EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62008CJ0013

Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 22ας Δεκεμβρίου 2008.
Erich Stamm και Anneliese Hauser.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Bundesgerichtshof - Γερμανία.
Συμφωνία για την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, αφετέρου - Ίση μεταχείριση - Παραμεθόριοι ελεύθεροι επαγγελματίες - Αγροτική μίσθωση - Γεωργική διάρθρωση.
Υπόθεση C-13/08.

Συλλογή της Νομολογίας 2008 I-11087

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2008:774

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 22ας Δεκεμβρίου 2008 ( *1 )

«Συμφωνία για την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, αφετέρου — Ίση μεταχείριση — Παραμεθόριοι ελεύθεροι επαγγελματίες — Αγροτική μίσθωση — Γεωργική διάρθρωση»

Στην υπόθεση C-13/08,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Bundesgerichtshof (Γερμανία) με απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2007, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 14 Ιανουαρίου 2008, στο πλαίσιο της ένδικης διαδικασίας που κίνησαν οι

Erich Stamm,

Anneliese Hauser

παρισταμένου του

Regierungspräsidium Freiburg,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, πρόεδρο τμήματος, R. Silva de Lapuerta, E. Juhász (εισηγητή), Γ. Αρέστη και J. Malenovský, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Mengozzi

γραμματέας: R. Grass

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

ο E. Stamm, εκπροσωπούμενος από τον J. Strick, Rechtsanwalt,

το Regierungspräsidium Freiburg, εκπροσωπούμενο από τον P. Brecht,

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους E. Traversa και F. Hoffmeister,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 12, παράγραφος 1, 13, παράγραφος 1, και 15, παράγραφος 1, του παραρτήματος I της Συμφωνίας για την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, αφετέρου, υπογραφείσας στο Λουξεμβούργο στις 21 Ιουνίου 1999 (ΕΕ 2002, L 114, σ. 6, στο εξής: Συμφωνία).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ των E. Stamm και A. Hauser, αφενός, και του Regierungspräsidium Freiburg, αφετέρου, όσον αφορά το αν η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως έχει εφαρμογή στους Ελβετούς παραμεθόριους ελεύθερους επαγγελματίες.

Το νομικό πλαίσιο

Η Συμφωνία

3

Κατά το άρθρο 1, στοιχεία α’ και δ’, της Συμφωνίας, σκοπός της είναι, μεταξύ άλλων, να χορηγήσει, υπέρ των υπηκόων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, δικαίωμα εισόδου, διαμονής, προσβάσεως σε μισθωτή οικονομική δραστηριότητα, εγκαταστάσεως ως ελεύθερου επαγγελματία και το δικαίωμα παραμονής στην επικράτεια των συμβαλλομένων μερών, καθώς και να παράσχει τις ίδιες συνθήκες διαβιώσεως, απασχολήσεως και εργασίας με αυτές που παρέχονται στους ημεδαπούς.

4

Κατά το άρθρο 2 της Συμφωνίας, «[ο]ι υπήκοοι ενός συμβαλλομένου μέρους που διαμένουν νομίμως στην επικράτεια ενός άλλου συμβαλλομένου μέρους δεν αποτελούν αντικείμενο διάκρισης λόγω ιθαγενείας σύμφωνα με τις διατάξεις των παραρτημάτων I, II και III».

5

Το άρθρο 16 της Συμφωνίας, τιτλοφορούμενο «Αναφορά στο κοινοτικό δίκαιο», ορίζει τα εξής:

«1.   Για να επιτευχθούν οι στόχοι που αναφέρονται στην παρούσα συμφωνία, τα μέρη λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο ώστε δικαιώματα και υποχρεώσεις που ισοδυναμούν με αυτές που περιλαμβάνονται στις νομικές πράξεις της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στις οποίες γίνεται αναφορά να τυγχάνουν εφαρμογής στις σχέσεις τους.

2.   Δεδομένου ότι η εφαρμογή της παρούσας συμφωνίας εμπεριέχει έννοιες του κοινοτικού δικαίου, θα ληφθεί υπόψη η κατάλληλη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων πριν από την ημερομηνία της υπογραφής της. Η νομολογία μετά την ημερομηνία υπογραφής της παρούσας συμφωνίας θα κοινοποιείται στην Ελβετία. Προκειμένου να επιτευχθεί καλή εφαρμογή της Συμφωνίας, η μεικτή επιτροπή θα καθορίζει, μετά από αίτηση ενός μέρους, τις επιπτώσεις της εν λόγω νομολογίας.»

6

Το κεφάλαιο III του παραρτήματος I της Συμφωνίας, αφορώντος την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, περιέχει ειδικές διατάξεις για τους ελεύθερους επαγγελματίες. Το άρθρο 12 του παραρτήματος αυτού ορίζει, στην παράγραφο 1, ότι «[ο] υπήκοος ενός συμβαλλομένου μέρους που επιθυμεί να εγκατασταθεί στην επικράτεια ενός άλλου συμβαλλομένου μέρους για να ασκήσει μη μισθωτή δραστηριότητα (που στο εξής καλείται ελεύθερος επαγγελματίας) λαμβάνει τίτλο διαμονής διάρκειας πέντε ετών τουλάχιστον από την ημερομηνία της χορήγησής [του], εφόσον αποδείξει στις αρμόδιες εθνικές αρχές ότι έχει εγκατασταθεί ή θέλει να εγκατασταθεί για το σκοπό αυτό».

7

Οι παράγραφοι 2 έως 6 του ίδιου άρθρου περιέχουν διαδικαστικές διατάξεις σχετικές με το δικαίωμα διαμονής των ελευθέρων επαγγελματιών.

8

Όσον αφορά τους παραμεθόριους ελεύθερους επαγγελματίες, το άρθρο 13 του εν λόγω παραρτήματος προβλέπει τα εξής:

«1.   Ο παραμεθόριος ελεύθερος επαγγελματίας είναι υπήκοος ενός συμβαλλομένου μέρους που έχει τη διαμονή του στην επικράτεια ενός συμβαλλομένου μέρους και που ασκεί μη μισθωτή δραστηριότητα στην επικράτεια του άλλου συμβαλλομένου μέρους, επιστρέφοντας στην κατοικία του βασικά καθημερινώς ή τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα.

2.   Οι παραμεθόριοι ελεύθεροι επαγγελματίες δεν χρειάζονται τίτλο διαμονής.

Ωστόσο, η αρμόδια αρχή του εν λόγω κράτους μπορεί να χορηγήσει στον παραμεθόριο ελεύθερο επαγγελματία ειδικό τίτλο διάρκειας πέντε ετών τουλάχιστον, εφόσον αυτός αποδείξει στις αρμόδιες εθνικές αρχές ότι ασκεί ή θέλει να ασκήσει ανεξάρτητη δραστηριότητα. Ο εν λόγω τίτλος παρατείνεται για πέντε έτη τουλάχιστον, εφόσον ο παραμεθόριος ελεύθερος επαγγελματίας αποδείξει ότι ασκεί ανεξάρτητη δραστηριότητα.

3.   Ο ειδικός τίτλος ισχύει για το σύνολο της επικράτειας του κράτους που τον χορήγησε.»

9

Το άρθρο 14 του παραρτήματος I της Συμφωνίας, τιτλοφορούμενο «Επαγγελματική και γεωγραφική κινητικότητα», προβλέπει τα εξής:

«1.   Οι ελεύθεροι επαγγελματίες έχουν δικαίωμα σε επαγγελματική και γεωγραφική κινητικότητα στο σύνολο της επικράτειας του κράτους υποδοχής.

2.   Η επαγγελματική κινητικότητα περιλαμβάνει την αλλαγή επαγγέλματος και τη μετάβαση από μια ανεξάρτητη δραστηριότητα σε μια μισθωτή δραστηριότητα. Η γεωγραφική κινητικότητα περιλαμβάνει τη μεταβολή του τόπου εργασίας και διαμονής.»

10

Όσον αφορά την ίση μεταχείριση, το άρθρο 15 του παραρτήματος αυτού ορίζει τα εξής:

«1.   Ο ελεύθερος επαγγελματίας τυγχάνει στη χώρα υποδοχής, όσον αφορά την πρόσβαση σε μια μη μισθωτή δραστηριότητα και στην άσκησή της, όχι λιγότερο ευνοϊκής μεταχείρισης από αυτή των ημεδαπών.

2.   Οι διατάξεις του άρθρου 9 του παρόντος παραρτήματος εφαρμόζονται, κατ’ αναλογία, στους ελεύθερους επαγγελματίες που αναφέρονται στο παρόν κεφάλαιο.»

11

Κατά το άρθρο 16 του εν λόγω παραρτήματος, τιτλοφορούμενο «Άσκηση της δημόσιας εξουσίας»:

«Στον ελεύθερο επαγγελματία μπορεί να απαγορευθεί να ασκήσει δραστηριότητα που ενέχει, έστω και ευκαιριακά, άσκηση δημόσιας εξουσίας.»

12

Κατά το άρθρο 23, παράγραφος 1, του παραρτήματος I της Συμφωνίας, ο αποδέκτης υπηρεσιών δεν χρειάζεται τίτλο διαμονής για διαμονές μικρότερες ή ίσες των τριών μηνών. Για διαμονές μεγαλύτερες των τριών μηνών, ο αποδέκτης των υπηρεσιών λαμβάνει τίτλο διαμονής διάρκειας ίσης με τη διάρκεια της παροχής.

13

Το άρθρο 25 του παραρτήματος αυτού προβλέπει τα εξής:

«1.   Οι υπήκοοι ενός συμβαλλόμενου μέρους οι οποίοι διαθέτουν τίτλο διαμονής βάσει του οποίου έχουν την κύρια κατοικία τους στο κράτος υποδοχής χαίρουν των ιδίων δικαιωμάτων με τους ημεδαπούς όσον αφορά την απόκτηση ακινήτων. Έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν ανά πάσα στιγμή την κύρια κατοικία τους στο κράτος υποδοχής, σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις του κράτους αυτού, ανεξάρτητα της διάρκειας της σύμβασης εργασίας τους. Η αναχώρηση από το κράτος υποδοχής δεν συνεπάγεται ουδεμία υποχρέωση αλλοτρίωσης.

[…]

3.   Οι παραμεθόριοι υπήκοοι χαίρουν των ιδίων δικαιωμάτων με τους ημεδαπούς όσον αφορά την απόκτηση ακινήτων για την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας ή για δεύτερη κατοικία. Τα δικαιώματα αυτά δεν συνεπάγονται ουδεμία υποχρέωση αλλοτρίωσης κατά την αναχώρησή τους από το κράτος υποδοχής. Έχουν επίσης ενδεχομένως το δικαίωμα απόκτησης εξοχικής κατοικίας. Για την κατηγορία των υπηκόων αυτών, η παρούσα συμφωνία δεν επηρεάζει τους ισχύοντες κανόνες του κράτους υποδοχής όσον αφορά την τοποθέτηση κεφαλαίων και την εμπορία οικοπέδων και κατοικιών.»

Η εθνική κανονιστική ρύθμιση

14

Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι ο γερμανικός νόμος περί της υποχρεώσεως δηλώσεως και περί του δικαιώματος προβολής αντιρρήσεων όσον αφορά τις αγροτικές μισθώσεις (Gesetz über die Anzeige und Beanstandung von Landpachtverträgen, BGBl. 1985 Ι, σ. 2075, στο εξής: LPachtVG,) περιέχει ειδικές διατάξεις όσον αφορά τις αγροτικές μισθώσεις. Οι εκμισθωτές πρέπει να δηλώνουν τις μισθώσεις αυτές στην αρμόδια αρχή η οποία μπορεί να αντιταχθεί στη σύναψή τους, ιδίως αν η αγρομίσθωση συνιστά «μη προσήκουσα» κατανομή των χρήσεων γης.

15

Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, κατά το άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, του LPachtVG, η αγρομίσθωση συνιστά «μη προσήκουσα» κατανομή των χρήσεων γης, ιδίως εφόσον αντιβαίνει στα μέτρα που σκοπούν στη βελτίωση της γεωργικής διαρθρώσεως. Τούτο συμβαίνει, μεταξύ άλλων, οσάκις οι γεωργικές εκτάσεις, λόγω της μισθώσεώς τους σε μη γεωργούς, δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν από γεωργούς οι οποίοι έχουν επείγουσα ανάγκη να τις χρησιμοποιήσουν για τη δημιουργία και τη διατήρηση παραγωγικών και ανταγωνιστικών εκμεταλλεύσεων και οι οποίοι δύνανται να τις μισθώσουν.

16

Το αιτούν δικαστήριο προσθέτει ότι, σύμφωνα με την προγενέστερη της ενάρξεως ισχύος της Συμφωνίας νομολογία του, η στέρηση της δυνατότητας χρήσεως των γεωργικών εκτάσεων από τους Γερμανούς γεωργούς οι οποίοι ασκούν τη γεωργία ως κύρια δραστηριότητα και έχουν επείγουσα ανάγκη να τις χρησιμοποιήσουν για τη δημιουργία και τη διατήρηση παραγωγικών και ανταγωνιστικών εκμεταλλεύσεων και η μίσθωσή τους σε Ελβετούς γεωργούς οι οποίοι έχουν εκμετάλλευση με έδρα στην Ελβετία αντιβαίνει στα μέτρα βελτιώσεως της γερμανικής γεωργικής διαρθρώσεως. Επομένως, από πλευράς εφαρμογής του άρθρου 4 του LPachtVG, αυτοί οι Ελβετοί γεωργοί πρέπει να θεωρηθούν ότι βρίσκονται εκτός της γερμανικής γεωργικής διαρθρώσεως και ότι, κατά συνέπεια, δεν είναι γεωργοί.

Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

17

Ο E. Stamm, Ελβετός γεωργός, του οποίου η εκμετάλλευση έχει έδρα στην Ελβετία, συνήψε, στις 10 Οκτωβρίου 2005, με την A. Hauser, κάτοικο Γερμανίας, αγροτική μίσθωση αφορώσα γεωργικές εκτάσεις επιφανείας 2,75 ha, ευρισκόμενες στη Γερμανία. Το προβλεπόμενο στην εν λόγω πενταετή σύμβαση μισθώσεως μηνιαίο μίσθωμα ανερχόταν σε 686 ευρώ.

18

Το Landwirtschaftsamt (γερμανική αρχή αρμόδια για τη γεωργία) διατύπωσε αντιρρήσεις όσον αφορά την εν λόγω αγροτική μίσθωση και διέταξε τους συμβαλλομένους να τη λύσουν πάραυτα. Η ένδικη προσφυγή καθώς και τα επικουρικά αιτήματα που υπέβαλε ο E. Stamm απορρίφθηκαν από το Amtsgericht Waldshut-Tiengen, το οποίο ακύρωσε τη σύμβαση αυτή με το σκεπτικό ότι η εν λόγω αγρομίσθωση συνιστούσε «μη προσήκουσα» κατανομή των χρήσεων γης.

19

Αφού άσκησε έφεση ενώπιον του Oberlandesgericht Karlsruhe in Freiburg, η οποία δεν ευδοκίμησε, ο E. Stamm ζήτησε από το αιτούν δικαστήριο να αναγνωρίσει την εγκυρότητα της συναφθείσας με την A. Hauser συμβάσεως μισθώσεως. Κατά το δικαστήριο αυτό, δεδομένου ότι, εν προκειμένω, Γερμανοί γεωργοί οι οποίοι επιθυμούν να επεκτείνουν την εκμετάλλευσή τους θέλουν να μισθώσουν τις οικείες εκτάσεις, η εν λόγω αγροτική μίσθωση πρέπει να ακυρωθεί, λαμβανομένης υπόψη της υπομνησθείσας νομολογίας.

20

Το αιτούν δικαστήριο υπενθυμίζει ωστόσο ότι δεν είναι δυνατό να εμμείνει στη νομολογία αυτή, αν η υποχρέωση διασφαλίσεως της ίσης μεταχειρίσεως την οποία επιβάλλει το άρθρο 15, παράγραφος 1, του παραρτήματος I της Συμφωνίας έχει εφαρμογή όχι μόνο στους «ελεύθερους επαγγελματίες», υπό την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 1, του παραρτήματος αυτού, αλλά και στους «παραμεθόριους ελεύθερους επαγγελματίες», υπό την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, του εν λόγω παραρτήματος. Υπό τις συνθήκες αυτές δεν θα άρμοζε να θεωρούνται οι Ελβετοί γεωργοί που ασκούν τη γεωργία ως κύρια δραστηριότητα και έχουν εκμετάλλευση με έδρα στην Ελβετία ως μη γεωργοί, από πλευράς της εφαρμογής του άρθρου 4 του LPachtVG. Αντιθέτως, δεν πρέπει να τυγχάνουν λιγότερο ευνοϊκής μεταχειρίσεως σε σχέση με αυτή της οποίας τυγχάνουν οι Γερμανοί γεωργοί που ασκούν τη γεωργία ως κύρια δραστηριότητα.

21

Κρίνοντας ότι η ερμηνεία των όρων της Συμφωνίας είναι αναγκαία προκειμένου να εκδώσει την απόφασή του, το Bundesgerichtshof αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Επιβάλλει το άρθρο 15, παράγραφος 1, του παραρτήματος I της Συμφωνίας […] όσον αφορά την πρόσβαση σε μη μισθωτή δραστηριότητα και την άσκησή της, να τυγχάνουν μόνον οι ελεύθεροι επαγγελματίες, υπό την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 1, του παραρτήματος Ι της Συμφωνίας, μεταχειρίσεως, στη χώρα υποδοχής, η οποία δεν είναι λιγότερο ευνοϊκή από αυτή της οποίας τυγχάνουν οι ημεδαποί, ή ισχύει αυτό και για τους παραμεθόριους ελεύθερους επαγγελματίες, υπό την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, του παραρτήματος I της Συμφωνίας;»

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

Επί του παραδεκτού

22

Το Regierungspräsidium Freiburg υποστηρίζει ότι η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως είναι απαράδεκτη, δεδομένου ότι το υποβληθέν ερώτημα δεν είναι λυσιτελές για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης. Θεωρεί ότι ο E. Stamm δεν είναι «ελεύθερος επαγγελματίας» ούτε «παραμεθόριος ελεύθερος επαγγελματίας» ο οποίος εμπίπτει στο παράρτημα I της Συμφωνίας και ότι ένας γεωργός ο οποίος έχει εκμετάλλευση με έδρα στην Ελβετία και ο οποίος απλώς εκμεταλλεύεται γεωργικές εκτάσεις στη Γερμανία, πριν εισαγάγει ατελώς στην Ελβετία γεωργικά προϊόντα συγκομισθέντα στις εκτάσεις αυτές, ουδόλως εμπίπτει, ανεξαρτήτως της ιθαγενείας του, στα άρθρα 12 ή 13 του εν λόγω παραρτήματος.

23

Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εκφράζει επίσης επιφυλάξεις ως προς τη λυσιτέλεια του υποβληθέντος ερωτήματος. Συγκεκριμένα, ισχυρίζεται ότι ο παραμεθόριος ελεύθερος επαγγελματίας πρέπει να είναι εγκατεστημένος στην επικράτεια του ετέρου συμβαλλομένου μέρους, όπως προβλέπει γενικώς, για όλους τους ελεύθερους επαγγελματίες, το άρθρο 12, παράγραφος 1, του παραρτήματος I της Συμφωνίας. Δεδομένου ότι δεν προκύπτει από τη δικογραφία ότι ο E. Stamm διαθέτει δεύτερη εκμετάλλευση ευρισκόμενη στην επικράτεια της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, από την οποία να εντάσσεται στην οικονομική ζωή της Γερμανίας και να απευθύνεται στους υπηκόους του κράτους μέλους αυτού, η Επιτροπή δεν μπορεί να αποκλείσει ότι ο ενδιαφερόμενος πρέπει να θεωρηθεί ως μη εγκατεστημένος στη Γερμανία και ως μη έχων την ιδιότητα του «παραμεθόριου ελεύθερου επαγγελματία», υπό την έννοια της Συμφωνίας.

24

Οι ενστάσεις αυτές πρέπει να απορριφθούν.

25

Κατά παγία νομολογία, τα σχετικά με την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου ερωτήματα που έχει υποβάλει το εθνικό δικαστήριο, εντός του πραγματικού και κανονιστικού πλαισίου που αυτό προσδιορίζει με δική του ευθύνη και την ακρίβεια του οποίου δεν οφείλει να ελέγξει το Δικαστήριο, απολαύουν τεκμηρίου λυσιτελείας (αποφάσεις της 15ης Μαΐου 2003, C-300/01, Salzmann, Συλλογή 2003, σ. Ι-4899, σκέψεις 29 και 31, και της 7ης Ιουνίου 2007, C-222/05 έως C-225/05, van der Weerd κ.λπ., Συλλογή 2007, σ. I-4233, σκέψη 22). Το Δικαστήριο μπορεί να απορρίψει αίτηση που υπέβαλε εθνικό δικαστήριο μόνον όταν προδήλως προκύπτει ότι η ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου που ζητεί το εθνικό δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή επίσης όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν (αποφάσεις της 5ης Δεκεμβρίου 2006, C-94/04 και C-202/04, Cipolla κ.λπ., Συλλογή 2006, σ. I-11421, σκέψη 25, και van der Weerd κ.λπ., προπαρατεθείσα, σκέψη 22).

26

Το αιτούν δικαστήριο χαρακτήρισε, αναμφίβολα, τον E. Stamm ως «παραμεθόριο ελεύθερο επαγγελματία».

27

Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν προκύπτει ότι η ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου που ζητεί το εθνικό δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης. Κατά συνέπεια, το τεκμήριο λυσιτέλειας του οποίου τυγχάνει η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δεν μπορεί να ανατραπεί από τις ενστάσεις που προέβαλαν το Regierungspräsidium Freiburg και η Επιτροπή.

28

Κατά συνέπεια, η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή.

Επί της ουσίας

29

Κατ’ αρχάς, επισημαίνεται ότι το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η υπόθεση της κύριας δίκης προσδιορίζεται από την αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως και ότι, επομένως, οι μεταβατικές και οι σχετικές με την ανάπτυξη της Συμφωνίας διατάξεις του άρθρου 10 αυτής και του κεφαλαίου VII το παραρτήματος I της Συμφωνίας δεν αποτελούν αντικείμενο της εξετάσεως του Δικαστηρίου.

30

Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν αν η ίση μεταχείριση την οποία προβλέπει το άρθρο 15 του παραρτήματος I της Συμφωνίας έχει εφαρμογή στους «παραμεθόριους ελεύθερους επαγγελματίες» του άρθρου 13 του ίδιου αυτού παραρτήματος.

31

Το Regierungspräsidium Freiburg ισχυρίζεται ότι η αρχή κατά την οποία δεν πρέπει να επιφυλάσσεται λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση στους ελεύθερους επαγγελματίες, την οποία προβλέπει το άρθρο 15, παράγραφος 1, του παραρτήματος I της Συμφωνίας, έχει εφαρμογή μόνο στους «ελεύθερους επαγγελματίες», υπό την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 1, του παραρτήματος αυτού, και όχι στους «παραμεθόριους ελεύθερους επαγγελματίες», υπό την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, του εν λόγω παραρτήματος IΙ. Θεωρεί ότι η ερμηνεία του επιβεβαιώνεται από την οικονομία και από το γράμμα της Συμφωνίας, η οποία δεν επιφυλάσσει αυστηρώς πανομοιότυπη μεταχείριση για τους ελεύθερους επαγγελματίες και για τους παραμεθόριους ελεύθερους επαγγελματίες, αλλά αντιθέτως διακρίνει ηθελημένα μεταξύ των δύο αυτών κατηγοριών προσώπων.

32

Ωστόσο, η ερμηνεία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

33

Υπενθυμίζεται ευθύς εξ αρχής ότι το κεφάλαιο III του παραρτήματος I της Συμφωνίας, τιτλοφορούμενο «Ελεύθεροι επαγγελματίες», περιλαμβάνει τα άρθρα 12 έως 16 του παραρτήματος αυτού. Το άρθρο 12 του εν λόγω παραρτήματος αφορά τους ελεύθερους επαγγελματίες, δηλαδή τους υπηκόους ενός συμβαλλομένου μέρους που είναι εγκατεστημένοι ή επιθυμούν να εγκατασταθούν στην επικράτεια άλλου συμβαλλομένου μέρους προκειμένου να ασκήσουν μη μισθωτή δραστηριότητα. Το άρθρο 13 του ίδιου αυτού παραρτήματος αφορά τους παραμεθόριους ελεύθερους επαγγελματίες, μια κατηγορία ελευθέρων επαγγελματιών, που έχουν την κατοικία τους στην επικράτεια ενός συμβαλλομένου μέρους και ασκούν μη μισθωτή δραστηριότητα στην επικράτεια άλλου συμβαλλομένου μέρους. Τα άρθρα 14 και 15 του παραρτήματος I της Συμφωνίας αφορούν, αντιστοίχως, την επαγγελματική και γεωγραφική κινητικότητα καθώς και την ίση μεταχείριση των ελευθέρων επαγγελματιών. Το άρθρο 16 του παραρτήματος αυτού προβλέπει τη δυνατότητα να απαγορευθεί στους τελευταίους η άσκηση δραστηριότητας ενέχουσας άσκηση δημόσιας εξουσίας.

34

Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το εν λόγω κεφάλαιο ΙΙI δεν περιέχει καμία διάταξη κατά την οποία τα άρθρα 14 έως 16 του παραρτήματος I της Συμφωνίας πρέπει να έχουν εφαρμογή αποκλειστικώς και μόνο στους «ελεύθερους επαγγελματίες», υπό την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 1, του παραρτήματος αυτού και όχι «παραμεθόριους ελεύθερους επαγγελματίες», υπό την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, του ως άνω παραρτήματος.

35

Συγκεκριμένα, από κανένα στοιχείο του εν λόγω κεφαλαίου III δεν προκύπτει ότι οι παραμεθόριοι ελεύθεροι επαγγελματίες δεν έχουν δικαίωμα, σύμφωνα με το άρθρο 14 του παραρτήματος I της Συμφωνίας, επαγγελματικής και γεωγραφικής κινητικότητας στο έδαφος του κράτους υποδοχής ούτε ότι δεν μπορεί να τους απαγορευθεί, δυνάμει του άρθρου 16 του παραρτήματος αυτού, η άσκηση δραστηριότητας ενέχουσας άσκηση δημόσιας εξουσίας εντός του κράτους αυτού. Όσον αφορά τη γεωγραφική κινητικότητα, η διαπίστωση αυτή εξακολουθεί να ισχύει ακόμη και αν το δικαίωμα στην κινητικότητα πρέπει να ασκείται έτσι ώστε να διατηρείται η ιδιότητα του «παραμεθόριου ελεύθερου επαγγελματία», όπως ορίζεται στο άρθρο 13 του εν λόγω παραρτήματος.

36

Ομοίως, από καμία διάταξη του κεφαλαίου III του παραρτήματος I της Συμφωνίας δεν προκύπτει, όσον αφορά την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 15 του παραρτήματος αυτού, ότι οι παραμεθόριοι ελεύθεροι επαγγελματίες δεν μπορούν να επικαλεσθούν την αρχή αυτή.

37

Δεδομένου ότι ούτε το γράμμα των διατάξεων του κεφαλαίου III του παραρτήματος I της Συμφωνίας ούτε η οικονομία του κεφαλαίου αυτού παρέχει στοιχεία βάσει των οποίων θα μπορούσε να αποκλεισθεί η δυνατότητα εφαρμογής των άρθρων 14 έως 16 του παραρτήματος αυτού στους «παραμεθόριους ελεύθερους επαγγελματίες», δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι επαγγελματίες αυτοί, τους οποίους αφορά το άρθρο 13, παράγραφος 1, του εν λόγω παραρτήματος, δεν θεωρούνται ως ελεύθεροι επαγγελματίες, στο πλαίσιο του παραρτήματος αυτού, κατά τον ίδιο τρόπο με τα πρόσωπα στα οποία έχει εφαρμογή το άρθρο 12 του ίδιου αυτού παραρτήματος.

38

Η διαπίστωση αυτή ενισχύεται από το άρθρο 15, παράγραφος 2, του παραρτήματος I της Συμφωνίας, το οποίο ορίζει ότι «[ο]ι διατάξεις του άρθρου 9 του παραρτήματος [αυτού] εφαρμόζονται, κατ’ αναλογία, στους ελεύθερους επαγγελματίες που αναφέρονται στο [κεφάλαιο III]». Δεδομένου ότι η παράγραφος αυτή παραπέμπει στους «ελεύθερους επαγγελματίες που αναφέρονται» στο κεφάλαιο αυτό και όχι στους ελεύθερους επαγγελματίες, υπό την έννοια του άρθρου 12 του εν λόγω παραρτήματος, τα μέρη της Συμφωνίας δεν είχαν την πρόθεση να διακρίνουν μεταξύ των ελευθέρων επαγγελματιών και των παραμεθορίων ελευθέρων επαγγελματιών όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής, ως προς αυτούς, των άρθρων 14 έως 16 του παραρτήματος I της Συμφωνίας. Αντιθέτως, το γεγονός αυτό αποδεικνύει ότι η επαγγελματική και γεωγραφική κινητικότητα, η ίση μεταχείριση καθώς και η δυνατότητα απαγορεύσεως σε ορισμένα άτομα να ασκούν δραστηριότητα ενέχουσα άσκηση δημόσιας εξουσίας, τις οποίες προβλέπουν τα τελευταία αυτά άρθρα, έχουν αδιακρίτως εφαρμογή στα άτομα τα οποία αφορά το άρθρο 12 του παραρτήματος αυτού, αφενός, και στα άτομα που αφορά το άρθρο 13 του εν λόγω παραρτήματος, αφετέρου.

39

Συναφώς, πρέπει να προστεθεί, όπως έπραξε και η Επιτροπή, ότι η Συμφωνία δεν διακρίνει τους παραμεθόριους ελεύθερους επαγγελματίες παρά μόνο σε ένα άρθρο και για πολύ συγκεκριμένο σκοπό, δηλαδή για τον καθορισμό πιο ευνοϊκών προϋποθέσεων για αυτούς, όσον αφορά το δικαίωμα διαμονής. Συγκεκριμένα, αντιθέτως προς τους λοιπούς ελεύθερους επαγγελματίες του άρθρου 12 του παραρτήματος I της Συμφωνίας, οι παραμεθόριοι ελεύθεροι επαγγελματίες δεν χρειάζονται τίτλο διαμονής. Είναι πρόδηλο ότι τα μέρη της Συμφωνίας, τα οποία ευνόησαν τους παραμεθόριους, δεν μπορεί να είχαν την πρόθεση να τους θέσουν σε δυσμενή θέση όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

40

Η άποψη που υποστηρίζει ο E. Stamm, κατά την οποία οι παραμεθόριοι ελεύθεροι επαγγελματίες απολαύουν της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ενισχύεται άλλωστε από την οικονομία των κεφαλαίων II και III του παραρτήματος I της Συμφωνίας, από τους γενικούς σκοπούς της και από την ερμηνεία που πρέπει να δοθεί στο άρθρο 25 του παραρτήματος αυτού.

41

Πρώτον, η ανάλυση της δομής των κεφαλαίων II και III του παραρτήματος I της Συμφωνίας, τιτλοφορούμενων αντιστοίχως «Μισθωτοί εργαζόμενοι» και «Ελεύθεροι επαγγελματίες», αποδεικνύει ότι η δομή των κεφαλαίων αυτών είναι η ίδια.

42

Ως εκ τούτου, διαπιστώνεται, συναφώς, ότι το κεφάλαιο II του παραρτήματος αυτού περιέχει, στα άρθρα 6 και 7 του εν λόγω παραρτήματος, αντιστοίχως, τις διατάξεις που αφορούν τους μισθωτούς εργαζομένους και τις σχετικές με τους παραμεθόριους μισθωτούς εργαζομένους και ότι, στα άρθρα 8 έως 10 του εν λόγω παραρτήματος, προβλέπονται οι αρχές της επαγγελματικής και γεωγραφικής κινητικότητας, της ίσης μεταχειρίσεως καθώς και της δυνατότητας απαγορεύσεως στους μισθωτούς να καταλαμβάνουν ορισμένες θέσεις εργασίας στον δημόσιο τομέα. Το κεφάλαιο αυτό δεν περιέχει κανένα στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι οι αρχές αυτές και η δυνατότητα αυτή δεν έχουν εφαρμογή στους παραμεθόριους μισθωτούς εργαζομένους, αλλά αποκλειστικώς και μόνο στους μισθωτούς εργαζομένους. Δεν υπάρχει καμία διάταξη στο κεφάλαιο αυτό βάσει της οποίας θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι οι παραμεθόριοι μισθωτοί εργαζόμενοι δεν απολαύουν του δικαιώματος επαγγελματικής και γεωγραφικής κινητικότητας, υπό την επιφύλαξη της διατηρήσεως της ιδιότητας αυτής, καθώς και της ίσης μεταχειρίσεως, ή ότι δεν είναι δυνατόν, ενδεχομένως, να τους απαγορευθεί να καταλάβουν θέση εργασίας στον δημόσιο τομέα.

43

Από το γεγονός ότι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως εφαρμόζεται τόσον ως προς τους μισθωτούς εργαζομένους όσο και ως προς τους παραμεθόριους μισθωτούς εργαζομένους, αφενός, και από το γεγονός ότι η οικονομία του κεφαλαίου II του παραρτήματος I της Συμφωνίας και η οικονομία του κεφαλαίου III του παραρτήματος αυτού είναι ανάλογες, αφετέρου, προκύπτει ότι τα μέρη της Συμφωνίας δεν είχαν σκοπό να διακρίνουν μεταξύ των ελευθέρων επαγγελματιών και των παραμεθορίων ελευθέρων επαγγελματιών όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής της εν λόγω αρχής ως προς αυτούς.

44

Δεύτερον, όσον αφορά τον σκοπό της Συμφωνίας, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο της 1, στοιχεία α’ και δ’, η Συμφωνία έχει ιδίως ως σκοπoύς να χορηγήσει, υπέρ των υπηκόων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, δικαίωμα εγκαταστάσεως ως ελεύθερου επαγγελματία και να παράσχει τις ίδιες συνθήκες διαβιώσεως, απασχολήσεως και εργασίας με αυτές που παρέχονται στους ημεδαπούς. Όπως επισημαίνει η Επιτροπή, οι σκοποί αυτοί θα επιτυγχάνονταν εν μέρει μόνον αν οι παραμεθόριοι ελεύθεροι επαγγελματίες, κατά την άσκηση της δραστηριότητάς τους, υπέκειντο σε ειδικούς περιορισμούς μη ισχύοντες για τους λοιπούς ελεύθερους επαγγελματίες.

45

Επιπλέον, οι υπήκοοι ενός συμβαλλομένου μέρους, οι οποίοι κατοικούν νομίμως στην επικράτεια άλλου συμβαλλομένου μέρους δεν επιτρέπεται, κατά το άρθρο 2 της Συμφωνίας, να υποστούν, στο πλαίσιο της εφαρμογής των διατάξεων των παραρτημάτων I έως III της Συμφωνίας, δυσμενή διάκριση λόγω της ιθαγενείας τους.

46

Συνεπώς, η τελολογική ερμηνεία των άρθρων 12, 13 και 15 του παραρτήματος I της Συμφωνίας, υπό το πρίσμα των άρθρων 1, στοιχεία α’ και δ’, και 2 του παραρτήματος αυτού, δεν επιτρέπει να τυγχάνουν οι «παραμεθόριοι ελεύθεροι επαγγελματίες» λιγότερο ευνοϊκής μεταχειρίσεως εντός του κράτους υποδοχής από αυτή την οποία επιφυλάσσει το κράτος αυτό στους δικούς του υπηκόους όσον αφορά την πρόσβαση σε μη μισθωτή δραστηριότητα και στην άσκηση της δραστηριότητας αυτής.

47

Τρίτον, όσον αφορά το κεφάλαιο VI του παραρτήματος I της Συμφωνίας, τιτλοφορούμενο «Αποκτήσεις ακινήτων», διαπιστώνεται ότι το μόνο άρθρο του κεφαλαίου αυτού, ήτοι το άρθρο 25 του εν λόγω παραρτήματος, προβλέπει, στην παράγραφο 3, ότι οι παραμεθόριοι απολαύουν των ίδιων δικαιωμάτων με τους ημεδαπούς όσον αφορά την αγορά ακινήτων που χρησιμεύουν στην άσκηση οικονομικής δραστηριότητας.

48

Μολονότι το άρθρο που παρατίθεται στην προηγούμενη παράγραφο της παρούσας αποφάσεως δεν καλύπτει τις αγροτικές μισθώσεις, τα συμβαλλόμενα μέρη δεν είχαν την πρόθεση να επιφυλάξουν στις συμβάσεις αυτές λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση από αυτή της οποίας τυγχάνουν οι αγοραπωλησίες ακινήτων, οι οποίες συνήθως παρέχουν ευρύτερα εμπράγματα δικαιώματα.

49

Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 1, του παραρτήματος I της Συμφωνίας, τα συμβαλλόμενα μέρη δεν πρέπει να επιφυλάσσουν στους «παραμεθόριους ελεύθερους επαγγελματίες», υπό την έννοια του άρθρου 13 του παραρτήματος αυτού, του ετέρου συμβαλλομένου μέρους, όσον αφορά την πρόσβαση σε μη μισθωτή δραστηριότητα και στην άσκησή της εντός του κράτους υποδοχής, λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση από αυτή που επιφυλάσσει το κράτος υποδοχής στους υπηκόους του.

Επί των δικαστικών εξόδων

50

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 1, του παραρτήματος I της Συμφωνίας για την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, αφετέρου, υπογραφείσας στο Λουξεμβούργο στις 21 Ιουνίου 1999, τα συμβαλλόμενα μέρη δεν πρέπει να επιφυλάσσουν στους «παραμεθόριους ελεύθερους επαγγελματίες», υπό την έννοια του άρθρου 13 του παραρτήματος αυτού, του ετέρου συμβαλλομένου μέρους, όσον αφορά την πρόσβαση σε μη μισθωτή δραστηριότητα και στην άσκησή της εντός του κράτους υποδοχής, λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση από αυτή που επιφυλάσσει το κράτος υποδοχής στους υπηκόους του.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

Top