EUR-Lex Πρόσβαση στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Επιστροφή στην αρχική σελίδα του EUR-Lex

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 61991CJ0068

Hotărârea Curții (camera a treia) din data de 17 decembrie 1992.
Heinz-Jörg Moritz împotriva Comisiei Comunităților Europene.
Recurs - Funcționari.
Cauza C-68/91 P.

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:1992:531

61991J0068

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΤΡΙΤΟ ΤΜΗΜΑ) ΤΗΣ 17ΗΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1992. - HEINZ-JOERG MORITZ ΚΑΤΑ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. - ΑΝΑΙΡΕΣΗ - ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ - ΠΡΟΑΓΩΓΗ ΣΤΟΥΣ ΒΑΘΜΟΥΣ A 1 ΚΑΙ A 2 - ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-68/91 P.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1992 σελίδα I-06849


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


++++

1. Υπάλληλοι * Προαγωγή * Συγκριτική εξέταση των προσόντων * Λαμβάνονται υπόψη οι εκθέσεις βαθμολογίας * Ελλιπής ατομικός φάκελος * Πλημμέλεια δυναμένη να αντισταθμιστεί από την ύπαρξη άλλων πληροφοριών περί των προσόντων του υποψηφίου * Προϋπόθεση * Εξαιρετικές περιστάσεις

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των Υπαλλήλων, άρθρα 43 και 45)

2. Αναίρεση * Λόγοι * Ανεπαρκής αιτιολογία * Αιτιολογία αποφάσεως μη εμφαίνουσα την ύπαρξη των εξαιρετικών περιστάσεων που αποκλείουν την παρανομία της αποφάσεως προαγωγής παρά τις πλημμέλειες που πάσχει η συγκριτική εξέταση των προσόντων των υποψηφίων * Βάσιμη αίτηση αναιρέσεως

3. Αναίρεση * Λόγοι * Παράβαση της υποχρεώσεως απαντήσεως στους λόγους αναιρέσεως και στα αιτήματα των διαδίκων * Απόφαση απορρίπτουσα αίτημα με το αιτιολογικό ότι ταυτίζεται με αίτημα που απορρίφθηκε από άλλη απόφαση μεταξύ των ιδίων διαδίκων * 'Ελλειψη ταυτότητας * Βάσιμη αίτηση αναιρέσεως

Περίληψη


1. Η έκθεση βαθμολογίας συνιστά απαραίτητο στοιχείο εκτιμήσεως κάθε φορά που η σταδιοδρομία του υπαλλήλου λαμβάνεται υπόψη από την ιεραρχικά προϊσταμένη αρχή και η διαδικασία προαγωγής είναι πλημμελής στο μέτρο που η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δεν μπόρεσε να προβεί σε σχετική εξέταση των προσόντων των υποψηφίων διότι οι εκθέσεις βαθμολογίας ενός ή περισσοτέρων από αυτούς συντάχθηκαν με αρκετή καθυστέρηση από υπαιτιότητα της διοικήσεως. Από τα ανωτέρω δεν συνάγεται ότι όλοι οι υποψήφιοι πρέπει να βρίσκονται στο αυτό ακριβώς στάδιο κατά τη λήψη της αποφάσεως διορισμού, όσον αφορά την κατάσταση των εκθέσεων βαθμολογίας τους, ούτε ότι η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή έχει την υποχρέωση να αναβάλει την απόφασή της αν η πλέον πρόσφατη έκθεση για τον ένα ή τον άλλον υποψήφιο δεν είναι ακόμη οριστική λόγω του ότι επελήφθη αυτής ο δευτεροβάθμιος βαθμολογητής ή η επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως.

Σε εξαιρετικές περιστάσεις, η έλλειψη εκθέσεως βαθμολογίας μπορεί να αντισταθμιστεί από την ύπαρξη άλλων πληροφοριών περί των προσόντων του υπαλλήλου.

2. Το Πρωτοδικείο, περιοριζόμενο, για να αντικρούσει τον λόγο αναιρέσεως που ο υπάλληλος ο οποίος αμφισβητεί τη νομιμότητα διαδικασίας προαγωγής αντλεί από το γεγονός ότι η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή εκτίμησε τα προσόντα του χωρίς να υφίσταται η έκθεση βαθμολογίας του και βάσει της ακροάσεως του γενικού διευθυντή του η οποία δεν έλαβε χώρα στο πλαίσιο κατ' αντιδικία διαδικασίας, να δεχθεί ότι η ακρόαση αυτή δεν είχε καταστήσει πλημμελή τη διαδικασία, χωρίς να αναφέρει τους λόγους που δικαιολογούσαν τη χρησιμοποίηση άλλων πληροφοριών και όχι της εκθέσεως βαθμολογίας ούτε ως προς τι επαρκούσε η ακρόαση του γενικού διευθυντή για να αντισταθμίσει την έλλειψη της εν λόγω εκθέσεως, δεν αιτιολογεί επαρκώς την απόφασή του.

3. Στο Πρωτοδικείο εναπόκειται να απαντήσει στους λόγους αναιρέσεως και στα αιτήματα, όπως προβλήθηκαν ενώπιόν του από τους διαδίκους.

Το Πρωτοδικείο δεν τηρεί την υποχρέωση αυτή εφόσον απορρίπτει αίτημα αποζημιώσεως στηριζόμενο στο γεγονός ότι αίτημα στηριζόμενο στην ίδια δήθεν υπαίτια συμπεριφορά της διοικήσεως απορρίφθηκε από απόφαση που εκδόθηκε στο πλαίσιο άλλης υποθέσεως μεταξύ των ιδίων διαδίκων, ενώ τα δύο αιτήματα δεν είναι όμοια, υπό την έννοια ότι στηρίζονται σε διαφορετικές αιτίες ζημίας, ήτοι στο πταίσμα το οποίο θα συνιστούσε ο διορισμός υποψηφίου κατόπιν πλημμελούς διαδικασίας προαγωγής, καθόσον η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή εκτίμησε τα αντίστοιχα προσόντα των υποψηφίων χωρίς να διαθέτει την έκθεση βαθμολογίας του αναιρεσείοντος στη μια περίπτωση και στο πταίσμα που θα συνιστούσε η καθυστερημένη σύνταξη της εν λόγω εκθέσεως βαθμολογίας από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή στην άλλη.

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-68/91 P,

Heinz-Joerg Moritz, πρώην υπάλληλος της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενος από τον Mahlberg, δικηγόρο Βόννης, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Heinz-Joerg Moritz, δικηγόρο, 25 Α, rue de Schoenfels,

αναιρεσείων,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως που ασκήθηκε κατά της αποφάσεως που εξέδωσε στις 13 Δεκεμβρίου 1990 το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην υπόθεση T-20/89, Heinz-Joerg Moritz κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, και με την οποία ζητείται η εξαφάνιση της αποφάσεως αυτής,

όπου ο έτερος διάδικος είναι η

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένη από τον Goetz zur Hausen, νομικό σύμβουλο, επικουρούμενο από την Barbara Rapp-Jung, δικηγόρο Βρυξελλών, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Roberto Hayder, εκπρόσωπο της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Zuleeg, πρόεδρο τμήματος, J. C. Moitinho de Almeida και F. Grevisse, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: W. Van Gerven

γραμματέας: H. von Holstein, βοηθός γραμματέας,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις αγορεύσεις των εκπροσώπων των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 1ης Οκτωβρίου 1992,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 10ης Νοεμβρίου 1992,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 15 Φεβρουαρίου 1991, ο Moritz άσκησε, δυνάμει του άρθρου 49 του Οργανισμού του Δικαστηρίου ΕΟΚ και των αντιστοίχων διατάξεων των Οργανισμών του Δικαστηρίου ΕΚΑΧ και ΕΚΑΕ, αναίρεση κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου της 13ης Δεκεμβρίου 1990, T-20/89, Moritz κατά Επιτροπής (Συλλογή 1990, σ. ΙΙ-769), κατά το μέρος που, αφενός μεν, απέρριψε τα αιτήματά του περί υποχρεώσεως της Επιτροπής να αποκαταστήσει τη ζημία που υπέστη ο αναιρεσείων από την απόφαση της 2ας Ιουλίου 1986, με την οποία ο Dieter Engel διορίστηκε διευθυντής της Διευθύνσεως "Επενδύσεις και δάνεια" στη Γενική Διεύθυνση "Πιστώσεις και επενδύσεις" της Επιτροπής ("ΓΔ ΧVIII"), αφετέρου δε, υποχρέωσε κάθε διάδικο να φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

2 Σύμφωνα με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, το ιστορικό της διαφοράς έχει ως εξής:

"1 Μέχρι το τέλος Ιανουαρίου 1990, οπότε εξήλθε στη σύνταξη, ο προσφεύγων-ενάγων ήταν υπάλληλος της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, με βαθμό Α 3, και κατείχε θέση προϊσταμένου τμήματος στη Γενική Διεύθυνση XVIII (Πιστώσεις και επενδύσεις). Ο προσφεύγων-ενάγων υπέβαλε υποψηφιότητα για τη βαθμού Α 2 θέση του διευθυντή των επενδύσεων και δανείων της εν λόγω Γενικής Διευθύνσεως (ανακοίνωση κενής θέσεως COM/24/86).

2 Με τη γνώμη της 17/86 της 22ας Απριλίου 1986, η συμβουλευτική επιτροπή διορισμών για τους βαθμούς Α 2 και Α 3 της Επιτροπής (στο εξής: συμβουλευτική επιτροπή), κρίνοντας επί των υποψηφιοτήτων του προσφεύγοντος-ενάγοντος και ενός άλλου υπαλλήλου της Επιτροπής, θεώρησε ότι κανείς από τους υποψηφίους δεν συγκέντρωνε το σύνολο των απαιτουμένων προσόντων.

3 Κατά τη συνεδρίαση της 30ής Απριλίου 1986, η καθής-εναγομένη εξέτασε, βάσει του άρθρου 29, παράγραφος 1, στοιχείο α', του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των Υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ) * περί πληρώσεως της εν λόγω κενής θέσεως με προαγωγή ή μετάθεση εντός του οργάνου * τις δύο υποβληθείσες υποψηφιότητες και αποφάσισε να μην πληρώσει την κενή θέση.

4 Η καθής-εναγομένη αποφάσισε τότε να εφαρμόσει το άρθρο 29, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, σύμφωνα με το οποίο η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (στο εξής: ΑΔΑ) μπορεί, για την πρόσληψη των υπαλλήλων των βαθμών Α 1 και Α 2, να υιοθετήσει διαδικασία προσλήψεως διάφορη από τη διαδικασία που προβλέπεται στην παράγραφο 1.

5 Κατά τη συνεδρίασή της της 27ης Ιουνίου 1986, η συμβουλευτική επιτροπή έκρινε ότι έπρεπε να ληφθεί υπόψη, κατά το άρθρο 29, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, η υποψηφιότητα του Dieter Engel, ο οποίος τότε δεν ήταν υπάλληλος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Στις 2 Ιουλίου 1986, η καθής-εναγομένη διόρισε τον Engel, ο οποίος κατά τον χρόνο εκείνο ήταν Καναδός υπήκοος, στην εν λόγω θέση αφού προέβη σε συγκριτική εξέταση των τριών υποβληθεισών υποψηφιοτήτων. Στις 14 Ιουλίου 1986, ο Matutes, μέλος της Επιτροπής, υπεύθυνος των διορισμών στη ΓΔ XVIII, γνωστοποίησε την απόφαση αυτή στον προσφεύγοντα-ενάγοντα.

6 Με έγγραφο της 13ης Οκτωβρίου 1986, ο προσφεύγων-ενάγων υπέβαλε διοικητική ένσταση ζητώντας την ακύρωση της αποφάσεως περί διορισμού του Engel στην επίδικη θέση. Αυτή η διοικητική ένσταση απορρίφθηκε με απόφαση της καθής-εναγομένης της 7ης Μαΐου 1987."

3 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 12 Αυγούστου 1987, ο Moritz άσκησε προσφυγή-αγωγή κατά της Επιτροπής ζητώντας, αφενός, την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής της 2ας Ιουλίου 1986 περί διορισμού του Engel, καθώς και της αποφάσεως περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως κατά του διορισμού αυτού και, αφετέρου, την αποκατάσταση της υλικής ζημίας και την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υποστηρίζει ότι υπέστη εξαιτίας των αποφάσεων αυτών.

4 Με διάταξη της 15ης Νοεμβρίου 1989, το Δικαστήριο διαβίβασε την υπόθεση στο Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: Πρωτοδικείο), κατ' εφαρμογή του άρθρου 14 της αποφάσεως του Συμβουλίου της 24ης Οκτωβρίου 1988, περί ιδρύσεως Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

5 Με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, το Πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή-αγωγή του Moritz και υποχρέωσε κάθε διάδικο να φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

6 Προς στήριξη της αναιρέσεώς του, η οποία στρέφεται αποκλειστικά κατά του τμήματος της αποφάσεως που απέρριψε τα αιτήματα αποζημιώσεως, ο Moritz προβάλλει τους εξής λόγους: το Πρωτοδικείο ήλεγξε ανεπαρκώς την επίδικη απόφαση η εκτίμηση του Πρωτοδικείου όσον αφορά το νομότυπο της διαδικασίας που ακολούθησε η συμβουλευτική επιτροπή βασίστηκε σε ανακριβή πραγματικά περιστατικά κακώς το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η συμβουλευτική επιτροπή συμπλήρωσε νομίμως τον ελλιπή ατομικό του φάκελο προβαίνοντας μόνο στην ακρόαση του γενικού διευθυντή κακώς το Πρωτοδικείο θεώρησε ότι τα τεκμήρια του αναιρεσείοντος δεν συνιστούσαν επαρκή στοιχεία για την αμφισβήτηση του αντικειμενικού χαρακτήρα των όσων είπε για αυτόν, ενώπιον της συμβουλευτικής επιτροπής, ο γενικός διευθυντής του, ονόματι Cioffi το Πρωτοδικείο παρέλειψε να επισημάνει διάφορες διαδικαστικές πλημμέλειες (παραλείψεις στα πρακτικά της συνεδριάσεως της διοικητικής επιτροπής της 22ας Απριλίου 1986 ανεπαρκής αιτιολογία της γνώμης που εξέδωσε η επιτροπή αυτή την ίδια ημέρα έλλειψη ελέγχου των προσόντων του Engel εκ μέρους της συμβουλευτικής επιτροπής καθυστέρηση της συνεντεύξεως για την πρόσληψη του αναιρεσείοντος) το Πρωτοδικείο δεν αποφάνθηκε επί του αιτήματος του αναιρεσείοντος περί προσκομίσεως του ατομικού φακέλου και της αιτήσεως υποψηφιότητας του Engel κακώς το Πρωτοδικείο δέχθηκε ότι ο διορισμός του Engel δεν πάσχει προφανές σφάλμα εκτιμήσεως κακώς δέχθηκε επίσης ότι ο διορισμός του Engel δεν αποτελεί παράβαση των άρθρων 27 και 28 του ΚΥΚ ούτε του άρθρου 1, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, του παραρτήματος ΙΙΙ του ΚΥΚ και ότι η Επιτροπή δεν παρέβη εν προκειμένω το καθήκον αρωγής κακώς το Πρωτοδικείο έλαβε υπόψη την καθυστέρηση, συγγνωστή άλλωστε, με την οποία ο αναιρεσείων απάντησε στην πρόταση βαθμολογίας για την περίοδο 1983-1985, ενώ η καθυστέρηση αυτή ήταν μεταγενέστερη του διορισμού του Engel και, επομένως, άνευ σημασίας για το προβαλλόμενο υπηρεσιακό πταίσμα το Πρωτοδικείο θα έπρεπε να καταδικάσει την Επιτροπή με το σύνολο των δαπανών, οι ανακριβείς ισχυρισμοί της οποίας προκάλεσαν την προσφυγή-αγωγή του αναιρεσείοντος.

7 Στην έκθεση ακροατηρίου εκτίθενται λεπτομερώς η εξέλιξη της διαδικασίας, καθώς και οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

8 Εκ προοιμίου επισημαίνεται ότι, καίτοι ο ενδιαφερόμενος περιορίστηκε να ζητήσει την αποκατάσταση της υλικής ζημίας και την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υποστηρίζει ότι υπέστη, το Πρωτοδικείο διέκρινε στο δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής του Moritz, αφενός, αιτήματα και ισχυρισμούς περί αποκαταστάσεως της υλικής ζημίας που του προκάλεσε ο διορισμός του Engel και, αφετέρου, αιτήματα και ισχυρισμούς περί ικανοποιήσεως της ηθικής βλάβης που του προκάλεσε η εν λόγω απόφαση περί διορισμού, επί των οποίων αποφάνθηκε χωριστά.

9 Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να εξεταστούν διαδοχικά οι λόγοι αναιρέσεως που αναφέρονται στο τμήμα της αποφάσεως που απέρριψε τα σχετικά με την αποκατάσταση της υλικής ζημίας αιτήματα και οι λόγοι που αναφέρονται στο τμήμα της αποφάσεως που απέρριψε τα σχετικά με την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης αιτήματα.

Ως προς το τμήμα της αποφάσεως που αφορά τα αιτήματα περί αποκαταστάσεως της υλικής ζημίας

10 Πρέπει, πρώτον, να εξεταστεί ο λόγος που στηρίζεται στην πλάνη στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο, το οποίο θεώρησε ότι η συμβουλευτική επιτροπή συμπλήρωσε νομοτύπως τον ελλιπή ατομικό φάκελο του Moritz μόνο με την ακρόαση του γενικού διευθυντή.

11 Ενώπιον του Πρωτοδικείου, ο Moritz ισχυρίστηκε, αφενός, ότι ο ατομικός του φάκελος ήταν ελλιπής, εφόσον έλειπαν τρεις εκθέσεις βαθμολογίας που τον αφορούσαν, μεταξύ αυτών και η αφορώσα την περίοδο 1983-1985, και, αφετέρου, ότι η συμβουλευτική επιτροπή δεν μπορούσε να θεραπεύσει νομοτύπως το ελάττωμα αυτό με την ακρόαση του γενικού διευθυντή του χωρίς να παρίσταται ο αναιρεσείων, ο οποίος γενικός διευθυντής δεν διέθετε εξουσία βαθμολογήσεως και είχε προφανώς εκφέρει δυσμενείς κρίσεις ως προς αυτόν.

12 Για να αντικρούσει την επιχειρηματολογία του Moritz, το Πρωτοδικείο, με τις σκέψεις 30 και 31 της αποφάσεως, υπενθύμισε την εξέλιξη της διαδικασίας διορισμού και επισήμανε ότι η συμβουλευτική επιτροπή εγκύρως άκουσε τον γενικό διευθυντή Cioffi, χωρίς να προσβάλει τα δικαιώματα άμυνας, ενώ μάλιστα, αφενός, από τα πρακτικά της συνεδριάσεως της συμβουλευτικής επιτροπής της 22ας Απριλίου 1986 προκύπτει ότι ο γενικός διευθυντής περιορίστηκε να διευκρινίσει, βάσει της ανακοινώσεως κενής θέσεως, τα απαιτούμενα προσόντα για την προς κάλυψη θέση και, αφετέρου, κανένα στοιχείο δεν προσκομίστηκε προς στήριξη του ισχυρισμού ότι ο γενικός διευθυντής είχε εκφέρει δυσμενείς κρίσεις ως προς τον Moritz.

13 Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι για να αντικρούσει την επιχειρηματολογία του αναιρεσείοντος όσον αφορά το υπηρεσιακό πταίσμα που διέπραξε η ΑΔΑ καθυστερώντας να συντάξει την έκθεση βαθμολογίας του, το Πρωτοδικείο δέχθηκε, στη σκέψη 41 της αποφάσεως, ότι δεν αποδείχθηκε ότι ο Μoritz θα είχε μεγαλύτερες πιθανότητες να διοριστεί στη θέση του διευθυντή επενδύσεων και δανείων αν κατά τη διαδικασία πληρώσεως της θέσεως αυτής ο ατομικός του φάκελος περιείχε την έκθεση βαθμολογίας για την περίοδο 1983-1985 στην οριστική της μορφή, δεδομένου ότι η εκθεση αυτή περιλαμβάνει μόνο ελάσσονες τροποποιήσεις σε σχέση με το αρχικό σχέδιο εκθέσεως.

14 Ενώπιον του Δικαστηρίου ο Moritz υποστηρίζει ότι κακώς το Πρωτοδικείο δέχθηκε ότι η διαδικασία που ακολούθησε η Επιτροπή ήταν νόμιμη, ενώ η εκτίμηση των προσόντων του έγινε βάσει ελλιπούς ατομικού φακέλου, ο οποίος δεν περιείχε ειδικότερα την έκθεση βαθμολογίας για την πλέον πρόσφατη περίοδο (1η Ιουλίου 1983 * 30 Ιουνίου 1985), και βάσει προφανώς δυσμενών κρίσεων τις οποίες εξέφερε ως προς τις ικανότητές του ο γενικός διευθυντής του, ονόματι Cioffi. Κατά την άποψη του αναιρεσείοντος, η συμβουλευτική επιτροπή θα έπρεπε, υπό τις συνθήκες αυτές, να ακούσει τον ίδιον προκειμένου να τηρηθεί η αρχή της κατ' αντιδικία διαδικασίας.

15 Η Επιτροπή φρονεί, αντιθέτως, ότι, όπως δέχθηκε το Πρωτοδικείο, η συμβουλευτική επιτροπή εγκύρως άκουσε τον γενικό διευθυντή για τις ικανότητες του Moritz και δεν υποχρεούνταν να ακούσει τον τελευταίο.

16 Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου (βλ. ιδίως, απόφαση της 10ης Ιουνίου 1987, 7/86, Vincent κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1987, σ. 2473, σκέψη 16), η έκθεση βαθμολογίας συνιστά απαραίτητο στοιχείο εκτιμήσεως κάθε φορά που η σταδιοδρομία του υπαλλήλου λαμβάνεται υπόψη από την ιεραρχικά προϊσταμένη αρχή και η διαδικασία προαγωγής είναι πλημμελής στο μέτρο που η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δεν μπόρεσε να προβεί σε συγκριτική εξέταση των προσόντων των υποψηφίων διότι οι εκθέσεις βαθμολογίας ενός ή περισσοτέρων από αυτούς συντάχθηκαν με αρκετή καθυστέρηση από υπαιτιότητα της διοικήσεως.

17 Εντούτοις, από τη νομολογία αυτή δεν συνάγεται ότι όλοι οι υποψήφιοι πρέπει να βρίσκονται στο αυτό ακριβώς στάδιο, κατά τη λήψη της αποφάσεως διορισμού, όσον αφορά την κατάσταση των εκθέσεων βαθμολογίας τους ούτε ότι η ΑΔΑ έχει την υποχρέωση να αναβάλει την απόφασή της, αν η πλέον πρόσφατη έκθεση για τον ένα ή τον άλλο υποψήφιο δεν είναι ακόμη οριστική λόγω του ότι επελήφθη αυτής ο δευτεροβάθμιος βαθμολογητής ή η επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως (απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 1983, 263/81, List κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 103, σκέψη 27).

18 Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η έλλειψη εκθέσεως βαθμολογίας μπορεί να αντισταθμιστεί από την ύπαρξη άλλων πληροφοριών περί των προσόντων του υπαλλήλου (απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 1980, 156/78 και 51/80, Gratreau κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙΙ, σ. 567, σκέψη 22).

19 Οι συνθήκες υπό τις οποίες καταρτίσθηκε η έκθεση βαθμολογίας του Moritz για την περίοδο από 1ης Ιουλίου 1983 έως 30ής Ιουνίου 1985 διευκρινίζονται στη σκέψη 43 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

20 Από τις διαπιστώσεις του Πρωτοδικείου στη σκέψη 43 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι κατά την ημερομηνία εκδόσεως της επίδικης αποφάσεως, ήτοι στις 2 Ιουλίου 1986, ο ατομικός φάκελος του αναιρεσείοντος που υποβλήθηκε στη συμβουλευτική επιτροπή δεν περιείχε την πλέον πρόσφατη έκθεση βαθμολογίας του αναιρεσείοντος, ήτοι αυτή που αφορούσε την περίοδο 1983-1985, λόγω της καθυστερήσεως συντάξεώς της από την Επιτροπή.

21 Υπό τις συνθήκες αυτές, για να απαντήσει στον ισχυρισμό που προβλήθηκε ενώπιόν του, το Πρωτοδικείο έπρεπε να αναφέρει, αφενός, τους λόγους για τους οποίους η απουσία από τον φακελο της εν λόγω εκθέσεως βαθμολογίας αντισταθμίστηκε από την ύπαρξη άλλων πληροφοριών και, αφετέρου, τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι η ακρόαση του γενικού διευθυντή ενώπιον της συμβουλευτικής επιτροπής, όποιες και αν ήταν οι κρίσεις που εξέφερε ως προς τον Moritz, αρκούσαν για να αντισταθμίσουν αυτή την απουσία χωρίς να είναι αναγκαία η ακρόαση του Moritz ταυτόχρονα με την ακρόαση του γενικού διευθυντή ή, τουλάχιστον, στο πλαίσιο κατ' αντιδικία διαδικασίας.

22 Με τις σκέψεις 30 και 31 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Πρωτοδικείο περιορίζεται, κατ' ουσίαν, να δεχθεί ότι η ακρόαση του γενικού διευθυντή ενώπιον της συμβουλευτικής επιτροπής δεν κατέστησε τη διαδικασία πλημμελή. Δεν αποφαίνεται όμως ούτε ως προς τους λόγους που δικαιολογούσαν εν προκειμένω τη χρησιμοποίηση άλλων στοιχείων και όχι της εκθέσεως βαθμολογίας ούτε ως προς τον επαρκή χαρακτήρα της ακροάσεως του γενικού διευθυντή για την αντιστάθμιση της ελλείψεως της εκθέσεως βαθμολογίας.

23 Ούτε με τη σκέψη 41 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Πρωτοδικείο αποφαίνεται επί των δύο αυτών ζητημάτων. Πράγματι, στηρίζεται στις ελάσσονες διαφορές που υφίστανται μεταξύ του σχεδίου εκθέσεως και της εκθέσεως βαθμολογίας, ήτοι σε πραγματικά γεγονότα μεταγενέστερα της ημερομηνίας εκδόσεως της επίδικης αποφάσεως, όπως προκύπτει από τη σκέψη 43 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, για να αρνηθεί οποιαδήποτε επιρροή της μη υπάρξεως της εκθέσεως βαθμολογίας επί της νομιμότητας της αποφάσεως.

24 Επομένως, το Πρωτοδικείο δεν δικαιολόγησε γιατί η ακρόαση του γενικού διευθυντή, χωρίς να ακουστεί και ο αναιρεσείων, αντιστάθμισε έγκυρα τη μη ύπαρξη εκθέσεως βαθμολογίας στον φάκελο με αποτέλεσμα η διαδικασία που ακολούθησε η συμβουλευτική επιτροπή να μην είναι πλημμελής.

25 Κατά συνέπεια, το Πρωτοδικείο δεν απέδειξε ότι δεν υφίσταται παρανομία και, κατά συνέπεια, ότι ουδόλως μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή υπηρεσιακό πταίσμα και δεν θεμελίωσε τη σκέψη 42 της αποφάσεώς του κατά την οποία, εφόσον καμία από τις αιτιάσεις που προέβαλε ο αναιρεσείων για να αποδείξει την ύπαρξη υπηρεσιακού πταίσματος της Επιτροπής δεν μπορεί να γίνει δεκτή, πρέπει να απορριφθούν τα αιτήματα της προσφυγής-αγωγής που αφορούν την αποζημίωση για υλική ζημία.

26 Επομένως, το τμήμα αυτό της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να εξαφανιστεί.

Ως προς το τμήμα της αποφάσεως που αφορά τα αιτήματα περί ικανοποιήσεως της ηθικής βλάβης

27 Υπενθυμίζεται ότι ο Moritz ζήτησε από το Πρωτοδικείο τόσο την αποκατάσταση της υλικής ζημίας όσο και την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που του προκάλεσε ο διορισμός του Engel. Για να δικαιλογήσει το ύψος των απαιτήσεών του, ο αναιρεσείων αναφέρθηκε στην απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 1986, 173/82, 157/83 και 186/84, Castille κατά Επιτροπής (Συλλογή 1986, σ. 497), και, επικουρικώς, στην προαναφερθείσα απόφαση Gratreau κατά Επιτροπής.

28 'Οπως αναφέρθηκε ανωτέρω, στη σκέψη 8, το Πρωτοδικείο διέκρινε την αποκατάσταση της υλικής ζημίας από την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης και θεώρησε ότι τα δύο αυτά αιτήματα στηρίζονται σε διαφορετικές βάσεις.

29 'Οσον αφορά την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης,το Πρωτοδικείο διαπίστωσε, καταρχάς, ότι το σχέδιο εκθέσεως βαθμολογίας για την περίοδο 1983-1985 είχε καταρτισθεί στις 31 Ιουλίου 1986, ήτοι μετά τη λήξη της προθεσμίας του άρθρου 6, πρώτο εδάφιο, των γενικών εκτελεστικών διατάξεων του άρθρου 43 του ΚΥΚ, ότι ο Moritz απέρριψε το σχέδιο αυτό στις 26 Νοεμβρίου 1986, ήτοι τέσσερις μήνες μετά την παραλαβή του σχεδίου, και ότι η έκθεση βαθμολογίας καταρτίστηκε στις 10 Φεβρουαρίου 1987 (σκέψη 43 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

30 Το Πρωτοδικείο επισήμανε στη συνέχεια (σκέψεις 45 και 46) ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η διοίκηση πρέπει να μεριμνά για την περιοδική σύνταξη της εκθέσεως βαθμολογίας στις ημερομηνίες που επιβάλλει ο ΚΥΚ (προαναφερθείσα απόφαση Gratreau κατά Επιτροπής) και ότι διαθέτει προς τούτο μια εύλογη προθεσμία, κάθε δε υπέρβαση της προθεσμίας αυτής πρέπει να δικαιολογείται από τη συνδρομή ιδιαιτέρων περιστάσεων (απόφαση της 5ης Μαΐου 1983, 207/81, Ditterich κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 1359). Το Πρωτοδικείο τόνισε ότι, τουναντίον, το καθήκον πίστεως και συνεργασίας το οποίο έχει κάθε υπάλληλος έναντι της διοικήσεως δεν του επιτρέπει να παραπονείται για την καθυστέρηση στην κατάρτιση της εκθέσεως βαθμολογίας του όταν η καθυστέρηση αυτή οφείλεται στον ίδιο.

31 Υπενθύμισε επιπλέον (σκέψη 47) ότι η καθυστέρηση στην κατάρτιση των εκθέσεων βαθμολογίας είναι καθαυτή ικανή να προξενήσει ζημία στον υπάλληλο, λόγω και μόνο του ότι η εξέλιξη της σταδιοδρομίας του μπορεί να επηρεαστεί από την έλλειψη τέτοιας εκθέσεως κατά τη στιγμή που πρέπει να ληφθούν οι αποφάσεις που τον αφορούν (προαναφερθείσα απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 1986, Castille κατά Επιτροπής).

32 Αναφερόμενο στην απόφαση που εκδόθηκε την ίδια ημέρα, Τ-29/89, Moritz κατά Επιτροπής (Συλλογή 1990, σ. ΙΙ-787), της οποίας τη διατύπωση επαναλαμβάνει κατ' ουσίαν, το Πρωτοδικείο έκρινε (σκέψη 48) ότι η καθυστέρηση στην κατάρτιση της εκθέσεως βαθμολογίας για την περίοδο 1983-1985 οφειλόταν όχι μόνο στην καθυστερημένη ημερομηνία στην οποία καταρτίσθηκε το σχέδιο εκθέσεως βαθμολογίας, αλλά και στην καθυστέρηση με την οποία ο αναιρεσείων αντέδρασε στο σχέδιο αυτό. Δέχθηκε ως εκ τούτου (σκέψη 49) ότι μη απαντώντας εντός εύλογης προθεσμίας στο σχέδιο αυτό, ο αναιρεσείων παρέβη το καθήκον συνεργασίας και έντιμης συμπεριφοράς το οποίο έχει και επομένως η προβαλλόμενη καθυστέρηση δεν μπορεί, υπό τις περιστάσεις της προκειμένης περιπτώσεως, να συνιστά ηθική βλάβη.

33 Με την αίτηση αναιρέσεώς του ο Moritz υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο δεν μπορούσε νομίμως να λάβει υπόψη την καθυστέρηση, συγγνωστή άλλωστε, με την οποία αντέδρασε στο σχέδιο βαθμολογίας, εφόσον η συμπεριφορά αυτή ήταν μεταγενέστερη της αποφάσεως της 2ας Ιουλίου 1986, η οποία προκάλεσε τη ζημία της οποίας ζητείται η αποκατάσταση.

34 Η Επιτροπή υποστηρίζει, κυρίως, ότι οι απαιτήσεις του αναιρεσείοντος προσκρούουν στη δύναμη του δεδικασμένου που περιβάλλεται η προαναφερθείσα απόφαση του Πρωτοδικείου της ίδιας ημέρας Τ-29/89, Moritz κατά Επιτροπής, με την οποία το Πρωτοδικείο απέρριψε το αίτημα του Moritz περί αποκαταστάσεως της ζημίας που του προκάλεσε η καθυστέρηση στην κατάρτιση της εκθέσεως βαθμολογίας για την περίοδο 1983-1985. Η Επιτροπή υποστηρίζει, επικουρικώς, ότι ορθώς το Πρωτοδικείο έκρινε ότι το πταίσμα που διέπραξε ο αναιρεσείων απέκλειε την αποζημίωση.

35 Το πταίσμα που διέπραξε η ΑΔΑ συντάσσοντας με καθυστέρηση την έκθεση βαθμολογίας του Moritz για την περίοδο 1983-1985 συνιστά διαφορετική αιτία ζημίας από εκείνη την οποία συνιστά το πταίσμα που διέπραξε η ίδια αρχή διορίζοντας τον Engel υπό μη νομότυπες συνθήκες. Εξάλλου, ο Moritz ζήτησε την αποκατάσταση καθεμιάς από τις ζημίες αυτές στο πλαίσιο δύο διαφορετικών διαδικασιών ενώπιον του Πρωτοδικείου (Τ-20/89 και Τ-29/89), οι οποίες κατέληξαν στις δύο αποφάσεις της 13ης Δεκεμβρίου 1990.

36 Αντικείμενο της παρούσας διαφοράς είναι μόνο η ζημία, τοσο υλική όσο και ηθική, την οποία υπέστη ο αναιρεσείων λόγω του μη νομότυπου διορισμού του Εngel.

37 Επομένως, το Πρωτοδικείο, απορρίπτοντας το αίτημα ικανοποιήσεως της ηθικής βλάβης που υπέστη ο αναιρεσείων λόγω του διορισμού αυτού με το αιτιολογικό, το οποίο έχει ληφθεί από την απόφαση Τ-29/89, ότι η καθυστέρηση με την οποία η ΑΔΑ συνέταξε την έκθεση βαθμολογίας του αναιρεσείοντος δεν του προκάλεσε καμιά ζημία, ενώ η καθυστέρηση αυτή, όπως την όρισε το Πρωτοδικείο, ήταν μεταγενέστερη του διορισμού του Engel, δεν απάντησε στους ισχυρισμούς και τα αιτήματα που προβλήθηκαν ενώπιόν του στο πλαίσιο της διαδικασίας Τ-20/89.

38 Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή δεν μπορεί να επικαλεστεί λυσιτελώς το δεδικασμένο που περιβάλλεται η προαναφερθείσα απόφαση Τ-29/89, Moritz κατά Επιτροπής, η οποία αφορά στην πραγματικότητα διαφορά ξεχωριστή από αυτή που προκάλεσε την παρούσα αίτηση αναιρέσεως.

39 Από τα προηγηθέντα προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο δεν θεμελίωσε νομίμως τη σκέψη 51 της αποφάσεώς του, με την οποία απέρριψε τα αιτήματα περί ικανοποιήσεως της ηθικής βλάβης.

40 Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο πρέπει να ικανοποιήσει τα αιτήματα του αναιρεσείοντος, χωρίς να χρειάζεται να εξετάσει τους άλλους λόγους αναιρέσεως, και να ακυρώσει την προσβαλλομένη απόφαση κατά το μέρος που, αφενός μεν, απέρριψε τα αιτήματα του Μoritz περί αποκαταστάσεως της ζημίας που υπέστη λόγω του διορισμού του Engel, αφετέρου δε, υποχρέωσε κάθε διάδικο να φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Επί της αναπομπής της υποθέσεως στο Πρωτοδικείο

41 Το άρθρο 54, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου ΕΟΚ ορίζει τα εξής: "Αν η αναίρεση κριθεί βάσιμη, το Δικαστήριο αναιρεί την απόφαση του Πρωτοδικείου. Στην περίπτωση αυτή, μπορεί είτε το ίδιο να αποφανθεί οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση, είτε να την αναπέμψει στο Πρωτοδικείο για να την κρίνει."

42 Υπό τις περιστάσεις της προκειμένης περιπτώσεως, το Δικαστήριο εκτιμά ότι πρέπει να αναπέμψει την υπόθεση στο Πρωτοδικείο για να αποφανθεί ως προς τα αιτήματα του Moritz περί αποκαταστάσεως της ζημίας που του προκάλεσε η απόφαση της Επιτροπής της 2ας Ιουλίου 1986, με την οποία ο Dieter Engel διορίστηκε διευθυντής της Διευθύνσεως "Επενδύσεις και δάνεια" στη Γενική Διεύθυνση "Πιστώσεις και επενδύσεις" της Επιτροπής ("ΓΔ ΧVIII").

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

αποφασίζει:

1) Ακυρώνει την απόφαση του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 13ης Δεκεμβρίου 1990, Τ-20/89, Μoritz κατά Επιτροπής, κατά το μέρος που, αφενός μεν, απέρριψε τα αιτήματα του Moritz περί αποκαταστάσεως της ζημίας που υπέστη από την απόφαση της Επιτροπής της 2ας Ιουλίου 1986, με την οποία ο Dieter Engel διορίστηκε διευθυντής της Διευθύνσεως "Επενδύσεις και δάνεια" στη Γενική Διεύθυνση "Πιστώσεις και επενδύσεις" της Επιτροπής ("ΓΔ ΧVIII"), αφετέρου δε, υποχρέωσε κάθε διάδικο να φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

2) Αναπέμπει την υπόθεση στο Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προκειμένου να αποφανθεί ως προς το αίτημα του Moritz περί αποκαταστάσεως της ζημίας που του προκάλεσε η απόφαση της Επιτροπής της 2ας Ιουλίου 1986, με την οποία ο Dieter Engel διορίστηκε διευθυντής της Διευθύνσεως "Επενδύσεις και δάνεια" στη Γενική Διεύθυνση "Πιστώσεις και επενδύσεις" της Επιτροπής ("ΓΔ XVIII").

3) Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Επάνω