EUR-Lex Πρόσβαση στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Επιστροφή στην αρχική σελίδα του EUR-Lex

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62012CC0546

Advocate General’s Opinion - 13 November 2014
Schräder v CPVO
Case C-546/12 P
Advocate General: Sharpston

Συλλογή της Νομολογίας — Γενική Συλλογή

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2014:2373

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ELEANOR SHARPSTON

της 13ης Νοεμβρίου 2014 ( 1 )

Υπόθεση C‑546/12 P

Ralf Schräder

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι:

Κοινοτικό Γραφείο Φυτικών Ποικιλιών (ΚΓΦΠ)

και

Jørn Hansson

«Αίτηση αναιρέσεως — Κοινοτικά δικαιώματα επί φυτικών ποικιλιών — Απόφαση του τμήματος προσφυγών σε διαδικασία για την ανάκληση δικαιώματος — Αυτεπάγγελτη εξέταση των πραγματικών περιστατικών — Άρθρο 76 του κανονισμού (ΕΚ) 2100/94»

1. 

Ο R. Schräder ζητεί εν προκειμένω την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου στην υπόθεση T‑242/09 ( 2 ), με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά της αποφάσεως που εξέδωσε στις 23 Ιανουαρίου 2009 το τμήμα προσφυγών (στο εξής: τμήμα προσφυγών) του Κοινοτικού Γραφείου Φυτικών Ποικιλιών (στο εξής: ΚΓΦΠ ή Γραφείο), στο πλαίσιο διαδικασίας με αντικείμενο την ανάκληση του κοινοτικού δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας (στο εξής: ΚΔΦΠ) το οποίο είχε παραχωρηθεί για την ποικιλία LEMON SYMPHONY, του είδους Osteospermum ecklonis ( 3 ).

2. 

Εν συντομία, το ιστορικό της διαφοράς έχει ως ακολούθως. Στις 5 Σεπτεμβρίου 1996 ο J. Hansson (παρεμβαίνων στη διαδικασία ενώπιον του ΚΓΦΠ) υπέβαλε αίτηση ενώπιον του ΚΓΦΠ για την παροχή ΚΔΦΠ επί της φυτικής ποικιλίας LEMON SYMPHONY. Το ΚΓΦΠ ανέθεσε στο Bundessortenamt (ομοσπονδιακό Γραφείο Φυτικών Ποικιλιών της Γερμανίας) να διεξαγάγει την απαιτούμενη τεχνική εξέταση. Για τον σκοπό αυτό, το Bundessortenamt ζήτησε να του αποσταλούν «20 νεαρά φυτά εμπορεύσιμης ποιότητας, τα οποία δεν έχουν κλαδευθεί και στα οποία δεν έχει γίνει εφαρμογή ρυθμιστών αναπτύξεως». Στις 10 Ιανουαρίου 1997 ο J. Hansson απέστειλε το φυτικό υλικό που του είχε ζητηθεί. Ο υπάλληλος που είχε επιφορτιστεί με την τεχνική εξέταση απέστειλε στο ΚΓΦΠ έγγραφο όπου επισήμαινε τα εξής: «Σύμφωνα με το σημείο II, δεύτερο εδάφιο, του τεχνικού πρωτοκόλλου του ΚΓΦΠ σχετικά με την εξέταση των διακριτικών χαρακτηριστικών, της ομοιογένειας και της σταθερότητας (στο εξής: τεχνικό πρωτόκολλο ή DUS), σας γνωστοποιούμε ότι το υλικό πολλαπλασιασμού της ως άνω ποικιλίας το οποίο μας απεστάλη συνίσταται σε φυτά που προορίζονται για πώληση, με μπουμπούκια, στα οποία έχουν χρησιμοποιηθεί ρυθμιστές αναπτύξεως και τα οποία έχουν κλαδευθεί. Κατά συνέπεια, δεν είναι βέβαιο αν θα μπορέσει να διεξαχθεί ομαλώς η τεχνική εξέταση». Ωστόσο, στη συνέχεια η τεχνική εξέταση πραγματοποιήθηκε (στο εξής: τεχνική εξέταση του 1997), μολονότι, όπως σημείωσε το Γενικό Δικαστήριο στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Bundessortenamt δεν μπόρεσε να επιβεβαιώσει αν η τεχνική εξέταση αφορούσε άμεσα το φυτικό υλικό που είχε αποστείλει ο J. Hansson ή μοσχεύματα που ελήφθησαν από το υλικό αυτό. Ακολούθως, το Bundessortenamt συνέταξε έκθεση εξετάσεως στην οποία επισυναπτόταν η επίσημη περιγραφή της LEMON SYMPHONY, όπου ο «τρόπος αναπτύξεως των στελεχών» χαρακτηριζόταν ως «όρθιος» ( 4 ).

3. 

Το ΚΔΦΠ για τη LEMON SYMPHONY παραχωρήθηκε στις 6 Απριλίου 1999.

4. 

Στις 26 Νοεμβρίου 2001 ο R. Schräder υπέβαλε αίτηση για την παροχή ΚΔΦΠ επί της φυτικής ποικιλίας SUMOST 01, του είδους Osteospermum ecklonis ( 5 ). Το πόρισμα της διεξαχθείσας τεχνικής εξετάσεως ήταν ότι η SUMOST 01 δεν διέφερε από τη LEMON SYMPHONY. Για τον λόγο αυτό, η αίτηση του R. Schräder απορρίφθηκε. Στη συνέχεια, επιδιώκοντας να εξασφαλίσει την προστασία της SUMOST 01, ο R. Schräder κίνησε πλήθος διαδικασιών προκειμένου να επιτύχει την τροποποίηση της αποφάσεως για την παροχή ΚΔΦΠ στη LEMON SYMPHONY. Τόσο στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας όσο και ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ο R. Schräder υποστήριξε ότι το συγκεκριμένο ΚΔΦΠ έπρεπε να ανακληθεί αναδρομικώς. Ουσιαστικά, διατείνεται ότι η τεχνική εξέταση του 1997 ήταν άκυρη, καθόσον το φυτικό υλικό που χρησιμοποιήθηκε δεν ανταποκρινόταν στις απαιτούμενες προδιαγραφές. Υποστηρίζει επίσης ότι η LEMON SYMPHONY ουδέποτε είχε τη μορφή που δηλώθηκε στην επίσημη περιγραφή της και καταχωρίστηκε στο μητρώο των κοινοτικών δικαιωμάτων επί φυτικών ποικιλιών το 1997.

5. 

Ο R. Schräder ισχυρίζεται ότι η τεχνική εξέταση του 1997 ενείχε παρατυπίες για τους ακόλουθους λόγους. Πρώτον, τα φυτά που εστάλησαν στο Bundessortenamt είχαν πολλαπλασιαστεί με μοσχεύματα και τα μοσχεύματα αυτά χρησιμοποιήθηκαν εν συνεχεία κατά την εξέταση αντί του υλικού που είχε αποσταλεί από τον J. Hansson (τον κάτοχο του ΚΔΦΠ για τη LEMON SYMPHONY). Δεύτερον, το υλικό που υπεβλήθη σε δοκιμές συνίστατο σε μπουμπούκια στα οποία είχε γίνει εφαρμογή ρυθμιστών αναπτύξεως. Τρίτον, υπήρχαν διαφορές σε σχέση με την περιγραφή της ποικιλίας LEMON SYMPHONY που είχε παραχθεί στην Ιαπωνία. Τέταρτον, κατά τον κανονισμό (ΕΚ) 2100/94 ( 6 ), μια ποικιλία μπορεί να χαρακτηριστεί ως διακριτή μόνον αν διακρίνεται σαφώς από τις υπόλοιπες, βάσει της εκδηλώσεως των χαρακτηριστικών που προκύπτουν από έναν ιδιαίτερο γονότυπο ή συνδυασμό γονοτύπων· όταν η εκδήλωση των χαρακτηριστικών η οποία διαπιστώνεται είναι αποτέλεσμα της εφαρμογής μηχανικών μέσων και ρυθμιστών αναπτύξεως, δεν υφίσταται διακριτός χαρακτήρας.

6. 

Με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, ο R. Schräder προβάλλει έξι λόγους αναιρέσεως.

7. 

Κατά την άποψή μου, μόνον ο πρώτος λόγος αναιρέσεως –ότι δηλαδή το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον έκρινε ότι το τμήμα προσφυγών δεν υπείχε υποχρέωση αυτεπάγγελτης εξετάσεως των πραγματικών περιστατικών, και με τον τρόπο αυτό προσέβαλε τα θεμελιώδη δικαιώματα του R. Schräder– αφορά, πράγματι, νομικό ζήτημα· και αυτός όμως είναι αβάσιμος, για τους λόγους που θα εκθέσω κατωτέρω.

Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Θεμελιώδη δικαιώματα

8.

Το άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) ( 7 ) εγγυάται το δικαίωμα κάθε προσώπου στην αμερόληπτη, δίκαιη και εντός ευλόγου προθεσμίας εξέταση των υποθέσεών του από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης.

9.

Το άρθρο 47 του Χάρτη προβλέπει το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου.

Κανονισμός (ΕΚ) 2100/94

10.

Ο βασικός κανονισμός θεσπίζει ένα σύστημα (το οποίο συνυπάρχει με τα εθνικά συστήματα) για την αναγνώριση δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας επί φυτικών ποικιλιών τα οποία ισχύουν για όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση ( 8 ). Το ΚΓΦΠ ιδρύθηκε με σκοπό την εφαρμογή του βασικού κανονισμού ( 9 ). Αντικείμενο ΚΔΦΠ μπορούν να αποτελέσουν ποικιλίες όλων των βοτανικών γενών και ειδών, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, των υβριδίων τους ( 10 ). Προκειμένου να χαρακτηριστεί ως προστατεύσιμη μια ποικιλία πρέπει να είναι διακριτή, ομοιογενής, σταθερή και νέα ( 11 ). Ο κάτοχος ΚΔΦΠ απολαύει του αποκλειστικού δικαιώματος να προβαίνει στις ενέργειες που απαριθμούνται στο άρθρο 13, παράγραφος 2 ( 12 ), ή να χορηγεί άδεια για τέτοιες ενέργειες. Το ΚΔΦΠ παραχωρείται κατόπιν υποβολής της σχετικής αιτήσεως· οι όροι που διέπουν την οικεία διαδικασία εκτίθενται στο κεφάλαιο I του βασικού κανονισμού. Το ΚΓΦΠ είναι αρμόδιο να διεξαγάγει την τυπική, ουσιαστική και τεχνική εξέταση της σχετικής αιτήσεως ( 13 ).

11.

Το άρθρο 7, παράγραφος 1, ορίζει τα κάτωθι: «Μια ποικιλία θεωρείται ότι είναι διακριτή όταν μπορεί να διακρίνεται σαφώς, βάσει της εκδήλωσης των χαρακτηριστικών που προκύπτει από έναν ιδιαίτερο γονότυπο ή συνδυασμό γονοτύπων, από κάθε άλλη ποικιλία η ύπαρξη της οποίας είναι κοινώς γνωστή κατά την ημερομηνία της αιτήσεως που καθορίζεται δυνάμει του άρθρου 51» ( 14 ). Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 2, η ύπαρξη άλλης ποικιλίας θεωρείται ότι είναι «κοινώς γνωστή» αν (α) είχε λάβει δικαίωμα επί φυτικής ποικιλίας ή είχε καταχωριστεί σε επίσημο μητρώο φυτικών ποικιλιών στην Κοινότητα ή σε οποιοδήποτε κράτος ή σε οποιοδήποτε διακυβερνητικό οργανισμό με σχετική αρμοδιότητα· ή (β) είχε υποβληθεί γι’ αυτήν αίτηση παροχής ΚΔΦΠ ή αίτηση για καταχώρισή της σε επίσημο μητρώο ποικιλιών, εφόσον η αίτηση έχει εν τω μεταξύ καταλήξει στην παροχή δικαιώματος ή την καταχώριση.

12.

Μια ποικιλία θεωρείται «σταθερή» αν, μεταξύ άλλων, η εκδήλωση των χαρακτηριστικών που περιλαμβάνονται στην εξέταση της διακρίσεως παραμένει αναλλοίωτη μετά από επαναλαμβανόμενες αναπαραγωγές ( 15 ).

13.

Το άρθρο 20 φέρει τον τίτλο «[Ανάκληση] κοινοτικ[ού] δικα[ιώματος] επί φυτικών ποικιλιών» και προβλέπει τα εξής:

«1.   Το Γραφείο κηρύσσει την εξ υπαρχής [ανάκληση του δικαιώματος] επί φυτικής ποικιλίας αν διαπιστωθεί:

α)

ότι οι όροι που προβλέπουν τα άρθρα 7 ή 10 δεν επληρούντο κατά το χρόνο της παραχώρησης του κοινοτικού δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας·

[…]

2.   Όταν το κοινοτικό δικαίωμα επί φυτικής ποικιλίας [ανακαλείται] εξ υπαρχής […], θεωρείται ότι δεν επέφερε εξ υπαρχής τα αποτελέσματα που ορίζει ο παρών κανονισμός.»

14.

Το άρθρο 21 ορίζει υπό ποιες προϋποθέσεις ο κάτοχος ΚΔΦΠ κηρύσσεται έκπτωτος.

15.

Οι αποφάσεις του ΚΓΦΠ συνοδεύονται από το σκεπτικό στο οποίο στηρίζονται, το οποίο βασίζεται μόνο σε λόγους και αποδεικτικά στοιχεία επί των οποίων οι διάδικοι είχαν τη δυνατότητα να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους προφορικώς ή γραπτώς ( 16 ).

16.

Όταν ανακύπτουν ζητήματα που δεν ρυθμίζονται από διαδικαστικές διατάξεις του βασικού κανονισμού, το ΚΓΦΠ εφαρμόζει τις αρχές του δικονομικού δικαίου που είναι γενικά αναγνωρισμένες στα κράτη μέλη ( 17 ).

17.

Ενώπιον του τμήματος προσφυγών μπορεί να ασκηθεί προσφυγή κατά των αποφάσεων του ΚΓΦΠ που έχουν ληφθεί, μεταξύ άλλων, δυνάμει των άρθρων 20 και 21 ( 18 ).

18.

Το άρθρο 76 προβλέπει τα ακόλουθα: «Στις ενώπιόν του διαδικασίες, το [ΚΓΦΠ] διερευνά τα πραγματικά περιστατικά αυτεπαγγέλτως, καθ’ όσον αυτά υπόκεινται σε εξέταση σύμφωνα με τα άρθρα 54 και 55. Δεν λαμβάνει υπόψη του γεγονότα ή αποδεικτικά στοιχεία που δεν υποβλήθηκαν εντός της προθεσμίας που έθεσε το [ΚΓΦΠ]».

19.

Το ΚΓΦΠ μπορεί αυτεπαγγέλτως, και μετά από διαβούλευση με τον κάτοχο, να προσαρμόσει την επίσημη περιγραφή της ποικιλίας όσον αφορά τον αριθμό και το είδος των χαρακτηριστικών ή την καθορισμένη έκφραση αυτών των χαρακτηριστικών ( 19 ).

20.

Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, το τμήμα προσφυγών μπορεί να ασκήσει όλες τις αρμοδιότητες που περιέχονται στις εξουσίες του ΚΓΦΠ ( 20 ).

21.

Το άρθρο 73, παράγραφος 1, προβλέπει το δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής κατά των αποφάσεων του τμήματος προσφυγών, ενώπιον του δικαστή της Ένωσης. Η ένδικη αυτή προσφυγή επιτρέπεται μόνο για τους λόγους που παρατίθενται στο άρθρο 73, παράγραφος 2 ( 21 ).

Κανονισμός (ΕΚ) 1239/95 της Επιτροπής

22.

Ο κανονισμός 1239/95 ( 22 ) περιλαμβάνει τους λεπτομερείς κανόνες για την εφαρμογή του βασικού κανονισμού. Το άρθρο 51 προβλέπει ότι, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, οι διατάξεις που διέπουν τις διαδικασίες ενώπιον του Γραφείου εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν και για τις διαδικασίες προσφυγής.

Διοικητική διαδικασία

23.

Το πλήρες ιστορικό της διοικητικής διαδικασίας ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής του ΚΓΦΠ και ενώπιον του τμήματος προσφυγών εκτίθεται στις σκέψεις 5 έως 78 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Συνοπτικά, η εξέλιξη της διαδικασίας ήταν η ακόλουθη.

24.

Στις 27 Οκτωβρίου 2003 ο J. Hansson (ως κάτοχος του δικαιώματος για την ποικιλία LEMON SYMPHONY) υπέβαλε εγγράφως ένσταση κατά της αιτήσεως του R. Schräder (της 26ης Νοεμβρίου 2001) για την παροχή ΚΔΦΠ ως προς την ποικιλία SUMOST 01 ( 23 ). Με απόφαση της 19ης Φεβρουαρίου 2007 (στο εξής: απορριπτική απόφαση), το Γραφείο δέχθηκε τις ενστάσεις του J. Hansson και απέρριψε την αίτηση του R. Schräder, προβάλλοντας κατά βάση ως αιτιολογία ότι η SUMOST 01 δεν ήταν σαφώς διακριτή από την LEMON SYMPHONY και, ως εκ τούτου, δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 7 του βασικού κανονισμού.

25.

Κατόπιν τούτου, στις 26 Οκτωβρίου 2004 ο R. Schräder υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 21 του βασικού κανονισμού, αίτηση για την κήρυξη εκπτώσεως από το ήδη παραχωρηθέν ΚΔΦΠ για την ποικιλία LEMON SYMPHONY, ισχυριζόμενος ότι τα χαρακτηριστικά τα οποία είχαν χρησιμοποιηθεί για την περιγραφή της ποικιλίας, περιλαμβανομένων και αυτών που αφορούσαν την εξέταση της διαφορετικότητας, δεν είχαν το στοιχείο της σταθερότητας και, ως εκ τούτου, δεν πληρούσαν τις απαιτήσεις του άρθρου 9. Με έγγραφο της 10ης Μαΐου 2007, το ΚΓΦΠ πληροφόρησε τον R. Schräder ότι η αρμόδια επιτροπή είχε ελέγξει αν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 21 του βασικού κανονισμού και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι προϋποθέσεις αυτές δεν συνέτρεχαν (στο εξής: απορριπτική απόφαση επί της αιτήσεως για την κήρυξη εκπτώσεως).

26.

Στις 7 Δεκεμβρίου 2004 το ΚΓΦΠ αποφάσισε να προβεί σε τεχνικό έλεγχο προκειμένου να βεβαιώσει ότι η LEMON SYMPHONY εξακολουθούσε να υφίσταται με την ίδια μορφή. Στις 14 Σεπτεμβρίου 2005 το Bundessortenamt συνέταξε έκθεση εξετάσεως, με την οποία κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η εν λόγω φυτική ποικιλία έπρεπε να διατηρηθεί. Στην έκθεση αυτή επισυναπτόταν, με ημερομηνία της ίδιας ημέρας, νέα περιγραφή της ποικιλίας από την οποία προέκυπτε, μεταξύ άλλων, ότι ο «τρόπος αναπτύξεως των στελεχών» χαρακτηριζόταν πλέον ως «ημιόρθιος έως οριζόντιος». Με έγγραφο που κοινοποιήθηκε στον J. Hansson στις 25 Αυγούστου 2006, το ΚΓΦΠ δήλωσε ότι προτίθεται να προσαρμόσει την επίσημη περιγραφή της LEMON SYMPHONY που είχε καταχωριστεί στο μητρώο του 1997, ώστε να αντιστοιχεί στη νέα περιγραφή της 14ης Σεπτεμβρίου 2005. Το ΚΓΦΠ εκτιμούσε ότι η συγκεκριμένη προσαρμογή ήταν αναγκαία, αφενός, λόγω των προόδων που είχαν σημειωθεί στον τομέα της δημιουργίας φυτικών ποικιλιών μετά την εξέταση της εν λόγω ποικιλίας το 1997 και, αφετέρου, διότι κατόπιν της τροποποιήσεως των κατευθυντηρίων γραμμών του 2001 για τη διενέργεια της τεχνικής εξετάσεως, η διαφορετική βαθμολογία όσον αφορά το χαρακτηριστικό «τρόπος αναπτύξεως των στελεχών» μπορούσε να εξηγηθεί από το γεγονός ότι στον «πίνακα χαρακτηριστικών VI», όπως ίσχυε το 1997, δεν περιλαμβανόταν καμία ποικιλία συγκρίσεως και κατά το έτος εκείνο η LEMON SYMPHONY ήταν η πιο ευθυτενής ποικιλία. Επιπλέον, οι ποικιλίες του είδους Osteospermum ecklonis είχαν σαφώς αυξηθεί από το 1997 και οι κατευθυντήριες γραμμές είχαν εν μέρει τροποποιηθεί, οπότε ήταν επιβεβλημένη η αναπροσαρμογή των βαθμών εκδηλώσεως των χαρακτηριστικών.

27.

Με έγγραφο της 22ας Σεπτεμβρίου 2006, ο J. Hansson δέχθηκε την ως άνω πρόταση. Με έγγραφο της 18ης Απριλίου 2007, το ΚΓΦΠ ενημέρωσε τον J. Hansson για την απόφασή του να προσαρμόσει αυτεπαγγέλτως την επίσημη περιγραφή της LEMON SYMPHONY, σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού (στο εξής: απόφαση για την προσαρμογή της περιγραφής). Στις 21 Μαΐου 2007 το Γραφείο κοινοποίησε στον R. Schräder την απόφαση για την προσαρμογή της περιγραφής και την αντικατάσταση της επίσημης περιγραφής της LEMON SYMPHONY που είχε καταχωριστεί στο μητρώο των ΚΔΦΠ το 1997 από την περιγραφή του 2005.

28.

Ο R. Schräder άσκησε ενώπιον του τμήματος προσφυγών προσφυγές κατά της αποφάσεως για την απόρριψη της αιτήσεως παροχής ΚΔΦΠ, κατά της απορριπτικής αποφάσεως επί της αιτήσεως για την κήρυξη εκπτώσεως και κατά της αποφάσεως για την προσαρμογή της περιγραφής ( 24 ). Και οι τρεις προσφυγές του απορρίφθηκαν.

29.

Στις 11 Απριλίου 2007 ο R. Schräder υπέβαλε αίτηση ανακλήσεως του παραχωρηθέντος ΚΔΦΠ για τη LEMON SYMPHONY. Με έγγραφο της 26ης Σεπτεμβρίου 2007, το ΚΓΦΠ απέρριψε την αίτηση. Στις 19 Οκτωβρίου 2007 ο R. Schräder άσκησε προσφυγή κατά της ως άνω αποφάσεως ενώπιον του τμήματος προσφυγών ( 25 ).

30.

Στις 23 Ιανουαρίου 2009 το τμήμα προσφυγών απέρριψε ως αβάσιμη την ως άνω προσφυγή (στο εξής: απόφαση επί της αιτήσεως ανακλήσεως). Το τμήμα προσφυγών κατέληξε στις ακόλουθες διαπιστώσεις. Πρώτον, το Bundessortenamt είχε επισημάνει στο ΚΓΦΠ ότι αν χρησιμοποιούνταν το προσκομισθέν υλικό (φυτά με μπουμπούκια στα οποία είχαν εφαρμοστεί ρυθμιστές αναπτύξεως) υπήρχε κίνδυνος να θιγεί η αξιοπιστία της εξετάσεως, αλλά του υποδείχθηκε να εξακολουθήσει την εξέταση και να λάβει μοσχεύματα από το προσκομισθέν υλικό. Δεύτερον, αποτελούσε συνήθη πρακτική να πολλαπλασιάζονται με μοσχεύματα όλες οι ποικιλίες που χρησιμοποιούνταν στο πλαίσιο εξετάσεως, λαμβάνοντας τα μοσχεύματα ταυτοχρόνως προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι το σύνολο του υλικού έχει την ίδια βιολογική ηλικία. Τρίτον, το ζήτημα της χρήσεως χημικών ουσιών δεν ήταν τόσο απλό όσο υποστήριζε ο R. Schräder ( 26 ). Τέταρτον, μπορούσε ευλόγως να συναχθεί ότι η εφαρμογή ρυθμιστών αναπτύξεως δεν επηρέασε την εξέταση. Το είδος ρυθμιστή αναπτύξεως το οποίο χρησιμοποιούνταν κατά τον πολλαπλασιασμό δεν είχε, κατά κανόνα, διαρκές αποτέλεσμα, δεδομένου ότι για τον μεταγενέστερο έλεγχο της αναπτύξεως του φυτού απαιτούνταν πρόσθετος ψεκασμός με ρυθμιστές αναπτύξεως (ως προς αυτήν τη διαπίστωση το τμήμα προσφυγών έκανε δεκτά τα πληροφοριακά στοιχεία που υποβλήθηκαν από τον J. Hansson). Πέμπτον, ο ισχυρισμός του R. Schräder ότι όλες οι ποικιλίες αναφοράς που μνημονεύονταν στις κατευθυντήριες γραμμές ήταν γνωστές το 1997 ήταν αλυσιτελής. Έκτον, η ποικιλία LEMON SYMPHONY, η οποία ήταν προϊόν διασταυρώσεως μεταξύ των γενών Osteospermum και Dimorphoteca ήταν αυτή καθ’ εαυτήν μοναδική λόγω όχι μόνον των μορφολογικών της χαρακτηριστικών, αλλά και της περιόδου συνεχούς ανθοφορίας της, η οποία είχε μακρύτερη διάρκεια από εκείνη των υφιστάμενων ποικιλιών του γένους Osteospermum. Δεδομένης της μοναδικότητας της LEMON SYMPHONY, δεν κατέστη δυνατό να ανευρεθούν, στο πλαίσιο της εξετάσεως που πραγματοποίησε το Bundessortenamt το 1997, ποικιλίες αναφοράς με τις οποίες μπορούσε να συγκριθεί η εν λόγω ποικιλία.

31.

Με έγγραφο της 30ης Μαρτίου 2009, ο R. Schräder διατύπωσε σειρά επικρίσεων και αντιρρήσεων τόσο κατά των πρακτικών όσο και κατά του τρόπου διεξαγωγής της ακροάσεως που είχε πραγματοποιηθεί στις 23 Ιανουαρίου 2009. Ο R. Schräder πρότεινε, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία προς στήριξη των ισχυρισμών του ( 27 ).

Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

32.

Ο R. Schräder άσκησε, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, τέσσερις διαφορετικές προσφυγές με τις οποίες στράφηκε κατά των αποφάσεων του τμήματος προσφυγών ( 28 ). Σε κάθε υπόθεση ζητούσε την ακύρωση της σχετικής αποφάσεως και την καταδίκη του ΚΓΦΠ στα δικαστικά έξοδα. Οι τέσσερις υποθέσεις συνενώθηκαν προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

33.

Το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι οι πρώτες τρεις υποθέσεις (T‑133/08, T‑134/08 και T‑177/08) συνδέονται στενά μεταξύ τους και ότι η έκβασή τους εξαρτάται από την υπόθεση T‑242/09, σχετικά με τη διαδικασία ανακλήσεως. Ως εκ τούτου, η τελευταία αυτή υπόθεση εξετάστηκε κατά προτεραιότητα.

34.

Ο R. Schräder πρόβαλε τέσσερις λόγους ακυρώσεως. Οι πρώτοι τρεις αφορούσαν παράβαση των διατάξεων του βασικού κανονισμού, ήτοι: (i) του άρθρου 76 (αυτεπάγγελτη εξέταση των πραγματικών περιστατικών από το Γραφείο) και του άρθρου 81 (εφαρμογή διαδικαστικών διατάξεων αναγνωρισμένων από τα κράτη μέλη)· (ii) του άρθρου 7 (προϋποθέσεις χαρακτηρισμού μιας ποικιλίας ως διακριτής) και του άρθρου 20 (ανάκληση ΚΔΦΠ)· και (iii) του άρθρου 75 (υποχρέωση αιτιολογήσεως). Ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως αφορούσε παράβαση του άρθρου 63, παράγραφοι 1 και 2, του εκτελεστικού κανονισμού (κανόνες σχετικοί με τα πρακτικά της προφορικής διαδικασίας και τη διεξαγωγή αποδείξεων).

35.

Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η προσφυγή στην υπόθεση T‑242/09 ήταν αβάσιμη. Για τον λόγο αυτό την απέρριψε με την απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2012.

36.

Στις υποθέσεις T‑133/08, T‑134/08 και T‑177/08, το Γενικό Δικαστήριο έκανε δεκτές τις προσφυγές, και συγκεκριμένα τον λόγο ακυρώσεως ο οποίος αφορούσε παράβαση του άρθρου 59, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού, σχετικά με την τήρηση πρακτικών της προφορικής διαδικασίας ενώπιον του ΚΓΦΠ και με το δικαίωμα ακροάσεως. Κατά συνέπεια, ακύρωσε τις αποφάσεις που είχε εκδώσει το τμήμα προσφυγών στις διαδικασίες οι οποίες αφορούσαν την αίτηση παροχής ΚΔΦΠ, την αίτηση για την κήρυξη εκπτώσεως και την προσαρμογή της περιγραφής.

Η αίτηση αναιρέσεως και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

37.

Ο R. Schräder ζητεί, πρώτον, την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου κατά το μέρος που αφορά την προσβαλλόμενη απόφαση του τμήματος προσφυγών στην υπόθεση T‑242/09, δεύτερον, την αποδοχή της αιτήσεώς του για ανάκληση του ΚΔΦΠ ως προς τη LEMON SYMPHONY και, τρίτον, την καταδίκη του ΚΓΦΠ στο σύνολο των δικαστικών εξόδων για τις τέσσερις διαδικασίες ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

38.

Οι έξι λόγοι αναιρέσεως που προβάλλει ο R. Schräder συνοψίζονται ως ακολούθως. Πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον έκρινε ότι το τμήμα προσφυγών δεν μπορούσε να ενεργήσει αυτεπαγγέλτως στο πλαίσιο διαδικασίας για την ανάκληση δικαιώματος. Με τον τρόπο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τα δικαιώματά του τα οποία απέρρεαν από τους κανόνες σχετικά με το βάρος αποδείξεως και με την αποδεικτική διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών –με αποτέλεσμα να παραβεί την υποχρέωση ασκήσεως δικαστικού ελέγχου και να προσβάλει το δικαίωμα του R. Schräder σε δίκαιη δίκη, καθώς επίσης και να παραβιάσει τις αρχές της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και της παροχής αποτελεσματικού ενδίκου βοηθήματος. Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε εσφαλμένως ότι ο διάδικος δεν δικαιούται να ζητήσει να ληφθούν μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας ενώπιον του τμήματος προσφυγών παρά μόνον αν προσκομίσει prima facie στοιχεία προς στήριξη του σχετικού αιτήματός του και, ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο παρέβη τους κανόνες που αφορούν το βάρος αποδείξεως και την αποδεικτική διαδικασία. Εξάλλου, ακόμη και αν υποτεθεί ότι κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών, ο νυν αναιρεσείων ήταν αυτός που έφερε το βάρος αποδείξεως, το Γενικό Δικαστήριο προσέβαλε το δικαίωμα ακροάσεώς του και παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά στοιχεία. Τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον χαρακτήρισε ως «κοινώς γνωστό» ένα γεγονός (ήτοι, τον πολλαπλασιασμό με μοσχεύματα των δειγμάτων που αποτέλεσαν το αντικείμενο της εξετάσεως), το οποίο (κατά την άποψη του αναιρεσείοντος) είναι αναληθές. Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο παρέβη την υποχρέωσή του ασκήσεως δικαστικού ελέγχου και παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά στοιχεία. Τέταρτον, το Γενικό Δικαστήριο κακώς αποφάνθηκε ότι ο αναιρεσείων δεν προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία προς στήριξη των ισχυρισμών του σχετικά με τις επιπτώσεις των ρυθμιστών αναπτύξεως. Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ενέχει, ως εκ τούτου, αντιφάσεις και είναι πλημμελώς αιτιολογημένη. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να διενεργήσει έλεγχο νομιμότητας της αποφάσεως του τμήματος προσφυγών. Πέμπτον, η διαπίστωση ότι το χαρακτηριστικό «τρόπος αναπτύξεως των στελεχών» μιας ποικιλίας του είδους Osteospermum δεν λήφθηκε υπόψη κατά την εξέταση του διακριτού χαρακτήρα της ποικιλίας, αντιβαίνει στα άρθρα 7 και 20 του βασικού κανονισμού. Επίσης, πρόκειται για περίπτωση απαράδεκτης διευρύνσεως του αντικειμένου της διαφοράς, στο μέτρο πού το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε αυτεπαγγέλτως ένα ζήτημα το οποίο ούτε είχε τεθεί από τους διαδίκους ούτε αποτελούσε ζήτημα δημοσίας τάξεως. Έκτον, ο αναιρεσείων βάλλει κατά της διαπιστώσεως του Γενικού Δικαστηρίου ότι το χαρακτηριστικό «τρόπος αναπτύξεως των στελεχών» μιας ποικιλίας του είδους Osteospermum πρέπει να εξετάζεται σε σχέση με άλλα φυτά τα οποία έχουν υποβληθεί στη σχετική εξέταση. Η διαπίστωση αυτή συνιστά παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών, παράβαση του βασικού κανονισμού, απαράδεκτη διεύρυνση του αντικειμένου της διαφοράς και παράβαση της υποχρεώσεως του Γενικού Δικαστηρίου να διενεργήσει πλήρη έλεγχο νομιμότητας. Ως εκ τούτου, η απόφαση είναι αντιφατική.

39.

Το ΚΓΦΠ, υποστηριζόμενο από τον J. Hansson (κάτοχο του δικαιώματος για την ποικιλία LEMON SYMPHONY, παρεμβαίνοντα στη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και διάδικο της διαδικασίας ενώπιον του τμήματος προσφυγών), ζήτησε από το Δικαστήριο την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως και την καταδίκη του R. Schräder στα δικαστικά έξοδα.

Ανάλυση

Πρώτος λόγος αναιρέσεως: πλάνη περί το δίκαιο ως προς τη διαπίστωση ότι το τμήμα προσφυγών δεν μπορούσε να ενεργήσει αυτεπαγγέλτως και προσβολή του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου

Κρίσιμα αποσπάσματα της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου

40.

Το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι, αν ερμηνευθεί στενά με βάση το γράμμα της, η διάταξη του άρθρου 76 του βασικού κανονισμού (περί της αυτεπάγγελτης εξετάσεως των πραγματικών περιστατικών από το ΚΓΦΠ) δεν είχε εφαρμογή στη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών ( 29 ). Το τμήμα προσφυγών όφειλε απλώς να αποφανθεί, κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου, επί της νομιμότητας της αποφάσεως που έλαβε το ΚΓΦΠ, βάσει του άρθρου 20, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού, να μην ανακαλέσει αναδρομικά το ΚΔΦΠ, με την αιτιολογία ότι δεν αποδείχθηκε από τον ως άνω ενδιαφερόμενο ότι οι όροι είτε του άρθρου 7 είτε του άρθρου 10 του ίδιου κανονισμού δεν πληρούνταν κατά τον χρόνο της παραχωρήσεως του ΚΔΦΠ ( 30 ). Συνεπώς, από τη στιγμή που η διαδικασία ανακλήσεως δεν κινήθηκε αυτεπαγγέλτως από το ΚΓΦΠ, αλλά κατόπιν αιτήσεως του R. Schräder, ο ως άνω ενδιαφερόμενος έφερε, βάσει των άρθρων 76 και 81 του βασικού κανονισμού, σε συνδυασμό με το άρθρο 20 αυτού, το βάρος να αποδείξει ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την εν λόγω ανάκληση ( 31 ). Αυτοί οι κανόνες ως προς το βάρος αποδείξεως και τη διεξαγωγή των αποδείξεων διαφέρουν σημαντικά από εκείνους που προβλέπονται, στον τομέα του κοινοτικού σήματος, από το άρθρο 76 του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, για το κοινοτικό σήμα ( 32 ). Πάντως, αυτή η διαφορά μεταξύ των κανόνων αποδείξεως που αφορούν, αφενός, το κοινοτικό σήμα και, αφετέρου, τις φυτικές ποικιλίες, δικαιολογείται από το γεγονός ότι, σε αντίθεση προς τον κανονισμό για το κοινοτικό σήμα, ο βασικός κανονισμός δεν διακρίνει μεταξύ απόλυτων και σχετικών λόγων απαραδέκτου της καταχωρίσεως. Οι κανόνες του βασικού κανονισμού είναι σύμφωνοι τόσο με τους κανόνες του κανονισμού (ΕΚ) 6/2002 ( 33 ) του Συμβουλίου, για τα κοινοτικά σχέδια και υποδείγματα, όσο και με τις γενικές αρχές του δικαίου και τους δικονομικούς κανόνες που ισχύουν όσον αφορά το βάρος αποδείξεως και τη διεξαγωγή των αποδείξεων, και ιδίως με το αξίωμα actori incumbit onus probandi ( 34 ). Συνακόλουθα, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως έπρεπε να απορριφθεί ως στηριζόμενος στην εσφαλμένη προκείμενη ότι το ΚΓΦΠ έφερε εν προκειμένω το βάρος αποδείξεως δυνάμει των άρθρων 76 και 81 του κανονισμού ( 35 ).

41.

Ακολούθως, το Γενικό Δικαστήριο σημείωσε ότι από τις διατάξεις του βασικού κανονισμού δεν προέκυπτε ότι η διαδικασία ενώπιον του ΚΓΦΠ είχε αμιγώς ανακριτικό χαρακτήρα. Ειδικότερα, η «αρχή της αυτεπάγγελτης εξετάσεως» (η οποία διατυπώνεται, όσον αφορά την τεχνική εξέταση, στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 76 του κανονισμού) έπρεπε να συμβιβάζεται με τον κανόνα (που διατυπώνεται στο δεύτερο εδάφιο του ίδιου άρθρου) ότι το ΚΓΦΠ δεν λαμβάνει υπόψη του γεγονότα ή αποδεικτικά στοιχεία προβληθέντα εκτός της ταχθείσας προθεσμίας. Απόκειται έτσι στους διαδίκους της διαδικασίας ενώπιον του ΚΓΦΠ να επικαλεστούν εγκαίρως τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αυτοί επιθυμούν να διαπιστώσει και να εκτιμήσει το ΚΓΦΠ, προσκομίζοντας τα αποδεικτικά στοιχεία που οι ίδιοι θα ήθελαν να ληφθούν υπόψη προς τεκμηρίωση των οικείων πραγματικών περιστατικών ( 36 ). Κατά το μέτρο, επομένως, που οι διατάξεις αυτές είχαν εφαρμογή σε διαδικασία προσφυγής κατά αποφάσεως την οποία έλαβε το ΚΓΦΠ, βάσει του άρθρου 20 του βασικού κανονισμού, να μην ανακαλέσει συγκεκριμένο ΚΔΦΠ, ο διάδικος που ζήτησε την εν λόγω ανάκληση όφειλε να επικαλεστεί τα πραγματικά περιστατικά και να παρουσιάσει τα στοιχεία τα οποία, κατά τη γνώμη του, αποδείκνυαν ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις ανακλήσεως του ΚΔΦΠ. Το τμήμα προσφυγών, με τη σειρά του, είχε την υποχρέωση να εξετάσει με προσοχή και αμεροληψία όλα τα κρίσιμα στοιχεία της συγκεκριμένης περιπτώσεως, μεριμνώντας για την τήρηση των γενικών αρχών του δικαίου και των δικονομικών κανόνων που ισχύουν όσον αφορά το βάρος αποδείξεως και τη διεξαγωγή των αποδείξεων ( 37 ).

42.

Στη συνέχεια, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, κατ’ ουσίαν, ο R. Schräder μεμφόταν το τμήμα προσφυγών ότι στήριξε την απόφασή του αποκλειστικά στην προβληθείσα από το ΚΓΦΠ και από τον J. Hansson εκδοχή των γεγονότων, χωρίς ούτε να διεξαγάγει αποδείξεις βάσει των αποδεικτικών μέσων που πρότεινε ο ίδιος ούτε να εκτιμήσει τα ως άνω αποδεικτικά μέσα και, ιδίως, χωρίς να δεχθεί το αίτημά του για διεξαγωγή αποδείξεων με βάση μια πραγματογνωμοσύνη που θα προσδιόριζε ιδίως το αποτέλεσμα των ρυθμιστών αναπτύξεως ( 38 ). Το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε ότι, εφόσον ο R. Schräder δεν είχε προσκομίσει τουλάχιστον αρχή αποδείξεως επαρκή για να δικαιολογήσει διάταξη περί διεξαγωγής των εν λόγω αποδείξεων, δεν μπορούσε να κάνει δεκτό το σχετικό αίτημά του ( 39 ).

43.

Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, ο R. Schräder ουδέποτε προέβαλε έστω και το ελάχιστο αποδεικτικό στοιχείο (όπως μια επί τούτω επιστημονική μελέτη, κάποιο απόσπασμα ειδικής δημοσιεύσεως, τυχόν πραγματογνωμοσύνη καταρτισθείσα κατ’ αίτησή του, ή ακόμη και απλή βεβαίωση ειδικού στη βοτανολογία ή στη φυτοκομία) που θα μπορούσε να αποτελέσει αρχή αποδείξεως της θέσεώς του (την οποία πολλάκις επανέλαβε, αλλά ουδέποτε απέδειξε, ενώ αυτή αντικρούστηκε από όλους τους λοιπούς μετέχοντες στη διαδικασία), ότι δηλαδή με την εφαρμογή μηχανικών και χημικών μέσων ή με τον πολλαπλασιασμό με μοσχεύματα, όπως έγινε εν προκειμένω, ήταν δυνατό να νοθευτούν τα αποτελέσματα της τεχνικής εξετάσεως της LEMON SYMPHONY το 1997 ( 40 ). Περαιτέρω, κατά το Γενικό Δικαστήριο, το τμήμα προσφυγών συμφώνησε μεν πράγματι, εν τέλει, με την επιχειρηματολογία του ΚΓΦΠ και του J. Hansson, όχι όμως «μονόπλευρα και χωρίς επαλήθευση» (όπως υποστήριξε ο R. Schräder), αλλά στηριζόμενο στις δικές του γνώσεις και στη δική του πείρα στον τομέα της βοτανολογίας και αφού, αφενός, είχε εξετάσει συγκεκριμένα το ζήτημα αν ήταν ακόμη δυνατόν το 2005 να περιγραφεί η LEMON SYMPHONY χρησιμοποιώντας τις κατευθυντήριες γραμμές TG/176/3 που ίσχυαν το 1997 και, αφετέρου, είχε εκθέσει τους λόγους για τους οποίους σκόπευε να δεχθεί μάλλον τη θέση του ΚΓΦΠ και του J. Hansson παρά εκείνη του R. Schräder ( 41 ).

44.

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο R. Schräder δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμον την εκ μέρους του τμήματος προσφυγών παράβαση των κανόνων περί του βάρους αποδείξεως και περί διεξαγωγής των αποδείξεων ( 42 ). Διαπίστωσε δε, ότι με την άσκηση της προσφυγής του, ο R. Schräder αποσκοπούσε στην ουσία να εξασφαλίσει από το Γενικό Δικαστήριο μια νέα εκτίμηση των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών και αποδεικτικών στοιχείων ( 43 ).

45.

Το Γενικό Δικαστήριο συνέχισε την ανάλυσή του απορρίπτοντας τις λοιπές αιτιάσεις του R. Schräder, με τις οποίες προσήπτε στο τμήμα προσφυγών ότι δεν απάντησε στις επικρίσεις του περί αναξιοπιστίας της τεχνικής εξετάσεως που διεξήχθη το 1997. Πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι είχε γίνει δεκτό ότι αυτή η τεχνική εξέταση είχε διενεργηθεί σε κατάλληλο φυτικό υλικό, ήτοι στα μοσχεύματα που ελήφθησαν από τα φυτά τα οποία είχε αποστείλει στο Bundessortenamt ο J. Hansson. Δεύτερον, ο R. Schräder δεν κατονόμασε καμία άλλη φυτική ποικιλία από την οποία η LEMON SYMPHONY δεν διακρινόταν σαφώς το 1997, ακόμη και αν ο τρόπος αναπτύξεως των στελεχών της είχε χαρακτηριστεί, στην περιγραφή της, «ημιόρθιος έως οριζόντιος». Η εκτίμηση αυτή ήταν συνεπής προς την κύρια επιχειρηματολογία που ανέπτυξαν το ΚΓΦΠ και ο J. Hansson ( 44 ). Υπ’ αυτές τις συνθήκες, ακόμη και αν είχε γίνει δεκτό ότι, όπως υποστήριζε ο R. Schräder, η τεχνική εξέταση του 1997 κατέληξε σε εσφαλμένο συμπέρασμα όσον αφορά τον βαθμό εκδηλώσεως που δόθηκε ως προς το χαρακτηριστικό «τρόπος αναπτύξεως των στελεχών» και η LEMON SYMPHONY έπρεπε να είχε καταταγεί ήδη από το 1997 σε άλλο βαθμό εκδηλώσεως, τούτο ουδόλως επηρέασε την εκτίμηση του διακριτού της ως άνω ποικιλίας, κατά την έννοια του άρθρου 7 του βασικού κανονισμού, εφόσον η εκτίμηση αυτή δεν στηρίχθηκε αποκλειστικά, ή μάλλον δεν στηρίχθηκε καθόλου, στο εν λόγω χαρακτηριστικό ( 45 ). Συναφώς, η αναπροσαρμοσμένη περιγραφή της LEMON SYMPHONY του 2005 δεν διέφερε από την περιγραφή του 1997 παρά μόνον ως προς το ότι μεταβλήθηκε ο βαθμός εκδηλώσεως για το χαρακτηριστικό «τρόπος αναπτύξεως των στελεχών», από «όρθιος» σε «ημιόρθιο έως οριζόντιο» ( 46 ). Επιπλέον, ο R. Schräder επ’ ουδενί απέδειξε ότι η μεταβολή αυτή συνεπαγόταν ότι τα κριτήρια DUS ( 47 ) δεν πληρούνταν το 1997. Εξ αυτού συνάγεται ότι, ακόμη και αν η LEMON SYMPHONY είχε εξαρχής περιγραφεί ως έχουσα «ημιόρθιο έως οριζόντιο» βαθμό εκδηλώσεως για το χαρακτηριστικό «τρόπος αναπτύξεως των στελεχών», θα είχε παραχωρηθεί γι’ αυτήν, σε κάθε περίπτωση, ΚΔΦΠ ( 48 ). Εξάλλου, το τμήμα προσφυγών είχε ρητώς απορρίψει το επιχείρημα του R. Schräder ότι αν η εξέταση της SUMOST 01 είχε διενεργηθεί χρησιμοποιώντας για τη συγκριτική εξέταση την περιγραφή του 1997 για τη LEMON SYMPHONY, οι δύο αυτές ποικιλίες θα είχαν θεωρηθεί ως σαφώς διακριτές μεταξύ τους ( 49 ).

46.

Το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, εν πάση περιπτώσει, τα τεχνικής φύσεως επιχειρήματα του R. Schräder δεν μπορούσαν να ευδοκιμήσουν, αφενός, επειδή η προσβαλλόμενη απόφαση περιείχε επίσης τεχνικής φύσεως αναλύσεις οι οποίες επιτρεπόταν να υποβληθούν σε περιορισμένο μόνον έλεγχο και, αφετέρου, λόγω των αντεπιχειρημάτων που προέβαλαν το ΚΓΦΠ και ο J. Hansson ( 50 ). Ειδικότερα, το γεγονός ότι το φυτικό υλικό που απεστάλη από τον J. Hansson στο Bundessortenamt δεν ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις τις οποίες είχε θέσει το ως άνω εθνικό γραφείο με την επιστολή της 6ης Νοεμβρίου 1996, δεν είχε καθοριστική σημασία ( 51 ).

47.

Όσον δε αφορά τη διαφορά που ανέκυψε ως προς το χαρακτηριστικό «τρόπος αναπτύξεως των στελεχών», το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι το κρίσιμο ερώτημα ήταν αν το εν λόγω χαρακτηριστικό έπρεπε να καθοριστεί βάσει απόλυτων ή σχετικών κριτηρίων ( 52 ). Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τις παρατηρήσεις του R. Schräder και συνήγαγε, παραπέμποντας συναφώς στις εξηγήσεις που παρασχέθηκαν από το Bundessortenamt, το συμπέρασμα ότι το χαρακτηριστικό αυτό μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο σχετικής συγκριτικής εκτιμήσεως μεταξύ ποικιλιών του ίδιου είδους ( 53 ). Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η LEMON SYMPHONY παρέμεινε ως είχε μεταξύ 1997 και 2005. Δεν διαπιστώθηκε ουσιαστική μεταβολή της περιγραφής ως προς την ταυτότητα της ποικιλίας, αλλά μεταβολή μόνο των αρχικώς επιλεγέντων όρων. Αυτή δε η μεταβολή δεν άλλαξε την ταυτότητα της ποικιλίας, αλλά επέτρεψε απλώς την καλύτερη περιγραφή της, ιδίως οριοθετώντας τη σε σχέση με άλλες ποικιλίες του είδους ( 54 ). Τέλος, για να καταλήξει στο ανωτέρω συμπέρασμα, το Γενικό Δικαστήριο έλαβε υπόψη του φωτογραφίες των φυτών οι οποίες περιέχονταν στη δικογραφία ενώπιον των γερμανικών πολιτικών δικαστηρίων ( 55 ).

Επιχειρήματα των διαδίκων

48.

Προς στήριξη του πρώτου λόγου αναιρέσεως, ο R. Schräder προβάλλει τέσσερα επιχειρήματα. Υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον έκρινε ότι το τμήμα προσφυγών δεν εξετάζει αυτεπαγγέλτως τα πραγματικά περιστατικά στο πλαίσιο διαδικασίας ανακλήσεως. Με αυτόν τον τρόπο, το Γενικό Δικαστήριο: (i) παρέβη το άρθρο 51 του εκτελεστικού κανονισμού· (ii) κατέληξε στην εσφαλμένη διαπίστωση ότι η διαδικασία ανακλήσεως διεξάγεται σύμφωνα με την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως ( 56 )· (iii) παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά, καθόσον ο ίδιος ουδέποτε υποστήριξε ότι το ΚΓΦΠ έφερε το βάρος αποδείξεως και (iv) προσέβαλε τα θεμελιώδη του δικαιώματα, καθόσον δεν εξέτασε τα προσκομισθέντα από αυτόν αποδεικτικά στοιχεία κατά την ενώπιόν του ένδικη διαδικασία.

49.

Το ΚΓΦΠ σημείωσε ότι η εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου περιγραφή της διοικητικής διαδικασίας ενώπιον του τμήματος προσφυγών είναι ανακριβής, δεδομένου ότι το τμήμα προσφυγών μπορεί πράγματι να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τα πραγματικά περιστατικά. Σε κάθε περίπτωση ωστόσο, υποστήριξε ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος και/ή αλυσιτελής· είναι επίσης απαράδεκτος στο μέτρο που ο R. Schräder επιδιώκει την επανεξέταση των πραγματικών περιστατικών.

50.

Ο J. Hansson συντάσσεται με το ΚΓΦΠ.

Ανάλυση

51.

Προκειμένου να εξεταστεί ο πρώτος λόγος αναιρέσεως τον οποίο προβάλλει ο R. Schräder είναι αναγκαίο να ερμηνευθεί το άρθρο 76 του βασικού κανονισμού. Σε διαδικασίες όπως η προκειμένη ισχύει το ανακριτικό σύστημα ή εφαρμόζεται η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως; Επιπλέον, ο διάδικος που αιτείται την ανάκληση φέρει το βάρος αποδείξεως; Οι διάδικοι πάντως συμφωνούν ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε εσφαλμένως ότι το άρθρο 76 του κανονισμού δεν εφαρμόζεται στη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών.

52.

Συμφωνώ με αυτή την άποψη.

53.

Πριν εξετάσω τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών, θα ξεκινήσω την ανάλυσή μου αναλύοντας το άρθρο 76 σε σχέση με τη διαδικασία ενώπιον του ΚΓΦΠ. Όπως συνάγεται από την πρώτη περίοδο του άρθρου 76, το ΚΓΦΠ εξετάζει αυτεπαγγέλτως τα πραγματικά περιστατικά, εφόσον αυτά αφορούν την ουσιαστική και τεχνική εξέταση ( 57 ). Κατά συνέπεια, όταν στο πλαίσιο της διαδικασίας ανακλήσεως υποστηρίζεται ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 7 (οι οποίες αφορούν το διακριτό χαρακτήρα μιας φυτικής ποικιλίας), το Γραφείο υπέχει ρητή υποχρέωση να προβεί στη διερεύνηση των πραγματικών περιστατικών.

54.

Είναι αληθές ότι η δεύτερη περίοδος του άρθρου 76 προβλέπει ότι οι διάδικοι διαδραματίζουν επίσης ρόλο στην υποβολή των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον το ΚΓΦΠ δεν λαμβάνει υπόψη του γεγονότα ή αποδεικτικά στοιχεία που δεν προβλήθηκαν ενώπιόν του εντός της σχετικής προθεσμίας. Ο διάδικος που ζητεί την ανάκληση σαφώς δικαιούται αλλά και υποχρεούται να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία προς στήριξη της αιτήσεώς του ( 58 ).

55.

Ωστόσο, από τον τρόπο που είναι διατυπωμένη η διάταξη καθίσταται σαφές ότι το ΚΓΦΠ δεν μπορεί να καταλήξει στην απόφασή του στηριζόμενο αποκλειστικώς στο ότι το πρόσωπο το οποίο ζητεί την ανάκληση δεν προσκόμισε τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία, διότι το Γραφείο υπέχει ρητή υποχρέωση αυτεπάγγελτης διερευνήσεως των πραγματικών περιστατικών που αφορούν την τεχνική εξέταση.

56.

Εξάλλου, από τις σχετικές διατάξεις του εκτελεστικού κανονισμού ( 59 ) συνάγεται ότι στη διαδικασία εφαρμόζεται μάλλον το ανακριτικό σύστημα και όχι η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως, δεδομένου ότι το Γραφείο κατευθύνει τη διαδικασία ως προς τη διεξαγωγή αποδείξεων, τον διορισμό των πραγματογνωμόνων και την υποβολή των σχετικών εκθέσεων. Αντιθέτως, σε μια αμιγώς κατ’ αντιμωλίαν διαδικασία, ο αιτών φέρει το βάρος αποδείξεως των ισχυρισμών του και ο καθού οφείλει με τη σειρά του να αποδείξει ότι αληθεύουν τα στοιχεία στα οποία βασίζεται η άμυνά του.

57.

Οι διατάξεις που αφορούν τη διαδικασία ενώπιον του ΚΓΦΠ εφαρμόζονται και στη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών ( 60 ). Εξετάζοντας την προσφυγή που στρέφεται κατά αποφάσεως του ΚΓΦΠ, το τμήμα προσφυγών μπορεί να ασκήσει «[ό]λες τις εξουσίες που περιέχονται στις αρμοδιότητες του Γραφείου» ( 61 ). Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι το ΚΓΦΠ έχει, αφενός, ευρεία διακριτική ευχέρεια κατά την άσκηση των καθηκόντων του ( 62 ) και, αφετέρου, βάσει του άρθρου 76 του κανονισμού, σαφή και συγκεκριμένη υποχρέωση να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τα πραγματικά περιστατικά, ιδίως δε αυτά που αφορούν την τεχνική εξέταση, από το γράμμα του άρθρου 72 του κανονισμού και του άρθρου 51 του εκτελεστικού κανονισμού προκύπτει ότι το άρθρο 76 εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν και στη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών.

58.

Δεν εννοώ ότι το τμήμα προσφυγών οφείλει να ζητεί τη διενέργεια τεχνικής εξετάσεως κατά την έννοια του άρθρου 55, παράγραφος 1, όποτε κινείται διαδικασία ανακλήσεως στο πλαίσιο της οποίας ο αιτών προβάλλει ως λόγο ότι δεν πληρούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 7 σχετικά με τον διακριτό χαρακτήρα. (Ούτε ο R. Schräder ισχυρίζεται κάτι τέτοιο εν προκειμένω. Διατείνεται απλώς ότι η τεχνική εξέταση του 1997 ήταν άκυρη και ότι αν το τμήμα προσφυγών είχε αξιολογήσει τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία θα είχε, αναπόδραστα, καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα. Το τμήμα προσφυγών απέρριψε αυτή την άποψη και το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε τις διαπιστώσεις του). Φρονώ ωστόσο ότι το Γενικό Δικαστήριο όντως υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον έκρινε ότι το άρθρο 76 του βασικού κανονισμού δεν εφαρμόζεται στη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών.

59.

Συμφωνώ πάντως με το Γενικό Δικαστήριο ότι, όσον αφορά το ΚΔΦΠ, δεν υφίσταται στον βασικό κανονισμό κάτι αντίστοιχο με τους απόλυτους και σχετικούς λόγους απαραδέκτου καταχωρίσεως σήματος. Στο πλαίσιο διαδικασίας ανακλήσεως ΚΔΦΠ το κρίσιμο σημείο είναι (στην προκειμένη περίπτωση) αν πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται από το άρθρο 7 του βασικού κανονισμού, σχετικά με τον διακριτό χαρακτήρα της ποικιλίας. Η εξέταση του ζητήματος αυτού απαιτεί τεχνικές γνώσεις και εμπειρία, τις οποίες διαθέτουν (το Γραφείο και) το τμήμα προσφυγών, προκειμένου να διενεργήσουν την αναγκαία αξιολόγηση. Η εν λόγω διαδικασία δεν είναι ίδια με τη διαδικασία που ισχύει στο σύστημα κατοχυρώσεως κοινοτικού σήματος, όπου σκοπός είναι να εξασφαλιστεί, στο πλαίσιο διαδικασίας ανακοπής, ότι ο κάτοχος προγενέστερου σήματος μπορεί να αποδείξει συγκεκριμένα στοιχεία, όπως την ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος. Τέτοιου είδους ζητήματα δεν εγείρονται στο πλαίσιο διαδικασίας ανακλήσεως ΚΔΦΠ, όπως εν προκειμένω όπου το ζήτημα που ανακύπτει είναι αν, κατά τον χρόνο παροχής του ΚΔΦΠ (ήτοι το 1999, βάσει της τεχνικής εξετάσεως του 1997), η LEMON SYMPHONY αποτελούσε διακριτή ποικιλία ( 63 ). Συναφώς, οι παρατηρήσεις του R. Schräder ως προς τις διατάξεις που διέπουν το βάρος αποδείξεως και τη διεξαγωγή αποδείξεων στο πλαίσιο του κανονισμού για το κοινοτικό σήμα στερούνται, στην πράξη, σημασίας.

60.

Το Γενικό Δικαστήριο παραπέμπει επίσης στο άρθρο 63, παράγραφος 1, του κανονισμού για τα κοινοτικά σχέδια και υποδείγματα. Κατά την άποψή μου και αυτός ο κανονισμός προβλέπει διαφορετικό πλαίσιο σε σχέση με αυτό των ΚΔΦΠ και, ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατό να γίνει επίκλησή του προς αμφισβήτηση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Πρώτον, το άρθρο 63, παράγραφος 1, περιλαμβάνει έναν γενικό κανόνα σύμφωνα με τον οποίο, στις διαδικασίες τις σχετικές με τα κοινοτικά σχέδια και τα υποδείγματα, το ΓΕΕΑ εξετάζει αυτεπαγγέλτως τα πραγματικά περιστατικά. Ο απόλυτος χαρακτήρας του ως άνω κανόνα αμβλύνεται στο πλαίσιο της διαδικασίας κηρύξεως ακυρότητας, όπου το ΓΕΕΑ περιορίζεται στην εξέταση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων που προβάλουν οι διάδικοι. Τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι, βάσει του κανονισμού για τα κοινοτικά σχέδια και τα υποδείγματα, η συγκεκριμένη διαδικασία δεν είναι δυνατό να κινηθεί από το ίδιο ΓΕΕΑ ( 64 ). Στο πλαίσιο της διαδικασίας ανακλήσεως του άρθρου 20 του βασικού κανονισμού δεν υπάρχει αντίστοιχη απαίτηση.

61.

Επιπλέον, ο R. Schräder ορθώς προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι κακώς περιέγραψε τον σχετικό λόγο ακυρώσεως ως στηριζόμενο στην παραδοχή ότι το ΚΓΦΠ είναι αυτό που φέρει το βάρος αποδείξεως. Στην πραγματικότητα, δεν απορρέει τέτοια διαπίστωση από την περιγραφή της επιχειρηματολογίας του, όπως την εξέθεσε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 105 της αποφάσεώς του. Ωστόσο, το σφάλμα του Γενικού Δικαστηρίου δεν στοιχειοθετεί παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών ( 65 ). Ο λόγος είναι ότι δεν πρόκειται για μια διαπίστωση περί τα πραγματικά περιστατικά, αλλά μάλλον για εσφαλμένη περιγραφή του λόγου ακυρώσεως. Ως εκ τούτου, δεν ασκεί επιρροή στο κύρος της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

62.

Είχαν τα εν λόγω σφάλματα ως αποτέλεσμα την προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων του R. Schräder σε σχέση με την ορθή απονομής της δικαιοσύνης και με τη δίκαιη δίκη;

63.

Ο R. Schräder είχε υποστηρίξει κατά βάση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ότι το τμήμα προσφυγών στήριξε την απόφασή του μόνο στα πραγματικά περιστατικά που προβλήθηκαν από το ΚΓΦΠ και τον J. Hansson. Κατά την άποψή του, το τμήμα προσφυγών όφειλε να διερευνήσει αυτεπαγγέλτως τα πραγματικά περιστατικά και ακολούθως να προβεί στην αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων που ο ίδιος είχε προσκομίσει, ιδίως όσον αφορά τον ισχυρισμό του ότι η τεχνική εξέταση του 1997 ήταν απολύτως εσφαλμένη και, κατ’ επέκταση, άκυρη διότι (i) τα φυτά που υποβλήθηκαν σε εξέταση προέρχονταν από μοσχεύματα στα οποία είχαν εφαρμοστεί ρυθμιστές αναπτύξεως· και (ii) οι συνέπειες της χρήσεως τέτοιων ρυθμιστών δεν είχαν «εξαλειφθεί» κατά τον χρόνο της εξετάσεως.

64.

Ο R. Schräder είχε υποστηρίξει ότι, ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, το τμήμα προσφυγών προσέβαλε τα θεμελιώδη δικαιώματά για αμερόληπτη και δίκαιη εξέταση των υποθέσεών του (άρθρο 41 του Χάρτη) καθώς και για πραγματική προσφυγή και δίκαιη δίκη (άρθρο 47 του Χάρτη). Πλέον υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, αν το τμήμα προσφυγών είχε λάβει υπόψη, με τη δέουσα προσοχή και αμεροληψία, όλα τα κρίσιμα στοιχεία της υποθέσεως. Επιπλέον, διατείνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να αξιολογήσει εκείνα τα πραγματικά περιστατικά που δεν είχαν εξεταστεί επαρκώς από το τμήμα προσφυγών· απλώς επιβεβαίωσε τις διαπιστώσεις του τμήματος προσφυγών, παρά το γεγονός ότι ενείχαν παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών. Κατά τον αναιρεσείοντα, αν το Γενικό Δικαστήριο δεν είχε υποπέσει σε αυτά τα σφάλματα, θα είχε αποφανθεί ότι το τμήμα προσφυγών προσέβαλε τα θεμελιώδη του δικαιώματα. Υποπίπτοντας στα συγκεκριμένα σφάλματα το ίδιο το Γενικό Δικαστήριο προσέβαλε τα δικαιώματά του που απορρέουν από τα άρθρα 41 και 47 του Χάρτη.

65.

Δεν συμμερίζομαι την άποψη του R. Schräder.

66.

Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, πρώτον, ότι ο R. Schräder ουδέποτε προσκόμισε, καθ’ όλη τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, έστω και το παραμικρό στοιχείο που θα μπορούσε να αποτελέσει αρχή αποδείξεως της θέσεώς του ότι η εφαρμογή χημικών και τεχνικών μέσων ή ο πολλαπλασιασμός με μοσχεύματα (όπως οι πραγματοποιηθέντες στην υπό κρίση υπόθεση) ήταν δυνατό να νοθεύσουν τα αποτελέσματα της τεχνικής εξετάσεως της LEMON SYMPHONY το 1997 ( 66 ). Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα του R. Schräder ότι το τμήμα προσφυγών κατέληξε στην απόφασή του λαμβάνοντας υπόψη του μόνο τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν από τον J. Hansson και το ΚΓΦΠ. Το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, μολονότι το τμήμα προσφυγών όντως συμφώνησε με τους εν λόγω διάδικους, στηρίχθηκε εντούτοις στις δικές του γνώσεις και στη δική του πείρα στον τομέα της βοτανολογίας ( 67 ). Τρίτον, κατά την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου, ο R. Schräder επιδίωκε στην πραγματικότητα να εξασφαλίσει μια νέα εκτίμηση των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών και αποδεικτικών στοιχείων ( 68 ). Στη συνέχεια, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε τις διαπιστώσεις του τμήματος προσφυγών και έκρινε ότι αυτές ήσαν σύμφωνες με τα αντικειμενικά στοιχεία που προέκυπταν από τη δικογραφία. Τέταρτον, το Γενικό Δικαστήριο παρατήρησε ότι το τμήμα προσφυγών στηριζόμενο στην πείρα του χαρακτήρισε ως «κοινώς γνωστό» το γεγονός ( 69 ) ότι η πρακτική του πολλαπλασιασμού με μοσχεύματα εφαρμοζόταν σε όλες τις ποικιλίες που χρησιμοποιούνταν στο πλαίσιο της τεχνικής εξετάσεως. Πέμπτον, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι ο R. Schräder αρκέστηκε απλώς να αμφισβητήσει την ανωτέρω διαπίστωση του τμήματος προσφυγών ( 70 ).

67.

Κατά την άποψή μου, διενεργώντας την ως άνω αξιολόγηση, το Γενικό Δικαστήριο δεν περιορίστηκε απλώς στην επιβεβαίωση της αποφάσεως του τμήματος προσφυγών. Αντιθέτως, ήλεγξε πλήρως και διεξοδικώς τη νομιμότητα της διαδικασίας που διεξήχθη ενώπιον του τμήματος προσφυγών. Έλαβε υπόψη του τα αποδεικτικά στοιχεία που επικαλέστηκαν όλοι οι διάδικοι. Έκρινε ότι ο R. Schräder δεν προσκόμισε ούτε το ελάχιστο αποδεικτικό στοιχείο προς στήριξη των ισχυρισμών του. Έκρινε επίσης ότι το τμήμα προσφυγών είχε στηριχθεί στην πείρα του όσον αφορά την αξιολόγηση των πραγματικών και τεχνικών σημείων της υποθέσεως ( 71 ).

68.

Κατά συνέπεια, φρονώ ότι δεν υπήρξε προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων του R. Schräder για ορθή απονομή της δικαιοσύνης, για παροχή αποτελεσματικού ένδικου μέσου και για δίκαιη δίκη.

69.

Ο R. Schräder υποστήριξε επίσης ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του το γεγονός ότι το τμήμα προσφυγών παρέλειψε να αιτιολογήσει την απόφασή του όπως επιτάσσει το άρθρο 75 του βασικού κανονισμού.

70.

Κατά την άποψή μου, δεν συντρέχει παράβαση της συγκεκριμένης διατάξεως. Προκειμένου να αποφανθεί ως προς το κύρος της τεχνικής εξετάσεως του 1997, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε τους λόγους στους οποίους είχε στηριχθεί η απόφαση του τμήματος προσφυγών. Το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε ότι το τμήμα προσφυγών ανασκεύασε τους ισχυρισμούς βάσει των οποίων ο R. Schräder αμφισβήτησε την αξιοπιστία της εν λόγω εξετάσεως. Έκρινε ότι δεν συνέτρεχε περίπτωση πρόδηλης πλάνης σε σχέση με τις ως άνω διαπιστώσεις, για τους λόγους που εκτέθηκαν στο σημείο 67 των προτάσεών μου. Επίσης, σημείωσε ότι ο R. Schräder ουδεμία άλλη φυτική ποικιλία κατονόμασε από την οποία η LEMON SYMPHONY δεν διακρινόταν σαφώς το 1997. Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τις αιτιάσεις του R. Schräder ότι το αποτέλεσμα της τεχνικής εξετάσεως του 1997 ήταν αμφισβητούμενο λόγω της εσφαλμένης διαπιστώσεως ως προς τον βαθμό εκδηλώσεως που είχε δοθεί στο χαρακτηριστικό «τρόπος αναπτύξεως των στελεχών». Έκρινε ότι το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό δεν είχε επίπτωση στην αξιολόγηση του διακριτού χαρακτήρα της LEMON SYMPHONY για τους σκοπούς του άρθρου 7 του βασικού κανονισμού.

71.

Για τους λόγους αυτούς εκτιμώ ότι το τέταρτο επιχείρημα του R. Schräder είναι αβάσιμο.

72.

Μολονότι είναι αληθές ότι το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 76 του βασικού κανονισμού και ότι δεν περιέγραψε ορθώς τι ακριβώς σημαίνει και ποιες συνέπειες έχει το βάρος αποδείξεως στο πλαίσιο διαδικασίας ανακλήσεως, εντούτοις η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν στηρίχθηκε στα συγκεκριμένα σφάλματα. Το κρίσιμο σημείο εν προκειμένω είναι ότι το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε ορθώς τα άρθρα 7 και 20 του βασικού κανονισμού. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ορθώς το τμήμα προσφυγών είχε κρίνει ότι, σε αντίθεση προς τα επιχειρήματα του R. Schräder, η ποικιλία LEMON SYMPHONY ήταν διακριτή καθόσον μπορούσε να διακριθεί σαφώς βάσει της εκδηλώσεως των χαρακτηριστικών που προέκυπταν από έναν ιδιαίτερο γονότυπο, και όχι λόγω μηχανικών ή χημικών παρεμβολών. Κατά την πάγια νομολογία του, το Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να διαπιστώνει τα πραγματικά περιστατικά ούτε να εξετάζει τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία έχει δεχθεί το Γενικό Δικαστήριο προς στήριξη των οικείων πραγματικών περιστατικών, παρά μόνον αν συντρέχει παραμόρφωση του περιεχομένου των αποδεικτικών αυτών στοιχείων. Στην προκειμένη περίπτωση δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο ( 72 ).

73.

Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως δεν μπορεί να ευδοκιμήσει. Στον συγκεκριμένο δε λόγο στηρίζεται συνολικά η αίτηση αναιρέσεως του R. Schräder, καθόσον οι λοιποί πέντε λόγοι αναιρέσεως αφορούν το ζήτημα αν το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε ορθώς τα άρθρα 7 και 20. Ως εκ τούτου, θα εξετάσω μόνον ακροθιγώς καθέναν από τους λόγους αυτούς.

Δεύτερος λόγος αναιρέσεως: μέτρα διεξαγωγής αποδείξεων

74.

Ο R. Schräder διατείνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον επιβεβαίωσε την απόφαση του τμήματος προσφυγών με την οποία είχε απορριφθεί το αίτημά του περί λήψεως μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας. Σκοπός του αιτήματός του ήταν να συγκεντρωθούν στοιχεία από ειδικούς προκειμένου να αποδειχθεί ότι η χρήση τεχνικών και χημικών στοιχείων ή ο πολλαπλασιασμός με μοσχεύματα, όπως έγινε στην υπό κρίση υπόθεση, είχαν νοθεύσει τα αποτελέσματα της τεχνικής εξετάσεως του 1997. Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημά του επικαλούμενο ότι ο ίδιος δεν προσκόμισε prima facie στοιχεία προς στήριξη του αιτήματός του. Ο R. Schräder προβάλλει τέσσερα επιχειρήματα προς στήριξη του δευτέρου λόγου αναιρέσεως. Συνοπτικά, υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο: (i) παρέβη τους κανόνες περί του βάρους αποδείξεως και περί της διεξαγωγής αποδείξεων ως προς το αίτημά του για τη λήψη μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας· (ii) δεν αιτιολόγησε επαρκώς την απόφασή του και προσέβαλε τα δικαιώματά του σε δίκαιη δίκη και σε πραγματική προσφυγή· (iii) εξέτασε αυτεπαγγέλτως ένα ζήτημα το οποίο δεν τέθηκε ενώπιόν του από κανέναν από τους διαδίκους και δεν αποτελούσε ζήτημα δημοσίας τάξεως και, με τον τρόπο αυτό, διεύρυνε παρανόμως το αντικείμενο της διαφοράς· και (iv) εφάρμοσε εσφαλμένως τη νομολογία του Δικαστηρίου.

75.

Τα ανωτέρω επιχειρήματα αποτελούν τέσσερις παραλλαγές του ιδίου θέματος και, ως εκ τούτου, θα τα εξετάσω από κοινού.

76.

Δεδομένου ότι ο βασικός κανονισμός δεν περιέχει χωριστή πρόβλεψη ως προς μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας κατά τη διοικητική της φάση, από το άρθρο 81 συνάγεται ότι στη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών (ή του ΚΓΦΠ) εφαρμόζονται οι αρχές του δικονομικού δικαίου που είναι γενικά αναγνωρισμένες στα κράτη μέλη. Κατά την άποψή μου, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς εφάρμοσε την απορρέουσα από τη νομολογία του Δικαστηρίου ( 73 ) αρχή, σύμφωνα με την οποία το πρόσωπο που αιτείται τη διεξαγωγή αποδείξεων οφείλει να προσκομίσει αρχή αποδείξεως για να δικαιολογήσει το σχετικό αίτημα. Ο σκοπός του συγκεκριμένου κανόνα είναι να διασφαλιστεί ότι δεν θα δίνεται συνέχεια σε προδήλως αβάσιμα αιτήματα. Εκτιμώ λοιπόν ότι, παραπέμποντας στη νομολογία του Δικαστηρίου, το Γενικό Δικαστήριο τήρησε τη διάταξη του άρθρου 81 του κανονισμού.

77.

Κατά πάγια νομολογία, η υποχρέωση αιτιολογήσεως των αποφάσεων την οποία υπέχει το Γενικό Δικαστήριο (από τα άρθρα 36 και 53, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου) δεν σημαίνει ότι με την αιτιολογία της αποφάσεώς του πρέπει να απαντά διεξοδικώς σε όλα, ένα προς ένα, τα επιχειρήματα που έχουν διατυπώσει συναφώς οι διάδικοι. Η αιτιολογία μπορεί, ως εκ τούτου, να συνάγεται εμμέσως, υπό την προϋπόθεση ότι παρέχει στους μεν ενδιαφερόμενους τη δυνατότητα να κατανοήσουν τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, στο δε Δικαστήριο επαρκή στοιχεία για να ασκήσει τον αναιρετικό του έλεγχο ( 74 ).

78.

Το Γενικό Δικαστήριο ανέλυσε πλήρως την αιτιολογία του στις σκέψεις 136 έως 139 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Κατά την παράθεση αυτής της αιτιολογίας, το Γενικό Δικαστήριο απλώς εφάρμοσε νομικές αρχές στα πραγματικά περιστατικά που εκτέθηκαν ενώπιόν του. Τούτο, κατ’ εμέ τουλάχιστον, είναι απολύτως ανεπίληπτο.

79.

Κατά συνέπεια, εκτιμώ ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.

Λόγοι αναιρέσεως 3, 4, 5 και 6

80.

Με τους λόγους 3, 4, 5 και 6, ο R. Schräder εστιάζει σε διάφορες παραμέτρους των πλημμελειών τις οποίες ισχυρίζεται ότι ενείχε η τεχνική εξέταση του 1997. Ως εκ τούτου, θα εξετάσω από κοινού αυτούς τους λόγους αναιρέσεως.

81.

Κατά το άρθρο 256 ΕΚ και το άρθρο 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, η αίτηση αναιρέσεως περιορίζεται μόνο στα νομικά ζητήματα. Το Γενικό Δικαστήριο είναι αποκλειστικώς αρμόδιο να διαπιστώνει και να εκτιμά τα σχετικά πραγματικά περιστατικά, καθώς και να αξιολογεί τα αποδεικτικά στοιχεία. Επομένως, η εκτίμηση των εν λόγω πραγματικών περιστατικών και αποδεικτικών στοιχείων δεν αποτελεί, υπό την επιφύλαξη της περιπτώσεως της παραμορφώσεως του περιεχομένου τους, νομικό ζήτημα υποκείμενο, υπό την έννοια αυτή, στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου ( 75 ).

82.

Στην ουσία, ο R. Schräder διατείνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο διαπιστώνοντας τα ακόλουθα. Πρώτον, ότι η πρακτική του πολλαπλασιασμού των προς εξέταση φυτικών δειγμάτων με μοσχεύματα συνιστούσε «κοινώς γνωστό» γεγονός (λόγος 3) ( 76 ). Δεύτερον, ότι η εφαρμογή ρυθμιστών αναπτύξεως στα εν λόγω δείγματα δεν επηρέασε το κύρος της εξετάσεως (λόγος 4) ( 77 ). Τρίτον, ότι η περιγραφή του χαρακτηριστικού «τρόπος αναπτύξεως των στελεχών» δεν επηρέασε την αξιολόγηση του διακριτού χαρακτήρα της ποικιλίας LEMON SYMPHONY (λόγος 5) ( 78 ). Τέταρτον, ότι η περιγραφή του συγκεκριμένου χαρακτηριστικού αποτέλεσε αντικείμενο συγκριτικής αξιολογήσεως μεταξύ φυτικών ποικιλιών του ιδίου φυτικού είδους (λόγος 6) ( 79 ).

83.

Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τις αιτιάσεις που πρόβαλε ο R. Schräder.

84.

Ο R. Schräder επιδιώκει, πλέον κατ’ αναίρεση, να καταδείξει ότι είναι αδύνατο να θεωρηθεί εύλογο το συμπέρασμα του Γενικού Δικαστηρίου ότι τα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως δεν αρκούσαν για να αποδειχθεί ότι η τεχνική εξέταση που διενεργήθηκε το 1997 ήταν ανεπανόρθωτα εσφαλμένη. Μολονότι, από τυπικής απόψεως, ο R. Schräder προβάλλει ως λόγους αναιρέσεως νομικά σφάλματα, εντούτοις, στην πραγματικότητα αμφισβητεί την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου περί τα πραγματικά περιστατικά αλλά και την αποδεικτική αξία που αυτό προσέδωσε στα συγκεκριμένα γεγονότα.

85.

Ως εκ τούτου, υπό το πρίσμα της πάγιας νομολογίας του Δικαστηρίου, οι λόγοι αναιρέσεως 3, 4, 5 και 6, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι.

86.

Προσθέτω επίσης ότι, κατά την άποψή μου, οι λόγοι αυτοί είναι, σε κάθε περίπτωση, αβάσιμοι.

87.

Παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών και/ή των αποδεικτικών στοιχείων συντρέχει όταν, χωρίς να εξετασθούν νέα αποδεικτικά στοιχεία, προκύπτει ότι η εκτίμηση των προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων είναι προδήλως εσφαλμένη ( 80 ). Τα σφάλματα που επικαλείται ο R. Schräder είναι ότι το Γενικό Δικαστήριο: (i) δήλωσε ότι συντάκτης κάποιου εγγράφου της δικογραφίας ήταν ένας πραγματογνώμονας του Bundessortenamt, ενώ ο ίδιος θεωρεί ότι συντάκτης ήταν κάποιος αξιωματούχος του ΚΓΦΠ· και (ii) επισήμανε ότι μοναδικό κρίσιμο ζήτημα ήταν αν το χαρακτηριστικό «τρόπος αναπτύξεως των στελεχών» έπρεπε να καθοριστεί βάσει σχετικών ή απολύτων κριτηρίων.

88.

Το πρώτο σημείο αποτελεί μια λεπτομέρεια ως προς τον συντάκτη ενός εγγράφου, το περιεχόμενο του οποίου δεν αμφισβητείται. Το δεύτερο σημείο αφορά τον χαρακτηρισμό που απέδωσε το Γενικό Δικαστήριο στο επιχείρημα του R. Schräder και δεν εμπίπτει στα προς απόδειξη ζητήματα. Από κανένα από αυτά τα σημεία δεν προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα κατά τον νομικό έλεγχο που διενήργησε. Ούτε κάποιο από αυτά έρχεται σε αντίθεση με τα πραγματικά περιστατικά και τις συνθήκες της τεχνικής εξετάσεως του 1997 κατά τρόπον που θα επηρέαζε την αξιολόγηση της εν λόγω εξετάσεως.

89.

Εξάλλου, υπενθυμίζω ότι τα όρια της δικαιοδοσίας του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά τον έλεγχο νομιμότητας προβλέπονται από το άρθρο 73, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού. Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να διενεργήσει πλήρη και διεξοδικό έλεγχο προκειμένου να καθορίσει αν η ποικιλία LEMON SYMPHONY είχε ή δεν είχε διακριτό χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού (στο πλαίσιο της αιτήσεως του R. Schräder δυνάμει του άρθρου 20 για την ανάκληση του σχετικού δικαιώματος). Αντιθέτως, λόγω της επιστημονικής και τεχνικής πολυπλοκότητας του συγκεκριμένου ζητήματος, το Γενικό Δικαστήριο μπορούσε απλώς να αρκεστεί στον έλεγχο του αν συντρέχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ( 81 ).

90.

Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο μπορούσε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που περιέχονταν στη δικογραφία ήταν επαρκή ώστε να επιτρέψουν στο τμήμα προσφυγών να αποφανθεί ότι η τεχνική εξέταση του 1997 δεν ήταν άκυρη λόγω του ελαττωματικού χαρακτήρα του υλικού που είχε χρησιμοποιηθεί και ότι ο R. Schräder δεν κατάφερε να αποδείξει ότι η LEMON SYMPHONY δεν ήταν σαφώς διακριτή από οποιαδήποτε άλλη φυτική ποικιλία το 1997.

91.

Εξάλλου, όπως συνάγεται με σαφήνεια από τις σχετικές σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ( 82 ), προκειμένου να καταλήξει στην απόφασή του, το Γενικό Δικαστήριο διενήργησε διεξοδικό έλεγχο νομιμότητας της αποφάσεως του τμήματος προσφυγών. Κατά τον έλεγχο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο αιτιολόγησε τις διαπιστώσεις του οι οποίες στηρίχθηκαν στους λόγους ακυρώσεως και τα αποδεικτικά στοιχεία που είχαν προβληθεί από τους διαδίκους στο πλαίσιο της ένδικης διαδικασίας.

92.

Ως εκ τούτου, εκτιμώ ότι ακόμη και αν κριθεί ότι οι λόγοι αναιρέσεως 3, 4, 5 και 6 προβάλλονται παραδεκτώς είναι, σε κάθε περίπτωση, αβάσιμοι.

Επί των δικαστικών εξόδων

93.

Εάν το Δικαστήριο κάνει δεκτή την άποψή μου ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί, τότε, όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των άρθρων 137, 138, 140 και 184 του Κανονισμού Διαδικασίας, ο R. Schräder, ήτοι ο ηττηθείς ως προς όλους τους λόγους αναιρέσεως διάδικος, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Πρόταση

94.

Για τους λόγους αυτούς, προτείνω στο Δικαστήριο:

να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως· και

να καταδικάσει τον R. Schräder στα δικαστικά έξοδα.


( 1 )   Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.

( 2 )   Απόφαση Schräder κατά ΚΓΦΠ – Hansson (LEMON SYMPHONY) (T‑133/08, T‑134/08, T‑177/08 και T‑242/09, EU:T:2012:430, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση).

( 3 )   Πρόκειται για ένα κίτρινο λουλούδι που ομοιάζει με τη μαργαρίτα και χρησιμοποιείται ως καλλωπιστικό φυτό.

( 4 )   Βλ. σκέψεις 7 έως 12 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Εκθέτω συνοπτικά τη διοικητική διαδικασία ενώπιον του ΚΓΦΠ και του τμήματος προσφυγών στα σημεία 23 έως 36 των προτάσεών μου.

( 5 )   Η ποικιλία αυτή παράγεται και διατίθεται από τη Jungpflanzen Grünewald GmbH (στο εξής: Grünewald), εταιρία της οποίας ο R. Schräder κατέχει, ως εταίρος, το 5 % των μεριδίων.

( 6 )   Της 27ης Ιουλίου 1994, για τα κοινοτικά δικαιώματα επί φυτικών ποικιλιών (ΕΕ L 227, σ. 1) (στο εξής: βασικός κανονισμός ή κανονισμός).

( 7 )   ΕΕ 2010, C 83, σ. 389.

( 8 )   Άρθρα 1 και 3.

( 9 )   Άρθρο 4.

( 10 )   Άρθρο 5, παράγραφος 1.

( 11 )   Άρθρο 6.

( 12 )   Ήτοι: α) παραγωγή ή αναπαραγωγή (πολλαπλασιασμός)· β) επεξεργασία με σκοπό την αναπαραγωγή γ) προσφορά προς πώληση δ) πώληση ή άλλου είδους διάθεση στην αγορά ε) εξαγωγή από την Κοινότητα στ) εισαγωγή στην Κοινότητα ζ) αποθήκευση για οποιονδήποτε από τους προαναφερόμενους στα στοιχεία αʹ έως στʹ λόγους.

( 13 )   Κεφάλαιο II του βασικού κανονισμού.

( 14 )   Οι διατάξεις που διέπουν την εξέταση των αιτήσεων ανευρίσκονται στο κεφάλαιο II. Όπως συνάγεται από το άρθρο 54, το ΚΓΦΠ εξετάζει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις παραχωρήσεως ΚΔΦΠ. Στο άρθρο 55, παράγραφος 1, προβλέπεται η τεχνική εξέταση με την οποία αξιολογείται, μεταξύ άλλων, κατά πόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 7. Η εξέταση διενεργείται από τις αρμόδιες υπηρεσίες των κρατών μελών στις οποίες έχει ανατεθεί το συγκεκριμένο καθήκον, όπως καθορίζεται στο άρθρο 30, παράγραφος 4.

( 15 )   Άρθρο 9.

( 16 )   Άρθρο 75.

( 17 )   Άρθρο 81, παράγραφος 1.

( 18 )   Άρθρο 67. Βάσει του άρθρου 21 το ΚΓΦΠ υποχρεούται να κηρύξει έκπτωτο τον κάτοχο ΚΔΦΠ αν διαπιστωθεί ότι δεν πληρούνται πλέον οι όροι περί ομοιογένειας (άρθρο 8) και σταθερότητας (άρθρο 9).

( 19 )   Άρθρο 87, παράγραφος 4.

( 20 )   Άρθρο 72.

( 21 )   Συναφώς, οι προσφυγές ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου περιορίζονται σε νομικά ζητήματα. Κατά το άρθρο 73, παράγραφος 2, του κανονισμού, οι λόγοι για τους οποίους μπορεί να ασκηθεί προσφυγή είναι η αναρμοδιότητα, η παράβαση ουσιώδους τύπου, η παράβαση της Συνθήκης, του βασικού κανονισμού ή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου σχετικού με την εφαρμογή τους ή η κατάχρηση εξουσίας.

( 22 )   Κανονισμός (ΕΚ) 1239/95 της Επιτροπής, της 31ης Μαΐου 1995, για τις λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 2100/94 του Συμβουλίου όσον αφορά τους διαδικαστικούς κανόνες ενώπιον του γραφείου και τα κοινοτικά δικαιώματα επί φυτικών ποικιλιών (ΕΕ L 121, σ. 37) (στο εξής: εκτελεστικός κανονισμός). Καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 874/2009 της Επιτροπής (ΕΕ L 251, σ. 3), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ τη 14η Οκτωβρίου 2009, ήτοι μετά τον κρίσιμο χρόνο για τη διαδικασία της κύριας δίκης. Με τις εν λόγω διατάξεις προβλέπεται το δικαίωμα των διαδίκων της διαδικασίας να υποβάλουν έγγραφα προς στήριξη της θέσεώς τους (άρθρο 57) αλλά και κανόνες ως προς την αποδεικτική διαδικασία (άρθρο 60) και τον διορισμό πραγματογνωμόνων (άρθρο 61).

( 23 )   Ο J. Hansson θεώρησε ότι η πώληση της SUMOST 01 συνιστούσε προσβολή των δικαιωμάτων του επί της LEMON SYMPHONY. Για τον λόγο αυτό, ενήγαγε την Grünewald ενώπιον των γερμανικών πολιτικών δικαστηρίων και ζήτησε την έκδοση ευνοϊκής προς αυτόν αποφάσεως. Η αίτηση αναιρέσεως της Grünewald ενώπιον του Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Γερμανίας) απορρίφθηκε στις 23 Απριλίου 2009.

( 24 )   Οι αποφάσεις του τμήματος προσφυγών κατά των οποίων στράφηκε ο R. Schräder ήταν, αντιστοίχως, η A 005/2007 (σχετικά με την αίτηση παροχής ΚΔΦΠ για την ποικιλία SUMOST 01), η A 006/2007 (σχετικά με την αίτηση εκπτώσεως από το ΚΔΦΠ επί της LEMON SYMPHONY) και η A 007/2007 (σχετικά με την αυτεπάγγελτη προσαρμογή της επίσημης περιγραφής της LEMON SYMPHONY).

( 25 )   Υπόθεση A 010/2007 (στην οποία ο R. Schräder στράφηκε κατά της αποφάσεως του ΚΓΦΠ επί της αιτήσεως ανακλήσεως του παραχωρηθέντος ΚΔΦΠ για τη LEMON SYMPHONY) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

( 26 )   Κατά την άποψη του τμήματος προσφυγών, τούτο συνέβαινε διότι η εφαρμογή των επίμαχων χημικών ουσιών είχε γίνει σύμφωνα με τα σχετικά πρωτόκολλα εξετάσεων.

( 27 )   Ο R. Schräder υπέβαλε τη συγκεκριμένη πρόταση μετά την άσκηση της προσφυγής του ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου στις 24 Ιουνίου 2009· βλ. σκέψη 77 της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου.

( 28 )   Πρόκειται, αντιστοίχως, για την υπόθεση T‑177/08 (ως προς την απόφαση A 005/2007, για την απόρριψη της αιτήσεως παροχής ΚΔΦΠ)· την υπόθεση T‑134/08 (ως προς την απορριπτική απόφαση A 006/2007, επί της αιτήσεως για την κήρυξη εκπτώσεως)· την υπόθεση T‑133/08 (ως προς την απόφαση A 007/2007, για την προσαρμογή της περιγραφής)· και την υπόθεση T‑242/09 (ως προς την απόφαση A 010/2007, περί απορρίψεως της αιτήσεως ανακλήσεως).

( 29 )   Σκέψη 126.

( 30 )   Σκέψη 128.

( 31 )   Σκέψη 129.

( 32 )   Κανονισμός (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78, σ. 1, στο εξής: κανονισμός για το κοινοτικό σήμα), ο οποίος προβλέπει ότι, κατά τη διαδικασία ενώπιον του, το Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (στο εξής: ΓΕΕΑ) εξετάζει αυτεπαγγέλτως τα πραγματικά περιστατικά· εντούτοις, σε διαδικασία που αφορά τους σχετικούς λόγους απαραδέκτου της καταχωρίσεως, η εξέταση περιορίζεται στα επιχειρήματα που προβάλλουν οι διάδικοι καθώς και στα υποβληθέντα από αυτούς αιτήματα. Βλ. τη σκέψη 130.

( 33 )   Κανονισμός (ΕΚ) 6/2002 του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2001, για τα κοινοτικά σχέδια και τα υποδείγματα (ΕΕ L 3, σ. 1, στο εξής: κανονισμός για τα κοινοτικά σχέδια και τα υποδείγματα), ο οποίος προβλέπει ότι το ΓΕΕΑ εξετάζει αυτεπαγγέλτως τα πραγματικά περιστατικά, πλην της περιπτώσεως αιτήσεως για την κήρυξη ακυρότητας όπου η εξέταση περιορίζεται στα πραγματικά περιστατικά, στα αποδεικτικά στοιχεία και στα επιχειρήματα που προβάλλουν οι διάδικοι. Βλ. τη σκέψη 131.

( 34 )   Σκέψη 132. Βλ., επίσης, άρθρο 81, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού.

( 35 )   Σκέψη 133.

( 36 )   Σκέψη 134.

( 37 )   Σκέψη 135.

( 38 )   Σκέψη 136.

( 39 )   Σκέψη 137· βλ., ιδίως, απόφαση ILFO κατά Ανωτάτης Αρχής (51/65, EU:C:1966:21).

( 40 )   Σκέψη 138.

( 41 )   Σκέψη 139.

( 42 )   Σκέψη 140.

( 43 )   Σκέψη 141.

( 44 )   Σκέψη 158.

( 45 )   Σκέψη 159.

( 46 )   Σκέψη 160.

( 47 )   Τα οποία απαριθμούνται στο τεχνικό πρωτόκολλο του ΚΓΦΠ σχετικά με την εξέταση των διακριτικών χαρακτηριστικών, της ομοιογένειας και της σταθερότητας (DUS)· βλ. σημείο 2 των παρουσών προτάσεων.

( 48 )   Σκέψη 161.

( 49 )   Σκέψη 162.

( 50 )   Σκέψη 163.

( 51 )   Σκέψη 164.

( 52 )   Σκέψη 165.

( 53 )   Σκέψη 166.

( 54 )   Σκέψεις 167 και 168.

( 55 )   Σκέψη 169.

( 56 )   Άρθρο 20 του βασικού κανονισμού.

( 57 )   Η οποία διενεργείται βάσει των άρθρων 54 και 55 του βασικού κανονισμού.

( 58 )   Βλ., επίσης, άρθρο 57 του εκτελεστικού κανονισμού.

( 59 )   Βλ. άρθρα 60 και 61 του εκτελεστικού κανονισμού.

( 60 )   Άρθρο 51 του εκτελεστικού κανονισμού.

( 61 )   Άρθρο 72 του βασικού κανονισμού.

( 62 )   Απόφαση Brookfield New Zealand και Elaris κατά ΚΓΦΠ και Schniga (C‑534/10 P, EU:C:2012:813, σκέψη 50).

( 63 )   Ένα κοινοτικό σήμα μπορεί να κηρυχθεί άκυρο δυνάμει του άρθρου 52, παράγραφος 1, του κανονισμού για το κοινοτικό σήμα σε περίπτωση που η καταχώρισή του αντέβαινε στο άρθρο 7 του ως άνω κανονισμού επειδή, παραδείγματος χάρη, δεν είχε διακριτικό χαρακτήρα (άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ)

( 64 )   Άρθρο 52 του κανονισμού για τα κοινοτικά σχέδια και τα υποδείγματα.

( 65 )   Απόφαση PepsiCo κατά Grupo Promer Mon Graphic (C‑281/10 P, EU:C:2011:679, σκέψεις 78 και 79).

( 66 )   Βλ. σκέψη 138 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 67 )   Βλ. σκέψη 139 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 68 )   Βλ. σκέψη 141 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 69 )   Βλ. σκέψη 149 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 70 )   Βλ. σκέψη 150 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 71 )   Η συγκεκριμένη διαπίστωση θα μπορούσε να θεωρηθεί αντίθετη προς την ερμηνεία που απέδωσε το Γενικό Δικαστήριο στο άρθρο 76, στον βαθμό που το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι, με βάση το γράμμα της εν λόγω διατάξεως, το τμήμα προσφυγών δεν υποχρεούται σε αυτεπάγγελτη εξέταση των πραγματικών περιστατικών.

( 72 )   Απόφαση Brookfield New Zealand και Elaris κατά ΚΓΦΠ και Schniga (EU:C:2012:813, σκέψεις 39 και 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 73 )   Απόφαση ILFO κατά Ανωτάτης Αρχής (EU:C:1966:21, σκέψεις 95 και 96).

( 74 )   Απόφαση Alliance One International και Standard Commercial Tobacco κατά Επιτροπής και Επιτροπή κατά Alliance One International κ.λπ. (C‑628/10 P και C‑14/11 P, EU:C:2012:479, σκέψη 64).

( 75 )   Απόφαση Brookfield New Zealand και Elaris κατά ΚΓΦΠ και Schniga (EU:C:2012:813, σκέψεις 39 και 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 76 )   Βλ. σκέψη 145 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 77 )   Βλ. σκέψεις 152 έως 157 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 78 )   Βλ. σκέψεις 158 έως 162 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 79 )   Βλ. σκέψεις 165 έως 168 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 80 )   Απόφαση PepsiCo κατά Grupo Promer Mon Graphic (EU:C:2011:679, σκέψεις 78 και 79 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 81 )   Απόφαση Schräder κατά ΚΓΦΠ (C‑38/09 P, EU:C:2010:196, σκέψη 77).

( 82 )   Σκέψεις 145 έως 168 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

Επάνω