Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62004TJ0246

    Απόφαση του Πρωτοδικείου (πρώτο τμήμα) της 6ης Φεβρουαρίου 2007.
    Jacques Wunenburger κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
    Υπάλληλοι - Προσφυγή ακυρώσεως - Παραδεκτό - Αγωγή αποζημιώσεως.
    Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-246/04 και T-71/05.

    Συλλογή της Νομολογίας – Υπαλληλικές Υποθέσεις 2007 I-A-2-00021; II-A-2-00131

    ECLI identifier: ECLI:EU:T:2007:34

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

    της 6ης Φεβρουαρίου 2007

    Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-246/04 και T-71/05

    Jacques Wunenburger

    κατά

    Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

    «Υπάλληλοι – Εκθέσεις βαθμολογίας – Περίοδοι βαθμολογίας 1997/1999 και 1999/2001 – Έκθεση εξελίξεως σταδιοδρομίας – Περίοδος αξιολογήσεως 2001/2002 – Προσφυγή ακυρώσεως – Παραδεκτό – Αγωγή αποζημιώσεως – Δικαιώματα άμυνας»

    Αντικείμενο: Προσφυγή με αντικείμενο, αφενός, αίτημα ακυρώσεως των σχεδίων εκθέσεων βαθμολογίας του προσφεύγοντος-ενάγοντος για τις περιόδους 1997/1999 και 1999/2001 και της εκθέσεως εξελίξεως της σταδιοδρομίας του για την περίοδο αξιολογήσεως 2001/2002 και, αφετέρου, αίτημα αποκαταστάσεως των φερόμενων ζημιών.

    Απόφαση: Ακυρώνεται η απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2003 περί καταρτίσεως της εκθέσεως εξελίξεως της σταδιοδρομίας του προσφεύγοντος-ενάγοντος για την  περίοδο από 1ης Ιουλίου 2001 έως 31 Δεκεμβρίου 2002. Η Επιτροπή υποχρεώνεται να καταβάλει στον προσφεύγοντα-ενάγοντα το ποσό των 2 500 ευρώ, πλέον του ποσού των 2 500 ευρώ που έχει καταβάλει η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, για την καθυστέρηση της καταρτίσεως των εκθέσεων βαθμολογίας για τις περιόδους 1997/1999 και 1999/2001 και το συμβολικό ποσό του ενός ευρώ για την καθυστέρηση της καταρτίσεως της εκθέσεως εξελίξεως της σταδιοδρομίας για την περίοδο 2001/2002. Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται κατά τα λοιπά. Η Επιτροπή καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα.

    Περίληψη

    1.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Βλαπτική πράξη – Έννοια – Προπαρασκευαστική πράξη

    (Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

    2.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Αίτημα αποζημιώσεως που υποβάλλεται μαζί με ακυρωτικό αίτημα

    (Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

    3.      Υπάλληλοι – Βαθμολογία – Έκθεση βαθμολογίας

    (Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 43)

    4.      Υπάλληλοι – Προαγωγή – Συγκριτική εξέταση των προσόντων

    (Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 43 και 45)

    5.      Υπάλληλοι – Βαθμολογία – Έκθεση εξελίξεως σταδιοδρομίας

    (Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 43)

    6.      Υπάλληλοι – Βαθμολογία – Έκθεση εξελίξεως σταδιοδρομίας

    (Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 43 και 45)

    1.      Σύμφωνα με τα άρθρα 90 και 91 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων (στο εξής: ΚΥΚ), συνιστούν πράξεις ή αποφάσεις δυνάμενες να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως μόνον τα μέτρα που επάγονται δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να επηρεάσουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας σαφώς τη νομική κατάστασή του, και που καθορίζουν οριστικώς τη θέση του κοινοτικού οργάνου. Όταν πρόκειται για πράξεις ή αποφάσεις που λαμβάνονται κατόπιν διαδικασίας περιλαμβάνουσας περισσότερα στάδια, ιδίως μετά την ολοκλήρωση εσωτερικής διαδικασίας, συνιστούν πράξεις δεκτικές προσφυγής μόνον τα μέτρα τα οποία καθορίζουν οριστικώς τη θέση του θεσμικού οργάνου κατά το πέρας της εν λόγω διαδικασίας, αποκλειομένων των ενδιάμεσων μέτρων, σκοπός των οποίων είναι η προετοιμασία της τελικής αποφάσεως.

    Το «σχέδιο» έκθεσης βαθμολογίας αποτελεί προπαρασκευαστική πράξη η οποία δεν παράγει κανένα νομικό αποτέλεσμα που θίγει άμεσα τα συμφέροντα του οικείου υπαλλήλου και, επομένως, δεν αποτελεί βλαπτική πράξη.

    (βλ. σκέψεις 41 έως 43)

    Παραπομπή: ΠΕΚ, 24 Ιουνίου 1993, T‑69/92, Seghers κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1993, σ. II‑651, σκέψη 28· ΠΕΚ, 28 Σεπτεμβρίου 1993, T‑57/92 και T‑75/92, Yorck von Wartenburg κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1993, σ. II‑925, σκέψη 36· ΠΕΚ, 15 Ιουνίου 1994, T‑6/93, Pérez Jiménez κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I‑A‑155 και II‑497, σκέψη 34· ΠΕΚ, 22 Μαρτίου 1995, T‑586/93, Κοτζώνης κατά ΟΚΕ, Συλλογή 1995, σ. II‑665, σκέψη 29· ΠΕΚ, 17 Δεκεμβρίου 2003, T‑324/02, McAuley κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑337 και II‑1657, σκέψη 28

    2.      Παρά το γεγονός ότι η προσφυγή ακυρώσεως και η αγωγή αποζημιώσεως συνιστούν αυτοτελή μέσα παροχής ένδικης προστασίας, το αίτημα αποζημιώσεως είναι απαράδεκτο όταν η αγωγή αποζημιώσεως εμφανίζει στενή σχέση με την προσφυγή ακυρώσεως, η οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη. Τούτο ισχύει όταν το αίτημα αποζημιώσεως σκοπεί αποκλειστικά στην ανόρθωση των συνεπειών της πράξης κατά της οποίας στρεφόταν η προσφυγή ακυρώσεως που κρίθηκε απαράδεκτη, ιδίως οσάκις το αίτημα αποζημιώσεως έχει ως μόνο σκοπό να αντισταθμίσει τις απώλειες αποδοχών που δεν θα σημειώνονταν αν είχε ευδοκιμήσει η προσφυγή ακυρώσεως.

    Ωστόσο, όταν η αγωγή και η προσφυγή πηγάζουν από διαφορετικές πράξεις ή συμπεριφορές της διοίκησης, η αγωγή αποζημιώσεως δεν μπορεί να εξομοιωθεί με την προσφυγή ακυρώσεως ακόμη και αν αμφότερες θα κατέληγαν στο ίδιο οικονομικής φύσεως αποτέλεσμα για τον προσφεύγοντα, οπότε το απαράδεκτο της προσφυγής ακυρώσεως δεν έχει ως αποτέλεσμα και το απαράδεκτο της αγωγής αποζημιώσεως.

    (βλ. σκέψεις 46 έως 48)

    Παραπομπή: ΔΕΚ, 12 Δεκεμβρίου 1967, 4/67, Collignon κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 621· ΔΕΚ, 24 Ιουνίου 1971, 53/70, Vinck κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 877, σκέψεις 8 έως 15· ΔΕΚ, 13 Ιουλίου 1972, 79/71, Heinemann κατά Επιτροπής, Rec. 1972, σ. 579· ΔΕΚ, 14 Φεβρουαρίου 1989, 346/87, Bossi κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 303· ΠΕΚ, 24 Ιανουαρίου 1991, T‑27/90, Latham κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. II‑35, σκέψη 38· ΠΕΚ, 28 Ιουνίου 2005, T‑147/04, Ross κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑171 και II‑771, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

    3.      Η διοίκηση πρέπει, τόσο για λόγους χρηστής διοικήσεως όσο και για λόγους προστασίας των συμφερόντων των υπαλλήλων, να μεριμνά για την περιοδική κατάρτιση των εκθέσεων βαθμολογίας μέχρι τις ημερομηνίες που επιβάλλει ο ΚΥΚ και για τη νομότυπη κατάρτισή τους. Συγκεκριμένα, η καθυστέρηση στην κατάρτιση των εκθέσεων βαθμολογίας είναι αφ’ εαυτής ικανή να προξενήσει ζημία στον υπάλληλο για τον λόγο και μόνο ότι η εξέλιξη της σταδιοδρομίας του μπορεί να θιγεί από την έλλειψη της εκθέσεως κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο επιβάλλεται η λήψη αποφάσεων που τον αφορούν. Ο υπάλληλος του οποίου ο ατομικός φάκελος δεν έχει καταρτιστεί νομότυπα και δεν είναι πλήρης υφίσταται, λόγω αυτού του γεγονότος, ηθική βλάβη, καθόσον το γεγονός αυτό του δημιουργεί αβεβαιότητα και ανησυχία ως προς το επαγγελματικό του μέλλον. Όταν δεν υπάρχουν ειδικές περιστάσεις που να δικαιολογούν τις διαπιστούμενες καθυστερήσεις, η διοίκηση υποπίπτει σε υπηρεσιακό πταίσμα ικανό να θεμελιώσει την ευθύνη της.

    (βλ. σκέψεις 64 και 65)

    Παραπομπή: ΔΕΚ, 18 Δεκεμβρίου 1980, 156/79 και 51/80, Gratreau κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1980, σ. 3139, σκέψη 15· ΔΕΚ, 6 Φεβρουαρίου 1986, 173/82, 157/83 και 186/84, Castille κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. 497, σκέψη 36· ΠΕΚ, 8 Νοεμβρίου 1990, T‑73/89, Barbi κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. II‑619, σκέψη 41· ΠΕΚ, 28 Μαΐου 1997, T‑59/96, Burban κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑109 και II‑331, σκέψεις 44 και 50· ΠΕΚ, 12 Ιουνίου 2002, T‑187/01, Mellone κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑81 και II‑389, σκέψεις 77 και 78

    4.      Η έκθεση βαθμολογίας αποτελεί απαραίτητο στοιχείο εκτιμήσεως κάθε φορά που λαμβάνεται υπόψη η σταδιοδρομία του υπαλλήλου από την ιεραρχία. Ακόμη και αν ο υπάλληλος δεν έχει κανένα κεκτημένο δικαίωμα προαγωγής, παρ’ όλ’ αυτά δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι η έλλειψη εκθέσεως βαθμολογίας κατά τη συναφή περίοδο προαγωγών έχει επιπτώσεις στην καριέρα του.

    Περαιτέρω, μολονότι αληθεύει ότι, σε εξαιρετικές συνθήκες, η έλλειψη εκθέσεως βαθμολογίας μπορεί να αντισταθμιστεί από την ύπαρξη άλλων πληροφοριών περί των προσόντων του υπαλλήλου, εντούτοις τα λοιπά αυτά πληροφοριακά στοιχεία πρέπει να πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις, τη συνδρομή των οποίων οφείλει να διαπιστώσει το καθού κοινοτικό όργανο. Εν πάση περιπτώσει, η μη οριστική έκθεση βαθμολογίας που αποτελεί αντικείμενο αμφισβητήσεως εκ μέρους του ενδιαφερομένου δεν μπορεί, αυτή και μόνον, να χρησιμοποιηθεί ως πηγή των λοιπών αυτών πληροφοριακών στοιχείων.

    (βλ. σκέψεις 70 έως 72)

    Παραπομπή: ΔΕΚ, 17 Δεκεμβρίου 1992, C‑68/91 P, Moritz κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. I‑6849, σκέψη 16· ΠΕΚ, 5 Οκτωβρίου 2000, T‑202/99, Rappe κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑201 και II‑911, σκέψεις 38, 40, 52 και 56· ΠΕΚ, 7 Μαΐου 2003, T‑278/01, Den Hamer κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑139 και II‑665, σκέψη 95

    5.      Όταν συντρέχουν τροποποίηση του συστήματος βαθμολογίας, ανάθεση στον ενδιαφερόμενο νέων καθηκόντων που συνοδεύεται από ουσιαστικές διαφορές ως προς τη φύση των καθηκόντων, καθώς και υψηλότερος βαθμός ευθύνης, τυχόν διαφορές που διαπιστώνονται μεταξύ των εκτιμήσεων που αφορούν τον υπάλληλο μεταξύ δύο διαδοχικών εκθέσεων βαθμολογίας δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως «υποτίμηση» για την οποία είναι απαραίτητη η ειδική αιτιολόγηση.

    (βλ. σκέψη 95)

    6.      Τα δικαιώματα άμυνας του υπαλλήλου παραβιάζονται όταν η διοίκηση, κατά τη διαδικασία αξιολόγησης δεν τηρεί, χωρίς να παρέχει εξηγήσεις, τις τυπικές προϋποθέσεις που καθορίζονται από εσωτερική οδηγία για τις ειδικές διαδικασίες που αφορούν τους υπαλλήλους συγκεκριμένης υπηρεσίας και έχουν σχέση με την καταγραφή, στην έκθεση εξέλιξης της σταδιοδρομίας, γνωμών που συλλέγονται στο πλαίσιο των διαβουλεύσεων που απαιτούνται, οπότε ο αξιολογούμενος υπάλληλος δεν ήταν σε θέση να κάνει γνωστή λυσιτελώς την άποψή του όσον αφορά τη γνώμη αυτή.

    Η αναφορά απλώς, στην έκθεση εξέλιξης, του γεγονότος ότι υπήρξαν διαβουλεύσεις δεν αρκεί για να προειδοποιήσει τον οικείο υπάλληλο για την ύπαρξη μιας γνώμης που έχει δικαίωμα να απαιτήσει την καταγραφή.

    Όταν γνώμη που αφορά υψηλόβαθμο υπάλληλο, ο οποίος είναι εκπρόσωπος της Ένωσης ως προϊστάμενος αντιπροσωπείας, είναι ιδιαίτερα αρνητική και είναι πιθανό να μειώσει τη βαθμολογία του, ο υπάλληλος αυτός πρέπει να ενημερωθεί κατά τρόπο σαφή και μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση, ώστε να μπορέσει να καταστήσει γνωστή την άποψή του.

    Ωστόσο, η παράβαση των δικαιωμάτων άμυνας επισύρει ακυρότητα μόνον εάν η διαδικασία μπορούσε να είχε καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα εάν εξέλιπε η εν λόγω πλημμέλεια.

    (βλ. σκέψεις 134 και 147 έως 149)

    Παραπομπή: ΔΕΚ, 29 Οκτωβρίου 1980, 209/78 έως 215/78 και 218/78, Van Landewyck κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1980, σ. 207, σκέψη 47· ΔΕΚ, 21 Μαρτίου 1990, C‑142/87, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. I‑959, σκέψη 48· ΠΕΚ, 23 Απριλίου 2002, T‑372/00, Campolargo κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑49 και II‑223, σκέψη 39

    Top