EUR-Lex Πρόσβαση στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Επιστροφή στην αρχική σελίδα του EUR-Lex

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 61988CJ0293

Sentenza tal-Qorti tal-Ġustizzja (it-Tieni Awla) tat-2 ta' Mejju 1990.
E. M. Winter-Lutzins vs Bestuur van de Sociale Verzekeringsbank.
Talba għal deċiżjoni preliminari: Raad van Beroep Amsterdam - l-Olanda.
Sigurtà soċjali tal-ħaddiema li jmorru jaħdmu f'pajjiż ieħor.
Kawża C-293/88.

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:1990:170

ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

στην υπόθεση C-293/88 ( *1 )

Ι — Τα πραγματικά περιστατικά

Α — Νομικό πΑαίσιο

1. Η εθηκή νομοθεα'ια

1.

Ο ολλανδικός νόμος περί ασφαλίσεως γήρατος (Algemene Ouderdomswet, στο εξής: ÀOW) θεσπίζει ένα συνταξιοδοτικό σύστημα κατά το οποίο το ύψος της συντάξεως γήρατος αποτελεί, κατά κανόνα, συνάρτηση αποκλειστικά του αριθμού των ετών ασφαλίσεως.

Δυνάμει του AOW είναι υποχρεωτικά ασφαλισμένοι οι κατοικούντες στις Κάτω Χώρες ολλανδοί υπήκοοι, καθώς και εκείνοι οι οποίοι υπέχουν υποχρέωση καταβολής φόρου εισοδήματος διότι εργάζονται ως μισθωτοί στις Κάτω Χώρες. Επίσης, είναι υποχρεωτικά ασφαλισμένοι δυνάμει του AOW οι μη κατοικούντες στο κράτος αυτό, οι οποίοι εισπράττουν σύνταξη κατ' εφαρμογήν του Wet op de Arbeidsongeschiktheidsverzekering ( νόμου περί ασφαλίσεως κατά του κινδύνου ανικανότητας προς εργασία, στο εξής: WAO ), λόγω ανικανότητας τους προς εργασία ποσοστού 45 % τουλάχιστον.

Οι ασφαλισμένοι δυνάμει του AOW υποχρεούνται σε καταβολή εισφορών. Τα άτομα που καλύπτονται ασφαλιστικά δυνάμει του AOW μπορούν να ζητήσουν τη χορήγηση συντάξεως γήρατος στην ηλικία των 65 ετών. Η πλήρης σύνταξη γήρατος αντιστοιχεί σε περίοδο ασφαλίσεως 50 ετών. Εάν η περίοδος ασφαλίσεως είναι μικρότερη των 50 ετών, εφαρμόζεται μείωση 2 ο/ο για κάθε έτος κατά το οποίο ο ενδιαφερόμενος δεν ήταν ασφαλισμένος. Ο AOW τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1957. Η ασφαλιστική κάλυψη δεν ήταν δυνατή πριν από την ημερομηνία αυτή. Η ολλανδική νομοθεσία προέβλεψε μεταβατικές διατάξεις, χωρίς τις οποίες κανένα άτομο δεν θα μπορούσε να λάβει πλήρη σύνταξη γήρατος πριν από το έτος 2007.

2.

Βάσει αυτής της μεταβατικής ρυθμίσεως ( στο εξής: μεταβατικές ευεργετικές διατάξεις ), η οποία περιλαμβάνεται στα άρθρα 55 και 56 του AOW, εξομοιώνεται, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, προς έτη ασφαλίσεως ο χρόνος που περιλαμβάνεται μεταξύ του δεκάτου πέμπτου έτους της ηλικίας του ασφαλισμένου και της 1ης Ιανουαρίου 1957 (ημερομηνίας θεσπίσεως του AOW ). Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, η σύνταξη γήρατος δεν υφίσταται καμία μείωση λόγω των ετών μη ασφαλίσεως του ενδιαφερομένου για τον προ του έτους 1957 χρόνο, εφόσον ο ενδιαφερόμενος, ο οποίος μπορεί να ζητήσει τη χορήγηση συντάξεως, πληροί σωρευτικά τρεις προϋποθέσεις: α) ο ασφαλισμένος πρέπει να κατοικούσε στις Κάτω Χώρες μεταξύ του πεντηκοστού ενάτου και του εξηκοστού πέμπτου έτους της ηλικίας του (άρθρο 55, παράγραφος 1, του AOW, στο εξής: προϋπόθεση της εξαετίας ) β ) ο ασφαλισμένος πρέπει να έχει την ολλανδική ιθαγένεια1 γ) ο ασφαλισμένος πρέπει να συνεχίζει να κατοικεί στις Κάτω Χώρες μετά το εξηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας του ( άρθρο 56, σημείο 6, του AOW, στο εξής: προϋπόθεση της τωρινής κατοικίας ).

Για την εφαρμογή της προϋποθέσεως της εξαετίας, το βασιλικό διάταγμα της 3ης Δεκεμβρίου 1985 ( Staatsblad 632 ) ορίζει ότι θεωρείται ότι « κατοικούσε στις Κάτω Χώρες » ο ασφαλισμένος ο οποίος « κατοικούσε εκτός των Κάτω Χωρών » την περίοδο κατά την οποία ήταν ασφαλισμένος βάσει του AOW.

Δυνάμει του άρθρου 3 του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 1408/71, οι υπήκοοι των άλλων κρατών μελών τυγχάνουν της ίδιας μεταχειρίσεως όπως και οι ολλανδοί υπήκοοι.

Η προϋπόθεση της τωρινής κατοικίας αμβλύνθηκε με το προαναφερθέν βασιλικό διάταγμα της 3ης Δεκεμβρίου 1985. Θεωρείται ότι « κατοικούσε στις Κάτω Χώρες » ο ασφαλισμένος ο οποίος « κατοικούσε εκτός των Κάτω Χωρών» παραμένοντας όμως συνεχώς ασφαλισμένος μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου 1957 και της ημερομηνίας κατά την οποία συμπλήρωσε την ηλικία των 65 ετών.

2. Η κοινοτική νομοθεσία

3.

Το άρθρο 10, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 73 ), ορίζει τα εξής:

« Εκτός αν ο παρών κανονισμός προβλέπει άλλως, οι ... παροχές ... γήρατος ... που αποκτώνται δυνάμει της νομοθεσίας ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών δεν δύνανται να υποστούν καμία μείωση, ... επειδή ο δικαιούχος κατοικεί στο έδαφος κράτους μέλους άλλου από εκείνο, όπου ευρίσκεται ο φορέας οφειλέτης. »

4.

Στο παράρτημα VI, κεφάλαιο Θ, παράγραφος 2, περίπτωση α) και στ) (στο εξής: παράρτημα VI) ορίζονται τα εξής:

« α)

Ως περίοδοι ασφαλίσεως, που πραγματοποιήθηκαν δυνάμει της ολλανδικής νομοθεσίας περί της γενικής ασφαλίσεως γήρατος, θεωρούνται επίσης οι περίοδοι προ της 1ης Ιανουαρίου 1957 κατά τη διάρκεια των οποίων ο δικαιούχος μη πληρών τις προϋποθέσεις, υπό τις οποίες δύνανται να εξομοιωθούν οι εν λόγω περίοδοι με περιόδους ασφαλίσεως, κατοικούσε στο έδαφος των Κάτω Χωρών μετά τη συμπλήρωση του 15ου έτους της ηλικίας του, ή κατά τη διάρκεια των οποίων ο εν λόγω δικαιούχος, ενώ κατοικούσε στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, ασκούσε μισθωτή δραστηριότητα στις Κάτω Χώρες για λογαριασμό εργοδότη εγκατεστημένου στη χώρα αυτή.

...

στ)

Οι περίοδοι που αναφέρονται στις περιπτώσεις α) και γ) λαμβάνονται υπόψη, για τον υπολογισμό της συντάξεως γήρατος, μόνον αν ο ενδιαφερόμενος κατοίκησε επί έξι έτη στο έδαφος ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών μετά τη συμπλήρωση του 59ου έτους της ηλικίας του και εφόσον κατοικεί στο έδαφος ενός από αυτά τα κράτη μέλη. »

Β — Ιστορικό της διαφοράς της κύριας οίκης

5.

Η Winter-Lutzins (στο εξής: προσφεύγουσα) γεννήθηκε στις 15 Φεβρουαρίου 1922 στη Γερμανία. Στη χώρα αυτή κατοίκησε μέχρι τον Δεκέμβριο του 1965 με το σύζυγο της, γεννηθέντα στις 16 Σεπτεμβρίου 1917. Από 1ης Ιανουαρίου 1966 μέχρι 30 Νοεμβρίου 1983 οι σύζυγοι, και οι δύο γερμανικής ιθαγενείας, κατοίκησαν στις Κάτω Χώρες, όπου ο σύζυγος της προσφεύγουσας εργαζόταν ως μισθωτός μέχρι την ηλικία των 65 ετών. Τον Δεκέμβριο του 1982 του χορηγήθηκε σύνταξη γήρατος βάσει του AOW. Η προσφεύγουσα είχε επίσης εργαστεί ως μισθωτή στις Κάτω Χώρες από το 1973 μέχρι το 1980. Το 1980 της χορηγήθηκε, δυνάμει του WAO, επίδομα λόγω ανικανότητας προς εργασία. Έτσι, η προσφεύγουσα συνέχισε να είναι ασφαλισμένη βάσει του AOW μέχρι την ηλικία των 65 ετών. Την 1η Δεκεμβρίου 1983 η προσφεύγουσα και ο σύζυγος της επανεγκαταστάθηκαν στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

Αφού συμπλήρωσε την ηλικία των 65 ετών στις 15 Φεβρουαρίου 1987, η προσφεύγουσα απέκτησε δικαίωμα συντάξεως γήρατος δυνάμει του AOW. Το Sociale Verzekeringsbank (Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, στο εξής: καθού ) καθόρισε το ύψος αυτής της συντάξεως στο 44 ο/ο της πλήρους συντάξεως. Η μείωση κατά 56 ο/ο οφείλεται στα 28 έτη μη ασφαλίσεως, από 15 Φεβρουαρίου 1937 (ημερομηνία κατά την οποία η προσφεύγουσα συμπλήρωσε το δέκατο πέμπτο έτος) μέχρι 1 Ιανουαρίου 1966 ( ημερομηνία εγκαταστάσεως των συζύγων στις Κάτω Χώρες ).

6.

Η διαφορά της κύριας δίκης αφορά το ζήτημα αν το καθού προέβη νομίμως σ' αυτή τη μείωση.

Γ — Το προδικαοτικό ερώτημα

7.

Με Διάταξη της 17ης Αυγούστου 1988, το Raad van Beroep ανέστειλε τη διαδικασία και ζήτησε από το Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, να εκδώσει προδικαστική απόφαση επί του εξής ερωτήματος:

« Έχει το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 την έννοια ότι είναι ασυμβίβαστη προς το άρθρο αυτό η εθνική διάταξη δυνάμει της οποίας ο ενδιαφερόμενος αποκλείεται του δικαιώματος προσωρινών παροχών που προβλέπει η εθνική νομοθεσία για τον μοναδικό λόγο ότι δεν κατοικεί στο έδαφος του κράτους όπου βρίσκεται ο φορέας οφειλέτης, λαμβανομένου υπόψη επίσης ότι το παράρτημα VI του κανονισμού περιέχει ειδική ρύθμιση δυνάμει της οποίας ορισμένες περίοδοι πριν από την 1η Ιανουαρίου 1957 εξομοιώνονται με έτη ασφαλίσεως στην περίπτωση των προσώπων που πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις; »

8.

Το Raad van Beroep εκτιμά, βάσει των αποφάσεων του Δικαστηρίου της 7ης Νοεμβρίου 1983, Śmieja (51/73, Συλλογή 1983, σ. 1213), της 10ης Ιουνίου 1982, Camera (92/81, Συλλογή 1982, σ. 2213 ), της 23ης Οκτωβρίου 1986, Van Roosmalen (300/84, Συλλογή 1986, σ. 3097) και της 24ης Φεβρουαρίου 1987, Giletti και λοιποί (379/85, Συλλογή 1987, σ. 955 ), ότι το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 ορίζει ότι, κατά κανόνα, ο ενδιαφερόμενος δεν μπορεί να στερηθεί του δικαιώματος υπαγωγής στις μεταβατικές ευεργετικές διατάξεις απλώς και μόνο διότι δεν κατοικούσε στις Κάτω Χώρες όταν συμπλήρωσε το εξηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας του, εκτός αν υφίσταται εξαίρεση από τον κανόνα αυτό, ρητώς προβλεπομένη από την κοινοτική κανονιστική ρύθμιση.

9.

Το Raad van Beroep διαπιστώνει στη συνέχεια ότι το παράρτημα VI, το οποίο ορίζει ,τις λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού 1408/71 όσον αφορά την ολλανδική νομοθεσία περί ασφαλίσεως γήρατος, περιλαμβάνει μόνο διατάξεις βάσει των οποίων περίοδοι ασφαλίσεως προγενέστερες της 1ης Ιανουαρίου 1957 μπορούν να θεωρηθούν ως περίοδοι ασφαλίσεως για τους ενδιαφερομένους οι οποίοι δεν πληρούν τις απαιτούμενες από τα άρθρα 55 και 56 του AOW προϋποθέσεις για την υπαγωγή τους στις μεταβατικές ευεργετικές διατάξεις.

10.

Το ανακύπτον ζήτημα είναι αν η προσφεύγουσα πληροί τις προϋποθέσεις για την υπαγωγή της στις μεταβατικές ευεργετικές διατάξεις κατ' εφαρμογήν του άρθρου 10 του κανονισμού 1408/71.

Μόνο σε περίπτωση κατά την οποία διαπιστωθεί ότι δεν τις πληροί, τίθεται ακόμα το ζήτημα αν μπορούν ενδεχομένως να θεωρηθούν ως περίοδοι ασφαλίσεως, βάσει του παραρτήματος VI, περίοδοι προγενέστερες της 1ης Ιανουαρίου 1957.

Καθώς φαίνεται, κατά την άποψη του Raad van Beroep, το παράρτημα VI δεν αποτελεί ρητή εξαίρεση από την αρχή του άρθρου 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71.

Εξάλλου, το εθνικό δικαστήριο θεωρεί ότι οι μεταβατικές ευεργετικές διατάξεις και η προβλεπόμενη στο παράρτημα VI ρύθμιση αποτελούν δύο αυτοτελείς κανονιστικές ρυθμίσεις.

Εν πάση περιπτώσει, ακόμα και αν οι διατάξεις του παραρτήματος VI αποτελούν ειδική ρύθμιση σε σχέση με εκείνη των μεταβατικών ευεργετικών διατάξεων, τίθεται το ερώτημα μήπως το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 σημαίνει ότι έπρεπε να εφαρμοστούν υπέρ της προσφεύγουσας οι μεταβατικές ευεργετικές διατάξεις.

II — Διαδικασία

11.

Η Διάταξη περί παραπομπής πρωτοκολλήθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 7 Οκτωβρίου 1988.

12.

Σύμφωνα με το άρθρο 20 του πρωτοκόλλου περί του οργανισμού του Δικαστηρίου της ΕΟΚ, γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν:

το Sociale Verzekeringsbank, καθού της κύριας δίκης, εκπροσωπούμενο από τους δικηγόρους Χάγης και Βρυξελλών Β. Η. ter Kuile και Ε. Η. Pijnacker Hordijk'

η κυβέρνηση του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενη από τον Η. J. Heinemann, βοηθό γενικό γραμματέα του Υπουργείου Εξωτερικών

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Δ. Γκουλούση, νομικό σύμβουλο, και τον Μ. J. Drijber, μέλος της νομικής υπηρεσίας της Επιτροπής.

13.

Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων.

14.

Με απόφαση της 21ης Ιουνίου 1989, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 95, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού διαδικασίας, το Δικαστήριο αποφάσισε να αναθέσει την εκδίκαση της υποθέσεως στο δεύτερο τμήμα.

III — Σύνοψη των γραπτών παρατηρήσεων που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο

15.

Το Sociale Verzekeringsbank πρότεινε στο Δικαστήριο να απαντήσει αρνητικά στο προδικαστικό ερώτημα.

Παρατηρεί, καταρχάς, ότι οι προγενέστερες της 1ης Ιανουαρίου 1957 περίοδοι, για τις οποίες χορηγείται σύνταξη γήρατος δυνάμει των άρθρων 55 και 56 του AOW, δεν είναι πραγματικές ασφαλιστικές περίοδοι αλλά πλασματικές, διότι ο ενδιαφερόμενος δεν καταβάλλει εισφορές. Τα συνδεόμενα με αυτές τις περιόδους συνταξιοδοτικά δικαιώματα παρέχονται « χαριστικώς », ενώ δεν απαιτείται γι' αυτό κανένας ειδικός δεσμός με τις Κάτω Χώρες. Το ίδιο ισχύει για τις «περιόδους ασφαλίσεως » κατά την έννοια του παραρτήματος VI. Οι προβλεπόμενες στο στοιχείο στ ) προϋποθέσεις αποτελούν απλώς την άλλη όψη της προϋποθέσεως της εξαετίας και της προϋποθέσεως της τωρινής κατοικίας, τις οποίες προβλέπει ο AOW.

Το καθού διατείνεται, στη συνέχεια, ότι είναι εσφαλμένη η εκτίμηση του Raad van Beroep ότι το παράρτημα VI δεν θεσπίζει παρέκκλιση. από το άρθρο 10 του ίδιου κανονισμού. Όσον αφορά τις μεταβατικές ευεργετικές διατάξεις, δεν μπορεί να γίνει λόγος για μη χορήγηση δικαιωμάτων στον ενδιαφερόμενο απλώς και μόνο διότι αυτός δεν κατοικεί στο έδαφος του κράτους όπου εδρεύει ο οφειλέτης φορέας. Η νομολογία του Δικαστηρίου (βλέπε ιδίως τις προαναφερθείσες αποφάσεις της 10ης Ιουνίου 1982, Camera, και της 24ης Φεβρουαρίου 1987, Giletti), σχετικά με το άρθρο 10 του κανονισμού 1408/71, δεν αναφέρεται στις μεταβατικές ευεργετικές διατάξεις.

Εν πάση περιπτώσει, η μη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 10 του κανονισμού 1408/71 προκύπτει από την απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Φεβρουαρίου 1986, Sprayt (284/84, Συλλογή 1986, σ. 685 ), με την οποία το Δικαστήριο δέχτηκε ότι, λαμβανομένου υπόψη του ειδικού χαρακτήρα του AOW, ο κανόνας του άρθρου 10 του κανονισμού 1408/71 δεν μπορεί να εφαρμοστεί ανεπιφύλακτα όσον αφορά τον AOW. Τούτο ισχύει a fortiori για τις μεταβατικές ευεργετικές διατάξεις.

Βάσει του εσωτερικού ολλανδικού δικαίου, πρέπει να εξακριβώνεται καταρχάς αν ο ενδιαφερόμενος πληροί τις προϋποθέσεις για την υπαγωγή στις μεταβατικές ευεργετικές διατάξεις. Εφόσον δεν συμβαίνει αυτό, πρέπει να εξετάζεται στη συνέχεια αν οι κοινοτικές διατάξεις παρέχουν στον ενδιαφερόμενο τη δυνατότητα να του χορηγηθούν αυτές οι παροχές. Στο πλαίσιο αυτό, το παράρτημα VI εφαρμόζεται κατά παρέκκλιση του άρθρου 10 του κανονισμού 1408/71. Η βάση της περιεχόμενης στο παράρτημα VI κανονιστικής ρυθμίσεως είναι ότι πρέπει να δοθεί η δυνατότητα στον ενδιαφερόμενο που δεν μπορεί να υπαχθεί στις μεταβατικές ευεργετικές διατάξεις να λάβει συνταξιοδοτικές παροχές για περιόδους προγενέστερες της 1ης Ιανουαρίου 1957, κατά τη διάρκεια των οποίων είχε δεσμούς με τις Κάτω Χώρες είτε λόγω της κατοικίας του είτε λόγω της εργασίας του ως μισθωτού.

Δεν υπάρχει κανένας λόγος αναγνωρίσεως στον διακινούμενο εργαζόμενο συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων για περιόδους προγενέστερες της 1ης Ιανουαρίου 1957, κατά τη διάρκεια των οποίων δεν είχε κανένα δεσμό με τις Κάτω Χώρες.

Εάν υποτεθεί ότι το άρθρο 10 του κανονισμού 1408/71 εφαρμόζεται ανεπιφύλακτα στην περίπτωση του AOW, τότε οποιοσδήποτε ήταν ασφαλισμένος βάσει του AOW για οποιαδήποτε χρονική περίοδο μετά την 1η Ιανουαρίου 1957 θα μπορούσε να υπαχθεί στο πεδίο εφαρμογής των μεταβατικών ευεργετικών διατάξεων (βάσει των οποίων χορηγούνται χαριστικώς παροχές ).

Ούτε η αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων συνηγορεί υπέρ αυτής της λύσεως. Με τις αποφάσεις του της 25ης Φεβρουαρίου 1986, De Jong (254/84, Συλλογή 1986, σ. 671) και Spruyt (προαναφερθείσα), το Δικαστήριο έκρινε, όσον αφορά την αρχή αυτή, ότι αρκεί να θεωρούνται ως περίοδοι ασφαλίσεως βάσει του AOW οι προγενέστερες της 1ης Ιανουαρίου 1957 περίοδοι μόνον εφόσον, κατά τη διάρκεια των περιόδων αυτών, οι ενδιαφερόμενοι κατοικούσαν στις Κάτω Χώρες και εργάζονταν εκεί ως μισθωτοί.

16.

Η κυβέρνηση των Κάτω Χωρών υποστηρίζει ότι ούτε από την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των ατόμων ούτε από το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 συνάγεται ότι δεν επιτρέπεται να τίθεται από τις εθνικές νομοθεσίες η κατοικία στο οικείο κράτος ως προϋπόθεση για την καταβολή παροχών οι οποίες χορηγούνται χωρίς αντάλλαγμα εκ μέρους του ενδιαφερομένου. Το άρθρο 10, παράγραφος 1, του προαναφερθέντος κανονισμού αφορά τα δικαιώματα τα οποία έχουν κτηθεί ή τις αξιώσεις που μπορούν να αναγνωριστούν κατά τον χρόνο επελεύσεως του οικείου κινδύνου. Οι μεταβατικές ευεργετικές διατάξεις δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71.

Η ολλανδική κυβέρνηση υποστηρίζει ότι με την (προαναφερθείσα) απόφαση Spruyt της 25ης Φεβρουαρίου 1986 το Δικαστήριο δέχτηκε ρητά ότι είναι σύμφωνες προς το κοινοτικό δίκαιο οι προϋποθέσεις κατοικίας που ορίζονται στο πλαίσιο του AOW σε συνδυασμό με τους κανόνες του παραρτήματος VI.

Το παράρτημα VI δεν θα είχε κανένα νόημα εάν οποιοσδήποτε κατοικεί σε κάποιο κράτος μέλος είχε δικαίωμα υπαγωγής στις μεταβατικές ευεργετικές διατάξεις δυνάμει του άρθρου 10 του κανονισμού 1408/71.

Η ολλανδική κυβέρνηση προτείνει να δοθεί στο προδικαστικό ερώτημα η απάντηση ότι το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 έχει την έννοια ότι δεν είναι ασυμβίβαστη με αυτό διάταξη η οποία επιτρέπει να μην αναγνωριστεί στον ενδιαφερόμενο δικαίωμα επί των προσωρινών παροχών που προβλέπονται από την εθνική νομοθεσία, με μόνη αιτιολογία ότι ο ενδιαφερόμενος δεν κατοικεί στο έδαφος του κράτους στο οποίο βρίσκεται ο οφειλέτης φορέας, δεδομένου ότι πρόκειται για σύστημα βάσει του οποίου αρκεί η κατοικία του ενδιαφερομένου στο οικείο κράτος για να είναι ασφαλισμένος και ότι το παράρτημα VI περιλαμβάνει ειδική κανονιστική ρύθμιση περί του συνυπολογισμού περιόδων προγενέστερων της 1ης Ιανουαρίου 1957 για τα άτομα που πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις.

17.

Η Επιτροπή διατείνεται ότι ούτε το άρθρο 51 της Συνθήκης ΕΟΚ ούτε οι διατάξεις του κανονισμού 1408/71 είναι αντίθετες προς την επιβολή της προϋποθέσεως της τωρινής κατοικίας.

Η Επιτροπή μνημονεύει τις αποφάσεις του Δικαστηρίου Śmieja, Giuliani, Camera, De Jong, Sprayt, Van Roosmalen, Giletti, (προαναφερθείσες) και την απόφαση της 23ης Σεπτεμβρίου 1987, De Rijke ( 43/86, Συλλογή 1987, σ. 3611), υποστηρίζοντας ότι, βάσει αυτών των αποφάσεων, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι ο ενδιαφερόμενος στερήθηκε ενός «κεκτημένου δικαιώματος του» προς λήψη παροχών «με μόνη αιτιολογία ότι δεν κατοικεί στο έδαφος του κράτους στο οποίο βρίσκεται ο οφειλέτης φορέας », όπως συνέβη στις μνημονευόμενες αποφάσεις. Η απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα περιέχεται στην πραγματικότητα στην απόφαση Sprayt.

Κατά την Επιτροπή πρέπει καταρχάς να εξακριβωθεί, βάσει του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου, αν πρόκειται για τη γένεση δικαιώματος. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η προσφεύγουσα δεν πληροί τις προβλεπόμενες στα άρθρα 55 και 56 του AOW προϋποθέσεις για την υπαγωγή στις μεταβατικές ευεργετικές διατάξεις. Επομένως, βάσει του εθνικού δικαίου, δεν πρόκειται για « κεκτημένο δικαίωμα ».

Πρέπει ακόμα να εξεταστεί αν βάσει του κανονισμού 1408/71, ο οποίος συμπληρώνει το εθνικό δίκαιο, γεννάται δικαίωμα υπαγωγής στις μεταβατικές ευεργετικές διατάξεις. Κατά την Επιτροπή, δεν υφίσταται τέτοιο δικαίωμα. Η Επιτροπή προσθέτει ότι, εάν το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 απαγόρευε την επιβολή της προϋποθέσεως της τωρινής κατοικίας, το παράρτημα VI θα απέβαινε άνευ αντικειμένου.

Ο κανονισμός αυτός αποσκοπεί στη διευκόλυνση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων και στην άρση των ενδεχομένων εμποδίων που τίθενται από τα εθνικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως, χωρίς να επιβάλλει τη χορήγηση παροχών για περιόδους κατά τη διάρκεια των οποίων ο ενδιαφερόμενος ούτε κατοικούσε ούτε εργαζόταν στις Κάτω Χώρες. Οι συνέπειες της αντίθετης απόψεως είναι τεράστιες. Οι υπήκοοι των κρατών μελών που ήταν ασφαλισμένοι μία τουλάχιστον ημέρα βάσει του AOW θα μπορούσαν να λάβουν χαριστικώς, χωρίς αντιπαροχή εκ μέρους τους, σύνταξη γήρατος για τη χρονική περίοδο από της συμπληρώσεως του δεκάτου πέμπτου έτους τους μέχρι 1ης Ιανουαρίου 1957, εφόσον κατοικούσαν για έξι έτη μετά το πεντηκοστό ένατο έτος της ηλικίας τους σε ένα κράτος μέλος και συνεχίζουν να κατοικούν σ' αυτό.

Η Επιτροπή προτείνει στο Δικαστήριο να δώσει την εξής απάντηση στο υποβληθέν ερώτημα:

« Ούτε το άρθρο 51 της Συνθήκης ΕΟΚ ούτε οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71, και ιδίως το άρθρο 10, παράγραφος 1, εμποδίζουν τα κράτη μέλη, κατά την εφαρμογή ενός θεσπισθέντος με νόμο συστήματος ασφαλίσεως, όπως εκείνο του ολλανδικού AOW, το οποίο προβλέπει γενική σύνταξη γήρατος για όλους τους ημεδαπούς και τους εξομοιούμενους με αυτούς, να μη δέχονται, για τους ασφαλισμένους που δεν πληρούν τις προβλεπόμενες από το ανωτέρω σύστημα προϋποθέσεις, την εξομοίωση περιόδων προγενεστέρων της ενάρξεως της ισχύος του προς περιόδους ασφαλίσεως για σύνταξη γήρατος, όταν τα άτομα αυτά ούτε κατοικούσαν ούτε εργάζονταν στο εν λόγω κράτος μέλος κατά τη διάρκεια των περιόδων αυτών. »

G.F. Mancini

εισηγητής δικαστής


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.

Επάνω

ΠΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 2ας Μαΐου 1990 ( *1 )

Στην υπόθεση C-293/88,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Raad van Beroep του 'Αμστερνταμ προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Ε. Μ. Winter-Lutzins, κατοίκου Minden ( Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ),

και

Bestuur van de Sociale Verzekeringsbank, εδρεύουσας στο 'Αμστερνταμ ( Κάτω Χώρες ),

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 10, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως κωδικοποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2001/83 του Συμβουλίου της 2ας Ιουνίου 1983 ( ΕΕ L 230, σ. 6 ), και ιδίως του παραρτήματος VI του εν λόγω κανονισμού, κεφάλαιο Θ « Κάτω Χώρες », παράγραφος 2, περιπτώσεις α ) και στ ),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους R Α. Schockweiler, πρόεδρο τμήματος, G. R Mancini και Τ. R O'Higgins, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Darraon

γραμματέας: Η. Α. Rühi, κύριος υπάλληλος διοικήσεως

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

το Sociale Verzekeringsbank, καθού της κυρίας δίκης, εκπροσωπούμενο από τους Β. Η. ter Kuile και Ε. Η. Pijnacker Hordijk, δικηγόρους Χάγης και Βρυξελλών,

η κυβέρνηση του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενη από τον Η. J. Heinemann, βοηθό γενικό γραμματέα του Υπουργείου Εξωτερικών,

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Δ. Γκουλούση, νομικό σύμβουλο, και τον Β. J. Drijber, μέλος της νομικής υπηρεσίας της Επιτροπής,

έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις του Sociale Verzekeringsbank, εκπροσωπη-θέντος από τον δικηγόρο Ε. Η. Pijnacker Hordijk, της κυβερνήσεως του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, εκπροσωπηθείσας από τον J. W. De Zwaan, και της Επιτροπής, εκπροσωπηθείσας από τον Β. J. Drijber, κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση της 9ης Νοεμβρίου 1989,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 7ης Φεβρουαρίου 1990,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με Διάταξη της 17ης Αυγούστου 1988, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 7 Οκτωβρίου 1988, το Raad van Beroep του Άμστερνταμ υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, ένα προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 10, παράγραφος 1, του κανονισμού ( ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως κωδικοποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2001/83 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουνίου 1983 ( ΕΕ L 230, σ. 6 ), καθώς και του παραρτήματος VI, κεφάλαιο « Κάτω Χώρες », παράγραφος 2, περιπτώσεις α ) και στ ).

2

Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο της διαφοράς, της οποίας επελήφθη το εν λόγω δικαστήριο, μεταξύ της Ε. Μ. Winter-Lutzins, γερμανίδας υπηκόου, και της διοικήσεως του Sociale Verzekeringsbank (Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων, στο εξής: SVB ), όσον αφορώ την εφαρμογή του ολλανδικού νόμου περί γενικής ασφαλίσεως γήρατος (Algemene Ouderdomswet, στο εξής: AOW) για τον υπολογισμό της συντάξεως γήρατος την οποία δικαιούται η Winter-Lutzins.

3

Με τον AOW θεσπίστηκε ένα σύστημα γενικής ασφαλίσεως γήρατος, στο οποίο υπάγεται κάθε άτομο που κατοικεί στις Κάτω Χώρες. Το ύψος της συντάξεως γήρατος αποτελεί συνάρτηση του αριθμού των ετών ασφαλίσεως που συμπλήρωσε ο ενδιαφερόμενος μεταξύ του δεκάτου πέμπτου και του εξηκοστού πέμπτου έτους της ηλικίας του. Ο AOW περιλαμβάνει ένα μεταβατικό καθεστώς, δυνάμει του οποίου είναι δυνατή, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, η εξομοίωση προς έτη ασφαλίσεως βάσει του AOW των ετών που περιλαμβάνονται μεταξύ του δεκάτου πέμπτου έτους της ηλικίας του ενδιαφερομένου και της 1ης Ιανουαρίου 1957, ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του νόμου (στο εξής: μεταβατικό καθεστώς). Εάν δεν υπήρχε αυτό το μεταβατικό καθεστώς, κανείς δεν θα μπορούσε να ζητήσει πριν από το έτος 2007 πλήρη κατά 100 % σύνταξη βάσει του AOW, δεδομένου ότι η σύνταξη αντιστοιχεί προς 2 ο/ο του κατώτατου μισθού ανά έτος ασφαλίσεως.

4

Μεταξύ των προϋποθέσεων για την εξομοίωση αυτή περιλαμβάνεται, δυνάμει του άρθρου 55, παράγραφος 1, του AOW, το να κατοικεί αδιαλείπτως ή όχι ο ενδιαφερόμενος στις Κάτω Χώρες επί έξι έτη μετά το πεντηκοστό ένατο έτος της ηλικίας του ( στο εξής: προϋπόθεση εξαετίας ) και, δυνάμει του άρθρου 56, σημείο 6, του AOW, το να κατοικεί ο ενδιαφερόμενος στις Κάτω Χώρες μετά το εξηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας του ( στο εξής: προϋπόθεση της τωρινής κατοικίας ).

5

Βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 :

« εκτός αν ο παρών κανονισμός προβλέπει άλλως, οι εις χρήμα παροχές ... γήρατος ... που αποκτώνται δυνάμει της νομοθεσίας ενός η περισσοτέρων κρατών μελών δεν δύνανται να υποστούν καμία μείωση ... επειδή ο δικαιούχος κατοικεί στο έδαφος κράτους μέλους άλλου από εκείνο, όπου ευρίσκεται ο φορέας οφειλέτης. »

6

Ö κανονισμός 1408/71 περιλαμβάνει, στο παράρτημα VI, κεφάλαιο « Κάτω Χώρες », παράγραφος 2, περιπτώσεις α ) και στ ) ( στο εξής: παράρτημα VI ), τις ακόλουθες διατάξεις για την εφαρμογή της ολλανδικής νομοθεσίας περί της γενικής ασφαλίσεως γήρατος:

« α)

Ως περίοδοι ασφαλίσεως, που πραγματοποιήθηκαν δυνάμει της ολλανδικής νομοθεσίας περί της γενικής ασφαλίσεως γήρατος, θεωρούνται, επίσης, οι περίοδοι προ της 1ης Ιανουαρίου 1957 κατά τη διάρκεια των οποίων ο δικαιούχος μη πληρών τις προϋποθέσεις, υπό τις οποίες δύνανται να εξομοιωθούν οι εν λόγω περίοδοι με περιόδους ασφαλίσεως, κατοικούσε στο έδαφος των Κάτω Χωρών μετά τη συμπλήρωση του 15ου έτους της ηλικίας του, ή κατά τη διάρκεια των οποίων ο εν λόγω δικαιούχος, ενώ κατοικούσε στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, ασκούσε μισθωτή δραστηριότητα στις Κάτω Χώρες για λογαριασμό εργοδότη εγκατεστημένου στη χώρα αυτή.

...

στ)

Οι περίοδοι που αναφέρονται στις περιπτώσεις α ) και γ ) λαμβάνονται υπόψη, για τον υπολογισμό της συντάξεως γήρατος, μόνον αν ο ενδιαφερόμενος κατοίκησε επί έξι έτη στο έδαφος ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών μετά τη συμπλήρωση του 59ου έτους της ηλικίας του και εφόσον κατοικεί στο έδαφος ενός από αυτά τα κράτη μέλη. »

7

Από τη Διάταξη περί παραπομπής προκύπτουν ότι η Winter-Lutzins, γεννηθείσα στις 15 Φεβρουαρίου 1922 στη Γερμανία, κατοίκησε στις Κάτω Χώρες με τον σύζυγο της από 1ης Ιανουαρίου 1966 μέχρι 30 Νοεμβρίου 1983 και εργάστηκε ως μισθωτή από το 1973 έως το 1980, οπότε της χορηγήθηκε επίδομα λόγω ανικανότητας προς εργασία κατ' εφαρμογήν του Wet op de Arbeidsongeschiktheidsverzekering ( νόμου περί ασφαλίσεως κατά του κινδύνου ανικανότητας προς εργασία ). Από 1ης Δεκεμβρίου 1983 η Winter-Lutzins επανεγκαταστάθηκε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Συμπληρώνοντας το εξηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας της μπορούσε να ζητήσει σύνταξη γήρατος δυνάμει του AOW.

8

Υπολογίζοντας τη σύνταξη αυτή, το SVB προέβη σε μείωση κατά 56 ο/ο, η οποία αντιστοιχεί σε 28 έτη κατά τα οποία η ενδιαφερόμενη δεν ήταν ασφαλισμένη, ήτοι για την περίοδο από 15 Φεβρουαρίου 1937 (ημερομηνία συμπληρώσεως του δεκάτου πέμπτου έτους της ηλικίας της Winter-Lutzins ) μέχρι 1 Ιανουαρίου 1966 (ημερομηνία κατά την οποία οι σύζυγοι Winter-Lutzins εγκαταστάθηκαν στις Κάτω Χώρες ). Το SVB προέβη στη μείωση αυτή με την αιτιολογία ότι η Winter-Lutzins δεν πληρούσε την προϋπόθεση της τωρινής κατοικίας ώστε να υπαχθεί στο μεταβατικό καθεστώς.

9

Επιληφθέν της προσφυγής της Winter-Lutzins, το Raad van Beroep κρίνει ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου συνάγεται ότι το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 σημαίνει ότι η ενδιαφερόμενη δεν μπορεί να στερηθεί του δικαιώματος υπαγωγής στις προβλεπόμενες από το μεταβατικό σύστημα ευεργετικές διατάξεις για τον μοναδικό λόγο ότι κατά την ημερομηνία που συμπλήρωσε το εξηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας της δεν κατοικούσε στις Κάτω Χώρες. Κατά το εθνικό δικαστήριο, το παράρτημα VI, το οποίο διέπει ειδικές περιπτώσεις εφαρμογής του κανονισμού 1408/71 στην ολλανδική νομοθεσία περί ασφαλίσεως γήρατος, περιλαμβάνει μόνο διατάξεις δυνάμει των οποίων περίοδοι προγενέστερες της 1ης Ιανουαρίου 1957 μπορούν να θεωρηθούν ως περίοδοι ασφαλίσεως για τους ενδιαφερομένους που δεν πληρούν τις απαιτούμενες από τα άρθρα 55 και 56 του AOW προϋποθέσεις για την υπαγωγή στις ευεργετικές διατάξεις του μεταβατικού καθεστώτος.

10

Για τον λόγο αυτό το Raad van Beroep υπέβαλε στο Δικαστήριο το εξής προδικαστικό ερώτημα:

«Έχει το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 την έννοια ότι είναι ασυμβίβαστη προς το άρθρο αυτό η εθνική διάταξη δυνάμει της οποίας ο ενδιαφερόμενος αποκλείεται του δικαιώματος προσωρινών παροχών που προβλέπει η εθνική νομοθεσία για τον μοναδικό λόγο ότι δεν κατοικεί στο έδαφος του κράτους όπου βρίσκεται ο φορέας οφειλέτης, λαμβανομένου υπόψη επίσης ότι το παράρτημα VI του κανονισμού περιέχει ειδική ρύθμιση δυνάμει της οποίας ορισμένες περίοδοι πριν από την 1η Ιανουαρίου 1957 εξομοιώνονται με έτη ασφαλίσεως στην περίπτωση των προσώπων που πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις; »

11

Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς το νομικό πλαίσιο και τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης, η εξέλιξη της διαδικασίας, καθώς και οι γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνον καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

12

Πρέπει να σημειωθεί, καταρχάς, ότι οι διατάξεις του παραρτήματος VI του κανονισμού 1408/71, οι οποίες θεσπίστηκαν ειδικά ενόψει των διατάξεων του ĄOW και αποβλέπουν στη συμπλήρωση τους, πρέπει να ερμηνεύονται λαμβανομένων συγχρόνως υπόψη του συστήματος και των διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας. Στο πλαίσιο του συστήματος του AOW, οι προ της 1ης Ιανουαρίου 1957 περίοδοι, βάσει των οποίων χορηγείται σύνταξη γήρατος δυνάμει των άρθρων 55 και 56 του AOW, δεν είναι πραγματικές περίοδοι ασφαλίσεως, διότι ο ενδιαφερόμενος δεν κατέβαλλε εισφορές. Η κατοικία αποτελεί το μόνο καθοριστικό κριτήριο ασφαλίσεως.

13

Κατόπιν πρέπει να υπομνησθεί η απόφαση Sprayt της 25ης Φεβρουαρίου 1986 ( 284/84, Συλλογή 1986, σ. 685 ), με την οποία το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι οι διατάξεις του κανονισμού 1408/71 και ειδικότερα του παραρτήματος VI, που θεσπίστηκαν κατ' εφαρμογήν του άρθρου 51 της Συνθήκης, πρέπει να ερμηνεύονται υπό το φως του σκοπού του εν λόγω άρθρου, ο οποίος συνίσταται στη συμβολή στην εγκαθίδρυση μιας όσο είναι δυνατό πληρέστερης εφαρμογής της ελεύθερης κυκλοφορίας των διακινουμένων εργαζομένων, αρχής που αποτελεί ένα από τα θεμέλια της Κοινότητας.

14

Πράγματι, το άρθρο 51 προβλέπει ότι το Συμβούλιο λαμβάνει στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως τα αναγκαία μέτρα για την εγκαθίδρυση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, ιδίως με τη θέσπιση της καταβολής των παροχών στα πρόσωπα που κατοικούν στα εδάφη των κρατών μελών. Ο στόχος των άρθρων 48 μέχρι 51 δεν επιτυγχάνεται αν οι εργαζόμενοι, ασκώντας το δικαίωμα τους της ελεύθερης κυκλοφορίας, αναγκάζονται να χάσουν τα πλεονεκτήματα στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης που τους αναγνωρίζει η νομοθεσία κράτους μέλους.

15

Υπό την έννοια αυτή το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71, το οποίο αφορά την άρση της ρήτρας κατοικίας, αποσκοπεί στο να διασφαλίσει υπέρ του ενδιαφερομένου το δικαίωμα να λαμβάνει κοινωνικές παροχές, έστω και αν μετέφερε την κατοικία του σε άλλο κράτος μέλος, και να ενθαρρύνει την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, προστατεύοντας τους ενδιαφερομένους από τις ζημίες που μπορεί να συνεπάγεται η μεταφορά της κατοικίας τους από ένα κράτος μέλος σε άλλο. Όπως ήδη έκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 1973, Śmieja (51/73, Jurispr. 1973, σ. 1213 ), η επίτευξη του στόχου αυτού απαιτεί η προστασία να επεκτείνεται στην παροχή πλεονεκτήματος το οποίο, προβλεπόμενο στο πλαίσιο ενός ειδικού καθεστώτος, όπως το μεταβατικό καθεστώς του AOW, υλοποιείται με την αύξηση της σύνταξης, η οποία διαφορετικά θα ανήκε στον δικαιούχο.

16

Ειδικότερες λεπτομέρειες υλοποιήσεως της εν λόγω αρχής κατά την εφαρμογή της ολλανδικής νομοθεσίας περί γενικής ασφαλίσεως γήρατος περιλαμβάνονται στο παράρτημα VI, κεφάλαιο Θ, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71. Πράγματι, η διάταξη του άρθρου 10, η οποία αποκλείει την εφαρμογή ρητρών κατοικίας, δεν μπορεί να εφαρμοστεί χωρίς περιορισμούς σε ένα σύστημα γενικής ασφαλίσεως γήρατος για το οποίο το απλό γεγονός της κατοικίας στις Κάτω Χώρες είναι αρκετό προκειμένου να θεωρηθεί κάποιος ως ασφαλισμένος.

17

Επομένως, όταν πρόκειται για πρόσωπα τα οποία κατοικούσαν κατά τα έξι έτη που έπονται του πεντηκοστού ενάτου έτους της ηλικίας τους σε άλλο κράτος μέλος όπως προβλέπει η περίπτωση στ ) της παραγράφου 2, η περίπτωση α ) εξαρτά τον συνυπολογισμό των περιόδων που προηγούνται της ενάρξεως ισχύος του νόμου από την πρόσθετη προϋπόθεση ότι πρόκειται για περιόδους κατά τη διάρκεια των οποίων ο δικαιούχος κατοικούσε στις Κάτω Χώρες ή εργαζόταν εκεί ως μισθωτός. Όντως, οι περίοδοι αυτές συνδέονται επαρκώς με το ολλανδικό σύστημα.

18

Η ύπαρξη προϋποθέσεων κατοικίας δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να στερείται ο ενδιαφερόμενος του δικαιώματος της ως άνω εξομοιώσεως για περιόδους προγενέστερες της 1ης Ιανουαρίου 1957, κατά τη διάρκεια των οποίων το άτομο αυτό, ηλικίας άνω των δεκαπέντε ετών, συνδεόταν επαρκώς με τις Κάτω Χώρες. Όσον αφορά το μεταβατικό καθεστώς του AOW, η επέλευση των άλλων αποτελεσμάτων των προϋποθέσεων κατοικίας δεν εμποδίζεται από τις διατάξεις του παραρτήματος VI, το οποίο, με τον τρόπο αυτό,περιορίζει το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 10.

19

Επομένως, όταν πρόκειται για άτομα τα οποία δεν πληρούν την προϋπόθεση της τωρινής κατοικίας και δεν είχαν κανένα δεσμό με τις Κάτω Χώρες κατά τη διάρκεια περιόδου μεταξύ του δεκάτου πέμπτου έτους της ηλικίας τους και της 1ης Ιανουαρίου 1957, η μη εξομοίωση της περιόδου αυτής προς έτη ασφαλίσεως βάσει του AOW δεν αντιβαίνει προς την εφαρμογή του άρθρου 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 με τον τρόπο που εξειδικεύεται στο παράρτημα VI.

20

Συνεπώς, στο ερώτημα που υπέβαλε το Raad van Beroep του 'Αμστερνταμ πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 έχει την έννοια ότι δεν είναι ασυμβίβαστη με αυτό διάταξη η οποία επιτρέπει να μην αναγνωριστεί στον ενδιαφερόμενο δικαίωμα επί των μεταβατικών παροχών που προβλέπονται από την εθνική νομοθεσία, με μόνη αιτιολογία ότι ο ενδιαφερόμενος δεν κατοικεί στο έδαφος του κράτους στο οποίο βρίσκεται ο οφειλέτης φορέας, λαμβανομένου υπόψη του ότι το παράρτημα VI του κανονισμού περιλαμβάνει ειδική ρύθμιση όσον αφορά τον συνυπολογισμό των προ της 1ης Ιανουαρίου 1957 περιόδων ως περιόδων ασφαλίσεως στην περίπτωση προσώπων που πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις.

Επί των δικαστικών εξόδων

21

Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η ολλανδική κυβέρνηση και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι οποίες κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα του παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε το Raad van Beroep του 'Αμστερνταμ με Διάταξη της 17ης Αυγούστου 1988, αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 έχει την έννοια ότι δεν είναι ασυμβίβαστη με αυτό διάταξη η οποία επιτρέπει να μην αναγνωριστεί στον ενδιαφερόμενο δικαίωμα επί των μεταβατικών παροχών που προβλέπονται από την εθνική νομοθεσία, με μόνη αιτιολογία ότι ο ενδιαφερόμενος δεν κατοικεί στο έδαφος του κράτους στο οποίο βρίσκεται ο οφειλέτης φορέας, λαμβανομένου υπόψη του ότι το παράρτημα VI του κανονισμού περιλαμβάνει ειδική ρύθμιση όσον αφορά τον συνυπολογισμό των προ της 1ης Ιανουαρίου 1957 περιόδων ως περιόδων ασφαλίσεως στην περίπτωση προσώπων που πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις.

 

Schockweiler

Mancini

O'Higgins

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 2 Μαΐου 1990.

Ο γραμματέας

J.-G. Giraud

Ο πρόεδρος του δευτέρου τμήματος

F. Α. Schockweiler


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.

Επάνω