EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32023R2175

Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2023/2175 της Επιτροπής, της 7ης Ιουλίου 2023, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προσδιορίζουν λεπτομερέστερα τις απαιτήσεις διατήρησης κινδύνου για μεταβιβάζουσες οντότητες, ανάδοχες οντότητες, αρχικούς δανειοδότες και διαχειριστές

C/2023/1563

ΕΕ L, 2023/2175, 18.10.2023, ELI: http://data.europa.eu/eli/reg_del/2023/2175/oj (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, GA, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

Legal status of the document In force

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg_del/2023/2175/oj

European flag

Επίσημη Εφημερίδα
της Ευρωπαϊκής Ένωσης

EL

Σειρά L


2023/2175

18.10.2023

ΚΑΤ’ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2023/2175 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 7ης Ιουλίου 2023

για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προσδιορίζουν λεπτομερέστερα τις απαιτήσεις διατήρησης κινδύνου για μεταβιβάζουσες οντότητες, ανάδοχες οντότητες, αρχικούς δανειοδότες και διαχειριστές

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/2402 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2017, σχετικά με τη θέσπιση γενικού πλαισίου για την τιτλοποίηση και σχετικά με τη δημιουργία ειδικού πλαισίου για απλή, διαφανή και τυποποιημένη τιτλοποίηση και σχετικά με την τροποποίηση των οδηγιών 2009/65/ΕΚ, 2009/138/ΕΚ και 2011/61/ΕΕ και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (1), και ιδίως το άρθρο 6 παράγραφος 7 τρίτο εδάφιο,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Για να διασφαλιστεί ότι οι επενδυτές και οι εποπτικές αρχές κατανοούν τον τρόπο με τον οποίο μια σύνθετη ή μη μόνιμη μορφή διατήρησης είναι ισοδύναμη με μία από τις επιλογές διατήρησης που προβλέπονται στο άρθρο 6 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402, η χρήση της εν λόγω μορφής διατήρησης και οι σχετικές λεπτομέρειες θα πρέπει να γνωστοποιούνται στο τελικό έγγραφο προσφοράς, στο ενημερωτικό δελτίο, στη σύνοψη της συναλλαγής ή στην επισκόπηση των βασικών χαρακτηριστικών της τιτλοποίησης.

(2)

Το άρθρο 6 παράγραφος 3 στοιχεία α) έως ε) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402 καθορίζει διάφορους τρόπους εκπλήρωσης της απαίτησης διατήρησης κινδύνου που προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 του εν λόγω κανονισμού. Για να εναρμονιστεί η εφαρμογή της απαίτησης διατήρησης κινδύνου και να επιτευχθεί ισοδύναμη διατήρηση σημαντικού καθαρού οικονομικού συμφέροντος σε μια τιτλοποίηση, είναι αναγκαίο να εξειδικευθούν περαιτέρω οι εν λόγω τρόποι, συμπεριλαμβανομένης της εκπλήρωσης μέσω σύνθετης ή μη μόνιμης μορφής διατήρησης. Σε ένα πρόγραμμα ABCP, μια ταμειακή διευκόλυνση που καλύπτει το 100 % του πιστωτικού κινδύνου καθενός από τα τιτλοποιημένα ανοίγματα ή που συνιστά θέση πρωτεύουσας ζημίας σε σχέση με την τιτλοποίηση, ισοδυναμεί με διατήρηση καθαρού οικονομικού συμφέροντος στην τιτλοποίηση. Ως εκ τούτου, τα εν λόγω προγράμματα ABCP θα πρέπει να θεωρείται ότι συμμορφώνονται με την απαίτηση διατήρησης κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 3 στοιχεία α) και δ) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402.

(3)

Το σύνθετο υπερβάλλον περιθώριο ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 29 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402 ως το ποσό που καθορίζεται συμβατικά από τη μεταβιβάζουσα οντότητα για την κάλυψη ζημιών. Κατά συνέπεια, το σύνθετο υπερβάλλον περιθώριο δημιουργεί μια αξία ανοίγματος που θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τη μέτρηση του σημαντικού καθαρού οικονομικού συμφέροντος κατά τη δημιουργία. Επομένως, το σύνθετο υπερβάλλον περιθώριο θα πρέπει να αναγνωρίζεται ως πιθανή μορφή συμμόρφωσης της μεταβιβάζουσας οντότητας μιας σύνθετης τιτλοποίησης με την απαίτηση διατήρησης κινδύνου, όταν το εν λόγω σύνθετο υπερβάλλον περιθώριο πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402 και όταν το εν λόγω σύνθετο υπερβάλλον περιθώριο υπόκειται σε κεφαλαιακή απαίτηση σύμφωνα με τον ισχύοντα κανονισμό προληπτικής εποπτείας.

(4)

Τα σύνθετα υπερβάλλοντα περιθώρια μπορούν να προσδιοριστούν με δύο διαφορετικούς τρόπους. Ένας τρόπος είναι η παροχή πιστωτικής ενίσχυσης στο τμήμα ανώτερης ή ενδιάμεσης εξασφάλισης. Ένας δεύτερος τρόπος είναι η παροχή πιστωτικής ενίσχυσης σε όλα τα τμήματα, συμπεριλαμβανομένου του τμήματος πρωτεύουσας ζημίας. Όταν το σύνθετο υπερβάλλον περιθώριο παρέχει πιστωτική ενίσχυση μόνο στα τμήματα ανώτερης ή ενδιάμεσης εξασφάλισης, δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως τμήμα πρωτεύουσας ζημίας. Συνεπώς, ο κάτοχος θα πρέπει να διατηρεί τουλάχιστον ένα ελάχιστο ποσό σε όλα τα τμήματα για λόγους συμμόρφωσης με το άρθρο 6 παράγραφος 3 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402. Όταν το σύνθετο υπερβάλλον περιθώριο παρέχει πιστωτική ενίσχυση σε όλα τα τμήματα, το σύνθετο υπερβάλλον περιθώριο θα πρέπει να ισοδυναμεί με το τμήμα πρωτεύουσας ζημίας της σύνθετης τιτλοποίησης και συνεπώς να θεωρείται ότι συμμορφώνεται με το άρθρο 6 παράγραφος 3 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402.

(5)

Είναι αναγκαίο να προσδιοριστεί το οικονομικό συμφέρον που πρέπει να διατηρείται όταν τα υποκείμενα ανοίγματα μιας τιτλοποίησης περιλαμβάνουν αναληφθέντα και μη αναληφθέντα ποσά πιστωτικών διευκολύνσεων. Επειδή ο πιστωτικός κίνδυνος προσδιορίζεται με βάση τα αναληφθέντα ποσά, το καθαρό οικονομικό συμφέρον θα πρέπει να μετράται λαμβάνοντας υπόψη μόνον αυτά τα ποσά.

(6)

Για να διασφαλιστεί η συνεχής εκπλήρωση της απαίτησης διατήρησης σε περίπτωση που το καθαρό οικονομικό συμφέρον διατηρείται από τον ενοποιημένο όμιλο και ο κάτοχος που ανήκει στον όμιλο δεν περιλαμβάνεται πλέον στο πεδίο εφαρμογής της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση, είναι αναγκαίο να προβλεφθεί ότι μία ή περισσότερες από τις υπόλοιπες οντότητες που περιλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση θα αναλαμβάνουν το άνοιγμα στην τιτλοποίηση.

(7)

Το άρθρο 6 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402 απαγορεύει την πώληση ή την αντιστάθμιση κινδύνου του διατηρούμενου οικονομικού συμφέροντος, καθώς αυτή θα εξάλειφε το άνοιγμα του κατόχου στον πιστωτικό κίνδυνο των διατηρούμενων θέσεων τιτλοποίησης ή των ανοιγμάτων. Συνεπώς, η αντιστάθμιση θα πρέπει να επιτρέπεται μόνον όταν αντισταθμίζει για τον κάτοχο άλλους κινδύνους πέραν του πιστωτικού κινδύνου των διατηρούμενων θέσεων τιτλοποίησης ή των ανοιγμάτων. Ωστόσο, η αντιστάθμιση θα πρέπει επίσης να επιτρέπεται όταν πραγματοποιείται πριν από την τιτλοποίηση ως θεμιτό και συνετό στοιχείο της παροχής πιστώσεων ή της διαχείρισης κινδύνου και δεν δημιουργεί διαφοροποίηση προς όφελος του κατόχου μεταξύ του πιστωτικού κινδύνου των διατηρούμενων θέσεων τιτλοποίησης ή ανοιγμάτων και των θέσεων τιτλοποίησης ή ανοιγμάτων που μεταβιβάζονται σε επενδυτές. Επιπλέον, στις τιτλοποιήσεις στις οποίες ο κάτοχος δεσμεύεται να διατηρήσει ποσοστό μεγαλύτερο από το ελάχιστο σημαντικό καθαρό οικονομικό συμφέρον του 5 %, η αντιστάθμιση δεν θα πρέπει να απαγορεύεται για τυχόν διατηρούμενο συμφέρον που υπερβαίνει το εν λόγω ποσοστό, υπό τον όρο ότι οι εν λόγω περιστάσεις γνωστοποιούνται στο τελικό έγγραφο προσφοράς, στο ενημερωτικό δελτίο, στη σύνοψη της συναλλαγής ή στην επισκόπηση των βασικών χαρακτηριστικών της τιτλοποίησης.

(8)

Για να διασφαλιστεί η συνεχής διατήρηση του σημαντικού καθαρού οικονομικού συμφέροντος, οι κάτοχοι θα πρέπει να μεριμνούν ώστε να μην υφίσταται κανένας ενσωματωμένος μηχανισμός στη δομή τιτλοποίησης με τον οποίο το διατηρούμενο σημαντικό καθαρό οικονομικό συμφέρον που μετράται κατά τη δημιουργία μειώνεται ταχύτερα από το μεταβιβαζόμενο συμφέρον. Για τον ίδιο λόγο, δεν θα πρέπει να δίνεται προτεραιότητα από πλευράς ταμειακών ροών για την κατά προτίμηση αποπληρωμή ή την απόσβεση του διατηρούμενου σημαντικού καθαρού οικονομικού συμφέροντος, κατά τρόπο που θα μείωνε το διατηρούμενο σημαντικό καθαρό οικονομικό συμφέρον κάτω από το 5 % της τρέχουσας ονομαστικής αξίας των τμημάτων που πωλήθηκαν ή μεταβιβάστηκαν σε επενδυτές ή των τιτλοποιημένων ανοιγμάτων, ή κάτω από το 5 % της καθαρής αξίας στην περίπτωση μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων παραδοσιακών τιτλοποιήσεων ΜΕΑ. Επιπλέον, η πιστωτική ενίσχυση που παρέχεται στον επενδυτή που αναλαμβάνει το άνοιγμα σε μια θέση τιτλοποίησης δεν θα πρέπει να μειώνεται δυσανάλογα σε σχέση με το ποσοστό αποπληρωμής για τα υποκείμενα ανοίγματα. Η απαίτηση αυτή δεν θα πρέπει να εμποδίζει την οντότητα που διατηρεί συμφέρον να αμείβεται κατά προτεραιότητα για υπηρεσίες που παρέχονται στην οντότητα ειδικού σκοπού για τιτλοποίηση, υπό τον όρο ότι το ποσό της αμοιβής καθορίζεται υπό συνθήκες πλήρους ανταγωνισμού και ότι η διάρθρωση της εν λόγω αμοιβής δεν υπονομεύει την απαίτηση διατήρησης.

(9)

Όταν ο κύριος οφειλέτης έχει πλήρως ευθυγραμμισμένα συμφέροντα με τον επενδυτή, συμπεριλαμβανομένης της περίπτωσης κατά την οποία η τιτλοποίηση περιλαμβάνει κατ’ αποκλειστικότητα ίδια καλυμμένα ομόλογα ή άλλα ίδια χρεόγραφα, η οντότητα που τιτλοποιεί τα εν λόγω μέσα δεν θα πρέπει να υποχρεούται να λάβει περαιτέρω μέτρα για να συμμορφωθεί με την απαίτηση διατήρησης κινδύνου.

(10)

Το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402 προβλέπει ορισμένες εξαιρέσεις από την απαγόρευση των επανατιτλοποιήσεων. Επειδή οι απαιτήσεις διατήρησης ισχύουν για τα δύο επίπεδα των συναλλαγών που περιλαμβάνονται σε μια επανατιτλοποίηση, είναι αναγκαίο να προσδιοριστεί ο τρόπος με τον οποίο οι εν λόγω συναλλαγές πρέπει να συμμορφώνονται με την απαίτηση διατήρησης. Κατά γενικό κανόνα, οι πρώτες τιτλοποιήσεις ανοιγμάτων και το δεύτερο επίπεδο «επανασυσκευασίας» της συναλλαγής θα πρέπει να αντιμετωπίζονται χωριστά για τους σκοπούς της εκπλήρωσης της απαίτησης διατήρησης κινδύνου. Συνεπώς, θα πρέπει να υπάρχει υποχρέωση διατήρησης σημαντικού καθαρού οικονομικού συμφέροντος σε καθένα από αυτά τα επίπεδα. Το ίδιο θα πρέπει να ισχύει για τις συναλλαγές με περισσότερες από μία υποκείμενες τιτλοποιήσεις, όπως προγράμματα έκδοσης εμπορικών χρεογράφων εξασφαλισμένων με στοιχεία ενεργητικού (ABCP) διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402. Ωστόσο, είναι πιθανό η μεταβιβάζουσα οντότητα της τιτλοποίησης, η οποία ενεργεί ως οντότητα που διατηρεί συμφέρον, να τιτλοποιήσει θέσεις που είχε διατηρήσει καθ’ υπέρβαση της απαίτησης ελάχιστης διατήρησης στο πρώτο επίπεδο της τιτλοποίησης. Σ’ αυτή την περίπτωση, η εν λόγω μεταβιβάζουσα οντότητα δεν θα πρέπει να υποχρεούται να διατηρεί πρόσθετο συμφέρον στο επίπεδο της επανατιτλοποίησης, υπό τον όρο ότι δεν προστίθενται άλλα ανοίγματα ή θέσεις στην υποκείμενη ομάδα της επανατιτλοποίησης. Στις περιπτώσεις αυτές, η επανατιτλοποίηση θα πρέπει να θεωρείται απλώς το δεύτερο σκέλος της ίδιας συναλλαγής που δεν μεταβάλλει σημαντικά την οικονομική βάση της τιτλοποίησης. Συνεπώς, η αρχική διατήρηση στο επίπεδο της τιτλοποίησης θα πρέπει να επαρκεί για την επίτευξη του σκοπού της απαίτησης διατήρησης κινδύνου. Τέλος, απλώς η εκ νέου τμηματοποίηση μιας θέσης τιτλοποίησης σε διαδοχικά τμήματα από τη μεταβιβάζουσα οντότητα της τιτλοποίησης δεν θα πρέπει να θεωρείται επανατιτλοποίηση για τους σκοπούς της απαίτησης διατήρησης.

(11)

Οι απαιτήσεις επιλογής στοιχείων ενεργητικού που ορίζονται στο άρθρο 6 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402 αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του πλαισίου διατήρησης κινδύνου. Εάν οι μεταβιβάζουσες οντότητες ήταν σε θέση να διαλέγουν στοιχεία ενεργητικού για την τιτλοποίηση χαρτοφυλακίων με χαμηλότερη πιστωτική ποιότητα, και ιδίως εν αγνοία των επενδυτών ή των δυνητικών επενδυτών, ο σκοπός και η αποτελεσματικότητα της διατήρησης κινδύνου για την ευθυγράμμιση των συμφερόντων των μεταβιβαζουσών οντοτήτων και των επενδυτών θα υπονομεύονταν σοβαρά. Στο εν λόγω σενάριο, ενώ η μεταβιβάζουσα οντότητα θα χρησιμοποιούσε την τιτλοποίηση για την εκποίηση επισφαλών στοιχείων ενεργητικού, οι επενδυτές θα παραπλανούνταν και θα βασίζονταν στη διατήρηση τμήματος του κινδύνου από τη μεταβιβάζουσα οντότητα ως απόδειξη της ορθής ευθυγράμμισης συμφερόντων. Για να αποφευχθεί ένα τέτοιο σενάριο και να υπάρξει ασφάλεια δικαίου, είναι αναγκαίο να καθοριστούν κριτήρια στα οποία μπορούν να βασίζονται οι μεταβιβάζουσες οντότητες για να διασφαλίσουν τη συμμόρφωση με το άρθρο 6 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402. Επιπλέον, θα πρέπει επίσης να προβλεφθούν κριτήρια για τον προσδιορισμό των «συγκρίσιμων στοιχείων ενεργητικού». Οι τιτλοποιήσεις για τις οποίες η σύγκριση που αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402 δεν είναι δυνατή, επειδή όλα τα συγκρίσιμα στοιχεία ενεργητικού μεταβιβάστηκαν στην ΟΕΣΤ, θα πρέπει να θεωρείται ότι πληρούν τις απαιτήσεις της εν λόγω παραγράφου, υπό τον όρο ότι το γεγονός πως η σύγκριση αυτή δεν είναι δυνατή γνωστοποιείται στο τελικό έγγραφο προσφοράς, στο ενημερωτικό δελτίο, στη σύνοψη της συναλλαγής ή στην επισκόπηση των βασικών χαρακτηριστικών της τιτλοποίησης.

(12)

Σε περίπτωση που έχει κινηθεί διαδικασία αφερεγγυότητας κατά της οντότητας που διατηρεί συμφέρον ή όταν η εν λόγω οντότητα δεν είναι σε θέση να εξακολουθήσει να ενεργεί υπό την ιδιότητα αυτή για λόγους πέρα από τον έλεγχό της ή τον έλεγχο των μετόχων της, θα πρέπει να είναι δυνατόν το εναπομείναν διατηρούμενο σημαντικό καθαρό οικονομικό συμφέρον να διατηρηθεί από άλλη νομική οντότητα που συμμορφώνεται με το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402, ώστε να συνεχιστεί η ευθυγράμμιση των συμφερόντων.

(13)

Σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1 τέταρτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402, μόνον οι διαχειριστές που μπορούν να αποδείξουν πραγματογνωσία στη διαχείριση ανοιγμάτων παρόμοιας φύσης με τα τιτλοποιημένα ανοίγματα μπορούν να ενεργούν ως οντότητες που διατηρούν συμφέρον σε μια παραδοσιακή τιτλοποίηση ΜΕΑ. Επομένως, είναι σκόπιμο να καθοριστούν τα κριτήρια που θα πρέπει να πληρούν οι διαχειριστές ώστε να είναι σε θέση να αποδείξουν ότι διαθέτουν την απαιτούμενη πραγματογνωσία στη διαχείριση ανοιγμάτων παρόμοιων με εκείνα που τιτλοποιούνται.

(14)

Ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 625/2014 της Επιτροπής (2) συμπληρώνει τις διατάξεις περί διατήρησης κινδύνου που προβλέπονται στο άρθρο 405 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) για τα πιστωτικά ιδρύματα και τις επιχειρήσεις επενδύσεων. Ο κανονισμός (ΕΕ) 2017/2401 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) τροποποίησε τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 με την απαλοιφή του πέμπτου μέρους και συνεπώς του άρθρου 405 του εν λόγω κανονισμού. Οι απαιτήσεις σχετικά με τη διατήρηση κινδύνου που προβλέπονταν στο άρθρο 405 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 καθορίζονται πλέον στο άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402. Συνεπώς, είναι σκόπιμο να καταργηθεί ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 625/2014, με την επιφύλαξη του άρθρου 43 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402.

(15)

Ο παρών κανονισμός βασίζεται στα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που καταρτίστηκαν σε στενή συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών και την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων, και υποβλήθηκαν στην Επιτροπή από την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών.

(16)

Η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών διεξήγαγε ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στα οποία βασίζεται ο παρών κανονισμός, ανέλυσε τα ενδεχόμενα συναφή κόστη και τις ωφέλειες και ζήτησε τη γνώμη της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων που συγκροτήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)

ως «σύνθετη μορφή διατήρησης» νοείται η διατήρηση σημαντικού καθαρού οικονομικού συμφέροντος μέσω της χρήσης παράγωγων μέσων·

β)

ως «μη μόνιμη μορφή διατήρησης» νοείται η διατήρηση σημαντικού καθαρού οικονομικού συμφέροντος μέσω της χρήσης πιστωτικής στήριξης που εξασφαλίζει την άμεση επιβολή της διατήρησης, μεταξύ άλλων με εγγυήσεις, πιστωτικές επιστολές ή παρόμοιες μορφές πιστωτικής στήριξης.

Άρθρο 2

Οντότητες που διατηρούν σημαντικό καθαρό οικονομικό συμφέρον

1.   Η απαίτηση που ορίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402, σύμφωνα με την οποία το διατηρούμενο σημαντικό καθαρό οικονομικό συμφέρον δεν κατανέμεται μεταξύ διαφορετικών τύπων οντοτήτων που διατηρούν συμφέρον, πληρούται από οποιονδήποτε από τους ακόλουθους:

α)

τη μεταβιβάζουσα οντότητα ή τις μεταβιβάζουσες οντότητες·

β)

την ανάδοχη οντότητα ή τις ανάδοχες οντότητες·

γ)

τον αρχικό δανειοδότη ή τους αρχικούς δανειοδότες·

δ)

τον διαχειριστή ή τους διαχειριστές παραδοσιακής τιτλοποίησης ΜΕΑ, υπό τον όρο ότι πληρούν την απαίτηση πραγματογνωσίας που ορίζεται στο άρθρο 19 του παρόντος κανονισμού.

2.   Εάν περισσότερες από μία μεταβιβάζουσες οντότητες είναι επιλέξιμες για την εκπλήρωση της απαίτησης διατήρησης, κάθε μεταβιβάζουσα οντότητα εκπληρώνει την απαίτηση αυτή αναλογικά προς τα τιτλοποιημένα ανοίγματα για τα οποία είναι μεταβιβάζουσα οντότητα.

3.   Εάν περισσότεροι από έναν αρχικοί δανειοδότες είναι επιλέξιμοι για την εκπλήρωση της απαίτησης διατήρησης, κάθε αρχικός δανειοδότης εκπληρώνει την απαίτηση αυτή αναλογικά προς τα τιτλοποιημένα ανοίγματα για τα οποία είναι αρχικός δανειοδότης.

4.   Κατά παρέκκλιση από τις παραγράφους 2 και 3, η απαίτηση διατήρησης μπορεί να εκπληρωθεί εξολοκλήρου από μία και μόνο μεταβιβάζουσα οντότητα ή αρχικό δανειοδότη υπό τον όρο ότι πληρούται μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η μεταβιβάζουσα οντότητα ή ο αρχικός δανειοδότης έχει καταρτίσει και διαχειρίζεται το πρόγραμμα έκδοσης εμπορικών χρεογράφων εξασφαλισμένων με στοιχεία ενεργητικού (ABCP) ή άλλη τιτλοποίηση,

β)

η μεταβιβάζουσα οντότητα ή ο αρχικός δανειοδότης έχει καταρτίσει το πρόγραμμα ABCP ή άλλη τιτλοποίηση και έχει συνεισφέρει πάνω από το 50 % του συνόλου των τιτλοποιημένων ανοιγμάτων, μετρούμενων με βάση την ονομαστική αξία κατά τη δημιουργία.

5.   Εάν περισσότερες από μία ανάδοχες οντότητες είναι επιλέξιμες για την εκπλήρωση της απαίτησης διατήρησης, η απαίτηση διατήρησης εκπληρώνεται από έναν από τους εξής:

α)

την ανάδοχη οντότητα της οποίας το οικονομικό συμφέρον είναι περισσότερο ευθυγραμμισμένο με το συμφέρον του επενδυτή, όπως συμφωνείται από όλες τις εμπλεκόμενες ανάδοχες οντότητες με βάση αντικειμενικά κριτήρια που περιλαμβάνουν όλα τα ακόλουθα:

i)

τη διάρθρωση των προμηθειών της συναλλαγής·

ii)

τη συμμετοχή της ανάδοχης οντότητας στην κατάρτιση και τη διαχείριση του προγράμματος ABCP ή άλλης τιτλοποίησης· και

iii)

το άνοιγμα στον πιστωτικό κίνδυνο των τιτλοποιήσεων· ή

β)

κάθε ανάδοχη οντότητα αναλογικά προς τον συνολικό αριθμό ανάδοχων οντοτήτων.

6.   Εάν περισσότεροι από έναν διαχειριστές είναι επιλέξιμοι για την εκπλήρωση της απαίτησης διατήρησης, η απαίτηση διατήρησης εκπληρώνεται από έναν από τους εξής:

α)

τον διαχειριστή με το κυρίαρχο οικονομικό συμφέρον για την επιτυχή ρύθμιση των ανοιγμάτων της παραδοσιακής τιτλοποίησης ΜΕΑ, όπως συμφωνείται από όλους τους εμπλεκόμενους διαχειριστές με βάση αντικειμενικά κριτήρια που περιλαμβάνουν τη διάρθρωση των προμηθειών της συναλλαγής και τους διαθέσιμους πόρους και την πραγματογνωσία του διαχειριστή για τη διαχείριση της διαδικασίας ρύθμισης των ανοιγμάτων· ή

β)

κάθε διαχειριστή κατ’ αναλογία προς τα τιτλοποιημένα ανοίγματα που διαχειρίζεται, τα οποία υπολογίζονται ως το άθροισμα της καθαρής αξίας των τιτλοποιημένων ανοιγμάτων που χαρακτηρίζονται μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα και της ονομαστικής αξίας των εξυπηρετούμενων τιτλοποιημένων ανοιγμάτων.

7.   Μια οντότητα δεν θεωρείται ότι έχει συσταθεί ή ότι λειτουργεί με αποκλειστικό σκοπό την τιτλοποίηση ανοιγμάτων, όπως αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402, εφόσον ισχύουν όλα τα ακόλουθα:

α)

η οντότητα διαθέτει στρατηγική και την ικανότητα να εκπληρώνει υποχρεώσεις πληρωμής σύμφωνα με ένα ευρύτερο επιχειρηματικό μοντέλο που περιλαμβάνει υλική στήριξη από κεφάλαια, περιουσιακά στοιχεία, αμοιβές ή άλλες πηγές εισοδήματος, λόγω της οποίας η οντότητα δεν στηρίζεται στα προς τιτλοποίηση ανοίγματα, σε τυχόν συμφέροντα που διατηρούνται ή προτείνεται να διατηρηθούν σύμφωνα με το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402, ή σε οποιοδήποτε αντίστοιχο εισόδημα από τέτοια ανοίγματα και συμφέροντα, ως μοναδική ή κύρια πηγή εσόδων της·

β)

τα μέλη του διοικητικού οργάνου διαθέτουν την αναγκαία πείρα ώστε η οντότητα να είναι σε θέση να ακολουθήσει την καθιερωμένη επιχειρηματική στρατηγική, καθώς και κατάλληλες ρυθμίσεις εταιρικής διακυβέρνησης.

Άρθρο 3

Εκπλήρωση της απαίτησης διατήρησης μέσω σύνθετης ή μη μόνιμης μορφής διατήρησης

1.   Η εκπλήρωση της απαίτησης διατήρησης κατά τρόπο ισοδύναμο με μία από τις επιλογές που ορίζονται στο άρθρο 6 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402 μέσω σύνθετης ή μη μόνιμης μορφής διατήρησης επιτυγχάνεται εφόσον συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

το διατηρούμενο ποσό είναι τουλάχιστον ίσο με το ποσό που απαιτείται στο πλαίσιο της επιλογής στην οποία αντιστοιχεί η σύνθετη ή μη μόνιμη μορφή της διατήρησης·

β)

η οντότητα που διατηρεί συμφέρον έχει γνωστοποιήσει ρητώς στο τελικό έγγραφο προσφοράς, στο ενημερωτικό δελτίο, στη σύνοψη της συναλλαγής ή στην επισκόπηση των βασικών χαρακτηριστικών της τιτλοποίησης την πρόθεσή της να διατηρήσει σημαντικό καθαρό οικονομικό συμφέρον στην τιτλοποίηση μέσω σύνθετης ή μη μόνιμης μορφής σε συνεχή βάση.

Για τους σκοπούς του στοιχείου β), η οντότητα που διατηρεί συμφέρον γνωστοποιεί στο τελικό έγγραφο προσφοράς, στο ενημερωτικό δελτίο, στη σύνοψη της συναλλαγής ή στην επισκόπηση των βασικών χαρακτηριστικών της τιτλοποίησης όλες τις λεπτομέρειες σχετικά με την εφαρμοστέα σύνθετη ή μη μόνιμη μορφή διατήρησης, συμπεριλαμβανομένης της μεθοδολογίας που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό του σημαντικού καθαρού συμφέροντος που διατηρείται και επεξήγησης με ποια από τις επιλογές που προβλέπονται στο άρθρο 6 παράγραφος 3 στοιχεία α) έως ε) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402 είναι ισοδύναμη.

2.   Όταν μια οντότητα που δεν είναι ίδρυμα, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, και δεν είναι ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση όπως ορίζεται στο άρθρο 13 σημεία 1 και 4 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, διατηρεί οικονομικό συμφέρον μέσω σύνθετης ή μη μόνιμης μορφής διατήρησης, το εν λόγω διατηρούμενο συμφέρον είναι πλήρως εξασφαλισμένο με ταμειακά διαθέσιμα και τηρείται σύμφωνα με τις ρυθμίσεις που αναφέρονται στο άρθρο 16 παράγραφος 9 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6).

Άρθρο 4

Διατήρηση ισοδύναμη με τουλάχιστον 5 % της ονομαστικής αξίας καθενός από τα τμήματα τιτλοποίησης που έχουν πωληθεί ή μεταβιβαστεί σε επενδυτές

Η διατήρηση που αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 3 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402 (κάθετο μερίδιο) εκπληρώνεται με οποιαδήποτε από τις ακόλουθες μεθόδους:

α)

άμεση διατήρηση ποσοστού τουλάχιστον 5 % της ονομαστικής αξίας καθενός από τα τμήματα τιτλοποίησης που έχουν πωληθεί ή μεταβιβαστεί σε επενδυτές·

β)

διατήρηση ανοίγματος που εκθέτει τον κάτοχό του στον πιστωτικό κίνδυνο κάθε εκδοθέντος τμήματος μιας συναλλαγής τιτλοποίησης σε αναλογική βάση ίσου τουλάχιστον με 5 % της συνολικής ονομαστικής αξίας καθενός από τα εκδοθέντα τμήματα·

γ)

διατήρηση τουλάχιστον του 5 % της ονομαστικής αξίας καθενός από τα τιτλοποιημένα ανοίγματα, υπό την προϋπόθεση ότι ο διατηρούμενος πιστωτικός κίνδυνος είναι της ίδιας προτεραιότητας ή κατατάσσεται μετά τον πιστωτικό κίνδυνο που έχει τιτλοποιηθεί σε σχέση με τα ίδια ανοίγματα·

δ)

παροχή, στο πλαίσιο ενός προγράμματος ABCP, ταμειακής διευκόλυνσης, εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

i)

η ταμειακή διευκόλυνση καλύπτει το 100 % του μεριδίου του πιστωτικού κινδύνου των τιτλοποιημένων ανοιγμάτων της συναλλαγής τιτλοποίησης που χρηματοδοτείται από το πρόγραμμα ABCΡ·

ii)

η ταμειακή διευκόλυνση καλύπτει τον πιστωτικό κίνδυνο για όσο χρονικό διάστημα ο κάτοχος πρέπει να διατηρήσει το σημαντικό καθαρό οικονομικό συμφέρον·

iii)

η ταμειακή διευκόλυνση παρέχεται από τη μεταβιβάζουσα οντότητα, την ανάδοχη οντότητα ή τον αρχικό δανειοδότη στο πλαίσιο της συναλλαγής τιτλοποίησης·

iv)

οι επενδυτές έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες στο πλαίσιο της αρχικής γνωστοποίησης που τους επιτρέπουν να επαληθεύσουν τη συμμόρφωση με τα σημεία i), ii) και iii).

Άρθρο 5

Διατήρηση συμφέροντος της μεταβιβάζουσας οντότητας σε ανακυκλούμενη τιτλοποίηση ή τιτλοποίηση ανακυκλούμενων ανοιγμάτων

Η διατήρηση συμφέροντος της μεταβιβάζουσας οντότητας σε ποσοστό τουλάχιστον 5 % της ονομαστικής αξίας καθενός από τα τιτλοποιημένα ανοίγματα, όπως αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 3 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402, θεωρείται ότι εκπληρώνεται μόνον όταν ο διατηρούμενος πιστωτικός κίνδυνος των εν λόγω ανοιγμάτων είναι της ίδιας προτεραιότητας ή κατατάσσεται μετά τον πιστωτικό κίνδυνο που έχει τιτλοποιηθεί σε σχέση με τα ίδια ανοίγματα.

Άρθρο 6

Διατήρηση τυχαία επιλεγμένων ανοιγμάτων ισοδύναμων με τουλάχιστον 5 % της ονομαστικής αξίας των τιτλοποιημένων ανοιγμάτων

1.   Η ομάδα τουλάχιστον 100 ενδεχόμενων τιτλοποιημένων ανοιγμάτων από τα οποία πρόκειται να επιλεγούν τυχαία ορισμένα διατηρούμενα μη τιτλοποιημένα και τιτλοποιημένα ανοίγματα, όπως αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 3 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402, πρέπει να είναι επαρκώς διαφοροποιημένη για να αποφεύγεται η υπερβολική συγκέντρωση του διατηρούμενου συμφέροντος.

2.   Κατά την επιλογή των ανοιγμάτων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, οι κάτοχοι λαμβάνουν υπόψη ποσοτικούς και ποιοτικούς παράγοντες που είναι κατάλληλοι για το είδος των τιτλοποιημένων ανοιγμάτων, προκειμένου να διασφαλίσουν ότι η διάκριση μεταξύ διατηρούμενων μη τιτλοποιημένων και τιτλοποιημένων ανοιγμάτων είναι τυχαία. Γι’ αυτόν τον σκοπό και κατά περίπτωση, οι κάτοχοι λαμβάνουν υπόψη κατά την επιλογή των ανοιγμάτων τους ακόλουθους παράγοντες:

α)

τον χρόνο έκδοσης του δανείου (ημερομηνία έκδοσης)·

β)

το είδος των τιτλοποιημένων ανοιγμάτων·

γ)

τη γεωγραφική θέση·

δ)

την ημερομηνία δημιουργίας·

ε)

την ημερομηνία λήξης·

στ)

τον λόγο δανείου προς αξία·

ζ)

το είδος της εξασφάλισης·

η)

τον βιομηχανικό κλάδο·

θ)

το ανεξόφλητο υπόλοιπο δανείου·

ι)

κάθε άλλο παράγοντα που κρίνεται σημαντικός από τον κάτοχο.

3.   Οι κάτοχοι δεν επιλέγουν διαφορετικά επιμέρους ανοίγματα σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, εκτός εάν αυτό είναι αναγκαίο για την εκπλήρωση της απαίτησης διατήρησης σε σχέση με μια τιτλοποίηση στην οποία τα τιτλοποιημένα ανοίγματα παρουσιάζουν διακυμάνσεις με την πάροδο του χρόνου, είτε λόγω νέων ανοιγμάτων που προστίθενται στην τιτλοποίηση είτε λόγω αλλαγών στο επίπεδο των επιμέρους τιτλοποιημένων ανοιγμάτων.

4.   Εάν ο κάτοχος είναι ο διαχειριστής της τιτλοποίησης, η επιλογή που διενεργείται σύμφωνα με το παρόν άρθρο δεν οδηγεί σε υποβάθμιση των προτύπων διαχείρισης που εφαρμόζει ο κάτοχος στα μεταβιβασθέντα ανοίγματα σε σύγκριση με τα διατηρούμενα ανοίγματα.

Άρθρο 7

Διατήρηση του τμήματος πρωτεύουσας ζημίας

1.   Η διατήρηση του τμήματος πρωτεύουσας ζημίας που αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 3 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402 εκπληρώνεται με οποιαδήποτε από τις ακόλουθες μεθόδους:

α)

με την κατοχή θέσεων είτε εντός είτε εκτός ισολογισμού·

β)

με την κατοχή ανοίγματος μέσω παροχής μη μόνιμης μορφής διατήρησης ή ταμειακής διευκόλυνσης, στο πλαίσιο ενός προγράμματος ABCP, η οποία πληροί όλα τα ακόλουθα κριτήρια:

i)

το άνοιγμα καλύπτει τουλάχιστον το 5 % της ονομαστικής αξίας των τιτλοποιημένων ανοιγμάτων·

ii)

το άνοιγμα αποτελεί θέση πρωτεύουσας ζημίας σε σχέση με την τιτλοποίηση·

iii)

το άνοιγμα καλύπτει τον πιστωτικό κίνδυνο για όλη τη διάρκεια της δέσμευσης διατήρησης·

iv)

το άνοιγμα παρέχεται από την οντότητα που διατηρεί το τμήμα πρωτεύουσας ζημίας·

v)

οι επενδυτές έχουν πρόσβαση, στο πλαίσιο της αρχικής γνωστοποίησης, σε όλες τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την επαλήθευση της συμμόρφωσης με τα σημεία i) έως iv)·

γ)

υπερεξασφάλιση, όπως ορίζεται στο άρθρο 242 σημείο 9 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εάν η εν λόγω υπερεξασφάλιση λειτουργεί ως θέση «πρωτεύουσας ζημίας» ύψους τουλάχιστον 5 % της ονομαστικής αξίας των τιτλοποιημένων ανοιγμάτων.

2.   Σε περίπτωση που το τμήμα πρωτεύουσας ζημίας υπερβαίνει το 5 % της ονομαστικής αξίας των τιτλοποιημένων ανοιγμάτων, ο κάτοχος μπορεί να επιλέξει να διατηρήσει μόνο αναλογικό ποσοστό του εν λόγω τμήματος πρωτεύουσας ζημίας, υπό τον όρο ότι το εν λόγω τμήμα ισοδυναμεί τουλάχιστον με το 5 % της ονομαστικής αξίας των τιτλοποιημένων ανοιγμάτων.

Άρθρο 8

Διατήρηση ανοίγματος πρωτεύουσας ζημίας (αρχικής έκθεσης ζημίας) τουλάχιστον ίσου με το 5 % κάθε τιτλοποιημένου ανοίγματος

1.   Η διατήρηση ανοίγματος πρωτεύουσας ζημίας (αρχικής έκθεσης ζημίας) στο επίπεδο κάθε τιτλοποιημένου ανοίγματος, όπως αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 3 στοιχείο ε) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402, θεωρείται ότι εκπληρώνεται μόνον όταν ο διατηρούμενος πιστωτικός κίνδυνος κατατάσσεται μετά τον πιστωτικό κίνδυνο που έχει τιτλοποιηθεί σε σχέση με τα ίδια ανοίγματα.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, η διατήρηση ανοίγματος πρωτεύουσας ζημίας στο επίπεδο κάθε τιτλοποιημένου ανοίγματος, όπως αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 3 στοιχείο ε) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402, μπορεί επίσης να εκπληρωθεί μέσω της πώλησης από τη μεταβιβάζουσα οντότητα ή τον αρχικό δανειοδότη των υποκείμενων ανοιγμάτων σε μειωμένη αξία, εφόσον πληρούται καθεμία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

το ποσό της έκπτωσης δεν είναι μικρότερο από το 5 % της ονομαστικής αξίας κάθε ανοίγματος·

β)

το ποσό της έκπτωσης στην πώληση επιστρέφεται στη μεταβιβάζουσα οντότητα ή στον αρχικό δανειοδότη μόνον εάν το εν λόγω ποσό δεν απορροφάται από ζημίες που σχετίζονται με τον πιστωτικό κίνδυνο που συνδέεται με τα τιτλοποιημένα ανοίγματα.

Άρθρο 9

Εφαρμογή των επιλογών διατήρησης στις παραδοσιακές τιτλοποιήσεις ΜΕΑ

1.   Στην περίπτωση τιτλοποιήσεων ΜΕΑ, όπως αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 3α του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402, για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 4 στοιχείο α) και των άρθρων 5 έως 8 του παρόντος κανονισμού στο μερίδιο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων που περιλαμβάνονται στην ομάδα των υποκείμενων ανοιγμάτων μιας τιτλοποίησης, κάθε αναφορά στην ονομαστική αξία των τιτλοποιημένων ανοιγμάτων νοείται ως αναφορά στην καθαρή αξία των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.

2.   Για τους σκοπούς του άρθρου 6 του παρόντος κανονισμού, η καθαρή αξία των διατηρούμενων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων υπολογίζεται με χρήση του ίδιου ποσού της μη επιστρεπτέας μείωσης της τιμής αγοράς που θα είχε εφαρμοστεί εάν είχαν τιτλοποιηθεί τα διατηρούμενα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα.

3.   Για τους σκοπούς του άρθρου 4 στοιχείο α), του άρθρου 5 και του άρθρου 8 του παρόντος κανονισμού, η καθαρή αξία του διατηρούμενου μέρους των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων υπολογίζεται με χρήση του ίδιου ποσοστού της μη επιστρεπτέας μείωσης της τιμής αγοράς που εφαρμόζεται για το μέρος που δεν διατηρείται.

4.   Όταν η μη επιστρεπτέα μείωση της τιμής αγοράς, όπως αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 3α δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402, έχει συμφωνηθεί στο επίπεδο της ομάδας των υποκείμενων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων ή σε επίπεδο υποομάδας, η καθαρή αξία των επιμέρους τιτλοποιημένων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων που περιλαμβάνονται στην ομάδα ή την υποομάδα, κατά περίπτωση, υπολογίζεται με την εφαρμογή αντίστοιχου μεριδίου της μη επιστρεπτέας μείωσης της τιμής αγοράς σε καθένα από τα μη εξυπηρετούμενα τιτλοποιημένα ανοίγματα αναλογικά προς την ονομαστική τους αξία ή, κατά περίπτωση, την ανεξόφλητη αξία τους κατά τον χρόνο δημιουργίας.

5.   Όταν η μη επιστρεπτέα μείωση της τιμής αγοράς περιλαμβάνει τη διαφορά μεταξύ του ονομαστικού ποσού ενός τμήματος ή περισσότερων τμημάτων μιας τιτλοποίησης ΜΕΑ που έχει αναλάβει η μεταβιβάζουσα οντότητα για μεταγενέστερη πώληση και της τιμής στην οποία το εν λόγω τμήμα ή τμήματα πωλούνται για πρώτη φορά σε μη συνδεδεμένα τρίτα μέρη, όπως αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 3α δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402, η εν λόγω διαφορά λαμβάνεται υπόψη στον υπολογισμό της καθαρής αξίας των επιμέρους τιτλοποιημένων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων με την εφαρμογή αντίστοιχου μεριδίου της διαφοράς σε καθένα από τα μη εξυπηρετούμενα τιτλοποιημένα ανοίγματα αναλογικά προς την ονομαστική τους αξία.

Άρθρο 10

Μέτρηση του επιπέδου διατήρησης

1.   Κατά τη μέτρηση του επιπέδου διατήρησης του καθαρού οικονομικού συμφέροντος, εφαρμόζονται τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

η δημιουργία είναι η στιγμή κατά την οποία τιτλοποιήθηκαν για πρώτη φορά τα ανοίγματα, η οποία είναι μία από τις ακόλουθες:

i)

η ημερομηνία έκδοσης κινητών αξιών,

ii)

η ημερομηνία υπογραφής της συμφωνίας πιστωτικής προστασίας,

iii)

η ημερομηνία της συμφωνίας για επιστρεπτέα μείωση της τιμής αγοράς·

β)

όταν ο υπολογισμός του επιπέδου διατήρησης βασίζεται σε ονομαστικές αξίες, η τιμή απόκτησης των στοιχείων ενεργητικού δεν λαμβάνεται υπόψη για τον σκοπό του εν λόγω υπολογισμού·

γ)

οι εισπράξεις χρηματοοικονομικών επιβαρύνσεων και τα λοιπά έσοδα από τέλη που εισπράττονται σε σχέση με τα τιτλοποιημένα ανοίγματα σε μια παραδοσιακή τιτλοποίηση μετά την αφαίρεση του κόστους και των εξόδων (παραδοσιακό υπερβάλλον περιθώριο) δεν λαμβάνονται υπόψη κατά τη μέτρηση του καθαρού οικονομικού συμφέροντος της οντότητας που διατηρεί συμφέρον·

δ)

όταν η μεταβιβάζουσα οντότητα ενεργεί ως η οντότητα που διατηρεί συμφέρον στην τιτλοποίηση και εφαρμόζει την επιλογή διατήρησης που αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 3 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402, και όταν η αξία ανοίγματος του σύνθετου υπερβάλλοντος περιθωρίου που παρέχει πιστωτική ενίσχυση σε όλα τα τμήματα της σύνθετης τιτλοποίησης και χρησιμεύει ως προστασία πρωτεύουσας ζημίας υπόκειται σε κεφαλαιακές απαιτήσεις σύμφωνα με τον κανονισμό προληπτικής εποπτείας που εφαρμόζεται στη μεταβιβάζουσα οντότητα, η μεταβιβάζουσα οντότητα μπορεί να λάβει υπόψη την αξία ανοίγματος του σύνθετου υπερβάλλοντος περιθωρίου κατά τον υπολογισμό του σημαντικού καθαρού οικονομικού συμφέροντος σύμφωνα με το άρθρο 7 του παρόντος κανονισμού, αντιμετωπίζοντας την αξία ανοίγματος του σύνθετου υπερβάλλοντος περιθωρίου ως διατήρηση του τμήματος πρωτεύουσας ζημίας, επιπλέον κάθε πραγματικής διατήρησης του τμήματος πρωτεύουσας ζημίας·

ε)

η επιλογή διατήρησης και η μεθοδολογία που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του καθαρού οικονομικού συμφέροντος δεν αλλάζουν κατά τη διάρκεια της τιτλοποίησης, εκτός εάν εξαιρετικές περιστάσεις απαιτούν μια αλλαγή και η εν λόγω αλλαγή δεν χρησιμοποιείται ως μέσο για τη μείωση του ποσού του διατηρούμενου συμφέροντος.

2.   Η οντότητα που διατηρεί συμφέρον δεν υποχρεούται να αναπληρώνει διαρκώς ή να αναπροσαρμόζει το διατηρούμενο συμφέρον της τουλάχιστον στο 5 %, όταν οι ζημίες πραγματοποιούνται επί των διατηρούμενων ανοιγμάτων της ή κατανέμονται στις διατηρούμενες θέσεις της.

Άρθρο 11

Μέτρηση του σημαντικού καθαρού οικονομικού συμφέροντος που πρέπει να διατηρηθεί για ανοίγματα υπό μορφή αναληφθέντων και μη αναληφθέντων ποσών πιστωτικών διευκολύνσεων

Ο υπολογισμός του καθαρού οικονομικού συμφέροντος που πρέπει να διατηρηθεί για τις πιστωτικές διευκολύνσεις, συμπεριλαμβανομένων των πιστωτικών καρτών, βασίζεται αποκλειστικά σε ποσά που έχουν ήδη αναληφθεί, αποκομισθεί ή ληφθεί και προσαρμόζεται σύμφωνα με τις μεταβολές των ποσών αυτών.

Άρθρο 12

Απαγόρευση αντιστάθμισης κινδύνου ή πώλησης του διατηρούμενου συμφέροντος

1.   Η υποχρέωση που προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402 να διατηρείται σε συνεχή βάση σημαντικό καθαρό οικονομικό συμφέρον στην τιτλοποίηση θεωρείται ότι εκπληρώνεται μόνον όταν, λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής ουσίας της συναλλαγής, πληρούνται αμφότερες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

το διατηρούμενο σημαντικό καθαρό οικονομικό συμφέρον δεν υπόκειται σε καμία μείωση ή αντιστάθμιση του πιστωτικού κινδύνου ούτε των διατηρουμένων θέσεων τιτλοποίησης ούτε των διατηρουμένων ανοιγμάτων·

β)

η οντότητα που διατηρεί συμφέρον δεν πωλεί, δεν μεταβιβάζει ούτε άλλως παραιτείται εν όλω ή εν μέρει από τα δικαιώματα, τα οφέλη ή τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το διατηρούμενο καθαρό οικονομικό συμφέρον.

Κατά παρέκκλιση από το στοιχείο α), η οντότητα που διατηρεί συμφέρον μπορεί να αντισταθμίσει το καθαρό οικονομικό συμφέρον όταν η αντιστάθμιση δεν πραγματοποιείται έναντι του πιστωτικού κινδύνου ούτε των διατηρουμένων θέσεων τιτλοποίησης ούτε των διατηρουμένων ανοιγμάτων.

2.   Η οντότητα που διατηρεί συμφέρον μπορεί να χρησιμοποιεί τα διατηρούμενα ανοίγματα ή τις θέσεις τιτλοποίησης ως εξασφάλιση για σκοπούς εξασφαλισμένης χρηματοδότησης, συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση, χρηματοδοτικών ρυθμίσεων που περιλαμβάνουν πώληση, μεταβίβαση ή άλλη παραίτηση από το σύνολο ή μέρος των δικαιωμάτων, των οφελών ή των υποχρεώσεων που απορρέουν από το διατηρούμενο καθαρό οικονομικό συμφέρον, υπό τον όρο ότι η εν λόγω χρήση ως εξασφάλισης δεν μεταφέρει το άνοιγμα στον πιστωτικό κίνδυνο των εν λόγω διατηρουμένων ανοιγμάτων ή θέσεων τιτλοποίησης σε τρίτο.

3.   Η παράγραφος 1 στοιχείο β) δεν εφαρμόζεται σε καμία από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

σε περίπτωση αφερεγγυότητας της οντότητας που διατηρεί συμφέρον·

β)

όταν η εν λόγω οντότητα, για νομικούς λόγους πέρα από τον έλεγχό της και τον έλεγχο των μετόχων της, δεν είναι σε θέση να εξακολουθήσει να ενεργεί ως οντότητα που διατηρεί συμφέρον·

γ)

στην περίπτωση διατήρησης σε ενοποιημένη βάση όπως αναφέρεται στο άρθρο 14.

Άρθρο 13

Συναλλαγές για τις οποίες δεν ισχύει η απαίτηση διατήρησης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402

Οι συναλλαγές στις οποίες δεν εφαρμόζεται η απαίτηση διατήρησης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402, περιλαμβάνουν τις θέσεις τιτλοποίησης στο χαρτοφυλάκιο διαπραγμάτευσης συσχετίσεων που είτε αποτελούν χρηματοπιστωτικά μέσα αναφοράς, όπως αναφέρεται στο άρθρο 338 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, είτε είναι επιλέξιμες να συμπεριληφθούν στο χαρτοφυλάκιο διαπραγμάτευσης συσχετίσεων.

Άρθρο 14

Διατήρηση σε ενοποιημένη βάση

Οι μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών (εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών), όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 15 της οδηγίας 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7), τα μητρικά ιδρύματα ή οι χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών που είναι εγκατεστημένα στην Ένωση και πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 6 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402 βάσει της ενοποιημένης κατάστασής τους σύμφωνα με την παράγραφο 4 του εν λόγω άρθρου διασφαλίζουν ότι, όταν η οντότητα που διατηρεί συμφέρον δεν περιλαμβάνεται πλέον στο πεδίο εφαρμογής της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση, μία ή περισσότερες από τις υπόλοιπες οντότητες που περιλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση εκπληρώνουν την απαίτηση διατήρησης.

Άρθρο 15

Απαιτήσεις σχετικά με την κατανομή των ταμειακών ροών και των ζημιών στο διατηρούμενο συμφέρον και σχετικά με τις προμήθειες που καταβάλλονται στην οντότητα που διατηρεί συμφέρον

1.   Οι οντότητες που διατηρούν συμφέρον δεν χρησιμοποιούν ρυθμίσεις ή μηχανισμούς ενσωματωμένους στην τιτλοποίηση δυνάμει των οποίων το διατηρούμενο συμφέρον κατά τη δημιουργία θα μειωθεί ταχύτερα από το μεταβιβαζόμενο συμφέρον. Κατά την κατανομή των ταμειακών ροών, δεν δίνεται προτεραιότητα στην κατά προτίμηση αποπληρωμή ή στην απόσβεση του διατηρουμένου συμφέροντος πριν από το μεταβιβαζόμενο συμφέρον.

Επιτρέπεται η απόσβεση του διατηρουμένου συμφέροντος μέσω της κατανομής ταμειακών ροών σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο ή μέσω της κατανομής των ζημιών που, στην πραγματικότητα, μειώνει το επίπεδο διατήρησης σε βάθος χρόνου.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, οι ρυθμίσεις σχετικά με τυχόν προμήθειες, είτε πάγιες είτε εξαρτώμενες από τον όγκο ή την απόδοση των τιτλοποιημένων ανοιγμάτων ή την εξέλιξη των σχετικών δεικτών αναφοράς της αγοράς, πληρωτέες στην οντότητα που διατηρεί συμφέρον κατά προτεραιότητα ως αμοιβή της εν λόγω οντότητας για υπηρεσίες που παρέχονται στην τιτλοποίηση, θεωρούνται συνεπείς με τις απαιτήσεις για το διατηρούμενο συμφέρον που ορίζονται στην εν λόγω παράγραφο μόνον εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

το ύψος των προμηθειών καθορίζεται υπό συνθήκες πλήρους ανταγωνισμού, λαμβανομένων υπόψη συγκρίσιμων συναλλαγών στην αγορά·

β)

οι προμήθειες διαρθρώνονται ως αντάλλαγμα για την παροχή της υπηρεσίας και δεν δημιουργούν προνομιακή απαίτηση στις ταμειακές ροές της τιτλοποίησης η οποία ουσιαστικά μειώνει το διατηρούμενο συμφέρον ταχύτερα από το μεταβιβαζόμενο συμφέρον.

Για τους σκοπούς του στοιχείου α), ελλείψει συγκρίσιμων συναλλαγών στη σχετική αγορά, το ύψος των προμηθειών συμμορφώνεται με την απαίτηση οι εν λόγω προμήθειες να καθορίζονται υπό συνθήκες πλήρους ανταγωνισμού, όταν οι εν λόγω προμήθειες καθορίζονται με βάση τις προμήθειες που είναι πληρωτέες σε παρόμοιες συναλλαγές σε άλλες αγορές, ή καθορίζονται με τη χρήση μετρήσεων αποτίμησης που λαμβάνουν δεόντως υπόψη το είδος της τιτλοποίησης και την παρεχόμενη υπηρεσία.

Οι προϋποθέσεις του πρώτου εδαφίου στοιχεία α) και β) δεν θεωρείται ότι πληρούνται όταν οι προμήθειες είναι εγγυημένες ή πληρωτέες εκ των προτέρων υπό οποιαδήποτε μορφή εν όλω ή εν μέρει πριν από την παροχή της υπηρεσίας μετά την ολοκλήρωση της συναλλαγής, και το πραγματικό καθαρό οικονομικό συμφέρον μετά την αφαίρεση των προμηθειών είναι χαμηλότερο από το ελάχιστο καθαρό οικονομικό συμφέρον που απαιτείται στο πλαίσιο της επιλογής διατήρησης που προκρίνεται από τις επιλογές που προβλέπονται στο άρθρο 6 παράγραφος 3 στοιχεία α) έως ε) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402.

Άρθρο 16

Εκπλήρωση της απαίτησης διατήρησης σε τιτλοποιήσεις ιδίων χρεωστικών μέσων

Όταν μια οντότητα τιτλοποιεί ίδια χρεωστικά μέσα, συμπεριλαμβανομένων των καλυμμένων ομολόγων όπως ορίζονται στο άρθρο 3 σημείο 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2162 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8), και τα υποκείμενα ανοίγματα της τιτλοποίησης περιλαμβάνουν αποκλειστικά τα εν λόγω ίδια χρεωστικά μέσα, θεωρείται ότι εκπληρώνεται η απαίτηση διατήρησης του άρθρου 6 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402.

Άρθρο 17

Απαίτηση διατήρησης στις επανατιτλοποιήσεις

1.   Για τις επανατιτλοποιήσεις που επιτρέπονται βάσει του άρθρου 8 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402, ο κάτοχος διατηρεί το σημαντικό καθαρό οικονομικό συμφέρον σε σχέση με καθένα από τα αντίστοιχα επίπεδα συναλλαγής.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, η μεταβιβάζουσα οντότητα μιας επανατιτλοποίησης δεν υποχρεούται να διατηρεί σημαντικό καθαρό οικονομικό συμφέρον στο επίπεδο συναλλαγής της επανατιτλοποίησης, εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η μεταβιβάζουσα οντότητα της επανατιτλοποίησης είναι επίσης η μεταβιβάζουσα οντότητα και η οντότητα που διατηρεί συμφέρον στην υποκείμενη τιτλοποίηση·

β)

η επανατιτλοποίηση εξασφαλίζεται από ομάδα ανοιγμάτων που περιλαμβάνει κατ’ αποκλειστικότητα ανοίγματα ή θέσεις που διατηρήθηκαν από τη μεταβιβάζουσα οντότητα στην υποκείμενη τιτλοποίηση καθ’ υπέρβαση του απαιτούμενου ελάχιστου καθαρού οικονομικού συμφέροντος πριν από την ημερομηνία δημιουργίας της επανατιτλοποίησης·

γ)

δεν υπάρχει αναντιστοιχία ληκτότητας μεταξύ των υποκείμενων θέσεων τιτλοποίησης ή των ανοιγμάτων και της επανατιτλοποίησης.

3.   Για τους σκοπούς των παραγράφων 1 και 2, η εκ νέου τμηματοποίηση ενός εκδοθέντος τμήματος σε διαδοχικά τμήματα από τη μεταβιβάζουσα οντότητα της τιτλοποίησης δεν συνιστά επανατιτλοποίηση.

Άρθρο 18

Στοιχεία ενεργητικού που μεταβιβάζονται στην ΟΕΣΤ

1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 6 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402, τα στοιχεία ενεργητικού που διακρατούνται στον ισολογισμό της μεταβιβάζουσας οντότητας και τα οποία, σύμφωνα με την τεκμηρίωση της τιτλοποίησης, πληρούν τα κριτήρια επιλεξιμότητας, θεωρούνται συγκρίσιμα με τα στοιχεία ενεργητικού που πρόκειται να μεταβιβαστούν στην ΟΕΣΤ εφόσον, κατά τον χρόνο επιλογής των στοιχείων ενεργητικού, πληρούνται αμφότερες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η αναμενόμενη απόδοση τόσο των στοιχείων ενεργητικού που θα διακρατηθούν περαιτέρω στον ισολογισμό όσο και των στοιχείων ενεργητικού που πρόκειται να μεταβιβαστούν καθορίζεται από παρόμοιους παράγοντες·

β)

βάσει ενδείξεων, συμπεριλαμβανομένων προηγούμενων αποδόσεων και εφαρμοστέων υποδειγμάτων, μπορεί εύλογα να αναμένεται ότι η απόδοση των στοιχείων ενεργητικού που θα διακρατηθούν περαιτέρω στον ισολογισμό δεν θα είναι σημαντικά καλύτερη κατά τη χρονική περίοδο που αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402 από την απόδοση των προς μεταβίβαση στοιχείων ενεργητικού.

2.   Κατά την αξιολόγηση του αν η μεταβιβάζουσα οντότητα έχει συμμορφωθεί με το άρθρο 6 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402, λαμβάνεται υπόψη αν η μεταβιβάζουσα οντότητα έχει λάβει μέτρα για να συμμορφωθεί με το εν λόγω άρθρο και ιδίως αν η μεταβιβάζουσα οντότητα έχει εφαρμόσει εσωτερικές πολιτικές, διαδικασίες και ελέγχους για την πρόληψη της συστηματικής ή εκούσιας επιλογής, για σκοπούς τιτλοποίησης, στοιχείων ενεργητικού με χαμηλότερη μέση πιστωτική ποιότητα από τα συγκρίσιμα στοιχεία ενεργητικού που διακρατούνται στον ισολογισμό της.

3.   Η μεταβιβάζουσα οντότητα θεωρείται ότι έχει συμμορφωθεί με το άρθρο 6 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402 όταν, μετά την τιτλοποίηση, δεν παραμένουν ανοίγματα στον ισολογισμό της συγκρίσιμα με τα τιτλοποιημένα ανοίγματα, εκτός από τα ανοίγματα τα οποία η μεταβιβάζουσα οντότητα έχει ήδη δεσμευθεί συμβατικά να τιτλοποιήσει, και υπό την προϋπόθεση ότι αυτό το γεγονός έχει κοινοποιηθεί σαφώς στους επενδυτές.

Άρθρο 19

Απαίτηση πραγματογνωσίας για τον διαχειριστή παραδοσιακών τιτλοποιήσεων ΜΕΑ

1.   Στην περίπτωση παραδοσιακών τιτλοποιήσεων ΜΕΑ, οι διαχειριστές θεωρείται ότι διαθέτουν πραγματογνωσία στη διαχείριση ανοιγμάτων παρόμοιας φύσης με εκείνα που τιτλοποιούνται, όπως αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 τέταρτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402, εφόσον πληρούται μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

τα μέλη του διοικητικού οργάνου του διαχειριστή και τα λοιπά ανώτερα στελέχη, πλην των μελών του διοικητικού οργάνου, που είναι υπεύθυνα για τη διαχείριση ανοιγμάτων παρόμοιας φύσης με εκείνα που τιτλοποιούνται, διαθέτουν επαρκείς γνώσεις και δεξιότητες στη διαχείριση τέτοιων ανοιγμάτων·

β)

ο διαχειριστής ή ο ενοποιημένος όμιλός του για λογιστικούς σκοπούς ή σκοπούς προληπτικής εποπτείας έχει συμπεριλάβει τη δραστηριότητα της διαχείρισης ανοιγμάτων παρόμοιας φύσης με εκείνα που τιτλοποιούνται τουλάχιστον πέντε έτη πριν από την ημερομηνία της τιτλοποίησης·

γ)

τηρούνται όλα τα ακόλουθα σημεία:

i)

τουλάχιστον δύο από τα μέλη του διοικητικού οργάνου του διαχειριστή έχουν σχετική επαγγελματική πείρα με τουλάχιστον πενταετή ενασχόληση, σε προσωπικό επίπεδο, στη διαχείριση ανοιγμάτων παρόμοιας φύσης με εκείνα που τιτλοποιούνται·

ii)

τα λοιπά ανώτερα στελέχη, πλην των μελών του διοικητικού οργάνου, που είναι υπεύθυνα για την άσκηση της διαχείρισης μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων από τον διαχειριστή, διαθέτουν σχετική επαγγελματική πείρα με τουλάχιστον πενταετή ενασχόληση, σε προσωπικό επίπεδο, στη διαχείριση τέτοιων ανοιγμάτων·

iii)

η λειτουργία διαχείρισης του διαχειριστή υποστηρίζεται από αναπληρωτή διαχειριστή που συμμορφώνεται με το στοιχείο β).

2.   Οι διαχειριστές τεκμηριώνουν και γνωστοποιούν την επαγγελματική τους πείρα με επαρκείς λεπτομέρειες, ώστε οι θεσμικοί επενδυτές να μπορούν να συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις δέουσας επιμέλειας που ορίζονται στο άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402, τηρώντας παράλληλα τις ισχύουσες απαιτήσεις εμπιστευτικότητας.

Άρθρο 20

Κατάργηση

Καταργείται ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 625/2014, με την επιφύλαξη του άρθρου 43 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402.

Άρθρο 21

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 7 Ιουλίου 2023.

Για την Επιτροπή

Η Πρόεδρος

Ursula VON DER LEYEN


(1)   ΕΕ L 347 της 28.12.2017, σ. 35.

(2)  Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 625/2014 της Επιτροπής, της 13ης Μαρτίου 2014, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου μέσω ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που καθορίζουν τις απαιτήσεις για επενδυτές, ανάδοχες οντότητες, αρχικούς δανειοδότες και μεταβιβάζοντα ιδρύματα σε σχέση με ανοίγματα σε μεταφερόμενο πιστωτικό κίνδυνο (ΕΕ L 174 της 13.6.2014, σ. 16).

(3)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) 2017/2401 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2017, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων (ΕΕ L 347 της 28.12.2017, σ. 1).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12).

(6)  Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349).

(7)  Οδηγία 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων και για την τροποποίηση των οδηγιών του Συμβουλίου 73/239/ΕΟΚ, 79/267/ΕΟΚ, 92/49/ΕΟΚ, 92/96/ΕΟΚ 93/6/ΕΟΚ και 93/22/ΕΟΚ και των οδηγιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 98/78/ΕΚ και 2000/12/ΕΚ (ΕΕ L 35 της 11.2.2003, σ. 1).

(8)  Οδηγία (ΕΕ) 2019/2162 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2019, σχετικά με την έκδοση καλυμμένων ομολόγων και τη δημόσια εποπτεία καλυμμένων ομολόγων και την τροποποίηση των οδηγιών 2009/65/ΕΚ και 2014/59/ΕΕ (ΕΕ L 328 της 18.12.2019, σ. 29).


ELI: http://data.europa.eu/eli/reg_del/2023/2175/oj

ISSN 1977-0669 (electronic edition)


Top