 654/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, περί ασκήσεως των δικαιωμάτων της Ένωσης για την εφαρμογή και την επιβολή των διεθνών εμπορικών κανόνων και τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3286/94 του Συμβουλίου που καθορίζει κοινοτικές διαδικασίες στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής για να διασφαλιστεί η άσκηση των δικαιωμάτων της Κοινότητας στο πλαίσιο των κανόνων του διεθνούς εμπορίου, ιδίως αυτών που έχουν θεσπιστεί στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΕΕ 2014, L 189, σ. 50).

18

Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 654/2014, εάν απαιτείται δράση για τη διαφύλαξη των συμφερόντων της Ένωσης στις περιπτώσεις του άρθρου 3 του κανονισμού αυτού, η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για τον καθορισμό των κατάλληλων μέτρων εμπορικής πολιτικής.

19

Βάσει του κανονισμού 654/2014, και δη του άρθρου του 4, παράγραφος 1, η Επιτροπή εξέδωσε, ειδικότερα, τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2018/886, της 20ής Ιουνίου 2018, περί ορισμένων μέτρων εμπορικής πολιτικής που αφορούν ορισμένα προϊόντα καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και για την τροποποίηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2018/724 (ΕΕ 2018, L 158, σ. 5).

II. Ιστορικό της διαφοράς

20

Τον Ιούνιο του 2018 η Κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής επέβαλε επί των εισαγωγών χάλυβα και των εισαγωγών αλουμινίου από την Ένωση πρόσθετους δασμούς ύψους 25 % και 10 %, αντιστοίχως (στο εξής: δασμοί βάσει του άρθρου 232 του νόμου του 1962 για την επέκταση του εμπορίου), με σκοπό να ευνοηθεί και να αυξηθεί η εγχώρια παραγωγή των προϊόντων αυτών.

21

Κατόπιν της επιβολής των ως άνω δασμών βάσει του άρθρου 232 του νόμου του 1962 για την επέκταση του εμπορίου, η Επιτροπή εξέδωσε στις 20 Ιουνίου 2018 τον κανονισμό 2018/886, με τον οποίο επιβλήθηκαν πρόσθετοι δασμοί επί της εισαγωγής των προϊόντων καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών που απαριθμούνται στα παραρτήματα Ι και ΙΙ του κανονισμού αυτού.

22

Κατά το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, και το παράρτημα I του κανονισμού 2018/886, τα προϊόντα που αντιστοιχούν στον κωδικό ονοματολογίας 87115000, ήτοι οι «[μ]οτοσικλέτες με εμβολοφόρο κινητήρα, με κυλινδρισμό που υπερβαίνει τα 800 cm3», υπόκεινται, σε πρώτο στάδιο, σε πρόσθετους δασμούς ύψους 25 %, τούτο δε από τις 22 Ιουνίου 2018.

23

Επιπλέον, κατά το άρθρο 2, στοιχείο βʹ, και το παράρτημα II του κανονισμού 2018/886, ομοίως σχετικά με τα προϊόντα που αντιστοιχούν στον κωδικό ονοματολογίας 87115000, τα προϊόντα αυτά υπόκεινται, σε δεύτερο στάδιο, σε πρόσθετους δασμούς ύψους 25 %, κατ’ ουσίαν, από 1ης Ιουνίου 2021 το αργότερο.

24

Κατόπιν της δημοσίευσης του κανονισμού 2018/886 στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Harley-Davidson, αμερικανική επιχείρηση ειδικευμένη στην κατασκευή μοτοσικλετών, ενημερώθηκε για την επιβολή πρόσθετων δασμών επί των προϊόντων της που εισάγονται στην Ένωση από τις Ηνωμένες Πολιτείες ύψους 25 % από τις 22 Ιουνίου 2018 και, στη συνέχεια, 25 % το αργότερο από 1ης Ιουνίου 2021, πλέον του συμβατικού δασμού ύψους 6 %, ήτοι, για την εφαρμογή συνολικού συντελεστή επί των μοτοσικλετών της ύψους 31 % από τις 22 Ιουνίου 2018 και, στη συνέχεια, 56 % από 1ης Ιουνίου 2021 το αργότερο.

25

Στις 25 Ιουνίου 2018 η Harley-Davidson υπέβαλε στη Securities and Exchange Commission (Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, Ηνωμένες Πολιτείες, στο εξής: Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς) έκθεση διά του εντύπου 8-K (Form 8-K Current Report, στο εξής: έντυπο 8-K). Με το έντυπο 8-K πληροφορούσε τους μετόχους της για την επιβολή των μνημονευόμενων ανωτέρω, στη σκέψη 24, πρόσθετων δασμών και για τις συνέπειές τους επί της δραστηριότητάς της. Η Harley-Davidson γνωστοποίησε, με το έντυπο αυτό, την πρόθεσή της να μεταφέρει την παραγωγή ορισμένων μοτοσικλετών προοριζόμενων για την αγορά της Ένωσης από τις Ηνωμένες Πολιτείες προς τις διεθνείς εγκαταστάσεις της που βρίσκονται σε άλλη χώρα, προκειμένου να αποφύγει τα επίμαχα μέτρα της εμπορικής πολιτικής της Ένωσης.

26

Η Harley-Davidson ανέφερε, ειδικότερα, στο έντυπο 8-K τα εξής:

«Η Ευρωπαϊκή Ένωση επέβαλε δασμούς σε διάφορα προϊόντα κατασκευής Ηνωμένων Πολιτειών, μεταξύ των οποίων οι μοτοσικλέτες Harley-Davidson. Οι δασμοί αυτοί, οι οποίοι τέθηκαν σε ισχύ στις 22 Ιουνίου 2018, επιβλήθηκαν ως απάντηση στους δασμούς που επέβαλαν οι Ηνωμένες Πολιτείες επί του χάλυβα και του αλουμινίου που εξάγονται από την [Ένωση] προς τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Κατά συνέπεια, οι δασμοί της [Ένωσης] επί των μοτοσικλετών Harley-Davidson που εξάγονται από τις Ηνωμένες Πολιτείες αυξήθηκαν από 6 % σε 31 %. Η Harley-Davidson εκτιμά ότι οι δασμοί αυτοί συνεπάγονται πρόσθετο κόστος περίπου 2200 δολαρίων ΗΠΑ ανά μοτοσικλέτα που εξάγεται από τις Ηνωμένες Πολιτείες προς την [Ένωση].

[…]

Προκειμένου να αντιμετωπιστεί μακροπρόθεσμα το σημαντικό κόστος αυτής της δασμολογικής επιβάρυνσης, η Harley-Davidson θα εφαρμόσει σχέδιο για τη μετατόπιση της παραγωγής μοτοσικλετών που προορίζονται για την [Ένωση] από τις Ηνωμένες Πολιτείες προς τις διεθνείς εγκαταστάσεις της, προκειμένου να αποφύγει τη δασμολογική επιβάρυνση. Η Harley-Davidson προβλέπει ότι η αύξηση της παραγωγής στα διεθνή εργοστάσια θα απαιτήσει πρόσθετες επενδύσεις και ενδεχομένως να χρειαστούν τουλάχιστον 9 έως 18 μήνες μέχρι την πλήρη ολοκλήρωσή της».

27

Μετά τη δημοσίευση του εντύπου 8-K, η Harley-Davidson επέλεξε το εργοστάσιό της στην Ταϊλάνδη ως τόπο παραγωγής ορισμένων μοτοσικλετών της που προορίζονται για την αγορά της Ένωσης.

28

Η Harley-Davidson θέλησε να λάβει διαβεβαιώσεις σχετικά με τον προσδιορισμό της χώρας καταγωγής των μοτοσικλετών που παράγονται στο εργοστάσιό της στην Ταϊλάνδη και προορίζονται για την αγορά της Ένωσης. Στο πλαίσιο αυτό, στις 25 Ιανουαρίου 2019 η Harley-Davidson και η Neovia, η οποία λειτουργεί ως μεσάζων και παρέχει στη Harley-Davidson υπηρεσίες υλικοτεχνικής υποστήριξης κατά την εισαγωγή μοτοσικλετών στην Ένωση μέσω του Βελγίου, υπέβαλαν από κοινού ενώπιον των βελγικών τελωνειακών αρχών δύο επίσημες αιτήσεις για την έκδοση αποφάσεων ΔΠΚ σχετικά με δύο κατηγορίες μοτοσικλέτας. Σε επόμενο χρόνο υποβλήθηκαν τρεις ακόμη αιτήσεις για την έκδοση αποφάσεων ΔΠΚ σχετικά με τρεις άλλες κατηγορίες μοτοσικλέτας.

29

Στις 31 Ιανουαρίου 2019 οι βελγικές αρχές συναντήθηκαν με την Επιτροπή με θέμα συζήτησης τις αιτήσεις για την έκδοση αποφάσεων ΔΠΚ σχετικά με την εισαγωγή στην Ένωση δύο κατηγοριών μοτοσικλέτας που συναρμολογούνται στο εργοστάσιο της Harley-Davidson στην Ταϊλάνδη. Μετά το πέρας της συνάντησης αυτής, η Επιτροπή εξέδωσε ανεπίσημη γνώμη σύμφωνα με την οποία, λόγω των πληροφοριών στο έντυπο 8-K, ενδεχομένως δεν πληρούνταν το κριτήριο της οικονομικής δικαιολόγησης, κατά την έννοια του άρθρου 33 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/2446.

30

Οι βελγικές αρχές ζήτησαν να συζητηθεί μεταξύ των κρατών μελών η δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 33 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/2446, συζήτηση η οποία έλαβε χώρα στις 8 Απριλίου 2019 κατά τη συνεδρίαση της ομάδας εμπειρογνωμόνων για τελωνειακά θέματα, τμήμα «Καταγωγή». Στο πλαίσιο της συνεδρίασης αυτής, οι βελγικές αρχές επισήμαναν ότι είχε αλλάξει η χώρα συναρμολόγησης ορισμένων μοτοσικλετών παραγωγής Harley-Davidson και ότι η μετατόπιση των εργασιών πραγματοποιήθηκε μετά την επιβολή πρόσθετων δασμών επί των εμπορευμάτων καταγωγής της προηγούμενης χώρας παραγωγής, ήτοι των Ηνωμένων Πολιτειών. Κατά τα πρακτικά της συνεδρίασης αυτής, «ορισμένοι εκπρόσωποι επιβεβαίωσαν ότι, βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών, η καταγωγή [έπρεπε] να προσδιοριστεί κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 33 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/2446, ενώ άλλοι εκπρόσωποι δεν ήταν της αυτής γνώμης. Η [Επιτροπή] εκτιμά ότι το άρθρο 33 μπορεί να εφαρμοστεί, ιδίως καθόσον ο παραγωγός έχει δηλώσει δημοσίως ότι σκοπός της μετατόπισης των εργασιών ήταν η αποφυγή της εφαρμογής μέτρων στην Ένωση». Παρά τα αιτήματα των βελγικών αρχών, η Επιτροπή ουδέποτε εξέδωσε επίσημη γνώμη σχετικά με τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 33 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/2446 επί των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση υπόθεσης.

31

Στις 24 Ιουνίου 2019 οι βελγικές τελωνειακές αρχές εξέδωσαν, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 33, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα, δύο αποφάσεις ΔΠΚ, με τις οποίες αναγνώρισαν και βεβαίωσαν ότι ορισμένες κατηγορίες μοτοσικλετών Harley-Davidson, που εισάγονται στην Ένωση και αντιστοιχούν στις δύο κατηγορίες μοτοσικλετών που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 28 ανωτέρω, ήταν καταγωγής Ταϊλάνδης. Οι τρεις άλλες αιτήσεις για την έκδοση αποφάσεων ΔΠΚ, ομοίως μνημονευόμενες στη σκέψη 28 ανωτέρω, έτυχαν, μεταγενεστέρως, της ίδιας αντιμετώπισης από τις βελγικές τελωνειακές αρχές.

32

Οι βελγικές τελωνειακές αρχές κοινοποίησαν τις επίμαχες αποφάσεις ΔΠΚ στην Επιτροπή στις 21 Αυγούστου 2019.

33

Στις 5 Οκτωβρίου 2020 η Επιτροπή ενημέρωσε τις βελγικές αρχές σχετικά με την πρόθεσή της να τους ζητήσει να ανακαλέσουν τις δύο πρώτες αποφάσεις ΔΠΚ. Στις 13 Νοεμβρίου 2020 οι βελγικές αρχές απάντησαν στην Επιτροπή ότι δεν συμφωνούσαν με την ανάκληση αυτή.

34

Στις 22 Δεκεμβρίου 2020 η Επιτροπή κίνησε επίσημη διαδικασία για την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. Στις 5 Μαρτίου 2021 η Επιτροπή υπέβαλε το σχέδιο της προσβαλλόμενης απόφασης σε όλες τις εθνικές αντιπροσωπείες της επιτροπής τελωνειακού κώδικα, τμήμα «Καταγωγή», στο πλαίσιο έγγραφης συμβουλευτικής διαδικασίας. Τέσσερα κράτη μέλη απέστειλαν παρατηρήσεις επί του σχεδίου της προσβαλλόμενης απόφασης και αντιτάχθηκαν στη γνώμη που εξέφρασε η Επιτροπή με το σχέδιο αυτό.

35

Στις 29 Μαρτίου 2021 η Επιτροπή απηύθυνε ενημερωτικό σημείωμα στην επιτροπή τελωνειακού κώδικα, τμήμα «Καταγωγή», στο οποίο ανέφερε ότι τα 23 κράτη μέλη που δεν είχαν λάβει θέση είχαν συμφωνήσει σιωπηρώς με το σχέδιο της προσβαλλόμενης απόφασης.

36

Στις 31 Μαρτίου 2021 η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία κοινοποιήθηκε στο Βασίλειο του Βελγίου στις 6 Απριλίου 2021 και δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης την επομένη, ζητώντας από τις βελγικές αρχές να ανακαλέσουν τις δύο πρώτες αποφάσεις ΔΠΚ.

37

Στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή ανέφερε τα εξής:

«(6) Μετά τη δημοσίευση των μέτρων εμπορικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης,[η Harley-Davidson] διαβίβασε στις 25 Ιουνίου 2018 στην [Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς] μέσω του εντύπου 8-K […] ότι προτίθεται να μεταφέρει την παραγωγή ορισμένων μοτοσικλετών που προορίζονται για την αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής στις διεθνείς εγκαταστάσεις [της] σε άλλη χώρα προκειμένου να αποφύγει τα μέτρα εμπορικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(7) Ακόμη και αν η αποφυγή των μέτρων εμπορικής πολιτικής δεν είναι κατ’ ανάγκη ο μοναδικός σκοπός της μετατόπισης της παραγωγής, οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 33 πρώτο εδάφιο του [κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/2446] πληρούνται με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία. Ως εκ τούτου, η μεταποίηση ή επεξεργασία που πραγματοποιήθηκε στην τελευταία χώρα παραγωγής δεν θεωρείται οικονομικά δικαιολογημένη. […]

(9) Δεδομένου ότι ο προσδιορισμός της μη προτιμησιακής καταγωγής των μοτοσικλετών που καλύπτονται από τις αποφάσεις ΔΠΚ που αναφέρονται στο παράρτημα δεν βασίζεται στον κανόνα που προβλέπεται στο άρθρο 33 τρίτο εδάφιο του [κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/2446], η Επιτροπή θεωρεί ότι ο εν λόγω προσδιορισμός της μη προτιμησιακής καταγωγής είναι ασυμβίβαστος με το άρθρο 60 παράγραφος 2 του [τελωνειακού] κώδικα, σε συνδυασμό με το άρθρο 33 του [κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/2446].»

38

Κατόπιν της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, οι βελγικές αρχές, με έγγραφο της 16ης Απριλίου 2021 απευθυνόμενο προς τη Neovia, ενημέρωσαν τις προσφεύγουσες ότι ανακαλούσαν τις πέντε εκδοθείσες αποφάσεις ΔΠΚ σχετικά με την εισαγωγή στην Ένωση μοτοσικλετών που κατασκευάζονται στην Ταϊλάνδη από τη Harley-Davidson.

III. Αιτήματα των διαδίκων

39

Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

να παράσχει κατευθυντήριες οδηγίες στις τελωνειακές αρχές της Ένωσης όσον αφορά τις χρήσιμες συνέπειες που πρέπει να συναγάγουν από την απόφαση και τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να ενεργήσουν για να την καταστήσουν αποτελεσματική·

να διατάξει τα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας ή τα αποδεικτικά μέσα που κρίνει κατάλληλα·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

40

Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή·

να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

IV. Σκεπτικό

Α. Επί της αρμοδιότητας του Γενικού Δικαστηρίου

41

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το δεύτερο αίτημα των προσφευγουσών είναι απαράδεκτο.

42

Αντιθέτως, οι προσφεύγουσες θεωρούν ότι θα μπορούσε να είναι χρήσιμη η παροχή κατευθύνσεων ως προς τον τρόπο εκτέλεσης της απόφασης.

43

Αρκεί συναφώς η υπόμνηση ότι, στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να απευθύνει διαταγές στα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς της Ένωσης, ακόμη και αν αυτές αφορούν τον τρόπο εκτέλεσης των αποφάσεών του (διατάξεις της 22ας Σεπτεμβρίου 2016, Γάκη κατά Επιτροπής, C‑130/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:731, σκέψη 14, και της 19ης Ιουλίου 2016, Trajektna luka Split κατά Επιτροπής, T‑169/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:441, σκέψη 13).

44

Επομένως, το δεύτερο αίτημα πρέπει να απορριφθεί λόγω αναρμοδιότητας.

Β. Επί της ουσίας

45

Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι προσφεύγουσες προβάλλουν έξι λόγους ακυρώσεως.

46

Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει πρώτα τον τρίτο λόγο ακυρώσεως και στη συνέχεια τον τέταρτο, τον πρώτο, τον δεύτερο, τον πέμπτο και τον έκτο λόγο ακυρώσεως.

1.   Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά καταχρηστική άσκηση της εξουσίας ανάκλησης καθόσον στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 33 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/2446

47

Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία του άρθρου 33 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/2446.

48

Ειδικότερα, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι τα προηγούμενα κείμενα της ρύθμισης προέβλεπαν ότι το κριτήριο της οικονομικής δικαιολόγησης δεν πληρούται όταν «μοναδικός σκοπός» μιας πράξης είναι η φοροαποφυγή και ότι οι διάφορες γλωσσικές αποδόσεις του άρθρου 33 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/2446 κάνουν πάντοτε λόγο για «σκοπό» στον ενικό αριθμό, οπότε εννοείται κατ’ ελάχιστον ένας «μοναδικός πρωταρχικός σκοπός» ή ένας «βασικός σκοπός». Προσθέτουν ότι η νομολογία του Δικαστηρίου επιβεβαίωσε ότι η ύπαρξη οποιουδήποτε άλλου δικαιολογητικού λόγου για την πραγματοποίηση μιας πράξης, ο οποίος δεν συνδέεται με τη φοροαποφυγή, αρκεί για να πληρούται το κριτήριο της οικονομικής δικαιολόγησης. Συναφώς, επικαλούνται, μεταξύ άλλων, την απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 1989,Brother International (C‑26/88, EU:C:1989:637), με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι «η μετατόπιση της συναρμολογήσεως από τη χώρα κατασκευής των εξαρτημάτων σε άλλη χώρα, στην οποία [χρησιμοποιούνταν] ήδη υφιστάμενα εργοστάσια, δεν [δικαιολογούσε] καθαυτή την εικασία, κατά την οποία η μετατόπιση αυτή είχε ως μοναδικό σκοπό την καταστρατήγηση των εφαρμοζόμενων διατάξεων». Κατά τις προσφεύγουσες, η Επιτροπή δεν τους έδωσε την ευκαιρία να αποδείξουν την ύπαρξη άλλων σκοπών ούτε προκύπτει από κάποιο στοιχείο αν η Επιτροπή εξέτασε τις πληροφορίες που είχαν παράσχει στις βελγικές αρχές προκειμένου να αποδείξουν την πλήρωση του κριτηρίου της οικονομικής δικαιολόγησης.

49

Όσον αφορά το τελευταίο αυτό ζήτημα, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η απόφαση της Harley-Davidson να παράγει στην Ταϊλάνδη μοτοσικλέτες προοριζόμενες για την αγορά της Ένωσης στηριζόταν σε ένα σύνολο σοβαρών και θεμιτών εμπορικών παραγόντων και δεν αποτελούσε μια κατ’ επίφαση απόφαση με ουσιαστικό σκοπό την καταστρατήγηση της υποχρέωσης καταβολής των πρόσθετων δασμών.

50

Οι προσφεύγουσες συγκρίνουν επίσης την έννοια της «αποφυγής» που χρησιμοποιείται στο άρθρο 33 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/2446 με τις έννοιες της «φοροδιαφυγής», της «κατάχρησης», της «χειραγώγησης» και της «καταστρατήγησης», όπως αυτές έχουν διευκρινιστεί από τη νομολογία. Συγκεκριμένα, με παραπομπές σε διάφορες αποφάσεις του Δικαστηρίου με τις οποίες εξετάστηκαν και αποσαφηνίστηκαν οι έννοιες αυτές, ιδίως στους τομείς του φορολογικού δικαίου και των δασμών αντιντάμπινγκ, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, ακόμη και αν ο κύριος σκοπός που επεδίωκε η Harley‑Davidson με την κατασκευή στην Ταϊλάνδη των προοριζόμενων για την Ένωση μοτοσικλετών ήταν η αποφυγή των πρόσθετων δασμών, έπρεπε να εξακριβωθεί αν υφίστατο και κάποιος άλλος θεμιτός εμπορικός σκοπός που υπαγόρευε τις πράξεις μετατόπισης της παραγωγής, εξακρίβωση στην οποία, όμως, δεν προέβη η Επιτροπή. Στη συνέχεια, επίσης κατ’ αναλογίαν, οι προσφεύγουσες υπενθυμίζουν ότι το Δικαστήριο επιβεβαίωσε επανειλημμένως ότι, στην αγορά της Ένωσης, ένας επιχειρηματίας διαθέτει μεγάλη ελευθερία και, για παράδειγμα, έχει το δικαίωμα να οργανώσει τη δραστηριότητά του κατά τρόπον ώστε να μειώσει τη φορολογική οφειλή του.

51

Ως εκ τούτου, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι ο τρόπος με τον οποίο η Επιτροπή εφάρμοσε το άρθρο 33 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/2446 μετέβαλε το κριτήριο της οικονομικής δικαιολόγησης και μετέτρεψε ένα αρχικώς αντικειμενικό κριτήριο σε υποκειμενικό. Κατά τις προσφεύγουσες, η ερμηνεία στην οποία προέβη η Επιτροπή τροποποιεί το αντικείμενο του άρθρου 60, παράγραφος 2, του τελωνειακού κώδικα, με συνέπεια να πρέπει πλέον να αποδεικνύεται η καταγωγή όχι βάσει αντικειμενικών στοιχείων, όπως είναι η φύση της διενεργηθείσας πράξης, αλλά υποκειμενικών, όπως είναι η συλλογιστική ή τα κίνητρα του παραγωγού. Η εκτίμηση όμως του «σκοπού» μιας πράξης μετατόπισης της παραγωγής πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενική ανάλυση των στοιχείων και του πλαισίου της ίδιας της πράξης, ανάλυση στην οποία η Επιτροπή δεν προέβη.

52

Η Επιτροπή αμφισβητεί αυτή την επιχειρηματολογία.

53

Εν προκειμένω, πρέπει να εξακριβωθεί αν, με την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης βάσει του άρθρου 33 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/2446, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι δεν ήταν δυνατό να θεωρηθεί «οικονομικώς δικαιολογημένη» η μετατόπιση της παραγωγής στην Ταϊλάνδη ορισμένων κατηγοριών μοτοσικλέτας Harley-Davidson προοριζόμενων για την αγορά της Ένωσης, διότι, κατά την άποψη της Επιτροπής, η μετατόπιση αυτή αποσκοπούσε στην αποφυγή των μέτρων εμπορικής πολιτικής που ελήφθησαν από την Επιτροπή, από το 2018, έναντι προϊόντων καταγωγής των Ηνωμένων Πολιτειών.

54

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, για την ερμηνεία διατάξεων του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα τους, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελούν μέρος. Το ιστορικό της θέσπισης μιας διάταξης του δικαίου της Ένωσης μπορεί επίσης να παρέχει κρίσιμα στοιχεία για την ερμηνεία της (βλ. απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, CRCAM, C‑337/20, EU:C:2021:671, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

55

Κατά το άρθρο 60, παράγραφος 2, του τελωνειακού κώδικα (βλ. σκέψη 7 ανωτέρω), για να θεωρηθεί μια χώρα ή ένα έδαφος ως ο τόπος καταγωγής των εμπορευμάτων, για τους σκοπούς της εφαρμογής των μέτρων της Ένωσης που αφορούν την καταγωγή των εισαγόμενων εμπορευμάτων, πρέπει, μεταξύ άλλων, η τελευταία ουσιαστική επεξεργασία ή μεταποίηση να πραγματοποιείται στον τόπο αυτό και να είναι «οικονομικά δικαιολογημένη».

56

Το άρθρο 33 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/2446, το οποίο φέρει τον τίτλο «Μη οικονομικά δικαιολογημένες εργασίες μεταποίησης ή επεξεργασίας», ορίζει στο πρώτο εδάφιο ότι «[μ]εταποίηση ή επεξεργασία που πραγματοποιείται σε άλλη χώρα ή έδαφος δεν θεωρείται οικονομικά δικαιολογημένη, εφόσον διαπιστώνεται ή δύναται να θεωρηθεί, βάσει των διαθέσιμων στοιχείων, ότι σκοπός αυτής της μεταποίησης ή επεξεργασίας ήταν η αποφυγή της εφαρμογής των μέτρων» της Ένωσης που αφορούν την καταγωγή των εμπορευμάτων.

57

Επομένως, κατ’ αρχάς, από το γράμμα του άρθρου 33 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/2246 και δη από τη χρήση του όρου «θεωρείται» στο άρθρο αυτό, προκύπτει ότι, υπό ορισμένες περιστάσεις, ήτοι όταν σκοπός συγκεκριμένης πράξης ήταν η αποφυγή της εφαρμογής των μέτρων του άρθρου 59 του τελωνειακού κώδικα, η Επιτροπή και οι τελωνειακές αρχές της Ένωσης οφείλουν να θεωρήσουν ότι δεν πληρούται η προϋπόθεση περί οικονομικής δικαιολόγησης.

58

Εν συνεχεία, όσον αφορά ακριβώς τη χρήση στο άρθρο 33 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/2246 της φράσης «σκοπός αυτής της μεταποίησης ή επεξεργασίας ήταν η αποφυγή», το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι η χρήση της έννοιας «σκοπός» στον ενικό αριθμό πρέπει να θεωρηθεί ότι υποδηλώνει έναν «κύριο» ή «πρωταρχικό» σκοπό όταν η διενέργεια συγκεκριμένης πράξης μετατόπισης της παραγωγής επιδιώκει πλείονες σκοπούς. Επομένως, δεν αποκλείεται μεν ο σκοπός αυτός να μην είναι ο μόνος, πλην όμως πρέπει να είναι καθοριστικός για την επιλογή της μετατόπισης της παραγωγής σε άλλη χώρα ή έδαφος.

59

Από το άρθρο 33 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/2446, και ιδίως από την αναφορά στα «μέτρ[α] που αναφέρονται στο άρθρο 59» του τελωνειακού κώδικα, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 21 του ίδιου κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού και το ενοποιημένο σχέδιο κατ’ εξουσιοδότηση πράξης που υπέβαλε η Επιτροπή πριν από την έκδοση του κανονισμού αυτού, προκύπτει ότι το εν λόγω άρθρο 33 εφαρμόζεται όταν η Ένωση έχει θεσπίσει μέτρα εμπορικής πολιτικής. Αυτά τα μέτρα εμπορικής πολιτικής μπορούν να συνίστανται σε δασμολογικά μέτρα όπως τα ληφθέντα εν προκειμένω, δηλαδή στους πρόσθετους δασμούς που αφορούν ορισμένα εμπορεύματα καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίοι επιβλήθηκαν με τον κανονισμό 2018/886 κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 654/2014.

60

Επομένως, το άρθρο 33 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/2446 αποσκοπεί στη διασφάλιση της πλήρους εφαρμογής των μέτρων εμπορικής πολιτικής της Ένωσης καθόσον εμποδίζει, όσον αφορά τα εμπορεύματα που διέπονται από τα μέτρα αυτά, την απόκτηση νέας καταγωγής εφόσον ο κύριος ή πρωταρχικός σκοπός μιας πράξης, όπως η μετατόπιση της παραγωγής σε άλλη χώρα ή έδαφος, ήταν η αποφυγή της εφαρμογής των εν λόγω μέτρων.

61

Τέλος, η φράση «βάσει των διαθέσιμων στοιχείων» στο άρθρο 33 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/2446 αναφέρεται στα πραγματικά στοιχεία που διαθέτει η αρμόδια αρχή για να εξακριβώσει αν ο σκοπός της μετατόπισης της παραγωγής ήταν η αποφυγή της εφαρμογής των μέτρων της Ένωσης σχετικά με την καταγωγή των εμπορευμάτων.

62

Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι το άρθρο 33 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/2446 έχει την έννοια ότι, αν από τα διαθέσιμα πραγματικά στοιχεία προκύπτει ότι κύριος ή πρωταρχικός σκοπός μιας πράξης μετατόπισης της παραγωγής ήταν η αποφυγή της εφαρμογής μέτρων εμπορικής πολιτικής της Ένωσης, η πράξη αυτή πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να δικαιολογηθεί οικονομικά.

63

Ως εκ τούτου, απόκειται στον οικείο επιχειρηματία να αποδείξει ότι κύριος ή πρωταρχικός σκοπός μιας πράξης μετατόπισης της παραγωγής δεν ήταν, κατά τον χρόνο που λήφθηκε η σχετική απόφαση, η αποφυγή της εφαρμογής μέτρων εμπορικής πολιτικής της Ένωσης. Μια τέτοια απόδειξη όμως διακρίνεται από την εκ των υστέρων επιδίωξη οικονομικής δικαιολόγησης ή από τον εξορθολογισμό αυτής της μετατόπισης από οικονομικής απόψεως. Πράγματι, αν μπορούσε να αποδειχθεί ότι κύριος ή πρωταρχικός σκοπός μιας πράξης μετατόπισης δεν ήταν η αποφυγή της εφαρμογής μέτρων εμπορικής πολιτικής απλώς και μόνον με την επίκληση της ύπαρξης κάποιας οικονομικής δικαιολόγησης, το άρθρο 33 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/2446 θα καθίστατο άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας.

64

Από τη δικογραφία προκύπτει ότι διαθέσιμα εν προκειμένω πραγματικά στοιχεία, κατά την έννοια του άρθρου 33 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/2446, είναι τα όσα ισχυρίζεται η Harley-Davidson στο έντυπο 8-K, τα οποία παρατίθενται στη σκέψη 26 ανωτέρω, και τα στοιχεία που κοινοποίησαν οι προσφεύγουσες στις βελγικές τελωνειακές αρχές προς στήριξη των αιτήσεών τους για την έκδοση αποφάσεων ΔΠΚ.

65

Όσον αφορά τα γνωστοποιηθέντα στις βελγικές τελωνειακές αρχές στοιχεία, οι προσφεύγουσες επισημαίνουν ότι το φθινόπωρο του 2018 προσκόμισαν συνοπτική παρουσίαση των διάφορων λόγων για τους οποίους η παραγωγή στην Ταϊλάνδη ήταν, κατά την άποψή τους, «οικονομικά δικαιολογημένη», την οποία συμπλήρωσαν στις 26 Μαρτίου 2019, ήτοι εννέα μήνες μετά τη δημοσίευση του εντύπου 8-K, με συμπληρωματικές επεξηγήσεις.

66

Από την ανάλυση των εγγράφων αυτών, τα οποία προσκομίσθηκαν ως παραρτήματα της παρούσας προσφυγής, προκύπτει ότι τα ως άνω έγγραφα συντάχθηκαν από τις προσφεύγουσες στο πλαίσιο της αλληλογραφίας τους με τις βελγικές τελωνειακές αρχές προκειμένου να επιτύχουν την έκδοση των αποφάσεων ΔΠΚ για την αναγνώριση της ταϊλανδικής καταγωγής των μοτοσικλετών κατασκευής Harley-Davidson με προορισμό την αγορά της Ένωσης. Η αλληλογραφία άρχισε τον Σεπτέμβριο του 2018, ήτοι πολλούς μήνες μετά τη δημοσίευση του εντύπου 8-K με το οποίο ανακοινώθηκε δημοσίως η επίμαχη μετατόπιση της παραγωγής. Τα έγγραφα αυτά, τα οποία δεν είναι προγενέστερα ή σύγχρονα του εντύπου 8-K και τα οποία συντάχθηκαν με μοναδικό σκοπό να αναγνωριστεί από τις βελγικές τελωνειακές αρχές η ταϊλανδική καταγωγή των μοτοσικλετών που κατασκευάζει η Harley-Davidson, δεν επιτρέπουν να συναχθεί με βεβαιότητα ότι η μετατόπιση στην Ταϊλάνδη της παραγωγής των μοτοσικλετών που προορίζονται για την αγορά της Ένωσης αποφασίστηκε πριν από την επιβολή των πρόσθετων δασμών (βλ. σκέψη 21 ανωτέρω) ή ότι η απόφαση μετατόπισης απέρρεε από μια εξ ολοκλήρου λογική οικονομική συλλογιστική η οποία δεν είχε καμία σχέση με την επιβολή των εν λόγω πρόσθετων δασμών.

67

Επομένως, με βάση τα διαθέσιμα πραγματικά στοιχεία, ήτοι τα όσα ισχυρίζεται η Harley-Davidson στο έντυπο 8-K, ακριβώς προκειμένου «να αντιμετωπιστεί μακροπρόθεσμα το σημαντικό κόστος [της] δασμολογικής επιβάρυνσης [κατόπιν της θεσπίσεως των πρόσθετων δασμών], η Harley-Davidson [εφάρμοσε] σχέδιο για μετατόπιση της παραγωγής μοτοσικλετών που προορίζονται για την [Ένωση] από τις Ηνωμένες Πολιτείες προς τις διεθνείς εγκαταστάσεις της». Επομένως, από το έντυπο 8-K προκύπτει ότι η επιβολή των πρόσθετων δασμών ήταν η γενεσιουργός αιτία της ανακοίνωσης της επίμαχης απόφασης για μετατόπιση της παραγωγής. Εξάλλου, οι προσφεύγουσες, απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, αναγνώρισαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι η θέση σε ισχύ των εν λόγω πρόσθετων δασμών είχε «επιταχύνει» τη λήψη της απόφασης για μετατόπιση στην Ταϊλάνδη της παραγωγής που προοριζόταν για την αγορά της Ένωσης.

68

Επιπλέον, ούτε από τα στοιχεία που εξέθεσαν οι προσφεύγουσες στο πλαίσιο της αλληλογραφίας τους με τις βελγικές τελωνειακές αρχές ούτε από τα κατατεθέντα δικόγραφα στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας ούτε από τις απαντήσεις των προσφευγουσών τις απαντήσεις τους στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση μπορεί να αποδεχθεί ότι η απόφαση για τη μετατόπιση στην Ταϊλάνδη της παραγωγής μοτοσικλετών Harley-Davidson με προορισμό την αγορά της Ένωσης ήταν προγενέστερη της θέσης σε ισχύ του κανονισμού 2018/886 ή αποτελούσε μέρος συνολικής στρατηγικής που αποσκοπούσε ειδικώς στη μείωση του κόστους παραγωγής των μοτοσικλετών που προορίζονται για την αγορά της Ένωσης μέσω της μετατόπισης της παραγωγής στην Ασία. Στην καλύτερη περίπτωση, οι προσφεύγουσες αρκέστηκαν σε αόριστους και αφηρημένους ισχυρισμούς ότι η Harley-Davidson ακολουθούσε, εδώ και πολλά έτη, μια στρατηγική που αποσκοπούσε στην αύξηση της εμπορικής της παρουσίας εκτός των Ηνωμένων Πολιτειών, ισχυρισμούς τους οποίους στήριξαν με την προσκόμιση εγγράφων απευθυνόμενων στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, από τα οποία προκύπτει απλώς, χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις, ότι η διεθνής ανάπτυξη αποτελούσε κατ’ ουσίαν μέρος μιας συνολικής μακροπρόθεσμης στρατηγικής της επιχείρησης.

69

Οι προσφεύγουσες δεν προσκόμισαν έγγραφα, όπως αντίγραφα αποφάσεων του διοικητικού συμβουλίου της Harley-Davidson, που να αποδεικνύουν ότι ειδικώς η απόφαση για μετατόπιση στην Ταϊλάνδη της παραγωγής μοτοσικλετών προοριζόμενων για την αγορά της Ένωσης ήταν προγενέστερη της επιβολής των επίμαχων πρόσθετων δασμών. Αντιθέτως, από ένα από τα έγγραφα που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες, για το οποίο γίνεται λόγος στη σκέψη 68 ανωτέρω, το οποίο φέρει ημερομηνία 28 Φεβρουαρίου 2019 και απευθυνόταν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, προκύπτει ότι η παραγωγή μοτοσικλετών στο εργοστάσιο της Ταϊλάνδης είχε αρχίσει μόλις το 2018 και ότι η παραγωγή αυτή προοριζόταν, τουλάχιστον μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2018, για ορισμένες ασιατικές αγορές και όχι για την αγορά της Ένωσης.

70

Εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί παρά να διαπιστωθεί ότι, καθόσον στο έντυπο 8‑K αναφέρεται μόνον ότι η Harley-Davidson επιθυμούσε, με τη μετατόπιση της παραγωγής της, «να αποφύγει τη δασμολογική επιβάρυνση» εξαιτίας της έναρξης ισχύος των πρόσθετων δασμών, η επιχείρηση αυτή είχε ως κύριο ή πρωταρχικό σκοπό την αποφυγή της εφαρμογής των συγκεκριμένων μέτρων εμπορικής πολιτικής. Από το αντικείμενο και το περιεχόμενο του εντύπου 8-K προκύπτει σαφώς ότι το έγγραφο αυτό, με ημερομηνία 25 Ιουνίου 2018, δημοσιοποιήθηκε ως άμεση αντίδραση στη δημοσίευση του κανονισμού 2018/886, δηλαδή μόλις πέντε ημέρες από τη δημοσίευσή του και τρεις ημέρες από την έναρξη ισχύος του. Το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι υπάρχει χρονική σύμπτωση μεταξύ της έναρξης ισχύος του κανονισμού 2018/886 και της ανακοίνωσης της επίμαχης πράξης μετατόπισης. Κατά τη νομολογία, μια τέτοια χρονική σύμπτωση είναι ικανή να δικαιολογήσει την εικασία ότι μια πράξη μετατόπισης αποσκοπεί στην αποφυγή της εφαρμογής μέτρων εμπορικής πολιτικής (πρβλ. απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 1989, Brother International, C‑26/88, EU:C:1989:637, σκέψη 29).

71

Από τη νομολογία προκύπτει επίσης ότι, κατά συνέπεια, σε περίπτωση τέτοιας χρονικής σύμπτωσης, εναπόκειται στον ενδιαφερόμενο επιχειρηματία να αποδείξει ότι υφίστατο εύλογη αιτία, άλλη από την αποφυγή των συνεπειών που απορρέουν από τις επίμαχες διατάξεις, για την πραγματοποίηση εργασιών κατασκευής στη χώρα όπου μεταφέρθηκε η παραγωγή (πρβλ. απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 1989, Brother International, C‑26/88, EU:C:1989:637, σκέψη 29). Όπως, όμως, προεκτέθηκε στις σκέψεις 65 έως 68 της παρούσας απόφασης, οι προσφεύγουσες δεν κατόρθωσαν να αποδείξουν ότι υφίστατο εύλογη αιτία, προγενέστερη ή σύγχρονη της ανακοίνωσης της απόφασης για τη μετατόπιση της παραγωγής στην Ταϊλάνδη, ικανή να θεμελιώσει τον ισχυρισμό ότι η μετατόπιση θα μπορούσε να οφείλεται σε άλλη αιτία πλην της αποφυγής των συνεπειών που επιφέρει η επιβολή πρόσθετων δασμών.

72

Προκύπτει, ως εκ τούτου, ότι η επιβολή των πρόσθετων δασμών αποτέλεσε το γενεσιουργό γεγονός της επίμαχης απόφασης για τη μετατόπιση της παραγωγής, το οποίο αποκαλύφθηκε με τη δημοσίευση του εντύπου 8-K, και ότι, λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται, η απόφαση αυτή πράγματι αναγόταν, κατ’ ελάχιστον κυρίως ή πρωταρχικώς, στη βούληση αποφυγής των δασμολογικών επιβαρύνσεων που συνεπάγονταν οι δασμοί αυτοί.

73

Επομένως, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε σφάλμα συμπεραίνοντας ότι κύριος σκοπός της μετατόπισης αυτής ήταν η αποφυγή του μέτρου εμπορικής πολιτικής που συνιστούν οι πρόσθετοι δασμοί.

74

Κατά συνέπεια, το σύνολο της επιχειρηματολογίας των προσφευγουσών ότι η επίμαχη μετατόπιση δικαιολογείται οικονομικά είναι αλυσιτελές στο μέτρο που η Επιτροπή δεν όφειλε εν προκειμένω να αναζητήσει τέτοια δικαιολόγηση. Το ίδιο ισχύει και ως προς την επιχειρηματολογία των προσφευγουσών σχετικά με το υποστατό και τον ουσιαστικό χαρακτήρα των παραγωγικών δραστηριοτήτων στην Ταϊλάνδη.

75

Όσον αφορά την επιχειρηματολογία των προσφευγουσών ότι η Επιτροπή μετέτρεψε ένα, αρχικώς, αντικειμενικό κριτήριο σε υποκειμενικό, αρκεί η επισήμανση ότι η διαπίστωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι η μετατόπιση της παραγωγής στην Ταϊλάνδη είχε πραγματοποιηθεί με, κατ’ ελάχιστον, κύριο σκοπό την αποφυγή της εφαρμογής των μέτρων εμπορικής πολιτικής της Ένωσης αποτελεί διαπίστωση στηριζόμενη σε αντικειμενικά αποδεικτικά στοιχεία. Συναφώς, στο πλαίσιο της εξέτασης της συμπεριφοράς της Harley-Davidson προκειμένου να διαπιστωθεί τυχόν καταστρατήγηση των εν λόγω μέτρων εμπορικής πολιτικής, η Επιτροπή όφειλε πράγματι να στηριχθεί στο σύνολο των κρίσιμων πραγματικών στοιχείων που είχε στη διάθεσή της. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή ήταν σε θέση να εκτιμήσει τη στρατηγική που ακολούθησε η επιχείρηση. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή βασίμως επικαλέστηκε παράγοντες υποκειμενικής φύσης, ήτοι τα κίνητρα που υπαγόρευαν την επίμαχη στρατηγική, στο μέτρο που οι παράγοντες αυτοί προέκυπταν χωρίς καμία αμφισημία, σαφώς και αντικειμενικώς από το έντυπο 8-K. Επομένως, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η ύπαρξη πρόθεσης καταστρατήγησης των επίμαχων μέτρων εμπορικής πολιτικής μπορούσε να είναι μία από τις αντικειμενικές πραγματικές περιστάσεις που λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να διαπιστωθεί αν υπάρχει τέτοια καταστρατήγηση.

76

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

2.   Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά έλλειψη νομιμότητας του άρθρου 33 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/2446

77

Στο πλαίσιο του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες προβάλλουν έλλειψη νομιμότητας του άρθρου 33 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/2446, καθόσον το άρθρο αυτό, αφενός, βαίνει πέραν του πλαισίου ενός νομοθετικού κειμένου που εκδίδεται κατ’ εξουσιοδότηση δυνάμει του άρθρου 290 ΣΛΕΕ και, αφετέρου, παραβιάζει τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της αναλογικότητας.

α)   Επί του πρώτου σκέλους του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά παράβαση του άρθρου 290 ΣΛΕΕ

78

Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, ανεξαρτήτως της ερμηνείας που θα δοθεί στο άρθρο 33 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/2446, η διάταξη αυτή βαίνει πέραν των ορίων ενός κατ’ εξουσιοδότηση νομοθετικού κειμένου. Ως προς το σημείο αυτό υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι το κριτήριο της «οικονομικής δικαιολόγησης» δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κριτήριο το οποίο παρέχει πρόσθετες διευκρινίσεις ως προς τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να εφαρμοστεί μια ουσιαστική διάταξη, αλλά ότι, αντιθέτως, πρόκειται για θεμελιώδη κανόνα σχετικά με τον προσδιορισμό της καταγωγής. Νοούμενος με τον τρόπο αυτόν, ο κανόνας του άρθρου 33 θα έπρεπε να περιληφθεί στο πρωτογενές δίκαιο, μαζί με το άρθρο 60, παράγραφος 2, του τελωνειακού κώδικα, το οποίο προβλέπει τον γενικό κανόνα για τον προσδιορισμό της καταγωγής των εμπορευμάτων που μεταποιούνται σε περισσότερες της μιας χώρες.

79

Η Επιτροπή αντικρούει την εν λόγω επιχειρηματολογία.

80

Η κατά το άρθρο 290 ΣΛΕΕ δυνατότητα ανάθεσης εξουσιών έχει ως σκοπό να μπορεί ο νομοθέτης να επικεντρώνεται στα ουσιώδη στοιχεία ενός νομοθετικού κειμένου καθώς και στα μη ουσιώδη στοιχεία ως προς τα οποία θεωρεί ότι είναι σκόπιμο να νομοθετήσει, αναθέτοντας ταυτόχρονα στην Επιτροπή το καθήκον να «συμπληρώσει» ορισμένα μη ουσιώδη στοιχεία της νομοθετικής πράξης ή ακόμη και να «τροποποιήσει» τέτοιου είδους στοιχεία στο πλαίσιο της παρεχόμενης σε αυτήν εξουσιοδότησης (βλ. απόφαση της 11ης Μαΐου 2017, Dyson κατά Επιτροπής, C‑44/16 P, EU:C:2017:357, σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

81

Επομένως, οι ουσιώδεις κανόνες του ρυθμιζόμενου θέματος πρέπει να θεσπίζονται με τη βασική ρύθμιση και δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο εξουσιοδότησης (βλ. απόφαση της 11ης Μαΐου 2017, Dyson κατά Επιτροπής, C‑44/16 P, EU:C:2017:357, σκέψη 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

82

Από τη νομολογία απορρέει ότι τα ουσιώδη στοιχεία μιας βασικής ρύθμισης είναι αυτά των οποίων η έγκριση προϋποθέτει πολιτικές επιλογές εμπίπτουσες στην αποκλειστική ευθύνη του νομοθέτη της Ένωσης (βλ. απόφαση της 11ης Μαΐου 2017, Dyson κατά Επιτροπής, C‑44/16 P, EU:C:2017:357, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

83

Ο εντοπισμός των στοιχείων ορισμένου ρυθμιζόμενου θέματος που πρέπει να χαρακτηρίζονται ως ουσιώδη πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία τα οποία είναι δυνατό να αποτελέσουν αντικείμενο δικαστικού ελέγχου και επιβάλλει να λαμβάνονται υπόψη τα χαρακτηριστικά και οι ιδιαιτερότητες του οικείου τομέα (βλ. απόφαση της 11ης Μαΐου 2017, Dyson κατά Επιτροπής, C‑44/16 P, EU:C:2017:357, σκέψη 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

84

Εν προκειμένω, το άρθρο 60 του τελωνειακού κώδικα προβλέπει κανόνες για τον προσδιορισμό της μη προτιμησιακής καταγωγής των εμπορευμάτων, οι οποίοι διαφέρουν ανάλογα με το αν τα εμπορεύματα έχουν παραχθεί εξ ολοκλήρου σε μία χώρα ή έδαφος ή αν συμμετέχουν στην παραγωγή τους μία ή περισσότερες χώρες ή εδάφη. Οι δύο αυτές κατηγορίες κανόνων καθορίζονται, αντιστοίχως, στην παράγραφο 1 και στην παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου 60.

85

Η υπό κρίση υπόθεση αφορά αποκλειστικά τη δεύτερη κατηγορία κανόνων.

86

Περαιτέρω, όσον αφορά τη δεύτερη αυτή κατηγορία κανόνων, η Επιτροπή θέσπισε το άρθρο 33 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/2446 κατ’ εφαρμογήν της εξουσιοδότησης που προβλέπεται στο άρθρο 62 του τελωνειακού κώδικα, σε συνδυασμό με το άρθρο 284 του ίδιου κώδικα. Συγκεκριμένα, το άρθρο 62 εξουσιοδοτεί την Επιτροπή να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις για τη θέσπιση, κατ’ ουσίαν, των κανόνων εφαρμογής των προϋποθέσεων που προβλέπει το άρθρο 60, παράγραφος 2, του τελωνειακού κώδικα.

87

Εξ αυτού απορρέει ότι, λαμβανομένης υπόψη της όλης οικονομίας του τελωνειακού κώδικα, η προϋπόθεση της οικονομικής δικαιολόγησης που εξετάζεται εν προκειμένω προβλέπεται στον ίδιο τον τελωνειακό κώδικα και αποτελεί μία μόνον από τις προϋποθέσεις που προβλέπει ένας από τους κανόνες σχετικά με την απόκτηση μη προτιμησιακής καταγωγής.

88

Στο πλαίσιο αυτό, όσον αφορά το εύρος της εξουσιοδότησης που παρέχει το άρθρο 62 του τελωνειακού κώδικα στην Επιτροπή, η διάταξη αυτή, εξουσιοδοτώντας την Επιτροπή να εκδίδει πράξεις για τον «καθορισμό» κανόνων, της επιτρέπει να «συμπληρώνει» τον τελωνειακό κώδικα κατά την έννοια του άρθρου 290 ΣΛΕΕ. Επομένως, ναι μεν το άρθρο αυτό δεν εξουσιοδοτεί την Επιτροπή να τροποποιεί τα ήδη θεσπισθέντα με τον τελωνειακό κώδικα στοιχεία, πλην όμως την εξουσιοδοτεί να συμπληρώνει τον τελωνειακό κώδικα, αναπτύσσοντας στοιχεία που δεν προέβλεψε ο νομοθέτης, συμφώνως πάντοτε προς το σύνολο των διατάξεων του τελωνειακού κώδικα.

89

Συνεπώς, ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι κανόνες για τον προσδιορισμό της καταγωγής αποτελούν ουσιώδη στοιχεία του τελωνειακού κώδικα, το άρθρο 33 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/2446 αποσκοπεί απλώς στη συμπλήρωση, με την παροχή ορισμένων διευκρινίσεων, του άρθρου 60 του τελωνειακού κώδικα. Επομένως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι το άρθρο 33 βαίνει πέραν των ορίων της εξουσιοδότησης που παρέχει στην Επιτροπή το άρθρο 62 του τελωνειακού κώδικα ή ότι τροποποιεί ουσιώδη κανόνα του τελωνειακού κώδικα.

90

Επιπλέον, στο μέτρο που το άρθρο 33 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/2446 αποσκοπεί, κατά την αιτιολογική του σκέψη 21, αποκλειστικώς στη διασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής των μέτρων εμπορικής πολιτικής που θεσπίστηκαν βάσει άλλων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, γίνεται δεκτό ότι η θέσπιση του άρθρου αυτού δεν συνεπάγεται, αυτή καθεαυτήν, πολιτικές επιλογές εμπίπτουσες στην αποκλειστική ευθύνη του νομοθέτη της Ένωσης.

91

Επομένως, το πρώτο σκέλος του τετάρτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

β)   Επί του δευτέρου σκέλους του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της αναλογικότητας

92

Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η θέσπιση μιας τόσο ουσιώδους τροποποίησης του νομικού κριτηρίου της «οικονομικής δικαιολόγησης» με κατ’ εξουσιοδότηση πράξη δεν συνάδει με τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, και δη με τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της αναλογικότητας.

93

Συναφώς, υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή προσέδωσε στο κριτήριο της οικονομικής δικαιολόγησης ένα είδος υποκειμενικότητας που δεν συμβιβάζεται με τον αντικειμενικό χαρακτήρα του βασικού κανονισμού στο μέτρο που δέχθηκε, με το άρθρο 33 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/2446, ότι μπορούν να συνεκτιμώνται πλείονες λόγοι προκειμένου να διαπιστωθεί αν δικαιολογείται οικονομικά μια μετατόπιση της παραγωγής. Επίσης, κατά τις προσφεύγουσες, η Επιτροπή δεν είχε κανένα λόγο να επεκτείνει και να τροποποιήσει το κριτήριο όπως αυτό είχε οριστεί στο πρωτογενές δίκαιο ή στη νομολογία.

94

Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα αυτά.

95

Το Γενικό Δικαστήριο παρατηρεί ότι η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών στηρίζεται στην παραδοχή ότι, σύμφωνα με το άρθρο 33 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/2446, μπορεί να ληφθεί υπόψη μία σειρά λόγων προκειμένου να διαπιστωθεί αν υπάρχει «οικονομική δικαιολόγηση» και ότι η εκτίμηση της σημασίας εκάστου λόγου εμπίπτει αποκλειστικώς στη διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής. Η παραδοχή αυτή απορρέει, ωστόσο, από εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 33 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/2446.

96

Συγκεκριμένα, όπως διαπιστώνεται στις σκέψεις 54 έως 63 ανωτέρω, το άρθρο 33 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/2446 προβλέπει ότι, για να θεωρηθεί μία μετατόπιση παραγωγής ως μη οικονομικά δικαιολογημένη κατά την έννοια της εφαρμοστέας ρύθμισης, αρκεί ο «σκοπός», ήτοι ο κύριος ή πρωταρχικός σκοπός, της μετατόπισης αυτής να είναι η αποφυγή της εφαρμογής μέτρων εμπορικής πολιτικής της Ένωσης.

97

Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, το άρθρο 33 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/2446 δεν προβλέπει ότι, για να διαπιστωθεί η ύπαρξη «οικονομικής δικαιολόγησης», απαιτείται στάθμιση ή συνεκτίμηση «πλειόνων λόγων», αλλά προβλέπει μόνον ότι, όταν υφίσταται στρατηγική που σκοπεί κυρίως στην αποφυγή της εφαρμογής μέτρων εμπορικής πολιτικής της Ένωσης, δεν είναι κατ’ αρχήν δυνατή μια τέτοια δικαιολόγηση.

98

Επομένως, η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών πρέπει να απορριφθεί.

99

Κατόπιν των προεκτεθέντων, το δεύτερο σκέλος του τετάρτου λόγου ακυρώσεως και, ως εκ τούτου, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του πρέπει να απορριφθούν.

3.   Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης και της συμβουλευτικής διαδικασίας προ της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης

100

Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, αφενός, ότι η Επιτροπή παρέβη ουσιώδη τύπο καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει αιτιολογία ή περιέχει ανεπαρκή αιτιολογία και, αφετέρου, ότι η Επιτροπή δεν τήρησε τη συμβουλευτική διαδικασία προ της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης.

α)   Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης

101

Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν καθιστά σαφείς ούτε τις θεωρήσεις της Επιτροπής σχετικά με τις εργασίες συναρμολόγησης που πραγματοποιούνται στην Ταϊλάνδη ούτε τις σκέψεις της ως προς τους λόγους που ώθησαν τη Harley-Davidson να κατασκευάσει τα προϊόντα της στην Ταϊλάνδη ούτε τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή εφάρμοσε το κριτήριο της οικονομικής δικαιολόγησης, με αποτέλεσμα το Γενικό Δικαστήριο να μην είναι σε θέση να ασκήσει τον έλεγχό του.

102

Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν επίσης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν επεξηγεί γιατί η θέση της Επιτροπής διαφέρει από εκείνη των βελγικών τελωνειακών αρχών και ότι η συλλογιστική που εκτίθεται στην αιτιολογική σκέψη 7 της εν λόγω απόφασης αποτελεί απλώς μια κατηγορηματική δήλωση. Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται συναφώς ότι, λαμβανομένου υπόψη του τεχνικού χαρακτήρα του τομέα, των σημαντικών επενδύσεων που διακυβεύονται και λόγω του καινοφανούς χαρακτήρα μιας απόφασης όπως η προσβαλλόμενη, η παράθεση μιας ξεκάθαρης συλλογιστικής θα αποδεικνυόταν ιδιαιτέρως σημαντική.

103

Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα αυτά.

104

Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η έκταση της υποχρέωσης αιτιολόγησης εξαρτάται από τη φύση της οικείας πράξης και από το πλαίσιο εντός του οποίου αυτή εκδόθηκε. Από την αιτιολογία πρέπει να προκύπτει με σαφήνεια και χωρίς αμφισημία η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθη το μέτρο, προκειμένου να προασπίσουν τα δικαιώματά τους και να εξακριβώσουν αν η απόφαση είναι βάσιμη ή όχι, στον δε δικαστή της Ένωσης να ασκήσει τον έλεγχο της νομιμότητάς της. Δεν είναι απαραίτητο η αιτιολογία να αναφέρεται συγκεκριμένα σε όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξης πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 296 ΣΛΕΕ πρέπει να εκτιμάται βάσει όχι μόνον του γράμματός της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται, καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που ρυθμίζουν το σχετικό θέμα. Ειδικότερα, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να λαμβάνει θέση επί όλων των επιχειρημάτων που προβάλλουν οι ενδιαφερόμενοι, αλλά αρκεί να εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά και τις νομικές εκτιμήσεις που έχουν αποφασιστική σημασία στο πλαίσιο της απόφασης αυτής (βλ. απόφαση της 12ης Μαΐου 2011, Région Nord-Pas-de-Calais και Communauté d’agglomération du Douaisis κατά Επιτροπής, T‑267/08 και T‑279/08, EU:T:2011:209, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

105

Εν προκειμένω, η Επιτροπή παρέθεσε, στην προσβαλλόμενη απόφαση και υπό τη διατύπωση που εκτίθεται στη σκέψη 37 ανωτέρω, τον λόγο για τον οποίο δεν μπορούσε να θεωρηθεί η Ταϊλάνδη ως τόπος καταγωγής ορισμένων κατηγοριών μοτοσικλετών που κατασκευάζονται από τη Harley-Davidson και εισάγονται στην Ένωση από τη χώρα αυτήν, ήτοι ότι η κατασκευή στην Ταϊλάνδη δεν ήταν οικονομικά δικαιολογημένη, καθόσον κύριος σκοπός της ήταν η αποφυγή των μέτρων εμπορικής πολιτικής της Ένωσης που ελήφθησαν, από το 2018, κατά των προϊόντων καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών.

106

Επιπλέον, με την αιτιολογική σκέψη 9 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή προσήψε στις βελγικές τελωνειακές αρχές ότι δεν εφάρμοσαν ορθώς το άρθρο 33 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/2446, καθώς, με τις δύο αποφάσεις ΔΠΚ, είχαν θεωρήσει την Ταϊλάνδη ως τόπο καταγωγής των επίμαχων μοτοσικλετών.

107

Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει επαρκή αιτιολογία ως προς το ζήτημα αυτό, καθόσον παραθέτει τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή έκρινε ότι οι βελγικές τελωνειακές αρχές είχαν εκδώσει αποφάσεις ΔΠΚ οι οποίες δεν ήταν σύμφωνες με την τελωνειακή νομοθεσία της Ένωσης.

108

Επίσης, παρατηρείται ότι ορισμένα από τα εκτιθέμενα στη σκέψη 102 ανωτέρω επιχειρήματα των προσφευγουσών συγχέονται με την αμφισβήτηση του βασίμου της προσβαλλόμενης απόφασης. Ωστόσο, η υποχρέωση αιτιολόγησης των αποφάσεων αποτελεί ουσιώδη τύπο που πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας. Πράγματι, η αιτιολογία μιας απόφασης συνίσταται στην επίσημη έκφραση των λόγων στους οποίους στηρίζεται η απόφαση αυτή. Αν η αιτιολογία ενέχει σφάλματα, αυτά πλήττουν την ουσιαστική νομιμότητα της απόφασης, αλλά όχι την αιτιολογία της, η οποία μπορεί να είναι επαρκής έστω και αν και περιέχει εσφαλμένους λόγους (βλ. απόφαση της 10ης Ιουλίου 2008, Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala, C‑413/06 P, EU:C:2008:392, σκέψη 181 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

109

Επομένως, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

β)   Επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά τη μη τήρηση της προ της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης συμβουλευτικής διαδικασίας

110

Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή όφειλε να είχε ζητήσει τη γνώμη της αρμόδιας συμβουλευτικής επιτροπής πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης και ότι η διαβούλευση με την εν λόγω επιτροπή μέσω εγγράφων και μόνον ήταν, εν προκειμένω, ανεπαρκής, τούτο δε κατά μείζονα λόγο καθόσον η Επιτροπή δεν γνωστοποίησε κανένα πραγματικό και νομικό στοιχείο προκειμένου να παράσχει στα μέλη της επιτροπής τη δυνατότητα να διαμορφώσουν άποψη. Επιπλέον, κατά τις προσφεύγουσες, το γεγονός ότι, στο πλαίσιο της διαβούλευσης που διεξήχθη εγγράφως, τέσσερα κράτη μέλη αντιτάχθηκαν στο σχέδιο της προσβαλλόμενης απόφασης έπρεπε να οδηγήσει την Επιτροπή να «λάβει ιδιαιτέρως υπόψη» τις παρατηρήσεις αυτές κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΕ) 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ 2011, L 55, σ. 13).

111

Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα αυτά.

112

Από το άρθρο 285 του τελωνειακού κώδικα προκύπτει ότι η επιτροπή τελωνειακού κώδικα είναι επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού 182/2011. Επιπλέον, από το άρθρο 37, παράγραφος 2, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, του τελωνειακού κώδικα, σε συνδυασμό με το άρθρο του 285, παράγραφοι 2 και 6, προκύπτει ότι αποφάσεις, όπως η προσβαλλόμενη απόφαση, με τις οποίες ζητείται από τα κράτη μέλη να ανακαλέσουν αποφάσεις ΔΠΚ εκδίδονται σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία του άρθρου 4 του κανονισμού 182/2011.

113

Το άρθρο 4 του κανονισμού 182/2011, το οποίο φέρει τον τίτλο «Συμβουλευτική διαδικασία», ορίζει τα εξής:

«1.   Οσάκις εφαρμόζεται η συμβουλευτική διαδικασία, η επιτροπή διατυπώνει τη γνώμη της, εν ανάγκη κατόπιν ψηφοφορίας. Στην περίπτωση διεξαγωγής ψηφοφορίας στην επιτροπή, η γνώμη διατυπώνεται με απλή πλειοψηφία των μελών που απαρτίζουν την επιτροπή.

2.   Η Επιτροπή αποφασίζει επί του σχεδίου εκτελεστικής πράξης που πρέπει να εκδοθεί, λαμβάνοντας ιδιαιτέρως υπόψη τα συμπεράσματα των συζητήσεων που πραγματοποιήθηκαν στην επιτροπή και της γνώμης που διατυπώθηκε.»

114

Όσον αφορά την αιτίαση που αφορά την προσφυγή στην εν προκειμένω εγγράφως διεξαχθείσα διαδικασία, καμία διάταξη του κανονισμού 182/2011 δεν απαγορεύει στην Επιτροπή να διεξαγάγει συμβουλευτική διαδικασία με τον ειδικό αυτό τρόπο. Αντιθέτως, το άρθρο 3, παράγραφος 5, του κανονισμού 182/2011 προβλέπει ρητώς ότι η γνώμη μιας επιτροπής, στο πλαίσιο συμβουλευτικής διαδικασίας, μπορεί να ληφθεί με γραπτή διαδικασία.

115

Όσον αφορά την αιτίαση ότι η συμβουλευτική επιτροπή δεν διέθετε επαρκή πραγματικά και νομικά στοιχεία κατά την εξέταση του σχεδίου της προσβαλλόμενης απόφασης, επισημαίνεται ότι οι προσφεύγουσες δεν τεκμηρίωσαν την αιτίαση αυτή και ότι, εν πάση περιπτώσει, τα κράτη μέλη, τα οποία είναι τα πρωτίστως ενδιαφερόμενα, δεν διατύπωσαν συναφώς καμία επίκριση, οπότε δεν υφίστανται στοιχεία από τα οποία να μπορεί να συναχθεί ότι οι αντιπροσωπείες δεν είχαν τη δυνατότητα να διατυπώσουν τις θέσεις τους μετά λόγου γνώσεως. Επομένως, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί.

116

Όσον αφορά τη συνεκτίμηση των παρατηρήσεων των κρατών μελών που αντιτάχθηκαν στο σχέδιο απόφασης, επισημαίνεται ότι η απαίτηση του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 182/2011 δεν έχει δεσμευτικό χαρακτήρα. Επομένως, η Επιτροπή, η οποία διατηρεί ένα περιθώριο εκτίμησης, δεν δεσμεύεται από τη γνώμη της επιτροπής ούτε, κατά μείζονα λόγο, από τις αποκλίνουσες μειοψηφικές απόψεις ορισμένων μελών της.

117

Συγκεκριμένα, η φράση «λαμβάνοντας ιδιαιτέρως υπόψη» που χρησιμοποιείται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 182/2011 τονίζει τον μη δεσμευτικό χαρακτήρα τόσο των συμπερασμάτων που προκύπτουν από τις συζητήσεις στο πλαίσιο της επιτροπής, συμπεριλαμβανομένων των απόψεων που εκφράζουν ορισμένα μόνον από τα μέλη της, όσο και της τελικής γνώμης της εν λόγω επιτροπής. Πράγματι, αν τα εν λόγω συμπεράσματα ή απόψεις είχαν δεσμευτικό χαρακτήρα, δεν θα αρκούσε να λαμβάνονται ιδιαιτέρως υπόψη από την Επιτροπή, με κίνδυνο να υπάρξει στρέβλωση του γράμματος και του σκοπού του άρθρου 4 του κανονισμού 182/2011, αλλά, αντιθέτως, θα έπρεπε να υπάρχει συμμόρφωση προς αυτά (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, διάταξη της 9ης Ιουλίου 2019, VodafoneZiggo Group κατά Επιτροπής, T‑660/18, EU:T:2019:546, σκέψη 44). Η διαπίστωση αυτή ενισχύεται από τη σύγκριση με τη διαδικασία εξέτασης που προβλέπει το άρθρο 5 του κανονισμού αυτού, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 11 του κανονισμού αυτού, η διαδικασία εξέτασης πρέπει να διασφαλίζει ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις εάν δεν είναι σύμφωνες με τη γνώμη της αρμόδιας επιτροπής. Αυτό σημαίνει ότι η γνώμη της αρμόδιας επιτροπής δεν είναι δεσμευτική για την Επιτροπή όταν, όπως εν προκειμένω, εφαρμόζεται η συμβουλευτική διαδικασία.

118

Ωστόσο, όπως ορθώς επισημαίνουν οι προσφεύγουσες, κατά τη νομολογία, η απαίτηση να λαμβάνονται τα συμπεράσματα «ιδιαιτέρως υπόψη» επιβάλλει υποχρέωση αιτιολόγησης υπό την έννοια ότι η Επιτροπή οφείλει να επεξηγήσει τις αποκλίσεις από τα συμπεράσματα που εξάγονται από τις συζητήσεις στο πλαίσιο της επιτροπής και από την διατυπωθείσα γνώμη (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, διάταξη της 9ης Ιουλίου 2019, VodafoneZiggo Group κατά Επιτροπής, T‑660/18, EU:T:2019:546, σκέψη 47).

119

Συναφώς, παρατηρείται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά το πέρας της διοικητικής διαδικασίας που περιγράφεται στις σκέψεις 34 και 35 ανωτέρω. Ειδικότερα, η Επιτροπή υπέβαλε το σχέδιο της προσβαλλόμενης απόφασης στις αντιπροσωπείες της επιτροπής που συγκλήθηκε στις 5 Μαρτίου 2021, ενώ τέσσερα κράτη μέλη απέστειλαν παρατηρήσεις όπου διατύπωναν την εναντίωσή τους στη θέση που έλαβε η Επιτροπή με το σχέδιο αυτό.

120

Από το ενημερωτικό σημείωμα που απηύθυνε η Επιτροπή στην επιτροπή τελωνειακού κώδικα, τμήμα «Καταγωγή», στις 29 Μαρτίου 2021 (βλ. σκέψη 34 ανωτέρω), προκύπτει ότι 23 κράτη μέλη δεν έλαβαν θέση επί του σχεδίου της προσβαλλόμενης απόφασης. Επομένως, η μεγάλη πλειονότητα των αντιπροσωπειών συμφώνησε σιωπηρώς με το εν λόγω σχέδιο προσβαλλόμενης απόφασης, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3, παράγραφος 5, του κανονισμού 182/2011, οπότε η γνώμη που διατύπωσε η ως άνω επιτροπή τελωνειακού κώδικα επί του σχεδίου αυτού μπορούσε να θεωρηθεί θετική. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν απέκλινε από την εν λόγω γνώμη.

121

Από τα πρακτικά της συνεδρίασης της ομάδας εμπειρογνωμόνων για τελωνειακά θέματα, τμήμα «Καταγωγή», της 20ής Απριλίου 2021, προκύπτει ότι, από τις τέσσερις αντιπροσωπείες που διατύπωσαν την αντίθεσή τους στο σχέδιο προσβαλλόμενης απόφασης, τουλάχιστον τρεις διατύπωσαν σαφείς και λεπτομερείς ανησυχίες.

122

Ειδικότερα, οι αντιπροσωπείες αυτές διατύπωσαν επιφυλάξεις ως προς το ότι δεν εξεταζόταν στο σχέδιο της προσβαλλόμενης απόφασης ο συνολικός εξορθολογισμός της μετατόπισης της παραγωγής από οικονομική άποψη και ως προς το αν η έννοια του «σκοπού» κατά το άρθρο 33 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/2446 έπρεπε να θεωρηθεί ότι υποδηλώνει έναν μοναδικό ή αποκλειστικό σκοπό και όχι απλώς έναν σκοπό μεταξύ άλλων.

123

Επομένως, οι επιφυλάξεις αυτές μπορούν να εμπίπτουν στα «συμπεράσματα των συζητήσεων που πραγματοποιήθηκαν στην επιτροπή» κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 182/2011, τα οποία η Επιτροπή όφειλε να λάβει «ιδιαιτέρως υπόψη», κατά τα προβλεπόμενα στην ίδια διάταξη.

124

Παρά ταύτα, από την αιτιολογική σκέψη 7 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι, «[α]κόμη και αν η αποφυγή των μέτρων εμπορικής πολιτικής δεν είναι κατ’ ανάγκη ο μοναδικός σκοπός της μετατόπισης της παραγωγής, οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 33 πρώτο εδάφιο του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού […] 2015/2446 πληρούνται με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία».

125

Ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Επιτροπή απάντησε εμμέσως πλην σαφώς στο αν η έννοια του σκοπού κατά το εν λόγω άρθρο 33 αποτελεί έννοια που υποδηλώνει έναν σκοπό μεταξύ άλλων, καθόσον εκτίμησε ότι ο σκοπός αυτός μπορούσε, επομένως, να συνυπάρχει με άλλους. Περαιτέρω, εμμέσως πλην σαφώς, η Επιτροπή ορθά έκρινε ότι δεν απαιτείται, μετά την απόδειξη του ότι ο κύριος ή ο πρωταρχικός σκοπός μιας μετατόπισης παραγωγής είναι η αποφυγή της εφαρμογής μέτρων εμπορικής πολιτικής της Ένωσης, να λάβει θέση επί του ζητήματος του συνολικού εξορθολογισμού της επίμαχης μετατόπισης από οικονομική άποψη.

126

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως και, κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του πρέπει να απορριφθούν.

4.   Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά πρόδηλη πλάνη εκτίμησης

127

Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών, καθόσον η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη το σύνολο των στοιχείων του γενικότερου πλαισίου ούτε περαιτέρω εκτίμησε κατ’ ορθό τρόπο το πλαίσιο, το περιεχόμενο και το αντικείμενο του εντύπου 8-K.

α)   Επί του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά παράλειψη ανάλυσης του συνόλου των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών

128

Οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης, καθόσον δεν εξέτασε το σύνολο των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών, και ιδίως την ημερομηνία κατά την οποία λήφθηκε η απόφαση της Harley-Davidson περί μεταφοράς ορισμένων εργασιών κατασκευής στην Ταϊλάνδη, τους εμπορικούς και οικονομικούς λόγους που υπαγόρευσαν την απόφαση αυτή, καθώς και τη φύση των διαδικασιών και των εργασιών που πραγματοποιήθηκαν στην Ταϊλάνδη.

129

Η Επιτροπή αντικρούει αυτή την επιχειρηματολογία.

130

Επισημαίνεται ότι η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών αφορά το αν η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή του άρθρου 33 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/2446, καθόσον δεν εξέτασε αν η επίμαχη μετατόπιση της παραγωγής μπορούσε να δικαιολογηθεί οικονομικά. Ωστόσο, το ζήτημα αυτό έχει ήδη εξεταστεί στο πλαίσιο της ανάλυσης του τρίτου λόγου ακυρώσεως.

131

Συναφώς, από την ανάλυση που εκτίθεται στις σκέψεις 54 έως 63 ανωτέρω προκύπτει ότι, στο μέτρο που η Επιτροπή ορθώς διαπίστωσε, βάσει των στοιχείων που είχε στη διάθεσή της, ότι κύριος σκοπός της μετατόπισης της παραγωγής μοτοσικλετών Harley-Davidson που προορίζονταν για την αγορά της Ένωσης στην Ταϊλάνδη ήταν η αποφυγή της εφαρμογής των μέτρων εμπορικής πολιτικής που θεσπίστηκαν με τον κανονισμό 2018/886, το θεσμικό αυτό όργανο μπορούσε βασίμως να συναγάγει, κατά την εφαρμογή του άρθρου 33 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/2446, ότι η μετατόπιση αυτή δεν ήταν οικονομικά δικαιολογημένη, οπότε δεν ήταν αναγκαία η εξέταση των πραγματικών περιστατικών που ενδεχομένως συνδέονταν με άλλους σκοπούς τους οποίους επεδίωκε η μετατόπιση της παραγωγής.

132

Επομένως, το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως απορρίπτεται.

β)   Επί του δευτέρου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση του πλαισίου, του περιεχομένου και του αντικειμένου του εντύπου 8-K

133

Οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη το γενικότερο πλαίσιο εντός του οποίου δημοσιοποιήθηκε το έντυπο 8-K. Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν συναφώς ότι η Επιτροπή προσέδωσε υπερβολική σημασία στη φράση κατά την οποία η επίμαχη μετατόπιση της παραγωγής έπρεπε να καταστήσει δυνατή την «αποφυγή της δασμολογικής επιβάρυνσης» που συνεπάγονταν οι πρόσθετοι δασμοί, ενώ υπήρχαν και άλλα στοιχεία τα οποία δικαιολογούσαν τη μετατόπιση. Ως εκ τούτου, οι προσφεύγουσες θεωρούν ότι η Επιτροπή απέδωσε απόλυτη αποδεικτική αξία σε μια μόνο δήλωση, χωρίς να λάβει υπόψη το πλαίσιο εντός του οποίου πραγματοποιήθηκε η δήλωση αυτή ή το κοινό στο οποίο απευθυνόταν η δήλωση το οποίο έπρεπε να καθησυχαστεί, και απέκλεισε οποιαδήποτε άλλη απόδειξη. Τέλος, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, ακόμη και αν ένας από τους παράγοντες που δικαιολογούσαν τη μετατόπιση της παραγωγής ήταν η αποφυγή της εφαρμογής πρόσθετων δασμών, η Επιτροπή δεν στάθμισε τον σκοπό αυτό με άλλους επιδιωκόμενους με την επίμαχη μετατόπιση σκοπούς.

134

Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα αυτά.

135

Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στις σκέψεις 24 και 25 ανωτέρω, η Harley-Davidson, αντιδρώντας στην έναρξη ισχύος του κανονισμού 2018/886, υπέβαλε το έντυπο 8-K στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς στις 25 Ιουνίου 2018 προκειμένου να ενημερώσει τους μετόχους της σχετικά με την επιβολή, από τις 22 Ιουνίου 2018, προσθέτων δασμών επί των προϊόντων της που εισάγονται στην Ένωση από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Περαιτέρω, η Harley-Davidson γνωστοποίησε με το έγγραφο αυτό την πρόθεσή της να μεταφέρει την παραγωγή ορισμένων μοτοσικλετών προοριζόμενων για την αγορά της Ένωσης από τις Ηνωμένες Πολιτείες στις διεθνείς εγκαταστάσεις της, προκειμένου να αποφύγει τα επίμαχα μέτρα εμπορικής πολιτικής της Ένωσης.

136

Ειδικότερα, το έντυπο 8-K αναφέρει τα ακόλουθα: «[π]ροκειμένου να αντιμετωπιστεί μακροπρόθεσμα το σημαντικό κόστος αυτής της δασμολογικής επιβάρυνσης, η Harley-Davidson θα εφαρμόσει σχέδιο για τη μετατόπιση της παραγωγής μοτοσικλετών που προορίζονται για την [Ένωση] από τις Ηνωμένες Πολιτείες προς τις διεθνείς εγκαταστάσεις της, προκειμένου να αποφύγει τη δασμολογική επιβάρυνση».

137

Επομένως, ένας τουλάχιστον από τους παράγοντες που δικαιολογούσαν την επίμαχη μετατόπιση της παραγωγής ήταν η αποφυγή της εφαρμογής πρόσθετων δασμών, πράγμα το οποίο δεν αμφισβητούν οι προσφεύγουσες. Επιπλέον, αποδείχθηκε, με τις σκέψεις 64 έως 72 ανωτέρω, ότι αυτή η βούληση για αποφυγή της επιβολής πρόσθετων δασμών ήταν ο κύριος ή πρωταρχικός σκοπός της απόφασης για την επίμαχη μετατόπιση.

138

Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης κρίνοντας, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι, «[μ]ετά τη δημοσίευση των μέτρων εμπορικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, [η Harley‑Davidson] διαβίβασε στις 25 Ιουνίου 2018 στην [Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς] μέσω του εντύπου 8-K […] ότι προτίθεται να μεταφέρει την παραγωγή ορισμένων μοτοσικλετών που προορίζονται για την αγορά της […] Ένωσης από τις Ηνωμένες Πολιτείες […] στις διεθνείς εγκαταστάσεις [της] σε άλλη χώρα προκειμένου να αποφύγει τα μέτρα εμπορικής πολιτικής της […] Ένωσης», επισημαίνοντας παράλληλα ότι «η αποφυγή των [επίμαχων] μέτρων εμπορικής πολιτικής δεν [ήταν] κατ’ ανάγκη ο μοναδικός σκοπός της μετατόπισης της παραγωγής […]».

139

Όσον αφορά το αν η Επιτροπή έπρεπε να λάβει υπόψη και άλλους παράγοντες, όπως τα στοιχεία του γενικότερου πλαισίου, το αντικείμενο του εντύπου 8-K ή ακόμη τους λοιπούς σκοπούς που επιδιώκει η επίμαχη μετατόπιση της παραγωγής, παρατηρείται ότι το ζήτημα αυτό αφορά το αν η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία του άρθρου 33 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/2446, στον βαθμό που στήριξε το συμπέρασμά της στη διαπίστωση ότι κύριος σκοπός της μετατόπισης ήταν η αποφυγή της εφαρμογής των πρόσθετων δασμών, ζήτημα το οποίο ήδη εξετάστηκε και απορρίφθηκε στο πλαίσιο της ανάλυσης του τρίτου λόγου ακυρώσεως και του πρώτου σκέλους του υπό εξέταση λόγου ακυρώσεως.

140

Κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει να απορριφθούν το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως και, κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του.

5.   Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παραβίαση των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης και του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης

141

Στο πλαίσιο του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, τις αρχές της απαγόρευσης των διακρίσεων και της αναλογικότητας, το δικαίωμα χρηστής διοίκησης, την επιχειρηματική ελευθερία και το δικαίωμα ιδιοκτησίας.

α)   Επί του πρώτου σκέλους του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

142

Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ήταν δυνατό να προβλεφθεί, το ίδιο δε ισχύει και ως προς την εφαρμογή και τα αποτελέσματά της ιδίως όσον αφορά τις βελγικές αρχές όπως αποδεικνύεται από το γεγονός ότι ανακλήθηκαν και οι πέντε αποφάσεις ΔΠΚ που αφορούσαν τις προσφεύγουσες και όχι μόνον οι δύο μνημονευόμενες στην προσβαλλόμενη απόφαση αποφάσεις ΔΠΚ. Επιπλέον, υποστηρίζουν ότι το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν ανακάλεσε τις αποφάσεις ΔΠΚ κατά τον χρόνο έκδοσής τους συνιστά συμπεριφορά που δημιούργησε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη και υπενθυμίζουν ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι χρονικό διάστημα δύο ετών μεταξύ της δημοσίευσης εσφαλμένης απόφασης και της απόπειρας διόρθωσής της εκ μέρους της Επιτροπής δεν ήταν εύλογο. Ισχυρίζονται επίσης ότι από τον οδηγό της Επιτροπής για τις δεσμευτικές πληροφορίες σχετικά με την καταγωγή προκύπτει ότι η ανάκληση απόφασης ΔΠΚ υπόκειται στις προϋποθέσεις του άρθρου 22, παράγραφος 6, του τελωνειακού κώδικα σχετικά με το δικαίωμα ακρόασης, οπότε μπορούσαν θεμιτώς να προσδοκούν ότι η Επιτροπή θα ερχόταν σε επαφή μαζί τους στο πλαίσιο της διαδικασίας που οδήγησε στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. Τέλος, κατά τις προσφεύγουσες, δεν υπήρχε επιτακτικό δημόσιο συμφέρον το οποίο θα έπρεπε να υπερισχύσει των ιδιωτικών συμφερόντων τους.

143

Η Επιτροπή αντικρούει αυτή την επιχειρηματολογία.

144

Οι λαμβανόμενες κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 33 του τελωνειακού κώδικα αποφάσεις ΔΠΚ είναι αποφάσεις με τις οποίες οι εθνικές τελωνειακές αρχές πιστοποιούν τη γεωγραφική καταγωγή ορισμένων εισαγόμενων στην Ένωση προϊόντων, κατόπιν αίτησης εισαγωγέων οι οποίοι επιθυμούν να λάβουν εγγυήσεις ως προς την ερμηνεία των κανόνων για τον προσδιορισμό της καταγωγής εισαγομένου εμπορεύματος. Σκοπός της δεσμευτικής πληροφορίας σχετικά με την καταγωγή είναι η παροχή στον επιχειρηματία κάθε δυνατής εξασφάλισης οσάκις υφίσταται αμφιβολία ως προς την γεωγραφική καταγωγή εμπορεύματος που εισάγεται στην Ένωση, ούτως ώστε αυτός να προστατεύεται έναντι οποιασδήποτε μεταγενέστερης μεταβολής της θέσης που έλαβαν οι εθνικές τελωνειακές αρχές κατά τη διάρκεια δεδομένης περιόδου (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 1998, Lopex Export, C‑315/96, EU:C:1998:31, σκέψη 28). Εντούτοις, μια τέτοια πληροφορία δεν έχει ως σκοπό ούτε θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα την παροχή οριστικών εγγυήσεων στον επιχειρηματία ότι η εν λόγω γεωγραφική καταγωγή δεν θα τροποποιηθεί στη συνέχεια, ιδίως λόγω της ανάκλησης της απόφασης ΔΠΚ κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής για τον προβλεπόμενο στο άρθρο 34, παράγραφος 11, του τελωνειακού κώδικα λόγο που συνίσταται στην ανάγκη να διασφαλιστεί ο ορθός προσδιορισμός της καταγωγής των εμπορευμάτων.

145

Περαιτέρω, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι δεν χωρεί επίκληση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης έναντι ρητής διάταξης του δικαίου της Ένωσης και ότι η αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης συμπεριφορά εθνικής αρχής επιφορτισμένης με την εφαρμογή του δικαίου αυτού δεν μπορεί να θεμελιώσει την ύπαρξη δικαιολογημένης εμπιστοσύνης εκ μέρους του επιχειρηματία ότι θα τύχει μεταχείρισης αντίθετης προς το δίκαιο της Ένωσης [πρβλ. απόφαση της 7ης Απριλίου 2011, Sony Supply Chain Solutions (Europe), C‑153/10, EU:C:2011:224, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

146

Εν προκειμένω, από την ανάλυση του τρίτου λόγου ακυρώσεως προκύπτει ότι το άρθρο 33 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/2446 ρυθμίζει με επαρκή ακρίβεια την προϋπόθεση σχετικά με τον οικονομικώς δικαιολογημένο χαρακτήρα της επεξεργασίας ή της μεταποίησης. Επιπλέον, από το γράμμα του άρθρου 60, παράγραφος 2, του τελωνειακού κώδικα προκύπτει ότι η διάταξη αυτή ρυθμίζει με επαρκή ακρίβεια τις λοιπές προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για τον προσδιορισμό της καταγωγής εμπορεύματος που εισάγεται στην Ένωση.

147

Επομένως, οι βελγικές τελωνειακές αρχές που είναι επιφορτισμένες με την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης εξέδωσαν τις αποφάσεις ΔΠΚ κατά παράβαση του δικαίου της Ένωσης, οπότε η έκδοση των αποφάσεων αυτών δεν ήταν ικανή να δημιουργήσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στις προσφεύγουσες.

148

Όσον αφορά το ζήτημα του χρονικού διαστήματος που μεσολάβησε μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία η Επιτροπή έλαβε γνώση της ύπαρξης των επίμαχων αποφάσεων ΔΠΚ και της ημερομηνίας κατά την οποία ζήτησε την ανάκλησή τους από τις βελγικές τελωνειακές αρχές, το ζήτημα αυτό θα εξεταστεί στο πλαίσιο της εξέτασης του τρίτου σκέλους του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, στο οποίο εμπίπτει στην πραγματικότητα, σχετικά με την προσβολή του δικαιώματος χρηστής διοίκησης.

149

Όσον αφορά, τέλος, τον ισχυρισμό των προσφευγουσών ότι μπορούσαν θεμιτώς να αναμένουν ότι η Επιτροπή θα ερχόταν σε επαφή μαζί τους πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, αρκεί για την απόρριψη του ισχυρισμού η διαπίστωση ότι, στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, ο ισχυρισμός αυτός στηρίζεται σε ερμηνεία του άρθρου 22, παράγραφος 6, του τελωνειακού κώδικα, το οποίο αφορά αποκλειστικώς τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθούν οι εθνικές τελωνειακές αρχές και όχι τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθεί η Επιτροπή.

150

Επομένως, το πρώτο σκέλος του πέμπτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

β)   Επί του δευτέρου σκέλους του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά παραβίαση των αρχών της απαγόρευσης των διακρίσεων και της αναλογικότητας

151

Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι από τις δηλώσεις του πρώην Προέδρου της Επιτροπής, αλλά και του τότε Επιτρόπου Εμπορίου, προκύπτει ότι η επιβάρυνση της Harley-Davidson, και άλλων αμερικανικών σημάτων, με τους επίμαχους δασμούς αντιποίνων αποτέλεσε συγκεκριμένη επιλογή ώστε να ασκηθεί ειδικότερα πίεση σε Αμερικανούς πολιτικούς αρμοδίους και δεν έγινε βάσει αντικειμενικών κριτηρίων. Προσθέτουν ότι το αποτέλεσμα της προσβαλλόμενης απόφασης ήταν δυσανάλογο σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό και ότι υπήρχαν άλλες, λιγότερο επαχθείς, λύσεις ή ότι θα μπορούσαν να λάβουν ορισμένες εγγυήσεις, όπως, για παράδειγμα, να ενημερωθούν σχετικά με την πρόθεση της Επιτροπής να επανεξετάσει την εκ μέρους των βελγικών αρχών ερμηνεία του κριτηρίου του άρθρου 33 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/2446 και να τους παρασχεθεί, παράλληλα, η δυνατότητα υποβολής παρατηρήσεων.

152

Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα αυτά.

153

Το Γενικό Δικαστήριο παρατηρεί ότι οι ισχυρισμοί των προσφευγουσών, ότι κατ’ ουσίαν υπέστησαν δυσμενή διάκριση διότι υψηλόβαθμα στελέχη της Ένωσης, με τις δημόσιες δηλώσεις τους, στόχευσαν ειδικώς τη Harley-Davidson και άλλα αμερικανικά σήματα, ώστε να τους επιβληθούν οι επίμαχοι δασμοί αντιποίνων, βαίνουν πέραν του αντικειμένου της υπό κρίση διαφοράς.

154

Συγκεκριμένα, η αιτίαση αυτή των προσφευγουσών δεν αφορά στην πραγματικότητα την προσβαλλόμενη απόφαση, αλλά, αντιθέτως, στρέφεται ευθέως κατά του κανονισμού 2018/886 με τον οποίο επιβλήθηκαν οι πρόσθετοι δασμοί και ο οποίος, κατά την άποψή τους, στόχευσε αδίκως τη Harley-Davidson. Επιπλέον, και εν πάση περιπτώσει, ο κανονισμός 2018/886 δεν αναφέρεται ονομαστικά στη Harley-Davidson, αλλά, μεταξύ άλλων, στα προϊόντα που αντιστοιχούν στον κωδικό ονοματολογίας 87115000, ήτοι στις «[μ]οτοσικλέτες με εμβολοφόρο κινητήρα, με κυλινδρισμό που υπερβαίνει τα 800 cm3». Καίτοι αυτή η κατηγορία προϊόντων αντιστοιχεί πράγματι στις μοτοσικλέτες κατασκευής της Harley-Davidson, δεν μπορεί εντούτοις να αποκλειστεί ότι μοτοσικλέτες κατασκευής άλλων εγκατεστημένων στις Ηνωμένες Πολιτείες επιχειρήσεων μπορούν επίσης να εμπίπτουν σ’ αυτή την κατηγορία, η οποία ορίζεται με αντικειμενικό τρόπο και χωρίς μνεία συγκεκριμένου σήματος, πράγμα το οποίο επιβεβαίωσαν οι προσφεύγουσες κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση καθόσον αναφέρθηκαν σε άλλον Αμερικανό κατασκευαστή.

155

Όσον αφορά το ζήτημα της αναλογικότητας και του εισάγοντος δυσμενείς διακρίσεις χαρακτήρα της προσβαλλόμενης απόφασης, αρκεί η επισήμανση ότι, με την εν λόγω απόφαση, η Επιτροπή ζήτησε απλώς από εθνικές τελωνειακές αρχές να ανακαλέσουν αποφάσεις ΔΠΚ διότι δεν ήταν σύμφωνες με το δίκαιο της Ένωσης. Αφενός, τα αιτήματα συμμόρφωσης προς την εφαρμοστέα κανονιστική ρύθμιση δεν είναι δυσανάλογα. Αφετέρου, οι προσφεύγουσες δεν αποδεικνύουν και δεν ισχυρίζονται καν ότι η Επιτροπή δεν ζήτησε από τις εθνικές αρχές να τροποποιήσουν αποφάσεις ΔΠΚ που αφορούσαν άλλον παραγωγό προϊόντων τα οποία αντιστοιχούσαν στον κωδικό ονοματολογίας 87115000. Εξάλλου, δεν προκύπτει βάσει στοιχείων ότι η Επιτροπή δεν ενήργησε ακριβώς με τον ίδιο τρόπο σε σχέση με άλλες αποφάσεις ΔΠΚ μη σύμφωνες με το δίκαιο της Ένωσης.

156

Επομένως, το δεύτερο σκέλος του πέμπτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

γ)   Επί του τρίτου σκέλους του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά προσβολή του δικαιώματος χρηστής διοίκησης και του δικαιώματος ακρόασης

157

Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή ενήργησε κατά τρόπο μεροληπτικό στο πλαίσιο της διαδικασίας λήψης αποφάσεων και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί παρά να ανάγεται σε πολιτικής φύσεως λόγους. Προσάπτουν επίσης στην Επιτροπή ότι δεν εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση εντός εύλογης προθεσμίας και ότι δεν επικοινώνησε μαζί τους, έστω μέσω των βελγικών αρχών, πριν από την έκδοση της εν λόγω απόφασης. Συναφώς, οι προσφεύγουσες υπενθυμίζουν ότι το δικαίωμα ακρόασης αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης της οποίας πρέπει να απολαύει κάθε επιχειρηματίας, ανεξαρτήτως του περιεχομένου της εφαρμοστέας ρύθμισης.

158

Η Επιτροπή αντικρούει αυτή την επιχειρηματολογία.

159

Κατά το άρθρο 41 του Χάρτη, κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην αμερόληπτη, δίκαιη και εντός ευλόγου προθεσμίας εξέταση των υποθέσεών του από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης. Η επιταγή αυτή της αμεροληψίας καλύπτει, αφενός, την υποκειμενική αμεροληψία, κατά την οποία κανένας υπάλληλος του επιφορτισμένου με την υπόθεση θεσμικού οργάνου δεν πρέπει να εκδηλώνει μεροληψία ή προσωπικές προκαταλήψεις, και, αφετέρου, την αντικειμενική αμεροληψία, κατά την οποία το θεσμικό όργανο πρέπει να παρέχει επαρκή εχέγγυα για τον αποκλεισμό κάθε εύλογης αμφιβολίας συναφώς (βλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 2013, Ziegler κατά Επιτροπής, C‑439/11 P, EU:C:2013:513, σκέψη 155 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

160

Εν προκειμένω, είναι αληθές ότι από τις δηλώσεις του πρώην Προέδρου της Επιτροπής τον Μάρτιο του 2018, όπως παρουσιάστηκαν στον Τύπο, προκύπτει ότι «[έπρεπε να] επιβληθούν [πρόσθετα] τέλη επί των μοτοσικλετών Harley‑Davidson, των τζην Levi’s, του Bourbon». Εντούτοις, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να συναγάγουν από αυτούς και μόνον τους αυθόρμητους ισχυρισμούς ότι η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωση αμεροληψίας. Κατ’ αρχάς, με την εκδοθείσα τον Μάρτιο του 2021 προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή ζήτησε απλώς από τις βελγικές τελωνειακές αρχές, στο πλαίσιο του εκ των υστέρων ελέγχου των αποφάσεων ΔΠΚ που εκδίδουν οι εθνικές τελωνειακές αρχές, να ανακαλέσουν τις επίμαχες αποφάσεις ΔΠΚ, τις οποίες είχε ορθώς κρίνει ως αντίθετες προς το δίκαιο της Ένωσης. Πράγματι, η Επιτροπή εξέδωσε, βάσει του άρθρου 33 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/2446, την προσβαλλόμενη απόφαση με μοναδικό σκοπό να διασφαλίσει τον ορθό προσδιορισμό της καταγωγής των μοτοσικλετών που κατασκευάζει η Harley‑Davidson, οπότε οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να της προσάψουν μεροληψία. Επιπλέον, και εν πάση περιπτώσει, οι προσφεύγουσες δεν προβάλλουν προς απόδειξη της έλλειψης αντικειμενικότητας και αμεροληψίας εκ μέρους της Επιτροπής κανένα στοιχείο σχετικά με την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, πέραν κάποιων γενικών και αφηρημένων εκτιμήσεων σχετικά με τη φερόμενη πολιτική βούληση για θέσπιση των επίμαχων πρόσθετων δασμών.

161

Ως προς το ζήτημα αυτό, υπενθυμίζεται επίσης ότι το άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του Χάρτη ορίζει ότι το δικαίωμα της χρηστής διοίκησης περιλαμβάνει το δικαίωμα κάθε προσώπου σε προηγούμενη ακρόαση προτού ληφθεί ατομικό μέτρο εις βάρος του. Το δικαίωμα ακρόασης ανήκει στα δικαιώματα άμυνας και ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, η οποία έχει εφαρμογή ακόμη και αν δεν υφίσταται συναφώς ειδική κανονιστική ρύθμιση. Η εν λόγω αρχή επιτάσσει να παρέχεται στους αποδέκτες αποφάσεων οι οποίες επηρεάζουν ουσιωδώς τα συμφέροντά τους η δυνατότητα να γνωστοποιούν λυσιτελώς την άποψή τους επί των εις βάρος τους στοιχείων στα οποία στηρίχθηκαν οι αποφάσεις (βλ. απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 2021, Vialto Consulting κατά Επιτροπής, C‑650/19 P, EU:C:2021:879, σκέψη 122 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

162

Προκύπτει, επιπλέον από τη νομολογία ότι, για να μπορεί η προσβολή του δικαιώματος ακρόασης να οδηγήσει στην ακύρωση της επίμαχης πράξης, πρέπει να υφίσταται το ενδεχόμενο η διοικητική διαδικασία να μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα (πρβλ. απόφαση της 5ης Μαΐου 2022, Zhejiang Jiuli Hi-Tech Metals κατά Επιτροπής, C‑718/20 P, EU:C:2022:362, σκέψη 49). Συγκεκριμένα, απόκειται στον προσφεύγοντα να αποδείξει, προσκομίζοντας συγκεκριμένα στοιχεία ή τουλάχιστον παραθέτοντας αρκούντως αξιόπιστα και συγκεκριμένα επιχειρήματα ή ενδείξεις, ότι η απόφαση της Επιτροπής θα ήταν διαφορετική, οπότε θα ήταν δυνατό να στοιχειοθετηθεί συγκεκριμένα προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 29ης Ιουνίου 2006, SGL Carbon κατά Επιτροπής, C‑308/04 P, EU:C:2006:433, σκέψη 98).

163

Τέλος, η τήρηση εύλογης προθεσμίας κατά τη διεξαγωγή διοικητικής διαδικασίας συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης. Εξάλλου, η θεμελιώδης επιταγή της ασφαλείας δικαίου, η οποία υποχρεώνει την Επιτροπή να μην καθυστερεί επ’ αόριστον την άσκηση των εξουσιών της, συνεπάγεται ότι ο δικαστής εξετάζει εάν από τη διεξαγωγή της διοικητικής διαδικασίας προκύπτει ότι το θεσμικό όργανο αυτό ενήργησε με υπερβολική καθυστέρηση (βλ. απόφαση της 22ας Απριλίου 2016, Γαλλία κατά Επιτροπής, T‑56/06 RENV II, EU:T:2016:228, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

164

Ο εύλογος χαρακτήρας της διάρκειας της διαδικασίας εκτιμάται με γνώμονα τις περιστάσεις που προσιδιάζουν σε κάθε υπόθεση, όπως είναι η περιπλοκότητα της διαφοράς και η συμπεριφορά των διαδίκων (βλ. απόφαση της 13ης Ιουνίου 2013, HGA κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑630/11 P έως C‑633/11 P, EU:C:2013:387, σκέψη 82 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

165

Το τρίτο σκέλος του πέμπτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα των αρχών αυτών.

1) Επί της προσβολής του δικαιώματος ακρόασης

166

Όσον αφορά την προσβολή του δικαιώματος ακρόασης, δεν αμφισβητείται μεταξύ των διαδίκων ότι η Επιτροπή δεν έδωσε στις προσφεύγουσες τη δυνατότητα να υποβάλουν παρατηρήσεις στο πλαίσιο της διαδικασίας κατόπιν της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία συνιστά ατομικό μέτρο εις βάρος των προσφευγουσών που τις επηρεάζει δυσμενώς, δεδομένου ότι οι βελγικές αρχές κλήθηκαν να ανακαλέσουν τις δύο πρώτες επίμαχες αποφάσεις ΔΠΚ και δεν είχαν τη δυνατότητα να μη συμμορφωθούν προς τη διαταγή αυτή. Το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η διαδικασία έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης προβλέπει μόνο διμερή ανταλλαγή απόψεων μεταξύ της Επιτροπής και του οικείου κράτους μέλους δεν μπορεί να ευδοκιμήσει, διότι, όπως υπενθυμίζεται στη σκέψη 161 ανωτέρω, το δικαίωμα αυτό έχει εφαρμογή ακόμη και ελλείψει ειδικής ρύθμισης. Επιπλέον, το γεγονός ότι οι προσφεύγουσες διατύπωσαν ή θα μπορούσαν να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους ενώπιον των βελγικών τελωνειακών αρχών τόσο πριν από την έκδοση των επίμαχων αποφάσεων ΔΠΚ όσο και, κατά την Επιτροπή, στο διάστημα μεταξύ της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης και της έκδοσης της απόφασης με την οποία εν τέλει ανακλήθηκαν οι εν λόγω αποφάσεις ΔΠΚ δεν μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή τήρησε την υποχρέωση που υπείχε να ακούσει τις προσφεύγουσες πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης.

167

Παρά ταύτα, η προαναφερθείσα παρατυπία δεν μπορεί εν προκειμένω να επιφέρει την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης παρά μόνο αν, εξαιτίας της παρατυπίας αυτής, η διοικητική διαδικασία θα μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα, με αποτέλεσμα να θίγονται συγκεκριμένα τα δικαιώματα άμυνας.

168

Ωστόσο, στον βαθμό που με την προσβαλλόμενη απόφαση ζητήθηκε από τις βελγικές τελωνειακές αρχές, στο πλαίσιο του εκ των υστέρων ελέγχου των αποφάσεων ΔΠΚ που εκδίδουν οι εθνικές τελωνειακές αρχές, μόνο να ανακαλέσουν αποφάσεις ΔΠΚ οι οποίες εφαρμόζουν εσφαλμένως το άρθρο 33 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/2446, η Επιτροπή άσκησε απλώς την αρμοδιότητα που της αναθέτει το άρθρο 34, παράγραφος 11, του τελωνειακού κώδικα, να ζητεί από τα κράτη μέλη την ανάκληση αποφάσεων ΔΠΚ προκειμένου να διασφαλίσει τον ορθό και ενιαίο προσδιορισμό της καταγωγής των εμπορευμάτων.

169

Όπως κρίθηκε στις σκέψεις 53 έως 73 ανωτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση ερμηνεύει και εφαρμόζει κανόνα δικαίου της Ένωσης, ήτοι το άρθρο 33 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/2446, χωρίς να ενέχει σφάλμα. Επομένως, ακόμη και αν οι προσφεύγουσες είχαν τη δυνατότητα να προβάλουν παρατηρήσεις στο πλαίσιο της διαδικασίας που κατέληξε στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, η ερμηνεία και η εφαρμογή του άρθρου 33 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/2446 στις οποίες προέβη η Επιτροπή με την απόφαση αυτή δεν θα μπορούσαν να είναι διαφορετικές. Λόγω, ακριβώς, των διαφορετικών ερμηνειών που αποδόθηκαν στο άρθρο 33 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/2446, όπως προκύπτει από την αλληλογραφία μεταξύ των βελγικών αρχών και της Επιτροπής, την οποία προσκόμισε η Επιτροπή απαντώντας σε μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας της 30ής Ιουνίου 2022, οι λύσεις που έγιναν αντιστοίχως δεκτές ως προς την εφαρμογή του άρθρου αυτού στα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υπόθεσης δεν ήταν οι ίδιες.

170

Εν πάση περιπτώσει, όπως επισημαίνεται στις σκέψεις 65 και 66 ανωτέρω, οι προσφεύγουσες παρότι, όπως υπενθυμίζεται στη σκέψη 162 ανωτέρω, φέρουν το σχετικό βάρος αποδείξεως, δεν προσκόμισαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου συγκεκριμένα στοιχεία ικανά να αποδείξουν ότι η επίμαχη μετατόπιση της παραγωγής δικαιολογούνταν κυρίως από λόγους άσχετους προς την επιβολή των πρόσθετων δασμών.

2) Επί της παραβίασης της αρχής της εύλογης προθεσμίας

171

Όσον αφορά τη φερόμενη μη τήρηση εύλογης προθεσμίας στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας κατόπιν της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι το άρθρο 34, παράγραφος 11, του τελωνειακού κώδικα, κατά το οποίο η Επιτροπή μπορεί να ζητεί από κράτος μέλος την ανάκληση αποφάσεων ΔΠΚ προκειμένου να διασφαλιστεί ο ορθός και ενιαίος προσδιορισμός της καταγωγής των εμπορευμάτων, δεν προβλέπει καμία, έστω ενδεικτική, προθεσμία για την εκ μέρους της εξέταση των αποφάσεων ΔΠΚ που της κοινοποιούνται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 19 του κανονισμού 2015/2447, όπως εξάλλου επισημαίνει ορθά η Επιτροπή (βλ. σκέψη 12 ανωτέρω).

172

Ωστόσο, το γεγονός και μόνον ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούται να τηρήσει κάποια προθεσμία για να ζητήσει από κράτος μέλος την ανάκληση αποφάσεων ΔΠΚ δεν εμποδίζει τον δικαστή της Ένωσης να ελέγξει αν το θεσμικό αυτό όργανο τήρησε εύλογη προθεσμία.

173

Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι οι βελγικές τελωνειακές αρχές κοινοποίησαν τις επίμαχες αποφάσεις ΔΠΚ στην Επιτροπή στις 21 Αυγούστου 2019 και ότι η Επιτροπή ήλθε σε επαφή μαζί τους στις 5 Οκτωβρίου 2020 προκειμένου να τους γνωστοποιήσει την πρόθεσή της να τους ζητήσει να ανακαλέσουν τις εν λόγω αποφάσεις.

174

Κατόπιν ανταλλαγής απόψεων με τις βελγικές αρχές, στο πλαίσιο της οποίας διατύπωσαν τις παρατηρήσεις τους με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στις 13 Νοεμβρίου 2020, η Επιτροπή, ήδη από τις 22 Δεκεμβρίου 2020, κίνησε διαδικασία για την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, εξαιτίας της οποίας χρειάστηκε να υποβάλει ερωτήματα σε διάφορες γενικές διευθύνσεις. Στις 5 Μαρτίου 2021 η Επιτροπή υπέβαλε το σχέδιο προσβαλλόμενης απόφασης σε όλες τις αντιπροσωπείες της επιτροπής τελωνειακού κώδικα, τμήμα «Καταγωγή», στο πλαίσιο της έγγραφης συμβουλευτικής διαδικασίας. Στις 29 Μαρτίου 2021 η Επιτροπή απηύθυνε ενημερωτικό σημείωμα στην επιτροπή τελωνειακού κώδικα, τμήμα «Καταγωγή», πριν εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση στις 31 Μαρτίου 2021.

175

Επομένως, μολονότι όντως παρήλθε διάστημα λίγο μεγαλύτερο των δεκατριών μηνών μεταξύ της κοινοποίησης από τις βελγικές τελωνειακές αρχές των επίμαχων αποφάσεων ΔΠΚ και της πρώτης επαφής της Επιτροπής με τις αρχές αυτές σχετικά με το ενδεχόμενο να τους ζητήσει να ανακαλέσουν τις αποφάσεις αυτές, εντούτοις δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι το διάστημα των δεκαέξι μηνών που μεσολάβησε μεταξύ της εν λόγω κοινοποίησης και της κίνησης της επίσημης εσωτερικής διαδικασίας για την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης είναι υπερβολικό υπό περιστάσεις όπως αυτές της υπό κρίση υπόθεσης, οι οποίες είχαν, κατά τα λοιπά, καινοφανή χαρακτήρα λόγω της άσκησης από την Επιτροπή της αρμοδιότητας που της αναθέτει το άρθρο 34, παράγραφος 11, του τελωνειακού κώδικα, να ζητεί από κράτος μέλος την ανάκληση αποφάσεων ΔΠΚ προκειμένου να διασφαλιστεί ο ορθός και ενιαίος προσδιορισμός της καταγωγής των εμπορευμάτων.

176

Επιπλέον, παρατηρείται ότι, στη συνέχεια, η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση μετά το πέρας μιας διοικητικής διαδικασίας που διήρκησε λιγότερο από τέσσερις μήνες, στο πλαίσιο της οποίας έπρεπε να ζητηθεί η γνώμη πολλών εμπλεκόμενων θεσμών οι οποίοι διατύπωσαν τις παρατηρήσεις τους, γεγονός που μαρτυρεί ορισμένη ταχύτητα.

177

Συνεπώς, το τρίτο σκέλος του πέμπτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

δ)   Επί του τετάρτου σκέλους του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά προσβολή της επιχειρηματικής ελευθερίας και του δικαιώματος ιδιοκτησίας

178

Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή ερμήνευσε το άρθρο 33 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/2446 κατά τρόπο που στερεί από τους εμπορικούς φορείς τη θεμιτή επιλογή του τόπου εγκατάστασης των δραστηριοτήτων τους, όπερ προσβάλλει την επιχειρηματική ελευθερία τους και το δικαίωμά τους ιδιοκτησίας. Πάντως, κατά τις προσφεύγουσες, κάθε επέμβαση της Επιτροπής στις εμπορικές αποφάσεις που λαμβάνουν οι επιχειρήσεις δεν πρέπει να βαίνει πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την επίτευξη θεμιτού σκοπού και, μολονότι ο έλεγχος του εμπορικού και τελωνειακού καθεστώτος της Ένωσης συνιστά θεμιτό σκοπό, πρέπει εντούτοις να επιδιώκεται εντός αυστηρών ορίων ώστε να μην συνιστά αυθαίρετη παρέμβαση για πολιτικούς σκοπούς.

179

Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα αυτά.

180

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, στις σκέψεις 41 έως 46 της απόφασης της 22ας Ιανουαρίου 2013, Sky Österreich (C‑283/11, EU:C:2013:28), το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι η παρεχόμενη από το άρθρο 16 του Χάρτη προστασία περιλαμβάνει την ελευθερία άσκησης οικονομικής ή εμπορικής δραστηριότητας, τη συμβατική ελευθερία και τον ελεύθερο ανταγωνισμό. Επιπλέον, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η επιχειρηματική ελευθερία δεν συνιστά απόλυτο προνόμιο, αλλά πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε σχέση με τη λειτουργία της εντός του κοινωνικού πλαισίου. Βάσει της νομολογίας αυτής και λαμβανομένου υπόψη του γράμματος του άρθρου 16 του Χάρτη, το οποίο διαφέρει από εκείνο των λοιπών θεμελιωδών ελευθεριών που κατοχυρώνονται στον τίτλο II του Χάρτη, ενώ, αντιθέτως, προσομοιάζει με το γράμμα ορισμένων διατάξεων του τίτλου IV του Χάρτη αυτού, η επιχειρηματική ελευθερία μπορεί να υπόκειται σε ευρύ φάσμα παρεμβάσεων της δημόσιας αρχής οι οποίες μπορούν να θέτουν περιορισμούς στην άσκηση της οικονομικής δραστηριότητας προς εξυπηρέτηση του γενικού συμφέροντος.

181

Κατά το άρθρο 17, παράγραφος 1, του Χάρτη, κάθε πρόσωπο δικαιούται να είναι κύριος των νομίμως κτηθέντων αγαθών του, να τα χρησιμοποιεί, να τα διαθέτει και να τα κληροδοτεί. Κανείς δεν μπορεί να στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνον για λόγους δημόσιας ωφέλειας, στις περιπτώσεις και υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο νόμο και έναντι δίκαιης και έγκαιρης αποζημίωσης για την απώλειά της. Εξάλλου, η χρήση των αγαθών μπορεί να υπόκειται σε περιορισμούς από τον νόμο, εφόσον αυτό είναι αναγκαίο προς το γενικό συμφέρον.

182

Δεδομένου ότι τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στο άρθρο 16 και στο άρθρο 17, παράγραφος 1, του Χάρτη δεν είναι απόλυτα, η άσκησή τους μπορεί να υπόκειται σε περιορισμούς που δικαιολογούνται από σκοπούς γενικού συμφέροντος τους οποίους επιδιώκει η Ένωση. Κατά το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, οι περιορισμοί στην άσκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναγνωρίζονται στον Χάρτη πρέπει να προβλέπονται κατά νόμο, να σέβονται το βασικό περιεχόμενο των εν λόγω δικαιωμάτων και ελευθεριών και, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, επιτρέπεται να επιβάλλονται μόνον εφόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε αναγνωριζόμενους από την Ένωση σκοπούς γενικού ενδιαφέροντος ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων.

183

Εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες δεν εκθέτουν τα πραγματικά στοιχεία ικανά να τεκμηριώσουν τους ισχυρισμούς που διατυπώνουν στο πλαίσιο του υπό κρίση σκέλους και να αποδείξουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιόρισε δυσανάλογα το δικαίωμά τους ιδιοκτησίας ή την επιχειρηματική ελευθερία τους.

184

Επιπλέον, αφενός, ακόμη και αν υποτεθεί ότι αποδεικνύεται περιορισμός των εν λόγω θεμελιωδών δικαιωμάτων, ο ενδεχόμενος αυτός περιορισμός δεν αποτελεί συνέπεια της προσβαλλόμενης απόφασης. Στην πραγματικότητα, ένας τέτοιος περιορισμός, ακόμη και αν θεωρούνταν αποδεδειγμένος, θα αναγόταν στον κανονισμό 2018/886, ο οποίος επέβαλε τους πρόσθετους δασμούς. Όπως, όμως, προκύπτει από τη δικογραφία, οι προσφεύγουσες δεν αμφισβήτησαν τη νομιμότητα του εν λόγω κανονισμού στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής. Αφετέρου, πρέπει επίσης να γίνει δεκτό ότι, καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εμποδίζει τις προσφεύγουσες να διαθέτουν στο εμπόριο, εντός της Ένωσης, μοτοσικλέτες κατασκευής Harley-Davidson, η απόφαση αυτή δεν εμποδίζει δυσανάλογα την άσκηση από τις προσφεύγουσες του δικαιώματός τους να ασκούν οικονομικές δραστηριότητες στην αγορά της Ένωσης ούτε την άσκηση του δικαιώματός τους ιδιοκτησίας στην παραγωγή και την εμπορία των επίμαχων μοτοσικλετών.

185

Κατόπιν του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να απορριφθεί το τέταρτο σκέλος του πέμπτου λόγου ακυρώσεως και, κατά συνέπεια, ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του.

6.   Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά υπέρβαση εξουσίας εκ μέρους της Επιτροπής για πολιτικούς σκοπούς

186

Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το χρονικό σημείο κατά το οποίο εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση καταδεικνύει σαφέστατα ότι η συμπεριφορά της Επιτροπής υπαγορεύθηκε από πολιτικούς λόγους. Διατείνονται, ως εκ τούτου, ότι η Επιτροπή ενήργησε καθ’ υπέρβαση της εξουσίας της να μεριμνά για τον ορθό προσδιορισμό της καταγωγής των εμπορευμάτων που εισάγονται στην Ένωση καθόσον ζήτησε από τις εθνικές τελωνειακές αρχές να ανακαλέσουν αποφάσεις ΔΠΚ, αποκλειστικώς ή κυρίως, για σκοπούς διάφορους από εκείνους για τους οποίους της έχει ανατεθεί η εξουσία αυτή, διακυβεύοντας με τον τρόπο αυτό τον σκοπό της διασφάλισης ορθών και εναρμονισμένων «ίσων όρων ανταγωνισμού» για τους επιχειρηματίες, ο οποίος επιδιώκεται με την εξουσία αυτή.

187

Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα αυτά.

188

Το Γενικό Δικαστήριο παρατηρεί ότι, στο πλαίσιο του έκτου λόγου ακυρώσεως, υπό το πρόσχημα της προβαλλομένης «υπέρβασης εξουσίας», οι προσφεύγουσες, με τα επιχειρήματά τους, προβάλλουν στην πραγματικότητα κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους της Επιτροπής. Πράγματι, με την επιχειρηματολογία τους, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται κατ’ ουσίαν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά συγκεκαλυμμένο μέτρο εμπορικής πολιτικής, το οποίο σκοπεί στην άσκηση πίεσης στην Κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών προκειμένου να αρθούν οι δασμοί που επιβλήθηκαν με το άρθρο 232 του νόμου του 1962 για την επέκταση του εμπορίου.

189

Κατά πάγια νομολογία, μια απόφαση εκδίδεται κατά κατάχρηση εξουσίας μόνον όταν από αντικειμενικές, λυσιτελείς και συγκλίνουσες ενδείξεις προκύπτει ότι έχει ως αποκλειστικό ή, τουλάχιστον, πρωταρχικό σκοπό την επίτευξη αποτελέσματος διαφορετικού από εκείνο το οποίο δηλώνεται ότι επιδιώκει ή την αποφυγή τήρησης διαδικασίας που προβλέπεται ειδικά στη Συνθήκη για την αντιμετώπιση των συγκεκριμένων περιστάσεων (βλ. απόφαση της 20ής Μαρτίου 2019, Foshan Lihua Ceramic κατά Επιτροπής, T‑310/16, EU:T:2019:170, σκέψη 176 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

190

Οι προσφεύγουσες, πέραν αόριστων και αφηρημένων ισχυρισμών, δεν προσκόμισαν κανένα συγκεκριμένο στοιχείο ικανό να αποδείξει ότι η Επιτροπή εξέδωσε την εν λόγω απόφαση για σκοπούς διαφορετικούς από εκείνους που δηλώνονται, ήτοι τη διασφάλιση του ορθού και ενιαίου προσδιορισμού της καταγωγής των εμπορευμάτων που εισάγονται στην Ένωση. Οι προσφεύγουσες προσκόμισαν μεν άρθρα του Τύπου, ορισμένα εκ των οποίων είναι μάλιστα μεταγενέστερα της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, πλην όμως επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα άρθρα αυτά δεν αφορούν ούτε την προσβαλλόμενη απόφαση ούτε παρεμφερείς αποφάσεις. Επιπλέον, στα άρθρα αυτά εκφράζονται μάλλον οι ανησυχίες της Επιτροπής σχετικά με μια ενδεχόμενη κλιμάκωση της αντιπαλότητας μεταξύ της Ένωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών στο πλαίσιο της τότε επικείμενης θέσης σε ισχύ των πρόσθετων δασμών που προβλέπονται στο παράρτημα II του κανονισμού 2018/886.

191

Επομένως, προβάλλοντας μόνον ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε για «πολιτικούς σκοπούς», οι προσφεύγουσες διατυπώνουν απλώς έναν ισχυρισμό.

192

Στο πλαίσιο αυτό, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτουν ενδείξεις ικανές να επιβεβαιώσουν την άποψη ότι η διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης κινήθηκε με αποκλειστικό ή, τουλάχιστον, πρωταρχικό σκοπό την επίτευξη σκοπών διαφορετικών από αυτόν για τον οποίο γίνεται λόγος στη σκέψη 190 ανωτέρω.

193

Ως εκ τούτου, ο έκτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

194

Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι τα αιτήματα ακυρώσεως της προσβαλλόμενης απόφασης πρέπει να απορριφθούν.

Γ. Επί του αιτήματος για λήψη μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας και διεξαγωγής αποδείξεων

195

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το τρίτο αίτημα των προσφευγουσών με το οποίο ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο να διατάξει τα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας ή τα αποδεικτικά μέσα που κρίνει πρόσφορα έχει καταστεί άνευ αντικειμένου, δεδομένου ότι τα έγγραφα στα οποία αναφέρονται οι προσφεύγουσες δημοσιοποιήθηκαν σε απάντηση του σχετικού αιτήματός τους το οποίο υποβλήθηκε βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ 2001, L 145, σ. 43).

196

Οι προσφεύγουσες εκτιμούν ότι το Γενικό Δικαστήριο θα μπορούσε, ωστόσο, να κρίνει χρήσιμο να ζητήσει από την Επιτροπή να προσκομίσει περαιτέρω αποδεικτικά στοιχεία, δεδομένου ότι τα δημοσιοποιηθέντα από την Επιτροπή έγγραφα δεν μπορούν να στηρίξουν επαρκώς τους ισχυρισμούς της.

197

Όσον αφορά την εξέταση των υποβαλλόμενων από διάδικο αιτημάτων για λήψη μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας και για διεξαγωγή αποδείξεων, υπενθυμίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο είναι αποκλειστικά αρμόδιο να κρίνει την ενδεχόμενη ανάγκη συμπλήρωσης των πληροφοριακών στοιχείων επί των υποθέσεων των οποίων επιλαμβάνεται (βλ. απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2007, Sniace κατά Επιτροπής, C‑260/05 P, EU:C:2007:700, σκέψη 77 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

198

Εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες δεν προσδιορίζουν επακριβώς τους λόγους που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν το αίτημα για λήψη μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας και διεξαγωγής αποδείξεων, όπως απαιτεί το άρθρο 88, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

199

Εν πάση περιπτώσει, επισημαίνεται ότι τα στοιχεία της δικογραφίας επαρκούν προκειμένου το Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί, αφού είναι σε θέση να εκφέρει λυσιτελώς κρίση επί τη βάσει των αιτημάτων, των λόγων ακυρώσεως και των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της δίκης και λαμβανομένων υπόψη των εγγράφων που προσκόμισαν οι διάδικοι.

200

Επομένως, το αίτημα για λήψη μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας και διεξαγωγής αποδείξεων πρέπει να απορριφθεί.

201

Ως εκ τούτου, η προσφυγή απορρίπτεται στο σύνολό της, χωρίς να χρειάζεται να κριθεί το παραδεκτό του εγγράφου που προσκόμισε η Επιτροπή για τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, το οποίο περιείχε απομαγνητοφώνηση τηλεφωνικής συνδιάσκεψης που έλαβε χώρα στις 24 Ιουλίου 2018 μεταξύ της Harley-Davidson και των εκπροσώπων των μετόχων της.

Επί των δικαστικών εξόδων

202

Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

203

Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με τα αιτήματα της Επιτροπής.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την προσφυγή.

 

2)

Καταδικάζει τη Harley-Davidson Europe Ltd και τη Neovia Logistics Services International στα δικαστικά έξοδα.

 

Παπασάββας

Svenningsen

Jaeger

Mac Eochaidh

Pynnä

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο την 1η Μαρτίου 2023.

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

Top