EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32017R2394

Κανονισμός (ΕΕ) 2017/2394 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2017, σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών που είναι αρμόδιες για την επιβολή της νομοθεσίας για την προστασία των καταναλωτών και με την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΕΕ L 345 της 27/12/2017, p. 1–26 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, GA, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

Legal status of the document In force: This act has been changed. Current consolidated version: 01/01/2022

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2017/2394/oj

27.12.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 345/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2017/2394 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 12ης Δεκεμβρίου 2017

σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών που είναι αρμόδιες για την επιβολή της νομοθεσίας για την προστασία των καταναλωτών και με την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) προβλέπει εναρμονισμένους κανόνες και διαδικασίες που διευκολύνουν τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών που είναι υπεύθυνες για την επιβολή της νομοθεσίας για την προστασία των καταναλωτών σε διασυνοριακό επίπεδο. Το άρθρο 21α του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 προβλέπει την επανεξέταση της αποτελεσματικότητας του εν λόγω κανονισμού και των επιχειρησιακών μηχανισμών. Σύμφωνα με την εν λόγω αναθεώρηση, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 δεν επαρκεί για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των προκλήσεων της επιβολής της νομοθεσίας στην ενιαία αγορά, συμπεριλαμβανομένων των προκλήσεων της ψηφιακής ενιαίας αγοράς.

(2)

Η ανακοίνωση της Επιτροπής της 6ης Μαΐου 2015, με τίτλο «Στρατηγική για την ψηφιακή ενιαία αγορά της Ευρώπης», προσδιόρισε ως μία από τις προτεραιότητες της εν λόγω στρατηγικής την ανάγκη να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη των καταναλωτών μέσω της ταχύτερης, ευέλικτης και πιο συνεκτικής επιβολής των κανόνων προστασίας των καταναλωτών. Η ανακοίνωση της Επιτροπής της 28ης Οκτωβρίου 2015, με τίτλο «Αναβάθμιση της στρατηγικής για την ενιαία αγορά: περισσότερες ευκαιρίες για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις», επανέλαβε ότι η επιβολή της νομοθεσίας της Ένωσης για την προστασία των καταναλωτών θα πρέπει να ενισχυθεί περαιτέρω με τη μεταρρύθμιση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004.

(3)

Η αναποτελεσματική επιβολή της νομοθεσίας στις περιπτώσεις διασυνοριακών παραβάσεων, συμπεριλαμβανομένων παραβάσεων στο ψηφιακό περιβάλλον, επιτρέπει στους εμπόρους να διαφεύγουν από την επιβολή της νομοθεσίας με τη μετεγκατάσταση εντός της Ένωσης. Επιπλέον στρεβλώνει τον ανταγωνισμό σε βάρος των νομοταγών εμπόρων που δραστηριοποιούνται είτε στο εσωτερικό της χώρας τους είτε διασυνοριακά (επιγραμμικά ή μη) και, επομένως, βλάπτει άμεσα τους καταναλωτές και υπονομεύει την εμπιστοσύνη των καταναλωτών στις διασυνοριακές συναλλαγές και στην εσωτερική αγορά. Ένα αυξημένο επίπεδο εναρμόνισης το οποίο περιλαμβάνει αποδοτική και αποτελεσματική συνεργασία για την επιβολή της νομοθεσίας μεταξύ των αρμόδιων δημόσιων αρχών επιβολής είναι, συνεπώς, αναγκαίο για τον εντοπισμό, τη διερεύνηση και τη διαταγή παύσης ή απαγόρευσης των παραβάσεων που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό.

(4)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 προέβλεψε τη δημιουργία ενός δικτύου αρμοδίων δημόσιων αρχών επιβολής της νομοθεσίας σε ολόκληρη την Ένωση. Είναι αναγκαίος ο αποτελεσματικός συντονισμός μεταξύ των διάφορων αρμόδιων αρχών που συμμετέχουν στο εν λόγω δίκτυο, καθώς και ο αποτελεσματικός συντονισμός μεταξύ των άλλων δημόσιων αρχών σε επίπεδο κρατών μελών. Ο συντονιστικός ρόλος του ενιαίου γραφείου σύνδεσης θα πρέπει να ανατεθεί σε δημόσια αρχή σε κάθε κράτος μέλος. Η εν λόγω αρχή θα πρέπει να διαθέτει επαρκείς εξουσίες και τους απαραίτητους πόρους για να αναλάβει τον εν λόγω σημαντικό ρόλο. Κάθε κράτος μέλος παροτρύνεται να ορίσει μία από τις αρμόδιες αρχές ως ενιαίο γραφείο σύνδεσης δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

(5)

Οι καταναλωτές θα πρέπει επίσης να προστατεύονται από τις παραβάσεις που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό, οι οποίες έχουν παύσει ήδη, αλλά των οποίων τα επιβλαβή αποτελέσματα ενδέχεται να εξακολουθήσουν να υπάρχουν. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να διαθέτουν τις απαραίτητες ελάχιστες εξουσίες για να διερευνούν και να διατάσσουν την παύση αυτών των παραβάσεων ή την απαγόρευσή τους στο μέλλον, προκειμένου να αποφεύγεται η επανάληψή τους, ώστε να διασφαλίζεται ένα υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών.

(6)

Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να διαθέτουν ένα σύνολο ελάχιστων εξουσιών έρευνας και επιβολής, προκειμένου να εφαρμόζουν τον παρόντα κανονισμό, να συνεργάζονται μεταξύ τους ταχύτερα και πιο αποτελεσματικά και να αποτρέπουν τους εμπόρους από τη διάπραξη παραβάσεων που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό. Οι εν λόγω εξουσίες πρέπει να είναι επαρκείς για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των προκλήσεων που αφορούν την επιβολή του νόμου στο ηλεκτρονικό εμπόριο και στο ψηφιακό περιβάλλον και για να εμποδίζουν τους εμπόρους που δεν συμμορφώνονται να εκμεταλλεύονται τα κενά του συστήματος επιβολής του νόμου με τη μετεγκατάστασή τους σε κράτη μέλη, οι αρμόδιες αρχές των οποίων δεν διαθέτουν τα κατάλληλα μέσα για να αντιμετωπίζουν αθέμιτες πρακτικές. Οι εν λόγω εξουσίες θα πρέπει καθιστούν τα κράτη μέλη ικανά να διασφαλίζουν τη νόμιμη ανταλλαγή των απαραίτητων πληροφοριών και αποδεικτικών στοιχείων μεταξύ των αρμόδιων αρχών, ώστε να επιτυγχάνεται αποτελεσματική επιβολή της νομοθεσίας σε ισότιμη βάση σε όλα τα κράτη μέλη.

(7)

Κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να εξασφαλίσει ότι όλες οι αρμόδιες αρχές εντός της δικαιοδοσίας του διαθέτουν όλες τις ελάχιστες εξουσίες, που απαιτούνται για να διασφαλιστεί η ορθή εφαρμογή του παρόντος κανονισμού. Ωστόσο, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να αποφασίσουν να μην αναθέτουν όλες τις εξουσίες σε κάθε αρμόδια αρχή, υπό τον όρο ότι καθεμιά από τις εν λόγω εξουσίες μπορεί να ασκείται αποτελεσματικά και όπως απαιτείται σε σχέση με κάθε παράβαση που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να μπορούν να αποφασίσουν, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, να απονέμουν ορισμένα καθήκοντα σε εντεταλμένους φορείς ή να αναθέτουν στις αρμόδιες αρχές την εξουσία να διαβουλεύονται με ενώσεις καταναλωτών, οργανώσεις εμπόρων, εντεταλμένους φορείς ή άλλα ενδιαφερόμενα πρόσωπα σχετικά με την αποτελεσματικότητα των δεσμεύσεων που προτείνει ο έμπορος για την παύση της παράβασης που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό. Ωστόσο, τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει να φέρουν καμία υποχρέωση να προβλέπουν τη συμμετοχή εντεταλμένων φορέων στην εφαρμογή του παρόντος κανονισμού ή να προβλέπουν διαβουλεύσεις με οργανώσεις καταναλωτών, ενώσεις εμπόρων, εντεταλμένους φορείς ή άλλα ενδιαφερόμενα πρόσωπα όσον αφορά την αποτελεσματικότητα των προτεινόμενων δεσμεύσεων για την παύση της παράβασης που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό.

(8)

Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να είναι σε θέση να κινούν έρευνες ή διαδικασίες με δική τους πρωτοβουλία, όταν διαπιστώνουν παραβάσεις που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό με άλλα μέσα πλην των καταγγελιών των καταναλωτών.

(9)

Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν πρόσβαση σε κάθε σχετικό έγγραφο, δεδομένο και πληροφορία που σχετίζεται με το αντικείμενο μιας έρευνας ή συντονισμένων ερευνών στις αγορές καταναλωτών («σαρώσεις») για να διαπιστώνουν αν έχει επέλθει ή επέρχεται παράβαση ενωσιακής νομοθεσίας για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών και, ειδικότερα, για να προσδιορίζουν τον υπεύθυνο έμπορο, ανεξαρτήτως του προσώπου που διαθέτει τα υπό κρίση έγγραφα, τα δεδομένα ή τις πληροφορίες, και ανεξαρτήτως της μορφής ή του μορφοτύπου τους, του μέσου αποθήκευσής τους ή του τόπου όπου αποθηκεύονται. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να είναι σε θέση να ζητούν απευθείας από τρίτους που δραστηριοποιούνται στην ψηφιακή αλυσίδα αξίας να παρέχουν κάθε σχετικό αποδεικτικό στοιχείο, δεδομένο και πληροφορία σύμφωνα με την οδηγία 2000/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4), σύμφωνα με τη νομοθεσία για την προστασία των προσωπικών δεδομένων.

(10)

Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να είναι σε θέση να ζητήσουν κάθε σχετική πληροφορία από κάθε δημόσια αρχή, φορέα ή οργανισμό του κράτους μέλους τους ή από κάθε φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο, περιλαμβανομένων, για παράδειγμα, των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών, των παρόχων υπηρεσιών διαδικτύου, των φορέων τηλεπικοινωνιών, των καταχωρητών τομέα, των μητρώων τομέα και των παρόχων υπηρεσιών φιλοξενίας, προκειμένου να διαπιστώσουν κατά πόσον έχει επέλθει ή επέρχεται παράβαση που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό.

(11)

Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να είναι σε θέση να διενεργούν απαραίτητες επιτόπου επιθεωρήσεις, καθώς και να έχουν εξουσία πρόσβασης σε κάθε χώρο, έδαφος ή μέσο μεταφοράς που χρησιμοποιεί ο έμπορος τον οποίο αφορά η επιθεώρηση για σκοπούς που συνδέονται με την εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή επαγγελματική του δραστηριότητα.

(12)

Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να είναι σε θέση να ζητούν από κάθε εκπρόσωπο ή μέλος του προσωπικού του εμπόρου τον οποίο αφορά η επιθεώρηση να παρέχει διευκρινίσεις σχετικά με στοιχεία, πληροφορίες, δεδομένα ή έγγραφα που αφορούν το αντικείμενο της επιθεώρησης και να θα πρέπει να είναι σε θέση να καταχωρίζουν τις απαντήσεις που δίδει ο συγκεκριμένος εκπρόσωπος ή το μέλος του προσωπικού.

(13)

Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να είναι σε θέση να επαληθεύουν τη συμμόρφωση με την ενωσιακή νομοθεσία για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών και να συγκεντρώνουν αποδεικτικά στοιχεία παραβάσεων που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό, συμπεριλαμβανομένων παραβάσεων που λαμβάνουν χώρα κατά ή μετά την αγορά αγαθών ή υπηρεσιών. Κατά συνέπεια, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν την εξουσία να αγοράζουν αγαθά ή υπηρεσίες ως δοκιμαστική αγορά, όταν είναι αναγκαίο, με καλυμμένη ταυτότητα, προκειμένου να εντοπίζουν παραβάσεις που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό, όπως αρνήσεις εφαρμογής του δικαιώματος υπαναχώρησης του καταναλωτή στην περίπτωση των συμβάσεων εξ αποστάσεως και να αποκτούν αποδεικτικά στοιχεία. Η εν λόγω εξουσία θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνει την εξουσία επιθεώρησης, παρατήρησης, μελέτης, αποσυναρμολόγησης ή δοκιμής προϊόντος ή υπηρεσίας που έχει αγοραστεί από την αρμόδια αρχή για τους εν λόγω σκοπούς. Η εξουσία για την αγορά αγαθών ή υπηρεσιών ως δοκιμαστική αγορά μπορεί να περιλαμβάνει την εξουσία εκ μέρους των αρμόδιων αρχών να διασφαλίζουν την επιστροφή κάθε ποσού που έχει καταβληθεί, όταν η εν λόγω επιστροφή δεν θα είναι δυσανάλογη και θα είναι κατά τα λοιπά σύμφωνη με το ενωσιακό και το εθνικό δίκαιο.

(14)

Ιδιαίτερα στο ψηφιακό περιβάλλον, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να μπορούν να επιτυγχάνουν την παύση παραβάσεων που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό γρήγορα και αποτελεσματικά, και ιδίως όταν ο έμπορος που πωλεί προϊόντα ή υπηρεσίες αποκρύπτει την ταυτότητά του ή μετεγκαθίσταται εντός της Ένωσης ή σε τρίτη χώρα για να αποφύγει την επιβολή της νομοθεσίας. Σε περιπτώσεις όπου υπάρχει κίνδυνος σοβαρής βλάβης στα συλλογικά συμφέροντα των καταναλωτών, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να μπορούν να λαμβάνουν προσωρινά μέτρα σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, στα οποία περιλαμβάνονται η διαγραφή περιεχομένου από επιγραμμική διεπαφή ή η διαταγή ρητής αναγραφής προειδοποίησης προς τους καταναλωτές κατά την πρόσβασή τους σε επιγραμμική διεπαφή. Τα προσωρινά μέτρα δεν θα πρέπει να υπερβαίνουν τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου τους. Επιπλέον, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να διαθέτουν την εξουσία να διατάσσουν τη ρητή αναγραφή προειδοποίησης προς τους καταναλωτές κατά την πρόσβαση στην επιγραμμική διεπαφή ή να διατάσσουν τη διαγραφή ή τροποποίηση ψηφιακού περιεχομένου όταν δεν υπάρχουν άλλοι αποτελεσματικοί τρόποι να παύσει μια παράνομη πρακτική. Τα εν λόγω μέτρα δεν θα πρέπει να υπερβαίνουν τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου της παύσης ή της απαγόρευσης της παράβασης που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό.

(15)

Προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος του παρόντος κανονισμού και ταυτόχρονα να υπογραμμισθεί η σημασία της βούλησης των εμπόρων να ενεργούν σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών και να επανορθώνουν τις συνέπειες των παραβάσεών τους που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να συμφωνούν με τους εμπόρους δεσμεύσεις όσον αφορά ενέργειες και μέτρα που υποχρεούται να λαμβάνει ο έμπορος για παράβαση, και ιδίως προκειμένου να παύσει η διάπραξή της.

(16)

Καθώς επηρεάζουν απευθείας τον βαθμό της αποτροπής που παρέχεται από την επιβολή του νόμου από τη δημόσια αρχή, οι κυρώσεις για παραβάσεις της νομοθεσίας για την προστασία των καταναλωτών αποτελούν σημαντικό μέρος του συστήματος επιβολής του νόμου. Καθώς τα εθνικά καθεστώτα κυρώσεων δεν επιτρέπουν πάντα να ληφθεί υπόψη η διασυνοριακή διάσταση μίας παράβασης, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει, ως μέρος των ελάχιστων εξουσιών τους, να έχουν το δικαίωμα να επιβάλουν κυρώσεις για παραβάσεις που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό. Δεν θα πρέπει να απαιτείται από τα κράτη μέλη να θεσπίσουν νέο καθεστώς κυρώσεων για παραβάσεις που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό. Αντ’ αυτού, θα πρέπει να απαιτούν από τις αρμόδιες αρχές να εφαρμόζεται το εφαρμοστέο καθεστώς στις ίδιες εσωτερικές παραβάσεις, λαμβάνοντας υπόψη, όπου είναι δυνατόν, την πραγματική έκταση και την εμβέλεια της σχετικής παράβασης. Εν όψει των πορισμάτων της έκθεσης της Επιτροπής για τον έλεγχο καταλληλότητας του δικαίου της ΕΕ περί καταναλωτών και εμπορίας, μπορεί να κριθεί αναγκαίο να ενισχυθεί το επίπεδο των κυρώσεων για παραβάσεις του δικαίου της Ένωσης για την προστασία των καταναλωτών.

(17)

Οι καταναλωτές θα πρέπει να έχουν δικαίωμα αποκατάστασης για ζημιές που προκαλούνται από παραβάσεις που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό. Ανάλογα με την περίπτωση, η εξουσία των αρμόδιων αρχών η οποία αφορά τη λήψη πρόσθετων διορθωτικών δεσμεύσεων που προέρχονται από τον έμπορο, με δική του πρωτοβουλία, προς όφελος των καταναλωτών που θίγονται από την εικαζόμενη παράβαση που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό ή, όπου αρμόζει, η οποία αφορά την προσπάθεια να ληφθούν δεσμεύσεις από τον έμπορο ότι θα προσφέρει κατάλληλα διορθωτικά μέτρα στους θιγόμενους καταναλωτές τους οποίους αφορά η εν λόγω παράβαση θα πρέπει να συμβάλλει στην άρση των δυσμενών συνεπειών μίας διασυνοριακής παράβασης για τους καταναλωτές. Τα εν λόγω διορθωτικά μέτρα μπορούν να περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την επισκευή, την αντικατάσταση, τις μειώσεις του τιμήματος, τη λύση της σύμβασης ή την επιστροφή του τιμήματος που καταβλήθηκε για αγαθά ή υπηρεσίες, όπως αρμόζει, για τον μετριασμό των αρνητικών συνεπειών της παράβασης που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό για τον θιγόμενο καταναλωτή, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του ενωσιακού δικαίου. Αυτό θα πρέπει να ισχύει με την επιφύλαξη του δικαιώματος του καταναλωτή να ζητήσει αποκατάσταση με τα κατάλληλα μέσα. Όπου αρμόζει, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να ενημερώνουν, με τα κατάλληλα μέσα, τους καταναλωτές, που ισχυρίζονται ότι έχουν υποστεί ζημία ως συνέπεια παράβασης που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό, σχετικά με το πώς μπορούν να διεκδικήσουν αποζημίωση δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας.

(18)

Η εφαρμογή και η άσκηση εξουσιών κατ’ εφαρμογή του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να είναι αναλογικές και κατάλληλες για τη φύση της παράβασης ενωσιακής νομοθεσίας για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών και τη συνολική πραγματική ή δυνητική βλάβη που αυτή συνεπάγεται. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη όλα τα πραγματικά περιστατικά και τις περιστάσεις της υπόθεσης και θα πρέπει να επιλέγουν τα πλέον ενδεδειγμένα μέτρα που απαιτούνται για την αντιμετώπιση της παράβασης που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό. Τα εν λόγω μέτρα θα πρέπει να είναι αναλογικά, αποτελεσματικά και προληπτικά.

(19)

Η εφαρμογή και η άσκηση των εξουσιών κατά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού θα πρέπει, επίσης, να συνάδουν με το λοιπό ενωσιακό και εθνικό δίκαιο, συμπεριλαμβάνοντας τις ισχύουσες διαδικαστικές εγγυήσεις και τις αρχές των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να παραμείνουν ελεύθερα να θεσπίζουν προϋποθέσεις και όρια για την άσκηση των εξουσιών στο εθνικό τους δίκαιο, σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο. Όταν, για παράδειγμα, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, απαιτείται προηγούμενη άδεια της δικαστικής αρχής του οικείου κράτους μέλους για την είσοδο στις εγκαταστάσεις φυσικών προσώπων και νομικών προσώπων, η εξουσία εισόδου στις εγκαταστάσεις αυτές θα πρέπει να ασκείται μόνο αφού χορηγηθεί η εν λόγω άδεια.

(20)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να επιλέξουν κατά πόσον οι αρμόδιες αρχές ασκούν τις εν λόγω εξουσίες απευθείας, στο πλαίσιο της δικής τους αρμοδιότητας, με προσφυγή σε άλλες αρμόδιες αρχές ή άλλες δημόσιες αρχές, μέσω παροχής εντολών σε εντεταλμένους φορείς ή μέσω αίτησης στα αρμόδια δικαστήρια. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι οι εξουσίες αυτές ασκούνται αποτελεσματικά και εγκαίρως.

(21)

Όταν απαντούν σε αιτήσεις που υποβάλλονται μέσω του μηχανισμού αμοιβαίας συνδρομής, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει, όπου αρμόζει, να ασκούν περαιτέρω εξουσίες ή να λαμβάνουν μέτρα που τους έχουν ανατεθεί σε εθνικό επίπεδο, περιλαμβανομένης της εξουσίας για την κίνηση διαδικασίας ή για την παραπομπή υποθέσεων προς άσκηση ποινικής δίωξης. Είναι εξαιρετικά σημαντικό να μπορούν τα δικαστήρια και οι άλλες αρχές που συμμετέχουν στην ποινική δίωξη να διαθέτουν τα μέσα και τις εξουσίες που απαιτούνται για την αποτελεσματική και έγκαιρη συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές.

(22)

Η αποδοτικότητα και η αποτελεσματικότητα του μηχανισμού αμοιβαίας συνδρομής θα πρέπει να βελτιωθούν. Οι πληροφορίες που ζητούνται θα πρέπει να παρέχονται εντός των χρονικών ορίων που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό και τα αναγκαία μέτρα έρευνας και επιβολής θα πρέπει επίσης να λαμβάνονται εγκαίρως. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να απαντούν σε αιτήσεις παροχής πληροφοριών και λήψης μέτρων επιβολής εντός καθορισμένων προθεσμιών, εκτός εάν συμφωνηθεί άλλως. Οι υποχρεώσεις της αρμόδιας αρχής εντός του μηχανισμού της αμοιβαίας συνδρομής θα πρέπει να παραμείνουν άθικτες, εκτός εάν είναι πιθανό ότι τα μέτρα επιβολής και οι διοικητικές αποφάσεις που λαμβάνονται σε εθνικό επίπεδο εκτός του μηχανισμού της αμοιβαίας συνδρομής θα διασφαλίσουν την ταχεία και αποτελεσματική παύση ή απαγόρευση της ενδοενωσιακής παράβασης. Οι διοικητικές αποφάσεις συναφώς με τα ανωτέρω θα πρέπει να νοούνται ως αποφάσεις για την εφαρμογή των μέτρων που έχουν ληφθεί για την παύση ή την απαγόρευση της ενδοενωσιακής παράβασης. Στις εξαιρετικές αυτές περιπτώσεις, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να αρνηθούν τη συμμόρφωση με αίτημα για μέτρα επιβολής που υποβλήθηκαν εντός του μηχανισμού της αμοιβαίας συνδρομής.

(23)

Η Επιτροπή θα πρέπει να έχει περισσότερες δυνατότητες να συντονίζει και να παρακολουθεί τη λειτουργία του μηχανισμού αμοιβαίας συνδρομής, να παρέχει καθοδήγηση, να διατυπώνει συστάσεις και να γνωμοδοτεί για τα κράτη μέλη, όταν ανακύπτουν προβλήματα. Επίσης, η Επιτροπή θα πρέπει να έχει περισσότερες δυνατότητες να επικουρεί τις αρμόδιες αρχές αποτελεσματικά και γρήγορα για τη διευθέτηση διαφωνιών σχετικά με την ερμηνεία των υποχρεώσεών τους, οι οποίες απορρέουν από τον μηχανισμό αμοιβαίας συνδρομής.

(24)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει εναρμονισμένους κανόνες που να καθορίζουν τις διαδικασίες για τον συντονισμό μέτρων έρευνας και επιβολής του νόμου σχετικά με εκτεταμένες παραβάσεις και εκτεταμένες παραβάσεις με ενωσιακή διάσταση. Οι συντονισμένες δράσεις για την καταπολέμηση εκτεταμένων παραβάσεων και εκτεταμένων παραβάσεων με ενωσιακή διάσταση θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιλέγουν τα πλέον κατάλληλα και αποτελεσματικά εργαλεία για την παύση των εν λόγω παραβάσεων και όπου αρμόζει, να λαμβάνουν ή να προσπαθούν να επιτύχουν από τους υπεύθυνους έμπορους διορθωτικές δεσμεύσεις προς όφελος των καταναλωτών.

(25)

Ως μέρος συντονισμένης δράσης, οι οικείες αρμόδιες αρχές θα πρέπει να συντονίζουν τα μέτρα έρευνας και επιβολής, ώστε να αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά την εκτεταμένη παράβαση ή την εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση και να επιτυγχάνουν την παύση ή την απαγόρευσή της. Προς τούτο θα πρέπει να ανταλλάσσονται όλα τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία και πληροφορίες μεταξύ των αρμόδιων αρχών και να παρέχεται η απαιτούμενη βοήθεια. Οι αρμόδιες αρχές τις οποίες αφορά η εκτεταμένη παράβαση ή η εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση θα πρέπει να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα επιβολής κατά συντονισμένο τρόπο με σκοπό την παύση ή την απαγόρευση της εν λόγω παράβασης.

(26)

Η συμμετοχή κάθε αρμόδιας αρχής σε συντονισμένη δράση και ιδιαίτερα τα μέτρα έρευνας και επιβολής που οφείλει να λάβει αρμόδια αρχή θα πρέπει να είναι επαρκή για να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η εκτεταμένη παράβαση ή η εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση. Οι αρμόδιες αρχές τις οποίες αφορά η εν λόγω παράβαση θα πρέπει να υποχρεούνται να λάβουν μόνο εκείνα τα μέτρα έρευνας και επιβολής που απαιτούνται για να συγκεντρωθούν τα όλα τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία και πληροφορίες όσον αφορά την εκτεταμένη παράβαση ή την εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση και να επιτευχθεί η παύση ή η απαγόρευση της παράβασης. Ωστόσο, η έλλειψη διαθέσιμων πόρων εκ μέρους της αρμόδιας αρχής της οποία αφορά η εν λόγω παράβαση δεν θα πρέπει να θεωρείται ως αιτιολογία για να μην συμμετάσχει σε συντονισμένη δράση.

(27)

Οι αρμόδιες αρχές τις οποίες αφορά η εκτεταμένη παράβαση ή η εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση που συμμετέχουν σε συντονισμένη δράση θα πρέπει να είναι σε θέση να λαμβάνουν δραστηριότητες έρευνας και επιβολής σε εθνικό επίπεδο σε σχέση με την ίδια παράβαση και κατά του ίδιου εμπόρου. Ωστόσο, ταυτοχρόνως, θα πρέπει να παραμείνει άθικτη η υποχρέωση της αρμόδιας αρχής να συντονίζει τις δραστηριότητές της σε θέματα έρευνας και επιβολής στο πλαίσιο της συντονισμένης δράσης με τις άλλες αρμόδιες αρχές τις οποίες αφορά η εν λόγω παράβαση, εκτός αν είναι πιθανό ότι τα μέτρα επιβολής και οι διοικητικές αποφάσεις που λαμβάνονται σε εθνικό επίπεδο εκτός του πλαισίου της συντονισμένης δράσης θα διασφαλίζουν ταχεία και αποτελεσματική παύση ή απαγόρευση της εκτεταμένης παράβασης ή της παράβασης με ενωσιακή διάσταση. Οι διοικητικές αποφάσεις συναφώς με τα ανωτέρω θα πρέπει να νοούνται ως αποφάσεις για την εφαρμογή των μέτρων που έχουν ληφθεί για την παύση ή την απαγόρευση της παράβασης. Σε αυτές τις εξαιρετικές περιπτώσεις, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να αρνηθούν να συμμετάσχουν στη συντονισμένη δράση.

(28)

Εάν υπάρχουν εύλογες υπόνοιες για εκτεταμένη παράβαση, οι αρμόδιες αρχές τις οποίες αφορά η εν λόγω παράβαση θα πρέπει, με συμφωνία, να αναλαμβάνουν συντονισμένη δράση. Προκειμένου να καθορισθεί ποιες αρμόδιες αρχές αφορά η εκτεταμένη παράβαση θα πρέπει να εξετάζονται όλες οι συναφείς πτυχές της εν λόγω παράβασης, και ιδίως ο τόπος εγκατάστασης ή διαμονής του εμπόρου, ο τόπος όπου βρίσκονται τα περιουσιακά στοιχεία του εμπόρου, ο τόπος όπου βρίσκονται οι καταναλωτές που υπέστησαν βλάβη από την εικαζόμενη παράβαση, καθώς και ο τόπος όπου βρίσκονται τα σημεία πώλησης του εμπόρου, δηλαδή καταστήματα και δικτυακοί τόποι.

(29)

Η Επιτροπή θα πρέπει να συνεργάζεται στενότερα με τα κράτη μέλη για την αποφυγή παραβάσεων μεγάλης κλίμακας στο μέλλον. Η Επιτροπή θα πρέπει, ως εκ τούτου, να γνωστοποιεί στις αρμόδιες αρχές εάν υποψιάζεται οποιεσδήποτε παραβάσεις που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό. Εάν, για παράδειγμα, παρακολουθώντας τις προειδοποιήσεις που εκδίδονται από τις αρμόδιες αρχές, η Επιτροπή έχει εύλογες υπόνοιες ότι έχει επέλθει εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση, θα πρέπει να ενημερώνει τα κράτη μέλη, διαμέσου των αρμόδιων αρχών και των ενιαίων γραφείων σύνδεσης τα οποία αφορά η εν λόγω εικαζόμενη παράβαση, και να αναφέρει στη γνωστοποίηση τους λόγους που δικαιολογούν πιθανή συντονισμένη δράση. Οι ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές θα πρέπει να διεξάγουν κατάλληλες έρευνες με βάση τις πληροφορίες που είναι διαθέσιμες ή εύκολα προσβάσιμες σε αυτούς. Θα πρέπει να κοινοποιούν τα αποτελέσματα των ερευνών τους στις άλλες αρμόδιες αρχές, στα σχετικά ενιαία γραφεία σύνδεσης για την εν λόγω παράβαση και στην Επιτροπή. Όταν οι σχετικές αρμόδιες αρχές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι εν λόγω έρευνες αποκαλύπτουν ότι ενδέχεται να συντελείται παράβαση, θα πρέπει να ξεκινήσουν τη συντονισμένη δράση λαμβάνοντας τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό. Μία συντονισμένη δράση για την αντιμετώπιση εκτεταμένης παράβασης με ενωσιακή διάσταση θα πρέπει πάντα να συντονίζεται από την Επιτροπή. Εάν φαίνεται ότι η παράβαση αυτή αφορά το κράτος μέλος, αυτό θα πρέπει να συμμετέχει σε συντονισμένη δράση για να διευκολύνει τη συλλογή όλων των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων και πληροφοριών σχετικά με την παράβαση και την επίτευξη της παύσης ή της απαγόρευσής της. Όσον αφορά τα μέτρα επιβολής, οι ποινικές και δικαστικές διαδικασίες στα κράτη μέλη δεν θα πρέπει να θιγούν από την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού. Η αρχή ne bis in idem θα πρέπει να τηρείται. Ωστόσο, εάν ο ίδιος έμπορος επαναλαμβάνει την ίδια πράξη ή παράλειψη η οποία συνιστά παράβαση που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό και είχε ήδη αντιμετωπισθεί μέσω διαδικασιών επιβολής της νομοθεσίας με αποτέλεσμα την παύση ή την απαγόρευση της εν λόγω παράβασης, αυτή θα πρέπει να θεωρηθεί ως νέα παράβαση και οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να την αντιμετωπίσουν.

(30)

Οι οικείες αρμόδιες αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα έρευνας προκειμένου να διαπιστώσουν τα στοιχεία της εκτεταμένης παράβασης ή της εκτεταμένης παράβασης με ενωσιακή διάσταση, και ιδίως την ταυτότητα του εμπόρου, τις πράξεις ή παραλείψεις του εμπόρου και τα αποτελέσματα της παράβασης. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν τα μέτρα επιβολής με βάση τα αποτελέσματα της έρευνας. Κατά περίπτωση, τα αποτελέσματα της έρευνας και η αξιολόγηση της εκτεταμένης παράβασης ή της εκτεταμένης παράβασης με ενωσιακή διάσταση θα πρέπει να διατυπώνονται σε κοινή θέση η οποία θα συμφωνείται μεταξύ των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών τα οποία αφορά η συντονισμένη δράση και η οποία θα πρέπει να απευθύνεται στον έμπορο που ευθύνεται για την εν λόγω παράβαση. Η κοινή θέση δεν θα πρέπει να συνιστά δεσμευτική απόφαση των αρμόδιων αρχών. Θα πρέπει, ωστόσο, να προσφέρει στον έμπορο στον οποίο απευθύνεται την ευκαιρία να διατυπώσει τις απόψεις του επί των θεμάτων που περιλαμβάνονται στην κοινή θέση.

(31)

Στις διαδικασίες κατά εκτεταμένων παραβάσεων ή εκτεταμένων παραβάσεων με ενωσιακή διάσταση, τα δικαιώματα άμυνας των εμπόρων θα πρέπει να γίνονται σεβαστά. Αυτό απαιτεί, ιδίως, να παρέχεται στον έμπορο το δικαίωμα ακρόασης και το δικαίωμα να χρησιμοποιεί κατά τη διάρκεια των διαδικασιών την επίσημη γλώσσα […] ή μία από τις επίσημες γλώσσες που χρησιμοποιούνται για επίσημους σκοπούς στο κράτος μέλος στο οποίο ο έμπορος είναι εγκατεστημένος ή διαμένει. Είναι επίσης ουσιώδους σημασίας να διασφαλίζεται η συμμόρφωση με το δίκαιο της Ένωσης για την προστασία της τεχνογνωσίας και των επιχειρηματικών πληροφοριών που δεν αποκαλύπτονται.

(32)

Οι οικείες αρμόδιες αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν εντός της δικαιοδοσίας τους τα αναγκαία μέτρα έρευνας και επιβολής. Ωστόσο, τα αποτελέσματα των εκτεταμένων παραβάσεων ή εκτεταμένων παραβάσεων με ενωσιακή διάσταση δεν περιορίζονται σε ένα και μόνο κράτος μέλος. Ως εκ τούτου, απαιτείται συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών για την αντιμετώπιση των εν λόγω παραβάσεων και την επίτευξη της παύσης ή της απαγόρευσής τους.

(33)

Ο αποτελεσματικός εντοπισμός παραβάσεων που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό θα πρέπει να υποστηρίζεται από ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών και της Επιτροπής μέσω έκδοσης προειδοποιήσεων, εφόσον υπάρχουν εύλογες υπόνοιες για διάπραξη τέτοιων παραβάσεων. Η Επιτροπή θα πρέπει να συντονίζει τη λειτουργία της ανταλλαγής πληροφοριών.

(34)

Οι οργανώσεις καταναλωτών διαδραματίζουν ουσιώδη ρόλο στην πληροφόρηση των καταναλωτών σχετικά με τα δικαιώματά τους, στην ευαισθητοποίησή τους και στην προστασία των συμφερόντων τους, περιλαμβανομένης της επίλυσης των διαφορών. Οι καταναλωτές θα πρέπει να ενθαρρύνονται να συνεργάζονται με τις αρμόδιες αρχές, ώστε να ενισχυθεί η εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

(35)

Οι οργανώσεις των καταναλωτών και, όπου αρμόζει, οι ενώσεις εμπόρων θα πρέπει να επιτρέπεται να ειδοποιούν τις αρμόδιες αρχές για εικαζόμενες παραβάσεις που καλύπτονται από τον παρόντα μηχανισμό και να ανταλλάσσουν με τις αρχές αυτές τις πληροφορίες που απαιτούνται για τον εντοπισμό, τη διερεύνηση και την παύση παραβάσεων, να δίνουν την άποψή τους σχετικά με τις έρευνες ή τις παραβάσεις και να ειδοποιούν τις αρμόδιες αρχές σχετικά με περιστατικά καταπάτησης της ενωσιακής νομοθεσίας για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών.

(36)

Για να διασφαλιστεί η ορθή εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, τα κράτη μέλη θα πρέπει να αναθέτουν σε εντεταλμένους φορείς, Ευρωπαϊκά Κέντρα Καταναλωτών, οργανώσεις και ενώσεις καταναλωτών και, όπου αρμόζει, σε ενώσεις εμπόρων με την απαραίτητη τεχνογνωσία, την εξουσία να εκδίδουν εξωτερικές προειδοποιήσεις στις αρμόδιες αρχές των σχετικών κρατών μελών και στην Επιτροπή για εικαζόμενες παραβάσεις που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό και να παρέχουν τις αναγκαίες πληροφορίες που έχουν στη διάθεσή τους. Τα κράτη μέλη μπορούν να έχουν προσήκοντες λόγους για τους οποίους δεν αναθέτουν στις εν λόγω οντότητες την εξουσία να αναλάβουν τις δράσεις αυτές. Στο πλαίσιο αυτό, σε περίπτωση που ένα κράτος μέλος αποφασίσει να μην επιτρέψει σε μία από τις εν λόγω οντότητες να εκδίδει εξωτερικές προειδοποιήσεις, θα πρέπει να δώσει αιτιολογημένη εξήγηση για την πράξη του αυτή.

(37)

Οι σαρώσεις είναι μία ακόμη μορφή συντονισμού της επιβολής του νόμου και έχει αποδειχθεί ότι αποτελούν αποτελεσματικό εργαλείο κατά των παραβάσεων της ενωσιακής νομοθεσίας για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών, και θα πρέπει να διατηρηθεί και να ενισχυθεί στο μέλλον τόσο στον επιγραμμικό τομέα όσο και εκτός αυτού. Ειδικότερα, οι σαρώσεις θα πρέπει να διεξάγονται όταν οι τάσεις της αγοράς, οι καταγγελίες των καταναλωτών ή άλλες ενδείξεις υποδηλώνουν ότι ενδέχεται να έχουν επέλθει ή να επέρχονται παραβάσεις της ενωσιακής νομοθεσίας για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών.

(38)

Δεδομένα σχετικά με τις καταγγελίες των καταναλωτών θα μπορούσαν να βοηθήσουν τους υπεύθυνους για τη χάραξη πολιτικής σε ενωσιακό και εθνικό επίπεδο, ώστε να αξιολογηθεί η λειτουργία των καταναλωτικών αγορών και να εντοπίζονται οι παραβάσεις. Θα πρέπει να προαχθεί η ανταλλαγή των εν λόγω δεδομένων σε επίπεδο Ένωσης.

(39)

Είναι σημαντικό, στο μέτρο που είναι αναγκαίο για να συμβάλουν στην επίτευξη των στόχων του παρόντος κανονισμού, είναι ουσιώδες τα κράτη μέλη να ενημερώνουν τα άλλα κράτη μέλη και την Επιτροπή σχετικά με τις δραστηριότητές τους στον τομέα της προστασίας των συμφερόντων των καταναλωτών, συμπεριλαμβανομένης της στήριξής τους για δραστηριότητες εκπροσώπων των καταναλωτών, της στήριξής τους για δραστηριότητες φορέων που είναι υπεύθυνοι για την εξωδικαστική επίλυση διαφορών σχετικών με καταναλωτές και της στήριξής τους για την πρόσβαση των καταναλωτών στη δικαιοσύνη. Σε συνεργασία με την Επιτροπή, τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι σε θέση να ασκούν κοινές δραστηριότητες όσον αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών για την πολιτική σχετικά με τους καταναλωτές στους προαναφερθέντες τομείς.

(40)

Οι προκλήσεις όσον αφορά την επιβολή της νομοθεσίας υπερβαίνουν τα σύνορα της Ένωσης και τα συμφέροντα των καταναλωτών της Ένωσης είναι ανάγκη να προστατεύονται από ανέντιμους εμπόρους που είναι εγκατεστημένοι σε τρίτες χώρες. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να διεξαχθούν διαπραγματεύσεις για τη σύναψη διεθνών συμφωνιών με τρίτες χώρες σχετικά με την αμοιβαία συνδρομή στην επιβολή της ενωσιακής νομοθεσίας για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών. Αυτές οι διεθνείς συμφωνίες θα πρέπει να καλύπτουν το αντικείμενο του παρόντος κανονισμού και θα πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε επίπεδο Ένωσης, ώστε να εξασφαλισθούν η μέγιστη προστασία των καταναλωτών της Ένωσης και η ομαλή συνεργασία με τρίτες χώρες.

(41)

Οι πληροφορίες που ανταλλάσσουν οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να υπόκεινται σε αυστηρούς κανόνες εμπιστευτικότητας και επαγγελματικού και εμπορικού απορρήτου για να εξασφαλίζεται η απρόσκοπτη διεξαγωγή των ερευνών ή να μη θίγεται άδικα η καλή φήμη των εμπόρων. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να αποφασίζουν να κοινολογήσουν αυτές τις πληροφορίες μόνον όταν αυτό κρίνεται σκόπιμο και αναγκαίο, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, λαμβάνοντας υπόψη το δημόσιο συμφέρον, όπως είναι η δημόσια ασφάλεια, η προστασία των καταναλωτών, η προστασία της δημόσιας υγείας και του περιβάλλοντος ή η ορθή διεξαγωγή ποινικών ερευνών, και κατά περίπτωση.

(42)

Προκειμένου να ενισχυθεί η διαφάνεια του δικτύου συνεργασίας και να καταστεί πληρέστερη η ευαισθητοποίηση των καταναλωτών και του κοινού εν γένει, η Επιτροπή θα πρέπει να εκπονεί ανά διετία επισκόπηση των πληροφοριών, των στατιστικών στοιχείων και των εξελίξεων στον τομέα της επιβολής της νομοθεσίας για την προστασία των καταναλωτών που καταγράφονται στο πλαίσιο επιβολής της συνεργασίας που προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό και να τα δημοσιοποιεί.

(43)

Οι εκτεταμένες παραβάσεις θα πρέπει να αντιμετωπίζονται αποδοτικά και αποτελεσματικά. Για την επίτευξη αυτού του στόχου, θα πρέπει να δημιουργηθεί σύστημα ανά διετία ανταλλαγής προτεραιοτήτων που αφορούν την επιβολή της νομοθεσίας.

(44)

Προκειμένου να διασφαλιστούν ομοιόμορφοι όροι για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να ανατεθούν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή, ώστε να καθορισθούν οι πρακτικές και λειτουργικές ρυθμίσεις όσον αφορά τη λειτουργία της ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5).

(45)

Ο παρών κανονισμός δεν θίγει τους τομεακούς κανόνες της Ένωσης που προβλέπουν τη συνεργασία μεταξύ των τομεακών ρυθμιστικών αρχών ή τους εφαρμοστέους τομεακούς κανόνες της Ένωσης σχετικά με την αποζημίωση των καταναλωτών για τη ζημία που απορρέει από την παράβαση αυτών των κανόνων. Ο παρών κανονισμός δεν θίγει επίσης άλλα συστήματα συνεργασίας και δίκτυα που προβλέπονται στην τομεακή νομοθεσία της Ένωσης. Ο παρών κανονισμός προάγει τη συνεργασία και τον συντονισμό μεταξύ των δικτύων προστασίας των καταναλωτών και των δικτύων των ρυθμιστικών φορέων και αρχών που έχουν συσταθεί από την τομεακή νομοθεσία της Ένωσης. Ο παρών κανονισμός δεν θίγει την εφαρμογή μέτρων περί δικαστικής συνεργασίας στα κράτη μέλη σε υποθέσεις αστικού και ποινικού δικαίου.

(46)

Ο παρών κανονισμός δεν θίγει το δικαίωμα για ατομική ή συλλογική αποζημίωση, το οποίο υπόκειται στην εθνική νομοθεσία, και δεν προβλέπει την εκτέλεση των σχετικών απαιτήσεων.

(47)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6), ο κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7), και η οδηγία (ΕΕ) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8) θα πρέπει να εφαρμόζονται στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού.

(48)

Ο παρών κανονισμός δεν θίγει τους κανόνες της Ένωσης που εφαρμόζονται σχετικά με την αρμοδιότητα των εθνικών ρυθμιστικών φορέων που έχουν θεσπισθεί από την ενωσιακή τομεακή νομοθεσία. Εφόσον ενδείκνυται και είναι δυνατόν, οι εν λόγω φορείς θα πρέπει να χρησιμοποιούν τις εξουσίες που διαθέτουν δυνάμει του ενωσιακού και του εθνικού δικαίου για την παύση ή την απαγόρευση παραβάσεων που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό, και να βοηθούν τις αρμόδιες αρχές να το πράττουν.

(49)

Ο παρών κανονισμός ισχύει με την επιφύλαξη του ρόλου και των αρμοδιοτήτων των αρμόδιων αρχών και της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών όσον αφορά την προστασία των συλλογικών οικονομικών συμφερόντων των καταναλωτών σε θέματα σχετικά με υπηρεσίες λογαριασμών πληρωμών και τις συμβάσεις πίστωσης για ακίνητα κατοικίας, σύμφωνα με την οδηγία 2014/17/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9) και την οδηγία 2014/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10).

(50)

Λαμβανομένων υπόψη των υφιστάμενων μηχανισμών συνεργασίας σύμφωνα με την οδηγία 2014/17/ΕΕ του και την οδηγία 2014/92/ΕΕ, ο μηχανισμός αμοιβαίας συνδρομής δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται στις ενδοενωσιακές παραβάσεις των εν λόγω οδηγιών.

(51)

Ο παρών κανονισμός δεν θίγει τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1 του Συμβουλίου (11).

(52)

Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται ιδίως από το Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από τις παρούσες συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών. Συνεπώς, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται, σύμφωνα με τα εν λόγω δικαιώματα και αρχές, περιλαμβανομένων αυτών που αφορούν την ελευθερία της έκφρασης και την ελευθερία και τον πλουραλισμό των μέσων ενημέρωσης. Κατά την άσκηση των ελάχιστων εξουσιών που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να επιτύχουν την κατάλληλη ισορροπία μεταξύ των συμφερόντων που προστατεύονται από θεμελιώδη δικαιώματα, όπως το υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών, η επιχειρηματική ελευθερία και η ελευθερία πληροφόρησης.

(53)

Δεδομένου ότι ο στόχος του παρόντος κανονισμού, συγκεκριμένα, η συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών που είναι υπεύθυνες για την επιβολή της νομοθεσίας για την προστασία των καταναλωτών, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη, επειδή αυτά δεν μπορούν να εξασφαλίσουν τη συνεργασία και τον συντονισμό δρώντας μόνα τους, αλλά μπορεί, λόγω του εδαφικού και προσωπικού πεδίου εφαρμογής του, να επιτευχθεί καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως αυτή διατυπώνεται στο προαναφερθέν άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη αυτού του στόχου.

(54)

Συνεπώς, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 θα πρέπει να καταργηθεί,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Ο παρών κανονισμός καθορίζει τους όρους υπό τους οποίους οι αρμόδιες αρχές οι οποίες έχουν οριστεί από τα κράτη μέλη ως αρμόδιες για την επιβολή της ενωσιακής νομοθεσίας για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών, συνεργάζονται και συντονίζουν τις δράσεις μεταξύ τους και με την Επιτροπή, προκειμένου να επιβάλλουν τη συμμόρφωση με τη νομοθεσία αυτή, να εξασφαλίζουν την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και να ενισχύουν την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των καταναλωτών.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

1.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στις ενδοενωσιακές παραβάσεις, στις εκτεταμένες παραβάσεις και στις εκτεταμένες παραβάσεις με ενωσιακή διάσταση, ακόμη και αν οι εν λόγω παραβάσεις έπαυσαν πριν από την έναρξη ή την ολοκλήρωση της επιβολής του νόμου.

2.   Ο παρών κανονισμός ισχύει υπό την επιφύλαξη των κανόνων της Ένωσης περί ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, ιδίως των κανόνων περί δικαιοδοσίας των δικαστηρίων και του εφαρμοστέου δικαίου.

3.   Ο παρών κανονισμός δεν θίγει την εφαρμογή στα κράτη μέλη μέτρων περί δικαστικής συνεργασίας σε υποθέσεις αστικού και ποινικού δικαίου, ιδίως όσον αφορά τη λειτουργία του Ευρωπαϊκού Δικαστικού Δικτύου.

4.   Ο παρών κανονισμός δεν θίγει την εκπλήρωση από τα κράτη μέλη πρόσθετων υποχρεώσεων σχετικά με την αμοιβαία συνδρομή για την προστασία των συλλογικών οικονομικών συμφερόντων των καταναλωτών, συμπεριλαμβανομένων των υποχρεώσεων στο πλαίσιο ποινικών υποθέσεων, οι οποίες απορρέουν από άλλες νομικές πράξεις, συμπεριλαμβανομένων διμερών ή πολυμερών συμφωνιών.

5.   Ο παρών κανονισμός δεν θίγει την εφαρμογή της οδηγίας 2009/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12).

6.   Ο παρών κανονισμός δεν θίγει τη δυνατότητα περαιτέρω μέτρων επιβολής, ιδιωτικών ή δημόσιων, βάσει του εθνικού δικαίου.

7.   Ο παρών κανονισμός δεν θίγει τη σχετική ενωσιακή νομοθεσία που διέπει την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

8.   Ο παρών κανονισμός δεν θίγει την εθνική νομοθεσία που διέπει την αποζημίωση των καταναλωτών για βλάβη που οφείλεται σε παράβαση της ενωσιακής νομοθεσίας για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών.

9.   Ο παρών κανονισμός δεν θίγει το δικαίωμα των αρμόδιων αρχών να διεξαγάγουν έρευνα και να λάβουν μέτρα επιβολής κατά περισσότερων του ενός εμπόρων για παρόμοιες παραβάσεις που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό.

10.   Το κεφάλαιο III του παρόντος κανονισμού δεν εφαρμόζεται στις ενδοενωσιακές παραβάσεις που αφορούν στις οδηγίες 2014/17/ΕΕ και 2014/92/ΕΕ.

Άρθρο 3

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)   «ενωσιακή νομοθεσία για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών»: οι κανονισμοί και οι οδηγίες, όπως έχουν μεταφερθεί στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών μελών που απαριθμούνται στο παράρτημα·

2)   «ενδοενωσιακή παράβαση»: κάθε πράξη ή παράλειψη που είναι αντίθετη προς την ενωσιακή νομοθεσία για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών, η οποία έβλαψε, βλάπτει ή ενδέχεται να βλάψει τα συλλογικά συμφέροντα των καταναλωτών που κατοικούν σε κράτος μέλος εκτός από το κράτος μέλος:

α)

από το οποίο προήλθε ή στο οποίο πραγματοποιήθηκε η πράξη ή η παράλειψη·

β)

στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο έμπορος που είναι υπεύθυνος για την πράξη ή την παράλειψη· ή

γ)

στο οποίο μπορούν να βρεθούν αποδείξεις ή περιουσιακά στοιχεία του εμπόρου που συνδέονται με την πράξη ή την παράλειψη·

3)   «εκτεταμένη παράβαση»::

α)

κάθε πράξη ή παράλειψη που είναι αντίθετη προς την ενωσιακή νομοθεσία για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών, η οποία έβλαψε, βλάπτει ή ενδέχεται να βλάψει τα συλλογικά συμφέροντα των καταναλωτών που κατοικούν σε δύο τουλάχιστον κράτη μέλη εκτός από το κράτος μέλος:

i)

από το οποίο προήλθε ή στο οποίο πραγματοποιήθηκε η πράξη ή η παράλειψη·

ii)

στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο έμπορος που είναι υπεύθυνος για την πράξη ή την παράλειψη· ή

iii)

στο οποίο μπορούν να βρεθούν αποδείξεις ή περιουσιακά στοιχεία του εμπόρου που συνδέονται με την πράξη ή την παράλειψη· ή

β)

οποιεσδήποτε πράξεις ή παραλείψεις που είναι αντίθετες προς την ενωσιακή νομοθεσία για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών, οι οποίες έχουν βλάψει, βλάπτουν ή ενδέχεται να βλάψουν τα συλλογικά συμφέροντα των καταναλωτών και έχουν κοινά χαρακτηριστικά, περιλαμβανομένων της ίδιας παράνομης πρακτικής, της προσβολής του ίδιου συμφέροντος, διαπράττονται δε ταυτόχρονα από τον ίδιο έμπορο, σε τρία τουλάχιστον κράτη μέλη·

4)   «εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση»: εκτεταμένη παράβαση που έβλαψε, βλάπτει ή ενδέχεται να βλάψει τα συλλογικά συμφέροντα των καταναλωτών τουλάχιστον στα δύο τρίτα των κρατών μελών, τα οποία συνολικά αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον τα δύο τρίτα του πληθυσμού της Ένωσης·

5)   «παραβάσεις που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό»: ενδοενωσιακές παραβάσεις, εκτεταμένες παραβάσεις και εκτεταμένες παραβάσεις με ενωσιακή διάσταση·

6)   «αρμόδια αρχή»: κάθε δημόσια αρχή που έχει δημιουργηθεί σε εθνικό, περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο και έχει οριστεί από το κράτος μέλος ως υπεύθυνη για την επιβολή της ενωσιακής νομοθεσίας για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών·

7)   «ενιαίο γραφείο σύνδεσης»: δημόσια αρχή που έχει οριστεί από το κράτος μέλος ως υπεύθυνη για το συντονισμό της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού εντός αυτού του κράτους μέλους·

8)   «εντεταλμένος φορέας»: φορέας με έννομο συμφέρον για την παύση ή την απαγόρευση των παραβάσεων της ενωσιακής νομοθεσίας για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών ο οποίος έχει οριστεί από κράτος μέλος και εντέλλεται από αρμόδια αρχή με σκοπό να συγκεντρώνει τις αναγκαίες πληροφορίες και να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα επιβολής που είναι διαθέσιμα στον εν λόγω φορέα δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, ώστε να επιτύχει την παύση ή την απαγόρευση της παράβασης και ο οποίος δρα εξ ονόματος της εν λόγω αρμόδιας αρχής·

9)   «αιτούσα αρχή»: η αρμόδια αρχή που υποβάλλει αίτηση αμοιβαίας συνδρομής·

10)   «αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση»: η αρμόδια αρχή η οποία δέχεται αίτηση αμοιβαίας συνδρομής·

11)   «έμπορος»: κάθε φυσικό πρόσωπο ή κάθε νομικό πρόσωπο, ιδιωτικό ή δημόσιο, το οποίο ενεργεί, μεταξύ άλλων μέσω οποιουδήποτε άλλου προσώπου ενεργούντος εξ ονόματός του ή για λογαριασμό του, για σκοπούς που αφορούν την εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή επαγγελματική του δραστηριότητα·

12)   «καταναλωτής»: κάθε φυσικό πρόσωπο που ενεργεί για σκοπούς που δεν εντάσσονται στην εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή επαγγελματική του δραστηριότητα·

13)   «καταγγελία καταναλωτή»: δήλωση, η οποία υποστηρίζεται από εύλογα αποδεικτικά στοιχεία, ότι ο έμπορος διέπραξε, διαπράττει ή ενδέχεται να διαπράξει παράβαση της ενωσιακής νομοθεσίας για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών·

14)   «βλάβη συλλογικών συμφερόντων καταναλωτών»: πραγματική ή δυνητική βλάβη των συμφερόντων ορισμένων καταναλωτών, οι οποίοι θίγονται από ενδοενωσιακές παραβάσεις, εκτεταμένες παραβάσεις ή εκτεταμένες παραβάσεις με ενωσιακή διάσταση·

15)   «επιγραμμική διεπαφή»: κάθε λογισμικό, περιλαμβανομένου του δικτυακού τόπου, μέρους αυτού ή μιας εφαρμογής, το οποίο διαχειρίζεται έμπορος ή άλλος εξ ονόματος του εμπόρου και χρησιμεύει για να δοθεί στους καταναλωτές πρόσβαση στα αγαθά ή τις υπηρεσίες του εμπόρου·

16)   «σάρωση»: συντονισμένες έρευνες στις καταναλωτικές αγορές μέσω ταυτόχρονα συντονισμένων δράσεων ελέγχου προκειμένου να ελεγχθεί η συμμόρφωση, ή να διαπιστωθούν παραβάσεις της ενωσιακής νομοθεσίας για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών.

Άρθρο 4

Κοινοποίηση των προθεσμιών παραγραφής

Κάθε ενιαίο γραφείο σύνδεσης κοινοποιεί στην Επιτροπή τις προθεσμίες παραγραφής που εφαρμόζονται στο κράτος μέλος του, και οι οποίες εφαρμόζονται για τα μέτρα επιβολής που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 4. Η Επιτροπή συνοψίζει τις κοινοποιούμενες προθεσμίες παραγραφής και θέτει τη σύνοψη στη διάθεση των αρμόδιων αρχών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΟΙ ΑΡΜΟΔΙΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΕΞΟΥΣΙΕΣ ΤΟΥΣ

Άρθρο 5

Αρμόδιες αρχές και ενιαία γραφεία σύνδεσης

1.   Κάθε κράτος μέλος ορίζει μία ή περισσότερες αρμόδιες αρχές και το ενιαίο γραφείο σύνδεσης, που είναι αρμόδια για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

2.   Οι αρμόδιες αρχές πληρούν τις υποχρεώσεις τους σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό σαν να ενεργούν εκ μέρους των καταναλωτών στο κράτος μέλος τους και για δικό τους λογαριασμό.

3.   Σε κάθε κράτος μέλος το ενιαίο γραφείο σύνδεσης είναι υπεύθυνο για τον συντονισμό των δραστηριοτήτων έρευνας και επιβολής τον οποίο ασκούν οι αρμόδιες αρχές, άλλες δημόσιες αρχές όπως αναφέρονται στο άρθρο 6 και, κατά περίπτωση, εντεταλμένοι φορείς που σχετίζονται με παραβάσεις που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό.

4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές και τα ενιαία γραφεία σύνδεσης έχουν τους απαιτούμενους πόρους για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων επαρκών δημοσιονομικών και άλλων πόρων, εμπειρογνωμοσύνης, διαδικασιών και άλλων ρυθμίσεων.

5.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν, σε περίπτωση που υπάρχουν περισσότερες της μιας αρμόδιες αρχές στο έδαφός τους, για τον σαφή καθορισμό των αντίστοιχων καθηκόντων των εν λόγω αρμόδιων αρχών καθώς και για τη στενή συνεργασία μεταξύ τους, ώστε να εκπληρώνουν αποτελεσματικά τα εν λόγω καθήκοντά τους.

Άρθρο 6

Συνεργασία για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού στα κράτη μέλη

1.   Για τον σκοπό της ορθής εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει ότι οι αρμόδιες αρχές του, άλλες δημόσιες αρχές του και, κατά περίπτωση, οι εντεταλμένοι φορείς του συνεργάζονται μεταξύ τους αποτελεσματικά.

2.   Οι άλλες δημόσιες αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 λαμβάνουν, κατ’ αίτηση αρμόδιας αρχής, όλα τα απαραίτητα μέτρα που διαθέτουν βάσει του εθνικού δικαίου προκειμένου να επιτύχουν την παύση ή την απαγόρευση παραβάσεων που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό.

3.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι άλλες δημόσιες αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 να διαθέτουν επαρκή μέσα και εξουσίες για να συνεργάζονται αποτελεσματικά με τις αρμόδιες αρχές κατά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού. Οι εν λόγω άλλες δημόσιες αρχές ενημερώνουν σε τακτά χρονικά διαστήματα τις αρμόδιες αρχές για τα μέτρα που ελήφθησαν κατ’ εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 7

Ρόλος των εντεταλμένων φορέων

1.   Κατά περίπτωση μια αρμόδια αρχή («εντέλλουσα αρχή») μπορεί, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, να παράσχει εντολές σε εντεταλμένο φορέα ώστε να συγκεντρώσει τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με παράβαση που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό ή να λάβει τα αναγκαία μέτρα επιβολής που έχει στη διάθεσή του δυνάμει του εθνικού δικαίου, για την παύση ή την απαγόρευση της εν λόγω παράβασης. Η εντέλλουσα αρχή παρέχει εντολές στον εντεταλμένο φορέα μόνο εάν, έπειτα από διαβούλευση με την αιτούσα αρχή ή τις άλλες αρμόδιες αρχές τις οποίες αφορά η παράβαση που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό, τόσο η αιτούσα αρχή όσο και η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση ή όλες οι σχετικές αρμόδιες αρχές συμφωνούν ότι ο εντεταλμένος φορέας είναι πιθανό να συγκεντρώσει τις αναγκαίες πληροφορίες ή να επιτύχει την παύση ή την απαγόρευση της παράβασης τουλάχιστον εξίσου αποδοτικά και αποτελεσματικά σε σχέση με αυτό που θα έκανε η εντέλλουσα αρχή.

2.   Σε περίπτωση που η αιτούσα αρχή ή άλλες αρμόδιες αρχές τις οποίες αφορά η παράβαση που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό είναι της άποψης ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 1, ενημερώνουν την εντέλλουσα αρχή γραπτώς και αμελλητί, αναφέροντας τους λόγους στους οποίους βασίζεται η εν λόγω άποψη. Σε περίπτωση που η εντέλλουσα αρχή δεν συμμερίζεται την εν λόγω άποψη, μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην Επιτροπή, η οποία διατυπώνει γνώμη για το ζήτημα αμελλητί.

3.   Η εντέλλουσα αρχή εξακολουθεί να υποχρεούται να συλλέξει τις αναγκαίες πληροφορίες ή να λάβει τα αναγκαία μέτρα επιβολής σε περίπτωση που:

α)

ο εντεταλμένος φορέας δεν είναι σε θέση να συγκεντρώσει τις απαραίτητες πληροφορίες ή να επιτύχει την παύση ή την απαγόρευση της παράβασης που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό αμελλητί· ή

β)

οι αρμόδιες αρχές στις οποίες αφορά παράβαση που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό δεν συμφωνούν να παράσχουν εντολές στον εντεταλμένο φορέα σύμφωνα με την παράγραφο 1.

4.   Η εντέλλουσα αρχή λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε να αποφευχθεί η αποκάλυψη πληροφοριών που υπόκεινται στους κανόνες περί εμπιστευτικότητας και επαγγελματικού και εμπορικού απορρήτου σύμφωνα με το άρθρο 33.

Άρθρο 8

Πληροφόρηση και κατάλογοι

1.   Κάθε κράτος μέλος ανακοινώνει πάραυτα στην Επιτροπή τις ακόλουθες πληροφορίες και τυχόν αλλαγές για:

α)

τις ονομασίες και τα στοιχεία επαφής των αρμόδιων αρχών, του ενιαίου γραφείου σύνδεσης, των εντεταλμένων φορέων και των οντοτήτων που εκδίδουν εξωτερικές προειδοποιήσεις σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 1· και

β)

πληροφορίες για την οργάνωση, τις εξουσίες και τις ευθύνες των αρμόδιων αρχών.

2.   Η Επιτροπή τηρεί και επικαιροποιεί στον δικτυακό της τόπο δημόσιο κατάλογο των αρμόδιων αρχών, των ενιαίων γραφείων σύνδεσης, των εντεταλμένων φορέων και των οντοτήτων που εκδίδουν εξωτερικές προειδοποιήσεις, σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 1 ή 2.

Άρθρο 9

Ελάχιστες εξουσίες των αρμόδιων αρχών

1.   Κάθε αρμόδια αρχή διαθέτει τις ελάχιστες εξουσίες έρευνας και επιβολής, που ορίζονται στις παραγράφους 3, 4, 6 και 7 του παρόντος άρθρου, οι οποίες είναι αναγκαίες για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και ασκεί τις εν λόγω εξουσίες σύμφωνα με το άρθρο 10.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν να μην αναθέσουν όλες τις εξουσίες σε κάθε αρμόδια αρχή, υπό τον όρο ότι καθεμία από τις εν λόγω εξουσίες μπορεί να ασκείται αποτελεσματικά και όπως απαιτείται σε σχέση με παράβαση που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό, σύμφωνα με το άρθρο 10.

3.   Οι αρμόδιες αρχές έχουν τουλάχιστον τις ακόλουθες εξουσίες έρευνας:

α)

την εξουσία να έχουν πρόσβαση σε οποιαδήποτε σχετικά έγγραφα, δεδομένα ή πληροφορία όσον αφορά παράβαση που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό, υπό οποιαδήποτε μορφή ή μορφότυπο και ανεξαρτήτως του μέσου αποθήκευσής τους ή του τόπου όπου αποθηκεύονται·

β)

την εξουσία να απαιτούν, από κάθε δημόσια αρχή, φορέα ή οργανισμό του κράτους μέλους ή κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο την παροχή κάθε σχετικής πληροφορίας, δεδομένων ή εγγράφων, υπό οποιονδήποτε μορφή ή μορφότυπο και ανεξαρτήτως του μέσου αποθήκευσής τους ή του τόπου όπου είναι αποθηκευμένα με σκοπό την εξέταση του κατά πόσον έχει επέλθει ή επέρχεται παράβαση που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό και με σκοπό τον καθορισμό των στοιχείων της εν λόγω παράβασης, περιλαμβανομένου του εντοπισμού των χρηματοοικονομικών ροών και των ροών δεδομένων ή τη διαπίστωση της ταυτότητας των προσώπων που συμμετέχουν σε χρηματοοικονομικές ροές και ροές δεδομένων, και τη διαπίστωση των στοιχείων τραπεζικού λογαριασμού και της ιδιοκτησίας των δικτυακών τόπων·

γ)

την εξουσία διενέργειας των απαραίτητων επιτόπιων επιθεωρήσεων, περιλαμβανομένης της εξουσίας πρόσβασης σε κάθε χώρο, έδαφος ή μέσο μεταφοράς που χρησιμοποιεί ο έμπορος, τον οποίο αφορά η επιθεώρηση, για τους σκοπούς της εμπορικής, επιχειρηματικής, βιοτεχνικής ή επαγγελματικής του δραστηριότητας, ή την απαίτηση από άλλες δημόσιες αρχές να προβαίνουν στις εν λόγω ενέργειες, ώστε να εξετάζει, να κατάσχει, να λαμβάνει ή να αποκτά αντίγραφα στοιχείων, δεδομένων ή εγγράφων, ανεξαρτήτως του μέσου αποθήκευσής τους· την εξουσία κατάσχεσης κάθε πληροφορίας, δεδομένου ή εγγράφου για το απαραίτητο χρονικό διάστημα και στον βαθμό που απαιτείται για την επιθεώρηση· την εξουσία να απαιτεί, από κάθε εκπρόσωπο ή μέλος του προσωπικού του εμπόρου τον οποίο αφορά η επιθεώρηση, να παρέχει εξηγήσεις όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά, τις πληροφορίες, τα δεδομένα ή τα έγγραφα που σχετίζονται με το αντικείμενο της επιθεώρησης και να καταγράφει τις απαντήσεις·

δ)

την εξουσία να αγοράζουν αγαθά ή υπηρεσίες ως δοκιμαστικές αγορές, κατά περίπτωση ακόμη και με καλυμμένη ταυτότητα, ώστε να εντοπίζουν τις παραβάσεις που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό και να συγκεντρώνουν αποδεικτικά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένης της εξουσίας να επιθεωρούν, να παρατηρούν, να μελετούν, να αποσυναρμολογούν ή να υποβάλουν σε δοκιμές τα αγαθά ή τις υπηρεσίες.

4.   Οι αρμόδιες αρχές έχουν τουλάχιστον τις ακόλουθες εξουσίες επιβολής:

α)

την εξουσία να θεσπίζουν προσωρινά μέτρα για την αποφυγή κινδύνου σοβαρής βλάβης σε βάρος των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών·

β)

την εξουσία να επιδιώκουν την απόκτηση ή αποδοχή δεσμεύσεων από τον έμπορο που είναι υπεύθυνος για την παράβαση που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό, με σκοπό την παύση της εν λόγω παράβασης·

γ)

την εξουσία να λαμβάνουν από τον έμπορο, με πρωτοβουλία του εμπόρου, επιπροσθέτως διορθωτικές δεσμεύσεις προς όφελος των καταναλωτών που έχουν θιγεί από την εικαζόμενη παράβαση που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό ή ανάλογα με την περίπτωση προκειμένου να επιτευχθεί η ανάληψη υποχρεώσεων από τον έμπορο, να προσφέρει κατάλληλα μέσα έννομης προστασίας για τους καταναλωτές που έχουν θιγεί από την εν λόγω παράβαση·

δ)

κατά περίπτωση, την εξουσία να ενημερώνουν, με τα κατάλληλα μέσα, τους καταναλωτές που ισχυρίζονται ότι έχουν υποστεί ζημία ως συνέπεια παράβασης που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό σχετικά με το πώς μπορούν να διεκδικήσουν αποζημίωση όπως προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο·

ε)

την εξουσία να διατάσσουν εγγράφως την παύση των παραβάσεων που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό από τον έμπορο·

στ)

την εξουσία να επιτυγχάνουν την παύση ή την απαγόρευση των παραβάσεων που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό·

ζ)

όταν δεν υπάρχουν άλλα αποτελεσματικά μέσα για την επίτευξη της παύσης ή της απαγόρευσης της παράβασης που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό και προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος σοβαρής βλάβης των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών:

i)

την εξουσία να αφαιρούν περιεχόμενο ή να περιορίζουν την πρόσβαση σε επιγραμμική διεπαφή ή να διατάσσουν τη ρητή αναγραφή προειδοποίησης προς τους καταναλωτές κατά την πρόσβασή τους σε επιγραμμική διεπαφή·

ii)

την εξουσία να διατάσσουν έναν πάροχο υπηρεσιών υποδοχής να διαγράψει, να απενεργοποιήσει ή να περιορίσει την πρόσβαση σε επιγραμμική διεπαφή· ή

iii)

κατά περίπτωση, την εξουσία να διατάσσουν καταχωρητές ή μητρώα τομέα να διαγράψουν ένα πλήρως εγκεκριμένο όνομα τομέα και να επιτρέπουν στην οικεία αρμόδια αρχή να προβεί σε σχετική καταχώρηση,

μεταξύ άλλων, ζητώντας από τρίτο μέρος ή άλλη δημόσια αρχή να εφαρμόσει αυτά τα μέτρα·

η)

την εξουσία να επιβάλουν κυρώσεις, όπως πρόστιμα ή περιοδικές χρηματικές ποινές, για παραβάσεις που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό και για τη μη συμμόρφωση με οποιαδήποτε απόφαση, διαταγή, προσωρινό μέτρο, δέσμευση του εμπόρου ή άλλο μέτρο που λαμβάνεται βάσει του παρόντος κανονισμού.

Οι κυρώσεις που αναφέρονται στο στοιχείο η) πρέπει να είναι αποτελεσματικές και να έχουν αναλογικό και αποτρεπτικό χαρακτήρα, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της ενωσιακής νομοθεσίας για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών. Ειδικότερα, πρέπει να λαμβάνονται δεόντως υπόψη, κατά περίπτωση, η φύση, η σοβαρότητα και η διάρκεια της εν λόγω παράβασης.

5.   Η εξουσία επιβολής κυρώσεων όπως προστίμων ή περιοδικών χρηματικών ποινών, για παραβάσεις που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό ισχύει για κάθε παραβίαση της ενωσιακής νομοθεσίας για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών, εφόσον η οικεία νομική πράξη της Ένωσης που περιλαμβάνεται στο παράρτημα προβλέπει την επιβολή κυρώσεων. Αυτό ισχύει με την επιφύλαξη της εξουσίας των εθνικών αρχών να επιβάλουν κυρώσεις υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει το εθνικό δίκαιο, όπως διοικητικά ή άλλα πρόστιμα ή περιοδικές χρηματικές ποινές, σε περιπτώσεις όπου οι νομικές πράξεις της Ένωσης που περιλαμβάνονται στο παράρτημα δεν προβλέπουν την επιβολή κυρώσεων.

6.   Οι αρμόδιες αρχές έχουν την εξουσία να κινούν με δική τους πρωτοβουλία έρευνες ή διαδικασίες για την παύση ή την απαγόρευση παραβάσεων που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό.

7.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να δημοσιεύουν οποιαδήποτε τελική απόφαση, δεσμεύσεις του εμπόρου ή διαταγές που εκδίδουν δυνάμει του παρόντος κανονισμού, περιλαμβανομένης της δημοσίευσης των στοιχείων ταυτότητας του εμπόρου που είναι υπεύθυνος για παράβαση που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό.

8.   Κατά περίπτωση, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να διαβουλεύονται με οργανώσεις καταναλωτών, ενώσεις εμπόρων, εντεταλμένους φορείς ή άλλα ενδιαφερόμενα πρόσωπα σχετικά με την αποτελεσματικότητα των προτεινόμενων δεσμεύσεων για την παύση της παράβασης που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 10

Άσκηση των ελάχιστων εξουσιών

1.   Οι εξουσίες που προβλέπονται στο άρθρο 9 ασκούνται:

α)

απευθείας υπό δική τους ευθύνη·

β)

ανάλογα με την περίπτωση, με προσφυγή σε άλλες αρμόδιες αρχές ή άλλες δημόσιες αρχές·

γ)

ενδεχομένως με διαβίβαση εντολών σε εντεταλμένους φορείς· ή

δ)

μέσω αίτησης στα δικαστήρια που είναι αρμόδια για την έκδοση της αναγκαίας απόφασης, περιλαμβανομένης, εφόσον ενδείκνυται, της άσκησης έφεσης στην περίπτωση ανεπιτυχούς έκβασης της αίτησης έκδοσης της αναγκαίας απόφασης.

2.   Η εφαρμογή και η άσκηση των εξουσιών που αναφέρονται στο άρθρο 9 δυνάμει του παρόντος κανονισμού έχει αναλογικό χαρακτήρα και συμμορφώνεται με το ενωσιακό και το εθνικό δίκαιο, συμπεριλαμβανομένων των εφαρμοστέων διαδικαστικών εγγυήσεων και των αρχών του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα μέτρα έρευνας και τα μέτρα επιβολής που λαμβάνονται κατ’ εφαρμογή του παρόντος κανονισμού πρέπει να είναι ενδεδειγμένα για τη φύση και τη συνολική πραγματική ή δυνητική βλάβη από την παράβαση της ενωσιακής νομοθεσίας για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΑΜΟΙΒΑΙΑΣ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ

Άρθρο 11

Αιτήσεις παροχής πληροφοριών

1.   Κατόπιν αίτησης της αιτούσας αρχής η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση, χωρίς καθυστέρηση και σε κάθε περίπτωση εντός 30 ημερών, εκτός αντίθετης συμφωνίας, παρέχει στην αιτούσα αρχή όλες τις σχετικές πληροφορίες που απαιτούνται για να αποδειχθεί εάν έχει επέλθει ή επέρχεται ενδοενωσιακή παράβαση και για να επιτευχθεί η παύση της παράβασης αυτής.

2.   Η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση διενεργεί τις κατάλληλες και αναγκαίες έρευνες ή λαμβάνει οποιαδήποτε άλλα αναγκαία ή κατάλληλα μέτρα για να συλλέξει τις απαραίτητες πληροφορίες. Εφόσον είναι αναγκαίο, οι έρευνες αυτές διεξάγονται με τη βοήθεια άλλων οριζόμενων δημόσιων αρχών ή εντεταλμένων φορέων.

3.   Με αίτηση της αιτούσας αρχής, η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση μπορεί να επιτρέψει σε υπαλλήλους της αιτούσας αρχής να συνοδεύουν τους υπαλλήλους της αρχής στην οποία υποβάλλεται η αίτηση κατά τη διάρκεια των ερευνών τους.

Άρθρο 12

Αιτήσεις λήψης μέτρων επιβολής

1.   Κατόπιν αίτησης της αιτούσας αρχής, η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση λαμβάνει, κάθε αναγκαίο και αναλογικό μέτρο επιβολής για να εξασφαλίσει την παύση ή την απαγόρευση της ενδοκοινοτικής παράβασης ασκώντας τις εξουσίες που προβλέπονται στο άρθρο 9 και οποιεσδήποτε πρόσθετες εξουσίες της χορηγεί το εθνικό δίκαιο. Η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση ορίζει τα κατάλληλα μέτρα επιβολής που απαιτούνται ώστε να επιτευχθεί η παύση ή απαγόρευση της ενδοενωσιακής παράβασης, λαμβάνει δε τα μέτρα αυτά αμελλητί και το αργότερο εντός έξι μηνών από την παραλαβή της αίτησης, εκτός εάν επικαλεστεί ειδικούς λόγους για την επέκταση της εν λόγω περιόδου. Ανάλογα με την περίπτωση, η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση επιβάλλει κυρώσεις, όπως πρόστιμα ή περιοδικές χρηματικές ποινές, στον έμπορο που είναι υπεύθυνος για ενδοενωσιακή παράβαση. Η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση μπορεί να λαμβάνει από τον έμπορο, με πρωτοβουλία του εμπόρου, πρόσθετες διορθωτικές δεσμεύσεις προς όφελος των καταναλωτών που έχουν θιγεί από την εικαζόμενη ενδοενωσιακή παράβαση ή ανάλογα με την περίπτωση, μπορεί να επιδιώκει την ανάληψη υποχρεώσεων από τον έμπορο, να προσφέρει κατάλληλα μέσα έννομης προστασίας για τους καταναλωτές που έχουν θιγεί από την εν λόγω παράβαση.

2.   Η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση ενημερώνει την αιτούσα αρχή σχετικά με τις ενέργειες και τα μέτρα που λαμβάνει και σχετικά με τις ενέργειες και τα μέτρα που σκοπεύει να λάβει. Η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση χρησιμοποιεί την ηλεκτρονική βάση δεδομένων, που προβλέπεται στο άρθρο 35, ώστε να κοινοποιεί χωρίς καθυστέρηση, στην αιτούσα αρχή, στις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών και στην Επιτροπή τα ληφθέντα μέτρα και τα αποτελέσματά των εν λόγω μέτρων ως προς την ενδοενωσιακή παράβαση μαζί με τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

εάν τα προσωρινά μέτρα έχουν επιβληθεί·

β)

εάν η παράβαση έχει παύσει·

γ)

ποια μέτρα έχουν ληφθεί και κατά πόσο τα μέτρα αυτά έχουν εφαρμοστεί·

δ)

το βαθμό στον οποίο έχουν παρασχεθεί διορθωτικές δεσμεύσεις στους καταναλωτές που έχουν θιγεί από την εικαζόμενη παράβαση.

Άρθρο 13

Διαδικασία για την υποβολή αιτήσεων αμοιβαίας συνδρομής

1.   Με τις αιτήσεις αμοιβαίας συνδρομής, η αιτούσα αρχή παρέχει τις απαραίτητες πληροφορίες ώστε να μπορέσει η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση να ικανοποιήσει την εν λόγω αίτηση, περιλαμβανομένου οποιουδήποτε αναγκαίου αποδεικτικού στοιχείου, το οποίο μπορεί να αποκτηθεί μόνον στο κράτος μέλος της αιτούσας αρχής.

2.   Η αιτούσα αρχή αποστέλλει τις αιτήσεις αμοιβαίας συνδρομής στο ενιαίο γραφείο σύνδεσης του κράτους μέλους της αρχής στην οποία υποβάλλεται η αίτηση και στο ενιαίο γραφείο σύνδεσης του κράτους μέλους της αιτούσας αρχής προς ενημέρωση. Το ενιαίο γραφείο σύνδεσης του κράτους μέλους της αρχής στην οποία υποβάλλεται η αίτηση διαβιβάζει αμελλητί τις αιτήσεις στην αρμόδια αρχή.

3.   Οι αιτήσεις αμοιβαίας συνδρομής και κάθε επικοινωνία σχετική με αυτές διατυπώνονται γραπτώς μέσω τυποποιημένων εντύπων και γνωστοποιούνται ηλεκτρονικά μέσω της ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων που προβλέπεται στο άρθρο 35.

4.   Οι οικείες αρμόδιες αρχές συμφωνούν για τις γλώσσες που θα χρησιμοποιούνται για τις αιτήσεις αμοιβαίας συνδρομής και για κάθε επικοινωνία σχετική με αυτές.

5.   Σε περίπτωση που δεν μπορεί να επιτευχθεί συμφωνία σχετικά με τις γλώσσες, οι αιτήσεις αμοιβαίας συνδρομής διατυπώνονται στην επίσημη γλώσσα, ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες, του κράτους μέλους της αιτούσας αρχής και οι απαντήσεις στην επίσημη γλώσσα, ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες, του κράτους μέλους της αρχής στην οποία υποβάλλεται η αίτηση. Στην περίπτωση αυτή, κάθε αρμόδια αρχή είναι υπεύθυνη για τις αναγκαίες μεταφράσεις των αιτήσεων, των απαντήσεων και των άλλων εγγράφων που λαμβάνει από άλλη αρμόδια αρχή.

6.   Η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση απαντά απευθείας τόσο στην αιτούσα αρχή όσο και στα ενιαία γραφεία σύνδεσης του κράτους μέλους της αιτούσας αρχής και της αρχής του δικού της κράτους μέλους.

Άρθρο 14

Απόρριψη αίτησης αμοιβαίας συνδρομής

1.   Η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση μπορεί να απορρίψει την αίτηση για παροχή πληροφοριών δυνάμει του άρθρου 11, εάν συντρέχουν μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες περιστάσεις:

α)

έπειτα από διαβούλευση με την αιτούσα αρχή, φαίνεται ότι οι πληροφορίες που έχουν ζητηθεί δεν είναι απαραίτητες για να μπορέσει η αιτούσα αρχή να διαπιστώσει κατά πόσον έχει επέλθει ή επέρχεται ενδοενωσιακή παράβαση ή κατά πόσον υπάρχουν εύλογες υπόνοιες ότι πρόκειται να επέλθει·

β)

η αιτούσα αρχή δεν συμφωνεί ότι οι πληροφορίες υπόκεινται στους κανόνες περί εμπιστευτικότητας και επαγγελματικού και εμπορικού απορρήτου που ορίζονται στο άρθρο 33·

γ)

έχει ήδη κινηθεί ποινική έρευνα ή δικαστική διαδικασία κατά του ίδιου εμπόρου για την ίδια ενδοενωσιακή παράβαση ενώπιον των δικαστικών αρχών στο κράτος μέλος της αρχής στην οποία υποβάλλεται η αίτηση ή της αιτούσας αρχής.

2.   Η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση μπορεί να απορρίψει την αίτηση λήψης μέτρων εκτέλεσης δυνάμει του άρθρου 12, εάν, κατόπιν διαβούλευσης με την αιτούσα αρχή, συντρέχουν μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες περιστάσεις:

α)

έχει ήδη κινηθεί ποινική έρευνα ή δικαστική διαδικασία ή υπάρχει απόφαση, δικαστικός συμβιβασμός ή δικαστική διαταγή για την ίδια ενδοενωσιακή παράβαση και κατά του ίδιου εμπόρου ενώπιον των δικαστικών αρχών του κράτους μέλους της αρχής στην οποία υποβάλλεται η αίτηση·

β)

έχουν ήδη ασκηθεί οι απαραίτητες εξουσίες επιβολής, ή έχει ήδη ληφθεί διοικητική απόφαση για την ίδια ενδοενωσιακή παράβαση και σε βάρος του ίδιου εμπόρου στο κράτος μέλος της αρχής στην οποία υποβάλλεται η αίτηση προκειμένου να επέλθει η ταχεία και αποτελεσματική παύση ή απαγόρευση της ενδοενωσιακής παράβασης·

γ)

έπειτα από κατάλληλη έρευνα, η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν έχει επέλθει ενδοενωσιακή παράβαση·

δ)

η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η αιτούσα αρχή δεν έχει παράσχει τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 1·

ε)

η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση έχει αποδεχθεί δεσμεύσεις που προτείνονται από τον έμπορο για την παύση της ενδοενωσιακής παράβασης εντός ταχθείσας προθεσμίας και η εν λόγω προθεσμία δεν έχει λήξει ακόμη.

Ωστόσο, η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση συμμορφώνεται με την αίτηση για λήψη μέτρων επιβολής δυνάμει του άρθρου 12, εάν ο έμπορος παραλείψει να εφαρμόσει τις αποδεχθείσες δεσμεύσεις εντός του χρονικού ορίου που αναφέρεται στο στοιχείο ε) του πρώτου εδαφίου.

3.   Η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση ενημερώνει την αιτούσα αρχή και την Επιτροπή όσον αφορά οποιαδήποτε άρνησή της να δεχθεί αίτηση αμοιβαίας συνδρομής και αιτιολογεί την εν λόγω άρνηση.

4.   Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ της αιτούσας αρχής και της αρχής στην οποία υποβάλλεται η αίτηση, είτε η αιτούσα αρχή είτε η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση μπορεί να παραπέμψει το ζήτημα στην Επιτροπή, η οποία διατυπώνει γνώμη για το ζήτημα αμελλητί. Εάν το ζήτημα δεν έχει παραπεμφθεί στην Επιτροπή, η Επιτροπή μπορεί να αποφανθεί πάραυτα με δική της πρωτοβουλία. Για τον σκοπό της έκδοσης της εν λόγω γνωμοδότησης, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει σχετικές πληροφορίες και σχετικά έγγραφα που έχουν ανταλλάξει μεταξύ τους η αιτούσα αρχή και η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση.

5.   Η Επιτροπή παρακολουθεί τη λειτουργία του μηχανισμού αμοιβαίας συνδρομής και τη συμμόρφωση των αρμόδιων αρχών με τις διαδικασίες και τις προθεσμίες για τη διεκπεραίωση των αιτήσεων αμοιβαίας συνδρομής. Η Επιτροπή έχει πρόσβαση στις αιτήσεις αμοιβαίας συνδρομής καθώς και στις πληροφορίες και τα έγγραφα που έχουν ανταλλάξει μεταξύ τους η αιτούσα αρχή και η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση.

6.   Κατά περίπτωση, η Επιτροπή δύναται να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές και να παρέχει συμβουλές στα κράτη μέλη ώστε να διασφαλίζεται η αποδοτική και αποτελεσματική λειτουργία του μηχανισμού αμοιβαίας συνδρομής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΕΝΟΙ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ ΓΙΑ ΕΚΤΕΤΑΜΕΝΕΣ ΠΑΡΑΒΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΕΚΤΕΤΑΜΕΝΕΣ ΠΑΡΑΒΑΣΕΙΣ ΜΕ ΕΝΩΣΙΑΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ

Άρθρο 15

Διαδικασία λήψης αποφάσεων μεταξύ των κρατών μελών

Για τα ζητήματα που καλύπτονται από το παρόν κεφάλαιο, οι οικείες αρμόδιες αρχές ενεργούν σε συναινετική βάση.

Άρθρο 16

Γενικές αρχές της συνεργασίας

1.   Όταν υπάρχουν εύλογες υπόνοιες ότι διαπράττεται εκτεταμένη παράβαση ή εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση, οι αρμόδιες αρχές τις οποίες αφορά η εν λόγω παράβαση και η Επιτροπή αλληλοενημερώνονται και ενημερώνουν τα ενιαία γραφεία σύνδεσης τα οποία αφορά η εν λόγω παράβαση αμελλητί, εκδίδοντας προειδοποιήσεις σύμφωνα με το άρθρο 26.

2.   Οι αρμόδιες αρχές τις οποίες αφορά η εκτεταμένη παράβαση ή η εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση συντονίζουν τα μέτρα έρευνας τους και επιβολής που λαμβάνουν για να αντιμετωπίσουν τις εν λόγω παραβάσεις. Ανταλλάσσουν όλα τα απαραίτητα αποδεικτικά στοιχεία και πληροφορίες και παρέχουν αμελλητί η μία στην άλλη και στην Επιτροπή την αναγκαία συνδρομή.

3.   Οι αρμόδιες αρχές τις οποίες αφορά η εκτεταμένη παράβαση ή η εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση εξασφαλίζουν τη συλλογή όλων των απαραίτητων αποδεικτικών στοιχείων και πληροφοριών και τη λήψη κάθε μέτρου επιβολής που απαιτείται για την παύση ή την απαγόρευση της εν λόγω παράβασης.

4.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, ο παρών κανονισμός δεν θίγει τις έρευνες και την εφαρμογή της νομοθεσίας σε εθνικό επίπεδο που διεξάγονται από τις αρμόδιες αρχές για την ίδια παράβαση και τον ίδιο έμπορο.

5.   Ανάλογα με την περίπτωση, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να καλούν υπαλλήλους της Επιτροπής και λοιπό βοηθητικό προσωπικό εξουσιοδοτημένο από την Επιτροπή, να συμμετέχουν στις συντονισμένες έρευνες, τις δράσεις επιβολής και άλλα μέτρα που καλύπτονται από το παρόν κεφάλαιο.

Άρθρο 17

Ανάληψη συντονισμένης δράσης και καθορισμός του συντονιστή

1.   Όταν υπάρχουν εύλογες υπόνοιες περί εκτεταμένης παράβασης οι οικείες αρμόδιες αρχές για την εν λόγω παράβαση βάσει μεταξύ τους συμφωνίας, αναλαμβάνουν συντονισμένη δράση. Η ανάληψη της συντονισμένης δράσης γνωστοποιείται χωρίς καθυστέρηση στα ενιαία γραφεία σύνδεσης τα οποία αφορά η εν λόγω παράβαση και στην Επιτροπή.

2.   Οι αρμόδιες αρχές τις οποίες αφορά η εικαζόμενη εκτεταμένη παράβαση ορίζουν μία αρμόδια αρχή την οποία αφορά η εικαζόμενη εκτεταμένη παράβαση ως συντονιστή. Εάν οι εν λόγω αρμόδιες αρχές δεν μπορούν να συμφωνήσουν για τον εν λόγω καθορισμό, η Επιτροπή αναλαμβάνει ρόλο συντονιστή.

3.   Εάν η Επιτροπή έχει εύλογες υπόνοιες για εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση, ενημερώνει αμελλητί, τις αρμόδιες αρχές και τα ενιαία γραφεία σύνδεσης που αφορά η εν λόγω εικαζόμενη παράβαση σύμφωνα με το άρθρο 26. Η Επιτροπή αναφέρει με την ενημέρωση αυτή τους λόγους που δικαιολογούν πιθανή συντονισμένη δράση. Οι αρμόδιες αρχές τις οποίες αφορά η εικαζόμενη εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση διεξάγουν κατάλληλες έρευνες με βάση τις πληροφορίες που είναι διαθέσιμες ή εύκολα προσβάσιμες σε αυτές. Οι αρμόδιες αρχές τις οποίες αφορά η εικαζόμενη εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση κοινοποιούν τα αποτελέσματα των ερευνών αυτών σε άλλες αρμόδιες αρχές, στα ενιαία γραφεία σύνδεσης τα οποία αφορά η εν λόγω παράβαση και στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 26, εντός ενός μηνός από την ημερομηνία της γνωστοποίησης της Επιτροπής. Όταν οι εν λόγω έρευνες αποκαλύπτουν ότι ενδέχεται να λαμβάνει χώρα εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση, οι αρμόδιες αρχές τις οποίες αφορά η εν λόγω παράβαση εκκινούν συντονισμένη δράση και λαμβάνουν τα μέτρα που ορίζονται στο άρθρο 19 καθώς και, κατά περίπτωση, τα μέτρα που ορίζονται στα άρθρα 20 και 21.

4.   Τις συντονισμένες δράσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 3 συντονίζει η Επιτροπή.

5.   Μια αρμόδια αρχή συμμετέχει στη συντονισμένη δράση εάν καθίσταται προφανές κατά τη διάρκεια της συντονισμένης δράσης ότι η εκτεταμένη παράβαση ή η εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση αφορά την αρμόδια αρχή.

Άρθρο 18

Λόγοι για την άρνηση συμμετοχής στη συντονισμένη δράση

1.   Μια αρμόδια αρχή μπορεί να αρνηθεί να συμμετάσχει σε συντονισμένη δράση για τους ακόλουθους λόγους:

α)

όσον αφορά τον ίδιο έμπορο, έχει ήδη κινηθεί ποινική δίωξη ή δικαστική διαδικασία, έχει εκδοθεί απόφαση ή έχει επιτευχθεί δικαστικός συμβιβασμός για την ίδια παράβαση στο κράτος μέλος της εν λόγω αρμόδιας αρχής·

β)

έχουν ήδη ασκηθεί οι απαραίτητες εξουσίες εκτέλεσης πριν από την έκδοση προειδοποίησης, που αναφέρεται στο άρθρο 17 παράγραφος 3, ή έχει ήδη ληφθεί διοικητική απόφαση κατά του ίδιου εμπόρου σε σχέση με την ίδια παράβαση στο κράτος μέλος της εν λόγω αρμόδιας αρχής προκειμένου να επέλθει η ταχεία και αποτελεσματική παύση ή απαγόρευση της εκτεταμένης παράβασης ή της εκτεταμένης παράβασης με ενωσιακή διάσταση·

γ)

έχει καταστεί σαφές, κατόπιν κατάλληλης έρευνας, ότι ο πραγματικός ή πιθανός αντίκτυπος της εικαζόμενης εκτεταμένης παράβασης ή εκτεταμένης παράβασης με ενωσιακή διάσταση στο κράτος μέλος της εν λόγω αρμόδιας αρχής είναι ασήμαντος και επομένως ότι δεν χρειάζεται να ληφθούν μέτρα εκτέλεσης από την εν λόγω αρμόδια αρχή·

δ)

η εκάστοτε εκτεταμένη παράβαση ή η εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση δεν επήλθε στο κράτος μέλος της εν λόγω αρμόδιας αρχής και επομένως δεν χρειάζεται να ληφθούν μέτρα εκτέλεσης από την αρμόδια αρχή·

ε)

η αρμόδια αρχή έχει αποδεχθεί δεσμεύσεις που προτάθηκαν από τον έμπορο ο οποίος είναι υπεύθυνος για την εκτεταμένη παράβαση ή την εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση για την παύση την εν λόγω παράβασης στο κράτος μέλος της εν λόγω αρμόδιας αρχής, και οι εν λόγω δεσμεύσεις έχουν εκπληρωθεί και δεν χρειάζεται επομένως να ληφθούν μέτρα επιβολής από την αρμόδια αρχή.

2.   Όταν μια αρμόδια αρχή αρνείται να λάβει μέρος στη συντονισμένη δράση, ενημερώνει αμελλητί για την απόφασή της την Επιτροπή καθώς και τις λοιπές αρμόδιες αρχές και τα οικεία ενιαία γραφεία σύνδεσης για την εκτεταμένη παράβαση ή την εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση, αναφέροντας τους λόγους της απόφασής της και παρέχοντας όλα τα απαραίτητα δικαιολογητικά έγγραφα.

Άρθρο 19

Μέτρα έρευνας σε συντονισμένες δράσεις

1.   Οι αρμόδιες αρχές τις οποίες αφορά η συντονισμένη δράση εξασφαλίζουν ότι οι έρευνες και οι επιθεωρήσεις διεξάγονται με τρόπο αποτελεσματικό, αποδοτικό και συντονισμένο. Επιδιώκουν να διεξάγουν τις έρευνες και τις επιθεωρήσεις ταυτόχρονα και να εφαρμόζουν προσωρινά μέτρα στο βαθμό που επιτρέπεται από το εθνικό δικονομικό δίκαιο.

2.   Ο μηχανισμός αμοιβαίας συνδρομής του κεφαλαίου III μπορεί να χρησιμοποιείται, εφόσον είναι απαραίτητο, ιδίως για τη συλλογή αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων και άλλων πληροφοριών από κράτη μέλη άλλα από τα κράτη μέλη τα οποία αφορά η συντονισμένη δράση ή για να διασφαλιστεί ότι ο οικείος έμπορος δεν καταστρατηγεί τα μέτρα εκτέλεσης.

3.   Ανάλογα με την περίπτωση, οι αρμόδιες αρχές τις οποίες αφορά η συντονισμένη δράση παρουσιάζουν τα αποτελέσματα της έρευνας και την αξιολόγηση της εκτεταμένης παράβασης ή, κατά περίπτωση, της εκτεταμένης παράβασης με ενωσιακή διάσταση με μια κοινή θέση που συμφωνείται μεταξύ τους.

4.   Εάν δεν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά μεταξύ των αρμόδιων αρχών τις οποίες αφορά η συντονισμένη δράση, ο συντονιστής κοινοποιεί την κοινή θέση στον έμπορο που είναι υπεύθυνος για την εκτεταμένη παράβαση ή την εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση. Στον έμπορο ο οποίος είναι υπεύθυνος για την εκτεταμένη παράβαση ή την εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή δράση δίνεται η ευκαιρία να διατυπώσει τις απόψεις του επί των ζητημάτων τα οποία αφορά η κοινή θέση.

5.   Ανάλογα με την περίπτωση και με την επιφύλαξη του άρθρου 15 ή των κανόνων περί εμπιστευτικότητας και επαγγελματικού και εμπορικού απορρήτου που ορίζονται στο άρθρο 33, οι αρμόδιες αρχές τις οποίες αφορά η συντονισμένη δράση αποφασίζουν τη δημοσίευση της κοινής θέσης ή μέρους αυτής στους δικτυακούς τόπους τους και μπορούν να ζητούν τις απόψεις των οργανώσεων καταναλωτών, των ενώσεων εμπόρων και άλλων ενδιαφερόμενων μερών. Η Επιτροπή δημοσιεύει την κοινή θέση ή μέρη αυτής στον δικτυακό τόπο της σε συμφωνία με τις οικείες αρμόδιες αρχές.

Άρθρο 20

Δεσμεύσεις στο πλαίσιο συντονισμένων δράσεων

1.   Με βάση την κοινή θέση που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3, οι οικείες αρμόδιες αρχές τις οποίες αφορά η συντονισμένη δράση μπορούν να καλέσουν τον έμπορο που είναι υπεύθυνος για την εκτεταμένη παράβαση ή την εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση να προτείνει, εντός ταχθείσας προθεσμίας, να αναλάβει υποχρεώσεις για την παύση της εν λόγω παράβασης. Ο έμπορος μπορεί, επίσης, με δική του πρωτοβουλία, να προτείνει να αναλάβει υποχρεώσεις για την παύση της παράβασης ή να προσφέρει διορθωτικές δεσμεύσεις προς όφελος των καταναλωτών που έχουν θιγεί από την εν λόγω παράβαση.

2.   Κατά περίπτωση και με την επιφύλαξη των κανόνων περί εμπιστευτικότητας και επαγγελματικού και εμπορικού απορρήτου που ορίζονται στο άρθρο 33, οι αρμόδιες αρχές τις οποίες αφορά η συντονισμένη δράση μπορούν να δημοσιεύουν στους δικτυακούς τους τόπους τις προταθείσες από τον έμπορο, ο οποίος ευθύνεται για την εκτεταμένη παράβαση ή την εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση, δεσμεύσεις στο δικτυακό τους τόπο ή, ανάλογα με την περίπτωση, η Επιτροπή μπορεί να δημοσιεύει τις προταθείσες από τον εν λόγω έμπορο δεσμεύσεις στον δικτυακό της τόπο εφόσον το ζητήσουν οι οικείες αρμόδιες αρχές. Οι αρμόδιες αρχές και η Επιτροπή μπορούν να ζητούν τις απόψεις των οργανώσεων καταναλωτών και των ενώσεων εμπόρων και άλλων ενδιαφερόμενων μερών.

3.   Οι αρμόδιες αρχές τις οποίες αφορά η συντονισμένη δράση αξιολογούν τις προτεινόμενες δεσμεύσεις, κοινοποιούν στον έμπορο, ο οποίος ευθύνεται για την εκτεταμένη παράβαση ή την εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση το αποτέλεσμα της αξιολόγησης, και, κατά περίπτωση, όταν παρέχονται διορθωτικές δεσμεύσεις από τον έμπορο, ενημερώνουν τους καταναλωτές που ισχυρίζονται ότι έχουν υποστεί ζημία λόγω της εν λόγω παράβασης. Εφόσον οι δεσμεύσεις είναι αναλογικές και επαρκείς προς αυτό που απαιτείται για να παύσει η εκτεταμένη παράβαση ή η εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση, οι αρμόδιες αρχές αποδέχονται τις εν λόγω δεσμεύσεις και καθορίζουν προθεσμία εντός της οποίας οι δεσμεύσεις πρέπει να εκπληρωθούν.

4.   Οι αρμόδιες αρχές τις οποίες αφορά η συντονισμένη δράση παρακολουθούν την υλοποίηση των δεσμεύσεων. Διασφαλίζουν ιδίως ότι ο έμπορος ο οποίος ευθύνεται για την εκτεταμένη παράβαση ή την εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση υποβάλλει τακτικά εκθέσεις στον συντονιστή σχετικά με την πρόοδο στην εκπλήρωση των δεσμεύσεων. Οι αρμόδιες αρχές τις οποίες αφορά η συντονισμένη δράση μπορούν, κατά περίπτωση, να ζητούν τις απόψεις οργανώσεων καταναλωτών και εμπειρογνωμόνων, για να εξακριβώσουν κατά πόσο τα μέτρα που έλαβε ο έμπορος συμμορφώνονται με τις δεσμεύσεις.

Άρθρο 21

Μέτρα εκτέλεσης σε συντονισμένες δράσεις

1.   Οι αρμόδιες αρχές τις οποίες αφορά η συντονισμένη δράση λαμβάνουν εντός της δικαιοδοσίας τους, κάθε απαραίτητο μέτρο εκτέλεσης σε βάρος του εμπόρου που ευθύνεται για την εκτεταμένη παράβαση ή την εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση, ώστε να επιτευχθεί η παύση ή η απαγόρευση της εν λόγω παράβασης.

Κατά περίπτωση, επιβάλλουν στον έμπορο που είναι υπεύθυνος για την εκτεταμένη παράβαση ή την εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση κυρώσεις, όπως πρόστιμα ή περιοδικές χρηματικές ποινές. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να λαμβάνουν από τον έμπορο, με πρωτοβουλία του εμπόρου, πρόσθετες διορθωτικές δεσμεύσεις προς όφελος των καταναλωτών που θίγονται από την εικαζόμενη εκτεταμένη παράβαση ή την εικαζόμενη εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση ή, ανάλογα με την περίπτωση, προκειμένου να επιτευχθεί η ανάληψη υποχρεώσεων από τον έμπορο, να προσφέρει κατάλληλα μέσα έννομης προστασίας για τους καταναλωτές που θίγονται από την εν λόγω παράβαση.

Τα μέτρα εκτέλεσης κρίνονται κατάλληλα ιδίως σε περιπτώσεις όταν:

α)

απαιτείται η άμεση λήψη δράσης επιβολής προκειμένου να εξασφαλιστεί η ταχεία και αποτελεσματική παύση ή απαγόρευση της παράβασης·

β)

δεν φαίνεται πιθανόν ότι η παράβαση θα παύσει λόγω των δεσμεύσεων που προτείνει ο έμπορος που είναι υπεύθυνος για την παράβαση·

γ)

ο υπεύθυνος για την παράβαση έμπορος δεν έχει προτείνει δεσμεύσεις πριν από τη λήξη προθεσμίας που έχουν ορίσει οι οικείες αρμόδιες αρχές·

δ)

οι δεσμεύσεις που πρότεινε ο υπεύθυνος για την παράβαση έμπορος δεν αρκούν για να εξασφαλιστεί η παύση της παράβασης ή, κατά περίπτωση, για να επανορθωθεί η ζημία που υπέστησαν οι καταναλωτές από την παράβαση· ή

ε)

ο υπεύθυνος για την παράβαση έμπορος δεν εφάρμοσε τις δεσμεύσεις για παύση της παράβασης ή, κατά περίπτωση, για επανόρθωση της ζημίας που υπέστησαν οι καταναλωτές από την παράβαση εντός της προθεσμίας που αναφέρεται στο άρθρο 20 παράγραφος 3.

2.   Τα μέτρα εκτέλεσης με βάση την παράγραφο 1 λαμβάνονται με αποτελεσματικό, αποδοτικό και συντονισμένο τρόπο ώστε να επιτευχθεί η παύση ή η απαγόρευση της εκτεταμένης παράβασης ή της εκτεταμένης παράβασης με ενωσιακή διάσταση. Οι αρμόδιες αρχές τις οποίες αφορά η συντονισμένη δράση επιδιώκουν την ταυτόχρονη λήψη μέτρων εκτέλεσης στα κράτη μέλη τα οποία αφορά η εν λόγω παράβαση.

Άρθρο 22

Περάτωση των συντονισμένων δράσεων

1.   Η συντονισμένη δράση περατώνεται εάν οι αρμόδιες αρχές τις οποίες αφορά η συντονισμένη δράση καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι η εν λόγω εκτεταμένη παράβαση ή η εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση έπαυσε ή απαγορεύθηκε σε όλα τα οικεία κράτη μέλη, ή ότι δεν διαπράχθηκε τέτοια παράβαση.

2.   Ο συντονιστής ενημερώνει πάραυτα την Επιτροπή και, κατά περίπτωση, τις αρμόδιες αρχές και τα ενιαία γραφεία σύνδεσης των κρατών μελών τα οποία αφορά η συντονισμένη δράση για την περάτωση της συντονισμένης δράσης χωρίς καθυστέρηση.

Άρθρο 23

Ρόλος του συντονιστή

1.   Ο συντονιστής που ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 17 ή 29 προβαίνει ιδίως στα εξής:

α)

διασφαλίζει ότι όλες οι οικείες αρμόδιες αρχές και η Επιτροπή ενημερώνονται δεόντως και εγκαίρως για την πρόοδο της έρευνας ή για τα μέτρα επιβολής, κατά περίπτωση, και για τις τυχόν προβλεπόμενες επόμενες ενέργειες και τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν·

β)

συντονίζει και παρακολουθεί τα μέτρα έρευνας που λαμβάνουν οι οικείες αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό·

γ)

συντονίζει την προετοιμασία και την ανταλλαγή όλων των απαραίτητων εγγράφων μεταξύ των οικείων αρμόδιων αρχών και της Επιτροπής·

δ)

σιατηρεί επαφή με τον έμπορο και τα άλλα μέρη τα οποία αφορούν τα μέτρα έρευνας ή επιβολής, κατά περίπτωση, εκτός αν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά από τις οικείες αρμόδιες αρχές και τον συντονιστή·

ε)

κατά περίπτωση, συντονίζει την αξιολόγηση, τις διαβουλεύσεις και την παρακολούθηση από τις οικείες αρμόδιες αρχές, καθώς και άλλα μέτρα που είναι αναγκαία για τον καθορισμό και την εκπλήρωση των δεσμεύσεων που προτείνουν οι οικείοι έμποροι·

στ)

κατά περίπτωση, συντονίζει τα μέτρα εκτέλεσης που λαμβάνουν οι οικείες αρμόδιες αρχές·

ζ)

συντονίζει τις αιτήσεις αμοιβαίας συνδρομής που υποβάλλουν οι οικείες αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το κεφάλαιο III.

2.   Ο συντονιστής δεν θεωρείται υπεύθυνος για τις πράξεις ή τις παραλείψεις των οικείων αρμόδιων αρχών, κατά την άσκηση των εξουσιών που προβλέπονται στο άρθρο 9.

3.   Όταν οι συντονισμένες δράσεις αφορούν εκτεταμένες παραβάσεις ή εκτεταμένες παραβάσεις με ενωσιακή διάσταση των ενωσιακών νομικών πράξεων που αναφέρονται στην παράγραφο 10 του άρθρου 2, ο συντονιστής καλεί την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών να δράσει ως παρατηρητής.

Άρθρο 24

Γλωσσικό καθεστώς

1.   Οι γλώσσες που χρησιμοποιούνται από τις αρμόδιες αρχές για τις κοινοποιήσεις καθώς και για όλες τις άλλες ανακοινώσεις που καλύπτονται από το παρόν κεφάλαιο και που συνδέονται με τις συντονισμένες δράσεις και τις σαρώσεις συμφωνούνται από τις οικείες αρμόδιες αρχές.

2.   Εάν δε μπορεί να επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ των οικείων αρμόδιων αρχών, οι κοινοποιήσεις και λοιπές ανακοινώσεις διαβιβάζονται στην επίσημη γλώσσα ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους το οποίο προβαίνει στην κοινοποίηση ή σε άλλου είδους ανακοίνωση. Στην περίπτωση αυτή, εάν είναι απαραίτητο, κάθε οικεία αρμόδια αρχή είναι υπεύθυνη για να μεταφράσει τις κοινοποιήσεις, τις ανακοινώσεις και τα άλλα έγγραφα που λαμβάνει από άλλες αρμόδιες αρχές.

Άρθρο 25

Γλωσσικό καθεστώς για την επικοινωνία με τους εμπόρους

Για τους σκοπούς των διαδικασιών που ορίζονται στο παρόν κεφάλαιο, ο έμπορος έχει το δικαίωμα να επικοινωνεί στην επίσημη γλώσσα ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες που χρησιμοποιούνται για επίσημους σκοπούς στο κράτος μέλος στο οποίο ο έμπορος είναι εγκατεστημένος ή διαμένει.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΣΕ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΩΣΗΣ

Άρθρο 26

Προειδοποιήσεις

1.   Η αρμόδια αρχή γνωστοποιεί αμελλητί στην Επιτροπή, στις λοιπές αρμόδιες αρχές και στα ενιαία γραφεία σύνδεσης κάθε εύλογη υπόνοια ότι συντελείται στο έδαφός τους παράβαση που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό, η οποία ενδέχεται να θίγει τα συμφέροντα των καταναλωτών σε άλλα κράτη μέλη.

2.   Η Επιτροπή γνωστοποιεί αμελλητί στις οικείες αρμόδιες αρχές και στα οικεία εναία γραφεία σύνδεσης κάθε εύλογη υποψία ότι έχει επέλθει παράβαση που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό.

3.   Κατά τη γνωστοποίηση (έκδοση προειδοποίησης) δυνάμει των παραγράφων 1 και 2, η αρμόδια αρχή ή η Επιτροπή παρέχει πληροφορίες σχετικά με την εικαζόμενη παράβαση που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό, και ιδιαίτερα, και εφόσον διατίθενται, τα ακόλουθα:

α)

περιγραφή της πράξης ή παράλειψης που συνιστά την παράβαση·

β)

λεπτομέρειες του προϊόντος ή της υπηρεσίας που αφορά η παράβαση·

γ)

τα ονόματα των κρατών μελών τα οποία αφορά ή ενδέχεται να αφορά η παράβαση·

δ)

την ταυτότητα του εμπόρου ή των εμπόρων, οι οποίοι είναι υπεύθυνοι ή εικάζεται ότι είναι υπεύθυνοι για την παράβαση·

ε)

τη νομική βάση για πιθανή δράση με βάση την εθνική νομοθεσία και τις σχετικές διατάξεις των ενωσιακών νομικών πράξεων, οι οποίες απαριθμούνται στο παράρτημα·

στ)

περιγραφή όλων των νομικών διαδικασιών, των μέτρων εκτέλεσης ή άλλων μέτρων που λαμβάνονται σχετικά με την παράβαση και τις ημερομηνίες και τη διάρκειά τους καθώς και το καθεστώς τους·

ζ)

τις ταυτότητες των αρμόδιων αρχών για τη διεξαγωγή δικαστικών διαδικασιών και τη λήψη άλλων μέτρων.

4.   Στην έκδοση προειδοποίησης, η αρμόδια αρχή μπορεί να ζητήσει από τις αρμόδιες αρχές και τα σχετικά ενιαία γραφεία σύνδεσης στα λοιπά κράτη μέλη και την Επιτροπή, ή η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει από τις αρμόδιες αρχές και τα σχετικά ενιαία γραφεία σύνδεσης, να επαληθεύσουν, βάσει πληροφοριών που είναι διαθέσιμες ή εύκολα προσβάσιμες στις σχετικές αρμόδιες αρχές ή στην Επιτροπή αντιστοίχως, κατά πόσο παρόμοιες εικαζόμενες παραβάσεις διαπράττονται στο έδαφος των άλλων εν λόγω κρατών μελών ή κατά πόσο τυχόν μέτρα εκτέλεσης έχουν ήδη ληφθεί κατ’ αυτών των παραβάσεων στα εν λόγω κράτη μέλη. Οι αρμόδιες αυτές αρχές άλλων κρατών μελών και η Επιτροπή απαντούν στο αίτημα αμελλητί.

Άρθρο 27

Εξωτερικές προειδοποιήσεις

1.   Κάθε κράτος μέλος αναθέτει, εκτός αντίθετης αιτιολόγησης, σε εντεταλμένους φορείς, ευρωπαϊκά κέντρα καταναλωτών, οργανώσεις και ενώσεις καταναλωτών και, κατά περίπτωση, ενώσεις εμπόρων, που έχουν την κατάλληλη τεχνογνωσία, την εξουσία να εκδίδουν προειδοποίηση στις αρμόδιες αρχές των σχετικών κρατών μελών και στην Επιτροπή για τις εικαζόμενες παραβάσεις που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό και να παρέχουν τις πληροφορίες που διαθέτουν κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου 26 («εξωτερική προειδοποίηση»). Κάθε κράτος μέλος γνωστοποιεί αμελλητί στην Επιτροπή τον κατάλογο των εν λόγω οντοτήτων και την ενημερώνουν για κάθε αλλαγή του.

2.   Η Επιτροπή, κατόπιν διαβούλευσης με τα κράτη μέλη, αναθέτει σε ενώσεις που εκπροσωπούν καταναλωτές και, κατά περίπτωση, εμπόρους, συμφέροντα σε ενωσιακό επίπεδο την εξουσία να εκδίδει εξωτερική προειδοποίηση.

3.   Οι αρμόδιες αρχές δεν υποχρεούνται να κινήσουν διαδικασία ή να λάβουν οποιοδήποτε άλλο μέτρο για να ανταποκριθούν σε εξωτερική προειδοποίηση. Οι οντότητες που εκδίδουν εξωτερικές προειδοποιήσεις διασφαλίζουν ότι οι παρεχόμενες πληροφορίες είναι ορθές, επίκαιρες και ακριβείς και διορθώνουν αμελλητί τις κοινοποιούμενες πληροφορίες ή τις αποσύρουν κατά περίπτωση.

Άρθρο 28

Ανταλλαγή άλλων κατάλληλων πληροφοριών για τον εντοπισμό παραβάσεων

Στο βαθμό που απαιτείται για την επίτευξη των στόχων του παρόντος κανονισμού, οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν αμελλητί, μέσω της ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων που αναφέρεται στο άρθρο 35, την Επιτροπή και τις αρμόδιες αρχές των οικείων κρατών μελών σχετικά με κάθε μέτρο που έχουν λάβει, εντός της δικαιοδοσίας τους, για την αντιμετώπιση παραβάσεων που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό, εάν έχουν υπόνοιες ότι η επίμαχη παράβαση μπορεί να θίγει συμφέροντα των καταναλωτών σε άλλα κράτη μέλη.

Άρθρο 29

Σαρώσεις

1.   Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να αποφασίσουν να διενεργήσουν σάρωση για να ελέγξουν τη συμμόρφωση με την ενωσιακή νομοθεσία για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών ή για να εντοπίσουν παραβάσεις της εν λόγω νομοθεσίας. Εκτός αν άλλως συμφωνηθεί από τις οικείες αρμόδιες αρχές, τη σάρωση συντονίζει η Επιτροπή.

2.   Όταν διενεργούν σάρωση, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να ασκούν τις εξουσίες έρευνας που καθορίζονται στο άρθρο 9 παράγραφος 3, καθώς και οποιεσδήποτε άλλες εξουσίες που τους αναθέτει το εθνικό δίκαιο.

3.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να καλούν εντεταλμένους φορείς, υπαλλήλους της Επιτροπής και λοιπό βοηθητικό προσωπικό με εξουσιοδότηση από την Επιτροπή να συμμετέχουν στη σάρωση.

Άρθρο 30

Συντονισμός των λοιπών δραστηριοτήτων που συμβάλλουν στην έρευνα και την επιβολή

1.   Στον βαθμό που απαιτείται για την επίτευξη του στόχου του παρόντος κανονισμού, τα κράτη μέλη ενημερώνουν το ένα το άλλο και την Επιτροπή για τις δραστηριότητές τους στους ακόλουθους τομείς:

α)

κατάρτιση των υπαλλήλων τους που ασχολούνται με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού·

β)

συλλογή, ταξινόμηση και ανταλλαγή δεδομένων σχετικά με τις καταγγελίες των καταναλωτών·

γ)

ανάπτυξη ειδικών ανά τομέα δικτύων υπαλλήλων·

δ)

ανάπτυξη μέσων ενημέρωσης και επικοινωνίας· και

ε)

κατά περίπτωση, ανάπτυξη προτύπων, μεθόδων και κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

2.   Στον βαθμό που απαιτείται για την επίτευξη του στόχου του παρόντος κανονισμού, τα κράτη μέλη μπορούν να συντονίζουν και να οργανώνουν από κοινού δραστηριότητες στους τομείς που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 31

Ανταλλαγή υπαλλήλων μεταξύ των αρμόδιων αρχών

1.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να συμμετέχουν σε προγράμματα ανταλλαγής υπαλλήλων άλλων κρατών μελών με σκοπό τη βελτίωση της συνεργασίας τους. Οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε οι υπάλληλοι από άλλα κράτη μέλη να είναι σε θέση να συμμετέχουν αποτελεσματικά σε δραστηριότητες μιας αρμόδιας αρχής. Προς τον σκοπό αυτόν, οι εν λόγω υπάλληλοι εξουσιοδοτούνται να επιτελούν τα καθήκοντα που τους αναθέτει η αρμόδια αρχή υποδοχής σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο αυτή ανήκει.

2.   Κατά τη διάρκεια της ανταλλαγής, η αστική και η ποινική ευθύνη του υπαλλήλου αντιμετωπίζεται με τον ίδιο τρόπο όπως και εκείνη των υπαλλήλων της αρμόδιας αρχής υποδοχής. Οι υπάλληλοι από άλλα κράτη μέλη συμμορφώνονται με τα επαγγελματικά πρότυπα και τους κατάλληλους εσωτερικούς κανόνες συμπεριφοράς της αρμόδιας αρχής υποδοχής. Οι εν λόγω κανόνες συμπεριφοράς διασφαλίζουν, ιδίως, την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τον δίκαιο χαρακτήρα των διαδικασιών και την ορθή τήρηση των κανόνων περί εμπιστευτικότητας και επαγγελματικού και εμπορικού απορρήτου που ορίζονται στο άρθρο 33.

Άρθρο 32

Διεθνής συνεργασία

1.   Στον βαθμό που απαιτείται για την επίτευξη του στόχου του παρόντος κανονισμού, η Ένωση συνεργάζεται με τρίτες χώρες και με τους αρμόδιους διεθνείς οργανισμούς στους τομείς που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό με σκοπό την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών. Η Ένωση και οι ενδιαφερόμενες τρίτες χώρες μπορούν να συνάπτουν συμφωνίες που να καθορίζουν τις ρυθμίσεις συνεργασίας, περιλαμβανομένων της σύναψης ρυθμίσεων αμοιβαίας συνδρομής, της ανταλλαγής εμπιστευτικών πληροφοριών και των προγραμμάτων ανταλλαγής προσωπικού.

2.   Οι συμφωνίες που συνάπτονται μεταξύ της Ένωσης και τρίτων χωρών σχετικά με τη συνεργασία και την αμοιβαία συνδρομή για την προστασία και την ενίσχυση των συμφερόντων των καταναλωτών σέβονται τους οικείους κανόνες προστασίας δεδομένων που διέπουν τη μεταφορά προσωπικών δεδομένων προς τρίτες χώρες.

3.   Οσάκις αρμόδια αρχή λαμβάνει από αρχή τρίτης χώρας πληροφορίες που ενδεχομένως αφορούν τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών, διαβιβάζει τις πληροφορίες αυτές στις εν λόγω οικείες αρμόδιες αρχές στον βαθμό που αυτό επιτρέπεται από τυχόν ισχύουσες διμερείς συμφωνίες συνδρομής με την εν λόγω τρίτη χώρα και στο βαθμό που οι εν λόγω πληροφορίες είναι σύμφωνες με το ενωσιακό δίκαιο για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

4.   Πληροφορίες που διαβιβάζονται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό μπορούν επίσης να διαβιβάζονται σε αρχή τρίτης χώρας από αρμόδια αρχή σύμφωνα με διμερή συμφωνία συνδρομής με την εν λόγω τρίτη χώρα, εφόσον έχει εξασφαλιστεί η έγκριση της αρμόδιας αρχής η οποία κοινοποίησε αρχικά τις πληροφορίες και με την προϋπόθεση ότι είναι σύμφωνες με το ενωσιακό δίκαιο για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΚΟΙΝΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ

Άρθρο 33

Χρήση και γνωστοποίηση των πληροφοριών και επαγγελματικό και εμπορικό απόρρητο

1.   Οι πληροφορίες που συλλέγονται από τις αρμόδιες αρχές και την Επιτροπή ή τους κοινοποιούνται κατ’ εφαρμογή του παρόντος κανονισμού χρησιμοποιούνται μόνον για σκοπούς διασφάλισης της συμμόρφωσης με την ενωσιακή νομοθεσία για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών.

2.   Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 θεωρούνται εμπιστευτικές, χρησιμοποιούνται δε και γνωστοποιούνται μόνο λαμβάνοντας δεόντως υπόψη την προστασία των εμπορικών συμφερόντων ενός φυσικού προσώπου ή νομικού προσώπου, συμπεριλαμβανομένων των εμπορικών απορρήτων και των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας.

3.   Ωστόσο, οι αρμόδιες αρχές μπορούν, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή που παρέσχε την πληροφορία, να αποκαλύπτουν τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες:

α)

για την απόδειξη παραβάσεων που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό· ή

β)

για την παύση ή την απαγόρευση παραβάσεων που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 34

Χρήση αποδεικτικών στοιχείων και πορισμάτων έρευνας

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να χρησιμοποιούν ως αποδεικτικά στοιχεία κάθε πληροφορία, έγγραφο, εύρημα, δήλωση, επικυρωμένο αντίγραφο ή απόρρητη πληροφορία που γνωστοποιήθηκε, επί της αυτής βάσεως όπως και προκειμένου για όμοια έγγραφα που απέκτησαν στο κράτος μέλος τους, ανεξάρτητα από το μέσο αποθήκευσής τους.

Άρθρο 35

Ηλεκτρονική βάση δεδομένων

1.   Η Επιτροπή καταρτίζει και διατηρεί ηλεκτρονική βάση δεδομένων για όλες τις επικοινωνίες μεταξύ των αρμόδιων αρχών, των ενιαίων γραφείων σύνδεσης και της Επιτροπής στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού. Όλες οι πληροφορίες που διαβιβάζονται μέσω της ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων αποθηκεύονται και υποβάλλονται σε επεξεργασία στην εν λόγω ηλεκτρονική βάση δεδομένων. Στην εν λόγω βάση δεδομένων έχουν άμεση πρόσβαση οι αρμόδιες αρχές, τα ενιαία γραφεία σύνδεσης και η Επιτροπή.

2.   Οι πληροφορίες που παρέχονται από οντότητες που εκδίδουν εξωτερική προειδοποίηση με βάση το άρθρο 27 παράγραφοι 1 και 2 αποθηκεύονται και υποβάλλονται σε επεξεργασία στην ηλεκτρονική βάση δεδομένων. Ωστόσο οι εν λόγω οντότητες δεν έχουν πρόσβαση στην εν λόγω βάση δεδομένων.

3.   Όταν μια αρμόδια αρχή, ένας εντεταλμένος φορέας ή μια οντότητα που εκδίδει εξωτερική προειδοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 1 ή 2 διαπιστώνει ότι μία προειδοποίηση που αφορά παράβαση την οποία εξέδωσε σύμφωνα με τα άρθρα 26 και 27 αποδείχθηκε αργότερα αβάσιμη, αποσύρει την εν λόγω προειδοποίηση. Η Επιτροπή αποσύρει αμελλητί τη σχετική πληροφορία από τη βάση δεδομένων και ενημερώνει τα μέρη σχετικά με τους λόγους της απόσυρσης.

Τα δεδομένα που σχετίζονται με μια παράβαση αποθηκεύονται στην ηλεκτρονική βάση δεδομένων μόνο για όσο διάστημα είναι απαραίτητο για τους σκοπούς για τους οποίους συλλέχθηκαν και υποβλήθηκαν σε επεξεργασία και πάντως δεν αποθηκεύονται για περισσότερο από πέντε έτη από την ημερομηνία κατά την οποία:

α)

μια αρχή στην οποία έχει υποβληθεί αίτηση κοινοποιεί στην Επιτροπή, δυνάμει του άρθρου 12 παράγραφος 2, ότι μια ενδοενωσιακή παράβαση έχει παύσει·

β)

ο συντονιστής γνωστοποιεί την περάτωση της συντονισμένης δράσης σύμφωνα με το άρθρο 22 παράγραφος 1· ή

γ)

οι πληροφορίες καταχωρίστηκαν στη βάση δεδομένων σε όλες τις άλλες περιπτώσεις.

4.   Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις που καθορίζουν τις πρακτικές και λειτουργικές ρυθμίσεις για τη λειτουργία της ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης του άρθρου 38 παράγραφος 2.

Άρθρο 36

Παραίτηση από την επιστροφή των δαπανών

1.   Τα κράτη μέλη παραιτούνται από κάθε απαίτηση για επιστροφή των δαπανών που προκλήθηκαν κατ’ εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, όσον αφορά αιτήματα για μέτρα επιβολής με βάση το άρθρο 12, το κράτος μέλος της αιτούσας αρχής παραμένει υπεύθυνο έναντι του κράτους μέλους της αρχής στην οποία υποβάλλεται η αίτηση για έξοδα και ζημίες που προέκυψαν ως αποτέλεσμα μέτρων που απορρίφθηκαν και κρίθηκαν μη δικαιολογημένα από δικαστήριο όσον αφορά την ουσία της εν λόγω παράβασης.

Άρθρο 37

Προτεραιότητες όσον αφορά την εφαρμογή

1.   Το αργότερο έως τις 17 Ιανουαρίου 2020 και στη συνέχεια κάθε δύο έτη, τα κράτη μέλη ανταλλάσσουν μεταξύ τους και με την Επιτροπή πληροφορίες για τις προτεραιότητες επιβολής όσον αφορά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

Οι πληροφορίες αυτές περιλαμβάνουν:

α)

πληροφορίες σχετικά με τις τάσεις της αγοράς οι οποίες ενδέχεται να θίγουν τα συμφέροντα των καταναλωτών στο οικείο κράτος μέλος και σε άλλα κράτη μέλη·

β)

επισκόπηση της δράσης που έχει αναληφθεί δυνάμει του παρόντος κανονισμού τα τελευταία δύο έτη, ιδίως μέτρα έρευνας και επιβολής σχετικά με τις εκτεταμένες παραβάσεις·

γ)

στατιστικά στοιχεία που ανταλλάσσονται μέσω των προειδοποιήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 26·

δ)

τους προσωρινούς τομείς προτεραιότητας κατά τα επόμενα δύο έτη, όσον αφορά την εφαρμογή της ενωσιακής νομοθεσίας για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών στο οικείο κράτος μέλος· και

ε)

τους προτεινόμενους τομείς προτεραιότητας κατά τα επόμενα δύο έτη, όσον αφορά την εφαρμογή της ενωσιακής νομοθεσίας για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών σε ενωσιακό επίπεδο.

2.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 33, κάθε δύο έτη, η Επιτροπή συντάσσει, επισκόπηση των πληροφοριών που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) και γ) της παραγράφου 1 και τη δημοσιοποιεί. Η Επιτροπή ενημερώνει σχετικά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

3.   Σε περιπτώσεις που επέρχεται ουσιαστική μεταβολή των περιστάσεων ή των συνθηκών της αγοράς κατά τη διάρκεια των δύο ετών μετά την τελευταία υποβολή πληροφοριών για τις προτεραιότητές τους όσον αφορά την εφαρμογή, τα κράτη μέλη επικαιροποιούν τις εν λόγω προτεραιότητες και ενημερώνουν τα άλλα κράτη μέλη και την Επιτροπή αναλόγως.

4.   Η Επιτροπή συνοψίζει τις προτεραιότητες επιβολής όσον αφορά την εφαρμογή που υποβάλλουν τα κράτη μέλη δυνάμει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου και υποβάλλει ετήσια έκθεση στην επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 38 παράγραφος 1 για να διευκολύνει την ιεράρχηση προτεραιοτήτων όσον αφορά τις δράσεις σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Η Επιτροπή ανταλλάσσει με τα κράτη μέλη βέλτιστες πρακτικές και συγκριτική αξιολόγηση, με στόχο ιδίως την ανάπτυξη δραστηριοτήτων για δημιουργία ικανοτήτων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 38

Επιτροπή

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή. Η εν λόγω επιτροπή αποτελεί επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Όποτε γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

Άρθρο 39

Κοινοποιήσεις

Τα κράτη μέλη κοινοποιούν αμελλητί στην Επιτροπή το κείμενο των διατάξεων εθνικού δικαίου για ζητήματα που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό, τις οποίες θεσπίζουν, καθώς και το κείμενο των συμφωνιών για ζητήματα που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό, εκτός εκείνων των συμφωνιών που αφορούν ατομικές περιπτώσεις, τις οποίες συνάπτουν.

Άρθρο 40

Υποβολή εκθέσεων

1.   Το αργότερο έως τις 17 Ιανουαρίου 2023 η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

2.   Η έκθεση αυτή περιέχει αξιολόγηση της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένης εκτίμησης της αποτελεσματικής εφαρμογής της ενωσιακής νομοθεσίας για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού, ιδίως σε ό, τι αφορά τις εξουσίες των αρμόδιων αρχών που ορίζονται στο άρθρο 9, καθώς και, ιδίως, εξέταση του τρόπου με τον οποίο εξελίχθηκε η συμμόρφωση με την ενωσιακή νομοθεσία για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών από τους εμπόρους σε πρωταρχικής σημασίας καταναλωτικές αγορές τις οποίες αφορά το διασυνοριακό εμπόριο.

Η έκθεση αυτή συνοδεύεται, όπου είναι απαραίτητο, από νομοθετική πρόταση.

Άρθρο 41

Κατάργηση

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 καταργείται από τις 17 Ιανουαρίου 2020.

Άρθρο 42

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από τις 17 Ιανουαρίου 2020.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 12 Δεκεμβρίου 2017.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

A. TAJANI

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. MAASIKAS


(1)  ΕΕ C 34 της 2.2.2017, σ. 100.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 14ης Νοεμβρίου 2017 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 30ής Νοεμβρίου 2017.

(3)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Οκτωβρίου 2004, σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών που είναι αρμόδιες για την επιβολή της νομοθεσίας για την προστασία των καταναλωτών («κανονισμός για τη συνεργασία όσον αφορά την προστασία των καταναλωτών») (ΕΕ L 364 της 9.12.2004, σ. 1).

(4)  Οδηγία 2000/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2000, για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά («Οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο») (ΕΕ L 178 της 17.7.2000, σ. 1).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(6)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 1).

(8)  Οδηγία (ΕΕ) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές για τον σκοπό της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της απόφασης-πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ του Συμβουλίου (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 89).

(9)  Οδηγία 2014/17/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης για καταναλωτές για ακίνητα που προορίζονται για κατοικία και την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2013/36/EE και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ L 60 της 28.2.2014, σ. 34).

(10)  Οδηγία 2014/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, για τη συγκρισιμότητα των τελών που συνδέονται με λογαριασμούς πληρωμών, την αλλαγή λογαριασμού πληρωμών και την πρόσβαση σε λογαριασμούς πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά (ΕΕ L 257 της 28.8.2014, σ. 214).

(11)  Κανονισμός αριθ. 1 του Συμβουλίου περί του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΕ 17 της 6.10.1958, σ. 385).

(12)  Οδηγία 2009/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, περί των αγωγών παραλείψεως στον τομέα της προστασίας των συμφερόντων των καταναλωτών (ΕΕ L 110 της 1.5.2009, σ. 30).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Οδηγίες και κανονισμοί που αναφέρονται στο άρθρο 3 σημείο 1)

1.

Οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ L 95 της 21.4.1993, σ. 29).

2.

Οδηγία 98/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 1998, περί της προστασίας των καταναλωτών όσον αφορά την αναγραφή των τιμών των προϊόντων που προσφέρονται στους καταναλωτές (ΕΕ L 80 της 18.3.1998, σ. 27).

3.

Οδηγία 1999/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με ορισμένες πτυχές της πώλησης και των εγγυήσεων καταναλωτικών αγαθών (ΕΕ L 171 της 7.7.1999, σ. 12).

4.

Οδηγία 2000/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2000, για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά (οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο) (ΕΕ L 178 της 17.7.2000, σ. 1).

5.

Οδηγία 2001/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Νοεμβρίου 2001, περί κοινοτικού κώδικος για τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση (ΕΕ L 311 της 28.11.2001, σ. 67): άρθρα 86 έως 100.

6.

Οδηγία 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2002, σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες) (ΕΕ L 201 της 31.7.2002, σ. 37): άρθρο 13.

7.

Οδηγία 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Σεπτεμβρίου 2002, σχετικά με την εξ αποστάσεως εμπορία χρηματοοικονομικών υπηρεσιών προς τους καταναλωτές και την τροποποίηση των οδηγιών 90/619/ΕΟΚ του Συμβουλίου, 97/7/ΕΚ και 98/27/ΕΚ (ΕΕ L 271 της 9.10.2002, σ. 16).

8.

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 261/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Φεβρουαρίου 2004, για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 295/91 (ΕΕ L 46 της 17.2.2004, σ. 1).

9.

Οδηγία 2005/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 98/27/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου («Οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές») (ΕΕ L 149 της 11.6.2005, σ. 22).

10.

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1107/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουλίου 2006, σχετικά με τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία και των ατόμων με μειωμένη κινητικότητα όταν ταξιδεύουν αεροπορικώς (ΕΕ L 204 της 26.7.2006, σ. 1).

11.

Οδηγία 2006/114/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, για την παραπλανητική και τη συγκριτική διαφήμιση (ΕΕ L 376 της 27.12.2006, σ. 21): άρθρο 1, άρθρο 2 στοιχείο γ) και άρθρα 4 έως 8.

12.

Οδηγία 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά (ΕΕ L 376 της 27.12.2006, σ. 36): άρθρο 20.

13.

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1371/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2007, σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των επιβατών σιδηροδρομικών γραμμών (ΕΕ L 315 της 3.12.2007, σ. 14).

14.

Οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 133 της 22.5.2008, σ. 66).

15.

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1008/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 2008, σχετικά με κοινούς κανόνες εκμετάλλευσης των αεροπορικών γραμμών στην Κοινότητα (ΕΕ L 293 της 31.10.2008, σ. 3): άρθρα 22, 23 και 24.

16.

Οδηγία 2008/122/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιανουαρίου 2009, για την προστασία των καταναλωτών ως προς ορισμένες πτυχές των συμβάσεων χρονομεριστικής μίσθωσης, μακροπρόθεσμων προϊόντων διακοπών, μεταπώλησης και ανταλλαγής (ΕΕ L 33 της 3.2.2009, σ. 10).

17.

Οδηγία 2010/13/EE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Μαρτίου 2010, για τον συντονισμό ορισμένων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την παροχή υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων (οδηγία για τις υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων) (ΕΕ L 95 της 15.4.2010, σ. 1): άρθρα 9, 10, 11 και άρθρα 19 έως 26.

18.

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1177/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για τα δικαιώματα των επιβατών στις θαλάσσιες και εσωτερικές πλωτές μεταφορές και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 (ΕΕ L 334 της 17.12.2010, σ. 1).

19.

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 181/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τα δικαιώματα των επιβατών λεωφορείων και πούλμαν και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 1).

20.

Οδηγία 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών, την τροποποίηση της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 1999/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση της οδηγίας 85/577/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 97/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 304 της 22.11.2011, σ. 64).

21.

Οδηγία 2013/11/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2013, για την εναλλακτική επίλυση καταναλωτικών διαφορών και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 και της οδηγίας 2009/22/ΕΚ (οδηγία ΕΕΚΔ) (ΕΕ L 165 της 18.6.2013, σ. 63): άρθρο 13.

22.

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 524/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2013, για την ηλεκτρονική επίλυση καταναλωτικών διαφορών και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 και της οδηγίας 2009/22/ΕΚ (κανονισμός για την ΗΕΚΔ) (ΕΕ L 165 της 18.6.2013, σ. 1): άρθρο 14.

23.

Οδηγία 2014/17/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης για καταναλωτές για ακίνητα που προορίζονται για κατοικία και την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2013/36/EE και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ L 60 της 28.2.2014, σ. 34): άρθρα 10, 11, 13, 14, 15, 16, 17, 18, 21, 22 και 23, κεφάλαιο 10 και παραρτήματα I και II.

24.

Οδηγία 2014/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, για τη συγκρισιμότητα των τελών που συνδέονται με λογαριασμούς πληρωμών, την αλλαγή λογαριασμού πληρωμών και την πρόσβαση σε λογαριασμούς πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά (ΕΕ L 257 της 28.8.2014, σ. 214): άρθρα 3 έως 18 και άρθρο 20 παράγραφος 2.

25.

Οδηγία (EE) 2015/2302 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, σχετικά με τα οργανωμένα ταξίδια και τους συνδεδεμένους ταξιδιωτικούς διακανονισμούς, η οποία τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 και την οδηγία 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και καταργεί την οδηγία 90/314/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 326 της 11.12.2015, σ. 1).

26.

Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1128 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, για τη διασυνοριακή φορητότητα των υπηρεσιών επιγραμμικού περιεχομένου στην εσωτερική αγορά (ΕΕ L 168 της 30.6.2017, σ. 1).


Top