Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 61991CJ0187

    Domstolens dom (sjätte avdelningen) den 16 juli 1992.
    Belgiska staten mot Société coopérative Belovo.
    Begäran om förhandsavgörande: Tribunal de première instance i Neufchâteau - Belgien.
    Följder av en rättelse på eget initiativ av en importlicens behäftad med fel.
    Mål C-187/91.

    Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:1992:333

    61991J0187

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΕΚΤΟ ΤΜΗΜΑ) ΤΗΣ 16ΗΣ ΙΟΥΛΙΟΥ 1992. - ΒΕΛΓΙΚΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΚΑΤΑ SOCIETE COOPERATIVE BELOVO. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: TRIBUNAL DE PREMIERE INSTANCE DE NEUFCHATEAU - ΒΕΛΓΙΟ. - ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΑΥΤΕΠΑΓΓΕΛΤΗΣ ΔΙΟΡΘΩΣΕΩΣ ΕΣΦΑΛΜΕΝΟΥ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-187/91.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1992 σελίδα I-04937


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    ++++

    1. Γεωργία - Κοινή οργάνωση των αγορών - Πιστοποιητικά εισαγωγής και εξαγωγής - Πιστοποιητικά εισαγωγής που έχουν κακώς εκδοθεί λόγω λάθους της διοικήσεως - 'Ενδικη διαδικασία αναγνωρίσεως της ευθύνης την οποία κινεί ο δικαιούχος ενώπιον εθνικού δικαστηρίου - Επιτρέπεται από πλευράς του κανονισμού 3719/88

    (Κανονισμός 3719/88 της Επιτροπής, άρθρα 24 και 25)

    2. 'Ιδιοι πόροι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων - Εκ των υστέρων είσπραξη εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών - Πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1697/79 - Λάθος της διοικήσεως "που λογικά δεν ηδύνατο να ανακαλυφθεί από τον φορολογούμενο" - Kριτήρια εκτιμήσεως

    (Κανονισμός 1697/79 του Συμβουλίου, άρθρο 2 PAR 2)

    Περίληψη


    1. Τα άρθρα 24 και 25 του κανονισμού 3719/88 περί κοινών τρόπων εφαρμογής του καθεστώτος πιστοποιητικών εισαγωγής, εξαγωγής και προκαθορισμού για τα γεωργικά προϊόντα, που επιτρέπουν στον εκδώσαντα ένα πιστοποιητικό οργανισμό να προβεί στη διόρθωσή του, δεν εμποδίζουν ενδεχόμενη ένδικη διαδικασία αναγνωρίσεως της ευθύνης την οποία κινεί σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο ο δικαιούχος πιστοποιητικών εισαγωγής, ως προς τα οποία δεν αμφισβητείται ότι δεν έπρεπε να έχουν εκδοθεί, κατά του εκδώσαντος οργανισμού και κατά τη διάρκεια της οποίας λαμβάνεται ιδίως υπόψη η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του επιχειρηματία στα εν λόγω πιστοποιητικά.

    2. Η αγωγή για την εκ των υστέρων είσπραξη των εισφορών κατά την εισαγωγή που δεν κατεβλήθησαν λόγω λάθους των αρμοδίων αρχών κράτους μέλους διαπραχθέντος κατά την έκδοση των πιστοποιητικών εισαγωγής εμπίπτει στις διατάξεις του άρθρου 5 του κανονισμού 1697/79 περί της εκ των υστέρων εισπράξεως εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών.

    Προκειμένου να εκτιμηθεί αν υπήρξε "λάθος αυτών των ιδίων των αρμοδίων αρχών που λογικά δεν ηδύνατο να ανακαλυφθεί από τον φορολογούμενο", κατά την έννοια της παραγράφου 2 του εν λόγω άρθρου, πρέπει να ληφθεί υπόψη, ιδίως, η φύση του λάθους, η επαγγελματική πείρα του ενδιαφερομένου επιχειρηματία και η επιμέλεια που ο τελευταίος επέδειξε. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εκτιμήσει αν, βάσει της ερμηνείας αυτής, το λάθος που είχε ως αποτέλεσμα τη μη είσπραξη των δασμών μπορούσε ή όχι να ανακαλυφθεί από τον φορολογούμενο.

    Διάδικοι


    Στην υπόθεση C-187/91,

    η οποία έχει ως αντικείμενο αίτηση του tribunal de premiere instance de Neufchateau (Bέλγιο) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του δικαστηρίου αυτού μεταξύ

    Βελγικού Δημοσίου

    και

    Societe cooperative Belovo,

    η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 24 και 25 του κανονισμού (ΕΟΚ) 3719/88 της Επιτροπής, της 16ης Νοεμβρίου 1988, περί κοινών τρόπων εφαρμογής του καθεστώτος πιστοποιητικών εισαγωγής, εξαγωγής κα προκαθορισμού για τα γεωργικά προϊόντα (ΕΕ L 331, σ. 1),

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους F. A. Schockweiler, πρόεδρο τμήματος, G. F. Mancini, Ρ. J. G. Kapteyn, M. Diez de Velasco και J. L. Murray, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: C. Gulmann

    γραμματέας: Δ. Τριανταφύλλου, υπάλληλος διοικήσεως,

    λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

    - το Βελγικό Δημόσιο, εκπροσωπούμενο από τον Serge Dufrene, δικηγόρο Βρυξελλών

    - η Belovo, εκπροσωπουμένη από τον Jean-Paul Hordies, δικηγόρο Βρυξελλών

    - η Επιτροπή, εκπροσωπουμένη από τον Ξενοφώντα A. Γιαταγάνα, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας,

    έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

    αφού άκουσε το Βελγικό Δημόσιο, την Belovo και την Επιτροπή που ανέπτυξαν τις παρατηρήσεις τους κατά τη επ' ακροατηρίου συζήτηση της 19ης Μαρτίου 1992,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 24ης Ιουνίου 1992,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Με απόφαση της 10ης Ιουλίου 1991, που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 24 Ιουλίου 1991, το tribunal de premiere instance de Neufchateau υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία των άρθρων 24 και 25 του κανονισμού (ΕΟΚ) 3719/88 της Επιτροπής, της 16ης Νοεμβρίου 1988, περί κοινών τρόπων εφαρμογής του καθεστώτος πιστοποιητικών εισαγωγής, εξαγωγής κα προκαθορισμού για τα γεωργικά προϊόντα (ΕΕ L 331, σ. 1).

    2 Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Βελγικού Δημοσίου και της societe cooperative Belovo (στο εξής: Belovo), με έδρα την Bastogne, και έχει σχέση με την αξίωση του πρώτου για την καταβολή συμπληρωματικής εισφοράς κατά την εισαγωγή αυγών προελεύσεως τρίτης χώρας.

    3 Η Belovo ζήτησε και έλαβε από τις βελγικές αρχές, όσον αφορά την περίοδο από 28 Νοεμβρίου 1988 μέχρι 21 Σεπτεμβρίου 1989, εννέα πιστοποιητικά με προκαθορισμό εισφορών κατά την εισαγωγή αυγών προελεύσεως τρίτης χώρας. Στις 3 Οκτωβρίου 1989 οι εν λόγω αρχές ζήτησαν, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπει ο κανονισμός 3719/88, την επιστροφή πέντε από τα πιστοποιητικά αυτά, για τον λόγο ότι ο κανονισμός (ΕΟΚ) 2771/75 του Συμβουλίου, της 29ης Οκτωβρίου 1975, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των αυγών (ΕΕ ειδ. έκδ., 03/014, σ. 46), δεν επιτρέπει τη χορήγηση πιστοποιητικών με προκαθορισμό εισφορών όσον αφορά τις εισαγωγές αυγών προελεύσεως τρίτης χώρας. Δεν αμφισβητείται ότι η ισχύουσα κατά τον κρίσιμο χρόνο κοινοτική νομοθεσία δεν επέτρεπε την έκδοση τέτοιων πιστοποιητικών. Η Belovo επέστρεψε τα ζητηθέντα πιστοποιητικά.

    4 Η Belovo η οποία είχε αναλάβει συμβατικές υποχρεώσεις τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 1989, δηλαδή πριν από το αίτημα επιστροφής των εν λόγω πιστοποιητικών, και είχε λάβει τα αναγκαία για την εισαγωγή έγγραφα, έθεσε, από τον Οκτώβριο του 1989, τα αυγά υπό καθεστώς τελωνειακής αποταμιεύσεως. Με δυο αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων, επετράπη στην Belovo να εισαγάγει τα αυγά αυτά κατόπιν καταβολής των εισφορών που ίσχυαν κατά την ημερομηνία προκαθορισμού για τα επιστραφέντα πιστοποιητικά.

    5 Το Βελγικό Δημόσιο, διαπιστώνοντας ότι η Belovo είχε καταβάλει μόνο τις εισφορές κατά την εισαγωγή που αναφέρονταν στα πιστοποιητικά, εισφορές που ήταν κατώτερες αυτών που υπολογίστηκαν

    κατά την ημερομηνία που πράγματι έγιναν οι εισαγωγές, ζήτησε την καταβολή της διαφοράς μεταξύ των δύο αυτών ποσών. Υποστηρίζοντας το αίτημά τους, οι βελγικές αρχές φρονούν ότι τα άρθρα 24 και 25 του κανονισμού 3719/88, που προβλέπουν, κυρίως, τη δυνατότητα διορθώσεως λαθών, δεν παρέχουν στους δικαιούχους των πιστοποιητικών τη δυνατότητα να επικαλούνται κεκτημένα δικαιώματα. Επιπλέον, η Belovo δεν ήταν δυνατό, ως έμπειρος επιχειρηματίας, να παραπλανηθεί από τα πιστοποιητικά, δεδομένου ότι το λάθος ήταν καταφανές.

    6 Κατά του αιτήματος αυτού, η Belovo ισχυρίστηκε ενώπιον του tribunal de premiere instance de Neufchateau, κυρίως, ότι είχε ενεργήσει καλοπίστως, ότι η εσφαλμένη έκδοση των πιστοποιητικών δεν μπορούσε να της καταλογισθεί και ότι η έκδοση αυτή την είχε ωθήσει στο να αναλάβει σημαντικότατες συμβατικές υποχρεώσεις. Εξάλλου, οι διατάξεις του κανονισμού 3719/88 δεν αποκλείουν την αναγνώριση ως υπευθύνου του εκδώσαντος τα εν λόγω πιστοποιητικά οργανισμού.

    7 Τα άρθρα 24 και 25 του κανονισμού 3719/88 έχουν ως εξής:

    "'Αρθρο 24

    1. Οι ενδείξεις που περιλαμβάνονται στα πιστοποιητικά και στα αποσπάσματα πιστοποιητικών δεν μπορούν να τροποποιηθούν μετά την έκδοσή τους.

    2. Σε περίπτωση αμφιβολίας ως προς την ακρίβεια των ενδείξεων που εμφαίνονται στο πιστοποιητικό ή στο απόσπασμα, το πιστοποιητικό ή το απόσπασμα επιστρέφονται στον εκδίδοντα οργανισμό με πρωτοβουλία του ενδιαφερόμενου ή της αρμόδιας υπηρεσίας του ενδιαφερόμενου κράτους.

    Αν ο εκδίδων οργανισμός κρίνει ότι συντρέχουν οι όροι για διόρθωση, προβαίνει στην ανάκληση είτε του αποσπάσματος είτε του πιστοποιητικού, καθώς και των αποσπασμάτων που έχουν προηγουμένως εκδοθεί, και εκδίδει αμελλητί διορθωμένο απόσπασμα είτε πιστοποιητικό και τα αντίστοιχα αποσπάσματα διορθωμένα.

    Σ' αυτά τα νέα έγγραφα, τα οποία περιλαμβάνουν την ένδειξη 'πιστοποιητικό διορθωμένο την (...)' ή 'απόσπασμα διορθωμένο την (...)' σε κάθε αντίτυπο, αναγράφονται πάλι, κατά περίπτωση, οι προηγούμενες καταχωρήσεις.

    Αν ο εκδίδων οργανισμός δεν κρίνει αναγκαία τη διόρθωση του πιστοποιητικού ή του αποσπάσματος, θέτει σ' αυτό την ένδειξη 'ελέγχθηκε την (...) κατά το άρθρο 24 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3719/88' , καθώς και τη σφραγίδα του.

    'Αρθρο 25

    1. Ο δικαιούχος υποχρεούται να παραδώσει το πιστοποιητικό και τα αποσπάσματα στον εκδίδοντα οργανισμό, κατόπιν αιτήσεως του οργανισμού αυτού.

    2. Στις περιπτώσεις που οι αρμόδιες εθνικές υπηρεσίες επιστρέφουν ή κρατούν το αμφισβητούμενο έγγραφο σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου ή του άρθρου 24, οι υπηρεσίες αυτές δίδουν απόδειξη παραλαβής στον ενδιαφερόμενο κατόπιν αιτήσεώς του."

    8 Το tribunal de premiere instance de Neufchateau αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το εξής προδικαστικό ερώτημα:

    "Συνεπάγονται το άρθρο 24 του κανονισμού (ΕΟΚ) 3719/88 της Επιτροπής, της 16ης Νοεμβρίου 1988, που προβλέπει ότι, αν ο εκδώσας το πιστοποιητικό (εισαγωγής) οργανισμός κρίνει ότι συντρέχουν οι όροι για διόρθωση, προβαίνει στην ανάκληση είτε του αποσπάσματος είτε του πιστοποιητικού καθώς και των αποσπασμάτων που έχουν προηγουμένως χορηγηθεί και εκδίδει αμελλητί είτε διορθωμένο απόσπασμα είτε πιστοποιητικό και τα αντίστοιχα αποσπάσματα διορθωμένα, και το άρθρο 25 του ίδιου κανονισμού, που προβλέπει ότι ο δικαιούχος υποχρεούται να παραδώσει το πιστοποιητικό και τα αποσπάσματα στον εκδώσαντα οργανισμό κατόπιν αιτήσεως του οργανισμού αυτού, ότι:

    1) Ο επιχειρηματίας που χρησιμοποίησε πιστοποιητικό περιέχον λάθη απαλλάσσεται της καταβολής των ποσών που προβλέπονται από τις προσαυξήσεις των εισφορών που επήλθαν μετά την έκδοση του εσφαλμένως χορηγηθέντος πιστοποιητικού προκαθορισμού;

    2) Σε περίπτωση που ένας εισαγωγέας αυγών, προϊόντος που αποτελεί το αντικείμενο συγκεκριμένου κανονισμού, επωφελήθηκε λάθους στο σύστημα προκαθορισμού, ληφθέντος υπόψη ότι οι

    συμβάσεις εισαγωγής συνήφθησαν πριν από την απόσυρση των πιστοποιητικών και η εισαγωγή πραγματοποιήθηκε μετά την ανάκληση των πιστοποιητικών κατόπιν αποφάσεως η οποία (εκδοθείσα στο πλαίσιο αιτήσεως λήψεως επειγόντων και προσωρινών μέτρων) επέτρεψε την εισαγωγή και τη θέση των εμπορευμάτων σε αποταμίευση λόγω του ότι αυτά υπόκεινταν σε φθορά, υποχρεούται ο επιχειρηματίας να καταβάλει μεταγενεστέρως τα ποσά που θα οφείλονταν αν δεν είχε υπάρξει λάθος στην έκδοση των πιστοποιητικών;

    3) Μπορεί ένας επιχειρηματίας να επωφεληθεί του συστήματος προκαθορισμού όσον αφορά τις ισχύουσες συμβάσεις και τις πραγματοποιηθείσες παραγγελίες ή, αντιθέτως, οφείλει να καταβάλει τις αυξήσεις των εισφορών που επήλθαν μετά τον προκαθορισμό των τελευταίων;

    4) Μπορεί ένας επιχειρηματίας να αντιταχθεί στην αλλοίωση των δικαιωμάτων που συνδέονται με το εσφαλμένο πιστοποιητικό ή να ζητήσει να αναγνωρισθεί ως υπεύθυνος ο εκδώσας οργανισμός;

    5) Σε περίπτωση λάθους της διοικήσεως κατά την κατάρτιση ενός πιστοποιητικού εισαγωγής, θα αποκλειόταν να προσαφθεί στον εκδώσαντα οργανισμό ότι έχει παραπλανήσει τον επιχειρηματία;"

    9 Στην έκθεση ακροατηρίου αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης, η εξέλιξη της διαδικασίας, καθώς και οι γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνον καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

    10 'Οπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, το εθνικό δικαστήριο ζητεί, κατ' ουσία, να καθοριστεί αν, στο πλαίσιο των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως, τα άρθρα 24 και 25 του κανονισμού 3719/88 εμποδίζουν την Belovo να επικαλεστεί τη δικαιολογημένη της εμπιστοσύνη, που στηρίζεται επί πιστοποιητικών ως προς τα οποία δεν αμφισβητείται ότι δεν έπρεπε να έχουν εκδοθεί, προκειμένου να αρνηθεί την καταβολή της συμπληρωματικής εισφοράς κατά την εισαγωγή και, ενδεχομένως, προκειμένου να ζητήσει να αναγνωρισθεί ως υπεύθυνος ο εκδώσας τα πιστοποιητικά που περιέχουν λάθη οργανισμός.

    11 Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι τα άρθρα 24 και 25 του κανονισμού 3719/88, στα οποία αναφέρονται ρητώς τα προδικαστικά ερωτήματα, αφορούν, κυρίως, τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται σε περίπτωση αμφιβολίας σχετικά με την ακρίβεια των ενδείξεων που περιλαμβάνονται στα πιστοποιητικά και δεν αποκλείουν τη δυνατότητα, ενδεχομένως, για τον δικαιούχο τέτοιων πιστοποιητικών, να ασκήσει ένδικη προσφυγή ζητώντας να αναγνωρισθεί η ευθύνη, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, του εκδώσαντος αυτά οργανισμού. Αντιθέτως, τα άρθρα αυτά δεν ρυθμίζουν τις ενδεχόμενες οικονομικές συνέπειες της απόσυρσης πιστοποιητικών που δεν έπρεπε να έχουν χορηγηθεί.

    12 Εξάλλου, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο, αποφαινόμενο κατά το άρθρο 177 της Συνθήκης, να εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης, αλλά ότι, ενόψει ενός ερωτήματος, είναι υποχρεωμένο να παράσχει στο εθνικό δικαστήριο τα στοιχεία ερμηνείας που είναι αναγκαία για να μπορέσει το τελευταίο να επιλύσει τη διαφορά (απόφαση της 22ας Μαΐου 1990, C-332/88, Alimenta, Συλλογή 1990, σ. Ι-2077). Στο πλαίσιο αυτό, είναι δυνατό το Δικαστήριο να χρειαστεί να λάβει υπόψη του κανόνες κοινοτικού δικαίου τους οποίους ο εθνικός δικαστής δεν αναφέρει στο ερώτημά του. Αντιθέτως, στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να κρίνει κατά πόσον ο κοινοτικός κανόνας, όπως ερμηνεύθηκε από το Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 177, έχει ή όχι εφαρμογή στην περίπτωση την οποία καλείται να κρίνει (βλ. ιδίως την απόφαση της 27ης Μαρτίου 1990, C-315/88, Bagli Pennacchiotti, Συλλογή 1990, σ. Ι-1323, σκέψη 10).

    13 Συναφώς, όπως και ο γενικός εισαγγελέας ορθώς έχει επισημάνει, οι κανόνες που επιτρέπουν να δοθεί λυσιτελής απάντηση στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα είναι αυτοί του κανονισμού (ΕΟΚ) 1697/79 του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1979, περί της "εκ των υστέρων" εισπράξεως εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών που δεν κατέστησαν απαιτητοί από τον φορολογούμενο για εμπορεύματα που διασαφηνίστηκαν

    σε τελωνειακό καθεστώς συνεπαγόμενο την υποχρέωση καταβολής τέτοιων δασμών (ΕΕ ειδ. έκδ. 02/007, σ. 254). Πράγματι, πρέπει να σημειωθεί ότι η διαφορά της κύριας δίκης αφορά κατ' ουσίαν το ποσόν του μέρους των εισφορών κατά την εξαγωγή που ζητείται από την Belovo να καταβάλει για αυγά που έχουν αποτελέσει το αντικείμενο διασαφήσεως σε τελωνειακό καθεστώς συνεπαγόμενο την υποχρέωση καταβολής τέτοιων εισφορών.

    14 Ο κανονισμός 1697/79 έχει ως κύριο αντικείμενο τον περιορισμό, για λόγους ασφάλειας δικαίου, της δυνατότητας των εθνικών διοικητικών οργάνων να ζητούν εκ των υστέρων την καταβολή των κοινοτικών δασμών (βλ. κυρίως την απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 1988, 210/87, Padovani, Συλλογή 1988, σ. 6177, σκέψη 6).

    15 Το άρθρο 5 έχει ως εξής:

    "1. Kαμία ενέργεια εισπράξεως δεν δύναται να αναλαμβάνεται από τις αρμόδιες αρχές όταν το ποσό των εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών, που 'εκ των υστέρων' διπιστώθηκε ότι είναι κατώτερο του νομίμως οφειλομένου, υπολογίστηκε:

    - είτε βάσει πληροφοριών που δόθηκαν από αυτές τις ίδιες τις αρμόδιες αρχές και οι οποίες δεσμεύουν αυτές

    - είτε βάσει διατάξεων γενικού χαρακτήρος που μεταγενεστέρως ακυρώθηκαν με δικαστική απόφαση.

    2. Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να μη προβαίνουν σε ενέργειες εισπράξεως 'εκ των υστέρων' ποσού εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών που δεν καταβλήθηκε συνεπεία λάθους αυτών των ιδίων των αρμόδιων αρχών που λογικά δεν ηδύνατο να ανακαλυφθεί από τον φορολογούμενο ο οποίος, από μέρους του, ενήργησε καλοπίστως και τήρησε όλες τις διατάξεις που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία, όσον αφορά την κατάθεση της τελωνειακής διασαφήσεως (...)"

    16 Από τις διατάξεις του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1697/79

    προκύπτει ότι η εφαρμογή του εξαρτάται, κυρίως, από την προϋπόθεση ότι το λάθος των αρμοδίων αρχών δεν μπορούσε, λογικώς, να ανακαλυφθεί από τον φορολογούμενο. Οι περιστάσεις που εκτίθενται στο σημείο 5 του προδικαστικού ερωτήματος είναι σχετικές με την προϋπόθεση αυτή.

    17 Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση του λάθους, την επαγγελματική πείρα του ενδιαφερομένου επιχειρηματία και την επιμέλεια που ο τελευταίος επέδειξε, να διαπιστώσει αν η προϋπόθεση αυτή πληρούται (βλ., κυρίως, την απόφαση της 8ης Απριλίου 1992, C-371/90, Beirafrio, Συλλογή 1992, σ. Ι-0000, σκέψη 21).

    18 'Οσον αφορά την ακριβή φύση της πλάνης, πρέπει να ερευνηθεί αν η επίμαχη ρύθμιση είναι περίπλοκη ή αν, αντιθέτως, είναι αρκούντως απλή ώστε η εξέταση των πραγματικών περιστατικών να επιτρέπει την ευχερή αποκάλυψη του λάθους. Διαπιστώνεται ότι σε μια περίπτωση όπως η προκείμενη, κατά την οποία αρκετές φορές και εντός μιας μακράς περιόδου χορηγήθηκαν σε έναν επιχειρηματία εννέα πιστοποιητικά με τα οποία επιβεβαιωνόταν κάθε φορά μια άποψη η οποία αποδεικνυόταν, στη συνέχεια, εσφαλμένη αφού προηγουμένως είχε αποτελέσει τη βάση για τις αμφισβητούμενες καταβολές, το επαναλαμβανόμενο λάθος των αρμοδίων αρχών αποτελεί στοιχείο δυνάμενο να αποδείξει, αφενός, την περίπλοκη φύση του προς επίλυση προβλήματος (βλ., κυρίως, την απόφαση της 26ης Ιουνίου 1990, C-64/89, Deutsche Fernsprecher, Συλλογή 1990, σ. Ι-2535, σκέψη 20) και, αφετέρου, την έλλειψη αμελείας του επιχειρηματία. Συναφώς, πρέπει να προστεθεί ότι το γεγονός ότι πραγματοποιήθηκαν, μετά την απόσυρση των πιστοποιητικών, εισαγωγές, δυνάμει όμως συμβατικών υποχρεώσεων που είχαν αναληφθεί καλοπίστως

    πριν από την απόσυρση αυτή δεν επηρεάζει τις συνέπειες που απορρέουν από την εκτίμηση σχετικά με τη φύση του λάθους.

    19 'Οσον αφορά την επαγγελματική πείρα του επιχειρηματία, στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να ερευνήσει αν πρόκειται για επαγγελματία επιχειρηματία, η δραστηριότητα του οποίου συνίσταται, κατά κύριο λόγο, σε πράξεις εισαγωγής και εξαγωγής και αν ο εν λόγω επιχειρηματίας είχε ήδη κάποια πείρα στο εμπόριο των εν λόγω ειδών, ιδίως δε αν είχε προβεί κατά το παρελθόν σε τέτοιες πράξεις για τις οποίες είχαν ορθώς υπολογισθεί οι εισφορές (βλ., ιδίως, την προαναφερθείσα απόφαση της 26ης Ιουνίου 1990, Deutsche Fernseher, σκέψη 21).

    20 Υπό τις συνθήκες αυτές, στο προδικαστικό ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 24 και 25 του κανονισμού (ΕΟΚ) 3719/88 της Επιτροπής, περί κοινών τρόπων εφαρμογής του καθεστώτος πιστοποιητικών εισαγωγής, εξαγωγής και προκαθορισμού για τα γεωργικά προϊόντα, δεν εμποδίζουν τον δικαιούχο πιστοποιητικών κατά την εισαγωγή, ως προς τα οποία δεν αμφισβητείται ότι δεν έπρεπε να έχουν εκδώσαντος, να κινήσει σχετική ένδικη διαδικασία αναγνωρίσεως της ευθύνης του εκδώσαντος οργανισμού, διαδικασία κατά την οποία λαμβάνεται υπόψη, κυρίως, η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του επιχειρηματία στα εν λόγω πιστοποιητικά. Η αγωγή για την εκ των υστέρων είσπραξη μέρους των εισφορών κατά την εισαγωγή, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, εμπίπτει στις διατάξεις του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1697/79 του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1979, περί της "εκ των υστέρων" εισπράξεως εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών που δεν κατέστησαν απαιτητοί από τον φορολογούμενο, για εμπορεύματα που διασαφήστηκαν σε τελωνειακό καθεστώς συνεπαγόμενο την υποχρέωση καταβολής τέτοιων δασμών. Στο εθνικό δικαστήριο

    εναπόκειται να κρίνει αν συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται η εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 2 του προαναφερθέντος άρθρου 5.

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί των δικαστικών εξόδων

    21 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων η οποία κατέθεσε παρατηρήσεις στο Δικαστήριο δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κυρίας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

    κρίνοντας επί του προδικαστικού ερωτήματος που του υπέβαλε, με απόφαση της 10ης Ιουλίου 1991, το tribunal de premiere instance de Neufchateau, αποφαίνεται:

    Τα άρθρα 24 και 25 του κανονισμού (ΕΟΚ) 3719/88 της Επιτροπής, περί κοινών τρόπων εφαρμογής του καθεστώτος πιστοποιητικών εισαγωγής, εξαγωγής και προκαθορισμού για τα γεωργικά προϊόντα, δεν εμποδίζουν τον δικαιούχο πιστοποιητικών κατά την εισαγωγή, ως προς τα οποία δεν αμφισβητείται ότι δεν έπρεπε να έχουν εκδοθεί, να κινήσει σχετική ένδικη διαδικασία αναγνωρίσεως της ευθύνης του εκδώσαντος οργανισμού, διαδικασία κατά την οποία λαμβάνεται υπόψη, κυρίως, η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του επιχειρηματία στα εν λόγω πιστοποιητικά. Η αγωγή

    για την εκ των υστέρων είσπραξη μέρους των εισφορών κατά την εισαγωγή, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, εμπίπτει στις διατάξεις του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1697/79 του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1979, περί της "εκ των υστέρων" εισπράξεως εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών που δεν κατέστησαν απαιτητοί από τον φορολογούμενο, για εμπορεύματα που διασαφήστηκαν σε τελωνειακό καθεστώς συνεπαγόμενο την υποχρέωση καταβολής τέτοιων δασμών. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να κρίνει αν συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται η εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 2 του προαναφερθέντος άρθρου 5.

    Επάνω