Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 61991CJ0152

    Hotărârea Curții din data de 22 decembrie 1993.
    David Neath împotriva Hugh Steeper Ltd.
    Cerere având ca obiect pronunțarea unei hotărâri preliminare: Industrial Tribunal, Leeds - Regatul Unit.
    Cauza C-152/91.

    Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:1993:949

    61991J0152

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 22ΑΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1993. - DAVID NEATH ΚΑΤΑ HUGH STEEPER LTD. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: INDUSTRIAL TRIBUNAL, LEEDS - ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ. - ΙΣΟΤΗΤΑ ΑΜΟΙΒΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΑΝΔΡΩΝ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ - ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΕΣ ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ - ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΠΟΥ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΟΥΝΤΑΙ ΑΝΑΛΟΓΩΣ ΤΟΥ ΦΥΛΟΥ - ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ C-262/88, BARBER. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-152/91.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1993 σελίδα I-06935
    Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα I-00487
    Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα I-00535


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    ++++

    1. Κοινωνική πολιτική * 'Ανδρες και γυναίκες εργαζόμενοι * Ισότητα αμοιβών * 'Αρθρο 119 της Συνθήκης * Εφαρμόζεται στα ιδιωτικά συστήματα συνταξιοδοτήσεως επαγγελματιών * Kρίθηκε με την απόφαση της 17ης Μαΐου 1990, C-262/88 * Τα αποτελέσματα περιορίζονται στις παροχές που οφείλονται για περιόδους εργασίας μεταγενέστερες της ημερομηνίας εκδόσεως της εν λόγω αποφάσεως * Ο περιορισμός αφορά και την αξία των παροχών που συνίστανται στη μεταφορά συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων και στην καταβολή εφάπαξ χρηματικού ποσού

    (Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 119)

    2. Κοινωνική πολιτική * 'Ανδρες και γυναίκες εργαζόμενοι * Ισότητα αμοιβών * Αμοιβή * 'Εννοια * Εισφορές που καταβάλλουν οι εργοδότες στο πλαίσιο επαγγελματικών συστημάτων συνταξιοδοτήσεως με συγκεκριμένες παροχές, χρηματοδοτουμένων διά κεφαλαιοποιήσεως * Δεν εμπίπτουν

    (Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 119)

    Περίληψη


    1. Βάσει της αποφάσεως της 17ης Μαΐου 1990, Barber, C-262/88, δεν μπορεί να γίνει επίκληση του αμέσου αποτελέσματος του άρθρου 119 της Συνθήκης προς στήριξη απαιτήσεως για ίση μεταχείριση στον τομέα των συντάξεων επαγγελματιών, παρά μόνο σε σχέση με τις παροχές που οφείλονται για περιόδους απασχολήσεως μεταγενέστερες της ημερομηνίας εκδόσεως της εν λόγω αποφάσεως, υπό την επιφύλαξη της εξαιρέσεως που προβλέπεται υπέρ των εργαζομένων ή των εξ αυτών ελκόντων δικαιώματα, οι οποίοι πριν από την ημερομηνία αυτή άσκησαν ένδικη προσφυγή ή υπέβαλαν ισοδύναμη κατά το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο ένσταση. Ο περιορισμός αυτός ισχύει και για τον καθορισμό της αξίας των παροχών που συνίστανται στη μεταφορά συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων ή στην εφάπαξ καταβολή χρηματικού ποσού στο πλαίσιο ιδιωτικού επαγγελματικού συστήματος συνταξιοδοτήσεως.

    2. Η χρησιμοποίηση, για τον καθορισμό της χρηματοδοτήσεως μέσω κεφαλαιοποιήσεως ενός επαγγελματικού συστήματος συνταξιοδοτήσεως με συγκεκριμένες παροχές, στατιστικών ασφαλιστικών στοιχείων που διαφέρουν αναλόγως του φύλου όπως το γεγονός ότι οι γυναίκες ζουν κατά μέσο όρο περισσότερο από τους άνδρες, η οποία συνεπάγεται την καταβολή εκ μέρους του εργοδότη υψηλοτέρων εισφορών για τις γυναίκες παρά για τους άνδρες εργαζομένους και έχει ως αποτέλεσμα, στις περιπτώσεις της μεταφοράς κεκτημένων συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων και της μετατροπής της συντάξεως σε εφάπαξ καταβαλλόμενο χρηματικό ποσό ότι οι άνδρες εργαζόμενοι δικαιούνται μικρότερα ποσά από αυτά που δικαιούνται οι γυναίκες, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119 της Συνθήκης.

    Συγκεκριμένα, η σύνταξη ορισμένου ποσού την οποία ο εργοδότης αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλλει και οι εισφορές των μισθωτών στο οικείο σύστημα συνταξιοδοτήσεως εμπίπτουν μεν εννοιολογικά στον όρο της αμοιβής κατά την έννοια του άρθρου 119 και πρέπει να είναι ισόποσες για τους άνδρες και για τις γυναίκες εργαζομένους, αυτό όμως δεν ισχύει για τις εισφορές των εργοδοτών που προορίζονται να συμπληρώσουν την οικονομική επιφάνεια που είναι απαραίτητη για την κάλυψη της δαπάνης την οποία αντιπροσωπεύουν οι υπεσχημένες συντάξεις ώστε να εξασφαλιστεί η μέλλουσα καταβολή τους.

    Διάδικοι


    Στην υπόθεση C-152/91,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Industrial Tribunal, Leeds (Ηνωμένο Βασίλειο) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της δίκης που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

    David Neath

    και

    Hugh Steeper Ltd,

    η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΟΚ καθώς και του περιορισμού των διαχρονικών αποτελεσμάτων της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 17ης Μαΐου 1990, στην υπόθεση C-262/88, Barber (Συλλογή 1990, σ. Ι-1889),

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

    συγκείμενο από τους O. Due, Πρόεδρο, G. F. Mancini, J. C. Moitinho de Almeida, M. Diez de Velascoκαι D. A. O. Edward, προέδρους τμήματος, Κ. Ν. Κακούρη, R. Joliet, F. A. Schockweiler, G. C. Rodriguez Iglesias, F. Grevisse, M. Zuleeg, P. J. G. Kapteyn και J. L. Murray, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: W. Van Gerven

    γραμματέας: H. von Holstein, βοηθός γραμματέας, και D. Louterman-Hubeau, κυρία υπάλληλος διοικήσεως,

    λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

    * ο David Neath, εκπροσωπούμενος από τον Honourable Michael J. Beloff, QC, τον M. C. Lewis και την S. Moore, barristers,

    * η εταιρία Hugh Steeper Ltd, εκπροσωπούμενη από τον D. Pannick, barrister,

    * η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τους J. E. Collins, του Treasury Solicitor' s Department και S. Richard, barrister,

    * η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. R. Bot, γενικό γραμματέα του Υπουργείου Εξωτερικών,

    * η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον E. Roeder, Ministerialrat στο ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομίας,

    * η Ιρλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον L. J. Dockery, Chief State Solicitor, και τον A. O' Caoimh, BL,

    * η Δανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον J. Molde, νομικό σύμβουλο στο Υπουργείο Εξωτερικών,

    * η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την K. Banks, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας,

    έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

    αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις που ανέπτυξαν ο D. Neath, η Hugh Steeper Ltd, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπηθείσα από τους Sir Nicholas Lyell, QC, Attorney General, S. Richard και N. Paines, barristers, και από τον J. E. Collins, του Treasury Solicitor' s Department, η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπηθείσα από τους J. W. de Zwaan και T. Heukels, αναπληρωτές νομικούς συμβούλους στο Υπουργείο Εξωτερικών, η Γερμανική Κυβέρνηση, η Ιρλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπηθείσα από τους J. Cooke, SC, και A. O' Caoimh, BL, η Δανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση της 26ης Ιανουαρίου 1993,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 28ης Απριλίου 1993,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Με διάταξη της 13ης Μαΐου 1991 που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 10 Ιουνίου του ίδιου έτους, το Industrial Tribunal, Leeds, υπέβαλε, βάσει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, τρία προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 119 της ίδιας Συνθήκης καθώς και της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 17ης Μαΐου 1990 στην υπόθεση C-262/88, Barber (Συλλογή 1990, σ. Ι-1889, στο εξής: απόφαση Barber), όσον αφορά τον περιορισμό των διαχρονικών αποτελεσμάτων της.

    2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του D. Neath και της εταιρίας Hugh Steeper σχετικά με τα της χορηγήσεως μιας συντάξεως καθώς και τη μεταφορά των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων.

    3 Ο Neath εργάσθηκε στην εταιρία Hugh Steeper από 29 Ιανουαρίου 1973 μέχρι 29 Ιουνίου 1990, οπότε απολύθηκε για οικονομικούς λόγους. 'Ηταν τότε πενήντα τεσσάρων ετών και ένδεκα μηνών. Κατά την περίοδο αυτή υπήχθη διαδοχικά σε δύο ιδιωτικά συστήματα συνταξιοδοτήσεως επαγγελματιών υπό τη διαχείριση του εργοδότη του, αφού μετέφερε τα δικαιώματα που είχε αποκτήσει στο πλαίσιο του πρώτου συστήματος προς το σύστημα στο οποίο υπαγόταν κατά τον χρόνο της απολύσεώς του και το οποίο ήταν "contracted-out of State Earning Related Pension Scheme" συμβατικώς οργανωμένο, ανεξάρτητο του κρατικού συστήματος συνταξιοδοτήσεως κατά το οποίο λαμβάνονται υπόψη τα εισοδήματα του συνταξιούχου.

    4 Σύμφωνα με τους κανόνες του τελευταίου συστήματος, οι άνδρες εργαζόμενοι μπορούν να αξιώσουν πλήρη σύνταξη με τη συμπλήρωση του εξηκοστού πέμπτου έτους της ηλικίας, ενώ οι γυναίκες με τη συμπλήρωση του εξηκοστού έτους.

    5 Κάθε ασφαλισμένος πάντως μπορεί, με τη συναίνεση του εργοδότη και των διαχειριστών του ταμείου, να συνταξιοδοτηθεί πρόωρα, οποτεδήποτε μετά τη συμπλήρωση του πεντηκοστού έτους της ηλικίας του, και να λάβει αμέσως σύνταξη μειωμένη αναλόγως των ετών που του υπολείπονται μέχρι τη συμπλήρωση της κανονικής ηλικίας συνταξιοδοτήσεως. Αν ο εργοδότης ή οι διαχειριστές αντιτίθενται, όπως συνέβη στην περίπτωση του Neath, ο ασφαλισμένος δικαιούται μόνο να μεταφέρει τα κεκτημένα δικαιώματά του σε άλλο σύστημα συνταξιοδοτήσεως ή να λάβει ετεροχρονισμένη σύνταξη που θα του καταβληθεί με τη συμπλήρωση της κανονικής ηλικίας συνταξιοδοτήσεως, εκτός αν επιλέξει τότε να του καταβληθεί ως εφάπαξ μέρος της συντάξεως αυτής.

    6 Ενώ επρόκειτο να προβεί στην επιλογή αυτή, ο Neath διαπίστωσε, βάσει των αριθμητικών στοιχείων που του έδωσε το ταμείο, ότι στην περίπτωση που θα επέλεγε τη μεταφορά των δικαιωμάτων του, η οικονομική του κατάσταση θα ήταν ευνοϊκότερη αν η απόφαση Barber ερμηνευόταν κατά την έννοια ότι ο άνδρας εργαζόμενος που, όπως ο ίδιος, συνταξιοδοτείται μετά την ημερομηνία δημοσιεύσεως της αποφάσεως, δηλαδή μετά τις 17 Μαΐου 1990, δικαιούται να ζητήσει να υπολογιστεί η σύνταξή του με τις ίδιες παραμέτρους όπως και η σύνταξη της γυναίκας που βρίσκεται σε ανάλογη θέση, για ολόκληρη τη σταδιοδρομία του. Η ερμηνεία κατά την οποία το δικαίωμα αυτό μπορεί να προβληθεί μόνο για περιόδους απασχολήσεως μεταγενέστερες της προαναφερθείσας ημερομηνίας του δίνει δικαίωμα για μικρότερο ποσό.

    7 Ο Neath διαπίστωσε επίσης ότι, ανεξαρτήτως της ερμηνείας που ακολουθείται, η αξία των μεταφερομένων δικαιωμάτων θα είναι εν πάση περιπτώσει μικρότερη από την αντίστοιχη των γυναικών συναδέλφων του λόγω του ότι, για την εκτίμηση του μεταφερομένου κεφαλαίου χρησιμοποιούνται στατιστικά ασφαλιστικά στοιχεία στηριζόμενα στο προσδόκιμο επιβιώσεως, τα οποία διαφέρουν από τους άνδρες στις γυναίκες.

    8 Ομοίως, αν επέλεγε την ετεροχρονισμένη σύνταξη και τη χορήγηση μέρους αυτής ως εφάπαξ, θα ελάμβανε, λόγω της χρησιμοποιήσεως των ίδιων στατιστικών ασφαλιστικών στοιχείων, μικρότερο ποσό από αυτό που θα ελάμβανε η ευρισκομένη σε ανάλογη θέση γυναίκα εργαζομένη.

    9 Ο Neath προσέφυγε τότε στο Industrial Tribunal, Leeds, επικαλούμενος την αρχή της ισότητας των αμοιβών μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων που θεσπίζει το άρθρο 119 της Συνθήκης, όπως ερμηνεύθηκε από το Δικαστήριο με την απόφαση Barber, και ζήτησε να του αναγνωριστούν τα ίδια δικαιώματα όπως και στις γυναίκες που βρίσκονται σε ανάλογη περίπτωση. Το Industrial Tribunal ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    "1) 'Εχουν το άρθρο 119 και η απόφαση στην υπόθεση Barber ως αποτέλεσμα ότι παρέχουν δικαίωμα στον άνδρα εργαζόμενο, η σχέση εργασίας του οποίου τερματίζεται στις ή μετά τις 17 Μαΐου 1990, για την ίδια σύνταξη που θα ελάμβανε αν ήταν γυναίκα;

    2) Ισχύει το ίδιο όσον αφορά την εκ μέρους του άσκηση της εναλλακτικής δυνατότητας, που έχει κατά το σύστημα ασφαλίσεως, να επιλέξει δηλαδή μεταξύ

    (α) μεταφοράς των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων και

    (β) εφάπαξ χρηματικού ποσού;

    3) Αν η απάντηση στο ερώτημα 1 ή στο ερώτημα 2 ή σε αμφότερα είναι αρνητική, πώς πρέπει να αντιμετωπιστεί ενδεχομένως

    (α) η εργασιακή απασχόλησή του μέχρι τις 17 Μαΐου 1990 και

    (β) η χρήση, στο πλαίσιο του συστήματος ασφαλίσεως, στατιστικών ασφαλιστικών στοιχείων που στηρίζονται στο φύλο;"

    10 Στην έκθεση ακροατηρίου αναπτύσσονται διεξοδικά τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς στην κύρια δίκη, η εξέλιξη της διαδικασίας καθώς και οι γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται πιο κάτω παρά μόνον καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

    11 Τα προδικαστικά ερωτήματα συνοψίζονται σε δύο ζητήματα: αφενός στην ερμηνεία της αποφάσεως Barber, όσον αφορά τον περιορισμό των διαχρονικών αποτελεσμάτων της, και αφετέρου στο κατά πόσο συμβιβάζεται με το άρθρο 119 της Συνθήκης η χρησιμοποίηση στατιστικών ασφαλιστικών στοιχείων που διαφέρουν αναλόγως του φύλου, στον τομέα των ιδιωτικών συστημάτων συνταξιοδοτήσεως επαγγελματιών.

    Ως προς την ερμηνεία της αποφάσεως Barber, όσον αφορά τα διαχρονικά της αποτελέσματα

    12 Με το πρώτο και το δεύτερο ερώτημα καθώς και με το πρώτο σκέλος του τρίτου ερωτήματος, το εθνικό δικαστήριο ζητεί διευκρινίσεις όσον αφορά την ακριβή έκταση του περιορισμού των διαχρονικών αποτελεσμάτων της αποφάσεως Barber.

    13 'Οπως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 1993 στην υπόθεση C-109/71, Ten Oever (Συλλογή 1993, σ. Ι-4879), αρκεί να σημειωθεί συναφώς ότι ο περιορισμός αυτός αποφασίστηκε στο συγκεκριμένο πλαίσιο παροχών (ειδικότερα συντάξεων) που προβλέπονται από ιδιωτικά συστήματα συνταξιοδοτήσεως επαγγελματιών και θεωρούνται αμοιβές κατά την έννοια του άρθρου 119 της Συνθήκης.

    14 Η απόφαση εκείνη έλαβε υπόψη την ιδιαιτερότητα αυτού του είδους αμοιβής που συνίσταται στον χρονικό διαχωρισμό μεταξύ της γενέσεως του δικαιώματος συντάξεως που πραγματοποιείται προοδευτικά με την εξέλιξη της σταδιοδρομίας του υπαλλήλου και της πραγματικής καταβολής της παροχής που αναβάλλεται μέχρι ορισμένη ηλικία.

    15 Το Δικαστήριο έλαβε επίσης υπόψη τα χαρακτηριστικά των μηχανισμών χρηματοδοτήσεως των συντάξεων επαγγελματιών και επομένως τις λογιστικές σχέσεις που υπάρχουν σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση μεταξύ των περιοδικών εισφορών και των ποσών που θα καταβληθούν στο μέλλον.

    16 Αν ληφθούν επίσης υπόψη οι λόγοι που υπαγόρευσαν τον περιορισμό των διαχρονικών αποτελεσμάτων της αποφάσεως Barber, όπως διευκρινίζονται στις σκέψεις 44, πρέπει να σημειωθεί ότι η ίση μεταχείριση στον τομέα των συντάξεων επαγγελματιών δεν μπορεί να προβληθεί παρά μόνο για τις παροχές που οφείλονται έναντι περιόδων απασχολήσεως μεταγενεστέρων της ημερομηνίας εκδόσεως της αποφάσεως αυτής, δηλαδή της 17ης Μαΐου 1990, υπό την επιφύλαξη της εξαιρέσεως που προβλέπεται υπέρ των εργαζομένων ή των εξ αυτών ελκόντων δικαιώματα οι οποίοι, πριν από την ημερομηνία αυτή, άσκησαν ένδικη προσφυγή ή υπέβαλαν ισοδύναμη κατά το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο ένσταση.

    17 'Οσον αφορά τις παροχές της μεταφοράς των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων και του εφάπαξ χρηματικού ποσού, στις οποίες αναφέρεται ρητά το δεύτερο ερώτημα, πρέπει να θεωρηθεί, με την επιφύλαξη των διευκρινίσεων που ακολουθούν, ότι, αφού δεν μπορεί να γίνει επίκληση του άρθρου 119, κατόπιν της αποφάσεως Barber, για να αμφισβητηθεί η χρηματική αξία συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που γεννήθηκαν πριν από τις 17 Μαΐου 1990 με βάση διαφορετικές ηλικίες συνταξιοδοτήσεως, το ισοδύναμό τους σε κεφάλαιο υφίσταται κατ' ανάγκη τις συνέπειες αυτού του διαχρονικού περιορισμού.

    18 Επομένως, στο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου αρμόζει η απάντηση ότι, βάσει της αποφάσεως Barber, δεν μπορεί να γίνει επίκληση του αμέσου αποτελέσματος του άρθρου 119 της Συνθήκης προς στήριξη απαιτήσεως για ίση μεταχείριση στον τομέα των συντάξεων επαγγελματιών, παρά μόνο σε σχέση με τις παροχές που οφείλονται για περιόδους απασχολήσεως μεταγενέστερες της 17ης Μαΐου 1990 υπό την επιφύλαξη της εξαιρέσεως που προβλέπεται υπέρ των εργαζομένων ή των εξ αυτών ελκόντων δικαιώματα, οι οποίοι πριν από την ημερομηνία αυτή άσκησαν ένδικη προσφυγή ή υπέβαλαν ισοδύναμη κατά το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο ένσταση. Κατ' ανάλογο τρόπο, επηρεάζεται και η αξία των παροχών που συνίστανται στη μεταφορά των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων και στην καταβολή του εφάπαξ χρηματικού ποσού.

    Ως προς τη χρησιμοποίηση στατιστικών ασφαλιστικών στοιχείων που διαφέρουν αναλόγως του φύλου στον τομέα των ιδιωτικών συστημάτων συνταξιοδοτήσεως επαγγελματιών

    19 Από τη δικογραφία προκύπτει ότι το σύστημα συνταξιοδοτήσεως επαγγελματιών, στο οποίο υπαγόταν ο Neath κατά τον χρόνο της απολύσεώς του, είναι σύστημα συγκεκριμένων παροχών (defined benefit/final salary scheme), που εξασφαλίζει στους μισθωτούς οι οποίοι συμπληρώνουν ηλικία συνταξιοδοτήσεως μια συγκεκριμένη σύνταξη που αντιστοιχεί στο ένα εξηκοστό του τελευταίου μισθού τους ανά έτος υπηρεσίας.

    20 Το σύστημα αυτό στηρίζεται σε εισφορές, χρηματοδοτείται δηλαδή όχι μόνο από τις εισφορές του εργοδότη αλλά και των μισθωτών.

    21 Οι τελευταίες αυτές εισφορές αντιστοιχούν σε ποσοστό μισθού των εργαζομένων, ισόποσο για τους άνδρες και για τις γυναίκες.

    22 Αντιθέτως, οι εργοδοτικές εισφορές, που υπολογίζονται συνολικά, ποικίλλουν με την πάροδο του χρόνου ώστε να καλύπτουν το υπόλοιπο της δαπάνης για τις υπεσχημένες συντάξεις είναι δε υψηλότερες για τις γυναίκες απ' ό,τι για τους άνδρες εργαζομένους.

    23 Αυτή η μεταβλητότητα και η ανισότητα οφείλονται στο ότι για τον μηχανισμό χρηματοδοτήσεως του συστήματος χρησιμοποιούνται στατιστικά ασφαλιστικά στοιχεία. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι ο στόχος ενός συστήματος συνταξιοδοτήσεως επαγγελματιών είναι να εξασφαλίσει τη μέλλουσα περιοδική καταβολή συντάξεων, πρέπει να προσαρμοστούν τα χρηματικά μέσα του συστήματος που δημιουργούνται με κεφαλαιοποίηση προς τις προβλεπόμενες καταβλητέες συντάξεις. Οι εκτιμήσεις που απαιτεί η εφαρμογή του συστήματος αυτού στηρίζονται σε μια σειρά αντικειμενικών στοιχείων, όπως μεταξύ άλλων ο συντελεστής αποδόσεως των επενδύσεων του συστήματος, ο συντελεστής αυξήσεως των μισθών καθώς και ορισμένες δημογραφικού χαρακτήρα υποθέσεις, ιδίως δε αυτές που αφορούν το προσδόκιμο επιβιώσεως των εργαζομένων.

    24 Το γεγονός ότι οι γυναίκες ζουν κατά μέσον όρο περισσότερο από τους άνδρες είναι ένα από τα στατιστικά ασφαλιστικά στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό της χρηματοδοτήσεως του συγκεκριμένου συστήματος. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο ο εργοδότης καταβάλλει υψηλότερες εισφορές για τις γυναίκες παρά για τους άνδρες που απασχολεί.

    25 Τα διαφορετικά στατιστικά ασφαλιστικά στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη κατά τα προεκτεθέντα μεταφράζονται, στις περιπτώσεις της μεταφοράς κεκτημένων δικαιωμάτων και της καταβολής μέρους της συντάξεως ως εφάπαξ * οι επίδικες στην κυρία δίκη περιπτώσεις *, στο ότι οι άνδρες εργαζόμενοι δικαιούνται χαμηλότερα ποσά από αυτά που δικαιούνται οι γυναίκες εργαζόμενοι.

    26 Με το προδικαστικό ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ερωτά στην ουσία αν διαφορές αυτού του είδους συμβιβάζονται προς το άρθρο 119 της Συνθήκης. Για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό πρέπει να εξεταστεί αν η μεταφορά συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων και το εφάπαξ ποσό συνιστούν αμοιβή κατά την έννοια του άρθρου αυτού.

    27 Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τα στοιχεία αυτά συνιστούν αμοιβή και επομένως καμία διαφορετική μεταχείριση λόγω φύλου δεν επιτρέπεται αν δεν δικαιολογείται αντικειμενικά. 'Ομως τα στατιστικά στοιχεία που στηρίζονται στο προσδόκιμο επιβιώσεως των δύο φύλων δεν αποτελούν αντικειμενική δικαιολογία, διότι αντιστοιχούν σε μέσους όρους που έχουν καταρτιστεί βάσει του συνόλου του ανδρικού και του γυναικείου πληθυσμού, ενώ το δικαίωμα της ίσης μεταχειρίσεως ως προς τις αμοιβές είναι δικαίωμα που αναγνωρίζεται υπέρ των μισθωτών ατομικώς και όχι λόγω του ότι αυτοί ανήκουν σε κάποια κατηγορία.

    28 Επ' αυτού πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η έννοια της αμοιβής κατά το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 119 περιλαμβάνει όλα τα οφέλη σε χρήμα και σε είδος, τωρινά ή μελλοντικά, αρκεί να καταβάλλονται έστω και εμμέσως από τον εργοδότη στον εργαζόμενο λόγω της εργασίας του τελευταίου. 'Εχει κριθεί επίσης ότι το γεγονός ότι ορισμένες παροχές καταβάλλονται μετά τη λήξη της σχέσεως εργασίας δεν αποκλείει ότι μπορούν να έχουν χαρακτήρα αμοιβής κατά την έννοια του άρθρου 119 (βλ. ιδίως απόφαση Barber, σκέψη 12).

    29 Το αξίωμα στο οποίο στηρίζεται η θέση αυτή είναι ότι ο εργοδότης αναλαμβάνει την υποχρέωση, έστω και μονομερώς, να καταβάλλει στους μισθωτούς του συγκεκριμένες παροχές ή να τους χορηγήσει συγκεκριμένα οφέλη, ενώ παράλληλα οι μισθωτοί προσδοκούν την εκ μέρους του εργοδότη καταβολή των παροχών αυτών ή τη χορήγηση των εν λόγω οφελημάτων. Κατά συνέπεια, ό,τι δεν καλύπτεται από αυτή τη δέσμευση οπότε δεν περιλαμβάνεται και στην αντίστοιχη προσδοκία των μισθωτών, παραμένει ξένο προς την έννοια της αμοιβής.

    30 Στην περίπτωση ενός συστήματος συνταξιοδοτήσεως επαγγελματιών με προσδιορισμένες παροχές, όπως το επίδικο στην κύρια δίκη, η δέσμευση την οποία αναλαμβάνει ο εργοδότης έναντι των μισθωτών του αφορά τη χορήγηση, σε συγκεκριμένη στιγμή, ορισμένης συντάξεως και μάλιστα περιοδικώς, τα κριτήρια καθορισμού της οποίας είναι ήδη γνωστά όταν ο εργοδότης αναλαμβάνει αυτή την υποχρέωση και η οποία αποτελεί αμοιβή κατά την έννοια του άρθρου 119. Αντιθέτως, η δέσμευση αυτή δεν αφορά κατ' ανάγκη τον τρόπο της χρηματοδοτήσεως που επιλέγεται προκειμένου να εξασφαλιστεί η περιοδική καταβολή της συντάξεως, ο οποίος τρόπος παραμένει έτσι εκτός του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 119.

    31 Στα ασφαλιστικά συστήματα που στηρίζονται σε εισφορές, η εν λόγω χρηματοδότηση εξασφαλίζεται από τις εισφορές των εργαζομένων και τις εισφορές των εργοδοτών. Οι πρώτες αποτελούν συνιστώσα της αμοιβής του εργαζομένου, δεδομένου ότι επηρεάζουν άμεσα τον μισθό που είναι εξ ορισμού αμοιβή [βλ. απόφαση της 11ης Μαρτίου 1981, 69/80, Worringham (Συλλογή 1981, σ. 767)] επομένως το ύψος τους πρέπει να είναι το ίδιο για όλους τους εργαζομένους, άνδρες και γυναίκες, πράγμα που όντως συμβαίνει εν προκειμένω. Το πράγμα διαφέρει όσον αφορά τις εργοδοτικές εισφορές που προορίζονται να συμπληρώσουν την οικονομική επιφάνεια που είναι απαραίτητη για την κάλυψη της δαπάνης που αντιπροσωπεύουν οι υπεσχημένες συντάξεις, ώστε να εξασφαλιστεί κατ' αυτόν τον τρόπο η μέλλουσα καταβολή τους, η οποία και αποτελεί το αντικείμενο της δεσμεύσεως που έχει αναλάβει ο εργοδότης.

    32 Εξ αυτού συνάγεται ότι, αντίθετα προς την περιοδική καταβολή των συντάξεων, η ανισότητα των εισφορών που καταβάλλουν οι εργοδότες στο πλαίσιο συστημάτων συνταξιοδοτήσως με συγκεκριμένες παροχές, χρηματοδοτουμένων διά κεφαλαιοποιήσεως, ανισότητα που οφείλεται στη χρησιμοποίηση στατιστικών ασφαλιστικών στοιχείων, τα οποία διαφέρουν αναλόγως του φύλου, δεν μπορεί να εκτιμηθεί με γνώμονα το άρθρο 119.

    33 Το συμπέρασμα αυτό ισχύει αναπόφευκτα και για τα συγκεκριμένα είδη παροχών στα οποία αναφέρονται τα προδικαστικά ερωτήματα, δηλαδή την καταβολή μέρους της περιοδικής συντάξεως ως εφάπαξ και τη μεταφορά των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, η αξία των οποίων μπορεί να προσδιοριστεί μόνο με βάση τον τρόπο χρηματοδοτήσεως που έχει επιλεγεί.

    34 Επομένως, στα ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου αρμόζει η απάντηση ότι η χρησιμοποίηση στατιστικών ασφαλιστικών στοιχείων που διαφέρουν αναλόγως του φύλου, στον τρόπο χρηματοδοτήσεως διά κεφαλαιοποιήσεως των συστημάτων συνταξιοδοτήσεως επαγγελματιών με συγκεκριμένες παροχές δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΟΚ.

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί των δικαστικών εξόδων

    35 36 Τα έξοδα στα οποία υπεβλήθησαν η Ολλανδική, η Γερμανική, η Ιρλανδική, και η Δανική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου καθώς και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Επειδή η παρούσα διαδικασία έχει, έναντι των διαδίκων της κύριας δίκης, τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

    κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με διάταξη της 13ης Μαΐου 1991 το Industrial Tribunal, Leeds, αποφαίνεται:

    1) Βάσει της αποφάσεως της 17ης Μαΐου 1990, Barber (C-262/88), δεν μπορεί να γίνει επίκληση του αμέσου αποτελέσματος του άρθρου 119 της Συνθήκης προς στήριξη απαιτήσεως για ίση μεταχείριση στον τομέα των συντάξεων επαγγελματιών, παρά μόνο σε σχέση με τις παροχές που οφείλονται για περιόδους απασχολήσεως μεταγενέστερες της 17ης Μαΐου 1990 υπό την επιφύλαξη της εξαιρέσεως που προβλέπεται υπέρ των εργαζομένων ή των εξ αυτών ελκόντων δικαιώματα, οι οποίοι πριν από την ημερομηνία αυτή άσκησαν ένδικη προσφυγή ή υπέβαλαν ισοδύναμη κατά το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο ένσταση. Κατ' ανάλογο τρόπο, επηρεάζεται και η αξία των παροχών που συνίστανται στη μεταφορά των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων και στην καταβολή του εφάπαξ χρηματικού ποσού.

    2) Η χρησιμοποίηση στατιστικών ασφαλιστικών στοιχείων που διαφέρουν αναλόγως του φύλου στον τρόπο χρηματοδοτήσεως διά κεφαλαιοποιήσεως των συστημάτων συνταξιοδοτήσεως επαγγελματιών με συγκεκριμένες παροχές δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΟΚ.

    Επάνω