Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61991CJ0198

    Απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Μαΐου 1993.
    William Cook plc κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
    Άρθρα 92, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, και 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΟΚ - Καταγγελία επιχειρήσεως - Συμφωνία της ενισχύσεως με την κοινή αγορά - Προσφυγή ακυρώσεως.
    Υπόθεση C-198/91.

    Συλλογή της Νομολογίας 1993 I-02487

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1993:197

    61991J0198

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 19ΗΣ ΜΑΪΟΥ 1993. - WILLIAM COOK PLC ΚΑΤΑ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. - ΑΡΘΡΑ 92, ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3, ΣΤΟΙΧΕΙΟ A, ΚΑΙ 93, ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3, ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΕΟΚ - ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΣ - ΣΥΜΒΙΒΑΣΤΟ ΤΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΩΣ - ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-198/91.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1993 σελίδα I-02487
    Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα I-00201
    Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα I-00211


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    ++++

    1. Προσφυγή ακυρώσεως * Φυσικά και νομικά πρόσωπα * Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά * Απόφαση της Επιτροπής που απευθύνεται σε κράτος μέλος και διαπιστώνει ότι κρατική ενίσχυση συμβιβάζεται προς την κοινή αγορά * Προσφυγή των ενδιαφερομένων κατά την έννοια του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης * Παραδεκτό

    (Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 93 PAR PAR 2 και 3 και άρθρο 173, εδ. 2)

    2. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη * Σχέδια ενισχύσεων * Εξέταση από την Επιτροπή * Προκαταρκτική φάση και φάση κατ' αντιμωλία * Συμφωνία ενισχύσεως με την κοινή αγορά * Δυσχέρειες εκτιμήσεως * Υποχρέωση της Επιτροπής να κινήσει την κατ' αντιμωλία διαδικασία

    (Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 93 PAR PAR 2 και 3)

    Περίληψη


    1. Μια απόφαση δεν μπορεί να αφορά κατά την έννοια του άρθρου 173, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης πρόσωπα άλλα από τους αποδέκτες της, παρά μόνον αν τα θίγει λόγω ορισμένων ιδιοτήτων που προσιδιάζουν σ' αυτά ή μιας πραγματικής καταστάσεως που τα διαφοροποιεί σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο και, ως εκ τούτου, τα εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη.

    'Οταν η Επιτροπή, χωρίς να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης, διαπιστώνει, βάσει της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού, ότι μια κρατική ενίσχυση συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, πρέπει να γίνει δεκτό ότι νομιμοποιούνται να ασκήσουν προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως, με την οποία λαμβάνει χώρα η διαπίστωση αυτή, τα πρόσωπα, οι επιχειρήσεις ή οι ενώσεις, των οποίων τα συμφέροντα θίγονται, ενδεχομένως, από τη χορήγηση της ενισχύσεως, ιδίως οι ανταγωνιστικές επιχειρήσεις και οι επαγγελματικές οργανώσεις, οι οποίες, ως ενδιαφερόμενοι, απολαύουν διαδικαστικών εγγυήσεων όταν τίθεται σε εφαρμογή η διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2.

    2. Η διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης προσλαμβάνει αναγκαστικό χαρακτήρα από τη στιγμή κατά την οποία η Επιτροπή αντιμετωπίζει σοβαρές δυσχέρειες προκειμένου να κρίνει αν μια ενίσχυση συμβιβάζεται με την κοινή αγορά. Η Επιτροπή δεν μπορεί να αρκεστεί στην προκαταρκτική φάση του άρθρου 93, παράγραφος 3, προκειμένου να λάβει ευνοϊκή απόφαση για κάποια ενίσχυση, παρά μόνον αν είναι σε θέση να σχηματίσει την πεποίθηση, μετά από πρώτη εξέταση, ότι η εν λόγω ενίσχυση συμβιβάζεται με τη Συνθήκη. Αντιθέτως, αν από την πρώτη αυτή εξέταση η Επιτροπή σχηματίσει αντίθετη γνώμη, ή δεν μπορέσει να υπερβεί όλες τις δυσχέρειες που ανέκυψαν κατά την κρίση περί του συμβιβαστού της εν λόγω ενισχύσεως με την κοινή αγορά, τότε οφείλει να συγκεντρώσει όλες τις αναγκαίες γνώμες και να κινήσει προς το σκοπό αυτό τη διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2.

    Η υποχρέωση κινήσεως της διαδικασίας αυτής δεν εξαρτάται μεν από την κοινοποίηση της ενισχύσεως ή την εφαρμοζόμενη διάταξη του άρθρου 92 της Συνθήκης, είναι όμως έργο της Επιτροπής να καθορίσει, υπό τον έλεγχο του Δικαστηρίου, ανάλογα με τις πραγματικές και νομικές συνθήκες της συγκεκριμένης υποθέσεως, αν οι δυσχέρειες που αντιμετωπίζει κατά την έρευνα του συμβιβαστού της ενισχύσεως με την κοινή αγορά καθιστούν απαραίτητη την κίνηση της διαδικασίας αυτής.

    Διάδικοι


    Στην υπόθεση C-198/91,

    William Cook plc, εταιρία αγγλικού δικαίου, με έδρα το Sheffield, εκπροσωπούμενη από τον δικηγόρο Philip Bentley, QC, και τον Jose Rivas de Andres, δικηγόρο Σαραγόσας, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο το γραφείο του δικηγόρου Arsene Kronshagen, 12, boulevard de la Foire,

    προσφεύγουσα,

    κατά

    Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης από τους Eric White και Michel Nolin, μέλη της Νομικής Υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Nicola Annecchino, εκπρόσωπο της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

    καθής,

    υποστηριζομένης από το

    Βασίλειο της Ισπανίας, εκπροσωπούμενο από τον Alberto Jose Navarro Gonzalez, γενικό διευθυντή του κοινοτικού νομικού και θεσμικού συντονισμού, και από τον Antonio Hierro Hernandez-Mora, abodago del Estado ενώπιον του Δικαστηρίου,

    παρεμβαίνον,

    που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής, η οποία κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα με έγγραφο της 29ης Μαΐου 1991, "να μη διατυπώσει αντιρρήσεις" για τις διάφορες κρατικές ενισχύσεις που έλαβε η Piezas y Rodajes SA,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

    συγκείμενο από τους O. Due, Πρόεδρο, M. Zuleeg και J. L. Murray, προέδρους τμήματος, G. F. Mancini, F. A. Schockweiler, J. C. Moitinho de Almeida, F. Grevisse, M. Diez de Velasco και P. J. G. Kapteyn, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: G. Tesauro

    γραμματέας: L. Hewlett, υπάλληλος διοικήσεως,

    έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

    αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 3ης Φεβρουαρίου 1993,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 31ης Μαρτίου 1993,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Με δικόγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 30 Ιουλίου 1991, η William Cook plc (στο εξής: Cook) ζήτησε, δυνάμει του άρθρου 173, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ, την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής "να μη διατυπώσει αντιρρήσεις" για τις διάφορες κρατικές ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στην Piezas y Rodajes SA (στο εξής: Pyrsa), που της κοινοποιήθηκε με έγγραφο της 29ης Μαΐου 1991.

    2 Από τη δικογραφία προκύπτει ότι η Επιτροπή, με απόφαση της 26ης Μαΐου 1987 (βλ. ανακοίνωση 88/C251/04 - EE C 251, σ. 4), ενέκρινε το γενικό σύστημα περιφερειακών ενισχύσεων στην Ισπανία, του οποίου το σχέδιο της είχε κοινοποιήσει η Ισπανική Κυβέρνηση στις 30 Ιανουαρίου του ιδίου έτους, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης. Οι μεταγενέστερες τροποποιήσεις του συστήματος αυτού εγκρίθηκαν με απόφαση της Επιτροπής της 1ης Σεπτεμβρίου 1987.

    3 Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο αυτού του συστήματος ενισχύσεων, που εγκρίθηκε δυνάμει του άρθρου 92, παράγραφος 3, στοιχείο α', της Συνθήκης, προβλέπεται η χορήγηση περιφερειακών ενισχύσεων στην επαρχία Teruel, με ανώτατο όριο 75 % καθαρού ισοδυνάμου επιχορηγήσεως (ΚΙΕ).

    4 Στην επαρχία αυτή, στην περιφέρεια του δήμου Monreal del Campo, η Pyrsa έθεσε σε εφαρμογή ένα επενδυτικό πρόγραμμα ύψους 2 788 300 000 σπανικών πεσετών (ΡΤΑ) για την κατασκευή ενός εργοστασίου χυτηρίων με σκοπό την παραγωγή γραναζιών (οδοντών τροχών που έλκονται με αλυσίδες και χρησιμοποιούνται κυρίως στη μεταλλουργική βιομηχανία) και εξοπλισμών GET (εξοπλισμών που χρησιμοποιούνται για την ισοπέδωση του εδάφους και την εκσκαφή).

    5 Είναι βέβαιο ότι η επένδυση αυτή έτυχε των ακόλουθων ενισχύσεων:

    * επιχορήγηση 975 905 000 ΡΤΑ από την Ισπανική Κυβέρνηση

    * επιχορήγηση 182 000 000 ΡΤΑ από την Αυτόνομη Kοινότητα της Aragon

    * επιχορήγηση 2 300 000 ΡΤΑ από τον δήμο Monreal del Campo

    * εγγύηση για δάνειο ύψους 490 000 000 ΡΤΑ από την Αυτόνομη Κοινότητα της Aragon

    * επιδότηση επιτοκίου για το προαναφερθέν δάνειο, από την Diputacion provincial του Teruel.

    6 Η Cook, η οποία παράγει χυτό χάλυβα και εξοπλισμούς GET, υπέβαλε στις 14 Ιανουαρίου 1991 "επίσημη καταγγελία" στην Επιτροπή, με την οποία αμφισβητούσε κατά πόσον οι ενισχύσεις αυτές συμβιβάζονται προς την κοινή αγορά.

    7 Η Επιτροπή, με έγγραφο της 13ης Μαρτίου 1991, πληροφόρησε την καταγγέλλουσα επιχείρηση ότι η ενίσχυση της Ισπανικής Κυβερνήσεως, ύψους 975 905 000 PTA, είχε χορηγηθεί στο πλαίσιο του γενικού συστήματος περιφερειακών ενισχύσεων και, επομένως, συμβιβαζόταν με τις διατάξεις του άρθρου 92 της Συνθήκης. Το έγγραφο αυτό κάνει λόγο, ως προς τις λοιπές ενισχύσεις, για έναρξη έρευνας στις ισπανικές αρχές.

    8 'Υστερα από τη διεξαγωγή της έρευνας αυτής, η Επιτροπή ενημέρωσε την καταγγέλλουσα, με έγγραφο της 29ης Μαΐου 1991, ότι αποφάσισε "να μη διατυπώσει αντιρρήσεις" για τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στην Pyrsa. Στο έγγραφο αυτό επισυνάφθηκε η υπ' αριθ. ΝΝ 12/91 απόφαση (στο εξής: απόφαση ΝΝ 12/91), που απευθυνόταν στην Ισπανική Κυβέρνηση, με την οποία η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι ενισχύσεις αυτές ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 92, παράγραφος 3, στοιχείο α', της Συνθήκης, σύμφωνα με το οποίο δύνανται να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά οι ενισχύσεις για την προώθηση της οικονομικής αναπτύξεως περιοχών στις οποίες το βιοτικό επίπεδο είναι ασυνήθως χαμηλό ή στις οποίες επικρατεί σοβαρή υποαπασχόληση.

    9 Η απόφαση αυτή στηρίζεται σε δύο αιτιολογικές σκέψεις. Σύμφωνα με την πρώτη αιτιολογική σκέψη, η Επιτροπή θεωρεί ότι "η παραγωγή της Pyrsa εντάσσεται στον υποτομέα των γραναζιών και των εξοπλισμών GET (...) στον οποίο η ζήτηση αυξήθηκε την περίοδο 1988-1990 και ο οποίος δεν γνωρίζει προβλήματα πλεονάζουσας ικανότητας παραγωγής". Σύμφωνα με τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη διαπιστώνεται ότι "οι ενισχύσεις αφορούν ένα πρόγραμμα επενδύσεων σε μια νέα επιχείρηση και το συνολικό ύψος όλων των ενισχύσεων δεν υπερβαίνει στην πραγματικότητα το ανώτατο όριο του 50 % καθαρού ισοδυνάμου επιχορηγήσεως".

    10 Με την παρούσα προσφυγή η Cook ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής, που της κοινοποιήθηκε με το έγγραφο της 29ης Μαΐου 1991.

    11 Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 20ής Νοεμβρίου 1991 επετράπη στην Ισπανική Κυβέρνηση να παρέμβει υπέρ της Επιτροπής.

    12 Στην έκθεση ακροατηρίου αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς, η εξέλιξη της διαδικασίας, οι λόγοι ακυρώσεως και τα επιχειρήματα των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνον καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

    Επί του αντικειμένου και του παραδεκτού της προσφυγής

    13 Το έγγραφο της 29ης Μαΐου 1991 περιορίζεται να ενημερώσει την καταγγέλλουσα σχετικά με την απόφαση ΝΝ 12/91, με την οποία η Επιτροπή έκρινε ότι οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στην Pyrsa συμβιβάζονταν προς την κοινή αγορά.

    14 Το εν λόγω ενημερωτικό έγγραφο δεν συνιστά καθεαυτό απόφαση ικανή να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως.

    15 Αντίθετα, η απόφαση ΝΝ 12/91, με αποδέκτη την Ισπανική Κυβέρνηση, μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο τέτοιας προσφυγής.

    16 Η καθής υποστήριξε ότι η απόφαση αυτή, στο μέτρο που αναφέρει την ενίσχυση 975 905 000 ΡΤΑ που χορηγήθηκε από την Ισπανική Κυβέρνηση, επιβεβαιώνει απλώς το προαναφερθέν έγγραφο της 13ης Μαρτίου 1991, με το οποίο διαπιστώθηκε ότι η ενίσχυση αυτή είχε χορηγηθεί στο πλαίσιο του εγκεκριμένου από την Επιτροπή γενικού συστήματος περιφερειακών ενισχύσεων. Η Cook, απαντώντας στο επιχείρημα αυτό, διευκρίνισε, με το υπόμνημα απαντήσεως, ότι η προσφυγή δεν αφορά ούτε το έγγραφο της 13ης Μαρτίου 1991 ούτε μεταγενέστερο επιβεβαιωτικό αυτού έγγραφο.

    17 Υπό τις συνθήκες αυτές πρέπει να θεωρηθεί ότι η προσφυγή στρέφεται κατά της αποφάσεως ΝΝ 12/91 αποκλειστικά στο μέτρο που η απόφαση αυτή αφορά ενισχύσεις άλλες από την ενίσχυση που χορήγησε η Ισπανική Κυβέρνηση.

    18 Δεδομένου ότι η Cook δεν είναι αποδέκτης της προσβαλλομένης αποφάσεως, το παραδεκτό της προσφυγής εξαρτάται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 173, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, από την προϋπόθεση ότι η απόφαση αυτή αφορά άμεσα και ατομικά την προσφεύγουσα.

    19 Η Επιτροπή και η Ισπανική Κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι δεν πληρούται η προϋπόθεση αυτή και ότι συνεπώς η προσφυγή είναι απαράδεκτη.

    20 Κατά πάγια νομολογία, πρόσωπα άλλα από τους αποδέκτες μιας αποφάσεως δεν μπορούν να ισχυριστούν ότι η απόφαση τα αφορά, κατά την έννοια του άρθρου 173, δεύτερο εδάφιο, παρά μόνον αν τα θίγει λόγω ορισμένων ιδιοτήτων που προσιδιάζουν σ' αυτά ή μιας πραγματικής καταστάσεως που τα διαφοροποιεί σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο και, ως εκ τούτου, τα εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη (απόφαση της 15ης Ιουλίου 1963, 25/62, Plaumann κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 939).

    21 Για να κριθεί αν οι προϋποθέσεις αυτές πληρούνται στην παρούσα προσφυγή, πρέπει να υπενθυμιστεί το αντικείμενο των διαδικασιών που προβλέπονται στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 93 της Συνθήκης.

    22 'Οπως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση της 20ής Μαρτίου 1984, 84/82, Γερμανία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1984, σ. 1451, σκέψεις 11 και 13), πρέπει να γίνεται διάκριση, μεταξύ, αφενός, της προκαταρκτικής φάσεως εξετάσεως των ενισχύσεων, που καθιερώνει το άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης, η οποία έχει ως μοναδικό σκοπό να δώσει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να σχηματίσει μια πρώτη γνώμη ως προς το αν η συγκεκριμένη ενίσχυση συμβιβάζεται εν μέρει ή απολύτως με την κοινή αγορά και, αφετέρου, της φάσεως ελέγχου του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης. Μόνο στο πλαίσιο αυτής της φάσεως ελέγχου, που έχει ως σκοπό να επιτρέψει στην Επιτροπή να διαφωτιστεί πλήρως επί του συνόλου των στοιχείων της υποθέσεως, προβλέπει η Συνθήκη υποχρέωση της Επιτροπής να τάξει στους ενδιαφερομένους προθεσμία για την υποβολή των παρατηρήσεών τους.

    23 'Οταν η Επιτροπή, χωρίς να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2, διαπιστώνει, βάσει της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού, ότι μια ενίσχυση συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, εκείνοι υπέρ των οποίων έχουν τεθεί αυτές οι διαδικαστικές εγγυήσεις μπορούν να επιτύχουν την τήρησή τους μόνον αν έχουν τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν την απόφαση αυτή της Επιτροπής ενώπιον του Δικαστηρίου.

    24 Οι ενδιαφερόμενοι, υπό την έννοια του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης, προσδιορίστηκαν από το Δικαστήριο ως τα πρόσωπα, οι επιχειρήσεις ή οι ενώσεις των οποίων τα συμφέροντα θίγονται, ενδεχομένως, από τη χορήγηση της ενισχύσεως, ιδίως δε οι ανταγωνιστικές επιχειρήσεις και οι επαγγελματικές οργανώσεις (απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 1984, 323/82, Intermills κατά Επιτροπής, Συλλογή 1984, σ. 3809, σκέψη 16).

    25 Στην προκειμένη περίπτωση η Επιτροπή και η Ισπανική Κυβέρνηση αμφισβητούν μεν τον ουσιώδη χαρακτήρα των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού που προκαλούν οι επίδικες ενισχύσεις, πλην όμως δεν αμφισβητούν το γεγονός ότι η Cook, που παράγει, όπως και η επιχείρηση που λαμβάνει την ενίσχυση, εξοπλισμούς GET, είναι ενδιαφερόμενη επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης.

    26 Κατά συνέπεια πρέπει να θεωρηθεί ότι η απόφαση ΝΝ 12/91 της Επιτροπής αφορά άμεσα και ατομικά την Cook, ως ενδιαφερομένη επιχείρηση. Νομιμοποιείται συνεπώς η Cook να ζητήσει την ακύρωση της αποφάσεως αυτής βάσει του άρθρου 173, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης.

    Επί της ουσίας

    27 Προς στήριξη της προσφυγής της, η Cook, υποστηρίζει ότι είναι ελαττωματική η διαδικασία, λόγω του ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη με μόνη βάση τις διατάξεις του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης, χωρίς να έχει η Επιτροπή προηγουμένως κινήσει τη διαδικασία έρευνας που προβλέπει η παράγραφος 2 του ίδιου άρθρου. Η Cook υποστηρίζει επίσης ότι παραβιάστηκαν οι αρχές του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας και της χρηστής διοικήσεως, λόγω του ότι δεν της δόθηκε η δυνατότητα, υπό την ιδιότητα της καταγγέλλουσας επιχειρήσεως, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης, να υποβάλει τις παρατηρήσεις της σχετικά με τα στοιχεία βάσει των οποίων η Επιτροπή αιτιολόγησε την απόφασή της. Τέλος, η αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως, σύμφωνα με την οποία ο υποκλάδος των γραναζιών και των εξοπλισμών GET δεν παρουσιάζει πλεονάζουσα ικανότητα παραγωγής, στηρίζεται σε προφανή πλάνη εκτιμήσεως.

    28 H Cook υποστηρίζει ιδίως ότι η Επιτροπή υποχρεούται να ακολουθεί τη διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης, όταν, όπως στην προκειμένη περίπτωση:

    * κρίνει αν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά μια ενίσχυση που δεν της έχει κοινοποιηθεί

    * διαπιστώνει ότι μια ενίσχυση συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, βάσει των διατάξεων του άρθρου 92, παράγραφος 3, στοιχείο α', της Συνθήκης

    * οι δυσκολίες που παρουσιάζει η εκτίμηση του αν η ενίσχυση συμβιβάζεται με την κοινή αγορά δικαιολογούν την κίνηση της διαδικασίας αυτής.

    29 'Οπως διευκρίνισε το Δικαστήριο στην προπαρατεθείσα απόφαση Γερμανία κατά Επιτροπής (σκέψη 13), η διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2, προσλαμβάνει αναγκαστικό χαρακτήρα από τη στιγμή κατά την οποία η Επιτροπή αντιμετωπίζει σοβαρές δυσχέρειες προκειμένου να κρίνει αν μια ενίσχυση συμβιβάζεται με την κοινή αγορά. Η Επιτροπή δεν μπορεί να αρκεσθεί στην προκαταρκτική φάση του άρθρου 93, παράγραφος 3, προκειμένου να λάβει ευνοϊκή απόφαση για κάποια ενίσχυση, παρά μόνον αν είναι σε θέση να σχηματίσει την πεποίθηση, μετά από πρώτη εξέταση, ότι η εν λόγω ενίσχυση συμβιβάζεται με τη Συνθήκη. Αντιθέτως, αν, από την πρώτη αυτή εξέταση, η Επιτροπή σχηματίσει αντίθετη γνώμη ή δεν μπορέσει να υπερβεί όλες τις δυσχέρειες που ανέκυψαν κατά την κρίση του συμβιβαστού της εν λόγω ενισχύσεως με την κοινή αγορά, τότε οφείλει να συγκεντρώσει όλες τις αναγκαίες γνώμες και να κινήσει προς το σκοπό αυτό τη διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2.

    30 Αντίθετα απ' ό,τι υποστηρίζει η Cook, η υποχρέωση κινήσεως της διαδικασίας του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης δεν εξαρτάται μεν από την κοινοποίηση της ενισχύσεως ή την εφαρμοζόμενη διάταξη του άρθρου 92 της Συνθήκης, πλην όμως η Επιτροπή οφείλει να καθορίσει, υπό τον έλεγχο του Δικαστηρίου, ανάλογα με τα πραγματικά και νομικά στοιχεία της συγκεκριμένης υποθέσεως, αν οι δυσχέρειες που αντιμετωπίζει κατά την έρευνα του συμβιβαστού της ενισχύσεως με την κοινή αγορά καθιστούν απαραίτητη την κίνηση της διαδικασίας αυτής.

    31 Κατά συνέπεια πρέπει να ερευνηθεί αν, στην προκειμένη περίπτωση, οι εκτιμήσεις στις οποίες στηρίχθηκε η Επιτροπή, και ειδικότερα η εκτίμηση ότι δεν σημειώνεται πλεονάζουσα ικανότητα παραγωγής στον υποκλάδο των γραναζιών και των εξοπλισμών GET, παρουσίαζαν δυσχέρειες ικανές να δικαιολογήσουν την κίνηση της διαδικασίας αυτής.

    32 'Οπως παραδέχθηκε η Επιτροπή απαντώντας στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου, δεν υπάρχουν ειδικά στοιχεία σχετικά με τα γρανάζια και τους εξοπλισμούς GET.

    33 Τα μόνα διαθέσιμα στοιχεία αφορούν τον υποκλάδο των χυτηρίων χάλυβα, στον οποίο περιλαμβάνεται η παραγωγή γραναζιών και εξοπλισμών GET. Με την ανακοίνωση 88/C320/03 για την πλαισίωση ορισμένων κλάδων κατασκευής προϊόντων σιδήρου και χάλυβα εκτός ΕΚΑΧ (ΕΕ C 320, σ. 3), η Επιτροπή διαπίστωσε ότι στον υποκλάδο των χυτηρίων χάλυβα υφίστατο περιστολή της ζήτησης και παρίστατο η ανάγκη νέων προσαρμογών, λόγω του χαμηλού ποσοστού χρησιμοποιήσεως των εγκαταστάσεων.

    34 Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι από τότε που εκδόθηκε το έγγραφο αυτό, που υπονοούσε την ύπαρξη πλεονάζουσας ικανότητας στον εν λόγω υποκλάδο, η κατάσταση εξελίχθηκε ευνοϊκά το 1989 και 1990. Για να δικαιολογήσει την ανάλυση αυτή, που είναι αντίθετη προς τα σχετικά έγγραφα που προσκόμισε η προσφεύγουσα, η Επιτροπή στηρίζεται στις στατιστικές της επιτροπής των ευρωπαϊκών ενώσεων χυτηρίων (CAEF).

    35 Τα αριθμητικά στοιχεία που περιλαμβάνουν οι στατιστικές αυτές δεν είναι πλήρη, αλλά αφορούν μόνον την παραγωγή, την αξία της παραγωγής και τον αριθμό των θέσεων εργασίας. Δεν καθιστούν δυνατό τον προσδιορισμό των ικανοτήτων παραγωγής και τη σύγκρισή τους με την παραγωγή και τη ζήτηση στην αγορά. Δεν μπορεί, κατά συνέπεια, να συναχθεί με βεβαιότητα από τα στοιχεία αυτά η έλλειψη ή η ύπαρξη πλεονάζουσας ικανότητας παραγωγής.

    36 Η ίδια η Επιτροπή δέχεται εξάλλου με τα υπομνήματα και τις απαντήσεις της ότι "ο κλάδος των χυτηρίων χάλυβα δεν προσφέρεται για εύκολη εκτίμηση των ικανοτήτων παραγωγής".

    37 Υπό τις συνθήκες αυτές, η ύπαρξη ή η έλλειψη πλεονάζουσας ικανότητας παραγωγής στον υποκλάδο των γραναζιών και των εξοπλισμών GET δεν προέκυπτε σαφώς, κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, από τα διαθέσιμα στοιχεία και στατιστικές. Αντίθετα, η διαπίστωση αυτή απαιτούσε σύνθετη ανάλυση του οικείου υποκλάδου και συμπληρωματικές έρευνες στις επιχειρήσεις του υποκλάδου αυτού.

    38 Από τα προηγούμενα προκύπτει ότι, εφόσον η Επιτροπή σκόπευε να στηριχθεί στην έλλειψη πλεονάζουσας ικανότητας παραγωγής στον εν λόγω υποκλάδο δραστηριότητας, όφειλε να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης, ώστε να εξακριβώσει, έπειτα από συλλογή όλων των απαραίτητων γνωμών, το βάσιμο της εκτιμήσεώς της, η οποία μπορούσε να προσκρούσει σε σοβαρές δυσχέρειες.

    39 Εφόσον δεν προηγήθηκε αυτή η διαδικασία, η απόφαση ΝΝ 12/91 είναι παράνομη, στο μέτρο που αφορά ενισχύσεις άλλες από την ενίσχυση που χορηγήθηκε στην Pyrsa από την Ισπανική Κυβέρνηση. Στο μέτρο αυτό πρέπει, κατά συνέπεια, να ακυρωθεί η απόφαση αυτή, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν οι λοιποί λόγοι ακυρώσεως που επικαλείται η προσφεύγουσα.

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί των δικαστικών εξόδων

    40 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Επειδή η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

    41 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Βασίλειο της Ισπανίας πρέπει, ως παρεμβαίνον, να φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    αποφασίζει:

    1) Ακυρώνει την απευθυνομένη στην Ισπανική Κυβέρνηση και κοινοποιηθείσα στην Cοοk με έγγραφο της 29ης Μαΐου 1991 απόφαση της Επιτροπής "να μη διατυπώσει αντιρρήσεις" για ορισμένες κρατικές ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στην Pyrsa, στο μέτρο που η απόφαση αυτή αφορά ενισχύσεις άλλες από την επιδότηση ύψους 975 905 000 PTA που χορήγησε η Ισπανική Κυβέρνηση.

    2) Καταδικάζει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

    3) Το Βασίλειο της Ισπανίας φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

    Top